
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ
Ενώπιον: Γ. Κ. Βλάμη, Π.Ε.Δ.
Αρ. Απαίτησης (Μέρος 7): 261/2024 I-Justice
Μεταξύ:
Παναγιώτης Μιχαλίτσης Ανώνυμη Τεχνική Οικοδομική-
Εργοληπτική Εμπορική & Ενεργειακή Εταιρεία με
δ.τ. ΛΑΛΩΝ Α.Τ.Ε. Εναγόντων
και
Δήμου Πάφου
Εναγομένων
Αίτηση ημερ. 10.12.24 για έκδοση διαταγμάτων διαγραφής
της υπόθεσης και/ή αναστολής της διαδικασίας
Ημερομηνία: 28.03.25
Εμφανίσεις:
Για Εναγομένους-Αιτητές: κος Χρ. Τοπούζης για Μιχάλης Κυριακίδης Δ.Ε.Π.Ε.
Για Ενάγοντες-Καθ’ ων η αίτηση: κος Α. Γεωργιάδης μαζί με κα Δ. Αυγουστή και
κα Ε. Πρωτοπαπά (ασκούμενη δικηγόρος)
για Χρήστος Γεωργιάδης & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.
ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ
(Αυθημερόν από Έδρας)
Με την παρούσα δια κλήσεως ενδιάμεση αίτηση οι Εναγόμενοι αιτούνται την έκδοση διατάγματος με το οποίο να διατάζεται η διαγραφή των εγγράφων της παρούσας υπόθεσης, περιλαμβανομένου του Εντύπου Απαίτησης και της Έκθεσης Απαίτησης και κατ’ επέκταση η απόρριψη της υπόθεσης. Διαζευκτικά ζητείται η έκδοση διατάγματος αναστολής της διαδικασίας εκδίκασης της παρούσας αγωγής.
Ενόψει του χρονικού σημείου που καταχωρίστηκε η υπόθεση αυτή, το δικονομικό πλαίσιο πάνω στο οποίο βασίζεται η εκδίκαση της υπό κρίση αίτησης διέπεται από τους Διαδικαστικούς Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας που τέθηκαν σε ισχύ από 01.09.23.
Η παρούσα αίτηση εδράζεται, μεταξύ άλλων, στο Μέρος 1, Μέρος 3 Κ3.1(2)(στ) & (μ) [προφανώς η παράλειψη του εδαφίου 2 οφείλεται σε τυπογραφικό λάθος], Μέρος 23 Κ23.1 & Κ.23.2 των Διαδικαστικών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας 2023, στο άρθρο 31 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν.14/60) και στις συμφυείς εξουσίες του Δικαστηρίου.
Η αίτηση συνοδεύεται από ένορκη δήλωση του κυρίου Κωνσταντίνου Πορτίδη, ο οποίος εργάζεται στην υπηρεσία των Εναγομένων ως λειτουργός Τεχνικών Υπηρεσιών. Η ένορκη δήλωση αναφέρεται σε γεγονότα που συνθέτουν το ιστορικό της υπόθεσης από τη δική τους οπτική γωνία καθώς επίσης περιέχει αναφορές που σύμφωνα με τους Εναγομένους δικαιολογούν την επιτυχία της παρούσας αίτησης. Το σύνολο των επικαλούμενων γεγονότων και αναφορών προδιαγράφουν την εκδοχή των Εναγομένων.
Συνοπτικά μπορεί να λεχθεί ότι οι Εναγόμενοι ζητούν διαγραφή της παρούσας απαίτησης για τους εξής λόγους (§37-§45 της ΕΔ Πορτίδη):
(1) Η παρούσα υπόθεση αποτελεί καταφανή περίπτωση κατάχρησης της δικαστικής διαδικασίας επειδή,
(α) ενώ τα αγώγιμα δικαιώματα και οι απαιτήσεις των Εναγόντων είχαν αποκρυσταλλωθεί από 05.09.23, οι Ενάγοντες επέλεξαν το έτος 2023 να προωθήσουν μόνο την Απαίτηση (Μέρος 7) Αρ. 1186/23 IJ για ένα συγκεκριμένο ζήτημα αφήνοντας εκτός διεκδίκησης από την υπόθεση εκείνη τις υπόλοιπες απαιτήσεις τους παρόλο ότι είχαν ήδη διαμορφωθεί,
(β) αντίς οι Ενάγοντες να τροποποιήσουν την Απαίτηση (Μέρος 7) Αρ. 1186/23 IJ και να συμπεριλάβουν τις υπόλοιπες απαιτήσεις τους, επέλεξαν να καταχωρήσουν μεταγενέστερα την παρούσα υπόθεση,
(γ) η παρούσα υπόθεση και η Απαίτηση (Μέρος 7) Αρ. 1186/23 IJ αφορούν του ίδιους διαδίκους, κοινά επίδικα θέματα, τα ίδια γεγονότα, την ίδια σύμβαση και το ίδιο έργο,
(δ) οι Ενάγοντες προωθούν δύο παράλληλες διαδικασίες επιδιώκοντας να ακουστούν δύο φορές ενώπιον Δικαστηρίου τα ζητήματα των κατ’ ισχυρισμό παραβάσεων της σύμβασης και του τερματισμού της με αποτέλεσμα τον κατακερματισμό της βάσης της αγωγής σε δύο τμήματα χωρίς καμία αιτιολογία
(2) Πρόθεση των Εναγόντων είναι να λειτουργήσει καταπιεστικά και εκδικητικά εις βάρος των Εναγόντων προκαλώντας τους ταλαιπωρία και έξοδα, επωφελούμενοι από ενδεχόμενες συγκρουόμενες και αντιφατικές αποφάσεις της παρούσας υπόθεσης και της Απαίτησης (Μέρος 7) Αρ. 1186/23 IJ από δύο ομοβάθμια Δικαστήρια.
Είναι η θέση των Εναγομένων ότι τυχόν συνέχιση της διαδικασίας στην παρούσα υπόθεση δημιουργεί υπαρκτό κίνδυνο υπονόμευσης των δικαιωμάτων των Εναγομένων λόγω της επικαλούμενης κατάχρησης της δικαστικής διαδικασίας, του ενδεχομένου να εκδοθούν αντιφατικές και συγκρουόμενες αποφάσεις και του ότι η έκδοση απόφασης στην μία υπόθεση θα επηρεάσει την πορεία της δεύτερης αφού θα προκύψει ανάγκη τροποποίησης της.
Σύμφωνα με τους Εναγομένους ακόμη και ενδεχόμενη συνένωση των δύο υποθέσεων δεν θεραπεύει την κατάχρηση στην παρούσα διαδικασία επειδή κάτι τέτοιο δεν θα τους απαλλάξει από την ταλαιπωρία και τα έξοδα.
Σε ότι αφορά την θεραπεία αναστολής της διαδικασίας εκδίκασης της παρούσας αγωγής, αυτή αξιώνεται διαζευκτικά εφόσον το Δικαστήριο κρίνει ότι το μέτρο της διαγραφής δεν είναι πρόσφορο ως προς το συμφέρον της δικαιοσύνης. Οι Εναγόμενοι ζητούν αναστολή της διαδικασίας μέχρι την έκδοση τελεσίδικης δικαστικής κρίσης επί της προγενέστερης υπόθεσης, ήτοι της Απαίτησης (Μέρος 7) Αρ. 1186/23 IJ.
Οι Ενάγοντες αντέδρασαν στις 30.01.25 με την καταχώρηση ειδοποίησης περί πρόθεσης ένστασης επί 4 λόγους. Δεν χρειάζεται να τους απαριθμήσω. Αναφορά σ’ αυτούς θα γίνει στη συνέχεια. Κοινό σημείο τους είναι η εγειρόμενη θέση ότι δεν δικαιολογείται η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου υπέρ της έγκρισης των αιτουμένων διαταγμάτων.
Η νομική βάση της ένστασης των Εναγομένων είναι βασικά παρόμοια μ’ αυτήν της υπό κρίση αίτησης.
Η ένσταση συνοδεύεται από ένορκη δήλωση του κυρίου Μιχάλη Αργυρίδη, μηχανικού έργου των Εναγόντων. Προς υποστήριξη της ένορκης δήλωσης επισυνάπτονται έγγραφα. Στην ουσία μέσα από την ένορκη δήλωση αναλύονται και επεξηγούνται οι λόγοι ένστασης, οι οποίοι κατά τη γνώμη των Εναγόντων, δικαιολογούν απόρριψη της παρούσας αίτησης. Παράλληλα προβάλλονται γεγονότα που αφορούν τις δύο αναφερόμενες υποθέσεις από την γωνία αντίληψης του ομνύοντα, στη βάση των οποίων θεωρεί ότι δεν υπάρχει οτιδήποτε το επιλήψιμο από μέρους του. Τα επικαλούμενα γεγονότα σκιαγραφούν την εκδοχή των Εναγόντων στην παρούσα υπόθεση.
Η ακρόαση της υπό κρίση αίτησης περιορίστηκε σε γραπτές και προφορικές αγορεύσεις. Το περιεχόμενο των ενόρκων δηλώσεων μαζί με τα επισυνημμένα έγγραφα αποτελούν το σύνολο του μαρτυρικού υλικού που προσκομίστηκε στο Δικαστήριο.
Στις αγορεύσεις τους αμφότεροι συνήγοροι, με παραπομπή σε νομολογία, υποστήριξαν τις εκατέρωθεν και παράλληλα εκ διαμέτρου αντίθετες νομικές θέσεις και ισχυρισμούς τους. Πλήρης ανάλυση της νομικής επιχειρηματολογίας των συνηγόρων είναι καταγραμμένη στα πρακτικά του Δικαστηρίου και δεν χρειάζεται να επαναδιατυπωθεί καθότι δεν θα εξυπηρετήσει οποιοδήποτε πρακτικό σκοπό. Εκεί και όπου κρίνεται ότι χρειάζεται θα γίνεται ειδική αναφορά σε νομικά επιχειρήματα των συνηγόρων.
Στρέφομαι ευθύς να εξετάσω την παρούσα αίτηση υπό το φως των λόγων ένστασης και στη βάση των θέσεων και επιχειρημάτων αμφοτέρων πλευρών. Κάποιοι λόγοι ένστασης θα εξεταστούν μαζί λόγω του κοινού στοιχείου τους, πάντοτε βέβαια υπό το πρίσμα του αντικειμένου εκδίκασης της παρούσας διαδικασίας. Προς το σκοπό αυτό έχω θέσει ενώπιον μου το περιεχόμενο των αγορεύσεων των συνηγόρων, το οποίο και μελέτησα με προσοχή. Έχω ακόμη μελετήσει ενδελεχώς όλο το μαρτυρικό υλικό που μου έχει παρουσιαστεί.
Ουσιαστικά η αίτηση διαγραφής της παρούσας υπόθεσης εδράζεται στη θέση ότι η προώθηση της συνιστά κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας επειδή, σύμφωνα με τους Εναγομένους, οι Ενάγοντες ενώ μπορούσαν να είχαν συμπεριλάβει όλες τις απαιτήσεις τους στην Απαίτηση (Μέρος 7) Αρ. 1186/23 IJ δεν το έπραξαν με αποτέλεσμα να καταχωρίσουν μεταγενέστερα και την παρούσα υπόθεση.
Η εξουσία του Δικαστηρίου να διαγράφει ένα δικόγραφο λόγω διαπιστωθείσας κατάχρησης στη δικαστική διαδικασία πηγάζει μέσα από τις πρόνοιες του Κ3.3(2)(β) των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας 2023. Ειδικότερα:
«Το δικαστήριο δύναται να διαγράψει δικόγραφο αν διαπιστώσει ότι:
…
β) το δικόγραφο συνιστά κατάχρηση δικαστικής διαδικασίας ή διαφορετικά ενδέχεται να παρεμποδίσει τη δίκαιη διεκπεραίωση της διαδικασίας ή
…»
Συμπληρωματικά παραπέμπω στον Κ3.1(2)(μ) με τον οποίον το Δικαστήριο έχει γενικά εξουσία «να πραγματοποιεί οποιοδήποτε άλλο βήμα ή να εκδίδει οποιοδήποτε άλλο διάταγμα με σκοπό τη διαχείριση της υπόθεσης και την προαγωγή του πρωταρχικού σκοπού, περιλαμβανομένης της υλοποίησης ενεργειών με στόχο την υποβοήθηση των διαδίκων στη διευθέτηση της υπόθεσης».
Πέραν της εξουσίας που του παρέχουν πλέον οι Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας 2023, η νομολογία υποδεικνύει ότι το Δικαστήριο κέκτηται δικαιοδοσία για την παρεμπόδιση, περιστολή, απόρριψη ή αναστολή διαδικασίας που συνιστά κατάχρηση των διαδικασιών του Δικαστηρίου στη βάση σύμφυτης εξουσίας που διαθέτει η οποία εκπηγάζει από την ίδια τη φύση της δικαστικής λειτουργίας που έχει ως λόγο το δίκαιο και μέσο τους μηχανισμούς που προάγουν την κατίσχυσή του. Υπάρχουν σωρεία αποφάσεων στο θέμα αυτό και ενδεικτικά παραπέμπω στις (Διευθυντής των Φυλακών ν. Τζεννάρο Περέλλα (1995) 1 Α.Α.Δ. 217 και Εμπεδοκλή κ.α. v. (Αρ.3) (2009) 1 Α.Α.Δ. 529).
Κατά κανόνα όλες οι διαφορές που προκύπτουν μέσα από τα ίδια γεγονότα πρέπει να συμπεριλαμβάνονται στην ίδια αγωγή ώστε να επιτυγχάνεται εκδίκαση όλων τους μέσα από την ίδια δικαστική διαδικασία. Η προώθηση πολλαπλών ξεχωριστών διαδικασιών που δημιουργούνται μέσα από τον κατατεμαχισμό επιδίκων θεμάτων, τα οποία θα εκδικαστούν μέσα από την έγερση διαφορετικών υποθέσεων συνιστά μορφή κατάχρησης. Το Δικαστήριο, το οποίο διατηρεί πάντοτε τη γενική εποπτεία και έλεγχο όλων των διαδικασιών ενώπιον του οφείλει να καταστέλλει καταχρηστικές διαδικασίες. Ο έλεγχος της διαδικασίας επιβάλλει όπως διασφαλίζεται απρόσκοπτη δικονομική και ουσιαστική τάξη στην όλη διαδικασία με ενιαία προσέγγιση. Η κατάχρηση της διαδικασίας του Δικαστηρίου μπορεί να προσλάβει διάφορες μορφές και δεν υπάρχουν εκ προοιμίου συμπεριφορές που μπορούν να καταταχθούν ως καταχρηστικές. Το όλο ζήτημα εξετάζεται πάντοτε υπό το φως των συγκεκριμένων γεγονότων.
Στην προκειμένη περίπτωση παρατηρώ ότι η Απαίτηση (Μέρος 7) Αρ. 1186/23 IJ καταχωρίστηκε στις 22.09.23 και από την αρχή τέθηκε για χειρισμό της ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου. Η παρούσα υπόθεση καταχωρίστηκε μεταγενέστερα και συγκεκριμένα στις 20.06.24 και τέθηκε μόλις πρόσφατα ενώπιον μου μετά από εξαίρεση της Αδελφού Δικαστή κας Κουνίδου για το λόγο που εξηγείται στο πρακτικό ημερ. 14.03.24. Κατόπιν πρόχειρης ανάγνωσης των δικογράφων, παρατηρώ ότι οι διάδικοι είναι οι ίδιοι και στις δύο υποθέσεις. Επίσης παρατηρώ ότι αμφότερες υποθέσεις αφορούν το ίδιο έργο που θα αποπερατωνόταν στο πλαίσιο των ιδίων εγγράφων συμβολαίου, κατά την εκτέλεση του οποίου προέκυψαν διαφορές μεταξύ των διαδίκων οι οποίες χρήζουν επίλυσης.
Περαιτέρω παρατηρώ ότι οι Ενάγοντες δίδουν εξήγηση για την έγερση των δύο αυτών υποθέσεων. Οι αναφορές που περιέχουν τις εξηγήσεις αυτές παρέμειναν ουσιαστικά αναντίλεκτες. Όλες οι επικαλούμενες διαφορές και απαιτήσεις των διαδίκων προέκυψαν μετά τον τερματισμό του συμβολαίου, τον οποίον οι Ενάγοντες θεωρούν παράνομο. Τα έγγραφα συμβολαίου προνοούν συγκεκριμένη διαδικασία που πρέπει να ακολουθηθεί σε περίπτωση τερματισμού συμβολαίου που αποδίδεται σε υπαιτιότητα των Εναγόντων, όπως είναι η δική μας περίπτωση. Μία σειρά από ενέργειες σημειώνονται ότι πρέπει να γίνουν (Τεκμήριο 1 ΕΔ Αργυρίδη). Για παράδειγμα θα πρέπει να καταγραφεί η εκτελεσθείσα εργασία, να υπολογιστεί η αξία της και να εξακριβωθούν τα ποσά που τυχόν οφείλονται στους Εναγομένους. Παράλληλα από τη στιγμή που οι Ενάγοντες επικαλούνται παράνομο τερματισμό σημαίνει ότι θα έπρεπε να καταγράψουν τις απαιτήσεις τους που προκύπτουν και ακολούθως να τις υπολογίσουν. Προφανώς το σύνολο των πληρωμών των εργασιών και ενδεχόμενες δεσμεύσεις και κρατήσεις δεν θα πρέπει να αγνοηθούν. Αυτό με τη σειρά του προϋποθέτει ετοιμασία εισηγούμενου τελικού λογαριασμού, στο βαθμό και στην έκταση βέβαια της εμπλοκής των Εναγόντων στο συγκεκριμένο έργο. Η ετοιμασία του εγγράφου αυτού από μέρους των Εναγόντων περιλαμβάνει τυχόν απαιτήσεις του και θα καθορίσει τυχόν ποσό που θεωρεί ότι του οφείλεται. Μέσα από αυτό θα διαμορφωθούν οι αποζημιώσεις που οι Ενάγοντες θα αξιώσουν.
Για την ετοιμασία αυτού του εγγράφου εξυπακούεται ότι απαιτείται η συγκέντρωση και επεξεργασία στοιχείων πληροφοριών τεχνοοικονομικής φύσεως, από τα οποία θα αποκρυσταλλωθούν οι απαιτήσεις έκαστου μέρους. Η θέση των Εναγόντων ότι οι Εναγόμενοι δεν συνεργάστηκαν μαζί τους για την εφαρμογή της διαδικασίας που το συμβόλαιο προνοούσε και ούτε τουλάχιστον συμμορφώθηκαν με το σκέλος που τους αφορούσε, παρέμεινε αναντίλεκτη. Επίσης παρέμεινε αναντίλεκτη η θέση των Εναγόντων ότι η εισήγηση του συνηγόρου τους να συνεργαστούν οι διάδικοι ώστε όλες οι διαφορές τους να περιληφθούν σε μία διαδικασία με τις ανάλογες τροποποιήσεις στη δικογραφία έπεσε στο κενό χωρίς ανταπόκριση από τους Εναγομένους.
Η έλλειψη συνεργασίας σαφώς δυσκόλεψε αμφότερα μέρη και γενικά επιβράδυνε την όλη διαδικασία. Το γεγονός αυτό σε συνάρτηση με το ότι προέκυψε ζήτημα ρευστοποίησης χρημάτων εγγυητικής επιστολής για το οποίο οι Ενάγοντες έκριναν ότι έπρεπε επειγόντως να αποταθούν στο Δικαστήριο, οδήγησε στην καταχώρηση της Απαίτηση (Μέρος 7) Αρ. 1186/23 IJ που αφορούσε το θέμα αυτό. Η δυσκολία άγγιξε και τους Εναγομένους, οι οποίοι αναγκάστηκαν 13 μήνες περίπου μετά την καταχώριση της έκθεσης υπεράσπισης & ανταπαίτησης τους (05.12.23) να προβούν σε τροποποίηση του εν λόγω δικογράφου τους κατόπιν αίτησης τους ημερ. 31.01.25. Είχα την ευκαιρία να διαπιστώσω το γεγονός αυτό ανατρέχοντας στον δικαστηριακό ηλεκτρονικό φάκελο της υπόθεσης εφόσον υπήρχε τέτοια δυνατότητα (Γεωργίου v. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Τραπέζης Κύπρου (1999) 1Γ Α.Α.Δ. 1938).
Οι δε Ενάγοντες ετοίμασαν τις απαιτήσεις και αξιώσεις τους νσε σχέση με τα υπόλοιπα επίδικα θέματα τον Φεβρουάριο 2024 όταν εκείνη την περίοδο ετοίμασαν εισηγούμενο τελικό λογαριασμό του έργου. Η θέση των Εναγόντων το επικαλούμενο έγγραφο με τίτλο «Αίτηση Εργολάβου για Τελικό Λογαριασμό» ετοιμάστηκε τον Φεβρουάριο 2024 (Τεκμήριο 2 στην ΕΔ Αργυρίδη) παρέμεινε και αυτή αναντίλεκτη. Προφανώς τα διάφορα επίδικα ζητήματα που υπήρχαν σε συνδυασμό με το συνολικό ύψος που αξιώνεται και σε συνάρτηση με το γεγονός ότι η Απαίτηση (Μέρος 7) Αρ. 1186/23 IJ είχε λάβει πορεία εκδίκασης σε σχέση με το δικό της επίδικο θέμα, είναι παράμετροι που έκλιναν την πλάστιγγα στη δεξαμενή σκέψης των Εναγόντων υπέρ της καταχώρησης της παρούσας υπόθεσης.
Είναι γεγονός ότι η καταχώρηση της παρούσας υπόθεσης δημιούργησε δύο παράλληλες διαδικασίες με τους ίδιους διαδίκους που αφορούσαν το ίδιο έργο μέσα από τα ίδια επικαλούμενα γεγονότα. Περιλαμβάνουν διαφορετικά επίδικα θέματα, πλην όμως η μία συμπληρώνει την άλλη σε ότι αφορά την επίλυση των διαφορών των διαδίκων. Είναι ακόμη γεγονός ότι αμφότερες υποθέσεις καταχωρίστηκαν ενώπιον δύο Δικαστηρίων.
Ωστόσο στην πορεία διαπιστώνω διαφοροποίηση του σκηνικού. Αμφότερες υποθέσεις τέθηκαν ενώπιον του ιδίου Δικαστηρίου. Παράλληλα εκδηλώθηκε πρόθεση να καταχωριστεί αίτηση συνένωσης των δύο υποθέσεων σχετικά με όλα τα επίδικα θέματα τους. Ο συνδυασμός αυτών των δύο εκμηδενίζει των ανησυχία των Εναγομένων περί κινδύνου έκδοσης αντιφατικών και συγκρουόμενων αποφάσεων από δύο διαφορετικά Δικαστήρια αφού πλέον τέθηκαν ενώπιον του ιδίου Δικαστηρίου. Επίσης καθιστά άνευ αντικειμένου τις θέσεις των Εναγομένων περί παράλληλης προώθησης δύο ξεχωριστών διαδικασιών, περί διπλής εκδίκασης και κατακερματισμού της βάσης της αγωγής σε δύο τμήματα.
Σε περίπτωση που εγκριθεί η αίτηση συνένωσης, τότε όλα τα επίδικα θέματα και οι διαφορές των διαδίκων θα εκδικαστούν μαζί μέσα από μία ενιαία δικαστική διαδικασία στην οποίαν το μαρτυρικό υλικό θα τεθεί μία φορά για αξιολόγηση ενώπιον του Δικαστηρίου με τους μάρτυρες να έρχονται μία φορά για ένορκη κατάθεση ενώπιον του Δικαστηρίου. Με τον τρόπο αυτό εξοικονομείται πολύτιμος χρόνος και αποφεύγονται περιττά έξοδα και αχρείαστη ταλαιπωρία.
Σε ότι αφορά τη θέση των Εναγομένων ότι «ενδεχόμενη συνένωση των υποθέσεων δεν θεραπεύει την κατάχρηση στην παρούσα διαδικασία» επειδή δεν θα απαλλάξει τους Εναγομένους από την επιβάρυνση διπλών εξόδων και ταλαιπωρίας αφού όταν οι υποθέσεις διαταχθούν να αποσυνενωθούν θα διαταχθούν ξεχωριστές διαταγές για έξοδα, δεν με βρίσκει σύμφωνο. Κατ’ αρχάς δεν συμφωνώ ότι θα υπάρξει διπλή ταλαιπωρία για οποιονδήποτε και έχω εξηγήσει πιο πάνω για ποιο λόγο δεν θα υπάρξει. Σε σχέση με τα έξοδα, θα πρέπει να λεχθεί ότι το θέμα αυτό εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου χωρίς να υπάρχει άκαμπτος κανόνας. Στην κρίση του Δικαστηρίου προσμετρούν διάφοροι παράγοντες, ένας εκ των οποίων είναι και η συμπεριφορά που θα επιδείξουν οι διάδικοι μέσα από τη δικαστική διαδικασία. Επομένως το ζήτημα αυτό ρυθμίζεται με την έκδοση κατάλληλης διαταγής εξόδων.
Δεν διαφεύγει ακόμη της προσοχής μου ότι στην Απαίτηση (Μέρος 7) Αρ. 1186/23 IJ οι Ενάγοντες επιφύλαξαν το δικαίωμα τους να προωθήσουν τις υπόλοιπες απαιτήσεις και αξιώσεις τους ενώπιον είτε διαιτητή είτε στο Δικαστήριο με την έγερση επιπρόσθετης αγωγής (§9 έκθεσης απαίτησης). Με την καταχώρηση της παρούσας υπόθεσης, οι Ενάγοντες ακολούθησαν τη δεύτερη επιλογή τους.
Οι Ενάγοντες εκδήλωσαν πρόθεση να καταχωρίσουν αίτηση συνένωσης των δύο υποθέσεων από τις 16.12.24. Αν κάποιος διαβάσει το έντυπο του χρονοδιαγράμματος της διαδικασίας στην Απαίτηση (Μέρος 7) Αρ. 1186/23 IJ θα αντιληφθεί την πρόθεση τους αυτή που έχει χρονικό ορίζοντα τις 07.04.25. Επιπλέον από το έντυπο του χρονοδιαγράμματος της διαδικασίας που οι Εναγόμενοι καταχώρισαν στην ίδια υπόθεση στις 17.12.24 και που ήταν συμφωνημένο με τους Ενάγοντες (ηλεκτρονικό μήνυμα ημερ. 17.12.24 στην εφαρμογή ‘Επικοινωνία’ του λογισμικού προγράμματος I-Justice), καταδεικνύεται ότι οι ίδιοι είχαν συναινέσει στην προώθηση αίτησης συνένωσης των δύο αναφερομένων υποθέσεων με χρονικό ορόσημο τις 07.04.25, ως ήταν η εισήγηση των Εναγόντων. Η συμφωνία των μερών στη συνένωση των δύο υποθέσεων αυξάνει τις πιθανότητες για έγκριση της αίτησης με ότι αυτό συνεπάγεται και έχει αναφερθεί προηγουμένως.
Από τα πιο πάνω δεν έχω διαπιστώσει ότι πρόθεση των Εναγόντων είναι να εκδικηθούν και να καταπιέσουν τους Εναγομένους προκαλώντας τους ταλαιπωρία και έξοδα. Αντίθετα θεωρώ ότι με την αίτηση συνένωσης, στην οποίαν οι Εναγόμενοι έχουν προκαταβολικά συναινέσει, αποδεικνύεται το αντίθετο. Αν οι Εναγόμενοι είχαν διαφορετική άποψη δεν θα συναινούσαν σε αίτηση συνένωσης των δύο υποθέσεων.
Επίσης παρατηρώ ότι τυχόν μη έκδοσης του διατάγματος διαγραφής της απαίτησης στην παρούσα υπόθεση δεν επηρεάζει δυσμενώς οποιαδήποτε συμφέροντα και/ή δικαιώματα των Εναγομένων. Οι αναφορές των Εναγομένων επί του σημείου αυτού στερούνται βάσης.
Κάτω από αυτά τα δεδομένα, κρίνω ότι υπό τις περιστάσεις και στη βάση των συγκεκριμένων γεγονότων η προώθηση της παρούσας υπόθεσης δεν συνιστά μορφή κατάχρησης της δικαστικής διαδικασίας. Κατά συνέπεια, καταλήγω ότι δεν δικαιολογείται η έκδοση του αιτουμένου διατάγματος διαγραφής της απαίτησης στην παρούσα υπόθεση.
Προχωρώ με την εξέταση της αιτούμενης θεραπείας των Εναγομένων για αναστολής της διαδικασίας εκδίκασης της παρούσας αγωγής μέχρι την έκδοση τελεσίδικης δικαστικής κρίσης επί της προγενέστερης υπόθεσης, ήτοι της Απαίτησης (Μέρος 7) Αρ. 1186/23 IJ. Η θεραπεία αυτή ζητείται διαζευκτικά και εξετάζεται επειδή η αιτούμενη θεραπεία της διαγραφής απορρίφθηκε για τους λόγους που έχουν εξηγηθεί.
Η εξουσία του Δικαστηρίου να διαγράφει ένα δικόγραφο πηγάζει μέσα από τις πρόνοιες του Κ3.1(2)(στ) των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας 2023. Ειδικότερα:
«Εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά στους παρόντες κανονισμούς, το δικαστήριο δύναται:
…
στ) να αναστέλλει όλη ή μέρος οποιασδήποτε διαδικασίας ή απόφασης γενικά ή μέχρι καθορισμένη ημερομηνία ή καθορισμένο συμβάν
…»
Συμπληρωματικά παραπέμπω στη γενική εξουσία που έχει το Δικαστήριο με βάση τον στον Κ3.1(2)(μ), τις πρόνοιες του οποίου έχω αναφέρει προηγουμένως.
Το διάταγμα αναστολής εκδίκασης εξυπηρετεί ένα συγκεκριμένο σκοπό που υπηρετεί τη δικαιοσύνη.
Εδώ θα πρέπει να λεχθεί ότι σε περίπτωση που εγκριθεί η αίτηση συνένωσης των δύο αναφερομένων υποθέσεων που οι Ενάγοντες σκοπεύουν σύντομα να καταχωρίσουν με τη συναίνεση των Εναγομένων, η εν λόγω θέση των τελευταίων καθίσταται αμέσως άνευ αντικειμένου. Δεν βλέπω έτσι οποιοδήποτε λόγο για τον οποίον ένα τέτοιο διάταγμα θα εξυπηρετούσε συγκεκριμένο σκοπό που υπηρετεί τη δικαιοσύνη.
Συνεπώς ούτε το αίτημα για αναστολής της διαδικασίας δικαιολογείται.
Σαφώς το συμφέρον της δικαιοσύνης δεν εξυπηρετείται με την έκδοση των αιτουμένων διαταγμάτων. Επομένως συμφωνώ με την αντίστοιχη θέση Εναγόντων που προβάλλεται μέσα από την ένσταση τους.
Υπό το φως των πιο πάνω και για τους λόγους που έχω εξηγήσει, η παρούσα αίτηση δεν έχει προοπτική επιτυχίας. Συνακόλουθα η αίτηση απορρίπτεται ως αβάσιμη στην ολότητα της.
Την ίδια στιγμή επιτυγχάνουν οι λόγοι ένστασης αρ. 2 και 3 της ένστασης.
Σε ότι αφορά τα έξοδα δεν βλέπω λόγο να παρεκκλίνω από τον γενικό κανόνα που διέπει την επιδίκαση τους. Κατά συνέπεια, τα έξοδα της παρούσας αίτησης επιδικάζονται υπέρ των Καθ’ ων η αίτηση και εναντίον των Αιτητών 1, 2 & 4. Θα προχωρήσω σε συνοπτικό υπολογισμό των εξόδων δυνάμει του Κ.39.7. Να σημειωθεί ότι οι συνήγοροι, κατά παράβαση του Κ.39.9(1), δεν συμμορφώθηκαν με το καθήκον τους για υποβοήθηση του Δικαστηρίου στον συνοπτικό υπολογισμό των εξόδων. Ως εκ τούτου, τα έξοδα, μειωμένα κατά 10% ένεκα της πιο πάνω μη συμμόρφωσης των συνηγόρων με το καθήκον τους, έχουν υπολογιστεί σε €6.989 πλέον Φ.Π.Α. (εάν υπάρχει) επί ποσού €6.972. Τα έξοδα να καταβληθούν εντός 21 ημερών από σήμερα, δηλαδή από 28.03.25.
(Υπ.) .................................
Γ. Κ. Βλάμης, Π.Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο