Κοινοτικού Συμβουλίου Κισσόνεργας ν. Γιάννη Λάμπρου Νικόλα, Αρ. Αγωγής: 1806/2014, 28/3/2025
print
Τίτλος:
Κοινοτικού Συμβουλίου Κισσόνεργας ν. Γιάννη Λάμπρου Νικόλα, Αρ. Αγωγής: 1806/2014, 28/3/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ

Ενώπιον: Γ. Κ. Βλάμη, Π.Ε.Δ.                                 

Αρ. Αγωγής: 1806/2014

Μεταξύ:

Κοινοτικού Συμβουλίου Κισσόνεργας, από την Πάφο

                                                                                                                         Εναγόντων

                                                και

Γιάννη Λάμπρου Νικόλα, από την Κισσόνεργα

                                                                                                Εναγομένου

 

Ημερομηνία: 28.03.25

Εμφανίσεις:

Για Ενάγοντες: κα Χ. Φιλίππου για Λ. Λουκαΐδου Θεοφάνους Δ.Ε.Π.Ε.

Για Εναγόμενο: κος Λ. Χατζηνεοφύτου για Γ. Χατζηνεοφύτου & Σία Δ.Ε.Π.Ε.

 

                                                ΑΠΟΦΑΣΗ

Με την παρούσα αγωγή σε γενικώς οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα οι Ενάγοντες αποδίδουν στον Εναγόμενο συμπεριφορά η οποία θεωρούν ότι:

(1)        παραβίασε πρόνοιες της μεταξύ τους συμφωνίας ημερ. 02.12.08 και συμπληρωματικής συμφωνίας ημερ. 30.10.10,

(2)        είναι παράνομη επειδή του καταλογίζουν ότι προέβηκε σε εργασίες εκσκαφής και λατόμησης στο ιδιοκτησίας ακίνητο του χωρίς να έχει εξασφαλίσει σχετικές άδειες από τις αρμόδιες αρχές,

(3)        συνιστά παράβαση της υποχρέωσης του να μην επιδεικνύει αμέλεια υπό την έννοια των προνοιών του άρθρου 51(2)(β) του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου (Κεφ.148),

(4)        συνιστά διάπραξη του αστικού αδικήματος της παράνομης επέμβασης,

(5)        προκάλεσε οχληρία.

 

Στη βάση των πιο πάνω οι Ενάγοντες επιδιώκουν τις εξής θεραπείες:

(α)       Δήλωση Δικαστηρίου ότι ο Εναγόμενος παράνομα επενέβη στον αγροτικό δρόμο και δεν είχε και δεν έχει δικαίωμα να επεμβαίνει με οποιονδήποτε τρόπο στον αγροτικό δρόμο που εφάπτεται στο ιδιοκτησίας του ακίνητο με αρ. τεμαχίου [ ], φ/σχ. 45/34 W2 που βρίσκεται στην ΄τοποθεσία «Κλειοτούες» στην κοινότητα Κισσονεργα της επαρχίας Πάφου,

(β)       Δήλωση Δικαστηρίου ότι ο Εναγόμενος παράνομα προέβηκε σε λατόμευση και/ή εκσκαφή στο ακίνητο του με αποτέλεσμα να καταστρέψει τον αγροτικό δρόμο και/ή να προκαλέσει σ’ αυτόν ζημιά,

(γ)        Διάταγμα Δικαστηρίου που να διατάζει τον Εναγόμενο και/ή αντιπροσώπους και/ή υπαλλήλους και/ή υπηρέτες του να παύσουν να διαπράττουν οχληρία και/ή να επεμβαίνουν στον αγροτικό δρόμο,

(δ)        ειδικές και γενικές αποζημιώσεις.

 

Οι δικογραφημένες εκδοχές των διαδίκων:

Θα παραθέσω συνοπτικά τις εκδοχές των μερών, όπως αυτές περιέχονται στα δικόγραφα της αγωγής, από τα οποία προσδιορίζονται και τα επίδικα θέματα της υπόθεσης.

 

Όπως αναφέρεται στην έκθεση απαίτησης, οι Ενάγοντες, νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου που έχει νόμιμα συσταθεί στην Κύπρο με βάση την κυπριακή νομοθεσία, καταχώρησαν την αγωγή αρ. 766/2004 στο Ε.Δ. Πάφου εναντίον του Εναγομένου με την οποίαν αξίωναν θεραπείες ιδίας φύσεως μ’ αυτές που ζητούν στην παρούσα υπόθεση. Στις 02.12.08 τα μέρη διευθέτησαν την αγωγή καταλήγοντας σε προκαταρκτική συμφωνία η οποία έγινε Κανόνας Δικαστηρίου. Επειδή το περιεχόμενο της συμφωνίας αυτής αποτελεί μέρος των παραδεκτών γεγονότων της υπόθεσης, θα αναφερθώ στη συνέχεια στο περιεχόμενο της.

 

Η συμφωνία προνοούσε την εκτέλεση συγκεκριμένων εργασιών στη βάση συγκεκριμένης εισήγησης από ιδιώτη μελετητή που αμφότερα μέρη αποδέχτηκαν (στο εξής το «έργο»). Η συμφωνία καθόριζε τη συνεισφορά που θα είχε το κάθε συμβαλλόμενο μέρος. Είναι η θέση των Εναγόντων ότι κατά παράβαση της συμφωνίας αυτής ο Εναγόμενος αρνήθηκε να καταβάλει το ποσό που είχε δεσμευτεί σε περίπτωση που το κόστος υπερέβαινε τις €100.000. Μετά από συμπληρωματική συμφωνία των διαδίκων δόθηκαν οδηγίες στον ιδιώτη μελετητή να αναπροσαρμόσει τους όρους προσφοράς βασιζόμενος στις συμφωνίες, πράγμα που αυτός έπραξε. Ωστόσο περί τον Μάρτιο 2014 που οι Ενάγοντες υπέβαλαν πρόταση για τον τρόπο εξασφάλισης του κονδυλίου που απαιτείτο για την αποκατάσταση του αγροτικού δρόμου, ο Εναγόμενος, κατά παράβαση των πιο πάνω συμφωνιών, αρνήθηκε να πληρώσει οποιοδήποτε ποσό πέραν των €100.000.

 

Οι Ενάγοντες ισχυρίζονται ότι ο Εναγόμενος επέδειξε συμπεριφορά που θεωρούν ότι είναι επιλήψιμη υπό την έννοια που έχω αναφέρει προηγουμένως. Η εν λόγω συμπεριφορά περιλαμβάνει κατ’ ισχυρισμό πράξεις και/ή παραλείψεις από μέρους του Εναγομένου οι οποίες περιγράφονται στην §11 της έκθεσης απαίτησης. Λεπτομέρειες της αμέλειας και/ή της παράβασης των καθηκόντων που αποδίδονται στον Εναγόμενο παρέχονται υπό τα σημεία (Α) μέχρι (Ζ) της §12 της έκθεσης απαίτησης.

 

Παράλληλα οι Ενάγοντες επικαλούνται ότι ισχύει το αξίωμα Res ipsa loquitur (τα πράγματα μιλούν από μόνα τους).

 

Είναι ακόμη η δικογραφημένη θέση των Εναγόντων ότι εξαιτίας της συμπεριφοράς του αυτής οι ίδιοι υπέστηκαν ζημιές και γι’ αυτό αξιώνουν ειδικές αποζημιώσεις ύψους €854.658,00, γενικές αποζημιώσεις και την έκδοση των δηλώσεων και διατάγματος που έχουν επίσης σημειωθεί προηγουμένως. Λεπτομέρειες των ζημιών για τις οποίες επιδιώκεται η επιδίκαση των πιο πάνω ειδικών αποζημιώσεων, παρέχονται στην §13 της έκθεσης απαίτησης.

 

Από την άλλη, ο Εναγόμενος στην έκθεση υπεράσπισης του παραδέχεται τη συνομολόγηση συμφωνιών με τους Ενάγοντες στα πλαίσια διευθέτησης της αγωγής αρ. 766/2004 αλλά απορρίπτει τη συμπεριφορά που του αποδίδεται από τους Ενάγοντες. Σύμφωνα με τον Εναγόμενο, ο ίδιος ουδέποτε αρνήθηκε να καταβάλει το κόστος του έργου που υπερέβαινε τα €100.000 αλλά ήταν πάντοτε έτοιμος να το πληρώσει εφόσον τα κατασκευαστικά σχέδια ήταν σύμφωνα με τους όρους, τις προδιαγραφές και τα σχέδια του ιδιώτη μελετητή που είχαν συμφωνήσει οι διάδικοι. Είναι η θέση του Εναγομένου ότι η εισήγηση του Έπαρχου Πάφου για επιδιόρθωση του δρόμου προέβλεπε τρόπο και σχέδια που ήταν διαφορετικά από τις συμφωνημένες προδιαγραφές που τον δέσμευαν.

 

Είναι επίσης η θέση του Εναγομένου ότι τον Μάιο 2009 οι Ενάγοντες τον προέτρεψαν να εκριζώσει τη φυτεία από μπανάνες που διατηρούσε στο τεμάχιο, πράγμα που έπραξε για να διευκολύνει την εκτέλεση των εργασιών του έργου. Ωστόσο παρά τις συνεχείς εκκλήσεις και προτροπές του, οι Ενάγοντες δεν προκήρυξαν προσφορές για υλοποίηση των συμφωνιών. Ακολούθως με επιστολή ημερ. 06.06.13 του δικηγόρου του, ο Ενάγοντας κάλεσε εκ νέου τους Ενάγοντες να προκηρύξουν προσφορές για υλοποίηση των συμφωνιών δίδοντας γι’ αυτό προθεσμία 6 μηνών. Επειδή ο χρόνος των 6 μηνών παρήλθε χωρίς οι Ενάγοντες να προβούν σε οποιαδήποτε ενέργεια και επειδή ουδέποτε οι Ενάγοντες κάλεσαν τον Εναγόμενο για συζήτηση το θέματος παρά την επιστολή τους ημερ. 11.07.13 στην οποίαν του είχαν πει ότι θα το έκαμναν, ο Εναγόμενος με νέα επιστολή ημερ. 07.01.14 του δικηγόρου του προχώρησε σε τερματισμό των συμφωνιών. Ο Ενάγοντας ισχυρίζεται ότι οι συμφωνίες τερματίστηκαν εξ’ υπαιτιότητας των Εναγόντων.

 

Ακολούθως ο Εναγόμενος ισχυρίζεται ότι περί τον Απρίλιο 2014 προχώρησε σε βαθιά καλλιέργεια του ακινήτου του και αφαίρεση της άγριας βλάστησης που δημιουργήθηκε λόγω της μη καλλιέργειας του για περίοδο 5 ετών. Σύμφωνα με τον ίδιο, η ενέργεια του αυτή εκλήφθηκε από τους Ενάγοντες ως λατόμευση και προς τούτο υπεβλήθηκε σχετική καταγγελία στην Αστυνομία. Όπως ο Εναγόμενος επικαλείται, από τη διερεύνηση της καταγγελίας κρίθηκε ότι δεν υπήρξε λατόμευση και γι’ αυτό ο ερευνών αστυνομικός τον προέτρεψε να συνεχίσει τις εργασίες του.

 

Είναι η δικογραφημένη θέση του Ενάγοντα ότι η κατάσταση του πρανούς και του αγροτικού δρόμου επιδεινώθηκε ένεκα αμελών πράξεων και/ή παραλείψεων των Εναγόντων. Λεπτομέρειες αμέλειας και/ή παράβασης των εκ του νόμου και κανονισμών απορρεόντων καθηκόντων και υποχρεώσεων των Εναγόντων παρέχονται υπό τα σημεία (α) μέχρι (η) της §19 της έκθεσης υπεράσπισης.

 

Εναρκτήριες Αγορεύσεις:

Οι συνήγοροι των διαδίκων προέβηκαν σε εναρκτήριες αγορεύσεις. Μέσα από αυτές αναφέρθηκαν οι βάσεις απαίτησης που οι Ενάγοντες θα προωθήσουν καθώς επίσης η γραμμή υπεράσπισης που ο Εναγόμενος θα παρουσιάσει στο Δικαστήριο. Ενώπιον του Δικαστηρίου τέθηκαν τα επίδικα νομικά και πραγματικά θέματα που θα εξεταστούν από το Δικαστήριο και οι εκδοχές των διαδίκων σε σχέση με αυτά.

 

Στο στάδιο αυτό αξίζει να σημειωθεί ότι με δήλωση της ενώπιον του Δικαστηρίου η ευπαίδευτη συνήγορος των Εναγόντων δήλωσε πως εγκαταλείπει την δικογραφημένη θεραπεία υπό το σημείο Β της §16 της έκθεσης απαίτησης  που αφορά την έκδοση διατάγματος που να διατάζει τον Εναγόμενο και/ή αντιπροσώπους και/ή υπαλλήλους και/ή υπηρέτες του να παύσουν να διαπράττουν οχληρία και/ή να επεμβαίνουν στον αγροτικό δρόμο (πρακτικά ημερ. 13.02.24).

 

Δεν χρειάζεται να επεκταθώ περισσότερο αφού το πλήρες περιεχόμενο τους είναι καταγεγραμμένο στα πρακτικά του Δικαστηρίου. Κατά την εξέταση των επιδίκων νομικών και πραγματικών ζητημάτων εκεί και όπου κριθεί ότι απαιτείται θα γίνεται συγκεκριμένη αναφορά.

 

Προσαχθείσα μαρτυρία:

Για την απόδειξη της απαίτησης τους οι Ενάγοντες παρουσίασαν δύο μάρτυρες και συγκεκριμένα υπάλληλο τους με καθήκοντα πολιτικού μηχανικού και διευθυντή ιδιωτικής εταιρείας που ασχολείται με την εκτέλεση γεωτεχνικών έργων. Προς υπεράσπιση του ο Εναγόμενος κάλεσε τέσσερις μάρτυρες, ένας εκ των οποίων ήταν ο ίδιος. Οι υπόλοιποι ήταν το άτομο που σύμφωνα με τον Εναγόμενο προέβηκε σε καλλιέργεια του τεμαχίου του, ο αστυνομικός που διερεύνησε την καταγγελία εναντίον του Εναγομένου και ένας ιδιώτης τοπογράφος.

 

Παράλληλα κατά την εκδίκαση της υπόθεσης κατατέθηκαν 24 τεκμήρια.

 

Θα σκιαγραφήσω τώρα την ουσία της μαρτυρίας που παρουσιάστηκε ενώπιον μου.

 

Πρώτος μάρτυρας ήταν η κυρία Θέκλα Κυπριανού (ΜΕ1), πολιτικός μηχανικός στην υπηρεσία των Εναγόντων κατά τον ουσιώδη για την αγωγή χρόνο. Μέρος της κυρίως εξέτασης της αποτελεί η γραπτή της δήλωση που κατατέθηκε ως Ένδειξη ‘Α’. Η κυρίως εξέταση της ολοκληρώθηκε με ερωτήσεις που αποσκοπούσαν στην παροχή επεξηγήσεων και περαιτέρω λεπτομερειών σε σχέση με γεγονότα που επικαλέστηκε μέσα από τη γραπτή της δήλωση. Ακολούθησε η αντεξέταση της από τον συνήγορο του Εναγομένου.

 

Συνοπτική καταγραφή του περιεχομένου της μαρτυρίας της ΜΕ1 περιλαμβάνει αναφορές που αποτελούν παραδεκτά γεγονότα. Θα αναφερθώ σ’ αυτά στη συνέχεια. Επίσης μέσα από την μαρτυρία της η μάρτυρας παραπέμπει σε ενέργειες που έγιναν από οργανισμούς άλλους από τους Ενάγοντες καθώς και από άτομα που είχαν ανάμιξη στην υπόθεση αυτή.

 

Σε ότι αφορά τη θέση του Εναγομένου ότι την άνοιξη 2009 με προτροπή του ιδιώτη μελετητή (κου Χρυσόστομου Ιταλού) εκρίζωσε μπανάνες από το τεμάχιο του προς διευκόλυνση του έργου που συμφωνήθηκε να γίνουν, η ΜΕ1 είπε ότι δε γνωρίζει οτιδήποτε. Ούτε γνωρίζει το λόγο που ο κος Ιταλός είπε στον Εναγόμενο να προβεί σε μία τέτοια πράξη από τον Απρίλιο 2009 αφού η προσφορά θα κατακυρωνόταν κατά τον Ιούλη 2009 και επομένως υπήρχε αρκετός χρόνος για την εκρίζωση των μπανανών.

 

Σύμφωνα όμως με την μάρτυρα, επειδή διαπιστώθηκε ότι οι όροι προσφοράς περιείχαν διαφορές από τους συμφωνημένους όρους που αποτέλεσαν Κανόνα Δικαστηρίου με αποτέλεσμα το εκτιμημένο κόστος του έργου να αυξηθεί κατά €26.640, για τα οποία κατατέθηκε σχετική επιστολή ημερ. 12.12.09 της δικηγόρου των Εναγόντων (Τεκμήριο 20), τον Ιούλιο 2009 δεν προκηρύχτηκαν προσφορές. Μάλιστα η ΜΕ1 συμφώνησε με τη θέση του Εναγομένου ότι ορθά ο τελευταίος αρνήθηκε να πληρώσει τη διαφορά του εκτιμημένου κόστους τον Ιούλιο 2009. Ακολούθως πάλι δεν προκηρύχτηκαν προσφορές γιατί οι Ενάγοντες περίμεναν πρώτα να λάβουν έγκριση από τον Έπαρχο Πάφου ότι θα λάμβαναν το κονδύλι που απαιτείτο για την εκτέλεση του έργου και έπειτα να προχωρήσουν με τη προκήρυξη προσφορών.       

 

Η ΜΕ1 δεν θυμόταν να πει αν είχε επισκεφθεί το τεμάχιο του Εναγομένου την περίοδο μεταξύ 02.12.08 και Μάρτιο 2014. Εκείνο που θυμάται είναι όταν επισκέφθηκε το τεμάχιο του Εναγομένου τον Απρίλιο 2014 το επίμαχο χωράφι δεν είχε μπανάνες και ήταν ισοπεδωμένο.  

 

Η μάρτυρας παραδέχτηκε ότι οι Ενάγοντες δεν είχαν χρήματα για να εκτελέσουν το έργο και γι’ αυτό αποτάθηκαν για χρηματοδότηση. Όπως είπε, για την κάλυψη του κόστους των εργασιών που απαιτείτο για την επίλυση του προβλήματος του δημόσιου αγροτικού δρόμου οι Ενάγοντες, με επιστολή τους ημερ. 13.05.10, ζήτησαν την έγκριση του Έπαρχου Πάφου για τη σύναψη δανείου ύψους €100.000 ώστε να τους χορηγηθεί οικονομική βοήθεια από το κράτος (Τεκμήριο 10). Απορρίπτοντας την εναλλακτική λύση της διαπλάτυνσης του δρόμου με συγκαταθέσεις και απαλλοτριώσεις που είχε προτείνει ο Έπαρχος Πάφου με επιστολή του ημερ. 06.08.12 (Τεκμήριο 12) και επιμένοντας στη λύση της αποκατάστασης του, οι Ενάγοντες, δια του Προέδρου τους, σε συνάντηση που πραγματοποιήθηκε στις 09.02.14 στην Επαρχιακή Διοίκηση Πάφου πρότειναν μέρος του προϋπολογισμού που αφορά την κατασκευή / βελτίωση του δρόμου στην κοινότητα Κισσόνεργας για τα επόμενα 3-4 χρόνια να διατεθεί για την αποκατάσταση του επίμαχου δρόμου αρχής γενομένης από το 2014. Ένεκα της άσχημης οικονομικής κατάστασης τους (πρακτικά συνεδρίασης Εναγόντων ημερ. 25.02.14 αρ.5/2014 σελίδα 6 – Τεκμήριο 14), οι Ενάγοντες ενημέρωσαν τον Έπαρχο Πάφου ότι στη συνεδρίαση τους ημερ. 25.02.14 αποφάσισαν να προτείνουν στην Επαρχιακή Διοίκηση Πάφου να αναλάβει εκείνη την αποκατάσταση του δρόμου σύμφωνα με τη μελέτη που εκπόνησε ο ιδιώτης μελετητής (κος Ιταλός) και οι ίδιοι να πληρώνουν κάθε χρόνο από τα κρατικά κονδύλια που θα λάμβαναν ποσό ύψους €20.000 - €30.000 μέχρι εξόφλησης της δαπάνης.

 

Σε ότι αφορά καταγγελίες από 02.12.08 εναντίον του Εναγομένου για λατόμευση και/ή εκσκαφές στο χωράφι του, η ΜΕ1 ήταν κατηγορηματική στο ότι δεν υπήρξαν. Ωστόσο στις 19.04.14 ένα πρόσωπο που έχει σπίτι σε τεμάχιο που γειτνιάζει μ’ αυτό του Εναγομένου υπέβαλε καταγγελία στους Ενάγοντες εναντίον του Εναγομένου ότι ο τελευταίος εκτελούσε εργασίες εκσκαφής στους πρόποδες του φυσικού πρανούς του δρόμου. Η ΜΕ1 μετέβηκε αυθημερόν στην περιοχή και διαπίστωσε τα εξής:

(α)       στην περιοχή υπήρχαν εκσκαφές,

(β)       φαινόταν ότι είχαν γίνει ισοπεδώσεις στο τεμάχιο από κατολισθήσεις στο πρανές.

 

Αναφερόμενη στο πρόβλημα που εντόπισε, η μάρτυρας είπε ότι χρόνο με το χρόνο το πρανές αλλοιωνόταν λόγω κατολισθήσεων επειδή τα χώματα του εδάφους είναι χαλαρά. Απορρίπτοντας τη θέση του Εναγομένου περί καθαρισμού του τεμαχίου του και ότι το πρανές και ο δρόμος γενικότερα διαβρώθηκαν περαιτέρω λόγω της της διοχέτευσης μεγαλύτερης ποσότητας υδάτων σε συνδυασμό με παραλείψεις των Εναγόντων να λάβουν μέτρα αποτροπής, η εν λόγω μάρτυρας ισχυρίστηκε ότι η εκσκαφή που έγινε από τον Εναγόμενο το έτος 2014 προκάλεσε επέκταση των ζημιών σε μεγαλύτερο βάθος του δρόμου. Υπεραμύνθηκε της μη λήψης μέτρων προς αποτροπή περαιτέρω ζημιάς την περίοδο 2009-2014 που καταχωρίστηκε η αγωγή λέγοντας πως η ζημιά στο οδόστρωμα ήταν τόσο μεγάλη που με προσωρινά έργα δεν θα λυνόταν το πρόβλημα.

 

Επιπλέον η μάρτυρας ανάφερε ένα περιστατικό το οποίο περιέπεσε στην αντίληψη στις 09.05.14 που επισκέφθηκε ξανά το τεμάχιο του Εναγόμενου μαζί με τον τότε Κοινοτάρχη Κισσόνεργας και τον λειτουργό Τμήματος Μεταλλείων Μιχάλη Μιχαήλ (ΜΥ3). Όπως είπε, ενώ ο κύριος Μιχαήλ τους εξηγούσε τι είχε συμβεί στο επίμαχο τεμάχιο, κατέρρευσε ένας μεγάλος όχτος από το πρανές του δρόμου.

 

Προς υποστήριξη των πιο πάνω αναφορών της, η ΜΕ1 κατάθεσε έγχρωμες φωτογραφίες που η ίδια έλαβε τον Δεκέμβριο 2014 (Τεκμήριο 16). Μέσα από τις φωτογραφίες αυτές υπέδειξε αυτά που η μάρτυρας θεωρεί ως ζημιές στον επίδικο δρόμο. Επίσης υπέδειξε με κόκκινο χρώμα το ακίνητο του Εναγομένου καθώς επίσης το σημείο που κατά τη γνώμη της έγινε λατόμευση το έτος 2014, το οποίο, σύμφωνα με την ίδια, είναι αυτό που φαίνεται η νοητή γραμμή της αρχής της κόκκινης γραμμής που φαίνεται στο τεμάχιο του Εναγόμενου (Τεκμήριο 16Γ).

 

Η μάρτυρας ακόμη ετοίμασε έγγραφο που αποτυπώνει το προκαθορισμένο κόστος για την αποκατάσταση του επίμαχου αγροτικού δρόμου (Τεκμήριο 19Α). Σύμφωνα με την εν λόγω μάρτυρα, για να υπολογιστεί το ακριβές κόστος πρέπει να γίνουν μελέτες από πολιτικό μηχανικό και γεωργικές μελέτες, ενέργειες οι οποίες δεν έγιναν από τους Ενάγοντες. Εν πάση περιπτώσει, στο Τεκμήριο 19Α το ύψος του προκαθορισμένου κόστους ανέρχεται σε €854.658,00 περιλαμβανομένου Φ.Π.Α. Στο έγγραφο αυτό γίνεται καταγραφή των εργασιών που απαιτούνται για την αποκατάσταση του επίδικου δρόμου και περιέχονται τιμές μονάδας και ποσότητες. Για τον υπολογισμό του κόστους εργασιών, με εξαίρεση τις εργασίες πασσαλότοιχου για στήριξη του έργου, η ΜΕ1 είπε ότι βασίστηκε σε τιμές που επικρατούσαν στην αγορά το έτος 2014. Σε ότι όμως αφορά τις εργασίες πασσαλότοιχου, η μάρτυρας είπε ότι έλαβε τιμές του έτους 2005 που της έδωσε η εταιρεία ‘Themeliotechniki Eteria (Polis Argyrides) Ltd’.

 

Όταν κλήθηκε να εξηγήσει το Τεκμήριο 19Α η μάρτυρας ανάφερε τα πιο κάτω, τα οποία παραθέτω αυτούσια από τα πρακτικά ημερ. 22.02.14 σελίδα 15 γραμμές   1-30:

«E.       Πάμε στο έγγραφο με τίτλο «Εκτίμηση Δαπάνης», αυτό το έγγραφο έχει ετοιμαστεί από ποιον;

A.         Από εμένα.

E.         Για ποιο λόγο;

A.         Ήταν για σκοπούς υποβολής της αγωγής του Εναγομένου.

E.         Ποιας αγωγής; Του 2014;

A.         Ναι.

E.         Τι αντικατοπτρίζει αυτή η εκτίμηση;

A.         Είναι οι εργασίες που απαιτούνται να υλοποιηθούν για τον επίδικο δρόμο.

E.         Αυτές οι εργασίες πότε κοστολογήθηκαν από εσάς σε αυτό το έγγραφο;

A.         Το 2014 όταν έδωσε το συμβούλιο εντολή να προχωρήσει σε αγωγή εναντίον του Εναγόμενου.

E.         Άρα έχετε ετοιμάσει μια έκθεση για τον επίδικο δρόμο για αυτήν την επίδικη αγωγή;

A.         Ναι.

E.         Και η επιστολή 30.03.05 σχετίζεται με αυτήν την εκτίμηση που μας έχετε πει τώρα;

A.         Ναι σχετίζεται για την κατασκευή πασσαλότοιχου, για στήριξη του δρόμου είναι αυτά που έχω λάβει υπόψη στην εκτίμησή μου.


Δικαστήριο: Άρα εσείς λάβατε υπόψη το δεύτερο έγγραφο που έχετε στην κατοχή σας τώρα;

A.         Ναι.

 

Η κα Χ. Φιλίππου συνεχίζει:

 

E.         Και τι άλλα έχουν ληφθεί υπόψη;

A.         Αρκετά πράγματα, για και για άλλες εργασίες για κατασκευή οδοστρώματος.

E.         Εννοείτε στην εκτίμηση, που έχετε ετοιμάσει;

A.         Ναι.

E.         Άρα στηριχθήκατε πάνω στην εκτίμηση αυτήν μόνο για τους πασσαλότοιχους;

A.         Μάλιστα.»   

 

Σύμφωνα με την μάρτυρα, παρόλο ότι το μήκος του δρόμου το έτος 2010 είναι το ίδιο μ’ αυτό του έτους 2014 εντούτοις το κόστος το έτος 2014 είναι μεγαλύτερο επειδή, ενώ οι εργασίες του έτους 2010 αφορούσαν μόνο επιχωμάτωση, τα δεδομένα του δρόμου το έτος 2014 παρουσιάζουν μία διαφορετική κατάσταση αφού ι ζημιές του δρόμου είχαν επεκταθεί πολύ και μεγάλο μήκος του μπετόν του δρόμου είχε καταρρεύσει. Στο Τεκμήριο 19Α περιλαμβάνεται κατασκευή πασσαλότοιχου, η οποία εμφανίζεται να είναι η πιο ασφαλής λύση για την ορθή και ασφαλή χρήση του επίμαχου δρόμου.

 

Τελευταίος μάρτυρας για λογαριασμό των Εναγόντων ήταν ο κος Χριστάκης Παναγιώτου (ΜΕ2), διευθυντής της Themeliotechniki Eteria (Polis Argyrides) Ltd. Στην εν λόγω εταιρεία εργάζεται από το έτος 1987. Η κυρίως εξέταση του ήταν προφορική και σύντομη. Να σημειωθεί ότι ο εν λόγω μάρτυρας δεν αντεξετάστηκε.

 

Με βάση την μαρτυρία του, ο συγκεκριμένος μάρτυρας επισκέφθηκε την περιοχή δύο φορές. Η πρώτη φορά ήταν το έτος 2005 όταν είχε επικοινωνήσει μαζί του ο ιδιώτης μελετητής (κος Χρυσόστομος Ιταλός) για να διενεργήσει μία επιτόπου εκτίμηση της κατάστασης λόγω μίας κατολίσθησης. Ο μάρτυρας απέστειλε εκτίμηση κόστους για αποκατάσταση ζημιών που είχε ο αγροτικός δρόμος. Η δεύτερη φορά που ο μάρτυρας επισκέφθηκε την περιοχή ήταν περί τα τέλη του έτους 2022.

 

Ο μάρτυρας αναφέρθηκε στην κατάσταση του δρόμου τις δύο φορές που μετέβηκε στην περιοχή. Ωστόσο δεν ήταν σε θέση να αναφέρει αν οι εργασίες που απαιτούνταν το έτος 2014 ήταν ίδιες ή παρόμοιες μ’ αυτές που απαιτούνται σήμερα. Επίσης δεν ήταν σε θέση να πει εάν τόσο οι τιμές μονάδας των εργασιών όσο και οι ποσότητες των εργασιών του έτους 2014 είναι οι ίδιες μ’ αυτές του σήμερα.

 

Πρώτος μάρτυρας υπεράσπισης ήταν ο κος Πανίκκος Αειρινιώτης (ΜΥ1), οδηγός ερπυστριοφόρων/βαρέων μηχανημάτων με καδένα. Η κυρίως εξέταση του ήταν δια ζώσης και μέσα από αυτή αναφέρθηκε στο ρόλο που είχε στην υπόθεση αυτή. Ακολούθησε η αντεξέταση του από την συνήγορο των Εναγόντων.

 

Συνοψίζοντας το σύνολο της μαρτυρίας του μπορεί να λεχθεί η αναφορά του ότι τον Απρίλιο 2014 ο Εναγόμενος του ανάθεσε τη διεξαγωγή βαθιάς καλλιέργειας με μονό υνί στο επίμαχο τεμάχιο του για να φυτέψει μπανάνες. Ο μάρτυρας εξήγησε ότι το μονό υνί είναι είδος εργαλείου που καλλιεργεί χωράφια. Επίσης κατηγορηματικά είπε ότι, με εξαίρεση την ημέρα εκείνη του Απριλίου 2014 που ήταν η πρώτη φορά που είχε μεταβεί στο χωράφι του Εναγομένου, στο παρελθόν δεν είχε εκτελέσει οποιεσδήποτε εργασίες στο επίμαχο ακίνητο. Ο μάρτυρας είπε ότι όταν μετέβηκε στο επίμαχο χωράφι υπήρχαν μόνο χόρτα.

 

Περιγράφοντας τις ενέργειες του ο μάρτυρας ανάφερε ότι εκείνη την ημέρα μετέφερε το μηχάνημα της καλλιέργειας με τη βοήθεια μηχανοκίνητου οχήματος πλατφόρμας. Όπως είπε, το μηχάνημα της καλλιέργειας ήταν μοντέλο Caterpillar 977 που είναι μηχάνημα με καδένα, δηλαδή ερπυστριοφόρο. Πρόσθεσε ότι πρόκειται για εκσκαφέα με «κούππα» μπροστά και «ρίπερ» πίσω. Σε διευκρινιστική ερώτηση του Δικαστηρίου τι είναι το «ρίπερ» ο μάρτυρας απάντησε ότι είναι το εργαλείο με το οποίο όργωσε.

 

Σε σχέση με την ημέρα που μετέβηκε στο επίμαχο χωράφι, ο μάρτυρας ανάφερε ότι το πρωί που ξεκίνησε δουλειά εμφανίστηκε μπροστά του ο τότε κοινοτάρχης Κισσόνεργας λέγοντας του να σταματήσει τις εργασίες. Τότε ο μάρτυρας ειδοποίησε τον Εναγόμενο, ο οποίος ήλθε στο τεμάχιο. Επίσης ήλθε και ένας αστυνομικός που του είπε «Πανίκκο σταμάτα να δούμε πως θα εξελιχτεί η κατάσταση.»

 

Ο εν λόγω μάρτυρας είπε ότι απλώς όργωνε το χωράφι χωρίς να προβαίνει σε λατόμευση του. Κατηγορηματικά ανάφερε ότι δεν εκτελούσε χωματουργικές εργασίες και ούτε μετέφερνε υλικά (χώμα, πέτρες κ.λ.π.) τόσο από το χωράφι όσο και από το πρανές. Σε ερώτηση αν εκτελούσε εργασίες στο βόρειο άκρο του χωραφιού που υπάρχει πρανές από πάνω με μεγάλο υψόμετρο, ο μάρτυρας απάντησε αρνητικά. Περιγράφοντας την κατάσταση του πρανές, ο ΜΥ1 είπε ότι είχε «νεροφαήματα», δηλαδή το νερό κατέβαινε και έβρισκε το πρανές, το οποίο και άνοιξε.

 

Επόμενος μάρτυρας υπεράσπισης ήταν ο Λοχίας 2417 Αλέκος Χαραλάμπους (ΜΥ2), ο οποίος κατά τον ουσιώδη για την αγωγή χρόνο υπηρετούσε στον Αστυνομικό Σταθμό Πέγειας. Η κυρίως εξέταση του επίσης ήταν δια ζώσης και ανάφερε τι ανάμιξη είχε με την υπόθεση αυτή. Στη συνέχεια αντεξετάστηκε από την συνήγορο των Εναγόντων.

 

Με βάση το περιεχόμενο της μαρτυρίας του, στα πλαίσια καταγγελίας που υπεβλήθηκε στις 19.04.14 για ισχυριζόμενη λατόμευση στο επίμαχο τεμάχιο ιδιοκτησίας του Εναγόμενου ο μάρτυρας μετέβηκε στην περιοχή όπου έδωσε οδηγίες να σταματήσουν οι εργασίες που γίνονταν μέχρι να ερχόταν στο μέρος ο κος Στέλιος Μιχαήλ που είναι ειδικός από την Υπηρεσία Μεταλλείων. Όταν ο μάρτυρας μετέβηκε στο μέρος πρόσεξε ότι στο μέρος βρισκόταν, μεταξύ άλλων, ο ΜΥ1 με τον εκσκαφέα του. Ο ΜΥ2 είπε ότι διεξάγονταν «κάποιου είδους χωματουργικές εργασίες» αλλά δεν ήταν αρμόδιος για να κατέληγε σε συμπέρασμα εάν γινόταν ή όχι παράνομη λατόμευση. Γι’ αυτό ζητήθηκε η γνώμη ειδικού.

Πράγματι οι εργασίες σταμάτησαν και ο ΜΥ2 ενημέρωσε τον κ. Μιχαήλ σχετικά με το ζήτημα που προέκυψε, ο οποίος μετέβηκε στο μέρος στις 09.05.14. Ο εν λόγω μάρτυρας συνόδευσε τον κ. Μιχαήλ στην περιοχή όπου του υπέδειξε το μέρος και από τον οποίον έλαβε γραπτή κατάθεση (Τεκμήριο 23). Σχετικό αστυνομικό ημερολόγιο παραπόνων και συμβάντων στο οποίο, ανάμεσα σ’ άλλα, καταγράφεται το συμπέρασμα του κου Μιχαήλ όπως το αντιλήφθηκε ο μάρτυρας τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου ως Τεκμήριο 24.

 

Σύμφωνα με τον ΜΥ2, το συμπέρασμα του κου Μιχαήλ που προέκυψε από τα ευρήματα του είναι ότι δεν διεξήχθη παράνομη λατόμευση στο επίμαχο μέρος. Μάλιστα από το Τεκμήριο 24 υπέδειξε σε ποιο σημείο, κατά την γνώμη του, ο ειδικός αναφέρει ότι δεν είχε γίνει παράνομη λατόμευση στο επίμαχο τεμάχιο. Επίσης ανάφερε πως το ότι δεν υπήρξε παράνομη λατόμηση του το ανάφερε και προφορικά ο κος Μιχαήλ στις 09.05.14. Επειδή δεν προέκυψε ζήτημα παράνομης λατόμευσης, ο ΜΥ2 έκρινε ότι δεν χρειαζόταν να λάβει καταθέσεις από άλλα άτομα και γι’ αυτό δεν ασκήθηκε οποιαδήποτε ποινική δίωξη εις βάρος του Εναγόμενου.

 

Καταλήγοντας ο ΜΥ2 απέρριψε ότι η καταγραφή στο Τεκμήριο 24 στην οποίαν αποδίδεται το συμπέρασμα του ειδικού είναι αυθαίρετη, ως του υπεβλήθηκε από τη συνήγορο των Εναγόντων. Περαιτέρω διαφώνησε με τη θέση των Εναγόντων ότι η εξέταση της καταγγελίας από την αστυνομία ήταν ελλιπής επειδή δεν είχαν ληφθεί άλλες καταθέσεις και δεν είχε διεξαχθεί έρευνα κατά πόσο φορτώνονταν λατομικά υλικά.

 

Ακολούθως προσήλθε ο κος Μιχάλης Οδυσσέα Μιχαήλ (ΜΥ3), ο οποίος ασκεί το επάγγελμα του ιδιώτη τοπογράφου μηχανικού. Η κυρίως εξέταση του ήταν προφορική και εστιάστηκε στη σχέση του με την υπόθεση αυτή. Να σημειωθεί ότι ο εν λόγω μάρτυρας δεν αντεξετάστηκε.

 

Περιγραφή του περιεχομένου της μαρτυρίας του περιλαμβάνει αναφορά του μάρτυρα ότι γνώρισε τον Εναγόμενο μέσα από την επαγγελματική σχέση τους. Όπως συγκεκριμένα ανάφερε, το έτος 2017 του ανατέθηκε να διεξάγει τοπογραφικές εργασίες στο επίδικο τεμάχιο του. Οι οδηγίες που έλαβε από τον Εναγόμενο ήταν να προβεί σε επιτόπιες χωρομετρικές μετρήσεις για να εξακριβώσει εάν υπήρχε κάποια κλίση του εφαπτόμενου δρόμου όπως επίσης να προσδιορίσει υψόμετρα, να ετοιμάσει σχέδιο ισοϋψών καμπύλων για το τεμάχιο έτσι ώστε να διαμορφωθεί η εικόνα της μορφολογίας του εδάφους στο τεμάχιο και της κατολίσθησης του δρόμου στο εφαπτόμενο τεμάχιο.

 

Προς τον σκοπό αυτό ο μάρτυρας μετέβηκε στο επίμαχο τεμάχιο τον Δεκέμβριο 2017. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που είχε μεταβεί στο εν λόγω τεμάχιο. Ως αποτέλεσμα της μετάβασης του, ο μάρτυρας ετοίμασε έκθεση η οποία αφορά την κατάσταση που επικρατούσε, τη μορφολογία του εδάφους αλλά και της ευρύτερης περιοχής το έτος 2017.

 

Σύμφωνα με τα όσα παρατήρησε από την επιτόπου επίσκεψη στο μέρος, ο εν λόγω μάρτυρας θεωρεί πως ο αγροτικός δρόμος ήταν προσβάσιμος πριν την κατολίσθηση.

 

Τελευταίος μάρτυρας υπεράσπισης ήταν ο Εναγόμενος (ΜΥ4). Η γραπτή του δήλωση που κατατέθηκε ως Ένδειξη ‘Β’ αποτέλεσε την κυρίως εξέτασης του. Ακολούθως ο εν λόγω μάρτυρας αντεξετάστηκε από την συνήγορο των Εναγόντων.

 

Συνοψίζοντας την μαρτυρία του Εναγομένου μπορεί να λεχθεί η αναφορά του ότι είναι ο εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης και ο νόμιμος κάτοχος του επίμαχου τεμαχίου. Περιγράφοντας το πρόβλημα από τη δική του οπτική γωνία, ο Εναγόμενος είπε ότι γείτονες του είχαν κτίσει οχετούς για να μην εισέρχονται τα όμβρια ύδατα στα τεμάχια τους και σε συνδυασμό με το ότι ένας άλλος γείτονας του περί το έτος 2010 έκτισε σπίτι και περιτοίχισμα 1-2 πόδια, το ζήτημα συσσώρευσης υδάτων που είχε δημιουργηθεί επιδεινώθηκε και συντηρήθηκε. Επειδή η περιοχή εκεί είναι βουνό και το έδαφος αποτελείται από σκληρή πέτρα η οποία δεν απορροφά το νερό, όταν υπήρχε παρατεταμένη βροχόπτωση έρχονταν τεράστιες ποσότητες νερού που κατέληγαν στο τεμάχιο του το οποίο βρισκόταν στο χαμηλότερο σημείο του επιπέδου. Τα νερά που εισέρχονταν στο τεμάχιο του Εναγόμενου σκέπαζαν τα λάστιχα της άρδευσης με χώματα, πέτρες και άλλα υλικά που κουβαλούσαν από τη διάβρωση του πρανές. Ο Εναγόμενος αντιμετώπιζε δυσκολίες στο να ξεσκεπάζει τα λάστιχα. Μπορεί η σοδιά του από τη φυτεία μπανάνες να μην επηρεαζόταν επειδή έβαζε υποστυλώσεις αλλά οι πλημμύρες του είχαν σπάσει το τεμάχιο σε τρεις τόπους προκαλώντας ρωγμές στο ακίνητο του.       

 

Πριν την άνοιξη του έτους 2009, με υπόδειξη του ιδιώτη μελετητή και του τότε κοινοτάρχη Κισσόνεργας, προχώρησε στην εκρίζωση φυτείας μπανανών που διατηρούσε στο τεμάχιο και στον καθαρισμό αυτού. Προχώρησε σ’ αυτήν την πράξη και στη συμφωνία με τους Ενάγοντες ώστε ο χώρος να είναι έτοιμος όταν κατακυρωνόταν η προσφορά για την υλοποίηση του έργου στα πλαίσια της συμφωνημένης δήλωσης των διαδίκων που είχε γίνει Κανόνας Δικαστηρίου και ο ίδιος έτσι να απαλλαγεί από το προαναφερόμενο πρόβλημα. Το έπραξε αναμένοντας από τους Ενάγοντες την πραγματοποίηση της διαδικασίας κατακύρωσης προσφορών και την υλοποίηση του έργου.

 

Επειδή κατά την ετοιμασία των εγγράφων προσφοράς συμπεριλήφθηκαν όροι διαφορετικοί από το συμφωνημένο πλαίσιο, ο Εναγόμενος αρνήθηκε να πληρώσει το επιπλέον κόστος που θα προέκυπτε. Συνεπεία της πιο πάνω εξέλιξης, η διαδικασία προκήρυξης προσφορών ακυρώθηκε και τροχιοδρομήθηκε νέα διαδικασία ετοιμασίας εγγράφων προσφοράς με βάση το συμφωνημένο πλαίσιο (Τεκμήριο 5). Προς τούτο ο Εναγόμενος υπέγραψε συμπληρωματική συμφωνία ημερ. 30.10.10 (Τεκμήριο 3) και πληρεξούσιο έγγραφο ημερ. 30.03.10 με το οποίο διόρισε πληρεξούσιο αντιπρόσωπο του τους Ενάγοντες (Τεκμήριο 4).

 

Περαιτέρω ο Εναγόμενος ανάφερε ότι, εξ’ όσον είχε πληροφορηθεί αλλά επικαλούμενος και τα Τεκμήρια 10-13, οι Ενάγοντες δεν είχαν χρήματα να προχωρήσουν με την υλοποίηση του συμφωνημένου έργου και προσπαθούσαν να εξεύρουν χρηματοδότηση μέσω του Επάρχου Πάφου. Στη συνέχεια περί τον Μάϊο 2013 ο Εναγόμενος πληροφορήθηκε από τον τότε κοινοτάρχη Κισσόνεργας ότι οι Ενάγοντες δεν μπορούσαν να εξεύρουν χρηματοδότηση για την υλοποίηση του συμφωνημένου έργου.    

 

Επειδή το χωράφι του δεν .είχε καλλιεργηθεί για 6 χρόνια περίπου και ουσιαστικά ήταν εγκαταλειμμένο, γέμισε από θάμνους, βάτους, πέτρες και άλλα υλικά. Είχε παραμείνει ανεκμετάλλευτο. Η καλλιέργεια θα του έφερνε εισόδημα. Ο καθαρισμός του δεν μπορούσε να γίνει με απλή καλλιέργεια, οπότε σε τέτοια περίπτωση θα μπορούσε να το καλλιεργήσει με ένα συνηθισμένο τρακτέρ, το οποίο θα του κόστιζε λιγότερα χρήματα. Αυτό όμως, όπως είπε, ήταν ανέφικτο. Χρειαζόταν να έλθει ερπυστριοφόρο μηχάνημα για να εκριζώσει τους θάμνους και να κάνει βαθιά καλλιέργεια για να αποκόψει τις ρίζες και το έδαφος να γίνει γόνιμο. Ο Εναγόμενος εξήγησε ότι με τη βαθιά καλλιέργεια το επιφανειακό έδαφος πάει από κάτω και το υπέδαφος έρχεται από πάνω, το οποίο γονιμοποιείται ξανά από τον ήλιο.

Επειδή η νέα διαδικασία προκήρυξης προσφορών δεν προχωρούσε και αφού περί τον Μάϊο 2013 ο τότε κοινοτάρχης Κισσόνεργας τον είχε πληροφορήσει προφορικά ότι οι Ενάγοντες δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα να υλοποιήσουν το έργο και δεν θα προχωρούσαν με νέα διαδικασία, ο Εναγόμενος, προτού προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια, αποτάθηκε στο δικηγόρο του, ο οποίος απέστειλε επιστολή ημερ. 06.06.13 στους Ενάγοντες (Τεκμήριο 21Α2) δίδοντας τους προθεσμία 6 μηνών να προχωρήσουν με νέα διαδικασία για την υλοποίηση του συμφωνημένου έργου. Οι Ενάγοντες απάντησαν με επιστολή τους ημερ. 11.07.13 (Τεκμήριο 21Α1) με την οποίαν είχαν αναφέρει ότι θα τον καλούσαν σε συνεδρία για να συζητήσουν μαζί του το ζήτημα αυτό σε ημερομηνία που θα του έλεγαν, πράγμα όμως που δεν έπραξαν. Επειδή οι Ενάγοντες δεν συμμορφώθηκαν με το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 21Α2, ο Εναγόμενος, με επιστολή ημερ. 07.01.14 του δικηγόρου του, τερμάτισε τόσο τη συμφωνημένη δήλωση που είχε γίνει Κανόνας Δικαστηρίου στις 02.12.08 όσο και τη συμπληρωματική συμφωνία ημερ. 30.10.10.

 

Σύμφωνα ακόμη με τον Εναγόμενο, ο τότε κοινοτάρχης Κισσόνεργας τον παρότρυνε να φυτεύσει ο χωράφι του. Υπό το φως της παρότρυνσης του κοινοτάρχη και του τερματισμού των συμφωνιών, ο Εναγόμενος περί τον Απρίλιο 2014 ανέθεσε στον ΜΥ1 να προβεί σε καθαρισμό του τεμαχίου από θάμνους και πέτρες και σε βαθιά καλλιέργεια του με ειδικό μηχάνημα ώστε να μπορέσει να φυτεύσει μπανάνες.

 

Επίσης ο Εναγόμενος ανάφερε ότι στις 19.04.14 που το χωράφι του καλλιεργείτο ο ΜΥ1 τον ενημέρωσε πως άτομο που μετέβηκε στο τεμάχιο τον σταμάτησε από τις εργασίες. Ο Εναγόμενος μετέβηκε στο χωράφι του και διαπίστωσε ότι το πρόσωπο αυτό ήταν ο τότε κοινοτάρχης Κισσόνεργας. Τότε, όπως είπε, πληροφορήθηκε ότι είχε προηγηθεί καταγγελία από την ιδιοκτήτρια του γειτονικού τεμαχίου ότι προέβαινε σε εργασίες λατόμευσης, μετακίνησης υλικών και εκσκαφές στο πρανές του δρόμου. Την ίδια ημέρα, δηλαδή στις 19.04.14, προσήλθε στον χώρο και ο ΜΥ2, ο οποίος σταμάτησε τις εργασίες και ανάφερε ότι θα ειδοποιούσε λειτουργό του Τμήματος Μεταλλείων για να επιθεωρήσει το χώρο και να κρίνει κατά πόσο είχε γίνει λατόμευση. Τελικά ο λειτουργός μετέβηκε στο μέρος στις 09.05.14. Με βάση τα λεγόμενα του Εναγομένου, ο ΜΥ2 τον ειδοποίησε ότι δεν θα ασκείτο ποινική δίωξη εναντίον του και μπορούσε έτσι να προχωρήσει με τις εργασίες στο χωράφι του.

Ο Εναγόμενος απέρριψε το περιεχόμενο της γραπτής καταγγελίας λέγοντας πως εργασίες λατόμευσης και εκσκαφές δεν έγιναν. Επέμεινε ότι έγινε καθαρισμός και βαθιά καλλιέργεια στο τεμάχιο από τον ΜΥ1. Ωστόσο παραδέχτηκε ότι σε ένα κομμάτι του εδάφους που συσσωρεύτηκε όγκος χωμάτων από τα νερά τα τελευταία 6 χρόνια, το μηχάνημα τα άπλωσε. Ο Εναγόμενος διευκρίνισε ότι το φορτηγό ήταν το όχημα με το οποίο ο ΜΥ1 ερχόταν και έφευγε από το επίμαχο τεμάχιο.

 

Την ίδια στιγμή ο Εναγόμενος αρνήθηκε κατηγορηματικά ότι έγιναν εκσκαφές ή οποιαδήποτε εργασία στο πρανές. Αναφερόμενος στο ζήτημα του πρανές ο Εναγόμενος είπε τα εξής (πρακτικά ημερ. 19.04.24, σελίδες 14-16):

«E.       Ο εκσκαφέας του έξυσε το πρανές μετάφερε το χώμα στο χωράφι σας;

A.         Μα που μέσα στο χωράφι μου πού να το πάρει; Πάλε μέσα στο χωράφι; 

E.         Από το πρανές που συνόρευε με τον δρόμο, παίρνατε το χώμα και το απλώνατε στο χωράφι σας, αυτό λέμε. 

A.         Στο χωράφι μου δεν απλώναμε χώμα, ούτε χρειαζόταν χώμα, το χωράφι μου ήταν ίσιο. Το χώμα που ισχυρίζονται ότι επαίρναμε ήταν εκεί ένα σημείο στο οποίο έπεφτε ο χείμαρρος.  Εκεί δημιουργήθηκε ένας όγκος χώματος μέσα στο τεμάχιο μου, ήταν να φκαίνει το τράκτορ πάνω και να κατεβαίνει κάτω; Ίσιωσέ το τζιαμέ. Αυτό ήταν. 

E.         Ο οποίος όγκος τούτος που μου λαλείτε ήταν στο πρανές;

A.         Όχι στο πρανές, μέσα στο τεμάχιο μου.

E.         Επομένως, δεν συμφωνείτε ούτε ότι έγιναν χωματουργικές εργασίες, ούτε ότι εξύσετε το πρανές, ούτε ότι υπήρχαν εκσκαφές στο χωράφι σας;

A.         Καθόλου.

E.         Τότε με βάση το Tεκμήριο 23 που η πλευρά σας παρουσίασε και ήταν η κατάθεση του λειτουργού του λατομείου, συμφωνείτε ή διαφωνείτε με τις διαπιστώσεις του λειτουργού όπως καταγράφονται στην κατάθεσή του, που λέει ότι διαπίστωσε ότι έχει γίνει μεγάλη εκσκαφή του πρανούς στο όριο δημοσίου δρόμου, ενώ πρόσφατα πρέπει να έγιναν χωματουργικές εργασίες και καθαρισμός του πρανού στη βάση του σε ύψος που κυμαίνεται από μηδέν μέχρι 3,5 μέτρα. Αρνείστε και τώρα ότι έγιναν αυτά που σας καταλογίζουν, δηλαδή ξύσετε το πρανές και μεταφέρατε το χώμα στο χωράφι σας;

A.         Αρνούμαι ότι έγιναν εκσκαφές στο πρανές…

 

 

E.         Κύριε μάρτυρα, εγώ εν άλλο που σε ρώτησα. Ο κύριος Μιχαήλ, ο οποίος έδωσε μία κατάθεση και είναι Tεκμήριο 23 και την παρουσίασε η πλευρά σας, διαπίστωσε δύο πράγματα στην επίσκεψή του. 

A.         Συγγνώμη ποιος είναι κύριος Μιχαήλ; 

E.         Αυτός του Λατομείου.

A.         Α ο υπάλληλος, ναι.

E.         Διαπίστωσε μεγάλη εκσκαφή του πρανούς στο όριο δημόσιου δρόμου στο χωράφι σας.  Αυτό συμφωνείτε ή διαφωνείτε;

A.         Όχι, δεν έγινε μεγάλη εκσκαφή. Το μόνο που έγινε ήταν το χώμα εκεί που έπεφτε ο χείμαρρος που τα άπλωσε ο Αειρινιώτης, αυτό ήταν μόνο. Όταν λέει μεγάλη εκσκαφή αναφέρεται πότε; 

E.         Του πρανούς στο όριο του δημόσιου δρόμου, δεν μιλώ για μέσα στο χωράφι σας, μιλώ για εκείνο το σημείο. Συμφωνείς με αυτήν τη διαπίστωσή του ή διαφωνείς;

A.         Όχι, η λατόμευση που ισχυρίζετε ότι έγινε παλιά‑‑

E.         Δεν μιλούμε για λατόμευση, μιλούμε για εκσκαφή. 

A.         Όχι, δεν έγινε καμία εκσκαφή, ούτε κάμαμε εκσκαφή.

E.         Με τη δεύτερη διαπίστωση του λειτουργού του Λατομείου ότι πρόσφατα έγιναν χωματουργικές εργασίες και καθαρισμός του πρανού στη βάση του σε ύψος που κυμαίνεται από μηδέν μέχρι 3,5 μέτρα συμφωνείς ή διαφωνείς ότι έγινε;

A.         Συμφωνώ ότι έγινε το άπλωμα του εδάφους τζιαμέ, τζιείνο το κομμάτι του εδάφους, το οποίο συσσωρεύτηκε στα 6 χρόνια από τον χείμαρρο. Αυτό ήταν μόνο που κάναμε, τίποτε άλλο.

E.         Οι εργασίες έγιναν και στη βάση του πρανές, σωστά;

A.         Ε... δαμέ εν το σύνορο, δαμέ εν το τεμάχιο.


Δικαστήριο (προς μάρτυρα): Πέστε μας, το δαμέ και το δαμέ, περιγράψετέ μας αυτό που λέτε.

Ο μάρτυρας συνεχίζει:

 

A.         Στο πρανές δεν έγινε τίποτε, μέσα στο τεμάχιο μου έγινε.»

 

Ο Εναγόμενος επιρρίπτει την ευθύνη πρόκλησης και επιδείνωσης του προβλήματος σε πράξεις και παραλείψεις που αποδίδει στους Ενάγοντες. Μάλιστα προβαίνει σε διάφορες διαπιστώσεις, τις οποίες ανάφερε με τις §11-§19 της γραπτής του δήλωσης (Ένδειξη ‘Β’).

 

Τελικά ο Εναγόμενος φύτευσε μπανάνες στο τεμάχιο του περί τις αρχές καλοκαιριού του έτους 2014.

 

Καταλήγοντας ο Εναγόμενος απέρριψε τη θέση των Εναγόντων ότι ο ίδιος ευθύνεται για την καταστροφή του αγροτικού δρόμου και ότι προκάλεσε ζημιά στους Ενάγοντες. Ακόμη δηλώνει άγνοια ότι το ύψος του κόστους αποκατάστασης της ζημιάς που του αποδίδουν ότι προκάλεσε στον αγροτικό δρόμο ανέρχεται στα €854.658,00.      

 

Τελικές Αγορεύσεις:

Αμφότερες πλευρές στις αγορεύσεις τους προσπάθησαν με εμπεριστατωμένη νομική επιχειρηματολογία αλλά και με σχολιασμό μερών της προσκομισθείσας μαρτυρίας καθώς και με αναφορά σε άρθρα του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου (Κεφ.148) και παραπομπή σε νομολογία που θεωρούν ότι υποστηρίζουν την εκδοχή τους, να πείσουν για την ορθότητα των θέσεων και εισηγήσεων τους. Το περιεχόμενο τους δεν χρειάζεται να επαναδιατυπωθεί καθότι δεν θα εξυπηρετήσει οποιοδήποτε πρακτικό σκοπό. Εκεί και όπου κρίνεται ότι χρειάζεται θα γίνεται ειδική αναφορά σε νομικά επιχειρήματα των συνηγόρων.

 

Παραδεκτά γεγονότα και μη αμφισβητούμενα γεγονότα:

Προτού ασχοληθώ με την αξιολόγηση της προσαχθείσας μαρτυρίας θεωρώ χρήσιμο να αναφερθώ σε γεγονότα που προκύπτουν να είναι παραδεκτά μέσα από τα δικόγραφα αλλά και που έγιναν παραδεκτά κατά την ακρόαση της υπόθεσης καθώς επίσης σε γεγονότα που είτε αποτελούν κοινό έδαφος των διαδίκων είτε δεν αμφισβητήθηκαν μέσα από την εκδίκαση της αγωγής. Συγκεκριμένα:

1.         Οι Ενάγοντες είναι το Κοινοτικό Συμβούλιο Κισσόνεργας και μεταξύ άλλων ασχολούνται με την τοπική διοίκηση της Κοινότητας της Κισσόνεργας και έχουν την ευθύνη να κατασκευάζουν, συντηρούν και επισκευάζουν τους κοινοτικούς δρόμους εντός των κοινοτικών τους ορίων, εκτός των δρόμων που την κυριότητα και ευθύνη συντήρησης τους έχει το Τμήμα Δημοσίων Έργων της Κυβέρνησης. Το Κοινοτικό Συμβούλιο Κισσόνεργας είναι αρμόδιο για την διοίκηση όλων των τοπικών υποθέσεων της κοινότητας Κισσόνεργας της επαρχίας Πάφου και συγκεκριμένα μεταξύ άλλων έχει τον έλεγχο ή επωμίζεται τα έξοδα επιδιόρθωσης και συντήρησης των δημοσίων οδών δυνάμει του Περί Δημοσίων Οδών Νόμου συμπεριλαμβανομένων και των αγροτικών δρόμων.

2.         Ο Εναγόμενος κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν ο εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης και συνάμα ο νόμιμος κάτοχος του τεμαχίου 31, φ/σχ. 45/33 και 45/34 W2 που βρίσκεται στην περιοχή «Κλειοτούες» στα Πότιμα της κοινότητας Κισσόνεργας της Επαρχίας Πάφου, (το οποίο θα καλείται το ακίνητο) και το οποίο συνορεύει με δημόσιο αγροτικό δρόμο επιστρωμένο με σκυρόδεμα (ο οποίος θα καλείται ο αγροτικός δρόμος).  Ο αναδασμός στην περιοχή έχει συμπληρωθεί από τις 20/06/74.  Το οδικό δίκτυο είχε κατασκευαστεί από το 1973 και οι δρόμοι έχουν εγγραφεί ως δημόσιοι.

 

3.         Περί τις 29/03/2004, το Κοινοτικό Συμβούλιο Κισσόνεργας καταχώρησε την αγωγή με αρ. 766/2004 του Ε. Δ. Πάφου, εναντίον του Εναγόμενου σε σχέση με ζημιές που προκλήθηκαν στον αγροτικό δρόμο. Ο εναγόμενος καταχώρησε υπεράσπιση και ανταπαίτηση. Κατατίθενται ως παραδεκτά έγγραφα τα δικόγραφα της αγωγής 766/04 Ε/Δ Πάφου, (όχι ως προς το περιεχόμενο τους).

 

4.         Περί τις 2/12/2008, οι Ενάγοντες κατέληξαν σε συμφωνία με τον Εναγόμενο για το αντικείμενο της αγωγής αρ. 766/2004 του Ε.Δ. Πάφου και η αγωγή και η ανταπαίτηση αποσύρθηκαν ως διευθετηθείσες χωρίς επιφύλαξη και κατατέθηκε η συμφωνία ημερομηνίας 02/12/2008 μεταξύ των μερών ως Κανόνας Δικαστηρίου (Τεκμήριο 1) όπου πρόβλεπε τα ακόλουθα:

 

          Α)      Διορισμό από κοινού, του κ. Χρυσόστομου Ιταλού (στο εξής θα καλείται ο «μελετητής») ώστε να προβεί σε εμπεριστατωμένη μελέτη για την επιδιόρθωση του αγροτικού δρόμου και να τους πληροφορήσει το κόστος.  Οι διάδικοι από κοινού διόρισαν τον κύριο Χρυσόστομο Ιταλό με επιστολή τους ημερομηνίας 4/4/2008 ώστε να προβεί σε εμπεριστατωμένη μελέτη για την επιδιόρθωση του δρόμου, και να τους πληροφορήσει για το κόστος.

 

          Προς το σκοπό αυτό ο μελετητής:

Με επιστολή του ημερ. 2/10/2008 προέβη σε διάφορες εισηγήσεις και προτάσεις για την αντιμετώπιση του προβλήματος.  Η επιστολή του μελετητή επισυνάφθηκε ως Παράρτημα Α στην συμφωνία ημερ. 2/12/2008 που υπέγραψαν τα μέρη. Συγκεκριμένα προέβη σε τρεις εναλλακτικές εισηγήσεις και προτάσεις.

I.          Κατασκευή τοίχου αντιστήριξης ύψους 15 μέτρων και μήκους 80 μέτρων με Προσεγγιστικό κόστος: €250.000,00 - €300.000,00.

II.         Επέμβαση στα υψόμετρα του δρόμου με επαναχάραξη του άξονα του και κατασκευή ελαφρών κατασκευών και τοιχαρακιών στα όρια του δρόμου, με Προκαταρκτικό κόστος: €120.000,0 -€150.000,00 +ΦΠΑ.

III.        Ανακατασκευή πρανούς/πόδα αγροτικού δρόμου με κατάλληλο υλικό επιχωμάτωσης και αντιπλημμυρικά έργα με Προσεγγιστικό κόστος: €70.000,00-€80.000,00 συμπεριλαμβανομένων των αντιπλημμυρικών έργων για προστασία του πρανούς και διαχείριση των όμβριων υδάτων της περιοχής.

 

Το Κοινοτικό Συμβούλιο Κισσόνεργας και ο Εναγόμενος κατέληξαν από κοινού και συμφώνησαν με την 3η εισήγηση του μελετητή, ως ανωτέρω αναφέρεται και αφού ο μελετητής έθεσε ως προσεγγιστικό κόστος αυτής το ποσό των €70.000,00 - €80.000,00. Οι διάδικοι αποδεχθήκαν την εισήγηση του μελετητή για ανακατασκευή πρανούς/πόδα με κατάλληλο υλικό επιχωμάτωσης και αντιπλημμυρικά έργα στη βάση των εγγράφων που την συνοδεύουν.

 

5.         Ο Εναγόμενος δίνει την συγκατάθεση του για να εκτελεστούν χωματουργικές εργασίες στο ακίνητο με αρ. τεμαχίου [ ], φύλλο/σχ 45/33 & 34W2 και να τοποθετηθεί σε αυτό αγωγός όμβριων υδάτων.

 

6.         Επίσης ο Εναγόμενος δίνει την συγκατάθεση του και δεν προτίθεται να φέρει ένσταση στο να δεσμευτεί επ’ αόριστο από το τεμάχιο του λωρίδα προσεγγιστικού πλάτους 15 μέτρων και μήκους 80 μέτρα χωρίς βέβαια να αποδεσμεύεται η έκταση αυτή από τον συντελεστή του σε περίπτωση ανάπτυξης του τεμαχίου του μελλοντικά ούτε να αποχωρίζεται της ιδιοκτησίας.

 

7.         Ο Εναγόμενος δεν απαιτεί οιονδήποτε χρηματικό αντάλλαγμα για την πιο πάνω συγκατάθεση (Τεκμήριο 2).

 

8.         Επιπλέον ο Εναγόμενος με βάση την συμφωνία ημερομηνίας 2/12/2008 ανέλαβε όπως υπογράψει οιονδήποτε αναγκαίο έγγραφο για τις πιο πάνω συγκαταθέσεις και συναινέσεις και μόλις ολοκληρωθεί το έργο και οι εργασίες που περιγράφονται ανωτέρω ανέλαβε να υπογράψει οιονδήποτε αναγκαίο έγγραφο και έντυπο ούτως ώστε να εγγραφεί σχετική δουλεία στο Κτηματολόγιο τόσο για την τοποθέτηση του αγωγού όσο και για την πρόσβαση των αρμοδίων για την συντήρηση και επιδιόρθωση του αγωγού.

 

9.         Αποτελούσε όρο της συμφωνίας ημερομηνίας 02/12/2008 ότι αφού ο μελετητής ετοιμάσει τους όρους των προσφορών και όλα τα αναγκαία σχέδια θα προκηρύσσονταν προσφορές για την αντιστήριξη του αγροτικού δρόμου από τους διαδίκους, οι οποίοι συμφωνήσαν να είναι από κοινού οι εργοδότες του πιο πάνω έργου.

 

10.      Αναφορικά με τις αναφερόμενες εργασίες, οι Ενάγοντες συμφώνησαν να καλύψουν κόστος €100.000,00 συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ, το οποίο θα συμπεριλάμβανε το κόστος ανέγερσης και το κόστος του συμβούλου μηχανικού για την επίβλεψη και οιονδήποτε άλλων συμβούλων και εξόδων.

 

11.      Είχε περαιτέρω συμφωνηθεί μεταξύ των Εναγόντων και του Εναγόμενου ότι σε περίπτωση που το κόστος και τα έξοδα του πιο πάνω έργου ξεπερνούσαν τις €100.000,00 συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ τα περαιτέρω έξοδα θα τα επιβαρυνόταν ο Εναγόμενος.

 

12.      Κατά την αξιολόγηση των προσφορών διαπιστώθηκε ότι στους όρους προσφοράς περιλήφθηκαν εργασίες που δεν προνοούνταν στη συμφωνία ημερ. 02/12/08 και το κόστος της προσφοράς ανήλθε €96.018,00 πλέον ΦΠΑ (2009) πλέον έξοδα μελετητή €10.000,00 πλέον ΦΠΑ.

 

13.      Η συμπληρωματική συμφωνία 30/10/10 αποτελεί συμφωνημένη ρύθμιση αποδεκτή από τα μέρη για το περιεχόμενο της (Τεκμήριο 3).

 

14.      Ο ιδιώτης μελετητής ετοίμασε τα έγγραφα προσφορών με βάση τη συμφωνημένη ρύθμιση των διαδίκων (Τεκμήριο 5).

 

15.      Το πληρεξούσιο 30/03/10 είναι παραδεκτό ως προς το περιεχόμενο του (Τεκμήριο 4).

 

16.      Οι αρχικοί όροι που περιλαμβάνονταν στον συμφωνημένο Κανόνα του Δικαστηρίου είναι αυτοί που περιλαμβάνονται στις παραγράφους 6 & 7 της 1ης σελίδας της συμφωνίας ημερ. 2/12/08, καθώς επίσης και η εισήγηση Γ στις σελ. 2 και 3 του Παραρτήματος του κ. Ιταλού, αμφότερα έγγραφα αναπόσπαστο μέρος του Τεκμηρίου 1.

Όροι που ήταν εκτός του συμφωνημένου πλαισίου ήταν οι εξής:

 

17.      Αντί κατασκευή τοίχου αντιστήριξης ύψους 0.6 μέτρων στο όριο θεμελίωσης του δρόμου μήκους 100 μέτρων, στην προσφορά ήταν για 1,2 μέτρα.

 

18.      Αντί επιχωμάτωση με κατάλληλο υλικό επιχωμάτωσης (χαβάρα, χαβαροτσάκκιλο σύμφωνα με τις προδιαγραφές) σε στρώσεις των 30 εκ. με ικανοποιητικό ράντισμα και συμπίεση με μηχανικό δονητή 20 τόνων και πλάτους 56 μέτρων, ,σε όλο το ύψος της επίχωσης περίπου 8.000 κμ η προσφορά ήταν για 10.000 κυβικά μέτρα.

 

19.      Αντί διάστρωση επιφάνειας δρόμου με σκυρόδεμα ποιότητας c25 πλάτους 4 μέτρων και μήκους 80 μέτρων και πάχους 10 εκ. με οπλισμό και σχάρα Υ8/200 με αρμούς διαστολής ανά 6 μέτρα, στην προσφορά ήταν πλάτους 6 μέτρων και μήκους 120 μέτρων, της ίδιας ποιότητας.

 

20.      Αντί κατασκευή τοιχαράκια ύψους 30 εκ. και πλάτους 40 εκ. από σημείο Β έως και Γ, δεξιά του δρόμου σε μήκους 80 μέτρων στις δύο πλευρές του, στην προσφορά ήταν δεξιά και αριστερά του δρόμου σε μήκος 120 μέτρων.

 

21.      Αντί διαμόρφωσης επιφανειακού αυλακιού πλάτους 80 εκ. και ύψους 80 εκ. από σημείο Γ του δρόμου μέχρι την βάση του εδάφους εντός του τεμαχίου και επένδυσης με σκυρόδεμα τριμμένο ποιότητας c25 με σχάρα και οπλισμό (22 τρχ. μέτρα), στην προσφορά ήταν 2Χ22 τρέχοντα μέτρα της ίδιας ποιότητας.

 

22.      Το τεμάχιο του Εναγόμενου στην μία πλευρά του συνορεύει με παρακείμενο αγροτικό δρόμο επιστρωμένο με σκυρόδεμα.  Στην πλευρά του αγροτικού δρόμου που εφάπτεται με το εν λόγω τεμάχιο παρουσίαζε κάθετο πρανές με υψομετρική διαφορά πέραν των 10 μέτρων.  Το 2002 σε ένα σημείο της πλευράς αυτής άρχισε να υποχωρεί το κάθετο πρανές και να δημιουργείται κενό κάτω από το οδόστρωμα του αγροτικού δρόμου.  Το κενό οδόστρωμα επεκτάθηκε σε αρκετό μήκος του αγροτικού δρόμου και είχε καταστεί επικίνδυνος και είχε κλείσει προσωρινά για την διέλευση οχημάτων.

 

23.       Ο ιδιώτης μελετητής επιβεβαίωσε ότι πέραν της αμοιβής των €5.000 πλέον Φ.Π.Α., η οποία αρχικά συμφωνήθηκε και περιλαμβάνει την ετοιμασία κατασκευαστικών σχεδίων και ετοιμασία όρων και τεχνικών προδιαγραφών για ζήτηση προσφορών και η οποία θα κατανεμηθεί εξίσου στους διαδίκους, απαιτεί ακόμη 5.000 ευρώ πλέον ΦΠΑ για την επίβλεψη του κατασκευαστικού έργου και την προώθηση οιονδήποτε αναγκαίων αδειών και/ή εξόδων συμβούλων και το οποίο ποσό συμπεριλαμβάνεται στο ποσό των €100.000 που αναλαμβάνουν οι ενάγοντες να καλύψουν.

 

24.      Γίνεται ξεκάθαρο ότι το ποσό των 2.500 ευρώ που θα πληρώσουν οι Ενάγοντες στον κ. Ιταλό σαν το ½ μερίδιο που τους αναλογεί για τις μελέτες δεν θα συμπεριλαμβάνεται στο ποσό των 100.000 ευρώ και θα είναι επιπρόσθετο.

 

25.      Οι φωτογραφίες που συγκροτούν το Τεκμήριο 16 λήφθηκαν από την ΜΕ1 τον Δεκέμβριο 2014.

 

26.      Το έγγραφο υπό τον τίτλο «Εκτίμηση Δαπάνης για ανακατασκευή δρόμου στην περιοχή ‘Κλειοτούες’ από ζημιές που προκλήθηκαν από τον Ιδιοκτήτη του τεμαχίου [ ], Φύλλο/Σχέδιο 45/42 W1 από συνεχιζόμενη εκσκαφή» (Τεκμήριο 19Α) ετοιμάστηκε από την ΜΕ1 τον Δεκέμβριο 2014.

 

Τα πιο πάνω γεγονότα αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των ευρημάτων του Δικαστηρίου.

 

Επίσης τα γεγονότα που αντλούνται από το περιεχόμενο των Τεκμηρίων 1-9 το οποίο είναι αποδεκτό ως ορθό και αληθές από αμφότερους διαδίκους επίσης αποτελεί μέρος των ευρημάτων του Δικαστηρίου.  

 

Στρέφω ευθύς την προσοχή μου στην αξιολόγηση της προσαχθείσας μαρτυρίας.

 

Αξιολόγηση μαρτυρίας:

Η αξιολόγηση του μαρτυρικού υλικού που παρουσιάζεται στη δίκη αποτελεί σημαντικό καθήκον του Δικαστηρίου. Πρόκειται για πολυσύνθετο και λεπτό έργο μεγάλης σημασίας που πρέπει να εκτελείται με προσοχή και επιμέλεια. Στην υπόθεση C & A Pelekanos Associates Ltd (1999) 1(B) Α.Α.Δ. 1273 λέχθηκαν, μεταξύ άλλων, τα πιο κάτω:

«Η αξιολόγηση προφορικής μαρτυρίας είναι άρρηκτα συνυφασμένη με την αξιοπιστία του μάρτυρα. Η εντύπωση που αφήνει στο δικαστήριο, αγαθή ή δυσμενής, είναι παράγων εξαιρετικής σπουδαιότητας για την κρίση της αξιοπιστίας. Ο τελευταίος είναι όρος πολυσήμαντος. Η εμφάνιση και συμπεριφορά του μάρτυρα ενόσω καταθέτει, οι αντιδράσεις του, κατά πόσο δηλαδή είναι φυσικές ή αφύσικες, ο τρόπος που απαντά, η νευρικότητα ή η επιφυλακτικότητα του, ή η ιδιοσυγκρασία που εκδηλώνει, είναι μεταξύ των σημείων που μόνο ο πρωτόδικος δικαστής που τον είδε και τον άκουσε μπορεί να παρατηρήσει.  Και στη συνέχεια να τα χρησιμοποιήσει υπό το πρίσμα της πείρας που διαθέτει και της γνώσης του της ανθρώπινης φύσης για να εκτελέσει το πιο σημαντικό και δυσκολότερο ίσως καθήκον του, την εύρεση της αλήθειας.»

 

Κατά την ακροαματική διαδικασία παρακολούθησα με ιδιαίτερη προσοχή τους μάρτυρες που προσήλθαν. Πρόκειται για πρόσωπα που είχαν άμεση σχέση με τα γεγονότα της υπόθεσης αυτής. Ενόσω αυτοί κατέθεταν στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης είχα την ευκαιρία να δω τον τρόπο που απαντούσαν τις διάφορες ερωτήσεις που τους υποβάλλονταν, την πηγή της γνώσης τους, το καλό ή κακό μνημονικό τους, την παρουσία ή απουσία είτε ουσιαστικών αντιφάσεων είτε υπερβολών στην μαρτυρία τους και την εν γένει συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα (Χρίστου ν.  Ηροδότου κ.ά. (2008) 1(Α) Α.Α.Δ. 676, Γεώργιος και Σπύρος Τσαππή Λτδ ν. Πολυβίου (2009) 1(Α) Α.Α.Δ. 339 και Κυριάκου ν. Γ. Νικόλας (Μακρή) Λτδ (2009) 1(Β) Α.Α.Δ. 869).

 

Η αξιολόγηση της μαρτυρίας των εν λόγω μαρτύρων έγινε με βάση το περιεχόμενο, την ποιότητα, την πειστικότητα και τη σύγκριση της με το υπόλοιπο μαρτυρικό υλικό. Τα όσα αναφέρονται από τους μάρτυρες συναρτώνται, αντιπαραβάλλονται και συγκρίνονται με το υπόλοιπο μαρτυρικό υλικό που τέθηκε ενώπιον μου αλλά και με τις δικογραφημένες θέσεις των μερών προκειμένου να διερευνηθεί η αντικειμενικότητα των εκατέρωθεν εκδοχών (Mossa (Mussa) Mohammed Mustafa ν. Ανδρέα Κακουρή κ.α. (2002) 1 Α.Α.Δ. 165). Το δε μαρτυρικό υλικό δεν εξετάστηκε μικροσκοπικά ή αποσπασματικά αλλά αξιολογήθηκε ως ενιαίο σύνολο και με λογική προσέγγιση επί της ουσίας του.

 

Σε ότι αφορά την αξιολόγηση μαρτυρίας ατόμου που καταθέτει με την ιδιότητα του εμπειρογνώμονα, το Δικαστήριο θα πρέπει πρώτα να πεισθεί ότι ο μάρτυρας είναι εμπειρογνώμονας στο τομέα που καταθέτει. Ποιος μπορεί να θεωρηθεί πραγματογνώμονας και να καταθέσει στο Δικαστήριο υπό αυτή την ιδιότητα εξηγείται μέσα από την υπόθεση Νικολάου v. Δημοκρατίας Ποινική Έφεση Αρ. 162/2014 ημερομηνίας 02.05.17, στην οποίαν και παραπέμπω. Εφόσον το Δικαστήριο κρίνει ότι ο εν λόγω μάρτυρας είναι όντως εμπειρογνώμονας στον τομέα που κλήθηκε να καταθέσει, προχωρεί να εξετάσει αν με τη μαρτυρία του έχει δώσει τα αναγκαία επιστημονικά κριτήρια έτσι ώστε να καταστήσει ικανό το Δικαστήριο να ελέγξει την ακρίβεια των συμπερασμάτων του, προκειμένου να σχηματίσει τη δική του ανεξάρτητη κρίση με την εφαρμογή των κριτηρίων πάνω στα γεγονότα που έχουν αποδειχθεί με μαρτυρία. Η μαρτυρία εμπειρογνωμόνων δεν δεσμεύει το Δικαστήριο αλλά απλώς το βοηθά και αφού λάβει υπόψη και την υπόλοιπη μαρτυρία να καταλήξει στα δικά του ανεξάρτητα συμπεράσματα. Με λίγα λόγια ο πραγματογνώμονας παρέχει στο Δικαστήριο την αναγκαία επιστημονική γνώση, ώστε να κατανοήσει, το ίδιο, δεδομένα επιστημονικού περιεχομένου, που έχουν τεθεί ενώπιον του, προκειμένου να καταλήξει στη δική του ανεξάρτητη κρίση σε σχέση με συγκεκριμένη πτυχή της υπόθεσης (Α.Α.–Ι v. Δρ. Μιχάλη Χρυσοστόμου Πολιτική Έφεση Αρ. 298/2014 ημερ. 14.12.23). Όπως ακόμη λέχθηκε στην υπόθεση R. v. Matheson [1958] 2 All E.R. 87, το Δικαστήριο δικαιούται να διαφοροποιήσει τη θέση του και να μη δεχθεί τη μαρτυρία ενός εμπειρογνώμονα ή μπορεί να δεχτεί μέρος της μαρτυρίας του ενός ή άλλου εμπειρογνώμονα και να εξαγάγει τα δικά του συμπεράσματα (Πιττάλης v. Ianira Enterprises Ltd κ.α. (1997) 1 Α.Α.Δ. 814) νοουμένου ότι υπάρχουν οι συνθήκες εκείνες που να δικαιολογούν τέτοια κατάληξη και το δικαστήριο να εξηγεί γιατί. Η μαρτυρία εμπειρογνωμόνων θεμελιώνει επιστημονικώς τη μια ή την άλλη εκδοχή των διαδίκων, αλλά το πράττει συμπληρωματικώς και προς επίρρωση ή αναίρεση, αναλόγως, της πρωταρχικής και ουσιαστικής μαρτυρίας των ιδίων των μερών (Ευσταθίου v. Alpha Bank Ltd (2012) 1 Α.Α.Δ. 1682).

 

Οι πιο πάνω αρχές αξιολόγησης μαρτυρίας ενός πραγματογνώμονα συγκεφαλαιώνονται στην πολύ πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Ιωάννου v. Yiangos I Socratous & Sons Ltd Πολιτική Έφεση Αρ. 149/2015 ημερ. 03.02.25. Χαρακτηριστικό είναι το πιο κάτω απόσπασμα που ομιλεί από μόνο του:

«Είναι χρήσιμο να επαναλάβουμε, και σε αυτή την περίπτωση, τις καλά εδραιωμένες αρχές στη βάση των οποίων προσεγγίζεται και αξιολογείται η μαρτυρία των ειδικών μαρτύρων. Οι τελευταίοι, δεν αξιολογούνται στη βάση άλλων αρχών από τις καθιερωμένες, ούτε αντιμετωπίζονται κατά τρόπο διαφορετικό από τους υπόλοιπους μάρτυρες (βλ. Star Fiberglass Ltd v. Elneda Trading Ltd (1992) 1(B) A.A.Δ. 875). Κάτι τέτοιο θα ήταν παντελώς ασύμβατο με καλά καθιερωμένες αρχές (Cross on Evidence 5η έκδοση, σελ. 446Republic v Chacholiades (1992) 1 ΑΑΔ σελ. 446 και Κοινοτικό Συμβούλιο Ομόδους ν Κονναρή (2011) 1Γ ΑΑΔ 2298). Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η μαρτυρία των εμπειρογνωμόνων μαρτύρων, δεν δεσμεύει το Δικαστήριο, ούτε υποκαθιστά το έργο του, παρά μόνο το βοηθά - με την παράθεση των σχετικών επιστημονικών κριτηρίων - να καταλήξει στα δικά του, ανεξάρτητα συμπεράσματα, ενώ παράλληλα η σοβαρότητα και η υπευθυνότητα με την οποία οι ως άνω μάρτυρες που κατέθεσαν ως πραγματογνώμονες προσέγγισαν το έργο τους, αποτελεί επίσης σημαντικό στοιχείο αξιολόγησης τους. (βλ. Μιτσιγιώργη και άλλος ν Αδελφών Γαλάζη (Ομόρρυθμης Εταιρείας) (1997) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1811). Εν πάση περιπτώσει το Δικαστήριο δεν είναι υποχρεωμένο να υιοθετήσει τις απόψεις ενός εμπειρογνώμονα έστω και αν αυτός δεν έχει αντεξεταστεί. Μπορεί δε να υιοθετήσει τη θέση ενός εμπειρογνώμονα είτε εν όλω, είτε εν μέρει, είτε καθόλου, ανάλογα με τα ευρήματα του και την αξιολόγηση της μαρτυρίας, (βλ. Vasilikos Cements Works ν. Stavrou (1978) 1 C.L.R. 389 και Νικολάου ν. Σταύρου (1992) 1(B) Α.Α.Δ. 746). Όπως άλλωστε υποδεικνύεται στο σύγγραμμα Phipson on Evidence, 13η έκδοση, παρ. 27-35, πλανάται ακόμα και σήμερα η υποψία ότι οι εμπειρογνώμονες μάρτυρες πιθανόν να διάκεινται ευνοϊκά υπέρ του διαδίκου που τους καλεί να μαρτυρήσουν (βλ. Αναστασιάδης ν. Δημοκρατίας (1977) 2 C.L.R. 97 και Φιλίππου ν. Οδυσσέως (1989) 1 C.L.R. 1).»  

    

[η έμφαση και η υπογράμμιση είναι του παρόντος Δικαστηρίου]

 

Να αναφέρω από τώρα ότι έχω θέσει ενώπιον μου το σύνολο του μαρτυρικού υλικού που έχει προσαχθεί, περιλαμβανομένου το περιεχόμενο των εγγράφων που κατατέθηκαν ως τεκμήρια. Έχω ακόμη θέσει ενώπιον μου τα γεγονότα που είτε αποτελούν κοινό έδαφος των μερών είτε δεν έχουν αμφισβητηθεί από τους διαδίκους. Περαιτέρω έχω λάβει υπόψη μου τις εμπεριστατωμένες νομικές επιχειρηματολογίες των συνηγόρων, οι οποίες οφείλω να πω ότι επικεντρώθηκαν στα ουσιώδη ζητήματα της υπόθεσης. Να σημειωθεί επίσης ότι η αξιολόγηση του μαρτυρικού υλικού έγινε έχοντας κατά νου όλες τις εισηγήσεις των μερών.

 

Με γνώμονα τα πιο πάνω προχωρώ σε αξιολόγηση της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον μου, πάντοτε σε σχέση με τα επίδικα θέματα της υπόθεσης.

 

Σε ότι αφορά τον ΜΕ2, δεν έχω αμφιβολία ότι πρόκειται για ένα σοβαρό επαγγελματία. Παρόλα αυτά η μαρτυρία του, με κάθε σεβασμό, αφορά χρονικά σημεία που είναι εκτός του ουσιώδη για την παρούσα αγωγή χρόνου. Με γνώμονα ότι η συμφωνία των διαδίκων έγινε Κανόνας Δικαστηρίου στις 02.12.08, καθίσταται αντιληπτό ότι ουσιώδης για την υπόθεση αυτής χρόνος θεωρείται το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από την κοινή δήλωση για τον Κανόνα Δικαστηρίου μέχρι την καταχώρηση της παρούσας αγωγής που έγινε στις 07.08.14. Από την μαρτυρία του αναμφίβολα προκύπτει ότι οι επισκέψεις του μάρτυρα στο μέρος περιορίζονται σε δύο φορές. Ο ίδιος ήταν σαφής στο ότι η πρώτη φορά που μετέβηκε στην περιοχή ήταν το έτος 2005 και η δεύτερη φορά το έτος 2023, χωρίς στο μεσοδιάστημα να έχει μεταβεί άλλη φορά. Αυτό παρέχει μία ξεκάθαρη εικόνα ότι η ανάμιξη του συγκεκριμένου μάρτυρα δεν σχετίζεται με τον ουσιώδη για την υπόθεση αυτή χρόνο.

Έντιμα και ειλικρινά ο μάρτυρας αυτός ομολόγησε από την πρώτη στιγμή ότι δεν ήταν σε θέση να σχολιάσει εάν ο βαθμός, η έκταση και το είδος των εργασιών που διαπίστωσε ότι χρειάζονται αλλά και η μέθοδος που προτείνει για την σταθεροποίηση του πρανές και αποκατάσταση της ζημιάς σ’ αυτό του αγροτικού δρόμου στο επίμαχο τεμάχιο το έτος 2023 όταν μετέβηκε στο μέρος είναι ίδιας ή παρόμοιας φύσης μ’ αυτά που απαιτούνταν το έτος 2014. Κατ’ ανάλογο τρόπο προκύπτει ότι δεν είναι σε θέση να κάνει τη σύγκριση αυτή για όλο το χρονικό διάστημα που θεωρείται ουσιώδης χρόνος για την υπόθεση αυτή.

 

Επίσης προς τιμήν του ο εν λόγω μάρτυρας αποκάλυψε ευθέως ότι δεν ήταν σε θέση να σχολιάσει εάν οι ποσότητες και οι τιμές που εκτίμησε και υπολόγισε ότι χρειάζονταν για την εκτέλεση των εργασιών σταθεροποίησης του πρανές αποκατάστασης της ζημιάς σ’ αυτό του αγροτικού δρόμου στο επίμαχο τεμάχιο το έτος 2023 όταν μετέβηκε στην περιοχή είναι ίδιες ή παρόμοιες μ’ αυτές που απαιτούνταν το έτος 2014. Ομοίως προκύπτει ότι δεν είναι σε θέση να κάνει τη σύγκριση αυτή για όλο το χρονικό διάστημα που θεωρείται ουσιώδης χρόνος για την υπόθεση αυτή.

 

Κάτω από αυτά τα δεδομένα, η παρουσία του προσώπου αυτού στο εδώλιο του μάρτυρα δεν πρόσφερε οτιδήποτε στην εξέταση των επιδίκων θεμάτων. Για τον ίδιο λόγο η πρόχειρη εκτίμηση του μάρτυρα που ετοιμάστηκε στις 30.03.05 και κατατέθηκε ως Τεκμήριο 19Β δεν μπορεί να έχει και δεν έχει οποιαδήποτε αποδεικτική αξία και σημασία στην υπόθεση αυτή.

 

Ο ΜΥ2 ήταν ο αστυνομικός που ανέλαβε να διερευνήσει την καταγγελία που υπεβλήθηκε στις 19.04.14 εναντίον του Εναγόμενου για παράνομη διεξαγωγή εργασιών λατόμευσης στο τεμάχιο του χωρίς άδεια από την αρμόδια αρχή. Ο εν λόγω αστυνομικός διερεύνησε την καταγγελία που είχε ενώπιον του με τον τρόπο που είπε στο Δικαστήριο. Στην ουσία έλαβε κατάθεση μόνο από ένα άτομο και συγκεκριμένα τον λειτουργό από την Υπηρεσία Μεταλλείων προφανώς μετά που αυτός επισκέφθηκε το χώρο στις 09.05.14. Ερμηνεύοντας το περιεχόμενο της κατάθεσης του λειτουργού, ο μάρτυρας θεώρησε ότι το συμπέρασμα του λειτουργού είναι πως δεν εκτελέστηκαν εργασίες λατόμευσης στο τεμάχιο του Εναγόμενου.

 

Με κάθε σεβασμό στον μάρτυρα η πιο πάνω διαπίστωση του είναι αυθαίρετη Έχω αναγνώσει με προσοχή τη γραπτή κατάθεση του λειτουργού η οποία παρουσιάστηκε ως μέρος του Τεκμηρίου 23 και πουθενά δεν αναφέρει ότι αποτελεί συμπέρασμα του αυτό που ο μάρτυρας ερμήνευσε και υπέδειξε στο Δικαστήριο. Μέσα από το Τεκμήριο 23 ο λειτουργός ούτε αναφέρει ότι διαπίστωσε να διεξάγονται εργασίες λατόμευσης αλλά ούτε επισημαίνει ότι διαπίστωσε να μην έχουν εκτελεστεί τέτοιου είδους εργασίες στο τεμάχιο. Το περιεχόμενο του εν λόγω εγγράφου δεν είναι ξεκάθαρο. Για να ήταν διαφωτιστικό το εν λόγω έγγραφο θα έπρεπε ο μάρτυρας να ζητούσε διευκρινίσεις από τον λειτουργό οι οποίες να καταγράφονταν σ’ αυτό. Δεν το έπραξε όμως.

 

Δεν διαφεύγει της προσοχής μου η τοποθέτηση του μάρτυρα ότι ο λειτουργός του ανάφερε προφορικά ότι δεν είχαν γίνει εργασίες λατόμευσης στο τεμάχιο. Εφόσον ισχύει διερωτώμαι γιατί δεν το καταγράφει αυτό ο λειτουργός στη γραπτή του κατάθεση. Τουλάχιστον ο ΜΥ2 γιατί δεν καταγράφει την αναφορά αυτή που λέει ότι του έγινε προφορικά όταν αυτή τέθηκε υπόψη του από τον λειτουργό, με βάση το δικό του ισχυρισμό, στο αστυνομικό ημερολόγιο ενεργείας. Πρόκειται για εύλογα ερωτήματα που παραμένουν αναπάντητα.

 

Πέραν όμως και ανεξαρτήτως του πιο πάνω, είναι άξιο απορίας  πως ενώ ο ΜΥ2 δεν θυμάται ποια ακριβώς άτομα βρίσκονταν στο χώρο όταν μετέβηκε εκεί στις 19.04.14 επικαλούμενος το μεγάλο χρονικό διάστημα που παρήλθε, θυμάται με ακρίβεια αυτά που του είπε προφορικά ο λειτουργός όταν τον συνάντησε στις 09.05.14.

 

Δεν έχω καμία αναστολή ή επιφύλαξη ότι η αναφορά του ΜΥ2 στο Αστυνομικό Ημερολόγιο Παραπόνων και Συμβάντων (Τεκμήριο 24) πως ο λειτουργός κατέληξε σε συμπέρασμα ότι δεν έγινε παράνομη λατόμευση είναι υποκειμενικό και αυθαίρετο. Είναι μία αναφορά που έκδηλα δεν προκύπτει από το περιεχόμενο της γραπτής κατάθεσης του λειτουργού.

 

Για λόγους που δεν μπορώ να αντιληφθώ ο ΜΥ2 αποφάσισε να μην λάβει γραπτές καταθέσεις από κανένα άλλο άτομο που ήταν παρόντα στο τεμάχιο την ημέρα που υπεβλήθηκε η εν λόγω καταγγελία και ο ίδιος ήταν επίσης παρών στο χώρο, δηλαδή στις 19.05.14. Τέτοια άτομα ήταν ο τότε κοινοτάρχης Κισσόνεργας, ο ΜΥ1, η ΜΕ1, το άτομο που υπέβαλε την καταγγελία και ο Εναγόμενος. Ανεξάρτητα τι ερμηνεία απέδωσε ο ίδιος στο περιεχόμενο της κατάθεσης του λειτουργού που του λήφθηκε μεταγενέστερα (09.05.14), θα μπορούσε νωρίτερα και συγκεκριμένα στις 19.04.14 να λάμβανε καταθέσεις από τα άτομα που έχω κατονομάσει πιο πάνω, η μαρτυρία των οποίων θα μπορούσε να διαφωτίσει την έρευνα του και στη βάση αυτών θα μπορούσε, μέσα από διευκρινίσεις που θα είχε προς τον λειτουργό, η μετέπειτα γραπτή κατάθεση του τελευταίου να ήταν περισσότερο συγκεκριμένη και πιο στοχευμένη στο αντικείμενο έρευνας.

 

Σε τελευταία ανάλυση, τα πράγματα ενδεχομένως να ήταν διαφωτιστικά αν λαμβάνονταν καταθέσεις από τα άτομα που βρίσκονταν στο χώρο, από το πρόσωπο που προέβηκε στην καταγγελία, το περιεχόμενο της κατάθεσης του λειτουργού να ήταν περισσότερο σαφές και βεβαίως τα άτομα από τα οποία θα λαμβάνονταν γραπτές καταθέσεις προσέρχονταν στο Δικαστήριο ως μάρτυρες για να υποστούν τη βάσανο της αντεξέτασης επί του περιεχομένου της κατάθεσης τους. Στην προκειμένη περίπτωση και χωρίς αυτό να είναι υποχρέωση του ΜΥ2 και δίχως να του επιρρίπτεται ευθύνη γι’ αυτό, κανένα τέτοιο άτομο προσήλθε στο Δικαστήριο ως μάρτυρας. Ούτε καν ο λειτουργός που έδωσε γραπτή κατάθεση.

 

Στη βάση των πιο πάνω περιστάσεων, η έρευνα του ΜΥ2 είναι ελλιπής και τυχόν αποδοχή της υποκειμενικής και αυθαίρετης εκτίμησης του που στερείται υποστήριξης θα με οδηγούσε σε εσφαλμένο συμπέρασμα. Για τους λόγους που έχω εξηγήσει, δεν αποδίδω οποιαδήποτε βαρύτητα στη μαρτυρία του ΜΥ2, περιλαμβανομένου των Τεκμηρίων 23 και 24 που αποτελούν μέρος της.

 

Σε σχέση με τον ΜΥ3, τα όσα έχω αναφέρει για τον ΜΕ2 βρίσκουν έρεισμα. Είμαι απόλυτα βέβαιος ότι ο ίδιος είναι σοβαρός επιστήμονας. Ωστόσο, με κάθε σεβασμό στον μάρτυρα, η μαρτυρία του παραπέμπει σε περίοδο που είναι εκτός του ουσιώδη για την παρούσα αγωγή χρόνου. Έχω ήδη αναφέρει ότι ουσιώδης χρόνος είναι η περίοδος από 02.12.08 μέχρι 07.08.14.

 

Ο συγκεκριμένος μάρτυρας επισκέφθηκε μία και μόνο φορά το επίμαχο μέρος και τούτο ήταν περί τις 29.11.17 όπου πραγματοποίησε επιτόπιες χωρομετρικές μετρήσεις και προέβηκε σε επιστημονικές παρατηρήσεις. Συνεπώς οι όποιες διαπιστώσεις και τα συμπεράσματα του από την επίσκεψη αφορούν την κατάσταση που επικρατούσε στο μέρος τα τέλη του έτους 2017. Ουδέποτε όμως προηγουμένως κλήθηκε να μεταβεί στην επίμαχη περιοχή για να προβεί σε επιτόπιο έλεγχο της κατάστασης. Έντιμα και ειλικρινά ο μάρτυρας αποκάλυψε χωρίς περιστροφές ότι οι αναφορές του επικεντρώνονται στο χρόνο της επίσκεψης του. Είναι βέβαια και αυτονόητο αυτό. Δεν μπορεί να γίνεται συσχέτιση της κατάστασης που επικρατούσε τις αρχές του έτους 2014 μ’ αυτήν που παρατήρησε ο μάρτυρας περί τα τέλη του έτους 2017. Ο μάρτυρας δεν είναι σε σχέση να υποδείξει την όποια τυχόν μεταβολή της κατάστασης στην περιοχή την περίοδο του ουσιώδη χρόνου και να τη συγκρίνει μ’ αυτήν που διαπίστωσε όταν πολύ μεταγενέστερα (περίπου 3-9 χρόνια μετά) μετέβηκε στην περιοχή ώστε να μπορεί να καταλήξει σε επιστημονικά συμπεράσματα και να σχετίζονται με τα επίδικα θέματα της υπόθεσης. Τα δεδομένα που υπήρχαν κατά τον ουσιώδη χρόνο δεν ήταν και δεν είναι γνωστά στον ΜΥ3. Σαφώς η μαρτυρία του δεν σχετίζεται με τον ουσιώδη για την παρούσα αγωγή χρόνο.

 

Κάτω από αυτές τις συνθήκες, η κλήση του προσώπου αυτού ως μάρτυρα δεν εξυπηρέτησε με κανένα τρόπο την εξέταση των επιδίκων θεμάτων. Συνεπώς η μαρτυρία του ΜΥ3 δεν μπορεί να έχει και δεν έχει οποιαδήποτε αποδεικτική αξία και σημασία στην υπόθεση αυτή.

 

Ο ΜΥ1 δημιούργησε θετική εικόνα στο Δικαστήριο. Ήταν απλός και ουσιαστικός. Σε κανένα στάδιο της μαρτυρίας του αισθάνθηκα ότι προσπαθούσε να κατασκευάσει μαρτυρία για να παραπλανήσει το Δικαστήριο. Αντίθετα στις ερωτήσεις που του υπεβλήθηκαν απαντούσε αμέσως και ευθέως, στοιχεία που καταδεικνύει ότι οι απαντήσεις του ήταν αυθόρμητες. Με το δικό του παραστατικό τρόπο εξήγησε το ρόλο που διαδραμάτισε. Πρόκειται για ένα ειλικρινή μάρτυρα, η μαρτυρία του οποίου, παρά την αντεξέταση του, δεν υπέστη οποιοδήποτε ρήγμα που θα κλόνιζε την αξιοπιστία του.

 

Μέρος της μαρτυρίας του παρέμεινε αναντίλεκτη. Είναι το κομμάτι που αφορά το πότε και από ποιον έλαβε οδηγίες για να μεταβεί στο επίμαχο τεμάχιο του Εναγομένου. Επίσης με τι είδους μηχάνημα προέβηκε στις εργασίες. Ακόμη το περιστατικό της 19.04.14 και ποια άτομα ήταν παρόντα εκεί. Σε ότι αφορά με τις εργασίες του, ο μάρτυρας εξήγησε με απλό αλλά πειστικό τρόπο γιατί έπρεπε να γίνει καθαρισμός του τεμαχίου και τι σημαίνει βαθιά καλλιέργεια με την οποίαν, όπως είπε, ασχολήθηκε. Ο καθαρισμός ενδεικνυόταν επειδή υπήρχαν μόνο χόρτα στο τεμάχιο. Η βαθιά καλλιέργεια είχε να κάνει με την μετατροπή του υπεδάφους σε γόνιμο ώστε να μπορούν να φυτευτούν μπανάνες για σοδειά. Οι αναφορές του αυτές δεν έρχονται με σύγκρουση με το περιεχόμενο της γραπτής κατάθεσης του λειτουργού στα πλαίσια διερεύνησης της καταγγελίας, την οποίαν αναφέρω για χάριν συζήτησης. Ο λειτουργός είπε για χωματουργικές εργασίες και η ενασχόληση του μάρτυρα είχε να κάνει με καλλιέργεια χωμάτων. Δεν μπορεί κάποιος να αποκλείσει ότι η βαθιά καλλιέργεια συνδέεται με χωματουργικά εφόσον ασχολείται με χώματα του εδάφους.

 

Αναντίλεκτη παρέμεινε και η μαρτυρία του ότι ο ίδιος στο παρελθόν δεν είχε εκτελέσει οποιεσδήποτε εργασίες στο επίμαχο τεμάχιο. Αυτό σημαίνει ότι η παρουσία του στο επίμαχο τεμάχιο τον Απρίλιο 2014 μετά από οδηγίες του Εναγομένου ήταν η πρώτη φορά.

 

Η αναφορά του μάρτυρα ότι δεν προέβηκε σε εκσκαφές δεν αντικρούστηκε από άλλη μαρτυρία. Μάλιστα αν κάποιος, έστω για χάριν συζήτησης, επικαλεστεί τη γραπτή κατάθεση του λειτουργού, θα αντιληφθεί ότι ο εν λόγω λειτουργός απέκλεισε το ενδεχόμενο η εκσκαφή να είχε γίνει το έτος 2014. Με γνώμονα ότι η μοναδική φορά που ο συγκεκριμένος μάρτυρας μετέβηκε στο επίμαχο τεμάχιο ήταν τον Απρίλιο 2014 καταδεικνύεται ως αληθής η αναφορά του ότι ο ίδιος δεν προέβηκε σε εκσκαφές.

 

Τα πιο πάνω λέχθηκαν χωρίς να σημαίνει ότι αποδίδω οποιαδήποτε βαρύτητα στη γραπτή κατάθεση του λειτουργού. Η γραπτή του κατάθεση συνιστά εξ’ ακοής μαρτυρία δυνάμει του άρθρου 24 του περί Αποδείξεως Νόμου (Κεφ. 9) αφού οι γραπτές του αναφορές μεταφέρθηκαν στο Δικαστήριο από τον ΜΥ2. Βέβαια η μαρτυρία αυτή δεν αποκλείεται εκ προοιμίου επειδή πρόκειται απλά για εξ’ ακοής μαρτυρία. Η αξιολόγηση της βαρύτητας της γίνεται στη βάση παραμέτρων που προσμετρούν στην κρίση του Δικαστηρίου και καταγράφονται κατά τρόπο μη εξαντλητικό στο άρθρο 27 του Κεφ. 9. Στην προκειμένη περίπτωση η μη κλήση του λειτουργού ως μάρτυρα στο Δικαστήριο και να υποστεί τη βάσανο της αντεξέτασης χωρίς να δοθεί οποιαδήποτε εξήγηση γιατί κάτι τέτοιο δεν ήταν εφικτό ή πρακτικό, στερεί την απόδοση αποδεικτικής αξίας στο περιεχόμενο της. Επαναλαμβάνω ότι η όποια αναφορά έγινε ήταν απλά και μόνο για χάριν συζήτησης.     

 

Περαιτέρω η μαρτυρία του ΜΥ1 ότι δεν καθάρισε το πρανές στη βάση του και ότι δεν προέβηκε σε εργασίες σ’ αυτό επίσης δεν αντικρούστηκε με άλλη μαρτυρία.

Είναι προφανές ότι ο καθαρισμός και η καλλιέργεια του επίμαχου τεμαχίου στα οποία προέβαινε ο ΜΥ1 δεν συνιστούν εργασίες λατόμησης εντός αυτού. Ο καθαρισμός φαίνεται να περιορίστηκε εντός του τεμαχίου και όχι στο πρανές. Με βάση το άρθρο 2 του περί Ρύθμισης Μεταλλείων και Λατομείων Νόμος (Κεφ. 270) που είναι το ερμηνευτικό πλαίσιο της εν λόγω νομοθεσίας, “λατόμηση” σημαίνει οποιαδήποτε εργασία απόκτησης ή εξαγωγής οποιωνδήποτε λατομικών υλικών με οποιοδήποτε τρόπο ή μέθοδο. Το δε άρθρο 3(2) της εν λόγω νομοθεσίας προσδιορίζει ως εργασία λατόμησης «εκσκαφή ή σύστημα εκσκαφών που γίνονται προς το σκοπό ή σε σχέση με τη λήψη λατομικών υλικών (είτε στη φυσική τους κατάσταση είτε σε διάλυση ή εναιώρηση) ή προϊόντα λατομικών υλικών, που δεν είναι ούτε μεταλλείο ούτε απλά φρέαρ ή γεώτρηση ή συνδυασμός φρέατος και γεώτρησης».

 

Ο ΜΥ1 ήταν κατηγορηματικός. Δεν προέβαινε σε εκσκαφές και ούτε μετέφερνε οποιαδήποτε υλικά τόσο από το χωράφι όσο και από το πρανές. Επί του σημείου αυτού ουδεμία μαρτυρία υπάρχει που να καταρρίπτει την εν λόγω αναφορά του.

 

Στη βάση των πιο πάνω και έχοντας υπόψη μου ότι η αξιοπιστία του μάρτυρα παρέμεινε ακλόνητη μέχρι το τέλος για τους λόγους που έχω εξηγήσει, αποδέχομαι την μαρτυρία του ΜΥ1 στην ολότητα της ως αληθή και αξιόπιστη.

 

Ο Εναγόμενος (ΜΥ4) είναι ένας από τους πρωταγωνιστές της υπόθεσης αυτής. Είναι το πρόσωπο που σχετίζεται με το τεμάχιο γύρω από το οποίο περιστρέφεται η παρούσα υπόθεση. Η μαρτυρία του λογικά αναμενόταν με ενδιαφέρον. Ως μάρτυρας σε γενικές γραμμές μου έκανε καλή εντύπωση. Ήταν απλός και ουσιαστικός στις αναφορές του. Με σαφήνεια προέβαλε τις θέσεις του τις οποίες επεξήγησε. Στις ερωτήσεις που του υπεβλήθηκαν απαντούσε στιγμιαία και πηγαία χωρίς να επεκτείνεται και να φλυαρεί ή να επιδεικνύει τάση υπεκφυγής. Η μαρτυρία του είναι απαλλαγμένη από ουσιώδεις αντιφάσεις. Βέβαια μέρος της μαρτυρίας του δεν γίνεται αποδεκτό για τους λόγους που θα εξηγήσω στη συνέχεια. Ωστόσο αυτό δεν πλήττει ανεπανόρθωτα την αξιοπιστία του, η οποία διατηρήθηκε σε υψηλό επίπεδο.

 

Η μαρτυρία του Εναγομένου δύναται να διαχωριστεί τέσσερα μέρη.

 

Ένα κομμάτι της μαρτυρίας του είτε αποτελεί μέρος των παραδεκτών γεγονότων είτε παραπέμπει σε γεγονότα που συνιστούν κοινό έδαφος των διαδίκων. Τέτοια ενδεικτικά αναφέρω ότι είναι το γεγονός ότι ο Εναγόμενος είναι ο αποκλειστικός εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης και συνάμα νόμιμος κάτοχος του επίμαχου τεμαχίου. Επίσης το πως εξελίχτηκε η διαδικασία προσφοροδότησης και όλα όσα είχαν συμβεί μέχρι την υπογραφή της συμπληρωματικής συμφωνίας. Ακόμη το ότι ο ίδιος ανάθεσε στον ΜΥ1 τη διεξαγωγή εργασιών στο τεμάχιο του αλλά και το τι συνέβηκε στις 19.04.14 και 09.05.14. Χωρίς αμφιβολία το αποδέχομαι και το περιεχόμενο του αποτελούν ευρήματα του Δικαστηρίου.

 

Το δεύτερο σκέλος της μαρτυρίας του καλύπτει αναφορές του μάρτυρα οι οποίες παρέμειναν αναντίλεκτες και τοποθετήσεις του που πηγάζουν και συναρτώνται από αυτές. Για παράδειγμα η αναφορά του μάρτυρα ότι την άνοιξη του έτους 2009 προχώρησε σε εκρίζωση της φυτείας μπανανών που υπήρχε στο επίμαχο τεμάχιο, πέραν του ότι επιβεβαιώθηκε από τον ΜΥ1 που είπε ότι όταν μετέβηκε στο εν λόγω τεμάχιο τον Απρίλιο του έτους 2014 αντίκρυσε μόνο χόρτα, δεν αμφισβητήθηκε. Ουδέποτε ήταν θέση των Εναγόντων ότι την περίοδο από την άνοιξη του έτους 2009 μέχρι τον Απρίλιο του έτους 2014 υπήρχαν μπανάνες στο επίμαχο τεμάχιο του Εναγομένου. Μάλιστα δεν αμφισβητήθηκε ούτε η θέση του Εναγομένου ότι το έπραξε μετά από παρότρυνση του ιδιώτη μελετητή και του τότε κοινοτάρχη Κισσόνεργας. Η εξήγηση που ο Εναγόμενος έδωσε περί παροχής βοήθειας προς τον εργολάβο που θα κατακυρωνόταν η προσφορά υλοποίησης του έργου μη έχοντας άλλη επιλογή αφού τα νερά που εισέρχονταν στο τεμάχιο του από ψηλά μέσω του πρανές που είχαν διαβρώσει προκάλεσαν ρωγμή σ’ αυτό σε τρεις τόπους και σκέπαζαν τα λάστιχα τα οποία ήταν μέρος του συστήματος άρδευσης της φυτείας μπανανών του, δεν εκπίπτει της σφαίρας της λογικής. Στην απουσία άλλης περί του αντιθέτου πειστικής μαρτυρίας, δεν έχω κανένα λόγο να μην την αποδεχτώ.

 

Περαιτέρω η θέση του Εναγόμενου ότι το επίμαχο τεμάχιο δεν είχε καλλιεργηθεί για 6 χρόνια περίπου και ότι γέμισε χόρτα και θάμνους παρέμεινε αναντίλεκτη. Αυτό, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ο Εναγόμενος ασχολείται επαγγελματικά με τη φυτεία μπανανιών που επίσης παρέμεινε αναντίλεκτο, καθιστά απόλυτα λογική και συνάμα πειστική τη θέση του ότι το χωράφι του χρειαζόταν για τη νέα φύτευση μπανανιών καθαρισμό και βαθιά καλλιέργεια. Ο μάρτυρας περιέγραψε απλά και παραστατικά τι είναι η βαθιά καλλιέργεια και με πειστικό τρόπο εξήγησε γιατί τη συγκεκριμένη περίπτωση θα την πετύχαινε με το συγκεκριμένο μηχάνημα που χρησιμοποιήθηκε από τον ΜΥ1 και γιατί όχι με συνηθισμένο τρακτέρ.

Επιπλέον παρέμεινε αναντίλεκτη θέση του Εναγομένου ότι αποτάθηκε στον δικηγόρο του, ο οποίος απέστειλε επιστολή ημερ. 06.06.13 με την οποίαν καλούσε τους Ενάγοντες να πραγματοποιήσουν τη διαδικασία προκήρυξης και κατακύρωσης προσφορών υλοποίησης του έργου εντός 6 μηνών (Τεκμήριο 21Α2). Η δε αναφορά του Εναγομένου ότι οι Ενάγοντες παρόλο ότι ενημέρωσαν γραπτώς τον δικηγόρο του με επιστολή τους ημερ. 11.07.13 ότι θα τον καλούσαν σε συνεδρία για να συζητήσουν το πρόβλημα (Τεκμήριο 21Α1), εντούτοις δεν το έπραξαν, δεν αμφισβητήθηκε από τους Ενάγοντες. Ακόμη αναντίλεκτη παρέμεινε η θέση του Εναγομένου ότι επειδή δεν υπήρξε συμμόρφωση από τους Ενάγοντες στο περιεχόμενο του Τεκμηρίου 21Α2, ο δικηγόρος του με δεύτερη επιστολή του ημερ. 07.01.14 (Τεκμήριο 22) προχώρησε σε τερματισμό της συμφωνίας ημερ. 02.12.08 που είχε γίνει Κανόνας Δικαστηρίου αλλά και της συμπληρωματικής συμφωνίας ημερ. 30.10.10. Οι Ενάγοντες αναγνωρίζουν την παραλαβή των δύο πιο πάνω επιστολών.

 

Η νομολογία υποδεικνύει ότι παράλειψη αντεξέτασης γενικά θεωρείται ως αποδοχή της εκδοχής που θέτει ο μάρτυρας της άλλης πλευράς (Πιριλλίδη v. Δήμου Λεμεσού Ποινική Έφεση Αρ. 331/2015, Frederickou Schools Co Ltd κ.ά. v. Acuac Inc (2002) 1 Α.Α.Δ. 1527). Στο αγγλικό νομικό σύγγραμμα The Modern Law of Evidence, Andrian Keane, 5η έκδοση, σελ. 177 σημειώνονται τα εξής:

«A party's failure to cross-examine, however, has important consequences. It amounts to a tacit acceptance of the witness's evidence in-chief. A party who has failed to cross-examine a witness upon a particular matter in respect of which it is proposed to contradict his evidence in-chief or impeach his credit by calling other witnesses, will not be permitted to invite the jury or tribunal of fact to disbelieve the witness's evidence on that matter».

 

Η πιο πάνω αρχή τυγχάνει εφαρμογής στην προκειμένη περίπτωση. Συνεπώς αποδέχομαι την πτυχή της μαρτυρίας αυτής του Εναγομένου μαζί με τις αναφορές του που πηγάζουν από αυτές επειδή όχι μόνο άλλες κρίνονται πειστικές και άλλες εμπίπτουν στη σφαίρα της λογικής αλλά και επειδή δεν έχουν καταρριφθεί από άλλη μαρτυρία. Στο σκέλος αυτό της μαρτυρίας εντάσσεται και η κατηγορηματική αναφορά του Εναγομένου ότι ο λόγος που αρνήθηκε να πληρώσει ποσό που υπερέβαινε τα €100.000, παρόλο ότι είχε δεσμευτεί με τη συμφωνημένη δήλωση ημερ.02.12.08 που έγινε Κανόνας Δικαστηρίου, ήταν επειδή το κόστος είχε αυξηθεί και υπερβεί το αρχικό εκτιμημένο κόστος της αποδεκτής εισήγησης του ιδιώτη μελετητή ύψους €70.000-€80.000 εξαιτίας συμπερίληψης εργασιών που δεν ήταν μέρος του συμφωνημένου πλαισίου. Πρόκειται για αναφορά που όχι μόνο δεν αμφισβητήθηκε αλλά οι Ενάγοντες την ασπάζονται. Εξ ου και μετέπειτα η διαδικασία τροποποιήθηκε με τον ιδιώτη μελετητή να ετοιμάζει τα έγγραφα προσφοράς με βάση το συμφωνημένο πλαίσιο.

 

Τρίτη πτυχή της μαρτυρίας του περιέχει αναφορές του, οι οποίες επαληθεύονται από μαρτυρικό υλικό που τέθηκε ενώπιον μου. Βασική θέση του Εναγομένου ήταν ότι αποτάθηκε στον δικηγόρο του το έτος 2013 επειδή μέχρι τότε οι Ενάγοντες δεν είχαν εξεύρει και εξασφαλίσει τα χρήματα για την κάλυψη του κόστους του έργου. Η εν λόγω αναφορά του υποστηρίζεται από το μαρτυρικό υλικό που τέθηκε ενώπιον μου. Έχω μελετήσει με προσοχή το υπάρχον μαρτυρικό υλικό και διαπιστώνω ότι πράγματι από τις 02.12.08 μέχρι τουλάχιστον τον Φεβρουάριο 2014 και συγκεκριμένα 1,5 μήνες περίπου μετά που αποστάλθηκε η δεύτερη επιστολή του συνηγόρου του Εναγομένου, οι Ενάγοντες δεν μπορούσαν να καλύψουν το κόστος υλοποίησης του έργου. Προς επίρρωση της κατάληξης αυτής ενδεικτικά αναφέρω τα εξής:

(α)       μόλις τον Μάϊο 2010 σε συνεδρία τους ημερ. 05.05.10 οι Ενάγοντες αποφάσισαν να ζητήσουν οικονομική βοήθεια για την κάλυψη του κόστους του έργου, 

(β)       τον ίδιο μήνα, δηλαδή τον Μάϊο 2010 με επιστολή τους ημερ. 13.05.10 (Τεκμήριο 10) οι Ενάγοντες ζήτησαν από τον Έπαρχο Πάφου την έγκριση του για τη σύναψη δανείου ύψους €100.000,

(γ)        από την επιστολή ημερ. 21.10.10 (Τεκμήριο 11) φαίνεται ότι το αίτημα για έγκριση δανείου δεν είχε εξεταστεί από τον Έπαρχο Πάφου,

(δ)        το αίτημα παρέμεινε εκκρεμές και τον Αύγουστο 2013 όταν η Επαρχιακή Διοίκηση Πάφου με επιστολή της ημερ. 06.08.12, χωρίς να τοποθετηθεί, υπέβαλε δύο εναλλακτικές εισηγήσεις (Τεκμήριο 12),

(ε)        τον Σεπτέμβριο 2012 οι Ενάγοντες με επιστολή τους ημερ. 21.09.12 προς τον Έπαρχο Πάφου επισημαίνουν ότι ακόμη προσπαθούν να εξεύρουν το απαιτούμενο κονδύλι που θα καλύψει το κόστος του έργου (Τεκμήριο 13),

(στ)      στη συνεδρία του Κοινοτικού Συμβουλίου Κισσόνεργας ημερ. 25.02.14 (Τεκμήριο 14) τονίστηκε η άσχημη οικονομική κατάσταση του και με γνώμονα αυτό ο Πρόεδρος των Εναγόντων εισηγήθηκε όπως το έργο εκτελεστεί από την Επαρχιακή Διοίκηση Πάφου σύμφωνα με την μελέτη που εκπόνησε ο ιδιώτης μελετητής και οι Ενάγοντες πληρώνουν ετησίως ποσό €20.000-€30.000 μέχρι εξόφλησης από τα κρατικά κονδύλια που θα λάμβαναν.

 

Σε σχέση με την αναφορά του Εναγομένου ότι δεν ήταν υπόψη του πως η Επαρχιακή Διοίκηση Πάφου τον Μάρτιο 2014 αποφάσισε να εγκρίνει την εισήγηση του Προέδρου των Εναγόντων υπό το πιο πάνω σημείο (στ), δεν καταρρίπτεται από οποιαδήποτε αποδεκτή μαρτυρία. Ουδεμία επιστολή της Επαρχιακής Διοίκησης Πάφου προς τους Ενάγοντες που να επιβεβαιώνει τη θέση αυτή έχει κατατεθεί. Ούτε καν λέχθηκε αν υπάρχει τέτοια επιστολή. Επίσης ουδεμία επιστολή των Εναγόντων προς τον Εναγόμενο που να τον ενημερώνουν για την απόφαση αυτή της Επαρχιακής Διοίκησης Πάφου έχει τεθεί ενώπιον μου. Ούτε καν λέχθηκε αν υπάρχει τέτοια επιστολή.

 

Η υποστήριξη ορισμένων αναφορών του Εναγομένου από μαρτυρικό υλικό που τέθηκε ενώπιον μου και η απουσία μαρτυρία που να αντικρούει τις υπόλοιπες σε ότι αφορά το κομμάτι αυτό της μαρτυρίας του Εναγομένου, καθιστά την πτυχή αυτή της μαρτυρίας του Εναγομένου πειστική απέναντι στο Δικαστήριο και δεν μπορεί παρά να οδηγήσει σε αποδοχή της (Ζαμπάς v. A & G Tsiarkezos Constructions Ltd (1998) 1 Α.Α.Δ. 820).

 

Ο τέταρτος άξονας πάνω στον οποίον κυμαίνεται η μαρτυρία του Εναγομένου περιλαμβάνει τοποθετήσεις του επί τεχνικής φύσεως ζητημάτων. Πρόκειται για εξειδικευμένα θέματα που μόνο ένας εμπειρογνώμονας με επιστημονική κατάρτιση και εμπειρία στο τεχνικής φύσεως αντικείμενο μπορεί να επεξηγήσει και κατ’ επέκταση διαφωτίσει ορθά και κατάλληλα το Δικαστήριο. Ο ίδιος δεν εξειδικευμένος στο τομέα που αναφέρθηκε και ούτε αποκαλύπτει τις πηγές γνώσης του. Σε κάθε περίπτωση οι επιστημονικές διαπιστώσεις του Εναγομένου δεν τεκμηριώνονται από τεχνικές εκθέσεις. Η απουσία θεμελίωσης μοιραία συμπαρασύρει τις πράξεις και παραλείψεις που αποδίδει στους Ενάγοντες, οι οποίες πηγάζουν μέσα από τις επιστημονικές διαπιστώσεις του Εναγομένου. Τέτοια θέματα είναι οι αναφορές του μέσα από τις §11-§19 της γραπτής του δήλωσης.  

 

Με κάθε σεβασμό στον Εναγόμενο, οι τεχνικές διατυπώσεις του είναι άνευ σημασίας. Άνευ αξίας θεωρούνται και οι αναφορές του Εναγομένου σε πράξεις και παραλείψεις που καταλογίζει στους Ενάγοντες. Επομένως το κομμάτι αυτό δεν λαμβάνεται υπόψη.

 

Συνοψίζοντας μπορεί να λεχθεί ότι αποδέχομαι την μαρτυρία του Εναγομένου (ΜΥ4) περιλαμβανομένου της Ένδειξης ‘Β’ και των Τεκμηρίων 10-14, 21Α1, 21Α2 και 22 που αποτελούν μέρος της, στο βαθμό και την έκταση που έχει σχολιαστεί πιο πάνω (Agapiou v. Panayiotou (1988) 1 C.L.R. 257 και Theomaria Estates Ltd v. Samuel Mason κ.α. (2005) 1 Α.Α.Δ. 256), ως αληθή και αξιόπιστη και ότι το περιεχόμενο της εκφράζει την αληθινή όψη των γεγονότων.

 

Η ΜΕ1 κατέθεσε δια ζώσης υπό τον μανδύα του εμπειρογνώμονα. Τα ακαδημαϊκά της προσόντα και η επαγγελματική εμπειρία της και γενικότερα η ενασχόληση της με το αντικείμενο για το οποίο κλήθηκε στο Δικαστήριο δεν αμφισβητούνται. Κατ’ επέκταση μπορεί να λεχθεί ότι η εμπειρογνωμοσύνη της εν λόγω μάρτυρος στον τομέα αυτό δεν αμφισβητείται. Εν πάση περιπτώσει, η μάρτυρας είναι πτυχιούχος στον τομέα της πολιτικής μηχανικής. Είναι εγγεγραμμένη στο Συμβούλιο Εγγραφής και Αρχιτεκτόνων και Πολιτικών Μηχανικών Κύπρου και εγγεγραμμένο μέλος του Ε.Τ.Ε.Κ. που είναι δύο βασικά, αν όχι τα βασικότερα, επαγγελματικά σώματα στα οποία εγγράφονται άτομα με επιστημονικά πτυχία που επιθυμούν να ασκήσουν επαγγέλματα τεχνικής φύσεως, όπως είναι η πολιτική μηχανική.

 

Με γνώμονα ότι αποφοίτησε το έτος 1988, προκύπτει ότι κατά το χρόνο που παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο ασκούσε το επάγγελμα του πολιτικού μηχανικού τα τελευταία 35 χρόνια περίπου. Αυτό καταδεικνύει μεγάλη επαγγελματική εμπειρία στον τομέα της πολιτικής μηχανικής, η οποία καλύπτει εργοδότηση τόσο σε ιδιωτικούς οργανισμούς όσο και στο δημόσιο χώρο. Από τα 35 χρόνια που ασκεί το επάγγελμα του πολιτικού μηχανικού, τα τελευταία 16 έτη υπηρετεί από τη θέση που βρίσκεται σήμερα, δηλαδή πολιτικός μηχανικός των Εναγόντων, με καθήκοντα, μεταξύ άλλων, στην αξιολόγηση προσφορών, κοστολόγηση έργων, επίλυση προβλημάτων που αφορούν ζημιές σε δρόμους εντός της κοινότητας Κισσόνεργας και στην καθαριότητα οικοπέδων και δημόσιων δρόμων της κοινότητας Κισσόνεργας.

 

Τα ακαδημαϊκά της προσόντα σε συνδυασμό με την εμπειρία που διαθέτει στον αντικείμενο της πολιτικής μηχανικής, όπως αυτή έχει εξηγηθεί από την μάρτυρα και είναι παραδεκτή από την πλευρά του Εναγομένου, της επιτρέπουν να καταθέσει μαρτυρία για τα εξειδικευμένα ζητήματα που κλήθηκε να μαρτυρήσει υπό την ιδιότητα του εμπειρογνώμονα (Σιακόλα v. Αστυνομίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 110), Yaacoub v. Δημοκρατίας Ποινική Έφεση 72/13 ημερ. 19.03.14, Ακρίδας v. Eman (Buses) Ltd και άλλων (2012) 1(Α) Α.Α.Δ. 355).

 

Έχω μελετήσει με προσοχή και επιμέλεια το περιεχόμενο της ένορκης κατάθεσης της ΜΕ1, μέρος της οποίας ανήκει και η γραπτή δήλωση της (Ένδειξη ‘Α’). Μπορεί να λεχθεί ότι η μαρτυρία της κυμαίνεται σε δύο επίπεδα.

 

Το πρώτο επίπεδο καλύπτει μέρος των παραδεκτών γεγονότων και σε γεγονότα που αποτελούν κοινό έδαφος των διαδίκων. Τέτοια παραδεκτά γεγονότα περιέχονται στις §4 - §6, §8 - §18 και §20 - §26 της γραπτής δήλωσης της. Έχω ήδη κάνει αναφορά σ’ αυτά και γι’ αυτό δεν θα τα επαναλάβω. Επίσης στο σκέλος αυτό της μαρτυρίας της ανήκει και η αναφορά της με την οποίαν συμφωνεί και αναγνωρίζει ότι επειδή στη διαδικασία ετοιμασίας εγγράφων προσφοράς και κατακύρωσης της σε εργολάβο δεν τηρήθηκαν οι συμφωνημένοι όροι βάση της συμφωνημένης δήλωσης των διαδίκων που κατέστη Κανόνας Δικαστηρίου ημερ. 02.12.08 αλλά συμπεριλήφθηκαν εργασίες που ήταν εκτός του συμφωνημένου πλαισίου με αποτέλεσμα το κόστος να υπερβεί τα €100.000, ορθά ο Εναγόμενος αρνήθηκε να καταβάλει το επιπρόσθετο ποσό που του αναλογούσε.

 

Χωρίς δεύτερη σκέψη αποδέχομαι το μέρος αυτό της μαρτυρίας της ΜΕ1. Σ’ αυτό περιλαμβάνονται το σκέλος της γραπτής δήλωσης της που το καλύπτει (Ένδειξη ‘Α’) αλλά και τα Τεκμήρια 10-15, 17, 18 και 20 που είναι αποδεκτά ως γεγονότα που συνέβησαν και αποτελούν μέρος αυτού του σκέλους της μαρτυρίας της.

 

Το δεύτερο επίπεδο που είναι ξεχωριστό και ανεξάρτητο από το πρώτο καλύπτει επιστημονικές αναφορές της ΜΕ1 που λέχθηκαν υπό την ιδιότητα του εμπειρογνώμονα. Εδώ θα πρέπει να λεχθεί ότι η εν λόγω μάρτυρας δεν ήταν πειστική. Προέβηκε σε επιστημονικά ευρήματα που δεν συνοδεύονταν από έρευνα και επιστημονική μελέτη. Κατέληξε σε επιστημονικά συμπεράσματα που στερούνται θεμελίωσης. Επικαλείται τεχνικής φύσεως διαπιστώσεις χωρίς να αναλύει αλλά και ούτε να επεξηγεί το σκεπτικό της που την οδήγησε σ’ αυτές, όπως για παράδειγμα να αποκαλύψει τις επιστημονικές πηγές της από τις οποίες άντλησε πληροφόρηση, τη μεθοδολογία που ακολούθησε και τις ενέργειες στις οποίες προέβηκε.

Προς τεκμηρίωση του πιο πάνω αναφέρω ενδεικτικά τα εξής:

 

Ένα από τα σημεία της πτυχής αυτής της μαρτυρίας της αφορά την τοποθέτηση της ότι όταν στις 19.04.14 μετέβηκε στο επίμαχο τεμάχιο στα πλαίσια της καταγγελίας που έγινε εναντίον του Εναγομένου διαπίστωσε πως εκσκαφέας διενεργούσε εκσκαφές στους πρόποδες του πρανούς και ότι υλικά διαστρώνονταν στο τεμάχιο του Εναγομένου (ισοπεδώσεις στο επίμαχο τεμάχιο από κατολισθήσεις στο πρανές). Θα πρέπει να λεχθεί ότι η διαπίστωση της αυτή περιορίστηκε σε λεκτική διατύπωση χωρίς να υποστηρίζεται από οποιαδήποτε στοιχεία ή μαρτυρία. Εξ όσον μπορεί να γίνει αντιληπτό, η ΜΕ1 το διαπίστωσε οπτικά. Ωστόσο παρέλειψε να εξηγήσει τι ήταν εκείνο που την οδήγησε να καταλήξει σ’ αυτό το συμπέρασμα. Επίσης παρέλειψε να εκθέσει τις συνθήκες και τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες οδηγήθηκε σ’ αυτήν την διαπίστωση. Εφόσον η μάρτυρας μετέβηκε στο τεμάχιο στις 19.04.14 θα μπορούσε να λάμβανε φωτογραφίες από το χώρο και τις φερόμενες εκσκαφές που γίνονταν προκειμένου να επαληθεύσει τον ισχυρισμό της. Δεν το έπραξε όμως. Θα μπορούσε ακόμη να το έπραττε στις 09.05.14 όταν μετέβηκε εκ νέου στο τεμάχιο. Ούτε τότε το έπραξε.  

 

Οι φωτογραφίες που μεταγενέστερα έλαβε τον Δεκέμβριο του έτους 2014 και παρουσιάστηκαν ως Τεκμήριο 16 δεν είναι ευκρινείς σ’ αυτά που απεικονίζουν. Όλες οι φωτογραφίες φαίνεται να λήφθηκαν από μεγάλη απόσταση από το τεμάχιο του Εναγομένου. Τις έχω κοιτάξει με πολλή προσοχή και πουθενά μπορώ να διακρίνω να υπάρχουν είτε εκσκαφές είτε εργασίες λατόμησης στο τεμάχιο του Εναγομένου. Ουδείς μπορεί να ξεχωρίσει και να πει αν τα χώματα στο πρανές έσκασαν από εκσκαφές ή από τη διάβρωση τους λόγω της διοχέτευσης υδάτων από βροχοπτώσεις. Για την παρουσία του είδους του μηχανήματος στο τεμάχιο δόθηκαν εξηγήσεις από την πλευρά του Εναγομένου. Στην περιοχή στις 19.04.14 είχαν μεταβεί και άλλα άτομα, πλην όμως ουδείς από αυτούς προσήλθε στο Δικαστήριο να επιβεβαιώσει την διαπίστωση αυτή της ΜΕ1.

 

Περαιτέρω η μάρτυρας επιρρίπτει αποκλειστική ευθύνη στον Εναγόμενο για τη ζημιά που προκλήθηκε στον αγροτικό δρόμο. Ειδικότερα αποδίδει συγκεκριμένες πράξεις και παραλείψεις στον Εναγόμενο, τις οποίες περιγράφει στις §30, §31, §32 και §35 της γραπτής δήλωσης της. Με κάθε σεβασμό στην Εναγόμενη, η ίδια καταλήγει σε αυθαίρετα συμπεράσματα που στερούνται επιστημονικής θεμελίωσης. Ουδέποτε λέχθηκε στο Δικαστήριο ότι οι εν λόγω διαπιστώσεις της είναι προϊόν επιστημονικής της έρευνας και ούτε ότι περιλαμβάνονται σε σχετική τεχνική μελέτη που η ίδια ετοίμασε. Ακόμη δεν μας εξήγησε το σκεπτικό της που την οδήγησε στα συμπεράσματα αυτά και που αυτό επιστημονικά βασίζεται.

 

Αντίθετα για να ενισχύσει τις διαπιστώσεις της επικαλείται μαρτυρία του λειτουργού της Υπηρεσίας Μεταλλείων. Για τους λόγους που έχω ήδη εξηγήσει αποδίδω μηδενική βαρύτητα στη γραπτή κατάθεση του συγκεκριμένου προσώπου.

 

Για το ύψος της ζημιάς στον αγροτικό δρόμο η ΜΕ1 ετοίμασε σχετικό έγγραφο. Πρόκειται για το Τεκμήριο 19Α. Είναι ένα έγγραφο απογυμνωμένο από πληροφορίες και στοιχεία που τεκμηριώνουν το περιεχόμενο του. Η εν λόγω μάρτυρας δεν εξήγησε το σκεπτικό της. Ούτε ανάφερε ποιες τεχνικές παραμέτρους έλαβε υπόψη της για την ετοιμασία του εγγράφου. Δεν ανάφερε σε τι είδους έρευνα προέβηκε. Από που άντλησε πληροφόρηση και που στηρίχτηκε για την επιλογή όλων των τιμών που υποδεικνύει στο έγγραφο. Ποια μέθοδο χρησιμοποίησε για τον υπολογισμό ποσοτήτων. Έγιναν επιτόπου μετρήσεις ή χρησιμοποιήθηκαν σχέδια. Ακόμη θα μπορούσαν να είχαν εξασφαλιστεί προσφορές από εργολάβους την περίοδο που ετοιμάστηκε το έγγραφο αυτό προκειμένου να ελεγχθεί ή έστω διασταυρωθεί η ορθότητα και πληρότητα των εργασιών καθώς επίσης το ύψος της εκτίμησης που αναγράφονται στο εν λόγω έγγραφο. Ούτε όμως αυτό έγινε. Η ίδια η μάρτυρας παραδέχτηκε στην ένορκη μαρτυρία της ότι το εν λόγω έγγραφο αποτυπώνει το προκαθορισμένο και όχι το ακριβές κόστος. Επομένως η ίδια θέτει υπό αμφιβολία το έγγραφο αναγνωρίζοντας ότι η ορθότητα και η ακρίβεια του εγγράφου δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα.

 

Για μέρος δε του εγγράφου που ετοίμασε το έτος 2014 και αφορά εργασίες πασσαλότοιχου, η ίδια ομολόγησε ότι χρησιμοποίησε τιμές του έτους 2005 που έλαβε από την ιδιωτική εταιρεία Themeliotechniki Eteria (Polis Argyrides) Ltd και εξ όσον γίνεται αντιληπτό ασχολείται με την εκτέλεση τέτοιων εργασιών. Τις δανείστηκε χωρίς να εξηγήσει και να στοιχειοθετήσει ότι όντως οι τιμές του έτους 2005 στις εργασίες που αναφέρει είχαν διατηρηθεί στο ίδιο επίπεδο το έτος 2014 που ετοίμασε το συγκεκριμένο έγγραφο. Αν τώρα κάποιος αναλογιστεί ότι ο ΜΕ2 που ήταν αυτός που έδωσε τις τιμές του έτους 2005 στην ΜΕ1 για να ετοιμάσει το έγγραφο της σε ότι αφορά τις εργασίες πασσαλότοιχου, δεν ήταν σε θέση να σχολιάσει εάν ο βαθμός, η έκταση και το είδος των εργασιών που διαπίστωσε ότι χρειάζονται αλλά και η μέθοδος που προτείνει για την σταθεροποίηση του πρανές και αποκατάσταση της ζημιάς σ’ αυτό του αγροτικού δρόμου στο επίμαχο τεμάχιο καθώς επίσης εάν οι ποσότητες και οι τιμές που εκτίμησε και υπολόγισε ότι χρειάζονταν για την εκτέλεση των εργασιών σταθεροποίησης του πρανές αποκατάστασης της ζημιάς σ’ αυτό του αγροτικού δρόμου στο επίμαχο τεμάχιο είναι οι ίδιες ή παρόμοιες μ’ αυτές που χρειάζονταν το έτος 2014, γίνεται αντιληπτό ότι η ορθότητα και η ακρίβεια της συγκεκριμένης ενέργειας της ΜΕ1 ελέγχονται. Αυτό είναι ένα επιπρόσθετο στοιχείο που αφήνει εκτεθειμένη την ορθότητα και πληρότητα ετοιμασίας του συγκεκριμένου εγγράφου από την ΜΕ1.

 

Κάτω από αυτά τα δεδομένα, το δεύτερο ξεχωριστό και ανεξάρτητο σκέλος της μαρτυρίας της ΜΕ1 που κατατέθηκε υπό τον μανδύα του εμπειρογνώμονα δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό. Το Δικαστήριο δεν αισθάνεται ότι μπορεί να βασιστεί σ’ αυτό για να σχηματίσει τη δική του ανεξάρτητη κρίση και να καταλήξει στα δικά του ευρήματα και συμπεράσματα. Σ’ αυτό περιλαμβάνονται και το κομμάτι της γραπτής δήλωσης της που την περιέχει (Ένδειξη ‘Α’) καθώς επίσης τα Τεκμήρια 16 και 19Α που αποτελούν του μέρους αυτού της μαρτυρίας της.     

 

Ευρήματα:

Έχοντας μελετήσει και αξιολογήσει την μαρτυρία που προσάχθηκε ενώπιον μου, τα τεκμήρια που κατατέθηκαν κατά την εκδίκαση της παρούσας αγωγής και λαμβάνοντας υπόψη μου τα γεγονότα που προκύπτουν να είναι παραδεκτά μέσα από τα δικόγραφα καθώς επίσης σε γεγονότα που είτε αποτελούν κοινό έδαφος των διαδίκων είτε δεν αμφισβητήθηκαν μέσα από την εκδίκαση της αγωγής, καταλήγω στα ευρήματα που αφορούν τα πραγματικά και αληθή ουσιώδη γεγονότα που διαδραματίστηκαν κατά τον ουσιώδη χρόνο.

 

Αναπόσπαστο μέρος των ευρημάτων αποτελούν τα παραδεκτά γεγονότα καθώς και τα γεγονότα εκείνα που είτε αποτελούν κοινό έδαφος των διαδίκων είτε δεν αμφισβητήθηκαν μέσα από την εκδίκαση της παρούσας αγωγής, όπως και αυτά που αντλούνται μέσα από τα έγγραφα των οποίων το περιεχόμενο είναι κοινά παραδεκτό ως ορθό και αληθές. Χωρίς να χρειάζεται να επαναδιατυπωθούν, παραπέμπω σ' αυτά.

 

Περαιτέρω καταλήγω στα πιο κάτω επιπλέον ευρήματα:

 

Ο Εναγόμενος ασχολείται επαγγελματικά με μπανάνες που υπάρχουν στο τεμάχιο του. Μη έχοντας άλλη επιλογή αφού τα νερά πλέον εισέρχονταν στο επίμαχο τεμάχιο του από ψηλά μέσω του πρανές που το είχαν διαβρώσει προκαλώντας σ’ αυτό ρωγμή σε τρεις τόπους και τα οποία ύδατα σκέπαζαν κάθε φορά τα λάστιχα που χρησιμοποιούνταν για την άρδευση των μπανανών, την άνοιξη του έτους 2009 ο Εναγόμενος εκρίζωσε την φυτεία μπανανών που υπήρχε στο επίμαχο τεμάχιο του. Το έπραξε μετά από παρότρυνση του ιδιώτη μελετητή που ανέλαβε την ετοιμασία εγγράφων προσφοράς για την εκτέλεση του συμφωνημένου έργου και του τότε κοινοτάρχη Κισσόνεργας αφού του λέχθηκε με τον τρόπο θα διευκολυνόταν ο εργολάβος στον οποίον θα κατακυρωνόταν η προσφορά για την εκτέλεση του συμφωνημένου έργου.

 

Στο μεταξύ ο Εναγόμενος αρνήθηκε να πληρώσει ποσό που υπερέβαινε τα €100.000 παρόλο ότι είχε δεσμευτεί με τη συμφωνημένη δήλωση ημερ.02.12.08 που έγινε Κανόνας Δικαστηρίου επειδή το κόστος είχε αυξηθεί και υπερβεί το αρχικό εκτιμημένο κόστος της αποδεκτής εισήγησης του ιδιώτη μελετητή ύψους €70.000-€80.000 λόγω συμπερίληψης εργασιών που δεν ήταν μέρος του συμφωνημένου πλαισίου. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα ο ιδιώτης μελετητής να ετοιμάσει τα έγγραφα προσφοράς με βάση το συμφωνημένο πλαίσιο.

 

Οι Εναγόμενοι δεν είχαν τα χρήματα που χρειάζονταν για την κάλυψη του κόστους εκτέλεσης του συμφωνημένου έργου. Γι’ αυτό στη συνεδρία τους ημερ. 05.05.10 αποφάσισαν να ζητήσουν οικονομική βοήθεια. Με επιστολή τους ημερ. 13.05.10 αποτάθηκαν στον Έπαρχο Πάφου ώστε να τους εγκρίνει τη σύναψη δανείου ύψους €100.000. Το αίτημα τους παρέμεινε να εκκρεμεί. Με επιστολή της ημερ. 06.08.12 η Επαρχιακή Διοίκηση Πάφου, χωρίς ακόμη να τοποθετηθεί, υπέβαλε δύο εναλλακτικές εισηγήσεις. Το πρόβλημα εξεύρεσης χρηματοδότησης παρέμεινε. Με επιστολή τους ημερ. 21.09.12 προς τον Έπαρχο Πάφου επισημαίνουν ότι ακόμη προσπαθούν να εξεύρουν το απαιτούμενο κονδύλι που θα καλύψει το κόστος υλοποίησης του έργου.

 

Το πρόβλημα εξακολουθούσε να υφίστατο και αυτό εμπόδιζε την κατακύρωση προσφοράς σε εργολάβο που θα αναλάμβανε την υλοποίηση του έργου. Στο μεταξύ το επίμαχο τεμάχιο παρέμεινε ακαλλιέργητο για 4,5 χρόνια περίπου και γέμισε χόρτα και θάμνους. Η στασιμότητα της κατάστασης οδήγησε τον Εναγόμενο να αποταθεί στον δικηγόρο του, ο οποίος με επιστολή του ημερ. 06.06.13 κάλεσε τους Ενάγοντες να πραγματοποιήσουν τη διαδικασία προκήρυξης και κατακύρωσης προσφοράς υλοποίησης του έργου εντός 6 μηνών. Η εν λόγω επιστολή αποστάλθηκε και οι Ενάγοντες την παρέλαβαν. Όταν παρέλαβαν την εν λόγω επιστολή, οι Ενάγοντες με επιστολή τους ημερ. 11.07.13 ενημέρωσαν τον δικηγόρο του Εναγομένου ότι θα καλούσαν τον Εναγόμενο σε συνεδρία τους για να συζητήσουν το πρόβλημα. Ωστόσο ουδέποτε έγινε κάτι τέτοιο από τους Ενάγοντες. Επειδή δεν υπήρξε διαφοροποίηση της κατάστασης μετά τη λήξη της περιόδου των 6 μηνών, ο Εναγόμενος, δια του συνηγόρου του, με επιστολή ημερ. 07.01.14 προχώρησε σε τερματισμό της συμφωνίας ημερ.02.12.08 που είχε γίνει Κανόνας Δικαστηρίου και της συμπληρωματικής συμφωνίας ημερ. 30.10.10. Η επιστολή αυτή αποστάλθηκε και οι Ενάγοντες την παρέλαβαν.

 

Στη συνεδρία των Εναγόντων ημερ. 25.02.24 τονίστηκε η άσχημη οικονομική κατάσταση τους και με γνώμονα αυτό ο Πρόεδρος τους εισηγήθηκε όπως το έργο εκτελεστεί από την Επαρχιακή Διοίκηση Πάφου σύμφωνα με την μελέτη που εκπόνησε ο ιδιώτης μελετητής και οι Ενάγοντες πληρώνουν ετησίως ποσό €20.000-€30.000 μέχρι εξόφλησης από τα κονδύλια που θα λάμβαναν από το κράτος.

 

Επειδή το πρόβλημα των Εναγόντων εξεύρεσης χρηματοδότησης συνέχιζε να υπάρχει και η κατάσταση είχε παραμείνει αναλλοίωτη χωρίς οποιαδήποτε εξέλιξη και το επίμαχο τεμάχιο παρέμεινε ακαλλιέργητο για 6 χρόνια περίπου γεμάτο χόρτα και θάμνους, τον Απρίλιο του έτους 2014 ο Εναγόμενος ανάθεσε στον ΜΥ1 να προβεί σε καθαρισμό και βαθιά καλλιέργεια του επίμαχου ακινήτου για να φυτεύσει μπανάνες. Ο καθαρισμός περιορίστηκε εντός του τεμαχίου και όχι στο πρανές Ο ΜΥ1 χρησιμοποίησε μηχάνημα με καδένα, δηλαδή ερπυστριοφόρο, που ήταν μοντέλο Caterpillar 977 ώστε να καταστεί δυνατή η εκρίζωση των θάμνων και να γίνει γόνιμο το έδαφος. Το μηχάνημα το μετέφερε ο ΜΥ1 στο επίμαχο τεμάχιο με τη βοήθεια μηχανοκίνητου οχήματος πλατφόρμας.

 

Στις 19.04.14 υπεβλήθηκε καταγγελία στην Αστυνομία και ακολούθως στους Ενάγοντες εναντίον του Εναγόμενου με επιστολή ημερ. 20.05.14 από ιδιοκτήτη γειτονικού τεμαχίου. Η καταγγελία αφορούσε ισχυρισμό ότι ο Εναγόμενος προβαίνει σε εκσκαφή και εργασίες λατόμησης στο τεμάχιο του χωρίς οποιαδήποτε άδεια. Στις 19.05.14 μετέβηκαν στο επίμαχο τεμάχιο ο Πρόεδρος των Εναγόντων, η ΜΕ1, ο Εναγόμενος και ο ΜΥ2 όπου εντόπισαν τον ΜΥ1 να εργάζεται με το μηχάνημα. Οι εργασίες σταμάτησαν μέχρι να ερχόταν στο μέρος λειτουργός της Υπηρεσίας Μεταλλείων. Αυτό έγινε στις 09.05.14. Παράλληλα ο λειτουργός προέβηκε σε γραπτή κατάθεση στην αστυνομία. Η αστυνομία έκρινε ότι στο επίμαχο τεμάχιο δεν υπήρξε παράνομη εκτέλεση εργασιών λατόμησης και γι’ αυτό δεν ασκήθηκε οποιαδήποτε ποινική δίωξη εις βάρος του Εναγομένου.          

 

 Έχοντας εκθέσει τα ευρήματα, θα ασχοληθώ με την εξέταση της προδικαστικής ένστασης του Εναγομένου.

 

Προδικαστική Ένσταση του Εναγομένου:

Μέσα από την §1 της υπεράσπισης του ο Εναγόμενος ισχυρίζεται την ύπαρξη δεδικασμένου επί των επιδίκων ζητημάτων της παρούσας αγωγής και των θεραπειών που αξιώνονται με αποτέλεσμα οι Ενάγοντες να κωλύονται στην προώθηση της επειδή τα ίδια θέματα είχαν εγερθεί στην Αγωγή Αρ. 766/04 του Ε.Δ. Πάφου μεταξύ των ιδίων διαδίκων, η οποία είχε αποσυρθεί ανεπιφύλακτα ως διευθετηθείσα στις 02.12.08.

 

Εκ της φύσεως του το ζήτημα αυτό επηρεάζει την πορεία εκδίκασης της ουσίας της αγωγής. Ήταν ευθύνη του Εναγομένου που είναι ο διάδικος που επικαλείται την αρχή του δεδικασμένου να προβεί σε όλα τα δέοντα δικονομικά διαβήματα ώστε το συγκεκριμένο θέμα να τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου για να εξεταστεί προδικαστικά. Από τη στιγμή που δεν έγινε κάτι τέτοιο, η εξέταση του αναπόφευκτα γίνεται στα πλαίσια της ουσίας της υπόθεσης και με βάση την υπάρχουσα μαρτυρία που αξιολογείται.

 

Η δικογραφία της παρούσας αγωγής καθιστά το εν λόγω ζήτημα επίδικο και ως τέτοιο θα εξεταστεί με βάση το μαρτυρικό υλικό που έχει προσαχθεί και τελικά θα κριθεί. Είναι αναγνωρισμένο μέσα από την νομολογία ότι τα δικόγραφα καθορίζουν τα επίδικα ζητήματα της υπόθεσης και το Δικαστήριο περιορίζεται στην εξέταση τέτοιων μόνο θεμάτων όπως αυτά προσδιορίζονται από τη δικογραφία (Inter Global (Financial Services) Ltd v. Πεππή και άλλου (2005) 1Α Α.Α.Δ. 213).

 

Η επιλογή του Εναγομένου να εξεταστεί το ζήτημα αυτό κατά την ακρόαση της ουσίας της αγωγής, όπως αυτή καταδεικνύεται μέσα από τη συμπεριφορά που εκδήλωσε, κατέστησε την προδικαστική ένσταση άνευ αντικειμένου και ως εκ τούτου απορρίπτεται.

 

Εξέταση επιδίκων θεμάτων – Νομική Πτυχή – Συμπεράσματα:

Θα παραθέσω τώρα τα συμπεράσματα τα οποία εξάγονται κατόπιν εξέτασης των επιδίκων ζητημάτων της αγωγής. Εκεί και όπου κρίνεται αναγκαίο θα γίνεται αναφορά της νομικής πτυχής που διέπει το συγκεκριμένο θέμα.

 

Ο ισχυρισμός του Εναγομένου ότι ισχύει η αρχή του δεδικασμένου

Είναι αυτονόητο ότι το εν λόγω επίδικο ζήτημα θα πρέπει να εξεταστεί πρώτο και κατά προτεραιότητα των άλλων θεμάτων. Γι’ αυτό και προχωρώ ευθύς στην εξέταση του. 

 

Η αρχή του δεδικασμένου (Res Judicata) εφαρμόζεται σε κάθε δικαστική διαδικασία (Πιριπίτση v. Κωνσταντίνου κ.α. Έφεση Αρ.: Ε61/2018 ημερ. 09.02.24). Το δεδικασμένο θεμελιώνεται στην αρχή της τελεσιδικίας και στοχεύει να προστατεύσει ένα διάδικο από την ανάγκη να υποχρεωθεί να υπερασπίσει τον εαυτό του δύο φορές (Χρήστος Χατζηγεωργίου & Υιοί Λίμιτεδ v. Παπασάββα Πολιτική Έφεση Αρ. Ε83/2019 ημερ. 14.01.25). Όταν αυτό ισχύει δημιουργείται κώλυμα σε διάδικο να προβεί σε κάποιο νομικό διάβημα. Για παράδειγμα μπορεί να δημιουργηθεί κώλυμα σε ένα διάδικο να καταχωρήσει και να προωθήσει για εκδίκαση μία αγωγή λόγω ύπαρξης άλλης δικαστικής απόφασης που εκδόθηκε σε προγενέστερη αγωγή. Δηλαδή όταν ένα επίδικο γεγονός αποφασιστεί σε δίκη μεταξύ των ίδιων διαδίκων και το ίδιο γεγονός επανεμφανιστεί σε μεταγενέστερη δίκη μεταξύ των ίδιων διαδίκων, εγείρεται θέμα δεδικασμένου. Η σχετική αρχή δεν εφαρμόζεται μόνο σε ζητήματα που έχουν εξεταστεί στην πρώτη διαδικασία αλλά επεκτείνεται και σε ζητήματα που θα μπορούσαν να είχαν εγερθεί στην πρώτη διαδικασία (Χωματένου v. Σταυρινού (2015) 1 Α.Α.Δ. 2825). Όπως αποφασίστηκε στην υπόθεση KSR Comercio S.A V Blue Coral Navigation Ltd (1995) 1 Α.Α.Δ. 309:

«...Η μόρφωση και έκφρασης γνώμης από το δικαστήριο με τρόπο καθοριστικό επί νομικού ή πραγματικού αιτήματος και η ενασχόληση του με την ουσία του επίδικου θέματος, αποτελεί τη βάση για την εφαρμογή του δόγματος res judicada».

 

Στην υπόθεση Γαβριήλ v. Αγαπίου (1998) 1 Α.Α.Δ. 1868 λέχθηκε ότι η απόρριψη της αγωγής μετά την απόσυρσή της επιφέρει τη λύση της διαφοράς και καθιστά το αγώγιμο δικαίωμα θέμα δεδικασμένο. Σχετική είναι η Δ.15 Θ.1 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας που ίσχυαν πριν από την 01.09.23 που είναι το δικονομικό καθεστώς που διέπει την εκδίκαση της παρούσας αγωγής, στις πρόνοιες της οποίας παραπέμπω.

 

Οι προϋποθέσεις δημιουργίας του δεδικασμένου εκτίθενται στην Μιχαήλ v. Σκουτέλλα (2008) 1 Α.Α.Δ. 1125 και είναι τα εξής:

(α)       η προηγούμενη απόφαση να είναι τελεσίδικη,

(β)       να υπάρχει ταύτιση των διαδίκων,

(γ)        να υπάρχει ταύτιση της ιδιότητας των διαδίκων και

(δ)        να υπάρχει ταύτιση των επιδίκων θεμάτων στις δύο αγωγές.

 

Οι πιο πάνω προϋποθέσεις πρέπει να συντρέχουν. Προς περαιτέρω ενίσχυση παραπέμπω στην πολύ πρόσφατη απόφαση Αργυρού v. Ιανακίεβα Πολιτική Έφεση Αρ. Ε47/21 ημερ. 21.03.25.

 

Στην προκειμένη περίπτωση εγείρεται ισχυρισμός για ύπαρξη προγενέστερης αγωγής η οποία αποσύρθηκε ανεπιφύλακτα με αποτέλεσμα να υπάρχει κώλυμα για προώθηση της παρούσας υπόθεσης. Πράγματι στο παρελθόν καταχωρίστηκε η Αγωγή Αρ. 766/04 στο Ε.Δ. Πάφου. Διάδικοι στην αγωγή εκείνη είναι ακριβώς οι ίδιοι διάδικοι στην παρούσα υπόθεση. Επομένως μεταξύ των δύο αγωγών υπάρχει ταύτιση διαδίκων. Την ίδια στιγμή παρατηρώ ότι υπάρχει ταύτιση της ιδιότητας των διαδίκων αφού οι Ενάγοντες και ο Εναγόμενος στην Αγωγή Αρ. 766/04 είναι ομοίως Ενάγοντες και Εναγόμενος στην παρούσα υπόθεση.

 

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η απόφαση του Δικαστηρίου στην Αγωγή Αρ. 766/04 ήταν εκ συμφώνου να αποσυρθεί η υπόθεση εκείνη ως διευθετηθείσα. Την ίδια στιγμή αποφασίστηκε ότι τα ζητήματα που έχουν συμφωνηθεί από τους διαδίκους γίνονται Κανόνας Δικαστηρίου. Η απόφαση αυτή έχει τη μορφή της τελεσιδικίας. Εν πάση περιπτώσει, οι πρόνοιες της Δ.15 Θ.1 κατά τρόπο σαφή υποδεικνύουν ότι η «απόσυρση ανάλογα με την περίπτωση δεν θα είναι υπεράσπιση για οιανδήποτε άλλη υποκατάστατη αγωγή που θα κινηθεί».

 

Εξετάζοντας τις υπόλοιπες προϋποθέσεις διαπιστώνω ότι μεταξύ των δύο υποθέσεων δεν υπάρχει ταύτιση των επιδίκων θεμάτων. Μπορεί η κύρια νομική βάση της αμέλειας και της παράβασης νομοθετικών καθηκόντων να δικογραφείται και στις δύο υποθέσεις, ωστόσο το αγώγιμο δικαίωμα εδραζόταν σε κατ’ ισχυρισμό αμελείς πράξεις και/ή παραλείψεις που αποδίδονταν στον Εναγόμενο και αφορούσαν την περίοδο 1982 έως και 1985 και/ή προηγουμένως, εν πάση περιπτώσει σε χρόνο πριν από την καταχώρηση της εν λόγω αγωγής το έτος 2004. Αντίθετα το αγώγιμο δικαίωμα των Εναγόντων στην παρούσα αγωγή βασίζεται σε κατ’ ισχυρισμό αμελείς πράξεις και/ή παραλείψεις και/ή παράβαση νομοθετικών καθηκόντων που καταλογίζονται στον Εναγόμενο και αφορούν την περίοδο αμέσως μετά που η συμφωνία των διαδίκων κατέστη Κανόνας Δικαστηρίου στις 02.12.08 και μέχρι τον Απρίλιο 2014 που υπεβλήθηκε καταγγελία εναντίον του Εναγομένου, σε κάθε περίπτωση μέχρι τις 07.08.14 που η αγωγή αυτή έχει καταχωριστεί. Με λίγα λόγια μπορεί στις δύο αγωγές να καταλογίζεται στον Εναγόμενο ότι προέβηκε στο ίδιο είδος και φύση κατ’ ισχυρισμό ενεργειών και/ή παραλείψεων συνεπεία των οποίων οι Ενάγοντες επικαλούνται ότι ο αγροτικός δρόμος δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί και/ή κατέστη επικίνδυνος για χρήση από το κοινό με αποτέλεσμα να υποστούν ζημιές, εντούτοις οι δικογραφημένες αναφορές σε ότι αφορά το πότε χρονικά συνέβησαν τα επικαλούμενα γεγονότα μέσα από τα οποία προκύπτουν τα επίδικα θέματα διαφέρουν μεταξύ των δύο υποθέσεων. Πρόκειται για διαφορετικές και ανεξάρτητες χρονικές περιόδους με διαφορετικά γεγονότα και διαφορετικά επίδικα ζητήματα.

 

Σε σχέση με τις νομικές βάσεις της παράνομης επέμβασης σε δημόσια περιουσία, της πρόκλησης οχληρίας αλλά και του αξιώματος Res ipsa loquitur, τα οποία φαίνεται να δικογραφούνται και στις δύο αγωγές, ισχύουν ακριβώς τα όσα έχω πει προηγουμένως. Δηλαδή αμφότερες υποθέσεις περιλαμβάνουν αναφορές που όμως παραπέμπουν σε διαφορετικές και ανεξάρτητες χρονικές περιόδους μέσα από διαφορετικά επικαλούμενα γεγονότα που παραπέμπουν σε διαφορετικές κατ’ ισχυρισμό πράξεις και διαφορετικά επίδικα θέματα, όπως αυτά έχουν εξηγηθεί πιο πάνω.

         

Προς ενίσχυση της κατάληξης αναφέρω συμπληρωματικά ότι μέσα από την εκδίκαση της παρούσας αγωγής έχει διασαφηνιστεί και διευκρινιστεί ότι οι επικαλούμενες αμελείς ενέργειες και/ή παραλείψεις και η παράβαση νομοθετικών καθηκόντων και γενικότερα όλες οι προβαλλόμενες αναφορές που σχετίζονται με τις δικογραφημένες βάσεις αγωγής είναι διαφορετικές, ξεχωριστές και παραπέμπουν σε χρόνο μετά τις 02.12.08. Ενδεικτικά αναφέρω μία περίπτωση κατά την ακρόαση της παρούσας αγωγής στην οποίες θεμελιώνεται το πιο πάνω σκεπτικό:

 

Πρακτικό ημερ. 06.03.24 σελίδα 3

«E.       Το 2005 όταν επισκεφτήκατε τον δρόμο, μπορείτε να μας πείτε την κατάσταση του;

 

κος Λ. Χ’’ Νεοφύτου: Ένσταση, με δήλωση των διαδίκων έχει ξεκαθαρίσει ότι τα επίδικα θέματα είναι από το 2008 και μεταγενέστερα και όλες οι διαφορές είναι μεταγενέστερα. Έχει καθοριστεί με τον κανόνα του Δικαστηρίου, θεωρώ ότι είναι άσχετη η ερώτηση με τα επίδικα θέματα.

 

κα Χ. Φιλίππου: Η ερώτηση δεν είναι για να αποδείξει τη ζημιά του 2005, είναι για να φανεί η έκταση της ζημιάς μετά από τον κανόνα του Δικαστηρίου από το 2014, μέχρι σήμερα.»

 

Περαιτέρω στην παρούσα υπόθεση προβάλλεται η επιπρόσθετη βάση αγωγής της παράβασης της συμφωνίας που έγινε Κανόνας Δικαστηρίου ημερ. 02.12.08 και της συμπληρωματικής συμφωνίας ημερ. 30.10.10 που οι Ενάγοντες αποδίδουν σε υπαιτιότητα του Εναγομένου και που, σύμφωνα με τους ιδίους, οδήγησε στη ματαίωση τους. Δεν θα μπορούσε η συγκεκριμένη βάση αγωγής να είχε δικογραφηθεί στην προγενέστερη αγωγή επειδή η συνομολόγηση της αρχικής συμφωνίας έγινε μεταγενέστερα και αποτέλεσε η αιτία για να αποσυρθεί η πρώτη υπόθεση, γεγονός που είναι παραδεκτό από τους διαδίκους. Η δε συμπληρωματική συμφωνία συνομολογήθηκε σε χρόνο μετά την απόσυρση της προγενέστερης αγωγής, γεγονός που αποτελεί κοινό έδαφος των διαδίκων και ως εκ τούτου ούτε αυτή θα μπορούσε να είχε προβληθεί στην προγενέστερη συμφωνία.     

 

Από τα πιο πάνω προκύπτει ότι δεν συντρέχουν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις που θα δικαιολογούσε την ενεργοποίηση της αρχής του δεδικασμένου. Ειδικότερα δεν υπάρχει ταύτιση των επιδίκων θεμάτων στις δύο αγωγές. Υπό τις περιστάσεις, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι δεν τίθεται θέμα δεδικασμένου ώστε οι Ενάγοντες να κωλύονται στην προώθηση και εκδίκαση της παρούσας αγωγής.

 

 

 

Η θέση των Εναγόντων για παράβαση συμφωνιών από τον Εναγόμενο

Μία από τις νομικές βάσεις των Εναγόντων που προβάλλεται είναι η παράβαση συμφωνίας που κατέστη Κανόνας Δικαστηρίου στις 02.12.08 αλλά και της συμπληρωματικής συμφωνίας ημερ. 30.10.10.

 

Οι Ενάγοντες ισχυρίζονται ότι ο Εναγόμενος αρνήθηκε να επωμιστεί το επιπλέον κόστος που του αναλογούσε παρόλο ότι είχε δεσμευτεί. Σύμφωνα με τους Ενάγοντες, η άρνηση αυτή συνιστά παράβαση της συμφωνίας που κατέστη Κανόνας Δικαστηρίου στις 02.12.08. Μάλιστα στην εναρκτήρια αγόρευση της η ευπαίδευτη συνήγορος ευσεβάστως εισηγήθηκε ότι ως αποτέλεσμα της πιο πάνω άρνησης του Εναγομένου ο αγροτικός δρόμος δεν επιδιορθώθηκε και καταστράφηκε.

 

Θα πρέπει να λεχθεί ότι η πιο πάνω τοποθέτηση της συνηγόρου αποτελεί συμπληρωματικό ισχυρισμό των Εναγόντων αφού δεν περιλαμβάνεται στα δικόγραφα. Παρόλο ότι δεν δικογραφείται από μέρους των Εναγόντων σύνδεση της επικαλούμενης παράβασης της συμφωνίας με την ζημιά που ισχυρίζονται ότι υπέστηκαν μέσω σαφούς και ξεχωριστού ισχυρισμού, θα θεωρήσω ως επίδικο ζήτημα που χρήζει εξέτασης την επικαλούμενη παράβαση συμφωνίας που αποδίδεται σε υπαιτιότητα του Εναγομένου.

 

Πράγματι με βάση την συμφωνία που έγινε Κανόνας Δικαστηρίου στις 02.12.08, σε περίπτωση που το κόστος και τα έξοδα του έργου ξεπερνούσαν τα €100.000 συμπεριλαμβανομένου Φ.Π.Α., ο Εναγόμενος θα επιβαρυνόταν αυτά τα επιπρόσθετα έξοδα. Αυτό αποτελεί παραδεκτό γεγονός. Επίσης από το ενώπιον μου μαρτυρικό υλικό προκύπτει ότι όταν ετοιμάστηκαν έγγραφα προσφοράς το κόστος είχε υπερβεί τα €100.000. Ο Εναγόμενος κλήθηκε να καταβάλει τη διαφορά και αρνήθηκε. Ωστόσο εκείνο που διαπιστώνω και αποτελεί παραδεκτό γεγονός είναι ότι όταν ζητήθηκε από τον Εναγόμενο να τηρήσει τη δέσμευση του είχε διαπιστωθεί ότι στους όρους προσφοράς περιλήφθηκαν εργασίες που δεν προνοούνταν στη συμφωνία. Οι εργασίες που δεν προνοούνταν αποτελούν μέρος των παραδεκτών γεγονότων. Μάλιστα η δικηγόρος των Εναγόντων με επιστολή της ημερ. 12.10.09 (Τεκμήριο 20) έγειρε το ζήτημα στον ιδιώτη μελετητή που ετοίμασε τα έγγραφα προσφοράς υπό τη μορφή παραπόνου. Άξιο αναφοράς είναι και η θέση των Εναγόντων όπου διαφωνεί με την πληρωμή του επιπρόσθετου κόστους που προέκυψε. Από το Τεκμήριο 20 (σελίδα 2, §1) καταγράφω αυτούσια την διατυπωθείσα αρνητική θέση των Εναγόντων στο θέμα αυτό που γνωστοποιήθηκε στον ιδιώτη μελετητή:

«Το Κοινοτικό Συμβούλιο Κισσόνεργας δεν συμφωνεί στην πληρωμή του επιπλέον αυτού ποσού …».

 

Επομένως προκύπτει ότι εργασίες που δεν προνοούνταν στη συμφωνία αλλά είχαν συμπεριληφθεί στα έγγραφα προσφοράς, αύξησαν το κόστος του έργου σε πέραν των €100.000. Ο Εναγόμενος, στο μέρος της μαρτυρίας του που έγινε αποδεκτό, αρνήθηκε να πληρώσει ακριβώς επειδή υπήρχαν εργασίες που δεν ενέπιπταν στο συμφωνημένο πλαίσιο. Θεωρώ ότι ο Εναγόμενος δικαιολογημένα δεν προχώρησε σε τέτοια πληρωμή. Την ορθότητα της μη πληρωμής αναγνώρισε ακόμη και η ΜΕ1 μέσα από την μαρτυρία της, το κομμάτι της οποίας που το περιλαμβάνει έγινε αποδεκτό από το Δικαστήριο για τους λόγους που έχουν εξηγηθεί. Είναι γι’ αυτό που ακολούθως ο ιδιώτης μελετητής συμμορφώθηκε με τις υποδείξεις που του έγιναν και ετοίμασε τροποποιημένα έγγραφα προσφοράς στη βάση των συμφωνημένου πλαισίου, πράγμα που επίσης είναι παραδεκτό γεγονός. Με γνώμονα τις πιο πάνω παραμέτρους, μου προκαλεί εντύπωση γιατί ενώ τη θέση του Εναγομένου να μην πληρώσει οι Ενάγοντες ασπάζονται μέσω του Τεκμηρίου 20 αλλά και με μαρτυρία της ΜΕ1, οι ίδιοι (δηλαδή οι Ενάγοντες) προώθησαν μέχρι το τέλος ως επίδικο θέμα την άρνηση του Εναγομένου να μην πληρώσει τη στιγμή που θα εκτελούνταν εργασίες που δεν είχαν συμφωνηθεί.

 

Συνεπώς καταλήγω στο συμπέρασμα ότι η άρνηση του Εναγομένου να μην πληρώσει το επιπρόσθετο κόστος στο οποίο υπήρχαν εργασίες που δεν ανήκαν στο πλαίσιο της συμφωνίας που έγινε Κανόνας Δικαστηρίου στις 02.12.08 δεν συνιστά παράβαση της συμφωνίας αυτής, όπως λανθασμένα επικαλέστηκαν οι Ενάγοντες.

 

Περαιτέρω οι Ενάγοντες ισχυρίζονται ότι ο Εναγόμενος παραβίασε τη συμφωνία που κατέστη Κανόνας Δικαστηρίου στις 02.12.08 αλλά και της συμπληρωματικής συμφωνίας ημερ. 30.10.10 αποδίδοντας γι’ αυτό την εκτέλεση εργασιών λατόμησης, εκσκαφών, χωματουργικών εργασιών, καθαρισμό και ξύσιμο του πρανούς εντός του ακινήτου και/ή του αγροτικού δρόμου χωρίς την εξασφάλιση σχετικής άδειας από τις αρμόδιες αρχές. Από το ενώπιον μου μαρτυρικό υλικό δεν προκύπτει κάτι τέτοιο. Σε αντίθεση με τις αναφορές των Εναγόντων, δεν έχει τεκμηριωθεί με αποδεκτή και πειστική μαρτυρία ότι ο Εναγόμενος προέβηκε σε οποιαδήποτε από τις ενέργειες που του καταλογίζουν. Για τους λόγους που έχουν εξηγηθεί το κομμάτι της μαρτυρίας της ΜΕ1 στο συγκεκριμένο θέμα δεν έγινε αποδεκτό. Η δε μαρτυρία του ΜΕ2 σχολιάστηκε και κρίθηκε ότι δεν πρόσφερε οτιδήποτε στην εξέταση των επιδίκων θεμάτων, περιλαμβανομένου του συγκεκριμένου ζητήματος.

 

Κατά συνέπεια, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι ο Εναγόμενος δεν ευθύνεται για παραβίαση οποιουδήποτε όρου είτε της συμφωνίας που κατέστη Κανόνας Δικαστηρίου στις 02.12.08 είτε της συμπληρωματικής συμφωνίας ημερ. 30.10.10. Ουδεμία αποδεκτή μαρτυρία υπάρχει ενώπιον μου που αποδεικνύει ότι ο Εναγόμενος προέβηκε σε οποιαδήποτε ενέργεια ή ότι παρέλειψε να προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια που συμβατικά όφειλε να πράξει, ώστε να θεμελιώνεται παράβαση οποιασδήποτε από τις δύο πιο πάνω συμφωνίες εξ’ υπαιτιότητας του Εναγομένου.  

 

Νομιμότητα και εγκυρότητα τερματισμού των συμφωνιών

Ένα άλλο επίδικο ζήτημα που το Δικαστήριο καλείται να εξετάσει είναι η νομιμότητα και εγκυρότητα τερματισμού της συμφωνίας που κατέστη Κανόνας Δικαστηρίου στις 02.12.08 αλλά και της συμπληρωματικής συμφωνίας ημερ. 30.10.10. Οι Ενάγοντες θεωρούν ότι ο τερματισμός των εν λόγω συμφωνιών είναι παράνομος και άκυρος.

 

Στα πλαίσια των ευρημάτων του το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι από τις 02.12.08 μέχρι την ημερομηνία τερματισμού των συμφωνιών, ο Ενάγοντας δεν προέβηκε σε οποιαδήποτε πράξη που να συνιστά παραβίαση οποιουδήποτε όρου τους. Του ζητήθηκε να υπογράψει τη συμπληρωματική συμφωνία και ο Εναγόμενος το έπραξε. Του ζητήθηκε να δεσμευτεί ότι θα πλήρωνε το ποσό που τυχόν υπερέβαινε τα €100.000 σε σχέση με την υλοποίηση του έργου και ο Εναγόμενος το έπραξε. Του ζητήθηκε να δώσει διάφορες συγκαταθέσεις και ο Εναγόμενος το έπραξε. Του ζητήθηκε να μην απαιτήσει χρηματικό αντάλλαγμα για συγκαταθέσεις που έδωσε και ο Εναγόμενος το έπραξε. Του ζητήθηκε να δεσμευτεί ότι θα υπογράψει οποιονδήποτε αναγκαίο έγγραφο και ο Εναγόμενος το έπραξε. Του ζητήθηκε να υπογράψει πληρεξούσιο έγγραφο διορίζοντας ως πληρεξούσιο αντιπρόσωπο του τους Ενάγοντες και ο Εναγόμενος το έπραξε. Του ζητήθηκε να διευκολύνει τη διαδικασία αναλαμβάνοντας το κόστος καθαρισμού του τεμαχίου του ξεριζώνοντας υφιστάμενη φυτεία μπανανών και ο Εναγόμενος το έπραξε.

Από εκεί και πέρα, αποτελούσε συμβατική ευθύνη των Εναγόντων να εξασφαλίσουν χρηματοδότηση για την κάλυψη του κόστους του συμφωνημένου έργου μέχρι ποσού €100.000. Εκείνο όμως που διαπιστώνεται και αποτελεί εύρημα του Δικαστηρίου είναι ότι από τις 02.12.08 μέχρι τις 06.06.13 οι Ενάγοντες δεν κατάφεραν να εξασφαλίσουν χρήματα για την κάλυψη του κόστους του έργου. Δηλαδή παρήλθαν 4,5 έτη χωρίς να υπάρξει εξέλιξη στο καίριο αυτό ζήτημα. Η στασιμότητα του θέματος αυτού εμπόδιζε τη διαδικασία κατακύρωσης προσφοράς σε εργολάβο. Αν υπήρχε πρόοδος οι Ενάγοντες θα ενημέρωναν τον Ενάγοντα. Ο Ενάγοντας δεν είχε τέτοια πληροφόρηση. Παράλληλα το επίμαχο τεμάχιο γέμισε θάμνους και χόρτα. Καθ’ όλη αυτή τη διάρκεια το εν λόγω τεμάχιο παρέμενε ανεκμετάλλευτο. Η κατάσταση ήταν αβέβαιη όχι μόνο ως προς το πότε οι Ενάγοντες θα λάμβαναν χρηματοδότηση, όχι ως προς το ποια μορφή αυτή θα είχε αλλά και ως προς τελικά αν θα λάμβαναν τέτοια χρηματοδότηση. Σε τελευταία ανάλυση αυτό αποτελούσε ουσιώδης παράβαση των συμφωνιών από τους Ενάγοντες.

 

Λογικά και δικαιολογημένα ο Εναγόμενος αποτάθηκε στον δικηγόρο του. Με την επιστολή που αποστάλθηκε στις 06.06.13, ο χρόνος της σύμβασης κατέστη ουσιώδης (Παπαργυρού v. Μιχαηλίδης Πολιτική Έφεση Αρ. 215/2010 ημερ. 27.09.16). Ο χρόνος των 6 μηνών που δόθηκε είναι, υπό τις περιστάσεις, εύλογος. Πρόθεση των διαδίκων μέσα από τις συμφωνίες δεν ήταν το τεμάχιο να παραμείνει ανεκμετάλλευτο σε βάθος χρόνου. Πρόθεση των διαδίκων μέσα από τις συμφωνίες δεν ήταν ο χρόνος εντός του οποίου το έργο θα εκτελείτο να ήταν αόριστος. Πρόθεση των διαδίκων μέσα από τις συμφωνίες δεν ήταν η διαδικασία κατακύρωσης προσφοράς σε εργολάβο να γινόταν μακροπρόθεσμα. Σαφώς προκύπτει να ήταν πρόθεση των διαδίκων ότι η διαδικασία κατακύρωσης προσφοράς σε εργολάβο θα γινόταν αμέσως μετά την ετοιμασία των εγγράφων προσφοράς. Τα έγγραφα προσφοράς ήταν έτοιμα αλλά η διαδικασία κατακύρωσης προσφοράς σε εργολάβο καθυστερούσε ένεκα της αδυναμίας εξασφάλισης χρηματοδότησης από τους Ενάγοντες. Ένεκα της στασιμότητας του ζητήματος εξασφάλισης χρηματοδότησης για την κάλυψη του κόστους του έργου υπό οποιαδήποτε μορφή, η κατάσταση υλοποίησης του έργου φάνταζε αβέβαιη για τον Εναγόμενο. Να σημειωθεί ότι αποτελεί εύρημα του Δικαστηρίου ότι η εν λόγω επιστολή αποστάλθηκε στους Ενάγοντες, οι οποίοι την παρέλαβαν.

 

Η δεύτερη επιστολή ημερ. 07.01.14 με την οποίαν τερματίστηκαν οι συμφωνίες αποστάληκε μετά τη λήξη της καθορισμένη χρονικής προθεσμίας των 6 μηνών που δόθηκε και εφόσον ουδεμία εξέλιξη υπήρξε. Επίσης αποτελεί εύρημα του Δικαστηρίου ότι και η δεύτερη επιστολή αποστάλθηκε στους Ενάγοντες, οι οποίοι την παρέλαβαν.

 

Υπό τις περιστάσεις, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι ο Εναγόμενος λογικά και δικαιολογημένα προχώρησε σε τερματισμό των συμφωνιών. Κανένα ζήτημα παρανομίας και ακυρότητας του τερματισμού της ισχύ τους υφίσταται. Αμφότερες συμφωνίες έχουν νόμιμα και έγκυρα τερματιστεί.

 

Δεν διαφεύγει της προσοχής μου η θέση των Εναγόντων ότι η Επαρχιακή Διοίκηση Πάφου τον Μάρτιο 2014 αποφάσισε να υλοποιήσει το έργο και οι Ενάγοντες να της πληρώνουν κάποιο ποσό ετησίως μέχρι εξόφλησης. Ωστόσο είναι μία θέση που στερείται αξίας. Ακόμη και να ευσταθούσε φαίνεται ότι προέκυψε μετά το χρόνο τερματισμού των συμφωνιών, οπότε δεν εξυπηρετεί σε οτιδήποτε. Πέραν και ανεξαρτήτως όμως αυτού, είναι μία θέση που στερείται πειστικότητας. Αν υπήρχε τέτοια ειλημμένη απόφαση την περίοδο που οι Ενάγοντες επικαλούνται, θα υπήρχε σχετική επιστολή της Επαρχιακής Διοίκησης Πάφου με αποδέκτες τους Ενάγοντες καθώς επίσης αντίστοιχη σχετική επιστολή των Εναγόντων με αποδέκτη τον Εναγόμενο.

 

Λυπούμαι να παρατηρήσω ότι αν οι Ενάγοντες καλούσαν τον Εναγόμενος ε συνεδρία τους και συζητούσαν το πρόβλημα ως του είχαν γραπτώς υποσχεθεί (Τεκμήριο 21), αν επίσης οι Ενάγοντες ενεργούσαν με περισσότερη ταχύτητα και ήταν πιο πιεστικοί και επίμονοι στα αιτήματα τους και η Επαρχιακή Διοίκηση Πάφου χειριζόταν το ζήτημα περισσότερο υπεύθυνα και με τον απαιτούμενο ζήλο, ενδεχομένως οι συμφωνίες να μην είχαν τερματιστεί και οι ζημιές στον αγροτικό δρόμο να είχαν αποκατασταθεί. Δεν αποκλείεται ο αγροτικός δρόμος να μπορούσε να τεθεί ξανά σε κυκλοφορία και να χρησιμοποιηθεί εκ νέου με ασφάλεια από το κοινό.

 

Επειδή δεν υπάρχει ανταπαίτηση από τον Εναγόμενο, το θέμα τελειώνει εδώ.

 

 

 

Ισχυρισμός Εναγόντων για αμέλεια από τον Εναγόμενο

Οι αρχές της αμέλειας έχουν κωδικοποιηθεί μέσα από τον Περί Αστικών Αδικημάτων Νόμο (Κεφ. 148) μετά των συναφών τροποποιήσεων. Συγκεκριμένα, το άρθρο 51 καθορίζει την αμέλεια ως την τέλεση πράξης την οποίαν υπό τις περιστάσεις δεν θα τελούσε λογικό σωστό πρόσωπο ή την παράλειψη τέλεσης πράξης την οποίαν τέτοιο πρόσωπο θα τελούσε. Αμέλεια ακόμη μπορεί να είναι η παράλειψη καταβολής τέτοιας δεξιότητας ή επιμέλειας για την άσκηση επαγγέλματος, επιτηδεύματος ή ασχολίας όπως ένα λογικό συνετό πρόσωπο που έχει τα προσόντα για την άσκηση του επαγγέλματος αυτού, επιτηδεύματος ή ασχολίας θα κατέβαλλε υπό τις περιστάσεις. Άξιο αναφοράς στην δική μας περίπτωση είναι τα εδάφια (1) και (2)(β) του άρθρου 51 του Κεφ. 148.

 

Τα συστατικά στοιχεία που πρέπει να αποδειχθούν σε κάθε αγωγή αμέλειας είναι η ύπαρξη καθήκοντος επιμέλειας, η έλλειψη της προσήκουσας προσοχής (δηλαδή η τέλεση αμελούς πράξης ή παράλειψης) από μέρους ενός μέσου συνετού ανθρώπου, η πρόκληση ζημιάς ως αποτέλεσμα της τέλεσης αμελούς πράξης ή παράλειψης (αιτιώδης συνάφεια) και η δυνατότητα πρόβλεψης ότι η τέλεση της εν λόγω πράξης ή παράλειψης μπορεί να προκαλέσει το συγκεκριμένο ζημιογόνο αποτέλεσμα (Στρατμάρκο Λτδ v. Μιχαήλ (1989) 1 C.L.R. 453). Σχετικές λεπτομέρειες παρέχονται στο Κυπριακό Νομικό Σύγγραμμα Αρτέμη και Ερωτοκρίτου Κεφάλαιο 148: Αστικά Αδικήματα-Δίκαιο και Αποφάσεις,  Τόμος 2, σελ. 103-104, στο οποίο και παραπέμπω.

 

Γενικά το θέμα της αμέλειας είναι ζήτημα γεγονότων και αποφασίζεται με βάση τις συνθήκες και τις περιστάσεις της κάθε υπόθεσης (Patsalides v. Yiapani (1969) 1 C.L.R. 84). Η έννοια της αμέλειας ως πραγματικού γεγονότος συνίσταται στην παράλειψη επίδειξης εύλογης προσοχής κάτω από τις συγκεκριμένες περιστάσεις της κάθε υπόθεσης. Το ζήτημα αυτό συνοψίζεται στην Φοινικαρίδης v Γεωργίου κ.α. (1991) 1 Α.Α.Δ. 475 ως εξής:

“Αυτό κατά εναρμονισμό προς το θεμελιωμένο ότι η αμέλεια ως πραγματικό γεγονός συνίσταται στην παράλειψη επίδειξης εύλογης προσοχής κάτω από τις συγκεκριμένες περιστάσεις της κάθε υπόθεσης. Συναφώς θα υπενθυμίζαμε πως γενικά, εφόσον η πιθανότητα δημιουργίας κινδύνου είναι εύλογα εμφανής, η παράλειψη λήψης μέτρων προφύλαξης συνιστά αμέλεια (Elpiniki Panayiotou Mavrou v Georgios Kyriakou Mavrou (1979) 1 C.L.R. 215).”

 

Σαφώς εδώ ο Εναγόμενος έχει καθήκον επιμέλειας να μην προβαίνει σε ενέργειες που θα προκαλούσαν πρόβλημα σταθερότητας του υπεδάφους της περιοχής και να αλλοίωναν το πρανές. Ο Εναγόμενος ήταν υποχρεωμένος να μη προβεί σε πράξεις που στην ουσία να προκαλούσαν κατολισθήσεις στην περιοχή και γενικότερα να έθεταν σε κίνδυνο την ασφαλή χρήση του δρόμου από το κοινό ή ακόμη χειρότερα να οδηγούσαν σε καταστροφή του εν λόγω αγροτικού δρόμου.    

 

Στην προκειμένη περίπτωση οι Ενάγοντες αποδίδουν στον Ενάγοντα την τέλεση συγκεκριμένων πράξεων και στην παράλειψη λήψης συγκεκριμένων ενεργειών, τις οποίες δικογραφούν στις §11 και §12 υπό τα σημεία (Α) μέχρι (Ε) της έκθεσης απαίτησης τους.

 

Ειδικότερα του καταλογίζουν ότι προέβηκε σε εργασίες λατόμησης, σε εκσκαφές και σε χωματουργικές εργασίες χωρίς άδεια από τις αρμόδιες αρχές. Μέσα από την ακρόαση της υπόθεσης ουδεμία αποδεκτή μαρτυρία υπάρχει που να καταδεικνύει ότι ο Εναγόμενος προέβηκε σε οτιδήποτε από τα πιο πάνω.

 

Στο στάδιο αξιολόγησης του μαρτυρικού υλικού ανάφερα ότι σχετική νομοθεσία για εργασίες λατόμησης είναι ο περί Ρύθμισης Μεταλλείων και Λατομείων Νόμος (Κεφ. 270). Ειδική μνεία έγινε στα άρθρα 2 & 3 της εν λόγω νομοθεσίας. Παρόλα αυτά θεωρώ χρήσιμο να επαναλάβω εδώ τις πρόνοιες των εν λόγω άρθρων.

 

Το άρθρο 2 του που είναι το ερμηνευτικό πλαίσιο της εν λόγω νομοθεσίας ορίζει ότι:

«λατομείο» σημαίνει οποιαδήποτε περιοχή που ανασκάπτεται προς το σκοπό λήψης οποιουδήποτε λατομικού υλικού,

«λατόμηση» σημαίνει οποιαδήποτε εργασία απόκτησης ή εξαγωγής οποιωνδήποτε λατομικών υλικών με οποιοδήποτε τρόπο ή μέθοδο,

«λατομικά υλικά» σημαίνει άμμο, λίθο, σχιστόλιθο, γρανίτη ή άλλα πετρώματα, κιμωλία, άργιλο, πυρόλιθο, αμμοχάλικο, γύψο, ασβεστόλιθο, μάρμαρο, μάργα και χαλαζία.

 

Η έννοια του λατομείου επεξηγείται στο άρθρο 3(2) του Κεφ. 270, στις πρόνοιες του οποίου σημειώνονται τα εξής:

«Στο Νόμο αυτό η φράση “λατομείο” σημαίνει εκσκαφή ή σύστημα εκσκαφών που γίνονται προς το σκοπό ή σε σχέση με τη λήψη λατομικών υλικών (είτε στη φυσική τους κατάσταση είτε σε διάλυση ή εναιώρηση) ή προϊόντα λατομικών υλικών, που δεν είναι ούτε μεταλλείο ούτε απλά φρέαρ ή γεώτρηση ή συνδυασμός φρέατος και γεώτρησης».

 

Σύμφωνα με την πιο πάνω νομοθεσία απαγορεύεται η λατόμηση σε οποιοδήποτε τεμάχιο (άρθρο 5) εκτός αν υπάρχει προηγουμένως σχετική άδεια από την αρμόδια αρχή (άρθρο 12). Σε ότι αφορά εκσκαφές που δεν αποσκοπούν σε λατόμηση αλλά στοχεύουν σε ανέγερση οικοδομής, με βάση τον περί Οδών και Οικοδομών Νόμο (Κεφ. 96), απαιτείται άδεια από την αρμόδια αρχή (άρθρο 3(1)).

 

Στην παρούσα περίπτωση αποτελούν ευρήματα του Δικαστηρίου ότι στο επίμαχο τεμάχιο του ο Εναγόμενος προέβηκε σε καθαρισμό από τους θάμνους και χόρτα που είχαν βλαστήσει εντός αυτούς καθώς επίσης σε βαθιά καλλιέργεια ώστε το έδαφος να καταστεί γόνιμο για να δεχτεί μπανάνες που θα φυτεύονταν με σκοπό τον καρπό. Είναι επίσης εύρημα Δικαστηρίου ότι ο καθαρισμός περιορίστηκε εντός του τεμαχίου και όχι στο πρανές. Δεν υπάρχει αποδεκτή μαρτυρία ότι υπήρξε καθαρισμός και/ή ξύσιμο του πρανούς εντός του ακινήτου και/ή στον αγροτικό δρόμο. Ούτε ότι ο Εναγόμενος μετέφερνε οποιοδήποτε είδος αντικειμένου που μπορεί να θεωρηθεί λατομικό υλικό εντός της έννοιας της νομοθεσίας τόσο από το χωράφι όσο και από το πρανές. Από τα πιο πάνω συνάγεται ότι οι εν λόγω ενέργειες του Εναγομένου δεν συνιστούν εργασίες λατόμησης εντός αυτού.

 

Την ίδια στιγμή δεν υπάρχει αποδεκτή μαρτυρία ότι ο Εναγόμενος προέβηκε σε εργασίες εκσκαφής και/ή σε χωματουργικές εργασίες. Ουδεμία αποδεκτή μαρτυρία υπάρχει προς αυτήν την κατεύθυνση. Εάν κάποιος θεωρήσει τον καθαρισμό στο τεμάχιο και τη βαθιά καλλιέργεια σ’ αυτό για να γίνει το έδαφος του γόνιμο ότι είναι εκσκαφές ή χωματουργικές εργασίες, τότε σίγουρα δεν εμπίπτουν στη νομική έννοια των εκσκαφών και/ή χωματουργικών εργασιών που συνιστούν είτε εργασίες λατόμησης είτε αποσκοπούν στην κατασκευή οικοδομής, για τα οποία απαιτείται άδεια από τις αρμόδιες αρχές. Με γνώμονα ότι έγινε καθαρισμός και καλλιέργεια στο επίμαχο τεμάχιο υπό τη μορφή που εξηγήθηκε, δεν προσκομίστηκε οποιαδήποτε μαρτυρία που να στοιχειοθετεί ότι οι εν λόγω παράμετροι ευθύνονται για την επιδείνωση της κατάστασης του αγροτικού δρόμου, για δημιουργία αστάθειας του εδάφους, για την αλλοίωση του πρανούς και για την πρόκληση κατολισθήσεων στον εν λόγω δρόμο καταστρέφοντας τη χρήση του και/ή καθιστώντας τον επικίνδυνο για χρήση από το κοινό.

 

Οι Ενάγοντες επίσης αποδίδουν στον Εναγόμενο ότι:

(α)       δεν έλαβε τα απαραίτητα προστατευτικά και/ή προληπτικά μέτρα ώστε να αποφευχθεί η περαιτέρω επιδείνωση του επίμαχου αγροτικού δρόμου,

(β)       παρέλειψε να λάβει τα ενδεικνυόμενα μέτρα για αποφυγή της περαιτέρω αλλοίωσης της κλίνης του πρανούς.

 

Θα πρέπει να λεχθεί ότι ενώπιον μου δεν έχει τεθεί οποιαδήποτε αξιόπιστη μαρτυρία που να θεμελιώνει οτιδήποτε από τα πιο πάνω. Τα ευρήματα του Δικαστηρίου δεν οδηγούν προς την κατεύθυνση που οι Ενάγοντες επικαλέστηκαν. Στα πλαίσια καθαρισμού και καλλιέργειας του επίμαχου τεμαχίου και με δεδομένο ότι ο Εναγόμενος δεν προέβηκε σε οποιαδήποτε εργασία στο πρανές, οι Ενάγοντες δεν παρουσίασαν μαρτυρία που να καταδεικνύει ποια ακριβώς ήταν η παράλειψη του Εναγομένου. Ποια ενέργεια είχε ως καθήκον να λάβει και παρέλειψε να το πράξει.

 

Παράλληλα δεν υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ των ενεργειών και/ή παραλείψεων που καταλογίζονται στον Εναγόμενο και της πρόκλησης της κατάστασης που επικρατούσε κατά τον ουσιώδη για την παρούσα αγωγή χρόνο. Επομένως το κριτήριο αυτό δεν πληρείται. Η αποτυχία εκπλήρωσης του στοιχείου της αιτιώδους συνάφειας συμπαρασύρει σε αποτυχία την υποχρέωση από μέρους των Εναγόντων απόδειξης ότι η επικαλούμενη προκληθείσα ζημιά προέκυψε ως αποτέλεσμα των συγκεκριμένων πράξεων και/ή παραλείψεων που καταλογίζουν στον Εναγόμενο. Ούτε θα έλεγα ότι εξηγήθηκε πως μπορούσε να ήταν εύλογα προβλεπτό η πρόκληση της επικαλούμενης ζημιάς μέσα από τον καθαρισμό και την καλλιέργεια του τεμαχίου, περιοριζόμενο σ’ αυτό και χωρίς οποιαδήποτε ενέργεια στο πρανές.

 

Σε τελευταία ανάλυση δεν υπάρχει πειστική μαρτυρία η οποία να αποδεικνύει ότι ο καθαρισμός και η καλλιέργεια του τεμαχίου πραγματοποιήθηκαν κατά τρόπο μη εύλογο ή κατά τρόπο που ήταν εύλογα προβλεπτό η πρόκληση ζημιάς στον αγροτικό δρόμο. Στη βάση της μαρτυρίας που έγινε αποδεκτή, κανένα συστατικό στοιχείο της αμέλειας πληρείται.

 

Κατά συνέπεια, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι ο Εναγόμενος δεν παραβίασε το καθήκον επιμέλειας του και δεν επέδειξε έλλειψη της προσήκουσας προσοχής υπό το φακό του μέσου συνετού ανθρώπου. Κατ’ επέκταση κρίνω ότι ο Εναγόμενος δεν υπήρξε αμελής υπό την έννοια της τέλεσης οποιασδήποτε αμελούς πράξης και/ή παράλειψης που οι Ενάγοντες του αποδίδουν, συνεπεία των οποίων προκλήθηκε η ζημιά που οι Ενάγοντες επικαλούνται ότι υπέστηκαν.

 

Παράνομη Επέμβαση

Είναι ακόμη η δικογραφημένη θέση των Εναγόντων ότι ο Εναγόμενος διέπραξε το αστικό αδίκημα της παράνομης επέμβασης σε ακίνητη ιδιοκτησία.

 

Με βάση το άρθρο 2 του Κεφ. 148 «ακίνητη ιδιοκτησία» σημαίνει γη, οικίες, οικοδομές, τοίχους και άλλες κατασκευές και δέντρα. Το άρθρο 43 της εν λόγω νομοθεσίας πραγματεύεται το αστικό αδίκημα της παράνομης επέμβασης σε ακίνητη ιδιοκτησία. Το εδάφιο (1) του συγκεκριμένου άρθρου περιέχει τα συστατικά στοιχεία που το στοιχειοθετούν ενώ το εδάφιο (2) αυτού επισημαίνει τι μπορεί να συνιστά υπεράσπιση. Ειδικότερα το εν λόγω άρθρο προνοεί τα εξής:

«43.-(1) Παράvoμη επέμβαση σε ακίvητη ιδιoκτησία συvίσταται σε παράvoμη είσoδo ή σε παράvoμη πρόκληση ζημιάς ή σε παράvoμη παρέμβαση στηv ιδιoκτησία αυτή από oπoιoδήπoτε πρόσωπo.

(2) Αv η πράξη για τηv oπoία εγείρεται η αγωγή είvαι επιτρεπτή κατά τoπικό έθιμo, αυτό αφoύ απoδειχθεί συvιστά υπεράσπιση αλλά σε αγωγή πoυ εγείρεται για παράvoμη επέμβαση σε ακίvητη ιδιoκτησία τo βάρoς της απόδειξης ότι η πράξη για τηv oπoία εγείρεται η αγωγή δεv ήταv παράvoμη φέρει o εvαγόμεvoς.»

 

Παράνομη επέμβαση μπορεί να υπάρξει τόσο σε ιδιωτική όσο και δημόσια ακίνητη ιδιοκτησία. Επομένως δύναται να παρατηρηθεί παράνομη επέμβαση σε δημόσιο δρόμο που ανήκει στην Κυπριακή Δημοκρατία. Εδώ ο επίμαχος αγροτικός δρόμος αποτελεί δημόσια περιουσία και οποιαδήποτε τυχόν παράνομη επέμβαση του από οποιονδήποτε εμπίπτει στις διατάξεις του άρθρου 43 του Κεφ. 148.  

 

Στην παρούσα υπόθεση οι Ενάγοντες ισχυρίζονται ότι ο Εναγόμενος προέβηκε σε εκσκαφές, χωματουργικές εργασίες, σε καθαρισμό και/ή ξύσιμο του πρανούς εντός του αγροτικού δρόμου. Σύμφωνα με τους ιδίους, ο Εναγόμενος με ενέργειες του προέβηκε σε παράνομη επέμβαση σε ιδιοκτησία του επίμαχου αγροτικού δρόμου. Έχοντας εξετάσει και αξιολογήσει το μαρτυρικό υλικό που μου παρουσιάστηκε διαπιστώνω ότι δεν υπάρχει αποδεκτή μαρτυρία που αποδεικνύει ότι ο Εναγόμενος προέβηκε στις ενέργειες που του καταλογίζουν ή σε οποιεσδήποτε ενέργειες, οι οποίες θεμελιώνουν τον ισχυρισμό των Εναγόντων για παράνομη επέμβαση από μέρους του Εναγομένου (Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Τ & Μ Οικονόμου και Υιός Λτδ (2005) 1 Α.Α.Δ. 1095). Τα ευρήματα του Δικαστηρίου παραπέμπουν σε καθαρισμό και καλλιέργεια του τεμαχίου, τα οποία περιορίζονται εντός του ακινήτου αυτού και όχι στην πραγματοποίηση εκσκαφών και/ή στη διεξαγωγή χωματουργικών εργασιών ή άλλων ενεργειών στο πρανές ή στον επίμαχο δρόμο. Αυτά τα ευρήματα του Δικαστηρίου δεν έχουν συνδεθεί με αποδεκτή επιστημονική και/ή άλλους είδους μαρτυρία ότι ευθύνονται για τη διάπραξη του συγκεκριμένου αστικού αδικήματος.

  

Σε τελευταία ανάλυση δεν υπάρχει πειστική μαρτυρία η οποία να αποδεικνύει ότι ο καθαρισμός και η καλλιέργεια του τεμαχίου πραγματοποιήθηκαν κατά τέτοιο τρόπο ώστε να διαπραχτεί το συγκεκριμένο αστικό αδίκημα με φυσικό επακόλουθο την πρόκληση ζημιάς στον αγροτικό δρόμο. Στη βάση της μαρτυρίας που έγινε αποδεκτή, κανένα συστατικό στοιχείο του εν λόγω αστικού αδικήματος πληρείται.

 

Κάτω από αυτά τα δεδομένα, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι η θέση αυτή των Εναγόντων παρέμεινε μετέωρη και ως εκ τούτου απορρίπτεται.

 

Οχληρία  

Επίσης είναι ακόμη η δικογραφημένη θέση των Εναγόντων ότι ο Εναγόμενος διέπραξε το αστικό αδίκημα της οχληρίας. Παρόλο ότι δεν διευκρινίζεται μέσα από την έκθεση απαίτησης εάν αφορά σε ιδιωτική ή δημόσια οχληρία, εντούτοις συνάγεται ότι εφόσον το αντικείμενο του εν λόγω ζητήματος είναι ο αγροτικός δρόμος πρόκειται για ισχυρισμό δημόσιας οχληρίας.

 

Τα συστατικά στοιχεία που στοιχειοθετούν διάπραξη του αστικού αδικήματος  της δημόσιας οχληρίας περιλαμβάνονται στο άρθρο 45 του Κεφ. 148. Συγκεκριμένα οι πρόνοιες του εν λόγω άρθρου σημειώνουν τα εξής:

«45. Δημόσια oχληρία συvίσταται σε παράvoμη πράξη, ή σε παράλειψη εκτέλεσης voμικής υπoχρέωσης αv η πράξη αυτή ή η παράλειψη θέτει σε κίvδυvo τη ζωή, ασφάλεια, υγεία, ιδιoκτησία ή άvεση τoυ κoιvoύ ή παρακωλύει τo κoιvό στηv άσκηση κoιvoύ δικαιώματoς:

Νoείται ότι καμιά αγωγή δεv εγείρεται για δημόσια oχληρία, παρά μόvo-

(α) από τo Γεvικό Εισαγγελέα της Δημoκρατίας για έκδoση απαγoρευτικoύ διατάγματoς͘  ή

(β) από τo πρόσωπo πoυ υπέστη εξαιτίας αυτής ειδική ζημιά.»

 

Στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. CyfieldNemesis κ.α. Πολιτική Έφεση Αρ. Ε52/21 ημερ. 10.02.22 λέχθηκαν, μεταξύ άλλων, τα εξής:    

Μια οχληρία καθίσταται «δημόσια» ή «κοινή» όταν επηρεάζει ουσιωδώς τις εύλογες ανέσεις και ευκολίες της ζωής μιας ομάδας μελών του κοινού, σε επαρκή αριθμό, που περιγράφονται γενικώς ως οι περίοικοι (Attorney-General vPYA Quarries Ltd (No.1) [1957] 1 All ER 894).  Η τελευταία αυτή υπόθεση αφορούσε σε αγωγή του Γενικού Εισαγγελέα ώστε να απαγορευθεί η πρόκληση δημόσιας οχληρίας, από δραστηριότητες λατομείου που προκαλούσαν σκόνη και κραδασμούς στην γειτνιάζουσα περιοχή. Δεν απαιτείτο η απόδειξη παρανομίας στη λειτουργία του λατομείου. Επίσης η πρόκληση δυσοσμίας («noisome and offensive stinks and smell») ώστε να επηρεάζεται ευρύτερα το κοινό αποτελεί αφ'  εαυτής δημόσια οχληρία (RvWhite & Ward [1757] 1 Burr 333). Η δυσοσμία, ο καπνός, η σκόνη, ο θόρυβος, οι δονήσεις, τα αέρια, οι αναθυμιάσεις και η υγρασία είναι κάποιες από τις επεμβάσεις που κρίθηκαν ότι αποτελούν δημόσια οχληρία, χωρίς αναφορά σε άλλη παρανομία (Palantzi vAgrotis (1968) 1 CLR 448Medcon Construction Ltd vEυαγγέλου (1997) 1 ΑΑΔ 565Demetriou vAristodemou (1988) 1 CLR 615Hadjichristodoulou vAristedou (1981) 1 CLR 297Theofilou vChristodoulou and another (1973) 1 JSCSymeonides & another vLiasidou (1989) 1 CLR 457, Paphitis vStavrou (1970) 1 CLR 140).» 

 

Σύμφωνα με τους Ενάγοντες, ο Εναγόμενος προέβηκε σε ενέργειες και παραλείψεις, ως αποτέλεσμα των οποίων, κατά τη γνώμη τους, διαπράχτηκε το επικαλούμενο αστικό αδίκημα. Πρόκειται για τις ίδιες ενέργειες και παραλείψεις που οι Ενάγοντες αποδίδουν στον Εναγόμενο, στις οποίες έχω κάνει αναφορά προηγουμένως.

 

Ισχύουν τα όσα έχω σχολιάσει πιο πάνω. Έχοντας εξετάσει και αξιολογήσει το μαρτυρικό υλικό που μου παρουσιάστηκε διαπιστώνω ότι δεν υπάρχει αποδεκτή μαρτυρία που αποδεικνύει ότι ο Εναγόμενος προέβηκε στις ενέργειες και/ή παραλείψεις που του καταλογίζουν ή σε οποιεσδήποτε ενέργειες και/ή παραλείψεις, οι οποίες θεμελιώνουν τον ισχυρισμό των Εναγόντων για πρόκληση δημόσιας οχληρίας. Τα ευρήματα του Δικαστηρίου παραπέμπουν σε καθαρισμό και καλλιέργεια του τεμαχίου, τα οποία περιορίζονται εντός του ακινήτου αυτού και όχι την πραγματοποίηση εκσκαφών και/ή τη διεξαγωγή χωματουργικών εργασιών ή άλλων ενεργειών στο πρανές ή στον επίμαχο δρόμο. Αυτά τα ευρήματα του Δικαστηρίου δεν έχουν συνδεθεί με αποδεκτή επιστημονική και/ή άλλους είδους μαρτυρία ότι ευθύνονται για τη διάπραξη του συγκεκριμένου αστικού αδικήματος.

 

Σε τελευταία ανάλυση δεν υπάρχει πειστική μαρτυρία η οποία να αποδεικνύει ότι ο καθαρισμός και η καλλιέργεια του τεμαχίου πραγματοποιήθηκαν κατά τέτοιο τρόπο ώστε να διαπραχτεί το συγκεκριμένο αστικό αδίκημα με φυσικό επακόλουθο την πρόκληση ζημιάς στον αγροτικό δρόμο. Στη βάση της μαρτυρίας που έγινε αποδεκτή, κανένα συστατικό στοιχείο του εν λόγω αστικού αδικήματος πληρείται.

 

Κάτω από αυτές τις συνθήκες, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι και αυτή η θέση αυτή των Εναγόντων παρέμεινε μετέωρη και ως εκ τούτου απορρίπτεται.

 

Η θέση Εναγομένων ότι ο Ενάγοντας παραβίασε νομοθετικές υποχρεώσεις

Προφανώς συνδέεται με τα πιο πάνω άρθρα του Κεφ. 148. Παρόλο ότι στην έκθεση απαίτησης δικογραφείται ισχυρισμός των Εναγόντων για παράβαση εκ του νόμου καθηκόντων του Εναγομένου ως βάση αγωγής, εντούτοις οι Ενάγοντες απέτυχαν να την αποδείξουν κατά την ακρόαση της υπόθεσης αυτής μέσω της παρουσίασης σχετικών αποδεικτικών στοιχείων με αποτέλεσμα ο εν λόγω ισχυρισμός τους να παραμείνει μετέωρος.

 

Τα όσα έχω αναφέρει προηγουμένως καθιστούν αναπόφευκτα τη βάση αυτή αγωγής έκθετη σε απόρριψη. Οι Ενάγοντες απέτυχαν να την αποδείξουν στη βάση αποδεκτού μαρτυρικού υλικού, η οποία στερείται θεμελίωσης και γι’ αυτό απορρίπτεται ως αβάσιμη.

 

Το δόγμα Res ipsa loquitur (τα πράγματα μιλούν από μόνα τους)

Αποτελεί δικογραφημένη θέση των Εναγόντων ότι ισχύει το αξίωμα Res ipsa loquitur (§12Ζ έκθεσης απαίτησης). Ωστόσο τόσο στην εναρκτήρια αγόρευση της όσο και στην τελική νομική επιχειρηματολογία της η ευπαίδευτη συνήγορος των Εναγόντων δεν προβαίνει σε κανένα σχολιασμό σχετικά με τη δικογραφημένη θέσης της αυτή. Εκλαμβάνω ότι οι Ενάγοντες έχουν εγκαταλείψει την εν λόγω θέση τους.

 

Εν πάση περιπτώσει, το αξίωμα αυτό παρέχεται νομοθετικά μέσα από τις πρόνοιες του άρθρου 55 του Κεφ. 148. Δεν είναι αναγκαίο να δικογραφηθεί ρητά, πλην όμως στην έκθεση απαίτησης τουλάχιστον να γίνει αναφορά ότι ο ενάγοντας θα ισχυριστεί πως δεν γνωρίζει όλα τα γεγονότα, εφόσον οι περιστάσεις που προκάλεσαν το περιστατικό ή τα περιστατικά ήταν κάτω από τον απόλυτο έλεγχο και εποπτεία του εναγομένου. Διαφορετικά ο ενάγων αφήνει να νοηθεί ότι γνωρίζει όλα τα γεγονότα και ότι βασίζεται σ' αυτά και τα παραθέτει, τα οποία θα κληθεί να αποδείξει με μαρτυρία στην ακρόαση για να θεωρηθεί επιτυχών διάδικος (Σάββα v. Κυριακίδη (2008) 1 Α.Α.Δ. 83). Εάν τα γεγονότα που έχουν δικογραφηθεί και τα γεγονότα που έχουν αποδειχθεί δείχνουν ότι η αιτία του συμβάντος ήταν προφανώς κάποια αμέλεια, αυτό είναι αρκετό. Η αρχή res ipsa loquitur τυγχάνει εφαρμογής όταν το ζημιογόνο γεγονός τελεί κατά ιδιάζοντα τρόπο κάτω από τον έλεγχο του Εναγομένου (Σάββα v. ΣΠΕ Λιοπετρίου (2003) 1Γ Α.Α.Δ. 1915). Σε τέτοια περίπτωση το βάρος απόδειξης μετακινείται στους ώμους του Εναγομένου ο οποίος θα πρέπει να αποδείξει ότι το ζημιογόνο συμβάν δεν ήταν αποτέλεσμα της δικής του αμέλειας (Πανταζής v. Θεμιστοκλέους (2006) 1Β Α.Α.Δ. 898), Χατζηπαύλου v. Ιντζιρτζιάν (2004) 1Β Α.Α.Δ. 1278). Παράλληλα έχει νομολογιακά καθιερωθεί ότι η εφαρμογή του κανόνα res ipsa loquitur δεν συνάδει με την προσκόμιση μαρτυρίας για την απόδειξη της αμέλειας του Εναγόμενου (Φιλίππου κ.α. v. Τσολάκη (2006) 1 Α.Α.Δ. 1188). Ιδιαίτερα μάλιστα όταν η απόδειξη της αμέλειας επιχειρείται με την προσαγωγή μαρτυρίας εμπειρογνώμονα (Χατζηπαύλου v. Ιντζιρτζιάν (πιο πάνω). Δεν νοείται κάτι τέτοιο.

  

Στην παρούσα περίπτωση όχι μόνο δεν υπήρχαν ισχυρισμοί για γεγονότα ή και μαρτυρία ώστε να μπορούσε να λεχθεί ότι θα ήταν δυνατό να εγερθεί σε οποιοδήποτε στάδιο η αρχή του res ipsa loquitur, αλλά αντίθετα είχαν δικογραφηθεί ισχυρισμοί αμέλειας με συγκεκριμένες λεπτομέρειες και δόθηκε μαρτυρία από τους Ενάγοντες για τέτοια αμέλεια από μέρους του Εναγομένου. Μάλιστα παρουσιάστηκαν εμπειρογνώμονες εκ μέρους και για λογαριασμό των Εναγόντων προς απόδειξη των δικογραφημένων ισχυρισμών τους περί αμέλειας του Εναγομένου (ΜΕ1 και ΜΕ2).

 

Στη βάση των πιο πάνω, εφόσον οι Ενάγοντες επικαλέστηκαν ότι γνώριζαν τις αιτίες, τις συνθήκες και τα περιστατικά κάτω από τα οποία ισχυρίζονται αμέλεια, παράνομη επέμβαση και δημόσια οχληρία από μέρους του Εναγομένου δικογραφώντας συγκεκριμένους ισχυρισμούς γι’ αυτά στην ‘έκθεση απαίτησης τους και αφού στη δίκη προσκόμισαν μαρτυρία εμπειρογνωμόνων προκειμένου να αποδείξουν την αμέλεια και τις υπόλοιπες βάσεις αγωγής, έπεται ότι το αξίωμα res ipsa loquitur δεν τυγχάνει εφαρμογής.     

 

Ισχυρισμός Εναγομένου για αμέλεια από τους Ενάγοντες

Στα πλαίσια της υπεράσπισης του ο Εναγόμενος ισχυρίζεται ότι οι Εναγόμενοι ήταν αυτοί που υπήρξαν αμελείς και αυτοί που ευθύνονται για την πρόκληση ζημιάς στον αγροτικό δρόμο και τη διαφοροποίηση της κατάστασης στην περιοχή προβαίνοντας σε πράξεις και παραλείψεις. Στην §4 υπό τα σημεία (Δ) μέχρι (Λ) ο Ενάγοντας δικογραφεί συγκεκριμένες πράξεις και παραλείψεις που αποδίδει στους Ενάγοντες.

 

Ενώπιον μου δεν έχει παρουσιαστεί καμία πειστική μαρτυρία που να αποδεικνύει οτιδήποτε από αυτά που ο Ενάγοντας καταλογίζει στους Εναγόμενους. Τα ευρήματα του Δικαστηρίου δεν οδηγούν προς την κατεύθυνση που ο Ενάγοντας επικαλέστηκε. Δεν υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ των ενεργειών και/ή παραλείψεων που αποδίδονται στους Ενάγοντες και της πρόκλησης της κατάστασης που επικρατούσε κατά τον ουσιώδη για την παρούσα αγωγή χρόνο. Επομένως το κριτήριο αυτό δεν ικανοποιείται.  Στη βάση των ευρημάτων μου που προέκυψαν μέσα από αξιολόγηση του προσαχθέντος μαρτυρικού υλικού, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι δεν έχει αποδειχτεί με θετική και συνάμα πειστική μαρτυρία ότι υπήρξε διαφοροποίηση της κατάστασης για την οποίαν ευθύνονται οι Ενάγοντες μέσω της τέλεσης οποιασδήποτε αμελούς πράξης και/ή παράλειψης ή εν πάση περιπτώσει μέσω των συγκεκριμένων πράξεων και παραλείψεων που ο Εναγόμενος τους αποδίδει.

 

Η νομική αρχή του Duty to mitigate loss (καθήκον μετριασμού ζημιάς)

Στην τελική του αγόρευση ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εναγομένου ισχυρίστηκε για πρώτη φορά ότι οι Ενάγοντες παραβίασαν το καθήκον που έχουν για μετριασμό της επικαλούμενης ζημιάς τους. Όπως ανάφερε με παραπομπή στην υπόθεση Αχιλλέως v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 1 Α.Α.Δ. 176, δεν είναι αναγκαία η δικογράφηση θέσης περί παραβίασης καθήκοντος μετριασμού ζημιάς.  

 

Πράγματι στην έκθεση υπεράσπισης δεν δικογραφείται η πιο πάνω θέση του Εναγομένου. Χωρίς να εξετάζω εάν πρέπει ή όχι να δικογραφείται και εάν ή όχι προσκομίστηκε τέτοια μαρτυρία από τον Εναγόμενο και αν η πλευρά των Εναγόντων είχε ή όχι την ευκαιρία να τοποθετηθεί στο ζήτημα αυτό μέσα από την αντεξέταση των μαρτύρων τους και/ή με την προσκόμιση δικής της μαρτυρίας, η απόρριψη του ισχυρισμού του Εναγομένου για παράβαση καθήκοντος επιμέλειας από τους Ενάγοντες στα πλαίσια επικαλούμενων πράξεων και παραλείψεων που τους απέδωσε, συμπαρασύρει αμέσως σε αποτυχία τη θέση αυτή του Ενάγοντα.

 

Αξιούμενες Θεραπείες

Μία από τις θεραπείες που αρχικά αξιώνονταν ήταν η έκδοση διατάγματος που να διατάζει τον Εναγόμενο και/ή υπηρέτες και/ή αντιπροσώπους του να παύσουν με οποιονδήποτε τρόπο να διαπράττουν οχληρία. Έχοντας υπόψη μου τις πρόνοιες του εδαφίου (α) του άρθρου 45 του Κεφ. 148, ορθά, κατά την ταπεινή μου γνώμη, οι Ενάγοντες δεν την έχουν προωθήσει. Υπενθυμίζω ότι με δήλωση της ενώπιον του Δικαστηρίου η ευπαίδευτη συνήγορος των Εναγόντων δήλωσε πως εγκαταλείπει την εν λόγω δικογραφημένη θεραπεία (§16Β έκθεσης απαίτησης).

 

Σε ότι αφορά τις υπόλοιπες αξιούμενες θεραπείες που τελικά προωθούνται, πρέπει να λεχθεί ότι δεν υπάρχει ενώπιον μου αποδεκτή μαρτυρία που να στοιχειοθετεί οποιαδήποτε από αυτές. Τα ευρήματα του Δικαστηρίου που πηγάζουν μέσα από την αξιολόγηση της προσαχθείσας μαρτυρίας δεν οδηγούν σε θεμελίωση των θεραπειών που διεκδικούνται.

 

Κατάληξη:

Υπό το φως όλων των πιο πάνω και για όλους τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω, έχοντας κατά νου τα ευρήματα και συμπεράσματα οι Ενάγοντες απέτυχαν να αποδείξουν την απαίτηση τους στη βάση του ισοζυγίου των πιθανοτήτων.

 

Συνακόλουθα η αγωγή απορρίπτεται στην ολότητα της ως αβάσιμη.

 

Σε σχέση με τα έξοδα της αγωγής, δεν διαπιστώνω να υπάρχει οτιδήποτε που να δικαιολογεί παρέκκλιση από το γενικό κανόνα που ισχύει για την επιδίκαση τους (άρθρο 43 του Ν.14/60, Διαταγή 59 Κανονισμός 1 των Περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Θεσμών, Θρασυβούλου v. Arto Estates Limited (1993) 1 Α.Α.Δ. 12, Ιωάννου και άλλη v. Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία Ύψωνα-Λόφου (2009) 1Β Α.Α.Δ. 875 και Χρυσοστόμου v. Συνεργατικό Ταμιευτήριο Λεμεσού Πολιτική Έφεση Αρ. 341/2010 ημερ. 15.10.15). Δεν υπάρχει αποχρών λόγος που να δικαιολογεί αποστέρηση των εξόδων από τον επιτυχών διάδικο και να μην τα επωμιστεί ο αποτυχών διάδικος που ευθύνεται για την γενεσιουργό αιτία των εξόδων. Ως εκ τούτου, τα έξοδα της αγωγής, όπως αυτά υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο, επιδικάζονται υπέρ του Εναγομένου και εναντίον των Εναγόντων.

 

                                                                             (Υπ.) ……..........................................

                                                                                               Γ. Κ. Βλάμης, Π.Ε.Δ.

 

Πιστό Αντίγραφο

Πρωτοκολλητής


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο