
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ
Ενώπιον: Γ. Κ. Βλάμη, Π.Ε.Δ.
Αρ. Απαίτησης (Μέρος 7): 468/2024 I-Justice
Μεταξύ:
Beresnev s.r.o. (ID No. xxx), χχχ, Prague x, Czech Republic
Εναγόντων
και
1. Saygames Ltd (HE xxx), xxx, Πάφος, Κύπρος
2. PigDog s.r.o. (xxx), xxx, Πράγα, Τσεχία
3. χχχχ Tensin (Αρ. Διαβατηρίου χχχ), Πράγα χ, Τσεχία
4. χχχχ Guglin (Αρ. Διαβατηρίου χχχ), Πράγα χ, Τσεχία
Εναγομένων
Αίτηση ημερομηνίας 17.10.24 για έκδοση ενδιάμεσων διαταγμάτων
Ημερομηνία: 30.04.25
Εμφανίσεις:
Για Ενάγοντες/Αιτητές: κος Α. Ερωτοκρίτου μαζί με κ. Α. Κουάλη και κα Χρ. Τζαλαβρέτα
για A.G. Erotokritou L.L.C. & M. Hadjitofi L.L.C.
Για Εναγόμενους 1-4/Καθ’ ων η αίτηση 1-4: κος Γ. Καραμανώλης & κος Α.
Καραμανώλης για Καραμανώλης &
Καραμανώλης Δ.Ε.Π.Ε. μαζί με κ. Θ.
Χριστοδούλου για Χρύσης Δημητριάδης &
Σία Δ.Ε.Π.Ε.
ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ
Στις 17.10.24 οι Ενάγοντες υπέβαλαν Έντυπο Απαίτησης δυνάμει του Μέρους 7 με το οποίο ζητούν την έκδοση δηλώσεων και διαταγμάτων απαγορευτικής και προστακτικής φύσεως καθώς επίσης την επιδίκαση αποζημιώσεων (γενικών, ειδικών, τιμωρητικών και παραδειγματικών) εναντίον των Εναγομένων για ζημιές ύψους άνω των €2.000.000,00 που ισχυρίζονται ότι υπέστηκαν εξ’ υπαιτιότητας των Εναγομένων σχετικά με την χρήση, εκμετάλλευση, μεταφορά, δικαιώματα διανομής, διατήρηση αυθεντικότητας και λειτουργία του παιγνιδιού αγώνων αυτοκινήτων με την ονομασία «Race Master 3D – Car Racing» μέσω διαδικτυακών καταστημάτων εφαρμογής (app-stores) σε κινητές ηλεκτρονικές συσκευές χρηστών (στο εξής το «παιγνίδι»). Με βάση την Έκθεση Απαίτησης που καταχωρίστηκε στις 07.01.25, οι Ενάγοντες εγείρουν την υπόθεση αυτή επί των πιο κάτω νομικών βάσεων, σε σχέση με τις οποίες καταλογίζουν στους Εναγομένους συγκεκριμένη συμπεριφορά που περιγράφουν και που θεωρούν ότι είναι επιλήψιμη, η εκδήλωση της οποίας ισχυρίζονται ότι τους προκάλεσε τις ζημιές για τις οποίες αξιώνουν την προαναφερόμενες θεραπείες:
(1) λόγω επικαλούμενης συνεργασίας και συνεννόησης της Εναγομένης 1 με τους Εναγομένους 2-4 μέσω της λήψης συγκεκριμένων ενεργειών με σκοπό την εξαπάτηση των Εναγόντων που αφορούσε την αντιγραφή του παιγνιδιού και τη δημιουργία κλώνου που σύμφωνα με του Αιτητές θα κυκλοφορούσε ταυτόχρονα με την απόσυρση του παιγνιδιού προκειμένου να διοχετευτεί στους υφιστάμενους και μελλοντικούς χρήστες ώστε να καρπωθούν οι Εναγόμενοι την εμπορική φήμη, εύνοια, αξία και εισοδήματα του παιγνιδιού (σχετικές λεπτομέρειες παρέχονται στην §52 υπό τα σημεία (i) μέχρι (xiv) της έκθεσης απαίτησης),
(2) αποδίδουν στους Εναγομένους ότι προέβηκαν σε πράξεις, οι οποίες παραβίασαν συμβατικά δικαιώματα των Εναγόντων, ως αποτέλεσμα των οποίων, με υπαιτιότητα των Εναγομένων, οι Ενάγοντες τερμάτισαν την ισχύ των μεταξύ τους συμβάσεων και έγγραφων αδειών που αφορούν την χρήση, εκμετάλλευση, μεταφορά, δικαιώματα διανομής, διατήρηση αυθεντικότητας και λειτουργία του παιγνιδιού (σχετικές λεπτομέρειες παρέχονται στην §54 υπό τα σημεία (i) μέχρι (iv) της έκθεσης απαίτησης),
(3) αποδίδουν στους Εναγομένους ότι προέβηκαν σε πράξεις, οι οποίες παραβίασαν δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας των Εναγόντων (σχετικές λεπτομέρειες παρέχονται στην §56 υπό τα σημεία (i) μέχρι (iv) της έκθεσης απαίτησης),
(4) αποδίδουν στους Εναγομένους ότι προέβηκαν σε πράξεις, οι οποίες αποτελούν αθέμιτο ανταγωνισμό εις βάρος των Εναγόντων (σχετικές λεπτομέρειες παρέχονται στην §58 υπό τα σημεία (i) μέχρι (iii) της έκθεσης απαίτησης),
(5) αποδίδουν στην Εναγόμενη 1 ότι προέβηκε σε πράξεις, οι οποίες παραβίασαν τον καθήκον πίστης και εμπιστοσύνης που είχε λόγω της σχέσης εμπιστοσύνης που υπήρχε μεταξύ της ιδίας και των Εναγόντων (σχετικές λεπτομέρειες παρέχονται στην §60 υπό τα σημεία (i) μέχρι (iii) της έκθεσης απαίτησης).
Να σημειωθεί ότι οι Εναγόμενοι δεν έχουν μέχρι σήμερα καταχωρίσει έκθεση υπεράσπισης.
Την ίδια ημέρα που καταχωρίστηκε το Έντυπο Απαίτησης της παρούσας υπόθεσης (17.10.24), οι Ενάγοντες προώθησαν μονομερώς ενδιάμεση αίτηση στην οποίαν ζήτησαν και πέτυχαν την έκδοση προσωρινών διαταγμάτων. Ειδικότερα εκδόθηκε:
(α) ενδιάμεσο διάταγμα που απαγορεύει στην Εναγόμενη 1 να χρησιμοποιεί και/ή εκμεταλλεύεται καθ’ οιονδήποτε τρόπο το παιγνίδι και/ή τις βάσεις δεδομένων των χρηστών του εν λόγω παιγνιδιού, εκτός όπως ρητά προνοείται στη συμφωνία άδειας εκμετάλλευσης του παιγνιδιού αυτού μέχρι την εκδίκαση της άνω υπόθεσης και/ή μέχρι νεωτέρας Διαταγής του Δικαστηρίου,
(β) ενδιάμεσο διάταγμα που απαγορεύει στους Εναγομένους 1-4 να παράγουν και/ή να αναπτύσσουν και/ή να διανέμουν οποιαδήποτε απομίμηση (clone) και/ή αντίγραφο του παιγνιδιού μέχρι την εκδίκαση της άνω υπόθεσης και/ή μέχρι νεωτέρας Διαταγής του Δικαστηρίου,
(γ) ενδιάμεσο διάταγμα που να διατάζει τους Εναγόμενους 1 όπως, εντός 24 ωρών από γραπτή υπόδειξη των Εναγόντων, λάβουν όλα τα αναγκαία μέτρα για την ομαλή μεταφορά του παιγνιδιού στους Ενάγοντες ώστε να διασφαλιστεί η συνεχιζόμενη παροχή και/ή διανομή του στους χρήστες και/ή η συνεχιζόμενη οικονομική εκμετάλλευση του από τους Ενάγοντες.
Σε ότι αφορά τα υπόλοιπα προσωρινά διατάγματα απαγορευτικής και προστακτικής φύσεως που οι Ενάγοντες αιτούνται και αφορούν τη συνέχιση χρήσης, τον τρόπο εκμετάλλευσης, διαχείρισης, λειτουργίας και διάθεσης του παιγνιδιού και τη λήψη σχετικών ενεργειών από τους Εναγόμενους στα πλαίσια προστασίας των δικαιωμάτων των Εναγόντων επί του παιγνιδιού, δόθηκαν οδηγίες να επιδοθεί η υπό κρίση αίτηση μαζί με τα έγγραφα που τη συνοδεύουν.
Νομική βάση της αίτησης είναι, ανάμεσα σ’ άλλα, το άρθρο 32 του Ν.14/60, τα άρθρα 4 & 9 του Κεφ.6, τα Μέρη 23 & 25 των Διαδικαστικών Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας 2023, τα άρθρα 9-11, 37, 39 & 76 του περί Συμβάσεως Νόμου (Κεφ.149), στα άρθρα 35 & 36 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου (Κεφ.148), διάφορα άρθρα που προσδιορίζονται στον περί του Δικαιώματος Πνευματικής Ιδιοκτησίας και Συγγενικών Δικαιωμάτων Νόμο του 1976 (Ν.59/1976), οι αρχές επιείκειας και οι συμφυείς εξουσίες του Δικαστηρίου.
Τα γεγονότα, πάνω στα οποία στηρίζεται η αίτηση αυτή και που σύμφωνα με την Αιτήτρια δικαιολογούν τη συνέχιση της ισχύος των εκδομένων ενδιάμεσων διαταγμάτων και παράλληλα την έκδοση των υπολοίπων αιτουμένων, περιέχονται σε δύο ένορκες δηλώσεις συνολική έκτασης 55 δακτυλογραφημένων σελίδων της κυρίας χχχχ Barteneva, διευθύνοντα σύμβουλο των Εναγόντων. Προς υποστήριξη του περιεχομένου των ενόρκων δηλώσεων αυτών, επισυνάπτονται διάφορα έγγραφα.
Στις ένορκες δηλώσεις καταγράφεται το ιστορικό των επαγγελματικών σχέσεων των διαδίκων και γίνεται επίκληση γεγονότων που περιβάλλουν την υπόθεση, όπως τα αντιλαμβάνονται οι Ενάγοντες. Επίσης σημειώνονται στοιχεία και προβάλλονται οι λόγοι που σύμφωνα με την ομνύουσα πληρούν τις προϋποθέσεις για τη συνέχιση της ισχύος των εκδοθέντων ενδιάμεσων διαταγμάτων καθώς επίσης για την έκδοση των ενδιάμεσων διαταγμάτων που αξιώνονται. Το σύνολο των γεγονότων που παρουσιάζονται προδιαγράφουν την εκδοχή των Εναγόντων.
Συνοπτικά μπορεί να σημειωθεί η θέση των Εναγόντων ότι την 09.02.21 οι ίδιοι, οι οποίοι αποτελούν ανεξάρτητο στούντιο ανάπτυξης παιγνιδιών με έδρα την Πράγα στην Τσεχία, συνήψαν συμφωνία με την εταιρεία Easy Games LLC (στο εξής η «Easy Games»), η οποία ήταν αυτή που αρχικά ανάπτυξε το παιγνίδι, για την ανάπτυξη του παιγνιδιού και τη μεταφορά όλων των αποκλειστικών δικαιωμάτων αυτού στους Ενάγοντες. Ακολούθως την 01.08.21 η Easy Games και οι Ενάγοντες συνήψαν σύμβαση άδειας εκμετάλλευσης για τη δημοσίευση του παιγνιδιού από τους Εναγομένους 1, που είναι εκδότες παιγνιδιών πολλαπλών πλατφόρμων με εγγεγραμμένο γραφείο στην Πάφο, σε διάφορα καταστήματα εφαρμογών (Τεκμήριο JB4). Έπειτα την 01.09.21 οι Ενάγοντες συνήψαν με την Easy Games συμφωνία για τη μεταφορά όλων των αποκλειστικών δικαιωμάτων του παιγνιδιού στους Ενάγοντες (Τεκμήριο JB5). Επίσης την ίδια ημερομηνία, δηλαδή την 01.09.21, οι Εναγόμενοι 1, η Easy Games και οι Ενάγοντες συνήψαν συμφωνία για τη μεταβίβαση των υποχρεώσεων που απορρέουν από τη συμφωνία εκμετάλλευσης από την Easy Games στους Ενάγοντες (Τεκμήριο JB6). Την ίδια στιγμή λέχθηκε ότι η συμφωνία άδειας εκμετάλλευσης έτυχε τροποποίησης.
Με βάση ακόμη το περιεχόμενο των ενόρκων δηλώσεων, οι Ενάγοντες έγιναν οι μοναδικοί ιδιοκτήτες όλων των δικαιωμάτων επί του παιγνιδιού, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας τους από 01.09.22. Σύμφωνα ακόμη με τους Ενάγοντες, κατά τη συνεργασία τους με τους Εναγομένους 1 οι τελευταίοι ανέλαβαν να εγγράψουν το εμπορικό σήμα (trademark) για τη χρήση του ονόματος του παιγνιδιού, το οποίο ενέγραψαν στις Η.Π.Α. με τη συμφωνία ότι θα μεταβίβαζαν το εμπορικό σήμα στους Ενάγοντες με τη λήξη της άδειας τους για τη δημοσίευση του παιγνιδιού. Περαιτέρω οι Ενάγοντες ισχυρίζονται ότι στην πορεία οι Εναγόμενοι 1, σε συνεργασία με τους Εναγομένους 2-4, εκδήλωσαν συμπεριφορά που τη θεωρούν επιλήψιμη. Αναλυτική περιγραφή της επικαλούμενης συμπεριφοράς που καταλογίζουν στους Εναγόμενους παρέχεται μέσα από το περιεχόμενο των ενόρκων δηλώσεων. Είναι η θέση των Εναγόντων ότι οι Εναγόμενοι έθεσαν σε εφαρμογή σχέδιο προετοιμασίας ενός κλώνου (αντιγραφής) του παιγνιδιού το οποίο θα μπορούσε να δημοσιευτεί χρησιμοποιώντας τη βάση δεδομένων χρηστών του παιγνιδιού. Με τον τρόπο αυτό, εν αγνοία και δίχως την έγκριση των Εναγόντων, οι χρήστες του παιγνιδιού θα συνεχίσουν να χρησιμοποιούν τον κλώνο (αντίγραφο) του παιγνιδιού με την ψευδή εντύπωση ότι χρησιμοποιούν το πρωτότυπο παιγνίδι. Το κατ’ ισχυρισμό σχέδιο αυτό έγινε γνωστό στους Ενάγοντες μόλις τον Σεπτέμβριο 2024 όταν ένας πρώην υπάλληλος των Εναγομένων 1 τους το αποκάλυψε. Συνεπεία αυτής της συμπεριφοράς των Εναγομένων, οι Ενάγοντες με γραπτή ειδοποίηση τους ημερ. 22.07.24 προχώρησαν σε τερματισμό της άδειας διανομής σε καταστήματα εφαρμογών (Τεκμήρια JB18 & JB19). Ωστόσο παρά τον τερματισμό της άδειας διανομής σε καταστήματα εφαρμογών, οι Εναγόμενοι 1 συνεχίζουν να επενδύουν σημαντικά στα έξοδα προώθησης του παιγνιδιού. Το σκεπτικό, όπως το εξήγησε η ομνύουσα, είναι ότι όσοι νέοι χρήστες αποκτηθούν, θα μεταφερθούν ουσιαστικά στον κλώνο (αντίγραφο) του παιγνιδιού από το οποίο οι Εναγόμενοι 1 θα επωφεληθούν.
Οι Ενάγοντες εκτιμούν ότι μετά τη δημοσίευση του κλώνου (αντιγράφου) του παιγνιδιού με τη βάση δεδομένων χρηστών, θα είναι πολύ αργά γι’ αυτούς επειδή όλοι οι χρήστες του παιγνιδιού ουσιαστικά θα μεταφερθούν στον κλώνο (αντίγραφο) του παιγνιδιού. Αυτό, κατά τους Ενάγοντες, θα καταστήσει αδύνατη την αναστροφή της κατάστασης έχοντας υπόψη τον κίνδυνο η βάση δεδομένων χρηστών μεταφερθεί σε τρίτα πρόσωπα εκτός Κύπρου και Ευρωπαϊκής Ένωσης και οι τρίτοι χρησιμοποιηθούν για τη δημοσίευση του κλώνου (αντιγράφου) του παιγνιδιού.
Είναι η θέση των Εναγόντων ότι θα πρέπει να εμποδιστούν οι κατ’ ισχυρισμό οι προαναφερόμενες παράνομες ενέργειες των Εναγομένων. Οι Ενάγοντες ισχυρίζονται ότι ζήτησαν από τους Εναγόμενους 1 να επιβεβαιώσουν γραπτώς ότι δεν συμμετέχουν σε δραστηριότητα για την ανάπτυξη και κυκλοφορία κλώνου (αντιγράφου) του παιγνιδιού, πλην όμως αυτοί αρνήθηκαν να το πράξουν.
Οι Εναγόμενοι 1-4 αντέδρασαν στις 25.11.24 με την καταχώρηση εντύπου ένστασης στην υπό κρίση αίτηση επί 37 λόγων. Ορισμένοι από αυτούς επαναλαμβάνονται, άλλοι σχετίζονται με κάποιους άλλους ενώ άλλοι καλύπτονται μεταξύ τους. Δεν χρειάζεται να τους απαριθμήσω. Αναφορά σ’ αυτούς θα γίνει στη συνέχεια. Κοινό σημείο τους είναι η εγειρόμενη θέση ότι δεν δικαιολογείται η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου υπέρ της συνέχισης ισχύος των ενδιάμεσων διαταγμάτων που έχουν εκδοθεί καθώς επίσης υπέρ της έκδοσης των ενδιάμεσων διαταγμάτων που ζητείται η έκδοση τους, με ισχύ μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης αυτής και/ή μέχρι νεωτέρας διαταγής του Δικαστηρίου.
Η νομική βάση της ένστασης των Εναγομένων είναι ουσιαστικά παρόμοια μ’ αυτήν της υπό κρίση αίτησης με επιπλέον αναφορά σε ευρωπαϊκούς κανονισμούς που κατονομάζονται, στον περί Αποδείξεων Νόμο (Κεφ.9) και στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου.
Η ένσταση συνοδεύεται από πολυσέλιδη ένορκη δήλωση (συνολικής έκτασης 77 δακτυλογραφημένων σελίδων) του κυρίου χχχχ Vaikhanski, διοικητικού συμβούλου της Εναγομένης 1 και εξουσιοδοτημένου για τον σκοπό αυτό από όλους τους Εναγομένους. Στην ένορκη δήλωση επισυνάπτονται έγγραφα που κατά τη γνώμη των Εναγομένων τεκμηριώνουν τους λόγους ένστασης και κατ’ επέκταση δικαιολογούν απόρριψη της παρούσας αίτησης. Στην ουσία μέσα από την ένορκη δήλωση αναλύονται και επεξηγούνται οι λόγοι ένστασης. Παράλληλα προβάλλονται γεγονότα που παραπέμπουν στην παρούσα υπόθεση από την γωνία αντίληψης των Εναγομένων, στη βάση των οποίων θεωρούν ότι δεν υπάρχει οτιδήποτε το επιλήψιμο από μέρους τους. Τα επικαλούμενα γεγονότα σκιαγραφούν την εκδοχή των Εναγομένων στην παρούσα υπόθεση.
Συνοψίζοντας το περιεχόμενο της μπορεί να λεχθεί η αναφορά ότι η Εναγόμενη 1 είναι μία από τις κορυφαίες εταιρείες βιντεοπαιχνιδιών, η οποία ιδρύθηκε το έτος 2020 και ειδικεύεται στην έκδοση υπέρ-περιστασιακών βιντεοπαιχνιδιών. Ο πυρήνας των δραστηριοτήτων της Εναγομένης 1 είναι η έκδοση και η διανομή υπέρ-περιστασιακών βιντεοπαιχνιδιών που αναπτύσσονται από τους συνεργάτες της, οι οποίοι αποτελούνται κυρίως από ανεξάρτητα στούντιο ανάπτυξης που εδρεύουν σε διάφορες χώρες. Η Εναγόμενη 1 έχει συνεργαστεί με περισσότερα από 40 στούντιο ανάπτυξης. Έχει πάνω από 150 παιγνίδια για κινητά στο χαρτοφυλάκιο της και έχει λανσάρει περισσότερα από 20 παιχνίδια το έτος 2023.
Σύμφωνα με τον ομνύοντα, η Εναγόμενη 1 συμμετείχε από την αρχή στη δημιουργία του επίμαχου παιχνιδιού και υπήρχε προφορική συμφωνία ότι η Εναγόμενη 1 θα ήταν ο εκδότης του. Η Εναγόμενη 1 σύναψε σύμβαση αδειοδότησης ημερ. 01.08.21 με την εταιρεία Easy Games LLC (ή ως «Izi Games LLC»), ιδιοκτήτες των δικαιωμάτων του επίμαχου παιχνιδιού, η οποία προέβλεπε ότι θα χορηγείτο στην Εναγόμενη 1 η αποκλειστική άδεια χρήσης του συγκεκριμένου παιχνιδιού σε όλο τον κόσμο για ένα συγκεκριμένο διάστημα. Η συμφωνία αυτή έτυχε τροποποίησης (Τεκμήρια DV3, DV4, DV5 & DV6). Δυνάμει συμφωνίας ημερ. 01.09.21 (Τεκμήριο DV7) μεταξύ της Easy Games LLC και των Εναγόντων, όλα τα δικαιώματα που σχετίζονται με το παιχνίδι μεταβιβάστηκαν στους Ενάγοντες με την Εναγόμενη 1 να συναινεί υπό την προϋπόθεση ότι η συμφωνία μεταβίβασης θα υποδείκνυε ειδικά ότι οι Ενάγοντες θα ενημερώνονταν για την ύπαρξη της σύμβασης αδειοδότησης και θα αναλάμβαναν να συμμορφωθούν με τους όρους της. Μετά την μεταβίβαση των δικαιωμάτων του εν λόγω παιχνιδιού στους Ενάγοντες, οι Ενάγοντες, η Εναγόμενη 1 και η Easy Games LLC σύναψαν συμφωνία επίσης ημερ. 01.09.21 (Τεκμήριο DV8) με την οποίαν όλα τα συμβαλλόμενα μέρη συμφώνησαν ότι η σύμβαση αδειοδότησης χορηγούσε στην Εναγόμενη 1 την αποκλειστική άδεια χρήσης του παιχνιδιού και ότι οι πληρωμές που προβλέπονταν από τη σύμβαση αδειοδότησης και οι οποίες οφείλονταν μετά την 01.09.21, θα καταβάλλονταν στους Ενάγοντες αντίς στην Easy Games LLC.
Οι Ενάγοντες συμφώνησαν να συνεργαστούν με την Εναγόμενη 1 για την έκδοση και διανομή του βιντεοπαιχνιδιού για κινητά με την ονομασία Race Master 3D-Car Racing. Στην πορεία προέκυψε μεταξύ τους συμβατική διαφορά σχετικά με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών στο πλαίσιο συμφωνίας αδειοδότησης, βάση της οποίας η Εναγόμενη 1 είχε οριστεί ως αποκλειστικός αδειούχος και της είχαν παραχωρηθεί αποκλειστικά δικαιώματα σχετικά με το βιντεοπαιχνίδι για κινητά με την ονομασία Race Master 3D-Car Racing. Το εν λόγω βιντεοπαιχνίδι σημείωσε επιτυχία με συνολικό τζίρο $100.000.000 δολάρια Η.Π.Α. Σύμφωνα με τον ομνύοντα οι Ενάγοντες είχαν το δικαίωμα να ανακαλέσουν μονομερώς την αποκλειστική άδεια που παρείχε στην Εναγόμενη 1 καθ’ όσον αφορά ένα μέρος των αδειών και των δικαιωμάτων αυτών βάση της πιο πάνω συμφωνίας και συγκεκριμένα το δικαίωμα της Εναγομένης 1 να διανέμει το βιντεοπαιχνίδι στα καταστήματα εφαρμογών με προειδοποίηση 3 μηνών. Για τα υπόλοιπα συμβατικά δικαιώματα της Εναγομένης 1, είναι η θέση του ομνύοντα ότι οι Ενάγοντες δεν δικαιούνταν να ανακαλέσουν την άδεια τους μέχρι τουλάχιστον το έτος 2029.
Κατά τον ομνύοντα η ενέργεια των Εναγόντων να τερματίσουν ολόκληρη τη συμφωνία αδειοδότησης που αφορούσε τη χρήση του παιγνιδιού και όχι μόνο τα δικαιώματα που περιλαμβάνονται στον όρο 1.1.2 της μεταξύ τους συμφωνίας αδειοδότησης είναι άκυρη και παράνομη. Είναι η θέση του ομνύοντα ότι η δυνατότητα μονομερούς άρνησης ή ανάκλησης της άδειας ή τερματισμού της σύμβασης αδειοδότησης πριν από τις 31.07.29 προβλέπεται μόνο σε ότι αφορά τη διανομή του επίμαχου παιχνιδιού στο κατάστημα εφαρμογών δυνάμει των όρων 1.1.2 και 2.3.1. Αντίθετα δεν προβλέπεται δικαίωμα για μονομερή τερματισμό της σύμβασης αδειοδότησης σε ότι αφορά τις άδειες που χορηγούνται στην Εναγόμενη 1 στη βάση των όρων 1.1.1, 1.1.3-1.1.8, οι οποίες παραμένουν σε ισχύ τουλάχιστον μέχρι τις 31.07.29. Ο ομνύοντας ισχυρίζεται ότι η Εναγόμενη 1 έχει δικαίωμα να παρατείνει μονομερώς όσες φορές επιθυμεί την καθορισμένη διάρκεια των εν λόγω αδειών για ένα επιπλέον ημερολογιακό έτος κάθε φορά με προγενέστερη ειδοποίηση 30 ημερών προς τους Ενάγοντες. Κατ’ επέκταση θέτουν ζήτημα νομιμότητας και εγκυρότητας του τερματισμού της εν λόγω σύμβασης στην ολότητα της. Παράλληλα η Εναγόμενη 1 θεωρεί ότι η βάση δεδομένων χρηστών του βιντεοπαιχνιδιού της ανήκει αφού αποτελεί ιδιοκτησία της. Για την προστασία του δικαιώματος της αυτού, η Εναγόμενη 1 καταχώρησε την απαίτηση αρ. 457/24 στο Ε.Δ. Πάφου.
Ένας από τους βασικούς λόγους ένστασης των Εναγομένων επί του οποίου βασίζεται η θέση τους ότι η αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί, είναι ο ισχυρισμός τους ότι οι Ενάγοντες απέκρυψαν από το Δικαστήριο κρίσιμες πληροφορίες σχετικά με την υπόθεση, ότι είπαν ψέματα και ότι παραπληροφόρησαν το Δικαστήριο προκειμένου να εξασφαλίσει τα ενδιάμεσα διατάγματα. Σύμφωνα με τον ομνύοντα, σκοπός τους ήταν να αποκτήσουν πρόσβαση στο πακέτο του παιχνιδιού και στη βάση δεδομένων χρηστών και να συνεχίσουν να δημιουργούν έσοδα από το παιχνίδι χωρίς την εμπλοκή της Εναγομένης 1 και στερώντας της τη δυνατότητα να λάβει δίκαιο μερίδιο από τα έσοδα που προκύπτουν. Μέσα από την ένορκη δήλωση του ο ομνύοντας αναφέρει συγκεκριμένα παραδείγματα που κατά τη γνώμη του αποδεικνύουν την πιο πάνω θέση του. Θα αναφερθώ σ’ αυτά στη συνέχεια, εάν και εφόσον βέβαια κριθεί ότι χρειάζεται.
Ο ομνύοντας συμφωνεί ότι οι Εναγόμενοι 3 και 4 που αποχώρησαν από την υπηρεσία των Εναγόντων τον Ιούλιο 2023. Συνεργάζονται τώρα με την Εναγόμενη 1 για την παραγωγή ενός διαφορετικού παιγνιδιού με την ονομασία NRG που θα είναι ανταγωνιστής του επίμαχου παιχνιδιού. Πρόκειται για ένα υπέρ-περιστασιακό βιντεοπαιχνίδι δρομέων για κινητά σε περιβάλλον αγώνων αυτοκινήτων. Ο ομνύοντας ισχυρίζεται ότι τα δύο παιχνίδια μεταξύ τους είναι εντελώς διαφορετικά, παρόλο ότι μοιράζονται κάποιες ομοιότητες που είναι εγγενείς στο είδος που ανήκουν αμφότερα (υπέρ-περιστασιακά βιντεοπαιχνίδια δρομέων για κινητά σε περιβάλλον αγώνων αυτοκινήτων) και οι οποίες δεν προστατεύονται από δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας ή από οποιαδήποτε άλλα δικαιώματα. Ο ομνύοντας υπέδειξε ότι κάποια χαρακτηριστικά είναι κοινά σε όλα τα παιχνίδια αυτού τους είδους και έχουν χρησιμοποιηθεί σε δεκάδες άλλα παιχνίδια τα τελευταία 40 χρόνια χωρίς να αποτελεί πνευματική ιδιοκτησία των Εναγόντων. Σύμφωνα με τον ομνύοντα, πολύ πριν την ύπαρξη του επίμαχου παιγνιδιού υπήρχαν πολλά παιγνίδια παρόμοια μ’ αυτό της παρούσας υπόθεσης. Μέσα από την ένορκη δήλωση του, ο ομνύοντας περιγράφει τις ομοιότητες αλλά και τα διαφορετικά χαρακτηριστικά που θεωρεί ότι τα δύο παιγνίδια παρουσιάζουν. Θα αναφερθώ σ’ αυτά στη συνέχεια, εάν και εφόσον βέβαια κριθεί ότι χρειάζεται. Σε κάθε περίπτωση ο ομνύοντας απέρριψε τη θέση των Εναγόντων ότι το νέο παιχνίδι είναι με οποιονδήποτε τρόπο ή μορφή αντίγραφο ή κλώνος του επίμαχου παιχνιδιού ισχυριζόμενος ότι στερείται βάσης.
Ακολούθως ο ομνύοντας επικαλείται έλλειψη του στοιχείου κατεπείγοντος και καθυστερημένη προώθηση της παρούσας διαδικασίας ώστε να δικαιολογείτο η μονομερής έκδοση ορισμένων ενδιάμεσων διαταγμάτων. Σε σχέση με το θέμα αυτό, ο ομνύοντας προβάλλει τις δικές του θέσεις. Θα αναφερθώ σ’ αυτές στη συνέχεια, εάν και εφόσον βέβαια κριθεί ότι χρειάζεται.
Επίσης ο ομνύοντας παρουσιάζει τους ισχυρισμούς τους με βάση τους οποίους θεωρεί ότι δεν πληρούνται οι απαιτούμενες από το άρθρο 32 του Ν.14/60 προϋποθέσεις αλλά και οι παράγοντες εκείνοι που έχουν διαμορφωθεί μέσα από τη νομολογία. Θα αναφερθώ στους ισχυρισμούς αυτούς στη συνέχεια, εάν και εφόσον βέβαια κριθεί ότι χρειάζεται.
Επιπλέον ο ομνύοντας επικαλείται ότι η έκδοση των ενδιάμεσων διαταγμάτων:
(α) παραβιάζει συνταγματικά και ανθρώπινα δικαιώματα των Εναγομένων,
(β) συνιστούν κατάχρηση της διαδικασίας, η οποία εγέρθηκε και προωθείται κακόπιστα και κατά παράβαση της υποχρέωσης των Εναγόντων να προσέλθουν στο Δικαστήριο «με καθαρά χέρια»,
(γ) παρέχουν μόνο διαδικαστικά και τακτικά πλεονεκτήματα στους Ενάγοντες,
(δ) κρίνει εκ των προτέρων την ουσία της υπόθεσης,
(ε) συνοδεύτηκε από την παροχή ανεπαρκών εγγυήσεων.
Θα αναφερθώ στα πιο πάνω στη συνέχεια, εάν και εφόσον βέβαια κριθεί ότι χρειάζεται.
Ακολούθως αμφότερες πλευρές καταχώρησαν πολυσέλιδες συμπληρωματικές ένορκες δηλώσεις (31 δαχτυλογραφημένες σελίδες για τους Ενάγοντες και 53 δαχτυλογραφημένες σελίδες για τους Εναγομένους). Ομνύοντες ήταν πάλι η χχχχ Barteneva για τους Ενάγοντες (Αιτητές) και ο χχχχ Vaikhanski για τους Εναγόμενους 1-4 (Καθ’ ων η αίτηση 1-4).
Δεν θεωρώ ότι θα εξυπηρετήσει οποιοδήποτε σκοπό η επαναδιατύπωση του περιεχομένου των συμπληρωματικών ενόρκων δηλώσεων αίτησης και ένστασης. Γι’ αυτό δεν προτίθεμαι να επαναλάβω εκείνα που αναφέρονται σ’ αυτές. Ωστόσο εκεί και όπου κριθεί ότι χρειάζεται, θα αναφέρομαι σε αποσπάσματα από το περιεχόμενο τους.
Η ακρόαση της υπό κρίση αίτησης περιορίστηκε σε γραπτές και προφορικές αγορεύσεις. Το περιεχόμενο των ενόρκων δηλώσεων μαζί με τα επισυνημμένα έγγραφα αποτελούν το σύνολο του μαρτυρικού υλικού που προσκομίστηκε στο Δικαστήριο.
Στις εμπεριστατωμένες αγορεύσεις τους αμφότεροι συνήγοροι, με παραπομπή σε νομολογία, υποστήριξαν τις εκατέρωθεν και παράλληλα εκ διαμέτρου αντίθετες νομικές θέσεις και ισχυρισμούς τους. Πλήρης ανάλυση της νομικής επιχειρηματολογίας των συνηγόρων είναι καταγραμμένη στα πρακτικά του Δικαστηρίου και δεν χρειάζεται να επαναδιατυπωθεί καθότι δεν θα εξυπηρετήσει οποιοδήποτε πρακτικό σκοπό. Εκεί και όπου κρίνεται ότι χρειάζεται θα γίνεται ειδική αναφορά σε νομικά επιχειρήματα των συνηγόρων.
Στρέφομαι ευθύς να εξετάσω την παρούσα αίτηση υπό το φως των λόγων ένστασης και στη βάση των θέσεων και επιχειρημάτων αμφοτέρων πλευρών. Προς το σκοπό αυτό έχω θέσει ενώπιον μου το περιεχόμενο των αγορεύσεων των συνηγόρων, το οποίο και μελέτησα με προσοχή. Έχω ακόμη μελετήσει ενδελεχώς όλο το μαρτυρικό υλικό που μου έχει παρουσιαστεί.
Οι λόγοι ένστασης έχουν ομαδοποιηθεί και θα εξεταστούν με βάση το ζήτημα που εγείρουν.
Θα ξεκινήσω την ενασχόληση μου από τον 10ο λόγο ένστασης με τον οποίον οι Εναγόμενοι παραπονιούνται ότι το παρόν Δικαστήριο στερείτο δικαιοδοσίας κατά το χρόνο που εξέδωσε τα διατάγματα μονομερώς και κατ’ επέκταση στερείται δικαιοδοσίας όχι μόνο να εκδώσει τα υπόλοιπα αιτούμενα διατάγματα αλλά και να εκδικάσει την ουσία της παρούσας υπόθεσης. Με τη θέση αυτή διαφωνούν οι Ενάγοντες.
Είναι προφανές ότι η φύση του λόγου αυτού επιβάλλει να εξεταστεί κατά προτεραιότητα των υπολοίπων λόγων.
Ειδικότερα οι Εναγόμενοι προβάλλουν τη θέση ότι το Εμπορικό Σήμα ΕΕ που έχει εγγραφεί για την προστασία του επίμαχου παιγνιδιού στερεί αρμοδιότητα από το παρόν Δικαστήριο να ασχοληθεί τόσο με την υπό κρίση αίτηση όσο και γενικότερα με την ουσία της παρούσας υπόθεση( §380 - §389 ΕΔ Vaikhanski). Το θέμα αυτό εξετάστηκε στα πλαίσια ξεχωριστής αίτησης ημερ. 08.11.24 που υπεβλήθηκε από τους Εναγομένους και αφορούσε αμφισβήτηση της δικαιοδοσίας Δικαστηρίου. Ακριβώς λόγω της φύσεως της η αίτηση εκείνη εκδικάστηκε και αποφασίστηκε πριν από την εκδίκαση της υπό κρίση αίτησης. Για τους λόγους που εξηγούνται στο κείμενο της ενδιάμεσης του ημερ. 13.12.24, το Δικαστήριο έκρινε ότι είναι αρμόδιο, κατάλληλο και διαθέτει δικαιοδοσία να εκδικάσει την παρούσα υπόθεση και οποιοδήποτε ενδιάμεσο διάβημα αυτής. Παραπέμπω στο περιεχόμενο της εν λόγω απόφασης χωρίς να χρειάζεται να επεκταθώ περισσότερο. Εξ όσον γνωρίζω η ενδιάμεση απόφαση του Δικαστηρίου δεν έχει μέχρι σήμερα ανατραπεί σε ανώτερο δικαστικό επίπεδο.
Με γνώμονα ότι η ενδιάμεση απόφαση του Δικαστηρίου εξακολουθεί να ισχύει, ορθά, κατά την άποψη μου, ο ευπαίδευτος συνήγορος των Εναγομένων δεν πραγματεύεται το θέμα αυτό μέσα από τη νομική επιχειρηματολογία του. Εκλαμβάνεται ότι οι Εναγόμενοι δεν επιμένουν στην προώθηση του συγκεκριμένου λόγου, το οποίον και έχουν εγκαταλείψει.
Εν πάση περιπτώσει, η νομολογία υποδεικνύει ότι η προστασία του εμπορικού σήματος, ως αντικειμένου ιδιοκτησίας, υπάγεται στο πολιτικό Δικαστήριο και η αναθεώρηση της εγκυρότητας της εγγραφής του στο Ανώτατο Δικαστήριο. Επί του σημείου αυτού παραπέμπω στην υπόθεση M & CH Mitsingas Trading Ltd κ.α. v. Timberland Co. (1997) 1Γ Α.Α.Δ. 1791. Κατ’ αναλογία στο ίδιο Δικαστήριο υπάγονται θέματα εμπορικής επωνυμίας, εταιρειών, αθέμιτου ανταγωνισμού και πνευματικής ιδιοκτησίας. Την ίδια στιγμή δεν υπάρχει αμφιβολία ότι θέματα σύμβασης εκδικάζονται επίσης στο Επαρχιακό Δικαστήριο με βάση τον περί Δικαστηρίων Νόμο του 1960 (Ν.14/60).
Η θέση αυτή συμπληρώνει το σκεπτικό του Δικαστηρίου που διατυπώθηκε στην προαναφερόμενη ενδιάμεση απόφαση του στην οποίαν λέχθηκε ότι με βάση το εγκεκριμένο από το Ανώτατο Δικαστήριο πρόγραμμα εργασίας της Διοικητικής Προέδρου, περιπτώσεις όπως την παρούσα στην επαρχία Πάφου εκδικάζονται από το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου σε επίπεδο δικαιοδοσίας Προέδρου. Η παρούσα υπόθεση τέθηκε ενώπιον μου για εκδίκαση. Ως Πρόεδρος Ε.Δ. Πάφου που είμαι έχω δικαιοδοσία να εκδικάσω την παρούσα υπόθεση και οποιαδήποτε ενδιάμεση διαδικασία σ’ αυτήν.
Στη βάση του πολυεπίπεδου σκεπτικού του Δικαστηρίου, ο λόγος αυτός ένστασης δεν έχει έρεισμα και ως εκ τούτου απορρίπτεται.
Προχωρώ με την εξέταση του 11ου λόγου ένστασης, μέσα από τον οποίον οι Εναγόμενοι επικαλούνται ότι η «νομική βάση της επίδικης αίτησης είναι ελλιπής και δεν μπορεί να οδηγήσει στην έκδοση των διαταγμάτων» που αξιώνουν οι Ενάγοντες. Οι Ενάγοντες προφανώς δεν συμφωνούν με τη θέση αυτή.
Θα πρέπει να λεχθεί ότι η νομική επιχειρηματολογία του ευπαιδεύτου συνηγόρου των Εναγομένων δεν πραγματεύεται θέμα ελαττωματικότητας της νομικής βάσης, ούτε εξηγεί που αυτή υστερεί ή γιατί θεωρείται ελλιπής. Ούτε βέβαια υποδεικνύεται τι ακριβώς απουσιάζει από τη νομική βάση της υπό κρίση αίτησης, εάν για παράδειγμα κάποιος συγκεκριμένος κανονισμός και/ή άρθρο κάποιας νομοθεσίας. Αυτά είναι δεδομένα που καταδεικνύουν πρόθεση των Εναγομένων να μην προωθήσουν τη συγκεκριμένη θέση τους, η οποία έκδηλα έχει εγκαταλειφθεί.
Σε κάθε περίπτωση διαπιστώνω ότι η νομική βάση της υπό κρίση αίτησης περιλαμβάνει το αναγκαίο δικαιοδοτικό υπόβαθρο και το απαιτούμενο δικονομικό πλαίσιο που επιτρέπουν την προώθηση και εκδίκαση της. Η συμπερίληψη του άρθρου 32 του Ν.14/60, του άρθρου 9 του Κεφ.6, των Μερών 23 & 25 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας 2023 και η αναφορά σε άρθρα του Κεφ.147, Κεφ.149, του Ν.59/76 και των αρχών επιείκειας καθιστούν τη νομική βάση της υπό κρίση αίτησης συμπληρωμένη (Parico Aluminium Designs Ltd v. Muskita-Aluminium Co. Limited και άλλη (2002) 1 Α.Α.Δ. 2015). Συνεπώς ο εν λόγω ισχυρισμός των Εναγομένων στερείται θεμελίωσης και ως εκ τούτου απορρίπτεται.
Μέρος του 12ου λόγου ένστασης αφορά ισχυρισμό των Εναγομένων ότι η υπό κρίση αίτησης «είναι νομικά και ουσιαστικά αβάσιμη». Με την εν λόγω θέση βέβαια οι Ενάγοντες διαφωνούν.
Με κάθε σεβασμό στους Εναγομένους, η εν λόγω τοποθέτηση τους συνιστά συμπέρασμα και όχι λόγο ένστασης με συγκεκριμένο και σαφή νόημα που χρήζει εξέτασης στα πλαίσια του αντικειμένου εκδίκασης της παρούσας διαδικασίας. Ως εκ τούτου, ο λόγος ένστασης αυτός δεν έχει έρεισμα.
Έχοντας υπόψη μου τα πιο πάνω, ο λόγος ένστασης αυτός απορρίπτεται.
Θα εξετάσω μαζί τον 13ο και 14ο λόγο ένστασης επειδή αφορούν σε ίδιο αντικείμενο και συγκεκριμένα στο καθεστώς της ένορκης δήλωσης που συνοδεύει την υπό κρίση αίτηση. Είναι η θέση των Εναγομένων ότι η ένορκη δήλωση των Εναγόντων «είναι παράτυπη και/ή ελλιπής και δεν μπορεί να οδηγήσει στην έκδοση και/ή οριστικοποίηση των αιτούμενων διαταγμάτων». Την ίδια στιγμή θεωρούν ότι το περιεχόμενο της «παραβιάζει τον Περί Απόδειξης Νόμο εισάγοντας με ανεπίτρεπτο τρόπο εξωγενή και/ή εξ ακοής μαρτυρία και/ή μαρτυρία που ετοιμάστηκε με σκοπό την παρουσίαση στη παρούσα δικαστική διαδικασία». Εντελώς αντίθετη είναι άποψη των Εναγόντων.
Με κάθε σεβασμό στους Εναγόμενους δεν έχω αντιληφθεί αν αναφέρονται στις δύο αρχικές ένορκες δηλώσεις ή σε οποιαδήποτε από αυτές ή στη συμπληρωματική ένορκη δήλωση ή και στις τρεις που συνοδεύουν την παρούσα αίτηση. Επειδή δεν προσδιορίζεται ποιο έγγραφο παρουσιάζει μειονεκτήματα, θα εκλάβω ότι η αναφορά των Εναγομένων απευθύνεται και στα τρία έγγραφα.
Εξ όσον μπορεί να γίνει αντιληπτό οι Εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι στις εν λόγω ένορκες δηλώσεις χρησιμοποιούνται αντιφατικοί ή διαζευκτικοί ισχυρισμοί, πράγμα ανεπίτρεπτο (§103 ΕΔ Vaikhanski). Έχω αναγνώσει με προσοχή το περιεχόμενο αμφοτέρων ενόρκων δηλώσεων και δεν εντοπίσει να ευσταθεί ο συγκεκριμένος ισχυρισμός των Εναγομένων. Οι σημαντικές για το αντικείμενο εκδίκασης της παρούσας αίτησης αναφορές που περιέχονται στα έγγραφα αυτά είναι σαφείς, ξεκάθαρες και χωρίς διάζευξη. Διατυπώνουν τις θέσεις των Εναγόντων χωρίς σύγχυση, οι οποίες είναι κατανοητές στον αναγνώστη των ενόρκων δηλώσεων. Οι δε Εναγόμενοι παρέλειψαν να υποδείξουν στο Δικαστήριο συγκεκριμένα παραδείγματα τέτοιων αντιφατικών και/ή διαζευκτικών ισχυρισμών που επικαλούνται ώστε να καταστήσουν πειστική τη θέση τους αυτή.
Πέραν της πιο πάνω γενικής και αόριστης αναφοράς, δεν έχω εντοπίσει άλλο επιχείρημα με το οποίο να προβάλλεται οποιοσδήποτε συγκεκριμένος λόγος ένεκα του οποίου οι Εναγόμενοι να θεωρούν τα συγκεκριμένα έγγραφα παράτυπα και ελλιπή. Ούτε έχω παραπεμφθεί σε άλλους συγκεκριμένους λόγους που να εξειδικεύουν την επικαλούμενη παρατυπία και έλλειψη σε οποιοδήποτε από τα τρία έγγραφα. Ενώπιον μου δεν υπήρξε νομικός σχολιασμός που να υποδεικνύει που νομικά υστερούν και μειονεκτούν οι εν λόγω ένορκες δηλώσεις. Η απουσία νομικής πραγμάτευσης του θέματος αυτού μέσα από τη νομική επιχειρηματολογία του ευπαιδεύτου συνηγόρου των Εναγομένων απλά συντηρεί τη γενικότητα και αοριστία που χαρακτηρίζει την προβαλλόμενη αυτή θέση των Εναγομένων με ότι αυτό συνεπάγεται.
Το δε επιχείρημα ότι οι ένορκες δηλώσεις πάσχουν νομικά επειδή περιέχουν εξ ακοής μαρτυρία στερείται βάσης. Αν ενώπιον του Δικαστηρίου τεθεί εξ ακοής μαρτυρία, αυτή δεν αποκλείεται ή απορρίπτεται εκ προοιμίου επειδή είναι εξ ακοής (άρθρο 24 του περί Αποδείξεως Νόμου – Κεφ. 9). Η βαρύτητα της αξιολογείται υπό το φως του συνόλου των περιστάσεων και στη βάση των παραμέτρων που περιέχονται κατά τρόπο μη εξαντλητικό μέσα από τις πρόνοιες του άρθρου 27 του Κεφ.9. Έτσι και εδώ. Το μαρτυρικό υλικό που περιέχεται στις ένορκες δηλώσεις, περιλαμβανομένου της όποιας τυχόν εξωγενής και/ή εξ ακοής μαρτυρίας, θα μελετηθεί και θα συνεκτιμηθεί μαζί με το υπόλοιπο μαρτυρικό υλικό στον περιορισμένο βαθμό που επιτρέπεται σε τέτοιες περιπτώσεις για σκοπούς και μόνο εκδίκασης του αντικειμένου της παρούσας αίτησης. Η τυχόν συμπερίληψη εξωγενή και/ή εξ ακοής μαρτυρία στις ένορκες δηλώσεις δεν προκαλεί νομικό μειονέκτημα σ’ αυτές. Ούτε τους δημιουργεί οποιοδήποτε νομικό κώλυμα.
Ανεξαρτήτως των πιο πάνω, οι Εναγόμενοι καλούν το Δικαστήριο να μην λάβουν υπόψη τους το περιεχόμενο της συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης που συνοδεύει την υπό κρίση αίτηση για σκοπούς εξέτασης της επειδή πρόκειται για περίπτωση μονομερούς αίτησης (§45 σελίδα 12 γραπτής αγόρευσης Εναγομένων). Προς υποστήριξη της θέσης τους παραπέμπουν το Δικαστήριο σε νομολογία. Οι Ενάγοντες δεν προέβηκαν σε οποιοδήποτε σχολιασμό.
Με κάθε σεβασμό στους Εναγόμενους, δεν έχουν δίκαιο να παραπονιούνται. Οι ίδιοι στο εισηγούμενο χρονοδιάγραμμα εκδίκασης της παρούσας αίτησης που συμφώνησαν με τους Ενάγοντες που ανάρτησαν ηλεκτρονικά στις 12.11.24 (Έντυπο Αρ. 38), πρότειναν στο Δικαστήριο, μέσω των συνηγόρων τους, την δυνατότητα καταχώρησης συμπληρωματικής γραπτής μαρτυρίας από μέρους των Εναγόντων μέχρι συγκεκριμένη ημερομηνία που καθόρισαν (02.12.24) και ακολούθως τη δυνατότητα καταχώρησης συμπληρωματικής γραπτής μαρτυρίας από μέρους των Εναγομένων σε μεταγενέστερη ημερομηνία που επίσης καθόρισαν (09.12.24). Το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη ότι μέρος της αίτησης κατέστη από την αρχή δια κλήσεως, αποδέχτηκε το από κοινού εισηγούμενο από τους διαδίκους χρονοδιάγραμμα εκδίκασης της υπό κρίση αίτησης.
Έχω ακόμη την εντύπωση ότι διαφεύγει της σκέψης των Εναγομένων ότι μέρος της αίτησης κατέστη δια κλήσεως. Το γεγονός αυτό ανατρέπει τη θέση των Εναγομένων, η οποία είναι εκτεθειμένη. Πέραν αυτού όμως, αποτελεί σχήμα οξύμωρο και συνάμα αντιφατική τοποθέτηση η πλευρά των Εναγομένων να καλεί το Δικαστήριο να εξετάσει την συμπληρωματική ένορκη δήλωση της που ουσιαστικά είναι απαντητική της συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης των Εναγόντων και την ίδια στιγμή να ζητεί από το Δικαστήριο να μην λάβει υπόψη του τη συμπληρωματική ένορκη δήλωση των Εναγόντων.
Κατά συνέπεια η προβαλλόμενη θέση των Εναγομένων στερείται ερείσματος. Γι’ αυτό οι λόγοι αυτοί ένστασης απορρίπτονται ως αβάσιμοι στην ολότητα τους.
Με τον 15ο λόγο ένστασης τους οι Εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι η «Αίτηση και τυχόν έκδοση των ζητουμένων διαταγμάτων παραβιάζουν τους Κανονισμούς Πολιτικής Δικονομίας 2023, νομοθεσίες της Κυπριακής Δημοκρατίας όπως ο περί Συμβάσεων Νόμος και/ή ο περί Αστικών Αδικημάτων Νόμος και/ή ο περί Πνευματικής Ιδιοκτησίας Νόμος και/ή Κανονισμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης». Προφανώς οι Ενάγοντες διαφωνούν με την άποψη αυτή.
Με κάθε σεβασμό στους Εναγόμενους, η πιο πάνω θέση τους παρέμεινε στη σφαίρα του θεωρητικού ισχυρισμού. Ενός ισχυρισμού που κυμαίνεται σε γενικό και αόριστο επίπεδο. Ουδεμία εξήγηση παρέχεται που να δικαιολογεί πως η καταχώρηση και/ή προώθηση της παρούσας αίτησης είτε συγκρούεται με κανονισμούς πολιτικής δικονομίας στην Κύπρο, ευρωπαϊκούς κανονισμούς ή κυπριακές νομοθεσίες είτε ευθύνεται για παραβίαση τους. Καμία αναφορά έχει τεθεί ενώπιον μου που να εξειδικεύει ποιοι είναι οι συγκεκριμένοι κανονισμοί και ποια είναι τα συγκεκριμένα άρθρα των συγκεκριμένων νομοθεσιών που οι Εναγόμενοι επικαλούνται ότι παραβιάζονται με την καταχώρηση και/ή προώθηση της υπό κρίση αίτησης. Ουδεμία αναφορά υπάρχει που να καταδεικνύει για ποιο λόγο εμποδίζεται η εκδίκαση της εν λόγω αίτησης.
Το κατά πόσο η έκδοση των αιτουμένων διαταγμάτων παραβιάζουν κανονισμούς και νομοθεσίες, εμπίπτει στο μηχανισμό κρίσης του Δικαστηρίου με ότι αυτό περιλαμβάνει, το οποίο καλείται να αποφασίσει αν εκδομένα διατάγματα θα συνεχίσουν να ισχύουν μέχρι την εκδίκαση της παρούσας απαίτησης και αν δικαιολογείται η έκδοση άλλων αιτουμένων διαταγμάτων.
Συνεπώς ο λόγος αυτός ένστασης απορρίπτεται ως ανυπόστατος.
Μέσα από τον 27ο λόγο ένστασης τους οι Εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι οι Ενάγοντες «έχουν ήδη καταχωρίσει αγωγή και οποιαδήποτε αποκάλυψη πληροφοριών συνιστά ανεπίτρεπτη αλίευση μαρτυρίας». Οι Ενάγοντες δεν φαίνεται να συμμερίζονται την εν λόγω θέση των Εναγόντων.
Με κάθε σεβασμό αδυνατώ να αντιληφθώ τη σχετικότητα του εν λόγω ισχυρισμού των Εναγομένων με το αντικείμενο εκδίκασης στην παρούσα διαδικασία. Η υπό κρίση αίτηση έχει καθορισμένο σκοπό με συγκεκριμένο ζήτημα προς εκδίκαση που εξετάζεται στη βάση κριτηρίων και γενικά παραμέτρων που πρέπει να ικανοποιούνται. Σε κάθε περίπτωση η παρούσα αίτηση δεν αποσκοπεί και δεν περιλαμβάνει ενέργειες προς την κατεύθυνση της αλίευσης μαρτυρίας.
Επομένως ο λόγος αυτός ένστασης στερείται ερείσματος και γι’ αυτό απορρίπτεται.
Ομοίως αδυνατώ να αντιληφθώ τη σχετικότητα του 8ου λόγου ένστασης με το αντικείμενο εκδίκασης στην παρούσα διαδικασία. Οι Εναγόμενοι επικαλούνται ενέργεια των Εναγόντων να αποξενώσουν πνευματικά δικαιώματα που σχετίζονται με το επίδικο παιγνίδι ενώ σύμφωνα με τους Εναγόμενους οι Ενάγοντες είχαν δηλώσει ενόρκως το αντίθετο. Επίσης οι Εναγόμενοι επικαλούνται μη συμπερίληψη τέτοιας δήλωσης των Εναγόντων στα ενδιάμεσα διατάγματα που εκδόθηκαν μονομερώς. Όπως ήδη λέχθηκε το αντικείμενο εκδίκασης στην παρούσα διαδικασία είναι σαφές και η κρίση του Δικαστηρίου λαμβάνεται στη βάση συγκεκριμένων προϋποθέσεων που πρέπει να πληρούνται. Οι αναφορές αυτές των Εναγομένων εκπίπτουν του σκοπού της διαδικασίας.
Επομένως ο λόγος αυτός ένστασης στερείται ερείσματος και ως εκ τούτου απορρίπτεται.
Είναι ακόμη η θέση των Εναγομένων ότι η υπό κρίση αίτηση έχει καταχωριστεί με υπέρμετρη και αδικαιολόγητη καθυστέρηση (1ος λόγος ένστασης). Οι Ενάγοντες διαφωνούν με τη θέση αυτή.
Είναι γεγονός ότι όταν κάποιος επιθυμεί την έκδοση ενδιάμεσων διαταγμάτων, είτε μέσω μονομερούς αίτησης είτε δια κλήσεως αίτησης, θα πρέπει να απευθυνθεί στο Δικαστήριο χωρίς καθυστέρηση και δίχως να ολιγωρήσει. Υπάρχουν διάφορες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου στο θέμα αυτό. Ενδεικτικά παραπέμπω στην υπόθεση Bacardi & Co. Ltd v. Vinco Ltd (1996) 1 Α.Α.Δ. 788.
Στην παρούσα υπόθεση αποτελεί κοινό έδαφος των διαδίκων ότι οι Εναγόμενοι 3 & 4 εργάζονταν στην υπηρεσία των Εναγόντων όταν αποχώρησαν ο μεν Εναγόμενος 4 τον Ιούλιο 2023 και ο δε Εναγόμενος 3 περί τον Μάρτιο 2024 (§70 αρχικής ΕΔ Barteneva & §188 αρχικής ΕΔ Vaikhanski). Επίσης αποτελεί κοινό έδαφος των διαδίκων ότι στην πορεία οι Εναγόμενοι 3 & 4 συνεργάστηκαν με την Εναγόμενη 1 και συνεχίζουν μέχρι σήμερα να συνεργάζονται μαζί της (§71 αρχικής ΕΔ Barteneva & §188 αρχικής ΕΔ Vaikhanski). Παράλληλα δεν έχει αμφισβητηθεί η αναφορά της Barteneva ότι οι Εναγόμενοι 3 & 4 ήταν πρώην στελέχη της διοικητικής ομάδας των Εναγόντων οι οποίοι συμμετείχαν ενεργά στην ανάπτυξη του επίμαχου παιγνιδιού (§68 αρχικής ΕΔ Barteneva).
Με βάση την αρχική ΕΔ που συνοδεύει την υπό κρίση αίτηση, από την οποίαν οι Εναγόμενοι προβάλλουν τους δικούς τους ισχυρισμούς, φαίνεται ότι οι Ενάγοντες πληροφορήθηκαν για συνεργασία των Εναγομένων 3 & 4 με την Εναγόμενη 1 προτού αυτή ξεκινήσει αλλά η ενημέρωση που είχαν στις 10.04.24 από συγκεκριμένα άτομα που κατονομάζουν αφορούσε σε επικείμενη συνεργασία τους για την παραγωγή ενός νέου παιγνιδιού. Συνεπώς, από τα λεγόμενα τους, δεν είχαν πληροφορίες ότι η επικείμενη συνεργασία σχετιζόταν με το επίδικο παιγνίδι αλλά ότι αφορούσε ένα άλλο νέο παιγνίδι. Εξ ου η αποστολή της επιστολής ημερ. 21.05.24 των Εναγόντων φαίνεται ότι αποσκοπούσε σε διασκέδαση των ανησυχιών τους, χωρίς έτσι να έχουν μέχρι τη στιγμή εκείνη οποιαδήποτε στοιχεία που θα τους επέτρεπαν να έχουν διαφορετική εκτίμηση της κατάστασης. Το περιεχόμενο της απαντητικής επιστολής ημερ. 06.06.24 του δικηγόρου του Εναγομένου 4 (Τεκμήριο JB16 αρχική ΕΔ Barteneva) ήταν τέτοιο που δεν διαφοροποιούσε το σκηνικό. Ήταν καθησυχαστικό με αποτέλεσμα να μην δικαιολογείτο στο σημείο εκείνο η καταχώρηση της υπό κρίση αίτησης.
Όπως παρατηρώ από το ενώπιον μου μαρτυρικό υλικό, το επικαλούμενο παράνομο σχέδιο της Εναγομένης 1 με κατ’ ισχυρισμό συνεργασία / βοήθεια από τους Εναγόμενους 3 & 4 σχετικά με το επίμαχο παιγνίδι περιήλθε για πρώτη φορά στην αντίληψη των Εναγόντων στις 05.09.24 κατά τη διάρκεια συνέντευξης για εργασία στην υπηρεσία τους ενός πρώην υπαλλήλου της Εναγομένης 1. Η υπό κρίση αίτηση καταχωρίστηκε στις 17.10.24, δηλαδή μετά από περίπου 1,5 μήνες. Παράλληλα παρατηρώ ότι ο χρόνος αυτός που παρήλθε αναλώθηκε προς την κατεύθυνση της οργάνωσης λήψης δικαστικών μέτρων, όπως η αναζήτηση συνδρομής δικηγόρων, ο διορισμός και η ανάθεση της υπόθεσης σε δικηγορικό οίκο και γενικότερα η καταβολή προσπαθειών για αποτροπή κατ’ ισχυρισμό παράνομων ενεργειών από την Εναγόμενη 1, όπως για παράδειγμα απευθείας επικοινωνία με καταστήματα εφαρμογών προκειμένου να υπήρχε μεταβίβαση του επίμαχου παιγνιδιού και της βάσης δεδομένων χρηστών στους δικούς τους λογαριασμούς χωρίς εμπλοκή της Εναγομένης 1.
Στη βάση των πιο πάνω οι Εναγόμενοι δεν έχουν δίκαιο να παραπονιούνται. Ο χρόνος που διέρρευσε είναι δικαιολογημένος και υπό τις περιστάσεις δεν μπορεί να θεωρηθεί υπέρμετρος ώστε να καταλογιστεί ολιγωρία στους Ενάγοντες για την καταχώρηση της υπό κρίση αίτησης. Κατ’ επέκταση, ο λόγος αυτός ένστασης απορρίπτεται ως ανεδαφικός.
Εν πάση όμως περιπτώσει, ανεξάρτητα της πιο πάνω κατάληξης, όταν υπάρχει ισχυρισμός για επαναλαμβανόμενη επιλήψιμη συμπεριφορά, όπως είναι εδώ η παρούσα περίπτωση, η νομολογία υποδεικνύει ότι δεν θα πρέπει τυχόν αμέλεια ή ολιγωρία που επιδεικνύεται στην καταχώρηση αγωγής και προώθηση αίτησης για ενδιάμεση θεραπεία ακόμη και πάνω σε μονομερή βάση, να αποβαίνει μοιραία ή έστω να επενεργεί ως εμπόδιο για την απόδοση προσωρινής θεραπείας προς αποτροπή άλλων περαιτέρω κατ’ ισχυρισμό παράνομων πράξεων τιμωρώντας έτσι τον αιτητή για προηγούμενη αδράνεια του. Χρήσιμη αναφορά αντλείται από την υπόθεση Πλακίδη δια του πληρεξουσίου αντιπροσώπου αυτής Χαράλαμπου Ιωαννίδη v. Nomisko Developers Ltd (2010) 1Α Α.Α.Δ. 577 όπου, μεταξύ άλλων, τονίστηκαν τα εξής:
«Το γεγονός ότι ένας διάδικος είτε συνειδητά κατόπιν δικής του επιλογής, είτε κατόπιν αμέλειας ή ολιγωρίας παραλείπει να προσφύγει στο Δικαστήριο προσβάλλοντας μια κατά τον ισχυρισμό του παράνομη ή δόλια πράξη, αυτό το στοιχείο δεν πρέπει να εκληφθεί εναντίον του ως εμπόδιο στην απόδοση προσωρινής θεραπείας όταν μεσολαβήσει μια δεύτερη κατ’ ισχυρισμό παρανομία προς όφελος τρίτου προσώπου η οποία δημιουργεί νέα αρνητικά τετελεσμένα και ενώ αποδεικνύει ο αιτητής ότι επαπειλείται και συνέχεια. Σε μια τέτοια περίπτωση, ένας αιτητής θα υποστεί τις συνέπειες της όποιας τυχόν αδράνειάς του σε σχέση με τις περιπλοκές οι οποίες δημιουργούνται λόγω απόκτησης δικαιωμάτων από τρίτα πρόσωπα και των γενικότερων δυσκολιών που δυνατόν να δημιουργηθούν. Δεν δικαιολογείται όμως το Δικαστήριο υπό τέτοιες συνθήκες να αρνηθεί να αποδώσει θεραπεία αποτροπής άλλων, περαιτέρω και διαφορετικών κατ’ ισχυρισμό, παράνομων ή δόλιων πράξεων, ουσιαστικά ως τιμωρία για τυχόν προηγούμενη αδράνεια του αιτητή.»
Επομένως, ακόμη και αν λεχθεί ότι υπήρχε ολιγωρία από μέρους των Εναγόντων στην προώθηση της υπό κρίση αίτησης, η παρούσα είναι από τις περιπτώσεις όπου η ολιγωρία εκδήλωσης αντίδρασης και κατ’ επέκταση η καθυστέρηση στην καταχώριση της παρούσας υπόθεσης δεν θα ήταν ικανά από μόνα τους να στέκονταν εμπόδιο στην προώθηση της υπό κρίση αίτησης για εξέταση.
Η μη απόδειξης του «κατεπείγοντος στοιχείου» και/ή άλλων «ιδιαίτερων-εξαιρετικών περιστάσεων» ώστε να δικαιολογείτο η μονομερής έκδοση ενδιάμεσων διαταγμάτων είναι ένας άλλος ισχυρισμός που οι Εναγόμενοι προβάλλουν με τους λόγους ένστασης αρ. 2 & 3. Είναι προφανές ότι οι Ενάγοντες δεν συμμερίζονται τη θέση αυτή των Εναγομένων.
Στο σημείο αυτό κρίνω σκόπιμο να επαναλάβω ότι μονομερώς εκδόθηκαν, με κάποιες τροποποιήσεις, τα αιτούμενα ενδιάμεσα διατάγματα υπό τα σημεία (Α) - (Γ) από το σώμα της αίτησης. Αυτό είναι το κομμάτι που ελέγχεται κατά πόσο δικαιολογείται ή όχι η συνέχιση της ισχύς των ενδιάμεσων διαταγμάτων που εκδόθηκαν μονομερώς. Το υπόλοιπο μέρος της αίτησης αντιμετωπίζεται στα πλαίσια διαδικασίας σε δια κλήσεως αίτηση όπου το Δικαστήριο αφού άκουσε και τις δύο πλευρές καλείται να αποφασίσει κατά πόσο δικαιολογείται η έκδοση των αιτουμένων ενδιάμεσων διαταγμάτων. Πρόκειται για τα αιτούμενα διατάγματα υπό τα σημεία (Δ), (Ε), (ΣΤ), (Ζ) και (Η) της αίτησης.
Εφόσον στην παρούσα υπόθεση ισχύουν οι Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας 2023, η υπό κρίση αίτηση διέπεται από το Μέρος 23. Με βάση τον Κανονισμό 23.6(1) μια αίτηση μπορεί να υποβληθεί χωρίς ειδοποίηση σε οποιαδήποτε από τις περιπτώσεις που καταγράφονται. Από το περιεχόμενο της η υπό εξέταση αίτηση προωθείται μονομερώς επειδή θεωρείται κατ' επείγουσας φύσεως.
Το λεκτικό του Κανονισμού 6 του Μέρους 23 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας 2023 η οποία δεν αναιρεί και την πλούσια νομολογία επί του θέματος που έχει δημιουργηθεί στη βάση του παλαιού δικονομικού καθεστώτος. Το στοιχείο του «κατεπείγοντος» αποτελεί δικαιοδοτικό όρο για την ανάληψη δικαιοδοσίας από το Δικαστήριο για την παροχή θεραπείας μονομερώς. Σε κάθε περίπτωση ωστόσο που κάποιος επιθυμεί την έκδοση ενδιάμεσων διαταγμάτων, είτε μέσω μονομερούς αίτησης είτε δια κλήσεως αίτηση, θα πρέπει να απευθυνθεί στο Δικαστήριο χωρίς καθυστέρηση και δίχως να ολιγωρήσει. Μπορεί να λεχθεί ότι μόνο, εφόσον καταδεικνύεται το κατεπείγον του αιτήματος, δικαιολογείται, όλως εξαιρετικά, η άσκηση δικαστικής εξουσίας στην απουσία του καθ’ ου η αίτηση. Μόνο τότε μπορεί να συγχωρεθεί παρέκκλιση από το θεμελιώδη κανόνα της δικαιοσύνης που είναι να ακούσει και τα δύο μέρη πριν εκφέρει κρίση.
Όπως λέχθηκε στην υπόθεση Κούππα v. Πούλλας Τσαδιώτης Λίμιτεδ Πολιτική Έφεση Αρ. 351/2011 ημερ. 17.07.14, το στοιχείο του «κατεπείγοντος» μπορεί να επανεξεταστεί εφόσον εγείρεται στην ένσταση κατά της συνέχισης της ισχύος του διατάγματος που χορηγήθηκε μονομερώς, ώστε να υπάρχει συμμόρφωση στο θεμελιώδη κανόνα της φυσικής δικαιοσύνης που δεν επιτρέπει να παρεμποδίζεται το επηρεαζόμενο από το διάταγμα πρόσωπο να ακουστεί εφ’ όλης της ύλης. Υπάρχει βέβαια μέσα από την ίδια υπόθεση και η διατυπωθείσα άποψη ότι από τη στιγμή που ένα διάταγμα επιδίδεται και η πλευρά του εναγομένου ακούγεται εφ' όλης της ύλης, τότε μόνο αν διαπιστώνεται ότι υπήρξε απόκρυψη ή μη αποκάλυψη στοιχείων ή άλλος σοβαρός παράγοντας που οδήγησε σε παραπλάνηση το Δικαστήριο στο να αναλάβει δικαιοδοσία, μπορεί να τεθεί θέμα «κατεπείγοντος».
Στην προκειμένη περίπτωση τόσο το στοιχείο «κατεπείγοντος» όσο και το ζήτημα της κατ’ ισχυρισμό «απόκρυψης ουσιωδών γεγονότων» εγείρονται ως ξεχωριστοί λόγοι με αποτέλεσμα να εφαρμόζεται χωρίς ενδοιασμό το σκεπτικό στην υπόθεση Κούππα (πιο πάνω).
Στην υπόθεση Αίτηση C.M.K. Metal Construction Limited και άλλος Πολιτική Αίτηση Αρ. 138/2018 ημερ. 07.11.18 λέχθηκε ότι η απόδοση θεραπείας χωρίς να ακουστεί η άλλη πλευρά αποτελεί σοβαρή εκτροπή από θεμελιακή αρχή της φυσικής δικαιοσύνης. Γι' αυτό η εφαρμογή της θεραπείας αυτής δικαιολογείται κατ' εξαίρεση στις περιπτώσεις μόνο που στοιχειοθετείται κατεπείγουσα ανάγκη.
Το Ανώτατο Δικαστήριο κατ’ επανάληψη τόνισε την ανάγκη όπως η μονομερής δικαιοδοσία του δικαστηρίου αναλαμβάνεται με φειδώ. Για να εκδοθεί ένα διάταγμα μονομερώς τα πράγματα πρέπει να είναι τόσο επείγοντα και τόσο πιεστικά που το δικαστήριο να μην έχει άλλη επιλογή παρά να εκδώσει το διάταγμα (Έλενα Κυριάκου (2010) 1Β Α.Α.Δ. 1332 και Βαλεντίνα Θεοφάνους (2010) 1Α Α.Α.Δ. 234).
Στην υπόθεση Resola (Cyprus) Ltd v. Χρίστου (1998) 1 (Β) Α.Α.Δ. 598 στη σελ. 604, κατ’ ακολουθία της αναφοράς στο άρθρο 9(1) του Περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6, αναφέρεται πως:
“Το επείγον για την παροχή θεραπείας αποτελεί δικαιοδοτικό όρο. Μόνο, εφόσο καταδεικνύεται το κατεπείγον του αιτήματος, δικαιολογείται, όλως εξαιρετικά, η άσκηση δικαστικής εξουσίας στην απουσία του εναγομένου. Μόνο τότε μπορεί να συγχωρηθεί η παρέκκλιση από το θεμελιώδη κανόνα της δικαιοσύνης, να ακούσει και τα δύο μέρη πριν εκφέρει κρίση.
Όπως διαπιστώνει ο Κωνσταντινίδης, Δ., σε δύο αποφάσεις του – (In Re Stavrou Hotel Apartments Ltd (Aίτηση Αρ. 76/94 – 29/12/94), In Re B.P. CYPRUS LTD – (Αίτηση Αρ. 143/96 – 1/8/96)), το υπαρκτό του επείγοντος αποτελεί προϋπόθεση για την επίκληση της δικαιοδοσίας κάτω από το Άρθρο 9 του ΚΕΦ. 6.”
Περαιτέρω στην υπόθεση Astarti Development Plc κ.α. v. Χριστοδουλίδη κ.α., Πολιτική Αίτηση Αρ. 160/2015 ημερομηνίας 13.01.16 υποδείχτηκε ότι το κατεπείγον της θεραπείας συναρτάται προς την αμεσότητα του κινδύνου, στην αποτροπή του οποίου η θεραπεία αποσκοπεί. Η ύπαρξη του κατεπείγοντος δικαιολογείται μέσα από την προβολή συγκεκριμένων και σαφών ισχυρισμών.
Σχετική ακόμη με το θέμα είναι και η πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Ανδρέου v Olympic Insurance Company Limited, Πολιτική Έφεση Αρ. E396/2016 ημερ. 12.10.23.
Στην προκειμένη περίπτωση η ύπαρξη του «κατεπείγοντος στοιχείου» παρουσιάζεται επί της ακόλουθης κατάστασης:
(α) στα πλαίσια ανάγκης να αναχαιτιστούν συνεχιζόμενες ενέργειες των Εναγομένων που οι Ενάγοντες θεωρούν ότι είναι παράνομες, παραβιάζουν δικαιώματα τους και είναι άμεσα επιζήμιες για τους ιδίους – η προστασία δικαιωμάτων των Εναγόντων ένεκα της φύσης των κατ’ ισχυρισμό παραβιάσεων και των άμεσα ζημιογόνων επιδράσεων σ’ αυτά (The Timberland Co. of USA v. Evans & Sons Limited (1998) 1 Α.Α.Δ. 1179, M & CH Mitsingas Trading Ltd κ.α. v. Timberland Co. (πιο πάνω)),
(β) στα πλαίσια ανάγκης να εμποδιστούν προσπάθειες των Εναγομένων που σύμφωνα με τους Ενάγοντες αποσκοπούν στη δημιουργία και διανομή κλώνου ή αντιγράφου του επίμαχου παιγνιδιού,
(γ) στα πλαίσια ανάγκης να απαγορευτεί η διανομή του επίμαχου παιγνιδιού μετά τη λήξη της άδειας διανομής σε καταστήματα εφαρμογών στις 22.10.24,
(δ) προκειμένου να αποφευχθεί η διακοπή στη διανομή του επίμαχου παιγνιδιού στους υφιστάμενους χρήστες του,
(ε) προκειμένου να μην τερματιστεί η οικονομική εκμετάλλευση του επίμαχου παιγνιδιού από τους Ενάγοντες, πράγμα που σύμφωνα με τους ιδίους θα τους προκαλούσε τεράστια οικονομική ζημιά αλλά και πλήγμα στη φήμη και εμπορική εύνοια τους,
(στ) του κινδύνου που οι Ενάγοντες θεωρούν υπαρκτό για δημιουργία, διανομή και κυκλοφορία κλώνου ή αντιγράφου του επίμαχου παιγνιδιού από τους Εναγόμενους με τη χρήση βάσης δεδομένων των χρηστών πράγμα που θα τους επιφέρει καταστροφικές συνέπειες.
Τα πιο πάνω αναλύονται και επεξηγούνται στην δεύτερη ένορκη δήλωση που συνοδεύει την υπό κρίση αίτηση και πραγματεύεται ειδικά το ζήτημα του «κατεπείγοντος» και της ανάγκης για μονομερούς καταχώρησης της αίτησης αυτής, ως απαιτείται από τους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας 2023 (Κ23.8(2) & Κ25.3(3)). Πρόκειται για αναφορές, οι οποίες αντικειμενικά ιδωμένες, σε συνάρτηση με τη χρονική αλληλουχία των επικαλούμενων γεγονότων που δεν εγείρουν ζήτημα καθυστέρησης ή ολιγωρίας στην καταχώρηση της παρούσας αίτησης, δημιουργούν την ύπαρξη «κατεπείγοντος στοιχείου». Είναι προφανές ότι το κατεπείγον στην παρούσα περίπτωση συναρτάται άμεσα με την αποτροπή του κινδύνου, ο οποίος είναι πολυεπίπεδος και εμφανίζεται υπό τα σημεία (α) μέχρι (ε) πιο πάνω και αφορά σε λήψη ενδιάμεσων θεραπειών που σκοπό έχουν την αποτροπή του κινδύνου αυτού στην ολότητα του.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, το στοιχείο του «κατεπείγοντος» ικανοποιείται και ως εκ τούτου οι συγκεκριμένοι λόγοι ένστασης απορρίπτονται ως αβάσιμοι.
Περαιτέρω οι Εναγόμενοι εγείρουν ζήτημα απόκρυψης ουσιώδη γεγονότων από μέρους των Εναγόντων στο στάδιο που η αίτηση τους εξεταζόταν μονομερώς προκειμένου να παραπληροφορήσουν και κατ’ επέκταση παραπλανήσουν και εξαπατήσουν το Δικαστήριο για να τους εκδώσει τα αιτούμενα διατάγματα. Είναι οι λόγοι ένστασης αρ.6 και 7.
Υπενθυμίζω ότι μέρος της αίτησης μετατράπηκε σε δια κλήσεως όταν δόθηκαν οδηγίες από το Δικαστήριο για επίδοση της μαζί με όλα τα σχετικά έγγραφα στους Εναγόμενους (αιτούμενες θεραπείες υπό τα σημεία Δ), (Ε), (ΣΤ), (Ζ) και (Η)). Προφανώς το ζήτημα που οι Εναγόμενοι εγείρουν απευθύνεται στο κομμάτι της αίτησης όπου εκδόθηκαν μονομερώς ενδιάμεσα διατάγματα (σημεία (Α), (Β) & (Γ)).
Η πλήρης αποκάλυψης όλων των ουσιωδών γεγονότων τα οποία, αντικειμενικά κρινόμενα, μπορούν να επενεργήσουν στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου να παράσχει θεραπεία αποτελεί υποχρέωση του Αιτητή (εδώ Εναγόντων) που καταφεύγει στην χορήγηση θεραπείας με μονομερή αίτηση (Γρηγορίου v. Χριστοφόρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 248, The Timberland of USA v. Evans & Sons Ltd κ.α. (1998) 1 Α.Α.Δ. 1179, Demstar Ltd v. Zim Israel Navigation Co Limited (1996) 1 Α.Α.Δ. 597 και Δήμος Πάφου v. Βοσκού (2001) 1(Β) Α.Α.Δ. 1168). Τούτο επειδή το Δικαστήριο στην απουσία του άλλου μέρους, εναντίον του οποίου ζητείται μονομερώς η αξιούμενη θεραπεία, προχωρεί στη λήψη απόφασης βασιζόμενο μόνο στα στοιχεία και γεγονότα που περιέχονται στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση.
Γι’ αυτό, στα πλαίσια εξέτασης αίτησης όπου ο Καθ’ ου η αίτηση (εδώ οι Εναγόμενοι) δεν λαμβάνει μέρος και δεν έχει την ευκαιρία στο στάδιο εκείνο να ακουστεί κατά παρέκκλιση του κανόνα της φυσικής δικαιοσύνης, η ένορκη δήλωση του Αιτητή (εδώ οι Ενάγοντες) πρέπει να αποκαλύπτει όλα τα ουσιώδη γεγονότα που γνωρίζει ή που με εύλογη επιμέλεια θα γνώριζε και μπορούν να επηρεάζουν την κρίση του Δικαστηρίου, το οποίο καλείται να αποφασίσει χωρίς παραπλάνηση και παραπληροφόρηση. Για να έχουν σημασία τέτοια γεγονότα πρέπει να σχετίζονται με:
(α) το βάσιμο του δικαιώματος του αιτητή όπως δικογραφείται στην έκθεση απαίτησης και
(β) τη σοβαρότητα του ζητήματος το οποίο εγείρεται, καθώς και
(γ) την πιθανότητα επιτυχίας.
Επί του πιο πάνω σημείου παραπέμπω στην υπόθεση M & CH Mitsingas Trading Ltd κ.α. v. Timberland Co. (πιο πάνω). Με λίγα λόγια, ο αιτητής αποκαλύπτει όλα τα γεγονότα που συνθέτουν τα αγώγιμα δικαιώματα του και προσδιορίζουν τα στοιχεία τα οποία καθιστούν το αίτημα του επείγον (The Timberland Co. of USA v. Evans & Sons Limited (πιο πάνω)).
Η αποκάλυψη ουσιωδών γεγονότων συναρτάται με την καλή πίστη η οποία πρέπει να επιδεικνύεται σε περίπτωση μονομερούς εξέτασης ενδιάμεσης αίτησης. Παράλειψη παρουσίασης ουσιαστικών γεγονότων στη μονομερή αίτηση θεωρείται ως είδος εξαπάτησης του Δικαστηρίου, το οποίο προχωρεί στην ακύρωση του εκδοθέντος διατάγματος. Η πρόθεση για απόκρυψη είναι άσχετη και δεν αποτελεί προϋπόθεση για την ακύρωση του διατάγματος.
Οι Εναγόμενοι προβάλλουν σωρεία περιπτώσεων που κατά τη γνώμη τους οι Ενάγοντες απέκρυψαν πληροφορίες, προέβησαν σε δηλώσεις που κατά τη γνώμη τους είναι παραπλανητικές και έχουν παραπληροφορήσει το Δικαστήριο με αποτέλεσμα να θεωρούν ότι οι Ενάγοντες παραβίασαν την υποχρέωση τους να αποκαλύψουν ουσιώδεις γεγονότα που προσμέτρησαν στην κρίση του Δικαστηρίου για την έκδοση των ενδιάμεσων διαταγμάτων. Θα αναφερθώ σ’ αυτές αμέσως στη συνέχεια.
Το πρώτο σημείο που οι Εναγόμενοι επικαλούνται ως παραπληροφόρηση από μέρους των Εναγόντων αφορά το χρόνο ανάμιξης της Εναγομένης 1 με το επίμαχο παιγνίδι. Στην αρχική ένορκη δήλωση τους οι Ενάγοντες αναφέρουν ότι μετά την ολοκλήρωση της ανάπτυξης του εν λόγω παιγνιδιού στα πλαίσια προηγούμενης συμφωνίας τους ημερ. 09.02.21 με την Easy Games και τη δημοσίευση του στο App Store και στο Google Play, αποφάσισαν να βρουν ένα εκδότη που θα αναλάμβανε την έκδοση του παιγνιδιού και θα το προωθούσε και θα το διένεμε στα καταστήματα εφαρμογών. Για τον σκοπό αυτό δίδουν την εντύπωση ότι επιλέγηκε η Εναγόμενη 1, την οποίαν παρουσιάζουν ως εκδότρια παιγνιδιών πολλαπλών πλατφόρμων. Με την προβολή της συμφωνίας ημερ.01.09.21 μεταξύ των Εναγόντων, την Easy Games και της Εναγομένης 1, εμφανίζουν την τελευταία να ήλθε στο προσκήνιο εκείνη την περίοδο. Ωστόσο από το περιεχόμενο του Τεκμηρίου DV2 που είναι ηλεκτρονικό μήνυμα ημερ. 16.02.21 και επισυνάπτεται στην αρχική ένορκη δήλωση των Εναγομένων δύναται να διαφανεί εμπλοκή της Εναγομένης 1 στην ανάπτυξη του επίμαχου παιγνιδιού από τον Φεβρουάριο 2021.
Το πιο πάνω από μόνο του και χωρίς να συνδεθεί με οποιεσδήποτε άλλες σχετικές πληροφορίες, δεν το καθιστά ουσιώδες γεγονός που θα μπορούσε να επηρεάσει και βεβαίως δεν επηρέασε την κρίση του Δικαστηρίου όταν εξέδιδε μονομερώς τα εν λόγω διατάγματα (Commerzbank Auslandsbanken Holding A.G. κ.α. v. Adeona Holdings Limited κ.α. (2015) 1 Α.Α.Δ. 386). Συνεπώς δεν υφίσταται ζήτημα απόκρυψης ουσιώδους γεγονότος που επενέργησε στη σκέψη του Δικαστηρίου κατά την απόφαση του.
Οι Εναγόμενοι περαιτέρω ισχυρίζονται ότι οι Ενάγοντες σκόπιμα ενημέρωσαν το Δικαστήριο μόνο σχετικά με τα δικαιώματα που προβλέπονται στις ρήτρες 1.1.2 και 1.1.8 της σύμβασης αδειδότησης ημερ. 01.08.21 και δεν προέβηκαν σε οποιαδήποτε αναφορά σχετικά με τα άλλα δικαιώματα που περιέχονται στους όρους 1.1.1 και 1.1.3-1.1.7 του ιδίου εγγράφου. Είναι η θέση τους ότι αναδεικνύοντας τα δικαιώματα που μπορούσαν να τερματιστούν μονομερώς και αγνοώντας τα δικαιώματα για τα οποία δεν υπήρχε δυνατότητα μονομερούς τερματισμού, οι Ενάγοντες παραπληροφόρησαν το Δικαστήριο δίδοντας του τη λανθασμένη, κατά την άποψη τους, εντύπωση ότι η σύμβαση μπορούσε να τερματιστεί στην ολότητα της. Αυτό θεωρούν ότι συνιστά παραπλάνηση.
Με όλο τον προσήκοντα σεβασμό το Δικαστήριο δεν παραπλανήθηκε με τον τρόπο που οι Εναγόμενοι ευσεβάστως εισηγούνται. Ο λόγος είναι επειδή δεν εξέλαβε ως δεδομένα ορθή τη νομική θέση που οι Ενάγοντες του παρουσίασαν στο στάδιο που εκδόθηκαν μονομερώς τα ενδιάμεσα διατάγματα. Η έκδοση τους δεν είναι αποτέλεσμα επηρεασμού της κρίσης του Δικαστηρίου από την επικαλούμενη θέση αυτή.
Σε κάθε περίπτωση η εξέταση του σημείου αυτού προϋποθέτει πρώτα ενδελεχή μελέτη του περιεχόμενου της σύμβασης καθώς επίσης των τροποποιήσεων αυτής. Παράλληλα προϋποθέτει σφαιρική αντίληψη του συνολικού περιεχομένου της εν λόγω σύμβασης αλλά και των τροποποιήσεων. Αυτά σε συνάρτηση με τις προθέσεις των συμβαλλομένων μερών και το αντικείμενο της σύμβασης που είναι εξειδικευμένο. Δεν αποκλείεται για την αποτύπωση των πιο πάνω να χρειαστεί μελέτη και άλλων συμβάσεων, όπως για παράδειγμα η συμφωνία μεταφοράς δικαιωμάτων του παιγνιδιού και η συμφωνία μεταβίβασης των υποχρεώσεων που απορρέουν από προγενέστερη συμφωνία εκμετάλλευσης για δημοσίευση του επίμαχου παιγνιδιού. Μάλιστα το εγχείρημα αυτό γίνεται δυσκολότερο και πιο περίπλοκο αν ληφθεί υπόψη η αναφορά των Εναγομένων ότι υπάρχουν «ορισμένες ασυμφωνίες μεταξύ του Ρωσικού και του Αγγλικού κειμένου και σύμφωνα με τη ρήτρα 11.2 της Σύμβασης Αδειοδότησης, το Ρωσικό κείμενο υπερτερεί για την ορθή ερμηνεία της συμφωνίας» (§63 της αρχικής δήλωσης Εναγομένων). Αν ισχύει κάτι τέτοιο εδώ, γίνεται αντιληπτό ότι θα χρειαστεί μαρτυρία από ειδικό, η οποία θα πρέπει να τύχει επεξεργασίας και αξιολόγησης. Γι’ αυτά χρειάζεται νομική ανάλυση και λεπτομερής νομική επιχειρηματολογία. Το Δικαστήριο καλείται να κρίνει αν ο μονομερής τερματισμός της άδειας διανομής του επίμαχου παιγνιδιού στα καταστήματα εφαρμογών με τον τρόπο που έγινε από τους Ενάγοντες ουσιαστικά επέφερε τερματισμό της σύμβασης στην ολότητα της και, εφόσον ισχύει, εάν κάτι τέτοιο δικαιολογείται ή αν η δυνατότητα μονομερούς τερματισμού περιοριζόταν στο επικαλούμενο από τους Εναγόμενους τμήμα της και το υπόλοιπο κομμάτι της διατηρείται ανεξάρτητο και έπρεπε να είχε παραμείνει σε ισχύ. Η κατάληξη του Δικαστηρίου στο θέμα αυτό είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την προφανή θέση των Εναγομένων ότι ο τερματισμός της σύμβασης είναι παράνομος και άκυρος, το οποίο θα αποτελέσει επίδικο ζήτημα για εξέταση κατά την ακρόαση της υπόθεσης.
Από τα πιο πάνω διαφαίνεται ότι για να εξετάσει την πιο πάνω θέση των Εναγομένων, το Δικαστήριο θα πρέπει να ασχοληθεί με ενδελεχή μελέτη και ερμηνεία διαφόρων νομικών εγγράφων χωρίς να αποκλείεται η ανάγκη να ακουστεί μαρτυρία από εμπειρογνώμονα, η ανάγκη μελέτης λεπτομερών νομικών επιχειρηματολογιών των διαδίκων που υποστηρίζουν τις διαφορετικές νομικές προσεγγίσεις των διαδίκων, προσεκτική νομική έρευνα και τελικά κρίση επί ενός επίδικου ζητήματος πριν από την ακρόαση της αγωγής. Το Δικαστήριο ακριβώς πρέπει να αποφεύγει οτιδήποτε από τα προαναφερόμενα αφού καλείται να το πράξει κατά τη δίκη της ουσίας της αγωγής (Junitexo Ltd v. Adidas (1984) 1 C.L.R. 263, Γρηγορίου κ.α. v. Χριστοφόρου κ.α. (πιο πάνω), Parico Aluminium Designs Ltd v. Muskita-Aluminium Co. Limited και άλλη (πιο πάνω)). Η διαφορετική λεπτομερής νομική ανάλυση και οι διαφορετικές νομικές τοποθετήσεις που παρέχονται μέσα από τις πολυσέλιδες ένορκες δηλώσεις της αίτησης και της ένστασης δικαιολογούν το σκεπτικό του Δικαστηρίου.
Επομένως δεν υφίσταται θέμα παραπλάνησης Δικαστηρίου αλλά υιοθέτηση και προβολή εκ διαμέτρου αντίθετων νομικών προσεγγίσεων. Σαφώς το ζήτημα αυτό θα κριθεί μέσα από την εκδίκαση της ουσίας της αγωγής υπό το φως του επιδίκου θέματος της εγκυρότητας και νομιμότητας του τερματισμού της σύμβασης αδειοδότησης στο οποίο εντάσσεται.
Επίσης είναι η θέση των Εναγομένων ότι οι Ενάγοντες σκόπιμα δεν παρουσίασαν σαφή σημεία της νομικής θέσης της Εναγομένης 1, όπως αυτή περιέχεται στην προδικαστηριακή επιστολή πρωτοκόλλου που της αποστάλθηκε πριν από την καταχώρηση της Απαίτησης (Μέρος 7) Αρ. 457/2024 στο Ε.Δ. Πάφου. Αυτό κατά τη γνώμη τους συνιστά μη αποκάλυψη ουσιωδών γεγονότων.
Με κανένα τρόπο δεν πρέπει να εκληφθεί ότι η μη έκθεση από τους Ενάγοντες ολόκληρου του περιεχομένου της πιο πάνω προδικαστηριακής επιστολής πρωτοκόλλου της Εναγομένης 1 οδήγησε το Δικαστήριο στην μονομερή έκδοση των διαταγμάτων. Δεν πρόκειται για ουσιώδες γεγονός που προσμέτρησε στην κρίση του Δικαστηρίου κατά την εξέταση της μονομερούς προώθησης της υπό κρίση αίτησης. Η παρουσίαση ολόκληρου του κειμένου της εν λόγω επιστολής μέσα από το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης των Εναγόντων δεν θα διαφοροποιούσε την κρίση του Δικαστηρίου. Εν πάση περιπτώσει, ουδεμία παραπλάνηση υπήρξε αφού οι Ενάγοντες στην ένορκη δήλωση τους ξεκαθαρίζουν ότι η Εναγόμενη 1, δια του συνηγόρου της, στην προδικαστηριακή επιστολή πρωτοκόλλου είχε αναφέρει πως οι Ενάγοντες δεν είχαν δικαίωμα τερματισμού της σύμβασης αδειοδότησης/εκμετάλλευσης. Παράλληλα οι Ενάγοντες αποκαλύπτουν το πλήρες περιεχόμενο της εν λόγω επιστολής επισυνάπτοντας το στην ένορκη τους ως Τεκμήριο JB28.
Σε ότι αφορά τη θέση των Εναγομένων ότι μετά την παραλαβή της προδικαστηριακής επιστολής πρωτοκόλλου ημερ. 27.09.24 οι Ενάγοντες προχώρησαν σκόπιμα σε δυσφημιστικές δημοσιεύσεις που είναι παραπλανητικές, είναι ζήτημα που δεν σχετίζεται με το αντικείμενο εκδίκασης της παρούσας διαδικασίας αλλά ενδεχομένως να αποτελέσει επίδικο ζήτημα που χρήζει εξέτασης κατά την εκδίκαση της ουσίας είτε της παρούσας υπόθεσης είτε της Απαίτησης (Μέρος 7) Αρ. 457/2024.
Ακόμη είναι η θέση των Εναγόντων ότι οι Ενάγοντες παραπλάνησαν το Δικαστήριο όταν αναφέρθηκαν στην πρακτική της βιομηχανίας βιντεοπαιχνιδιών και ότι αυτή θα κατέρρεε σε περίπτωση που δεν αποκτούσαν αυτό που επιδίωκαν.
Με όλο τον δέοντα σεβασμό, η αναφορά στην πρακτική της βιομηχανίας βιντεοπαιχνιδιών ήταν απλά μία γενική αναφορά του ενόρκως δηλούντα που σκοπό είχε την ομαλή εισαγωγή του αναγνώστη στον εξειδικευμένο αυτό τομέα προκειμένου να γίνει αντιληπτό το σκηνικό λειτουργίας του. Δεν είναι σχετικό γεγονός για να μπορεί να έχει κάποια σημασία. Η εν λόγω αναφορά δεν συνιστά ουσιώδες γεγονός της παρούσας περίπτωσης με τα συγκεκριμένα γεγονότα και ιδιάζοντα περιστατικά που την περιβάλλουν ώστε να προσμετρήσει στην κρίση του Δικαστηρίου όταν αποφάσιζε για την έκδοση των ενδιάμεσων διαταγμάτων στα πλαίσια της μονομερούς εξέτασης της υπό κρίση αίτησης. Ο δε ισχυρισμός των Εναγομένων για αναφορά των Εναγόντων περί κατάρρευσης της βιομηχανίας βιντεοπαιχνιδιών εάν δεν πετύχαιναν αυτό που επιδίωκαν χαρακτηρίζεται από ίχνος υπερβολής το οποίο στερείται σοβαρότητας για να μπορεί να ληφθεί υπόψη. Εν πάση περιπτώσει, δεν πρόκειται για αναφορά που σχετίζεται με τις παραμέτρους που προσμετρούν στην κρίση του Δικαστηρίου όταν εξετάζει μονομερώς το ενδεχόμενο έκδοσης ενδιάμεσων διαταγμάτων.
Οι Εναγόμενοι επίσης ισχυρίζονται ότι οι Ενάγοντες παραπλάνησαν το Δικαστήριο επειδή δεν του αποκάλυψαν με ποιο τρόπο συνήθως ο εκδότης συνεργάζεται με τον προγραμματιστή.
Δεν έχουν δίκαιο να παραπονιούνται οι Εναγόμενοι. Στην πρώτη ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την υπό κρίση αίτηση και ειδικότερα στο αρχικό της μέρος η ομνύουσα αναφέρει και εξηγεί το ρόλο του εκδότη και του προγραμματιστεί καθώς επίσης διευκρινίζει πάνω σε ποια βάση δημιουργείται μεταξύ τους σχέση και σε ποιο πλαίσιο διεξάγεται μεταξύ τους συνεργασία.
Περαιτέρω οι Εναγόμενοι επικαλούνται ότι οι Ενάγοντες ενώ είχαν καθήκον να παρουσιάσουν τις ρήτρες 4.3 και 4.6 αλλά και να αναφέρουν την πραγματική και νομική θέση των Εναγομένων ότι η Βάση Δεδομένων Χρηστών τους ανήκει, υπέδειξαν παραπλανητικά ότι η Βάση Δεδομένων Χρηστών είναι δική τους ιδιοκτησία υποδεικνύοντας τη ρήτρα 1.4 της σύμβασης αδειοδότησης.
Όπως ήδη λέχθηκε, η υποχρέωση των Εναγόντων αφορά την πλήρη αποκάλυψη όλων των ουσιωδών γεγονότων τα οποία, αντικειμενικά κρινόμενα μπορούν να επενεργήσουν στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου να εκδώσει μονομερώς τα ενδιάμεσα διατάγματα. Με κάθε σεβασμό, η πιο πάνω τοποθέτηση των Εναγομένων δεν αποτελεί ουσιώδες γεγονός που έχει αποκρυβεί από τους Ενάγοντες και το Δικαστήριο καλείται να εξετάσει αν όντως υπήρξε παράλειψη αποκάλυψης και επομένως να κρίνει εάν το καθήκον αυτό έχει παραβιαστεί με ότι αυτό συνεπάγεται. Δεν είναι σχετικό γεγονός για να μπορεί να έχει κάποια σημασία. Η πιο πάνω αναφορά συνιστά διαφορετική νομική προσέγγιση η οποία δεν εμπίπτει στην υποχρέωση των Εναγόντων για αποκάλυψη ουσιωδών γεγονότων σχετικών με το αντικείμενο εκδίκασης της παρούσας διαδικασίας.
Τα όσα έχω αναφέρει αμέσως πιο πάνω βρίσκουν έρεισμα στο παράπονο των Εναγομένων ότι η δήλωση των Εναγόντων πως έχουν δικαίωμα να έχουν πρόσβαση στην οικονομική βάση δεδομένων και στα εργαλεία της Εναγομένης 1 δυνάμει της σύμβασης αδειοδότησης, είναι παραπλανητική. Δεν πρόκειται για σχετικό γεγονός ώστε να έχει κάποια σημασία. Με κάθε ταπεινότητα πρέπει να λεχθεί ότι δεν συνιστά ουσιώδες γεγονός αλλά θέση που προβλήθηκε ότι στηρίζεται στο περιεχόμενο μιας σύμβασης, η οποία θέση εάν και εφόσον σχετίζεται με τα κριτήρια και τις προϋποθέσεις που άπτονται του αντικειμένου εκδίκασης θα κριθεί εάν ευσταθεί ή όχι, σε συνάρτηση με την αντίθετη θέση των Εναγομένων, μέσα από το μαρτυρικό υλικό που τέθηκε ενώπιον μου.
Ομοίως η δήλωση των Εναγομένων ότι οι Ενάγοντες «επανέλαβαν αρκετές φορές στις ένορκες δηλώσεις τους για να πείσουν το Δικαστήριο να εκδώσει τα αιτούμενα διατάγματα» τους ισχυρισμούς που επικαλούνται στην §143 της αρχικής ένορκης δήλωσης που συνοδεύει την ένσταση δεν είναι ουσιώδη γεγονότα αλλά θέσεις για τις οποίες οι Ενάγοντες επιχειρηματολόγησαν. Η ορθότητα τους θα κριθεί υπό το φως των αντίστοιχων θέσεων των Εναγομένων και σε συνάρτηση με τα κριτήρια και τις προϋποθέσεις που άπτονται του αντικειμένου εκδίκασης μέσα από το μαρτυρικό υλικό που προσάχθηκε για τον σκοπό αυτό.
Κατ’ ανάλογο τρόπο η θέση των Εναγομένων ότι το παιγνίδι που πρόκειται να θέσουν σε λειτουργία δεν είναι κλώνος ή προϊόν αντιγραφής του επίμαχου παιγνιδιού σε αντίθεση με τη θέση των Εναγόντων, είναι θέμα κρίσης του Δικαστηρίου ποια από τις δύο ευσταθεί στη βάση του μαρτυρικού υλικού στα πλαίσια εφαρμογής των κριτηρίων και παραμέτρων που εξετάζονται για σκοπούς του αντικειμένου της διαδικασίας. Δεν είναι ουσιώδες γεγονός επί του οποίου το Δικαστήριο βασίστηκε για να εκδώσει ενδιάμεσα διατάγματα.
Επιπλέον οι Εναγόμενοι προβάλλουν ότι οι Ενάγοντες σκόπιμα απέκρυψαν ηλεκτρονικό τους μήνυμα ή αίτημα σε πλατφόρμες, εκτός από τις Google και Apple, καθώς και απάντηση από αυτές παρά μόνο επιλεκτικά παρουσίασαν το ηλεκτρονικό τους μήνυμα στην Google (Τεκμήριο JB27). Σύμφωνα με τους Εναγόμενους, οι Ενάγοντες παραβίασαν το καθήκον τους για πλήρη και ειλικρινή αποκάλυψη.
Με κάθε σεβασμό στους Εναγόμενους, ο εν λόγω ισχυρισμός τους είναι γενικός, αόριστος και στερείται θεμελίωσης. Οι ίδιοι δεν αναφέρουν αν υπήρχαν τέτοιες απαντήσεις και από ποιες πλατφόρμες. Επίσης δεν αναφέρουν ποιο το περιεχόμενο τους. Ακόμη ουδεμία εξήγηση δίδεται ως προς το πως η μη αποκάλυψη τυχόν απαντητικών ηλεκτρονικών μηνυμάτων από άλλες πλατφόρμες παραπλάνησε το Δικαστήριο και με ποιο τρόπο προσμέτρησε στην κρίση του Δικαστηρίου όταν εξέδιδε μονομερώς τα ενδιάμεσα διατάγματα. Σε κάθε περίπτωση ενώπιον του Δικαστηρίου δεν έχει παρουσιαστεί που να υποστηρίζει τον εν λόγω ισχυρισμό των Εναγομένων, έστω με τη γενική και αόριστη μορφή που έχει.
Περαιτέρω οι Εναγόμενοι επικαλείται άλλες τέτοιες περιπτώσεις μέσα από τις §330-§409 της αρχικής ΕΔ που υποστηρίζει την ένσταση (σελίδες 57-70). Ωστόσο η συντριπτική πλειονότητα αυτών αποτελούν επανάληψη θέσεων που έχουν ήδη εξεταστεί. Παραπέμπω στο σκεπτικό του Δικαστηρίου σε κάθε μία από αυτές χωρίς να χρειάζεται να το επαναλάβω. Σε ότι αφορά τις υπόλοιπες περιπτώσεις, το αντικείμενο τους δεν συνιστά θετικές πληροφορίες ή ουσιώδεις γεγονότα που είτε αποκρύφτηκαν είτε παρουσιάστηκαν με παραπλανητικό τρόπο αλλά πρόκειται για θέσεις που πηγάζουν μέσα από νομικά επιχειρήματα-προσεγγίσεις και/ή έγγραφα που αποτελούν μέρος του μαρτυρικού υλικού που τέθηκε ενώπιον μου.
Έχω προσέξει ότι σε αρκετές από τις πιο πάνω περιπτώσεις οι Εναγόμενοι επικαλούνται παραπλάνηση του Δικαστηρίου επειδή θεωρούν τις προβαλλόμενες αναφορές των Εναγόντων αναληθείς. Θα πρέπει να λεχθεί ότι στο στάδιο αυτό γενικά δεν εξετάζεται το αληθές ή η αξιοπιστία ισχυρισμών οποιασδήποτε πλευράς. Αυτό επειδή το Δικαστήριο δεν καταλήγει σε οποιαδήποτε ευρήματα και/ή τελικά συμπεράσματα αναφορικά με την πλήρη και τελική εξέταση του πραγματικού και νομικού καθεστώτος της υπόθεσης, κάτι το οποίο θα αποτελέσει την κρίση του κατά την εξέταση της ουσίας της υπόθεσης. Στο παρόν στάδιο οι διάφορες αναφορές των Εναγόντων εξετάζονται με βάση το σύνολο των νομικών και πραγματικών εγγράφων που τέθηκαν ενώπιον μου και υπό το φως των επιχειρημάτων που προβλήθηκαν από τους Εναγόμενους ώστε το Δικαστήριο αντικειμενικά να κρίνει αν οι Ενάγοντες αποκάλυψαν όλα τα ουσιώδη γεγονότα που γνώριζαν και/ή που με εύλογη επιμέλεια θα γνώριζαν και τα οποία επενέργησαν στην κρίση του Δικαστηρίου όταν αποφάσιζε μονομερώς για την έκδοση των ενδιάμεσων διαταγμάτων.
Στη βάση των πιο πάνω, καταλήγω ότι οι Ενάγοντες δεν έχουν παραβιάσει το καθήκον αποκάλυψης γεγονότων που σχετίζονται με το πλαίσιο των επικαλούμενων αγώγιμων δικαιωμάτων τους και με το στοιχείο του κατεπείγοντος.
Η θέση των Εναγομένων ότι οι Ενάγοντες δεν προσέρχονται με καθαρά χέρια στο Δικαστήριο είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τον ισχυρισμό τους ότι οι Ενάγοντες ενέργησαν κακόπιστα και προωθούν καταχρηστικά την παρούσα διαδικασία (9ος λόγος ένστασης).
Η συμπεριφορά των Εναγόντων, ως Αιτητές που εδώ είναι, λαμβάνεται υπόψη στα πλαίσια εξέταση της παρούσας αίτησης εφόσον αυτή αφορά το αντικείμενο της παρούσας υπόθεσης και σχετίζεται άμεσα με τις αιτούμενες θεραπείες και έχει επηρεάσει αρνητικά τους Εναγόμενους ή τους έχει προκαλέσει αδικία. Βασικά αξιώματα του δικαίου της επιείκειας είναι ότι «όποιος επικαλείται την επιείκεια πρέπει να προσέρχεται με καθαρά χέρια» και «όποιος επιζητεί επιείκεια, πρέπει να είναι έτοιμος να πράξει επιείκεια» (κυπριακό νομικό σύγγραμμα ‘Διατάγματα-Injunctions’ των Αρτέμη & Ερωτοκρίτου, σελίδες 60-62).
Χωρίς να μου διαφεύγουν τα πιο πάνω, θα πρέπει να λεχθεί ότι η απόρριψη της θέσης των Εναγομένων περί παραβίασης του καθήκοντος αποκάλυψης γεγονότων από τους Ενάγοντες συμπαρασύρουν αυτόματα σε αποτυχία τον ισχυρισμό τους περί κακοπιστίας και κατάχρησης της διαδικασίας από μέρους τους. Δεν χρειάζεται να αναφερθεί οτιδήποτε περαιτέρω.
Επιπλέον οι Εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι τα διατάγματα δεν περιορίζονται εντός της επικράτειας της Κυπριακής Δημοκρατίας (21ος λόγος ένστασης). Αντίθετη φαίνεται να είναι η θέση των Εναγόντων.
Εκείνο που παρατηρώ είναι ότι οι Εναγόμενοι δεν προωθούν τον συγκεκριμένο λόγο. Ουδεμία αναφορά γίνεται για το ζήτημα που εγείρουν μέσα από τις ένορκες δηλώσεις που συνοδεύουν την ένσταση. Παράλληλα δεν υπήρξε οποιοσδήποτε νομικός σχολιασμός μέσα από τη νομική επιχειρηματολογία του συνηγόρου των Εναγομένων. Συνεπώς εκλαμβάνω ότι οι Εναγόμενοι έχουν εγκαταλείψει τον λόγο αυτό ένστασης, τον οποίον δεν προωθούν. Εν πάση περιπτώσει, ο συγκεκριμένος λόγος ένστασης στερείται θεμελίωσης και ως εκ τούτου απορρίπτεται.
Έπονται ο 4ος λόγος ένστασης και ο 5ος λόγος ένστασης, οι οποίοι θα εξεταστούν μαζί επειδή ασχολούνται με το ίδιο ζήτημα. Είναι η θέση των Εναγομένων ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις έκδοσης προληπτικών διαταγμάτων (Quia Timet). Οι Ενάγοντες δεν συμμερίζονται τη θέση αυτή.
Θα πρέπει να λεχθεί ότι η θέση των Εναγόντων με βρίσκει σύμφωνο. Η παρούσα δεν είναι από τις περιπτώσεις όπου επιδιώκεται η έκδοση ενδιάμεσου διατάγματος ώστε να εμποδιστούν οι Εναγόμενοι να προχωρήσουν στην τέλεση επαπειλούμενης πράξης στο μέλλον. Η παρούσα υπόθεση αφορά περίπτωση στην οποίαν οι Ενάγοντες ζήτησαν την έκδοση ενδιάμεσου διατάγματος που να απαγορεύει επικαλούμενη υφιστάμενη παραβίαση συμβατικών και αστικών δικαιωμάτων τους από τους Εναγόμενους, κατά την οποίαν ισχυρίζονται ότι υπέστηκαν ζημιές. Αν κάποιος αναγνώσει την έκθεση απαίτησης θα παρατηρήσει ότι δικογραφούνται διάφορες βάσεις αγωγής και αξιώνονται σωρεία θεραπειών, ανάμεσα στις οποίες γενικές και τιμωρητικές και/ή παραδειγματικές αποζημιώσεις. Επίσης δικογραφείται η θέση ότι συνεπεία των κατ’ ισχυρισμό πράξεων των Εναγομένων οι Ενάγοντες υπέστηκαν ζημιές άνω των €2.000.000 και ότι συνεχίζουν να υφίστανται ζημιές. Ενδεικτικά παραπέμπω στις §54 - §63, ΙΗ & ΙΘ παρακλητικού έκθεσης απαίτησης.
Κατά συνέπεια οι λόγοι αυτοί ένστασης δεν ευσταθούν και ως εκ τούτου απορρίπτονται.
Επιπλέον οι Εναγόμενοι παραπονιούνται ότι τα «ενδιάμεσα διατάγματα είναι πανομοιότυπα με τις τελικές θεραπείες στην παρούσα αγωγή αλλά και στην αγωγή 457/2024 που εκκρεμεί». Είναι η θέση τους ότι τυχόν έκδοση και/ή οριστικοποίηση τους ουσιαστικά προαποφασίζει τα επίδικα θέματα όχι μόνο της παρούσας αγωγής αλλά και της Απαίτησης Αρ. 457/2024. Πρόκειται για τους λόγους ένστασης αρ. 31 & 32. Αντίθετη είναι η θέση των Εναγόντων, οι οποίοι υπέδειξαν με παραπομπή σε νομολογία ότι αυτό είναι θεμιτό σε υποθέσεις πνευματικής ιδιοκτησίας.
Η νομολογία υποδεικνύει ότι όπου το αίτημα για έκδοση προσωρινών διαταγμάτων είναι ταυτόσημο με τα αιτούμενα διατάγματα της αγωγής και τυχόν έκδοση τους επιφέρει ουσιαστικά και τον τερματισμό διαφοράς μεταξύ των διαδίκων ή του ενδιαφέροντος τους να συνεχίσουν με την εκδίκαση της αγωγής, η έγκριση του θα πρέπει να αποφεύγεται (Σταυράκης και άλλος v. Δήμος Λευκωσίας, Πολιτική Έφεση Αρ. Ε68/13, ημερ. 24.03.15). Το Δικαστήριο αποφεύγει να εκδώσει προσωρινό διάταγμα υπέρ του ενάγοντα όταν αυτό θα ισοδυναμεί με απόφαση στην αγωγή χωρίς να έχει δοθεί η ευκαιρία στον εναγόμενο να αμφισβητήσει μέσα από τη δίκη την ουσία της αγωγής.
Παρόλα αυτά, στην υπόθεση Penderhill Holdings Ltd κ.α. v. Abramchyk κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 319/11 ημερ. 13.01.14 αναγνωρίστηκε η δυνατότητα του Δικαστηρίου να παρέχει ταυτόσημες θεραπείες με την αγωγή σε κατάλληλη περίπτωση, χωρίς έτσι να αποκλείεται κατά κανόνα η χορήγηση τους. Όπως εξηγήθηκε, το ζήτημα εξετάζεται πάντοτε υπό το φως των γεγονότων της κάθε υπόθεσης και αποτελεί θέμα ειδικών περιστάσεων. Δηλαδή εξετάζεται εκεί όπου η ανάγκη και η φύση το επιβάλλει. Αυτό που λέχθηκε είναι ότι το «ανεπιθύμητο» δεν μπορεί να εξισωθεί με «απαγόρευση».
Το ότι το ανεπιθύμητο δεν εξισώνεται με απαγόρευση και ότι δεν υπάρχει άκαμπτος κανόνας αποκλεισμού της ουσιαστικής θεραπείας ενδιαμέσως, αν αυτή ορθά και δικαίως ζητείται είχε λεχθεί και προηγουμένως στην υπόθεση Avila Management Services Limited και άλλη v. Frantisek Edsberg (2012) 1 Α.Α.Δ. 1403. Χαρακτηριστικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα, το οποίο ομιλεί από μόνο του:
“Κατ' αρχάς η ενδιάμεση θεραπεία παραμένει ενδιάμεση, αναθεωρήσιμη ανά πάσα στιγμή θεωρηθεί ότι οι περιστάσεις έχουν διαφοροποιηθεί προς τροποποίηση ή ακόμη και ακύρωση του εκδοθέντος διατάγματος. Πρόσθετα, ενώ το εκδοθέν διάταγμα παραχωρείται ως λύση επείγουσας και παρεμπίπτουσας μορφής, οι ίδιες οι θεραπείες που ζητούνται με το κλητήριο, εάν επιτύχουν, χορηγούνται τελεσίδικα και στο διηνεκές, (δέστε και Zena Company Ltd v. Demenian Catering Ltd - ανωτέρω -). Εξαρτάται από την κρίση του Δικαστηρίου, αναλόγως των περιστάσεων (Parico Aluminium Designs Ltd v. Muskita Aluminium Co. Ltd (2002) 1 Α.Α.Δ. 2015).”
Στρεφόμενος στην υπό κρίση αίτηση παρατηρώ ότι οι ενδιάμεσες θεραπείες που οι Ενάγοντες αξιώνουν μπορεί να ταυτίζονται με ορισμένες τελικές θεραπείες που απαιτούν στην παρούσα υπόθεση (σημεία Ζ, Η, Θ, Ι, ΙΑ, ΙΒ, ΙΓ και ΙΔ του παρακλητικού της έκθεσης απαίτησης), ωστόσο τυχόν έγκριση των ενδιάμεσων θεραπειών δεν διευθετεί τελεσίδικα τα επίδικα θέματα της αγωγής υπέρ του ενός ή του άλλου διαδίκου. Οι Ενάγοντες επιδιώκουν την συνέχιση ισχύος διαταγμάτων και παράλληλα ζητούν την έκδοση διαταγμάτων που θα έχουν ενδιάμεση μορφή. Τα ενδιάμεσα διατάγματα αυτά δύναται να αναθεωρηθούν, τροποποιηθούν ή ακόμη ακυρωθούν ανά πάσα στιγμή όταν τα δεδομένα δικαιολογούν κάτι τέτοιο. Σε κάθε όμως περίπτωση αν η πιο πάνω επιδίωξη των Εναγόντων πετύχει, θα ισχύουν μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης, χωρίς έτσι τυχόν έκδοση τους να ασχολείται με την ουσία της υπόθεσης και δίχως να επιλύει τις διαφορές των διαδίκων. Αντίθετα οι ταυτόσημες θεραπείες που αξιώνονται στο Έντυπο Απαίτησης έχουν μόνιμη μορφή και δύναται να αποδοθούν μόνο μετά από εκδίκαση της ουσίας της υπόθεσης και αφού πρώτα κριθούν όλα τα επίδικα θέματα της υπόθεσης.
Παράλληλα δεν διαφεύγει της προσοχής μου ότι οι εν λόγω ταυτόσημες θεραπείες αποτελούν μέρος άλλων τελικών αξιώσεων που επίσης διεκδικούνται στο ίδιο Έντυπο Απαίτησης, η εξέταση όλων των οποίων πηγάζει μέσα από την εκδίκαση της ουσίας της υπόθεσης. Ειδικότερα, εκτός από την έκδοση των ταυτόσημων διαταγμάτων, οι Ενάγοντες αξιώνουν ως τελικές θεραπείες εναντίον των Εναγομένων την έκδοση επιπλέον διαταγμάτων, ανάμεσα στα οποία, προστακτικού διατάγματος για απόδοση λογαριασμών και/ή στοιχείων για κέρδη και ωφελήματα που τυχόν αποκόμισαν οι Εναγόμενοι από την εκμετάλλευση του επίμαχου παιγνιδιού, διάφορες δηλώσεις Δικαστηρίου που σχετίζονται με συμβατικά δικαιώματα χρήσης του επίμαχου παιγνιδιού, ιδιοκτησίας και προώθησης του, μεταβίβαση εμπορικού σήματος του εν λόγω παιγνιδιού καθώς επίσης επιδίκαση γενικών και/ή τιμωρητικών και/ή παραδειγματικών αποζημιώσεων συνεπεία ισχυρισμού για ζημιές που οι Ενάγοντες υπέστησαν λόγω επικαλούμενης παραβίασης συμβατικών δικαιωμάτων τους, δικαιωμάτων τους περί πνευματικής ιδιοκτησίας, πραγματοποίησης πράξεων που αποτελούν αθέμιτο ανταγωνισμό, παράβασης σχέσης εμπιστοσύνης και ενεργειών που αποσκοπούν στην εξαπάτηση τους που αποδίδουν στους Εναγόμενους, για τις οποίες τελικές θεραπείες το Δικαστήριο θα αποφασίσει μέσα από την επίλυση των επιδίκων ζητημάτων.
Το ότι τα αιτούμενα διατάγματα ταυτίζονται και με διατάγματα που ζητούνται στην εκκρεμούσα υπόθεση 457/2024 ουδεμία σχέση έχει. Δεν είναι κάτι που εξετάζεται ή προσμετρά στην κρίση του Δικαστηρίου στα πλαίσια εκδίκασης της υπό κρίση αίτησης αλλά ούτε και αφορά την παρούσα διαδικασία. Να σημειωθεί για ότι μπορεί να αξίζει πως η υπόθεση αρ. 457/2024 δεν εκδικάζεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου.
Κάτω από αυτά τα στοιχεία, η παρούσα περίπτωση είναι από αυτές όπου δεν μπορεί εκ προοιμίου να αποκλειστεί το ενδεχόμενο παροχής των αιτουμένων ενδιάμεσων διαταγμάτων μόνο και μόνο επειδή ταυτίζονται με ορισμένες τελικές θεραπείες που αξιώνονται στην υπόθεση. Ως εκ τούτου, οι λόγοι αυτοί ένστασης απορρίπτονται ως ανεδαφικοί.
Επιπροσθέτως οι Εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι η «εγγύηση και/οι δεσμεύσεις που έχουν δοθεί για την μονομερή έκδοση των δραστικών απαγορευτικών και προστακτικών διαταγμάτων είναι έκδηλα ανεπαρκείς και δεν διασφαλίζουν τα δικαιώματα» τους. Είναι ο 36ος λόγος ένστασης. Σε περίπτωση όμως που εκδοθούν διατάγματα καλούν το Δικαστήριο να αυξήσει σε πολύ μεγάλο βαθμό το ύψος της εγγύησης που έχει δοθεί. Οι Ενάγοντες διαφωνούν ότι τέτοιο θέμα δύναται να εξεταστεί στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας.
Όταν εκδίδεται ένα ενδιάμεσο διάταγμα ο Αιτητής θα πρέπει να αναλάβει δέσμευση προς το Δικαστήριο ότι θα καταβάλει αποζημιώσεις για ζημιές που ο Καθ’ ου η αίτηση ή άλλο πρόσωπο συνεπεία της έκδοσης του διατάγματος τις οποίες το Δικαστήριο κρίνει ότι οφείλει ο αιτητής να καταβάλει, εκτός βέβαια αν το Δικαστήριο διατάξει διαφορετικά. Σχετικός είναι ο Κ.25.7 των Διαδικαστικών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας 2023 που διέπουν δικονομικά την παρούσα υπόθεση, στις πρόνοιες του οποίου παραπέμπω. Επίσης ζητείται από τον Αιτητή, όπως το θεωρεί το Δικαστήριο σκόπιμο, ανάληψη δέσμευσης υπό τη μορφή προσωπικής υποχρέωση με ή χωρίς εγγυητές στην περίπτωση που ειδικά εκδίδεται μονομερώς διάταγμα δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 9(2) του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου (Κεφ.6). Το είδος και το ύψος της εγγύησης / εξασφάλισης όταν εκδίδεται ένα ενδιάμεσο διάταγμα είναι ζητήματα που εμπίπτουν στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου. Ζητήματα όπως το ύψος της εγγύησης δεν αποτελούν καλό λόγο για τη μη έκδοση ενδιάμεσου διατάγματος (Melouskia Commercial Ltd κ.α. v. Chumachenko Alisa και άλλος (2014) 1 Α.Α.Δ. 2110).
Στην προκειμένη περίπτωση με την έκδοση των ενδιάμεσων διαταγμάτων μονομερώς εγγύηση το Δικαστήριο διέταξε τους Ενάγοντες να υπογράψουν εγγύηση στο ύψος που κρίθηκε. Σε ότι αφορά τη θέση των Εναγόντων ότι ενδεχόμενη διαφοροποίηση του ύψους της εγγύησης που δόθηκε δεν εξετάζεται στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας, είναι ορθή. Θέμα για τυχόν αύξηση του ύψους της εγγύησης στα πλαίσια έκδοσης ενδιάμεσου διατάγματος αποτελεί αντικείμενο εξέτασης σε άλλη αίτηση. Προς επίρρωση του σκεπτικού του Δικαστηρίου παραπέμπω στην υπόθεση Melouskia Commercial Ltd (πιο πάνω) που ανάφερε ο συνήγορος των Εναγόντων στην αγόρευση του όπου λέχθηκαν, μεταξύ άλλων, τα εξής που σχετίζονται με το υπό εξέταση ζήτημα:
«Εξετάσαμε και αυτό το παράπονο και συμφωνώντας με τους ευπαίδευτους συνηγόρους των εφεσιβλήτων, παρατηρούμε κατ΄ αρχάς ότι σε καμιά περίπτωση το ύψος της εγγύησης δεν θα αποτελούσε καλό λόγο για τη μη έκδοση των διαταγμάτων ή για τον παραμερισμό της πρωτόδικης απόφασης. Ό,τι θα μπορούσε να επιφέρει ήταν η αύξηση του ποσού της εγγύησης, θέμα που θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο εξέτασης στην περίπτωση που οι εφεσείουσες θα υπόβαλλαν σχετική αίτηση.»
[η υπογράμμιση και η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου]
Έχοντας υπόψη μου τα πιο πάνω, ο λόγος αυτός ένστασης των Εναγομένων απορρίπτεται ως ανεδαφικός στην ολότητα του.
Περαιτέρω το λεκτικό και/ή διατύπωση των αιτουμένων διαταγμάτων αποτελεί ένα άλλο λόγο ένστασης των Εναγομένων (20ος λόγος ένστασης). Με τον λόγο αυτό οι Εναγόμενοι παραπονιούνται ότι το «λεκτικό και/ή διατύπωση των διαταγμάτων που αξιώνει η Αιτήτρια είναι ασαφή και/ή αόριστα και/ή με ανεπίτρεπτο τρόπο ευρεία και/ή δεν μπορούν να εφαρμοστούν». Με τη θέση αυτή οι Ενάγοντες διαφωνούν, οι οποίοι θεωρούν ότι δεν υφίσταται πρόβλημα.
Με προσήκοντα σεβασμό στους Εναγόμενους η συγκεκριμένη θέση τους είναι γενική, αόριστη και ασαφής, η οποία σε κάθε περίπτωση στερείται θεμελίωσης. Δεν υποδεικνύεται που ακριβώς εντοπίζεται αοριστία και ασάφεια στα διατάγματα. Δεν υποδεικνύεται που ακριβώς το περιεχόμενο ή η διατύπωση των αιτουμένων διαταγμάτων υστερεί ή μειονεκτεί. Ούτε εξηγείται με ποιο τρόπο δύναται να διορθωθούν. Κανένα πειστικό στοιχείο έχει τεθεί ενώπιον που να δικαιολογεί τη θέση αυτή των Εναγομένων, η οποία παρέμεινε ατεκμηρίωτη.
Εν πάση περιπτώσει, το ζήτημα αυτό εγέρθηκε και εξετάστηκε, στο βαθμό που επιτρέπει ο σκοπός της διαδικασίας, στην Αίτηση των Saygames Ltd κ.α. Πολιτική Αίτηση Αρ. 174/24 ημερ. 22.10.24 που αφορά την παρούσα υπόθεση. Στην απόφαση του το Ανώτατο Δικαστήριο δεν διαπίστωσε οτιδήποτε το επιλήψιμο.
Κάτω από αυτά τα δεδομένα, ο λόγος αυτός ένστασης απορρίπτεται ως αβάσιμος.
Επιπλέον οι Εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι «η Αιτήτρια δεν έχει το απαραίτητο locus standi και κωλύεται να προωθεί τις αξιώσεις τις οποίες προβάλλει και να επιδιώκει τις αιτούμενες θεραπείες» (16ος λόγος ένστασης).
Είναι ένας ισχυρισμός που δεν έχει προωθηθεί. Θεωρώ ότι έχει εγκαταλειφθεί. Είναι γι’ αυτό που εξάλλου οι Ενάγοντες δεν προέβηκαν σε οποιοδήποτε σχολιασμό της θέσης αυτής. Συγκεκριμένα ουδεμία αναφορά υπάρχει στις ένορκες δηλώσεις που συνοδεύουν την ένσταση. Επίσης κανένας νομικός σχολιασμός και καμία νομική εξήγηση παρέχεται μέσα από τη νομική επιχειρηματολογία του συνηγόρου των Εναγομένων. Σε κάθε περίπτωση ο εν λόγω ισχυρισμός στερείται τεκμηρίωσης.
Πέραν και ανεξαρτήτως του πιο πάνω, εάν κάποιος αναγνώσει το περιεχόμενο των ενόρκων δηλώσεων προς υποστήριξη της ένστασης κάθε άλλο παρά θα συμφωνήσει με τη θέση ότι οι Ενάγοντες δεν έχουν locus standi να προωθούν την παρούσα διαδικασία και να αξιώνουν τις ενδιάμεσες θεραπείες. Το λεκτικό και η διατύπωση τους σε συνδυασμό με τα έγγραφα που οι ίδιοι οι Εναγόμενοι έχουν θέσει ενώπιον μου μαζί με την αγόρευση του συνηγόρου τους, στην όψη τους, δεν καταδεικνύουν ότι οι Ενάγοντες στερούνται έννομου συμφέροντος να προωθούν τη διαδικασία αυτή και κατ’ επέκταση την υπόθεση γενικά. Δεν έχω παρατηρήσει να υπάρχει οποιοδήποτε κώλυμα των Εναγόντων σε σχέση με το ζήτημα αυτό.
Στη βάση των πιο πάνω, ο λόγος αυτός ένστασης κρίνεται ανεδαφικός και συνεπώς απορρίπτεται.
Ολοκληρώνω την ενασχόληση μου με την εξέταση των υπολοίπων λόγων ένστασης, οι οποίοι άπτονται της ουσίας της αίτησης αφού πραγματεύονται τα κριτήρια και τις παραμέτρους που πρέπει να συντρέχουν ώστε να δικαιολογείται η έκδοση των αιτουμένων προσωρινών διαταγμάτων καθώς επίσης να δικαιολογείται η συνέχιση της ισχύς των εκδοθέντων ενδιάμεσων διαταγμάτων (Dolego Estates Ltd κ.α. v. Φιλίππου και άλλη (1999) 1 Α.Α.Δ. 1217). Ένεκα του κοινού αντικειμένου τους θα εξεταστούν ως μία ενιαία ομάδα λόγων. Είναι βασικά η θέση των Εναγομένων ότι δεν πληρούνται οι απαιτούμενες προϋποθέσεις ενώ αντίθετα οι Ενάγοντες θεωρούν ότι αυτές ικανοποιούνται.
Η έκδοση ενδιάμεσων διαταγμάτων διέπεται από το άρθρο 32 του Περί Δικαστηρίων Νόμου Ν.14/60 μετά των συναφών τροποποιήσεων. Το εν λόγω άρθρο αποτελεί το γενικό δικαιοδοτικό υπόβαθρο που παρέχει εξουσία στο Δικαστήριο, εφόσον συντρέχουν οι ουσιαστικές προϋποθέσεις του, να εκδώσει οποιοδήποτε προστακτικό ή απαγορευτικό παρεμπίπτον διάταγμα που θα έκρινε δίκαιο ή πρόσφορο. Το θέμα αυτό εξετάστηκε σε σωρεία κυπριακών αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Κλασσική επί του προκειμένου θεωρείται η απόφαση στην υπόθεση Odysseos v. Pieris Estates Ltd and Another (1982) 1 C.L.R. 557 όπου επανατοποθετήθηκε η αρχή πως για την επιτυχή επίκληση του άρθρου 32 απαιτούνται τρεις προϋποθέσεις, οι οποίες πρέπει να συντρέχουν. Αυτές είναι:
(1) Η ύπαρξη σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση.
(2) Η ύπαρξη ορατής πιθανότητας επιτυχίας.
(3) Να είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο χωρίς την έκδοση/οριστικοποίηση του αιτουμένου διατάγματος.
Μετά την σωρευτική ικανοποίηση των πιο πάνω προϋποθέσεων, το Δικαστήριο, ασκώντας τη διακριτική του εξουσία, καλείται να σταθμίσει κατά πόσο είναι δίκαιο ή πρόσφορο και εύλογο να εκδώσει/συνεχίσει να ισχύει το αιτούμενο διάταγμα (Ιπποδρομιακή Αρχή Κύπρου v. Πασχάλης Χατζηβασίλης (1989) 1 (Ε) Α.Α.Δ. 152). Οι παράγοντες που μπορούν να επιδράσουν στην άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου κατά την εξέταση του ισοζυγίου της ευχέρειας είναι διάφοροι.
Το πρώτο κριτήριο του άρθρου 32 ικανοποιείται με την αποκάλυψη συζητήσιμης υπόθεσης στη βάση της καταχωρημένης δικογραφίας. Η αποκάλυψη συζητήσιμης υπόθεσης έχει σχέση με τη νομική αξίωση της απαίτησης και καθιστά μια πρωταρχική ανάλυση της νομικής θέσης, επιβεβλημένη ώστε να τοποθετηθεί η υπόθεση στο ορθό νομικό πλαίσιο και να επισημανθεί το νομικό της υπόβαθρο. Δηλαδή να θεμελιώνεται νομικά και μόνο η αξίωση με βάση τα όσα περιέχονται στις έγγραφες προτάσεις.
Στην παρούσα υπόθεση έχει καταχωριστεί έκθεση απαίτησης. Παράλληλα υπάρχουν και οι ένορκες δηλώσεις των διαδίκων. Οι Ενάγοντες στρέφονται εναντίον των Εναγομένων διεκδικώντας τα αποκλειστικά δικαιώματα ιδιοκτησίας, κατοχής, μεταφοράς, διανομής, χρήσης, εκμετάλλευσης και λειτουργίας ενός παιγνιδιού αγώνων αυτοκινήτων με συγκεκριμένη ονομασία μέσω διαδικτυακών καταστημάτων εφαρμογής (app-stores) σε κινητές ηλεκτρονικές συσκευές χρηστών. Η ύπαρξη επαγγελματικής συνεργασίας μεταξύ των ιδίων αλλά και με άλλα πρόσωπα με αντικείμενο το επίμαχο παιγνίδι είναι αποδεκτή από τους διαδίκους. Επίσης αποδεκτό από τους διαδίκους είναι η συνομολόγηση συμβάσεων και σειρά συμπληρωματικών συμφωνιών που επέφεραν τροποποιήσεις. Στην έκθεση απαίτησης αλλά και στα ένορκες δηλώσεις απαριθμούνται αυτές οι συμβάσεις με τις συμπληρωματικές συμφωνίες.
Η επαγγελματική συνεργασία των διαδίκων οδήγησε στη λειτουργία του επίμαχου παιγνιδιού για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Επειδή στην πορεία της συνεργασίας τους προέκυψαν μεταξύ τους διαφορές, οι Ενάγοντες απέστειλαν στην Εναγόμενη 1 επιστολή με την οποίαν οι Ενάγοντες προχώρησαν σε τερματισμό της συμβατικής συνεργασίας τους με την Εναγόμενη 1. Ούτε αυτά τελούν υπό αμφισβήτηση, χωρίς βέβαια η Εναγόμενοι να αποδέχονται ότι ο τερματισμός καλύπτει τη σύμβαση σε όλη της την έκταση.
Η έκθεση απαίτησης επικαλείται διάφορες βάσεις αγωγής. Μία από αυτές είναι ο ισχυρισμός των Εναγόντων ότι η Εναγόμενη 1 προέβηκε σε πράξεις δυνάμει των οποίων παραβιάστηκαν συμβατικά δικαιώματα τους. Η συνομολόγηση σύμβασης και τροποποιητικών συμφωνιών με νόμιμη αντιπαροχή το αμοιβαίο οικονομικό όφελος, ως είναι η προκειμένη περίπτωση, εμπίπτει στο Δίκαιο Συμβάσεων (άρθρο 10 Κεφ.149).
Το άρθρο 73(1) του Κεφ.149 παρέχει σε συμβαλλόμενο δικαίωμα αποζημίωσης από το υπαίτιο αντισυμβαλλόμενο για απώλεια ή ζημιά που υπέστη λόγω παράβασης σύμβασης από το μέρος αυτό, η οποία προέκυψε φυσικά κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων από την εν λόγω παράβαση ή την οποία οι συμβαλλόμενοι γνώριζαν όταν συναπτόταν η σύμβαση, ως ενδεχόμενη συνέπεια της παράβασης της σύμβασης. Εκεί που η ζημιά μπορεί να υπολογιστεί διεκδικούνται ειδικές αποζημιώσεις, αλλιώς αξιώνονται γενικές αποζημιώσεις (Bettabilt Services Ltd κ.α. v. Judy Dowes (Αρ.1) (2004) 1Β Α.Α.Δ 824, Καλησπέρας v. Δρυάδη και άλλης (1998) 1 Α.Α.Δ. 867, Αλπάν (Α/φοι Τάκη) Λτδ v. Θέλμας Τρυφωνίδου (1996) 1 ΑΑΔ 679).
Στην έκθεση απαίτησης γίνεται αναφορά στις γραπτές συμβάσεις των διαδίκων και στον σκοπό τους. Στο έγγραφο αυτό δικογραφείται η οριστική ρήξη στις σχέσεις Εναγόντων και Εναγομένης 1 (§46 & §48) για την οποίαν οι Ενάγοντες επιρρίπτουν ευθύνη στην Εναγόμενη 1. Επί του σημείου αυτού αποδίδουν στην Εναγόμενη 1 ότι προέβηκε σε διάφορες ενέργειες που οι Ενάγοντες εξέλαβαν ότι παραβίαζαν το πλαίσιο των μεταξύ τους συμφωνιών. Στην έκθεση απαίτησης δικογραφούνται λεπτομέρειες των πράξεων που αποδίδονται στην Εναγόμενη 1 και της κατ’ ισχυρισμό παράβασης της σύμβασης από αυτήν (§54 υπό τα σημεία (i)-(vi)). Πιο κάτω αναφέρω ενδεικτικά ορισμένες από τις καταγεγραμμένες ενέργειες της Εναγόμενης 1 που σύμφωνα με τους Ενάγοντες παραβίασαν της μεταξύ τους σύμβαση και συμπληρωματικές συμφωνίες:
(α) η Εναγόμενη 1 δεν απέδιδε το συμφωνημένο καθαρό κέρδος στους Ενάγοντες,
(β) η Εναγόμενη 1 αρνήθηκε να παράσχει στους Ενάγοντες πληροφορίες και στοιχεία που να επιτρέπουν στους Ενάγοντες να διαπιστώσουν το καθαρό κέρδος,
(γ) η Εναγόμενη 1 δεν έχει αποδώσει οποιοδήποτε εισόδημα προς τους Ενάγοντες για τη δημοσίευση του παιχνιδιού δυνάμεις της άδειας διανομής σε διαδικτυακές πλατφόρμες,
(δ) η Εναγόμενη 1 χρησιμοποίησε εμπιστευτικές πληροφορίες για τη δημιουργία του κλώνου.
Θεωρώντας ότι με την κατ’ ισχυρισμό συμπεριφορά της η Εναγόμενη 1 ουσιαστικά αρνείτο να εκπληρώσει τη συμβατική υπόσχεση της (άρθρο 39 Κεφ.149), δικογραφείται η ενέργεια των Εναγόντων να τερματίσουν μονομερώς τόσο τη σύμβαση όσο και τις τροποποιητικές συμφωνίες σε όλη τους την έκταση (§47 & §49). Επίσης δικογραφείται ισχυρισμός των Εναγόντων ότι συνεπεία των ενεργειών της Εναγομένης 1, οι ίδιοι υπέστηκαν ζημιές (§55). Στο σημείο αυτό να σημειωθεί ότι οι Εναγόμενοι αμφισβητούν τη νομιμότητα και εγκυρότητα τερματισμού της σύμβασης αφού αμφισβητούν ότι οι Ενάγοντες είχαν συμβατικό δικαίωμα να την τερματίσουν σε όλη της την έκταση.
Μία άλλη βάση αγωγής που δικογραφείται αφορά το αστικό αδίκημα του αθέμιτου συναγωνισμού. Οι Ενάγοντες επικαλούνται αθέμιτο συναγωνισμό εις βάρος τους από τους Εναγόμενους.
Στην Κύπρο το αστικό αδίκημα του αθέμιτου συναγωνισμού ή ανταγωνισμού όπως συνηθίζεται να λέγεται (passing off) και τα απαραίτητα συστατικά στοιχεία του, διέπονται από το άρθρο 35 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου (Κεφ.148). Η νομοθεσία αυτή αποτελεί κωδικοποίηση του κοινοδικαίου (CTO Public Company Limited κ.α. v. ΒΑΤ (Cyprus) Limited κ.α. (2012) 1Α Α.Α.Δ. 178). Συνεπώς το εν λόγω αδίκημα αναγνωρίζεται τόσο από τον κυπριακό νόμο όσο και από το κοινοδίκαιο. Έχει νομολογηθεί ότι η κωδικοποίηση δεν είναι εξαντλητική και μπορούμε να προσφεύγουμε στο κοινοδίκαιο για περαιτέρω καθοδήγηση (Demades Overseas Ltd v. Studio MA.ST. Ltd (1996) 1 Α.Α.Δ. 799). Παρόλο ότι το πιο πάνω άρθρο αναφέρεται σε αγαθά, κατ’ επίκληση των υποθέσεων Universal Advertising and Publishing Agency and Another v. Vouros XIX A.A.Δ. 87 και Jonitexo Ltd v. Adidas (1994) 1 Α.Α.Δ. 263, το πνεύμα των προνοιών του αλλά και ο σκοπός του νομοθέτη επεκτείνεται στη διεξαγωγή εργασιών επιχείρησης και στην παροχή υπηρεσιών.
Η ουσία σχετικά με το αστικό αδίκημα του αθέμιτου ανταγωνισμού, το οποίο προκύπτει κάτω από τις συνθήκες που διαγράφει το άρθρο 35 του Κεφ.148, είναι ότι απαγορεύεται η πώληση αγαθών ή η άσκηση επιχείρησης ή η παροχή υπηρεσιών ή η διεξαγωγή υπηρεσιών κάποιου προσώπου χρησιμοποιώντας το όνομα, επωνυμία, σήμα, περιγραφή ή άλλο τρόπο, έτσι ώστε να παραπλανεί το καταναλωτικό κοινό δημιουργώντας του τη λανθασμένη εντύπωση ότι τα αγαθά ή η επιχείρηση ή οι εργασίες ή οι υπηρεσίες είναι εκείνα κάποιου άλλου προσώπου (CTO Public Company Limited κ.α. v. ΒΑΤ (Cyprus) Limited κ.α. (πιο πάνω)). Σκοπός του άρθρου αυτού είναι η προστασία του εμπορευόμενου από τη μορφή του αθέμιτου συναγωνισμού που συνίσταται στην με ψευδή ή παραπλανητικά μέσα απόκτησης από άλλους του οφέλους που προκύπτει από τη φήμη που έχουν ήδη εξασφαλίσει οι εμπορευόμενοι αυτοί. Για να τύχει προστασίας το θύμα, δεν είναι απαραίτητο η απομίμηση να είναι απόλυτη. Αρκεί να είναι τέτοια που να μπορεί να προκαλέσει σύγχυση ως προς την προέλευση των εμπορευμάτων, εργασιών ή υπηρεσιών. Το εν λόγω αστικό αδίκημα και η προστασία που παρέχεται έχουν ως αντικείμενο την καθιέρωση χρηστών εμπορικών ηθών (Adidas v. Jonitexo Ltd (1987) 1 C.L.R.8 383 και M & CH Mitsingas Trading Ltd και άλλοι v. The Timberland Co (πιο πάνω)).
Η απόδειξη ειδικής ζημιάς δεν είναι αναγκαία. Η ζημιά τεκμαίρεται στην απουσία μαρτυρίας περί του αντιθέτου όταν λόγω της απομίμησης ο συνήθης αγοραστής δυνατό να συγχυστεί για την προέλευση των προϊόντων, των εργασιών ή υπηρεσιών. Θεραπείες που συνήθως διεκδικούνται είναι η έκδοση απαγορευτικού διατάγματος για τη χρήση, εκμετάλλευση, λειτουργία, διαφήμιση και συναλλαγή του ονόματος, επωνυμίας, σήματος, τρόπου, στη βάση των οποίων δημιουργείται η λανθασμένη εντύπωση στο μυαλό του πελάτη ως προς την πραγματική προέλευση προϊόντων, αντικειμένων, εργασιών ή υπηρεσιών που του παρέχονται. Περαιτέρω δυνατό να αξιωθεί η έκδοση προστακτικού διατάγματος για παροχή λογαριασμών ή στοιχείων για κέρδη καθώς επίσης απαιτείται η επιδίκαση γενικών αποζημιώσεων (Παπαχρυσοστόμου v. Παπαχρυσοστόμου (1992) 1Α Α.Α.Δ. 389).
Με βάση την έκθεσης απαίτησης, οι Ενάγοντες ισχυρίζονται ότι οι Εναγόμενοι προέβηκαν σε ενέργειες οι οποίες συνιστούν αθέμιτο συναγωνισμό εις βάρος τους. Οι Ενάγοντες δικογραφούν λεπτομέρειες αυτών των επικαλούμενων ενεργειών (§58). Ενδεικτικά αναφέρω ότι δικογραφούνται, μεταξύ άλλων οι εξής ισχυρισμοί:
(α) οι Εναγόμενοι, χωρίς την άδεια των Εναγόντων, αντέγραψαν τον κώδικα πηγής και/ή κώδικα μηχανής και/ή το προπαρασκευαστικό υλικό σχεδιασμού και/ή τα αισθητικά στοιχεία του γραφικού περιβάλλοντος χρήστη του παιγνιδιού για τη δημιουργία κλώνου (αντιγράφου) του παιγνιδιού,
(β) οι Εναγόμενοι δημοσίευσαν τον κλώνο στα καταστήματα εφαρμογών,
(γ) ο κλώνος ομοιάζει εξαιρετικά με το παιγνίδι με τα χαρακτηριστικά που ομοιάζουν να εκτίθενται αναλυτικά.
Παράλληλα οι Ενάγοντες δικογραφούν τη θέση πως οι πράξεις αυτές που δικογραφούν ότι συνιστούν αθέμιτο συναγωνισμό τους έχουν προκαλέσει ζημιές (§59). Στα πλαίσια των θεραπειών τους οι Ενάγοντες αξιώνουν την επιδίκαση γενικών αποζημιώσεων καθώς επίσης την έκδοση προστακτικών διαταγμάτων απόδοσης στοιχείων για αποκάλυψη εσόδων-εξόδων και κατάστασης λογαριασμών για εισοδήματα, κέρδη και ωφελήματα (§ΙΣΤ & §ΙΖ του παρακλητικού της έκθεσης απαίτησης).
Περαιτέρω μία άλλη βάση αγωγής που δικογραφείται είναι η συνομωσία με σκοπό την εξαπάτηση (§52). Σύμφωνα με τους Ενάγοντες, η Εναγόμενη 1 σε συνεννόηση και συνεργασία με τους Εναγόμενους 2, 3 & 4 και με σκοπό την εξαπάτηση των Εναγόντων προέβηκαν σε διάφορες ενέργειες προκειμένου να αντιγράψουν το επίμαχο παιχνίδι και αφού δημιουργούσαν κλώνο να τον κυκλοφορήσουν ταυτόχρονα με την απόσυρση του επίμαχου παιχνιδιού από τα καταστήματα εφαρμογών ώστε οι Εναγόμενοι να καρπωθούν την εμπορική φήμη, εύνοια, αξία και εισοδήματα του εν λόγω παιχνιδιού.
Στην Touchstone Snail Technologies Ltd κ.α. v. K. Invest Consulting S.A.L. Offshore κ.α. Πολιτική Έφεση Αρ. Ε11/21 ημερ. 29.03.24 υποδείχτηκε ότι η «συνομωσία» συνιστά ξεχωριστή βάση αγωγής για δόλο και η διάπραξη της αποτελεί αυτοτελές αστικό αδίκημα με συστατικά στοιχεία. Μνημονεύοντας την Χριστοφόρου κ.α. ν. Barclays Bank Plc (2009)1(A) A.Α.Δ.25 στην πιο πάνω υπόθεση ειπώθηκαν, ανάμεσα σ’ άλλα, τα πιο κάτω:
«εφόσον το αστικό αδίκημα της συνωμοσίας αναγνωρίζεται στο κοινοδίκαιο, τότε δυνάμει του Άρθρου 29(γ) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 και των νομολογηθέντων στην Paikkos v. Kontemeniotis (1989)1 C.L.R.50, ισχύει και στην Κύπρο. Στην Χριστοφόρου, ανωτέρω, λέχθηκαν τα εξής:
«Σύμφωνα με τον Halsbury' s Laws of England, 4η Έκδοση, Reissue, Τόμος 45(2), τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος, κατά το κοινοδίκαιο, είναι τα ακόλουθα:
"697. Απαραίτητα στοιχεία του αδικήματος της συνωμοσίας. Για να αποδείξει το αδίκημα της συνωμοσίας ο απαιτών πρέπει να αποδείξει: (1) συμφωνία μεταξύ δύο ή περισσότερων προσώπων· (2) είτε, όπου τα μέσα είναι νόμιμα, συμφωνία της οποίας ο πραγματικός και κυρίαρχος σκοπός είναι η πρόκληση βλάβης στον ενάγοντα είτε, όπου τα μέσα είναι παράνομα, συμφωνία της οποίας ο σκοπός είναι η πρόκληση βλάβης στον ενάγοντα· και (3) πράξεις που τελέστηκαν εις εκτέλεση της συμφωνίας είχαν ως αποτέλεσμα την πρόκληση ζημίας στον ενάγοντα."
Στην Χριστοφόρου, ανωτέρω, γίνεται επίσης παραπομπή στο σύγγραμμα Clerk & Lindsell on Torts αναφορικά με τη συνωμοσία. Στην 24η έκδοση του εν λόγω συγγράμματος, του 2023 παρατίθεται ανάλυση της εξέλιξης του κοινοδικαίου όσον αφορά το αστικό αδίκημα της συνωμοσίας, το οποίο εμπίπτει στην κατηγορία των αστικών αδικημάτων που περιγράφονται ως «economic torts».
Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα Ενοχικό Δίκαιο, ανωτέρω, η βασική αγγλική απόφαση επί του θέματος είναι η Crofter Hand Woven Harris Tweed v. Veitch [1942] A.C. 435 HL από την οποία προκύπτει ότι το απαραίτητο συστατικό στοιχείο της συνομωσίας με νόμιμα μέσα συνίσταται στο ότι ο πρωταρχικός σκοπός των κοινών ενεργειών των εναγόμενων ήταν η πρόκληση ζημιάς στον ενάγοντα (predominant purpose to injure the claimant).»
Στην έκθεση απαίτησης οι Ενάγοντες παραθέτουν συγκεκριμένες λεπτομέρειες που σύμφωνα με τους ιδίους διαπράχτηκε το αστικό αδίκημα της συνομωσίας από τους Εναγόμενους (§52). Ενδεικτικά αναφέρω ορισμένες από αυτές που καταγράφονται:
(α) η Εναγόμενη 1 παρότρυνε τους Εναγόμενους 3 & 4 να εγκαταλείψουν την εργασία τους από τους Ενάγοντες και να συνεργαστούν μαζί της για την ανάπτυξη και/ή δημιουργία κλώνου του παιχνιδιού,
(β) το άτομο που ίδρυσε την Εναγόμενη 2 περί τον Μάρτιο 2023 συνδέεται με τον Εναγόμενο 4,
(γ) περί τον Ιούλιο 2023 ο Εναγόμενος 4 παραιτήθηκε από την εργασία του με τους Ενάγοντες,
(δ) πριν από την αποχώρηση του και συγκεκριμένα περί τον Αύγουστο 2023 ο Εναγόμενος 4 προσπάθησε να πείσει την ομάδα των Εναγόντων που εργαζόταν για την ανάπτυξη του επίμαχου παιχνιδιού να τον ακολουθήσουν σε ένα νέο εγχείρημα,
(ε) περί τον Μάρτιο 2024 ο Εναγόμενος 3 παραιτήθηκε από την εργασία του με τους Ενάγοντες,
(στ) περί τον Απρίλιο 2024 οι Εναγόμενοι ξεκίνησαν μεταξύ τους συνεργασία για την αντιγραφή και δημιουργία κλώνου του επίμαχου παιχνιδιού,
(ζ) οι Εναγόμενοι 1, 3 & 4 αντέγραψαν και/ή χρησιμοποίησαν τον κώδικα πηγής και/ή κώδικα μηχανής και/ή το προπαρασκευαστικό υλικό σχεδιασμού και/ή τα αισθητικά στοιχεία του γραφικού περιβάλλοντος χρήστη του παιγνιδιού, στοιχεία στα οποία οι εν λόγω Εναγόμενοι είχαν πρόσβαση,
(η) οι Εναγόμενοι 1 & 4 σε συνεργασία μεταξύ τους δημιούργησαν κλώνο του επίμαχου παιγνιδιού με την ονομασία NRG: Real Speed χρησιμοποιώντας τον κώδικα πηγής και/ή κώδικα μηχανής και/ή το προπαρασκευαστικό υλικό σχεδιασμού και/ή τα αισθητικά στοιχεία του γραφικού περιβάλλοντος χρήστη του παιγνιδιού,
(θ) οι Εναγόμενοι προέβηκαν σε διαβήματα για να αποκρύψουν από τους Ενάγοντες την παραγωγή του κλώνου και/ή για να εμποδίσουν τους Ενάγοντες από του να προβούν σε ενέργειες για να εμποδίσουν την παραγωγή και δημοσίευση του κλώνου.
Παράλληλα δικογραφείται η θέση ότι συνεπεία των επικαλούμενων πράξεων μέσα από τις λεπτομέρειες που καταγράφονται πως εκτελέστηκαν από τους Εναγόμενους στα πλαίσια μεταξύ τους συνομωσίας με σκοπό την εξαπάτηση των Εναγόντων, προκλήθηκαν ζημιές στους Ενάγοντες (§53). Σε σχέση με το θέμα των ζημιών, οι Ενάγοντες αξιώνουν, μεταξύ άλλων θεραπειών, την επιδίκαση αποζημιώσεων.
Επίσης στην υπόθεση αυτή εγείρεται ως βάση αγωγής η αναφορά περί παραβίασης του καθήκοντος πίστης και εμπιστοσύνης από την Εναγόμενη 1 λόγω της σχέσης εμπιστοσύνης που υπήρχε μεταξύ της ιδίας και των Εναγόντων (§60). Σε σχέση με τη βάση αυτή αγωγής εκτίθενται συγκεκριμένες λεπτομέρειες. Αναφέρω αυτές τις δικογραφημένες λεπτομέρειες:
(α) κατά το χρόνο που οι Ενάγοντες είχαν εμπιστευτεί την Εναγόμενη 1 να δημοσιεύσουν το επίμαχο παιχνίδι, η τελευταία το αντέγραφε και δημιουργούσε κλώνο του,
(β) κατά το χρόνο που οι Ενάγοντες είχαν εμπιστευτεί την Εναγόμενη 1 να δημοσιεύσουν το επίμαχο παιχνίδι, η τελευταία δημοσίευσε τον κλώνο που είναι παιγνίδι ανταγωνιστικό του επίμαχου παιχνιδιού,
(γ) την ημέρα που η Εναγόμενη 1 δημοσίευσε τον κλώνο, αφαίρεσε το επίμαχο παιχνίδι από τα καταστήματα εφαρμογών ώστε να διοχετεύσουν τους χρήστες και/ή τα εισοδήματα από το παιχνίδι στον κλώνο.
Παράλληλα δικογραφείται ο ισχυρισμός ότι συνεπεία των πράξεων αυτών οι Ενάγοντες υπέστηκαν ζημιές άνω των €2.000.000. Λεπτομέρειες των επικαλούμενων ζημιών, τις οποίες οι Ενάγοντες θεωρούν ότι είναι συνεχιζόμενες και αυξανόμενες, παρέχονται μέσα από την έκθεση απαίτησης (§61 & §63). Σε σχέση με το θέμα των ζημιών, οι Ενάγοντες αξιώνουν, μεταξύ άλλων θεραπειών, την επιδίκαση αποζημιώσεων.
Στην Hazlewood Investment & Finance Ltd v. xxx Manuel Πολιτικές Εφέσεις Αρ. Ε14/2017 και Ε209/2017 ημερ. 16.07.19 όπου εκδόθηκαν μονομερώς ενδιάμεσα διατάγματα αλλά ακυρώθηκαν, το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου, έκρινε ότι υπήρχαν στοιχεία που καταδείκνυαν παραβίαση του καθήκοντος πίστης και εμπιστοσύνης λόγω της σχέσης εμπιστοσύνης που υπήρχε μεταξύ των διαδίκων μέσα από τις συμφωνίες τους και τις κατ’ ισχυρισμό ψευδείς παραστάσεις ώστε να ικανοποιείται τόσο η πρώτη προϋπόθεση όσο και η δεύτερη προϋπόθεση του άρθρου 32 του Ν.14/60.
Επιπλέον η παρούσα υπόθεση βασίζεται στο αστικό αδίκημα της παραβίασης δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας. Είναι η θέση των Εναγόντων ότι τέτοια δικαιώματα τους που σχετίζονται με το επίμαχο παιχνίδι έχουν παραβιαστεί εξ υπαιτιότητας των Εναγομένων.
Βασική νομοθεσία που προστατεύει δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας στην Κύπρο είναι ο περί του Δικαιώματος Πνευματικής Ιδιοκτησίας και Συγγενικών Δικαιωμάτων Νόμος του 1976 (Ν.59/76) μετά των συναφών τροποποιήσεων. Το είδος και η φύση των έργων και πράξεων των οποίων δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας τυγχάνουν προστασίας από τη νομοθεσία αυτή απαριθμούνται στο άρθρο 3(1) αυτής. Ανάμεσα σ’ αυτά είναι προγράμματα ηλεκτρονικών υπολογιστών και οι βάσεις δεδομένων.
Το άρθρο 7Β της νομοθεσίας πραγματεύεται ειδικά την προστασία προγραμμάτων ηλεκτρονικών υπολογιστών. Το πλαίσιο προστασίας καλύπτει το προπαρασκευαστικό υλικό του σχεδιασμού, την οριστική ή προσωρινή αναπαραγωγή του προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή με κάθε μέσο και μορφή εν όλω ή εν μέρει, τη μετατροπή του προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή και αναπαραγωγής των αποτελεσμάτων του και οποιαδήποτε μορφή διανομής στο κοινό του πρωτότυπου προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή ή των αντιγράφων του.
Το δε άρθρο 7Γ της νομοθεσίας ασχολείται με το δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας επί βάσεως δεδομένων. Ο δημιουργός βάσεως δεδομένων, είτε αυτός είναι ένα φυσικό πρόσωπο είτε ομάδα φυσικών προσώπων επί βάσεως που δημιουργήθηκε από κοινού είτε είναι νομικό πρόσωπο, έχει το αποκλειστικό δικαίωμα, ανάμεσα σ’ άλλα, να εκτελεί ή να επιτρέπει την προσωρινή ή διαρκή αναπαραγωγή της βάσεως δεδομένων με κάθε μέσο και μορφή, εν όλω ή εν μέρει, τη μετατροπή της βάσεως δεδομένων, οποιαδήποτε μορφή διανομής της βάσεως δεδομένων ή αντιγράφων της στο κοινό και οποιαδήποτε αναπαραγωγή, διανομή, ανακοίνωση, επίδειξη ή παρουσίαση στο κοινό των αποτελεσμάτων των πράξεων που αφορά τη μετατροπή της βάσεως δεδομένων.
Με βάση το άρθρο 4 της νομοθεσίας δικαιούχος στον οποίον αναγνωρίζονται δικαιώματα με βάση το νόμο αυτό είναι άτομο το οποίο είναι πολίτης της Δημοκρατίας ή έχει τη συνήθη διαμονή του στη Δημοκρατία, νομικό πρόσωπο, το οποίο συστάθηκε δυνάμει των νόμων της Δημοκρατίας, υπήκοος Κράτους Μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης και νομικά πρόσωπα της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, υπό την προϋπόθεση ότι συνδέονται πραγματικά και αδιάλειπτα με την οικονομία του Κράτους Μέλους της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, επί τη βάσει των νόμων του οποίου απέκτησαν νομική προσωπικότητα. Σύμφωνα ακόμη με το άρθρο 2 που είναι το ερμηνευτικό πλαίσιο της νομοθεσίας, "νόμιμος χρήστης" προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή ή βάσης δεδομένων, σημαίνει το χρήστη νομίμως αποκτηθέντος προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή ή νομίμως αποκτηθείσας βάσεως δεδομένων.
Η πιο πάνω νομοθεσία παρέχει ως θεραπεία τη δυνατότητα επιδίκασης επιπρόσθετων αποζημιώσεων. Προς τούτο παραπέμπω στο άρθρο 13(7). Ωστόσο προϋπόθεση για την άσκηση της εξουσίας για την επιδίκαση επιπρόσθετης αποζημίωσης είναι να πεισθεί το Δικαστήριο ότι «ο ενάγοντας δεν δύναται άλλως πως να τύχει αποτελεσματικού μέσου θεραπείας». Σχετική είναι η υπόθεση D & L Tourist Enterprises Ltd v. Lacoste και άλλη Πολιτική Έφεση Αρ. 84/2014 ημερ. 03.07.20, ECLI:CY:AD:2020:D215.
Άξια αναφοράς είναι και η Συνθήκη του Παγκόσμιου Οργανισμού Πνευματικής Ιδιοκτησίας για τα Δικαιώματα Πνευματικής Ιδιοκτησίας και Συμφωνημένες Δηλώσεις, που υπογράφτηκε στις 20 Δεκεμβρίου του 1996 στη Γενεύη, στην οποίαν προσχώρησε η Κυπριακή Δημοκρατία με τη θέσπιση του περί της Συνθήκης του Παγκόσμιου Οργανισμού Πνευματικής Ιδιοκτησίας για τα Δικαιώματα Πνευματικής Ιδιοκτησίας και Συμφωνημένες Δηλώσεις (Κυρωτικού) Νόμου του 2002. Τα άρθρα 4 και 5 αφορούν προστασία δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας σε ηλεκτρονικά προγράμματα (computer programs) και βάσεις δεδομένων (databases) αντίστοιχα.
Στην A. Micrologic Computer Consultants Ltd v. Microsoft Corporation (2002) 1Γ Α.Α.Δ.1802 το πρωτόδικο δικαστήριο εξέδωσε μονομερώς προσωρινό διάταγμα με το οποίο απαγόρευε στους εφεσείοντες να παραβιάζουν δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας της εφεσίβλητης σε προγράμματα ηλεκτρονικών υπολογιστών. Ακολούθως το ενδιάμεσο διάταγμα κατέστη οριστικό. Ασκήθηκε έφεση επί της πρωτόδικης απόφασης. Στην απόφαση του το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την έφεση υποδεικνύοντας, μεταξύ άλλων, ότι σε ενδιάμεση διαδικασία για προσωρινό διάταγμα εκείνο που χρειάζεται δεν είναι η απόδειξη του ουσιαστικού δικαιώματος αλλά σοβαρές ενδείξεις περί της πιθανότητας ύπαρξής του. H αρχή αυτή επαναδιατυπώθηκε στην Parico Aluminium Designs Ltd v. Muskita-Aluminium Co. Limited και άλλη (πιο πάνω) μετά από απόρριψη έφεσης σε απόφαση πρωτόδικου δικαστηρίου όπου επίσης εκδόθηκε μονομερώς προσωρινό απαγορευτικό διάταγμα το οποίο είχε οριστικοποιηθεί κατόπιν εκδίκασης.
Στην έκθεση απαίτησης της παρούσας υπόθεσης, τα επικαλούμενα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας αφορούν το επίμαχο παιχνίδι αγώνων αυτοκινήτων με την ονομασία «Race Master 3D – Car Racing» που δραστηριοποιείται μέσω διαδικτυακών καταστημάτων εφαρμογής (app-stores) σε κινητές ηλεκτρονικές συσκευές χρηστών. Το παιχνίδι λειτουργεί διαδικτυακά δυνάμει ηλεκτρονικού προγράμματος που σχεδιάστηκε και αναπτύχθηκε έχοντας για τον σκοπό αυτό βάση δεδομένων χρηστών.
Οι Ενάγοντες είναι εταιρεία με έδρα την Πράγα στην Τσεχία. Από την Τσεχία φαίνεται να προέρχονται και οι Εναγόμενοι 2, 3 & 4. Αντίθετα οι Ενάγοντες είναι εταιρεία με έδρα την επαρχία Πάφου στην Κύπρο.
Όπως ήδη λέχθηκε, δικογραφείται ισχυρισμός ότι οι Εναγόμενοι προέβηκαν σε πράξεις που παραβίασαν δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας των Εναγόντων. Προς τούτο παρέχονται λεπτομέρειες των επικαλούμενων ενεργειών (§56). Αναφέρω αυτές τις λεπτομέρειες που καταγράφονται στο δικόγραφο:
(α) οι Εναγόμενοι, χωρίς την άδεια των Εναγόντων, αντέγραψαν τον κώδικα πηγής και/ή κώδικα μηχανής και/ή το προπαρασκευαστικό υλικό σχεδιασμού και/ή τα αισθητικά στοιχεία του γραφικού περιβάλλοντος χρήστη του παιγνιδιού για τη δημιουργία κλώνου (αντιγράφου) του παιγνιδιού,
(β) οι Εναγόμενοι δημοσίευσαν τον κλώνο στα καταστήματα εφαρμογών,
(γ) οι Εναγόμενοι εκμεταλλεύτηκαν οικονομικά τον κλώνο του παιχνιδιού,
(δ) ο κλώνος ομοιάζει εξαιρετικά με το παιγνίδι με τα χαρακτηριστικά που ομοιάζουν να εκτίθενται αναλυτικά,
(ε) οι Εναγόμενοι, χωρίς την άδεια των Εναγόντων, συνέχισαν να διανέμουν το παιχνίδι στους υφιστάμενους χρήστες μετά τις 22.10.24 και να αποκομίζουν οικονομικό όφελός από την παράνομη διανομή του παιχνιδιού.
Παράλληλα δικογραφείται η θέση ότι ως αποτέλεσμα των ενεργειών των Εναγομένων, οι Ενάγοντες υπέστηκαν ζημιές (§57). Για το θέμα των ζημιών οι Ενάγοντες αξιώνουν, μεταξύ άλλων θεραπειών, την επιδίκαση αποζημιώσεων.
Στη βάση των πιο πάνω, εκ πρώτης όψεως υπάρχουν προσδιορισμένα αγώγιμα δικαιώματα που χρήζουν εξέτασης. Υπάρχουν σαφείς και συγκεκριμένες νομικές αξιώσεις που απαιτούνται από πλευράς των Εναγόντων εναντίον των Εναγομένων, το πλαίσιο των οποίων προσδίδουν στην παρούσα υπόθεση ξεκάθαρο νομικό υπόβαθρο. Κρίνω ότι έχει αποκαλυφθεί συζητήσιμη υπόθεση αφού υπάρχουν ζητήματα τα οποία θα πρέπει να εξεταστούν ενώπιον του Δικαστηρίου. Τέτοια θέματα που καλείται το Δικαστήριο να εξετάσει είναι ερμηνεία όρων σύμβασης-συμπληρωματικών συμφωνιών, νομικά θέματα που απορρέουν από τα νομικά έγγραφα, κατά πόσο υπήρξε ή όχι παραβίαση συμβατικών δικαιωμάτων των Εναγομένων εξ υπαιτιότητας των Εναγομένων, εάν ο τερματισμός της σύμβασης και των συμπληρωματικών συμφωνιών είναι νόμιμος και έγκυρος, εάν με τις ενέργειες τους οι Εναγόμενοι, λεπτομέρειες των οποίων παρέχονται, ευθύνονται για την διάπραξη των αστικών αδικημάτων της παραβίασης δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας των Εναγόντων, αθέμιτου ανταγωνισμού εις βάρος των Εναγόντων και της συνομωσίας από τους Εναγόμενους καθώς επίσης της παράβασης σχέσης εμπιστοσύνης που υπήρχε μεταξύ Εναγόντων και Εναγόμενης 1 από την Εναγόμενη 1 και κατά πόσο οι Ενάγοντες δικαιούνται στις αξιούμενες θεραπείες.
Έπεται ότι η πρώτη προϋπόθεση ικανοποιείται αναφορικά με όλες τις βάσεις αγωγής επί των οποίων προωθείται η παρούσα υπόθεση.
Η πρώτη προϋπόθεση είναι σε κάποιο βαθμό αλληλένδετη και συνήθως εξετάζεται σε συνδυασμό με το δεύτερο κριτήριο, το οποίο ικανοποιείται με την αποδεικτική δύναμη της υπόθεσης του ενάγοντα και συνίσταται στην παρουσίαση ορατής πιθανότητας επιτυχίας. Το Δικαστήριο δεν εξετάζει το νομικό καθεστώς και ούτε αξιολογεί πραγματικό υπόβαθρο της υπόθεσης. Αυτό γίνεται κατά τη δίκη της ουσίας της αγωγής (Junitexo Ltd v. Adidas (1984) 1 C.L.R. 263, Γρηγορίου κ.α. v. Χριστοφόρου κ.α. (1995) 1 Α.Α.Δ. 248). Είναι αρκετό για την Αιτήτρια (Ενάγουσα) να δείξει ότι υπάρχει κάτι περισσότερο από απλή πιθανολόγηση/δυνατότητα επιτυχίας αλλά κάτι λιγότερο από το ισοζύγιο των πιθανοτήτων που είναι ο απαιτούμενος βαθμός απόδειξης σε αστικές υποθέσεις (Πουργουρίδη v. Μέζου κ.ά. (1994) 1 Α.Α.Δ. 201). Η διακρίβωση πιθανότητας επιτυχίας γίνεται με βάση την προσαχθείσα μαρτυρία η οποία πρέπει να αναφέρεται με ακρίβεια σε γεγονότα από τα οποία να καταδεικνύεται η ύπαρξη τέτοιας πιθανότητας (Κυτάλα κ.α. v Χρυσάνθου κ.α. (1996) 1 Α.Α.Δ. 253). Αυτό που πρέπει να αποκαλύπτεται από τη μαρτυρία, πέραν της ύπαρξης σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση (Parico Aluminium Designs Ltd v. Muskita Aluminium Co Ltd κ.α. (πιο πάνω)), είναι ότι η Αιτήτρια έχει προοπτικές επιτυχίας οι οποίες υφίστανται στην ουσία και στην πραγματικότητα.
Στην προκειμένη περίπτωση παρατηρώ ότι αποτελούν κοινό έδαφος των διαδίκων και/ή εν πάση περιπτώσει δεν αποτελούν σημεία αμφισβήτησης τους τα πιο κάτω:
(1) Παιχνίδια, ως το επίμαχο, διανέμονται στους χρήστες μέσω διάφορων καταστημάτων εφαρμογών (app-stores), οι οποίες αποτελούν πλατφόρμες αγοράς εφαρμογών κινητών (mobile applications).
(2) Οι χρήστες μπορούν να κατεβάσουν το παιχνίδι μέσω των καταστημάτων εφαρμογών στις κινητές τους συσκευές (App Store, Google Play, Amazon Appstore).
(3) Προκειμένου ένας χρήστης να κατεβάσει ένα παιχνίδι από ένα κατάστημα εφαρμογών, ο χρήστης θα πρέπει να διατηρεί ένα λογαριασμό στο κατάστημα εφαρμογών.
(4) Όταν ο χρήστης κατεβάσει το παιχνίδι και το εγκαταστήσει στη συσκευή του, ταυτοποιείται ως χρήστης του παιχνιδιού με δικό του λογαριασμό.
(5) Η Βάση Δεδομένων Χρηστών αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του παιχνιδιού και είναι διαθέσιμη στο πρόσωπο που δημοσιεύει το παιχνίδι σε ένα κατάστημα εφαρμογών.
(6) Ένα παιχνίδι για κινητές συσκευές μπορεί να παράγει έσοδα μέσω διαφημίσεων εντός της εφαρμογής και αγοράς εντός της εφαρμογής.
(7) Η βιομηχανία διαδικτυακών παιχνιδιών σε κινητές συσκευές λειτουργεί με διάφορους επαγγελματίες όπως τους προγραμματιστές του παιχνιδιού, τους εκδότες του παιχνιδιού, τους διαφημιστές, τους αναλυτές αγοράς, τους εκδότες παιχνιδιού (πολλαπλών πλατφόρμων) κ.λ.π.
(8) Το επίμαχο παιχνίδι αγώνων αυτοκινήτων φέρει την ονομασία «Race Master 3D – Car Racing» δραστηριοποιείται μέσω διαδικτυακών καταστημάτων εφαρμογής (app-stores) σε κινητές ηλεκτρονικές συσκευές χρηστών.
(9) Το παιχνίδι λειτουργεί διαδικτυακά δυνάμει ηλεκτρονικού προγράμματος που σχεδιάστηκε και αναπτύχθηκε έχοντας για τον σκοπό αυτό βάση δεδομένων χρηστών.
(10) Περί την 01.08.21 συνομολογήθηκε και υπογράφηκε σύμβαση άδειας εκμετάλλευσης του επίμαχου παιχνιδιού μεταξύ των εταιρειών Easy Games και Εναγόμενης 1.
(11) Περί την 01.09.21 συνομολογήθηκε και υπογράφηκε σύμβαση μεταβίβασης αποκλειστικών δικαιωμάτων μεταξύ των εταιρειών Easy Games και Εναγόντων.
(12) Περί την 01.09.21 συνομολογήθηκε και υπογράφηκε σύμβαση μεταβίβασης υποχρεώσεων ανάμεσα στις εταιρείες Easy Games, Εναγόντων και Εναγόμενης 1.
(13) Στην πορεία συνομολογήθηκαν και υπογράφηκαν πρόσθετες συμφωνίες, μία εκ των οποίων ήταν περί τις 09.02.24 για άδεια διανομής σε καταστήματα εφαρμογών και σε διαδικτυακές πλατφόρμες.
(14) Η Εναγόμενη 1 ενέγραψε εμπορικά σήματα (trademarks) για τη χρήση του επίμαχου παιχνιδιού στις Η.Π.Α. και στην Ευρώπη.
(15) Στην υπηρεσία των Εναγόντων εργάζονταν οι Εναγόμενοι 3 & 4 οι οποίοι εμπλέκονταν στην ανάπτυξη και/ή στον σχεδιασμό του επίμαχου παιχνιδιού.
(16) Περί τον Μάρτιο 2023 πρόσωπο με το όνομα χχχχ Eremeeva που συνδέεται με τον Εναγόμενο 4 ίδρυσε την Εναγόμενη 2 εταιρεία.
(17) Περί τον Ιούλιο 2023 ο Εναγόμενος 4 παραιτήθηκε από την εργασία του στους Ενάγοντες.
(18) Πριν από την αποχώρηση του ο Εναγόμενος 4 συγκέντρωσε την ομάδα των Εναγόντων που εργαζόταν για την ανάπτυξη του παιχνιδιού προσπαθώντας να τους πείσει να τον ακολουθήσουν σε ένα νέο εγχείρημα.
(19) Περί τον Μάρτιο 2024 ο Εναγόμενος 4 παραιτήθηκε από την εργασία του στους Ενάγοντες.
(20) Περί τον Απρίλιο 2024 οι Εναγόμενοι 3 & 4 ξεκίνησαν επαγγελματική συνεργασία με την Εναγόμενη 1 εταιρεία.
(21) Οι Εναγόμενοι 3 & 4 είχαν πρόσβαση στον κώδικα πηγής, στον κώδικα μηχανής στο προπαρασκευαστικό υλικό σχεδιασμού και στα αισθητικά στοιχεία του γραφικού περιβάλλοντος χρήστη του επίμαχου παιγνιδιού.
(22) Το παιχνίδι που δημιούργησε η Εναγόμενη 1 με τη βοήθεια των Εναγομένων 2, 3 & 4 φέρει την ονομασία «NRG: Real Speed».
(23) Περί τις 23.10.24 η Εναγόμενη 1 προχώρησε στη μεταφορά των εμπορικών σημάτων του επίμαχου παιχνιδιού στους Ενάγοντες.
(24) Περί τις 21.10.24 η Εναγόμενη 1 απέσυρε το επίμαχο παιχνίδι από τα καταστήματα εφαρμογών και παράλληλα δημοσίευσε το παιχνίδι με την ονομασία «NRG: Real Speed» που δημιούργησε η Εναγόμενη 1 με τη βοήθεια των Εναγομένων 2, 3 & 4.
(25) Περί τις 04.11.24 το επίμαχο παιχνίδι εμφανίστηκε στους λογαριασμούς των Εναγόντων στο Google Play.
Θα πρέπει να λεχθεί ότι ενόψει της επαγγελματικής συνεργασίας που υπήρχε μεταξύ των Εναγόντων και της Εναγομένης 1 η οποία επισφραγίστηκε με τη συνομολόγηση και υπογραφή μεταξύ τους συμβάσεων και επιπρόσθετων συμφωνιών, δημιουργήθηκε ανάμεσα τους σχέση πίστης και εμπιστοσύνης η οποία τους επιβάλλει καθήκον διατήρησης της.
Πρόχειρη ανάγνωση του μαρτυρικού υλικού που τέθηκε ενώπιον μου καθιστά αντιληπτό ότι με βάση τη σύμβαση άδειας εκμετάλλευσης ημερ. 01.08.21 η Easy Games, στην οποίαν σημειώνεται ότι ανήκουν τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα του επίμαχου παιγνιδιού περιλαμβανομένου των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, χορήγησε στην Εναγόμενη 1 άδεια αποκλειστικής χρήσης του επίμαχου παιγνιδιού ανά το παγκόσμιο η οποία, μεταξύ άλλων, περιλαμβάνει δικαίωμα αναπαραγωγής, δημοσίευσης, διαφήμισης, τροποποίησης και προώθησης του εν λόγω παιχνιδιού σε τρίτα πρόσωπα μέσω κοινωνικών δικτύων. Από ότι φαίνεται, με τη λήξη της πιο πάνω άδειας χρήσης, η Easy Games, δυνάμει της σύμβασης μεταβίβασης αποκλειστικών δικαιωμάτων ημερ. 01.09.21, μεταβίβασε στους Ενάγοντες όλα τα δικαιώματα του επίμαχου παιχνιδιού που της ανήκουν αποκλειστικά. Με βάση τη συμφωνία μεταβίβασης υποχρεώσεων ημερ. 01.09.21 ανάμεσα στην Easy Games, τους Ενάγοντες και Εναγόμενη 1 επιβεβαιώνεται η λήξη της πιο πάνω άδειας χρήσης από την Εναγόμενη 1 και παράλληλα σημειώνεται ότι στο σημείο εκείνο οι Ενάγοντες είναι οι μοναδικοί ιδιοκτήτες των αποκλειστικών δικαιωμάτων του επίμαχου παιχνιδιού και συνάμα αυτοί που από τώρα και στο εξής μπορούν να χορηγούν άδεια χρήσης του. Με βάση δε τις συμπληρωματικές συμφωνίες μεταξύ των Εναγόντων και της Εναγομένης 1 δίδεται η εντύπωση ότι χορηγήθηκε άδεια χρήσης του επίμαχου παιχνιδιού στην Εναγόμενη για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα.
Μία από τις συμβατικές υποχρεώσεις της Εναγομένης 1 περιγράφεται στον όρο 3.2 της σύμβασης άδειας εκμετάλλευσης ημερ. 01.08.21. Πρόχειρη ανάγνωση του περιεχομένου του αναφέρει ότι η Εναγόμενη θα πρέπει να προμηθεύει τους Ενάγοντες με έκθεση (P & L Report) εντός 60 ημερών από τη λήξη της ημερομηνίας αναφοράς σε σχέση με το εισόδημα που προκύπτει από την άδεια χρήσης του επίμαχου παιγνιδιού. Προκειμένου να μπορεί να ελεγχθεί και να επαληθευτεί η αξιοπιστία αυτής της έκθεσης η Εναγόμενη 1 οφείλει, κατόπιν απαίτησης των Εναγόντων, να τους παρέχει πρόσβαση στα στοιχεία και πληροφορίες από το γραφείου του διαχειριστή του επίμαχου παιχνιδιού που βρίσκονται στο διαδίχτυο που αφορούν τα έσοδα, έξοδα και δαπάνες της προώθησης και διαφήμισης του εν λόγω παιχνιδιού.
Οι Ενάγοντες παραπονιούνται ότι περί τις 21.05.24 παρατήρησαν μείωση της κερδοφορίας του παιχνιδιού βάση των στοιχείων που τους παρουσίαζε η Εναγόμενη 1. Όπως λένε, ενώ το παιχνίδι απέδιδε μηνιαία έσοδα €3.000.000 το καθαρό κέρδος που παρουσίαζε ήταν περίπου €30.000-€700.000. Ζητήθηκαν εξηγήσεις με την Εναγόμενη 1 να το αποδίδει σε αύξηση δαπανών. Σύμφωνα με τους Ενάγοντες, παρόλο ότι ζητήθηκαν πρόσθετες πληροφορίες σχετικά με τις δαπάνες προώθησης και διαφήμισης του εν λόγω παιχνιδιού μέσω επικοινωνίας, η Εναγόμενη 1 παρέλειψε να το πράξει.
Μπροστά στον πιο πάνω ισχυρισμό η Εναγόμενη 1 δεν έχει τοποθετηθεί. Δεν έχω εντοπίσει οποιαδήποτε καταγραμμένη θέση της στο ζήτημα αυτό.
Κάτω από αυτά τα δεδομένα, ο εν λόγω ισχυρισμός των Εναγόντων παρέμεινε, για τους σκοπούς της παρούσας διαδικασίας, αναντίλεκτος. Εκ πρώτης όψεως φαίνεται να υπάρχει παράλειψη από μέρους της Εναγόμενης 1 να εκπληρώσει τη συγκεκριμένη συμβατική υποχρέωση της.
Αναντίλεκτος, πάντοτε για τον σκοπό της παρούσας διαδικασίας, φαίνεται να παρέμεινε και ο ισχυρισμός των Εναγόντων ότι τον Ιούλιο 2024 η Εναγόμενη 1 περιόρισαν την πρόσβαση των Εναγόντων στη χρηματοοικονομική βάση δεδομένων και εργαλείων. Αυτό σε αντίθεση με το τι φαίνεται να προβλέπουν οι πρόνοιες της μεταξύ τους σύμβασης. Τα πιο πάνω, σε συνδυασμό και με άλλες επικαλούμενες ενέργειες της Εναγομένης 1, οδήγησαν τους Ενάγοντες να προχωρήσουν σε μονομερή τερματισμό της μεταξύ τους σύμβασης και των επικουρικών συμπληρωματικών - πρόσθετων συμφωνιών τους. Από μία επιδερμική ανάγνωση του όρου 6.4 της σύμβασης άδειας εκμετάλλευσης ημερ. 01.08.21 και του όρου 3 της πρόσθετης συμφωνίας ημερ. 09.02.24, εκ πρώτης όψεως φαίνεται να μην κωλύονται οι Ενάγοντες να προβούν σε τέτοια ενέργεια.
Δεν αγνοώ τον λεπτομερή νομικό σχολιασμό που υπάρχει στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την ένσταση αλλά ούτε και παραγνωρίζω την αναλυτική νομική επιχειρηματολογία του ευπαιδεύτου συνηγόρου της Εναγομένης 1 στο θέμα αυτό. Τόσο η ένορκη δήλωση Vaikhanski όσο και η αγόρευση του κυρίου Καραμανώλη πραγματεύονται λεπτομερώς το θέμα προβαίνοντας σε αναλυτική νομική ερμηνεία όρων της σύμβασης και παραθέτουν επιχειρήματα με τα οποία σχολιάζουν νομικά το ζήτημα.
Ουσιαστικά το σκεπτικό τους εστιάζεται στη νομική θέση ότι το συμβατικό δικαίωμα των Εναγόντων για μονομερή τερματισμό της σύμβασης και των συμπληρωματικών – πρόσθετων συμφωνιών δεν καλύπτει το συνολικό περιεχόμενο τους αλλά μόνο συγκεκριμένο όρο. Είναι η θέση τους ότι λανθασμένα και παράνομα υπήρξε τερματισμός της σύμβασης.
Η νομιμότητα και η εγκυρότητα τερματισμού της σύμβασης και των συμπληρωματικών – πρόσθετων συμφωνιών είναι επίδικο ζήτημα που χρήζει εξέτασης μέσα από λεπτομερή νομική ανάλυση στη βάση νομικού σχολιασμού και παράθεση επιχειρημάτων. Ως επίδικο ζήτημα που είναι, το Δικαστήριο καλείται να το εξετάσει κατά τη διάγνωση της ουσίας της αγωγής. Στο αρχικό αυτό στάδιο το Δικαστήριο θα πρέπει να αποφεύγει να ασχοληθεί με την πλήρη και ενδελεχή εξέταση του πραγματικού και νομικού καθεστώτος της υπόθεσης αλλά θα το πράξει κατά τη διάγνωση της ουσίας της υπόθεσης (Junitexo Ltd v. Adidas (1984) 1 C.L.R. 263, Γρηγορίου κ.α. v. Χριστοφόρου κ.α. (1995) 1 Α.Α.Δ. 248). Το Δικαστήριο δεν πρέπει να ασχολείται στο στάδιο αυτό με την εξέταση δύσκολων νομικών σημείων που χρειάζονται έρευνα, εξέταση λεπτομερούς νομικής επιχειρηματολογίας και άσκηση κρίσης μέσα από σχολιασμό και αξιολόγηση εκ διαμέτρου αντίθετων νομικών θέσεων. Δεν είναι αυτή η στιγμή όπου το Δικαστήριο θα καταλήξει σε νομικά συμπεράσματα αλλά θα το πράξει μέσα από την εκδίκαση της ουσίας της υπόθεσης (Parico Aluminium Designs Ltd v. Muskita-Aluminium Co. Limited και άλλη (πιο πάνω)).
Εξόφθαλμα δεν υπάρχει κάτι που να ανατρέπει το πιο πάνω σκεπτικό του Δικαστηρίου. Οι όροι στους οποίους αναφέρθηκε το Δικαστήριο δεν περιέχουν οτιδήποτε που αντικειμενικά μπορεί να υποστηρίξει τη θέση των Εναγομένων. Η εισήγηση των Εναγομένων είναι θέμα το πως αντιλαμβάνεται η πλευρά τους την ερμηνεία που, κατά την άποψη τους, πρέπει να τύχουν οι όροι στους οποίους αναφέρονται σε συνάρτηση με το υπόλοιπο περιεχόμενο της σύμβασης και των επικουρικών συμπληρωματικών - πρόσθετων συμφωνιών. Απλή ανάγνωση του περιεχομένου των συμφωνιών δεν μπορεί αντικειμενικά να υποστηρίξει την εισήγηση των Εναγομένων. Εν πάση περιπτώσει, η εισήγηση των Εναγομένων εδράζεται σε νομική επιχειρηματολογία που ο συνήγορος τους θα αναπτύξει, η οποία θα είναι προϊόν νομικής, έρευνας και ανάλυσης. Η πλευρά των Εναγόντων που διαφωνεί με την ερμηνεία που οι Εναγόμενοι δίδουν, θα προτάξει τα δικά της νομικά επιχειρήματα, τα οποία θα στηρίζονται στη δική της νομική έρευνα και ανάλυση. Το Δικαστήριο μέσα από τη δική του νομική έρευνα και αφού εξετάσει και σχολιάσει τα διαφορετικά νομικά επιχειρήματα των διαδίκων που θα τεθούν ενώπιον του θα αποφασίσει σε ότι αφορά τα νομικά σημεία που προκύπτουν με απώτερο στόχο να κρίνει το ζήτημα του τερματισμού των συμφωνιών, ως επίδικο θέμα που είναι αλλά τούτο θα γίνει κατά την εκδίκαση της ουσίας της υπόθεσης με ίσες πιθανότητες επιτυχίας και αποτυχίας των θέσεων κάθε μίας πλευράς.
Επίσης η θέση των Εναγομένων ότι ο όρος 9.3 της σύμβασης άδειας εκμετάλλευσης ημερ. 01.08.21 παρέχει μηχανισμό επίλυσης διαφορών ο οποίος δεν εφαρμόστηκε πριν από την καταχώρηση της παρούσας υπόθεσης, είναι ζήτημα που θα εξεταστεί και θα κριθεί μέσα από την εκδίκαση της ουσίας της υπόθεσης όταν όλη η μαρτυρία τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου στη συνολική της διάσταση και τεθεί υπό το μικροσκόπιο της αξιολόγησης. Δεν είναι θέμα που αφορά τον σκοπό της παρούσας διαδικασίας και γι’ αυτό δεν χρήζει σχολιασμού στο στάδιο αυτό.
Για τη θεμελίωση αιτίας αγωγής για αθέμιτο συναγωνισμό απαιτείται, όπως λέχθηκε στην Demades Overseas Ltd v. Studio MA.ST Ltd (πιο πάνω), η απόδειξη πέντε προϋποθέσεων που είναι οι εξής:
(1) Ψευδής παράσταση,
(2) που έγινε από έμπορο στη διάρκεια διεξαγωγής εμπορικών συναλλαγών - κατά τη διάρκεια άσκησης του επαγγέλματος του,
(3) σε μελλοντικούς πελάτες του ή σε εκείνους που τελικά θα καταλήξουν τα αγαθά ή οι υπηρεσίες που παρέχονται από τον ίδιο,
(4) η οποία στοχεύει στο να επηρεάσει την επιχείρηση ή εμπορική εύνοια άλλου εμπόρου (υπό την έννοια ότι αυτή είναι μια εύλογα προβλεπτή συνέπεια) και
(5) η οποία (ψευδής παράσταση) προκαλεί πραγματική ζημιά στην επιχείρηση ή εμπορική εύνοια του εμπόρου ο οποίος εγείρει την αγωγή ή (στην περίπτωση προληπτικής αγωγής) πιθανόν να προκαλέσει.
Συνοπτικά ο ενάγοντας σε αγωγή για αθέμιτο συναγωνισμό πρέπει αρχικά να αποδείξει εμπορική εύνοια ή φήμη που συνδέεται με τα προϊόντα, τις εργασίες ή τις υπηρεσίες που προμηθεύει στο καταναλωτικό κοινό. Η εμπορική εύνοια μπορεί να προκύπτει από κάποια εμπορική ονομασία ή εμπορικό σήμα ή από χαρακτηριστικά σήμανσης και συσκευασίας ή και από εμπορική περιγραφή ή ονομασία πώλησης των εμπορευμάτων ή υπηρεσιών.
Ακολούθως ο ενάγοντας πρέπει να αποδείξει ψευδή παράσταση ή κάποια άλλη παραπλάνηση ή σύγχυση του κοινού από μέρους του εναγομένου. Είναι αρκετό να αποδειχτεί η ψευδής παράσταση και η πιθανότητα πρόκλησης ζημιάς και δεν είναι αρκετό να στοιχειοθετηθεί πραγματική εξαπάτηση (Erven Warnick BV v. J. Townend & Sons [1979] 2 All E.R. 927 – υπόθεση Advocaat), παρόλο που αν συμβεί αυτό θα βοηθούσε την υπόθεση του ενάγοντα. Το θέμα της παραπλάνησης ή σύγχυσης είναι ζήτημα που αποφασίζει το ίδιο το Δικαστήριο με γνώμονα την πιθανότητα ένας συνήθης πελάτης – μέσος καταναλωτής με συνηθισμένη μνήμη και όχι ένας ειδικός και έμπειρος αγοραστής αγοράζει τα προϊόντα, τις εργασίες ή τις υπηρεσίες του εναγομένου νομιζόμενος ότι αγοράζει αυτά του ενάγοντα (CTO Public Company Limited και άλλη (πιο πάνω).
Εξετάζεται κατά πόσο υπάρχει οποιαδήποτε ομοιότητα μεταξύ των προϊόντων, εργασιών, ή υπηρεσιών του ενάγοντα και αυτών του εναγομένου ώστε να είναι δυνατό η πρόκληση σύγχυσης ή παραπλάνησης στο κοινό. Ο ρόλος του πρωτόδικου δικαστηρίου ως κριτή του βαθμού ομοιότητας των υπό αμφισβήτηση προϊόντων, εργασιών ή υπηρεσιών και των επιπτώσεων της είναι αποφασιστικής σημασίας και αυτός ο ρόλος επιτελείται συνήθως, χωρίς μαρτυρία, με την αντιπαραβολή της επίδικης απομίμησης (δηλαδή των εμπορευμάτων, εργασιών ή υπηρεσιών των δύο πλευρών) με την επωνυμία, τη συσκευασία, το σήμα κ.λ.π. του ενάγοντα (Παπαχρυσοστόμου v. Παπαχρυσοστόμου (πιο πάνω)).
Θα πρέπει ακόμη να αποδειχτεί επακόλουθος δυσμενής επηρεασμός των συμφερόντων του ενάγοντα ένεκα της ομοιότητας των εμπορευμάτων, εργασιών ή υπηρεσιών του μ’ αυτά που προσφέρει ο εναγόμενος. Ο ενάγοντας καλείται να δείξει ότι υφίσταται ή ότι πιθανό να υποστεί ζημιά λόγω της εσφαλμένης πεποίθησης που δημιούργησε η ψευδής ή παραπλανητική παράσταση του εναγομένου ότι η πηγή των αγαθών ή εργασιών ή υπηρεσιών είναι η ίδια μ’ αυτήν από την οποίαν προέρχονται τα προϊόντα ή οι εργασίες ή οι υπηρεσίες του εναγομένου.
Η απομίμηση εμπορικής επωνυμίας αποτελεί έναν από τους κύριους τρόπους διάπραξης του αδικήματος του αθέμιτου συναγωνισμού. Η εμπορική επωνυμία είναι το όνομα με το οποίο αγαθά ή εργασίες ή υπηρεσίες κατασκευάζονται ή πωλούνται ή διατίθενται ή παρέχονται από τον ενάγοντα και που λόγω καθιερωμένης χρήσης έχει γίνει γνωστή στο κοινό ως χαρακτηριστική των αγαθών ή εργασιών ή υπηρεσιών του εν λόγω προσώπου. Ένας εμπορευόμενος, του οποίου η επιχείρηση ή τα αγαθά έχουν ταυτιστεί, κατόπιν μακράς και συνεπούς χρήσης, με κάποια επωνυμία περιγραφικής ή γεωγραφικής προέλευσης, δύναται να ισχυριστεί ότι η εν λόγω περιγραφική ή γεωγραφική επωνυμία πρέπει να θεωρηθεί ότι έχει προσκολληθεί στα δικά του προϊόντα ή εργασίες ή υπηρεσίες, με αποτέλεσμα να έχει δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης αυτής. Διευκρινίζεται ότι τα πιο πάνω αφορούν την περίπτωση όπου ενάγοντας και εναγόμενος εμπορεύονται παρόμοια αγαθά στον ίδιο τομέα εμπορίας (κυπριακά νομικά συγγράμματα “Αστικά Αδικήματα στο Κυπριακό Δίκαιο” του Πολύβιου Γ. Πολυβίου, σελίδα 783, “Αστικά Αδικήματα” των Αρτέμη και Ερωτοκρίτου, σελίδες 114-115).
Με γνώμονα τα πιο πάνω το Δικαστήριο στο στάδιο αυτό δεν αξιολογεί τις εκδοχές των μερών και δεν ασχολείται να εξακριβώσει ποια από αυτές αληθεύει. Το Δικαστήριο δεν καταλήγει ούτε σε ευρήματα αλλά ούτε και σε συμπεράσματα σε σχέση με την υπόθεση. Ούτε θα ασχοληθεί με την επίλυση νομικών ζητημάτων που έκαστη πλευρά θίγει.
Στην προκειμένη περίπτωση δικογραφείται η θέση ότι οι Εναγόμενοι προέβησαν σε ενέργειες αθέμιτου ανταγωνισμού εις βάρος των Εναγόντων.
Από ότι φαίνεται οι Ενάγοντες ασκούν επιχείρηση διεθνούς χαρακτήρα. Η ολοένα αυξανόμενη ανάπτυξη της τεχνολογίας και της ηλεκτρονικής πληροφορικής καθώς επίσης η βελτίωση τρόπων επικοινωνίας τοποθέτησαν τους Ενάγοντες στον παγκόσμιο χάρτη της βιομηχανίας έκδοσης διαδικτυακών παιχνιδιών για κινητές συσκευές. Το ίδιο ισχύει και για τους Εναγομένους (Baskin-Robbins Ice Cream Co. v. Gutman [1976] F.S.R. 545, Metric Resources v. Leasemetrix [1979] F.S.R. 571). Το διαδίκτυο χρησιμοποιείται καθημερινά από το κοινό της Κύπρου. Κατ’ επέκταση, το επίμαχο παιχνίδι με το που τέθηκε σε λειτουργία κατέστη προσβάσιμο και στην κυπριακή αγορά. Κατά τον ουσιώδη χρόνο, οποιοσδήποτε πολίτης που διέμενε στην Κύπρο, περιλαμβανομένου στην επαρχία Πάφου, μπορούσε ανά πάσα στιγμή να χρησιμοποιούσε το επίμαχο παιχνίδι και να αποτελούσε έτσι μέλος της βάσης δεδομένων χρηστών.
Στο σημείο αυτό θεωρώ χρήσιμο να επαναλάβω ότι τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα του επίμαχου παιγνιδιού περιλαμβανομένου των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας ανήκουν στους Ενάγοντες. Το επίμαχο παιχνίδι είναι προϊόν με συγκεκριμένη ταυτότητα. Η κατοχύρωση των δικαιωμάτων του, σε συνδυασμό με τα πιο πάνω, δεν μπορεί παρά να έχει δημιουργήσει στους Ενάγοντες και να συνεχίζει να συντηρεί γι’ αυτούς, ως οργανισμός που είναι, διεθνή εμπορική φήμη με εμβέλεια που καλύπτει και την Κύπρο η οποία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη λειτουργία και κατ’ επέκταση διάθεση του επίμαχου παιχνιδιού στο κοινό και ειδικότερα στους χρήστες που συνθέτουν τη βάση δεδομένων για το εν λόγω παιχνίδι υπό την επωνυμία «Race Master 3D – Car Racing» μέσω των διαδικτυακών καταστημάτων εφαρμογής στα οποία έκαστος χρήστης συγκεκριμένης βάσης δεδομένων χρηστών άνοιξε λογαριασμό με τον οποίον χρησιμοποιούσε το εν λόγω παιχνίδι. Όλα τα δικαιώματα του συγκεκριμένου παιχνιδιού ουδέποτε ανήκαν στους Εναγόμενους αλλά κατά τον ουσιώδη χρόνο ανήκαν στους Ενάγοντες, ως είναι κοινό έδαφος των διαδίκων (Αδελφοί Μυλωνά Α.Ε. και άλλη v. Michalakis Avraamides & Co. Limited (1998) 1Γ Α.Α.Δ. 1513).
Οι Ενάγοντες επικαλούνται σωρεία ομοιότητες που παρουσιάζουν τα δύο παιχνίδια. Τις έχουν συγκεντρώσει στο Τεκμήριο JB38. Έχω δει το συγκεκριμένο έγγραφο στην όψη του και μόνο. Για σκοπούς και μόνο της παρούσας διαδικασίας παρατηρώ τα εξής:
(α) μορφολογικά στοιχεία διαδρομής στα δύο παιχνίδια φαίνεται να παρουσιάζουν μεταξύ τους συγκεκριμένο τρόπο απεικόνισης που ομοιάζει τα οποία είναι εμφανείς με γυμνό μάτι στις φωτογραφίες 2 & 3 υπό το σημείο 2 και προς τούτο παραπέμπω στη μορφή σχηματικής παράστασης και στο χρώμα της σήραγγας, στο έντονο χρώμα του εδάφους, στη διαμόρφωση του περιβάλλοντος, στο σχήμα του έλικα και στο χρώμα του οχήματος,
(β) θεματικές αλλαγές του αγώνα και στα δύο παιχνίδια πραγματοποιούνται κάθε τέσσερα επίπεδα,
(γ) οι σχηματικές παραστάσεις τύπου των εμποδίων στα δύο παιχνίδια παρουσιάζουν μεταξύ τους σχετικότητα που είναι εμφανής με γυμνό μάτι σε φωτογραφίες υπό το σημείο 8 (π.χ. τα βαρέλια στο δρόμο, τα στρογγυλά αντικείμενα στο δρόμο, ο ανεμοστρόβιλος και το χρώμα του οχήματος),
(δ) οι κατηγορίες αναβάθμισης του αυτοκινήτου (ταχύτητα, τρόπος ελέγχου και επιτάχυνση οχήματος) στα δύο παιχνίδια είναι κοινές οι οποίες είναι εμφανείς με γυμνό μάτι σε φωτογραφίες υπό το σημείο 10 – το σχήμα, το χρώμα και η τοποθεσία των μηχανισμών, ίδιος τύπος και χρώμα οχήματος, στοιχεία τα οποία εκμηδενίζουν το γεγονός της διαφορετικότητας της γλώσσας που παρατηρείται μέσα από την απεικόνιση της φωτογραφίας,
(ε) ο αριθμός των σταδίων βελτίωσης του κάθε αυτοκινήτου προτού αυξηθεί το επίπεδο του οχήματος είναι και στα δύο παιχνίδια τρία.
Παράλληλα, όπως ήδη λέχθηκε, το παιχνίδι «NRG Real Speed» παράχθηκε και παρουσιάστηκε στη διαδικτυακή αγορά με την προώθηση του στα ίδια καταστήματα εφαρμογών αμέσως μετά τον τερματισμό της σύμβασης και των συμπληρωματικών-πρόσθετων συμφωνιών που αφορούν το επίμαχο παιχνίδι. Η μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον μου αποκαλύπτει ότι η Εναγόμενη 1, με τη βοήθεια των Εναγομένων 2, 3 & 4, έθεσε σε λειτουργία το παιχνίδι «NRG Real Speed» καθιστώντας το προσβάσιμο στην ίδια βάση δεδομένων χρηστών. Το «NRG Real Speed» είναι ένα παιχνίδι που παρουσιάζει σοβαρές και εμφανείς με γυμνό μάτι ομοιότητες με το επίμαχο παιχνίδι, στις οποίες αναφέρθηκα προηγουμένως.
Εξ όσον γίνεται αντιληπτό η βάση δεδομένων χρηστών που χρησιμοποιούν στο λογαριασμό τους το επίμαχο παιχνίδι είναι πολύ μεγάλη. Δεν διαφεύγει της προσοχής του Δικαστηρίου ότι οι Εναγόμενη 1 διεκδικεί την κυριότητα της βάσης δεδομένων χρηστών για τους λόγους που αναφέρει. Από την μαρτυρία που προσάχθηκε στο Δικαστήριο εκλαμβάνεται ότι πρόθεση της Εναγομένης 1 είναι να συνεχίσει να κατέχει και να εκμεταλλεύεται τη μεγάλη βάση δεδομένων χρηστών που είχε δημιουργηθεί και χρησιμοποιηθεί για το επίμαχο παιχνίδι με ότι αυτό συνεπάγεται.
Η πλευρά των Εναγομένων επικαλείται τον όρο 4.3 της σύμβασης άδειας εκμετάλλευσης ημερ. 01.08.21 ισχυριζόμενη ότι με βάση τη συμφωνία αυτή η βάση δεδομένων χρηστών του επίμαχου παιχνιδιού θα ήταν σε λογαριασμό ιδιοκτησίας της Εναγόμενης 1. Αυτό προβλήθηκε προκειμένου οι Εναγόμενοι να υποστηρίξουν την άποψη τους ότι η Εναγόμενη 1 δικαιούται στην κυριότητα της βάση δεδομένων χρηστών του επίμαχου παιχνιδιού. Εξυπακούεται ότι η θέση αυτή ισχύει κατά τη διάρκεια που η εν λόγω σύμβαση βρίσκεται σε ισχύ.
Εκείνο που δεν μπορεί κάποιος να αμφισβητήσει είναι ότι η βάση δεδομένων χρηστών είναι άρρηκτα συνυφασμένη με τη λειτουργία του παιχνιδιού, εδώ του επίμαχου παιχνιδιού, εξαιτίας του οποίου δημιουργήθηκε και διατηρήθηκε. Εφόσον, όπως οι Εναγόμενοι ισχυρίζονται, το NRG Real Speed» «είναι διαφορετικό ηλεκτρονικό παιχνίδι και διαθέσιμο σε διαφορετικό λογαριασμό και ο χρήστης θα πρέπει να το κατεβάσει στο κινητό του τηλέφωνο από άλλο λογαριασμό χωρίς οποιαδήποτε αναφορά στους Ενάγοντες ή στο Race Master» (§63(ε) σελίδα 17 γραπτής αγόρευσης συνηγόρου Εναγομένων), δυσκολεύομαι να καταλάβω γιατί η Εναγόμενη 1 διεκδικεί τη βάση δεδομένων χρηστών του επίμαχου παιχνιδιού. Κάτω από αυτά τα δεδομένα δεν είναι αντιληπτό τι όφελος μπορεί η Εναγόμενη 1 να έχει από τη συγκεκριμένη βάση δεδομένων χρηστών. Η οικειοποίηση της βάσης δεδομένων του επίμαχου παιχνιδιού για σκοπούς διαφήμισης, προώθησης και λειτουργίας άλλου παιχνιδιού, είτε αυτό είναι κλώνος του επίμαχου παιχνιδιού είτε πρόκειται για διαφορετικό παιχνίδι, χωρίς ρητή συγκατάθεση εκείνου που διατηρεί τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας, δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί ως επιλήψιμη πράξη.
Είναι γεγονός ότι η Εναγόμενη 1 απέσυρε το επίμαχο παιχνίδι από τα καταστήματα εφαρμογών. Ωστόσο την ίδια στιγμή δημοσίευσε το παιχνίδι με την ονομασία «NRG: Real Speed» που δημιούργησε με τη βοήθεια των Εναγομένων 2, 3 & 4. Η προώθηση, διαφήμιση και διανομή του παιχνιδιού της προφανώς θα πραγματοποιηθεί από τα ίδια καταστήματα εφαρμογών, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν για την προώθηση, διαφήμιση και διανομή του επίμαχου παιχνιδιού.
Η λειτουργία του επίμαχου παιχνιδιού μέσω των διαδικτυακών καταστημάτων εφαρμογής δημιούργησε τη μεγάλη βάση δεδομένων χρηστών, η οποία συνεχίζει να υφίσταται. Παρά την απόσυρση του επίμαχου παιχνιδιού, εντούτοις η ταυτόχρονη δημοσίευση, προώθηση και λειτουργία του παιχνιδιού «NRG: Real Speed» το οποίο παρουσιάζει σοβαρές και εμφανείς ομοιότητες με το επίμαχο παιχνίδι, μέσω των ιδίων καταστημάτων εφαρμογής σε συνδυασμό με τη δυνατότητα χρήσης της μεγάλης υφιστάμενης βάσης δεδομένων χρηστών είναι παράμετροι που τείνουν να καταδείξουν σοβαρή πιθανότητα παραπλάνησης ή σύγχυσης στους υφιστάμενους και/ή νέους και/ή μελλοντικούς χρήστες που θα προστεθούν στην ήδη μεγάλη βάση δεδομένων προσώπων οι οποίοι όταν χρησιμοποιούν το παιχνίδι «NRG Real Speed» θα νομίζουν ότι χρησιμοποιούν το επίμαχο παιχνίδι.
Η διαφορετικότητα του ονόματος των δύο παιχνιδιών δεν μπορεί να εξαλείψει την πιο πάνω ορατή πιθανότητα παραπλάνησης ή σύγχυσης στο κοινό που θα συνθέτουν τη βάση δεδομένων χρηστών. Είναι αλήθεια ότι η επωνυμία του επίμαχου παιχνιδιού διαφέρει από αυτήν του παιχνιδιού «NRG Real Speed». Από μόνη της και αποσπασματικά ιδωμένο το στοιχείο αυτό δεν μπορεί να προκαλέσει παραπλάνηση και/ή σύγχυση στο κοινό. Ωστόσο συνδυασμένη προσέγγιση των πιο πάνω δεδομένων, όπως η χρονική ταύτιση της απόσυρσης του επίμαχου παιχνιδιού και της δημοσίευσης του παιχνιδιού «NRG Real Speed», η λειτουργία μέσω των ιδίων διαδικτυακών καταστημάτων εφαρμογής, οι σοβαρές και εμφανείς ομοιότητες που παρουσιάζουν τα δύο παιχνίδια, πέραν αυτών που θεωρούνται συνήθεις όπως για παράδειγμα ότι και τα δύο είναι παιχνίδια αυτοκινήτων ταχύτητας, καθώς επίσης η χρήση της μεγάλης βάσης δεδομένων χρηστών που λογικά θα αυξάνεται, δημιουργεί την πεπλανημένη εντύπωση στους χρήστες του παιχνιδιού «NRG Real Speed» ότι χρησιμοποιούν το επίμαχο παιχνίδι. Η παρουσίαση διαφορετικού ονόματος δεν αναμένεται να διαφοροποιήσει το σκηνικό επειδή εύκολα στο μυαλό του χρήστη το παιχνίδι «NRG Real Speed» μπορεί να εκληφθεί ως συνέχιση της παρουσίας του επίμαχου παιχνιδιού σε διαφοροποιημένη και/ή αναθεωρημένη έκδοση.
Τα πιο πάνω δεδομένα στα οποία έχω κάνει αναφορά γίνονται όχι απλά με γνώση των Εναγομένων αλλά μετά από δικές τους ενέργειες. Επομένως εκ πρώτης όψεως φαίνεται οι Εναγόμενοι να δημιουργούν μία παράσταση που να μην ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα για το κοινό προς το οποίο απευθύνεται η λειτουργία του συγκεκριμένου παιχνιδιού. Εκ πρώτης όψεως, μπορεί να λεχθεί ότι μέσα από ενέργειες των Εναγομένων στη συνείδηση του μέσου χρήστη υπεισέρχεται και εδραιώνεται η πεπλανημένη εντύπωση ότι χρησιμοποιεί το επίμαχο παιχνίδι από τα καταστήματα εφαρμογών σε διαφοροποιημένη και/ή αναθεωρημένη μορφή ενώ στην πραγματικότητα δεν θα χρησιμοποιεί το συγκεκριμένο παιχνίδι.
Σε τέτοια περίπτωση, ο δυσμενής επηρεασμός των συμφερόντων των Εναγόντων και η πιθανότητα πρόκλησης ζημιάς σ’ αυτούς λόγω της πιο πάνω εσφαλμένης πεποίθησης που θα δημιουργήσει η παραπλανητική παράσταση της Εναγομένης 1, με τη βοήθεια και σε συνεργασία με τους Εναγόμενους 2, 3 & 4, είναι ενδεχόμενα ορατά.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το «NRG Real Speed» είναι παιχνίδι ανταγωνιστικού τύπου, είδους και μορφή με το επίμαχο παιχνίδι («Race Master 3D-Car Racing»), το οποίο σχεδιάστηκε και αναπτύχθηκε με στόχο να εμφανιστεί στην αγορά. Οι Ενάγοντες ισχυρίζονται ότι το «NRG Real Speed» είναι κλώνος (αντίγραφο) του «Race Master 3D-Car Racing». Με τη θέση τους αυτή οι Ενάγοντες προβάλλουν τη δικογραφημένη θέση ότι δικαιώματα του που απορρέουν από τη νομοθεσία που προστατεύει τα δικαιώματα Πνευματικής Ιδιοκτησίας αναφορικά με το επίμαχο παιχνίδι έχουν παραβιαστεί. Αντίθετα οι Εναγόμενοι, επικαλούμενοι την επαγγελματική ιδιότητα και το παρελθόν της Εναγομένης 1, ισχυρίζονται ότι απλά είναι ένα εντελώς νέο και διαφορετικό παιχνίδι χωρίς να σχετίζεται με το επίμαχο παιχνίδι.
Με κίνδυνο να καταστώ φορτικός επαναλαμβάνω ακόμη μία φορά ότι τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα του επίμαχου παιγνιδιού, περιλαμβανομένου των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, ανήκουν στους Ενάγοντες. Ο Ν.59/76 μετά των συναφών τροποποιήσεων παρέχει προστασία στον κάτοχο δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας σε περιπτώσεις όπως την παρούσα. Έπεται ότι τα πνευματικά δικαιώματα των Εναγόντων που αφορούν το επίμαχο παιχνίδι καλύπτονται από την εν λόγω νομοθεσία. Το ότι η Εναγόμενη 1 ενεργούσε ως διαχειριστής της λειτουργίας του επίμαχου παιχνιδιού, δεν αφαιρεί δικαιώματα των Εναγόντων ως ιδιοκτήτες του επίμαχου παιχνιδιού.
Από μια πρόχειρη μελέτη του μαρτυρικού υλικού στην όψη του και μόνο, παρατηρώ ότι περί τα μέσα Οκτωβρίου 2024 οι Ενάγοντες εξασφάλισαν μαρτυρία από πρώην υπάλληλο της Εναγομένης 1, σύμφωνα με την οποίαν η Εναγόμενη 2 περιλαμβάνει ομάδα ατόμων που συγκροτήθηκε από τους Εναγομένους 3 & 4, πρώην υπαλλήλους των Εναγόντων, στην οποίαν τον Ιούλιο 2024 δόθηκε πρόσβαση στα συστήματα του επίμαχου παιχνιδιού (Race Master’s analytics systems) μετά από οδηγίες της Εναγομένης 1. Με βάση τη μαρτυρία αυτή (Τεκμήριο JB26), οι οδηγίες κοινοποιήθηκαν σε όλο το προσωπικό της Εναγομένης 1 προκειμένου να δώσουν στην Εναγόμενη 2 οποιαδήποτε αναλυτικά δεδομένα του επίμαχου παιχνιδιού τους ζητηθούν από την Εναγόμενη 2. Σύμφωνα με την υπάρχουσα μαρτυρία, όπως αυτή προέρχεται από το προαναφερόμενο πρόσωπο:
«To my knowledge, according to information shared internally by the management, the plan was to first copy the initial 50 levels of Race Master and then continue developing it using the gathered data, including the existing player base, with the intention to continue monetizing those users. The project is internally referred to as RaceMaster2».
Παράλληλα προκαλεί εντύπωση το γεγονός ότι παρόλο που στην Εναγόμενη 1 επιδόθηκε τον Ιούλιο 2024 γραπτή ειδοποίηση τερματισμού με ισχύ μετά από 3 μήνες, η εν λόγω εταιρεία συνέχισε να πραγματοποιεί δαπάνες και έξοδα εις το όνομα του επίμαχου παιχνιδιού (Τεκμήριο JB25). Συνδυασμένη προσέγγιση των δύο τεκμηρίων σε συνάρτηση με την δημιουργία του παιχνιδιού «NRG Real Speed» που προωθήθηκε για διάθεση στην αγορά και λειτουργία, είναι στοιχεία τα οποία εκ πρώτης όψεως ενισχύουν τη θέση των Εναγόντων περί δημιουργίας του παιχνιδιού «NRG Real Speed» ως κλώνου (αντιγράφου) του επίμαχου παιχνιδιού. Επίσης στην εξίσωση υπεισέρχονται και οι σοβαρές και εμφανείς ομοιότητες που κάποιος παρατηρεί με γυμνό μάτι στο μεταγενέστερο παιχνίδι που συγκρίνοντας το με το επίμαχο παιχνίδι που λειτουργούσε προγενέστερα στην αγορά. Επιπλέον η άρνηση της Εναγομένης 1 να τοποθετηθεί ξεκάθαρα γραπτώς στις διευκρινίσεις που της ζητήθηκαν γραπτώς από τους Ενάγοντες με το Τεκμήριο JB30 σε σχέση με ισχυρισμό για συμμετοχή της σε κλωνοποίηση του επίμαχου παιχνιδιού και στη χρήση της υφιστάμενης βάσης δεδομένων χρηστών για την προώθηση του παιχνιδιού «NRG Real Speed», φαίνεται να θόλωσαν περισσότερο το ήδη ασαφές σκηνικό ενισχύοντας έτσι περισσότερο, εκ πρώτης όψεως, τη συγκεκριμένη θέση των Εναγόντων περί παραβίασης των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας του επίμαχου παιχνιδιού από τους Εναγομένους.
Επίσης το περιεχόμενο του Τεκμηρίου JB26 φαίνεται να εκθέτει την Εναγόμενη 1 στη συμβατική υποχρέωση της περί εχεμύθειας από μέρους της σε ότι αφορά το επίμαχο παιχνίδι. Εκείνο που παρατηρώ είναι ότι ο όρος 8 της σύμβασης άδειας εκμετάλλευσης ημερ. 01.08.21 φαίνεται να επιβάλλει καθήκον εχεμύθειας/εμπιστευτικότητας (confidentiality) στην Εναγόμενη 1 να μην αποκαλύπτει έγγραφα και πληροφορίες που αφορούν το επίμαχο παιχνίδι. Το συμβατικό καθήκον εμπιστοσύνης της Εναγομένης 1 καλύπτει αξιωματούχους, υπαλλήλους και επαγγελματικούς συμβούλους της, όπως μπορεί να θεωρηθούν ότι είναι οι Εναγόμενοι 2, 3 & 4.
Σε ότι αφορά τη βάση αγωγής περί παραβίασης του καθήκοντος πίστης και εμπιστοσύνης από την Εναγόμενη 1, μπορεί να λεχθεί σχέση εμπιστοσύνης δημιουργήθηκε μεταξύ της ιδίας και των Εναγόντων ένεκα της σύμβασης και των συμπληρωματικών – πρόσθετων συμφωνιών που συνομολογήθηκαν και υπογράφτηκαν από τους εν λόγω διαδίκους καθώς επίσης από τον κοινό στόχο που είχαν και ήταν η κερδοφόρα λειτουργία του επίμαχου παιχνιδιού.
Στη βάση του μαρτυρικού υλικού που τέθηκε ενώπιον μου το οποίο ανάγνωσα επιδερμικά, εκ πρώτης όψεως μπορεί να λεχθεί ότι:
(α) η προσέγγιση και ακολούθως η συνεργασία της Εναγόμενης 1 με τους Εναγομένους 3 & 4, πρώην υπάλληλοι των Εναγόντων οι οποίοι εμπλέκονταν στην ανάπτυξη και/ή στον σχεδιασμό του επίμαχου παιχνιδιού εν αγνοία των Εναγόντων,
(β) η συγκρότηση ομάδας με τη βοήθεια και σε συνεργασία των Εναγομένων 2, 3 & 4 για τη δημιουργία ενός ανταγωνιστικού παιχνιδιού εν αγνοία των Εναγόντων,
(γ) η διαφαινόμενη παροχή πρόσβασης μετά από οδηγίες της Εναγομένης 1 στα συστήματα του επίμαχου παιχνιδιού στην ομάδα που θα εργαζόταν για τον σχεδιασμό και την παραγωγή ενός ανταγωνιστικού παιχνιδιού εν αγνοία των Εναγόντων,
(δ) η διαφαινόμενη παροχή αναλυτικών δεδομένων του επίμαχου παιχνιδιού στην Εναγόμενη 2 από το προσωπικό της Εναγομένης 1,
(ε) η διαφαινόμενη ενέργεια της Εναγομένης 1 να ηγηθεί στη δημιουργία ενός ανταγωνιστικού παιχνιδιού που φέρεται να είναι κλώνος του επίμαχου παιχνιδιού εν αγνοία των Εναγόντων,
(στ) η διαφαινόμενη ενέργεια της Εναγομένης 1 να δημοσιεύσει το παιχνίδι «NRG Real Speed» στα ίδια διαδικτυακά καταστήματα εφαρμογών σχεδόν ταυτόχρονα με την αφαίρεση από αυτά του επίμαχου παιχνιδιού,
είναι δεδομένα που κλίνουν την πλάστιγγα υπέρ της δημιουργίας ορατής πιθανότητα επιτυχίας της συγκεκριμένης βάσης αγωγής.
Τα όσα έχω αναφέρει αμέσως πιο πάνω τείνουν να καταδείξουν συνομωσία των Εναγομένων με σκοπό την εξαπάτηση των Εναγόντων. Δεν χρειάζεται να τα αναφέρω εκ νέου. Ανάμεσα στους Εναγομένους φαίνεται να υπήρξε συνεννόηση, συνεννόηση και αλληλοβοήθεια και αλληλοκάλυψη μέσα από κοινά συμφωνημένο σχέδιο συντονισμού με απώτερο στόχο την πραγματοποίηση των πιο πάνω φερόμενων ενεργειών. Η φερόμενη δράση τους δεν μπορεί παρά να τείνει να καταδείξει ότι κοινός σκοπός τους ήταν η περιθωριοποίηση του επίμαχου παιχνιδιού με την αφαίρεση του από την αγορά και την ίδια στιγμή τη δημοσίευση του παιχνιδιού «NRG Real Speed» και την προώθηση του στην αγορά με βάση την υφιστάμενη βάση δεδομένων χρηστών. Αυτό μόνο βλάβη θα μπορούσε να προκαλέσει στους Ενάγοντες ως ιδιοκτήτες του επίμαχου παιχνιδιού που είναι. Από ότι φαίνεται δυνάμει του μαρτυρικού υλικού που τέθηκε ενώπιον μου, πάντοτε για σκοπούς και μόνο της παρούσας διαδικασίας, οι πιο πάνω κοινές ενέργειες των Εναγομένων φαίνεται, εκ πρώτης όψεως να προκάλεσαν ζημιές στους Ενάγοντες, εξ ου και διεκδικούνται αποζημιώσεις μέσα από την παρούσα υπόθεση.
Στη βάση των ενώπιον μου δεδομένων και στοιχείων μέσα από αντικειμενική και συνάμα προκαταρκτική θεώρηση τους, τα προαναφερόμενα είναι παράμετροι που εκ πρώτης όψεως εμβολιάζουν την εκδοχή των Εναγόντων με ορατή πιθανότητα επιτυχίας αναφορικά με όλες τις επικαλούμενες βάσεις αγωγής, χωρίς αυτό να αποτελεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο αξιολόγηση της αλήθειας της εκδοχής τους και/ή της εκδοχής των Εναγομένων.
Επομένως καταλήγω ότι πληρείται η δεύτερη προϋπόθεση.
Η τρίτη προϋπόθεση, ήτοι να είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο χωρίς την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος, συναρτάται με τα συγκεκριμένα γεγονότα της κάθε υπόθεσης. Πλήρης δικαιοσύνη σημαίνει την απόδοση στον ενάγοντα της θεραπείας που δικαιούται σύμφωνα με το νόμο (Παναγίδης v. Παναγίδης (2001) 1 Α.Α.Δ. 396). Το κριτήριο αυτό ικανοποιείται όπου οι αποζημιώσεις θεωρούνται ότι δεν αποτελούν ικανοποιητική θεραπεία. Τέτοια περίπτωση υπάρχει όταν ο ενάγοντας (εδώ ο Αιτητής) δεν θα μπορεί να αποζημιωθεί καθότι θα είναι αδύνατος ο υπολογισμός τυχόν αποζημιώσεων που θα δικαιούται. Αντίθετα, εκεί που η ζημιά μπορεί να υπολογιστεί, έστω και με κάποια δυσκολία, τότε δεν θεωρείται ανεπανόρθωτης φύσης και γι’ αυτό δεν μπορεί να ευσταθεί ο ισχυρισμός ότι το Δικαστήριο δεν θα είναι σε θέση να αποδώσει πλήρη δικαιοσύνη.
Η έννοια του δύσκολου ή αδύνατου της πλήρους απονομής της δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο περιλαμβάνει και άλλα μεταβλητά κριτήρια εκτός από την ανεπανόρθωτη ζημιά. Ο χρηματικός παράγοντας δεν είναι ο μόνος που λαμβάνεται υπόψη (Παπαστράτης ν. Πιερίδης (1979) 1 Α.Α.Δ. 231, Κυρισάββα ν. Κύζη (2001) 1 Α.Α.Δ. 1245). Η έννοια της δικαιοσύνης δεν συναρτάται με τη στενή αντίληψη της υλικής ζημίας αλλά με την ευρύτερη προστασία των δικαιωμάτων του αιτούμενου τη θεραπεία (M & CH Mitsingas Trading Ltd κ.α. v. The Timberland Co (1997) 1 Α.Α.Δ. 1791). Στην υπόθεση Ninemia Maritime Corporation v. Trane Schiffahrts-gesellschaft Gmbh (Niedersachsen, The) (1983) 1 W.L.R. 1412 τονίστηκε ότι το σχετικό κριτήριο είναι κατά πόσο, λαμβανομένης υπόψη της μαρτυρίας στο σύνολό της, υπάρχει βάσιμος κίνδυνος ότι η απόφαση υπέρ του ενάγοντα θα παραμείνει ανικανοποίητη. Δεν είναι απαραίτητο να επιδειχθεί άνομη πρόθεση, παρόλο ότι αν αποδειχθεί τέτοια πρόθεση το Δικαστήριο θα χορηγήσει το διάταγμα με περισσότερη ετοιμότητα.
Στην παρούσα υπόθεση η κύρια και ουσιαστικότερη πτυχή της απαίτησης δεν αφορά χρηματικές αξιώσεις. Η έκδοση διαφόρων διαταγμάτων είναι η βασική τελική θεραπεία που επιδιώκεται. Εκείνο που οι Ενάγοντες στοχεύουν με την έκδοση τους είναι η προστασία των δικαιωμάτων τους που αφορούν τη συνέχιση εκμετάλλευσης, προώθησης στην αγορά και λειτουργίας του επίμαχου παιχνιδιού από χρήστες μέσω του διαδιχτύου. Η διασφάλιση νομοθετικών δικαιωμάτων, όπως στις περιπτώσεις αθέμιτου ανταγωνισμού και πνευματικής ιδιοκτησίας που αφορούν την παρούσα υπόθεση, η οποία προστασία επιδιώκεται με την έκδοση απόφασης, δεν μπορεί να επιτευχθεί με την επιδίκαση αποζημιώσεων. Εάν εκδοθεί απόφαση προς όφελος των Εναγόντων οι αποζημιώσεις δεν αποτελούν ικανοποιητική θεραπεία.
Όπως λέχθηκε στην M & CH Mitsingas Trading Ltd κ.α. v. The Timberland Co (πιο πάνω):
«Ο αθέμιτος ανταγωνισμός έχει προεκτάσεις, μεταξύ των οποίων και ο επηρεασμός της εμπορικής εύνοιας, που είναι δύσκολο να αποτιμηθούν σε χρήμα ή να εξακριβωθούν με βεβαιότητα.»
Ομοίως στην The Timberland Co. of USA v. Evans & Sons Limited (1998) 1Β Α.Α.Δ. 1179 το Εφετείο επανέλαβε:
«Στη θεώρηση αιτήματος για την έκδοση απαγορευτικού διατάγματος, για την αποτροπή αντιποίησης εμπορευμάτων, δεν πρέπει να παραγνωρίζονται οι ιδιομορφίες του δυσμενούς επηρεασμού από τον αθέμιτο ανταγωνισμό. Όπως υποδείξαμε στη Μ & CH Mitsingas Trading Ltd. κ.ά. v. The Timberland Co Of Usa, (ανωτέρω), σε συνάρτηση με τα αποφασισθέντα στην Papastratis v. Petrides (1979) 1 C.L.R. 231, το κριτήριο για την έκδοση ενδιάμεσου διατάγματος είναι η αδυναμία απονομής πλήρους δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο. Η αδυναμία αυτή είναι ιδιαίτερα εμφανής στην περίπτωση του αθέμιτου ανταγωνισμού. Το ακόλουθο απόσπασμα κατοπτρίζει τη θέση μας:- (σελ. 8)
‘Η έννοια της δικαιοσύνης δεν συναρτάται με τη στενή αντίληψη της υλικής ζημίας αλλά, με την ευρύτερη προστασία των δικαιωμάτων του αιτούμενου τη θεραπεία. Ο αθέμιτος ανταγωνισμός έχει προεκτάσεις, μεταξύ των οποίων και ο επηρεασμός της εμπορικής εύνοιας, που είναι δύσκολο να αποτιμηθούν σε χρήμα ή να εξακριβωθούν με βεβαιότητα.’»
Η πιο πάνω νομική προσέγγιση ισχύει και για την παραβίαση νομοθετικών δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας.
Από τα πιο πάνω προκύπτει ότι η φύση της παρούσας υπόθεσης είναι τέτοια που σε περίπτωση που οι Ενάγοντες επιτύχουν στην υπόθεση τους η επιδίκαση αποζημιώσεων δεν θα είναι επαρκής θεραπεία για την ικανοποίηση της δικαστικής απόφασης. Σε τελευταία ανάλυση θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη στο μέλλον χωρίς την συνέχιση της ισχύς των προσωρινών διαταγμάτων και παράλληλα δίχως την έκδοση ορισμένων από τα υπόλοιπα που ζητούνται με την υπό κρίση αίτηση.
Συνεπώς κρίνω ότι ικανοποιείται και η τρίτη προϋπόθεση.
Το θέμα όμως δεν ολοκληρώνεται εδώ. Το Δικαστήριο εξετάζει το ισοζύγιο της ευχέρειας. Οι παράγοντες που μπορούν να επιδράσουν στην άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου κατά την εξέταση του ισοζυγίου της ευχέρειας είναι διάφοροι. Ωστόσο στις περιπτώσεις όπου παραβιάζονται δικαιώματα και/ή δεν τηρούνται πρόνοιες νομοθεσίας η συνέχιση της ισχύος προσωρινού διατάγματος που διατηρεί το status quo ante είναι αναγνωρισμένη διαδικασία.
Αντισταθμίζοντας τις επιπτώσεις από τυχόν συνέχιση ισχύος διαταγμάτων που έχουν εκδοθεί και την ανάγκη τυχόν έκδοσης διαταγμάτων για την προστασία δικαιωμάτων των διαδίκων, με γνώμονα τη δυνατότητα απονομής δικαιοσύνης στο τελικό στάδιο, η πλάστιγγα κλίνει υπέρ των Εναγόντων. Δύσκολα αποτιμάται η ζημιά των Εναγόντων σε χρήμα, πράγμα που χαρακτηρίζει την παρούσα περίπτωση, σε αντίθεση όπου συγκριτικά ευκολότερα είναι να προσδιοριστεί η ζημιά των Εναγομένων και να εξασφαλιστεί με συνδυασμό της εγγύησης και της ενδεχόμενης επιδίκασης αποζημιώσεων στην απαίτηση αρ. 457/24 στο Ε.Δ. Πάφου που καταχωρίστηκε από την Εναγόμενη 1 και στρέφεται εναντίον των Εναγόντων σε περίπτωση που η παρούσα υπόθεση αποτύχει (The Timberland Co. of USA v. Evans & Sons Limited (πιο πάνω)).
Κάτω από τις περιστάσεις που έχω αναφέρει προηγουμένως, θεωρώ ότι η συνέχιση της ισχύος των εκδομένων ενδιάμεσων διαταγμάτων σε συνδυασμό με την έκδοση ορισμένων από τα υπόλοιπα που ζητούνται διατηρεί την υφιστάμενη κατάσταση πραγμάτων παρά η μη έκδοση τους επειδή, όπως εκ πρώτης όψεως φαίνεται, χωρίς αυτά ενδέχεται να συνεχίσει η παραβίαση νομοθετικών δικαιωμάτων των Εναγόντων.
Υπό το φως των πιο πάνω στοιχείων και δεδομένων καθώς επίσης για τους λόγους που έχω εξηγήσει, κρίνω ότι το συμφέρον της δικαιοσύνης κλίνει στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου υπέρ της έγκρισης της υπό κρίση αίτησης στο βαθμό και στην έκταση που θα εξηγηθεί αμέσως πιο κάτω. Παράλληλα η ένσταση απορρίπτεται στην ολότητα της.
Συνακόλουθα τα ενδιάμεσα διατάγματα που είχαν εκδοθεί στις 21.10.24 καθίστανται απόλυτα και κατ’ επέκταση οριστικοποιούνται με ισχύ μέχρι το τέλος εκδίκασης της παρούσας υπόθεσης.
Περαιτέρω εκδίδεται διάταγμα ως το σημείο (Δ) της υπό κρίση αίτησης με ισχύ μέχρι το τέλος εκδίκασης της παρούσας υπόθεσης.
Η έκδοση διατάγματος ως το σημείο (Δ) καθιστά άνευ αντικειμένου το αίτημα για έκδοση διατάγματος ως το σημείο (Ε) της υπό κρίση αίτησης.
Σε ότι αφορά το αίτημα για έκδοση διαταγμάτων ως τα σημεία (ΣΤ) & (Ζ) της υπό κρίση αίτησης, αυτά επειδή ζητούνται και ως τελικές θεραπείες (σημεία (ΙΓ) & (ΙΔ) του παρακλητικού της έκθεσης απαίτησης) προκειμένου η εκτέλεση τους να βοηθήσει στην έγερση και/ή προώθηση άλλων νομικών διαδικασιών στην Κύπρο και/ή στο εξωτερικό (βλέπε σημείο (ΙΕ) του παρακλητικού της έκθεσης απαίτησης) θα εξεταστούν στα πλαίσια εκδίκασης της ουσίας της αγωγής.
Σε ότι αφορά τα έξοδα, έχοντας υπόψη μου τους Κανονισμούς 39.2 και 39.4(1)(α) των Περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2023, δεν βλέπω λόγο να παρεκκλίνω από τον γενικό κανόνα που διέπει την επιδίκαση τους. Κατά συνέπεια, τα έξοδα της παρούσας αίτησης επιδικάζονται υπέρ των Εναγόντων/Αιτητών και εναντίον των Εναγομένων 1-4/Καθ’ ων η αίτηση 1-4 αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένα. Θα προχωρήσω σε συνοπτικό υπολογισμό των εξόδων δυνάμει του Κ.39.7. Να σημειωθεί ότι οι συνήγοροι, κατά παράβαση του Κ.39.9(1), δεν συμμορφώθηκαν με το καθήκον τους για υποβοήθηση του Δικαστηρίου στον συνοπτικό υπολογισμό των εξόδων.
Ως εκ τούτου, τα έξοδα, μειωμένα κατά 10% ένεκα της πιο πάνω μη συμμόρφωσης των συνηγόρων με το καθήκον τους χωρίς να έχει διαπιστωθεί ότι οφείλεται σε εύλογη αιτία (Κ.39.9(2)), έχουν υπολογιστεί σε €6.718,20 πλέον Φ.Π.Α. (εάν υπάρχει) επί ποσού €6.622,20. Τα έξοδα να καταβληθούν εντός 15 ημερών από σήμερα.
(Υπ.) .................................
Γ. Κ. Βλάμης, Π.Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο