ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ
Ενώπιον: Γ. Κ. Βλάμη, Π.Ε.Δ.
Αρ. Απαίτησης (Μέρος 7): 162/2025 I-Justice
Μεταξύ:
THE SUITE48 HOLDINGS LTD (HE xxx), χχχ, Πάφος, Κύπρος
Ενάγουσας
και
1. Kouroushis Lion Resorts Ltd (HE xxx) υπό διαχείριση,
xxx, Πάφος, Κύπρος
2. xxxx Ανδρονίκου (ΑΔΤ χχχ), χχχ, Λευκωσία
3. xxxx Ιωάννου (ΑΔΤ χχχ), χχχ, Λευκωσία
Εναγομένων
Αίτηση ημερομηνίας 03.04.25 για έκδοση ενδιάμεσων διαταγμάτων
Ημερομηνία: 24.07.25
Εμφανίσεις:
Για Ενάγουσα/Αιτήτρια: κος Δ. Διομήδους μαζί με κ. Γ. Γεωργίου
για Καλλής & Καλλής Δ.Ε.Π.Ε.
Για Εναγόμενους 1-3/Καθ’ ων η αίτηση 1-3: κος Γ. Χαραλάμπους για Γεωργιάδης
& Πελίδης Δ.Ε.Π.Ε.
ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ
Στις 03.04.25 η Ενάγουσα υπέβαλαν Έντυπο Απαίτησης δυνάμει του Μέρους 7 με το οποίο ζητούν την έκδοση δηλώσεων και διαταγμάτων απαγορευτικής και προστακτικής φύσεως καθώς επίσης την επιδίκαση αποζημιώσεων εναντίον των Εναγομένων για ζημιές που ισχυρίζεται ότι υπέστηκε εξ’ υπαιτιότητας των Εναγομένων ένεκα επικαλούμενης παραβίασης δικαιωμάτων της και παράνομης επέμβασης σε υποστατικό που λειτουργεί ως καφεστιατόριο-σνακ μπαρ και χώρους που σύμφωνα με την ίδια συνεχίζει να ενοικιάζει από αυτούς δυνάμει συμφωνίας ενοικίασης (στο εξής οι «επίμαχοι χώροι»), τα οποία βρίσκονται εντός του ακινήτου με αρ. τεμαχίου 4xx, τμήμα Γ, Φ/Σχ. LI/xxx & Li/xxx στην τοποθεσία Παλλούρα στην Κάτω Πάφο της επαρχίας Πάφου (στο εξής το «ακίνητο»).
Με βάση την Έκθεση Απαίτησης που καταχωρίστηκε στις 02.06.25, η Ενάγουσα εγείρει την υπόθεση αυτή επί των πιο κάτω νομικών βάσεων, σε σχέση με τις οποίες καταλογίζει στους Εναγομένους συγκεκριμένη συμπεριφορά που περιγράφουν και που θεωρούν ότι είναι επιλήψιμη, η εκδήλωση της οποίας ισχυρίζονται ότι τους προκάλεσε τις ζημιές για τις οποίες αξιώνουν την προαναφερόμενες θεραπείες:
(1) αποδίδει στους Εναγόμενους ότι προέβηκαν σε πράξεις με τις οποίες παραβιάστηκαν συμβατικά δικαιώματα της Ενάγουσας και κατ’ επέκταση προκλήθηκε παράβαση συμφωνίας ενοικίασης των επίμαχων χώρων που σύμφωνα με την ίδια συνομολογήθηκε με την Εναγόμενη 1 εταιρεία,
(2) καταλογίζει στους Εναγόμενους ότι προέβηκαν σε ενέργειες με τις οποίες παραβιάστηκαν συνταγματικά δικαιώματα κατοχής, χρήσης, επαγγελματικής εκμετάλλευσης ακινήτου και άσκησης επιχειρηματικών δραστηριοτήτων,
(3) επιρρίπτει στους Εναγόμενους ευθύνη για πρόκληση παράνομης επέμβασης σε ενοικιαζόμενους από την Ενάγουσα χώρους δια της λήψης συγκεκριμένων ενεργειών.
Να σημειωθεί ότι οι Εναγόμενοι δεν έχουν μέχρι σήμερα καταχωρίσει έκθεση υπεράσπισης.
Ενόψει του χρονικού σημείου που καταχωρίστηκε, η παρούσα αγωγή διέπεται από τους Νέους Διαδικαστικούς Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας που τέθηκαν σε ισχύ από 01.09.23.
Την ίδια ημέρα που καταχωρίστηκε το Έντυπο Απαίτησης της παρούσας υπόθεσης (03.04.25), η Ενάγουσα προώθησε μονομερώς ενδιάμεση αίτηση στην οποίαν ζήτησε την έκδοση προσωρινών διαταγμάτων. Στη διαδικασία αυτή εμφανίστηκε δικηγόρος των Εναγομένων 1, 2 & 3 που ζήτησε να συμμετέχει. Μετά από συνεννόηση των διαδίκων, δια των συνηγόρων τους, δηλώθηκαν τα εξής ενώπιον του Δικαστηρίου:
(α) Οι Εναγόμενοι 1-3 και/ή υπάλληλοι και/ή υπηρέτες και/ή αξιωματούχοι και/ή αντιπρόσωποι τους δεσμεύτηκαν να μην εισέλθουν και/ή λάβουν κατοχή του υπό ενοικίαση υποστατικού – καφεστιατορίου – snack bar και εξωτερικού χώρου του εν λόγω υποστατικού το οποίο βρίσκεται εντός του επίμαχου ακινήτου μέχρι την έκδοση απόφασης στην υπό κρίση ενδιάμεση αίτηση.
(β) Οι Εναγόμενοι 1-3 και/ή υπάλληλοι και/ή υπηρέτες και/ή αξιωματούχοι και/ή αντιπρόσωποι τους δεσμεύτηκαν να μην παρεμποδίζουν την είσοδο και έξοδο πελατών της επιχείρησης που ασκείται στον προαναφερόμενο χώρο του υποστατικού μέχρι την έκδοση απόφασης στην υπό κρίση ενδιάμεση αίτηση.
(γ) Τυχόν παρουσία των Εναγομένων 1-3 και/ή των υπαλλήλων και/ή υπηρετών και/ή αξιωματούχων και/ή αντιπροσώπων τους στο χώρο θα είναι διακριτική.
(δ) Οι μπάρες που οδηγούν στο χώρο στάθμευσης του συγκεκριμένου υποστατικού θα παραμείνουν κλειστές.
(ε) Η πλευρά της Ενάγουσας επιφυλάσσεται για οποιεσδήποτε ζημιές ήθελε υποστεί που θα αποτελέσει αντικείμενο της αγωγής.
Ένεκα της πιο πάνω εξέλιξης, η υπό κρίση αίτηση μετατράπηκε σε δια κλήσεως και προς τούτο δόθηκαν οδηγίες για την καταχώρηση ένστασης. Μάλιστα δυνάμει του Κ.23.11 καθορίστηκε χρονοδιάγραμμα σε σχέση με τη διαδικασία εκδίκασης της παρούσας αίτησης.
Στην αίτηση αυτή η Ενάγουσα ζητεί την έκδοση ενδιάμεσων διαταγμάτων απαγορευτικής και προστακτικής φύσεως με ισχύ μέχρι εκδίκασης της παρούσας υπόθεσης και/ή μέχρι νεωτέρας διαταγής του Δικαστηρίου. Παραθέτω αυτούσιο το περιεχόμενο τους:
«Α. Διάταγμα του Δικαστηρίου που να διατάσσει τους Εναγόμενους 1, 2 και 3 και/ή τους υπηρέτες και/ή υπαλλήλους και/ή αντιπροσώπους τους να ανοίξουν τον διακόπτη του ηλεκτρισμού και/ή επανασυνδέσουν το καφεστιατόριο γνωστό με την ονομασία «The Suite48» της Ενάγουσας με ρεύμα και/ή να μην εμποδίζουν την Ενάγουσα από την πρόσβαση στον πίνακα ηλεκτρισμού του ξενοδοχείου της Εναγόμενης 1 στον οποίο ευρίσκεται ο διακόπτης που τροφοδοτεί το καφεστιατόριο της Ενάγουσας με ρεύμα μέχρι εκδικάσεως της παρούσης αγωγής και/ή μέχρι νεοτέρων οδηγιών του Δικαστηρίου.
Β. Διάταγμα του Δικαστηρίου που να διατάσσει τους Εναγόμενους 1, 2 και 3 και/ή τους υπηρέτες και/ή υπαλλήλους και/ή αντιπροσώπους τους να παρέχουν νερό στο καφεστιατόριο της Ενάγουσας το οποίο απέκοψαν και/ή να μην εμποδίζουν την Ενάγουσα από την πρόσβαση στο δίκτυο του νερού του ξενοδοχείου της Εναγόμενης 1 και τροφοδοτεί το καφεστιατόριο της Ενάγουσας με νερό.
Γ. Διάταγμα του Δικαστηρίου που να διατάσσει τους Εναγόμενους 1, 2 και 3 και/ή τους υπηρέτες και/ή υπαλλήλους και/ή αντιπροσώπους τους από του να εμποδίζουν και/ή αποκόπτουν την είσοδο στο καφεστιατόριο της Ενάγουσας γνωστό ως «The Suite 48» μέσω του χώρου στάθμευσης του ξενοδοχείου που ευρίσκεται στο ακίνητο με αριθμό τεμαχίου 4xx, Τμήμα Γ του Φ/Σχ. LI/xxx & LI/xxxI στην τοποθεσία Παλλούρα στην κάτω Πάφο.
Δ. Διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο να απαγορεύεται στους Εναγόμενους 1 και/ή 2 και/ή 3 και/ή τους υπαλλήλους και/ή υπηρέτες και/ή αξιωματούχους και/ή αντιπροσώπους τους από του να:
(1) αποκλείσουν και/ή παρεμποδίσουν με οποιοδήποτε τρόπο και/ή εις οποιονδήποτε, την είσοδο του υποστατικού/καφεστιατορίου της Αιτήτριας γνωστό με την ονομασία «The Suite48» το οποίο ευρίσκεται εντός του κτήματος με αριθμό τεμαχίου 4xx, Τμήμα Γ του Φ/Σχ. LI/xxx & LI/xxx στην τοποθεσία Παλλούρα στην κάτω Πάφο.
(2) διακόψουν και/ή αποσυνδέσουν την παροχή ηλεκτρικού ρεύματος του υποστατικού/καφεστιατορίου της Αιτήτριας γνωστό με την ονομασία «The Suite48» το οποίο ευρίσκεται εντός του κτήματος με αριθμό τεμαχίου 4xx, Τμήμα Γ του Φ/Σχ. LI/xxx & LI/xxx στην τοποθεσία Παλλούρα στην κάτω Πάφο.
(3) διακόψουν και/ή αποσυνδέσουν την παροχή νερού του υποστατικού/καφεστιατορίου των Αιτητών γνωστό με την ονομασία The Suite48 το οποίο ευρίσκεται εντός του κτήματος με αριθμό τεμαχίου 4xx, Τμήμα Γ του Φ/Σχ. LI/xxx & LI/xxx στην τοποθεσία Παλλούρα στην κάτω Πάφο.
(4) επέμβουν με οποιοδήποτε τρόπο στην κατοχή και χρήση των Αιτητών του υποστατικού/καφεστιατορίου και επιχείρησης της Αιτήτριας γνωστό με την ονομασία «Suite48» το οποίο ευρίσκεται εντός του κτήματος με αριθμό τεμαχίου 4xx, Τμήμα Γ του Φ/Σχ. LI/xxx & LI/xxx στην τοποθεσία Παλλούρα στην κάτω Πάφο.
Ε. Διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο να εμποδίζονται οι Εναγόμενοι και/ή υπάλληλοι και/ή υπηρέτες και/ή αξιωματούχοι και/ή αντιπρόσωποι τους από του να λάβουν κατοχή του υπό ενοικίαση υποστατικού/καφεστιατορίου/σνακ μπαρ και εξωτερικών χώρων της Αιτήτριας γνωστό με την ονομασία «Suite48» το οποίο ευρίσκεται εντός του κτήματος με αριθμό τεμαχίου 4xx, Τμήμα Γ του Φ/Σχ. LI/xxx & LI/xxx στην τοποθεσία Παλλούρα στην κάτω Πάφο.»
Νομική βάση της αίτησης είναι, ανάμεσα σ’ άλλα, το άρθρο 32 του Ν.14/60, τα άρθρα 4, 5 & 9 του Κεφ.6, τα Μέρη 23 & 25 των Διαδικαστικών Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας 2023, στον περί Συμβάσεως Νόμο (Κεφ.149), στα άρθρα 23, 25 & 30.2 του Συντάγματος, στις αρχές επιείκειας, στις συμφυείς εξουσίες και στη γενική πρακτική του Δικαστηρίου.
Τα γεγονότα, πάνω στα οποία στηρίζεται η αίτηση αυτή και που σύμφωνα με Ενάγουσα δικαιολογούν την έκδοση των αιτουμένων προσωρινών διαταγμάτων, περιέχονται σε δύο ένορκες δηλώσεις συνολική έκτασης 26 δακτυλογραφημένων σελίδων του κυρίου Ζαχαρία Αρχοντούς, διευθυντή και μετόχου της Ενάγουσας. Προς υποστήριξη του περιεχομένου των ενόρκων δηλώσεων αυτών, επισυνάπτονται διάφορα έγγραφα.
Στις ένορκες δηλώσεις καταγράφεται το ιστορικό των επαγγελματικών σχέσεων των διαδίκων και γίνεται επίκληση γεγονότων που περιβάλλουν την υπόθεση, όπως τα αντιλαμβάνεται η πλευρά της Ενάγουσας. Επίσης σημειώνονται στοιχεία και προβάλλονται οι λόγοι που σύμφωνα με τον ομνύοντα πληρούν τις προϋποθέσεις για την έκδοση των ενδιάμεσων διαταγμάτων που αξιώνονται. Το σύνολο των γεγονότων που παρουσιάζονται προδιαγράφουν την εκδοχή της Ενάγουσας.
Οι Εναγόμενοι 1-3 αντέδρασαν στις 09.04.25 με την καταχώρηση εντύπου ένστασης στην υπό κρίση αίτηση επί 14 λόγων. Ορισμένοι από αυτούς επαναλαμβάνονται, άλλοι σχετίζονται με κάποιους άλλους ενώ άλλοι καλύπτονται μεταξύ τους. Δεν χρειάζεται να τους απαριθμήσω. Αναφορά σ’ αυτούς θα γίνει στη συνέχεια. Κοινό σημείο τους είναι η εγειρόμενη θέση ότι δεν δικαιολογείται η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου υπέρ της έκδοσης των αιτουμένων ενδιάμεσων διαταγμάτων με ισχύ μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης αυτής και/ή μέχρι νεωτέρας διαταγής του Δικαστηρίου.
Η νομική βάση της ένστασης των Εναγομένων είναι ουσιαστικά παρόμοια μ’ αυτήν της υπό κρίση αίτησης.
Η ένσταση συνοδεύεται από ένορκη δήλωση του κυρίου Κωνσταντίνου Ιωάννου, Εναγομένου 3, η οποία γίνεται εκ μέρους και για λογαριασμό της Εναγομένης 1 εταιρείας και συνάμα για τον Εναγόμενο 2 που τον έχει εξουσιοδοτήσει για τον σκοπό αυτό. Μαζί με τον Εναγόμενο 2 στις 18.08.17 διορίστηκαν από τραπεζικό οργανισμό δυνάμει ομολόγων Παραλήπτες/Διαχειριστές των περιουσιακών στοιχείων της Εναγομένης 1. Στην ένορκη δήλωση επισυνάπτονται έγγραφα που κατά τη γνώμη των Εναγομένων τεκμηριώνουν τους λόγους ένστασης και κατ’ επέκταση δικαιολογούν απόρριψη της παρούσας αίτησης. Στην ουσία μέσα από την ένορκη δήλωση αναλύονται και επεξηγούνται οι λόγοι ένστασης. Παράλληλα προβάλλονται γεγονότα που παραπέμπουν στην παρούσα υπόθεση από την γωνία αντίληψης των Εναγομένων, στη βάση των οποίων θεωρούν ότι δεν υπάρχει οτιδήποτε το επιλήψιμο από μέρους τους. Τα επικαλούμενα γεγονότα σκιαγραφούν την εκδοχή των Εναγομένων στην παρούσα υπόθεση.
Ακολούθως αμφότερες πλευρές καταχώρησαν συμπληρωματικές ένορκες δηλώσεις. Ομνύοντες ήταν πάλι ο Αρχοντούς για την Ενάγουσα (Αιτήτρια) και ο Ιωάννου για τους Εναγόμενους 1-3 (Καθ’ ων η αίτηση 1-3).
Δεν θεωρώ ότι θα εξυπηρετήσει οποιοδήποτε σκοπό η επαναδιατύπωση του περιεχομένου των εγγράφων που συνοδεύουν την αίτηση και την ένσταση. Γι’ αυτό δεν προτίθεμαι να επαναλάβω εκείνα που αναφέρονται σ’ αυτές. Ωστόσο εκεί και όπου κριθεί ότι χρειάζεται, θα αναφέρομαι σε αποσπάσματα από το περιεχόμενο τους.
Η ακρόαση της υπό κρίση αίτησης περιορίστηκε σε γραπτές και προφορικές αγορεύσεις. Το περιεχόμενο των ενόρκων δηλώσεων μαζί με τα επισυνημμένα έγγραφα αποτελούν το σύνολο του μαρτυρικού υλικού που προσκομίστηκε στο Δικαστήριο.
Στις εμπεριστατωμένες αγορεύσεις τους αμφότεροι συνήγοροι, με παραπομπή σε νομολογία, υποστήριξαν τις εκατέρωθεν και παράλληλα εκ διαμέτρου αντίθετες νομικές θέσεις και ισχυρισμούς τους. Πλήρης ανάλυση της νομικής επιχειρηματολογίας των συνηγόρων είναι καταγραμμένη στα πρακτικά του Δικαστηρίου και δεν χρειάζεται να επαναδιατυπωθεί καθότι δεν θα εξυπηρετήσει οποιοδήποτε πρακτικό σκοπό. Εκεί και όπου κρίνεται ότι χρειάζεται θα γίνεται ειδική αναφορά σε νομικά επιχειρήματα των συνηγόρων.
Στρέφομαι ευθύς να εξετάσω την παρούσα αίτηση υπό το φως των λόγων ένστασης και στη βάση των θέσεων και επιχειρημάτων αμφοτέρων πλευρών. Προς το σκοπό αυτό έχω θέσει ενώπιον μου το περιεχόμενο των αγορεύσεων των συνηγόρων, το οποίο και μελέτησα με προσοχή. Έχω ακόμη μελετήσει ενδελεχώς όλο το μαρτυρικό υλικό που μου έχει παρουσιαστεί.
Οι λόγοι ένστασης έχουν ομαδοποιηθεί και θα εξεταστούν με βάση το ζήτημα που εγείρουν.
Θα ξεκινήσω την ενασχόληση μου από τον 13ο λόγο ένστασης με τον οποίον οι Εναγόμενοι παραπονιούνται ότι η «νομική βάση της Αίτησης είναι ελλιπής και εσφαλμένη.»
Θα πρέπει να λεχθεί ότι η νομική επιχειρηματολογία του ευπαιδεύτου συνηγόρου των Εναγομένων δεν πραγματεύεται θέμα ελαττωματικότητας της νομικής βάσης, ούτε εξηγεί που αυτή υστερεί ή γιατί θεωρείται ελλιπής και/ή εσφαλμένη. Ούτε βέβαια υποδεικνύεται τι ακριβώς απουσιάζει από τη νομική βάση της υπό κρίση αίτησης, εάν για παράδειγμα κάποιος συγκεκριμένος κανονισμός και/ή άρθρο κάποιας νομοθεσίας. Ούτε, από την άλλη, διευκρινίζει αν ένας κανονισμός και/ή ένα άρθρο λανθασμένα περιλαμβάνεται στη νομική βάση της παρούσας αίτησης, ποιο είναι αυτό και γιατί θεωρεί ότι εσφαλμένα αναφέρεται. Αυτά είναι δεδομένα που καταδεικνύουν πρόθεση των Εναγομένων να μην προωθήσουν τη συγκεκριμένη θέση τους, η οποία έκδηλα έχει εγκαταλειφθεί. Συνεπώς, μπορεί να λεχθεί ότι απορρίπτεται λόγω μη προώθησης της.
Σε κάθε περίπτωση διαπιστώνω ότι η νομική βάση της υπό κρίση αίτησης περιλαμβάνει το αναγκαίο δικαιοδοτικό υπόβαθρο και το απαιτούμενο δικονομικό πλαίσιο που επιτρέπουν την προώθηση και εκδίκαση της. Η συμπερίληψη του άρθρου 32 του Ν.14/60, του άρθρου 9 του Κεφ.6, των Μερών 23 & 25 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας 2023, η αναφορά στα άρθρα 23 & 25 του Συντάγματος, στα άρθρα 6 & 13 και στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, των συμφυών εξουσιών και των αρχών επιείκειας καθιστούν τη νομική βάση της υπό κρίση αίτησης συμπληρωμένη (Parico Aluminium Designs Ltd v. Muskita-Aluminium Co. Limited και άλλη (2002) 1 Α.Α.Δ. 2015). Κατά συνέπεια ο εν λόγω ισχυρισμός των Εναγομένων στερείται θεμελίωσης και ως εκ τούτου απορρίπτεται.
Προχωρώ με τον 10ο λόγο ένστασης με τον οποίον οι Εναγόμενοι εγείρουν ζήτημα απόκρυψης ουσιώδη γεγονότων από μέρους της Ενάγουσας και παράλληλα παρουσίασης παραπλανητικών γεγονότων προς το Δικαστήριο. Ενδεικτικά παραπέμπω στις §14, §55 και §69 της αρχικής ένορκης δήλωσης του Εναγομένου 3. Δεν χρειάζεται να προβώ σε συγκεκριμένη καταγραφή τους.
Η πλήρης αποκάλυψης όλων των ουσιωδών γεγονότων τα οποία, αντικειμενικά κρινόμενα, μπορούν να επενεργήσουν στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου να παράσχει θεραπεία αποτελεί υποχρέωση του Αιτητή (εδώ Ενάγουσας) που καταφεύγει στην χορήγηση θεραπείας με μονομερή αίτηση (Γρηγορίου v. Χριστοφόρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 248, The Timberland Co. of USA v. Evans & Sons Limited κ.α. (1998) 1 Α.Α.Δ. 1179, Demstar Ltd v. Zim Israel Navigation Co Limited (1996) 1 Α.Α.Δ. 597 και Δήμος Πάφου v. Βοσκού (2001) 1(Β) Α.Α.Δ. 1168). Τούτο επειδή το Δικαστήριο στην απουσία του άλλου μέρους, εναντίον του οποίου ζητείται μονομερώς η αξιούμενη θεραπεία, προχωρεί στη λήψη απόφασης βασιζόμενο μόνο στα στοιχεία και γεγονότα που περιέχονται στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση.
Γι’ αυτό, στα πλαίσια εξέτασης αίτησης όπου ο Καθ’ ου η αίτηση (εδώ οι Εναγόμενοι) δεν λαμβάνει μέρος και δεν έχει την ευκαιρία στο στάδιο εκείνο να ακουστεί κατά παρέκκλιση του κανόνα της φυσικής δικαιοσύνης, η ένορκη δήλωση του Αιτητή (εδώ η Ενάγουσα) πρέπει να αποκαλύπτει όλα τα ουσιώδη γεγονότα που γνωρίζει ή που με εύλογη επιμέλεια θα γνώριζε και που είναι σχετικά με την υπόθεση και μπορούν να επηρεάζουν την κρίση του Δικαστηρίου, το οποίο καλείται να αποφασίσει χωρίς παραπλάνηση και παραπληροφόρηση. Για να έχουν σημασία τέτοια γεγονότα πρέπει να σχετίζονται με:
(α) το βάσιμο του δικαιώματος του αιτητή όπως δικογραφείται στην έκθεση απαίτησης και
(β) τη σοβαρότητα του ζητήματος το οποίο εγείρεται, καθώς και
(γ) την πιθανότητα επιτυχίας.
Επί του πιο πάνω σημείου παραπέμπω στην υπόθεση M & CH Mitsingas Trading Ltd κ.α. v. Timberland Co. (1997) 1Γ Α.Α.Δ. 1791. Με λίγα λόγια, ο αιτητής αποκαλύπτει όλα τα γεγονότα που συνθέτουν τα αγώγιμα δικαιώματα του και προσδιορίζουν τα στοιχεία τα οποία καθιστούν το αίτημα του επείγον (The Timberland Co. of USA v. Evans & Sons Limited κ.α. (πιο πάνω)).
Η αποκάλυψη ουσιωδών γεγονότων συναρτάται με την καλή πίστη η οποία πρέπει να επιδεικνύεται σε περίπτωση μονομερούς εξέτασης ενδιάμεσης αίτησης. Παράλειψη παρουσίασης ουσιαστικών γεγονότων στη μονομερή αίτηση θεωρείται ως είδος εξαπάτησης του Δικαστηρίου, το οποίο προχωρεί στην ακύρωση του εκδοθέντος διατάγματος. Η πρόθεση για απόκρυψη είναι άσχετη και δεν αποτελεί προϋπόθεση για την ακύρωση του διατάγματος.
Καθοδηγούμενος από τα πιο πάνω μπορεί να σημειωθεί ότι η πιο πάνω αναφορά των Εναγομένων θα είχε βαρύνουσα έως καταλυτική σημασία αν στα πλαίσια της αίτησης αυτής εξεταζόταν κατά πόσο δικαιολογείται η συνέχιση ή όχι ενδιάμεσου διατάγματος που είχε εκδοθεί μονομερώς. Ωστόσο στη συγκεκριμένη περίπτωση οφείλω να υπενθυμίσω ότι από την αρχή η παρούσα αίτηση μετατράπηκε σε δια κλήσεως και προωθήθηκε ως δια κλήσεως. Αυτό σημαίνει ότι η εν λόγω αίτηση επιδόθηκε στους Εναγόμενους, οι οποίοι από την αρχή έλαβαν γνώση της αίτησης αυτής και του περιεχομένου των ενόρκων δηλώσεων και των εγγράφων που τη συνοδεύουν. Μ’ αυτόν τον τρόπο οι Εναγόμενοι αμέσως συμμετείχαν στην παρούσα διαδικασία και προωθώντας την ένσταση τους παρουσίασαν τις δικές τους θέσεις προτού το Δικαστήριο αποφασίσει για την τύχη της παρούσας αίτηση. Με βάση το δεδομένο αυτό δεν τίθεται ζήτημα εξέτασης υποχρέωσης για αποκάλυψη όλων των ουσιωδών γεγονότων και κατ’ επέκταση απόκρυψης στοιχείων ή προσκόμισης στοιχείων που θεωρούν παραπλανητικά επειδή οι Εναγόμενοι προστατεύονται από τέτοια τυχόν παραπλάνηση με την ευκαιρία που έχουν από την αρχή να παραθέσουν τις δικές τους θέσεις, γεγονότα και στοιχεία στο Δικαστήριο προτού κριθεί κατά πόσο δικαιολογείται ή όχι η έκδοση των αιτουμένων διαταγμάτων, πράγμα που οι Εναγόμενοι έχουν πράξει.
Στη βάση των πιο πάνω, ο λόγος αυτός ένστασης δεν ευσταθεί και ως εκ τούτου απορρίπτεται.
Οι Εναγόμενοι ακόμη παραπονιούνται ότι η Ενάγουσα δεν προσήλθε στο Δικαστήριο με καθαρά χέρια και ότι επιζητεί τη βοήθεια του Δικαστηρίου για να συνεχίσει, όπως ισχυρίζονται, την παράνομη συμπεριφορά της. Πρόκειται για τον 11ο λόγο ένστασης.
Βασικό αξίωμα του δικαίου της επιείκειας είναι ότι «όποιος επικαλείται την επιείκεια πρέπει να προσέρχεται με καθαρά χέρια». Το αξίωμα αυτό εδράζεται στη φιλοσοφία ότι ο διάδικος που επιδιώκει θεραπεία με βάση το δίκαιο επιείκειας ή εξαρτάται από τη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου θα πρέπει να έχει συμπεριφερθεί έντιμα και δίκαια απέναντι στον αντίδικο του. Διαφορετικά το Δικαστήριο δεν θα του επιτρέψει να εκμεταλλευθεί τις δικές του παρανομίες για να αποκτήσει όφελος (Πουργουρίδη v. Μέζου κ.ά. (1994) 1 Α.Α.Δ. 201). Η παράνομη ή άλλη μεμπτή συμπεριφορά του διαδίκου αιτητή που λαμβάνεται υπόψη θα πρέπει να σχετίζεται με το αντικείμενο της αίτησης για παρεμπίπτον διάταγμα (κυπριακό νομικό σύγγραμμα ‘Διατάγματα-Injunctions’, Κεφάλαιο 6, σελίδα 151).
Στην προκειμένη περίπτωση οι Εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι η Ενάγουσα προσπάθησε να ξεγελάσει το Δικαστήριο και την Εναγόμενη 1 «πληρώνοντας ποσό ως δήθεν ενοίκιο για τον Απρίλιο 2025 με κατάθεση επιταγής σε τραπεζικό λογαριασμό ώστε να την παγιδεύσει» (την Εναγόμενη 1). Με κάθε σεβασμό στους Εναγόμενους, δεν μπορεί η ενέργεια αυτή της Ενάγουσας να εκληφθεί ως μεμπτή, ως της αποδίδεται από την πλευρά των Εναγομένων. Ειδικότερα, η Ενάγουσα ενέργησε με τον ίδιο τρόπο που συνήθιζε να πράττει προηγουμένως. Επανέλαβε αυτό που έκαμνε από το έτος 2011 μέχρι και τον Μάρτιο 2025. Αποτελεί κοινό έδαφος των διαδίκων ότι η Ενάγουσα ανελλιπώς κατέβαλλε το ενοίκιο καθώς και τις δαπάνες που αφορούν κατανάλωση νερού και ηλεκτρικού ρεύματος σε σχέση με τη λειτουργία του επίμαχου καφεστιατορίου-σνακ μπαρ από την έναρξη της ενοικίασης μέχρι και τον Μάρτιο 2025. Ορθά ή εσφαλμένα επιχείρησε να το πράξει και για τον Απρίλιο 2025. Δεν φαίνεται να υπήρχε στοιχείο παγίδευσης ή εξαπάτησης είτε του Δικαστηρίου είτε της Εναγόμενης 1. Βάση των θέσεων που προβάλλει τόσο μέσα από τις ένορκες δηλώσεις που συνοδεύουν την υπό κρίση αίτηση όσο και των δικογραφημένων αναφορών της μέσα από την έκθεση απαίτησης, η Ενάγουσα προσπάθησε να επιδείξει συνέπεια στη μέχρι σήμερα συμπεριφορά της. Το ότι οι νομικές θέσεις της δεν ταυτίζονται μ’ αυτές των Εναγομένων δεν σημαίνει ότι η συμπεριφορά της είναι επιλήψιμη.
Κάτω από αυτά τα δεδομένα, ο συγκεκριμένος λόγος ένστασης κρίνεται ανεδαφικός και ως εκ τούτου απορρίπτεται.
Συνεχίζω με την εξέταση των λόγων ένστασης αρ. 4 & 5, οι οποίοι άπτονται της ουσίας της αίτησης αφού πραγματεύονται τα κριτήρια και τις παραμέτρους που πρέπει να συντρέχουν ώστε να δικαιολογείται η έκδοση των αιτουμένων προσωρινών διαταγμάτων. Ένεκα του κοινού αντικειμένου τους θα εξεταστούν μαζί. Είναι βασικά η θέση των Εναγομένων ότι δεν πληρούνται οι απαιτούμενες προϋποθέσεις ενώ αντίθετα οι Ενάγοντες θεωρούν ότι αυτές ικανοποιούνται.
Η έκδοση ενδιάμεσων διαταγμάτων διέπεται από το άρθρο 32 του Περί Δικαστηρίων Νόμου Ν.14/60 μετά των συναφών τροποποιήσεων. Το εν λόγω άρθρο αποτελεί το γενικό δικαιοδοτικό υπόβαθρο που παρέχει εξουσία στο Δικαστήριο, εφόσον συντρέχουν οι ουσιαστικές προϋποθέσεις του, να εκδώσει οποιοδήποτε προστακτικό ή απαγορευτικό παρεμπίπτον διάταγμα που θα έκρινε δίκαιο ή πρόσφορο. Το θέμα αυτό εξετάστηκε σε σωρεία κυπριακών αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Κλασσική επί του προκειμένου θεωρείται η απόφαση στην υπόθεση Odysseos v. Pieris Estates Ltd and Another (1982) 1 C.L.R. 557 όπου επανατοποθετήθηκε η αρχή πως για την επιτυχή επίκληση του άρθρου 32 απαιτούνται τρεις προϋποθέσεις, οι οποίες πρέπει να συντρέχουν. Αυτές είναι:
(1) Η ύπαρξη σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση.
(2) Η ύπαρξη ορατής πιθανότητας επιτυχίας.
(3) Να είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο χωρίς την έκδοση/οριστικοποίηση του αιτουμένου διατάγματος.
Μετά την σωρευτική ικανοποίηση των πιο πάνω προϋποθέσεων, το Δικαστήριο, ασκώντας τη διακριτική του εξουσία, καλείται να σταθμίσει κατά πόσο είναι δίκαιο ή πρόσφορο και εύλογο να εκδώσει/συνεχίσει να ισχύει το αιτούμενο διάταγμα (Ιπποδρομιακή Αρχή Κύπρου v. Πασχάλης Χατζηβασίλης (1989) 1 (Ε) Α.Α.Δ. 152). Οι παράγοντες που μπορούν να επιδράσουν στην άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου κατά την εξέταση του ισοζυγίου της ευχέρειας είναι διάφοροι.
Το πρώτο κριτήριο του άρθρου 32 ικανοποιείται με την αποκάλυψη συζητήσιμης υπόθεσης στη βάση της καταχωρημένης δικογραφίας. Η αποκάλυψη συζητήσιμης υπόθεσης έχει σχέση με τη νομική αξίωση της απαίτησης και καθιστά μια πρωταρχική ανάλυση της νομικής θέσης, επιβεβλημένη ώστε να τοποθετηθεί η υπόθεση στο ορθό νομικό πλαίσιο και να επισημανθεί το νομικό της υπόβαθρο. Δηλαδή να θεμελιώνεται νομικά και μόνο η αξίωση με βάση τα όσα περιέχονται στις έγγραφες προτάσεις.
Στην παρούσα υπόθεση έχει καταχωριστεί έκθεση απαίτησης. Παράλληλα υπάρχουν και οι ένορκες δηλώσεις των διαδίκων. Για σκοπούς εξέτασης των παραμέτρων θεωρώ χρήσιμο να αναφερθώ στο ιστορικό της υπόθεσης στο βαθμό και στην έκταση που αποτελεί κοινό έδαφος των διαδίκων και/ή εν πάση περιπτώσει δεν αποτελούν σημεία αμφισβήτησης τους.
Η υπόθεση αυτή αφορά ενοικίαση χώρων εντός ακινήτου στην επαρχία Πάφου. Η Ενάγουσα είναι η εταιρεία που φέρει την ιδιότητα της ενοικιάστριας. Εναγόμενη 1 είναι η εταιρεία που ενοικίασε τους χώρους στην Ενάγουσα. Οι Εναγόμενοι 2 και 3 ενεργούν ως παραλήπτες/διαχειριστές των περιουσιακών στοιχείων της Εναγομένης 1, οι οποίοι έχουν διοριστεί από τραπεζικό οργανισμό δυνάμει ομολόγου κυμαινόμενης επιβάρυνσης.
Η Ενάγουσα 1 ενοικίασε μακροχρόνια ολόκληρο το ακίνητο από τον Συνεργατικό Οργανισμό Διάθεσης Αμπελουργικών Προϊόντων Λτδ (στο εξής «Σ.Ο.Δ.Α.Π.») δυνάμει σχετικής σύμβασης με σκοπό την μικτή ανάπτυξη τουριστικού συγκροτήματος. Η μίσθωση ήταν περίπου για περίοδο 35 ετών και συγκεκριμένα από 01.03.06 μέχρι 31.12.40. Μέσα από το περιεχόμενο της σύμβασης υπάρχει όρος που επιτρέπει στην Εναγόμενη 1 να υπομισθώσει/υπενοικιάσει είτε όλο είτε μέρος του ακινήτου σε άλλο πρόσωπο. Εντός του ακινήτου ανεγέρθηκε ξενοδοχείο το οποίο λειτουργεί.
Χρησιμοποιώντας τον όρο που επιτρέπει την υπενοικίαση, η Εναγόμενη 1, όπως λέχθηκε, υπομίσθωσε μέρος του ακινήτου στην Ενάγουσα. Πρόκειται για υποστατικό που λειτουργεί ως καφεστιατόριο-σνακ μπαρ με μουσική που εφάπτεται του θαλάσσιου μετώπου μαζί με εξωτερικό χώρο στο υποστατικό (στο εξής οι «επίμαχοι ενοικιαζόμενοι χώροι»). Ο εξωτερικός αυτός χώρος είναι εντός του ακινήτου αφού αποτελεί μέρος του και χρησιμοποιείτο μέχρι πρόσφατα ως χώρος στάθμευσης πελατών που δεν διέμεναν στο ξενοδοχείο και επισκέπτονταν από έξω το καφεστιατόριο-σνακ μπαρ. Η ενοικίαση έγινε στη βάση σύμβασης ημερ. 01.07.11 και, μεταξύ άλλων, περιλάμβανε τους εξής όρους:
(α) η περίοδος ενοικίασης είχε διάρκεια 10 ετών και συγκεκριμένα από 01.07.11 μέχρι 31.06.21,
(β) δικαίωμα ανανέωσης για άλλα 10 χρόνια,
(γ) συμφωνημένο μηνιαίο ενοίκιο,
(δ) η δαπάνη για ρεύμα, νερό, σκύβαλα, τηλέφωνο, κοινόχρηστα και άλλες επιβαρύνσεις θα βαρύνουν τον ενοικιαστή.
Σε σχέση με το τελευταίο, φέρεται προφορικά να είχε τότε συμφωνηθεί μεταξύ της Ενάγουσας και της Εναγομένης 1 για τις δαπάνες η Ενάγουσα θα κατέβαλλε, επιπρόσθετα του συμφωνημένου μηνιαίου ενοικίου, συγκεκριμένο ποσό μηνιαίως συμπεριλαμβανομένου Φ.Π.Α. Αποτελεί κοινό έδαφος των διαδίκων ότι από την αρχή η Ενάγουσα πλήρωνε ανελλιπώς μηνιαίως την Εναγόμενη 1 το ενοίκιο και το επιπλέον ποσό των δαπανών.
Στην πορεία προέκυψαν διαφωνίες μεταξύ της Ενάγουσας και της Εναγομένης 1. Προς τούτο η Ενάγουσα καταχώρισε εναντίον της Εναγομένης την αγωγή αρ. 187/18 Ε.Δ. Πάφου. Στην ίδια υπόθεση η Εναγόμενη 1 υπέβαλε ανταπαίτηση. Η αγωγή διευθετήθηκε ως εξής:
(α) η απαίτηση αποσύρθηκε και τα ενδιάμεσα διατάγματα που εκδόθηκαν έπαυσαν να ισχύουν,
(β) στα πλαίσια της ανταπαίτησης εκδόθηκε διάταγμα με το οποίο η Ενάγουσα διαταζόταν όπως μέχρι τις 30.09.22 παραδώσει στην Εναγόμενη 1 κενή και ελεύθερη κατοχή των επίμαχων χώρων που υπενοικιάζει από αυτήν. Περαιτέρω κατέστη ως Κανόνας Δικαστηρίου ότι εάν η Εναγόμενη 1 λάβει οποιαδήποτε δικαστικά μέτρα και/ή διαβήματα προς εκτέλεση και/ή εφαρμογή του διατάγματος, τότε ταυτόχρονα με την παράδοση κενής και ελεύθερης κατοχής των επίμαχων υπενοικιαζόμενων χώρων τότε οφείλει να πληρώσει στην Ενάγουσα τα εξής ποσά:
· μέχρι 30.09.22 €1.500.000,
· οποτεδήποτε μετά τις 30.09.22 €1.500.000 μειωμένο κατά €50.000 για κάθε ημερολογιακό μήνα που παρέρχεται,
· η Εναγόμενη 1 δεν θα παρεμποδίζει την είσοδο πελατών και/ή τη χρήση των χώρων στάθμευσης και/ή τη μετάδοση μουσικής στο υποστατικό που η Ενάγουσα κατέχει δυνάμει ενοικιαστηρίου εγγράφου εφόσον η μετάδοση μουσικής γίνεται εντός του πλαισίου της νομοθεσίας και/ή κανονισμών.
Ακολούθως προέκυψαν διαφορές μεταξύ της Εναγομένης 1 και του Σ.Ο.Δ.Α.Π. (εγγεγραμμένου ιδιοκτήτη ολόκληρου του ακινήτου). Προς τούτο η Εναγόμενη 1 καταχώρισε την αγωγή αρ. 563/22 Ε.Δ. Πάφου εναντίον του Σ.Ο.Δ.Α.Π. Κατόπιν ενδιάμεσης αίτησης που υπεβλήθηκε στα πλαίσια της αγωγής εκείνης, στις 10.04.23 εκδόθηκε ενδιάμεσο διάταγμα με το οποίο απαγορεύεται στο Σ.Ο.Δ.Α.Π. όπως εισέλθει και/ή λάβει κατοχή του ακινήτου.
Νομικά διαβήματα όμως έλαβε και το Σ.Ο.Δ.Α.Π. καταχωρώντας εναντίον της Εναγομένης 1 την αγωγή αρ. 561/23 Ε.Δ. Πάφου. Με την αγωγή αυτή ζητείται ανάκτηση κατοχής του ακινήτου που έχει μισθωθεί.
Εξ όσον γίνεται αντιληπτό, η εκδίκαση των πιο πάνω υποθέσεων αρ. 563/22 Ε.Δ. Πάφου και 561/23 Ε.Δ. Πάφου εκκρεμεί μέχρι σήμερα.
Όπως έχει ήδη λεχθεί, όλα τα πιο πάνω αποτελούν κοινό έδαφος των διαδίκων και/ή εν πάση περιπτώσει δεν αποτελούν σημεία αμφισβήτησης τους.
Η έκθεση απαίτησης επικαλείται διάφορες βάσεις αγωγής. Μία από αυτές είναι ισχυρισμός για παράβαση συμφωνίας ενοικίασης.
Είναι η δικογραφημένη θέση της Ενάγουσας ότι συμφωνήθηκε προφορικά τόσο με την Εναγόμενη 1 όσο και με την Gordian Holdings Limited στην οποίαν είναι υποθηκευμένη η μίσθωση της Εναγομένης 1, συνέχιση της υπενοικίασης των επίμαχων χώρων για ακόμη 10 χρόνια, δηλαδή μέχρι τις 31.06.2031, με τους ίδιους όρους του ενοικιαστηρίου εγγράφου ημερ. 01.07.11. Ως η Ενάγουσα επικαλείται στην έκθεση απαίτησης (§25), η συμφωνία ανανέωσης επήλθε μετά που η Ενάγουσα πρόσφερε την κατοχή των επίμαχων χώρων στην Εναγόμενη 1 τόσο πριν τις 30.09.22 όσο και μετά αλλά η τελευταία δεν αποδέχτηκε επειδή δεν ήταν σε θέση να πληρώσει το ποσό των €1.500.000. Το άρθρο 10(1) του περί Συμβάσεως Νόμου (Κεφ.149) καθορίζει ως είδος συμφωνίας την γραπτή αλλά και την προφορική καθώς επίσης και συνδυασμό των δύο.
Είναι η θέση της Ενάγουσας ότι έγινε χρήση του όρου που περιέχεται στη εν λόγω σύμβαση ενοικίασης που παρέχει τέτοια δυνατότητα με τη διαφοροποίηση ότι αν στο μεσοδιάστημα ζητηθεί η κατοχή των επίμαχων χώρων επειδή εξευρέθηκε αγοραστής και υπάρξει αποζημίωση ύψους €1.500.000 τότε η Ενάγουσα θα δώσει στην Εναγόμενη 1 ελεύθερη και κενή την κατοχή τους.
Μέσα από την έκθεση απαίτησης, η Ενάγουσα επικαλείται παράβαση ρητού και/ή εξυπακουόμενου όρου της συμφωνίας ενοικίασης (§48) ισχυριζόμενη αντισυμβατικές και παράνομες προσπάθειες της Εναγομένης 1 να ανακτήσει κατοχή των επίμαχων χώρων χωρίς ειρηνικό τρόπο. Ειδικότερα στην Εναγόμενη 1 χρεώνεται ανεπιτυχής επιχείρηση να ανακτήσει κατοχή των εν λόγω χώρων, χωρίς να καταβληθεί στην Ενάγουσα το ποσό των €1.500.000 ως προνοούσε η μεταξύ τους συμφωνία ενοικίασης.
Τα πιο πάνω αντικρίζονται σε συνδυασμό με τη συμπεριφορά που αποδίδεται στον Εναγόμενο 3. Ειδικότερα η Ενάγουσα στιγματίζει τον Εναγόμενο 3 ότι προσπάθησε να πετύχει έξωση της Ενάγουσας από τους επίμαχους χώρους με όχι ειρηνικό τρόπο.
Εξ όσον μπορεί να γίνει αντιληπτό από την έκθεση απαίτησης η Ενάγουσα χρεώνει στον Εναγόμενο 3 ότι ο ίδιος, συνοδευόμενος από άνδρες ιδιωτικής ασφάλειας, εισήλθε εντός του υποστατικού σε συγκεκριμένη ημερομηνία χωρίς τη συγκατάθεση της και δια της βίας, με απειλητικές διαθέσεις και με επιθετική συμπεριφορά επιχείρησε ανεπιτυχώς να ανακτήσει κατοχή των εν λόγω χώρων για λογαριασμό της Εναγομένης 1. Σύμφωνα με την πλευρά της Ενάγουσας, ο Εναγόμενος 3 με τη συνοδεία του εκδήλωσαν απειλές χρήσης βίας και οι εκπρόσωποι της Ενάγουσας που εκεί τη στιγμή βρίσκονταν εντός του επίμαχου υποστατικού αισθάνθηκαν φόβο για τη σωματική τους ακεραιότητα. Προκλήθηκε αναστάτωση και κλήθηκε η αστυνομία, μέλη της οποίας μετέβησαν στο μέρος. Λεπτομέρειες της επικαλούμενης παράνομης συμπεριφοράς και κατ’ ισχυρισμό επιλήψιμων επιθετικών ενεργειών που καταλογίζονται στον Εναγόμενο 3 για λογαριασμό της Εναγομένης 1 και της επικαλούμενης συνοδείας του παρέχονται μέσα από την §35 της έκθεσης απαίτησης.
Μία άλλη βάση αγωγής που η Ενάγουσα δικογραφεί είναι το αστικό αδίκημα της παράνομης επέμβασης στους επίμαχους χώρους που ενοικιάζει και τελούν υπό κατοχή της. Στην Κύπρο διέπεται από το άρθρο 43 του Κεφ.148. Με βάση το άρθρο αυτό, παράvoμη είσoδoς, παράvoμη πρόκληση ζημιάς ή παράvoμη παρέμβαση στηv ιδιoκτησία αυτή από oπoιoδήπoτε πρόσωπo συνιστά παράvoμη επέμβαση σε ακίvητη ιδιoκτησία. Εξυπακούεται ότι η λέξη «παράνομη» σημαίνει χωρίς συγκατάθεση/συναίνεση του κατόχου του επίμαχου χώρου.
Η επικαλούμενη είσοδος εκπροσώπων της Εναγομένης 1 στο επίμαχο υποστατικό χωρίς τη συναίνεση της Ενάγουσας, η κατ’ ισχυρισμό επιθετική συμπεριφορά που επιδείχτηκε προκειμένου να ανακτηθεί η κατοχή των επίμαχων χώρων, η αποσύνδεση του ρεύματος και νερού με τα οποία τροφοδοτείτο η επιχείρηση της Ενάγουσας για να λειτουργεί, ο αποκλεισμός της κύριας πρόσβασης του καφεστιατορίου που είναι η δυνατότητα χρήσης του χώρου στάθμευσης από πελάτες και προμηθευτές που έρχονταν με τα οχήματα τους και η προβολή εμποδίων από αντιπροσώπους της Εναγομένης 1 σε πελάτες της Ενάγουσας να εισέλθουν στο επίμαχο υποστατικό είτε μέσω του ξενοδοχείου είτε μέσω του γραμμικού παραλιακού μετώπου, αποτελούν τις λεπτομέρειες που η πλευρά της Ενάγουσας προβάλλει προς υποστήριξη της συγκεκριμένης νομικής βάσης που δικογραφεί. Σχετικές λεπτομέρειες της κατ’ ισχυρισμό παράνομης επέμβασης δικογραφούνται στην έκθεση απαίτησης. Ενδεικτικά παραπέμπω στις §35.5, §39 & §41.1.
Η πιο πάνω επιλήψιμη συμπεριφορά που αποδίδεται στην Εναγόμενη 1 δια του Εναγομένου 3 και της επικαλούμενης συνοδείας του μαζί με τις ενέργειες που τους καταλογίζουν ότι έλαβαν εις βάρος της Ενάγουσας και της επιχείρησης της συνιστά, κατά την άποψη της Ενάγουσας, παραβίαση δικαιώματος ελεύθερης και απρόσκοπτης άσκησης επιχειρηματικής δραστηριότητας που κατοχυρώνεται από το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Συνεπώς η παραβίαση συνταγματικού δικαιώματος είναι άλλη μία βάση αγωγής που η Ενάγουσα δικογραφεί στην έκθεση απαίτησης της (§47 & §51). Το άρθρο 23 του Συντάγματος το οποίο η Ενάγουσα επικαλείται στην έκθεση απαίτησης της επισημαίνει το δικαίωμα κατοχής και απόλαυσης ακίνητης ιδιοκτησίας και να απαιτεί σεβασμό για την εφαρμογή του δικαιώματος αυτού. Παράλληλα το άρθρο 25 του Συντάγματος που επίσης η Ενάγουσα επικαλείται στην έκθεση απαίτησης της υποδεικνύει το δικαίωμα ενός προσώπου να ασκεί επαγγελματική δραστηριότητα / απασχόληση, εμπόριο ή επικερδή εργασία.
Ακόμη μία βάση αγωγής που δικογραφείται στην έκθεση απαίτησης είναι η επικαλούμενη ανενέργεια, έλλειψη ισχύος και αδυναμία εκτέλεσης του διατάγματος ημερ. 09.07.20 που εκδόθηκε στα πλαίσια της αγωγής αρ. 187/18 σε συνδυασμό με τον δικογραφημένο ισχυρισμό περί νόμιμης και δυνάμει συμφωνίας κατοχής και ενοικίασης των επίμαχων χώρων (§42 & §46). Σύμφωνα με την Ενάγουσα, το διάταγμα ημερ. 09.07.20 από την έκδοση του μέχρι τις 30.09.22 τελούσε υπό αναστολή. Περαιτέρω είναι η δικογραφημένη θέση της Ενάγουσας ότι το εν λόγω διάταγμα κατέστη μη δεκτικό σε εκτέλεση αφού έχει εκπνεύσει, ατονήσει και υπερφαλαγγιστεί ένεκα της προφορικής συμφωνίας παράτασης ενοικίασης, της μη επίδοσης του διατάγματος, της μη λήψης μέτρων εκτέλεσης του και της είσπραξης ενοικίων και άλλων εξόδων από την Εναγόμενη 1.
Ένεκα των πιο πάνω η Ενάγουσα ισχυρίζεται ότι υπέστη έξοδα, ζημιές και απώλειες. Γι’ αυτό επιδιώκει διάφορες τελικές θεραπείες.
Το άρθρο 73(1) του Κεφ.149 παρέχει σε συμβαλλόμενο δικαίωμα αποζημίωσης από το υπαίτιο αντισυμβαλλόμενο για απώλεια ή ζημιά που υπέστη λόγω παράβασης σύμβασης από το μέρος αυτό, η οποία προέκυψε φυσικά κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων από την εν λόγω παράβαση ή την οποία οι συμβαλλόμενοι γνώριζαν όταν συναπτόταν η σύμβαση, ως ενδεχόμενη συνέπεια της παράβασης της σύμβασης. Εκεί που η ζημιά μπορεί να υπολογιστεί διεκδικούνται ειδικές αποζημιώσεις, αλλιώς αξιώνονται γενικές αποζημιώσεις (Bettabilt Services Ltd κ.α. v. Judy Dowes (Αρ.1) (2004) 1Β Α.Α.Δ 824, Καλησπέρας v. Δρυάδη και άλλης (1998) 1 Α.Α.Δ. 867, Αλπάν (Α/φοι Τάκη) Λτδ v. Θέλμας Τρυφωνίδου (1996) 1 ΑΑΔ 679).
Η Ενάγουσα εξειδικεύει στην έκθεση απαίτησης τις ειδικές ζημιές που ισχυρίζεται ότι υπέστη συνεπεία των πιο πάνω παρέχοντας σχετικές λεπτομέρειες (§53.1, §53.2, §53.3, §54.4 & §55Ξ). Προς τούτο ζητεί την επιδίκαση συγκεκριμένου ποσού ως ειδικές αποζημιώσεις.
Παράλληλα επικαλείται απώλειες λόγω κατ’ ισχυρισμού μείωσης κύκλου εργασιών και πρόκλησης προβλημάτων στη λειτουργία της επιχείρησης. Επί του σημείου αυτού παρέχει σχετικές λεπτομέρειες στην έκθεση απαίτησης (§41.1 - §41.5, §49.1 - §49.2 & 49.5). Περαιτέρω η Ενάγουσα επικαλείται στην έκθεση απαίτησης την πρόκληση εις βάρος της οικονομικής ζημιάς λόγω επικαλούμενης αδυναμίας απόσβεσης του κόστους επένδυσης της που προέβηκε σχετικά με τη λειτουργία του υποστατικού, για την οποίαν είχε λάβει υπόψη της την περίοδο ανανέωσης της ενοικίασης, δεδομένο που κινδυνεύει να ανατραπεί με τις προσπάθειες της Εναγομένης 1 (§49.4).
Σε σχέση με τις υπόλοιπες βάσεις αγωγής εξαιτίας των οποίων η Ενάγουσα ισχυρίζεται ότι υπέστη ζημιές και απώλειες επιρρίπτοντας για την πρόκληση τους ευθύνη στους Εναγομένους, η τελευταία επιδιώκει, μέσα από την έκθεση απαίτησης της, συγκεκριμένα την επιδίκαση γενικών αποζημιώσεων αναφορικά με τον ισχυρισμό της για παράνομη επέμβαση (§55Ι), αποζημιώσεις αναφορικά με τη θέση της για παραβίαση συνταγματικών δικαιωμάτων (§55Ν), παραδειγματικών και/ή επιβαρυντικών αποζημιώσεων σε σχέση με τον ισχυρισμό για παράνομη επέμβαση, παραβίαση συνταγματικών και άλλων δικαιωμάτων της Ενάγουσας (§55Κ & §55Μ), γενικές αποζημιώσεις λόγω ισχυρισμού περί μείωσης κύκλου εργασιών (§55Ο) και γενικές αποζημιώσεις για τις ζημιές που η Ενάγουσα ισχυρίζεται ότι υπέστη και θα συνεχίσουν να υφίστανται λόγω πρόκλησης προβλημάτων στη λειτουργία της επιχείρησης από την επιλήψιμη συμπεριφορά που αποδίδεται στους Εναγόμενους (§55Π).
Η επιδίκαση παραδειγματικών ή επιβαρυντικών (τιμωρητικών) αποζημιώσεων δικαιολογείται στις περιπτώσεις αστικών αδικημάτων που διαπράττονται για προσπορισμό οφέλους με πλήρη αδιαφορία για τα συνταγματικά και άλλα δικαιώματα του ζημιωθέντος μέρους (Ερωτοκρίτου v. Θεοδώρου και άλλης(1997) 1 Α.Α.Δ. 1800). Δεν στοχεύουν στην αποκατάσταση του θύματος, όπως είναι συνήθεις αποζημιώσεις, αλλά αποσκοπούν στο να τιμωρήσουν τον αδικοπραγούντα επειδή αδικοπραξία ήταν ειδεχθής αποτρέποντας τον από παρόμοια συμπεριφορά στο μέλλον (Βασιλείου v. Πέτρου Πολιτική Έφεση Αρ. 106/2015 ημερ. 19.03.25. Η διάπραξη του αστικού αδικήματος της παράνομης επέμβασης σε περιουσία, είτε σε κινητή είτε σε ακίνητη, είναι περίπτωση που δυνατό να δικαιολογήσει την επιδίκαση τέτοιου είδους αποζημίωσης (Papakokkinou & Others v. Kanther (1982) 1 C.L.R.65, Κωνσταντίνου v. Γ & Κ Σοφοκλέους Λτδ (2003) 1Γ Α.Α.Δ. 1952). Επίσης η προσπάθεια εκδίωξης ενός ενοικιαστή με τη βία είναι ακόμη μία περίπτωση που μπορεί να δικαιολογήσει τέτοιου είδους αποζημιώσεις (Kennedy Hotels Ltd v. Indjirdjian (1992) 1 Α.Α.Δ. 400).
Επιπρόσθετα, προς άρση της κατ’ ισχυρισμό συνεχιζόμενης παράνομης επέμβασης και παραβίασης συνταγματικών δικαιωμάτων που άπτονται της διασφάλισης ενοικίασης, κατοχής, απόλαυσης και δυνατότητας απρόσκοπτης άσκησης επαγγελματικών δραστηριοτήτων και συνέχισης λειτουργίας της επιχείρησης στο επίμαχο υποστατικό, η Ενάγουσα διεκδικεί την έκδοση διαφόρων απαγορευτικών και προστακτικών διαταγμάτων, ως τελικές θεραπείες. Ενδεικτικά παραπέμπω στις §55Δ - §55Θ αμφοτέρων συμπεριλαμβανομένων της έκθεσης απαίτησης.
Μέσα από τις ένορκες δηλώσεις που υποστηρίζουν την ένσταση τους, οι Εναγόμενοι προβάλλουν μια διαφορετική εκδοχή. Ειδικότερα επικαλούνται την ισχύ του διατάγματος ημερ. 09.07.20 και του Κανόνα Δικαστηρίου ιδίας ημερομηνίας σε συνδυασμό με την αποστολή επιστολής από μέρους της Εναγομένης 1 προς την Ενάγουσα με την οποίαν ζητείται η παράδοση ελεύθερης και κενής της κατοχής των επίμαχων χώρων μέχρι τις 31.03.25, προκειμένου να ισχυριστούν ότι, εφόσον η παρατεταμένη περίοδος ενοικίασης έληξε τότε, η μετέπειτα και μέχρι σήμερα κατοχή των χώρων αυτών από την Ενάγουσα είναι παράνομη. Σε αντίθεση με τον δικογραφημένο ισχυρισμό της Ενάγουσας ότι η σύμβαση ενοικίασης ανανεώθηκε για άλλα 10 χρόνια με τους ίδιους όρους με τη διαφοροποίηση που λέχθηκε, είναι η διατυπωμένη θέση των Εναγομένων ότι η σύμβαση υπενοικίασης παρατάθηκε για όσο χρονικό διάστημα η Εναγόμενη 1 θα επέτρεπε στην Ενάγουσα να παραμείνει στους επίμαχους χώρους, ως ο Κανόνας Δικαστηρίου. Δηλαδή σύμφωνα με τους Εναγομένους, ο Κανόνας Δικαστηρίου επέφερε, υπό προϋποθέσεις, παράταση ενοικίασης των επίμαχων χώρων.
Είναι επίσης η θέση των Εναγομένων ότι το εκ συμφώνου εκδομένο διάταγμα ημερ. 09.07.20 ουδέποτε τελούσε, ως ισχυρίστηκε η Ενάγουσα, και ούτε τελεί υπό αναστολή. Σύμφωνα με τους Εναγομένους, το εν λόγω διάταγμα από την αρχή βρίσκεται σε ισχύ ανεξάρτητα με τις όποιες υποχρεώσεις απορρέουν από τον Κανόνα Δικαστηρίου και ανεξάρτητα εάν η Εναγόμενη 1 παραβιάσει τυχόν συμβατικές υποχρεώσεις της βάση αυτού του Κανόνα Δικαστηρίου για πληρωμή οποιουδήποτε ποσού.
Επικαλούμενη την παράνομη παρουσία της Ενάγουσας στους επίμαχους χώρους και συνάμα την παράνομη κατοχή τους από αυτήν, οι Εναγόμενοι απορρίπτουν ότι διέπραξαν παράνομη επέμβαση στο επίμαχο υποστατικό και στη λειτουργία της επιχείρησης σ’ αυτό. Παράλληλα αρνούνται ότι επέδειξαν την επιλήψιμη συμπεριφορά που τους αποδίδουν και/ή οποιαδήποτε επιλήψιμη συμπεριφορά. Παρόλα αυτά αναγνωρίζουν ότι στις 02.04.25 υπήρξε αναστάτωση στο επίμαχο υποστατικό και κίνδυνος πρόκλησης επεισοδίου μεταξύ εκπροσώπων της Ενάγουσας και εκπροσώπων της Εναγομένης 1 (Εναγομένου 3 και άτομα που τον συνόδευαν) και μετέβησαν στο χώρο με σκοπό να λάβουν την κατοχή του, πράγμα που η Εναγόμενη 1 αρνήθηκε να πράξει. Επίσης οι Εναγόμενοι παραδέχονται ότι επειδή η Ενάγουσα αρνήθηκε να παραδώσει την κατοχή των επίμαχων χώρων, ο Εναγόμενος 3 έδωσε οδηγίες για να αποσυνδεθεί η ηλεκτροδότηση και η υδροδότηση του επίμαχου υποστατικού. Παράλληλα παραδέχεται ότι τοποθετήθηκε κλειδαριά στο χώρο του κεντρικού διακόπτη ηλεκτρισμού, ο οποίος και φρουρείται. Σε τελευταία ανάλυση, οι Εναγόμενοι απορρίπτουν ότι η Ενάγουσα υπέστη τις επικαλούμενες ζημιές και απώλειες δηλώνοντας, εν πάση περιπτώσει, ότι δεν ευθύνονται για την πρόκληση της και ότι η Ενάγουσα δεν δικαιούται σε οτιδήποτε από αυτά που αξιώνει ως τελικές θεραπείες.
Στη βάση των πιο πάνω, εκ πρώτης όψεως υπάρχουν προσδιορισμένα αγώγιμα δικαιώματα που χρήζουν εξέτασης. Υπάρχουν σαφείς και συγκεκριμένες νομικές αξιώσεις που απαιτούνται από πλευράς της Ενάγουσας εναντίον των Εναγομένων 1 & 3, το πλαίσιο των οποίων προσδίδουν στην παρούσα υπόθεση ξεκάθαρο νομικό υπόβαθρο.
Σε σχέση με τους συγκεκριμένους Εναγόμενους κρίνω ότι έχει αποκαλυφθεί συζητήσιμη υπόθεση αφού υπάρχουν ζητήματα τα οποία θα πρέπει να εξεταστούν ενώπιον του Δικαστηρίου. Ενδεικτικά αναφέρω ότι τέτοια θέματα που καλείται το Δικαστήριο να εξετάσει είναι κατά πόσο ή όχι υπήρξε συμφωνία μεταξύ της Ενάγουσας και της Εναγομένης 1 για παράταση ενοικίασης των επίμαχων χώρων από την Ενάγουσα. Εάν η απάντηση είναι καταφατική τότε κάτω από ποιες συνθήκες αυτό επιτεύχθηκε και ποιοι οι όροι αυτής. Παράλληλα ποια είναι η νομική σημασία και ισχύ του εκδοθέντος διατάγματος ημερ. 09.07.20 υπό το φως των συμφωνημένων δηλώσεων που συνιστούν Κανόνα Δικαστηρίου ιδίας ημερομηνίας. Σε τελευταία ανάλυση το Δικαστήριο θα κρίνει εάν η κατοχή και ενοικίαση των επίμαχων χώρων είναι ή όχι νόμιμη ή κατά πόσο η Ενάγουσα θα έπρεπε να είχε παραδώσει κενή και ελεύθερη την κατοχή των επίμαχων χώρων στην Εναγόμενη 1.
Περαιτέρω θα πρέπει να διαπιστωθεί αν υπήρξε ή όχι παραβίαση συμβατικών δικαιωμάτων της Ενάγουσας εξ υπαιτιότητας της Εναγομένης 1, εάν η αποδιδόμενη συμπεριφορά και οι ενέργειες του Εναγομένου 3 και των ατόμων που τον συνόδευαν γίνονταν ή όχι για λογαριασμό της Εναγομένης 1 ή εκδηλώθηκαν καθ’ υπέρβαση των εξουσιών του Εναγομένου 3 ευθύνονται ή όχι για την διάπραξη των αστικών αδικημάτων της παράνομης επέμβασης καθώς επίσης για τη παραβίαση των επικαλούμενων συνταγματικών δικαιωμάτων της Ενάγουσας. Τέλος θα εξεταστεί κατά πόσο η Ενάγουσα υπέστη σε οποιεσδήποτε και/ή στις επικαλούμενες ζημιές, έξοδα και απώλειες και αν ή όχι για την πρόκληση τους ευθύνονται οι Εναγόμενοι 1 & 3 και συνεπώς κατά πόσο ή όχι η Ενάγουσα δικαιούται στις αξιούμενες θεραπείες.
Σε ότι αφορά τον Εναγόμενο 2, δεν φαίνεται να υπάρχουν δικογραφημένοι ισχυρισμοί που να τον εμπλέκουν με οποιαδήποτε από τις πιο πάνω βάσεις αγωγής. Το όνομα του δεν φαίνεται να αναφέρεται στα επικαλούμενα γεγονότα. Το όνομα του ακόμη δεν φαίνεται να περιλαμβάνεται στους ισχυρισμούς της Ενάγουσας που διατυπώνονται στην έκθεση απαίτησης της και δεν δικογραφείται να έχει οποιαδήποτε ανάμιξη στην πρόκληση των επικαλούμενων εξόδων, ζημιών και απωλειών εις βάρος της Ενάγουσας.
Έπεται ότι η πρώτη προϋπόθεση ικανοποιείται αναφορικά με όλες τις βάσεις αγωγής επί των οποίων προωθείται η παρούσα υπόθεση σε ότι αφορά μόνο για τους Εναγόμενους 1 & 3.
Αντίθετα η κατάσταση είναι διαφορετική σε σχέση με τον Εναγόμενο 2 αφού με βάση όσα αναφέρονται στην έκθεση απαίτησης, στις ένορκες δηλώσεις και στα επισυνημμένα έγγραφα δεν θεμελιώνονται νομικά οι αξιώσεις της Ενάγουσας εναντίον του. Με λίγα λόγια, το νομικό υπόβαθρο της υπόθεσης δεν τον συμπεριλαμβάνει, οπότε η πρώτη προϋπόθεση δεν ικανοποιείται αναφορικά με τον συγκεκριμένο Εναγόμενο υπό την προσωπική του ιδιότητα. Συνεπώς σε σχέση με τον Εναγόμενο 2 το θέμα λήγει εδώ.
Η πρώτη προϋπόθεση είναι σε κάποιο βαθμό αλληλένδετη και συνήθως εξετάζεται σε συνδυασμό με το δεύτερο κριτήριο, το οποίο ικανοποιείται με την αποδεικτική δύναμη της υπόθεσης του ενάγοντα και συνίσταται στην παρουσίαση ορατής πιθανότητας επιτυχίας. Το Δικαστήριο δεν εξετάζει το νομικό καθεστώς και ούτε αξιολογεί πραγματικό υπόβαθρο της υπόθεσης. Αυτό γίνεται κατά τη δίκη της ουσίας της αγωγής (Junitexo Ltd v. Adidas (1984) 1 C.L.R. 263, Γρηγορίου κ.α. v. Χριστοφόρου κ.α. (1995) 1 Α.Α.Δ. 248). Είναι αρκετό για την Αιτήτρια (Ενάγουσα) να δείξει ότι υπάρχει κάτι περισσότερο από απλή πιθανολόγηση/δυνατότητα επιτυχίας αλλά κάτι λιγότερο από το ισοζύγιο των πιθανοτήτων που είναι ο απαιτούμενος βαθμός απόδειξης σε αστικές υποθέσεις (Πουργουρίδη v. Μέζου κ.ά. (1994) 1 Α.Α.Δ. 201). Η διακρίβωση πιθανότητας επιτυχίας γίνεται με βάση την προσαχθείσα μαρτυρία η οποία πρέπει να αναφέρεται με ακρίβεια σε γεγονότα από τα οποία να καταδεικνύεται η ύπαρξη τέτοιας πιθανότητας (Κυτάλα κ.α. v Χρυσάνθου κ.α. (1996) 1 Α.Α.Δ. 253). Αυτό που πρέπει να αποκαλύπτεται από τη μαρτυρία, πέραν της ύπαρξης σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση (Parico Aluminium Designs Ltd v. Muskita Aluminium Co Ltd κ.α. (πιο πάνω)), είναι ότι η Αιτήτρια έχει προοπτικές επιτυχίας οι οποίες υφίστανται στην ουσία και στην πραγματικότητα.
Στην προκειμένη περίπτωση παρατηρώ ότι η Ενάγουσα ενοικίασε από την Εναγόμενη 1 το επίμαχο υποστατικό για να το λειτουργεί ως καφεστιατόριο-σνακ μπαρ με μουσική μαζί με εξωτερικό χώρο που θα χρησιμοποιείτο ως χώρος στάθμευσης από τους προμηθευτές της επιχείρησης αλλά και από πελάτες που θα επισκέπτονταν το υποστατικό με το όχημα τους ερχόμενοι από έξω. Ουσιαστικά πρόκειται για υπενοικίαση που επιτρεπόταν από το ενοικιαστήριο έγγραφο ημερ. 17.03.06 ως αυτό τροποποιήθηκε στις 26.08.15 (Τεκμήριο 3 ΑΕΔ Αρχοντούς) μίσθωσης ολόκληρου του ακινήτου μέχρι το έτος 2040 με μισθωτή την Εναγόμενη 1 και εκμισθωτή το Σ.Ο.Δ.Α.Π., εντός του οποίου βρίσκονται οι επίμαχοι χώροι. Όπως προκύπτει, η ενοικίαση των επίμαχων χώρων έγινε δυνάμει ενοικιαστηρίου εγγράφου ημερ. 01.07.11 με χρονική διάρκεια μέχρι 31.06.21. Στα πλαίσια της ενοικίασης συμφωνήθηκε η μηνιαία πληρωμή ενοικίου και η πληρωμή ενός σταθερού επιπλέον ποσού για τις δαπάνες κατανάλωσης νερού και ηλεκτρικού ρεύματος, σκύβαλα και κοινόχρηστα, προφανώς επειδή η επιχείρηση θα λειτουργούσε εντός του ακινήτου που ενοικιάστηκε από την Εναγόμενη 1 και στο οποίο ανεγέρθηκε ξενοδοχείο που η τελευταία διαχειριζόταν. Με την πιο πάνω διευθέτηση κατέστη αντιληπτό ότι για τη λειτουργία της η επιχείρηση της Ενάγουσας θα τροφοδοτείτο με νερό και ηλεκτρικό ρεύμα από χώρους που κατείχε η Εναγόμενη 1 λόγω της μίσθωσης τους από το Σ.Ο.Δ.Α.Π. Εξ ου και η πληρωμή στην Εναγόμενη 1 ενός μηνιαίου ποσού γι’ αυτά μαζί με σκύβαλα και χρήση κοινόχρηστων χώρων επιπρόσθετα του ενοικίου.
Ουδείς αμφισβητεί ότι μέχρι τις 31.06.21 που ίσχυε η κατάσταση αυτή η Ενάγουσα πλήρωνε ανελλιπώς στην Εναγόμενη 1 το συμφωνημένοι ενοίκιο και το ποσό που αντιστοιχούσε για τις δαπάνες. Επίσης ουδείς αμφισβητεί ότι μέχρι τότε, στα πλαίσια λειτουργίας του επίμαχου υποστατικού ως καφεστιατόριο-σνακ μπαρ με μουσική, η επιχείρηση της Ενάγουσας τροφοδοτείτο με νερό και ηλεκτρικό ρεύμα από κεντρικό σύστημα παροχής και διοχέτευσης που βρίσκεται σε χώρους που κατέχει η Εναγόμενη 1. Επίσης κανείς αμφισβητεί ότι μέχρι τότε, στα πλαίσια της ίδιας συμφωνίας, πελάτες και προμηθευτές της Ενάγουσας χρησιμοποιούσαν τον εξωτερικό χώρο του επίμαχου υποστατικού εντός του ακινήτου για να μεταβούν στην επιχείρηση ερχόμενοι από έξω με το όχημα τους.
Πέραν αυτού αποτελεί κοινό έδαφος των διαδίκων ότι μεταξύ τους συμφωνήθηκε συνέχιση ενοικίασης των επίμαχων χώρων από την Ενάγουσα. Αυτό καταδεικνύει την πρόθεση των μερών. Εφόσον κανένα έγγραφο έχει τεθεί ενώπιον μου που να φανερώνει γραπτή συμφωνία, έπεται ότι η κοινή πρόθεση των μερών εκδηλώθηκε με προφορική συνεννόηση. Επειδή ενώπιον μου δεν τέθηκε περί του αντιθέτου μαρτυρία, προφανώς η συνέχιση της ενοικίασης συμφωνήθηκε να πραγματοποιηθεί με το ίδιο ενοίκιο και το ίδιο επιπλέον ποσό για τις δαπάνες για τον ίδιο λόγο ώστε η επιχείρηση να συνεχίσει να λειτουργεί με τον ίδιο ακριβώς τρόπο όπως και προηγουμένως.
Ωστόσο σε ότι αφορά τις συνθήκες κάτω από τις οποίες επιτεύχθηκε η συμφωνία παράτασης και σε σχέση με τους όρους που αυτή η νέα συμφωνία διέπεται, οι διάδικοι προβάλλουν εκ διαμέτρου αντίθετη εκδοχή. Από τη μία η Ενάγουσα ισχυρίζεται ότι υπήρξε ανανέωση της σύμβασης ημερ. 01.07.11 για άλλα 10 χρόνια με τους ίδιους όρους, ως προνοούσε, αλλά με τη διαφοροποίηση της αποζημίωσης συγκεκριμένου ποσού εάν και εφόσον ζητηθεί η κατοχή των επίμαχων χώρων επειδή εξευρέθηκε συγκεκριμένος αγοραστής, ενώ από την άλλη οι Εναγόμενοι επικαλούνται παράταση ενοικίασης για όσο χρονικό διάστημα η Εναγόμενη 1 θα το επέτρεπε στην Ενάγουσα υπό το φως του διατάγματος ημερ. 09.07.20 και του Κανόνα Δικαστηρίου ιδίας ημερομηνίας.
Το ποια εκδοχή τελικά αληθεύει θα κριθεί μέσα από την ακρόαση της ουσίας της υπόθεσης και αφού πρώτα αξιολογηθεί η μαρτυρία που θα προσαχθεί από κάθε διάδικο στη συνολική της διάσταση και το Δικαστήριο καταλήξει σε ευρήματα και συμπεράσματα επί του πραγματικού καθεστώτος της υπόθεσης (Junitexo Ltd v. Adidas (πιο πάνω), Γρηγορίου κ.α. v. Χριστοφόρου κ.α. (πιο πάνω)). Το ποια η νομική σημασία και η ισχύ του διατάγματος ημερ. 09.07.20 αλλά και τι ρόλο, αν όντως έχει, δύναται να διαδραματίσει ο Κανόνας Δικαστηρίου υπό το φως της προφορικής συμφωνίας είναι κάτι που επίσης θα επιλυθεί στη βάση της μαρτυρίας που θα παρουσιαστεί ολοκληρωμένα από έκαστη πλευρά και κάτω από το πρίσμα της νομικής επιχειρηματολογίας που αυτές θα δώσουν ερμηνεύοντας το περιεχόμενο τους. Η ανάγκη προσκόμισης μαρτυρίας προκειμένου να εξακριβωθεί το πραγματικό υπόβαθρο της συμφωνίας παράτασης αφαιρεί από το Δικαστήριο, στο στάδιο αυτό, τη δυνατότητα να επιχειρήσει να ερμηνεύσει νομικά το περιεχόμενο του διατάγματος ημερ. 09.07.20 όπως και του Κανόνα Δικαστηρίου και να προσπαθήσει να επεξηγήσει νομικά, για σκοπούς του σταδίου αυτού, τη νομική σημασία και ισχύ που ενδεχομένως να έχουν ή όχι αυτά. Σε κάθε περίπτωση, το νομικό καθεστώς του εν λόγω διατάγματος και του Κανόνα Δικαστηρίου είναι αντικείμενο αναλυτικών νομικών επιχειρηματολογιών. Το παρόν στάδιο δεν προσφέρεται για ενασχόληση με την εξέταση δύσκολων νομικών σημείων που χρειάζονται έρευνα, εξέταση λεπτομερούς νομικής επιχειρηματολογίας και άσκηση κρίσης μέσα από σχολιασμό και αξιολόγηση εκ διαμέτρου αντίθετων νομικών θέσεων. Δεν είναι αυτή η στιγμή όπου το Δικαστήριο θα καταλήξει σε νομικά συμπεράσματα αλλά θα το πράξει μέσα από την εκδίκαση της ουσίας της υπόθεσης (Parico Aluminium Designs Ltd v. Muskita-Aluminium Co. Limited και άλλη (πιο πάνω)). Μάλιστα σε ότι αφορά τον Κανόνα Δικαστηρίου, πέραν του πως ερμηνεύεται και αν παρέμεινε ενεργός, θα πρέπει, μέσα από την ακρόαση της αγωγής, να διακριβωθεί, στη βάση μαρτυρίας, αν υπήρξε παράβαση του από οποιοδήποτε διάδικο (Είκοσι και άλλης v. Γενικού Εισαγγελέα κ.α. (2007) 1Α Α.Α.Δ. 467).
Παρά τα πιο πάνω και χωρίς να αξιολογείται καθ’ οιονδήποτε τρόπο οποιαδήποτε εκδοχή, η συμφωνία παράτασης ενοικίασης των επίμαχων χώρων και η συνέχιση λειτουργίας της επιχείρησης της Ενάγουσας στο υποστατικό με τον ίδιο ακριβώς τρόπο όπως και προηγουμένως σε συνδυασμό με την ανελλιπή πληρωμή του ενοικίου και του ποσού που αφορούσαν τις δαπάνες και χωρίς να διαφαίνεται στο προσκήνιο η ύπαρξη συγκεκριμένου προσώπου που να ενδιαφέρεται για την αγορά της μίσθωσης όλου του ακινήτου εν γνώση του Σ.Ο.Δ.Α.Π. είναι παράμετροι που, εκ πρώτης όψεως, τείνουν να καταδείξουν την κοινή πρόθεση της Ενάγουσας και της Εναγομένης 1 να θέσουν στο περιθώριο την νομική ισχύ του διατάγματος ημερ. 07.09.20 και την σημασία του Κανόνα Δικαστηρίου με ότι αυτό συνεπάγεται.
Η Ενάγουσα είχε την ιδιότητα του ενοικιαστή των επίμαχων χώρων. Ως τέτοια δεν μπορεί να εκδιωχθεί με βίαιο τρόπο παρά μόνο με απόφαση του Δικαστηρίου. Η Εναγόμενη 1, δια των αντιπροσώπων της, μπορεί να λάβει κατοχή των επίμαχων χώρων μόνο με ειρηνικό τρόπο (Kennedy Hotels Ltd v. Indjirdjian (1992) 1Α Α.Α.Δ. 400).
Αποτελεί κοινό έδαφος των διαδίκων ότι στις 02.04.25 διαδραματίστηκε επεισόδιο στο επίμαχο υποστατικό από το οποίο προκλήθηκε αναστάτωση. Ο Εναγόμενος 3 μαζί με συνοδεία ατόμων μετέβηκε στο επίμαχο υποστατικό για να λάβει την κατοχή του. Εκείνη τη στιγμή στο χώρο ήταν ο Αρχοντούς (αξιωματούχος της Ενάγουσας) μαζί με άλλα άτομα. Υπήρξε έντονη συνομιλία και τα αίματα άναψαν. Εκδηλώθηκαν επιθετικές συμπεριφορές, υπήρξαν ύβρεις, εκστομίστηκαν απειλές και άτομα κινήθηκαν με όχι φιλικές διαθέσεις εναντίον άλλων παρευρισκομένων. Γι’ αυτό ειδοποιήθηκε η αστυνομία, μέλη της οποίας έλαβαν καταθέσεις από εμπλεκόμενους. Εκ πρώτης όψεως μπορεί να λεχθεί ότι δεν ήταν ο ενδεδειγμένος τρόπος να ληφθεί η κατοχή των επίμαχων χώρων, ιδιαίτερα όταν ο Εναγόμενος 3 γνώριζε ή τουλάχιστον ανάμενε πως η πλευρά της Ενάγουσας δεν θα συναινούσε. Πράγματι η Ενάγουσα, δια του αξιωματούχου της, αρνήθηκε να το πράξει. Είναι άνευ σημασίας αν η άρνηση αυτή ήταν ορθή ή εσφαλμένη. Ο Εναγόμενος 3 επέλεξε μαζί με τη συνοδεία του να παραμείνει στον ευρύτερο χώρο και να κάνει διακριτική την παρουσία του τόσο στους εργαζόμενους της επιχείρησης της Ενάγουσας όσο και στους πελάτες της.
Ο Εναγόμενος 3, είτε εκείνη τη στιγμή εκπροσωπούσε την Εναγόμενη 1 είτε συμμετείχε στο προαναφερόμενο επεισόδιο χωρίς τελικά εξουσιοδότηση ή οδηγίες από την Εναγόμενη 1, εμπλέκεται, όπως και άλλα άτομα, στο εν λόγω περιστατικό που εκτυλίχτηκε με τον τρόπο που περιγράφηκε. Ο Εναγόμενος 3 με τη συνοδεία του παρέμειναν στον περιβάλλοντα χώρο συντηρώντας έτσι την αναστάτωση που φαίνεται να προκλήθηκε.
Από μία πρόχειρη ανάγνωση του μαρτυρικού υλικού που τέθηκε ενώπιον μου, φαίνεται ότι παρά την αρνητική στάση των εκπροσώπων της Ενάγουσας σε σχέση με τον σκοπό που ο Εναγόμενος 3 μετέβηκε, ο τελευταίος μερίμνησε να διακοπεί η τροφοδότηση νερού και ηλεκτρικού ρεύματος με αποτέλεσμα να επηρεαστεί το καθεστώς λειτουργίας της επιχείρησης της Ενάγουσας που ασκείτο εντός του επίμαχου υποστατικού. Ο ίδιος στην ένορκη δήλωση του παραδέχεται ότι ήταν αυτός που έδωσε τέτοιες οδηγίες μετά από την άρνηση των εκπροσώπων της Ενάγουσας να του παραδώσουν την κατοχή του επίμαχου υποστατικού (§49 ΑΕΔ Εναγομένου 3). Περαιτέρω ο Εναγόμενος 3 παραδέχεται ότι τοποθετήθηκε κλειδαριά στο χώρο του κεντρικού διακόπτη ηλεκτρισμού ο οποίος φρουρείται από άτομο της Εναγομένης 1 (§50 ΑΕΔ Εναγομένου 3). Επίσης ο Εναγόμενος 3 παραδέχεται ότι έχει φροντίσει να αποκόψει την πρόσβαση για οχήματα στον χώρο στάθμευσης του επίμαχου υποστατικού που στεγάζει την επιχείρηση της Ενάγουσας αφού με την διακοπή τροφοδοσίας ηλεκτρικού ρεύματος τέθηκε εκτός λειτουργίας το άνοιγμα των μπαρών που επιτρέπουν τη διακίνηση οχημάτων προς την κατεύθυνση αυτή (§52 ΑΕΔ Εναγομένου 3). Δεν παραγνωρίζω το σκεπτικό που ο Εναγόμενος 3 παρέχει στην ένορκη δήλωση του σε σχέση με τις ενέργειες αυτές. Ούτε μου διαφεύγουν οι αναφορές του Εναγομένου 3 περί εναλλακτικών τρόπων λειτουργίας της επιχείρησης της Ενάγουσας. Εκείνο όμως που σημειώνεται είναι οι ενέργειες της Εναγομένης 1 μέσω του Εναγομένου 3 να εμποδίσουν τη λειτουργία αυτής της επιχείρησης. Την ίδια στιγμή παραμένει η αποκοπή χρήσης της κύριας πρόσβασης στο επίμαχο καφεστιατόριο-σνακ μπαρ που είναι η αδυναμία χρήσης του χώρου στάθμευσης ακριβώς δίπλα από αυτό από πελάτες και προμηθευτές που μεταβαίνουν στο χώρο με το όχημα τους.
Είναι γεγονός ότι τo βάρoς απόδειξης ότι η πράξη για τηv oπoία εγείρεται η αγωγή δεv ήταv παράvoμη το φέρει o εvαγόμεvος (άρθρο 43(2) Κεφ.148). Αυτό βέβαια θα αποδειχτεί μέσα από την προσκόμιση μαρτυρίας που θα αξιολογηθεί κατά την διάγνωση της ουσίας της αγωγής. Ωστόσο, εκ πρώτης όψεως, οι πιο πάνω ενέργειες του Εναγομένου 3 τείνουν να τον αφήσουν εκτεθειμένο στο αστικό αδίκημα της επέμβασης σε ακίνητη ιδιοκτησία που κατέχεται από την Ενάγουσα, κατά παράβαση του πνεύματος των διατάξεων του άρθρου 43 του Κεφ.148.
Παράλληλα η πιο πάνω διαφαινόμενη συμπεριφορά του Εναγόμενου 3 τείνει να καταδείξει εμπόδια στην κατοχή και απόλαυση ακίνητης ιδιοκτησίας που ενοικιαζόταν από την Ενάγουσα, εντός της οποίας η τελευταία ασκούσε και συνεχίζει να ασκεί επαγγελματικές δραστηριότητες. Τέτοια συμπεριφορά δεν μπορεί να εκληφθεί ότι συνάδει με τα δικαιώματα που προστατεύονται από τα άρθρα 23 και 25 του Συντάγματος.
Την ίδια στιγμή η συμφωνία παράτασης ενοικίασης των επίμαχων χώρων, ανεξάρτητα αν οι συνθήκες και οι ρητοί όροι συνομολόγησης της περιλαμβανομένου και της διάρκειας θα ξεκαθαρίσουν μέσα από την ακρόαση της ουσίας της υπόθεσης, προϋποθέτει την δυνατότητα απρόσκοπτης ενοικίασης και ανεμπόδιστης κατοχής των χώρων που ενοικιάζονται. Αυτό είναι αυτονόητο επειδή διασφαλίζει τον σκοπό της συμφωνίας και κατ’ επέκταση εκδηλώνει την πρόθεση των συμβαλλομένων μερών. Συνάμα πρόκειται για υποχρέωση που τα μέρη καλούνται να υλοποιήσουν (άρθρο 37(1) Κεφ.148). Άρνηση εκπλήρωσης τέτοιας υποχρέωσης, συνιστά παράβαση της συμφωνίας με ότι αυτό συνεπάγεται. Η προαναφερόμενη στάση και συμπεριφορά της Εναγομένης 1, μέσω του Εναγομένου 3, εκ πρώτης όψεως, κάθε άλλο παρά φαίνεται να εκπληρώνει την υποχρέωση της αυτή.
Στο στάδιο αυτό δεν έχει σημασία αν ο Εναγόμενος 3 ενεργούσε εκ μέρους και για λογαριασμό της Εναγομένης 1 υπό την ιδιότητα ενός εκ των δύο παραληπτών/διαχειριστών της περιουσίας της ή αν ενεργούσε υπό την προσωπική του ιδιότητα, χωρίς τελικά οδηγίες και/ή τη συγκατάθεση της Εναγομένης 1. Αυτό είναι ζήτημα που δεν θα διευκρινιστεί στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας. Είναι θέμα απόδειξης στη βάση μαρτυρίας που θα προσκομιστεί ειδικά για τον σκοπό αυτό, ως επίδικο ζήτημα που φαίνεται να είναι, κατά τη διάγνωση της ουσίας της υπόθεσης.
Εξόφθαλμα δεν υπάρχει κάτι που σε τελευταία ανάλυση να ανατρέπει το πιο πάνω σκεπτικό του Δικαστηρίου. Επαναλαμβάνω ότι το Δικαστήριο στο στάδιο αυτό δεν αξιολογεί τις εκδοχές των μερών και δεν ασχολείται με την εξακρίβωση ποια από αυτές αληθεύει. Το Δικαστήριο δεν καταλήγει ούτε σε ευρήματα αλλά ούτε και σε συμπεράσματα σε σχέση με την υπόθεση. Ούτε θα ασχοληθεί με την επίλυση νομικών ζητημάτων που έκαστη πλευρά θίγει.
Στη βάση των ενώπιον μου δεδομένων και στοιχείων μέσα από αντικειμενική και συνάμα προκαταρκτική θεώρηση τους, τα προαναφερόμενα είναι παράμετροι που εκ πρώτης όψεως εμβολιάζουν την εκδοχή της Ενάγουσας με ορατή πιθανότητα επιτυχίας αναφορικά με όλες τις επικαλούμενες βάσεις αγωγής, χωρίς αυτό να αποτελεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο αξιολόγηση της αλήθειας της εκδοχής της και/ή της εκδοχής των Εναγομένων.
Επομένως καταλήγω ότι πληρείται η δεύτερη προϋπόθεση, πάντοτε αναφορικά με τους Εναγόμενους 1 & 3.
Η τρίτη προϋπόθεση, ήτοι να είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο χωρίς την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος, συναρτάται με τα συγκεκριμένα γεγονότα της κάθε υπόθεσης. Πλήρης δικαιοσύνη σημαίνει την απόδοση στον ενάγοντα της θεραπείας που δικαιούται σύμφωνα με το νόμο (Παναγίδης v. Παναγίδης (2001) 1 Α.Α.Δ. 396). Το κριτήριο αυτό ικανοποιείται όπου οι αποζημιώσεις θεωρούνται ότι δεν αποτελούν ικανοποιητική θεραπεία. Τέτοια περίπτωση υπάρχει όταν ο ενάγοντας (εδώ ο Αιτητής) δεν θα μπορεί να αποζημιωθεί καθότι θα είναι αδύνατος ο υπολογισμός τυχόν αποζημιώσεων που θα δικαιούται. Αντίθετα, εκεί που η ζημιά μπορεί να υπολογιστεί, έστω και με κάποια δυσκολία, τότε δεν θεωρείται ανεπανόρθωτης φύσης και γι’ αυτό δεν μπορεί να ευσταθεί ο ισχυρισμός ότι το Δικαστήριο δεν θα είναι σε θέση να αποδώσει πλήρη δικαιοσύνη.
Η έννοια του δύσκολου ή αδύνατου της πλήρους απονομής της δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο περιλαμβάνει και άλλα μεταβλητά κριτήρια εκτός από την ανεπανόρθωτη ζημιά. Ο χρηματικός παράγοντας δεν είναι ο μόνος που λαμβάνεται υπόψη (Παπαστράτης ν. Πιερίδης (1979) 1 Α.Α.Δ. 231, Κυρισάββα ν. Κύζη (2001) 1 Α.Α.Δ. 1245). Η έννοια της δικαιοσύνης δεν συναρτάται με τη στενή αντίληψη της υλικής ζημίας αλλά με την ευρύτερη προστασία των δικαιωμάτων του αιτούμενου τη θεραπεία (M & CH Mitsingas Trading Ltd κ.α. v. The Timberland Co (1997) 1 Α.Α.Δ. 1791). Στην υπόθεση Ninemia Maritime Corporation v. Trane Schiffahrts-gesellschaft Gmbh (Niedersachsen, The) (1983) 1 W.L.R. 1412 τονίστηκε ότι το σχετικό κριτήριο είναι κατά πόσο, λαμβανομένης υπόψη της μαρτυρίας στο σύνολό της, υπάρχει βάσιμος κίνδυνος ότι η απόφαση υπέρ του ενάγοντα θα παραμείνει ανικανοποίητη. Δεν είναι απαραίτητο να επιδειχθεί άνομη πρόθεση, παρόλο ότι αν αποδειχθεί τέτοια πρόθεση το Δικαστήριο θα χορηγήσει το διάταγμα με περισσότερη ετοιμότητα.
Στην παρούσα υπόθεση η κύρια και ουσιαστικότερη πτυχή της απαίτησης δεν αφορά χρηματικές αξιώσεις. Η αξίωση για επιδίκαση αποζημιώσεων είναι συμπληρωματική της βασικής επιδίωξης. Η έκδοση διαφόρων διαταγμάτων απαγορευτικής και προστακτικής φύσεως είναι η βασική τελική θεραπεία που επιδιώκεται. Εκείνο που η Ενάγουσα στοχεύει με την έκδοση τους είναι η προστασία των δικαιωμάτων της που αφορούν τη απρόσκοπτη συνέχιση κατοχής των επίμαχων χώρων υπό το καθεστώς της ενοικίασης. Η προστασία δικαιωμάτων της κατοχής και απόλαυσης των επίμαχων χώρων ελεύθερης από παράνομη επέμβαση καθώς επίσης της διασφάλισης της άσκησης επαγγελματικών δραστηριοτήτων εντός των χώρων αυτών που η Ενάγουσα κατέχει, τα οποία κατοχυρώνονται από νομοθεσίες (για παράδειγμα το Κεφ.148 & το Κεφ.149) και το Σύνταγμα, που επιδιώκεται με την έκδοση απόφασης δεν μπορεί να επιτευχθεί με την επιδίκαση αποζημιώσεων. Εάν εκδοθεί απόφαση προς όφελος της Ενάγουσας, οι αποζημιώσεις δεν αποτελούν ικανοποιητική θεραπεία.
Από τα πιο πάνω προκύπτει ότι η φύση της παρούσας υπόθεσης είναι τέτοια που σε περίπτωση που η Ενάγουσα επιτύχει στην υπόθεση της η επιδίκαση αποζημιώσεων δεν θα είναι επαρκής θεραπεία για την ικανοποίηση της δικαστικής απόφασης. Σε τελευταία ανάλυση θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη στο μέλλον χωρίς την έκδοση των αιτουμένων διαταγμάτων ή έστω ορισμένων από αυτών που ζητούνται με την υπό κρίση αίτηση.
Ακόμη και να λεχθεί, για χάριν συζήτησης, ότι εφόσον η Ενάγουσα αξιώνει διάφορες αποζημιώσεις σημαίνει ότι η τελική αυτή θεραπεία είναι επαρκής για ικανοποίηση δικαστικής απόφασης που τυχόν εκδοθεί υπέρ της Ενάγουσας ή διαζευκτικά αν ειπωθεί ότι αφού η Ενάγουσα με την πληρωμή ποσού €1.500.000 είναι διατεθειμένη να παραδώσει ελεύθερη και κενή την κατοχή των επίμαχων χώρων σημαίνει ότι η καταβολή αυτού είναι επαρκής ως θεραπεία, ως είναι η θέση των Εναγομένων (§60 ΑΕΔ Εναγόμενου 3), αυτό πάλι δεν βοηθά το σκεπτικό τους. Η Εναγόμενη 1 τελεί υπό το καθεστώς παραλήπτη/διαχειριστή με αποτέλεσμα η οικονομική φερεγγυότητα της να τίθεται υπό αμφιβολία. Κάποιος λογικά μπορεί να σκεφτεί ότι αν υπήρχε οικονομική σταθερότητα δεν θα χρειαζόταν ο διορισμός των Εναγομένων 2 & 3 ως παραλήπτες/διαχειριστές της περιουσίας της Εναγομένης 1. Η ασφάλεια επαγγελματικής ευθύνης που έκαστος από τους δύο παραλήπτες διατείνεται ότι διαθέτει καλύπτει μόνο προσωπικές υποχρεώσεις ως σύμβουλοι αφερεγγυότητας και όχι ενδεχόμενες νομικές ευθύνες της Εναγομένης 1. Επί του σημείου αυτού παραπέμπω στην §64 ΑΕΔ Εναγόμενου 3 και στην §48 της ΣΕΔ Εναγόμενου 3.
Κάτω από αυτά τα δεδομένα και με γνώμονα ότι περί του αντιθέτου μαρτυρία σε σχέση με την οικονομική φερεγγυότητα της Εναγομένης 1 δεν έχει παρουσιαστεί, τείνει να καταδειχτεί ότι ακόμη και σε μία τέτοια περίπτωση υπάρχει ο κίνδυνος η Εναγόμενη 1 να μην είναι ικανή να αποζημιώσει οικονομικά την Ενάγουσα εάν της προκαλέσει βλάβη υπό την έννοια που έχει εξηγηθεί.
Συνεπώς κρίνω ότι ικανοποιείται και η τρίτη προϋπόθεση, πάντοτε σε σχέση με τους Εναγόμενους 1 & 3.
Το θέμα όμως δεν ολοκληρώνεται εδώ. Το Δικαστήριο εξετάζει το ισοζύγιο της ευχέρειας. Οι παράγοντες που μπορούν να επιδράσουν στην άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου κατά την εξέταση του ισοζυγίου της ευχέρειας είναι διάφοροι. Ωστόσο στις περιπτώσεις όπου παραβιάζονται δικαιώματα και/ή δεν τηρούνται πρόνοιες νομοθεσίας η συνέχιση της ισχύος προσωρινού διατάγματος που διατηρεί το status quo ante είναι αναγνωρισμένη διαδικασία.
Αντισταθμίζοντας τις επιπτώσεις από την ανάγκη τυχόν έκδοσης διαταγμάτων για την προστασία δικαιωμάτων των διαδίκων, με γνώμονα τη δυνατότητα απονομής δικαιοσύνης στο τελικό στάδιο, η πλάστιγγα κλίνει υπέρ της Ενάγουσας. Δύσκολα αποτιμάται η ζημιά της Ενάγουσας σε χρήμα, πράγμα που χαρακτηρίζει την παρούσα περίπτωση, σε αντίθεση όπου συγκριτικά ευκολότερα είναι να προσδιοριστεί η ζημιά της Εναγομένης 1 σε περίπτωση απώλειας ενδιαφερομένου αγοραστή και να εξασφαλιστεί με την παροχή κατάλληλης εγγύησης (The Timberland Co. of USA v. Evans & Sons Limited (πιο πάνω).
Υπό το πρίσμα των περιστάσεων που έχω αναφέρει, θεωρώ ότι η έκδοση διαταγμάτων που ζητούνται διατηρεί την υφιστάμενη κατάσταση πραγμάτων παρά η μη έκδοση τους επειδή, όπως εκ πρώτης όψεως φαίνεται, χωρίς αυτά ενδέχεται να συνεχίσει και/ή να εμποδιστεί η παραβίαση νομοθετικών και συνταγματικών δικαιωμάτων της Ενάγουσας.
Ένα άλλο γεγονός που επιπλέον υποστηρίζει το σκεπτικό του Δικαστηρίου είναι η έκδοση ενδιάμεσου διατάγματος προς όφελος της Εναγομένης 1 στα πλαίσια της αγωγής αρ. 563/22 I-Justice Ε.Δ. Πάφου. Με το διάταγμα αυτό απαγορεύτηκε στο Σ.Ο.Δ.Α.Π. να εισέλθει και/ή να λάβει κατοχή ολόκληρου ή μέρους του ακινήτου μέχρι την τελική αποπεράτωση της πιο πάνω αγωγής, περιλαμβανομένης και της αποπεράτωσης τυχόν έφεσης επί της απόφασης του Ε.Δ. Πάφου και/ή μέχρι νεωτέρας διαταγής του Δικαστηρίου. Εξ όσον γίνεται αντιληπτό το εν λόγω διάταγμα, το οποίο εκδόθηκε στη βάση ενδιάμεσης απόφασης ημερ. 10.04.23 του Ε.Δ. Πάφου κατόπιν ακρόασης ενδιάμεσης αίτησης ημερ. 28.07.22 (Τεκμήριο 19 ΑΕΔ Αρχοντούς). Ακόμη εξ’ όσον γνωρίζω στην αγωγή αυτή δεν εκδόθηκε μέχρι σήμερα τελική ετυμηγορία του Δικαστηρίου. Δεν έχω υπόψη μου οποιαδήποτε νέα οδηγία του Δικαστηρίου και ως εκ τούτου, στην απουσία μαρτυρίας περί του αντιθέτου, το εν λόγω ενδιάμεσο διάταγμα απαγορευτικής φύσεως παραμένει σε ισχύ.
Ενόψει του ενδιάμεσου διατάγματος ημερ. 10.04.23 που καλύπτει ολόκληρο το ακίνητο και απαγορεύει στο Σ.Ο.Δ.Α.Π. να εισέλθει και να το κατέχει, θεωρώ ότι η υφιστάμενη κατάσταση πραγμάτων συντηρείται στην ολότητα της με αντίστοιχη έκδοση ενδιάμεσου διατάγματος που διατηρεί την κατοχή των επίμαχων χώρων στην Ενάγουσα.
Κάτω από αυτά τα δεδομένα διαπιστώνω ότι ικανοποιούνται σωρευτικά τα κριτήρια του άρθρου 32 του Ν.14/60 καθώς επίσης οι παραμέτρους που πρέπει να συντρέχουν από τη νομολογία υπό το φακό του δικαιοδοτικού υποβάθρου που παρέχει εξουσία στο Δικαστήριο να εξετάζει το ενδεχόμενο έκδοσης ενδιάμεσων διαταγμάτων.
Ακολούθως θα ασχοληθώ με τους λόγους ένστασης αρ. 7 & 8 με τους οποίους οι Εναγόμενοι επικαλούνται ότι τα αιτούμενα διατάγματα συγκρούονται με το τελικό διάταγμα ημερ. 07.09.20, το οποίο υπομονεύουν και/ή επιτίθενται επί του σκοπού του (collateral attack) με αποτέλεσμα το Δικαστήριο να κέκτηται δικαιοδοσία για να τα εκδώσει. Προφανώς η Ενάγουσα δεν συμμερίζεται τα πιο πάνω.
Με κάθε σεβασμό στους Εναγόμενους, η θέση τους αυτή δεν με βρίσκει σύμφωνο. Όπως ήδη λέχθηκε προηγουμένως, η εγκυρότητα και η νομική ισχύς του διατάγματος ημερ. 07.09.20 αποτελούν επίδικο ζήτημα το οποίο θα εξεταστεί κατά τη διάγνωση της ουσίας της υπόθεσης υπό το φως των παραμέτρων που το περιβάλλουν και/ή το συνεπικουρούν αλλά και ενεργειών που έγιναν μετά την έκδοση του στη βάση μαρτυρίας και λεπτομερούς νομικής επιχειρηματολογίας που αμφότερες πλευρές θα θέσουν ενώπιον του Δικαστηρίου. Την ίδια στιγμή τα αιτούμενα διατάγματα είναι ενδιάμεσης φύσεως και άρα έχουν μόνο προσωρινή μορφή. Ως ενδιάμεση θεραπεία που είναι τα αιτούμενα διατάγματα, παραμένει ενδιάμεση, αναθεωρήσιμη ανά πάσα στιγμή θεωρηθεί ότι οι περιστάσεις έχουν διαφοροποιηθεί προς τροποποίηση ή ακόμη και ακύρωση στην πορεία οποιουδήποτε από αυτά στην περίπτωση που αποφασιστεί ότι θα εκδοθεί (Avila Management Services Limited και άλλη v. Frantisek Edsberg (2012) 1 Α.Α.Δ. 1403). Τυχόν έκδοση αιτουμένων διαταγμάτων απλά θα βοηθήσει την εξέταση του πιο πάνω επιδίκου θέματος. Με την κρίση του Δικαστηρίου η μορφή και το καθεστώς τυχόν εκδοθέντος αιτουμένου διατάγματος θα παύσουν να υφίστανται.
Έχοντας υπόψη μου τα πιο πάνω, κρίνω ότι δεν υπάρχει ζήτημα σύγκρουσης. Το παρόν Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία να εκδώσει οποιοδήποτε αιτούμενο διάταγμα θεωρήσει ότι δικαιολογείται, η οποία πηγάζει από το άρθρο 32 του Ν.14/60 που όπως λέχθηκε αποτελεί το γενικό δικαιοδοτικό υπόβαθρο που παρέχει εξουσία στο Δικαστήριο να εκδίδει ενδιάμεσα διατάγματα προστακτικής και/ή απαγορευτικής φύσεως.
Κατά συνέπεια οι πιο πάνω λόγοι ένστασης δεν ευσταθούν και συνεπώς απορρίπτονται.
Περαιτέρω οι Εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι «Τα αιτούμενα Διατάγματα θα παραβιάσουν την αρχή του δεδικασμένου αφού με το υφιστάμενο διηνεκές και/ή τελικό Διάταγμα υπάρχει δεδικασμένο ότι το δικαίωμα κατοχής του επίδικου χώρου το έχει η Εναγόμενη 1» (9ος λόγος ένστασης).
Με κάθε σεβασμό στους Εναγομένους, δεν συμμερίζομαι την πιο πάνω τοποθέτηση τους. Έχω προηγουμένως αναφέρει ότι τα αιτούμενα διατάγματα έχουν προσωρινή μορφή και οποτεδήποτε δύναται να αναθεωρηθούν και/ή να ακυρωθούν. Τυχόν έκδοση οποιουδήποτε από τα αιτούμενα διατάγματα απλά θα διασφαλίσει την εξέταση της εγκυρότητας και της νομικής ισχύς του διατάγματος ημερ. 07.09.20, το οποίο ένεκα δεδομένων που προέκυψαν το κατέστησαν επίδικο θέμα που χρήζει εξέτασης στα πλαίσια διάγνωσης των διαφορών των διαδίκων μέσα από την εκδίκαση της ουσίας της παρούσας υπόθεσης. Έχω ήδη αναφερθεί στα δεδομένα αυτά και γι’ αυτό δεν χρειάζεται να τα επαναλάβω.
Πέραν όμως και ανεξαρτήτως του πιο πάνω, η ορθότητα της πιο πάνω θέσης των Εναγομένων ελέγχεται από το ότι εάν με την τελική απόφαση του Δικαστηρίου στην εκκρεμούσα αγωγή αρ. 563/22 I-Justice επιτραπεί στο Σ.Ο.Δ.Α.Π. να λάβει κατοχή ολόκληρου του ακινήτου και το ενδιάμεσο διάταγμα ημερ. 10.04.23 μοιραία ακυρωθεί, η Εναγόμενη 1 θα κληθεί να εγκαταλείψει το ακίνητο. Αυτό σημαίνει ότι το διάταγμα ημερ. 07.09.20 δεν θα έχει καμία νομική εφαρμογή και στην ουσία κανένα πρακτικό αποτέλεσμα για την Εναγόμενη 1.
Στη βάση αυτού του σκεπτικού, ο συγκεκριμένος λόγος ένστασης στερείται πειστικότητας και ως εκ τούτου απορρίπτεται ως αβάσιμος.
Οι Εναγόμενοι επίσης παραπονιούνται ότι «Τα πλείστα από τα αιτούμενα Διατάγματα αποσκοπούν στην ανατροπή του υφιστάμενου status quo και/ή είναι προστακτικής φύσεως και δεν πληρούνται οι σχετικές προϋποθέσεις για την έκδοση τους.» Πρόκειται για τον 1ο λόγο ένστασης.
Θα πρέπει να λεχθεί ότι το εάν πληρούνται ή όχι οι προϋποθέσεις για την έκδοση των αιτουμένων ενδιάμεσων διαταγμάτων είναι κάτι που τυγχάνει εξέτασης μέσα από την υπό κρίση αίτηση στη συνολική της διάσταση. Αυτό σημαίνει ότι το παρόν Δικαστήριο ασχολείται εκτός με την αίτηση καθ’ εαυτή, με τους λόγους ένστασης που έχουν υποβληθεί, με όλο το μαρτυρικό υλικό που μου έχει παρουσιαστεί προς υποστήριξη των θέσεων των διαδίκων και με τις νομικές επιχειρηματολογίες των συνηγόρων τους υπό το φως της σχετικής νομολογίας που διέπει το αντικείμενο εκδίκασης της παρούσας διαδικασίας.
Σε ότι αφορά την πτυχή του λόγου ένστασης που αναφέρει ότι τα περισσότερα αιτούμενα διατάγματα στοχεύουν στην ανατροπή του υφιστάμενου status quo, με κάθε σεβασμό στερείται ερείσματος και ως εκ τούτου δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Έχω αναγνώσει όλα τα αιτούμενα διατάγματα και κανένα από αυτά αποσκοπεί σ’ αυτό που οι Εναγόμενοι ισχυρίζονται. Ορισμένα από τα αιτούμενα διατάγματα ζητούν την λήψη ενεργειών που θα αποκαταστήσουν, έστω προσωρινά, το καθεστώς πραγμάτων που ίσχυε αμέσως πριν από την παρουσία του Εναγομένου 3 και άλλων ατόμων που συνόδευαν τον συγκεκριμένο Εναγόμενο κατ’ επίκληση της Εναγομένης 1, στις 02.04.25. Αυτό θεωρείται ως υφιστάμενη κατάσταση πραγμάτων και όχι το σκηνικό που επήλθε από τις επίμαχες ενέργειες εκπροσώπων της Εναγομένης 1, συνεπεία αντίστοιχων οδηγιών που έδωσε ο Εναγόμενος 3. Τα δε υπόλοιπα αιτούμενα διατάγματα προσπαθούν να συντηρήσουν αυτήν την κατάσταση πραγμάτων που επιδιώκουν προσωρινά να αποκαταστήσουν.
Στρέφομαι στο υπόλοιπο μέρος του συγκεκριμένου λόγου ένστασης με το οποίο δηλώνεται ότι δεν θα πρέπει να εκδοθούν τα αιτούμενα διατάγματα επειδή, όπως γίνεται αντιληπτό, είναι προστακτικής φύσεως. Με κάθε σεβασμό η συγκεκριμένη αναφορά δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Δεν είναι όλα τα αιτούμενα διατάγματα προστακτικής φύσεως. Συγκεκριμένα αυτά υπό τα σημεία (Δ) και (Ε) περιέχουν αιτητικό στοιχείου απαγόρευσης. Η διατύπωση που χρησιμοποιείται δεν αφήνει περιθώρια άλλης εξήγησης.
Τα υπόλοιπα αιτούμενα διατάγματα (υπό τα σημεία (Α), (Β) & (Γ)) είναι πράγματι προστακτικής φύσεως. Η εξουσία του Δικαστηρίου να εκδίδει ενδιάμεσα διατάγματα προστακτικής φύσεως πηγάζει ευθέως από το άρθρο 32 του Ν.14/60, οι πρόνοιες του οποίου το υποδεικνύουν ευθέως. Επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου να κρίνει κατά πόσο δικαιολογείται, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις της κάθε υπόθεσης που τίθεται ενώπιον του, η έκδοση ενός τέτοιου διατάγματος που ζητείται. Στο κυπριακό νομικό σύγγραμμα ‘Διατάγματα-Injunctions’, Κεφάλαιο 5, σελίδες 92-93 σημειώνεται ότι παραχωρούνται με φειδώ με αναφορά στις υποθέσεις Starport Nominees Ltd κ.α. (Αρ.1) (2010) 1Β Α.Α.Δ. 1271 και Σταυράκης κ.α. v. Δήμου Λευκωσίας Πολιτική Έφεση Αρ. Ε68/13 ημερ. 24.03.15.
Στην πρόσφατη υπόθεση Αίτηση των Saygames Ltd κ.α. Πολιτική Αίτηση Αρ. 174/24 ημερ. 22.10.24 το Ανώτατο Δικαστήριο αναλύει νομικά πότε ένα Δικαστήριο δύναται να εκδώσει ένα διάταγμα προστακτικής φύσεως μνημονεύοντας σχετική νομολογία επί του θέματος. Χαρακτηριστικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα το οποίο θεωρώ χρήσιμο να παραθέσω αυτούσιο:
«Δεν αμφισβητείται η εξουσία του κατώτερου Δικαστηρίου να εκδίδει προστακτικά διατάγματα. Είναι νομολογιακά καθιερωμένο ότι αυτά εκδίδονται με ιδιαίτερη φειδώ από το Δικαστήριο. Σχετικά παραπέμπω στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση των Starport Nominees Ltd κ.ά. (2010) 1(Β) Α.Α.Δ. 1271 στην οποία αναφέρθηκαν τα εξής:
«Σε ό,τι αφορά στο προστακτικό των διαταγμάτων, αναμφίβολα τα προστακτικά διατάγματα δίδονται σπάνια, με φειδώ και με εξαιρετική περίσκεψη, αλλά όπως αναφέρεται και στο σύγγραμμα του David Bean: Injunctions, 8η έκδ. σελ. 35-37, η έκδοσή τους δεν αποκλείεται όταν υπάρχει ή θεωρείται από το Δικαστήριο ότι υπάρχει επείγον θέμα προς εξέταση ή όπου η φύση των πραγμάτων είναι τέτοια που ενδεχομένως η μη έκδοση τους να επηρεάσει ανεπανόρθωτα την όλη πορεία της διαφοράς.»
Όπως λέχθηκε στην υπόθεση Κοινοτικό Συμβούλιο χχχ v. Σούλη, Πολ. ΄Eφ. Ε75/15, ημ. 7.12.18:
«Το εκδικάσαν Δικαστήριο, βασικά, έκρινε, ορθώς, ότι τα εν λόγω διατάγματα, όσον αφορά τη φύση τους, ήταν προστακτικά, δεδομένου του περιεχομένου και της επίδρασής τους, αναφερόταν δε σε αυτά ωσάν να ήταν ένα διάταγμα. Τα χαρακτηριστικά ενός προστακτικού διατάγματος, πρέπει να λεχθεί, καθιστούν, σε κάθε περίπτωση, ιδιαιτέρως απαιτητικές τις περιστάσεις και τους όρους έκδοσής του, (βλ. Redland Bricks, Ltd. ν. Morris [1969] 2 All E.R. 576 (H.L.), Σοφοκλέους κ.ά. ν. Παύλου (2012) 1 Α.Α.Δ. 2047). Αυτό εξηγείται, κυρίως, στη βάση ότι είναι, συνήθως, πιο πιθανό να προκληθεί ανεπανόρθωτη ζημιά από την έκδοσή του παρά από την έκδοση ενός απαγορευτικού διατάγματος, (βλ. National Commercial Bank Jamaica v Olint Corpn [2009] 1 WLR 1405 (PC). Συνέχεια της πιο πάνω διαπίστωσης, παρατηρούνται στην τελευταία υπόθεση, στη σελίδα 1409, και τα εξής:"What is required in each case is to examine what on the particular facts of the case the consequences of granting or withholding of the injunction is likely to be."»
»
Ως εκ τούτου, επαφίετο στη διακριτική ευχέρεια του κατώτερου Δικαστηρίου να κρίνει κατά πόσο δικαιολογείτο υπό τις περιστάσεις η έκδοση του εν λόγω προστακτικού διατάγματος. Στο ίδιο το διάταγμα αναφέρεται ότι αυτό εκδόθηκε «ώστε να διασφαλιστεί η συνεχιζόμενη παροχή και/ή διανομή του Παιγνιδιού . στους χρήστες του . και/ή η συνεχιζόμενη οικονομική εκμετάλλευσης του Παιγνιδιού . από τους Αιτητές και/ή οποιοδήποτε πρόσωπο έχει άδεια να διανέμει το Παιγνίδι.».
Με βάση το ίδιο το λεκτικό του διατάγματος, διαφαίνεται ότι το εν λόγω διάταγμα εκδόθηκε ως συνεπακόλουθο των πρώτων δύο διαταγμάτων, ούτως ώστε να συνεχιζόταν η παροχή και χρήση του παιγνιδιού ενόσω απαγορευόταν στους Αιτητές να το χρησιμοποιούν, εκμεταλλεύονται κ.λπ. Τέτοια προστακτικά διατάγματα δύνανται να εκδοθούν όταν το Δικαστήριο θεωρεί ότι υπάρχει επείγον θέμα προς εξέταση ή όπου η φύση των πραγμάτων είναι τέτοια που ενδεχομένως η μη έκδοση τους να επηρεάσει ανεπανόρθωτα την όλη πορεία της διαφοράς (βλ. David Bean, Injunctions, 8η έκδοση, σελ. 35-37).
Χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει και στις υποθέσεις Starport Nominees (ανωτέρω) και Αναφορικά με την Αίτηση του Μπίτζιος, Πολ. Αίτ. 81/2020, ημερ. 30.7.2020, στις οποίες αναγνωρίστηκε η δυνατότητα έκδοσης επικουρικών προστακτικών διαταγμάτων αποκάλυψης με άμεση εφαρμογή και πριν να είναι επιστρεπτέα, για σκοπούς αστυνόμευσης διαταγμάτων παγοποίησης. Εκεί λέχθηκε ότι διατάγματα αποκάλυψης μπορούν να εκδίδονται μονομερώς όταν κρίνεται ότι με αυτόν τον τρόπο εξυπηρετείται το συμφέρον της δικαιοσύνης, στη βάση των δεδομένων της συγκεκριμένης υπόθεσης και ανεξαρτήτως του ότι είναι προστακτικής φύσης.»
[η έμφαση και η υπογράμμιση είναι του παρόντος Δικαστηρίου]
Στην προκειμένη περίπτωση μπορεί να λεχθεί συνοπτικά ότι εκείνο που ζητείται με προστακτική μορφή είναι η αποκατάσταση της ηλεκτροδότησης και υδροδότησης του επίμαχου υποστατικού που στεγάζει την επιχείρηση της Ενάγουσας από χώρο εντός του ακινήτου καθώς επίσης η άρση του αποκλεισμού του χώρου στάθμευσης οχημάτων πελατών και προμηθευτών που αποτελεί την κύρια και ευκολότερη πρόσβαση στο εν λόγω υποστατικό. Στον κεντρικό διακόπτη του ρεύματος έχει τοποθετηθεί κλειδαριά και ο χώρος φρουρείται. Πρόκειται για ενέργειες που λήφθηκαν από εκπροσώπους της Εναγομένης 1 μετά από οδηγίες του Εναγομένου 3 στις 02.04.24 μετά που η πλευρά της Ενάγουσας αρνήθηκαν να επιστρέψουν την κατοχή των επίμαχων χώρων, γεγονότα που είναι παραδεκτά από τους Εναγόμενους. Η παροχή προσωρινής σύνδεσης σε νερό και ηλεκτρικό ρεύμα με γεννήτρια και μεταφορά νερού είναι πρόχειρες λύσεις, οι οποίες όμως δεν αποκατέστησαν την άρση αποκλεισμού της κύριας πρόσβασης στο επίμαχο υποστατικό, πρόβλημα το οποίο παραμένει. Η δυνατότητα μετάβασης στο εν λόγω υποστατικό από τον παραλιακό πεζόδρομο ή από πλαϊνό μονοπάτι δεν ισοδυναμεί με την προηγούμενη υπάρχουσα κατάσταση επειδή μεγάλη μερίδα πελατών που ερχόταν με το όχημα τους δεν μπορεί πλέον να χρησιμοποιεί το χώρο στάθμευσης του υποστατικού. Είναι λογικό να λεχθεί ότι επηρεάστηκε δυσμενώς η απρόσκοπτη λειτουργία της επιχείρησης με ότι αυτό συνεπάγεται.
Περαιτέρω είναι αμφίβολο αν οι πρόχειρες αυτές και προφανώς δαπανηρές λύσεις μπορούν να διασφαλίσουν σε βάθος χρόνου συνεχή και αδιάκοπη παροχή νερού και ηλεκτρικού ρεύματος σε ένα υποστατικό τέτοιας έκτασης όπως το επίμαχο που λειτουργεί, τουλάχιστον αυτήν την περίοδο, καθημερινά με μουσική. Είναι αμφίβολο αν η απρόσκοπτη λειτουργία της επιχείρησης δεν επηρεαστεί περισσότερο δυσμενώς με ότι αυτό συνεπάγεται.
Θεωρώ ότι η συγκεκριμένη περίπτωση είναι από αυτές που περιέχουν ειδικές περιστάσεις. Η έκδοση προστακτικού διατάγματος θα υποβοηθήσει την ορθή απονομή της δικαιοσύνης υπό την έννοια ότι θα βοηθήσει στη συντήρηση μιας κατάστασης πραγμάτων που θα επιτρέψει την επίλυση όλων των επιδίκων θεμάτων της παρούσας υπόθεσης μέσα από την ακρόαση της ουσίας της. Αντίθετα αν δεν εκδοθούν προστακτικά διατάγματα και αυτές οι πρόχειρες λύσεις αποδειχτούν τελικά αναποτελεσματικές τότε, σε συνδυασμό με τον ήδη αποκλεισμό της κύριας πρόσβασης στο υποστατικό από πελάτες και προμηθευτές που το επισκέπτονται με τα οχήματα τους, υπάρχει σοβαρό ενδεχόμενο η επιχείρηση να τερματίσει τη λειτουργία της. Ένα τέτοιο υπαρκτό ενδεχόμενο θα επηρεάσει ανεπανόρθωτα την όλη πορεία της διαφοράς επειδή όλες διαφωνίες των διαδίκων δεν θα μπορούν πλέον να εξεταστούν και να κριθούν στα πλαίσια της παρούσας υπόθεσης.
Έχοντας υπόψη μου τα πιο πάνω, ο συγκεκριμένος λόγος ένστασης απορρίπτεται ως αβάσιμος στην ολότητα του.
Επιπλέον με τον 3ο λόγο ένστασης τους οι Εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι ορισμένα εκ των αιτουμένων διαταγμάτων είναι προληπτικής φύσεως (quia timet), η έκδοση των οποίων δεν δικαιολογείται επειδή, ως επικαλούνται, δεν πληρούνται οι σχετικές προϋποθέσεις.
Το κοινοδίκαιο που εφαρμόζεται στο κυπριακό δίκαιο αναγνωρίζει την ύπαρξη αγώγιμου δικαιώματος ενός προσώπου να προστατευθεί από την πρόκληση ζημιάς εις βάρος του εξαιτίας παράνομης παραβίασης των δικαιωμάτων του. Η δυνατότητα καταχώρησης προληπτικής αγωγής (quia timet) και έκδοσης απαγορευτικού διατάγματος διασφαλίζουν περισσότερο τον ενάγοντα από το ενδεχόμενο πρόκλησης ζημιάς εις βάρος του στο μέλλον. Μία τέτοια περίπτωση είναι όταν οι ενέργειες του εναγομένου που προκάλεσαν υφιστάμενη ζημιά, λόγω της φύσης τους ενδέχεται να συνεχίσουν ή να επαναληφθούν στο μέλλον.
Όπως σημειώνεται στο κυπριακό νομικό σύγγραμμα ‘Διατάγματα-Injunctions’, Κεφάλαιο 5, σελίδα 78 «Σε τέτοια περίπτωση ο ενάγων αποδεικνύει την πιθανότητα πρόκλησης μελλοντικής ζημιάς υποδεικνύοντας στη μέχρι σήμερον συμπεριφορά του εναγομένου… Όπου το δικαστήριο ικανοποιείται για το ενδεχόμενο συνέχισης ή επανάληψης της ζημιάς στο μέλλον, εκδίδει προληπτικά απαγορευτικό διάταγμα …» Στη δε Κεφάλαιο 1 σελίδα 11ωτου ιδίου συγγράμματος σημειώνονται τα εξής: «Λόγω της φύσης του διατάγματος απαιτείται σαφής και ισχυρή μαρτυρία ότι ο απειλούμενος κίνδυνος είναι άμεσος και ορατός και όχι ασαφής και αόριστος. Επίσης ότι η ζημιά είναι αναπόφευκτη και όχι μια απλή δυνατότητα ή απομακρυσμένη. Τέλος, η ζημιά θα πρέπει να είναι σοβαρή και να μην αποζημιώνεται χρηματικά, εκτός αν ο εναγόμενος προσπαθεί να επιβάλει την οικονομική του ισχύ. Το βάρος είναι στους ώμους του ενάγοντα για να ικανοποιήσει το δικαστήριο για όλα τα πιο πάνω.»
Οι προϋποθέσεις έκδοσης ενός διατάγματος τύπου quia timet συγκεφαλαιώθηκαν στην πρόσφατη υπόθεση GGH-RE Investment Partners Ltd και άλλος v. Golub Gethouse Realty Company Πολιτική Έφεση Αρ.: Ε56/2024 i-Justice ημερ. 29.05.25. Όπως υποδεικνύεται, εφόσον πρόκειται για παρεμπίπτον διάταγμα, ισχύουν κατ’ αρχάς τα κριτήρια του άρθρου 32 του Ν.14/60 που είναι το ουσιαστικό δίκαιο για την έκδοση ενός ενδιάμεσου διατάγματος (Odysseos v. Pieris Estates Ltd and Another (πιο πάνω)). Ακολούθως ασχολείται με τις ειδικές προϋποθέσεις που περιέχονται στο κυπριακό νομικό σύγγραμμα ‘Διατάγματα-Injunctions’, τις οποίες έχω επισημάνει αμέσως προηγουμένως με αυτούσια αναφορά από το εν λόγω σύγγραμμα.
Εδώ η παρούσα υπόθεση που καταχωρίστηκε περιέχει στοιχεία και προληπτικής αγωγής. Σε σχέση με τα γεγονότα που την περιβάλλουν αξίζει να επαναλάβω ότι ο Εναγόμενος 3 με συνοδεία ατόμων για λογαριασμό της Εναγομένης 1 προέβησαν σε συγκεκριμένες ενέργειες, τις οποίες ο Εναγόμενος 3 αναγνώρισε ότι έγιναν μετά από δικές του οδηγίες. Οι ενέργειες αυτές επέφεραν συγκεκριμένα αποτελέσματα, τα οποία εξακολουθούν να υφίστανται. Η μαρτυρία που υπάρχει είναι σαφής και ισχυρή. Έχοντας υπόψη μου τις θέσεις των διαδίκων σε σχέση με τις εκ διαμέτρου αντίθετες εκδοχές τους, την εν γένει συμπεριφορά τους σχετικά με το επίμαχο επεισόδιο ημερ. 02.04.25, το ιστορικό διαφωνιών που οδήγησε στην καταχώρηση άλλων αγωγών στο Δικαστήριο και το γεγονός ότι η δέσμευση των Εναγομένων να μην προβούν σε οποιαδήποτε περαιτέρω ενέργεια περιορίζεται μέχρι την έκδοση της παρούσας απόφασης για την υπό κρίση αίτηση, καταδεικνύεται επαυξημένος κίνδυνος επανάληψης και/ή συνέχισης τέτοιων ενεργειών είτε ιδίας είτε παρόμοιας φύσεως από μέρους των Εναγομένων 1 & 3, πράγμα που θα οδηγήσει σε περαιτέρω παραβίαση δικαιωμάτων της Ενάγουσας, όπως εκ πρώτης όψεως διαπιστώθηκε. Συνεπώς η πιθανότητα εκδήλωσης πρόθεσης να διακόψουν και/ή αποσυνδέσουν εκ νέου την υδροδότηση και ηλεκτροδότηση του επίμαχου υποστατικού από μέρους των Εναγομένων 1 & 3 είναι, υπό τις περιστάσεις, αυξημένη, εκτός αν εκδοθούν τα αιτούμενα διατάγματα υπό τα (3) & (4) του σημείου (Δ). Παραπέμπω στο κυπριακό νομικό σύγγραμμα ‘Διατάγματα-Injunctions’, Κεφάλαιο 6, σελίδα 189 και ενδεικτικά στην υπόθεση Parico Aluminium Designs Ltd v. Muskita-Aluminium Co. Limited και άλλη (πιο πάνω).
Παράλληλα, αν ληφθεί υπόψη ότι στις 02.04.25 ο Εναγόμενος 3 με συνοδεία ατόμων για λογαριασμό της Εναγομένης 1 επιχείρησαν να λάβουν κατοχή των επίμαχων χώρων, επεισόδιο κατά το οποίο προκλήθηκε ένταση και αναστάτωση, υπήρξε βία και εκστόμιση απειλών και εκδηλώθηκαν επιθετικές συμπεριφορές και με γνώμονα ότι η δέσμευση των Εναγομένων να μην προβούν σε οποιαδήποτε τέτοια ενέργεια περιορίζεται μέχρι την έκδοση της παρούσας απόφασης για την υπό κρίση αίτηση, καταδεικνύεται επαυξημένος κίνδυνος επανάληψης και/ή συνέχισης τέτοιας προσπάθειας τους να λάβουν κατοχή των επίμαχων χώρων, πράγμα που θα οδηγήσει σε παραβίαση δικαιωμάτων της Ενάγουσας, όπως εκ πρώτης όψεως διαπιστώθηκε. Η μαρτυρία που υπάρχει είναι σαφής και ισχυρή. Οι θέσεις των διαδίκων, οι εκ διαμέτρου αντίθετες εκδοχές τους, η εν γένει συμπεριφορά τους σχετικά με το επίμαχο επεισόδιο ημερ. 02.04.25, οι ενέργειες που οι Εναγόμενοι έλαβαν σχετικά με τη λειτουργία της επιχείρησης της Ενάγουσας που στεγάζεται εντός του επίμαχου υποστατικού και αποσκοπούσαν στον εξαναγκασμό της Ενάγουσας να παραδώσει την κατοχή των επίμαχων χώρων στην Εναγόμενη 1, το ιστορικό διαφωνιών που οδήγησε στην καταχώρηση άλλων αγωγών στο Δικαστήριο και η πιο πάνω περιορισμένη δέσμευση των Εναγομένων, είναι παράμετροι που καθιστούν πιθανότητα εισόδου και λήψης κατοχής των επίμαχων χώρων με οποιονδήποτε τρόπο από τους Εναγομένους 1 & 3, υπό τις περιστάσεις, αυξημένη με άμεση επαπειλούμενη ζημιά στα δικαιώματα της Ενάγουσας, εκτός αν εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα. Τέτοιο διάταγμα, όπως είναι το αιτούμενο υπό το σημείο (Ε), θεωρείται βοηθητικό (κυπριακό νομικό σύγγραμμα ‘Διατάγματα-Injunctions’, Κεφάλαιο 6, σελίδα 189).
Πέραν των πιο πάνω ισχύουν κατ’ αναλογία οι ίδιες αρχές που εφαρμόζονται στις περιπτώσεις προσωρινών διαταγμάτων. Οι αρχές αυτές έχουν εξεταστεί προηγουμένως και κρίθηκαν ότι ικανοποιούνται για τους λόγους που έχουν εξηγηθεί. Παραπέμπω στο νομικό σχολιασμό που έγινε και γενικά στο σκεπτικό του Δικαστηρίου.
Συνοψίζοντας, μέσα από τη συμπεριφορά και τις ενέργειες του Εναγομένου 3 με τη συνοδεία ατόμων για λογαριασμό της Εναγομένης 1, ικανοποιείται το ενδεχόμενο συνέχισης ή επανάληψης αλλά και πρόκλησης μελλοντικής ζημιάς. Μέσα από υφιστάμενη σαφή και ισχυρή μαρτυρία στην οποίαν έχω ήδη κάνει αναφορά, υπάρχει απειλούμενος κίνδυνος που είναι άμεσος και ορατός, ο οποίος θα προκαλέσει αναπόφευκτη ζημιά. Η ζημιά αυτή, εφόσον πρόκειται για παραβίαση δικαιωμάτων της Ενάγουσας, θεωρείται σοβαρή και δεν αποζημιώνεται χρηματικά.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, ο συγκεκριμένος λόγος ένστασης δεν ευσταθεί και ως εκ τούτους απορρίπτεται.
Επιπρόσθετα οι Εναγόμενοι επικαλούνται ότι «Με τα αιτούμενα Διατάγματα επιζητείται η ειδική εκτέλεση ισχυριζόμενων όρων ισχυριζόμενης συμφωνίας υπενοικίασης και/ή ενοικίασης, κάτι που δεν είναι επιτρεπτό.» Η θέση αυτή των Εναγομένων συνιστά τον 2ο λόγο ένστασης τους που προωθούν.
Με κάθε σεβασμό στους Εναγόμενους, η πιο πάνω τοποθέτηση τους δεν με βρίσκει σύμφωνο. Το κατά πόσο δικαιολογείται ή όχι η έκδοση οποιουδήποτε από τα αιτούμενα διατάγματα πραγματοποιείται στη βάση καθορισμένων κριτηρίων που θέτει η σχετική νομοθεσία και παραμέτρων που καθόρισε διαχρονικά συναφής με το θέμα νομολογία. Έχω αναφερθεί αναλυτικά σ’ αυτά προηγουμένως και έχω σχολιάσει πως αυτά τα κριτήρια και παραμέτρους υπάγονται στα συγκεκριμένα περιστατικά και δεδομένα της παρούσας περίπτωσης. Παραπέμπω στις διάφορες αναφορές μου μαζί με το νομικό σκεπτικό που τις συνοδεύει χωρίς να χρειάζεται να τα επαναλάβω.
Συνεπώς ο λόγος αυτός ένστασης στερείται ερείσματος και ως εκ τούτου απορρίπτεται.
Παράλληλα μέσα από την ανάλυση του σκεπτικού του Δικαστηρίου οι λόγοι ένστασης αρ. 6, 12 & 14 οδηγούνται αυτόματα σε απόρριψη ως αδικαιολόγητοι.
Κατά συνέπεια, η ένσταση απορρίπτεται στην ολότητα της, πάντοτε σε ότι αφορά τους Εναγομένους 1 & 3.
Υπό το φως των πιο πάνω στοιχείων και δεδομένων καθώς επίσης για τους λόγους που έχω εξηγήσει, κρίνω ότι το συμφέρον της δικαιοσύνης κλίνει στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου υπέρ της έγκρισης της υπό κρίση αίτησης. Παράλληλα η ένσταση απορρίπτεται στην ολότητα της.
Συνακόλουθα εκδίδoνται διατάγματα της υπό κρίση αίτησης με διαφοροποιήσεις και/ή τροποποιήσεις και/ή διορθώσεις ως πιο κάτω, με ισχύ μέχρι το τέλος εκδίκασης της παρούσας υπόθεσης και/ή μέχρι νεωτέρας διαταγής του Δικαστηρίου:
«Α. Διάταγμα του Δικαστηρίου που να διατάζει τους Εναγόμενους 1 & 3 και/ή τους υπηρέτες και/ή υπαλλήλους και/ή αντιπροσώπους τους να ανοίξουν τον διακόπτη του ηλεκτρισμού και επανασυνδέσουν το καφεστιατόριο γνωστό με την ονομασία «The Suite48» της Ενάγουσας με ηλεκτρικό ρεύμα από τον πίνακα ηλεκτρισμού του ξενοδοχείου της Εναγόμενης 1 στον οποίο ευρίσκεται ο διακόπτης που το τροφοδοτεί, μέχρι εκδικάσεως της παρούσης αγωγής και/ή μέχρι νεοτέρων οδηγιών του Δικαστηρίου.
Β. Διάταγμα του Δικαστηρίου που να διατάζει τους Εναγόμενους 1 & 3 και/ή τους υπηρέτες και/ή υπαλλήλους και/ή αντιπροσώπους τους να παρέχουν νερό στο καφεστιατόριο της Ενάγουσας στο δίκτυο του νερού του ξενοδοχείου της Εναγόμενης 1 μέχρι εκδικάσεως της παρούσης αγωγής και/ή μέχρι νεοτέρων οδηγιών του Δικαστηρίου.
Γ. Διάταγμα του Δικαστηρίου που να απαγορεύει στους Εναγόμενους 1 & 3 και/ή τους υπηρέτες και/ή υπαλλήλους και/ή αντιπροσώπους τους να εμποδίζουν και/ή αποκλείουν και/ή αποκόπτουν την είσοδο στο καφεστιατόριο γνωστό ως «The Suite48» της Ενάγουσας μέσω του χώρου στάθμευσης του ξενοδοχείου που ευρίσκεται στο ακίνητο με αριθμό τεμαχίου 4xx, Τμήμα Γ του Φ/Σχ. LI/xxx & LI/xxx στην τοποθεσία Παλλούρα στην Κάτω Πάφο, μέχρι εκδικάσεως της παρούσης αγωγής και/ή μέχρι νεοτέρων οδηγιών του Δικαστηρίου.
Δ. Διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο να απαγορεύεται στους Εναγόμενους 1 & 3 και/ή τους υπαλλήλους και/ή υπηρέτες και/ή αξιωματούχους και/ή αντιπροσώπους τους από του να:
(1) διακόψουν και/ή αποσυνδέσουν την παροχή ηλεκτρικού ρεύματος του υποστατικού/καφεστιατορίου γνωστό με την ονομασία «The Suite48» της Ενάγουσας το οποίο ευρίσκεται εντός του ακινήτου με αριθμό τεμαχίου 4xx, Τμήμα Γ του Φ/Σχ. LI/xxx & LI/xxx στην τοποθεσία Παλλούρα στην Κάτω Πάφο, μέχρι εκδικάσεως της παρούσης αγωγής και/ή μέχρι νεοτέρων οδηγιών του Δικαστηρίου.
(2) διακόψουν και/ή αποσυνδέσουν την παροχή νερού του υποστατικού/καφεστιατορίου γνωστό με την ονομασία «The Suite48» της Ενάγουσας το οποίο ευρίσκεται εντός του ακινήτου με αριθμό τεμαχίου 4xx, Τμήμα Γ του Φ/Σχ. LI/xxx & LI/xxx στην τοποθεσία Παλλούρα στην Κάτω Πάφο, μέχρι εκδικάσεως της παρούσης αγωγής και/ή μέχρι νεοτέρων οδηγιών του Δικαστηρίου.
Ε. Διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο να απαγορεύεται στους Εναγόμενους 1 & 3 και/ή υπαλλήλους και/ή υπηρέτες και/ή αξιωματούχους και/ή αντιπροσώπους τους από του να εισέλθουν στο και/ή επέμβουν στο και/ή λάβουν κατοχή του υπό ενοικίαση υποστατικού/καφεστιατορίου/σνακ μπαρ και εξωτερικών χώρων γνωστό με την ονομασία «The Suite48» της Ενάγουσας το οποίο ευρίσκεται εντός του ακινήτου με αριθμό τεμαχίου 4xx, Τμήμα Γ του Φ/Σχ. LI/xxx & LI/xxx στην τοποθεσία Παλλούρα στην Κάτω Πάφο, μέχρι εκδικάσεως της παρούσης αγωγής και/ή μέχρι νεοτέρων οδηγιών του Δικαστηρίου.»
Όπως διαφαίνεται από τις πιο πάνω διαφοροποιήσεις και/ή τροποποιήσεις και/ή διορθώσεις, το αιτούμενο διάταγμα προστακτικής φύσεως υπό το σημείο (Γ) διαμορφώνεται ανάλογα και εκδίδεται σε απαγορευτικό με το ίδιο νόημα και περιεχόμενο.
Η έκδοση των πιο πάνω διαταγμάτων καθιστά άνευ αντικειμένου το αίτημα για έκδοση διαταγμάτων ως τα αναφερόμενα στην υπό κρίση αίτηση (1) & (2) του σημείου (Δ). Τα αναφερόμενα (3) & (4) διατάγματα του σημείου (Δ) της ίδιας αίτησης που έχουν εκδοθεί με μία σχετική διόρθωση, έλαβαν αρίθμηση (1) & (2).
Η Ενάγουσα/Αιτήτρια να υπογράψει, δια του διευθυντή της, εγγύηση ύψους €500.000 για τυχόν ζημιές που ήθελαν προκληθούν από την έκδοση των εν λόγω διαταγμάτων.
Σε ότι αφορά τα έξοδα, έχοντας υπόψη μου τους Κανονισμούς 39.2 και 39.4(1)(α) των Περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2023, δεν βλέπω λόγο να παρεκκλίνω από τον γενικό κανόνα που διέπει την επιδίκαση τους. Κατά συνέπεια, τα έξοδα της παρούσας αίτησης επιδικάζονται υπέρ της Ενάγουσας/Αιτήτριας και εναντίον των Εναγομένων 1 & 3/Καθ’ ων η αίτηση 1 & 3 αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένα, μειωμένα όμως κατά 1/3 ένεκα της αποτυχίας της Ενάγουσας να συνδέσει τον Εναγόμενο 2/Καθ’ ου η αίτηση 2 με την υπό κρίση αίτηση. Θα προχωρήσω σε συνοπτικό υπολογισμό των εξόδων δυνάμει του Κ.39.7. Να σημειωθεί ότι οι συνήγοροι, κατά παράβαση του Κ.39.9(1), δεν συμμορφώθηκαν με το καθήκον τους για υποβοήθηση του Δικαστηρίου στον συνοπτικό υπολογισμό των εξόδων.
Ως εκ τούτου, τα έξοδα, μειωμένα κατά περαιτέρω 10% ένεκα της πιο πάνω μη συμμόρφωσης των συνηγόρων με το καθήκον τους χωρίς να έχει διαπιστωθεί ότι οφείλεται σε εύλογη αιτία (Κ.39.9(2)), έχουν υπολογιστεί σε €4.300,60 πλέον Φ.Π.Α. (εάν υπάρχει) επί ποσού €4.239,60. Τα έξοδα να καταβληθούν εντός 15 ημερών από σήμερα.
(Υπ.) .................................
Γ. Κ. Βλάμης, Π.Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο