PROSPECTA DEVELOPMENT LTD ν. ΤΟΝΙΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ, Αρ. Αίτησης: 618/20, 7/10/2025
print
Τίτλος:
PROSPECTA DEVELOPMENT LTD ν. ΤΟΝΙΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ, Αρ. Αίτησης: 618/20, 7/10/2025

ΣΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ:  Α. Φυλακτού, A.Ε.Δ.                     

                                                                                                 

Αρ. Αίτησης: 618/20

                                                                                                                         PROSPECTA DEVELOPMENT LTD

Ενάγοντες - αιτητές

 

ν.

ΤΟΝΙΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ

                                              

                                                   Εναγόμενη -  καθ΄ ης η αίτηση

 

Ημερομηνία: 07/10/2025

Για ενάγουσα - αιτήτρια στην αίτηση ημερ. 06/06/2025: κα Μαρία Παπαδημήτρη για Μαρία Σ. Παπαδημήτρη Δ.Ε.Π.Ε

Για εναγόμενη καθ΄ ης η αίτηση στην αίτηση ημερ. 06/06/2025: κα Θέκλα Κκαϊλη για Δημητρίου & Δημητρίου Δ.Ε.Π.Ε.

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Στην υπό εξέταση αίτηση (η αίτηση) η ενάγουσα αιτήτρια αιτείται την άδεια του Δικαστηρίου όπως της επιτραπεί η καταχώρηση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης (ΣΕΔ) προς υποστήριξη της αίτησης της ημερ. 25/11/2024.

 

Η αίτηση υποστηρίζεται από την ένορκη δήλωση του διευθυντή των εναγόντων. Ο ενόρκως δηλών αναφέρει ότι είναι ο ενόρκως δηλών και στην αίτηση ημερομηνίας 24/11/2024 (προφανώς πρόκειται για τυπογραφικό λάθος αφού η αρχική ενδιάμεση αίτηση φέρει ημερομηνία 25/11/2024) όπου η ενάγουσα αιτείται σειρά Διαταγμάτων που έχουν ως αντικείμενο την απαγόρευση εκ μέρους της εναγομένης της χρήσης και εκμετάλλευσης του επίδικου ακινήτου καθώς επίσης και της απόδοσης ποσών που σχετίζονται με την εν λόγω εκμετάλλευση (η αρχική αίτηση). Αναφέρει επίσης ότι γνωρίζει τα γεγονότα της παρούσας και ότι είναι δεόντως εξουσιοδοτημένος όπως προβεί στην ένορκη του δήλωση.

Προς υποστήριξη της αίτησης αναφέρει ότι από την καταχώρηση της αρχικής αίτησης αναφέρει ότι από την καταχώρηση της αρχικής αίτησης και της ένστασης που καταχωρήθηκε στα πλαίσια αυτής, έχουν περιέλθει εις γνώση του νεοπαγή, ως τα χαρακτηρίζει, γεγονότα τα οποία κρίνει ορθό και πρόσφορο να γνωστοποιηθούν στο Δικαστήριο διότι μέσω αυτών αντικατοπτρίζεται η πραγματικά επικρατούσα κατάσταση του επίδικου ακινήτου και για να αναφερθούν τα ανακύψαντα και άκρως σημαντικά για την εξέλιξη της υπόθεσης γεγονότα και προς υποστήριξη της αρχικής αίτησης. Συγκεκριμένα αναφέρει ότι όπως πληροφορήθηκε μετά την καταχώρηση της αρχικής αίτησης, τα πρόσωπα στα οποία η εναγόμενη έχει εκμισθώσει αυθαίρετα, δόλια και καταχρηστικά (ως η θέση του) το επίδικο ακίνητο , είναι άτομα με ιδιαίτερα επικίνδυνη συμπεριφορά καθότι φέρεται να διακινούν ναρκωτικές ουσίες εντός του κτηριακού συγκροτήματος στο οποίο κείται το επίδικο ακίνητο, προκαλώντας σοβαρή όχληση στους περιοίκους και ότι οι ενοικιαστές του επίδικου ακινήτου, από πληροφόρηση που ο ίδιος λαμβάνει, το διατηρούν σε κατάσταση άκρως παραμελημένη, αφού αυτό είναι βρώμικο, ακατάστατο και έχει μετατραπεί σε χωματερή. Ως αποτέλεσμα αυτών, η αξία του επίδικου ακινήτου μειώνεται και διακυβεύεται σημαντικά. Αναφέρει επίσης ότι τα πιο πάνω γεγονότα και ανακύπτοντα στοιχεία αναφορικά με την ταυτότητα των προσώπων που ενοικιάζουν το επίδικο ακίνητο δεν ήταν γνωστά κατά τον χρόνο καταχώρησης της αρχικής αίτησης και ως τέτοια δεν τα προέβαλε και δεν τα έθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου νωρίτερα. Είναι η θέση του ότι με την καταχώρηση της ΣΕΔ δεν θα αιφνιδιάσει την άλλη πλευρά, ούτε θα την θέσει σε μειονεκτική θέση, και ότι εάν επιτραπεί η καταχώρηση της  θα δοθεί η ευκαιρία να παρουσιαστεί ολοκληρωμένα η αρχική αίτηση ως προς την έκταση της επίδικης διαφοράς και της σφαιρικής εικόνας της κατάστασης.

 

Στο προσχέδιο της ΣΕΔ που συνοδεύει την ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση, γίνεται αναφορά ότι ο ενόρκως δηλών πληροφορήθηκε με σαφή και έμπιστο τρόπο και ότι είναι σε θέση ο ίδιος να γνωρίζει, ότι το επίδικο ακίνητο εκμισθώνεται σε τρίτα πρόσωπα και ότι όπως ευχερώς και ευκρινώς διαπιστώνεται, μεγάλος αριθμός προσώπων με καταγωγή από τρίτες χώρες διαμένουν παράνομα σε αυτό και ότι η χρήση του είναι τέτοια που οδηγεί σε σοβαρή φθορά, αλλοίωση της εικόνας και αξίας του και ουσιαστικά βεβήλωση του. Σημειώνεται ότι το ιδιοκτησιακό καθεστώς του επίδικου ακινήτου δεν έχει ξεκαθαριστεί και ότι σύμφωνα με τον ενόρκως δηλών η καθ΄ ης η αίτηση το κατακρατεί παράνομα. Ως επίσης τον ενημερώνουν οι γείτονες, στο επίδικο ακίνητο γίνεται διακίνηση ναρκωτικών από τα εκεί διαμένοντα άτομα, θέτοντας σε κίνδυνο και δημιουργώντας αίσθηση ανασφάλειας σε όλους τους περιοίκους μεταξύ των οποίων και παιδιά και ότι τα άτομα αυτά φωνάζουν, βρίζουν, τσακώνονται και προκαλούν ζημιές στο επίδικο ακίνητο. Με την παραμέληση του ακινήτου, θεωρεί ότι αυτό έχει μετατραπεί σε χωματερή, ως χώρος υψηλής επικινδυνότητας που παραβλάπτεται η δημόσια υγεία και ότι η αξία του μειώνεται σημαντικά.

 

Η εναγόμενη καταχώρησε ένσταση και σε αυτήν προβάλλονται συνολικά 19 λόγοι ένστασης. Χωρίς να κρίνεται σκόπιμο να καταγραφούν αυτολεξεί όλοι οι λόγοι ένστασης, η εναγόμενη προβάλλει ότι η αίτηση είναι νόμω και ουσία αβάσιμη, χωρίς την απαραίτητη υποστηρικτική μαρτυρία και δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την έκδοση του αιτούμενου Διατάγματος, ότι δεν έχει καταδειχθεί καλός λόγος που να δικαιολογεί την ανάγκη για καταχώρηση ΣΕΔ, ότι αυτή είναι άσχετη και ατεκμηρίωτη μαρτυρία σε σχέση με τα ζητήματα της αρχικής αίτησης και αποσκοπεί στην δημιουργία εντυπώσεων και αρνητικής εικόνας εις βάρος της εναγόμενης, στην εισαγωγή μαρτυρίας που αποτελούν εκ των υστέρων σκέψεις που αλλοιώνουν την αρχική αίτηση. Προβάλλει επίσης τη θέση ότι η αίτηση καταχωρήθηκε με υπέρμετρη και αδικαιολόγητη καθυστέρηση, δηλαδή 7 μήνες μετά την καταχώρηση της ένστασης στην αρχική αίτηση, ότι η έγκριση της αίτησης θα είναι αντίθετη με την ανάγκη για ταχεία απονομή δικαιοσύνης και διασφάλισης της τελεσιδικίας των Δικαστικών αποφάσεων, ότι η αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί διότι δεν εδράζεται στην αναγκαιότητα απάντησης σε κάποιους ισχυρισμούς που εγείρονται, το αιτούμενο Διάταγμα παραβιάζει τα δικαιώματα που απορρέουν από τα άρθρα 2 και 30 του Συντάγματος και τυχόν έγκριση της θα σήμαινε ότι θα προαποφασιζόταν η ουσία της αγωγής.

 

Η ένσταση υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση (η οποία φέρει ημερομηνία μιας ημερολογιακής ημέρας προγενέστερης της καταχώρησης της ένστασης) ασκούμενης δικηγόρου στο δικηγορικό γραφείο που εκπροσωπεί την εναγόμενη. Η ενόρκως δηλούσα αναφέρει ότι είναι δεόντως εξουσιοδοτημένη από την εναγόμενη καθ΄ ης η αίτηση όπως προβεί στην ένορκη δήλωση, από την οποία και λαμβάνει γνώση για τα γεγονότα της υπόθεσης και ως προς τις νομικές έννοιες λαμβάνει συμβουλή και πληροφόρηση από τους δικηγόρους που χειρίζονται την υπόθεση. Ακολούθως η ενόρκως δηλούσα, αφού υιοθετεί και επαναλαμβάνει τους λόγους ένστασης, προβαίνει σε αναφορά ως προς το ιστορικό της παρούσας αγωγής και ιδίως της αρχικής αλλά και της υπό εξέταση αίτησης. Προβάλλει τη θέση ότι εφόσον εγκριθεί η υπό εξέταση αίτηση τότε αυτό θα σήμαινε ότι θα προαποφασιζόταν η ουσία της αγωγής και της θέσης της αιτήτριας ότι «εγώ παράνομα επεμβαίνω και χρησιμοποιώ το ακίνητο, κάτι το οποίο εν πάση περιπτώσει δεν ευσταθεί» (καταγράφεται αυτολεξεί το εν λόγω λεκτικό διότι θα γίνει αναφορά ως προς τούτο πιο κάτω). Ως προς την ουσία της αίτησης, η ενόρκως δηλούσα αναφέρει ότι αυτό που επιδιώκεται είναι η εισαγωγή άσχετων ισχυρισμών επί των γεγονότων που δεν προσφέρουν τίποτε προς το Δικαστήριο που καλείται να εξετάσει κατά πόσο πληρούνται οι προϋποθέσεις για την έκδοση των αιτούμενων Διαταγμάτων. Ως προς τις ισχυριζόμενες παράνομες δραστηριότητες επί του επίδικου ακινήτου, τις οποίες και απορρίπτει, είναι η θέση της ότι σχετίζονται με τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα του ακινήτου και συνεπώς ο λόγος που προβάλλεται για την καταχώρηση ΣΕΔ, όχι μόνο δεν είναι καλός, αλλά είναι και άσχετος με τα επίδικα θέματα της αρχικής αίτησης.

 

Ως δε αναφέρει «ως με συμβουλεύουν οι δικηγόροι μου, ότι η παρούσα αίτηση καταχωρείται (α) χωρίς να παρέχεται ικανοποιητικός λόγος γιατί θα πρέπει να εκδοθούν τα αιτούμενα διατάγματα, (β) χωρίς να δικαιολογείται γιατί καταχωρήθηκε με τόση μεγάλη καθυστέρηση και (γ) χωρίς να υποστηρίζεται με την απαραίτητη και ικανοποιητική μαρτυρία» και ότι ο ενόρκως δηλών επιχειρεί να εισάξει άσχετα ισχυριζόμενα γεγονότα ενώ επιχειρείται η αλλοίωση και μεταβολή της εικόνας που δόθηκε στην αρχική ένορκη δήλωση του ημερ. 25/11/2024 «κάτι το οποίο ως πληροφορούμαι από τους δικηγόρους μου είναι ανεπίτρεπτο» (καταγράφεται αυτολεξεί το εν λόγω λεκτικό διότι θα γίνει αναφορά ως προς τούτο πιο κάτω).   

 

Είναι δε η θέση της ότι τα αιτούμενα Διατάγματα παραβιάζουν τα Συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα της εναγόμενης καθ΄ ης η αίτηση στην ιδιοκτησία και στη δίκαιη δίκη διότι δεν νοείται, ως η θέση της, να προβάλλεται στην προτιθέμενη ΣΕΔ να προβάλλονται ισχυρισμοί για παράνομη εκμίσθωση και αποκόμιση εσόδων από την εναγόμενη καθ΄ ης η αίτηση για ένα ακίνητο που κατέχεται εδώ και πολλά χρόνια και αποτελεί το αντικείμενο της επίδικης διαφοράς και ότι αυτό που επιχειρείται να εισαχθεί  είναι ισχυρισμοί που σχετίζονται με τις τελικές θεραπείες της αγωγής σε αυτό το στάδιο και χωρίς να παρέχεται προς τούτο η κατάλληλη μαρτυρία στο Δικαστήριο. Τέλος αναφέρει ότι με την μη έκδοση των Διαταγμάτων, υπάρχει πάντοτε η πιθανότητα να απονεμηθεί πλήρης Δικαιοσύνη στο μέλλον, εφόσον το ίδιο αντικείμενο  το αντικείμενο της αγωγής παραμένει ως έχει και εφ΄ όσον ήθελε αποδειχθεί ότι η αιτήτρια δικαιούται μελλοντικά σε απόδοση διαφυγόντων κερδών, δεν έχει αμφισβητηθεί η φερεγγυότητα της καθ΄ ης η αίτηση.

 

ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ

 

Σύμφωνα με τη Δ.48, Θ.4 (2) των παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας:

 

«Το Δικαστήριο, ή Δικαστής, μετά από αίτηση ή προφορικό αίτημα, μπορεί, για καλό λόγο, να επιτρέψει την καταχώρηση συμπληρωματικών ένορκων δηλώσεων. Η ακρόαση αίτησης διεξάγεται στη βάση των γεγονότων που αναφέρονται στην αίτηση ή στις ένορκες δηλώσεις τηρούμενης της δυνατότητας αντεξέτασης που προνοείται από τη Διαταγή 39».

 

Η παραχώρηση άδειας για καταχώριση συμπληρωματικής δήλωσης είναι θέμα διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου (βλ. Ματθαίου (2008) 1Α ΑΑΔ 510, 514). Ο διάδικος που αιτείται άδεια πρέπει να καταδείξει «καλό λόγο». Η ύπαρξη καλού λόγου εξετάζεται από το Δικαστήριο ανάλογα με τη φύση της ενδιάμεσης αίτησης.  

 

Στην υπόθεση Βερεγγάρια Παπακόκκινου ν. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ, 2012 1 Α,Α,Δ σελ. 643 (αίτηση για προσθήκη λόγων έφεσης), κρίθηκε πως η επανάληψη ισχυρισμών και επιχειρηματολογίας δεν δικαιολογεί την έκδοση διατάγματος για συμπληρωματική ένορκη δήλωση.

 

Στην A. Messios & Sons Ltd v. Λεωνίδα (2010) 1Α ΑΑΔ 195 (αίτηση επαναφοράς έφεσης), δόθηκε άδεια στους εφεσείοντες – αιτητές για καταχώριση συμπληρωματικών ενόρκων δηλώσεων γιατί τα στοιχεία που επιθυμούσαν να θέσουν ενώπιον του Δικαστηρίου, ήταν στοιχεία που σχετίζονταν με τους ισχυρισμούς και τις θέσεις που πρόβαλε ο εφεσίβλητος-καθ’ ου η αίτηση στην αρχική του ένορκη δήλωση προς υποστήριξη της ένστασης στην αίτηση επαναφοράς της έφεσης. Κρίθηκε ότι δεν επρόκειτο για ανεπίτρεπτη μαρτυρία ούτε για επανάληψη αρχικών ισχυρισμών των εφεσειόντων, αλλά για διευκρινίσεις και ισχυρισμούς που ήταν επιθυμητό να τους επιτραπεί να προβάλουν, ώστε το Δικαστήριο να έχει ενώπιον του ολοκληρωμένη και σφαιρική εικόνα των γεγονότων.

 

Στην Κόκκινου – ν- Κόκκινου, Πολιτική Έφεση 29/2014 ημερ. 3/11/2016, αποφασίσθηκαν τα πιο κάτω:

 

΄΄Το ζήτημα της παραχώρησης ή μη άδειας για την καταχώρηση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης, ανάγεται, ασφαλώς, στη διακριτική ευχέρεια του εκδικάσαντος Δικαστηρίου η οποία ασκείται σε συνάρτηση με τη φύση της ενδιάμεσης διαδικασίας και τα θέματα που αναδύονται ενώπιον του ως επίδικα. Η δυνατότητα άσκησης της εξουσίας αυτής υπέρ του αιτήματος, όπου ο επιδιωκόμενος σκοπός της συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης είναι η αντίκρουση ισχυρισμών που προβάλλονται για ακύρωση διατάγματος που εκδόθηκε μονομερώς, απασχόλησε το Ανώτατο Δικαστήριο πρόσφατα στην υπόθεση Χαράλαμπου Ανδρέα Κουππά ν. Πουλλας Τσαδιώτης Λιμιτεδ κ.ά, Π.Ε. 312/2010, ημερομηνίας 17.7.2014 στην οποία λέχθηκαν τα εξής:

 

«Σ΄ ότι δε αφορά τη δυνατότατα που παρέχεται από τη Δ.48 θ.4(2) για συμπληρωματική ένορκη δήλωση, δεν πρέπει να λησμονείται ότι η δυνατότητα αυτή παρέχεται υπό την προϋπόθεση τεκμηρίωσης «καλού λόγου» και δεν βλέπουμε πώς η αντίκρουση ισχυρισμών που προβάλλονται για ακύρωση διατάγματος που χορηγήθηκε μονομερώς θα μπορούσε να τεκμηριώσει «καλό λόγο».»΄΄

 

Συνακόλουθα, με βάση το νομοθετικό και νομολογιακό πλαίσιο και τις εφαρμοστέες αρχές που διέπουν το ζήτημα της καταχώρησης συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης, θα πρέπει να καταδειχθεί καλός λόγος, να μην επιδιώκεται εισαγωγή ισχυρισμών που απλά επιβεβαιώνουν θέσεις και επιχειρηματολογίες και επιπλέον με τους νέους ισχυρισμούς, αυτοί να αφορούν διευκρινήσεις που είναι επιθυμητό να προβληθούν, ώστε το Δικαστήριο να έχει ενώπιον του ολοκληρωμένη και σφαιρική εικόνα των γεγονότων. 

 

 

ΕΞΕΤΑΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ - ΕΝΣΤΑΣΗΣ

 

Έχοντας κατά νου τις πιο πάνω αρχές, το Δικαστήριο προχωρεί στην εξέταση της αίτησης, των λόγων ένστασης και κατά πόσο πληρούνται οι προϋποθέσεις για έκδοση Διατάγματος που να επιτρέπει στην ενάγουσα αιτήτρια να καταχωρήσει ΣΕΔ προς υποστήριξη της αρχικής της αίτησης.

 

Σε αυτό το σημείο, το  Δικαστήριο κρίνει ορθό όπως εξεταστούν δύο ζητήματα που η συνήγορος της ενάγουσας έθιξε με την αγόρευση της, τα οποία σχετίζονται με το νομότυπο της ένστασης που η εναγόμενη καταχώρησε στα πλαίσια της υπό εξέταση αίτησης.

 

Ως προς το ζήτημα που ηγέρθηκε από την ενάγουσα στο στάδιο των αγορεύσεων, ήτοι το γεγονός ότι η ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την ένσταση φέρει ημερομηνία προγενέστερη της ένστασης (κατά μια μέρα), το Δικαστήριο δεν αγνοεί την υφιστάμενη νομολογία, ήτοι την Stavros Hotels Apartments κ.α. (Αρ.2) (1994) 1 ΑΑΔ σελ. 836, ως επίσης και την υπόθεσης PerpettivLunic (2000) 1 ΑΑΔ 960,  ότι σε τέτοιες περιπτώσεις θα ήταν ορθό και δίκαιο όπως απαιτείται οι ενόρκως δηλούντες να επανορκίζονται. Η Νομολογία όμως αυτή, πραγματεύτηκε το ζήτημα όπου ένορκη δήλωση υποστήριζε την αίτηση για έκδοση προσωρινών Διαταγμάτων και η οποία προηγείτο της καταχώρησης της αγωγής, ενώ στην προκειμένη περίπτωση δεν πρόκειται για τέτοια περίπτωση. Σε κάθε περίπτωση, το Δικαστήριο στην προκειμένη κρίνει πως, με βάση τις πρόνοιες της Δ.64, ότι η εν λόγω παρατυπία δεν μπορεί να οδηγήσει στην ακύρωση ή στον παραμερισμό της εν λόγω ένορκης δήλωσης ή στο να μην την λάβει καθόλου υπόψη, αφού δεν προκύπτει ότι η ενάγουσα, συνεπεία αυτής της παρατυπίας, υπέστη οποιανδήποτε βλάβη ενάντια στα συμφέροντα της. Αυτό προκύπτει άλλωστε και από τη ρητή δήλωση της συνηγόρου της ενάγουσας αιτήτριας κατά το στάδιο των αγορεύσεων, με την οποία δηλώθηκε ότι σε περίπτωση που επιτραπεί η καταχώρηση ΣΕΔ εκ μέρους της, ότι θα συμφωνούσε στην από μέρους της εναγομένης απαντητικής ένορκης δήλωσης.

 

Σχετική είναι και η υπόθεση S.A Constantinou Ltd κ.α. v. Marfin Popular Bank Public Co Ltd( 2009) 1 ΑΑΔ 754 , στην οποία αποφασίστηκε ότι  κανένας από τους θεσμούς που έχουν επικληθεί (στα πλαίσια της εκεί έφεσης) δεν απαγορεύει την υπογραφή μιας ένορκης δήλωσης πριν από την καταχώριση μιας ενδιάμεσης αίτησης σε αγωγή που εκκρεμεί ενώπιον Δικαστηρίου. Η Διαταγή 39, Θεσμός 3 προνοεί απλά ότι μια ένορκη δήλωση θα τιτλοφορείται με το θέμα ή για το ζήτημα στο οποίο αναφέρεται. Μια ένορκη δήλωση θα μπορούσε να θεωρηθεί ως αντικανονική όταν αυτή καταχωρείται πριν από την καταχώριση της αγωγής, αν και το πρόβλημα θα μπορούσε να θεραπευθεί με την κατάθεση νέας ένορκης δήλωσης. Στην εν λόγω απόφαση επαναλήφθηκε τα όσα έχουν τονιστεί στη Stavros Hotels Apartments Ltd. κ.ά. (Aρ. 1) (1994) 1 Α.Α.Δ. 389 (ανωτέρω), ήτοι ότι μια ένορκη δήλωση θεωρείται αντικανονική και δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη όταν υπογράφηκε πριν από την καταχώριση της αγωγής, αν και σε μια τέτοια περίπτωση το Δικαστήριο μπορεί να απαιτήσει την ανάληψη υποχρέωσης επανόρκισης και κατάθεση μια νέας ένορκης δήλωσης.

 

Επιπρόσθετα, η ενάγουσα αιτήτρια με την αγόρευση της έθιξε το γεγονός ότι η ενόρκως δηλούσα στην ένσταση που καταχωρήθηκε στην υπό εξέταση αίτηση είναι ασκούμενη δικηγόρος στο δικηγορικό γραφείο που εκπροσωπεί την εναγόμενη.

 

Σχετική επί του θέματος είναι η απόφαση στην Μαυρονικόλα – ν – Ξάνθου Πολιτική Έφεση 8/18 ημερ. 14/4/2020, όπου και το πιο κάτω απόσπασμα:

 

΄΄ Ένα άλλο ζήτημα που έθεσε η πλευρά της καθ΄ ης η αίτηση αφορά το γεγονός ότι η αίτηση συνοδεύεται από ένορκη δήλωση του δικηγόρου του αιτητή. Αναφέρεται στην ένσταση ότι πρόκειται για «ακατάλληλη ένορκη δήλωση». Σαφής είναι η νομολογία ότι τούτο είναι ανεπιθύμητο, εκτός όταν είναι αναγκαίο. Από τις περιστάσεις δε, προκύπτει ότι είναι ο δικηγόρος εν προκειμένω που γνώριζε τα γεγονότα. Θα μπορούσε βέβαια περαιτέρω να λεχθεί ότι κατά γενική αρχή όταν ένας δικηγόρος έχει καταστεί μάρτυρας γεγονότων, τότε κωλύεται λόγω ασυμβιβάστου να συνεχίσει να εμφανίζεται ως δικηγόρος. Η ένορκη δήλωση όμως δεν πάσχει ώστε να πρέπει να αγνοηθεί ή να απορριφθεί (Rybolovlev - Rybolovleva (2010) 1 ΑΑΔ 82).΄΄

 

Στην παρούσα διαδικασία, η ενόρκως δηλούσα είναι ασκούμενη δικηγόρος. Ως δε προκύπτει από την ιδιότητα της και από τα όσα λέχθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου στο στάδιο των αγορεύσεων, δεν τίθεται ζήτημα όπως η ενόρκως δηλούσα καταστεί ταυτόχρονα και μάρτυρας στην υπόθεση. Πέραν τούτου, η ενόρκως δηλούσα αναφέρει ρητώς στην ένορκη της δήλωση ότι είναι δεόντως εξουσιοδοτημένη από την καθ΄ ης η αίτηση όπως προβεί στην ένορκη δήλωση και λαμβάνει γνώση από αυτήν σε σχέση με τα γεγονότα της υπόθεσης, ως επίσης  συμβουλής και πληροφόρησης για νομικά θέματα από τους δικηγόρους που εκπροσωπούν την εναγόμενη. Συνεπώς, με βάση αυτά τα δεδομένα και στη βάση των όσων έχουν αποφασιστεί στη Rybolovlev (ανωτέρω) το Δικαστήριο κρίνει ότι η ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την ένσταση δεν πάσχει ώστε να πρέπει να αγνοηθεί ή να απορριφθεί.

 

Η ενάγουσα αιτήτρια στην αγόρευση της έθιξε επίσης το γεγονός ότι η ενόρκως δηλούσα στην ένσταση που υποστηρίζει την υπό εξέταση αίτηση, προβαίνει σε αναφορές σε πρώτο αντί σε τρίτο πρόσωπο, αναφορές οι οποίες καταγράφηκαν λεπτομερώς πιο πάνω.

 

Το Δικαστήριο κρίνει ότι οι εν λόγω αναφορές, προφανώς καταγράφηκαν εκ λάθους ή εκ παραδρομής, καθότι είναι εμφανές ότι η ενόρκως δηλούσα δεν είναι διάδικος στην παρούσα και ούτε οι δικηγόροι της εναγομένης είναι και δικοί της ενόρκως δηλούσας δικηγόροι στα πλαίσια της παρούσας. Αυτό προκύπτει άλλωστε και από την εισαγωγή της ένορκης της δήλωσης που ρητά αναφέρει την ιδιότητα της ως ασκούμενης δικηγόρου στο δικηγορικό γραφείο που εκπροσωπεί την εναγόμενη και ότι λαμβάνει γνώση, εξουσιοδότηση και πληροφόρηση από την ίδια την εναγόμενη και ότι για νομικά θέματα λαμβάνει πληροφόρηση από τους δικηγόρους που εκπροσωπούν  την εναγόμενη στην παρούσα. Συνεπώς, δεν τίθεται ζήτημα οποιασδήποτε παρατυπίας της εν λόγω ένορκης δήλωσης, ούτε προκαλείται οποιαδήποτε σύγχυση ή παραπλάνηση ή βλάβη στα συμφέροντα της ενάγουσας αιτήτριας.

 

Ως προς την ουσία της υπό εξέτασης, το Δικαστήριο καλείται να εξετάσει κατά πόσο έχει καταδειχθεί «καλός λόγος» στο να επιτραπεί η καταχώρηση ΣΕΔ εκ μέρους της αιτήτριας. Κρίνεται σκόπιμο όπως για σκοπούς πληρότητας γίνει αναφορά στο ιστορικό της παρούσας διαδικασίας.

 

Στην προκειμένη, η ενάγουσα αιτήτρια, ως πιο πάνω αναφέρθηκε, καταχώρησε την αρχική αίτηση (ημερομηνίας 25/11/2024), με την οποία ζητά σειρά Διαταγμάτων (το κλητήριο ένταλμα καταχωρήθηκε στις 03/06/2020). Στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την εν λόγω αίτηση, ο ενόρκως δηλών αναφέρει ότι σύμβαση πώλησης του επίδικου ακινήτου συνάφθηκε μεταξύ της ενάγουσας – αιτήτριας ως πωλήτριας και της εναγόμενης – καθ΄ ης η αίτηση ως αγοράστριας. Η εν λόγω σύμβαση κατατέθηκε στο κτηματολόγιο και υπολείπεται η καταβολή του ποσού των €109.602,90 από πλευράς της εναγομένης και ότι συνεπεία της μη αποπληρωμής του υπολοίπου από την εναγόμενη, δεν ολοκληρώθηκε η διαδικασία μεταβίβασης του, με αποτέλεσμα η ενάγουσα να παρουσιάζεται ακόμα ως ιδιοκτήτρια αυτού, χωρίς όμως αυτό να κατέχεται από την ίδια, αφού αυτό κατέχεται από την εναγόμενη, η οποία το έχει εκμισθώσει σε τρίτα πρόσωπα και λαμβάνει μισθώματα και αποκομίζει αυτά ως αδικαιολογήτως πλουτίσασα.

 

Η εναγόμενη καταχώρησε ένσταση στην αρχική αίτηση στις 06/02/2025. Στην ένορκη δήλωση που την υποστηρίζει, η οποία προέρχεται από την ίδια, αρνείται τους ισχυρισμούς που προβάλλονται στην αρχική αίτηση και υποστηρίζει τους λόγους ένστασης στην αρχική αίτηση και που μεταξύ άλλων περιλαμβάνουν τις θέσεις ότι τυχόν έγκριση της αρχικής αίτησης θα ισοδυναμούσε με προαπόφαση επί της ουσίας της αγωγής. Περαιτέρω αναφέρει ότι δεν υπάρχει η απαραίτητη υποστηρικτική μαρτυρία που να δικαιολογεί την έκδοση Διατάγματος για απόδοση διαφυγόντων κερδών, ότι υπήρχε μεγάλη καθυστέρηση στην καταχώρηση της αίτησης, ότι τα αιτούμενα εκεί Διατάγματα παραβιάζουν τα Συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα της ιδιοκτησίας και της δίκαιης δίκης. Τέλος, αναφέρει ότι με την μη έκδοση των Διαταγμάτων υπάρχει πάντα η πιθανότητα να απονεμηθεί πλήρης Δικαιοσύνη στο μέλλον, εφόσον το αντικείμενο της αγωγής παραμένει ως έχει και σε κάθε περίπτωση, εφόσον ήθελε αποδειχθεί  ότι η αιτήτρια δικαιούται στην απόδοση διαφυγόντων κερδών, δεν έχει αμφισβητηθεί η φερεγγυότητα της και συνεπώς δύναται να αποζημιώσει την ενάγουσα.  

 

Από το πιο πάνω ιστορικό, το περιεχόμενο αμφότερων των αιτήσεων και ενστάσεων, προκύπτουν τα εξής:

 

Η ενάγουσα ήδη από το στάδιο της αρχικής αίτησης, κάνει αναφορά για μίσθωση του επίδικου ακινήτου από τρίτα πρόσωπα και εκμετάλλευση του από την εναγόμενη από μισθώματα που προκύπτουν από την εν λόγω μίσθωση και που όπως ισχυρίζεται η ενάγουσα, παρανόμως κατέχεται και εκμεταλλεύεται το επίδικο ακίνητο από την εναγόμενη. Αυτό που ουσιαστικά επιδιώκεται από την ενάγουσα με το αιτούμενο Διάταγμα, προβάλλοντας ως «καλό λόγο», είναι η πληροφόρηση και διαπίστωση του ότι τα τρίτα άτομα που διαμένουν στο επίδικο ακίνητο είναι αλλοδαποί από τρίτες χώρες, ότι τα εν λόγω άτομα προκαλούν οχληρία στην περιοχή, ασχολούνται με διακίνηση ναρκωτικών και προκαλούν ζημιές στο επίδικο ακίνητο, μετατρέποντας αυτό ως «χωματερή», με αποτέλεσμα να επέρχεται μείωση της αξίας του επίδικου ακινήτου. Το Δικαστήριο κρίνει ότι τα όσα επιδιώκει η ενάγουσα να εισάξει με την ΣΕΔ, δεν αποσκοπούν στο να απαντήσουν σε ισχυρισμούς της εναγομένης και που θα ήταν εύλογο και δίκαιο να το πράξουν. Ούτε οι ισχυρισμοί που αποσκοπείται στο να εισαχθούν με την εν λόγω ΣΕΔ προσθέτουν κάτι ουσιαστικό στην αρχική αίτηση έτσι ώστε το Δικαστήριο να έχει μια ολοκληρωμένη εικόνα για να την εξετάσει. Τα γεγονότα που επιδιώκονται να εισαχθούν, το μόνο που προσθέτουν, είναι ότι τα εν λόγω άτομα είναι αλλοδαπά. Η δε ισχυριζόμενη ενασχόληση τους με παράνομες δραστηριότητες και τα όσα λοιπά καταλογίζει η ενάγουσα στα εν λόγω άτομα, έχουν να κάνουν με την χρήση του εν λόγω ακινήτου και που δεν μπορούν να συνιστούν «καλό λόγο» για να επιτραπεί η καταχώρηση ΣΕΔ. Σε κάθε περίπτωση, αυτό που επιδιώκεται στην υπό εξέταση αίτηση, είναι η εισαγωγή γεγονότων, τα οποία αποτελούν ουσιαστικά πρόσθετη και νέα μαρτυρία, κάτι που δεν είναι επιθυμητό. (βλ. Halsbury's Laws of England, 4η έκδοσηΤομ. 24, σελ. 519, παρ. 972, υπό τον τίτλο «No fresh evidence after motion opened»).

 

Εν΄ όψει της κατάληξης του Δικαστηρίου ότι δεν έχει καταδειχθεί «καλός λόγος» που να δικαιολογεί την έκδοση Διατάγματος για καταχώρηση ΣΕΔ, παρέλκει η εξέταση των υπολοίπων λόγων ένστασης.

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

Για τους λόγους που εξηγήθηκαν ανωτέρω, η αίτηση ημερ. 06/06/2025 απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος της ενάγουσας αιτήτριας και υπέρ της εναγόμενης καθ΄ ης η αίτηση, ως αυτά υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο, καταβλητέα στο τέλος της διαδικασίας.

     

 

 

 

                                                                         (Υπ.) …………………………………...

                                                                                                    Α. Φυλακτού, Α.Ε.Δ.    

 

 

 

 

 

 

 

 

                                                                   

Πιστόν αντίγραφο

Πρωτοκολλητής

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο