Δημοκρατία ν. Ι.Π. κ.α., Αρ. Υπόθεσης: 3231/2022, 13/6/2025
print
Τίτλος:
Δημοκρατία ν. Ι.Π. κ.α., Αρ. Υπόθεσης: 3231/2022, 13/6/2025

ΜΟΝΙΜΟ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ

ΣΥΝΘΕΣΗ: N. Μαθηκολώνη, Π.Ε.Δ.

                     Μ. Παπαθανασίου, Α.Ε.Δ.

                     Ε. Μιντή, Ε.Δ.

 

Αρ. Υπόθεσης: 3231/2022

 

Δημοκρατία

 

v.

 

                                                               1. Ι.Π.

                                                               2. Ν.Γ.

Κατηγορούμενων

 

13 Ιουνίου 2025

 

ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ:

Για την Κατηγορούσα Αρχή: κα Ε. Παπαλοίζου, για Γενικόν Εισαγγελέα

Για τον Κατηγορούμενο 1: κ. Ν. Παναγιώτου μαζί με κ. Β. Παναγιώτου

Για τον Κατηγορούμενο 2: κ. Π. Χατζηπαναγιώτου

Κατηγορούμενοι 1 και 2: παρόντες

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ  ΑΠΟΦΑΣΗ

(Δίκη Εντός Δίκης Αρ.1)

 

Όταν η Αστ. 26 Κ.Π., Μ.Κ.1 στην κυρίως δίκη, επιχείρησε στο πλαίσιο της κυρίως εξέτασης της να καταθέσει ενώπιον του Δικαστηρίου τα δύο σεντόνια και τις δύο μαξιλαροθήκες που περιλαμβάνονται στον Κατάλογο Τεκμηρίων της υπόθεσης[1] και τα οποία παραλήφθηκαν από το επίδικο διαμέρισμα στην Αγία Νάπα, οι συνήγοροι των Κατηγορούμενων έφεραν ένσταση στην κατάθεσή τους και ζήτησαν όπως διεξαχθεί δίκη εντός δίκης. H ένσταση συνίστατο στο ότι τα συγκεκριμένα αντικείμενα εξασφαλίστηκαν από την Αστυνομία παράνομα και θα πρέπει ν’ αποκλεισθούν.

Προς επίρρωση βεβαίως της ένστασης τους και κατ’ επέκταση του αιτήματος για διεξαγωγή δίκης εντός δίκης, οι συνήγοροι των Κατηγορούμενων αγόρευσαν ενώπιον του Δικαστηρίου και ανέπτυξαν τις θέσεις τους, επισημαίνοντας και τις συγκεκριμένες πρόνοιες του Συντάγματος, της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (στο εξής η ΕΣΔΑ) και της νομοθεσίας που κατά τη θέση του έχουν παραβιαστεί.

 

Η συνήγορος της κατηγορούσας αρχής συμφώνησε στη διεξαγωγή δίκης εντός δίκης για την επίλυση του πιο πάνω ζητήματος και το Δικαστήριο, με σχετική ενδιάμεση απόφασή του ημερ.18.2.25, διέταξε τη διεξαγωγή της για να διαπιστωθεί η νομιμότητα της παραλαβής των εν λόγω αντικειμένων, καθορίζοντας βεβαίως και το πλαίσιο εντός του οποίου θα διεξαγόταν η διαδικασία, ως επιτάσσει η νομολογία[2]. Στο σημείο αυτό κρίνουμε σκόπιμο να παραθέσουμε το σχετικό απόσπασμα της απόφασης του Δικαστηρίου, όπου καθορίζονται ευκρινώς οι παράμετροι της δίκης εντός δίκης, στη βάση πάντα του περιεχομένου της ένστασης και των όσων αναφέρθηκαν από τους συνήγορους της υπεράσπισης:

 

«  Όσον αφορά το πλαίσιο της δίκης εντός δίκης, με βάση τα όσα τέθηκαν ενώπιον μας, αυτό θα αφορά τυχόν παραβιάσεις των ακόλουθων νομοθετικών προνοιών, ήτοι του άρθρου 16 του Συντάγματος, των άρθρων 3 και 5 της ΕΣΔΑ και του άρθρου 2 του 4ου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, υπό το ακόλουθο πλαίσιο:


Πρώτον κατά πόσον η έρευνα που έλαβε χώρα, στο πλαίσιο της οποίας παραλήφθηκαν τα επίδικα αντικείμενα, ήταν νόμιμη και πιο συγκεκριμένα αν πριν τη διενέργεια της, είχε ληφθεί νόμιμη, έγκυρη ή/και επαρκής συγκατάθεση/συναίνεση, στη βάση του ισχυρισμού ότι ο Κατηγορούμενος 1, δεν υπέγραψε έγγραφο συγκατάθεσης πριν τη διεξαγωγή της έρευνας, δεν ήταν ένοικος του εν λόγω διαμερίσματος κατά τον επίδικο χρόνο, αλλά φιλοξενείτο τυχαία για ένα βράδυ και δεν δόθηκε ρητή εξουσιοδότηση από τον ένοικο του διαμερίσματος. Περαιτέρω δεν είχε επεξηγηθεί στον Κατηγορούμενο 1 το περιεχόμενο και οι συνέπειες της συναίνεσης/συγκατάθεσης, ώστε να αντιληφθεί και να δώσει ενημερωμένη συναίνεση / συγκατάθεση, δεν του προσδιόρισαν τι αναζητούσε η Αστυνομία πριν τη διεξαγωγή της έρευνας, και δεν εξειδικεύτηκε ορθά, προς τους Κατηγορούμενους, ο λόγος της έρευνας.


Δεύτερον κατά πόσον κατά τον χρόνο της διενέργειας της έρευνας και παραλαβής των επίδικων αντικειμένων οι Κατηγορούμενοι 1 και 2 τελούσαν υπό συνθήκες που ισοδυναμούσαν με παράνομη σύλληψη ή/και κράτηση τους και κατά πόσο παραβιάστηκαν εν σχέση με τον Κατηγορούμενο 2 οι πρόνοιες του άρθρου 24 του Νόμου 55(Ι)/2021.


Τρίτον κατά πόσο κατά τον χρόνο της διενέργειας της έρευνας και παραλαβής των εν λόγω αντικειμένων, οι Κατηγορούμενοι 1 και 2 είχαν τύχει απάνθρωπης ή/και ταπεινωτικής μεταχείρισης, ένεκα απαγόρευσης να μεταβούν στην τουαλέτα, ή επειδή τους δόθηκε άδεια να μεταβούν, αλλά με την πόρτα ανοικτή και με αστυνομικό να τους επιβλέπει, αλλά και λόγω της εν γένει συμπεριφοράς της Αστυνομίας, από τη στιγμή της εισόδου στο διαμέρισμα μέχρι και τη μεταφορά των Κατηγορουμένων στον σταθμό με αστυνομικά αυτοκίνητα.
 »

 

Στο πλαίσιο της δίκης εντός δίκης, η Κατηγορούσα Αρχή κάλεσε τρείς μάρτυρες και συγκεκριμένα τον Α/Αστ.1099 Χ.Λ. (Μ.1 ΔΕΔ1), την Αστ.1694 Γ.Γ. (Μ.2 ΔΕΔ1) και τον Αστ.4455 Π.Ζ. (Μ.3 ΔΕΔ1)[3]. Για την πλευρά δε του Κατηγορούμενου 1, κατάθεσε ο ίδιος, καθώς επίσης η δικηγόρος Δ.Κ.Ζ. (Μ.1 για Κατηγορούμενο 1 ΔΕΔ1) και η Β.Ι., υπεύθυνη στο Ποινικό Τμήμα του Πρωτοκολλητείου Αμμοχώστου (Μ.2 για Κατηγορούμενο 1 ΔΕΔ1)[4]. Η πλευρά του Κατηγορουμένου 2 δεν προσκόμισε οποιαδήποτε μαρτυρία.

 

Σημειώνεται ότι στο πλαίσιο της διαδικασίας κατατέθηκαν δύο καταθέσεις ως Έγγραφα Α και Β ΔΕΔ1 (στο εξής Έγγραφα Α και Β) και διάφορα άλλα έγγραφα ως Τεκμήρια 1-5 ΔΕΔ1 (στο εξής Τεκμήρια 1-5).  

 

Η Μαρτυρία

 

Ο Α/Αστ.1099 Χ.Λ. (Μ.1), ο οποίος κατά τον ουσιώδη χρόνο υπηρετούσε στο ΤΑΕ Αμμοχώστου, κατ’ αρχάς υιοθέτησε το περιεχόμενο της κατάθεσης του (Έγγραφο Α), όπου αναφέρει ότι στο πλαίσιο διερεύνησης υπόθεσης που αφορούσε αδικήματα βιασμού, διαφθοράς νεαρής γυναίκας ηλικίας 13-17 ετών και σεξουαλικής κακοποίησης παιδιού, τα οποία φέρεται να διαπράχθηκαν την 29.7.2022 στην Αγία Νάπα, ερεύνησε την ίδια μέρα, μεταξύ των ωρών 09:48-10:00, με τη βοήθεια συναδέλφων του, το επίδικο διαμέρισμα κατόπιν γραπτής συγκατάθεσης του Κατηγορούμενου 1 (Τεκμήριο 1). Παρόντες στο διαμέρισμα, πέραν του τελευταίου, ήταν ο Κατηγορούμενος 2 και άλλα τρία πρόσωπα (Α.Μ., Ν.Π. και Θ.Λ.). Ως επίσης αναφέρει, στο πλαίσιο της έρευνας, παρέλαβε από την κρεβατοκάμαρα του διαμερίσματος τα επίδικα αντικείμενα, αφού προηγουμένως τα υπέδειξε στον Κατηγορούμενο 2 και του επέστησε την προσοχή του στο νόμο.  Στη συνέχεια όλα τα πιο πάνω πρόσωπα συνοδεύτηκαν στα γραφεία του ΤΑΕ Αμμοχώστου, όπου τους παραδόθηκαν τα δικαιώματα τους. Ακολούθησαν δε οι λοιπές ενέργειες που περιγράφει στην κατάθεση του και η σύλληψη του Kατηγορούμενου 2 και του Α.Μ..

 

Ως ανέφερε περαιτέρω, την επίδικη μέρα μετέβη στο διαμέρισμα με υπηρεσιακό όχημα και με δεύτερο όχημα μετέβη στο μέρος η Μ.2, στο οποίο επέβαιναν επίσης η Παραπονούμενη με τη μητέρα της και μια φίλη της. Αρχικά η Παραπονούμενη τους υπέδειξε το διαμέρισμα, κτύπησαν την πόρτα με την Μ.2 και άνοιξε την πόρτα ο Κατηγορούμενος 1, στον οποίο υπέδειξαν τις αστυνομικές τους ταυτότητες και ανάφεραν τα στοιχεία τους, καθώς επίσης εξήγησαν το λόγο της εκεί παρουσίας τους. Περαιτέρω εξήγησαν στους ενοίκους ότι ήθελαν να ερευνήσουν το χώρο και ότι ήθελαν συγκατάθεση. Ακολούθως υπέδειξε το έντυπο (συγκατάθεσης) στον Κατηγορούμενο 1, ο οποίος ήταν ο ενήλικας στο διαμέρισμα, και αφού (ο μάρτυρας) το συμπλήρωσε στην παρουσία του και του το ανέγνωσε, του το παρέδωσε για να το υπογράψει (βλ. Τεκμήριο 1).  Όταν έλαβαν τη συγκατάθεση για να ερευνήσουν το διαμέρισμα, κατέβηκαν στην είσοδο του συγκροτήματος και αφού ενημέρωσαν τους υπεύθυνους τους, ζήτησαν βοήθεια για να εκτελέσουν την έρευνα. Στη συνέχεια αφίχθηκαν στο μέρος ο Μ.3 και ο Αστ.3432, οι οποίοι τον βοήθησαν στην έρευνα. Όπως διευκρίνισε, με την άφιξη των εν λόγω αστυφυλάκων, η Μ.2 αποχώρησε από το μέρος μαζί με την Παραπονούμενη και τα άλλα δύο πρόσωπα που τη συνόδευαν. Ως ανέφερε επίσης, μπαίνοντας στο διαμέρισμα υπήρχε σαλόνι, στα αριστερά μικρή κουζίνα και δεξιά υπνοδωμάτιο. Στο σαλόνι δε υπήρχαν δύο ντιβάνια και στο υπνοδωμάτιο δύο μονά κρεβάτια, ενωμένα (σαν διπλό κρεβάτι). 

 

Περιπλέον ανέφερε πως τα στοιχεία των πέντε προσώπων που βρίσκονταν στο διαμέρισμα λήφθηκαν τη στιγμή που τους ανέφεραν το λόγο της εκεί παρουσίας τους και ζήτησαν συγκατάθεση για την έρευνα, ότι σημείωσε τα στοιχεία τους ηλεκτρονικά στο τηλέφωνο του και ότι όλοι ανέφεραν πως έμεναν στο συγκεκριμένο διαμέρισμα. Ό,τι άλλο ανέφερε δε κατά την κυρίως εξέταση του είναι πως δεν έθεσαν ποτέ υπό κράτηση ή περιορισμό τα εν λόγω πρόσωπα και πως το μόνο που τους ανέφεραν ήταν να μην περιφέρονται άσκοπα και να βλέπουν την εκτέλεση της έρευνας προς το συμφέρον τους, αλλά και ότι ουδέποτε τους απαγόρευσαν να εξέλθουν του διαμερίσματος ή να χρησιμοποιήσουν την τουαλέτα. Σε σχέση με τη χρήση της τουλέτας αυτό που τους ανέφεραν είναι ότι η πόρτα θα πρέπει να είναι ξεκλείδωτη και αυτό για την ασφάλεια όλων. Ως ανέφερε όμως, δεν θυμάται αν κάποιος ζήτησε στην προκειμένη περίπτωση να πάει στην τουαλέτα. Τέλος, σε σχέση με την αναφορά στην κατάθεση του ότι όλα τα πιο πάνω πρόσωπα συνοδεύτηκαν στα γραφεία του ΤΑΕ, εξήγησε ότι κατά το τέλος της έρευνας τους ανέφεραν τα αδικήματα που διερευνώνται και ότι θα ήταν καλό να προσέλθουν στα γραφεία τους για να δώσουν τους ισχυρισμούς τους γραπτώς, καθώς επίσης ότι μπορούσαν να μεταβούν στα γραφεία με δικό τους όχημα ή αν επιθυμούσαν θα μπορούσαν να τους μεταφέρουν οι ίδιοι και πήγαν μαζί τους.

 

Αντεξεταζόμενος, ανάφερε κατ’ αρχάς ότι στην κατάθεση του εκ παραδρομής αναγράφηκε ότι το διαμέρισμα ερευνήθηκε στην παρουσία και της Μ.2, η οποία έφυγε όταν ήρθαν οι άλλοι δύο συνάδελφοι του. Απο εκεί και πέρα ο μάρτυρας αντεξετάστηκε βεβαίως σε σχέση με την έρευνα στο επίδικο διαμέρισμα και τη μετάβαση των Κατηγορούμενων και των λοιπών προσώπων στο ΤΑΕ, επαναλαμβάνοντας τις πιο πάνω θέσεις τους ως προς το πως εξελίχθηκαν τα πράγματα την επίδικη μέρα.

 

Ως προς την έρευνα στο διαμέρισμα και τη θέση που του τέθηκε ότι η Μ.2 φώναζε, ανέφερε πως η διαδικασία έγινε με καλό τρόπο και δεν υπήρχε λόγος για φωνές αφου υπήρξε συνεργασία των προσώπων στο διαμέρισμα. Επίσης αρνήθηκε ότι κτυπούσε δυνατά την πόρτα με το πιστόλι, ότι φώναζε ν’ ανοίξουν γιατί θα σπάσει την πόρτα, ότι μπήκαν μέσα στο διαμέρισμα και συνέλαβαν βίαια τα πρόσωπα που βρίσκονταν εντός του διαμερίσματος, ότι τους είχαν όρθιους στον τοίχο και ότι δημιούργησε εν γένει τρομοκρατία με τη συμπεριφορά του και τις απαγορεύσεις του. Για τη λήψη της συγκατάθεσης δε από τον Κατηγορούμενο 1, ανέφερε πως αυτό έγινε όταν έλαβαν τα στοιχεία των προσώπων, είδε πως ο τελευταίος ήταν ενήλικας και βεβαιώθηκαν ότι διέμενε στο διαμέρισμα. Ως διευκρίνισε δε έλαβαν τα στοιχεία τους στην είσοδο του διαμερίσματος, όπου προσήλθαν όλοι αφου κτύπησαν την πόρτα και όλοι είχαν αναφέρει πως διέμεναν στο συγκεκριμένο διαμέρισμα.  Επίσης τους είχε εξηγηθεί ότι έχουν δικαίωμα να μην υπογράψουν τη συγκατάθεση και επανέλαβε ότι συμπλήρωσε το έντυπο στην παρουσία του (Κατηγορούμενου 1) και αφου ανέγνωσαν μαζί το λεκτικό στο τέλος της συγκατάθεσης, όπου αναφέρεται ότι μπορεί ν’ αρνηθεί, αυτός το υπέγραψε στην παρουσία του. Σε άλλο σημείο ανέφερε πως δεν υπήρχε λόγος να τους αποτρέψουν να πάνε στην τουαλέτα και επανέλαβε πως αυτό που ζήτησαν ήταν η πόρτα να μην είναι κλειδωμένη για την ασφάλεια όλων, ενώ αρνήθηκε πως επέτρεψαν στον Ν.Π. να πάει τουαλέτα υπό τον όρο ν’ αφήσει την πόρτα ανοικτή και να συνοδεύεται από αστυνομικό. Περιπλέον ο μάρτυρας ανέφερε ότι δεν πήραν τα τηλέφωνα των προσώπων στο διαμέρισμα και ότι δεν τους απαγόρευσαν να μιλούν αλλά τους ζήτησαν να μιλούν σε κατανοητή γλώσσα, δηλαδή στα ελληνικά, και αυτό για λόγους ασφαλείας αφου δεν μπορούσαν να ξέρουν τι θα προκύψει.

 

Όσον αφορά τη διαφορά 45 λεπτών από τη λήψη της συγκατάθεσης (09:03) μέχρι την έναρξη της έρευνας (09:48), ανέφερε πως σε αυτό το διάστημα είχαν κατέβει κάτω και ανέμεναν τους συναδέλφους τους για να εκτελέσουν την έρευνα. Η διάρκεια της έρευνας δε ήταν 10 λεπτά και μέσα σ’ αυτό το χρόνο λήφθηκαν τα επίδικα τεκμήρια.

 

Αναφορικά τώρα με τον σκοπό της έρευνας, ο μάρτυρας ανέφερε πως ήταν ο εντοπισμός μαρτυρίας σχετικής με τα υπό διερεύνηση αδικήματα. Εν συνεχεία δε ανέφερε πως όταν έκαναν την έρευνα, ό,τι τους υποδείχθηκε ή εντοπίστηκε παραλήφθηκε ως τεκμήριο, καθώς επίσης ότι ήταν αδύνατο να γνωρίζει τι θα βρει σ’ ένα διαμέρισμα στο οποίο δεν ξαναμπήκε. Ανέφερε επίσης πως η εξώπορτα του διαμερίσματος κατά την έρευνα ήταν ανοικτή.   

 

Σε σχέση με τη μετάβαση των προσώπων που βρίσκονταν στο διαμέρισμα στο ΤΑΕ, ο μάρτυρας ανέφερε ότι έδειξαν διάθεση να συνεργαστούν και δεν αντέδρασαν καθ’ οιονδήποτε τρόπο, ενώ σε σχέση με την παράδοση σ’ αυτούς των εγγράφων δικαιωμάτων τους, εξήγησε ότι δικαιώματα δεν δίνονται μόνον σε συλληφθέντες αλλά και σε υπόπτους, όταν θα προχωρήσουν σε διερεύνηση, προκειμένου αυτοί να ενημερωθούν για τα δικαιώματα τους, τα οποία και επεξήγησε.

 

Τέλος, ο μάρτυρας απαντώντας σε διάφορες ερωτήσεις, διευκρίνισε πως δεν ήταν ο ανακριτής της υπόθεσης, ότι οι ίδιοι έκαναν τις πρώτες ενέργειες, ως αυτές καταγράφονται στην κατάθεση του, ότι την περαιτέρω διερεύνηση της υπόθεσης ανέλαβαν οι συνάδελφοι του από το κλιμάκιο διερεύνησης σεξουαλικής κακοποίησης ανηλίκων και ότι ο ίδιος δεν γνωρίζει οτιδήποτε για τη λήψη καταθέσεων, ούτε οτιδήποτε περί της απόλυσης των τριών προσώπων που δεν είχαν συλληφθεί την ημέρα εκείνη.  Αρνήθηκε δε τις διάφορες υποβολές που του έγιναν, μεταξύ αυτών και πως ο Κατηγορούμενος 1 δεν υπέγραψε τη συγκατάθεση αλλά και ότι η συγκατάθεση υπεγράφη ένα μήνα μετά, εμμένοντας πως οι ενέργειες τους ήταν νομότυπες.

 

Η Αστ.1694 Γ.Γ. (Μ.2), η οποία κατά τον ουσιώδη χρόνο υπηρετούσε επίσης στο ΤΑΕ Αμμοχώστου, κατ’ αρχάς υιοθέτησε το περιεχόμενο της κατάθεσης της ημερ.2.8.2022 (Έγγραφο Β). Εις αυτήν αναφέρει πως στο πλαίσιο διερεύνησης της υπόθεσης, την 29.7.2022 μετέφερε την Παραπονούμενη, καθώς επίσης τη μητέρα και τη φίλη της, με σκοπό να υποδείξουν την τοποθεσία όπου διαπράχθηκαν τα αδικήματα και η Παραπονούμενη υπέδειξε το επίδικο διαμέρισμα στην Αγία Νάπα.  Στη συνέχεια δε αναφέρεται στα όσα της είπε ο Κατηγορούμενος 2, κατά την είσοδο τους στο διαμέρισμα, σύμφωνα πάντα με την ίδια.

 

Ως ανέφερε περαιτέρω, κατά τη μετάβαση τους στο διαμέρισμα με τα πιο πάνω πρόσωπα, τους ακολουθούσε ο Μ.1 με δεύτερο υπηρεσιακό όχημα. Όταν τους υποδείχθηκε δε το διαμέρισμα και πριν κτυπήσουν την πόρτα, οδήγησε την Παραπονούμενη, τη μητέρα και τη φίλη της στο ισόγειο του συγκροτήματος. Στη συνέχεια κτύπησαν την πόρτα με τον Μ.1 και όταν άνοιξε η πόρτα γνωστοποίησαν την ιδιότητα τους, υπέδειξαν τις αστυνομικές τους ταυτότητες και όταν μπήκαν ρώτησαν τα στοιχεία των παρευρισκόμενων, οι οποίοι ήταν πέντε και εξήγησαν το λόγο της παρουσίας τους στο μέρος. Ακολούθως, αφου έλαβαν τα στοιχεία των προσώπων που ήταν στο διαμέρισμα, τους ζήτησαν και υπέγραψαν συγκατάθεση για έρευνα του διαμερίσματος (βλ. Τεκμήριο 1).  Επίσης, η μάρτυρας ανέφερε ότι το διαμέρισμα αποτελείτο από υπνοδωμάτιο, στο οποίο υπήρχαν ενωμένα δύο μονά κρεβάτια, κουζίνα και σαλόνι, στο οποίο υπήρχαν ακόμα δύο ή τρία στρώματα και ρουχισμός.           

 

Όσον αφορά τη συγκατάθεση για την έρευνα, η μάρτυρας ανέφερε ότι υπεγράφη από τον Κατηγορούμενο 1 στην παρουσία της. Ο τελευταίος ήταν ο ενήλικας στο μέρος και επίσης τους επιβεβαίωσε ότι διέμενε στο διαμέρισμα, οπότε του ζήτησαν και υπέγραψε τη συγκατάθεση.  Σύμφωνα πάντα με τη μάρτυρα, τη στιγμή που θα υπέγραφε, του εξηγήθηκαν τα δικαιώματα του και ότι έχει το δικαίωμα να μην υπογράψει, και αυτός συμπλήρωσε το έντυπο και υπέγραψε. Εξήγησε δε ότι στη συνέχεια κατέβηκαν κάτω και ανέμεναν να φτάσουν στο μέρος δύο συνάδελφοι τους, οι οποίοι ειδοποιήθηκαν σχετικά, επειδή υπήρχαν πολλά άτομα στο διαμέρισμα, και όταν έφτασαν η ίδια επέστρεψε στα γραφεία του ΤΑΕ με την Παραπονούμενη και τα άλλα δύο πρόσωπα που τη συνόδευαν.  Με αυτό υπόψη, η μάρτυρας διευκρίνισε πως η ίδια δεν ήταν παρούσα κατά τη διάρκεια της έρευνας, εξ ου και σχετική αναφορά στην κατάθεση της έγκειται σε τυπογραφικό λάθος.  Στο τέλος της κυρίως εξέταση της, ανέφερε πως κατά τον χρόνον που ήταν παρούσα στο διαμέρισμα δεν έθεσαν τα εν λόγω πρόσωπα υπό περιορισμό ή κράτηση, ούτε τους απαγόρευσαν να εξέλθουν του διαμερίσματος ή να χρησιμοποιήσουν την τουαλέτα.

 

Αντεξεταζόμενη, η μάρτυρας κατ’ αρχάς αρνήθηκε ότι προκειμένου να βρουν το διαμέρισμα πήγαν 2-3 φορές και ότι το εντόπισαν με τη βοήθεια κάποιου τρίτου προσώπου. Περαιτέρω ανέφερε πως η ίδια έμεινε στο διαμέρισμα 10-15 λεπτά και επανέλαβε πως η ίδια δεν ήταν παρούσα στην έρευνα. Από εκεί και πέρα, ανέφερε πως εξηγήθηκαν σε όλους εντός του διαμερίσματος τα δικαιώματά τους, ότι τα στοιχεία των εν λόγω προσώπων καταγράφηκαν από το συνάδελφό της στο κινητό του τηλέφωνο, ότι δεν υπήρχε λόγος η ίδια να φωνάξει σε οποιονδήποτε ή να τα βάλει με τα παιδιά στο διαμέρισμα και ότι ο Κατηγορούμενος 2 πήγε δίπλα της και της ανέφερε όσα καταγράφει στην κατάθεση της και δεν τον ανέκρινε τη δεδομένη στιγμή, ούτε είχε λόγο να τον ενοχοποιήσει. Η μάρτυρας δε αρνήθηκε ότι τρομοκράτησαν τα πρόσωπα στο διαμέρισμα και ότι τους έβαλαν όρθιους στον τοίχο, περιορίζοντας την κίνηση τους, όπως επίσης αρνήθηκε ότι τους φόβισαν,  τους χαρακτήρισαν γαϊδούρια και τους έκαναν να πιστέψουν ότι βρίσκονταν υπό κράτηση, ενώ ενέμεινε στη θέση της πως εξήγησαν τα πάντα από την αρχή στον Κατηγορούμενο 1, ο οποίος τους είχε δηλώσει πως ήταν ένοικος του διαμερίσματος και υπέγραψε τη συγκατάθεση για την έρευνα.   

 

Ο Αστ.4455 Π.Ζ. (Μ.3) ανέφερε ότι υπηρετεί στο ΤΑΕ και ότι για την παρούσα υπόθεση ο ρόλος του ήταν βοηθητικός. Πιο συγκεκριμένα, έλαβε οδηγίες από τον υπεύθυνο του να μεταβεί στην Αγία Νάπα για να βοηθήσει τον Μ.1 να διενεργήσει έρευνα σε διαμέρισμα.  Στο μέρος μετέβη με υπηρεσιακό όχημα με τον Α/Αστ.3432, όπου τους ανέμενε έξω στο χώρο του συγκροτήματος ο Μ.1 και τους ανέφερε πως είχε ήδη γραπτή συγκατάθεση για έρευνα από ένοικο του διαμερίσματος. Ακολούθησε η έρευνα, στο πλαίσιο της οποίας ο Μ.1 έλαβε τεκμήρια. Ως προς τη διαρρύθμιση του διαμερίσματος, ανέφερε ότι αποτελείτο από σαλόνι, κουζίνα, αποχωρητήριο και κυρίως δωμάτιο. Στο δωμάτιο δε υπήρχε ένα μεγάλο κρεβάτι, χωρίς να γνωρίζει αν ήταν διπλό ή δύο μονά και στο σαλόνι άλλα 2-3 μονά κρεβάτια.

 

Ό,τι άλλο ανέφερε στην κυρίως εξέταση του, είναι ότι στο διαμέρισμα υπήρχαν 4-5 άτομα, ότι (οι ίδιοι) είχαν ενημερωθεί από τον Μ.1 για τη φύση της διερευνώμενης υπόθεσης, ότι δεν γνώριζε τι έψαχναν κατά την έρευνα, όμως ο Μ.1 έλαβε σεντόνια από το υπνοδωμάτιο, ότι τα πρόσωπα εντός του διαμερίσματος είχαν ελληνική προφορά αλλά μιλούσαν σε μια γλώσσα ή διάλεκτο που δεν είχε ακούσει ξανά και δεν αντιλαμβανόταν, ότι δεν έθεσαν σε οποιοδήποτε στάδιο της έρευνας τα πρόσωπα που ήταν παρόντα υπό περιορισμό ή κράτηση, ούτε τους απαγόρευσαν να εξέλθουν του διαμερίσματος ή να χρησιμοποιήσουν την τουαλέτα, ότι τα πρόσωπα στο διαμέρισμα ήταν παρόντα κατά την έρευνα ως είθισται για το δίκαιο της έρευνας και για να μην τεθεί θέμα σε σχέση με όσα εντοπιστούν και ότι με το πέρας της έρευνας έφυγαν από το χώρο και επέστρεψαν με τον Α/Αστ.3432 και δύο ή τρία από τα πρόσωπα που ήταν παρόντα κατά την έρευνα στα γραφεία του ΤΑΕ. Σύμφωνα με το μάρτυρα, η μεταφορά δύο ή τριών προσώπων στο ΤΑΕ έγινε γιατί ο Μ.1 με το πέρας της έρευνας τους ανέφερε πως θα ήταν καλό να πάνε στα γραφεία τους για να δώσουν τους ισχυρισμούς τους και δέχτηκαν, αλλά ανέφεραν πως δεν έχουν μέσο για να μεταβούν στο μέρος ή κάποιο για να τους μεταφέρει, οπότε ο Μ.1 τους πρότεινε να τους μεταφέρουν με τα υπηρεσιακά οχήματα, τα οποία δεν έχουν σημάνσεις.  Ως διευκρίνισε επίσης, δεν είχε καμία άλλη ανάμειξη στην υπόθεση, ούτε γνωρίζει κάτι περαιτέρω.

 

Αντεξεταζόμενος, ανέφερε κατ’ αρχάς πως δεν γνωρίζει ποιος ήταν ο κάτοχος / ένοικος του διαμερίσματος και ότι δεν γνώριζε ότι στο διαμέρισμα υπήρχαν ανήλικοι. Περαιτέρω ανέφερε πως τόσο ο ίδιος όσο και ο συνάδελφος του που ήταν μαζί του έφεραν πολιτική περιβολή, ότι ο ίδιος κρατούσε το τσαντάκι με τον εξοπλισμό του, όπου περιλαμβάνεται και το πιστόλι, ότι έλαβαν οδηγίες για να μεταβούν στο μέρος για την έρευνα από τον Σ.Χ., υπεύθυνο του ΤΑΕ, ότι για τη διεξαγωγή μιας έρευνας πηγαίνουν αριθμός ατόμων, για τη δική τους ασφάλεια πρώτα απ’ όλα, ότι δεν γνωρίζει γιατί πήγαν οι δύο πρώτα και όχι όλοι μαζί και ότι κατά τη διάρκεια της παρουσίας του δεν υπήρξε οποιαδήποτε αντίσταση ή φασαρία εκ μέρους των παιδιών. Ανέφερε επίσης πως στο διαμέρισμα έμεινε 10 - 20 λεπτά το πιο πολύ και οι αστυνομικοί που ήταν παρόντες ήταν τρεις, δηλαδή ο ίδιος, ο Μ.1 και ο Αστ. 3432. Ως προς τον εξοπλισμό του, αφού επανέλαβε ότι βρισκόταν σε τσαντάκι, ανέφερε περαιτέρω πως δεν έβγαλε ούτε πιστόλι, ούτε χειροπέδες, ούτε σπρέι και πως έχουν μαζί τους τον εξοπλισμό τους για τη δική τους ασφάλεια εφόσον δεν γνωρίζουν τι θα συναντήσουν σε κάποιο περιστατικό. Αναφορικά τώρα με τη μεταφορά των 2-3 προσώπων στο ΤΑΕ, ο μάρτυρας εξήγησε πως όταν ο Μ.1 ανέφερε στα πρόσωπα που ήταν παρόντα στο διαμέρισμα ότι θα ήταν καλό να πάνε για να δώσουν τους ισχυρισμούς τους, ο ίδιος κατάλαβε πως αντιλήφθηκαν όσα τους ανέφερε και συμφώνησαν. Ερωτώμενος δε για την παράδοση των δικαιωμάτων στα πρόσωπα που μετέφεραν, ο μάρτυρας επανέλαβε ότι μετά που πήγαν στο Σταθμό, δεν είχε οποιαδήποτε άλλη ανάμειξη στην υπόθεση.       

      

Ο μάρτυρας επίσης αρνήθηκε ότι τους είχαν απαγορεύσει να μιλούν στη γλώσσα τους. Ως ανέφερε, επειδή είχαν μιλήσει σε κάποια γλώσσα/διάλεκτο που οι ίδιοι δεν γνώριζαν, αυτό που τους ζήτησαν ήταν να μιλούν στην ελληνική γλώσσα για να είναι κατανοητά όσα λένε. Τέλος, αρνήθηκε ότι κτύπησαν με τα πιστόλια την πόρτα για να τους ανοίξουν, ότι ο ίδιος περιφερόταν στο διαμέρισμα έχοντας το όπλο εκτός θήκης,         ότι πήραν τα τηλέφωνα των προσώπων στο διαμέρισμα και τους απαγόρευσαν να τα χρησιμοποιούν, ότι παρέμειναν στο διαμέρισμα τουλάχιστον ενάμιση ώρα, ότι  απαγόρευσαν σ’ ένα εκ των παιδιών να πάει στην τουαλέτα, αλλά και ότι τους είχαν στο σαλόνι όρθιους και να κοιτάζουν τον τοίχο ακίνητοι. 

 

Ο Κατηγορούμενος 1 ανέφερε κατ’ αρχάς ως προς τη μόρφωση του, ότι έχει πάει μέχρι την πρώτη δημοτικού και μετά σταμάτησε το σχολείο για να εργαστεί και ότι μπορεί μεν να γράφει το όνομα του, αλλά δεν ξέρει καλά γράμματα και δεν μπορεί να διαβάσει μεγάλα κείμενα/έγγραφα. Ως ανέφερε δε, την επίδικη περίοδο διέμενε σε διαμέρισμα στην Αγία Νάπα με τη μητέρα του και στο επίδικο διαμέρισμα έμεινε μόνο μία βραδιά για λίγες ώρες. Στο συγκεκριμένο διαμέρισμα διέμεναν ο Α.Μ. και ο Σπύρος και έμεινε εκεί, όπως και τα υπόλοιπα πρόσωπα που κατονόμασε, κατόπιν πρόσκλησης του πρώτου επειδή ήταν αργά και δεν μπορούσε να πάει σπίτι. Περαιτέρω ανέφερε πως τον Σπύρο δεν τον είδε η Αστυνομία όταν μπήκε στο διαμέρισμα, γιατί ξύπνησε πολύ πρωί και πήγε νωρίς στη δουλειά. 

 

Σύμφωνα με το μάρτυρα το επίδικο βράδυ κοιμήθηκαν πέντε παιδιά στο δωμάτιο και ένα, ήτοι ο Θ.Λ., στο σαλόνι. Ανέφερε δε πώς δεν συμφωνεί ότι στο σαλόνι υπήρχαν 2-3 κρεβάτια, σημειώνοντας πως στο σαλόνι υπήρχε μόνο ένας καναπές που γινόταν κρεβάτι και δύο καρέκλες. Ως ανέφερε περαιτέρω, όταν χτύπησε η Αστυνομία την πόρτα του διαμερίσματος ο ίδιος κοιμόταν στο δωμάτιο και τόσο ο ίδιος όσο και τα υπόλοιπα παιδιά άκουσαν το χτύπημα στην πόρτα, το οποίο ήταν πολύ δυνατό και ξύπνησαν. Σύμφωνα πάντα με τον Κατηγορούμενο 1, όταν χτύπησαν την πόρτα είπαν «ανοίξετε την πόρτα γιατί θα την σπάσουμε» και τότε σηκώθηκε ο Θ.Λ. και άνοιξε την πόρτα. Μάλιστα ανέφερε ότι ο ίδιος φοβήθηκε και τρόμαξε γιατί χτυπούσαν πολύ δυνατά την πόρτα και ότι το χτύπημα δεν ήταν από ανθρώπινο χέρι αλλά πιστεύει ότι έγινε με το πίσω μέρος του όπλου.  Όταν άνοιξε δε η πόρτα, μπήκαν μέσα τέσσερα άτομα με πολιτικά ρούχα και συγκεκριμένα τρεις άντρες και μία γυναίκα, τα τρία εκ των οποίων ήταν οι μάρτυρες που κατέθεσαν στο Δικαστήριο, και πήγαν αμέσως στο δωμάτιο όπου αρχίσαν να φωνάζουν και η γυναίκα είπε «κοιμούνται τα γαϊδούρια» και ρώτησε «ποιος είναι ο Νίκος». Όλοι οι αστυνομικοί δε είχαν τα όπλα μαζί τους, πάνω στη μέση τους και μάλιστα τα κρατούσαν με το χέρι τους.  Στη συνέχεια ο Μ.1 κλώτσησε το κρεβάτι τους και τους είπε να σηκωθούν και να πάνε όλοι στο σαλόνι, κάτι που έπραξαν και εκεί τους φώναζε, ενώ τους έλεγαν να μη μιλούν, να παραμείνουν όρθιοι, να κοιτούν τον τοίχο και να μην κουνιούνται.  Επίσης όταν τους έβαλαν στο σαλόνι, τους πήραν τα κινητά τους τηλέφωνα, ενώ δεν τους επέτρεπαν να χρησιμοποιήσουν την τουαλέτα. Περιπλέον ανέφερε πως η Αστυνομία δεν τους είχε πει ότι είναι υπό σύλληψη, αλλά ούτε ότι δεν είναι υπό σύλληψη και γενικά δεν τους ανέφεραν οτιδήποτε. Απλά τους φώναζαν, τους έλεγαν να παραμείνουν όρθιοι, να κοιτούν τον τοίχο και να μη μιλούν μεταξύ τους. Ανέφερε δε πως εκείνη την ώρα ο ίδιος αισθανόταν άσχημα και ήταν φοβισμένος και τρομαγμένος, γιατί δεν ήξερε τι γινόταν και για ποιο λόγο τους είχαν έτσι και το ίδιο ένιωθαν και οι υπόλοιποι.

 

Όσον αφορά το έγγραφο της συγκατάθεσης (Τεκμήριο 1), ανέφερε κατ’ αρχάς πως δεν το έχει δει ποτέ, ενώ στη συνέχεια είπε πως αναγνωρίζει τον γραφικό του χαρακτήρα στο σημείο που λέει υπογραφή και ονοματεπώνυμο και ο ίδιος τα έγραψε. Ως ανέφερε όμως, δεν τα έγραψε την επίδικη μέρα. Την ημέρα εκείνη δεν του έδωσαν και δεν είδε κανένα χαρτί, ούτε είχαν μαζί τους κάποιο χαρτί και ούτε βεβαίως του εξήγησαν οτιδήποτε σε σχέση μ’ αυτό. Ως προς τον αριθμό της ταυτότητας που αναγράφεται στο έγγραφο, ανέφερε πως είναι η δική του ταυτότητα, την οποία εκείνη τη μέρα δεν την είχε μαζί του και δεν ήξερε τον αριθμό της απέξω. Δίνοντας δε την εξήγηση του για πως βρέθηκαν τα δικά του γράμματα στο έγγραφο, είπε πως όταν τον συνέλαβαν 20 περίπου μέρες μετά και τον πήραν στα κρατητήρια της Αγίας Νάπας, του έπαιρναν διάφορα έγγραφα που δεν ήξερε τι είναι, αφού δεν ξέρει να διαβάζει και πολύ, και πιθανόν να βρέθηκε και η υπογραφή του σε αυτό το έγγραφο.

 

Ο Κατηγορούμενος 1 αρνήθηκε βεβαίως τους ισχυρισμούς των μαρτύρων της κατηγορούσας αρχής ως προς το πως εξελίχθηκαν τα πράγματα εν προκειμένω, μεταξύ αυτών και τα όσα ανέφεραν οι Μ.1 και Μ.3 για τις συνθήκες μετάβασης τους στο ΤΑΕ. Ως ανέφερε συγκεκριμένα, τους πήραν με το ζόρι στην Αστυνομία, αφού όταν τελείωσαν τους είπαν «θα έρθετε μαζί μας στο Αστυνομικό Τμήμα» και επειδή ήταν φοβισμένοι και τρομαγμένοι πήγαν μαζί τους, με συνοδεία. Στο αυτοκίνητο, όπου βρισκόταν με τον Θ.Λ. και τον Ν.Π., οδηγός ήταν ο Μ.1 και συνοδηγός ο Μ.3 και τους έλεγαν να μην μιλούν και να κοιτούν κάτω. Τα κινητά τους δεν τα είχαν μαζί τους, αφού ως ανέφερε τους τα κρατούσαν από την ώρα που ήταν στο διαμέρισμα. Επίσης ανέφερε πως ένιωθε τρομαγμένος και πως τον είχαν συλλάβει.

 

Ολοκληρώνοντας την κυρίως εξέταση του, ανέφερε ότι η Αστυνομία παρέμεινε στο διαμέρισμα μία ώρα περίπου και όχι 10 λεπτά, ότι δεν ζήτησαν ούτε από τον ίδιο ούτε από τα παιδιά που ήταν μαζί του να δώσει κατάθεση, ότι είχε φάει φαγητό, ήπιε νερό και πήγε τουαλέτα την προηγούμενη μέρα, ότι ενόψει των όσων είχαν μεσολαβήσει στο διαμέρισμα ένιωθε φοβισμένος και πιεσμένος, ότι έφυγαν από το Σταθμό με λεωφορείο όταν τους είπαν να φύγουν, ότι πήραν τα τηλέφωνα τους πίσω όταν τους είπαν να φύγουν και ότι οι αστυνομικοί δεν τους έδειξαν σε οποιοδήποτε στάδιο, στο διαμέρισμα, αστυνομική ταυτότητα.         

 

Κατά την αντεξέταση του ενέμεινε πως δεν διέμενε στο επίδικο διαμέρισμα αλλά ήταν φιλοξενούμενος σ’ αυτό, ότι το πρόσωπο που είχε το σπίτι και διέμενε εκεί ήταν ο Σπύρος, ότι στο επίδικο διαμέρισμα πήγε ξημερώματα, γύρω στις 2:30-2:50 (της 29.7.2022), ότι προηγουμένως ήταν βόλτα με το φίλο του τον Θ.Λ. και γύρω στις 02:00 συνάντηθηκαν στο δρόμο με τον Α.Μ., ότι και οι υπόλοιποι ήταν μαζί τους, ότι έπεσε να κοιμηθεί αργά το βράδυ και πριν κοιμηθεί μιλούσε με τα υπόλοιπα παιδιά και ότι κοιμήθηκε εκεί γιατί ήταν πολύ αργά και δεν μπορούσε να πάει σπίτι του, όπως το ίδιο συνέβη με τα υπόλοιπα παιδιά. Ερωτώμενος να πει την απόσταση από το διαμέρισμα που διέμενε μέχρι το επίδικο διαμέρισμα, ανέφερε ότι είναι πολύ μακριά και πως είναι «…2 χιλιόμετρα 3, για να πας από την ταβέρνα[5] μέχρι την Αγία Νάπα έχει πολύ δρόμο». Ως προς την ώρα που κοιμήθηκε, ανέφερε πως δεν ήταν η ώρα 02:30, όπως είχε προηγούμενως αναφέρει στην κυρίως εξέταση του (σε προηγούμενη δικάσιμο) και πως είχε μπερδευτεί τότε και ήθελε να πει ότι πήγε σπίτι κατά τις 02:30. Για το κατά πόσο θυμάται δε τα δύο κορίτσια τα ξημερώματα της 29.7.22, ανέφερε αρχικά πως δεν τις θυμάται, ενώ στη συνέχεια συμφώνησε πως τα δύο κορίτσια πήγαν στο διαμέρισμα τις πρώτες πρωινές ώρες της 29.7.22. Επίσης, ανέφερε πως δεν θυμάται αν τα κορίτσια έφυγαν από το διαμέρισμα γύρω στις 04:00 το πρωί.  

 

Όσον αφορά την ηλικία των προσώπων στο διαμέρισμα συμφώνησε ότι ήταν ο μεγαλύτερος, λέγοντας ότι όταν χτύπησαν την πόρτα και μπήκαν μέσα, φώναζαν και τους ρώτησαν πόσων χρονών είναι και όντως τους είπε την ηλικία του.  Επίσης τους ρώτησαν τα ονόματα τους, αλλά αρνήθηκε ότι πήραν και τους αριθμούς της ταυτότητας τους, λέγοντας ότι δεν κρατούσαν ταυτότητες.

 

Σε ό,τι αφορά τη συγκατάθεση Τεκμήριο 1, συμφώνησε ότι τα γράμματα στο πάνω μέρος είναι τα γράμματα του Μ.1, αλλά ενέμεινε στη θέση του πως δεν κρατούσαν τίποτε εκείνη τη μέρα και ότι δεν το υπέγραψε εκείνη τη μέρα. Ως ανέφερε, είναι πιθανόν να υπόγραψε το χαρτί στην Αγία Νάπα, όταν τον έφεραν από την Ελλάδα, γιατί δεν ξέρει γράμματα για να διαβάσει, ενώ ως προς την ημερομηνία και την ώρα που ανέγραψε, οι οποίες συνάδουν με την ημερομηνία και την ώρα της έρευνας, ανέφερε πως όταν ήταν κρατούμενος του είχαν δώσει πολλά χαρτιά και επειδή δεν ξέρει να διαβάσει, πιθανόν να ήταν και αυτό εκεί και να συμπλήρωσε ό,τι του έλεγαν.  

 

Ο Κατηγορούμενος 1 αντεξετάστηκε επίσης σε σχέση με την αναφορά του ότι δεν ξέρει να διαβάσει, έχοντας υπόψη και το λεκτικό που κατέγραψε στο τέλος της ανακριτικής του κατάθεσης Τεκμήριο 3, για το πότε έδωσε τον αριθμό της ταυτότητας του στην Αστυνομία και για την ώρα που κοιμήθηκε.

  

Η Δ.Κ.Ζ. (Μ.Υ.1) ανέφερε ότι στις 30.7.2022, υπό την ιδιότητα της ως δικηγόρος, ήταν παρούσα κατά τη λήψη κατάθεσης από τον ανήλικο Α.Μ. (Τεκμήριο 4), τον οποίο εκπροσωπούσε στη συγκεκριμένη διαδικασία. Παρόντες επίσης στη διαδικασία, πέραν της ίδιας, ήταν η θεία του ανήλικου και βεβαίως ο αστυνομικός που έλαβε την κατάθεση. Όλοι δε οι παριστάμενοι στη διαδικασία, έθεσαν τις υπογραφές τους στο τέλος της κατάθεσης. Αντεξεταζόμενη, ανέφερε πως είχε μιλήσει με τον Α.Μ. πριν δώσει την κατάθεση του.

 

Η Β.Ι. (Μ.Υ.2), γραμματειακή λειτουργός στο Ποινικό Τμήμα του Ε. Δ. Αμμοχώστου, κατέθεσε τα εντάλματα σύλληψης που εκδόθηκαν εναντίον του Α.Μ. και του Κατηγορούμενου 2 στις 29.7.22 καθώς επίσης τον σχετικό όρκο στη βάση του οποίου έγινε η έκδοση των ενταλμάτων (Τεκμήριο 5). Ως ανέφερε συγκεκριμένα, έχοντας πάντα υπόψη τα όσα καταγράφονται στα εν λόγω έγγραφα, το πρόσωπο που προέβη στον όρκο ήταν ο Αστ.1381 Κ. Αρέστη. Στο πλαίσιο της αντεξέτασης της, ανέφερε βεβαίως ότι δεν γνωρίζει οτιδήποτε άλλο για την παρούσα υπόθεση.

 

Τονίζουμε ότι έχουμε θέσει ενώπιον μας το σύνολο της μαρτυρίας των αναφερόμενων μαρτύρων. Επίσης, θέσαμε ενώπιον μας τα όσα ανέφεραν οι συνήγοροι με τις αγορεύσεις τους, μαζί και τα έγγραφα που κατέθεσε η πλευρά του Κατηγορούμενου 1 σ’ αυτό το πλαίσιο (Έγγραφα 1-11) και θα σταθούμε σ’ αυτά όπου ήθελε κριθεί αναγκαίο.

 

Εκτίμηση της μαρτυρίας

 

Προτού προχωρήσουμε στην εκτίμηση της μαρτυρίας των μαρτύρων που κατέθεσαν ενώπιον μας, σημειώνουμε πως η δίκη εντός δίκης είναι αυτοτελής διαδικασία, η οποία κρίνεται στη βάση της μαρτυρίας που ακούστηκε εντός αυτής και μόνο, και δεν υπάρχει δυνατότητα αξιολόγησης σε αυτή, μαρτυρίας που έχει προσαχθεί στην κυρίως δίκη για να καταλήξει ένα Δικαστήριο σε ευρήματα (βλ. Αστυνομία ν. Ησαΐα, άλλως Μπλάκκη (1997) 2 Α.Α.Δ. 177).

 

Περαιτέρω σημειώνουμε πως θα προσεγγίσουμε τη μαρτυρία που έχει προσαχθεί στη δίκη εντός δίκης προκειμένου ν’ αποφασίσουμε τα επίδικα θέματα, έχοντας πάντα κατά νου, ότι κατά την αξιολόγηση πρέπει να διατηρείται ανοικτό το γενικότερο θέμα αξιοπιστίας των μαρτύρων και ειδικότερα, των Κατηγορουμένων. Αυτή η αναγκαιότητα επιβάλλει περιορισμούς στο σχολιασμό της μαρτυρίας, αλλά και στη διατύπωση ευρημάτων (βλ. Ioannides v. The Republic (1968) 2 Α.Α.Δ. 169 και Petri v. The Police (1968) 2 Α.Α.Δ. 40).  Συνεπώς, η αξιολόγηση της μαρτυρίας, θα γίνει υπό το φως της Νομολογίας και θα περιοριστεί στα απολύτως απαραίτητα ώστε να καλυφθούν με επάρκεια οι ανάγκες των επιδίκων θεμάτων που τέθηκαν στο πλαίσιο της δίκης εντός δίκης και τίποτε άλλο (βλ. Στυλιανού ν. Δημοκρατίας κ.ά., Ποιν. Έφ. 268/2015, ημερ. 13.12.2018), ECLI:CY:AD:2018:B534[6].

 

Έχουμε εξετάσει τη μαρτυρία όλων των μαρτύρων που κατέθεσαν ενώπιον μας. Ξεκινώντάς δε από τους τρεις μάρτυρες που κλήθηκαν από την Κατηγορούσα Αρχή, αποτελεί διαπίστωση μας ότι αναφορικά με τα υπό συζήτηση θέματα και δη τη λήψη της συγκατάθεσης για την έρευνα, τη διενέργεια της έρευνας και τη λήψη των επίδικων τεκμηρίων, αλλά και τη μεταφορά των Κατηγορούμενων και των άλλων τριών προσώπων στα γραφεία του ΤΑΕ, οι εν λόγω μάρτυρες κατέθεσαν με σαφήνεια και η μαρτυρία τους είχε συνοχή σε μεγάλο βαθμό.  

 

Πιο συγκεκριμένα, ο Μ.1 παρέμεινε σταθερός στη θέση του ότι αφού κτύπησαν την πόρτα του επίδικου διαμερίσματος με τη Μ.2, τους άνοιξε ο Κατηγορούμενος 1 και ότι εν συνεχεία υπέδειξαν τις αστυνομικές τους ταυτότητες, ανέφεραν τα στοιχεία τους και επεξήγησαν στα πέντε πρόσωπα που βρίσκονταν στο διαμέρισμα το λόγο της εκεί παρουσίας τους αλλά και ότι ήθελαν να ερευνήσουν το χώρο, ζητώντας τη συγκατάθεση τους για τούτο. Ταυτόχρονα ζητήθηκαν τα στοιχεία των εν λόγω προσώπων, τα οποία ο μάρτυρας σημείωσε στο κινητό του τηλέφωνο. Όπως διαπιστώθηκε, πέραν του Κατηγορούμενου 1 που άνοιξε την πόρτα, στο διαμέρισμα βρίσκονταν ο Κατηγορούμενος 2 και οι Α.Μ., Ν.Π. και Θ.Λ., όλοι δε ανέφεραν ότι διέμεναν στο συγκεκριμένο διαμέρισμα. Αφου βεβαιώθηκαν ότι τα εν λόγω πρόσωπα πράγματι διέμεναν στο διαμέρισμα και διαπιστώθηκε ότι ο Κατηγορούμενος 1 ήταν ενήλικας, ο μάρτυρας συμπλήρωσε το πρώτο μέρος του έντυπου συγκατάθεσης για την έρευνα (Τεκμήριο 1) στην παρουσία του τελευταίου, το οποίο του υπέδειξε και του το ανέγνωσε, εξηγώντας του παράλληλα ότι έχει δικαίωμα να μην υπογράψει. Κατόπιν τούτων δε, ο Κατηγορούμενος 1 υπέγραψε το έντυπο.

 

Αφότου έλαβαν τη συγκατάθεση (η ώρα 09:03 π.μ.), κατέβηκαν στην είσοδο του συγκροτήματος και ενημέρωσαν τους υπεύθυνους τους, ζητώντας παράλληλα βοήθεια για την εκτέλεση της έρευνας. Εξ ου και στη συνέχεια αφίχθηκαν στο μέρος δύο συνάδελφοι τους ήτοι ο Μ.3 και ο A/Αστ.3432, οι οποίοι τον βοήθησαν στην έρευνα. Στο σημείο αυτό επισημαίνεται πως ο μάρτυρας ήταν απόλυτα σταθερός ότι στην έρευνα δεν συμμετείχε η Μ.2, η οποία με την άφιξη των δύο πιο πάνω συναδέλφων τους, αποχώρησε από το μέρος μαζί με την Παραπονούμενη, τη μητέρα της και μια φίλη της, κάτι που βεβαίως επιβεβαίωσαν στη συνέχεια τόσο η Μ.2, όσο και ο Μ.3, ο οποίος ανέφερε ότι η έρευνα διενεργήθηκε με επικεφαλής τον Μ.1 και με τη βοήθεια του ιδίου και του Αστ.3432. Ως προς την αναφορά στην κατάθεση του δε ότι το διαμέρισμα ερευνήθηκε και στην παρουσία της Μ.2, ο μάρτυρας ανέφερε πειστικά ότι σημείωσε την τελευταία γιατί ήταν παρούσα στην αρχή όταν λήφθηκε η συγκατάθεση και ότι εκ παραδρομής αναφέρθηκε ότι ήταν παρούσα στην έρευνα.

 

Από εκεί και πέρα, ο μάρτυρας παρέμεινε επίσης σταθερός στη θέση του πως κατά τη διάρκεια της έρευνας, η οποία έλαβε χώρα μεταξύ των ωρών 09:48-10:00 π.μ., παρέλαβε από το υπνοδωμάτιο του διαμερίσματος τα επίδικα τεκμήρια, τα οποία υπέδειξε στον Κατηγορούμενο 2 και του επέστησε την προσοχή του στο νόμο. Ό,τι ζητήθηκε δε από τους Κατηγορούμενους και τα λοιπά πρόσωπα κατά τη διάρκεια της έρευνας για λόγους ασφάλειας και των αστυνομικών, ήταν να μιλούν σε κατανοητή από τους αστυνομικούς γλώσσα, να παρακολουθούν την εκτέλεση της έρευνας και να μην περιφέρονται άσκοπα στο χώρο και σε περίπτωση που επιθυμούσαν να χρησιμοποιήσουν την τουαλέτα, ν’ αφήσουν την πόρτα ξεκλείδωτη. Η όλη διαδικασία της έρευνας δε διεξήχθη ομαλά και τόσο οι Κατηγορούμενοι όσο και τα λοιπά πρόσωπα ήταν συνεργάσιμοι και δεν δημιούργησαν οποιοδήποτε πρόβλημα στην έρευνα.

 

Μετά το πέρας της έρευνας δε, η οποία διήρκησε 10 λεπτά περίπου, ανέφερε στους Κατηγορούμενους και τα λοιπά πρόσωπα ότι σε σχέση με τα αδικήματα που διερευνώνται θα ήταν καλό να προσέλθουν στα γραφεία τους για να δώσουν τους δικούς τους ισχυρισμούς και ότι μπορούσαν να μεταβούν εκεί με το δικό τους όχημα ή να τους μεταφέρουν οι ίδιοι, οι τελευταίοι δε πήγαν στα γραφεία του ΤΑΕ με τους αστυνομικούς. Ο μάρτυρας δε ουδεμία άλλη εμπλοκή είχε στην περαιτέρω διερεύνηση της υπόθεσης, την οποία ανέλαβαν οι συνάδελφοι του από το κλιμάκιο διερεύνησης σεξουαλικής κακοποίησης ανηλίκων.   

 

Οφείλουμε να παρατηρήσουμε ότι η μαρτυρία του πιο πάνω μάρτυρα, αναφορικά με τη μετάβαση τους στο μέρος και τη λήψη της συγκατάθεσης για την έρευνα, βρίσκεται σε συνοχή με τη μαρτυρία της Μ.2, η οποία ήταν επίσης σταθερή στις θέσεις που πρόβαλε αναφορικά με τα επίδικα ζητήματα.  Δεν διέλαθε βεβαίως την προσοχή μας ότι ο Μ.1 ανέφερε πως βρισκόταν στην είσοδο του διαμερίσματος όταν έλαβε τα στοιχεία των προσώπων στο διαμέρισμα και εν συνεχεία τη συγκατάθεση για την έρευνα και ότι δεν μπήκαν μέσα, ενώ η Μ.2 ανέφερε πως βρίσκονταν μέσα στο σαλόνι, μπαίνοντας του διαμερίσματος, όπου και την πλησίασε ο Κατηγορούμενος 2 και της ανέφερε όσα καταγράφει στην κατάθεση της. Ό,τι θα πρέπει να παρατηρήσουμε, κατ’ αρχάς, είναι πως το συγκεκριμένο ζήτημα δεν έχει διευκρινιστεί περαιτέρω κατά την αντεξέταση των εν λόγω μαρτύρων, υπό την έννοια πως δεν ερωτήθηκε ο Μ.1 που στεκόταν η Μ.2, αλλά ούτε ζητήθηκε από την τελευταία να διευκρινίσει το σημείο που στεκόταν και σε πόση απόσταση από την είσοδο ήταν το σημείο αυτό. Από εκεί και πέρα, στο ζήτημα αυτό και τη σημασία του, θα επανέλθουμε στο κατάλληλο σημείο κατωτέρω, αφου προηγουμένως αξιολογηθεί το σύνολο της μαρτυρίας.

 

Ως προς την αναφορά δε στην κατάθεση της Μ.2, ότι ο Κατηγορούμενος 2 την πλησίασε κατά τη διάρκεια της έρευνας, η μάρτυρας διευκρίνισε πως πρόκειται για τυπογραφικό λάθος και ότι αυτό έγινε κατά την είσοδο τους στο διαμέρισμα. Έχοντας δε υπόψη τη συνολική εικόνα της μάρτυρος, θεωρούμε πως έτσι έχουν τα πράγματα. Εξάλλου, ως ήδη αναφέρθηκε, τόσο ο Μ.1 όσο και ο Μ.3 επιβεβαιώνουν πως η Μ.2 δεν ήταν παρούσα κατά την έρευνα.

   

Ερχόμενοι στη μαρτυρία του Μ.3, θεωρούμε πως και αυτός με τη σειρά του αναφέρθηκε με σαφήνεια και θετικό τρόπο στα όσα διαδραματίστηκαν από την άφιξη του στο μέρος μαζί με τον Αστ.3432 μέχρι την αποχώρηση τους για τα γραφεία του ΤΑΕ, αλλά κυρίως κατά τη διάρκεια της έρευνας στο διαμέρισμα. Ως προκύπτει από τη μαρτυρία του, έλαβε οδηγίες από τον υπεύθυνο του να μεταβεί στο μέρος για να βοηθήσει τον Μ.1 να διενεργήσει έρευνα σε διαμέρισμα και πράγματι μετέβη στο μέρος μαζί με τον ρηθέντα A/Αστ.3432, όπου εντόπισαν τον Μ.1 έξω στο χώρο του συγκροτήματος και τους ανέφερε πως είχε ήδη γραπτή συγκατάθεση για έρευνα. Το μέρος αυτό της μαρτυρίας του βεβαίως βρίσκεται σε συνοχή με τη μαρτυρία των Μ.1 και Μ.2, οι οποίοι ανέφεραν πως αφότου έλαβαν τη συγκατάθεση, κατέβηκαν στην είσοδο του συγκροτήματος και αφού ενημέρωσαν τον υπεύθυνο τους ως προς τη λήψη της συγκατάθεσης, ζήτησαν βοήθεια για την εκτέλεση της έρευνας.

 

Αναφορικά με την έρευνα στο διαμέρισμα, κατ’ αρχάς ο μάρτυρας επιβεβαίωσε πως δεν έλαβε μέρος η Μ.2 και πως η έρευνα διεξήχθη από τον Μ.1 με τη βοήθεια του ίδιου και του A/Αστ.3432. Επιβεβαίωσε επίσης πως όλα κύλησαν ομαλά κατά τη διάρκεια της έρευνας, στο πλαίσιο της οποίας ο Μ.1 έλαβε κάποια σεντόνια από το υπνοδωμάτιο. Δεν θεωρούμε βεβαίως πως το γεγονός ότι δεν θυμόταν πόσα σεντόνια έλαβε ο Μ.1 ή ακόμα ότι δεν αναφέρθηκε στη λήψη των μαξιλαροθηκών, θα μπορούσε να έχει κάποια ουσιαστική σημασία ως προς την αποδοχή των όσων ανέφερε. Εξάλλου ο επικεφαλής της έρευνας ήταν ο Μ.1 και είναι αυτός που παρέλαβε τα τεκμήρια από το υπνοδωμάτιο, ο δικός του ρόλος δε όπως αναφέρθηκε ήταν βοηθητικός.

 

Σε πλήρη συνοχή επίσης με όσα ανέφερε ο Μ.1, ήταν και η θέση του πως τα πρόσωπα στο διαμέρισμα ήταν παρόντα κατά την έρευνα, αλλά και ότι κατά την έρευνα, επειδή τα πρόσωπα στο διαμέρισμα σε κάποια στιγμή μίλησαν σε κάποια διάλεκτο που δεν ήταν κατανοητή στους ίδιους, τους ζήτησαν να μιλούν στην ελληνική γλώσσα για να μπορούν να καταλαβαίνουν όσα λένε. Ως προς τις συνθήκες τώρα κάτω από τις οποίες έγινε η μεταφορά των Κατηγορούμενων και των λοιπών προσώπων στο ΤΑΕ, ο μάρτυρας επιβεβαίωσε ότι μετά το πέρας της έρευνας τους αναφέρθηκε από τον Μ.1 ότι θα ήταν καλό να πάνε στα γραφεία του ΤΑΕ για να δώσουν τους ισχυρισμούς τους και τα εν λόγω πρόσωπα δέχτηκαν. Επειδή όμως ανάφεραν ότι δεν είχαν μέσο για να μεταβούν εκεί ή κάποιο να τους μεταφέρει, ο Μ.1 τους πρότεινε να τους μεταφέρουν με τα υπηρεσιακά αυτοκίνητα, όπως και έγινε.

 

Στο σημείο αυτό επισημαίνουμε πως δεν μας έχει διαφύγει η αναφορά του ότι στο υπνοδωμάτιο υπήρχε ένα μεγάλο κρεβάτι, χωρίς να γνωρίζει αν ήταν διπλό ή δύο μονά (ενωμένα) και στο σαλόνι άλλα 2-3 μονά κρεβάτια, ενώ οι Μ.1 και Μ.2 ανέφεραν πως στο υπνοδωμάτιο υπήρχαν δύο μονά κρεβάτια ενωμένα και στο σαλόνι υπήρχαν δύο ντιβάνια και δύο ή τρία στρώματα αντίστοιχα. Όμως δεν θεωρούμε πως τα πιο πάνω θα μπορούσαν να επηρεάσουν την ουσία των όσων οι μάρτυρες ανέφεραν. Αντίθετα, λαμβάνοντας υπόψη και τον χρόνο που παρήλθε από την έρευνα μέχρι την κατάθεση τους στο Δικαστήριο, ήτοι δύο χρόνια και οκτώ μήνες περίπου, αλλά και το γεγονός ότι ομολογουμένως δεν επρόκειτο για μια ουσιώδη διαφορά στη μαρτυρία τους και ούτε θα μπορούσαν βεβαίως να γνωρίζουν τι επρόκειτο να ισχυριστεί ο Κατηγορούμενος 1 σε μελλοντικό χρόνο όσον αφορά τη διαμονή του, προκειμένου να καταγράψουν με πάσα λεπτομέρεια τα κρεβάτια στο διαμέρισμα, είναι θεωρούμε απόλυτα εύλογο να υπάρχουν αυτές οι μικροδιαφορές στη μαρτυρία τους, οι οποίες δείχνουν θεωρούμε και την απουσία προσυνεννόησης. Η ουσία πάντως του πράγματος έγκειται στο ότι στο σαλόνι, όπως εύλογα συνάγεται, προφανώς κοιμούνταν δύο ή περισσότερα πρόσωπα.

 

Είναι θεωρούμε τούτο το κατάλληλο σημείο για να πούμε ότι δεν μας έχει διαφύγει βεβαίως το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 5, το οποίο κατατέθηκε από την Μ.Υ.2.  Σε σχέση με την τελευταία ό,τι χρειάζεται να λεχθεί, αν και ίσως εκ του περισσού, είναι ότι το μόνο που έπραξε ουσιαστικά ήταν να καταθέσει κάποια έγγραφα που βρίσκονταν στην κατοχή της, υπό την ιδιότητα της ως γραμματειακή λειτουργός του ποινικού τμήματος του Δικαστηρίου Αμμοχώστου και τούτο δεν έχει αμφισβητηθεί. Ό,τι θα επισημάνουμε μόνον εδώ είναι πως προφανώς υπήρξε κάποια σύγχυση στη μαρτυρία της. Συγκεκριμένα, ερωτώμενη να πει ποιο πρόσωπο προέβηκε στον όρκο, πότε κατατέθηκε ο όρκος στο Δικαστήριο και ποια μέρα, απάντησε πως ο όρκος έγινε από τον Αστ.1381 Κ.Α και «εκδόθηκε 29 Ιουλίου 2022, 10:55», ενώ όταν ερωτήθηκε στη συνέχεια να πει την ώρα που ορκίστηκε ο Αστ.1381, απάντησε ότι «δεν γράφει κάτι δεν αναφέρει κάτι». Ως προς τα όσα ανέφερε πιο πάνω, σημειώνουμε πως δεν έχει διευκρινιστεί τι εννοούσε λέγοντας «εκδόθηκε», ενώ από την άλλη διαπιστώνουμε ότι η αναφορά της πως δεν αναφέρεται κάτι ως προς την ώρα που ορκίστηκε ο αστυφύλακας δεν είναι ορθή. Ως προκύπτει από τα έγγραφα που κατατέθηκαν ενώπιον μας, ο όρκος παρουσιάστηκε ενώπιον Δικαστή και ο τελευταίος υπέγραψε ότι λήφθηκε ενώπιον του στις 29.7.22 και ώρα 10:55. Τα εντάλματα εκδόθηκαν στη συνέχεια και συγκεκριμένα στις 11:45. Συναφώς, για να είναι ξεκάθαρο, σημειώνουμε ότι η ώρα 10:55 δεν εκδόθηκε οποιοδήποτε ένταλμα και πως η συγκεκριμένη ώρα αφορά ακριβώς την ώρα που ορκίστηκε ο αστυφύλακας και τέθηκε ο όρκος ενώπιον του Δικαστή.

 

Αποτελεί θέση της υπεράσπισης ότι με βάση το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 5, διαψεύδεται η θέση των μαρτύρων της κατηγορούσας αρχής αναφορικά με το λόγο της μεταφοράς των Κατηγορούμενων και των λοιπών προσώπων στο Σταθμό και αντίθετα, λαμβάνοντας υπόψη ότι ο όρκος λήφθηκε από τον Δικαστή στις 10:55 και χρειάστηκε προηγουμένως και κάποιος χρόνος για να ετοιμαστεί, είναι σαφές πως πρόθεση της Αστυνομίας ήταν η μεταφορά τους στο Σταθμό προκειμένου να γίνει εκεί η σύλληψη του Α.Μ. και του Κατηγορούμενου 2. Εν προκειμένω, με βάση τη μαρτυρία του Μ.1 η έρευνα ολοκληρώθηκε η ώρα 10:00. Από εκεί και πέρα είναι σαφές ότι 55 λεπτά μετά την ολοκλήρωση της έρευνας, τέθηκε ο όρκος ενώπιον Δικαστή του Ε.Δ. Αμμοχώστου προς έκδοση ενταλμάτων σύλληψης των δύο πιο πάνω προσώπων, ο οποίος βεβαίως ως ζήτημα λογικής χρειάστηκε και κάποιο χρόνο προηγουμένως για να ετοιμαστεί. 

 

Με βάση τα πιο πάνω δεν μας βρίσκει σύμφωνους η θέση ότι τα πιο πάνω δεδομένα διαψεύδουν, χωρίς άλλο, τους Μ.1 και Μ.3 σε σχέση με το ζήτημα της μεταφοράς των πιο πάνω προσώπων στο Σταθμό. Ούτε και θεωρούμε πως το γεγονός ότι γίνονταν παράλληλα ενέργειες για έκδοση ενταλμάτων σύλληψης από άλλο αστυνομικό, ενώ βρισκόταν σ’ εξέλιξη η διερεύνηση της υπόθεσης και όπως προέκυψε λαμβάνονταν οδηγίες από τον υπεύθυνο του ΤΑΕ Αμμοχώστου, θα μπορούσε σε αυτό το στάδιο να θεωρηθεί πως έχει τη δυναμική που αποδίδει η υπεράσπιση και δη ότι διαψεύδει και μάλιστα χωρίς άλλο τη μαρτυρία των αστυνομικών. Εξάλλου θα πρέπει να τονιστεί πως όταν ρωτήθηκε ο Μ.1, ανέφερε πως δεν γνώριζε ότι παράλληλα με την έρευνα, ζητείτο η έκδοση εντάλματος σύλληψης και πως ο ίδιος ενημέρωσε τον υπεύθυνο του για το ποιους εντόπισαν, για την πορεία της διαδικασίας, για τη λήψη της συγκατάθεσης και για το τέλος της έρευνας. Με τον ίδιο τρόπο απάντησε και ο Μ.3, ο οποίος ανέφερε επανειλημμένως ότι πέραν της παροχής βοήθειας στον Μ.1 για την εκτέλεση της έρευνας, δεν είχε καμία άλλη εμπλοκή ή ανάμειξη στην υπόθεση και ούτε γνώριζε περί αιτήματος για έκδοση οιουδήποτε εντάλματος σύλληψης. Η δε θέση της υπεράσπισης πως οι Κατηγορούμενοι τελούσαν τότε υπό συνθήκες σύλληψης, έχοντας υποβληθεί σε καθεστώς εκφοβισμού, δεν συνάδει πάντως με το γεγονός ότι αφότου μεταφέρθηκαν στο ΤΑΕ τους παραδόθηκαν τα δικαιώματα τους. Δικαιώματα τα οποία σημειώνουμε πως όπως τονίστηκε από τον Μ.1 δεν δίνονται μόνον σε πρόσωπα που συλλαμβάνονται αλλά και σε ύποπτα πρόσωπα, κατά τη διερεύνηση μιας υπόθεσης, προκειμένου να ενημερωθούν για τα δικαιώματα που έχουν. Το γεγονός δε ότι εν τέλει δεν λήφθηκε κατάθεση από τον Κατηγορούμενο 1 και τα άλλα δύο πρόσωπα που δεν συνελήφθησαν, δεν ήταν θέμα προφανώς που αφορούσε τους μάρτυρες αλλά τους αστυφύλακες του κλιμακίου που ανέλαβαν την περαιτέρω διερεύνηση της υπόθεσης.

 

Δεν διέλαθε βέβαια την προσοχή μας, ότι προς αντίκρουση των όσων ανέφεραν οι Μ.1 και Μ.2, ότι δηλαδή όλα τα πρόσωπα στο διαμέρισμα, συμπεριλαμβανομένου του Κατηγορούμενου 1, ερωτήθηκαν και ανέφεραν πως διέμεναν στο εν λόγω διαμέρισμα, η υπεράσπιση υποστήριξε ότι ο Κατηγορούμενος 1 δεν διέμενε στο επίδικο διαμέρισμα αλλά ήταν φιλοξενούμενος εκεί για λίγες ώρες. Επί τούτου όμως οφείλουμε να επισημάνουμε ότι παρόλο που η υπεράσπιση αμφισβήτησε τη μαρτυρία τους, σε κανένα σημείο της αντεξέτασης των εν λόγω μαρτύρων δεν τους τέθηκε ότι δεν θα μπορούσε να ισχύει αυτό που ισχυρίζονται, επειδή ο Κατηγορούμενος 1 διέμενε σε άλλη, συγκεκριμένη διεύθυνση στην Αγία Νάπα, μαζί με τη μητέρα του. Για πρώτη φορά ακούστηκε η θέση πως ο Κατηγορούμενος 1 διέμενε σε διαμέρισμα με τη μητέρα του, στο πλαίσιο της δικής του μαρτυρίας. Βεβαίως δεν διέλαθε την προσοχή μας ότι ο τελευταίος, αντεξεταζόμενος, πρόβαλε τη θέση πως δεν ανέφερε αυτό τον ισχυρισμό στο δικηγόρο του, όμως με δεδομένη τη θέση του ότι έμεινε εκεί μόνο το συγκεκριμένο βράδυ για μερικές ώρες αλλά δεν είχε τη διαμονή του στο συγκεκριμένο διαμέρισμα, το λογικά αναμενόμενο θα ήταν ν’ αναφέρει στο δικηγόρο του την πραγματική διεύθυνση διαμονής του. Ιδίως αν αναλογιστεί κάποιος πως επρόκειτο περί ενός εκ των πιο ουσιαστικών ζητημάτων που προώθησε η υπεράσπιση, στο πλαίσιο της διαδικασίας της δίκης εντός δίκης.

Παραμένοντας στο ίδιο θέμα, σημειώνουμε πως υπήρξε και κάποια ασάφεια ως προς το ποιοι διέμεναν στο συγκεκριμένο διαμέρισμα, σύμφωνα πάντα με τις θέσεις που προώθησε η υπεράσπιση κατά την αντεξέταση των μαρτύρων της κατηγορούσας αρχής. Επί τούτου σημειώνουμε πως σε κάποια στιγμή υποβλήθηκε στον Μ.1, ότι ο Α.Μ. «ήταν ένας από τους δύο ενοίκους του διαμερίσματος» και σε άλλο σημείο πως ο Κατηγορούμενος 1 ήταν φίλος «με έναν από τους δύο ενοίκους». Επίσης στον Μ.3 έγιναν ερωτήσεις σε σχέση με την έκδοση εντάλματος σύλληψης εναντίον του Α.Μ., ο οποίος ως του τέθηκε «ήταν ο ένοικος του σπιτιού». Ας σημειωθεί πως ουδέποτε τέθηκε σε οποιοδήποτε μάρτυρα της κατηγορούσας αρχής, ποιο ήταν σύμφωνα με τη θέση της υπεράσπισης το δεύτερο πρόσωπο που διέμενε στο διαμέρισμα, στο οποίο έγινε εκ των υστέρων αναφορά στη μαρτυρία του Κατηγορούμενου 1.

 

Εν πάση περιπτώσει, σημειώνουμε ότι προς υποστήριξη της θέσης της ότι στο εν λόγω διαμέρισμα διέμεναν άλλα πρόσωπα και όχι ο Κατηγορούμενος 1, η υπεράσπιση παρουσίασε, μέσω της Μ.Υ.1, ημερομολόγιο ενεργείας, που αποτελεί στην ουσία την κατάθεση του Α.Μ. στην Αστυνομία (Τεκμήριο 4). Πριν αναφέρουμε οτιδήποτε άλλο, σημειώνουμε πως η μαρτυρία της εν λόγω μάρτυρος ήταν τυπική και την αποδεχόμαστε. Συγκεκριμένα αποδεχόμαστε ότι στις 30.7.22 λήφθηκε κατάθεση από τον Α.Μ., ανήλικο, στην παρουσία της, υπό την ιδιότητα της ως δικηγόρου, αλλά και στην παρουσία της θείας του ανήλικου (βλ. Τεκμήριο 4). Εξάλλου, όσα ανέφερε επιμαρτυρούνται από το ίδιο το Τεκμήριο 4.

 

Εξ όσων γίνεται αντιληπτό[7], αυτό που ενδιαφέρει την υπεράσπιση από την εν λόγω κατάθεση, είναι η σχετική αναφορά του Α.Μ. για τα πρόσωπα που διέμεναν στο διαμέρισμα, ήτοι «Ο Ν. τότε είπε στους υπόλοιπους να τις πάρουν στο διαμέρισμα που διέμεναν ο Α.Μ. μαζί με άλλα δύο πρόσωπα, τα οποία εκείνο το βράδυ έλειπαν από εκεί.»  Αυτό που θα πρέπει βεβαίως να εξεταστεί σε πρώτο στάδιο, είναι το κατά πόσο θα δοθεί οποιαδήποτε βαρύτητα στην εν λόγω αναφορά που περιλαμβάνεται στο Τεκμήριο 4, η οποία συνιστά εξ ακοής μαρτυρία. Σημειώνουμε πως κατά την αξιολόγηση της βαρύτητας που θα προσδοθεί σ’ εξ ακοής μαρτυρία, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη με βάση το άρθρο 27 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ.9, το σύνολο των περιστάσεων από τις οποίες μπορεί εύλογα να συναχθεί συμπέρασμα αναφορικά με την αποδεικτική αξία της εν λόγω μαρτυρίας και ειδικά τις παραμέτρους που αναφέρονται στο εδάφιο (2). Σύμφωνα δε με το εδάφιο (3) λαμβάνεται ιδιαίτερα υπόψη το κατά πόσο ο διάδικος θα μπορούσε να προσκομίσει την καλύτερη δυνατή μαρτυρία και δεν το έπραξε. Επιπροσθέτως όμως, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη και το συμφέρον της δικαιοσύνης, δηλαδή οι σκοποί της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, το οποίον περιλαμβάνει πρωτίστως τη διασφάλιση δίκαιης δίκης και ακριβοδίκαιης μεταχείρισης των διαδίκων[8].

 

Με αυτά υπόψη, σημειώνουμε κατ’ αρχάς πως δεν έχουν δοθεί λεπτομερείς εξηγήσεις ως προς το γιατί ο Α.Μ., που φέρεται να είναι μάλιστα και φίλος του Κατηγορούμενου 1, δεν ήταν εφικτό να εντοπιστεί, για να μπορούμε να καταλήξουμε ότι δεν ήταν «εύλογο και εφικτό» να κλητευθεί. Ανεξαρτήτως όμως τούτου σημειώνουμε και το εξής. Πέραν του ότι, ως ήδη αναφέραμε, πρόκειται για φίλο του Κατηγορούμενου 1, ο οποίος φέρεται να ήταν και παρών κατά τον ουσιώδη χρόνο, γεγονός που με βάση τη νομολογία επιβάλλει την προσέγγιση της μαρτυρίας του με προσοχή[9], σε κάθε περίπτωση τα όσα αναφέρονται στην κατάθεση του δεν φαίνεται να υποστηρίζουν, χωρίς άλλο, τη θέση του Κατηγορούμενου 1 ότι δύο πρόσωπα διέμεναν εκεί και μάλιστα ότι το δεύτερο ήταν ο Σπύρος. Και τούτο αφού ό,τι αναφέρει ο Α.Μ. είναι ότι στο διαμέρισμα διέμεναν τρία πρόσωπα, δηλαδή ο ίδιος και άλλα δύο πρόσωπα, χωρίς να προσδιορίζεται η ταυτότητα τους.  Με αυτά υπόψη και έχοντας κατά νουν τις σχετικές προϋποθέσεις που καταγράφηκαν ανωτέρω, θεωρούμε ότι, υπό τις περιστάσεις, το συμφέρον της δικαιοσύνης δεν επιτρέπει την πρόσδοση τέτοιας βαρύτητας στη μαρτυρία αυτή που να οδηγεί σε ανάλογο εύρημα στο στάδιο αυτό.  

 

Ό,τι άλλο θεωρούμε χρήσιμο να σημειώσουμε είναι την έλλειψη συνοχής της εκδοχής της υπεράσπισης σε άλλα, σχετικά με την πιο πάνω ενότητα, ζητήματα. Πιο συγκεκριμένα ο Κατηγορούμενος 1 ισχυρίστηκε ότι στο σαλόνι υπήρχε ένας καναπές που γινόταν κρεβάτι και ότι το επίδικο βράδυ κοιμήθηκε ένα πρόσωπο στο σαλόνι. Την ίδια στιγμή όμως παρατηρούμε ότι η υπεράσπιση παρόλο που υπέβαλε στον Μ.1 ότι την πόρτα την άνοιξε το πρόσωπο που κοιμόταν στον καναπέ (πρόσωπο διαφορετικό, όπως αναφέρεται και σε άλλο σημείο κατωτέρω, από το πρόσωπο που υποστήριξε ο Κατηγορούμενος 1 ότι κοιμήθηκε στον καναπέ), εντούτοις ουδέποτε αμφισβήτησε τη θέση του Μ.1 ότι στο σαλόνι υπήρχαν δύο ντιβάνια, αλλά ούτε τη θέση της Μ.2 ότι υπήρχαν δύο ή τρία στρώματα και στην πραγματικότητα δεν έδωσε ποτέ σ’ αυτούς την ευκαιρία να τοποθετηθούν επί του ζητήματος αυτού. Η θέση περί ύπαρξης μόνον ενός καναπέ που γινόταν κρεβάτι τέθηκε μόνο στον Μ.3 και μάλιστα κατά τρόπο γενικό. Ο οποίος, ως ήδη λέχθηκε ανωτέρω, ανέφερε πως υπήρχαν 2-3 μονά κρεβάτια. Πέραν τούτου, επισημαίνουμε επίσης ότι παρά τη θέση του Κατηγορούμενου 1 ότι στο δωμάτιο κοιμήθηκαν πέντε άτομα, εντούτοις στον Μ.1 υποβλήθηκε πως στο δωμάτιο κοιμήθηκαν τέσσερα άτομα. Ο ισχυρισμός δε πως το βράδυ κοιμήθηκε στο δωμάτιο και κάποιος Σπύρος, ο οποίος υποτίθεται ήταν το δεύτερο πρόσωπο που είχε κανονικά τη διαμονή του στο συγκεκριμένο διαμέρισμα και ο οποίος δεν εντοπίστηκε από την Αστυνομία διότι σηκώθηκε πιο νωρίς και έφυγε για τη δουλειά, προβλήθηκε για πρώτη φορά κατά τη μαρτυρία του Κατηγορούμενου 1 και ουδέποτε τέθηκε στους μάρτυρες κατηγορίας για να τον σχολιάσουν. 

 

Πέραν των ανωτέρω δεν διέλαθε επίσης την προσοχή μας και η άλλη πτυχή της  αμφισβήτησης των μαρτύρων της κατηγορούσας αρχής, που αφορούσε τη συγκατάθεση για την έρευνα (Τεκμήριο 1) και δη το κατά πόσο αυτή υπεγράφη ή όχι από τον Κατηγορούμενο 1 την επίδικη μέρα. Επί τούτου η θέση του Κατηγορούμενου 1, κατά την κυρίως εξέταση του, ήταν ότι στο έγγραφο είναι μεν ο γραφικός του χαρακτήρας, όμως εκείνη τη μέρα (οι αστυνομικοί) δεν κρατούσαν κανένα χαρτί και δεν του έδωσαν, ούτε και είδε κανένα χαρτί. Ως προς τον γραφικό του χαρακτήρα στο έγγραφο, ανέφερε πως όταν είχε συλληφθεί και είχε έρθει στην Κύπρο 20 μέρες περίπου μετά και βρισκόταν στα κρατητήρια της Αγίας Νάπας, του έπαιρναν διάφορα έγγραφα που δεν ήξερε τι ήταν, αφού δεν ξέρει να διαβάζει «και πολύ» και πιθανόν να βρέθηκε η υπογραφή του σ’ αυτό το έγγραφο.  

 

Σε σχέση με το συγκεκριμένο ζήτημα, ό,τι θα πρέπει να σημειωθεί εξ αρχής είναι πως η υπεράσπιση κατά την προβολή της ένστασης της για κατάθεση των επίδικων τεκμηρίων και την υποβολή του αιτήματος για διεξαγωγή δίκης εντός δίκης, ουδέποτε έθεσε θέμα μη κατανόησης του εγγράφου της συγκατάθεσης επειδή ο Κατηγορούμενος 1 δεν είναι σε θέση να διαβάζει ή να διαβάζει καλά, και συνεπώς τούτο δεν συμπεριλήφθηκε στο πλαίσιο της δίκης εντός δίκης. Ως εμφαίνεται και στην αρχή της παρούσας απόφασης, η θέση της υπεράσπισης, πέραν του ότι ο Κατηγορούμενος 1 δεν υπέγραψε τη συγκατάθεση, ήταν πως δεν του επεξηγήθηκε το περιεχόμενο και οι συνέπειες της συγκατάθεσης, ώστε ν’ αντιληφθεί και να δώσει ενημερωμένη συγκατάθεση.

 

Ακόμα όμως και αν ήθελε θεωρηθεί με μια πολύ ελαστική προσέγγιση πως εμπίπτει στο πλαίσιο της δίκης εντός δίκης, επειδή εμπεριέχεται στον ισχυρισμό περί μη επεξήγησης του εγγράφου και πάλιν τα πράγματα δεν διαφοροποιούνται. Επί τούτου σημειώνουμε κατ’ αρχάς, ότι o Κατηγορούμενος 1 στην κυρίως εξέταση του ισχυρίστηκε ότι πήγε μέχρι την πρώτη Δημοτικού και στην ερώτηση αν μπορεί να διαβάζει μεγάλα κείμενα/έγγραφα, απάντησε «όχι δεν μπορώ, δεν ξέρω γράμματα καλά και δεν μπορώ να τα διαβάσω». Ακολούθως στην αντεξέταση του, πρόβαλε τη θέση πως δεν ξέρει γράμματα και δεν μπορεί να διαβάσει. Στη συνέχεια όμως τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου η κατάθεση που έδωσε στην Αστυνομία στις 30.8.22 (Τεκμήριο 3). Οφείλουμε να παρατηρήσουμε κατ’ αρχάς ότι από τον τρόπο που έχει γράψει στο τέλος της κατάθεσης το λεκτικό που προφανώς του υπαγορεύτηκε[10], με το οποίο αναφέρει ότι διάβασε την κατάθεση και πληροφορήθηκε ότι μπορεί να κάνει διορθώσεις, αλλαγές ή προσθήκες, καθώς επίσης ότι η κατάθεση είναι ορθή, οι απαντήσεις είναι γραμμένες όπως τις έλεγε και την έδωσε ελεύθερα με τη θέληση του, ό,τι φαίνεται εκ πρώτης, είναι απλώς πως πρόκειται για άτομο που δεν μπορεί να γράψει σωστά ή και είναι ανορθόγραφο. Επαναλαμβάνουμε όμως πως στην εν λόγω κατάθεση (στο πλαίσιο της οποίας του έγιναν 44 ερωτήσεις) στο τέλος δηλώνει ότι την διάβασε και την υπογράφει ως ορθή στην παρουσία δύο αστυνομικών ήτοι του Αστ.1748 και της Αστ.4875 (βλ. τη δήλωση του πρώτου αστυφύλακα στο τέλος της κατάθεσης), κάτι που δεν φαίνεται να υποστηρίζει την προαναφερθείσα θέση που προώθησε.

 

Ως προς τη θέση του δε πως δεν γνωρίζει ούτε τι γράφει στην κατάθεση του, πέραν των όσων έχουν αναφερθεί αμέσως πιο πάνω, σημειώνουμε πως και οι απαντήσεις του σε σχέση με το ζήτημα αυτό, κατά την αντεξέταση του, εμπεριείχαν κάποια ασάφεια αφού, μεταξύ άλλων, ανέφερε «μπορεί να μου έλεγαν γράψε και εγώ έγραφα», αμέσως μετά «μάλλον έγινε», «δεν το έγραψα εγώ» και αμέσως μετά «το έγραψα αλλά μπορεί να το έγραψα με άλλο τρόπο, να με καθοδήγησε…» αλλά και «μπορεί ναι μπορεί και όχι».

 

Επανερχόμενοι τώρα στη συγκατάθεση Τεκμήριο 1 και στη θέση του Κατηγορούμενου 1 πως δεν την υπόγραψε την επίδικη ημερομηνία αλλά μεταγενέστερα, οφείλουμε να σημειώσουμε κατ’ αρχάς ότι δεν τέθηκε ποτέ είτε στον Μ.1 είτε στην Μ.2, ότι την ημέρα εκείνη δεν είχαν μαζί τους το έγγραφο της συγκατάθεσης και ότι δεν έδειξαν κανένα έγγραφο στον Κατηγορούμενο 1. Αυτό που υποβλήθηκε είναι πως δεν του επεξήγησαν ουσιαστικά οτιδήποτε και δεν υπέγραψε τη συγκατάθεση.

 

Εν πάση περιπτώσει αυτό που έχει σημασία να λεχθεί, είναι ότι δεν ήταν αντιληπτό εκ της μαρτυρίας του πότε υπόγραψε το συγκεκριμένο έγγραφο, το οποίο κατά παραδοχή του ιδίου φέρει την υπογραφή του αλλά και τον γραφικό του χαρακτήρα στα σημεία της ημερομηνίας και της ώρας, ούτε και εξήγησε με σαφή και ξεκάθαρο τρόπο τις συνθήκες κάτω από τις οποίες ισχυρίζεται ότι έγινε αυτό, για να μπορεί το Δικαστήριο να εξαγάγει τα συμπεράσματα του. Αυτό που ισχυρίστηκε ουσιαστικά είναι ότι «πιθανόν» να υπέγραψε το έγγραφο 20 περίπου μέρες μετά, όταν τον έφεραν από την Ελλάδα και τέθηκε υπό κράτηση στην Αγία Νάπα.  Όπως ανέφερε, όταν ήταν κρατούμενος του είχαν δώσει πολλά χαρτιά και «πολύ πιθανόν να ήταν και αυτό εκεί», ενώ ως προς το ότι η ημερομηνία και η ώρα που ανέγραψε στο έγγραφο ανταποκρίνονται στην πραγματική ημερομηνία και ώρα της έρευνας, ανέφερε «Εάν μου έδιναν αυτοί το χαρτί και εγώ δεν ξέρω τίποτα και μου έλεγαν γράψε ό,τι σου λέω εγώ και εγώ δεν ξέρω γράμματα το έκανα.» αλλά και ότι «Μπορεί να το έκανα αυτό …. και μου έλεγαν γράψε τάδε και τάδε πράγματα….».  

 

Παρενθετικά, θα πρέπει στο σημείο αυτό να παραπέμψουμε ακόμη μια αφορά στο πλαίσιο της δίκης εντός δίκης, όπως αυτό καθορίστηκε κατόπιν των θέσεων που προβλήθηκαν από την υπεράσπιση, για να πούμε ότι βεβαίως αυτό που τέθηκε σαν θέση είναι ότι ο Κατηγορούμενος δεν υπόγραψε το έγγραφο την επίδικη μέρα αλλά μεταγενέστερα, αλλά δεν προβλήθηκε ποτέ ζήτημα παραπλάνησης / εξαπάτησης του Κατηγορούμενου από την Αστυνομία, προκειμένου να συμπληρώσει εκ των υστέρων το έγγραφο με την ημερομηνία και ώρα της έρευνας, η οποία έλαβε χώρα σε προγενέστερο χρόνο.

 

Η δε θέση του ότι δεν είχε μαζί του ταυτότητα την επίδικη μέρα, ούτε ήξερε τον αριθμό της προκειμένου να τον δώσει στον Μ.1 για να τον καταγράψει στο Τεκμήριο 1, δεν διαφοροποιεί τα πράγματα. Επί τούτου επισημαίνουμε ότι ο Μ.1 κατέγραψε τον αριθμό της ταυτότητας του Κατηγορούμενου 1 και στην κατάθεση που ετοίμασε την επόμενη μέρα ήτοι στις 30.7.22 και λαμβάνοντας υπόψη ότι ο τελευταίος δεν ισχυρίστηκε ποτέ ότι έδωσε τον αριθμό της ταυτότητας του στον Μ.1 ή σε άλλο αστυνομικό, όταν μεταφέρθηκε στο ΤΑΕ την 29.7.22, θεωρούμε πως ο Μ.1 δεν θα μπορούσε να γνωρίζει τον αριθμό παρά μόνο υπό τις συνθήκες που ο ίδιος εξήγησε. Ιδίως αν συνυπολογιστεί πως ο τελευταίος, δεν αντεξετάστηκε ως προς άλλες δυνατότητες που είχε στη διάθεση του να διακριβώσει τον αριθμό.  

 

Ανοίγοντας εδώ μια παρένθεση πριν προχωρήσουμε περαιτέρω, σημειώνουμε ότι η υπεράσπιση κατά το στάδιο των αγορεύσεων ήγειρε ζήτημα παραβίασης του κανόνα για παρουσίαση της καλύτερης δυνατής μαρτυρίας, αφου το Τεκμήριο 1 αποτελεί αντίγραφο.  Πιο συγκεκριμένα είναι η θέση της υπεράσπισης ότι υπάρχει ένσταση σε σχέση με το γεγονός ότι παρουσιάστηκε αντίγραφο και όχι το πρωτότυπο, εφόσον αμφισβητείται η αυθεντικότητα του εγγράφου επί του οποίου «με γυμνό μάτι φαίνεται ότι χρησιμοποιήθηκαν δύο πένες» και περαιτέρω υπάρχει διαγραφή της διεύθυνσης «Γιούρι Γκαγκάριν». Κατ’ αρχάς ν’ αναφερθεί ότι η κατηγορούσα αρχή δεν έχει αμφισβητήσει ότι εν προκειμένω κατατέθηκε αντίγραφο του εγγράφου, ούτε αμφισβήτησε πως το πρωτότυπο βρίσκεται στην κατοχή της. Από εκεί και πέρα όμως, επισημαίνεται ότι κατά την παρουσίαση του εγγράφου προς κατάθεση στο Δικαστήριο, δεν υπήρξε ένσταση από πλευράς υπεράσπισης, αλλά ούτε και έτυχε κάποιας αντεξέτασης ο Μ.1 σε σχέση με τη διαγραμμένη διεύθυνση και τον ισχυρισμό για χρήση δύο πενών. Για το τελευταίο οφείλουμε να πούμε βεβαίως πως εκ πρώτης, από τη μελέτη του εγγράφου που βρίσκεται ενώπιον μας, δεν προκύπτει οτιδήποτε που να μπορεί το Δικαστήριο να διαπιστώσει, χωρίς τη μαρτυρία ειδικού, η οποία βεβαίως δεν προσκομίστηκε από την πλευρά που φέρει το σχετικό βάρος. Επίσης, ο Κατηγορούμενος 1 δεν ανέφερε οτιδήποτε σχετικό μ’ αυτά, ούτε ήταν βεβαίως η θέση του πως όταν υπέγραψε αναγραφόταν άλλη διεύθυνση, η οποία εκ των υστέρων φαίνεται να είναι διαγραμμένη. Αντίθετα αναγνώρισε στο έγγραφο την υπογραφή και τα γράμματα του. Ολοκληρώνοντας δε με το συγκεκριμένο ζήτημα, επισημαίνουμε ότι υπό τις περιστάσεις δεν θεωρούμε πως θα πρέπει σε αυτό το στάδιο να μας απασχολήσει περαιτέρω το ζήτημα αυτό, ούτε βεβαίως ζήτημα αυθεντικότητας του εγγράφου, το οποίο είναι ούτως ή άλλως σαφές πως εκφεύγει των επιδίκων ζητημάτων.

 

Επανερχόμενοι στην εκτίμηση της μαρτυρίας και πέραν των όσων αναφέρθηκαν ανωτέρω, επισημαίνουμε ότι και οι θέσεις που προβλήθηκαν από τον Κατηγορούμενο 1 για την εν γένει συμπεριφορά των αστυνομικών κατά το χρονικό διάστημα που ενδιαφέρει για σκοπούς της παρούσας διαδικασίας, όπως καθορίστηκε με βάση τις θέσεις των συνηγόρων της υπεράσπισης, ήτοι από τη στιγμή της εισόδου στο διαμέρισμα μέχρι και τη μεταφορά τους στο Σταθμό, εάν συνυπολογιστούν και οι θέσεις που τέθηκαν στους μάρτυρες κατηγορίας, καταδεικνύουν κάποια ασυνέπεια. Και εξηγούμε.

 

Κατ’ αρχάς σημειώνουμε ότι σε αντίθεση με τις υποβολές που έγιναν στους Μ.1 και Μ.2, ότι ο Κατηγορούμενος 1 κοιμόταν στο δωμάτιο και ξύπνησε από τις φωνές των αστυνομικών, όταν μπήκαν ήδη μέσα στο διαμέρισμα, ο τελευταίος υποστήριξε στη μαρτυρία του ότι η Αστυνομία κτύπησε την πόρτα του διαμερίσματος πολύ δυνατά, φωνάζοντας «ανοίξετε την πόρτα γιατί θα την σπάσουμε», και ο ίδιος ξύπνησε από το δυνατό κτύπημα (και μετά άνοιξε την πόρτα ο Θ.Λ.). Εάν κοιμόταν βεβαίως και ξύπνησε όταν μπήκαν πλέον στο διαμέρισμα οι αστυνομικοί, προφανώς η θέση του πως άκουσε τα πιο πάνω δεν ισχύει. Στο σημείο αυτό δε, παρενθετικά, σημειώνουμε ότι η θέση του ότι την πόρτα άνοιξε ο Θ.Λ., δεν συνάδει με τη θέση που υποβλήθηκε στον Μ.1 κατά την αντεξέταση του, ότι την πόρτα άνοιξε ο Ν.Π., που ήταν υποτίθεται το πρόσωπο που κοιμόταν στο σαλόνι.

 

Ως προς τη θέση του δε ότι άκουσε ένα πολύ δυνατό κτύπημα στην πόρτα, το οποίο πιστεύει ότι δεν ήταν κτύπημα ανθρώπινου χεριού αλλά από το πίσω μέρος του όπλου, οφείλουμε να παρατηρήσουμε και πάλιν, έχοντας υπόψη την πιο πάνω διάσταση στις θέσεις της υπεράσπισης, ότι βεβαίως δεν θα μπορούσε ν’ ακούσει και να δώσει την εν λόγω περιγραφή στην περίπτωση που κοιμόταν ως ανωτέρω έχει αναφερθεί. Εν πάση όμως περιπτώσει, πέραν της γενικής αναφοράς του Κατηγορούμενου 1, δεν δόθηκε καμία εξήγηση για τη συγκεκριμένη αναφορά του, η οποία ως προκύπτει δεν αποτελεί τίποτε περισσότερο από μια εικασία. Πάντως, οφείλουμε να επισημάνουμε εδώ πως δεν ήταν ποτέ η θέση του ότι άκουσε κτυπήματα από πολλά όπλα και το λέμε αυτό διότι υποβλήθηκε στον Μ.3 ότι κτύπησαν τέσσερις αστυνομικοί με τα πιστόλια την πόρτα. Σημειώνεται δε ότι τέτοια θέση αν και υποβλήθηκε στον Μ.3,  ουδέποτε τέθηκε στους Μ.1 και Μ.2.

 

Ερχόμενοι τώρα στα όσα ισχυρίστηκε ο Κατηγορούμενος 1 ότι έλαβαν χώραν στο διαμέρισμα αμέσως μετά την είσοδο της Αστυνομίας, παρατηρούμε επίσης μια διάσταση εν σχέσει με τις θέσεις που τέθηκαν στους μάρτυρες κατηγορίες. Ειδικότερα, σημειώνουμε πως ουδέποτε τέθηκε στους μάρτυρες κατηγορίας η εκδοχή του Κατηγορούμενου 1, ότι μόλις μπήκαν στο διαμέρισμα πήγαν στο δωμάτιο, ότι ο Μ.1 κλώτσησε το κρεβάτι και τους είπε να σηκωθούν και να πάνε στο σαλόνι, ότι η Μ.2 (στο δωμάτιο) τους έλεγε «κοιμούνται τα γαϊδούρια» και επίσης «ποιος είναι ο Νίκος», αλλά ούτε πως όλοι οι αστυνομικοί μπήκαν στο δωμάτιο έχοντας στη μέση τους όπλα, τα οποία κρατούσαν μάλιστα με το χέρι τους.

 

Δεν διέλαβε βεβαίως την προσοχή μας ότι τέθηκε στον Μ.1 γενικά ότι κρατούσε πιστόλι, με το οποίο μάλιστα κτύπησε την πόρτα, όμως επισημαίνουμε πως ουδέποτε του τέθηκε η θέση πως είχε το πιστόλι στη μέση και περιφερόταν στο διαμέρισμα κρατώντας το μάλιστα με το χέρι του, ούτε όμως ότι και οι λοιποί αστυνομικοί ενήργησαν τοιουτοτρόπως. Στον Μ.3 δε τέθηκε η θέση πως κτύπησαν και οι τέσσερις την πόρτα με τα όπλα τους αλλά και ότι ο ίδιος είχε το πιστόλι εκτός θήκης και περιφερόταν στο διαμέρισμα, κάτι που δεν υποστήριξε ποτέ ο Κατηγορούμενος 1.

 

Δεν μας διέφυγε επίσης ότι σε κάποια στιγμή υποβλήθηκε γενικά στην Μ.2 ότι μπήκαν με τρόπο που τους φόβισαν, τους έκαναν να νιώσουν ότι είναι υπό κράτηση και τους χαρακτήρισαν γαιδούρια, όμως ποτέ δεν υποβλήθηκε στη μάρτυρα αυτή ή σε οποιοδήποτε άλλο μάρτυρα η θέση που προώθησε ο Κατηγορούμενος 1 ότι αμέσως μετά που μπήκαν, πήγαν στο δωμάτιο και η μάρτυρας τους είπε όσα αναφέρονται πιο πάνω. Αντίθετα, αυτό στο οποίο κλήθηκε να τοποθετηθεί η μάρτυρας είναι κατά πόσο έψαξε ένα σημάδι γέννησης, που όπως της υποδείχθηκε έχει ο Κατηγορούμενος 2, με τη μάρτυρα ν’ αρνείται κατηγορηματικά κάτι τέτοιο.

 

Περαιτέρω, αποτέλεσε θέση του Κατηγορούμενου 1 ότι οι αστυνομικοί τους πήραν στο Σταθμό «με το ζόρι». Συγκεκριμένα ανέφερε ότι τους είπαν «θα έρθετε μαζί μας στο Αστυνομικό Τμήμα» και αυτοί επειδή ήταν φοβισμένοι και τρομαγμένοι πήγαν μαζί τους, με συνοδεία. Ουδέποτε όμως τέθηκε ο εν λόγω ισχυρισμός στους μάρτυρες κατηγορίας για σχολιασμό. Αυτό που είχε τεθεί ουσιαστικά στους μάρτυρες κατηγορίας κατά την αντεξέταση τους, ήταν ότι δια της συμπεριφοράς τους έθεσαν τα πρόσωπα στο διαμέρισμα υπό σύλληψη και στη συνέχεια τους οδήγησαν στον Σταθμό προκειμένου να συλλάβουν τον Α.Μ. και τον Κατηγορούμενο 2.

 

Εν κατακλείδι και έχοντας συνεκτιμήσει το σύνολο της μαρτυρίας, αποδεχόμαστε ότι τα γεγονότα που αφορούν την έρευνα και την παραλαβή των τεκμηρίων, καθώς επίσης τη μεταφορά των Κατηγορούμενων και των λοιπών προσώπων στο ΤΑΕ, διαδραματίστηκαν όπως τα περιέγραψαν οι μάρτυρες κατηγορίας, η μαρτυρία των οποίων όπως ήδη υποδείξαμε ανωτέρω, είχε συνοχή και συνήδε λογικά. Οι δε θέσεις που προωθήθηκαν από την υπεράσπιση, καίτοι συνυπολογίστηκαν, με δεδομένη την ασάφεια και την ασυνέπεια που παρατηρήθηκε βάση της ανάλυσης που προηγήθηκε, δεν θεωρούμε πως ήταν ικανές να οδηγήσουν σε ανάλογα ευρήματα και να πλήξουν έτσι την εκδοχή της κατηγορούσας αρχής επί των ζητημάτων που απασχολούν στο πλαίσιο αυτό.

 

Νομική Πτυχή

 

Κατ’ αρχάς, πριν αναφερθεί οτιδήποτε άλλο, είναι θεωρούμε τούτο το κατάλληλο σημείο για ν’ αναφέρουμε τα εξής. Όπως ήδη αναφέρθηκε και στην αρχή της παρούσας, το Δικαστήριο, εκδίδοντας την ενδιάμεση απόφαση του για τη διεξαγωγή δίκης εντός δίκης, έχει καθορίσει αυστηρώς το πλαίσιο της, όπως επιτάσσει η νομολογία. Ο καθορισμός του πλαισίου έγινε βεβαίως στη βάση του περιεχομένου της ένστασης και των όσων σχετικά αναφέρθηκαν από τους συνηγόρους των Κατηγορούμενων 1 και 2.  Με αυτά υπόψη, σημειώνουμε την πάγια νομολογημένη αρχή ότι μόνον σε εξαιρετικές περιπτώσεις το Δικαστήριο θα επιτρέψει παρέκκλιση από τους λόγους που δηλώθηκαν αρχικώς ως επίδικοι[11].

 

Εν προκειμένω, είναι γεγονός πως ο συνήγορος του Κατηγορούμενου 1 κατά το στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας της δίκης εντός δίκης επιχείρησε να υπεισέλθει σε ζητήματα εκτός πλαισίου της δίκης εντός δίκης, υποβάλλοντας ερωτήσεις κυρίως για τα όσα έλαβαν χώραν στο ΤΑΕ μετά τη μεταφορά των Κατηγορούμενων και των λοιπών προσώπων εκεί. Ως προκύπτει από τα πρακτικά της διαδικασίας, το Δικαστήριο κλήθηκε σε διάφορα σημεία της διαδικασίας ν’ αποφανθεί επί τούτου και εν τέλει δεν επέτρεψε τη συζήτηση θεμάτων άσχετων με τα επίδικα ζητήματα, όπως τούτα καθορίστηκαν επαναλαμβάνεται με βάση τις θέσεις που πρόβαλε η υπεράσπιση.  Μετά το πέρας της διαδικασίας δε και συγκεκριμένα κατά το στάδιο των αγορεύσεων, ο ίδιος συνήγορος ζήτησε όπως επεκταθεί «λίγο αυτό το πλαίσιο» και εισηγήθηκε ουσιαστικά όπως συμπεριληφθεί στις παραβιάσεις που εισηγείται η πλευρά της υπεράσπισης ότι έλαβαν χώρα, το άρθρο 15 του Συντάγματος και το αντίστοιχο άρθρο 8 της ΕΣΔΑ για το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής, προβάλλοντας τη θέση πως δεν αλλοιώνεται το πλαίσιο που έχει καθοριστεί εξ αρχής.

 

Είναι γεγονός ότι το άρθρο 16 όσο και το άρθρο 15 του Συντάγματος, αντιστοιχούν στο άρθρο 8 της ΕΣΔΑ, αφού το τελευταίο συνδυάζει την προστασία τόσο του ασύλου της κατοικίας όσο και της οικογενειακής και ιδιωτικής ζωής. Ως προκύπτει δε από τη νομολογία του ΕΔΑΔ, το δικαίωμα σεβασμού της κατοικίας, αποτελεί προέκταση του δικαιώματος ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής[12].  Με αυτά υπόψη και χωρίς να διαλανθάνει την προσοχή μας ότι δεν ηγέρθη εξ αρχής ζήτημα παραβίασης του άρθρου 15 του Συντάγματος αλλά και ότι η πλευρά της κατηγορούσας αρχής δεν προέβη σε σχολιασμό του εν λόγω άρθρου για τον λόγο αυτό, με δεδομένο ότι ενόψει των όσων έχουν αναφερθεί ουσιαστικά δεν αλλοιώνεται το πλαίσιο της δίκης εντός δίκης, αφού τυχόν διαπίστωση παραβίασης του ασύλου της κατοικίας οδηγεί αυτόματα και σε παραβίαση του δικαιώματος της ιδιωτικής ζωής, εγκρίνουμε το αίτημα και θεωρούμε πως το πλαίσιο περιλαμβάνει και εισήγηση για παραβίαση του άρθρου 15 του Συντάγματος. 

 

Με αυτά υπόψη λοιπόν και έχοντας κατά νουν τους λόγους ένστασης και το πλαίσιο που καθορίστηκε από το Δικαστήριο, προχωρούμε στην εξέταση της ένστασης. Με δεδομένο δε ότι η ένσταση περιστρέφεται γύρω από την ισχυριζόμενη παρανομία που περιβάλλει τη λήψη της επίμαχης μαρτυρίας, αρχίζουμε λέγοντας πως αποτελεί καθιερωμένη αρχή, πως σε κάθε περίπτωση είναι υποχρέωση της Κατηγορούσας Αρχής ν’ αποδείξει θετικά και πέραν από κάθε λογική αμφιβολία, ότι στοιχεία μαρτυρίας που επιχειρεί να προσκομίσει στο Δικαστήριο δεν μολύνονται από αντισυνταγματική, παράνομη ή άλλως πως, επιλήψιμη ενέργεια ή παράλειψη της Αστυνομίας.  Τονίζεται δε εδώ, ότι σύμφωνα με τη Νομολογία, ενόψει των διατάξεων των άρθρων 34 και 35 του Συντάγματος, δεν υπάρχει δυνατότητα αποδοχής μαρτυρίας που λήφθηκε κατά παράβαση δικαιωμάτων και ελευθεριών που κατοχυρώνει το Σύνταγμα. Έτσι, μαρτυρία η οποία λαμβάνεται ή προκύπτει ως αποτέλεσμα της παραβίασης των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών του ανθρώπου, τα οποία κατοχυρώνονται στο Δεύτερο Μέρος του Συντάγματος, αποκλείεται ως μαρτυρία, άσχετα με την αποδεικτική της αξία και το σκοπό για τον οποίο λήφθηκε[13]. Απεναντίας, σε περίπτωση που η μαρτυρία εξασφαλίζεται όχι κατά παράβαση δικαιωμάτων και ελευθεριών που κατοχυρώνει το Σύνταγμα, αλλά κατά παράβαση Νόμου, το Δικαστήριο έχει διακριτική ευχέρεια αποδοχής της, υπό κάποιες προϋποθέσεις[14]. Για το ζήτημα της παρανόμως ληφθείσας μαρτυρίας, παραπέμπουμε και στο σύγγραμμα «Το Δίκαιο της Απόδειξης» ανωτέρω, σελ. 758 επ..

 

Η ισχυριζόμενη ζημιά της υπεράσπισης και η παραβίαση του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη, επειδή δεν της δόθηκε μαρτυρία στο πλαίσιο της αποκάλυψης με βάση το άρθρο 7 του Κεφ.155

 

Πριν προχωρήσουμε όμως και υπεισέλθουμε στις πιο ουσιαστικές εισηγήσεις της υπεράσπισης για παραβίαση συνταγματικών διατάξεων, επιθυμούμε να σχολιάσουμε τη συγκεκριμένη θέση της υπεράσπισης. Ως ισχυρίστηκε η υπεράσπιση κατά το στάδιο των αγορεύσεων, έχει βρεθεί προ εκπλήξεως και υπέστη ζημιά, καθώς επίσης παραβιάστηκε το δικαίωμα της σε δίκαιη δίκη, επειδή ουσιαστικά η θέση που προέκυπτε από τις καταθέσεις των Μ.1 και Μ.2 ότι η έρευνα έγινε από τέσσερις αστυνομικούς, έχει αλλάξει και περαιτέρω προβλήθηκε η θέση πως οι εν λόγω δύο μάρτυρες μετά που κτύπησαν την πόρτα και προέβησαν στις αρχικές ενέργειες που περιέγραψαν, κατέβηκαν κάτω για 45 λεπτά αναμένοντας την άφιξη των άλλων δύο αστυνομικών.

 

Είναι βεβαίως σαφές πως η επίκληση του άρθρου 7 του Κεφ.155, το οποίο κατοχυρώνει το δικαίωμα ενός Κατηγορούμενου που αντιμετωπίζει ποινική υπόθεση, να έχει πρόσβαση «στις καταθέσεις και τα έγγραφα που λήφθηκαν κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης αναφορικά με το υπό εκδίκαση αδίκημα, προκειμένου να διασφαλιστεί ο δίκαιος χαρακτήρας της διαδικασίας και η προετοιμασία της υπεράσπισης του κατηγορουμένου»[15], είναι ατυχής. Εν προκειμένω δεν αμφισβητείται ότι η κατηγορούσα αρχή έχει παραχωρήσει έγκαιρα στην υπεράσπιση τις καταθέσεις των Μ.1 και Μ.2, το περιεχόμενο των οποίων βεβαίως ήταν γνωστό στην υπεράσπιση πριν την έναρξη της διαδικασίας της δίκης εντός δίκης.  Το γεγονός δε πως στη δια ζώσης μαρτυρία τους οι εν λόγω μάρτυρες προέβησαν σε κάποιες διορθώσεις ή διευκρινίσεις ή και έδωσαν περισσότερες λεπτομέρειες επί των όσων αναφέρονται στις καταθέσεις τους, δεν θεωρούμε βεβαίως ότι συνεπάγεται παραβίαση της υποχρέωσης της κατηγορούσας αρχής η οποία πηγάζει από το άρθρο 7 ανωτέρω. Περιπλέον, σημειώνεται πως η κλήση του Μ.3 στο Δικαστήριο, ο οποίος έλαβε μέρος στην έρευνα αλλά δεν έδωσε κατάθεση για το λόγο που εξήγησε, ήτοι ότι ο δικός του ρόλος ήταν απλά η παροχή βοήθειας στον Μ.1 κατά την εκτέλεση της έρευνας και ουδεμία άλλη εμπλοκή είχε στην υπόθεση, και ο οποίος επιβεβαίωσε τη θέση πως η Μ.2 δεν έλαβε μέρος στην έρευνα αλλά και ότι όταν έφτασε στο μέρος με τον συνάδελφο του Α/Αστ. 3432 τους ανέμεναν ο Μ.1 και η Μ.2 προκειμένου να διεξαχθεί η έρευνα, θεωρήθηκε προφανώς αναγκαία από την κατηγορούσα αρχή, έχοντας υπόψη το πλαίσιο της δίκης εντός δίκης όπως τούτο καθορίστηκε με βάση την ένσταση της υπεράσπισης.  Η παρουσία πάντως του Μ.3 κατά την έρευνα, ήταν σε κάθε περίπτωση γνωστή στην υπεράσπιση μέσω των καταθέσεων των άλλων δύο μαρτύρων της κατηγορούσας αρχής.

 

Λέγοντας αυτά, σημειώνουμε περαιτέρω πως σε κάθε περίπτωση η υπεράσπιση είχε την ευκαιρία ν’ αντεξετάσει όλους τους μάρτυρες της κατηγορούσας αρχής και να θέσει τις θέσεις της σε ότι αφορά τα ζητήματα που επιθυμούσε να προωθήσει. Επιπλέον, αντεξέτασε τους μάρτυρες και μάλιστα έντονα, και σε σχέση με τα όσα οι Μ.1 και Μ.2 πρόσθεσαν ή διευκρίνισαν ή για τα οποία έδωσαν περαιτέρω λεπτομέρειες. Με δεδομένο δε και ότι η υπεράσπιση είχε υπόψη της το έγγραφο της συγκατάθεσης, στο οποίο αναγράφεται η ώρα που υπεγράφη ήτοι 09:03, και επίσης γνώριζε μέσω της κατάθεσης του Μ.1 (Έγγραφο Α) ότι η ώρα εκτέλεσης της έρευνας ήταν μεταξύ των ωρών 09:48-10:00 και δεν ζήτησε προηγουμένως οποιαδήποτε διευκρίνιση ή λεπτομέρειες, μας είναι δύσκολο να κατανοήσουμε την «έκπληξη» της υπεράσπισης και μάλιστα σε βαθμό που να τίθεται θέμα ζημιάς της υπεράσπισης ή παραβίασης του δικαιώματος για δίκαιη δίκη.

 

Ολοκληρώνοντας με αυτό το ζήτημα, σημειώνουμε πως δεν διέλαθαν την προσοχή μας τα όσα αναφέρθηκαν από το συνήγορο της υπεράσπισης για το δικαίωμα κατάθεσης γραπτής δήλωσης μάρτυρα στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας με βάση τον περί Αποδείξεως Νόμο, Κεφ.9, σε συνάρτηση με κάποια πρακτική που ακολουθείται στην Αγγλία σε σχέση με τις καταθέσεις μαρτύρων σε αστικές υποθέσεις. Πέραν όμως του ότι η σύγκριση με κάποια πρακτική στην Αγγλία σε πολιτικές υποθέσεις δεν είναι κατανοητή και εν πάση περιπτώσει δεν έχει συσχετιστεί επαρκώς με την περίπτωση που μας απασχολεί και δη με την εισήγηση για τη μη αποκάλυψη μαρτυρίας με βάση το άρθρο 7, δεν θεωρούμε πως προσφέρει κάτι προς ουσιαστική συζήτηση στο πλαίσιο της παρούσας υπόθεσης.

 

Η εισήγηση περί παραβίασης των άρθρων 15 και 16 του Συντάγματος 

 

Επίκεντρο της εισήγησης της υπεράσπισης ήταν βέβαια το άρθρο 16 του Συντάγματος, το οποίο προνοεί τα εξής:

 

«1. Η κατοικία εκάστου είναι απαραβίαστος.

 

2. Η είσοδος εις οιανδήποτε κατοικίαν ή οιαδήποτε έρευνα εντός αυτής δεν επιτρέπεται, ειμή ότε και όπως ο νόμος ορίζη και κατόπιν δικαστικού εντάλματος δεόντως ητιολογημένου ή οσάκις η είσοδος ενεργήται τη ρητή συναινέσει του ενοίκου ή προς τον σκοπόν διασώσεων θυμάτων οιουδήποτε αδικήματος βίας ή οιασδήποτε καταστροφής. »

 

Συναφώς, ως προκύπτει από το πιο πάνω άρθρο, αποτελεί συνταγματική επιταγή ότι η είσοδος και η διεξαγωγή έρευνας σε κατοικία, εφόσον δεν εξασφαλιστεί προηγουμένως σχετικό ένταλμα, προϋποθέτει την ύπαρξη ρητής συγκατάθεσης εκ μέρους του ενοίκου της κατοικίας αυτής. Λαμβανομένου υπόψη λοιπόν ότι εν προκειμένω η έρευνα της Αστυνομίας δεν διεξήχθη δυνάμει σχετικού εντάλματος έρευνας, το ερώτημα που προκύπτει είναι κατά πόσο υπήρξε ρητή συγκατάθεση από ένοικο του επίδικου διαμερίσματος, κάτι που αμφισβήτησε έντονα βεβαίως η υπεράσπιση.

 

Στην υπόθεση Γεωργίου v Δημοκρατίας κ.α., Ποιν. Εφ. 105/19 (Σχ. με 118/19 και 119/19), ημερ. 25.6.21, το Ανώτατο Δικαστήριο απασχόλησε η έννοια της συναίνεσης του άρθρου 16 πιο πάνω και δη το πότε υπάρχει έγκυρη και αποτελεσματική συναίνεση προκειμένου να θεωρείται πως υπάρχει παραίτηση από τα συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα του σεβασμού της ιδιωτικής ζωής και του απαραβίαστου της κατοικίας. Στην εν λόγω υπόθεση, κατ’ αρχάς αναλύθηκε η προσέγγιση που ακολουθείται από το Ανώτατο Δικαστήριο του Καναδά, σε αντιδιαστολή με την προσέγγιση της πλειοψηφίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου των Ηνωμένων Πολιτειών [βλ. Schneckloth vBustamonte, 412 U.S. 218 (1973)] και επισημάνθηκε ότι η καναδική προσέγγιση διαφέρει από την προσέγγιση της πλειοψηφίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου των Ηνωμένων Πολιτειών στην Schneckloth όπου, ως επεξηγείται, το Ανώτατο Δικαστήριο των Η.Π.Α διακρίνοντας, ουσιαστικά, μεταξύ των διαφόρων συνταγματικών δικαιωμάτων για τους σκοπούς της παραίτησης από συνταγματικό δικαίωμα, έκρινε ότι το κριτήριο της παραίτησης - το οποίο είναι το ίδιο με αυτό που ισχύει στον Καναδά - εφαρμόζεται μόνο στις περιπτώσεις που τα εμπλεκόμενα δικαιώματα αφορούν το δίκαιο της διαδικασίας της δίκης (trial process) - το δικαίωμα της σιωπής και της πρόσβασης σε δικηγόρο - στη διασφάλιση του οποίου δεν αποβλέπει η Τέταρτη Τροποποίηση του Συντάγματος παρά μόνο στην ιδιωτική ζωή των ατόμων.

 

Όπως τέθηκε το θέμα στην Schneckloth:

 

 «Almost without exception, the requirement of a knowing and intelligent waiver has been applied only to those rights which the Constitution guarantees to a criminal defendant in order to preserve a fair trial…

 

[….]

 

The Constitution requires that every effort be made to see to it that a defendant in a criminal case has not unknowingly relinquished the basic protections that the Framers thought indispensable to a fair trial.

 

The protections of the Fourth Amendment are of a wholly different order, and have nothing whatever to do with promoting the fair ascertainment of truth at a criminal trial. Rather, as Mr. Justice Frankfurter's opinion for the Court put it in Wolf v. Colorado, 338 U.S. 25, 27 , the Fourth Amendment protects the "security of one's privacy against arbitrary intrusion by the police . . . .»

 

Για να καταλήξει το Ανώτατο Δικαστήριο στη Γεωργίου (ανωτέρω) να υιοθετήσει  την καναδική προσέγγιση, λέγοντας πως το δόγμα της παραίτησης από συνταγματικό δικαίωμα (doctrine of waiver), όπως εφαρμόζεται από το Ανώτατο Δικαστήριο του Καναδά, συνάδει με τις αρχές που έχει καθιερώσει η κυπριακή νομολογία, ως προς τη διασφάλιση των θεμελιωδών δικαιωμάτων υπόπτου τα οποία προνοούνται στο Σύνταγμα, στο πλαίσιο του ανακριτικού έργου της Αστυνομίας. Λέχθηκαν συγκεκριμένα τα εξής:

 

« Η συναίνεση του ενοίκου μιας κατοικίας, συνεπάγεται παραίτηση από τα συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα του σεβασμού της ιδιωτικής ζωής και του απαραβίαστου της κατοικίας του. Σε συμφωνία με την καναδική προσέγγιση, θεωρούμε ότι για να είναι η συγκατάθεση έγκυρη και αποτελεσματική προϋποθέτει την ύπαρξη δυνατότητας άσκησης επιλογής μεταξύ του να επιτρέψει ο ένοικος την είσοδο ή να την αρνηθεί.  Η οποιαδήποτε επιλογή έχει νόημα μόνο αν ο ένοικος γνωρίζει για το δικαίωμα του να αρνηθεί και, στην περίπτωση συναινέσεως του, για τις τυχόν συνέπειες από αυτή.  Ιδιαίτερα όταν ο ένοικος θεωρείται ύποπτος για τη διάπραξη ποινικού αδικήματος, απαιτούνται κριτήρια τέτοια που να διασφαλίζουν τη δίκαιη μεταχείριση του στο πλαίσιο του ανακριτικού έργου της Αστυνομίας και που τον προστατεύουν από ανάρμοστους τρόπους εξασφάλισης της συγκατάθεσής του. 

 

Το δόγμα της παραίτησης από συνταγματικό δικαίωμα (doctrine of waiver), όπως εφαρμόζεται από το Ανώτατο Δικαστήριο του Καναδά, στοχεύει στο να διασφαλιστούν τα συνταγματικά εχέγγυα καθ' όλη την ποινική διαδικασία και συνάδει με τις αρχές που έχει καθιερώσει η κυπριακή νομολογία, ως προς τη διασφάλιση των θεμελιωδών δικαιωμάτων υπόπτου τα οποία προνοούνται στο Σύνταγμα, στο πλαίσιο του ανακριτικού έργου της Αστυνομίας, μέρος του οποίου είναι και η έρευνα.   

………………

Η συγκατάθεση του εφεσείοντα, λοιπόν, για να είναι έγκυρη και αποτελεσματική, προϋπόθετε γνώση του δικαιώματος του να αρνηθεί την έρευνα καθώς επίσης των συνεπειών της συγκατάθεσης του.  Εν προκειμένω, το Κακουργιοδικείο έκρινε ότι ο εφεσείων ήταν γνώστης των δικαιωμάτων του, λόγω άρνησης του να δώσει στοιχεία που του ζητήθηκαν από την Αστυνομία στο πλαίσιο μεταγενέστερης έρευνας στο μηχανουργείο του.  Παραγνώρισε, όμως, το Κακουργιοδικείο, ότι πριν από τη διεξαγωγή της έρευνας στο μηχανουργείο και μετά από την υπό αναφορά έρευνα, ο εφεσείων πληροφορήθηκε από την Αστυνομία για τα δικαιώματα του και υπέγραψε σχετικό έντυπο το οποίο τιτλοφορείται «ΓΡΑΠΤΗ ΣΥΓΚΑΤΑΘΕΣΗ ΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑ». Σε αυτό περιλαμβάνεται και η δήλωση «Πληροφορήθηκα ότι δεν είμαι υπόχρεος/η να δώσω τέτοια συγκατάθεση, εκτός αν θέλω και οτιδήποτε βρεθεί μπορεί να δοθεί ως μαρτυρία στο Δικαστήριο». Επομένως, δεν θεωρούμε ότι η άρνηση του εφεσείοντα στο μηχανουργείο προσφέρεται για την εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων αναφορικά με τη γνώση του κατά το χρόνο της έρευνας στην οικία του εφεσείοντα, η οποία προηγήθηκε. 

…………….

Καταλήγουμε, λοιπόν ότι από τα περιστατικά της υπόθεσης δεν προκύπτει ότι ο εφεσείων γνώριζε για το δικαίωμα του να αρνηθεί την έρευνα της οικίας του και για τις πιθανές συνέπειες της συναίνεσής του κατά την εξέλιξη της υπόθεσης.   

 

Κρίνουμε, εν κατακλείδι, ότι η έρευνα της οικίας του εφεσείοντα παραβίαζε τα συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα του δυνάμει των Άρθρων 15 και 16 του Συντάγματος. ……….»

(η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου)

 

Επομένως από τα πιο πάνω προκύπτει πως για να θεωρείται έγκυρη συναίνεση από πρόσωπο που παραιτείται από συνταγματικό δικαίωμα του, το πρόσωπο αυτό θα πρέπει να γνωρίζει, αφενός το δικαίωμα του ν’ αρνηθεί και αφετέρου, στην περίπτωση που συναινέσει, τις συνέπειες της συγκατάθεσης του και δη πως ό,τι προκύψει, θα μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μαρτυρία εναντίον του. 

 

Όσον αφορά τον όρο «κατοικία» που απαντάται στο άρθρο 16, στην υπόθεση Νεοφύτου v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ.150/2022, ημερ. 19.1.23, ECLI:CY:AD:2023:B17 αναφέρθηκαν, μεταξύ άλλων, τα εξής:

 

« Κατοικία θεωρείται κάθε χώρος που χρησιμοποιείται για διαμονή, μόνιμη ή προσωρινή, και ο οποίος δεν είναι προσιτός στον οποιονδήποτε[2]. Όπως επισημάνθηκε στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση της Ζάρου, Πολιτική Αίτηση Αρ. 8/2021, ημερ. 29/1/2021:

 

« Όταν, βεβαίως, το Σύνταγμα ομιλεί για κατοικία, δεν αναφέρεται στη νομική έννοια της κατοικίας («domicile»), αλλά στο κατάλυμα, δηλαδή στο όποιο μέρος, στο οποίο διαμένει κάποιος είτε μόνιμα είτε προσωρινά, και το οποίο δεν είναι προσιτό στον οποιονδήποτε. Η κατοικία υπό την πιο πάνω έννοια, αποτελεί τον πιο προσωπικό χώρο του ανθρώπου και συνιστά προέκταση της προσωπικής του ελευθερίας, η οποία μετά τη ζωή είναι το πολυτιμότερο για τον άνθρωπο αγαθό.  Η είσοδος εντός της κατοικίας κατά κανόνα απαγορεύεται. Επιτρέπεται μόνο για τους συγκεκριμένους λόγους που παρατίθενται στο εδάφιο 2 του Άρθρου 16 του Συντάγματος ή κατόπιν αιτιολογημένου εντάλματος που εκδίδουν μόνο οι φορείς της ανεξάρτητης δικαστικής εξουσίας, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου.  Είναι αυτό το κατάλυμα που είχε κατά νου ο Λόρδος Chatham όταν το 1764, με τον γλαφυρό του λόγο, έλεγε στο Κοινοβούλιο ότι:

 

«Ακόμη και ο πιο πτωχός άνθρωπος αποκρούει σ΄ αυτό το κατάλυμα του όλες τις δυνάμεις του Στέμματος. Η θέρμανση του είναι δυνατόν να είναι πολύ ασθενής, η στέγη του είναι δυνατόν να τρέμει, ο άνεμος είναι δυνατόν να φυσά μέσα από τις πόρτες και τα παράθυρα, η θύελλα είναι δυνατόν να εισέλθει εντός αυτού αλλά ο Βασιλιάς της Αγγλίας δεν μπορεί να εισέλθει.»  »

 

Στο δε Σύγγραμμα «Συνταγματικά Δικαιώματα, α΄ ατομικές ελευθερίες» του Α. Μάνεση, το οποίο μνημονεύεται στην υπόθεση Νεοφύτου πιο πάνω, αναφέρονται τα εξής στη σελ. 223:

 

«Επομένως, κατοικία θεωρείται κάθε κ α τ ά λ υ μ α, δηλαδή κάθε χ ώ ρ ο ς που χρησιμοποιείται για δ ι α β ί ω σ η - μόνιμη ή προσωρινή, διαμονή ή απλώς παραμονή - ή για ε ρ γ α σ ί α, και που δ ε ν  ε ί ν α ι  π ρ ο σ ι τ ό ς  σ ε  ό λ ο υ ς. Ο χώρος αυτός δεν είναι απαραίτητο να είναι οικοδομημένος, περιτειχισμένος, ή στεγασμένος αρκεί να είναι περιφραγμένος, ώστε να μη μπορούν άλλοι να μπουν ελεύθερα σ' αυτόν.» [16]

 

Ερχόμενοι στην παρούσα περίπτωση, ό,τι χρειάζεται κατ’ αρχάς να λεχθεί είναι πως υπό τις περιστάσεις δεν χωρεί αμφιβολία ότι λήφθηκε έγκυρη συναίνεση από ένοικο της κατοικίας. Ο Κατηγορούμενος 1 και τα λοιπά πρόσωπα που εντοπίστηκαν στο διαμέρισμα έδωσαν τα στοιχεία τους στον Μ.1, ο οποίος αφου βεβαιώθηκε ότι όλα τα πιο πάνω πρόσωπα διέμεναν στο διαμέρισμα αλλά και ότι ο Κατηγορούμενος 1 είναι ενήλικας, προχώρησε στη λήψη της συγκατάθεσης από τον τελευταίο. Δεν διέλαθε την προσοχή μας ότι τόσο ο Μ.1 όσο και η Μ.2 κατέγραψαν στις καταθέσεις τους ως διεύθυνση διαμονής του Κατηγορούμενου 2 την οδό Κώστα Βάρναλη, όμως διαπιστώνουμε από μελέτη των πρακτικών ότι καμίας αντεξέτασης έτυχαν σε σχέση με την εν λόγω καταγραφή και το ζήτημα δεν αναδείχθηκε ως κάτι ουσιαστικό, οπότε δεν μπορούμε να καταλήξουμε υπό τις περιστάσεις, χωρίς άλλο, ότι δεν ευσταθεί η θέση τους πως όλοι ανέφεραν ότι διέμεναν εκεί, ως εισηγείται η υπεράσπιση. Ως προς την περαιτέρω αναφορά του συνηγόρου του Κατηγορούμενου 1 κατά το στάδιο των αγορεύσεων ότι πήγαν και πήραν τον Κατηγορούμενο 2 από την εν λόγω διεύθυνση για να τον πάρουν στο σταθμό, τούτη δεν μπορεί βεβαίως να γίνει αποδεκτή αφου ως είναι πάγια νομολογημένο οι αγορεύσεις δεν αποτελούν παραδεκτό μέσο προσαγωγής μαρτυρίας[17].

 

Από εκεί και πέρα είναι θεωρούμε σαφές μέσα από τη μαρτυρία που έγινε αποδεκτή, ότι ο Μ.1 εξήγησε στον Κατηγορούμενο 1 και στα λοιπά πρόσωπα που βρίσκονταν στο διαμέρισμα το λόγο της παρουσίας τους εκεί και περαιτέρω τους εξήγησε ότι ήθελε τη συγκατάθεση τους για να ερευνηθεί ο χώρος προς το σκοπό εντοπισμού αντικειμένων που πιθανόν να σχετίζονταν με το υπό διερεύνηση αδίκημα του βιασμού. Μετά τη λήψη των στοιχείων όλων των προσώπων δε και τη διαπίστωση ότι ο Κατηγορούμενος 1 ήταν ενήλικας, ο Μ.1 εξήγησε στον τελευταίο τα δικαιώματα του και επίσης συμπλήρωσε στην παρουσία του τελευταίου το μέρος της συγκατάθεσης όπου αναφέρονται τα στοιχεία του και η δήλωση του ότι δίνει ελεύθερα τη συγκατάθεση του στην Αστυνομία να ερευνήσει την οικία χωρίς δικαστικό ένταλμα, σχετικά με διερευνώμενη υπόθεση βιασμού και του διάβασε το περιεχόμενο της συγκατάθεσης, συμπεριλαμβανομένης και της πληροφόρησης ότι «… δεν είμαι υπόχρεος/α* να δώσω τέτοια συγκατάθεση εκτός εάν θέλω και πως οτιδήποτε εντοπιστεί που σχετίζεται με τη διερευνώμενη υπόθεση ή με τη διάταξη οποιουδήποτε ποινικού αδικήματος, θα κατασχεθεί και μπορεί να χρησιμοποιηθεί εναντίον μου ως μαρτυρία.» Ακολούθως το έγγραφο δόθηκε στον Κατηγορούμενο 1, ο οποίος και το υπέγραψε (η ώρα 09:03 π.μ.). 

 

Συνεπώς, με βάση τα πιο πάνω προκύπτει ότι ο Κατηγορούμενος 1 έδωσε ελεύθερα τη συγκατάθεση του στην Αστυνομία για την έρευνα, εν γνώσει του ότι η Αστυνομία διερευνούσε υπόθεση βιασμού και έχοντας βεβαίως πλήρη γνώση του δικαιώματος του ν’ αρνηθεί αλλά και των συνεπειών της συγκατάθεσης του και δη πως ό,τι προκύψει, θα μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μαρτυρία εναντίον του.

 

Επισημαίνουμε εδώ ότι υπό τις περιστάσεις που έγινε η λήψη των στοιχείων των διαμενόντων στο διαμέρισμα και εν συνεχεία της συγκατάθεσης και με δεδομένο ότι δεν υπήρξε καμία βίαιη είσοδος της Αστυνομίας στο διαμέρισμα, όπως υποστήριξε ουσιαστικά η υπεράσπιση, αλλά ούτε έρευνα έγινε, αφού μετά τη λήψη της συγκατάθεσης οι εν λόγω αστυφύλακες αποχώρησαν, δεν θεωρούμε ότι από τη διαφορά που προέκυψε μεταξύ της μαρτυρίας του Μ.1 και της Μ.2 ως προς το σημείο που στέκονταν όταν έγιναν οι εν λόγω ενέργειες, προκύπτει κάτι ουσιαστικό για περαιτέρω συζήτηση.

 

Υπό τις περιστάσεις λοιπόν βρίσκουμε πως η συγκατάθεση για έρευνα που δόθηκε από τον Κατηγορούμενο 1 (βλ. Τεκμήριο 1) ήταν έγκυρη και κατ’ επέκταση η έρευνα που διεξήγαγε η Αστυνομία, στο πλαίσιο της οποίας λήφθηκαν τα επίδικα τεκμήρια, ήταν νόμιμη και σύμφωνη με το άρθρο 16 του Συντάγματος. Συναφώς δεν υπήρξε ούτε παραβίαση του δικαιώματος της ιδιωτικής ζωής του άρθρου 15 του Συντάγματος.

 

Η εισήγηση ότι θα έπρεπε να καταγραφούν τα αντικείμενα που έψαχνε να βρει η Αστυνομία και ότι δεν είναι επιτρεπτό να μπαίνει η Αστυνομία και να ψάχνει ό,τι θέλει

 

Σύμφωνα με το άρθρο 16 του Συντάγματος, το οποίο έχει παρατεθεί ανωτέρω, η είσοδος και η έρευνα σε κατοικία επιτρέπεται μόνον σε τρεις περιπτώσεις, ήτοι: (α) όταν και όπως ο νόμος ορίζει και κατόπιν δικαστικού εντάλματος δεόντως ητιολογημένου, (β) μετά από ρητή συναίνεση του ενοίκου και (γ) προς τον σκοπόν διασώσεων θυμάτων οιουδήποτε αδικήματος βίας ή οιασδήποτε καταστροφής.

 

Όπως γίνεται αντιληπτό πρόκειται για τρεις διακριτές περιπτώσεις και στην προκειμένη περίπτωση μας απασχολεί η δεύτερη.

 

Ως προκύπτει από την αποδεκτή μαρτυρία, στα χέρια των ανακριτικών αρχών ευρίσκετο σοβαρή καταγγελία για βιασμό της Παραπονούμενης σε συγκεκριμένο διαμέρισμα στην Αγία Νάπα. Η Παραπονούμενη δε οδήγησε την Αστυνομία στο διαμέρισμα και οι αστυφύλακες έλαβαν οδηγίες να προβούν σε έρευνα στο εν λόγω διαμέρισμα, νοουμένου ότι εξασφάλιζαν προηγουμένως την απαιτούμενη συγκατάθεση. Εξ όσων γίνεται αντιληπτό, εάν δεν εξασφαλίζετο τέτοια συγκατάθεση, δεν θα διενεργείτο η έρευνα το δεδομένο χρόνο που έλαβε χώρα και η Αστυνομία θα ενεργούσε διαφορετικά, ήτοι θα αποτείνετο στο Δικαστήριο προς εξασφάλιση σχετικού εντάλματος. Στη βάση του παραπόνου, η Αστυνομία επιθυμούσε να ερευνήσει το διαμέρισμα διότι προφανώς πίστευε ή είχε εύλογη υπόνοια να πιστεύει ότι στο συγκεκριμένο διαμέρισμα θα μπορούσαν να εντοπιστούν αντικείμενα σχετικά με το υπό διερεύνηση αδίκημα, εξ ου και αποτάθηκε στους ενοίκους για εξασφάλιση συγκατάθεσης, ενημερώνοντας τους πως οτιδήποτε εντοπιστεί που σχετίζεται με τη διερευνώμενη υπόθεση θα κατασχεθεί και θα μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μαρτυρία.

 

Στο σημείο αυτό έχει σημασία ν’ αναφερθεί, ότι η εξουσιοδότηση που δόθηκε στην Αστυνομία από τον ένοικο με βάση τη συγκατάθεση ήταν «να ερευνήσει την οικία και τα υποστατικά μου στην οδό…». Δόθηκε δηλαδή συγκατάθεση για έρευνα όλης της κατοικίας, χωρίς οποιοδήποτε περιορισμό. Η εξουσιοδότηση δε παρείχε δικαίωμα έρευνας στο πλαίσιο διερευνώμενης υπόθεσης βιασμού και επεκτείνετο σε οτιδήποτε «εντοπιστεί που σχετίζεται με τη διερευνώμενη υπόθεση…».

 

Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα Search & Seizure, Constitutional ad  Common Law, του Π. Γ. Πολυβίου, σελ. 209-210, η έρευνα είναι επιτρεπτή στην έκταση για την οποία δίδεται η συγκατάθεση. Το ακόλουθο απόσπασμα είναι διαφωτιστικό:

 

«What is the permissible scope of consent searches? The basic principle here appears to be that '(a) consent search is reasonable only if kept within the bounds of the actual consent'. For since consent is a waiver of the right to insist that a warrant should be obtained, it follows that 'the need for a warrant is waived only to the extent granted by the defendant in his consent'. A defendant's consent, in other words, either by what it expressly allows or by its assent to what is explicitly requested may limit the permissible scope of a warrantless search in approximately the same way that the specifications of a warrant limit the extent of an authorised search. If therefore the consent specifies either certain areas or certain items as the only ones that can legitimately be searched or seized without a warrant, the officers must regulate and confine their activities accordingly.»

 

(Η υπογράμμιση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)

 

Εν προκειμένω, είναι σαφές πως η Αστυνομία ενήργησε στο πλαίσιο της εξουσιοδότησης που της δόθηκε και τα αντικείμενα που περισυνέλεξε από το δωμάτιο λήφθηκαν με βάση άδεια που δόθηκε μέσω αυτής.

 

Με αυτά υπόψη, η σχετική εισήγηση της υπεράσπισης, η οποία κατά την κρίση μας εμπλέκει λανθασμένα στη συζήτηση τις προυποθέσεις που θέτει ο νόμος και η νομολογία για την πρώτη περίπτωση του άρθρου 16 ανωτέρω, όταν δηλαδή εξασφαλίζεται ένταλμα έρευνας - εξ ου και η παραπομπή σε νομολογία που αφορά τέτοια περίπτωση -, απορρίπτεται.

 

Η εισήγηση περί παραβίασης των άρθρων 3 και 5 αλλά και του άρθρου 2 του Τέταρτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ σε σχέση με τους Κατηγορούμενους 1 και 2, καθώς επίσης του άρθρου 24 του Ν.55(Ι)/2021 αναφορικά με τον Κατηγορούμενο 2

 

Αποτελεί επίσης θέση της υπεράσπισης ότι υπήρξε παραβίαση των άρθρων 3 και 5 αλλά και του άρθρου 2 του Τέταρτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Ειδικά δε για τον Κατηγορούμενο 2, υπήρξε εισήγηση περί παραβίασης και του άρθρου 24 του Νόμου 55(Ι)/2021. Και αυτά βεβαίως ενόψει των ισχυρισμών της υπεράσπισης ότι:

 

(α) Κατά τον χρόνο της διενέργειας της έρευνας και παραλαβής των επίδικων αντικειμένων, οι Κατηγορούμενοι 1 και 2 τελούσαν υπό συνθήκες που ισοδυναμούσαν με παράνομη σύλληψη ή και κράτηση τους, και

 

(β) Κατά τον χρόνο της διενέργειας της έρευνας και παραλαβής των εν λόγω αντικειμένων, οι Κατηγορούμενοι 1 και 2 είχαν τύχει απάνθρωπης ή και ταπεινωτικής μεταχείρισης, ένεκα απαγόρευσης να μεταβούν στην τουαλέτα, ή επειδή τους δόθηκε άδεια να μεταβούν αλλά με την πόρτα ανοικτή και με αστυνομικό να τους επιβλέπει, αλλά και λόγω της εν γένει συμπεριφοράς της Αστυνομίας, από τη στιγμή της εισόδου στο διαμέρισμα μέχρι και τη μεταφορά των Κατηγορουμένων στον σταθμό με αστυνομικά αυτοκίνητα.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ (αντίστοιχο άρθρο 8 του Συντάγματος), απαγορεύονται τα βασανιστήρια και η απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία, ενώ σύμφωνα με το άρθρο 5 της ΕΣΔΑ (αντίστοιχο άρθρο 11 του Συντάγματος), κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στην ελευθερία και την ασφάλεια και ουδείς μπορεί ν’ αποστερηθεί την ελευθερία του παρά μόνον στις περιπτώσεις που αναφέρονται, όπου μεταξύ αυτών περιλαμβάνεται βεβαίως και η περίπτωση της νόμιμης σύλληψης και κράτησης. Επίσης, το άρθρο 2 του Τέταρτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ (αντίστοιχο άρθρο 11 του Συντάγματος), αναφέρεται στο δικαίωμα του καθενός να μετακινείται ελεύθερα.

 

Όπως προκύπτει με βάση όσα αναφέρθηκαν ανωτέρω, δεν έγιναν αποδεκτοί οι ισχυρισμοί του Κατηγορούμενου 1 αναφορικά με τη συμπεριφορά των αστυνομικών έναντι του αλλά και έναντι των λοιπών προσώπων κατά την επίδικη μέρα, από την πρώτη στιγμή που κτύπησε η πόρτα μέχρι τη μεταφορά τους στο Σταθμό. Αντίθετα, μέσα από την αποδεκτή μαρτυρία των τριών αστυνομικών που κατέθεσαν ενώπιον του Δικαστηρίου, προκύπτει σαφώς ότι από την πρώτη στιγμή μέχρι και τη μεταφορά τους στην Αστυνομία, τόσο οι Κατηγορούμενοι 1 και 2 όσο και τα λοιπά πρόσωπα που βρίσκονταν στο διαμέρισμα συνεργάστηκαν πλήρως με την Αστυνομία, παρακολούθησαν τη διαδικασία της έρευνας και την περισυλλογή των επίδικων σεντονιών και μαξιλαροθηκών, και μετά το πέρας της έρευνας συμφώνησαν να μεταβούν στην Αστυνομία για να δώσουν τους ισχυρισμούς τους. Επίσης προκύπτει ότι επειδή δεν είχαν δικό τους όχημα, ούτε κάποιο δικό τους πρόσωπο για να τους μεταφέρει, συμφώνησαν να τους μεταφέρουν στον Σταθμό οι αστυνομικοί με τα υπηρεσιακά οχήματα (επρόκειτο για πολιτικά οχήματα, χωρίς διακριτικά της Αστυνομίας).

 

Με δεδομένο δε πως υπήρξε συνεργασία με τους αστυνομικούς και όλα κύλησαν ομαλά, είναι σαφές πως σε κανένα σημείο της παραμονής των αστυνομικών στο διαμέρισμα τέθηκε ζήτημα σύλληψης ή κράτησης των Κατηγορούμενων 1 και 2 ή των λοιπών προσώπων στο διαμέρισμα, ούτε όμως προκύπτει από την αποδεκτή μαρτυρία έστω υπόνοια ότι σε οποιοδήποτε στάδιο δημιουργήθηκαν εντός του διαμερίσματος ή κατά τη μεταφορά τους στο Σταθμό τέτοιες συνθήκες που ισοδυναμούσαν με παράνομη σύλληψη ή κράτηση. Το γεγονός δε ότι οι αστυνομικοί τους έδωσαν οδηγίες να μην περιφέρονται άσκοπα στο χώρο και να παρακολουθούν τη διαδικασία της έρευνας, να μιλούν στην ελληνική γλώσσα για να μπορούν να κατανοούν τα όσα λέγονται μεταξύ τους και σε περίπτωση που θέλουν να χρησιμοποιήσουν την τουαλέτα ν’ αφήσουν την πόρτα ξεκλείδωτη, ουδόλως μπορούν να θεωρηθούν τέτοιες συνθήκες ή απαγόρευση μετακίνησης τους. Όπως πολύ πειστικά εξηγήθηκε από τους μάρτυρες της κατηγορούσας αρχής, οι εν λόγω οδηγίες δόθηκαν για λόγους ασφαλείας. Να μην διαφεύγει ότι οι αστυνομικοί μετέβησαν για έρευνα σ’ ένα διαμέρισμα, που αποτελούσε ένα άγνωστο γι’ αυτούς χώρο, στο οποίο υπήρχαν πέντε άγνωστα τους πρόσωπα και δεν μπορούσαν εκ των προτέρων να γνωρίζουν τι θ’ αντιμετωπίσουν, οπότε το ότι λάμβαναν μέτρα και για τη δική τους ασφάλεια αλλά και εν γένει δεν μπορεί επ’ ουδενί λόγω να θεωρηθεί μεμπτό. Όπως δεν θεωρούμε μεμπτό, στη βάση του ίδιου σκεπτικού, ότι οι αστυφύλακες είχαν μαζί τους τον εξοπλισμό τους, τον οποίο βεβαίως ουδέποτε υπέδειξαν ή χρησιμοποίησαν για να εκφοβίσουν οποιονδήποτε.  

 

Με αυτά υπόψη, απορρίπτεται η εισήγηση της υπεράσπισης και για τις αναφερθείσες παραβιάσεις. Από τη στιγμή δε που δεν έχει προκύψει ζήτημα σύλληψης του Κατηγορούμενου 2, ο οποίος κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν ανήλικος και συνεπώς γι’ αυτόν τύγχαναν εφαρμογής οι διατάξεις του Ν.55(Ι)/2021, δεν τίθεται ούτε θέμα παραβίασης του άρθρου 24 του Ν.55(Ι)/2021, το οποίο αναφέρεται στις υποχρεώσεις της Αστυνομίας και στα δικαιώματα παιδιών κατά τη σύλληψη.

 

Κατάληξη

 

Για όλους τους λόγους που εξηγούνται πιο πάνω, θεωρούμε πως η Κατηγορούσα Αρχή έχει πετύχει ν’ αποδείξει, έξω από κάθε λογική αμφιβολία, ότι η λήψη των αντικειμένων που αναφέρονται στα στοιχεία 5-8 του Καταλόγου Τεκμηρίων της υπόθεσης ήταν σύννομη και στο πλαίσιο των συνταγματικών θέσμιων.

 

 

 

Συνακόλουθα, η ένσταση απορρίπτεται και γίνεται αποδεκτή η κατάθεση των ως άνω αντικειμένων.

 

                                                                           (Υπ.) …………………………………

Ν. Μαθηκολώνη, Π.Ε.Δ.

 

(Υπ.) …………………………………

Μ. Παπαθανασίου, Α.Ε.Δ.

 

(Υπ.) ……..…………………………..

Ε. Μιντή, Ε.Δ.

 

Πιστό αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής

 



[1] Βλ. στοιχεία 5-8 του Τεκμηρίου 1 στην κυρίως δίκη.

[2] Βλ. και το σύγγραμμα των Ηλιάδη και Σάντη, το Δίκαιο της Απόδειξης, Β’ Έκδοση, σελ.902-903, όπου αναφέρεται ότι το Δικαστήριο όταν διατάξει τη διεξαγωγή δίκης εντός δίκης θα πρέπει να καθορίσει «αυστηρώς και σαφώς τις παραμέτρους της». 

[3]  Οι εν λόγω μάρτυρες κατωτέρω θ’ αναφέρονται ως Μ.1, Μ.2 και Μ.3 αντίστοιχα.

[4] Προς αποφυγή οιασδήποτε σύγχυσης με τους μάρτυρες της κατηγορούσας αρχής, οι εν λόγω μάρτυρες κατωτέρω θ’ αναφέρονται ως Κατηγορούμενος, Μ.Υ.1 και Μ.Υ.2 αντίστοιχα.

[5] Πρόκειται για την ταβέρνα που ως ανέφερε εργαζόταν η μητέρα του και το διαμέρισμα βρισκόταν εκεί.

[6] Για τη διαδικασία της δίκης εντός δίκης και για επιμέρους ζητήματα που την αφορούν, παραπέμπουμε και στο σύγγραμμα «Το Δίκαιο της Απόδειξης» ανωτέρω, σελ. 899 επ..

[7] Έχοντας υπόψη και τα όσα αναφέρθηκαν από το συνήγορο του Κατηγορούμενου 1 ενώπιον του Δικαστηρίου κατά τη δικάσιμο της 24.4.25.

[8] βλ. Νικηφόρου v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ.19/2022, ημερ. 6.3.23, ECLI:CY:AD:2023:B79 και την εκεί αναφερόμενη νομολογία.

[9] Βλ. Κουσουλίδης v. Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. 10/18, ημερ. 9.11.18.

[10] βλ. και τη δήλωση του Αστ.1748 στην τελευταία σελίδα.

[11] Βλ. Το Δίκαιο της Απόδειξης ανωτέρω, σελ. 902-903.

 

[12] Βλ. Μαυρόλουκα v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ.74/2021 (Σχ. με Ποιν. Έφ. 95/2021), ημερ. 31.10.23 και την εκεί αναφερόμενη νομολογία.

[13] βλ. Δημοκρατία ν. Κυπριανίδη κ.ά. (1994) 2 Α.Α.Δ. 37Police vGeorghiades (1983) 2 C.L.R. 33Georghiou ν. Republic (1984) 2 C.L.R.65Merthodja vPolice (1987) 2 C.L.R. 227Al-Hamad κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 117Enotiades ν. Police (1986) 2 C.L.R. 64, Psaras v. Republic (1987) 2 C.L.R. 132 και Αστυνομία ν. Γιάλλουρος (1992) 2 Α.Α.Δ. 147.

[14] βλ. Parris v. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 186.

[15] Βλ. άρθρο 7 (2) και (3) του Κεφ.155. 

[16] Βλ. και Μαυρόλουκα v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ.74/2021 (Σχ. με Ποιν. Έφ. 95/2021), ημερ. 31.10.23.

[17] Βλ. το σύγγραμμα των κ.κ. Ηλιάδη και Σάντη, το Δίκαιο της Απόδειξης, Β’ Έκδοση, σελ. 127-128 και την εκεί αναφερόμενη νομολογία.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο