P. P. F. LIMITED ν. Α. Ζ. ΛΤΔ κ.α., Αρ. Υπ. 20623/2022, 8/8/2024
print
Τίτλος:
P. P. F. LIMITED ν. Α. Ζ. ΛΤΔ κ.α., Αρ. Υπ. 20623/2022, 8/8/2024

 

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ

Ενώπιον: Λ. ΧΑΒΙΑΡΑ, Προσ. Ε.Δ.

 

Αρ. Υπ. 20623/2022

Μεταξύ:

P. P. F. LIMITED

Κατηγορούσα Αρχή

-και-

 

1.Α. Ζ. ΛΤΔ

2.Σ. Ν.

3.Φ. Ζ.

4.Α. Ζ.

5.Α. Κ.

6.Μ. Χ.

Κατηγορούμενων

Ημερομηνία: 8.8.2024

Για την Κατηγορούσα Αρχή: κ. Σωτηρίου

Για Κατηγορούμενους 1, 4 και 5: κ. Πουτζιουρής

Για Κατηγορούμενο 6: κ. Χατζηπαναγιώτου

Κατηγορούμενοι 4, 5 και 6 παρόντες

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Το Κατηγορητήριο

Οι Κατηγορούμενοι 1, 4, 5 και 6 (στο εξής οι κατηγορούμενοι) αντιμετωπίζουν κατηγορίες έκδοσης επιταγών άνευ αντικρίσματος και συμμετοχής σε αδίκημα και της εξασφάλισης αγαθών διά ψευδών παραστάσεων κατά παράβαση των άρθρων 20, 26, 29, 297, 298 και 305Α(2) του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154.  Συγκεκριμένα, η Κατηγορούμενη 1 κατηγορείται ότι εξέδωσε επιταγές οι οποίες επιστράφηκαν απλήρωτες, λόγω του ότι ανακλήθηκαν από τον εκδότη τους χωρίς εύλογη αιτία (κατηγορίες 1,7,13 και 19) και οι Κατηγορούμενοι 4 και 5 κατηγορούνται για συμμετοχή τους στην ανάκληση των επιταγών χωρίς εύλογη αίτια (κατηγορίες 3,4,9,10,15,16,21,22 κατηγορίες). Ο Κατηγορούμενος 6 κατηγορείται για εξασφάλιση αγαθών δια ψευδών παραστάσεων. Συγκεκριμένα ότι κατά ή περί τις 7.5.2019 ή προγενέστερα με ψευδείς παραστάσεις και επί σκοπό καταδολίευσης απέσπασε από την παραπονούμενη αγαθά αξίας €20.000 με ψευδείς παραστάσεις συνιστάμενες στο ότι παρέστησε στην παραπονούμενη ότι οι επίδικες επιταγές θα πληρώνονταν (κατηγορίες 5, 11, 17, 23).

Σημειώνω ότι, σε προγενέστερο στάδιο η υπόθεση αποσύρθηκε εναντίον των Κατηγορούμενων 2 και 3 ως εκ τούτου απαλλάχθηκαν στις κατηγορίες 2, 8, 14 και 20 που τις αφορούσαν.

Σημειώνω επίσης ότι με ενδιάμεση απόφαση του Δικαστηρίου ημερομηνίας 22.3.2024, στο στάδιο της εκ πρώτης όψεως ενοχής, οι Κατηγορούμενοι 1, 4, 5 και 6 αθωώθηκαν στις κατηγορίες 6, 12, 18 και 24.

Η Μαρτυρία

Η Κατηγορούσα Αρχή παρουσίασε τρεις μάρτυρες για να αποδείξει την υπόθεση της. Τον Α.Κ. διευθυντή της Παραπονούμενης εταιρείας (ΜΚ1), τον Κ.Κ., επίσης διευθυντή της Παραπονούμενης (ΜΚ2) και την Μ.Ζ., τραπεζικό υπάλληλο (ΜΚ3). Ο Κατηγορούμενος 4 κατάθεσε ενόρκως και για λογαριασμό της Κατηγορούμενης 1 και κάλεσε ως μάρτυρα υπεράσπισης την Πρωτοκολλητής του Ε.Δ. Λάρνακας (ΜΥ1). Ο Κατηγορούμενος 5 κατάθεσε επίσης ενόρκως, ενώ ο Κατηγορούμενος 6 τήρησε το δικαίωμα της σιωπής.

Μαρτυρία ΜΚ1

Ο ΜΚ1 ανάφερε ότι η Κατηγορούμενη 1 διατηρεί φρουταρία στην Αραδίππου και ασχολείται, μεταξύ άλλων, με την πώληση φρούτων, λαχανικών και κρεατικών καθώς εντός της λειτουργεί ή λειτουργούσε κρεοπωλείο. Διευθυντές της Κατηγορούμενης 1 ήταν οι πρώην κατηγορούμενες 2 και 3 και σήμερα διευθυντής της είναι ο Κατηγορούμενος 4. Παρεμβάλλω στο σημείο αυτό ότι, ως έχουν δηλωθεί και εγκριθεί αποτελούν παραδεκτά γεγονότα (πιο κάτω) ότι η Κατηγορούμενη 1 έχει εξουσιοδοτήσει τον Κατηγορούμενο 4 να υπογράφει εκ μέρους και για λογαριασμό της επιταγές, ότι η Κατηγορούμενη 1 εξέδωσε τις επίδικες επιταγές, ότι ο Κατηγορούμενος 4 υπόγραψε τις επίδικες επιταγές, ότι ο Κατηγορούμενος 4 παράδωσε τις επίδικες επιταγές στον Κατηγορούμενο 5 έναντι νόμιμου ανταλλάγματος, ότι ο Κατηγορούμενος 5 τις οπισθογράφησε και τις παρέδωσε στον Κατηγορούμενο 6 έναντι νόμιμου ανταλλάγματος, ότι ο Κατηγορούμενος 6 οπισθογράφησε τις επιταγές στην παρουσία του ΜΚ1 λαμβάνοντας κρέατα και προϊόντα καθιστώντας την παραπονούμενη εταιρεία νομιμοποιημένο κομιστή και ότι ο Κατηγορούμενος 4 προέβη στην ανάκληση των επίδικων επιταγών. Πριν παραλάβει ο ΜΚ1 τις επιταγές τηλεφώνησε στον Κατηγορούμενο 4 και τον ρώτησε αν θα είναι εντάξει οι επιταγές και τον διαβεβαίωσε ότι δεν έχουν πρόβλημα. Ο λόγος του τηλεφωνήματος ήταν γιατί, εναντίον του Κατηγορούμενου 6 εκδόθηκε απόφαση στα πλαίσια αγωγής με ενάγουσα την εδώ παραπονούμενη εταιρεία.

Δεν θα αποδεχόταν να παραλάβει τις επιταγές εάν ο Κατηγορούμενος 4 δεν τον διαβεβαίωνε ότι δεν θα υπήρχε οποιοδήποτε πρόβλημα και είχε ενημερωθεί από τον ΜΚ1 ότι, ο Κατηγορούμενος 6 του όφειλε χρήματα. Μια από τις επιταγές πληρώθηκε κανονικά. Ρωτήθηκε αν στο παρελθόν είχε πρόβλημα με επιταγές του Κατηγορούμενου 6 και είπε δεν ήταν δικές του. Του είχε εξασφαλίσει μερικώς δυο επιταγές και του είπε ότι θα τις κρατούσε μέχρι να ξεκαθαρίσουν το υπόλοιπο τους και δεν του έδωσε ζώα. Τον Δεκέμβριο επέστρεψε δίδοντας του τις επίδικες επιταγές και του είπε πως είναι επείγον να πάρει ζώα. Για αυτό τηλεφώνησε στον Κατηγορούμενο 4. Είπε, επίσης, ο ΜΚ1, ότι ήξερε πως ο Κατηγορούμενος 6 έπαιρνε κρέας στην φρουταρία (Κατηγορούμενη 1), όμως δεν γνώριζε σε ποιον τα έπαιρνε, ούτε πως λειτουργούσαν ο Κατηγορούμενος 4 με τον Κατηγορούμενο 5.

Σε σχέση με το τηλεφώνημα στον Κατηγορούμενο 4, πρόσθεσε ο ΜΚ1 ότι του είπε πως δεν μπορεί να δώσει άλλους χοίρους και θέλει να είναι σίγουρος ότι θα πάρει τα λεφτά του και είπε επίσης στον Κατηγορούμενο 4 ότι σταμάτησε τον Κατηγορούμενο 6 και δεν του δίνει άλλα ζώα. Του υποβλήθηκε ότι δεν είχε επιλογή να μην σταματήσει τις επιταγές ο Κατηγορούμενος 4 και ο ΜΚ1 διερωτήθηκε ο ίδιος τι φταίει. Ξεγελάστηκε είπε, έδωσε τα ζώα του και στο τέλος θα κλείσει η μονάδα του. Ρωτήθηκε γιατί δεν τηλεφώνησε στον Κατηγορούμενο 5 και είπε ότι δεν μίλησε με τον Κατηγορούμενο 5. Τόσο γνωρίζει, όσο γνωρίζει να πάρει τον εκδότη. Του υποβλήθηκε ότι δεν ξεγελάστηκε και προσπαθούσε με τον τρόπο αυτό να καλύψει προηγούμενες οφειλές του Κατηγορούμενου 6 προς αυτόν, με τον ΜΚ1 να απαντά ότι μετά από τις επιταγές πήρε ζώα ο Κατηγορούμενος 6. Έχει στην κατοχή του δυο επιταγές 3 μήνες πριν, για αυτό πήρε τηλέφωνο τον Κατηγορούμενο 4, να επιβεβαιώσει ότι είναι εντάξει οι επιταγές του. Έκλεινε η φάρμα του, δεν είχε τρόπο, χρήματα να ταίσει τα ζώα του και είπε ότι ξεγελάστηκε αυτός που δεν γνώριζε για οποιανδήποτε συμφωνία. Σε ερώτηση γιατί δεν ρώτησε τον Κατηγορούμενο 6 αν έδωσε αντάλλαγμα σε αυτόν που του εξέδωσε τις επιταγές είπε, πως να ξέρει πως δουλεύει ο ένας με τον άλλο; Μπροστά του είπε ότι θα τηλεφωνήσει στον εκδότη και του είπε είναι εντάξει.

Υποβλήθηκε ακόμη στον ΜΚ1 ότι παραδέχεται ο Κατηγορούμενος 4 ότι μίλησαν στο τηλέφωνο και είπε στον ΜΚ1 ότι τώρα οι επιταγές είναι εντάξει. Αν δεν πάρει όμως (ο Κατηγορούμενος 6) εμπόρευμα στον Κατηγορούμενο 5 οι επιταγές θα σταματήσουν με τον ΜΚ1 να απαντά ότι τέτοιο πράγμα δεν έγινε και ότι αυτό έγινε μετά που ανακλήθηκαν οι επιταγές τον Μάιο, που ήταν αργά για αυτόν και την μονάδα του. Ρώτησε τον Κατηγορούμενο 4 γιατί σταματούν οι επιταγές αφού του είπε ότι είναι εντάξει και ο Κατηγορούμενος 4 του είπε πως ο δικηγόρος του, του είπε κανένα πρόβλημα να σταματήσουν. Τον Φεβρουάριο είχε περάσει η πρώτη επιταγή και περίμενε να ανασάνει. Δεν ξέρει αν η πληρωμή της πρώτης ήταν ένδειξη ότι δεν ήθελε να τον ξεγελάσει, ξέρει ότι είχε μιλήσει μαζί του (Κατηγορούμενου 4) για πέντε επιταγές. Έπεσε από τα σύννεφα. Δεν περίμενε έτσι κατάσταση από τον Κατηγορούμενο 4, από τον οποιονδήποτε ναι αλλά όχι από τον Κατηγορούμενο 4. Ρωτήθηκε και από τον συνήγορο του Κατηγορούμενου 6 εάν αυτό το οποίο τον είχε πείσει να πιάσει τις επιταγές ήταν η επικοινωνία που είχε με τον Κατηγορούμενο 4 και είπε μάλιστα. 

Μαρτυρία ΜΚ2

Ο ΜΚ2 είναι ένας εκ των διευθυντών της παραπονούμενης εταιρείας. Γνωρίζει τα γεγονότα της υπόθεσης και είπε ότι η παραπονούμενη εξέδωσε τιμολόγια σε σχέση με τις επίδικες επιταγές (Τεκμήριο 14). Για τις επίδικες επιταγές γνωρίζει ότι ο συνέταιρος του (ΜΚ1) συναντήθηκε με τον Κατηγορούμενο 6 ο οποίος του έδωσε πέντε επιταγές για τα τρία τιμολόγια (Τεκμήριο 14) στο τέλος του 2018, 11ο ή 12ο του 2018. Ενώπιον του Κατηγορούμενου 6, ο ΜΚ1 είπε στον ΜΚ2 ότι τηλεφώνησε του Κατηγορούμενου 4 και ο τελευταίος του είπε ότι είναι οκ οι επιταγές. Γνωρίζει επίσης ότι η μια επιταγή πληρώθηκε. Μετά από την ανάκληση των άλλων επιταγών δεν συνεργάστηκαν ξανά με τον Κατηγορούμενο 6. Ρωτήθηκε από τον συνήγορο των Κατηγορούμενων 1, 4 και 5 εάν αυτά τα τιμολόγια (Τεκμήριο 14) εκδόθηκαν και παραδόθηκαν στον Κατηγορούμενο 6 πριν την έκδοση των επίδικων επιταγών και είπε ότι δεν γνωρίζει καθότι αυτά τα διαχειρίζεται ο ΜΚ1.

Μαρτυρία ΜΚ3

Η ΜΚ3 ανάφερε ότι εργάζεται στην Τράπεζα Κύπρου στην Λευκωσία και παλαιότερα ήταν λειτουργός εξυπηρέτησης πελατών. Σύμφωνα με την ΜΚ3, οι επίδικες επιταγές δεν εξαργυρώθηκαν καθότι στις 3.4.2019 είχε ανακληθεί η πληρωμή τους. Υπήρξε ακόμη μια επιταγή (Τεκμήριο 15) για την οποία δεν δόθηκαν οδηγίες για ανάκληση και πληρώθηκε στις 23.4.2019. Η εντολή για ανάκληση των επίδικων επιταγών δόθηκε διαδικτυακά μέσω του 1bank με αιτιολογία “breach of contract”. Συγκεκριμένα δόθηκαν τέσσερεις εντολές ανάκλησης (Τεκμήριο 16). Ο Κατηγορούμενος 4 είχε δυνατότητα να υπογράφει για την Κατηγορούμενη 1 και να προβαίνει σε ανάκληση επιταγών. Οι επίδικες επιταγές μέχρι σήμερα δεν έχουν πληρωθεί. Αντεξεταζόμενη από τον κ. Πουτζιουρή δέχθηκε ότι όταν δίδεται εντολή για ανάκληση επιταγής δίδεται περιγραφικά ο λόγος αλλά πρέπει να ευσταθεί είπε. Είπε επίσης ότι υπάρχει περιορισμός στο τι μπορεί να καταχωρίσει κάποιος στο σύστημα. Ρωτήθηκε επιπρόσθετα από τον κ. Χ’’Παναγιώτου κατά πόσο στάλθηκε οποιαδήποτε επιστολή που να αναφέρει εκτενώς τους λόγους της ανάκλησης των επίδικων επιταγών και είπε ότι εξ’ όσων γνωρίζει δεν στάλθηκε επιστολή.

Μαρτυρία Κατηγορούμενου 4

O Κατηγορούμενος 4 υιοθέτησε και κατάθεσε γραπτή δήλωση (Έγγραφο Β) στην οποία αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι οι επίδικες επιταγές δόθηκαν μεταχρονολογημένες στον Κατηγορούμενο 5 και εκείνος τις έδωσε στον Κατηγορούμενο 6 για τις αγορές κρεάτων που θα έφερνε ο τελευταίος στον Κατηγορούμενο 5. Η παραπονούμενη γνώριζε πριν πάρει τις επιταγές για την συμφωνία που είχαν με τους Κατηγορούμενους 5 και 6 ότι αυτές θα ανακαλούνταν γιατί του τηλεφώνησε ο ΜΚ1 και του το ανάφερε και μετά πήρε τις επιταγές. Αναγνώρισε το Τεκμήριο 20 ως την συμφωνία που έδωσε στον Κατηγορούμενο 5 να την βάλει στον Κατηγορούμενο 6 μαζί με επιταγές για να έχουν αποδεικτικό στοιχείο ότι αν τηρούσε τους όρους της συμφωνίας, δηλαδή να παραδώσει κρέατα στον Κατηγορούμενο 5 θα σταματούσαν την πληρωμή των επιταγών και ο Κατηγορούμενος 6 την υπόγραψε ενώπιον του Κατηγορούμενου 5.

Στην αντεξέταση του από τον συνήγορο του Κατηγορούμενου 6 ρωτήθηκε εάν την συγκεκριμένη περίοδο είχε οποιαδήποτε σχέση με τον Κατηγορούμενου 6 και απάντησε καμία σχέση. Εκείνου του έδινε εντολή ο Κατηγορούμενος 5 γιατί συνήθως αυτός έδινε (επιταγές) εκτός από τον Κατηγορούμενο 6 και σε άλλους. Όταν μίλησε στο τηλέφωνο με τον ΜΚ1 μέσα στον Δεκέμβριο, ο ΜΚ1 του είπε ότι έχει κάποιες επιταγές δικές τους και ήθελε να του πει ο Κατηγορούμενος 4 αν έχουν πρόβλημα. Ο Κατηγορούμενος 4, είπε τότε στον ΜΚ1 ότι πρέπει να του ανάφερε ο Κατηγορούμενος 6 ότι αυτές τις επιταγές τις πιάνει μπροστά. Ο Κατηγορούμενος 6 τους είπε ότι θα κάνει αποθεματοποίηση, θα αγόραζε χοιροστάσια, αυτά που του έλεγε ο Κατηγορούμενος 5 και τον διαβεβαίωνε ήταν ότι ο Κατηγορούμενος 6 γνώριζε από τότε ότι αν δεν παράδιδε κρέατα θα σταματούσαν οι επιταγές με εντολή του Κατηγορούμενου 5. Ο ίδιος δεν είχε οποιαδήποτε επικοινωνία με τον Κατηγορούμενο 6. Όταν μίλησε με τον ΜΚ1 του είπε ότι οι επιταγές του σαν φρουταρία (Κατηγορούμενη 1) δεν έχουν κανένα πρόβλημα και δεν είχε ποτέ με κανένα πρόβλημα. Η παρούσα περίπτωση είναι ιδιάζουσα γιατί αν έφερνε κρέατα ο Κατηγορούμενος 6 του Κατηγορούμενου 5, οι επιταγές θα πληρώνονταν και για αυτό πληρώθηκε η επιταγή (Τεκμήριο 15). Αυτά είπε στο τηλέφωνο στον ΜΚ1 την μοναδική φορά που είχε επικοινωνία μαζί του.

Ρωτήθηκε εάν γνωρίζει κατά πόσο οι Κατηγορούμενοι 5 και 6 είχαν μεταξύ τους συμφωνία και είπε όχι. Ρωτήθηκε επίσης εάν γνωρίζει ότι προπληρώθηκε και αγόρασε χοίρους από τον Κατηγορούμενο 5 ο Κατηγορούμενος 6 και μάλιστα οφείλει χρήματα στον Κατηγορούμενο 6 ο Κατηγορούμενος 5 και απάντησε ότι γνωρίζει ότι ο Κατηγορούμενος 5 του έλεγε να εκδώσει επιταγές στον Κατηγορούμενο 6 και όταν του έλεγε ότι είναι πάρα πολλές οι επιταγές και θα έχουν πρόβλημα, ο Κατηγορούμενος 5 του έλεγε ότι ο Κατηγορούμενος 6 θα κάνει αποθεματοποίηση. Άλλαξε επιταγές €70.000 με εντολές του Κατηγορούμενου 5, τα οποία εισέπραξε από τον Κατηγορούμενο 5 για να εξοφληθεί ο Κατηγορούμενος 6 χωρίς να φέρει κρέατα γιατί του έλεγε ο Κατηγορούμενος 5 να τις κρατήσει. Δεν έστειλε επιστολή ότι οφείλονται σε αυτόν χρήματα, απλά υπόγραψε ο Κατηγορούμενος 6 το Τεκμήριο 20 με το οποίο γνώριζε ότι οι επιταγές αλλάζονταν εφόσον έφερνε τα ανάλογα κρέατα. Δεν ήταν παρών όταν υπόγραφε ο Κατηγορούμενος 6. Το Τεκμήριο 20 το συνέταξαν γιατί ήθελε να ήταν καλυμμένος και φοβόταν την ημέρα αυτή που δικάζεται. Ο Κατηγορούμενος 5 του υπόγραψε. Δεν είχε επαφή με τον Κατηγορούμενο 6 και όταν του το έφερε (ο Κατηγορούμενος 5) του είπε ότι δεν του μοιάζει με υπογραφή αυτή που είναι πάνω και ο Κατηγορούμενος 5 του είπε πως όταν υπόγραψε ο Κατηγορούμενος 6 τον ρώτησε αν αυτή είναι η υπογραφή του και ο Κατηγορούμενος 6 απάντησε στον Κατηγορούμενο 5 ότι μάλιστα, αυτός αυτήν την υπογραφή κάνει. Εάν ήθελε να τους εξαπατήσει είναι δικαίωμα του. Ο ΜΚ1 του είπε ότι ο Κατηγορούμενος 6 του χρωστούσε ακόμη €70.000. Δεν έχει καμία σχέση με τα δικά τους. Μέχρι σήμερα τα κρέατα που αγοράζει ο Κατηγορούμενος 5 επειδή δεν μπορεί να εκδίδει επιταγές τα πληρώνει ο ίδιος μέσω εμβάσματος. Κάθε εβδομάδα του στέλνει τιμολόγιο και προχωρεί με έμβασμα. Το ίδιο έκανε και τον καιρό εκείνο και το κάνει και για άλλες συναλλαγές και ύστερα παίρνει τα χρήματα από το ταμείο.

Ρωτήθηκε από τον συνήγορο της παραπονούμενης εάν μπορούσε να έκανε το ίδιο και για τις επίδικες επιταγές και απάντησε ότι ο Κατηγορούμενος 6 έδωσε πέντε επιταγές στον ΜΚ1 και όταν συνομίλησαν στο τηλέφωνο του είπε ότι τώρα οι επιταγές του δεν έχουν πρόβλημα, όμως μελλοντικά επειδή ξέρει την υπόθεση του Κατηγορούμενου 6 εάν του δώσει εντολή ο Κατηγορούμενος 5 να τις σταματήσει, θα το κάνει. Οι επιταγές του Κατηγορούμενου 6 αλλάζονταν κανονικά μέχρι το τέλος Φεβρουαρίου μπορεί και αρχές Μαρτίου. Στις αρχές Μαρτίου, ο Κατηγορούμενος 6 στεγαζόταν και εξυπηρετούσε πελάτες σε υποστατικά κάποιου τρίτου προσώπου το οποίο απεβίωσε και ο Κατηγορούμενος 6 έκλεισε την εταιρεία του και δεν εξυπηρετούσε πλέον πελάτες. Για αυτό αναγκάστηκαν να σταματήσουν τις επιταγές γιατί δεν είχε κύκλο εργασιών. Για αυτό ο ΜΚ1 πληρώθηκε μόνο τη μια επιταγή. Για το πότε ήταν η τελευταία φορά που συνεργάστηκε η παραπονούμενη με τον Κατηγορούμενο 6 επανέλαβε ότι δεν είχε καμία επαφή με τον ΜΚ1 παρά μόνο η τηλεφωνική του επικοινωνία.

Θυμάται πάρα πολύ καλά ότι ήταν στην κουζίνα του καταστήματος όταν του τηλεφώνησε ο ΜΚ1 και του είπε ότι είναι ο ΜΚ1 και έχει πέντε επιταγές των €5.000. Τον ρώτησε εάν είναι αυτός ο εκδότης και του είπε μάλιστα, τις έδωσα στον Κατηγορούμενο 5, ότι δεν έχει καμία σχέση με αυτόν τον κύριο (Κατηγορούμενο 6), ότι μέχρι τώρα οι επιταγές του δεν έχουν κανένα πρόβλημα όμως ξέρει την υπόθεση με τον Κατηγορούμενο 6 και του είπε για να το γνωρίζει ότι, όταν του δοθεί εντολή, εάν δεν έρθουν κρέατα, από τον Κατηγορούμενο 5 θα σταματήσουν οι επιταγές. Ο ΜΚ1 του είπε, την ίδια ημέρα ότι ο Κατηγορούμενος 6 του οφείλει €70.000 και τον ρώτησε γιατί του δίνει άλλα; Ο ΜΚ1 του είπε ότι θέλουν τα λεφτά τους και δεν έχουν τι να κάνουν.

Υποβλήθηκε στον Κατηγορούμενο 4 ότι η πιο πάνω συνομιλία είναι προϊόν της φαντασίας του και απάντησε ότι η φαντασία είναι του ΜΚ1 ο οποίος ήθελε απεγνωσμένα να πάρει χρήματα από τον Κατηγορούμενο 6. Ρωτήθηκε έπειτα, αφού υποψιάστηκε ότι η υπογραφή στο Τεκμήριο 20 δεν ήταν του Κατηγορούμενου 6 γιατί δεν ζήτησε να γίνει στην παρουσία μαρτύρων και είπε γιατί τον διαβεβαίωσε ο Κατηγορούμενος 5 ότι πήγε και του υπόγραψε. Το Τεκμήριο 20 έγινε μέσα στο 2018. Δεν θυμάται μήνα ακριβώς και είχε έννοια τις επιταγές για αυτό είπε να γίνει ένα χαρτί για να είναι πιο ασφαλισμένος. Ρωτήθηκε αν ο λόγος που το Τεκμήριο 20 δεν αναφέρεται ημερομηνία ούτε συγκεκριμένες επιταγές, είναι γιατί ήταν πολλές οι επιταγές και είπε ότι δεν είχε συγκεκριμένες επιταγές γιατί ήταν πολλές, με τον κ. Σωτηρίου να υποβάλλει ότι το Τεκμήριο 20 το έφτιαξαν προγενέστερα ή μεταγενέστερα και δεν είχε σχέση με τις επίδικες επιταγές. Ο Κατηγορούμενος 4 απάντησε ότι διατηρεί επιχείρηση από το 2001 και προκαλεί το Δικαστήριο να ρωτήσει για εκείνον εάν εξαπάτησε ή πήρε από κάποιον έστω €5 στην αγορά και να ρωτήσει για το όνομα του και θα απαντηθούν οι ερωτήσεις του κ. Σωτηρίου. Δέχθηκε όμως ότι ήταν λάθος του που δεν συμπλήρωσε ημερομηνία.

Του υποδείχθηκε τιμολόγιο (Τεκμήριο 14) και ρωτήθηκε κατά πόσο συμφωνεί ότι η υπογραφή του Κατηγορούμενου 6 στο Τεκμήριο 14 διαφέρει από το Τεκμήριο 20 και είπε μάλιστα. Του υποβλήθηκε ότι η παραπονούμενη συμβλήθηκε τελευταία φορά με τον Κατηγορούμενο 6 Νοέμβριο – Δεκέμβριο του 2018 και είπε ότι δεν είχε καμία σχέση με τον ΜΚ1. Γνώριζε τις συναλλαγές με τον Κατηγορούμενο 5, όχι με τον ΜΚ1. Του υποδείχθηκε ότι προηγουμένως είχε αναφέρει ότι ήταν Φεβρουάριος ή Μάρτιος του 2019 και είπε ότι νόμιζε ότι δεν ήταν για τις συναλλαγές του Κατηγορούμενου 5 με τον Κατηγορούμενο 6 για να αναφέρει μετά σε ερώτηση αν γνωρίζει πότε έπαψε η παραπονούμενη να συνεργάζεται με τον Κατηγορούμενο 6, ότι δεν έχει καμία σχέση. Του υποβλήθηκε επίσης ότι όλα τα προϊόντα της παραπονούμενης είχαν παραδοθεί στον Κατηγορούμενο 6 στο τέλος του 2018 και για αυτό εξαργυρώθηκε η επιταγή τον Φεβρουάριο γιατί αυτά παραδόθηκαν στον Κατηγορούμενο 5 από τον Κατηγορούμενο 6 και είπε ότι δεν ξέρει, επανέλαβε τι του είπε ο ΜΚ1 τηλεφωνικώς και πρόσθεσε ότι απλά στάθηκε άτυχος ο ΜΚ1 γιατί κρατούσε 4 επιταγές τον Μάιο. Σε κατοπινό στάδιο είπε ότι ανάφερε στον ΜΚ1 ότι οι επιταγές στο μέλλον μπορεί να μην αλλαχθούν και ήθελε απεγνωσμένα ο ΜΚ1 να τις πάρει. Θεώρησε ότι τις πήρες για παλαιό υπόλοιπο και όχι για να δώσει προιόντα στον Κατηγορούμενο 6 γιατί θεωρεί παράλογο κάποιος να χρωστά €70.000 και να παίρνει προιόντα. Ρωτήθηκε, επειδή είπε ότι ο Κατηγορούμενος 6 συνεργαζόταν με την μισή Κύπρο, εάν μπορεί να προσδιορίσει κατά πόσο τα συγκεκριμένα εμπορεύματα ήρθαν ή δεν ήρθαν στο κρεοπωλείο που διατηρείται στην Κατηγορούμενη 1, και είπε ότι δεν είναι υπεύθυνος να το γνωρίζει.

Ο κ. Σωτήριου υπέβαλε την θέση στον Κατηγορούμενο 4 ότι μίλησαν με τον ΜΚ1 τον Δεκέμβριο και η επιταγή Φεβρουαρίου εξαργυρώθηκε με τον Κατηγορούμενο 4 να αναφέρει ότι δεν ήξερε τα νούμερα των επιταγών που κρατούσε ο ΜΚ1. Εάν είχε σκοπό να ξεγελάσει τον ΜΚ1 δεν θα πλήρωνε την επιταγή τον Φεβρουάριο. Εφόσον δεν απάντησε ο Κατηγορούμενος 4 πότε παραδόθηκαν τελευταία φορά κρέατα, ρωτήθηκε αν του είπε ο Κατηγορούμενος 5 να πληρωθεί η εν λόγω επιταγή εφόσον στην τελική εκείνος δεν ξέρει γιατί άλλαξε την συγκεριμένη επιταγή και απάντησε ότι αυτή είναι η μαρτυρία του, ότι έμπαιναν επιταγές και τις άλλαζε χωρίς να γνωρίζει ποιος κρατούσε ποια επιταγή. Ήταν καυστικός, είπε, όταν συνομίλησε με τον ΜΚ1 για να το καταλάβει ότι θα σταματούσαν οι επιταγές. Ο κ. Σωτηρίου υπέβαλε ότι η μοναδική φορά που ενημερώθηκε η παραπονούμενη για συμφωνία ήταν όταν ο διευθυντής της τηλεφώνησε για ζητήσει εξηγήσεις γιατί ανακλήθηκαν οι επίδικες επιταγές. Ο Κατηγορούμενος 4 απάντησε ότι ψεύδεται ο ΜΚ1 και προκάλεσε να ανοίξουν οι συνομιλίες. Του υποβλήθηκε ότι δεν είχαν δικαίωμα να ανακαλέσουν τις επιταγές γιατί η παραπονούμενη εκπλήρωσε τις υποχρεώσεις της και απάντησε ότι η παραπονούμενη βρήκε ένα θύμα για να βγάλει χρήματα που δεν θα έβγαζε από τον Κατηγορούμενο 6.

Μαρτυρία ΜΥ1

Η ΜΥ1 είναι Πρωτοκολλητής του Ε.Δ. Λάρνακας. Κλήθηκε για να παρουσιάσει τον φάκελο της αγωγής 375/19 του Ε.Δ. Λάρνακας και κατάθεσε ως Τεκμήριο 21 ένορκη δήλωση ημερομηνίας 13.6.2009 με συνημμένα. Στην εν λόγω ένορκη δήλωση, ενόρκως δηλών ήταν ο ΜΚ1. Η ΜΥ1 δεν αντεξετάστηκε.

Μαρτυρία Κατηγορούμενου 5

Ο Κατηγορούμενος 5 υιοθέτησε και κατάθεσε γραπτή δήλωση (Έγγραφο Γ) στην οποία αναφέρει, μεταξύ άλλων ότι, τις επίδικες επιταγές τις έδωσε στον Κατηγορούμενο 6 με σκοπό να φέρει κρέατα όμως γνώριζε ότι αν δεν το έκανε θα τις σταματούσε με δική του εντολή προς τον Κατηγορούμενο 4. Αναγνώρισε το Τεκμήριο 20 κατάθεσε επίσης ως Τεκμήριο 25 αντίγραφο ηλεκτρονικής έρευνας από την ιστοσελίδα του Εφόρου Εταιρειών σε σχέση με την εταιρεία του Κατηγορούμενου 6. Την διαχείριση του κρεοπωλείου στην φρουταρία της Κατηγορούμενης 1, έχει αυτός με τα παιδιά του και είχε συνεργασία με τον Κατηγορούμενο 6. Ρωτήθηκε εάν ο Κατηγορούμενος 4 γνώριζε τι έκαναν με τον Κατηγορούμενο 6 και είπε όχι σίγουρα. Διατηρούσε φάρμα μέχρι πριν ένα χρόνο στην κρίση των σιτηρών. Με τον Κατηγορούμενο 6 είχαν δυο συνεργασίες ως είπε. Αγόραζαν κρέατα και πουλούσαν γουρούνια. Πουλούσε γουρούνια στον Κατηγορούμενο 6. Τις επίδικες επιταγές τις έδωσε στον Κατηγορούμενο 6 τέλος Δεκεμβρίου. Με προηγούμενα τιμολόγια και αγορές δεν όφειλαν οποιοδήποτε ποσό στον Κατηγορούμενο 6. Του υποδείχθηκε το Τεκμήριο 24 και συμφώνησε ότι είναι τα τιμολόγια που εξέδιδε όταν πουλούσε γουρούνια στον Κατηγορούμενο 6. Ρωτήθηκε εάν ήταν προπληρωμένοι και είπε όχι πάντα, υποτίθεται ότι είναι προπληρωμένοι, λογαριάζονταν κάθε εβδομάδα, όποτε έπιανε γουρούνια ο Κατηγορούμενος 6.

Πριν χρόνια, ο Κατηγορούμενος 6 του δάνεισε €70.000. Ρωτήθηκε εάν το σύνολο των τιμολογίων είναι €62.845,19 και είπε αν τα μαθηματικά του είναι καλά ναι και ρωτήθηκε γιατί παρουσίασε τιμολόγια του Δεκεμβρίου 2018 και είπε για να διαβεβαιώσουν την τελευταία συνεργασία που είχαν που είναι μέσα και οι τελευταίες επιταγές. Του υποβλήθηκε ότι ο Κατηγορούμενος 6 προπλήρωσε €82.700 για αγορά γουρουνιών χωρίς να τα πάρει και είπε ότι είχαν συμφωνία να του δώσει το συγκεκριμένο ποσό να μεγαλώσει τους χοίρους και σιγά σιγά να πληρωθεί. Ρωτήθηκε πότε και είπε πιο παλιά, έχει πολύ καιρό.

Ρωτήθηκε εάν πουλούσε και αλλού και είπε όχι. Ρωτήθηκε εάν σημείωσε πότε του έδωσε ο Κατηγορούμενο 6 τα χρήματα και είπε όχι, έχει χρόνια που ξεκίνησε η συνεργασία και δεν θυμάται. Ήταν έμπορας ζώων, τον βρήκε και ο Κατηγορούμενος 5 δέχθηκε τη συμφωνία και συμφώνησαν και τον τρόπο με τον οποίο θα δούλευαν. Τα €70.000 πληρώθηκαν, απλώς η συνεργασία συνεχιζόταν. Έπαιρνε γουρούνια ο Κατηγορούμενος 6, ο Κατηγορούμενος 5 έπαιρνε κρέατα και κάθε εβδομάδα λογαριάζονταν. Του υποδείχθηκε ότι στο Τεκμήριο 23 ένα τιμολόγιο είναι στο ποσό €36.005 και είπε τα τιμολόγια δεν λένε ψέματα. Ρωτήθηκε εάν πλήρωσε και είπε ότι κάθε εβδομάδα λογαριάζονταν. Ρωτήθηκε ακόμη εάν είχαν κατάσταση λογαριασμού και είπε δεν κρατούσαν. Του υποδείχθηκε ξανά από το Τεκμήριο 23 ότι Ιανουάριο 2019 μέχρι 20 Φεβρουαρίου 2019 είχε να πληρώσει τον Κατηγορούμενο 6 για αγορά κρεάτων €31.256 και είπε ότι έτσι αγόραζε κρέατα ναι. Ο κ. Χ’’Παναγιώτου υπέθεσε ότι με αυτό το ποσό καλύπτονταν οι επίδικες επιταγές και ο Κατηγορούμενος 5 είπε ότι δεν είναι έτσι τα πράγματα διότι εκείνο τον καιρό έδωσαν και εκείνοι στον Κατηγορούμενο 6 κάποια γουρούνια και συμψηφίζονταν. Οι αγορές είναι αγορές και οι πωλήσεις είναι πωλήσεις και δεν χρωστούσε χρήματα. Ρωτήθηκε επίσης εάν η εταιρεία του η οποία ως είπε διαχειριζόταν το κρεοπωλείο και το χοιροστάσιο είχε λογιστή να τους υπολογίζει χρεωστικά, πιστωτικά υπόλοιπα και ποσά συμψηφισμού και είπε όχι, όπως έπαιρνε τα τιμολόγια καθάριζαν τον λογαριασμό και έδιναν στον λογιστή εκείνα που αγόραζε και εκείνα που πουλούσε. Σε μετέπειτα στάδιο ρωτήθηκε εάν ήταν ενήμερος ο λογιστής της εταιρείας του ότι εισπράχθηκε το ποσό των €70.000 και είπε όχι. Του υποβλήθηκε ότι κάποια τιμολόγια έπρεπε να κατέγραφαν ότι θα γινόταν αποκοπή από το εν λόγω ποσό και είπε ότι δεν έγραφαν έτσι αλλά σίγουρα αποκόπτονταν. Σε ερώτηση του κ. Σωτηρίου σχετικά ανάφερε ότι δεν έκαναν ποτέ credit («πίστωση»). Ρωτήθηκε εάν δεν έπαιρνε ποτέ απόδειξη και είπε φυσικά, όταν πληρωθεί κριθάρι παίρνει τιμολόγιο. Έτσι δούλευαν με τον Κατηγορούμενο 6.

Υποβλήθηκε στον Κατηγορούμενο 5 ότι όταν έδωσε τις επίδικες επιταγές στον Κατηγορούμενο 6 χρωστούσε στον τελευταίο πέραν των €70.000 και επειδή δεν μπορούσε να τον ικανοποιήσει σε γουρούνια, του έδωσε τις επιταγές για να αγοράσει από αλλού, θέση την οποία αρνήθηκε. Υποβλήθηκε επίσης ότι οι επίδικες επιταγές καλύπτονταν από τις αγορές Δεκεμβρίου 2018 – Φεβρουάριο 2019 και είπε ότι ο Κατηγορούμενος 6 ζητούσε μεταχρονολογημένες επιταγές γιατί έτσι δούλευε το παζάρι. Ήξερε ότι αν έφερνε κρέας θα αλλάζονταν και αν δεν έφερνε δεν θα αλλάζονταν. Ήθεάν πάντα να υπάρχει η συνεργασία γιατί πουλούσαν τα γουρούνια τους, έβρισκαν κρέας και ο Κατηγορούμενος 6 πάντα ζητούσε μεταχρονολογημένες επιταγές και του έδιναν για να συνεχίζουν. Μετά δεν μπορούσε να τους εξυπηρετεί. Στις 4.3.2019 ήταν η τελευταία φορά που τους έδωσε κρέας διότι υπήρχε δυσκολία. Είχε πεθάνει κάποιος που δούλευε κοντά του ο Κατηγορούμενος 6 και του χρωστούσε πολλά χρήματα.

Για την συμφωνία είπε πως, όταν πήγε σε ένα κρεοπωλείο που εργαζόταν ο Κατηγορούμενος 6 στους Τρούλλους για να του υπογράψει το χαρτί που συνέταξε ο Κατηγορούμενος 4 του είπε ότι δεν είναι αυτή η υπογραφή του και ο Κατηγορούμενος 6 του εόπε ότι αυτή την υπογραφή κάνει. Συμφώνησε ότι διαφέρουν οι υπογραφές του Κατηγορούμενου 6 στα Τεκμήρια 6, 23 και 24. Υπόγραψε την ημέρα που του έδωσε τις επιταγές, τέλος Δεκεμβρίου. Ρωτήθηκε γιατί εάν έγινε η συμφωνία λόγω κάποιου κινδύνου και είπε ότι ακουγόταν πως ο Κατηγορούμενος 6 δεν πάει καλά και μιλούσαν με τον ίδιο. Υποβλήθηκε επίσης στον Κατηγορούμενο 5 ότι δεν συνέταξε το Τεκμήριο 20 ο Κατηγορούμενος 6 και είπε σίγουρα δεν το συνέταξε αλλά του το ανάγνωσε, του είπε να κάνουν ένα χαρτί σε περίπτωση που δεν φέρει κρέας ότι δεν θα αλλαχθεί η επιταγή και το δέχθηκε. Του πήρε το χαρτί και ενώ υπόγραφε του είπε ότι δεν είναι αυτή η υπογραφή σου και του είπε αυτή κάνω τώρα. Ρωτήθηκε γιατί δεν φέρει ημερομηνία και είπε ότι δεν το θεώρησαν απαραίτητο.

Δεν ήθελαν να πάθει κάτι ο Κατηγορούμενος 6. Η συνεργασία τους ήταν καλή. Δεν χρειαζόταν να πουλούν άλλου χοίρους. Ήταν μεγάλο πρόβλημα να μην μπορείς να πουλάς χοίρους γιατί πήγαινε κάτω η τιμή. Με τον Κατηγορούμενο 6 είχαν συμφωνημένη τιμή για τα γουρούνια και τα κρέατα και ζητούσε μόνο να παίρνει μεταχρονολογημένες επιταγές γιατί έτσι δούλευε το παζάρι και μπορεί να τις έδινε αλλού διότι δεν δούλευε μόνο μαζί με τον Κατηγορούμενο 5. Μετά το 2019 που δεν έφερνε κρέατα και θα σταματούσαν τις επιταγές, περίμενε ένα λογικό χρονικό διάστημα για να δει τι θα κάνει ο Κατηγορούμενος 6 αλλά, αφού δεν συνέχισε να δουελεύει και αφού κρέας δεν μπορούσε να φέρει έπρεπε να τις σταματήσει. Του υποβλήθηκε από τον κ. Σωτηρίυ ότι με την οπισθογράφηση των επίδικων επιταγών, ο Κατηγορούμενος 6 κατάφερε να εξασφαλίσει αγαθά από την παραπονούμενη και είπε ότι δεν του έδωσαν επιταγή για να την δώσει στην παραπονούμενη και ότι εκμεταλλεύτηκε και την παραπονούμενη.

Αξιολόγηση

Παρακολούθησα με προσοχή τους μάρτυρες. Ολόκληρη η μαρτυρία τους έχει καταγραφεί στα πρακτικά και έχει αποτιμηθεί στο σύνολο της. Αξιολόγησα τη μαρτυρία τους σύμφωνα με τις αρχές της νομολογίας, έχοντας εξετάσει επίσης το περιεχόμενο των εγγράφων που κατατέθηκαν ως Τεκμήρια και έλαβα υπόψη την εικόνα τους στο Δικαστήριο (βλ. Ζαβρού ν.  Χαραλάμπους (1996) 1 Α.Α.Δ 447, Χριστοφή ν Ζαχαριάδη (2002) 1 Α.Α.Δ 401, Παπαδοπούλου v Αστυνομίας  (2007) 2 Α.Α.Δ 173, Κυπριανού ν Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ 816).

Μικρές αντιφάσεις σε ασήμαντες λεπτομέρειες ή ελαχίστου σημασίας ανακρίβειες δεν καταστρέφουν την όλη αξιοπιστία του μάρτυρα, την οποία το Δικαστήριο δεν εξετάζει αποσπασματικά (βλ. Κουδουνάρης ν Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ 320).

Με γνώμονα τα πιο πάνω προχωρώ να καταγράψω όσα αποκόμισα από την ενώπιον μου τεθείσα μαρτυρία.

Ο ΜΚ1 άφησε θετική εντύπωση στο Δικαστήριο. Κατάθετε με φυσικότητα και αμεσότητα, δεν κλονίστηκε στην αντεξέταση και κρίνω ότι παρουσίασε τα γεγονότα στην πραγματική διάσταση τους. Γίνεται αποδεκτός ο ισχυρισμός του ότι ήταν διστακτικός να λάβει τις επιταγές από τον Κατηγορούμενο 6 καθότι είχε εκδοθεί απόφαση εναντίον του και υπερ της παραπονούμενης στα πλαίσια της αγωγής 375/19 του Ε.Δ. Λάρνακας (Τεκμήριο 5) για αυτό τηλεφώνησε στον Κατηγορούμενο 4. Άλλωστε, τόσο ο Κατηγορούμενος 4 όσο και ο Κατηγορούμενος 5 είχαν αναφέρει ότι ο Κατηγορούμενος 6 χρωστούσε χρήματα στην παραπονούμενη. Είναι γεγονός ότι στο Τεκμήριο 21 το οποίο είναι η ένορκη δήλωση του ΜΚ1 στα πλαίσια της πιο πάνω αγωγής δεν γίνεται αναφορά σε επιταγές αλλά σε τιμολόγια, με το τελευταίο να είχε εκδοθεί τον Νοέμβριο του 2018, κοντά στον χρόνο στον οποίο είχαν παραδοθεί οι επίδικες επιταγές, πλην όμως υπενθυμίζω ότι ήταν παραδεκτό γεγονός ότι δόθηκαν οι επιταγές και σε αντάλλαγμα ο Κατηγορούμενος 6 έλαβε προϊόντα.  Η θέση του ΜΚ1 ότι οι επίδικες επιταγές ήταν μέρος του όλου υπολοίπου του Κατηγορούμενου 6 δεν αμφισβητήθηκε. Αποδέχομαι επίσης την θέση του ότι τηλεφώνησε ξανά στον Κατηγορούμενο 4 μετά την ανάκληση των επίδικων επιταγών για να ζητήσει το λόγο αφού προηγουμένως κατά την παραλαβή τους του είχε αναφέρει ο Κατηγορούμενος 4 ότι οι επιταγές είναι εντάξει. Και κρίνω επίσης λογικό ο ΜΚ1 να τηλεφωνήσει απευθείας στον Κατηγορούμενο 4, αντί στον Κατηγορούμενο 5, εφόσον εκδότρια των επίδικων επιταγών ήταν η Κατηγορούμενη 1.  Κρίνω επίσης ως λογική τη θέση του ΜΚ1 ότι δεν μπορούσε να γνωρίζει πως δούλευαν μεταξύ τους οι Κατηγορούμενοι. Η μαρτυρία του εν όψει των πιο πάνω γίνεται αποδεκτή.

Ο ΜΚ2 επίσης άφησε θετική εντύπωση στο Δικαστήριο. Ο μάρτυρας κρίνω είπε την αλήθεια σε σχέση με όσα γνώριζε αναφορικά με τις επίδικες επιταγές. Η μαρτυρία του δεν αμφισβητήθηκε στην ουσία και γίνεται αποδεκτή.

Η εικόνα της ΜΚ3 ήταν επίσης αυτή της ειλικρινούς μάρτυρα. Η μάρτυρας εξήγησε με σαφήνεια τι έλαβε χώρα σε σχέση με τις οδηγίες για ανάκληση των επιταγών αλλά και το πως μπορεί να συμπληρωθεί ηλεκτρονικά η οδηγία, σε πεδίο στο οποίο υπάρχει περιορισμός χαρακτήρων, δηλαδή περιορισμός στην έκταση του κειμένου που μπορεί να καταγραφεί και ότι αυτός πρέπει να ευσταθεί. Η αναφορά της ότι οι εντολές δόθηκαν από τον Κατηγορούμενο 4 ήταν ούτως ή άλλως παραδεκτό γεγονός.  Αποδέχομαι την μαρτυρία της στο σύνολο της.

Ο Κατηγορούμενος 4 δεν άφησε θετική εντύπωση στο Δικαστήριο. Τόσο στην κυρίως εξέταση του όσο και στην αντεξέταση του, κατά την διάρκεια των οποίων ήταν έντονος, ήταν διακριτή η προσπάθεια του να αποποιηθεί οποιεσδήποτε ευθύνες της Κατηγορούμενης 1 και του ιδίου. Η μαρτυρία του σε πολλά σημεία ήταν γενική και αόριστη και παρόλο που πολλά σημεία της αποτελούν και μέρος των παραδεκτών γεγονότων (πιο κάτω), κρίνω ότι δεν μπορώ να στηριχθώ σε αυτή. Αναφορικά με την συμφωνία Τεκμήριο 20, σημειώνω ότι εγείρονται σοβαρά ερωτηματικά σε σχέση με την γνησιότητα του εν λόγω εγγράφου το οποίο δεν αποδέχομαι για το λόγο ότι, ο Κατηγορούμενος 4 είχε αναφέρει σε αρκετά σημεία της αντεξέτασης του ότι δεν είχε καμία σχέση με τον Κατηγορούμενο 6 ούτε με τις δουλειές που έκανε ο τελευταίος με τον Κατηγορούμενο 5. Επιπρόσθετα, στο εν λόγω έγγραφο δεν καταγράφεται ημερομηνία ούτε φαίνεται οπουδήποτε το όνομα της Κατηγορούμενης 1. Ακόμη, εφόσον γνώριζε ότι ο Κατηγορούμενος 5 λάμβανε κρέατα από τον Κατηγορούμενο 6 και ότι υπήρχε συνεργασία μεταξύ τους, για ποιο λόγο αποφάσισε να καταρτήσει το Τεκμήριο 20 όταν του είπε ο Κατηγορούμενος 5 ότι θα έδιδε τις επιταγές στον Κατηγορούμενο 6 για να τον προμηθεύσει με κρέας και δεν είχε γίνει εκ των προτέρων οποιοδήποτε έγγραφο, δεδομένου του ότι η συνεργασία προϋπήρχε; Δεν γίνεται αποδεκτός ο ισχυρισμός του Κατηγορούμενου 4 ότι οι επιταγές δόθηκαν από τον Κατηγορούμενο 6 στον ΜΚ1 όχι για να λάβει κρέας αλλά γιατί όφειλε χρήματα στον ΜΚ1 καθότι αυτό πέραν του ότι είναι αντίθετο με εκείνο που αναφέρει στην παράγραφο 3 του Εγγράφου Β, έρχεται και σε σύγκρουση με το παραδεκτό γεγονός ότι ο Κατηγορούμενος 6 έδωσε τις επιταγές στον ΜΚ1 και έλαβε κρέατα και προϊόντα της ειδικότητας της παραπονούμενης εταιρείας. Δεν γίνεται επίσης, αποδεκτός ο ισχυρισμός του όμως ότι ανάφερε εκ των προτέρων στον ΜΚ1 ότι οι επιταγές θα ανακαλούνταν, δηλαδή για την ύπαρξη συμφωνίας, καθότι δεν θεωρώ λογικό, όση ανάγκη κι αν είχε η παραπονούμενη τα χρήματα, ότι θα ρίσκαρε υπό τέτοιες περιστάσεις να εμπλακεί σε μια αβέβαιη κατάσταση με ενδεχόμενο να χάσει και εμπόρευμα πέραν από χρήμα.

Γίνεται όμως αποδεκτός ο ισχυρισμός του ότι στα πλαίσια της συνεργασίας της Κατηγορούμενης 1 με τον Κατηγορούμενο 5, η πρώτη λάμβανε όλες τις εισπράξεις από την φρουταρία εντός της οποίας λειτουργούσε κρεοπωλείο που διαχειριζόταν ο Κατηγορούμενος 5. Γίνεται επίσης αποδεκτός ο ισχυρισμός του ότι η Κατηγορούμενη 1 αφότου λάμβανε τις εισπράξεις απέδιδε συγκεκριμένο μερίδιο στον Κατηγορούμενο 5. Γίνεται επίσης αποδεκτός ο ισχυρισμός του ότι η Κατηγορούμενη 1 εξέδιδε επιταγές τις οποίες παρέδιδε στον Κατηγορούμενο 5. Αποδέχομαι και τη θέση του ότι την εντολή για να προβεί σε ανάκληση των επίδικων επιταγών του την έδωσε ο Κατηγορούμενος 5, κάτι το οποίο είχε παραδεχθεί και ο Κατηγορούμενος 5 ο ίδιος.

Η ΜΥ1 παρουσιάστηκε για να καταθέσει ένα έγγραφο. Δεν αντεξετάστηκε, η παρουσία της στο Δικαστήριο ήταν καθαρά για τυπικούς λόγους και η μαρτυρία της γίνεται αποδεκτή.

Ο Κατηγορούμενος 5 δεν άφησε θετική εντύπωση στο Δικαστήριο. Η μαρτυρία του χαρακτηρίζεται από γενικότητες και ασάφειες σε σχέση με την συνεργασία που είχε με τον Κατηγορούμενο 6 και την υπογραφή της ούτω καλούμενης συμφωνίας Τεκμήριο 20. Αναφορικά με την συνεργασία του με τον Κατηγορούμενο 6, θεωρώ ότι είπε την αλήθεια ότι αυτή προϋπήρχε των επίδικων επιταγών και ότι ενίοτε αγόραζε από αυτόν ο Κατηγορούμενος 5 και ενίοτε αγόραζε από τον Κατηγορούμενο 5 ο Κατηγορούμενος 6. Από τη στιγμή που ο Κατηγορούμενος 5 διατηρούσε κρεοπωλείο εντός της Κατηγορούμενης 1 στην οποία έδιδε τις εισπράξεις είναι εκτός λογικής κατά την κρίση μου να μην είχε οπουδήποτε καταγεγραμμένο τι εισέπραττε και τι λάμβανε από τον Κατηγορούμενο 6. Οι ισχυρισμοί του για καταβολή από τον Κατηγορούμενο 6 ποσού €70.000 στον Κατηγορούμενο 5 ήταν επίσης γενικοί και αόριστοι αφού δεν έδωσε καμία λεπτομέρεια σε σχέση με το πότε και πως λήφθηκε το ποσό και πως αποπληρωνόταν. Είναι λογική η θέση ότι ο Κατηγορούμενος 6 θα πληρωνόταν με μεταχρονολογημένες επιταγές νοουμένου ότι συνέχιζε να παραδίδει εμπορεύματα διότι αυτή φαίνεται να ήταν και η φύση της συνεργασίας τους. Η μαρτυρία του όμως σε σχέση με τις επίδικες επιταγές περιστρεφόμενη γύρω από την γνώση του Κατηγορούμενου 6 ότι αν δεν παρέδιδε κρέας θα ανακαλούνταν οι επιταγές δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή, εφόσον έρχεται σε σύγκρουση με το παραδεκτό γεγονός ότι ο Κατηγορούμενος 5 οπισθογράφησε τις επιταγές και τις παρέδωσε στον Κατηγορούμενο 6 έναντι νόμιμου ανταλλάγματος. Δεδομένου του ότι δόθηκε αντάλλαγμα στις επιταγές δεν θα υπήρχε λόγος ανάκλησης τους. Αναφορικά με το Τεκμήριο 20, η θέση του Κατηγορούμενου 5 ότι έκανε άλλη υπογραφή ο Κατηγορούμενος 6 δεν μπορεί να βρει έρεισμα στην λογική, εφόσον αυτή επιτάσσει ότι θα έπρεπε να επιμείνει ο Κατηγορούμενος 5, δεδομένου του ισχυρισμού ότι υπήρχε η ανάγκη διασφάλισης και κάλυψης τόσο του ιδίου όσο και της Κατηγορούμενης 1, να υπογράψει κανονικά ο Κατηγορούμενος 6 στο έγγραφο ή η Κατηγορούμενη 1 ή/και ο Κατηγορούμενος 4 να ζητούσαν επιβεβαίωση της υπογραφής από τον Κατηγορούμενο 6.  Συνεπώς, η μαρτυρία του Κατηγορούμενου 5 δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή.

Παραδεκτά γεγονότα και Ευρήματα

Τα πιο κάτω γεγονότα δηλώθηκαν από πλευράς των διαδίκων ως παραδεκτά (Έγγραφο Α) και έχουν εγκριθεί από το Δικαστήριο και καθίστανται ευρήματα του Δικαστηρίου στην παρούσα:

 

-       Η παραπονούμενη εταιρεία είναι νόμιμα εγγεγραμμένη εταιρεία η οποία ασχολείται μεταξύ άλλων με την εκτροφή, πώληση, αγορά όλων των ειδών ζώων όπως γουρουνιών και προβάτων και έχει έδρα της την Αραδίππου.

 

-       Η Κατηγορούμενη 1 διατηρεί φρουταρία στην Αραδίππου και ασχολείται μεταξύ άλλων με την πώληση φρούτων, λαχανικών και κρεατικών.

 

-       Η Κατηγορούμενη 1 μέσω των διευθυντών της, ήτοι τις πρώην κατηγορούμενες 2 και 3 εξουσιοδότησε τον Κατηγορούμενο 4 να διαχειρίζεται τους τραπεζικούς λογαριασμούς και να προβαίνει σε πληρωμές, να υπογράφει εκ μέρους τους και για λογαριασμό της Κατηγορούμενης 1 επιταγές.

 

-       Η Κατηγορούμενη 1 συνεργαζόταν με την Τράπεζα Κύπρου και κατά τον επίδικο χρόνο είχε εκδώσει από λογαριασμό που διατηρούσε τις επίδικες επιταγές της Τράπεζας Κύπρου (Τεκμήρια 6,8,10,12) για το ποσό των €5.000 έκαστη.

 

-       Οι επίδικες επιταγές έχουν υπογραφεί από τον Κατηγορούμενο 4. Ο Κατηγορούμενος 4, εκ μέρους της Κατηγορούμενης 1, παρέδωσε την επιταγή στον Κατηγορούμενο 5 έναντι νόμιμου ανταλλάγματος.

 

-       Ο Κατηγορούμενος 5 σε μεταγενέστερο χρόνο οπισθογράφησε τις επιταγές και τις παράδωσε στον Κατηγορούμενο 6 έναντι νόμιμου ανταλλάγματος.

 

-       Ο Κατηγορούμενος 6 περί τον Δεκέμβριο του 2018 οπισθογράφησε τις επιταγές στην παρουσία του ΜΚ1 λαμβάνοντας κρέατα και προϊόντα της ειδικότητας της παραπονούμενης εταιρείας καθιστώντας την παραπονούμενη εταιρεία νομιμοποιημένο κομιστή.

 

-       Ο Κατηγορούμενος 4 προβήκε σε ανάκληση των επίδικων επιταγών με αποτέλεσμα αυτές όταν παρουσιάστηκαν προς κατάθεση και/ή εξαργύρωση να επιστραφούν προς την παραπονούμενη με την ένδειξη «Η ΠΛΗΡΩΜΗ ΕΧΕΙ ΑΝΑΚΛΗΘΕΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΚΔΟΤΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΑΓΗΣ».

 

-       Η παραπονούμενη δεν έχει λάβει οποιοδήποτε ποσό έναντι των επίδικων επιταγών με αποτέλεσμα αυτές να παραμένουν απλήρωτες μέχρι σήμερα.

 

Δηλώθηκε μετέπειτα ως παραδεκτό γεγονός και το πιο κάτω:

 

-       Στις 27.6.2022 αναστάλθηκε από τον Γενικό Εισαγγελέα η ποινική υπόθεση {…} Ε.Δ. Λάρνακας η οποία είχε καταχωριστεί στις 4.12.2019

 

Από την πιο πάνω αξιολόγηση της μαρτυρίας προκύπτουν ως περαιτέρω ευρήματα του Δικαστηρίου τα πιο κάτω:

 

-       Ο Κατηγορούμενος 5 είναι ιδιοκτήτης εταιρείας, η οποία λειτουργεί κρεοπωλείο εντός της Κατηγορούμενης 1.

 

-       Η Κατηγορούμενη 1 εισπράττει τα κέρδη και αποδίδει μετέπειτα ποσοστό στον Κατηγορούμενο 5.

 

-       Ο Κατηγορούμενος 5 συνεργαζόταν αποκλειστικά με τον Κατηγορούμενο 6 για αγορά γουρουνιών / χοίρων και χοιρινού κρέατος. Μέσω της συνεργασίας τους, ο Κατηγορούμενος 5 πουλούσε γουρούνια / χοίρους στον Κατηγορούμενο 6 και ο Κατηγορούμενος 6 έσφαζε τα ζώα και πουλούσε μετέπειτα το κρέας στον Κατηγορούμενο 5 ή πουλούσε τα ζώα και/ή κρέας και σε άλλους. Όταν πουλούσε ο Κατηγορούμενος 5 εξέδιδε τιμολόγιο στον Κατηγορούμενο 6 (Τεκμήριο 23) και αντίστροφα (Τεκμήριο 24).

 

-       Στο τέλος κάθε εβδομάδας οι Κατηγορούμενοι 5 και 6 καθόριζαν το υπόλοιπο. Εάν με βάση το υπόλοιπο έπρεπε να πληρωνόταν χρήματα ο Κατηγορούμενος 6, τότε λάμβανε τα χρήματα με μεταχρονολογημένες επιταγές από την Κατηγορούμενη 1. Η Κατηγορούμενη 1 και ο Κατηγορούμενος 4 δεν είχαν απευθείας συνεργασία με τον Κατηγορούμενο 6. Πλήρωναν με επιταγές τον Κατηγορούμενο 5 και ο Κατηγορούμενος 5 τις έδιδε στον Κατηγορούμενο 6 ως ανωτέρω.

 

-       Την εντολή για ανάκληση επιταγών έδωσε στον Κατηγορούμενο 4, ο Κατηγορούμενος 5.

 

-       Ο Κατηγορούμενος 4 ανάφερε στον ΜΚ1 μετά την ανάκληση των επιταγών για ύπαρξη συμφωνίας μεταξύ του Κατηγορούμενου 5 και του Κατηγορούμενου 6.

 

-       Για τις επίδικες επιταγές, η παραπονούμενη εξέδωσε τα τιμολόγια Τεκμήριο 14

 

Νομική Πτυχή

Με την άρνηση των Κατηγοριών η Κατηγορούσα Αρχή έχει υποχρέωση να αποδείξει κάθε συστατικό στοιχείο των αδικημάτων, με αποδεκτή μαρτυρία, και δεν επιτρέπονται υποθέσεις ως προς την ύπαρξη γεγονότων, όσο εύλογες και εάν είναι (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν Σπύρος Σπύρου (2002) 2 ΑΑΔ 71, Λοϊζου ν Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 363 και Σωτηριάδης ν Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 482). Ο κατηγορούμενος δεν υποχρεούται να αποδείξει ότι οι ισχυρισμοί του είναι αληθινοί ή βάσιμοι αλλά αρκεί η δημιουργία λογικής αμφιβολίας. Διαφορετική προσέγγιση θα παραβίαζε το τεκμήριο της αθωότητας το οποίο κατοχυρώνεται από το Άρθρο 12(4) του Συντάγματος (Ιακώβου ν. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 211, σελίδα 218).

 

Το πρώτο ζήτημα που θα πρέπει κατά την κρίση μου να εξεταστεί είναι η σημασία του πιο πάνω παραδεκτού γεγονότος ότι, η παραπονούμενη κατέστη νομιμοποιημένος κομιστής των επιταγών. Το θέμα καλύπτεται από το Άρθρο 29 του Κεφ. 262 στο οποίο προνοούνται τα ακόλουθα:

 

«(1) Νομιμοποιημένος κομιστής είναι ο κάτοχος ο οποίος έλαβε συναλλαγματική, συμπληρωμένη και κανονική στην όψη της, με τους πιο κάτω όρους, δηλαδή-

 

(α) Ότι έγινε κάτοχος αυτής προτού αυτή καταστεί ληξιπρόθεσμη και χωρίς ειδοποίηση ότι προηγουμένως δεν τιμήθηκε, αν τέτοια ήταν η περίπτωση~

 

(β) ότι αυτός έλαβε τη συναλλαγματική καλή τη πίστει και για αξία και ότι κατά το χρόνο κατά τον οποίο η συναλλαγματική μεταβιβάστηκε σε αυτόν, αυτός δεν είχε ειδοποίηση για οποιοδήποτε ελάττωμα στον τίτλο του προσώπου το οποίο μεταβίβασε αυτή.

 

(2) Ειδικότερα ο τίτλος προσώπου ο οποίος μεταβιβάζει συναλλαγματική είναι ελαττωματικός εντός της έννοιας του Νόμου αυτού όταν αυτός έλαβε τη συναλλαγματική ή την αποδοχή αυτής, με δόλο, εξαναγκασμό, ή βία και φόβο, ή με άλλα παράνομα μέσα ή για παράνομη αντιπαροχή, ή όταν μεταβιβάζει αυτήν με κατάχρηση εμπιστοσύνης ή υπό τέτοιες συνθήκες οι οποίες ισοδυναμούν με δόλο.

 

(3) Κάτοχος (είτε για αξία ή όχι) ο οποίος αντλεί τον τίτλο του στη συναλλαγματική μέσω κατόχου κατά προσήκοντα τρόπο, και ο οποίος συνέβαλε ο ίδιος σε οποιοδήποτε δόλο ή παρανομία που επηρεάζει αυτή, έχει όλα τα δικαιώματα του κατόχου αυτού κατά προσήκοντα τρόπο σε σχέση προς τον αποδέκτη και προς όλα τα μέρη της συναλλαγματικής πριν από τον κάτοχο αυτό.».

 

 

Στην υπόθεση Νεοφύτου ν. Κυριακίδη (Αρ. 1) (1999) 2 Α.Α.Δ. 102 επεξηγήθηκε ότι, το πρόσωπο που έχει δικαίωμα να υποβάλει παράπονο για έκδοση επιταγής χωρίς αντίκρισμα κατά παράβαση των άρθρων 305Α (1) και (2) του Ποινικού Κώδικα είναι ο νομιμοποιημένος κομιστής της επιταγής, μέσα στην έννοια του νόμου, δηλαδή το πρόσωπο που έχει αγώγιμο δικαίωμα να εγείρει αγωγή με βάση τη συναλλαγή που οδήγησε στην έκδοση της επιταγής. Η φράση 'αγώγιμο δικαίωμα' δεν πρέπει να συγχύζεται με την πιθανή αιτία αγωγής, που μπορεί να εγερθεί με βάση τη συναλλαγή που οδήγησε στην έκδοση της επιταγής από την οποίαν να προκύπτει διαφορά αστικής ευθύνης των μερών (βλ. επίσης Λούτσιου ν. Αστυνομίας (Αρ. 2) (2003) 2 Α.Α.Δ. 343, Τομάζου ν. Σαββίδη Ποιν. Εφ. 181/2007, ημερομηνίας 21.12.2010).

 

Στο Σύγγραμμα του Χρ. Λουκά «Τραπεζική Επιταγή», 2η έκδοση, 2006, Τόμος 2, , Κεφ. 3, σελ. 110 – 143  αναφέρεται ότι η ανάκληση της επιταγής δεν απαλλάσσει τον εκδότη από την ευθύνη έναντι τρίτου νομιμοποιημένου κομιστή (holder in due course). Ο νομιμοποιημένος κομιστής (holder in due course), δηλαδή το πρόσωπο που παίρνει την επιταγή με γνήσια  οπισθογράφηση και καλόπιστα, έχει δικαίωμα να αξιώσει την πληρωμή της επιταγής από τον εκδότη, ανεξάρτητα από την ανάκληση της.  Δεν μπορούν να προβληθούν κατά του νομιμοποιημένου κομιστή ενστάσεις που μπορεί ν' αντιτάξει ο εκδότης κατά του δικαιούχου.

 

Στην υπό εξέταση περίπτωση δεν αποτέλεσε μόνο παραδεκτό γεγονός ότι η Παραπονούμενη εταιρεία είναι νομιμοποιημένος κομιστής των επίδικων επιταγών αλλά και η έκδοση των επιταγών καθώς και η ανάκληση τους. Η κοινή αποδοχή μεταξύ των μερών ότι η Παραπονούμενη εταιρεία είναι νομιμοποιημένος κομιστής των επιταγών συνεπάγετο, ούτως ή άλλως, με αποδοχή ότι αυτές είχαν εκδοθεί και παραδόθηκαν χωρίς ελάττωμα και πριν καταστούν ληξιπρόσθεσμες (βλ. άρθρο 29(1) ανωτέρω).

 

Ανάκληση επιταγών χωρίς εύλογη αιτία

Η έκδοση και ανάκληση των επίδικων επιταγών ήταν ως αναφέρθηκε παραδεκτά ως γεγονότα. Ήταν επίσης παραδεκτό γεγονός ότι είναι ο Κατηγορούμενος 4 που προβήκε στην ανάκληση των επίδικων επιταγών και ως προέκυψε από την μαρτυρία, αυτό έγινε μετά που του είπε ο Κατηγορούμενος 5 να το πράξει. Ο Κατηγορούμενος 4, ήταν επίσης το εξουσιοδοτημένο σύμφωνα με την ΜΚ3 πρόσωπο για τραπεζικούς σκοπούς να το πράξει.

 Μένει να εξεταστεί κατά πόσο υπήρξε εύλογη αιτία προς τούτο.

Το άρθρο 305Α(2) του Ποινικού Κώδικα Κεφ.154 διαλαμβάνει τα εξής:

«Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (1), πρόσωπο το οποίο, χωρίς εύλογη αιτία, προκαλεί με οποιαδήποτε πράξη τη μη εξόφληση επιταγής που εκδόθηκε από το ίδιο, οποτεδήποτε πριν ή κατά την ημερομηνία που η επιταγή έχει καταστεί πληρωτέα, είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα τρία (3) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες ευρώ  (€10.000,00) ή και στις δύο ποινές:

Νοείται ότι, για τους σκοπούς του παρόντος εδαφίου, επίκληση της υπεράσπισης της εύλογης αιτίας, δυνατό να γίνει από τον κατηγορούμενο εφόσον, κατά ή πριν από την παρουσίαση της επιταγής για σκοπούς πληρωμής της, ο κατηγορούμενος ως εκδότης παρέθεσε γραπτώς στο πιστωτικό ίδρυμα, επί του οποίου εκδόθηκε η επιταγή, το λόγο ή τους λόγους για τους οποίους δόθηκε εντολή μη πληρωμής της.»

Το πιο πάνω άρθρο έχει τύχει εξαντλητικής εξέτασης από τα Δικαστήρια μας και η Νομολογία επί του θέματος είναι πλούσια (βλ. Ttozios Management Ltd v Κυριάκος Κυριάκος, Ποινική Έφεση 96/2014 ημερομηνίας 15.04.2016, Ευθυμίου ν. ΜANAVEL, Ποινική Εφ. 230/17, ημερομηνίας 8.7.2019, ECLI:CY:AD:2019:B284,  Νίκος Γλυκύς G.N.S. TelemaN Ltd ν. Λαρτίδη Ποιν. Εφ. 85/19, ημερομηνίας 30.6.2021).

 

Στην Ttozios Management Ltd  (ανωτέρω) λέχθηκαν τα πιο κάτω:

 

«… τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος που δημιουργούνται με βάση το άρθρο αυτό είναι:

 

(1) Η έκδοση της επιταγής.

(2) Η πρόκληση της μη εξόφλησης της επιταγής από τον εκδότη της με οποιαδήποτε πράξη του πριν ή κατά την ημερομηνία που αυτή κατέστη πληρωτέα.

Εφόσον αποδειχθούν τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος που στοιχειοθετείται με το Άρθρο 305Α(2) τότε το βάρος απόδειξης μετατίθεται επί των ώμων του Κατηγορουμένου (εκδότη) να αποδείξει την ύπαρξη εύλογης αιτίας, για την ανάκληση της επιταγής. Το βάρος απόδειξης από τον Κατηγορούμενο (εκδότη) είναι εκείνο του ισοζυγίου των πιθανοτήτων. Η ποινική ευθύνη του εκδότη επιταγής καθορίζεται στο αυστηρό πλαίσιο που θέτει το εδάφιο 2 του Άρθρου 305Α χωρίς να επεκτείνεται σε άλλες παραμέτρους όπως φαίνεται να είναι η εισήγηση των Εφεσειόντων. ...».

 

Περαιτέρω, στην υπόθεση Nikiforos Technologies Ltd v Στυλιανού Γ. Χρήστου, Ποινική Έφεση Αρ. 18/2012, 16/04/2014, το Ανώτατο Δικαστήριο, ως προς την έννοια της εύλογης αιτίας ανάφερε τα εξής:

 

«Εύλογη αιτία, …, αποτελεί κατά τη νομολογία, η παρουσίαση γεγονότων και δεδομένων που δικαιολογούν την ανάκληση και που παρατίθενται γραπτώς στο πιστωτικό ίδρυμα επί του οποίου εκδόθηκε η επιταγή. Στην υπόθεση N.C. Diamonds Co Ltd v. Γεωργίου (2001) 2 Α.Α.Δ. 763, το Εφετείο αναφέρθηκε στη δημιουργία δυνάμει του άρθρου 305Α(2) της έγκυρης υπεράσπισης του ανακλητού της επιταγής για εύλογη αιτία, η οποία πρέπει να βασίζεται στην ειλικρινή πίστη ότι ο κατηγορούμενος είχε το δικαίωμα να ανακαλέσει την πληρωμή και ότι η πεποίθηση αυτή ήταν υπό τις περιστάσεις εύλογη, δηλαδή, καλή τη πίστει, («bona fide» ή «just cause»), (Osgood v. Nelson (1872) L.R. 5 H.L. 636 και R. v. Hall 7 Q.B.D. 575). Η ποινική ευθύνη του εκδότη επιταγής καθορίζεται, όπως λέχθηκε, στο αυστηρό πλαίσιο που θέτει το εδάφιο (2), χωρίς επέκταση σε άλλες έννομες σχέσεις που ενδεχόμενα να διατάρασσαν την προσφερόμενη υπεράσπιση, (δέστε σχετικά και την Philippa Estates Ltd v. Ρούσου (2006) 2 Α.Α.Δ. 142).»

 

Η αιτία αυτή πρέπει να είναι άμεσα και αποκλειστικά συναρτώμενη με τον δηλωθέντα προς την τράπεζα λόγο ανάκλησης (βλ. Ttozios Management Ltd ανωτέρω και Louis Travel Ltd v Idrogios Lias Travel and Tours Ltd κ.α. Ποινική Έφεση 211/2019, ημερομηνίας 7.9.2020, ECLI:CY:AD:2020:B302).

 

Στην παρούσα περίπτωση ο λόγος που δόθηκε στο τραπεζικό ίδρυμα σύμφωνα με το Τεκμήριο 16 ήταν η παράβαση συμφωνίας («breach of contract»). Ως διαφάνηκε από την μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου, η ουσιαστική διαφορά μεταξύ των θέσεων της παραπονούμενης με τους Κατηγορούμενους 1 και 4, είναι ότι ο ΜΚ1 είπε πως ο Κατηγορούμενος 4 του είπε τηλεφωνικώς να δεχτεί τις επιταγές και ότι θα είναι εντάξει ενώ ο Κατηγορούμενος 4 είπε πως, ανάφερε επιπρόσθετα στον ΜΚ1 για την ύπαρξη συμφωνίας μεταξύ Κατηγορουμένων 1, 4, 5 και 6 όταν μίλησαν στο τηλέφωνο, εκδοχή την οποία για τους λόγους που επεξηγήθηκαν πιο πάνω δεν έχω κάνει αποδεκτή. Παρά ταύτα, υπάρχει στο Τεκμήριο 16 καταγεγραμμένος ως λόγος ανάκλησης, η αθέτηση συμφωνίας και ως έχω ήδη καταλήξει υπήρξε συμφωνία μεταξύ των Κατηγορούμενων ότι ο Κατηγορούμενος 6 θα παραδίδει κρέατα στον Κατηγορούμενο 5 και θα πληρώνεται με μεταχρονολογημένες επιταγές, χωρίς όμως να γίνεται αποδεκτό το Τεκμήριο 20. Η οποιαδήποτε συμφωνία όμως μεταξύ των Κατηγορούμενων, ενδεχομένως να μπορούσε να αποτελέσει προϊόν άλλης διαδικασίας και δεν επηρεάζει κατά την κρίση μου την υπόθεση της παραπονούμενης.

 

Δεν υπήρξε οποιαδήποτε συμφωνία μεταξύ παραπονούμενης και Κατηγορούμενης 1 για να παραβιαστεί. Η συμφωνία, ή καλύτερα, η συνεργασία που υπήρξε ήταν μεταξύ των Κατηγορούμενων 5 και 6, αφορούσε αποκλειστικά τον τρόπο που οι ίδιοι μεταξύ τους θα συνεργάζονταν και τις μεταξύ τους συναλλαγές και οποία επηρέαζε την Κατηγορούμενη 1 στο βαθμό που αυτή θα έπρεπε να εκδώσει επιταγές για να παραδοθούν στον Κατηγορούμενο 6.

 

 Ο Holden στο βιβλίο Jones's Studies on Practical Banking, 5η έκδοση, σελίδες 228-229, αναφέρει τα πιο κάτω:

 

«Η επιταγή, αφού είναι συναλλαγματική, είναι συνήθως αξιόγραφο κι΄ αυτό τεκμαίρεται από το κείμενο του Νόμου. Αυτό σημαίνει ότι ο νομιμοποιημένος κομιστής αποκτά πλήρη τίτλο επί της επιταγής έγκυρο έναντι όλων των προηγηθέντων μερών και εκτελεστό εναντίον του μέρους που έχει πρωταρχική ευθύνη, δηλαδή του εκδότη.

 

Πολλοί πελάτες είναι της γνώμης ότι είναι αρκετό ν΄ ανακαλέσουν την επιταγή για ν΄ ακυρωθεί το έγγραφο.  Δεν είναι, όμως, έτσι τα πράγματα. Οποιαδήποτε και νάναι η σχέση μεταξύ του εκδότη και του δικαιούχου - όπως ψευδείς παραστάσεις ή δόλος - η οποία δίνει στον εκδότη τη δυνατότητα ανάκλησης πληρωμής, εάν η επιταγή εξέλθει από τα χέρια του δικαιούχου, εάν δηλαδή μεταβιβασθεί σε τρίτο πρόσωπο υπό τέτοιες περιστάσεις που το καθιστούν νομιμοποιημένο κομιστή, το μέρος αυτό μπορεί να προχωρήσει εναντίον του εκδότη και ν' αξιώσει ολόκληρη την αξία του εγγράφου.

 

Δεν τον ενδιαφέρουν οι διαφορές που υπάρχουν ανάμεσα στα ούτω καλούμενα άμεσα μέρη (immediate parties)- εκδότη και δικαιούχο.  Ο νομιμοποιημένος κομιστής που αποκτά την επιταγή συμπληρωμένη δεόντως και κανονική απ' όλες τις απόψεις, καλόπιστα, έναντι αξίας και προτού αυτή καταστεί ληξιπρόθεσμη (overdue) και χωρίς να γνωρίζει προηγούμενη εμφάνιση και άρνηση πληρωμής της επιταγής ή ελαττωματικότητα του τίτλου, έχει κάθε δικαίωμα ν' αξιώσει την πληρωμή της επιταγής

 

 

(Η υπογράμμιση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)

 

Στην βάση των πιο πάνω αποτελεί κατάληξη του Δικαστηρίου ότι οι οποιεσδήποτε οικονομικές διαφορές μεταξύ των Κατηγορούμενων δεν μπορούν να αποτελέσουν εύλογη αιτία για την ανάκληση των επίδικων επιταγών, δεδομένου και του ότι ήταν παραδεκτό γεγονός ότι όταν αυτές παραδόθηκαν στον Κατηγορούμενο 6 από τον Κατηγορούμενο 5, παραδόθηκαν έναντι καλού και νόμιμου ανταλλάγματος, έστω και εάν αυτές ήταν μεταχρονολογημένες και ήταν επίσης παραδεκτό γεγονός ότι δόθηκαν στην παραπονούμενη και λήφθηκαν προιόντα, δηλαδή έναντι καλού και νόμιμου ανταλλάγματος. Πέραν των επίδικων επιταγών είχε δοθεί ακόμη μια (Τεκμήριο 15) η οποία τιμήθηκε. Δεν καθιστά όμως το γεγονός αυτό εύλογη την ανάκληση για το λόγο ότι αφορά και πάλι το ευρύτερο πλαίσιο των οικονομικών διαφορών των Κατηγορούμενων και όχι την παραπονούμενη η οποία θα έπρεπε να πληρωνόταν τις επιταγές εφόσον αποδεδειγμένα κατέστη νομιμοποιημένος κομιστής τους.  Η Κατηγορούμενη 1 επομένως θα πρέπει να κριθεί ένοχη συνεπώς, στις κατηγορίες 1, 7, 13 και 19.

 

Σε σχέση με τους κατηγορούμενους 4 και 5 οι οποίοι κατηγορούνται για συμμετοχή στο αδίκημα της ανάκλησης επιταγής χωρίς εύλογη αιτία κρίνω ότι με την προσκομισθείσα μαρτυρία και μέσω των παραδεκτών γεγονότων έχει αποδειχθεί η συμμετοχή τους στην διάπραξη του αδικήματος.

 

Πολύ πρόσφατα, το Εφετείο, στην M&K TELEFONE LTD v. Νικολάου κ.α., Ποινική Έφεση 206/22, ημερομηνίας 30.5.2024, εξετάζοντας την ποινική ευθύνη συνεργών ανάφερε τα εξής:

« Το πρώτιστο λοιπόν, το οποίο εξετάζεται, είναι το κατά πόσον εντοπίζεται από πλευράς γεγονότων συγκεκριμένη συμπεριφορά ή δράση, η οποία να συνιστά τη συμμετοχή κάποιου στο αδίκημα άλλου προσώπου. Αυτή η δράση, αν εντοπιστεί, αποτελεί την αντικειμενική υπόσταση της συμμετοχής ή της συνέργειας (actus reus). Η οποία και πάλι δεν αρκεί από μόνη της για να στοιχειοθετήσει το αδίκημα βάσει του Π.Κ.20, αφού ακόμα και στα αδικήματα αυστηρής ευθύνης (strict liability), απαιτείται για τον συνεργό να υφίσταται η αναγκαία γνώση ή πρόθεση, δηλαδή η υποκειμενική υπόσταση ή άλλως, η ένοχη διάνοια (mens rea).

.....

Στη βάση των πιο πάνω είχαμε καταλήξει πως το απαύγασμα της νομολογίας αποκρυσταλλώνεται στη θέση ότι αυτό το οποίο απαιτείται για τον συνεργό δεν είναι η βεβαιότητα εκείνου ότι θα διαπραχθεί αδίκημα αλλά η αντίληψη του, υπό την έννοια συνειδητοποίησης, περί ύπαρξης κινδύνου διάπραξης αδικήματος (εν προκειμένω σχετικού με επιταγή) και παρόλα αυτά να προβαίνει εκουσίως στην παροχή συνδρομής. Όντως είναι από τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης που δύναται να καταδειχθεί είτε η γνώση του προβαλλόμενου ως συνεργού (εν προκειμένω ενός διευθυντή) είτε η εθελοτυφλία του ενώπιον της πραγματικότητας, (η οποία εθελοτυφλία συνιστά πτυχή της γνώσης) είτε η αδιαφορία ως προς τον κίνδυνο επέλευσης κολάσιμου αποτελέσματος.»

(βλ. επίσης Παυλόπουλος ν. Skopy Shoe Factory Ltd (2003) 2 Α.Α.Δ. 261, Vrontis Builders Ltd κ.α. ν. Γεώργιος Κλεόπα & Υιοί Λτδ (2016) 2 Α.Α.Δ. 518, Νικολεττής κ.α. ν Μήλου Ποιν. Εφ. 27/24 κ.α., ημερομηνίας 3.7.2024).

Ο Κατηγορούμενος 4 ήταν παραδεκτό ότι ήταν το πρόσωπο που προέβη στην ανάκληση των επίδικων επιταγών δίδοντας τις οδηγίες στην τράπεζα. Μάλιστα, ήταν εις γνώση του ότι οι επιταγές είχαν καταλήξει στην κατοχή της παραπονούμενης την οποία διαβεβαίωσε ότι δεν έχουν κανένα πρόβλημα οι επιταγές.

 

Ο Κατηγορούμενος 5 με δική του παραδοχή, εκούσια έδωσε εντολή στον Κατηγορούμενο 4 να προχωρήσει σε ανάκληση των επίδικων επιταγών, συνδράμοντας με αυτόν τον τρόπο στην ανάκληση. Γνώριζε ταυτοχρόνως ο Κατηγορούμενος 5 ότι συνεργαζόταν με διάφορα τρίτα πρόσωπα, πέραν του ιδίου, και γνώριζε επίσης ότι ο Κατηγορούμενος 6 αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα. Ως είχε πει, και παραθέτω απόσπασμα από τα πρακτικά 30.5.2024:

 

«Α. Ναι, όι εν θέλαμε να πάθει κάτι ο Μάριος απλώς ακούετουν με τον Πασιή ελάλε μου ο γείτος ότι χρωστά του πολλά λεφτά δεν τον πληρώνει. Η συνεργασία μας ήταν καλή έρχετουν έπιανε τους χοίρους δεν χρειάζετουν να πουλήσουμε χοίρους εμείς σε άλλους. Ήταν μεγάλο πρόβλημα να μην μπορείς να πουλάς χοίρους, εάν πήγαινε κάτω η τιμή πλεόνασμα πήγαινε κάτω τιμή εμείς είχαμε συμφωνημένη μια τιμή με τον Μάριο και για τα κρέατα και για τα γουρόύνια ήξερα τον περνούσαμε καλά, δουλεύκαμε καλά και εζήταν μου το μόνο που εζήταν να πούμεντε το παζάρι έτσι δούλευκε μεταχρονολογημένα διότι μπορεί να εδίαν τις επιταγές ή εάν τις εδίαν αλλού ή όχι για να πιάνει κρέατα που αλλού διότι δεν δούλευκε μόνο μαζί μου».

 

Ήταν μια πραγματικότητα δηλαδή για τον Κατηγορούμενο 5 ότι ο Κατηγορούμενος 6 συνεργαζόταν και με άλλα πρόσωπα και εύλογα ανάμενε ότι οι επιταγές θα δίδονταν σε άλλους από τον Κατηγορούμενο 6. Παρόλα αυτά δεν επηρεάστηκε από το να δώσει οδηγίες στον Κατηγορούμενο 4 να ανακαλέσει τις επιταγές. Ήξεραν επιπρόσθετα από τον Μάρτιο, ως είχε πει ο Κατηγορούμενος 4 ότι ο Κατηγορούμενος 6 αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα.

 

Δεδομένου του ότι έχω καταλήξει στο ότι δεν ήταν εύλογη η ανάκληση των επιταγών υπό τις περιστάσεις καταλήγω στο ότι, ο Κατηγορούμενος 4 πρέπει να κριθεί ένοχος στις κατηγορίες 4, 9, 15 και 21 και ο Κατηγορούμενος 5 στις κατηγορίες 5 10, 16 και 22.

Εξασφάλιση αγαθών με ψευδείς παραστάσεις

Σε σχέση με τις κατηγορίες περί ψευδών παραστάσεων, το άρθρο 297 του Κεφ. 154 προνοεί ότι:

«Ψευδής παράσταση είναι οποιαδήποτε παράσταση γεγονότος, παρελθόντος ή παρόντος, που γίνεται με λόγια, με έγγραφο ή με συμπεριφορά, η οποία είναι ψευδής στην πραγματικότητα και την οποία εκείνος που παριστάνει γνωρίζει ότι είναι ψευδής ή δεν πιστεύει ότι είναι αληθινή.»

Το άρθρο 298 του Κεφ. 154 προνοεί ότι:

(1) Όποιος με οποιαδήποτε ψευδή παράσταση και με σκοπό καταδολίευσης, αποκτά από άλλο ο,τιδήποτε που δύναται να αποτελέσει αντικείμενο κλοπής, ή αποτελέσει αντικείμενο κλοπής, ή υποκινεί άλλο να παραδώσει σε οποιοδήποτε πρόσωπο τέτοιο πράγμα, είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση πέντε χρόνων.

(2) Όποιος αποπειράται να διαπράξει το αδίκημα που ορίζεται στο εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση πέντε χρόνων.

Το πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση του Κακουργοδικείου Λεμεσού στην υπόθεση Δημοκρατία ν Αντρέα Θ. Σοφοκλέους και Ευθυμίας Σοφοκλέους, Αρ. Υποθ. 3070/08, 27 Μαίου 2009 η οποία επικυρώθηκε κατ' έφεση (βλ. Σοφοκλέους Αντρέας Θεοδώρου ν. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 385) επεξηγεί την φύση του αδικήματος και είναι κατατοπιστικό:

 

«Αναφορικά με την ερμηνεία του όρου ‘ψευδής παράσταση’ παραπέμπομε στον τόμο 2 RUSSEL ON CRIME σ.σ. 1171 - 1184 όπου με αναφορά σε μία πληθώρα από αποφάσεις γίνεται εκτενής πάνω στο θέμα αυτό συζήτηση της οποίας τα κύρια σημεία τα οποία είναι απαραίτητα για τη διάπραξη του αδικήματος μπορούν να συνοψισθούν στα εξής:  (Η μετάφραση είναι του Δικαστηρίου).

 «Για να εμπίπτει η υπόθεση στα πλαίσια του Νόμου θα πρέπει να υπάρχει ψευδής παράσταση ότι ένα γεγονός υπάρχει ή υπήρξε.  Υπόσχεση ή παράσταση ότι θα εκπληρωθεί κάποια πράξη στο μέλλον δεν εμπίπτει στα πλαίσια του Νόμου.  .....  Χρειάζεται προσεκτική διατύπωση του κατηγορητηρίου ώστε να διατυπωθούν τα γεγονότα της ισχυριζόμενης παράστασης, γεγονότα που αφορούν το παρόν ή το παρελθόν κατά το χρόνο της παράστασης .....

 

 Δήλωση πρόθεσης για μελλοντική συμπεριφορά, είτε πρόκειται για παράσταση υπαρκτού γεγονότος είτε όχι, δεν αποτελεί ψευδή παράσταση με βάση τον Ποινικό Κώδικα.

 

Περαιτέρω, υπόσχεση για μελλοντική συμπεριφορά για την οποία δεν υπάρχει πρόθεση τήρησης της, δεν αποτελεί από μόνη της ψευδή παράσταση (false pretence).  ......  Ψευδής παράσταση συνίσταται σε ψευδή παράσταση με λόγια ή γραπτώς ή με συμπεριφορά ότι κάποιο γεγονός υπάρχει ή υπήρχε.  .......  Υπόσχεση για μελλοντική συμπεριφορά για την οποία δεν υπάρχει πρόθεση να τηρηθεί, δεν αποτελεί από μόνη της ψευδή παράσταση.

 

Όχι μόνο ο κατηγορούμενος θα πρέπει να έχει προβεί σε δήλωση για την οποία δεν πιστεύει ότι είναι αληθής αλλά επιπρόσθετα η δήλωση θα πρέπει να είναι στην πραγματικότητα ψευδής ....

 

Θα πρέπει να αποδειχθεί ότι όταν ο κατηγορούμενος (prisoner) προέβη στην ψευδή παράσταση, είχε πρόθεση με την εν λόγω ψευδή παράσταση να αποσπάσει τα εμπορεύματα, αντικείμενο του κατηγορητηρίου......∙ ανεξαρτήτως του χρόνου κατά τον οποίο γίνεται η παράσταση,  εφόσον αυτή λειτουργεί ώστε να πείσει τον ιδιοκτήτη να μεταβιβάσει το περιουσιακό στοιχείο στον παραβάτη(to transfer the property in the goods of the offender .)

 

Η Διωκτική Αρχή θα πρέπει να αποδείξει ότι τα αντικείμενα αποσπάσθησαν συνεπεία των ψευδών παραστάσεων που εκτίθενται στο κατηγορητήριο.

 

Όπου πρόσωπο προβαίνει σε παραστάσεις γεγονότος τις οποίες γνωρίζει ότι είναι αναληθείς με σκοπό να πείσει τρίτα άτομα να του καταθέσουν χρήματα τα οποία ο ίδιος γνωρίζει ότι δεν θα κατέθεταν αν δεν πίστευαν ότι οι δηλώσεις του είναι αληθείς και όπου το πρόσωπο αυτό πρόθεση έχει να χρησιμοποιήσει τα χρήματα αυτά για διαφορετικό σκοπό από το σκοπό που ο ίδιος γνωρίζει ότι οι καταθέτες αντιλήφθησαν από τη δήλωση του ότι θα τα χρησιμοποιήσει, τότε έχουμε πρόθεση εξαπάτησης παρόλο που δυνατό να προτίθεται να δώσει πίσω τα χρήματα, αν έχει τέτοια δυνατότητα και παρόλο που δυνατό γνήσια να πιστεύει, και ακόμα να έχει καλό λόγο να πιστεύει ότι θα είναι σε θέση να τα δώσει πίσω. 

 

Η πρόθεση εξαπάτησης είναι αναγκαίο συστατικό για το αδίκημα της απόσπασης με ψευδείς παραστάσεις περιουσιακού στοιχείου (chattel) , χρημάτων ή αξιόγραφου αν και σε πολλές περιπτώσεις μπορεί να συναχθεί από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης.  Όπου αποσπώνται χρήματα με ψευδείς παραστάσεις υπάρχει εκ πρώτης όψεως πρόθεση εξαπάτησης».

 

 (Για τα πιο πάνω βλ. επίσης Archbold 35th ed. Σελ. 758-780, Police v. Kyzas (1982) 1 J.S.C. 202 και Police v. Petrou (1971) 12 J.S.C. 1524, όπου γίνεται αναφορά στη σχετική αγγλική νομολογία).»

 

Στην Ευθυμίου ν Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 861 τονίστηκαν τα εξής:

 

«.... η παράλειψη τήρησης συμβατικών υποσχέσεων, και δη που έχουν κάποια έκταση σε αριθμό και χρόνο, συχνά συνοδευόμενη και από παράλληλες διαβεβαιώσεις εκπλήρωσης, αφ' εαυτής δεν μπορεί να παρέχει στίγμα σε ποινική ευθύνη αφού η υπόσχεση δεν συνιστά «παρόν» γεγονός που μόνο μπορεί να αποτελέσει «παράσταση». Το ψευδές της παράστασης πως και της πρόθεσης καταδολίευσης, που θα μπορούσε να στοιχειοθετήσει ποινική ευθύνη σε τέτοιες περιπτώσεις ανάγεται στην ίδια την εξ αρχής βέβαια πρόθεση του παρασπονδούντος μέρους να μην εκπληρώσει τις υποσχέσεις που δίδει, όπως ήταν και η αποδιδόμενη στο κατηγορητήριο στον Εφεσείοντα πρόθεση. Και τούτο διότι, για να θυμηθούμε το χαρακτηριστικότατο τρόπο που το έθεσε ο Bowen, L.J. (Edgington v. Fitzmaurice [1885] 29 Ch. D. 459, 483), "The state of a man's mind is as much a fact as the state of his digestion". Το ψευδώς παριστάμενο γεγονός είναι λοιπόν η ίδια η υποκειμενική πρόθεση του παρασπονδούντος μέρους κατά το χρόνο της παράστασης και όχι η εκ των υστέρων ένοχη συμπεριφορά του. Η τέτοια υποκειμενική πρόθεση μπορεί βεβαίως να αποδειχθεί με αντικειμενικά στοιχεία που συναρτώνται προς αυτή, περιλαμβανομένης της όλης μετέπειτα συμπεριφοράς, τα στοιχεία αυτά όμως πρέπει να είναι τόσο σαφή και μονοσήμαντα ώστε να μην αφήνουν, στο τέλος της ημέρας, την αμφιβολία εκείνη που αναιρεί ποινική καταδίκη.»

 

(βλ. επίσης Μαργαρίτα Ιωάννου ν. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 417, Ι.Π.Κ. ΗΧΟΚΙΝΗΣΗ ΛΤΔ ν. ΣΙΕΓΓΕΡΗ κ.α. (2016) 2 Α.Α.Δ. 1335).

 

Από όλα τα πιο πάνω συνάγεται ότι τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος είναι τα ακόλουθα:

 

(α) Η ύπαρξη μιας ψευδούς παράστασης, δηλαδή η παράσταση γεγονότος με λόγια ή έγγραφο ή συμπεριφορά, η οποία να είναι ψευδής στην πραγματικότητα.

 

(β) Το πρόσωπο που προβαίνει στην παράσταση να γνωρίζει ότι αυτή είναι ψευδής ή να μην πιστεύει στην αλήθεια της.

 

(γ) Η παράσταση να έχει γίνει με σκοπό καταδολίευσης.

 

(δ) Ως εκ του αποτελέσματος της παράστασης, ο Κατηγορούμενος να εξασφαλίσει ή να αποκτήσει από άλλο πρόσωπο οτιδήποτε μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο κλοπής.

 

Αναφορικά με το στοιχείο της καταδολίευσης, στην Ευθυμίου (ανωτέρω) αναφέρθηκαν τα εξής:

 

«Όσον αφορά την πρόθεση ή τον σκοπό της καταδολίευσης το στοιχείο αυτό δεν είναι πάντοτε δεκτικό θετικής και άμεσης μαρτυρίας αλλά ως αναγόμενο αποκλειστικά στην πνευματική λειτουργία ενός κατηγορουμένου μπορεί να αποδειχθεί με την τεκμηρίωση στοιχείων και περιστατικών που περιβάλλουν την υπόθεση και που την αποδεικνύουν πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας (βλ. Youssef v. Δημοκρατίας (1993) 2 Α.Α.Δ 289).

 

Η έννοια της πρόθεσης καταδολίευσης σύμφωνα με το σύγγραμμα Archbold σελ. 775 ανωτέρω όπως έχει δοθεί στα πλαίσια του αγγλικού Forgery Act 1913 στην υπόθεση Welham vD.P.P. [1960] 44 CrApp.R. 124 και μπορεί να ισχύσει και για το υπό εξέταση αδίκημα έχει ως εξής:

 

«'intend to defraud' means an intend to practice a fraud on someone and would therefore include an intend to deprive another person of a right, or to cause him to act in any way to his detriment or prejudice, or contrary to what would otherwise be his duty, notwithstanding that there was no intention to cause pecuniary or economic loss».»

 

Έχοντας υπόψιν τα παραδεκτά γεγονότα και ειδικότερα το παραδεκτό γεγονός ότι δόθηκε αξία στις επίδικες επιταγές εφόσον με την παράδοση τους παραλήφθηκαν εμπορεύματα τότε, κατά την κρίση μου δεν μπορεί κάτω από αυτά τα δεδομένα να στοιχειοθετηθεί κατηγορία για ψευδείς παραστάσεις.

 

 Δε υπήρχε κατά τον χρόνο της παράδοσης των επιταγών ψευδώς παριστάμενο γεγονός, εφόσον οι μετέπειτα διαφορές που προέκυψαν μεταξύ των Κατηγορούμενων και οδήγησαν στην ανάκληση των επιταγών συνιστούν ένοχη συμπεριφορά, ως προς το αδίκημα της ανάκλησης επιταγών χωρίς εύλογη αιτία, που δεν υπήρχε κατά τον χρόνο της παράστασης η οποία ήταν να αποδεχθεί τις επιταγές ο ΜΚ1 γιατί θα πληρώνονταν. Επιπρόσθετα, δεν υπάρχει μαρτυρία ότι όταν ο Κατηγορούμενος 6 παράδωσε τις επίμαχες επιταγές στον ΜΚ1 τον διαβεβαίωσε ότι αυτές θα πληρώνονταν. Αντίθετα, την διαβεβαίωση την έδωσε ο Κατηγορούμενος 4 τηλεφωνικώς. Συνεπώς, ο Κατηγορούμενος 6 πρέπει να αθωωθεί στις κατηγορίες 5, 11, 17 και 23.

 

Κατάχρηση

Εισηγείται η πλευρά των Κατηγορούμενων 1, 4 και 5 ότι η παρούσα διαδικασία είναι καταχρηστική για το λόγο ότι είχε προηγουμένως καταχωριστεί υπόθεση (βλ. παραδεκτά γεγονότα ανωτέρω) στην οποία δεν συμπεριλαμβανόταν στο κατηγορητήριο ως κατηγορούμενος ο Κατηγορούμενος 4, με αποτέλεσμα να ταλαιπωρούνται οι Κατηγορούμενοι 1 και 5 με παρουσίες στο Δικαστήριο.

 

Η βασική αρχή διατυπώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Διευθυντής Φυλακών ν Περέλλα (1995) 1 ΑΑΔ 217 στην οποία λέχθηκαν τα εξής:

«Η δικαιοδοσία για την παρεμπόδιση, περιστολή, απόρριψη ή αναστολή διαδικασίας που συνιστά κατάχρηση των δικαιοδοσιών του Δικαστηρίου, εκπηγάζει από την ίδια τη φύση της δικαστικής λειτουργίας που έχει ως λόγο το δίκαιο και μέσο τους μηχανισμούς που προάγουν την κατίσχυσή του. Γι' αυτό, η δικαιοδοσία για τη χρήση πρόσφορων μέσων για την παρεμπόδιση κατάχρησης των δικαιοδοσιών είναι σύμφυτη, ενυπάρχει σε κάθε Δικαστήριο, απόρροια της κυριαρχίας των Δικαστηρίων στους μηχανισμούς για την απονομή της δικαιοσύνης. Τα μέσα για την αποτροπή της κατάχρησης της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου, δε συναρτούνται με οποιοδήποτε συγκεκριμένο διάταγμα ή διατάγματα, μπορεί να προσλάβουν οποιαδήποτε μορφή που επιβάλλει η ανάγκη στη συγκεκριμένη περίπτωση για την περιφρούρηση του σκοπού για τον οποίο παρέχονται οι δικαιοδοσίες του Δικαστηρίου.»

Στην υπόθεση Χαραλαμπίδης ν. Κομωδρόμου (2002) 2 ΑΑΔ 522 αναφέρθηκαν τα εξής:

 

«Η λειτουργία του Δικαστηρίου δυνάμει της σύμφυτης εξουσίας του με την οποία ανακόπτει ποινική διαδικασία έχει σαν μοναδικό σκοπό να διασφαλίσει όπως η άσκηση των ποινικών διώξεων  και κατ΄ επέκταση το δικαίωμα προσφυγής στο Δικαστήριο, επιδιώκεται μέσα στα πλαίσια της δικαστικής λειτουργίας και όχι έξω ή σε αντίθεση με αυτά. Το δικαίωμα προσφυγής στο Δικαστήριο είναι σαφώς συνυφασμένο με την αποτελεσματικότητα της δικαστικής λειτουργίας. Πρέπει να ασκείται με τρόπο που να διασφαλίζει την εγκυρότητα της δικαστικής διαδικασίας και με τρόπο που να διασφαλίζει τους παράλληλους σκοπούς του συντάγματος».

 

Συνεπώς το Δικαστήριο όταν εξετάζει ζήτημα κατάχρησης πρέπει να βεβαιώνεται ότι η περίπτωση είναι ξεκάθαρα καταχρηστική. Ως έχει καταδείξει η Νομολογία μας, η κατάχρηση μπορεί να προσλάβει διαφορετικές μορφές. Τούτου λεχθέντος, το όλο ζήτημα εξαρτάται και εξετάζεται πάντοτε υπό το φως συγκεκριμένων γεγονότων. Το βάρος απόδειξης δε, ότι υπάρχει κατάχρηση, βρίσκεται στους ώμους της πλευράς που την επικαλείται και θα πρέπει να καταδείξει ότι επηρεάζεται δυσμενώς η θέση της (βλ. Ex parte Badhan [1991] 2 Q.B. 78). 

 

Στην υπό εξέταση περίπτωση, περιορίζομαι στο αναφέρω ότι τα όσα ειπώθηκαν σε σχέση με την προηγούμενη υπόθεση, πέραν του παραδεκτού ότι είχε καταχωριστεί και ανασταλεί, δεν μπορούν να ληφθούν υπόψιν καθότι οι αγορεύσεις δεν μπορούν να αποτελέσουν μέσο εισαγωγής μαρτυρίας. Πέραν τούτου, μπορώ να διακρίνω από το κατηγορητήριο της πρώτης υπόθεσης ότι δεν συμπεριλαμβανόταν σε αυτό ο Κατηγορούμενος 4, ο οποίος εκ των πραγμάτων αποδείχθηκε να είναι το πρόσωπο που ανακάλεσε τις επίμαχες επιταγές. Η αναστολή και μετέπειτα καταχώρηση άλλης υπόθεσης, δεν μπορεί κατά την κρίση μου, άνευ άλλου, να καταδείξει ότι η περίπτωση είναι ξεκάθαρα καταχρηστική.

 

Μη διάγνωση δικαιωμάτων εντός εύλογου χρόνου

 

Εισηγείται επιπρόσθετα, ο συνήγορος των Κατηγορούμενων 1, 4 και 5 ότι δεν έτυχαν δίκαιης δίκης εφόσον υπήρξε καθυστέρηση στη διάγνωση των δικαιωμάτων τους εντός εύλογου χρόνου. Εισήγηση η οποία εδράζεται στην κατ’ ισχυρισμό καθυστέρηση που επέδειξε η κατηγορούσα αρχή στο να καταχωρήσει την παρούσα μετά που είχε ανασταλθεί η προηγούμενη υπόθεση. Ήταν μεν περίοδος 4 μηνών αλλά πρόκειται για αδικήματα τα οποία διαπράχθηκαν το 2019 και για τα οποία οι Κατηγορούμενοι δικάστηκαν το 2024.

 

Στην υπόθεση Κ&Μ (Transport) Fuel Tankers Ltd κ.α. v Έφορου Φορολογίας, Ποινική Έφεση 109/21 ημερομηνίας 6.3.2023, ECLI:CY:AD:2023:B78, αφού έγινε αναφορά στο ότι η διάγνωση της ποινικής ευθύνης ενός Κατηγορούμενου εντός εύλογου χρόνου είναι θεμελιώδες δικαίωμα κατοχυρωμένο από το Σύνταγμα. Είναι ζήτημα το οποίο εξετάζεται με βάση τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης, καθότι η ίδια η δίκη αποτελεί ευθύνη του εκδικάζοντος Δικαστηρίου και για τον καθορισμό του τι συνιστά εύλογο χρόνο λαμβάνονται υπόψιν, μεταξύ άλλων, τα περιστατικά της υπόθεσης και η στάση της κατηγορούσας αρχής (βλ. Καυκαρής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 203, Γενικός Εισαγγελέας ν Καψός (2004) 2 Α.Α.Δ. 127, Χριστάκης Αριστείδης Φούτας ν Αστυνομίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 730).

 

Δεν έχει τεθεί ενώπιον μου μαρτυρία σε σχέση με το τι διαδραματίστηκε γύρω από την αναστολή της προηγούμενης ποινικής υπόθεσης και τι μεσολάβησε μέχρι την καταχώρηση της παρούσας. Η υπόθεση καταχωρίστηκε στις 4.11.2022 και ορίστηκε πρώτη φορά στις 18.1.2023 οπότε και απάντησαν μη παραδοχή οι Κατηγορούμενη. Η ακροαματική διαδικασία άρχισε στις 8.2.2024 και δεν διαβλέπω στην παρούσα περίπτωση να υπάρχει τέτοια καθυστέρηση που να δικαιολογεί την εισήγηση, ούτε δυσμενής επηρεασμός των δικαιωμάτων των Κατηγορούμενων. Ως εκ των πιο άνω η εισήγηση απορρίπτεται.

 

Κατάληξη

 

Εν όψει όλων των πιο πάνω και για τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω η κατηγορούσα αρχή έχει αποδείξει την υπόθεση της στον απαιτούμενο βαθμό και η Κατηγορούμενη 1 κρίνεται ένοχη στις κατηγορίες 1, 7, 13 και 19. Ο Κατηγορούμενος 4 κρίνεται ένοχος στις κατηγορίες 4, 9, 15 και 21.Ο Κατηγορούμενος 5 κρίνεται ένοχος στις κατηγορίες 5, 10, 16 και 22.

 

Ο Κατηγορούμενος 6 αθωώνεται στις κατηγορίες 5, 11, 17 και 23 που αντιμετωπίζει και η υπόθεση για αυτόν απορρίπτεται με έξοδα υπερ του ως υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

                                                                    

 

                                                                    (Υπ.)  .....................................

                                                                               Λ. Χαβιαράς, Προσ Ε.Δ.

Πιστόν Αντίγραφον

 

 

Πρωτοκολλητής

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο