AA ENERGONA LTD ν. D.A.K FABRIC LTD κ.α., Αρ. Υπ. 6693/2021, 17/2/2025
print
Τίτλος:
AA ENERGONA LTD ν. D.A.K FABRIC LTD κ.α., Αρ. Υπ. 6693/2021, 17/2/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ

Ενώπιον: Λ. ΧΑΒΙΑΡΑ, Ε.Δ.

 

Αρ. Υπ. 6693/2021

Μεταξύ:

AA ENERGONA LTD

Κατηγορούσας Αρχής

-και-

1.D.A.K FABRIC LTD

2.ΑΝΤΩΝΗΣ ΚΟΤΣΩΝΙΑΣ

3.ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΟΤΣΩΝΙΑΣ

 

Κατηγορούμενων

 

Ημερομηνία: 17.2.2025

 

 

Εμφανίσεις:

Για Κατηγορούσα Αρχή: κ. Δαμιανού

Για Κατηγορούμενους: κ. Πελεκάνος

Κατηγορούμενοι παρόντες

 

                                                            ΑΠΟΦΑΣΗ

Η Κατηγορούμενη 1 αντιμετωπίζει κατηγορίες για κατοχή και χρήση οικοδομής χωρίς πιστοποιητικό έγκρισης (1η κατηγορία και 2η κατηγορία). Οι Κατηγορούμενοι 2 και 3 κατηγορούνται ότι παρείχαν συνδρομή στην Κατηγορούμενη 1 ή και ενήρησαν έτσι ώστε η Κατηγορούμενη 1 να κατέχει και χρησιμοποιεί οικοδομή χωρίς πιστοποιητικό έγκρισης (3η κατηγορία και 4η κατηγορία), κατά παράβαση των άρθρων 2, 3(1)(β)(στ), 9, 10(1), 20(1)(α),(β),(δ),(2),(3),(3Α) του Περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου Κεφ.96 ως τροποποιήθηκε, του Περί Αυξήσεως Χρηματικών Ποινών Νόμου 166/87 και του άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα Κεφ.154.

Σημειώνω ότι σε προγενέστερο στάδιο, η Κατηγορούσα Αρχή προχώρησε στην διακοπή των κατηγοριών 5 και 6, στις οποίες οι Κατηγορούμενοι αθωώθηκαν.

Για να αποδείξει την υπόθεση της η Κατηγορούσα Αρχή κάλεσε τρεις μάρτυρες. Τον Γιαννάκη Ιωάννου από την Τεχνική Υπηρεσία του Δήμου Λάρνακας (ΜΚ1), τον Σωτήρη Αγαπίου αρχιτέκτονα (ΜΚ2) και την Χαρίκλεια Ταχτσίδου (MK3) η οποία στην δήλωση της ανάφερε ότι είναι διευθύντρια της Interead Holdings Ltd, μοναδικής μετόχου της παραπονούμενης. Μετά που κλήθηκαν να προβάλουν την υπεράσπιση τους, οι Κατηγορούμενοι τήρησαν το δικαίωμα της σιωπής και κάλεσαν ως μάρτυρες υπεράσπισης τον Μάμα Χριστοδούλου (ΜΥ1) και τον αρχιτέκτονα Μιχαήλ (ΜΥ2).

Παρά την έκταση της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου, ως διαφαίνεται πιο κάτω τόσο από τα μη αμφισβητούμενα γεγονότα όσο και από τις δηλώσεις των συνηγόρων των διαδίκων η παράθεση και αξιολόγηση ολόκληρης της μαρτυρίας καθίσταται αχρείαστη εφόσον δεν θα εξυπηρετήσει κάποιο σκοπό, λαμβάνοντας ιδιαίτερα υπόψιν τη φύση του αδικήματος ως αυτό περιέχεται στο άρθρο 10 του Κεφ.96 (βλ. Οδυσσέα ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 490, Ιωάννου ν. Αληφαντή κ.α., Ποινική Έφεση 163/17 κ.α., ημερομηνίας 7.10.2019).

Στην υπό εξέταση υπόθεση, η εκδοχή της Κατηγορούσας Αρχής μεταφέρθηκε κυρίως στο Δικαστήριο από την ΜΚ3 η αντεξέταση της οποίας διήρκησε πέραν της μιας δικασίμου. Στο επίδικο ακίνητο λειτουργούν κατάστημα πώλησης ρούχων και συναφών εμπορευμάτων οι κατηγορούμενοι. Η παραπονούμενη εταιρεία αγόρασε το επίδικο ακίνητο από εταιρεία που βρισκόταν υπό διαχείριση. Η υπό διαχείριση εταιρεία μέσω του διαχειριστή της είχε ακυρώσει μονομερώς την σύμβαση ενοικίασης που υπήρχε μεταξύ αυτής και των κατηγορούμενων. Η παραπονούμενη πλέον ως η νέα ιδιοκτήτρια του ακινήτου εξασφάλισε άδεια κατεδάφισης του κτιρίου που βρίσκεται μέσα στο επίδικο ακίνητο την οποία δεν εκμεταλλεύτηκε γεγονός το οποίο ανάφερε και ο ΜΚ1 ο οποίος επισκέφθηκε το επίδικο κτίριο. Κατέστησε επίσης σαφές ότι δεν επιθυμεί οποιαδήποτε συνεργασία με τους κατηγορούμενους παρά του ότι έλαβε κάποια χρήματα που κατά τους κατηγορούμενους αποτελούν ενοίκια. Η παραπονούμενη αντιλήφθηκε ότι δεν υπήρχε πιστοποιητικό τελικής έγκρισης του κτιρίου μετά που κατέστη ιδιοκτήτρια του κάτι το οποίο σαν εταιρεία δεν μπορούν να δεχθούν και αποτάθηκαν στο Δικαστήριο για να αποφασίσει εάν αυτό το κτίριο πρέπει να κατεδαφιστεί ή όχι.

Η πλευρά της υπεράσπισης δεν αμφισβήτησε σε κανένα σημείο ότι μέχρι σήμερα δεν έχει εκδοθεί πιστοποιητικό τελικής έγκρισης ούτε ότι η Κατηγορούμενη 1 μέχρι σήμερα κατέχει και χρησιμοποιεί μέρος της επίδικης οικοδομής. Όπως δεν αμφισβήτησε ότι αρχικός ιδιοκτήτης ήταν άλλη εταιρεία στην οποία διορίστηκε διαχειριστής και ο εν λόγω διαχειριστής τερμάτισε μονομερώς την σύμβαση ενοικίασης που είχε η Κατηγορούμενη 1 με την πρώτη εταιρεία. Δεν αμφισβητεί επίσης ότι η παραπονούμενη αγόρασε το ακίνητο εντός του οποίου βρίσκεται το επίδικο ακίνητο και ότι είχε εξασφαλιστεί άδεια κατεδάφισης την οποία η παραπονούμενη δεν εκμεταλλεύθηκε. Για τα πιο πάνω προβαίνω σε ευρήματα.

Δηλώθηκαν επίσης τα πιο κάτω γεγονότα ως παραδεκτά για τα οποία γίνονται τα ανάλογα ευρήματα:

Η Κατηγορούμενη 1 είναι εγγεγραμμένη στο μητρώο ΦΠΑ με αριθμό [ ].

Η δηλωμένη διεύθυνση στο ΦΠΑ είναι η Αντιόπης 1, 6058 Λάρνακα.

Η καταχωρημένη στο μητρώο ΦΠΑ φύση της ασκούμενης επιχείρησης είναι λιανικό εμπόριο, είδη ρουχισμού και υποδημάτων.

Από την 1.1.2020 μέχρι σήμερα υπάρχει φορολογούμενη δραστηριότητα ΦΠΑ στον λογαριασμό.

Μετά την αίτηση κατεδάφισης (Τεκμήριο 7) δεν εκδόθηκε νέα είτε με αίτηση είτε με ανανέωση.

Οι κύριες θέσεις που πρόβαλε η υπεράσπιση ως διαφάνηκε από την αντεξέταση των μαρτύρων κατηγορίας και προώθησε μέσω της αγόρευσης της ήταν συνοπτικά οι εξής:

(α) Δεν νομιμοποιείται η παραπονούμενη σε έγερση ιδιωτικής ποινικής υπόθεσης

(β) Δεν έχει τεθεί μαρτυρία από την παραπονούμενη καθότι η ΜΚ3 δεν είναι εξουσιοδοτημένη να καταθέσει για αυτήν

(γ) Η παρούσα αποτελεί κατάχρηση των διαδικασιών του Δικαστηρίου καθότι ο σκοπός της παραπονούμενης δεν είναι η τιμωρία των κατηγορούμενων

Προσεγγίζεται λοιπόν η υπόθεση με γνώμονα τις πιο πάνω θέσεις.

 

Νομιμοποίηση για έγερση ιδιωτικής ποινικής δίωξης

 

Ως προς το δικαίωμα κάποιου να καταχωρήσει ιδιωτική ποινική υπόθεση, αυτό εξετάστηκε στην υπόθεση Ttofinis v. Theocharides and another (1983) 2 C.L.R. 363 όπου και αποφασίστηκε ότι δικαίωμα σε καταχώρηση ιδιωτικής ποινικής υπόθεσης έχει αυτός που τα δικαιώματα του επηρεάζονται άμεσα από μια ποινική πράξη και ως εξηγήθηκε στην Χαραλαμπίδης ν Κωμοδρόμος (2002) 2 Α.Α.Δ. 522, «ιδιωτικό δικαίωμα δίωξης συμβολίζει το κοινό συμφέρον των παθόντων να καταφύγουν στην ποινική διαδικασία για την αυτοπροστασία τους» (βλ. επίσης Δημοσθένους ν Τύχωνος (2013) 2 Α.Α.Δ. 22).

 

Το Ανώτατο Δικαστήριο στην Ttofinis καθοδηγήθηκε από την αγγλική απόφαση Gouriet v. Union of Post Office Workers and Others [1977] 3 All E.R., 70, 97 H.L. στα πλαίσια της οποίας ο Lord Diplock αναφερόμενος στο δικαίωμα κάποιου να ασκήσει ιδιωτική ποινική είπε ότι «it exists and is a useful constitutional safeguard against capricious, corrupt or biased failure or refusal of those authorities to prosecute offenders against the criminal law. »

 

Στην Ttofinis ανωτέρω είχε τονιστεί ότι καμία πρόνοια του Συντάγματος δεν έχει εξουδετερώσει το δικαίωμα του ιδιώτη, ως ισχύει κατά το κοινοδίκαιο, να εγείρει ιδιωτική ποινική. Το δικαίωμα αυτό, τονίστηκε, υπάρχει εκεί όπου διαπιστώνεται βλάβη στα δικαιώματα του θύματος και μια ασύδοτη αρχή παραλείπει να διώξει την περίπτωση ενώ έχει την ευθύνη να το πράξει (βλ, Αναφορικά με την Αίτηση του Αντρέα Τρύφωνος (2016) 2 ΑΑΔ 343)

 

Το δικαίωμα επομένως δεν είναι απόλυτο και ο άμεσος επηρεασμός των δικαιωμάτων εξετάζεται « υπό την έννοια ότι με συγκεκριμένη παράνομη πράξη τα δικαιώματα κάποιου, του παρανομούντος, εκτείνονται εις βάρος τρίτων προσώπων κατά τρόπο που να παρατηρείται πλέον σφετερισμός και οικειοποίηση των νόμιμων δικαιωμάτων των τρίτων αυτών προσώπων.» (βλ. Παναγιώτου ν. Ευαγγέλου Ποιν. Εφ. 194/13, ημερομηνίας 2.12.2014).

 

Όμως τα όρια εντός των οποίων δύναται να ασκηθεί το συγκεκριμένο δικαίωμα δεν εξαντλούνται στα πιο πάνω. Αντίθετα, υπάρχει και μια άλλη, πιο ευρεία διάσταση του θέματος, το κατά πόσο είναι δυνατό όλα τα αδικήματα να αποτελέσουν αντικείμενο ιδιωτικής ποινικής δίωξης απλά και μόνο επειδή κάποιο προσωπικό δικαίωμα του πολίτη-παραπονούμενου φαίνεται να έχει επηρεασθεί.

Στην Ttofinis, ο Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου ως ήταν τότε, μ. Τριανταφυλλίδης, με αναφορά στην υπόθεση London Borough of Southwark v. Williams, [1971] 2 All E.R. 175, 179, επεσήμανε ότι, οι υποχρεώσεις που επιβάλλει η Νομοθεσία, μπορούν, κατά κανόνα, να εφαρμόζονται (enforced), μόνο στα πλαίσια διαδικασιών που εγείρουν οι «αρμόδιες αρχές» και όχι στα πλαίσια ιδιωτικών ποινικών διώξεων. Είναι σε εξαιρετικές περιπτώσεις (exceptionally), που ιδιώτης κατήγορος μπορεί να καταφύγει στην ποινική διαδικασία.

Κατ' αρχή σημειώνω ότι στην απόφαση Gouriet, από την οποία το κυπριακό Εφετείο άντλησε καθοδήγηση στην υπόθεση Ttoffinis, συνιστούσε έφεση στο δικαστικό τμήμα της Βουλής των Λόρδων (House of Lords) εναντίον απόφασης που είχε εκδοθεί από το αγγλικό εφετείο (Court of Appeal) και στην οποία τα σημεία που απασχόλησαν είχαν περιστραφεί γύρω από τον τρόπο με τον οποίο δύναται να προστατευθεί το δημόσιο συμφέρον σε αντιδιαστολή με το ιδιωτικό συμφέρον. Το κρίσιμο ερώτημα στην Gouriet ήταν επομένως κατά πόσο ένας ιδιώτης μπορεί να εγείρει διαδικασίες που αποσκοπούν στην προώθηση ή προστασία ενός δημόσιου συμφέροντος, εξουσία που κατά κανόνα ανήκει στον Γενικό Εισαγγελέα. Είναι στα πλαίσια του συγκεκριμένου ζητήματος που λέχθηκαν από τον Λόρδο Diplock τα όσα αναφέρθηκαν με επιδοκιμασία στην Ttofinis, και αυτά ως πρόλογος στην απόφαση του με την οποία κατέληξε ότι:

«...δεν υπάρχει οποιαδήποτε αυθεντία ότι το Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία, στα πλαίσια αγωγής από ιδιώτη ως παραπονούμενο, να προβεί σε δηλώσεις αναφορικά με δημόσια δικαιώματα ως ξεχωριστά από τα δικαιώματα στο ιδιωτικό δίκαιο που ο παραπονούμενος ισχυρίζεται ότι δικαιούται. Το Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία να δηλώνει δημόσια δικαιώματα αλλά μόνο στα πλαίσια αγωγής που καταχωρείται από τον Γενικό Εισαγγελέα είτε  ex officio or ex relatione, αφού όπως υπέδειξαν οι ευγενείς και ευπαίδευτοι φίλοι μου Lord Wilberforce and Viscount Dilhorne, είναι ο μόνος που αναγνωρίζεται από το δημόσιο δίκαιο να δικαιούται να εκπροσωπεί το δημόσιο ενώπιον δικαστηρίου»

(ελεύθερη μετάφραση)

Όπως διευκρινίζει στην απόφαση του, ο Λόρδος Diplock, τα ιδιωτικά (προσωπικά) δικαιώματα ενός πολίτη, αν έχουν επηρεαστεί, είναι θέμα αστικής/ιδιωτικής (civil) φύσεως και η εκδίκαση τους εμπίπτει στην αστική δικαιοδοσία του Δικαστηρίου. Η δίωξη όμως σε σχέση με το δημόσιο συμφέρον και η εκπροσώπηση του δημοσίου σε δικαστικές διαδικασίες εμπίπτουν στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Γενικού Εισαγγελέα και όχι του οποιουδήποτε ιδιώτη. Αν ένας ιδιώτης αισθάνεται ότι έχει επηρεαστεί δυσμενώς από τέτοια αξιόποινη συμπεριφορά τότε μπορεί να αποταθεί για την ανάλογη θεραπεία στα αστικά Δικαστήρια.

«...the jurisdiction of a civil court to grant remedies in private law is confined to the grant of remedies to litigants whose rights in private law have been infringed or are threatened with infringement. To extend that jurisdiction to the grant of remedies for unlawful conduct which does not infringe any rights of the plaintiff in private law, is to move out of the field of private into that of public law with which analogies may be deceptive and where different principles apply.»

Ο Λόρδος Wilberforce, στην δική του απόφαση, με την οποία ο Λόρδος Diplock συμφώνησε, θέτει το θέμα ακόμη πιο ξεκάθαρα. Κρίνω σκόπιμο να παραθέσω αυτούσια τα σχετικά αποσπάσματα από την απόφαση:

«It can properly be said to be a fundamental principle of English law that private rights can be asserted by individuals, but that public rights can only be asserted by the Attorney-General as representing the public. In terms of constitutional law, the rights of the public are vested in the Crown, and the Attorney-General enforces them as an officer of the Crown. And just as the Attorney-General has in general no power to interfere with the assertion of private rights, so in general no private person has the right of representing the public in the assertion of public rights. If he tries to do so his action can be struck out… «although the plaintiffs, in common with the rest of the Public, might be interested in the larger view of the question, yet the "constitution" of the country has wisely intrusted the privilege with a public " officer, and has not allowed it to be usurped by a private individual "».That it is the exclusive right of the Attorney-General to represent the public interest—even where individuals might be interested in a larger view of the matter—is not technical, not procedural, not fictional. It is constitutional…More than in any other field of public rights, the decision to be taken before embarking on a claim for injunctive relief, involving as it does the interests of the public over a broad horizon, is a decision which the Attorney-General alone is suited to make (see Attorney-General v. Bastow U.S.).»

Στη βάση των ανωτέρω, οι εφέσεις του κ. Gouriet απορρίφθηκαν, αφού αυτό που επιχειρούσε να πράξει ο τελευταίος, ήταν ακριβώς η διεκδίκηση ενός δημόσιου συμφέροντος υπό την πρόφαση ότι αυτός, εμπίπτει εντός των προσώπων που επηρεάζονται από την ισχυριζόμενη παραβίαση του Νόμου κάτι που προφανώς, δεν νομιμοποιείτο να πράξει. Σχετικό είναι το πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση του Λόρδου Wilberforce:

«The individual, in such situations, who wishes to see the law enforced has a remedy of his own: he can bring a private prosecution. This historical right which goes right back to the earliest days of our legal system, though rarely exercised in relation to indictable offences, and though ultimately liable to be controlled by the Attorney-General (by taking over the prosecution and, if he thinks fit, entering a nolle prosequi) remains a valuable constitutional safeguard against inertia or partiality on the part of authority. This is the true enforcement process and it must be clear that an assertion of a right to invoke it is of no help to Mr. Gouriet here. His case is not based on the committal of offence plus a refusal to prosecute, it is based on a right to take preventive action in a civil court which could have been taken but was not taken by the Attorney-General in relator proceedings»

(Οι εμφάσεις είναι του παρόντος Δικαστηρίου)

Τα πιο πάνω βρίσκονται σε πλήρη αρμονία και με την κυπριακή Νομολογία επί του θέματος την οποία έχω παραθέσει ανωτέρω. Επίσης στην υπόθεση Δημοσθένους ν. Τύχωνος (2013) 2 Α.Α.Δ. 22, το Ανώτατο Δικαστήριο εξετάζοντας το ζήτημα του κατά πόσο ορθά ή μη απέρριψε το πρωτόδικο Δικαστήριο την υπόθεση του εφεσείοντα για έκδοση ακάλυπτης επιταγής που εκδόθηκε από τρίτο προς τον εφεσίβλητο και ο τελευταίος την οπισθογράφησε παραδίδοντας την στον εφεσείοντα, με αναφορά στην Ttofinis και στην Gouriet ανάφερε τα εξής:

 

«Το δικαίωμα του πολίτη, όπως διατυπώθηκε στη Gourier και στην Ttofinis, ανωτέρω, να προβεί σε ποινική δίωξη, επιβεβαιώθηκε στη συνέχεια από την πλειοψηφία στην υπόθεση Χαραλαμπίδης ν. Κωμοδρόμος (2002) 2 Α.Α.Δ. 522, η οποία εκδικάστηκε από διευρυμένη σύνθεση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, και δεν χωρεί παρερμηνεία. Όπως νομολογήθηκε, το δικαίωμα ενυπάρχει όπου διαπιστώνεται βλάβη στα δικαιώματα του θύματος από ποινική πράξη. Όπως εξηγήθηκε με αναφορά στη Ttofinis, «ιδιωτικό δικαίωμα δίωξης συμβολίζει το κοινό συμφέρον των παθόντων να καταφύγουν στην ποινική διαδικασία για την αυτοπροστασία τους.».

 

Η χρήση των λέξεων «directly affected», η οποία έγινε σε σχέση με περιοίκους και το Κεφ. 96, φαίνεται να δημιούργησε στη συνέχεια κάποια σύγχυση. Τα νομολογηθέντα στην Ttofinis v. Theocharides, ανωτέρω, επιβεβαιώθηκαν στην Αίπεια Λτδ ν. Sirocco Estates Co Ltd, ανωτέρω. Αυτή τη φορά επαναλήφθηκε, χωρίς αναφορά στους περιοίκους και στο Κεφ. 96, ότι το δικαίωμα άσκησης ιδιωτικής υπόθεσης ενυπάρχει μόνο όταν τα δικαιώματα του θύματος επηρεάζονται «άμεσα» από την παράνομη πράξη. Το δικαστήριο δεν επεξηγεί τι εννοεί με τη λέξη «άμεσa», προφανώς, όμως, η αντίληψή του, συναρτά τον όρο προς το «directly affected». Όμως η χρήση της λέξης, φαίνεται ότι συνέτεινε στη συνέχιση της ασάφειας, ιδιαίτερα σε πρωτόδικες αποφάσεις, όπως η υπό έφεση, όπου η αναφορά μετετράπη σε «άμεσο συμφέρον».»

 

 

Με γνώμονα τα πιο πάνω προχωρώ να σημειώσω τα εξής:

 

Ασφαλώς οι πρόνοιες του Κεφ.96 κατατάσσουν τα υπ’ αυτού προβλεπόμενα αδικήματα στην σφαίρα του δημόσιου τομέα. Εξ’ ου και εναπόκειται σε αρμόδια αρχή - δημόσιο όργανο, να εκδώσει σχετικές άδειες ή πιστοποιητικά, να χαράξει οδούς και γενικά να ρυθμίσει την εφαρμογή του Νόμου. 

 

Με επιστολή ημερομηνίας 20.4.2021 (Τεκμήριο 21) προς τον Δήμο Λάρνακας, η παραπονούμενη εταιρεία μέσω δικηγόρων ανάφερε μεταξύ άλλων ότι, «για αποκλεισμό οποιουδήποτε κινδύνου, που δυνατό να εμπεριέχεται σε αυτήν την παρανομία και παρατυπία, σας καλούμε εντός των πλαισίων των αρμοδιοτήτων και των εξουσιών σας, χωρίς καμιά καθυστέρηση, να καταχωρήσετε Ποινική Δίωξη εναντίον της  Εταιρείας DAK Fabric Ltd, που κατέχουν το εν λόγω υποστατικό».

 

O MK1 τόσο στην κυρίως εξέταση του όσο και στην αντεξέταση του επιβεβαίωσε ότι μέχρι στιγμής ο Δήμος Λάρνακας, εντός της αρμοδιότητας του οποίου εμπίπτει το επίδικο ακίνητο δεν προέβη σε καμία δίωξη (βλ. σελ. 5 πρακτικών ημερ. 2.2.2024 και σελ. 5 πρακτικών ημερ. 19.2.2024).

 

Η παραπονούμενη βασίζει το δικαίωμα της στην καταχώρηση της παρούσας ιδιωτικής ποινικής δίωξης στο γεγονός ότι κατέχεται και χρησιμοποιείται ακίνητο δική της ιδιοκτησίας χωρίς να έχει εκδοθεί πιστοποιητικό τελικής έγκρισης. Θεωρώ ότι ικανοποιούνται οι αρχές που διατυπώθηκαν στην Ttofinis (ανωτέρω) και αυτό  παρόλο που η ευθύνη έκδοσης του πιστοποιητικού τελικής έγκρισης είναι ευθύνη του ιδιοκτήτη (βλ. Milan Garaca κ.α. ν. Δώρου Τάκκα, Ποιν. Εφ. 261/06 κ.α., ημερ. 22.3.2007, Neratzia Hotel Apartments Ltd v. Christoforou & Avraam (Catering Services) Ltd (2004) 2 Α.Α.Δ. 34), διότι η αρμόδια αρχή που στην περίπτωση αυτή ως ανάφερε ο ΜΚ1 ήταν ο Δήμος Λάρνακας δεν προχώρησε στη δίωξη οποιουδήποτε, περιλαμβανομένης της ίδιας της παραπονούμενης ενώ ήταν ενήμερος για την παρανομία.

 

Τονίζω όμως, δραττόμενος της ευκαιρίας εφόσον κλήθηκε μάρτυρας από τον Δήμο Λάρνακας, ότι την ευθύνη και μέριμνα για την τήρηση του Περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου Κεφ.96 έχει ο αρμόδιος Δήμος και δεν είναι κατανοητό γιατί δεν έλαβε οποιαδήποτε μέτρα, αφήνοντας τις δυο πλευρές να αντιμάχονται στο Δικαστήριο, επιτελώντας στην ουσία το καθήκον του και να έρχεται απλά ως μάρτυρας για να επιβεβαιώσει τις οποιεσδήποτε παρανομίες (βλ. PAMBOS & KOSTAKIS MOLESKIS TRADING LTD κ.α. ν MELPOMENI HOTEL APARTMENTS LTD (2011) 2 Α.Α.Δ. 365).

 

Μη κατάθεση μαρτυρίας από την παραπονούμενη

Προωθήθηκε η θέση από τον κ. Πελεκάνο ότι η παραπονούμενη δεν έχει δώσει μαρτυρία στα πλαίσια της υπόθεσης. Ως το καθόρισε ο συνήγορος των Κατηγορούμενων «Είναι ο κατήγορος, οποίος κατήγορος μαρτυρά μέσω προσώπου που δεν είναι μέρος του διοικητικού συμβουλίου με τον ισχυρισμό ότι η μαρτυρία του δεσμεύει την εταιρεία χωρίς όμως να ακούμε την εταιρεία» (βλ. σελ. πρακτικών ημερ. 27.3.2024)

Η υπεράσπιση έχει θέσει το ζήτημα σε διπλή διάσταση. Πρώτον ότι η ΜΚ3 δεν είναι εξουσιοδοτημένη να δώσει μαρτυρία και δεύτερον ότι δεν υπάρχει μαρτυρία από πλευράς παραπονούμενης. Σημειώνω ότι στα πλαίσια παρουσίασης της υπόθεσης της, τόσο η μια κατηγορούσα αρχή όσο και η υπεράσπιση έχει δικαίωμα να καλέσει ως μάρτυρες εκείνα τα πρόσωπα που η ίδια επιθυμεί ή θεωρεί ότι εξυπηρετούν στην απόδειξη της υπόθεση της. Στα πλαίσια αυτά μπορεί να καταθέσει παραπονούμενο πρόσωπο μπορεί και όχι.

Στο βαθμό που αφορά την παρούσα περίπτωση, για τα υπό εξέταση αδικήματα σημειώνεται ότι ο ΜΚ1 ανάφερε ότι για την επίδικη οικοδομή δεν έχει εκδοθεί πιστοποιητικό τελικής έγκρισης, γεγονός το οποίο δεν αρνείται η υπεράσπιση.

Η ΜΚ3 παρουσιάστηκε ως αξιωματούχος εταιρείας μετόχου της παραπονούμενης στην οποία μόνος διευθυντής είναι ο σύζυγος της και ανάφερε ότι είναι εξουσιοδοτημένη να δώσει μαρτυρία.  Ενδεικτικά είχε αναφερθεί από την ΜΚ3 κατά την αντεξέταση της ότι είναι διευθυντής στην μητρική εταιρεία της παραπονούμενης και χειρίστηκε η ίδια την υπόθεση εξαρχής (βλ. σελ. 2 πρακτικών ημερ. 27.3.2024) και ότι εξουσιοδοτήθηκε προφορικά από τον σύζυγο της διευθυντή της παραπονούμενης, να δώσει μαρτυρία (βλ. σελ. 4 πρακτικών ημερ. 27.3.2024) και ότι έχει πρόσβαση στα περισσότερα έγγραφα της παραπονούμενης (σελ. 5 πρακτικών ημερ. 27.3.2024).

 Δεν έχω διαπιστώσει από την μακρά αντεξέταση της ΜΚ3 και από τις υποβολές της υπεράσπισης ότι η μαρτυρία της είναι ασύνδετη με το παράπονο της παραπονούμενης εταιρείας σε σημείο που καθίσταται σαφής διαχωρισμός θέσεων ή παραπόνου ούτως ώστε να δημιουργείτο αμφιβολία ως προς το ποιος είναι ο παραπονούμενος στην υπόθεση αυτή. Άλλωστε η αναφορά της ΜΚ3 ότι τις οδηγίες για την έγερση της διαδικασίας τις έδωσε ο διευθυντής της παραπονούμενης δεν αμφισβητήθηκε (βλ.σελ. 6 πρακτικών ημερ. 27.3.2024).

Εισήγηση για Κατάχρηση

Η βασική αρχή διατυπώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Διευθυντής Φυλακών ν Περέλλα (1995) 1 ΑΑΔ 217 στην οποία λέχθηκαν τα εξής:

«Η δικαιοδοσία για την παρεμπόδιση, περιστολή, απόρριψη ή αναστολή διαδικασίας που συνιστά κατάχρηση των δικαιοδοσιών του Δικαστηρίου, εκπηγάζει από την ίδια τη φύση της δικαστικής λειτουργίας που έχει ως λόγο το δίκαιο και μέσο τους μηχανισμούς που προάγουν την κατίσχυσή του. Γι' αυτό, η δικαιοδοσία για τη χρήση πρόσφορων μέσων για την παρεμπόδιση κατάχρησης των δικαιοδοσιών είναι σύμφυτη, ενυπάρχει σε κάθε Δικαστήριο, απόρροια της κυριαρχίας των Δικαστηρίων στους μηχανισμούς για την απονομή της δικαιοσύνης. Τα μέσα για την αποτροπή της κατάχρησης της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου, δε συναρτούνται με οποιοδήποτε συγκεκριμένο διάταγμα ή διατάγματα, μπορεί να προσλάβουν οποιαδήποτε μορφή που επιβάλλει η ανάγκη στη συγκεκριμένη περίπτωση για την περιφρούρηση του σκοπού για τον οποίο παρέχονται οι δικαιοδοσίες του Δικαστηρίου.»

 

Το Δικαστήριο όταν εξετάζει ζήτημα κατάχρησης πρέπει να βεβαιώνεται ότι η περίπτωση είναι ξεκάθαρα καταχρηστική. Ως έχει καταδείξει η Νομολογία μας, η κατάχρηση μπορεί να προσλάβει διαφορετικές μορφές. Τούτου λεχθέντος, το όλο ζήτημα εξαρτάται και εξετάζεται πάντοτε υπό το φως συγκεκριμένων γεγονότων. Το βάρος απόδειξης δε, ότι υπάρχει κατάχρηση, βρίσκεται στους ώμους της πλευράς που την επικαλείται και θα πρέπει να καταδείξει ότι επηρεάζεται δυσμενώς η θέση της (βλ. Ex parte Badhan [1991] 2 Q.B. 78)

 

Η παρούσα περίπτωση χαρακτηρίζεται από την ιδιαιτερότητα, ότι  η δίωξη γίνεται από την πλευρά των ιδιοκτητών του ακινήτου τα κίνητρα των οποίων αμφισβητήθηκαν έντονα από την υπεράσπιση. Η έκδοση πιστοποιητικού τελικής έγκρισης η έκδοση του οποίου εναπόκειται στον ιδιοκτήτη (βλ. Milan Garaca κ.α. ν. Δώρου Τάκκα, Ποιν. Εφ. 261/06 κ.α., ημερ. 22.3.2007, Neratzia Hotel Apartments Ltd v. Christoforou & Avraam (Catering Services) Ltd (2004) 2 Α.Α.Δ. 34). Εκείνο το οποίο προβάλλει από την όλη διαδικασία είναι το γεγονός πως η παραπονούμενη αγόρασε ένα ακίνητο χωρίς να την απασχολεί η νομιμότητα του κτιρίου διότι σκοπό είχε να μην το κρατήσει ως το υφιστάμενο κτίριο αλλά να ανεγείρει πολυώροφη οικοδομή (βλ. σελ. 16 και 18 πρακτικών ημερ. 27.3.2024). Ως η νέα πλέον ιδιοκτήτρια της οικοδομής διαπιστώνει ότι όντως υπάρχει παρανομία λόγω της μη ύπαρξης πιστοποιητικού τελικής έγκρισης και επομένως είναι και η ίδια κατά Νόμο εκτεθειμένη. Εντός του υποστατικού βρίσκεται εταιρεία η οποία εμμένει να υποστηρίζει ότι αντλεί δικαιώματα από ενοικιαστήριο το οποίο έχει ακυρωθεί από τον διαχειριστή της προηγούμενης ιδιοκτήτριας εταιρείας. Ήταν κατά την κρίση μου υποχρεωμένη η παραπονούμενη να κινηθεί με τρόπο που να άρει την παρανομία. Αυτό θα μπορούσε να επιτευχθεί είτε με κατεδάφιση της οικοδομής είτε με έκδοση πιστοποιητικού τελικής έγκρισης είτε με δίωξη στο Δικαστήριο κατά παντός υπευθύνου.

 

Παρεμβάλλω στο σημείο αυτό ότι, με αριθμό επιστολών είχε τεθεί το θέμα από την παραπονούμενη για την μη ύπαρξη πιστοποιητικού τελικής έγκρισης πριν την καταχώρηση της παρούσας διαδικασίας τόσο στον Δήμο Λάρνακας όσο και στην Κατηγορούμενη 1 (βλ. Τεκμήρια 23 και 31).

 

Το γεγονός ότι με κάποιο από τους πιο πάνω τρόπους θα ήταν πιθανή η απομάκρυνση της Κατηγορούμενης 1 από το ακίνητο και κατ’ επέκταση η δημιουργία οποιασδήποτε οικονομικής προς αυτή ζημιά δεν είναι παράγοντας ο οποίος κατά την κρίση μου δικαιολογεί την διατήρηση της παρανομίας, λαμβάνοντας παράλληλα υπόψιν ότι θα υποστεί και η παραπονούμενη οικονομική ζημιά έχοντας κατά νου ότι υπάρχει πιθανότητα έκδοσης διατάγματος κατεδάφισης της οικοδομής.

 

Στην υπόθεση A. & P. KKARAS ESTATES LTD ν. A. & A. TOPHAROS CATERING LTD κ.α. (2002) 2 Α.Α.Δ. 400, πρωτόδικα, στα πλαίσια ιδιωτικής ποινικής υπόθεσης που καταχώρησαν οι ιδιοκτήτες των υποστατικών, οι Κατηγορούμενοι αντιμετώπισαν κατηγορίες για κατοχή και χρήση οικοδομής χωρίς πιστοποιητικό τελικής έγκρισης καθώς και παρακοής διατάγματος για κατεδάφιση παράνομων υποστατικών.  Το Δικαστήριο στηριζόμενο στις υποθέσεις Βασιλείου ν. Μακρίδη (2000) 2 Α.Α.Δ. 133 και M & M Loizou Ltd v. Jumbo Investments Ltd (2000) 2 Α.Α.Δ. 717 είχε αθωώσει τους Κατηγορούμενους λόγω κατάχρησης της διαδικασίας αφού διαπίστωσε ότι η δίωξη έγινε μετά που αποτύχαν οι διαπραγματεύσεις μεταξύ ιδιοκτητών και Κατηγορούμενων για αύξηση του ενοικίου που οι τελευταίοι κατέβαλλαν στους ιδιοκτήτες ως ενοικιαστές των υποστατικών.

 

 

Το Ανώτατο Δικαστήριο ανάτρεψε, μερικώς, την πρωτόδικη απόφαση αναφέροντας ότι:

 

«Τα εσώτερα ελατήρια των κατηγόρων - εφεσειόντων, που δεν θα μας απασχολήσουν εδώ, δεν είχαν θέση στη συζήτηση της υπόθεσης. Σκοπός των εφεσειόντων ήταν, έστω και αργά, να εφαρμοστεί το διάταγμα του Δικαστηρίου. Γι' αυτό και απευθύνθηκαν και στους εφεσίβλητους, οι οποίοι γνώριζαν την παρανομία και την ανέχονταν, και ως εκ τούτου είχαν υποχρέωση να την άρουν.

Οι κατηγορίες προσάφθηκαν εναντίον των εφεσιβλήτων βάσει των άρθρων 10 και 20 του Νόμου. Το άρθρο 10 προβλέπει πως κανένα πρόσωπο δεν κατέχει ή χρησιμοποιεί οποιαδήποτε οικοδομή, για την οποία δεν έχει εκδοθεί πιστοποιητικό έγκρισης από την αρμόδια αρχή.

Από τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα της υπόθεσης η καταδίκη των εφεσιβλήτων θα έπρεπε να ήταν η βέβαιη κατάληξη της υπόθεσης….»

H πιο πάνω προσέγγιση ακολουθήθηκε και στην υπόθεση Neratzia, όπου οι ιδιοκτήτες τριών καταστημάτων στην Aγία Nάπα, άσκησαν ιδιωτική ποινική δίωξη εναντίον των ενοικιαστών τους, με τις κατηγορίες πως ανήγειραν επί των καταστημάτων οικοδομές χωρίς άδεια και πως τις κατείχαν και τις χρησιμοποιούσαν χωρίς πιστοποιητικό τελικής έγκρισης. Εν όψει όλων των πιο πάνω δεν διαπιστώνεται κατάχρηση στη διαδικασία.

 

Σε συνάρτηση με τα πιο πάνω και την πιθανότητα η Κατηγορούμενη 1 ή οι Κατηγορούμενοι να υποστούν ή να υπόκεινται σε οικονομική ζημιά αναλώθηκε μεγάλο μέρος της διαδικασίας σχετικά με το ζήτημα της ενοικίασης του επίδικου υποστατικού. Θα μπορούσε να λεχθεί ότι μεγάλο μέρος της αντεξέτασης των μαρτύρων κατηγορίας αλλά και της μαρτυρίας της υπεράσπισης καταπιάστηκε με την οικονομική πτυχή της διαφοράς που είναι προφανές ότι υπάρχει μεταξύ των διαδίκων. Στα πλαίσια αυτά κατατέθηκαν στο Δικαστήριο αριθμός τεκμηρίων μεταξύ των οποίων και δικόγραφα αγωγής που εκκρεμεί μεταξύ των διαδίκων στο Ε.Δ. Λάρνακας. Τα πιο πάνω μόνο επικουρικά ως προς τη διάγνωση της ύπαρξης ή όχι ποινικής ευθύνης των Κατηγορούμενων στη βάση του κατηγορητήριου μπορούσαν όμως να ληφθούν υπόψιν διότι, πέραν του ότι εκφεύγουν της φύσης της διαδικασίας απασχολούν ήδη άλλη δικαιοδοσία που είναι και η κατάλληλη να αποφασίσει επί των θεμάτων αυτών. Σε κάθε περίπτωση η οποιαδήποτε οικονομική απαίτηση ήθελε διεκδικηθεί από οποιαδήποτε πλευρά ή η διαπίστωση του κατά πόσο ορθά ή όχι τερματίστηκε το ενοικιαστήριο έγγραφο ή η οποιαδήποτε απόδοση θεραπείας υπό μορφή αποζημιώσεων ή άλλως πως, είτε στην παραπονούμενη είτε στην Κατηγορούμενη 1 δεν μπορούν να απασχολήσουν το παρόν Δικαστήριο.

 

Νομική Πτυχή

Με την άρνηση των Κατηγοριών η Κατηγορούσα Αρχή έχει υποχρέωση να αποδείξει κάθε συστατικό στοιχείο των αδικημάτων, με αποδεκτή μαρτυρία, και δεν επιτρέπονται υποθέσεις ως προς την ύπαρξη γεγονότων, όσο εύλογες και εάν είναι (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν Σπύρος Σπύρου (2002) 2 ΑΑΔ 71, Λοϊζου ν Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 363 και Σωτηριάδης ν Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 482). Ο κατηγορούμενος δεν υποχρεούται να αποδείξει ότι οι ισχυρισμοί του είναι αληθινοί ή βάσιμοι αλλά αρκεί η δημιουργία λογικής αμφιβολίας. Διαφορετική προσέγγιση θα παραβίαζε το τεκμήριο της αθωότητας το οποίο κατοχυρώνεται από το Άρθρο 12(4) του Συντάγματος (Ιακώβου ν. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 211, σελίδα 218).

 

Υπάρχουν όμως εξαιρέσεις όπου το βάρος απόδειξης δύναται να μετατοπιστεί. Ως καταγράφεται στην σελ. 179 στου συγγράμματος Το Δίκαιο της Απόδειξης των Τάκη Ηλιάδη και Νικόλα Σάντη:

 

 «Έτσι, όταν συγκεκριμένη νομοθετική διάταξη δημιουργεί ποινικό αδίκημα που όμως δεν συνιστά αδίκημα εάν η πράξη εκτελείται από πρόσωπο που κατέχει τα προσόντα ή την άδεια συγκεκριμένης αρχής, τότε ο κατηγορούμενος έχει το βάρος να αποδείξει ότι κατέχει τα προσόντα ή τη σχετική άδεια και τούτο γιατί οι λεπτομέρειες βρίσκονται μόνο στην προσωπική γνώση ή κατοχή του και είναι δύσκολο (αν όχι αδύνατο) για την Κατηγορούσα Αρχή να τις αντικρούσει. Σε τέτοια περίπτωση, ο κατηγορούμενος μπορεί να αποσείσει το σχετικό βάρος στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων (R v Carr-Braint (1943)2 All ER 156)»

Το άρθρο 10(1) του Κεφ. 96 προνοεί τα ακόλουθα:

«Κανένα πρόσωπο δεν κατέχει ή χρησιμοποιεί, ή ενεργεί όπως οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο κατέχει ή χρησιμοποιεί, ή επιτρέπει ή ανέχεται οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο να κατέχει ή να χρησιμοποιεί οποιαδήποτε οικοδομή, εκτός αν και μέχρις ότου εκδοθεί πιστοποιητικό έγκρισης από την αρμόδια αρχή σε σχέση με αυτή, ανεξάρτητα αν χορηγήθηκε άδεια για τέτοια οικοδομή δυνάμει του άρθρου 3.»

 

Το αδίκημα συντελείται ανεξάρτητως του κατά πόσον εκδόθηκε ή όχι άδεια οικοδομής (βλ. Δήμος Λεμεσού ν. Δ. Νικολάου &  Υιοί Λτδ κ.α., Ποιν. Έφ. 282/2005, ημερ. 11.1.07, Milan Garaca κ.α. ν. Δώρου Τάκκα, Ποιν. Εφ. 261/06 κ.α., ημερ. 22.3.2007). Η ύπαρξη πιστοποιητικού τελικής έγκρισης συναρτάται με την κατοχή και χρησιμοποίηση του υποστατικού και όχι με την ανέγερση του (βλ. ‘Επαρχος Πάφου ν. Ηλιάδη (2005) 2 Α.Α.Δ. 231).

Στην υπό εξέταση περίπτωση είναι ιδιαίτερης σημασίας το ζήτημα της κατοχής, το οποίο αποτελεί και συστατικό στοιχείο του αδικήματος. Στην υπόθεση Έπαρχος Πάφου ν. Tremetoushiotis Developers Ltd κ.α. Ποιν. Εφ. 153/2018, ημερ. 27.3.2019 λέχθηκαν τα πιο κάτω:

«Η έννοια της κατοχής στο σχετικό άρθρο του Νόμου, (και δεν  υπάρχει ορισμός της λέξης στο ερμηνευτικό άρθρο), πρέπει να ερμηνευθεί τελεολογικά και κατά τρόπο που να υποδεικνύει τη μη απώλεια της ιδιοκτησίας.  Ορθά το Δικαστήριο ανέφερε ότι ο ιδιοκτήτης οικοδομής δεν σημαίνει χωρίς άλλο ότι είναι και κάτοχος της, αλλά αυτό μόνο από την άποψη της φυσικής κατοχής.  Η ουσία του άρθρου 10(1), είναι η απαγόρευση κατοχής χωρίς πιστοποιητικό έγκρισης,  ανεξάρτητα από το αν χορηγήθηκε άδεια για την οικοδομή ή τμήμα αυτής.  Το γεγονός ότι η οικοδομή στο βαθμό που είχε συμπληρωθεί είχε ενοίκους, δεν σημαίνει ότι η λήψη του πιστοποιητικού έγκρισης δεν βάρυνε τους εφεσίβλητους ως ιδιοκτήτες των τεμαχίων γης και ως εκείνους που είχαν ανεγείρει την οικοδομή.  Η έννοια της κατοχής («possession»), σύμφωνα με τα νομικά ερμηνευτικά λεξικά, μπορεί να υποδηλώνει την πραγματική κατοχή ή μπορεί να  υποδηλώνει τη νομική κατοχή, δηλαδή, τον πραγματικό έλεγχο με πρόθεση χρήσης και το δικαίωμα εισόδου, (δέστε Oxford Dictionary of Law, 5η έκδ., σελ. 371 και OsbornA Concise Law Dictionary, 5η έκδ., σελ. 245).» 

 

Ως έχω ήδη αναφέρει, η πλευρά της υπεράσπισης ουδέποτε αμφισβήτησε ότι κατέχεται και χρησιμοποιείται μέρος της οικοδομής από την Κατηγορούμενη 1 η οποία λειτουργεί κατάστημα πώλησης ενδυμάτων και δεν αμφισβητήθηκε ότι μέχρι σήμερα δεν έχει εκδοθεί πιστοποιητικό τελικής έγκρισης για την εν λόγω οικοδομή. Ως προς το ότι η Κατηγορούμενη 1 δεν κατέχει και χρησιμοποιεί ολόκληρη την οικοδομή, ουδέποτε αποτέλεσε προϋπόθεση κατά την κρίση μου για την στοιχειοθέτηση του αδικήματος που δημιουργεί το άρθρο 10(1) ανωτέρω η κατοχή και η χρήση ολόκληρης οικοδομής νοουμένου ότι εκείνο που κατέχεται και χρησιμοποιείται συνιστά οικοδομή εν τη έννοια του άρθρου 2 του οικείου Νόμου.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 2 του οικείου Νόμου:

«“οικοδομή” σημαίνει οποιαδήποτε κατασκευή, είτε από λίθους, σκυρόδεμα, πηλό, σίδερο, ξύλο ή άλλη ύλη, και περιλαμβάνει οποιοδήποτε λάκκο και οποιοδήποτε θεμέλιο, τοίχο, στέγη, καπνοδόχο, βεράντα, εξώστη, κορωνίδα ή προεξοχή ή τμήμα οικοδομής, ή οποιοδήποτε πράγμα που είναι προσαρτημένο σε αυτή, ή οποιοδήποτε τοίχο, ανάχωμα, φράκτη, περίφραγμα ή άλλη κατασκευή που περικλείει ή οροθετεί ή έχει σκοπό να περικλείει ή να οροθετεί οποιαδήποτε γη ή χώρο.»

 

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Κατηγορούμενη 1 κατέχει και χρησιμοποιεί οικοδομή και δεν αποτέλεσε αμφισβητούμενα θέμα. Άλλωστε μπορεί εύκολα να διαπιστωθεί και από την χρήση της ως κατάστημα και από το φωτογραφικό υλικό (Τεκμήριο 10). Κατά συνέπεια, οι κατηγορίες 1 και 2 έχουν αποδειχθεί.

 

 

 

 

Ευθύνη Κατηγορούμενων 2 και 3

 

Αναφορικά με την οποιαδήποτε ευθύνη των Κατηγορούμενων 2 και 3, ως έχει καταδείξει η Νομολογία μας, η ιδιότητα του διευθυντή από μόνη της δεν είναι ικανή για καταδίκη αλλά χρειάζεται μαρτυρία η οποία να καταδεικνύει την συμμετοχή ή συμπεριφορά η οποία να στοιχειοθετεί την συνέργεια και θα πρέπει να καλύπτει χρονικά όλο το διάστημα παροχής συνδρομής στη διάπραξη του αδικήματος ή στην παράλειψη που συνεισφέρει στην δημιουργία του αδικήματος (βλ. Terezian v. Θεοδώρου, Ποινική Έφεση Αρ. 198/2015, ημερομηνίας 2.12.2016 Ευρυβιάδης ν. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 600, Παυλόπουλος ν Scopy Shoe Factory Ltd (2003) 2 A.A.Δ. 261, Ιωαννίδη ν Gastop Boutique Ltd κ.α. Ποινική Έφεση 161/2014, ημερομηνίας 30.6.2017, ECLI:CY:AD:2017:B235).

Πολύ πρόσφατα, το Εφετείο, στην M&K TELEFONE LTD v. Νικολάου κ.α., Ποινική Έφεση 206/22, ημερομηνίας 30.5.2024, εξετάζοντας την ποινική ευθύνη συνεργών ανάφερε τα εξής:

« Το πρώτιστο λοιπόν, το οποίο εξετάζεται, είναι το κατά πόσον εντοπίζεται από πλευράς γεγονότων συγκεκριμένη συμπεριφορά ή δράση, η οποία να συνιστά τη συμμετοχή κάποιου στο αδίκημα άλλου προσώπου. Αυτή η δράση, αν εντοπιστεί, αποτελεί την αντικειμενική υπόσταση της συμμετοχής ή της συνέργειας (actus reus). Η οποία και πάλι δεν αρκεί από μόνη της για να στοιχειοθετήσει το αδίκημα βάσει του Π.Κ.20, αφού ακόμα και στα αδικήματα αυστηρής ευθύνης (strict liability), απαιτείται για τον συνεργό να υφίσταται η αναγκαία γνώση ή πρόθεση, δηλαδή η υποκειμενική υπόσταση ή άλλως, η ένοχη διάνοια (mens rea).

.....

Στη βάση των πιο πάνω είχαμε καταλήξει πως το απαύγασμα της νομολογίας αποκρυσταλλώνεται στη θέση ότι αυτό το οποίο απαιτείται για τον συνεργό δεν είναι η βεβαιότητα εκείνου ότι θα διαπραχθεί αδίκημα αλλά η αντίληψη του, υπό την έννοια συνειδητοποίησης, περί ύπαρξης κινδύνου διάπραξης αδικήματος (εν προκειμένω σχετικού με επιταγή) και παρόλα αυτά να προβαίνει εκουσίως στην παροχή συνδρομής. Όντως είναι από τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης που δύναται να καταδειχθεί είτε η γνώση του προβαλλόμενου ως συνεργού (εν προκειμένω ενός διευθυντή) είτε η εθελοτυφλία του ενώπιον της πραγματικότητας, (η οποία εθελοτυφλία συνιστά πτυχή της γνώσης) είτε η αδιαφορία ως προς τον κίνδυνο επέλευσης κολάσιμου αποτελέσματος.»

 

Στην βάση των πιο πάνω το μόνο που έχει τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου είναι ότι οι Κατηγορούμενοι 2 και 3 είναι διευθυντές της Κατηγορούμενης 1 καθώς επίσης και κάποιες επιστολές που αντάλλαξαν εκατέρωθεν οι δικηγόροι των διαδίκων (Τεκμήρια 22, 23, 31) οι οποίες στην πλειοψηφία τους αφορούσαν σε προσπάθεια εξεύρεσης λύσης των μεταξύ τους διαφορών ή και προβολές ισχυρισμών και εκατέρωθεν απαιτήσεων, στοιχεία τα οποία δεν είναι ικανοποιητικά για να καταλήξει το Δικαστήριο σε  συμπέρασμα από τα γεγονότα ότι οι Κατηγορούμενοι 2 και 3 συνέδραμαν στην διάπραξη των αδικημάτων από την Κατηγορούμενη 1. Συνεπώς, αυτοί θα πρέπει να αθωωθούν στις κατηγορίες 3 και 4.

Κατάληξη

Εν όψει όλων των πιο πάνω και για τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω, η Κατηγορούμενη κρίνεται ένοχη στις κατηγορίες 1 και 2 και οι Κατηγορούμενοι 2 και 3 αθωώνονται στις κατηγορίες 3 και 4.

 

 

 

                                                               (Υπ.)...................................

                                                                               Λ. Χαβιαράς, Ε.Δ.

 

Πιστόν Αντίγραφον

 

Πρωτοκολλητής


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο