ΔΗΜΟΣ ΛΑΡΝΑΚΑΣ ν. CPBROS TRADING LTD, Αρ. Υπ. 7300/2023, 10/4/2025
print
Τίτλος:
ΔΗΜΟΣ ΛΑΡΝΑΚΑΣ ν. CPBROS TRADING LTD, Αρ. Υπ. 7300/2023, 10/4/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ

Ενώπιον: Λ. ΧΑΒΙΑΡΑ, Ε.Δ.

 

Αρ. Υπ. 7300/2023

Μεταξύ:

ΔΗΜΟΣ ΛΑΡΝΑΚΑΣ

Κατηγορούσα Αρχή

-και-

 

CPBROS TRADING LTD

Κατηγορούμενη

Ημερομηνία: 10.4.2025

Για την Κατηγορούσα Αρχή: κα. Σιήκκη

Για Κατηγορούμενη: κ. Παπαλλής 

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

Το Κατηγορητήριο

Η Κατηγορούμενη αντιμετωπίζει δυο κατηγορίες παράλειψης καταβολής ετήσιων δικαιωμάτων και/ή τελών για άσκηση επιχείρησης, εργασίας, εμπορίου, επιτηδεύματος ή επαγγέλματος και τέλη διατήρησης επαγγελματικού υποστατικού προς τον Δήμο Λάρνακας, κατά παράβαση σχετικών προνοιών του περί Δήμων Νόμου 111/85 ως τροποποιήθηκε.

Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες των αδικημάτων ως αυτές εκτίθενται στο κατηγορητήριο, η Κατηγορούμενη από 1.1.2022 μέχρι την 31.12.2022 παρέλειψαν να πληρώσουν στον Δήμο Λάρνακας τα τέλη επαγγελματικής άδειας τα καθορισθέντα από την αρμόδια αρχή ήτοι τον Δήμο Λάρνακας για το έτος 2022, τα οποία ανέρχονται σε €275 περιλαμβανομένης επιβάρυνσης, πλέον ποσό €71,50 το οποίο αντιστοιχεί σε τέλη διατήρησης επαγγελματικού υποστατικού.

Μαρτυρία

Για να αποδείξει την υπόθεση η Κατηγορούσα Αρχή κάλεσε ένα μάρτυρα ο οποίος βρίσκεται στην υπηρεσία του Δήμου Λάρνακας (ΜΚ1). Μετά που η Κατηγορούμενη κλήθηκε να προβάλει την υπεράσπιση της, κατάθεσε για αυτήν ο κ. Χ.Π. (ΜΥ1), ο οποίος είναι διευθυντής στην Κατηγορούμενη εταιρεία.

Ως διαφαίνεται πιο κάτω τόσο από τα μη αμφισβητούμενα γεγονότα η παράθεση και αξιολόγηση ολόκληρης της μαρτυρίας καθίσταται αχρείαστη εφόσον δεν θα εξυπηρετήσει κάποιο σκοπό, λαμβάνοντας ιδιαίτερα υπόψιν τη φύση του αδικήματος ως αυτό περιέχεται στο άρθρο 109 του Νόμου (βλ. Οδυσσέα ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 490, Ιωάννου ν. Αληφαντή κ.α., Ποινική Έφεση 163/17 κ.α., ημερομηνίας 7.10.2019).

Στην υπό εξέταση περίπτωση ουδέποτε αποτέλεσαν αμφισβητούμενα γεγονότα τα πιο κάτω:

-       Η δηλωμένη διεύθυνση του εγγεγραμμένου γραφείου της Κατηγορούμενης εταιρείας είναι στην Λάρνακα ως διαφαίνεται στα αρχεία της Εφόρου Εταιρειών (Τεκμήριο 1)

 

-       Ο Δήμος Λάρνακας επέβαλε τέλη στην Κατηγορούμενη για το έτος 2023 για διατήρηση επαγγελματικού υποστατικού και επαγγελματική άδεια.

 

-       Ο Δήμος Λάρνακας απέστειλε στην Κατηγορούμενη τιμολόγιο ημερομηνίας 28.7.2023 με αριθμό 349960 (Τεκμήριο 2) το οποίο συνιστά ειδοποίηση επιβολής τελών.

 

-       Στο πιο πάνω τιμολόγιο περιλαμβανόταν χρέωση για το έτος 2022 για ποσά €275 και €71,50.

 

-       Η Κατηγορούμενη παρέλαβε το Τεκμήριο 2 και από την κατάσταση που διατηρείται στα μητρώα του Δήμου Λάρνακας δεν πλήρωσε το πιο πάνω ποσό που αφορούσε το έτος 2022.

 

-       Η Κατηγορούμενη υπέβαλε ένσταση στην επιτροπή ενστάσεων του Δήμου Λάρνακας τόσο για το έτος 2022 όσο και για το 2023.

 

-       Η ένσταση της Κατηγορούμενης για το έτος 2022 απορρίφθηκε ως εκπρόθεσμη ενώ η ένσταση για το έτος 2023 έγινε αποδεκτή.

 

-       Η Κατηγορούμενη δεν καταχώρησε προσφυγή στο Διοικητικό Δικαστήριο κατά της απόφασης επιβολής τελών για το έτος 2022.

 

-       Τα τέλη για το 2022 παραμένουν μέχρι σήμερα απλήρωτα.

 

Για τα πιο πάνω προβαίνω σε ευρήματα.

 

Νομική Πτυχή

Με την άρνηση των Κατηγοριών η Κατηγορούσα Αρχή έχει υποχρέωση να αποδείξει κάθε συστατικό στοιχείο των αδικημάτων, με αποδεκτή μαρτυρία, και δεν επιτρέπονται υποθέσεις ως προς την ύπαρξη γεγονότων, όσο εύλογες και εάν είναι (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν Σπύρος Σπύρου (2002) 2 ΑΑΔ 71, Λοϊζου ν Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 363 και Σωτηριάδης ν Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 482). Ο κατηγορούμενος δεν υποχρεούται να αποδείξει ότι οι ισχυρισμοί του είναι αληθινοί ή βάσιμοι αλλά αρκεί η δημιουργία λογικής αμφιβολίας. Διαφορετική προσέγγιση θα παραβίαζε το τεκμήριο της αθωότητας το οποίο κατοχυρώνεται από το Άρθρο 12(4) του Συντάγματος (Ιακώβου ν. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 211, σελίδα 218).

 

Υπάρχουν όμως εξαιρέσεις όπου το βάρος απόδειξης δύναται να μετατοπιστεί. Ως καταγράφεται στην σελ. 179 στου συγγράμματος Το Δίκαιο της Απόδειξης των Τάκη Ηλιάδη και Νικόλα Σάντη:

 

 «Έτσι, όταν συγκεκριμένη νομοθετική διάταξη δημιουργεί ποινικό αδίκημα που όμως δεν συνιστά αδίκημα εάν η πράξη εκτελείται από πρόσωπο που κατέχει τα προσόντα ή την άδεια συγκεκριμένης αρχής, τότε ο κατηγορούμενος έχει το βάρος να αποδείξει ότι κατέχει τα προσόντα ή τη σχετική άδεια και τούτο γιατί οι λεπτομέρειες βρίσκονται μόνο στην προσωπική γνώση ή κατοχή του και είναι δύσκολο (αν όχι αδύνατο) για την Κατηγορούσα Αρχή να τις αντικρούσει. Σε τέτοια περίπτωση, ο κατηγορούμενος μπορεί να αποσείσει το σχετικό βάρος στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων (R v Carr-Braint (1943)2 All ER 156)»

 

Αναφορικά με το αδίκημα που αντιμετωπίζει η Κατηγορούμενη, σχετικό είναι το άρθρο 104 του Νόμου 111/85 το οποίο προνοεί τα εξής:

«Το συμβούλιο επιβάλλει σε νομικά πρόσωπα τα οποία ασκούν οποιαδήποτε επιχείρηση, βιομηχανία, βιοτεχνία, εργασία, εμπόριο, επιτήδευμα ή επάγγελμα, εντός των δημοτικών ορίων, ετήσια δικαιώματα σύμφωνα με τον Τρίτο Πίνακα.»

Το άρθρο 106 προνοεί για τον χρόνο καταβολής των δικαιωμάτων ως ακολούθως:

«Τα ετήσια δικαιώματα που επιβάλλονται σύμφωνα με το άρθρο 104, είναι πληρωτέα σε ημερομηνία η οποία καθορίζεται από το συμβούλιο, εντός του έτους αναφορικά με το οποίο έχουν επιβληθεί.»

Στο άρθρο 109 αναφέρονται τα πιο κάτω:

«Οποιοδήποτε νομικό πρόσωπο αρνείται ή παραλείπει ή αμελεί να παράσχει στο συμβούλιο τα επιβαλλόμενα δικαιώματα εντός της καθορισμένης χρονικής περιόδου, δυνάμει των άρθρων 104 και 106, είναι ένοχος αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τα χίλια ευρώ.»

Προκειμένου, να στοιχειοθετηθεί η κατηγορία εναντίον της Κατηγορούμενης, το Δικαστήριο, θα πρέπει να ικανοποιηθεί ότι η πράξη επιβολής των τελών στην Κατηγορούμενη, της έχει κοινοποιηθεί, ότι αυτή κατέστη ανέκκλητη και ότι τα τέλη δεν έχουν πληρωθεί.

 

Η απόφαση για επιβολή και η ειδοποίηση επιβολής τελών, ως ορθώς υποδεικνύει η ευπαίδευτη εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής συνιστά διοικητική πράξη δυνάμενη να αναθεωρηθεί βάσει του Συντάγματος και να προσβληθεί με προσφυγή στο Διοικητικό Δικαστήριο. Το Επαρχιακό Δικαστήριο δεν έχει τέτοια δικαιοδοσία (βλ. Sigma Radio Tv v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2006) 1 Α.Α.Δ. 155, Δήμος Αγίου Αθανασίου ν. James Peter Pazaraki (2004) 2 Α.Α.Δ. 524, Χριστοδούλου ν. Έπαρχος Λεμεσού (2000) 2 Α.Α.Δ. 128).

Το Επαρχιακό Δικαστήριο μπορεί να εξετάσει κατά πόσο υπάρχει έγκυρη εκτελεστή διοικητική πράξη. Για να τελειωθεί μια διοικητική πράξη πρέπει να έρθει εις γνώση του διοικούμενου και από τότε που γίνεται γνωστή η βούληση της διοίκησης ξεκινά και ο χρόνος προθεσμίας της προσφυγής (βλ. Χατζήκυριακος ν. Δημοκρατίας (1994) 4 Α.Α.Δ. 2269, Δήμος Αγίου Αθανασίου ανωτέρω).  

Στην Αδάμου ν Συμβούλιο Βελτιώσεως Ξυλοφάγου (1994) 2 Α.Α.Δ. 137 τονίστηκαν τα πιο κάτω:

«Αποκλειστική δικαιοδοσία για τον έλεγχο της νομιμότητας αποφάσεων, πράξεων ή παραλείψεων αρχών ή οργάνων της Δημοκρατίας που ασκούν εκτελεστική ή διοικητική λειτουργία έχει το Ανώτατο Δικαστήριο. Μόνο το Ανώτατο Δικαστήριο είναι αρμόδιο να προβεί στην αναθεώρηση πράξεων της Διοίκησης και να τις ακυρώσει για τους λόγους που προβλέπονται στο Άρθρο 146.1. Η αναθεωρητική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου βάσει του Άρθρου 146.1, όπως και πρόσφατα επαναλάβαμε, διαχωρίζεται θεσμικά από την πολιτική δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου (Βλ. Συμβούλιο Εγγραφής Αρχιτεκτόνων και Πολιτικών Μηχανικών v. Κωνσταντίνου και Άλλων (1994) 3 Α.Α.Δ. 453). Το ίδιο ισχύει και σε σχέση με την ποινική δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου. Μόνο στην περίπτωση νόσφησης εξουσίας μπορεί πράξη να αγνοηθεί διότι στην περίπτωση εκείνη το προϊόν της νόσφησης δεν περιέρχεται στη σφαίρα του δικαίου.»

 

Στην Χριστοδούλου ανωτέρω, τονίστηκαν τα εξής:

 

«Η δικαιοδοσία του ποινικού δικαστηρίου για αξιόποινες παραλείψεις καταβολής φορολογίας προϋποθέτει το ανέκκλητο της φορολογίας, με μόνο παρεπόμενο την είσπραξή της. Προσλαμβάνει αυτό το χαρακτήρα η επιβληθείσα φορολογία, εφόσον περιέλθει σε γνώση του διοικουμένου και αφού παρέλθει ο χρόνος για την προσβολή της ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Προϋπόθεση για το ανέκκλητο της υποχρέωσης καταβολής της φορολογίας αποτελεί η γνωστοποίησή της στο διοικούμενο ή, έστω, η λήψη γνώσης του περιεχομένου της εκ μέρους του και η πάροδος, από την ημέρα εκείνη, του χρονικού διαστήματος των 75 ημερών για την άσκηση προσφυγής - (Άρθρο 146.3 του Συντάγματος)».

 

Στην υπό εξέταση περίπτωση δεν αμφισβητήθηκε από την υπεράσπιση ότι κοινοποιήθηκε στην Κατηγορούμενη η ειδοποίησης υποβολής τελών και επιβολή τελών, ήτοι το Τεκμήριο 2. Ήταν μη αμφισβητούμενο γεγονός επίσης ότι δεν καταχωρήθηκε οποιαδήποτε προσφυγή εντός 75 ημερών από την ημερομηνία της γνωστοποίησης ούτε μετά την απόρριψη της ένστασης της. Δεν υπήρξε επίσης αμφισβήτηση ότι δεν έχουν μέχρι σήμερα πληρωθεί τα τέλη που επιβλήθηκαν στην Κατηγορούμενη σε ό,τι αφορά το έτος 2022 ούτε παρουσιάστηκε μαρτυρία για εξόφληση. Υπενθυμίζω ότι ουδέποτε αμφισβήτησε η υπεράσπιση ότι η Κατηγορούμενη έλαβε γνώση του Τεκμηρίου 2 και ότι εκείνο αποτελεί  ειδοποίηση επιβολής τελών. Εκείνο το οποίο αμφισβήτησε ήταν ότι έλαβε χωριστά ειδοποίηση για το έτος 2022. Ακόμη κι αν γίνει αποδεκτή η θέση αυτή, ότι πράγματι ο Δήμος Λάρνακας δεν γνωστοποίησε την απόφαση του για επιβολή τελών για το έτος 2022 μέσα στο 2022, διαφαίνεται ότι τούτη γνωστοποιήθηκε το 2023 μέσω του Τεκμηρίου 2 δεδομένου του ότι δεν αμφισβητήθηκε από την υπεράσπιση ότι το Τεκμήριο 2 συνιστά ειδοποίηση. Διαφαίνεται επίσης ότι δεν ασκήθηκε δίωξη εναντίον της Κατηγορούμενης πριν την εξέταση της ένστασης της.

Η Κατηγορούμενη επέλεξε να καταχωρήσει ένσταση για το 2022 αναγνωρίζοντας με τον τρόπο αυτό ότι υπήρξε επιβολή τελών για το έτος 2022. Δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή η θέση του ΜΥ1 ότι η Κατηγορούμενη έχασε το δικαίωμα της να ενστεί, δεδομένου του ότι υπέβαλε ένσταση η οποία εξετάστηκε άσχετα, εάν εν τέλει απορρίφθηκε από τον Δήμο Λάρνακας. Δεδομένου του ότι η απόφαση για επιβολή τελών του 2022 ή η απόρριψη της ένστασης δεν αμφισβητήθηκε με προσφυγή και δεδομένης της γνωστοποίησης της στην Κατηγορούμενη, αυτή έχει τελειωθεί.

Εκείνο που προσπάθησε επίσης να καταδείξει η Κατηγορούμενη είναι ότι από το 2022 και έπειτα δραστηριοποιείται στην Αραδίππου και όχι στην Λάρνακα. Με κάθε σεβασμό, το ζήτημα αυτό, περιβάλλεται από την ίδια την απόφαση του Δήμου για επιβολή τελών. Συνεπώς δεν δύναται να αναθεωρηθεί από το παρόν Δικαστήριο. Το αδίκημα που αντιμετωπίζει η Κατηγορούμενη είναι η παράλειψη της να καταβάλει τα σχετικά τέλη τα οποία δεν έχουν καταβληθεί.

Στην James Peter πιο πάνω λέχθηκε ότι:

«Θέματα όπως αυτά που εγέρθηκαν από το συνήγορο του εφεσείοντα, δηλαδή ιδιοκτησία ή κατοχή, το είδος του υποστατικού και το ύψος των τελών, είναι σαφώς θέματα που αφορούν την εγκυρότητα της διοικητικής πράξης επιβολής του τέλους και έτσι δεν μπορούν να αμφισβητηθούν στην παρούσα διαδικασία. Η εγκυρότητα της διοικητικής πράξης παραμένει ως δεδομένο, εφόσον αυτή δεν έχει αμφισβητηθεί εντός της προνοούμενης από το Σύνταγμα προθεσμίας με αίτηση ακυρώσεως.»

 

Θα μπορούσε κάλλιστα η Κατηγορούμενη μέσω προσφυγής να προβάλει τη θέση ότι η απόφαση της αρχής να εμμένει με την καταβολή τελών για το 2022 ενώ για το 2023 έχει κάνει αποδεκτή την ένσταση διότι φορολογείται στον Δήμο Αραδίππου, ισχυρισμός ο οποίος προβλήθηκε και για το έτος 2022, αποτελεί ασυνέπεια και ταλαιπωρία στη διοικούμενη.

Κατάληξη

Εν όψει όλων των πιο πάνω και για τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω η Κατηγορούσα Αρχή έχει αποδείξει την υπόθεση της στον απαιτούμενο βαθμό και η Κατηγορούμενη κρίνεται ένοχη στις κατηγορίες 1 και 2 που αντιμετωπίζει.

           

      (Υπ.)  .....................................

                                                                               Λ. Χαβιαράς, Ε.Δ.

Πιστόν Αντίγραφον

 

Πρωτοκολλητή

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο