ΔΗΜΟΣ ΛΑΡΝΑΚΑΣ ν. Y&A CHRISTODOULOU PROPERTIES LTD, Αρ. Υπ. 9096/2024, 24/2/2025
print
Τίτλος:
ΔΗΜΟΣ ΛΑΡΝΑΚΑΣ ν. Y&A CHRISTODOULOU PROPERTIES LTD, Αρ. Υπ. 9096/2024, 24/2/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ

Ενώπιον: Λ. ΧΑΒΙΑΡΑ, Ε.Δ.

 

Αρ. Υπ. 9096/2024

Μεταξύ:

ΔΗΜΟΣ ΛΑΡΝΑΚΑΣ

Κατηγορούσα Αρχή

-και-

 

Y&A CHRISTODOULOU PROPERTIES LTD

Κατηγορούμενη

Ημερομηνία: 24.2.2025

Για την Κατηγορούσα Αρχή: κα. Κυπριανού

Για Κατηγορούμενη: κ. Χριστοδούλου (διευθυντής) 

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

Το Κατηγορητήριο

Η Κατηγορούμενη αντιμετωπίζει την κατηγορία της παράλειψης καταβολής ετήσιων δικαιωμάτων και/ή τελών για άσκηση επιχείρησης, εργασίας, εμπορίου, επιτηδεύματος ή επαγγέλματος προς τον Δήμο Λάρνακας, κατά παράβαση σχετικών προνοιών του περί Δήμων Νόμου 111/85 ως τροποποιήθηκε.

Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες του αδικήματος ως αυτές εκτίθενται στην πρώτη και μοναδική κατηγορία, η Κατηγορούμενη από την 1.1.2023 μέχρι την 31.12.2023 παρέλειψε να πληρώσει στον Δήμο Λάρνακας τα τέλη επαγγελματικής άδειας τα καθορισθέντα από την αρμόδια αρχή, δηλαδή τον Δήμο Λάρνακας για το έτος 2023 τα οποία ανέρχονται σε €275,00 περιλαμβανομένης της επιβάρυνσης.

Μαρτυρία

Για να αποδείξει την υπόθεση η Κατηγορούσα Αρχή κάλεσε ένα μάρτυρα ο οποίος βρίσκεται στην υπηρεσία του Δήμου Λάρνακας (ΜΚ1). Μετά που η Κατηγορούμενη κλήθηκε να προβάλει την υπεράσπιση της, κατάθεσε για αυτήν ο κ. Χριστοδούλου ο οποίος είναι διευθυντής στην Κατηγορούμενη εταιρεία.

Ως διαφαίνεται πιο κάτω τόσο από τα μη αμφισβητούμενα γεγονότα η παράθεση και αξιολόγηση ολόκληρης της μαρτυρίας καθίσταται αχρείαστη εφόσον δεν θα εξυπηρετήσει κάποιο σκοπό, λαμβάνοντας ιδιαίτερα υπόψιν τη φύση του αδικήματος ως αυτό περιέχεται στο άρθρο 109 του Νόμου (βλ. Οδυσσέα ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 490, Ιωάννου ν. Αληφαντή κ.α., Ποινική Έφεση 163/17 κ.α., ημερομηνίας 7.10.2019).

Στην υπό εξέταση περίπτωση ουδέποτε αποτέλεσαν αμφισβητούμενα γεγονότα τα πιο κάτω:

-       Η δηλωμένη διεύθυνση του εγγεγραμμένου γραφείου της Κατηγορούμενης εταιρείας είναι στην Λάρνακα ως διαφαίνεται στα αρχεία της Εφόρου Εταιρειών (Τεκμήριο 1)

 

-       Ο Δήμος Λάρνακας επέβαλε τέλη στην Κατηγορούμενη για το έτος 2023 για διατήρηση επαγγελματικού υποστατικού και επαγγελματική άδεια.

 

-       Ο Δήμος Λάρνακας απέστειλε στην Κατηγορούμενη τιμολόγιο ημερομηνίας 30.7.2023 με αριθμό 248941 (Τεκμήριο 2) το οποίο συνιστά ειδοποίηση επιβολής τελών ύψους €275,00.

 

-       Η Κατηγορούμενη παρέλαβε το Τεκμήριο 2 και από την κατάσταση που διατηρείται στα μητρώα του Δήμου Λάρνακας δεν πλήρωσε το πιο πάνω ποσό.

 

-       Η Κατηγορούμενη δεν υπέβαλε ένσταση στην επιτροπή ενστάσεων του Δήμου Λάρνακας

 

-       Η Κατηγορούμενη δεν καταχώρησε προσφυγή στο Διοικητικό Δικαστήριο κατά της απόφασης επιβολής τελών.

 

-       Τα τέλη παραμένουν μέχρι σήμερα απλήρωτα.

 

Για τα πιο πάνω προβαίνω σε ευρήματα.

 

Νομική Πτυχή

Με την άρνηση των Κατηγοριών η Κατηγορούσα Αρχή έχει υποχρέωση να αποδείξει κάθε συστατικό στοιχείο των αδικημάτων, με αποδεκτή μαρτυρία, και δεν επιτρέπονται υποθέσεις ως προς την ύπαρξη γεγονότων, όσο εύλογες και εάν είναι (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν Σπύρος Σπύρου (2002) 2 ΑΑΔ 71, Λοϊζου ν Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 363 και Σωτηριάδης ν Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 482). Ο κατηγορούμενος δεν υποχρεούται να αποδείξει ότι οι ισχυρισμοί του είναι αληθινοί ή βάσιμοι αλλά αρκεί η δημιουργία λογικής αμφιβολίας. Διαφορετική προσέγγιση θα παραβίαζε το τεκμήριο της αθωότητας το οποίο κατοχυρώνεται από το Άρθρο 12(4) του Συντάγματος (Ιακώβου ν. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 211, σελίδα 218).

 

Υπάρχουν όμως εξαιρέσεις όπου το βάρος απόδειξης δύναται να μετατοπιστεί. Ως καταγράφεται στην σελ. 179 στου συγγράμματος Το Δίκαιο της Απόδειξης των Τάκη Ηλιάδη και Νικόλα Σάντη:

 

 «Έτσι, όταν συγκεκριμένη νομοθετική διάταξη δημιουργεί ποινικό αδίκημα που όμως δεν συνιστά αδίκημα εάν η πράξη εκτελείται από πρόσωπο που κατέχει τα προσόντα ή την άδεια συγκεκριμένης αρχής, τότε ο κατηγορούμενος έχει το βάρος να αποδείξει ότι κατέχει τα προσόντα ή τη σχετική άδεια και τούτο γιατί οι λεπτομέρειες βρίσκονται μόνο στην προσωπική γνώση ή κατοχή του και είναι δύσκολο (αν όχι αδύνατο) για την Κατηγορούσα Αρχή να τις αντικρούσει. Σε τέτοια περίπτωση, ο κατηγορούμενος μπορεί να αποσείσει το σχετικό βάρος στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων (R v Carr-Braint (1943)2 All ER 156)»

 

Αναφορικά με το αδίκημα που αντιμετωπίζει η Κατηγορούμενη, σχετικό είναι το άρθρο 104 του Νόμου 111/85 το οποίο προνοεί τα εξής:

«Το συμβούλιο επιβάλλει σε νομικά πρόσωπα τα οποία ασκούν οποιαδήποτε επιχείρηση, βιομηχανία, βιοτεχνία, εργασία, εμπόριο, επιτήδευμα ή επάγγελμα, εντός των δημοτικών ορίων, ετήσια δικαιώματα σύμφωνα με τον Τρίτο Πίνακα.»

Το άρθρο 106 προνοεί για τον χρόνο καταβολής των δικαιωμάτων ως ακολούθως:

«Τα ετήσια δικαιώματα που επιβάλλονται σύμφωνα με το άρθρο 104, είναι πληρωτέα σε ημερομηνία η οποία καθορίζεται από το συμβούλιο, εντός του έτους αναφορικά με το οποίο έχουν επιβληθεί.»

Στο άρθρο 109 αναφέρονται τα πιο κάτω:

«Οποιοδήποτε νομικό πρόσωπο αρνείται ή παραλείπει ή αμελεί να παράσχει στο συμβούλιο τα επιβαλλόμενα δικαιώματα εντός της καθορισμένης χρονικής περιόδου, δυνάμει των άρθρων 104 και 106, είναι ένοχος αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τα χίλια ευρώ.»

Προκειμένου, να στοιχειοθετηθεί η κατηγορία εναντίον της Κατηγορούμενης, το Δικαστήριο, θα πρέπει να ικανοποιηθεί ότι η πράξη επιβολής των τελών στην Κατηγορούμενη, της έχει κοινοποιηθεί, ότι αυτή κατέστη ανέκκλητη και ότι τα τέλη δεν έχουν πληρωθεί.

 

Η απόφαση για επιβολή και η ειδοποίηση επιβολής τελών, ως ορθώς υποδεικνύει η ευπαίδευτη εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής συνιστά διοικητική πράξη δυνάμενη να αναθεωρηθεί βάσει του Συντάγματος και να προσβληθεί με προσφυγή στο Διοικητικό Δικαστήριο. Το Επαρχιακό Δικαστήριο δεν έχει τέτοια δικαιοδοσία (βλ. Sigma Radio Tv v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2006) 1 Α.Α.Δ. 155, Δήμος Αγίου Αθανασίου ν. James Peter Pazaraki (2004) 2 Α.Α.Δ. 524, Χριστοδούλου ν. Έπαρχος Λεμεσού (2000) 2 Α.Α.Δ. 128).

Το Επαρχιακό Δικαστήριο μπορεί να εξετάσει κατά πόσο υπάρχει έγκυρη εκτελεστή διοικητική πράξη. Για να τελειωθεί μια διοικητική πράξη πρέπει να έρθει εις γνώση του διοικούμενου και από τότε που γίνεται γνωστή η βούληση της διοίκησης ξεκινά και ο χρόνος προθεσμίας της προσφυγής (βλ. Χατζήκυριακος ν. Δημοκρατίας (1994) 4 Α.Α.Δ. 2269, Δήμος Αγίου Αθανασίου ανωτέρω).  

Στην Αδάμου ν Συμβούλιο Βελτιώσεως Ξυλοφάγου (1994) 2 Α.Α.Δ. 137 τονίστηκαν τα πιο κάτω:

«Αποκλειστική δικαιοδοσία για τον έλεγχο της νομιμότητας αποφάσεων, πράξεων ή παραλείψεων αρχών ή οργάνων της Δημοκρατίας που ασκούν εκτελεστική ή διοικητική λειτουργία έχει το Ανώτατο Δικαστήριο. Μόνο το Ανώτατο Δικαστήριο είναι αρμόδιο να προβεί στην αναθεώρηση πράξεων της Διοίκησης και να τις ακυρώσει για τους λόγους που προβλέπονται στο Άρθρο 146.1. Η αναθεωρητική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου βάσει του Άρθρου 146.1, όπως και πρόσφατα επαναλάβαμε, διαχωρίζεται θεσμικά από την πολιτική δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου (Βλ. Συμβούλιο Εγγραφής Αρχιτεκτόνων και Πολιτικών Μηχανικών v. Κωνσταντίνου και Άλλων (1994) 3 Α.Α.Δ. 453). Το ίδιο ισχύει και σε σχέση με την ποινική δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου. Μόνο στην περίπτωση νόσφησης εξουσίας μπορεί πράξη να αγνοηθεί διότι στην περίπτωση εκείνη το προϊόν της νόσφησης δεν περιέρχεται στη σφαίρα του δικαίου.»

 

Στην Χριστοδούλου ανωτέρω, τονίστηκαν τα εξής:

 

«Η δικαιοδοσία του ποινικού δικαστηρίου για αξιόποινες παραλείψεις καταβολής φορολογίας προϋποθέτει το ανέκκλητο της φορολογίας, με μόνο παρεπόμενο την είσπραξή της. Προσλαμβάνει αυτό το χαρακτήρα η επιβληθείσα φορολογία, εφόσον περιέλθει σε γνώση του διοικουμένου και αφού παρέλθει ο χρόνος για την προσβολή της ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Προϋπόθεση για το ανέκκλητο της υποχρέωσης καταβολής της φορολογίας αποτελεί η γνωστοποίησή της στο διοικούμενο ή, έστω, η λήψη γνώσης του περιεχομένου της εκ μέρους του και η πάροδος, από την ημέρα εκείνη, του χρονικού διαστήματος των 75 ημερών για την άσκηση προσφυγής - (Άρθρο 146.3 του Συντάγματος)».

 

Στην υπό εξέταση περίπτωση δεν αμφισβητήθηκε από την υπεράσπιση ότι κοινοποιήθηκε στην Κατηγορούμενη η ειδοποίησης υποβολής τελών και επιβολή τελών. Ήταν μη αμφισβητούμενο γεγονός επίσης ότι δεν καταχωρήθηκε οποιαδήποτε προσφυγή εντός 75 ημερών από την ημερομηνία της γνωστοποίησης. Δεν υπήρξε επίσης αμφισβήτηση ότι δεν έχουν μέχρι σήμερα πληρωθεί τα τέλη που επιβλήθηκαν στην Κατηγορούμενη. Δεδομένου του ότι η απόφαση για επιβολή τελών δεν αμφισβητήθηκε με οποιοδήποτε τρόπο (δηλαδή με ένσταση ή προσφυγή) και δεδομένης της γνωστοποίησης της στην Κατηγορούμενη, αυτή έχει τελειωθεί.

Εκείνο που προσπάθησε να καταδείξει η Κατηγορούμενη είναι ότι δεν διατηρεί επαγγελματικό υποστατικό στην Λάρνακα, ότι η διεύθυνση που δηλώθηκε στον Έφορο Εταιρειών είναι για σκοπούς αλληλογραφίας και ότι δεν ασκεί επιχειρηματική δραστηριότητα στην Λάρνακα. Επιχείρησε παράλληλα μέσω του διευθυντή της, παρουσιάζοντας διάφορους λογαριασμούς να καταδείξει ότι στην δηλωθείσα στον έφορο εταιρειών διεύθυνση είναι η κατοικία αυτού και της συζύγου του και δεν υπάρχει οτιδήποτε που να παραπέμπει έστω στην ύπαρξη εταιρείας. Με κάθε σεβασμό, το ζήτημα αυτό, δηλαδή του αν όντως ασκείται δραστηριότητα από την Κατηγορούμενη ή το εν λόγω υποστατικό συνιστά κατοικία και είναι δηλωμένη διεύθυνση για την εταιρεία μόνο για σκοπούς αλληλογραφίας και εν τέλει περί τι είδους υποστατικού πρόκειται, περιβάλλεται από την ίδια την απόφαση του Δήμου για επιβολή τελών. Συνεπώς δεν δύναται να αναθεωρηθεί από το παρόν Δικαστήριο. Το αδίκημα που αντιμετωπίζει η Κατηγορούμενη είναι η παράλειψη της να καταβάλει τα σχετικά τέλη τα οποία δεν έχουν καταβληθεί.

Στην James Peter πιο πάνω λέχθηκε ότι:

«Θέματα όπως αυτά που εγέρθηκαν από το συνήγορο του εφεσείοντα, δηλαδή ιδιοκτησία ή κατοχή, το είδος του υποστατικού και το ύψος των τελών, είναι σαφώς θέματα που αφορούν την εγκυρότητα της διοικητικής πράξης επιβολής του τέλους και έτσι δεν μπορούν να αμφισβητηθούν στην παρούσα διαδικασία. Η εγκυρότητα της διοικητικής πράξης παραμένει ως δεδομένο, εφόσον αυτή δεν έχει αμφισβητηθεί εντός της προνοούμενης από το Σύνταγμα προθεσμίας με αίτηση ακυρώσεως.»

Κατάληξη

Εν όψει όλων των πιο πάνω και για τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω η Κατηγορούσα Αρχή έχει αποδείξει την υπόθεση της στον απαιτούμενο βαθμό και η Κατηγορούμενη κρίνεται ένοχη στην κατηγορία που αντιμετωπίζει.

           

      (Υπ.)  .....................................

                                                                               Λ. Χαβιαράς, Ε.Δ.

Πιστόν Αντίγραφον

 

Πρωτοκολλητή

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο