ΔΗΜΟΣ ΛΙΒΑΔΙΩΝ ν. ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΝΙΚΟΣ Χ. ΚΡΗΤΙΚΟΣ ΛΙΜΙΤΕΔ, Αρ. Υπ. 7307/2024, 2/5/2025
print
Τίτλος:
ΔΗΜΟΣ ΛΙΒΑΔΙΩΝ ν. ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΝΙΚΟΣ Χ. ΚΡΗΤΙΚΟΣ ΛΙΜΙΤΕΔ, Αρ. Υπ. 7307/2024, 2/5/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ

Ενώπιον: Λ. ΧΑΒΙΑΡΑ, Ε.Δ.

 

Αρ. Υπ. 7307/2024

Μεταξύ:

ΔΗΜΟΣ ΛΙΒΑΔΙΩΝ

Κατηγορούσα Αρχή

-και-

 

ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΝΙΚΟΣ Χ. ΚΡΗΤΙΚΟΣ ΛΙΜΙΤΕΔ

 

Κατηγορούμενη

Ημερομηνία: 2.5.2025

Για την Κατηγορούσα Αρχή: κα. Α. Παπάμιχαηλ με κα. Π. Παπαμιχαήλ

Για Κατηγορούμενη: κ. Ν. Κρητικός (Διευθυντής)

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

(Δοθείσα μετά από σύντομο διάλειμμα)

Το Κατηγορητήριο

Η Κατηγορούμενη αντιμετωπίζει τρεις κατηγορίες για παράλειψη καταβολής τελών αποκομιδής σκυβάλων, παράλειψη καταβολής ετήσιων τελών επαγγελματικής άδειας και παράλειψης καταβολής ετήσιων τελών δικαιωμάτων λειτουργίας κατά παράβαση των σχετικών άρθρων του περί Δήμων Νόμου αρ. 55(Ι)/22 ως τροποποιήθηκε.

Συγκεκριμένα, κατηγορείται ότι παράλειψε να καταβάλει ετήσια τέλη σκυβάλων ύψους €230 πλέον €23 επιβάρυνση τα οποία επιβάλλονται σε ιδιοκτήτη ή κάτοχο ακίνητης ιδιοκτησίας ή υποστατικού για την φορολογική περίοδο 2023 αναφορικά με την διεύθυνση Μιχαήλ Καραολή 4, 7060 Λιβάδια, ετήσια τέλη επαγγελματικής άδειας ύψους €250 πλέον €25 επιβάρυνση για το διατήρηση και/ή χρήση οικοδομής ή χώρου ή οποιουδήποτε άλλου επαγγελματικού υποστατικού με σκοπό άσκησης επιχείρησης και/ή βιομηχανίας, εμπορίου, επαγγέλματος και/ή επιτηδεύματος για το ίδιο έτος καθώς και ποσό €65 πλέον €6,50 επιβάρυνση ως τέλη δικαιώματος λειτουργίας για το ίδιο έτος για την ίδια διεύθυνση.

Μαρτυρία

Για να αποδείξει την υπόθεση η Κατηγορούσα Αρχή κάλεσε μια μάρτυρα η οποίος βρίσκεται στην υπηρεσία του παραπονούμενου Δήμου (ΜΚ1). Μετά που η Κατηγορούμενη κλήθηκε να προβάλει την υπεράσπιση της, κατάθεσε για αυτήν ο κ. Ν. Κρητικός (ΜΥ1), ο οποίος είναι διευθυντής στην Κατηγορούμενη εταιρεία.

Ως διαφαίνεται πιο κάτω τόσο από τα μη αμφισβητούμενα γεγονότα η παράθεση και αξιολόγηση ολόκληρης της μαρτυρίας καθίσταται αχρείαστη εφόσον δεν θα εξυπηρετήσει κάποιο σκοπό, λαμβάνοντας ιδιαίτερα υπόψιν τη φύση του αδικήματος ως αυτό περιέχεται στα άρθρα 46 και 56 του Νόμου (βλ. Οδυσσέα ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 490, Ιωάννου ν. Αληφαντή κ.α., Ποινική Έφεση 163/17 κ.α., ημερομηνίας 7.10.2019).

Στην υπό εξέταση περίπτωση ουδέποτε αποτέλεσαν αμφισβητούμενα γεγονότα τα πιο κάτω:

-       Η εξουσία του Δήμου να επιβάλει τέλη

 

-       Η δηλωμένη διεύθυνση του εγγεγραμμένου γραφείου της Κατηγορούμενης εταιρείας είναι στα Λιβάδια ως διαφαίνεται στα αρχεία της Εφόρου Εταιρειών (Τεκμήριο 4)

 

-       Ο Δήμος επέβαλε τέλη στην Κατηγορούμενη για το έτος 2023 για σκύβαλα, διατήρηση επαγγελματικού υποστατικού και επαγγελματική άδεια, μετά από απόφαση φορολόγησης ημερ. 20.10.2021 (Τεκμήριο 1)

 

-       Ο Δήμος απέστειλε στην Κατηγορούμενη σχετικά ειδοποίηση επιβολής τελών ημερομηνίας 3.4.2024 (Τεκμήριο 2).

 

-       Οι δικηγόροι του Δήμου απέστειλαν επιστολή ημερ. 26.4.2024 προς την Κατηγορούμενη με την οποία ειδοποιούσαν, μεταξύ άλλων, την τελευταία ότι εκκρεμεί η καταβολή των επιβαλλόμενων από τον Δήμο τελών (Τεκμήριο 3).

 

-       Η Κατηγορούμενη παρέλαβε τα Τεκμήρια 2 και 3 και δεν πλήρωσε οποιοδήποτε ποσό εξ όσων προκύπτει από τα επίσημα λογιστικά έντυπα του Δήμου (Τεκμήρια 5 και 6).

 

 

-       Η Κατηγορούμενη δεν καταχώρησε ένσταση στο Δήμο και δεν υπέβαλε προσφυγή στο Διοικητικό Δικαστήριο κατά της απόφασης επιβολής τελών για το έτος 2023.

 

-       Τα τέλη για το 2023 παραμένουν μέχρι σήμερα απλήρωτα.

 

Για τα πιο πάνω προβαίνω σε ευρήματα.

 

Νομική Πτυχή

Με την άρνηση των Κατηγοριών η Κατηγορούσα Αρχή έχει υποχρέωση να αποδείξει κάθε συστατικό στοιχείο των αδικημάτων, με αποδεκτή μαρτυρία, και δεν επιτρέπονται υποθέσεις ως προς την ύπαρξη γεγονότων, όσο εύλογες και εάν είναι (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν Σπύρος Σπύρου (2002) 2 ΑΑΔ 71, Λοϊζου ν Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 363 και Σωτηριάδης ν Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 482). Ο κατηγορούμενος δεν υποχρεούται να αποδείξει ότι οι ισχυρισμοί του είναι αληθινοί ή βάσιμοι αλλά αρκεί η δημιουργία λογικής αμφιβολίας. Διαφορετική προσέγγιση θα παραβίαζε το τεκμήριο της αθωότητας το οποίο κατοχυρώνεται από το Άρθρο 12(4) του Συντάγματος (Ιακώβου ν. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 211, σελίδα 218).

 

Υπάρχουν όμως εξαιρέσεις όπου το βάρος απόδειξης δύναται να μετατοπιστεί. Ως καταγράφεται στην σελ. 179 στου συγγράμματος Το Δίκαιο της Απόδειξης των Τάκη Ηλιάδη και Νικόλα Σάντη:

 

 «Έτσι, όταν συγκεκριμένη νομοθετική διάταξη δημιουργεί ποινικό αδίκημα που όμως δεν συνιστά αδίκημα εάν η πράξη εκτελείται από πρόσωπο που κατέχει τα προσόντα ή την άδεια συγκεκριμένης αρχής, τότε ο κατηγορούμενος έχει το βάρος να αποδείξει ότι κατέχει τα προσόντα ή τη σχετική άδεια και τούτο γιατί οι λεπτομέρειες βρίσκονται μόνο στην προσωπική γνώση ή κατοχή του και είναι δύσκολο (αν όχι αδύνατο) για την Κατηγορούσα Αρχή να τις αντικρούσει. Σε τέτοια περίπτωση, ο κατηγορούμενος μπορεί να αποσείσει το σχετικό βάρος στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων (R v Carr-Braint (1943)2 All ER 156)»

 

Αναφορικά με το αδίκημα που αντιμετωπίζει η Κατηγορούμενη, σχετικό είναι το άρθρο 46 το οποίο προνοεί τα εξής:

«46. Κάθε δήμος έχει εξουσία να επιβάλλει και να εισπράττει τέλη ως ακολούθως:

(α) Τέλη και δικαιώματα για τις χορηγούμενες άδειες που καθορίζονται στο άρθρο 44, σύμφωνα με τις διατάξεις της ισχύουσας νομοθεσίας και των δημοτικών κανονισμών,

(β) τέλος ακίνητης ιδιοκτησίας, όπως καθορίζεται στις διατάξεις του άρθρου 104,

(γ) τέλος αποκομιδής σκυβάλων, το οποίο επιβάλλεται στον ιδιοκτήτη ή κάτοχο της ακίνητης ιδιοκτησίας ή του υποστατικού, το οποίο δεν υπερβαίνει τα αντίστοιχα ποσά που προβλέπονται στον Τρίτο Πίνακα:

…»

 

Το άρθρο 56 διαλαμβάνει τα ακόλουθα:

 

«56.-(1) Κανένα πρόσωπο δεν διατηρεί εντός των δημοτικών ορίων οποιουδήποτε δήμου οποιαδήποτε οικοδομή ή υποστατικό ή χώρο, εντός των οποίων ασκείται οποιαδήποτε επιχείρηση, βιομηχανία, εμπόριο, επάγγελμα ή επιτήδευμα, εκτός εάν έχει προηγουμένως εξασφαλίσει σχετική άδεια από τον οικείο δήμο, εξαιρουμένων των περιπτώσεων που προβλέπονται στο άρθρο 55.

(3) Οποιοδήποτε πρόσωπο παραβιάζει τις διατάξεις τoυ παρόvτoς άρθρου υπόκειται, σε περίπτωση καταδίκης του, σε χρηματική πoιvή που δεν υπερβαίνει τα πεντακόσια ευρώ (€500).

(6) Το συμβούλιο επιβάλλει σε νομικά πρόσωπα τα οποία ασκούν οποιαδήποτε επιχείρηση, βιομηχανία, βιοτεχνία, εργασία, εμπόριο, επάγγελμα ή επιτήδευμα, εντός των δημοτικών ορίων, ετήσια δικαιώματα σύμφωνα με τον Έκτο Πίνακα.

(7) Σε νομικά πρόσωπα τα οποία έχουν την έδρα τους εντός των δημοτικών ορίων και στα οποία επιβάλλονται ετήσια δικαιώματα με βάση το εδάφιο (6), δεν επιβάλλονται ετήσια δικαιώματα από το συμβούλιο άλλου δήμου, εκτός εάν έχουν μόνιμο τόπο εργασίας ή παραμένουν για σκοπούς άσκησης ή διεξαγωγής της επιχείρησης, της εργασίας, του επαγγέλματος ή του επιτηδεύματός τους εντός των δημοτικών ορίων του άλλου δήμου αυτού, για περίοδο που υπερβαίνει τις εξήντα (60) εργάσιμες ημέρες, κατά τη διάρκεια του έτους, χωρίς οι ημέρες αυτές απαραίτητα να είναι συνεχόμενες.

(8) Τα ετήσια δικαιώματα που επιβάλλονται σύμφωνα με το εδάφιο (6) είναι πληρωτέα σε ημερομηνία η οποία καθορίζεται από το συμβούλιο εντός του έτους αναφορικά με το οποίο έχουν επιβληθεί.

(9) Το συμβούλιο δύναται να ζητήσει από οποιοδήποτε νομικό πρόσωπο πρόσθετες πληροφορίες για σκοπούς επιβολής του ανάλογου δικαιώματος και κατάταξης στις κατηγορίες του Έκτου Πίνακα.

(10) Οποιοδήποτε νομικό πρόσωπο αρνείται ή παραλείπει ή αμελεί να παράσχει στο συμβούλιο τις απαιτούμενες δυνάμει του εδαφίου (9) πληροφορίες είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τα πεντακόσια ευρώ (€500).

(11) Οποιοδήποτε νομικό πρόσωπο αρνείται ή παραλείπει ή αμελεί να παράσχει στον δήμο τα επιβαλλόμενα δικαιώματα εντός της καθορισμένης χρονικής περιόδου είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τα χίλια ευρώ (€1.000).»

Στο άρθρο 135 του ίδιου Νόμου προβλέπεται ότι:

135.-(1) Κάθε δήμος δύναται, πέραν της ποινικής διαδικασίας, vα ενάγει και να ανακτά με αστική διαδικασία κατά οποιουδήποτε προσώπου που παραλείπει να καταβάλει οποιεσδήποτε επιβαρύνσεις, εvoίκια, δικαιώματα ή τέλη που καθορίζονται στον παρόντα Νόμο ή σε οποιουσδήποτε δημοτικούς καvovισμούς, ανεξαρτήτως του εάν η μη καταβολή αυτών οφείλεται σε πράξη ή παράλειψη τoυ προσώπου αυτού που συνιστά αδίκημα δυνάμει των διατάξεων τoυ παρόντος Νόμου ή οποιωνδήποτε τέτοιων καvovισμώv και ανεξαρτήτως εάν τo πρόσωπο που παραλείπει διώχθηκε ή όχι σε σχέση πρoς τo αδίκημα αυτό.

(2) Σε περίπτωση που τέλη, δικαιώματα, φόροι ή επιβαρύνσεις που είναι πληρωτέα, δυvάμει των διατάξεων τoυ παρόντος Νόμου ή οπoιωvδήπoτε δημοτικών καvovισμώv, δεν καταβληθούν κατά τov χρόvo κατά τον οποίο αυτά είναι δεόντως οφειλόμενα και πληρωτέα δυνάμει αυτών, o οφειλέτης τους ή οποιοδήποτε πρόσωπο απαιτείται να καταβάλλει, επιπροσθέτως πρoς τo ποσό τωv τελών, δικαιωμάτων, φόρων ή επιβαρύνσεων αυτών, καταβάλλει επιβάρυνση ίση πρoς τo εκάστοτε μέγιστο επιτρεπόμενο επιτόκιο που ισχύει στη Δημοκρατία.

Προκειμένου, να στοιχειοθετηθούν οι κατηγορίες εναντίον της Κατηγορούμενης, το Δικαστήριο, θα πρέπει να ικανοποιηθεί ότι έχει αποφασιστεί η επιβολή τελών, ότι η πράξη επιβολής των τελών στην Κατηγορούμενη, της έχει κοινοποιηθεί, ότι αυτή κατέστη ανέκκλητη και ότι τα τέλη δεν έχουν πληρωθεί.

 

Η απόφαση για επιβολή και η ειδοποίηση επιβολής τελών συνιστά διοικητική πράξη δυνάμενη να αναθεωρηθεί βάσει του Συντάγματος και να προσβληθεί με προσφυγή στο Διοικητικό Δικαστήριο. Το Επαρχιακό Δικαστήριο δεν έχει τέτοια δικαιοδοσία (βλ. Sigma Radio Tv v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2006) 1 Α.Α.Δ. 155, Δήμος Αγίου Αθανασίου ν. James Peter Pazaraki (2004) 2 Α.Α.Δ. 524, Χριστοδούλου ν. Έπαρχος Λεμεσού (2000) 2 Α.Α.Δ. 128).

Το Επαρχιακό Δικαστήριο μπορεί να εξετάσει κατά πόσο υπάρχει έγκυρη εκτελεστή διοικητική πράξη. Για να τελειωθεί μια διοικητική πράξη πρέπει να έρθει εις γνώση του διοικούμενου και από τότε που γίνεται γνωστή η βούληση της διοίκησης ξεκινά και ο χρόνος προθεσμίας της προσφυγής (βλ. Χατζήκυριακος ν. Δημοκρατίας (1994) 4 Α.Α.Δ. 2269, Δήμος Αγίου Αθανασίου ανωτέρω).  

Στην Αδάμου ν Συμβούλιο Βελτιώσεως Ξυλοφάγου (1994) 2 Α.Α.Δ. 137 τονίστηκαν τα πιο κάτω:

«Αποκλειστική δικαιοδοσία για τον έλεγχο της νομιμότητας αποφάσεων, πράξεων ή παραλείψεων αρχών ή οργάνων της Δημοκρατίας που ασκούν εκτελεστική ή διοικητική λειτουργία έχει το Ανώτατο Δικαστήριο. Μόνο το Ανώτατο Δικαστήριο είναι αρμόδιο να προβεί στην αναθεώρηση πράξεων της Διοίκησης και να τις ακυρώσει για τους λόγους που προβλέπονται στο Άρθρο 146.1. Η αναθεωρητική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου βάσει του Άρθρου 146.1, όπως και πρόσφατα επαναλάβαμε, διαχωρίζεται θεσμικά από την πολιτική δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου (Βλ. Συμβούλιο Εγγραφής Αρχιτεκτόνων και Πολιτικών Μηχανικών v. Κωνσταντίνου και Άλλων (1994) 3 Α.Α.Δ. 453). Το ίδιο ισχύει και σε σχέση με την ποινική δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου. Μόνο στην περίπτωση νόσφησης εξουσίας μπορεί πράξη να αγνοηθεί διότι στην περίπτωση εκείνη το προϊόν της νόσφησης δεν περιέρχεται στη σφαίρα του δικαίου.»

 

Στην Χριστοδούλου ανωτέρω, τονίστηκαν τα εξής:

 

«Η δικαιοδοσία του ποινικού δικαστηρίου για αξιόποινες παραλείψεις καταβολής φορολογίας προϋποθέτει το ανέκκλητο της φορολογίας, με μόνο παρεπόμενο την είσπραξή της. Προσλαμβάνει αυτό το χαρακτήρα η επιβληθείσα φορολογία, εφόσον περιέλθει σε γνώση του διοικουμένου και αφού παρέλθει ο χρόνος για την προσβολή της ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Προϋπόθεση για το ανέκκλητο της υποχρέωσης καταβολής της φορολογίας αποτελεί η γνωστοποίησή της στο διοικούμενο ή, έστω, η λήψη γνώσης του περιεχομένου της εκ μέρους του και η πάροδος, από την ημέρα εκείνη, του χρονικού διαστήματος των 75 ημερών για την άσκηση προσφυγής - (Άρθρο 146.3 του Συντάγματος)».

 

Στην υπό εξέταση περίπτωση δεν αμφισβητήθηκε ότι κοινοποιήθηκε στην Κατηγορούμενη η ειδοποίησης υποβολής τελών και επιβολή τελών, ήτοι το Τεκμήριο 2. Ήταν μη αμφισβητούμενο γεγονός επίσης ότι δεν καταχωρήθηκε οποιαδήποτε προσφυγή εντός 75 ημερών από την ημερομηνία της γνωστοποίησης. Δεν υπήρξε επίσης αμφισβήτηση ότι δεν έχουν μέχρι σήμερα πληρωθεί τα τέλη που επιβλήθηκαν στην Κατηγορούμενη σε ό,τι αφορά το έτος 2023 ούτε παρουσιάστηκε απόδειξη εξόφλησης.

Ήταν ισχυρισμός του ΜΥ1 ότι έστειλε ηλεκτρονικά μηνύματα παραπονούμενος προς τον Δήμο τα οποία δεν απαντήθηκαν πλην όμως δεν παρουσιάστηκαν στο Δικαστήριο για να αξιολογηθούν. Υπενθυμίζω ότι κατά την αντεξέταση της ΜΚ1 προβλήθηκε διαφορετική θέση ήτοι ότι έστειλε πέραν των 10 επιστολών με την ΜΚ1 να αναφέρει ότι οι αποδείξεις που έστειλε δεν ήταν στο όνομα της Κατηγορούμενης αλλά στο όνομα του διευθυντή της και η Επιτροπή Ενστάσεων ζητά αποδείξεις πληρωμών από την ίδια την εταιρεία. Σε κάθε περίπτωση δεν παρουσιάστηκαν ως καταγράφω και πιο πάνω απόδειξη εξόφλησης των επιβαλλόμενων τελών.

Εκείνο το οποίο αμφισβήτησε η Κατηγορούμενη είναι ότι είναι υπόχρεα να καταβάλει οποιοδήποτε ποσό στον Δήμο Λιβαδιών. Ως υπόβαλε ο ΜΥ1 στην αντεξέταση της ΜΚ1 και επανέλαβε κατά την δική του μαρτυρία:

«Υπάρχει επαγγελματική άδεια στην Ορμήδεια που είναι τα υποστατικά μου. Υπάρχει το ρεύμα, το οποίο πληρώνω, υπάρχει το νερό, το οποίο έχω πληρώσει, υπάρχει το ενοικιαστήριο που είναι μαζί με την Κυβέρνηση συμβόλαιο 33 χρόνια, τα οποία πληρώνω, για το 2024-2025 το πλήρωσα προχθές, το λοιπόν και δεν έχω καμία σχέση με τον Δήμο Λιβαδιών εγώ. Απλά είναι το σπίτι μου και η αλληλογραφία αντί να έρχεται στην μάντρα που υπάρχει η εταιρεία, έβαλα τη διεύθυνση του σπιτιού μου…»

(βλ. πρακτικά Δικαστηρίου ημερ. 2.4.2025 σελ. 5)

Ο ΜΥ1 επέμεινε ότι πληρώθηκαν τα τέλη εκεί που θεωρήθηκε ορθό να πληρωθούν και ότι η Ορμήδεια δεν επιβάλλει τέλη επαγγελματικού υποστατικού αφού εκεί δραστηριοποιείται η Κατηγορούμενη εταιρεία. Ερωτώμενος όμως στην αντεξέταση του εάν υπάρχει απόδειξη πληρωμής από την Κατηγορούμενη 1 για τους φόρους που αφορούν στο κατηγορητήριο απάντησε αρνητικά.

Με κάθε σεβασμό, το ζήτημα της δραστηριότητας της εταιρείας καθώς και το ζήτημα του κατά πόσον το υποστατικό στην οδό Μιχαήλ Καραολή χρησιμοποιείται μόνο για σκοπούς αλληλογραφίας ή για έχει την έδρα της εκεί η Κατηγορούμενη μόνο για λογιστικούς σκοπούς (ως ανάφερε ο ΜΥ1 στην αντεξέταση του) ή και δεν έχει οποιαδήποτε σχέση με τα Λιβάδια, περιβάλλεται από την ίδια την απόφαση του Δήμου για επιβολή τελών. Συνεπώς δεν δύναται να αναθεωρηθεί από το παρόν Δικαστήριο. Το αδίκημα που αντιμετωπίζει η Κατηγορούμενη είναι η παράλειψη της να καταβάλει τα σχετικά τέλη τα οποία δεν έχουν καταβληθεί.

Παραθέτω απόσπασμα από την υπόθεση James Peter σχετικά το οποίο θεωρώ ότι ομιλεί από μόνο του:

«Θέματα όπως αυτά που εγέρθηκαν από το συνήγορο του εφεσείοντα, δηλαδή ιδιοκτησία ή κατοχή, το είδος του υποστατικού και το ύψος των τελών, είναι σαφώς θέματα που αφορούν την εγκυρότητα της διοικητικής πράξης επιβολής του τέλους και έτσι δεν μπορούν να αμφισβητηθούν στην παρούσα διαδικασία. Η εγκυρότητα της διοικητικής πράξης παραμένει ως δεδομένο, εφόσον αυτή δεν έχει αμφισβητηθεί εντός της προνοούμενης από το Σύνταγμα προθεσμίας με αίτηση ακυρώσεως.»

 

Θα μπορούσε κάλλιστα η Κατηγορούμενη να προσφύγει στο Διοικητικό Δικαστήριο και να προβάλει την θέση ότι δεν δραστηριοποιείται στον Δήμο Λιβαδιών ή της επιβλήθηκαν τέλη κατά παράβαση του εδαφίου 7 του άρθρου 56 ανωτέρω, πλην όμως δεν το έπραξε.

 

Κατάληξη

Εν όψει όλων των πιο πάνω και για τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω η Κατηγορούσα Αρχή έχει αποδείξει την υπόθεση της στον απαιτούμενο βαθμό και η Κατηγορούμενη κρίνεται ένοχη στις κατηγορίες 1, 2 και 3 που αντιμετωπίζει.

           

 

 

      (Υπ.)  .....................................

                                                                               Λ. Χαβιαράς, Ε.Δ.

Πιστόν Αντίγραφον

 

Πρωτοκολλητή

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο