
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Α. Κούρα, προσ. Ε.Δ.
Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης υπ' αριθμό: 7/2025
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΣΥΛΛΗΨΗΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΩΝ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ ΕΚΖΗΤΟΥΜΕΝΩΝ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΚΡΑΤΩΝ ΜΕΛΩΝ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΝΟΜΟ ΤΟΥ 2004, ΝΟΜΟΣ 133(I)/2004
-και-
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΙΜΠΛΑΛΕΞΗ ΧΡΗΣΤΟ
-------------------
Ημερομηνία: 11 Αυγούστου 2025
ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ:
Για την Κεντρική Αρχή: κα. Ζησίμου
Για τον Εκζητούμενο: κα. Μικελλίδου
Εκζητούμενος Παρών
ΑΠΟΦΑΣΗ
Α. ΕΙΣΑΓΩΓΗ & ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΜΕΧΡΙ ΤΗ ΔΙΚΗ
1. Στις 15/11/2022 η Εισαγγελία Εφετών Λάρισας εξέδωσε ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης (στο εξής το «ΕΕΣ») εναντίον του Τιμπλαλέξη Χρήστου (στο εξής «Εκζητούμενος»).
2. Το ΕΕΣ εκδόθηκε για τη σύλληψη και παράδοση του Εκζητούμενου στην Ελλάδα με σκοπό την εκτέλεση των πιο κάτω ποινών στερητικών της ελευθερίας που του επιβλήθηκαν στις κατωτέρω υποθέσεις με αριθμούς:
Α. 57/21-2-2022 – απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Λάρισας – ποινή κάθειρξης 8 ετών
Β. 243/24-10-2019 – απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Λάρισας – ποινή κάθειρξης 6 ετών
Γ. 473/21-9-2020 – απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Βόλου – συνολική ποινή φυλάκισης 26 μηνών
Δ. 638/13-5-2019 – απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Βόλου – ποινή φυλάκισης 18 μηνών
Ε. 527/16-2-2018 - απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Βόλου –ποινή φυλάκισης 15 μηνών
Στ. 525/26-4-2017 – απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Βόλου – ποινή φυλάκισης 2 ετών.
3. Το ΕΕΣ διαβιβάστηκε στις Κυπριακές Αρχές και όπως προκύπτει από τη μαρτυρία που έχει τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου, ο Εκζητούμενος συνελήφθη στις 28/07/2025 δυνάμει των προνοιών του περί Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης και των Διαδικασιών Παράδοσης Εκζητουμένων Μεταξύ των Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης Νόμου του 2004, Ν. 133(Ι)/2004 (στο εξής ο « Νόμος») και οδηγήθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου την ίδια ημέρα.
4. Σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου, το Δικαστήριο βεβαιώθηκε ότι ο συλληφθείς είναι το πρόσωπο που αναφέρεται στο ΕΕΣ. Ακολούθως τον ενημέρωσε για την ύπαρξη και το περιεχόμενο του ΕΕΣ, για το δικαίωμα του να διορίσει δικηγόρο το οποίο είχε ασκήσει, καθώς και για το δικαίωμα του να λάβει αντίγραφα των σχετικών εγγράφων της διαδικασίας.
5. Ο Εκζητούμενος δεν συγκατατέθηκε στην παράδοση του και η υπόθεση ορίστηκε για Ακρόαση. Ο δε Εκζητούμενος αφέθηκε ελεύθερος υπό όρους.
Β. ΑΚΡΟΑΜΑΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
6. Για την εν λόγω υπόθεση κατέθεσαν συνολικά 3 μάρτυρες. Για την πλευρά της Κεντρικής Αρχής έδωσαν μαρτυρία ο κος Χίντικος, αρμόδιος λειτουργός του Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης (στο εξής «ΜΚΑ 1») και η Αστυφύλακας 4458 κα. Μικαέλλα Παναγή (στο εξής «ΜΚΑ 2») και για την πλευρά του Εκζητούμενου, ο ίδιος ο Εκζητούμενος (στο εξής «ΜΕ 1»).
ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ
ΜΚΑ 1
7. Ο κος Προκόπης Χίντικος, ανάφερε ότι εργάζεται στο Υπουργείο Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως. Εξήγησε ότι τα καθήκοντα του προκύπτουν από το άρθρο 5 του Νόμου 133(Ι)/2004 και το οποίο ορίζει ότι το Υπουργείο Δικαιοσύνης, ως Κεντρική Αρχή, επιτελεί ρόλο επικουρικό, τόσο κατά την διαβίβαση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης όσο και για τη διαβίβαση περαιτέρω διευκρινίσεων και για την τήρηση στατιστικών στοιχείων.
8. Ο ΜΚΑ 1 είχε στην κατοχή του το ΕΕΣ το οποίο κατατέθηκε ως Τεκμήριο 1 στη διαδικασία και ανάφερε ότι το Υπουργείο Δικαιοσύνης είχε λάβει γνώση του ΕΕΣ στις 25/11/2022 με επιστολή από το γραφείο της Interpol, η οποία κατατέθηκε ως Τεκμήριο 2. Ο ΜΚΑ 1 εξήγησε τους λόγους για τους οποίους ζητείται η έκδοση του Εκζητούμενου και αναφέρθηκε στις 6 εκτελεστές αποφάσεις που εκδόθηκαν από τα Ελληνικά Δικαστήρια εναντίον του Εκζητούμενου, στα αδικήματα που αφορούν και στις ποινές που επιβλήθηκαν. Επεσήμανε επίσης ότι στο σημείο Δ του ΕΕΣ αναφέρονται οι νομικές εγγυήσεις οι οποίες παρέχονται από την αρχή έκδοσης του ΕΕΣ για κάθε απόφαση ξεχωριστά και κατά πόσο ο Εκζητούμενος είχε λάβει γνώση ή όχι των αποφάσεων που εκδόθηκαν εναντίον του. Ανάφερε περαιτέρω ότι στο εν λόγω σημείο γίνεται αναφορά και στο ένδικο μέσο που μπορεί να προχωρήσει ο Εκζητούμενος στις υποθέσεις που δεν εμφανίστηκε αυτοπροσώπως και εκδόθηκε απόφαση και κατέθεσε ως Τεκμήριο 3 επιστολή ημερομηνίας 31/07/2025 που στάλθηκε προς τις αρμόδιες Ελληνικές Αρχές ζητώντας τους διευκρινίσεις αναφορικά με την προθεσμία άσκησης ένδικου μέσου αλλά και αντίγραφα των δικαστικών αποφάσεων που εκδόθηκαν εναντίον του Εναγόμενου. Στη συνέχεια κατέθεσε ως Τεκμήριο 4 ηλεκτρονικό μήνυμα ημερομηνίας 01/08/2025 της Εισαγγελίας Εφετών Λάρισας στην οποία επισυνάπτονται οι 6 δικαστικές αποφάσεις και σημείωσε ότι στην εν λόγω επιστολή φαίνεται ότι τόσο για την απόφαση με αριθμό 57/21-2/2022 όσο και για την απόφαση με αριθμό 473/21-9-2020 ο Εκζητούμενος, με την παράδοση του στις Ελληνικές αρχές έχει δικαίωμα να ζητήσει ανασταλτικό αποτέλεσμα των αποφάσεων. Κατέθεσε επίσης και ως Τεκμήριο 5 ηλεκτρονικό μήνυμα των Κυπριακών Αρχών ημερομηνίας 04/08/2025 όπου ο ίδιος ο ΜΚΑ 1 ζητούσε διευκρινίσεις από τις Ελληνικές Αρχές αναφορικά με την προθεσμία άσκησης ένδικου μέσου όπως επίσης και εξήγηση της έκφρασης «χορήγηση ανασταλτικού χαρακτήρα», μαζί με την επιστολή απάντηση της Εισαγγελίας Εφετών Λάρισας όπου ενημέρωνε τις Κυπριακές Αρχές ότι η προθεσμία άσκησης ένδικων μέσων είναι 10 ημέρες και εξηγούσαν και την έννοια του ανασταλτικού χαρακτήρα επισυνάπτοντας και τα σχετικά άρθρα του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Σημείωσε επίσης ότι εναντίον του Εκζητούμενου εκκρεμούσε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας η ποινική υπόθεση με αριθμό 502/23 και γι’ αυτό το ΕΕΣ εκτελέστηκε στις 28/07/2025, παρά το ότι το έλαβαν από τις 25/11/2022, ένεκα του ότι είναι συνήθης πρακτική να ολοκληρώνεται η ποινική υπόθεση και μετά να εκτελείται το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης.
ΑΝΤΕΞΕΤΑΣΗ ΜΚΑ 1
9. Κατά την αντεξέταση, ο ΜΚΑ 1 σημείωσε ότι με το ΕΕΣ ασχολείτο εκτός από το Υπουργείο Δικαιοσύνης και το ΤΑΕ Λάρνακας και το εθνικό γραφείο της Interpol και ότι υπάρχει σχετική αλληλογραφία για την οποία ενημερωνόταν σε τακτά χρονικά διαστήματα.
10. Ερωτήθηκε ο μάρτυρας κατά πόσο υπάρχει έγγραφο συναίνεσης του Γενικού Εισαγγελέα ο οποίος απάντησε αρνητικά και εξήγησε ότι είναι διαδικασία εκτέλεσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης και ότι κάτι τέτοιο υπάρχει όταν η Κυπριακή Δημοκρατία καλείται να εκδώσει ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης. Τόνισε επίσης ότι η Εισαγγελία Λάρισας, που είναι η αρχή έκδοσης, ετοίμασε το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης το οποίο εκτελείται σαν να είναι εθνικό ένταλμα σύλληψης στην Κύπρο. Σε ερώτηση επίσης, κατά πόσο εκδόθηκε πιστοποιητικό αναφορικά με την ταυτοποίηση του προσώπου που αφορά το ΕΕΣ, απάντησε ότι κάτι τέτοιο γίνεται προκαταρκτικά από την Αστυνομία και μετά από το Δικαστήριο και σημείωσε ότι δεν υπάρχει οποιαδήποτε υποχρέωση έκδοσης τέτοιου πιστοποιητικού.
11. Εξήγησε επίσης ο μάρτυρας, μετά από σχετική ερώτηση, τι είναι το red notice και σημείωσε με λίγα λόγια ότι έχει τον ρόλο ως ένα διεθνές ένταλμα σύλληψης.
12. Ζητήθηκε από τον μάρτυρα όπως υποδείξει στο ΕΕΣ που καταγράφονται οι νομικές εγγυήσεις. Ο ΜΚΑ 1 σημείωσε ότι αυτές βρίσκονται στο σημείο Δ του ΕΕΣ κάτω από το σημείο 3.4. και ανάφερε ότι στο σημείο Ε και κάτω από τον τίτλο «φύση και νομικός χαρακτηρισμός των αξιόποινων πράξεων» φαίνεται το αδίκημα για το οποίο εκδόθηκε απόφαση. Πέραν από την απόφαση με αριθμό 243/24-10-2019 όπου μετά από σχετικές ερωτήσεις της συνηγόρου του Εκζητούμενου είπε ότι δεν φαίνεται στο σημείο 3.4. να δίνεται νομική εγγύηση, για τις υπόλοιπες αποφάσεις παρέπεμψε στο σημείο 3.4. αυτών. Για τις αποφάσεις με αριθμούς 638/13–05–2019 και 525/26–04–17 σημείωσε ότι αυτές έχουν ολοκληρωθεί με έφεση.
13. Μετά από ερωτήσεις από την δικηγόρο του Εκζητούμενου, ο μάρτυρας απάντησε ότι δεν γνωρίζει αν επιδόθηκαν οι αποφάσεις στον Εκζητούμενο και δεν γνωρίζει, σε περίπτωση έκδοσης του τελευταίου, αν μπορούν να τεθούν όροι αντί της κράτησης αυτού από τις Ελληνικές Αρχές. Ούτε επίσης γνώριζε για πόσο καιρό μπορούν οι Ελληνικές αρχές να έχουν υπό κράτηση τον Εκζητούμενο.
14. Η δικηγόρος του Εκζητούμενου υπέβαλε στον ΜΚΑ 1 τις θέσεις της. Συγκεκριμένα ότι υπάρχουν άλλες δύο ποινικές υποθέσεις εναντίον του Εκζητούμενου οι οποίες εκκρεμούν όπου ο μάρτυρας απάντησε ότι δεν τις έχει υπόψη. Υπέβαλε επίσης στον μάρτυρα ότι κάποια από τα αδικήματα που διαπράχθηκαν στη βάση των οποίων εκδόθηκαν οι αποφάσεις είναι πολύ παλιά, ότι η Ελλάδα καταδικάστηκε σε πληθώρα αποφάσεων ένεκα της μη διεκπεραίωσης της δίκης σε εύλογο χρονικό διάστημα από την διάπραξη των αδικημάτων με αποτέλεσμα να υπάρχει παραβίαση της δίκαιης δίκης, όπου ο ΜΚΑ 1 απάντησε ότι είναι θέμα αγορεύσεων. Υπέβαλε στον μάρτυρα τέλος, η δικηγόρος του Εκζητούμενου, ότι αναφορικά με την απόφαση 243/24-10-2019 ουδέποτε ο Εκζητούμενος εξουσιοδότησε τον συγκεκριμένο δικηγόρο, ήτοι κο Θωμά Παπαλιάγκα, αλλά ούτε και τον άλλο τον δικηγόρο που φαίνεται ότι εκπροσώπησε τον Εκζητούμενο μέσα από το κείμενο της απόφασης, όπου ο μάρτυρας απάντησε ότι αυτό δεν μπορεί να το γνωρίζει.
ΜΚΑ 2
15. Η κα. Παναγή κατέθεσε υπό την ιδιότητα της ως Αστυφύλακας. Υποστήριξε ότι εργάζεται στο ΤΑΕ Λάρνακας από το 2009 και υιοθέτησε την κατάθεση της η οποία κατατέθηκε ως Έγγραφο Α στη διαδικασία. Σημείωσε ότι συνέλαβε τον Εκζητούμενο δυνάμει του ΕΕΣ στις 28/07/2025 και αναγνώρισε την τελευταία σελίδα του Τεκμηρίου 1 όπου πιστοποιεί ότι συνέλαβε τον Εκζητούμενο. Υπέδειξε μάλιστα και την υπογραφή της. Επισημαίνει στην κατάθεση της ότι αφού του εξήγησε τους λόγους της σύλληψης του και του υπέδειξε το ΕΕΣ που εκκρεμούσε εναντίον του, του επέστησε την προσοχή στον Νόμο και αυτός δεν απάντησε κάτι. Ανάφερε επίσης ότι εξήγησε στον Εκζητούμενο τα δικαιώματα του και του έδωσε το Έγγραφο Δικαιωμάτων ως Συλληφθέντας, όπου υπέγραψε όλες τις σελίδες και το εν λόγω έγγραφο κατατέθηκε ως Τεκμήριο 6. Ισχυρίστηκε επίσης ότι έδωσε ακόμη ένα αντίγραφο αυτού στον Εκζητούμενο.
ΑΝΤΕΞΕΤΑΣΗ ΜΚΑ 2
16. Κατά την αντεξέταση η ΜΚΑ2 ανάφερε ότι δεν είναι ο ανακριτής του φακέλου και ότι δεν είχε προβεί σε οποιαδήποτε άλλη ενέργεια αναφορικά με τον Εκζητούμενο πριν την εκτέλεση του ΕΕΣ. Σημείωσε επίσης ότι δεν γνωρίζει αν υπάρχουν ποινικές υποθέσεις που εκκρεμούν στην Κύπρο εναντίον του Εκζητούμενου και ότι δεν έχει πάρει οποιαδήποτε έγγραφη συναίνεση του Γενικού Εισαγγελέα για το ΕΕΣ.
ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΕΚΖΗΤΟΥΜΕΝΟΥ
17. Για την πλευρά του Εκζητούμενου κατάθεσε ο ίδιος ο Εκζητούμενος ο οποίος υιοθέτησε την γραπτή του δήλωση την οποία κατέθεσε ως Έγγραφο Β. Μέσω της γραπτής του δήλωσης ο Εκζητούμενος και αναφορικά με τις αποφάσεις που εκδόθηκαν από τα Ελληνικά Δικαστήρια αναφέρει, μεταξύ άλλων, τα κάτωθι:
Α. Απόφαση με αριθμό 57/21-2-2022
· Τα αδικήματα που αφορά έχουν ημερομηνία διάπραξης το 2011.
· Έγινε με θυροκόλληση στο σπίτι της πρώην συζύγου του, που ήταν συγκατηγορούμενη η οποία και αθωώθηκε και τα έριξε όλα πάνω του.
· Η απόφαση δεν του επιδόθηκε, δεν εμφανίστηκε αυτοπροσώπως στη δίκη που οδήγησε στην έκδοση της απόφασης και η αναφορά ότι θα του δοθούν εγγυήσεις για να εκδικαστεί ξανά η υπόθεση δεν τον ικανοποιούν διότι παρήλθαν πέραν των 14 - 15 χρόνια από την ημέρα που κατ' ισχυρισμό διαπράχθηκαν τα αδικήματα και εάν μείνει υπόδικος μέχρι 18 μήνες που προβλέπει ο νόμος τα αποδεικτικά στοιχεία ενδεχομένως να έχουν καταστραφεί ή απωλεσθεί με αποτέλεσμα να μην έχει δίκαιη δίκη.
Β. Απόφαση με αριθμό 243/24-10-2019
· Δεν εμφανίστηκε αυτοπροσώπως στην δίκη που οδήγησε στην έκδοση της απόφασης και η απόφαση εξεδόθη ερήμην του.
· Ουδέποτε ενημερώθηκε για την απόφαση, ούτε επίσης ενημερώθηκε για την έκβαση της δίκης.
· Δεν αναφέρει πουθενά στο ΕΕΣ για νομικές εγγυήσεις.
· Αναφέρεται στο ΕΕΣ ότι διορίσθηκε δικηγόρος Θωμάς Παπαλιάγκα αλλά δεν γίνεται αναφορά εάν τον διόρισε ο Εκζητούμενος ή τον διόρισε το κράτος. Ο ίδιος αρνείται ότι τον διόρισε, ούτε συγκατατέθηκε με εξουσιοδότηση η πληρεξούσιο να τον εκπροσωπεί.
· Την 24/10/2019 που σύμφωνα με την απόφαση εξουσιοδότησε τον δικηγόρο του, βρισκόταν στην Κύπρο. Επισύναψε προς απόδειξη του ισχυρισμού του ως Τεκμήριο 7 Κατάσταση των Αποδοχών από τις Κοινωνικές Ασφαλίσεις και Αεροπορικά Εισιτήρια.
· Τα δύο αδικήματα που αναφέρονται στην εν λόγω απόφαση, το ένα κατ’ ισχυρισμό έγινε το 2009 και το άλλο το 2008.
· Δεν θα υπάρξει δίκαιη δίκη αφού όλα τα τεκμήρια έχουν καταστραφεί.
· Δεν παρέχονται νομικές εγγυήσεις.
Γ. Απόφαση με αριθμό 473/21-09-2020
· Τα αδικήματα που αφορά έχουν ημερομηνία διάπραξης το 2019.
· Έγινε με θυροκόλληση στο σπίτι της πρώην συζύγου του.
· Η απόφαση δεν του επιδόθηκε, δεν εμφανίστηκε αυτοπροσώπως στη δίκη που οδήγησε στην έκδοση της απόφασης.
· Δεν θα υπάρξει δίκαιη δίκη.
Δ. Απόφαση με αριθμό 638/13-05-2019
· Τα αδικήματα που αφορά έχουν ημερομηνία διάπραξης το 2017.
· Δεν εμφανίστηκε αυτοπροσώπως.
· Δεν αναγράφεται στην απόφαση εάν ο Εκζητούμενος έδωσε εντολή σε δικηγόρο να εμφανιστεί ή εάν το κράτος τον διόρισε.
· Αναγράφεται στην απόφαση ότι ζητούσε αναβολή ο δικηγόρος του λόγω δικού του κωλύματος και απορρίφθηκε η αναβολή και ακολούθως συνέχισε η εκδίκαση της υπόθεσης από το Δικαστήριο.
· Αναφέρεται στο ΕΕΣ ότι εναντίον της απόφασης άσκησε έφεση αλλά αυτή απορρίφθηκε ως ανυποστήρικτη διότι ήταν απών και η νέα δικάσιμος επεδόθη στο Δικηγόρο του και όχι στον ίδιο, και ουσιαστικά δεν έλαβε καμιά ενημέρωση. Σημειώνει ότι την επίδικη περίοδο βρισκόταν στην Κύπρο.
Ε. Απόφαση με αριθμό 527/16-2-2018
· Τα αδικήματα που αφορά έγιναν το 2013
· Αναφέρεται στο ΕΕΣ ότι εμφανίστηκε αυτοπροσώπως, εκδόθηκε απόφαση και άσκησε έφεση αλλά απορρίφθηκε λόγω του ότι ήταν απών. Σημειώνει ότι δεν έλαβε την απορριπτική απόφαση και ότι αυτά τα σημεία δεν είναι αρκετά.
· Η απόφαση επιδόθηκε σε συνεργάτη του Δικηγόρου του και όχι στον Εκζητούμενο και ουδέποτε έλαβε οποιαδήποτε ενημέρωση και δεν είχε γνώση.
Στ. Απόφαση με αριθμό 525/26-4-2017
· Δεν εμφανίσθηκε αυτοπροσώπως στη δίκη που οδήγησε στην έκδοση της απόφασης.
· Το κατ’ ισχυρισμό αδίκημα έγινε από τις 1/1/11 μέχρι 1/12/11.
· Αναφέρεται στο ΕΕΣ ότι στις 25/4/2017 έδωσε εξουσιοδότηση και στις 26/4/2017 εκδόθηκε η απόφαση.
· Αναφέρεται στο ΕΕΣ ότι άσκησε έφεση μέσω δικηγόρου η οποία απορρίφθηκε διότι ήταν απών και ότι η απόφαση της έφεσης επιδόθηκε στο δικηγόρο του στις 7/4/20. Ισχυρίζεται ότι δεν επιδόθηκε στον ίδιο και δεν είχε οποιαδήποτε ενημέρωση.
· Ουδέποτε έλαβε γνώση της ημερομηνίας και μάλιστα στις 18/11/19 που ορίσθηκε η νέα δικάσιμος βρισκόταν στη Κύπρο και καμιά ενημέρωση δεν είχε. Το ίδιο και στις 9/1/2020. Ακολούθως απορρίφθηκε η εν λόγω έφεση ως ανυποστήρικτη διότι δεν ήταν εκεί.
18. Ισχυρίζεται επίσης ο Εκζητούμενος μέσω της γραπτής του δήλωσης ότι από το 2019 και μετά είναι μόνιμα εγκατεστημένος στην Κύπρο και σε όσες υποθέσεις έχουν εκδοθεί καταδικαστικές αποφάσεις εναντίον του είναι αθώος και δεν αποδέχεται τις αποφάσεις.
19. Αναφέρει επίσης ότι αντιμετωπίζει στην Κύπρο ποινικές υποθέσεις και μια προσφυγή τις οποίες κατέθεσε ως Τεκμήριο 8.
20. Παράθεσε επίσης τις εργασιακές του συνθήκες οι οποίες καταδεικνύουν σύμφωνα πάντα με τον ίδιο ότι σε περίπτωση έκδοσης του θα καταστραφεί αφού ανέλαβε σημαντικά έργα η εταιρεία του ATLAS ΠΑΝΤΟΥ, το προσωπικό του θα μείνει χωρίς δουλεία και οι συνεργάτες του θα πληγούν οικονομικά. Κατέθεσε ως προς τούτο διάφορα συμβόλαια εργασίας και αποδείξεις ως Τεκμήριο 9 και 10 αντίστοιχα. Υποστήριξε επίσης ότι το άρθρο 17 του Συντάγματος και το άρθρο 1 του πρώτου Πρωτόκολλου της ΕΣΔΑ προστατεύουν το δικαίωμα της ιδιοκτησίας και πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης και ότι η περιουσία του θα κλαπεί αφού δεν θα έχει κανένα να την προστατέψει.
21. Σημείωσε τέλος ότι αναφορικά με το ΕΕΣ παρουσιάστηκε στην Αστυνομία 2 φορές και τους είπαν ότι είναι ελεύθερος και γι’ αυτό προχώρησε και «ξανοίχτηκε» με την εταιρεία του.
22. Υποστήριξε επίσης αναφορικά με τις προσωπικές του συνθήκες ότι είναι χωρισμένος με 3 παιδιά και το ένα είναι ανήλικο, ηλικίας 17 ετών και δεν θα μπορέσει να του προσφέρει οιαδήποτε βοήθεια οικονομική εάν εκδοθεί. Κατέθεσε επίσης ως Τεκμήριο 11 την ταυτότητα του υιού του.
23. Τέλος ανάφερε ο Εκζητούμενος ότι δεν θα έχει δίκαιη δίκη καθότι δεν θα δικαστεί εντός εύλογου χρόνου.
ΑΝΤΕΞΕΤΑΣΗ ΕΚΖΗΤΟΥΜΕΝΟΥ
24. Κατά την αντεξέταση του, ο Εκζητούμενος μετά από σχετικές ερωτήσεις της δικηγόρου της Κεντρικής Αρχής συμφώνησε μαζί της ότι το Τεκμήριο 7, ήτοι η κατάσταση αποδοχών από τις Κοινωνικές Ασφαλίσεις για τον Οκτώβρη του 2019 και το εισιτήριο δεν αποδεικνύει ότι ήταν στην Κύπρο στις 24/10/2019 και ότι γενικά δεν αποδεικνύουν οτιδήποτε αναφορικά με το που βρισκόταν αναφερόμενος όμως ότι από όταν ήρθε στην Κύπρο δεν έφυγε.
25. Η δικηγόρος της Κεντρικής Αρχής προχώρησε στις πιο κάτω υποβολές προς τον Εκζητούμενο:
· Αναφορικά με την απόφαση με αριθμό 57/21-2-2022 όλα τα στοιχεία που χρειάζονται για σκοπούς έκδοσης του ΕΕΣ περιέχονται στο ΕΕΣ, ότι κλητεύθηκε σε σχέση με την ημερομηνία της δίκης και ότι σε περίπτωση έκδοσης του θα μπορεί να ασκήσει ένδικα μέσα απαντώντας ο Εκζητούμενος ότι τα στοιχεία για εκείνον είναι ελλιπή, ότι δεν έλαβε γνώση και σημείωσε ότι δεν θα έχει δίκαιη δίκη.
· Σε σχέση με την απόφαση με αριθμό 243/24-10-2019 ότι είχε εξουσιοδοτήσει τον δικηγόρο Θωμά Παπαλιάγκα να τον εκπροσωπήσει κάτι που έγινε δεόντως και ο Εκζητούμενος το αρνήθηκε κάνοντας αναφορά σε σκευωρία.
· Αναφορικά με την απόφαση με αριθμό 473/21-9-2020 ότι είχε ενημερωθεί για το κλητήριο θέσπισμα εφόσον επιδόθηκε μέσω θυροκόλλησης κάτι που αρνήθηκε λέγοντας ότι αν έγινε στο σπίτι της πρώην γυναίκας του, δεν ενημερώθηκε αφού είναι χωρισμένος. Ότι η εν λόγω απόφαση θα του επιδοθεί προσωπικώς μετά την παράδοση του και ότι μπορεί να ασκήσει ένδικο μέσο και απάντησε ότι δεν θα υπάρχει δίκαια δίκη. Ότι θα ενημερωθεί για την προθεσμία από τις Ελληνικές Αρχές μετά την παράδοση του μέσα στην οποία θα μπορεί να ασκήσει ένδικο μέσο ή επανεκδίκαση απαντώντας ότι δεν το νομίζει.
· Σχετικά με την απόφαση με αριθμό 638/13-5-2019 ότι όλα τα στοιχεία που χρειάζονται για σκοπούς έκδοσης του ΕΕΣ περιέχονται στο ΕΕΣ απαντώντας ότι δεν ήταν στην Ελλάδα και δεν ξέρει τι έγινε. Ότι εξουσιοδότησε τον Γεώργιο Σινέλη για να τον εκπροσωπήσει απαντώντας «Δεν ξέρω, δεν μπορώ να γνωρίζω τι έκανε ο Σινέλης, δεν ήμουν εκεί πέρα και ούτε ενημερώθηκα από τον Σινέλη». Στη συνέχεια για αυτό το θέμα απάντησε «Δεν γνωρίζω, δεν ήμουν στην Ελλάδα, δεν θυμάμαι. Ίσως να έχει κάποια παλιά εξουσιοδότηση ο Σινέλης, αλλά εγώ δεν ενημερώθηκα από τον Σινέλη, δεν ξέρω, δεν γνωρίζω.» Σε ερώτηση αν άσκησε έφεση απάντησε ότι δεν θυμόταν. Σε άλλη ερώτηση αν άσκησε έφεση η οποία απορρίφθηκε απάντησε «Μάλιστα». Αναφορικά με την έφεση με αριθμό 572/27-10-2020 της απόφασης 638/13-5-2019 ότι σε περίπτωση παράδοσης θα μπορεί να ασκήσει αίτηση για ακύρωση της διαδικασίας και αναίρεσης, εφόσον επικαλεστεί λόγους ανωτέρας βίας που να δικαιολογούν την εκπρόθεσμη άσκηση της απάντησε ότι δεν θα έχει δίκαια δίκη.
· Σε σχέση με την απόφαση με αριθμό 527/16-2-2018 ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του Νόμου για έκδοση του, απάντησε ότι δεν θα έχει δίκαιη δίκη γιατί έχουν παρέλθει πολλά χρόνια.
· Αναφορικά με την απόφαση με αριθμό 525/26-4-2017 ότι τελούσε εις γνώση της προγραμματισμένης δίκης και ότι εξουσιοδότησε δικηγόρο να τον εκπροσωπήσει απαντώντας ο Εκζητούμενος ότι ήταν στην Κύπρο και δεν έχει ιδέα. Ότι θα έχει κάθε δικαίωμα σε περίπτωση έκδοσης του να ασκήσει αίτηση ακύρωσης της διαδικασίας και αναίρεση απαντώντας ότι δεν θα έχει δίκαιη δίκη.
· Ότι μια φορά εκτελέστηκε το ΕΕΣ όπου απάντησε ότι έχει ενημερωθεί τρεις φορές για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και του είπαν και τις τρεις ότι είναι ελεύθερος.
· Ότι το ΕΕΣ εκδόθηκε νομότυπα από τις Ελληνικές Αρχές απαντώντας ότι δεν είναι δίκαιο και ότι έμαθε πρώτη φορά για αυτά τον Νοέμβριο του 2022.
· Ότι παρέχονται όλες οι νομικές εγγυήσεις που προνοεί ο Νόμος απαντώντας ότι δεν υπάρχουν και ότι υπάρχουν νομικά κενά.
· Ότι τα όσα ανάφερε περί των προσωπικών του περιστάσεων και τα τεκμήρια που κατέθεσε είναι άσχετα με την παρούσα διαδικασία όπου επανέλαβε αυτά τα οποία αναφέρει και στην δήλωση του και είπε ότι δεν είναι άσχετα.
26. Με την ολοκλήρωση της μαρτυρίας, αμφότερες οι πλευρές προχώρησαν με γραπτές αγορεύσεις στα πλαίσια των οποίων η εκπρόσωπος της Κεντρικής Αρχής εισηγήθηκε ότι πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις ώστε να επιτρέπεται η ικανοποίηση του αιτήματος των Ελληνικών αρχών για έκδοση του Εκζητούμενου και η συνήγορος του Εκζητούμενου διαφώνησε με τη θέση αυτή και ήγειρε αριθμό ζητημάτων τα οποία εισηγήθηκε ότι έπρεπε να οδηγήσουν σε απόρριψη του αιτήματος των Ελληνικών αρχών. Δεν θεωρώ σκόπιμο να παραθέσω την επιχειρηματολογία των μερών, αναφορά σε αυτή κάνω πιο κάτω όπου αυτό κρίνεται αναγκαίο.
Γ. ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ
27. Παρακολούθησα με προσοχή όλους τους μάρτυρες ενώ κατέθεταν ενόρκως στη ζωντανή ατμόσφαιρα της διαδικασίας, και είμαι σε θέση να αξιολογήσω τη μαρτυρία τους, έχοντας κατά νου τις διάφορες παραμέτρους που έχει καθορίσει η Νομολογία σε σχέση με την αξιολόγηση των μαρτύρων (βλ. Ζαβρού Τάκης Ανδρέα v. Χαραλάμπους (1996) 1 ΑΑΔ 447, Καρεκλά Ανθούλλα Σταύρου v. Σωτήρης Κλεάνθους (1997) 1 ΑΑΔ 1199 και Αθανασίου Κυριακή Σ. και άλλος ως Διαχειριστής της περιουσίας του Σάββα Αθανασίου αποβιώσαντος v. Αντώνη Κουνούνη (1997) 1 ΑΑΔ σελ. 614). Σημειώνω βεβαίως ότι έχω κατά νου ότι η εξέταση και η αξιολόγηση της μαρτυρίας γίνεται υπό την αίρεση ότι αυτή είναι σχετική, λαμβανομένου υπόψη του περιορισμένου εύρους και σκοπού της παρούσας διαδικασίας.
28. Με αυτό το υπόβαθρο αναφέρω ότι ο ΜΚΑ 1 κατέθεσε στο Δικαστήριο ως αρμόδιος λειτουργός της Κεντρικής Αρχής, στα πλαίσια του συγκεκριμένου της ρόλου σε διαδικασίες αυτής της φύσεως, όπως ο ρόλος αυτός καθορίζεται από το άρθρο 5 του Νόμου. Η μαρτυρία του περιορίστηκε ουσιαστικά στην παρουσίαση αριθμού εγγράφων που κατατέθηκαν ως τεκμήρια και στο ιστορικό της διαβίβασης εγγράφων και ανταλλαγής σχετικής αλληλογραφίας με τις Ελληνικές αρχές. Οι απαντήσεις που έδωσε ο ΜΚΑ 1 κατά την αντεξέταση του ήταν σαφείς και δεν υπέπεσε σε οποιαδήποτε αντίφαση που να είναι ικανή να κλονίσει την αξιοπιστία του. Ακόμη και στην ερώτηση που του έγινε αναφορικά με την απόφαση με αριθμό 243/24-10-2019 όπου είπε ότι δεν φαίνεται να δίνεται νομική εγγύηση, φαίνεται η ειλικρίνεια του μάρτυρα και ότι παράθετε αυτά που ακριβώς αναγράφονται στο ΕΕΣ (Τεκμήριο 1 και Τεκμήριο 2) αφού πράγματι το σημείο 3.4. της εν λόγω απόφασης δεν ήταν συμπληρωμένο. Ειλικρινής ήταν αναφορικά και με τα ζητήματα που δεν ήταν στο εύρος των γνώσεων του. Η όλη εικόνα που αποκόμισα από τη μαρτυρία του ΜΚΑ 1 είναι θετική. Συνεπώς από την πλευρά μου, δεν έχω διαπιστώσει οποιοδήποτε λόγο για τον οποίο να μην μπορώ να στηριχτώ στη μαρτυρία του ΜΚΑ 1 και ως εκ τούτου αποδέχομαι την μαρτυρία του στην ολότητα της.
29. Η μαρτυρία της ΜΚΑ 2 περιορίστηκε στις ενέργειες που έκανε κατά τη σύλληψη του Εκζητούμενου δυνάμει του ΕΕΣ. Η πλευρά του Εκζητούμενου δεν αμφισβήτησε τα όσα κατάθεσε και από την πλευρά μου δεν έχω διαπιστώσει οποιοδήποτε λόγο για τον οποίο να μην μπορώ να αποδεχτώ την μαρτυρία της. Ως εκ τούτου η μαρτυρία της είναι αποδεκτή από το Δικαστήριο.
30. Ο Εκζητούμενος όταν έδινε μαρτυρία ήταν αρκετά φορτισμένος, παρέθεσε τις θέσεις του αναφορικά με τις αποφάσεις που έχουν εκδοθεί εναντίον του από τα Ελληνικά Δικαστήρια, τις προσωπικές και εργασιακές του συνθήκες οι οποίες, σύμφωνα με τον ίδιο, θα επηρεαστούν σε βαθμό καταστροφικό αν αποφασίσει το Δικαστήριο να τον εκδώσει. Σημείωσε επίσης ότι αν γίνει κάτι τέτοιο, θα παραβιαστεί το δικαίωμα του στην ιδιοκτησία αλλά και σε δίκαιη δίκη αφού τα κατ’ ισχυρισμό αδικήματα που διαρπάχθηκαν είναι παλιά και δεν θα μπορεί να ανεύρει αποδεικτικά έγγραφα.
31. Οι απαντήσεις που έδινε ο μάρτυρας, κατά την αντεξέταση του, σε σχέση με τις αποφάσεις που εκδόθηκαν από τα Ελληνικά Δικαστήρια ήταν γενικές και αόριστες. Οι αναφορές του σχεδόν σε όλα τα ζητήματα που του έγειραν περιορίστηκαν στο ότι δεν ήταν στην Ελλάδα, ότι δεν γνωρίζει τι έγινε και ότι δεν εξουσιοδότησε κάποιο δικηγόρο για να τον εκπροσωπήσει. Έκανε κάποιες αναφορές σε σκευωρία και από την πρώην σύζυγο του αλλά και από το ΠΑΣΟΚ χωρίς όμως να παραθέσει οποιαδήποτε λεπτομέρεια. Παράδειγμα της γενικότητας που κυριαρχούσε στην μαρτυρία του Εκζητούμενου αποτελεί και η κατάθεση σχεδόν όλων των εγγράφων που κατέθεσε ως τεκμήρια στη διαδικασία από τα οποία δεν μπορεί να εξαχθεί το οποιοδήποτε ασφαλές συμπέρασμα που σχετίζεται με την ουσία της παρούσας διαδικασίας. Αναφέρω στο σημείο αυτό ότι ενώ αρχικά κατέθεσε ως Τεκμήριο 7 κατάσταση αποδοχών από τις Κοινωνικές Ασφαλίσεις για τον Οκτώβρη του 2019 και αεροπορικό εισιτήριο αποδεικνύοντας, σύμφωνα πάντα με τον ίδιο, ότι ήταν στην Κύπρο στις 24/10/2019, κατά την αντεξέταση του δέχτηκε ότι τα εν λόγω έγγραφα δεν αποδεικνύουν οτιδήποτε αναφορικά με το που βρισκόταν. Περαιτέρω κατά την αντεξέταση του υπέπεσε σε κάποιες αντιφάσεις. Σε υποβολή της δικηγόρου της Κεντρικής Αρχής ότι εξουσιοδότησε τον Γεώργιο Σινέλη για να τον εκπροσωπήσει σε σχέση με την απόφαση 638/13-5-2019 ενώ αρχικά είπε ότι δεν γνωρίζει, στη συνέχεια απάντησε ότι ίσως έχει κάποια παλιά εξουσιοδότηση. Το ίδιο απάντησε και στο αν άσκησε έφεση. Στην αρχή είπε δεν θυμόταν, στη συνέχεια απάντησε μάλιστα. Ενόψει τούτων, θεωρώ ότι η μαρτυρία του Εκζητούμενου είναι επισφαλής σε ουσιώδη σημεία της, σε σημείο που το Δικαστήριο δεν θα μπορούσε να στηριχτεί σε αυτή για εξαγωγή οποιωνδήποτε ευρημάτων.
32. Δεν διαφεύγει της προσοχής του Δικαστηρίου ότι όσον αφορά τις προσωπικές και εργασιακές συνθήκες του Εκζητούμενου αυτές δεν αμφισβητήθηκαν από την δικηγόρο της Κεντρικής Αρχής. Θα αναφερθώ και θα εξηγήσω κατωτέρω τη βαρύτητα και τη σημασία που αποδίδω σε αυτές.
Δ. ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ
33. Προτού προβώ σε εξέταση των λόγων ένστασης του Εκζητούμενου στην εκτέλεση του ΕΕΣ, θεωρώ ορθό να παραθέσω τους βασικούς στόχους και σκοπούς που διέπει το ΕΕΣ.
34. Στις 13/06/2002 εκδόθηκε από το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης η απόφαση-πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ (στο εξής «Απόφαση-Πλαίσιο») η οποία αφορούσε το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών, η οποία τροποποιήθηκε με την απόφαση-πλαίσιο 2009/299/ΔΕΥ του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 26/02/2009. Ο εναρμονισμός της εθνικής μας νομοθεσίας με την Απόφαση-Πλαίσιο έγινε θεσπίζοντας τον περί Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης και των Διαδικασιών Παράδοσης Εκζητουμένων Μεταξύ των Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης Νόμο του 2004, Ν. 133(Ι)/2004.
35. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο αναλύοντας την Απόφαση-Πλαίσιο στην υπόθεση Ciprian Vasile Radu C-396/11 ημερομηνίας 29/01/2013, ανάφερε τα εξής: «Σκοπός της απόφασης-πλαισίου, όπως προκύπτει ιδίως από το άρθρο 1, παράγραφοι 1 και 2, της απόφασης αυτής, καθώς και από την πέμπτη και την έβδομη αιτιολογική της σκέψη, είναι να αντικαταστήσει το πολυμερές σύστημα έκδοσης μεταξύ κρατών μελών με ένα σύστημα το οποίο στηρίζεται στην αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης και συνίσταται στην παράδοση μεταξύ δικαστικών αρχών των προσώπων εκείνων που έχουν καταδικαστεί ή είναι ύποπτα, προκειμένου είτε να εκτελεστεί εκδοθείσα απόφαση είτε να συνεχιστεί ασκηθείσα δίωξη».
36. Στην απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου στην υπόθεση Μιχαηλίδης Κωνσταντίνος (Ντίνος) ν Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, (2013) 1 ΑΑΔ 1764, αναφέρονται: «Στόχος λοιπόν της όλης διαδικασίας είναι η παροχή δικαστικής συνδρομής μεταξύ των κρατών μελών ώστε να συμμορφώνονται και να παραδίδονται οι ύποπτοι χωρίς ιδιαίτερες περίπλοκες διαδικασίες ή αχρείαστες καθυστερήσεις. Γι΄ αυτό και οι στενές χρονικές περίοδοι, διότι η όλη διαδικασία δεν αφορά, ούτε ανάγεται σε καθαυτή ποινική δίωξη, ούτε η διαδικασία προσφέρεται για την εξέταση και θεμελίωση τυχόν ποινικής ευθύνης του εκζητουμένου. Αυτό αποτελεί κατ΄εξοχήν το έργο της χώρας η οποία επιδιώκει την έκδοση του υπόπτου στο έδαφος της, οι δικαστικές αρχές της οποίας είναι και οι μόνες υπεύθυνες για την εξέταση και διαπίστωση της όποιας ποινικής ευθύνης του εκζητουμένου, στη βάση των ισχυόντων στην επικράτεια της, κανόνων δικαίου, ουσιαστικών και δικονομικών. Εύστοχα το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέμνησε στην απόφαση του τα ανωτέρω, διατρέχοντας τις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις υποθέσεις Hadjiametovic ν. Γενικού Εισαγγελέα (2009) 1 Α.Α.Δ. 473, Πηγασίου ν. Γενικού Εισαγγελέα (2009) 1 Α.Α.Δ., 519 και της εντελώς πρόσφατης Νικόλας Κυριάκου ν. Γενικού Εισαγγελέα, Πολ. Έφ. 196/2013, ημερ. 19 Ιουλίου 2013. Προεξάρχον στοιχείο όπως απορρέει από τις αποφάσεις, είναι η εστίαση στην απλοποίηση των διαδικασιών σύλληψης και παράδοσης μέσα από μια sui generis διαδικασία, η οποία στοχεύει στην αποτελεσματική δικαστική συνδρομή μεταξύ των κρατών-μελών, δικαστική συνδρομή που περιλαμβάνει και την υπόδειξη δημοσίου κατηγόρου ως αρχής ("judicial authority"), κάτω από το άρθρο 6 της Απόφασης-Πλαίσιο, υπό το φως των διαφορετικών συστημάτων δικαίου στον Ευρωπαϊκό χώρο, όπως υπέδειξε η πρόσφατη απόφαση του Supreme Court του Ηνωμένου Βασιλείου στην Assange ν. Swedish Prosecution Attorney (2012) UKSC 22.»
37. Σημειώνεται ότι η Κυπριακή Δημοκρατία έχει κατ’ αρχήν υποχρέωση εκτέλεσης κάθε Ευρωπαϊκού Εντάλματος σύλληψης (βλ. Constantinides John v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, (2015) 1 ΑΑΔ 433, Hadwen James ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Π.E. Αρ. 184/2014, 17/7/2014). Περαιτέρω, σημειώνεται ότι τυχόν απόφαση περί μη εκτέλεσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης πρέπει να στηρίζεται σε ένα από τους λόγους υποχρεωτικής ή προαιρετικής μη εκτέλεσης στη βάση των άρθρων 3, 4 και 4Α της Απόφασης-Πλαισίου ή αντίστοιχα τα άρθρα 13 και 14 του Νόμου.
38. Είναι όμως νομολογιακά αποδεκτό ότι σε ιδιαίτερα εξαιρετικές περιπτώσεις χωρεί περιορισμός των αρχών της αμοιβαίας αναγνώρισης και εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όταν υφίσταται υπαρκτός κίνδυνος παραβίασης των θεμελιωδών δικαιωμάτων του εκζητούμενου, ειδικότερα του δικαιώματος σε προστασία από την απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση (άρθρο 3 της ΕΣΔΑ), όπως επίσης και του δικαιώματος του σε δίκαιη δίκη (άρθρο 6 της ΕΣΔΑ)[1]. Εκτενή αναφορά σ’ αυτό το ζήτημα θα γίνει κατωτέρω.
Ε. ΕΞΕΤΑΣΗ ΤΥΠΙΚΩΝ ΠΡΟΥΠΟΘΕΣΕΩΝ ΕΕΣ
39. Ο τύπος και το περιεχόμενο του ΕΕΣ καθορίζονται από το άρθρο 4 και 12 του Νόμου. Ο Εκζητούμενος δεν υπέβαλε οποιαδήποτε ένσταση ως προς τον τύπο και το περιεχόμενο του ΕΕΣ. Ούτε αμφισβητεί τη συνδρομή των τυπικών προϋποθέσεων για την εκτέλεση του παρόντος ΕΕΣ. Σε σχέση με αυτά διαπιστώνω ότι το ΕΕΣ περιέχει τα προβλεπόμενα στοιχεία και συνάδει με τις πρόνοιες του άρθρου 4 του Νόμου. Επιπρόσθετα, έχω διαπιστώσει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις για εκτέλεση του ΕΕΣ που περιέχονται στο άρθρο 12 του Νόμου.
40. Σημειώνω στο σημείο αυτό, ότι δεν έχει εγερθεί από την πλευρά του Εκζητούμενου οποιοσδήποτε λόγος που να συνηγορεί στην υποχρεωτική μη εκτέλεση του ΕΕΣ, ως προνοείται στο άρθρο 13 του Νόμου. Ανεξαρτήτως όμως αυτού, στη βάση όλων των ενώπιον μου στοιχείων, καταλήγω ότι δεν συντρέχει κανένας από τους υποχρεωτικούς λόγους μη εκτέλεσης του ΕΕΣ σύμφωνα με το άρθρο 13 του Νόμου.
Στ. ΛΟΓΟΙ ΕΝΣΤΑΣΗΣ
41. Ενόψει των πιο πάνω προχωρώ να εξετάσω τους λόγους που ο Εκζητούμενος ενίσταται στην εκτέλεση του ΕΕΣ.
42. Κύρια θέση του Εκζητούμενου είναι ότι ένεκα του ότι οι αποφάσεις έχουν εκδοθεί ερήμην του και μάλιστα χωρίς να γνωρίζει για αυτές τις δικαστικές διαδικασίες, έπρεπε να παρασχεθούν νομικές εγγυήσεις από τις Ελληνικές Αρχές, οι οποίες δεν έχουν παρασχεθεί ή και αν έχουν παρασχεθεί δεν είναι αρκετές.
43. Αναφορικά με την ενημέρωση του Εκζητούμενου για την δικαστική διαδικασία που οδήγησε στην έκδοση των αποφάσεων και την επιβολή ποινών σε αυτόν, από μελέτη του Τεκμηρίου 1, προκύπτουν τα πιο κάτω:
· Απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Λάρισας 57/21-2-2022 – εκδόθηκε ερήμην του Εκζητούμενου. Η κλήση, καθώς και o κατάλογος των μαρτύρων κατηγορίας επιδόθηκε τόσο στον Εκζητούμενο όσο και στον δικηγόρο του, Γεώργιο Σκαλίμη, με θυροκόλληση.
· Απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Λάρισας 243/24-10-2019 – εκδόθηκε ερήμην του Εκζητούμενου. Ο Εκζητούμενος «τελούσε εν γνώσει της προγραμματισμένης :δίκης, είχε δώσει δε εντολή σε δικηγόρο, το οποίον διόρισε είτε το ενδιαφερόμενο πρόσωπο είτε το κράτος, να τον εκπροσωπήσει στη δίκη και εκπροσωπήθηκε όντως από τον δικηγόρο στη δίκη. Ο κατηγορούμενος - εκζητούμενος εκπροσωπήθηκε από το δικηγόρο Λάρισας Θωμά Παπαλιάγκα, δυνάμει της από 24-10-2019 εξουσιοδότησης προς αυτόν (άρθρ. 340§3 Κώδικα Ποινικής Δικονομίας).»
· Απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Βόλου 473/21-9-2020 – εκδόθηκε ερήμην του Εκζητούμενου. Το κλητήριο θέσπισμα, καθώς και κατάλογος των μαρτύρων κατηγορίας, επιδόθηκε σε αυτόν με θυροκόλληση.
· Απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Βόλου 638/13-5-2019 – εκδόθηκε ερήμην του Εκζητούμενου. Ο Εκζητούμενος «τελούσε εν γνώσει της προγραμματισμένης δίκης, είχε δώσει δε εντολή σε δικηγόρο, το οποίον διόρισε είτε το ενδιαφερόμενο πρόσωπο είτε το κράτος, να τον εκπροσωπήσει στη δίκη και εκπροσωπήθηκε όντως από τον δικηγόρο στη δίκη. … ο κατηγορούμενος είχε εξουσιοδοτήσει το δικηγόρο Βόλου Γεώργιο Σινέλη για να τον εκπροσωπήσει». Ο Εκζητούμενος άσκησε έφεση κατά της απόφασης η οποία απορρίφθηκε διότι ήταν απών. Η κλήση της έφεσης επιδόθηκε στον δικηγόρο του Γεώργιο Σινέλη.
· Απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Βόλου 527/6-2-2018 – «το πρόσωπο εμφανίσθηκε αυτοπροσώπως στη δίκη που οδήγησε στην έκδοση της απόφασης.» Ο Εκζητούμενος άσκησε έφεση κατά της απόφασης η οποία απορρίφθηκε διότι ήταν απών. Γίνεται αναφορά στο ΕΕΣ πώς έλαβε γνώση της δικασίμου της έφεσης ο Εκζητούμενος.
· Απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Βόλου 525/26-4-2017 – εκδόθηκε ερήμην του Εκζητούμενου. Ο Εκζητούμενος «τελούσε εν γνώσει της προγραμματισμένης δίκης, είχε δώσει δε εντολή σε δικηγόρο, το οποίον διόρισε είτε το ενδιαφερόμενο πρόσωπο είτε το κράτος, να τον εκπροσωπήσει στη δίκη και εκπροσωπήθηκε όντως από τον δικηγόρο στη δίκη… εκπροσωπήθηκε από το δικηγόρο Βόλου Γεώργιο Σκαλίμη». Κατά της απόφασης ασκήθηκε έφεση η οποία απορρίφθηκε διότι ήταν απών. Γίνεται αναφορά στο ΕΕΣ πώς έλαβε γνώση της δικασίμου της έφεσης ο Εκζητούμενος.
44. Η θέση του Εκζητούμενου, σε σχέση με τα ανωτέρω, είναι ότι δεν είχε γνώση της δικαστικής διαδικασίας, δεν διέμενε στην διεύθυνση που έλαβε η χώρα η θυροκόλληση της κλήσης αλλά και ούτε εξουσιοδότησε τον οποιοδήποτε δικηγόρο να τον εκπροσωπήσει σε οποιαδήποτε διαδικασία. Θέση του Δικαστηρίου είναι ότι αυτά δεν δύναται να εξεταστούν από το παρόν Δικαστήριο στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας (βλ. Χατζηκυπριανού Ρογήρος Μιχαήλ ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, (2014) 1 ΑΑΔ 1782). Αυτά είναι θέματα που θα πρέπει να προβληθούν ενώπιον των Ελληνικών Αρχών εφόσον εγκριθεί το αίτημα της Κεντρικής Αρχής και εκδοθεί ο Εκζητούμενος. Πιο συγκεκριμένα θεωρώ ότι το παρόν Δικαστήριο δεν μπορεί να εξετάσει και να καταλήξει σε εύρημα ότι ο Εκζητούμενος διέμενε ή όχι κατά τον χρόνο της επίδοσης των κλήσεων στη δηλωθείσα διεύθυνση, όπου έλαβε χώρα η θυροκόλληση αλλά ούτε να εξετάσει και να καταλήξει σε εύρημα ότι ο Εκζητούμενος είχε ή δεν είχε διορίσει ποτέ τους δικηγόρους Θωμά Παπαλιάγκα και Γεώργιο Σινέλη ως πληρεξούσιους δικηγόρους του. Γι’ αυτό και το Δικαστήριο δεν προέβη σε οποιοδήποτε εύρημα αναφορικά με τα εν λόγω ζητήματα.
45. Αναφορικά με το θέμα των νομικών εγγυήσεων παραπέμπω στο άρθρο 14 του Νόμου όπου περιλαμβάνει τους λόγους προαιρετικής μη εκτέλεσης Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης, δηλαδή περιπτώσεις στις οποίες το αρμόδιο Δικαστήριο δύναται να αρνηθεί την εκτέλεση.
46. Στην προκειμένη περίπτωση σημειώνω ότι η παρούσα υπόθεση δεν εμπίπτει στις περιπτώσεις της παραγράφου (1) του άρθρου 14 του Νόμου. Η παράγραφος (2) του άρθρου 14 του Νόμου, προνοεί τα ακόλουθα:
«(2) Επιπροσθέτως των διατάξεων του εδαφίου (1), η δικαστική αρχή που αποφασίζει για την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης δύναται να αρνηθεί την εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης που έχει εκδοθεί με σκοπό την εκτέλεση ποινής στερητικής της ελευθερίας ή μέτρου ασφαλείας στερητικού της ελευθερίας, σε περίπτωση που ο εκζητούμενος δεν εμφανίσθηκε αυτοπροσώπως στη δίκη που οδήγησε στην έκδοση της απόφασης, εκτός εάν στο ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης αναφέρεται ότι, βάσει δικονομικών απαιτήσεων που προβλέπονται από το εθνικό δίκαιο του κράτους μέλους έκδοσης, ο εκζητούμενος-
(α) εν ευθέτω χρόνω-
(i) είτε είχε κλητευθεί αυτοπροσώπως και με την κλήτευση είχε ενημερωθεί σχετικά με την προγραμματισμένη ημερομηνία και τον τόπο διεξαγωγής της δίκης που οδήγησε στην έκδοση της απόφασης, είτε είχε δι' άλλων μέσων ενημερωθεί πραγματικά και επισήμως για την προγραμματισμένη ημερομηνία και τον τόπο διεξαγωγής της δίκης αυτής, κατά τρόπον ώστε να αποδεικνύεται σαφώς ότι τελούσε εν γνώσει της προγραμματισμένης δίκης· και
(ii)είχε ενημερωθεί ότι δύναται να εκδοθεί απόφαση σε περίπτωση που δεν εμφανισθεί στη δίκη· ή
(β) τελούσε εν γνώσει της προγραμματισμένης δίκης, είχε δώσει εντολή σε δικηγόρο, τον οποίον διόρισε είτε ίδιος είτε το κράτος, να τον ή την εκπροσωπήσει στη δίκη και όντως εκπροσωπήθηκε στη δίκη από τον εν λόγω δικηγόρο· ή
(γ) αφού του επεδόθη η απόφαση και ενημερώθηκε ρητά για το δικαίωμά του να δικαστεί εκ νέου ή να ασκήσει ένδικό μέσο, σε διαδικασία όπου δικαιούται να παρίσταται και όπου η ουσία της υπόθεσης, περιλαμβανομένων και νέων αποδεικτικών στοιχείων, επανεξετάζεται και η δίκη δύναται να οδηγήσει σε ανατροπή της αρχικής απόφασης-
(i) έχει δηλώσει ρητώς ότι δεν αμφισβητεί την απόφαση· ή
(ii) δεν έχει ζητήσει να δικαστεί εκ νέου ή να ασκήσει ένδικο μέσο εντός της ταχθείσας προθεσμίας· ή
(δ) δεν έλαβε προσωπικά επίδοση της απόφασης αλλά-
(i) η απόφαση θα του επιδοθεί προσωπικά και αμελλητί μετά την παράδοσή του και θα ενημερωθεί ρητά για το δικαίωμά του να δικασθεί εκ νέου ή να ασκήσει ένδικο μέσο, σε διαδικασία όπου δικαιούται να παρίσταται και όπου η ουσία της υπόθεσης, περιλαμβανομένων και νέων αποδεικτικών στοιχείων, επανεξετάζεται και η διαδικασία αυτή δύναται να οδηγήσει σε ανατροπή της αρχικής απόφασης· και
(ii) θα ενημερωθεί σχετικά με την προθεσμία εντός της οποίας δικαιούται να ζητήσει να δικαστεί εκ νέου ή να ασκήσει ένδικο μέσο, ως προβλέπεται στο σχετικό ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης.
(3) Σε περίπτωση που το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης εκδίδεται με σκοπό την εκτέλεση ποινής στερητικής της ελευθερίας ή μέτρου ασφαλείας στερητικού της ελευθερίας υπό τους όρους της παραγράφου (δ) του εδαφίου (2) ανωτέρω και ο εκζητούμενος δεν έχει λάβει προηγουμένως επίσημη ενημέρωση για την ύπαρξη δικαστικής διαδικασίας εναντίον του, ο εκζητούμενος έχει το δικαίωμα, κατά την ενημέρωσή του για το περιεχόμενο του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης και προτού παραδοθεί στις αρμόδιες αρχές εκτέλεσης, να ζητήσει να λάβει αντίγραφο της απόφασης. Μόλις η δικαστική αρχή έκδοσης του εντάλματος ενημερωθεί για το ως άνω αίτημα του εκζητουμένου, παρέχει ευθύς στον εκζητούμενο, μέσω της δικαστικής αρχής εκτέλεσης του εντάλματος, αντίγραφο της απόφασης:
Νοείται ότι σε καμία περίπτωση το αίτημα του εκζητουμένου για λήψη αντιγράφου απόφασης δεν καθυστερεί τη διαδικασία παράδοσής του ή την απόφαση εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης:
Νοείται, περαιτέρω, ότι η διαβίβαση της απόφασης στον εκζητούμενο γίνεται αποκλειστικά για ενημερωτικούς σκοπούς και δεν κινεί τις όποιες προθεσμίες ενδέχεται να ισχύουν για αίτηση επανεκδίκασης της υπόθεσης ή άσκησης έφεσης.
(4) Σε περίπτωση που ο εκζητούμενος παραδίδεται υπό τους όρους της παραγράφου (δ) του εδαφίου (2) ανωτέρω και έχει ζητήσει επανεκδίκαση της υπόθεσης ή άσκηση έφεσης, μέχρι την ολοκλήρωση της επανεκδίκασης ή της έφεσης η κράτηση του εκζητουμένου επανεξετάζεται, ανά τακτά διαστήματα ή κατόπιν αίτησης του εκζητουμένου, στη βάση του δικαίου του κράτους έκδοσης. Η επανεξέταση παρέχει ειδικότερα τη δυνατότητα αναστολής ή διακοπής της κράτησης. Η επανεκδίκαση της υπόθεσης ή η άσκηση της έφεσης αρχίζει εν ευθέτω χρόνω μετά την παράδοση.»
47. Σύμφωνα λοιπόν με τις πιο πάνω πρόνοιες του άρθρου 14 (2) του Νόμου, η Δικαστική Αρχή που αποφασίζει την εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης δύναται να μην εκτελέσει το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, στην περίπτωση που ο εκζητούμενος δεν εμφανίστηκε αυτοπροσώπως στη δίκη που οδήγησε στην επιβληθείσα ποινή για την εκτέλεση της οποίας επιζητείται η έκδοση του, εκτός εάν συντρέχει κάποιος από τους τέσσερεις λόγους που αναφέρονται στα υποεδάφια (α) έως (δ) του εδαφίου 2 του άρθρου 14 του Νόμου.
48. Θεωρώ σκόπιμο, σε αυτό το σημείο, και πριν προχωρήσω να εξετάσω, αναφορικά με κάθε απόφαση, κατά πόσο έχουν δοθεί επαρκείς νομικές εγγυήσεις από τις Ελληνικές αρχές στη βάση του άρθρου 14 (2) του Νόμου, να παραθέσω αυτά που λέχθηκαν επί του εν λόγω ζητήματος, στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Πρόϊος, Πολ. Έφεση Αρ.230/2019, ημερομηνίας 03/03/2020, τα οποία είναι απολύτως σχετικά:
«Η εμβέλεια του άρθρου 14 του Νόμου, οι λόγοι θέσπισής του και το πεδίο εφαρμογής του έτυχαν εξέτασης στην υπόθεση John Constantinides v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, ECLI:CY:AD:2015:A155, Πολιτική Έφεση Αρ. 347/2014, ημερομηνίας 5.3.2015 ως ακολούθως: «Η πιο πάνω πρόνοια, στην ολότητά της, μεταφέρει στο εσωτερικό δίκαιο της Κυπριακής Δημοκρατίας το ΄Αρθρο 4α της Απόφασης πλαίσιο 2002/584, το οποίο είναι διατυπωμένο με πολύ παρόμοιους όρους. Το άρθρο αυτό ενσωματώθηκε στην εν λόγω Απόφαση με το ΄Αρθρο 2 της Απόφασης πλαίσιο 2009/299, στο ΄Αρθρο 1 της οποίας αναφέρονται, στις παραγράφους 1 και 3, σε σχέση με τους στόχους της, τα εξής:-
«1. Οι στόχοι της παρούσας απόφασης-πλαισίου είναι η κατοχύρωση των δικονομικών δικαιωμάτων των προσώπων τα οποία υπόκεινται σε ποινικές διαδικασίες, η διευκόλυνση της δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις και, ιδίως, η βελτίωση της αμοιβαίας αναγνώρισης των δικαστικών αποφάσεων μεταξύ κρατών μελών.»
«3. Η παρούσα απόφαση-πλαίσιο καθορίζει κοινούς κανόνες για την αναγνώριση ή/και εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων σε ένα κράτος μέλος (κράτος μέλος εκτέλεσης), οι οποίες εκδίδονται από άλλο κράτος μέλος (κράτος μέλος έκδοσης) έπειτα από διαδικασία στην οποία το ενδιαφερόμενο πρόσωπο δεν εμφανίστηκε, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 5 παράγραφος 1 της απόφασης-πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ, ...»
Η αναγκαιότητα, η οποία οδήγησε στη θέσπιση του ΄Αρθρου 4α, ανωτέρω, καθώς, επίσης ο σκοπός, τον οποίο αυτό επιδιώκει να υπηρετήσει, αναφέρονται στις αιτιολογικές σκέψεις 3, 4 και 6 της Απόφασης πλαίσιο 2009/299, ενώ, επεξηγούνται και στις υποθέσεις C-396/2011, Radu, ανωτέρω, σκέψεις 35, 36 και 37, και C-399/2011, Stefano Melloni, της 26.2.2013. ...»
Συγκεκριμένα, για το άρθρο 14(2)(δ), που εδώ ενδιαφέρει, λέχθηκαν τα ακόλουθα: «Σε συμφωνία, λοιπόν, με το ΄Αρθρο 4α της Απόφασης πλαίσιο, το άρθρο 14(2) προβλέπει τη δυνατότητα δικαστική αρχή της Κυπριακής Δημοκρατίας να αρνηθεί την εκτέλεση ΕΕΣ, στην περίπτωση που το εκζητούμενο πρόσωπο δεν εμφανίστηκε αυτοπροσώπως στη δίκη η οποία οδήγησε στην καταδίκη του και στην επιβληθείσα σ' αυτό ποινή. Η διακριτική αυτή εξουσία δεν παρέχεται, εφόσον η παράγραφος (δ) του ΕΕΣ συμπληρώνεται δεόντως και αναφέρονται σ' αυτήν τα στοιχεία που διέπουν την περίπτωση του εκζητουμένου, όπως αυτά προβλέπονται στο άρθρο 14(2) και έχουν εξηγηθεί στην υπόθεση C-399/2011, Melloni, ανωτέρω, στη σκέψη 40, με αναφορά στο αντίστοιχο ΄Αρθρο 4α της εν λόγω Απόφασης.»
Στη υπόθεση Melloni, πιο πάνω, τέθηκαν τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
|
49. 1) Έχει το άρθρο 4α, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή της από την απόφαση-πλαίσιο 2009/299/ΔΕΥ, την έννοια ότι απαγορεύει στις εθνικές δικαστικές αρχές, στις περιπτώσεις που προσδιορίζονται στη διάταξη αυτή, να εξαρτούν την εκτέλεση ενός ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως και παραδόσεως από τον όρο ότι η σχετική καταδικαστική απόφαση υπόκειται σε αναθεώρηση, προκειμένου να διασφαλιστούν τα δικαιώματα υπερασπίσεως του εκζητουμένου; |
2) Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, είναι το άρθρο 4α, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ συμβατό με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το δικαίωμα στην αποτελεσματική δικαστική προστασία και σε δίκαιη δίκη, το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 47 του Χάρτη [.], καθώς και από τα δικαιώματα υπερασπίσεως, τα οποία κατοχυρώνονται στο άρθρο 48, παράγραφος 2, του ίδιου Χάρτη; |
3) Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο δεύτερο ερώτημα, παρέχει το άρθρο 53 του Χάρτη, ερμηνευόμενο συστηματικά σε συνάρτηση με τα δικαιώματα που αναγνωρίζονται από τα άρθρα του 47 και 48, τη δυνατότητα σε κράτος μέλος να εξαρτήσει την παράδοση ερήμην καταδικασθέντος προσώπου από τον όρο ότι η καταδικαστική απόφαση υπόκειται σε αναθεώρηση στο κράτος που ζητεί την έκδοση, αναγνωρίζοντας έτσι στα δικαιώματα αυτά υψηλότερο επίπεδο προστασίας από εκείνο που προβλέπει το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προκειμένου να αποφευχθεί μία ερμηνεία που θα περιόριζε ή θα έθιγε θεμελιώδες δικαίωμα αναγνωριζόμενο από το Σύνταγμα του οικείου κράτους μέλους;» |
«Σε σχέση με το πρώτο ερώτημα, το Δικαστήριο στη σκέψη 40 αναφέρθηκε στο γράμμα του άρθρου 4α(1) της Απόφασης-Πλαίσιο 2002/584 ως ακολούθως:
«Όπως προκύπτει από το γράμμα του άρθρου 4α, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, η εν λόγω διάταξη προβλέπει προαιρετικό λόγο μη εκτελέσεως ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως εκδοθέντος για τους σκοπούς εκτελέσεως ποινής ή μέτρου ασφαλείας στερητικών της ελευθερίας, εφόσον ο ενδιαφερόμενος δεν παρέστη αυτοπροσώπως στη δίκη η οποία κατέληξε στην καταδίκη του. Η ανωτέρω ευχέρεια, πάντως, συνδυάζεται με τέσσερις εξαιρέσεις στερούσες τη δικαστική αρχή εκτελέσεως από τη δυνατότητα αρνήσεως εκτελέσεως του επίδικου ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως. Εξ αυτού προκύπτει ότι το συγκεκριμένο άρθρο 4α, παράγραφος 1, απαγορεύει, σε τέσσερις υποθετικές περιπτώσεις, το να εξαρτά η αρμόδια δικαστική αρχή εκτελέσεως την παράδοση προσώπου καταδικασθέντος ερήμην από τη δυνατότητα αναθεωρήσεως της καταδικαστικής αποφάσεως με την αυτοπρόσωπη παρουσία του ιδίου.»
Στη σκέψη 41 το Δικαστήριο διευκρίνισε πως καταργήθηκε το άρθρο 5(1) της Απόφασης Πλαίσιο 2002/584, το οποίο «παρείχε υπό ορισμένες προϋποθέσεις τη δυνατότητα εξαρτήσεως της εκτελέσεως ενός ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως για τους σκοπούς της εκτελέσεως ποινής επιβληθείσας ερήμην από την προϋπόθεση διασφαλίσεως εντός του κράτους μέλους εκδόσεως νέας διαδικασίας εκδικάσεως της υποθέσεως παρουσία του ενδιαφερομένου». Με το νέο άρθρο 4α, η πιο πάνω διάταξη περιόρισε τη δυνατότητα άρνησης εκτέλεσης τέτοιου εντάλματος θέτοντας «προϋποθέσεις υπό τις οποίες δεν χωρεί άρνηση της αναγνωρίσεως και εκτελέσεως αποφάσεως που εκδόθηκε σε δίκη στην οποία το ενδιαφερόμενο πρόσωπο δεν εμφανίστηκε αυτοπροσώπως». Άρα, η δικαστική αρχή εκτελέσεως οφείλει να προβεί στην παράδοση καταδικασθέντος ερήμην προσώπου, «εφόσον το πρόσωπο αυτό είχε ενημερωθεί εν ευθέτω χρόνο σχετικά με την προγραμματισμένη ημερομηνία διεξαγωγής της δίκης και σχετικά με το ενδεχόμενο εκδόσεως αποφάσεως σε περίπτωση μη εμφανίσεώς του ή το οποίο, τελούν εν γνώσει της προγραμματισμένης δίκης, είχε δώσει εντολή σε δικηγόρο να το υπερασπισθεί, οπότε η εν λόγω δικαστική αρχή δεν μπορεί να εξαρτά την παράδοση από το ενδεχόμενο νέας δίκης παρουσία του ενδιαφερομένου εντός του κράτους μέλους εκδόσεως.» (σκέψη 42).
Το Δικαστήριο στήριξε την πιο πάνω ερμηνεία του άρθρου 4α στους επιδιωκόμενους σκοπούς του νομοθέτη της Ένωσης, δηλαδή να καταστεί εφικτό «στην εκτελούσα αρχή να εκτελέσει την απόφαση παρά την απουσία του ενδιαφερομένου από τη δίκη, τηρουμένου πλήρως του δικαιώματος υπερασπίσεως του ενδιαφερομένου» (σκέψη 43). Καταλήγοντας ως προς το πρώτο ερώτημα στα ακόλουθα:
«Όπως προκύπτει από το σύνολο των προηγηθεισών σκέψεων, το άρθρο 4α, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 έχει την έννοια ότι απαγορεύει στην αρμόδια δικαστική αρχή εκτελέσεως, στις παρατιθέμενες στην ως άνω διάταξη περιπτώσεις, να εξαρτά την εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως εκδοθέντος προς εκτέλεση ποινής από την προϋπόθεση ότι η εκδοθείσα ερήμην καταδικαστική απόφαση μπορεί να αναθεωρηθεί εντός του κράτους μέλους εκδόσεως.» (τονισμός δικός μας)
Ως προς το δεύτερο ερώτημα το Δικαστήριο, υπογράμμισε ότι :
«...η εναρμόνιση των προϋποθέσεων εκτελέσεως των ευρωπαϊκών ενταλμάτων συλλήψεως τα οποία εκδίδονται προς εκτέλεση των εκδοθεισών αποφάσεων κατόπιν δίκης στην οποία δεν παρέστη αυτοπροσώπως ο ενδιαφερόμενος, εναρμόνιση η οποία υλοποιείται με την απόφαση-πλαίσιο 2009/299, συμβάλλει, όπως διευκρινίζεται στο άρθρο 1 αυτής, στην ενίσχυση των δικονομικών δικαιωμάτων των αποτελούντων αντικείμενο ποινικής δίκης προσώπων, βελτιώνοντας παράλληλα την αμοιβαία αναγνώριση των δικαστικών αποφάσεων μεταξύ των κρατών μελών». (σκέψη 51) (τονισμός δικός μας).
Για να καταλήξει στο ότι:
«52 Υπό την έννοια αυτή, στο εν λόγω άρθρο 4α, παράγραφος 1, προβλέπονται, υπό τα στοιχεία αʹ και βʹ, οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες ο ενδιαφερόμενος πρέπει να θεωρείται ότι παραιτήθηκε οικειοθελώς και κατά τρόπο μη επιδεχόμενο αμφισβήτηση του δικαιώματός του να παρίσταται στη δίκη του, με αποτέλεσμα η εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως προς εκτέλεση της εκ μέρους του καταδικασθέντος ερήμην προσώπου ποινής να μην μπορεί να εξαρτάται από την προϋπόθεση ότι το πρόσωπο αυτό μπορεί να επιτύχει τη διεξαγωγή νέας δίκης παρουσία του εντός του κράτους μέλους εκδόσεως. Τούτο συμβαίνει είτε οσάκις, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1, στοιχείο αʹ, ο ενδιαφερόμενος δεν παρέστη αυτοπροσώπως στη δίκη μολονότι κλητεύθηκε αυτοπροσώπως ή είχε ενημερωθεί επισήμως σχετικά με τον χρόνο και τον τόπο οι οποίοι είχαν ορισθεί με την κλήτευση είτε, όπως αναφέρεται στην ίδια παράγραφο, στοιχείο βʹ, οσάκις, τελώντας εν γνώσει της προγραμματισμένης δίκης, επέλεξε να εκπροσωπηθεί από δικηγόρο αντί να παραστεί ο ίδιος αυτοπροσώπως. Ως προς την παράγραφο 1, στοιχεία γʹ και δʹ, παρατίθενται εκεί οι περιπτώσεις όπου η αρμόδια δικαστική αρχή εκτελέσεως υποχρεούται να εκτελέσει το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως μολονότι ο ενδιαφερόμενος δικαιούται να τύχει νέας διεξαγωγής της δίκης εφόσον το συγκεκριμένο ένταλμα συλλήψεως διευκρινίζει είτε ότι ο ενδιαφερόμενος δεν ζήτησε την εκ νέου διεξαγωγή της δίκης είτε ότι πρόκειται να ενημερωθεί ρητώς ως προς το δικαίωμά του για την εκ νέου διεξαγωγή της δίκης. (ο τονισμός δικός μας) |
56. 53 Υπό το φως των προηγηθεισών σκέψεων, διαπιστώνεται ότι το άρθρο 4α, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 δεν προσβάλλει το δικαίωμα για αποτελεσματική προσφυγή και δίκαιη δίκη ούτε τα διασφαλιζόμενα αντιστοίχως από τα άρθρα 47 και 48, παράγραφος 2, του Χάρτη δικαιώματα άμυνας». |
Αναφορικά με το τρίτο ερώτημα το Δικαστήριο τόνισε πως: «όπως προκύπτει από τη σκέψη 40 της παρούσας αποφάσεως, το άρθρο 4α, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 δεν παρέχει στα κράτη μέλη την ευχέρεια να αρνούνται την εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως οσάκις ο ενδιαφερόμενος εμπίπτει σε μια από τις τέσσερις υποθετικές περιπτώσεις οι οποίες προβλέπονται με την ανωτέρω διάταξη». (ο τονισμός δικός μας)
Επισημαίνοντας πως στην Απόφαση Πλαίσιο 2009/299 δεν προβλέπεται προϋπόθεση ότι η καταδικαστική απόφαση μπορεί να αναθεωρηθεί εντός του κράτους μέλους εκδόσεως (σκέψη 63), το Δικαστήριο κατέληξε στο εξής: «Υπό το φως των προηγηθεισών σκέψεων, στο τρίτο ερώτημα προσήκει η απάντηση ότι το άρθρο 53 του Χάρτη έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπει σε κράτος μέλος να εξαρτά την παράδοση προσώπου καταδικασθέντος ερήμην από την προϋπόθεση ότι η καταδικαστική απόφαση μπορεί να αναθεωρηθεί εντός του κράτους μέλους εκδόσεως, ώστε να αποφεύγεται τυχόν προσβολή του δικαιώματος για δίκαιη δίκη και των κατοχυρωμένων στο Σύνταγμά του δικαιωμάτων άμυνας».
Το Άρθρο 4α της Απόφασης Πλαίσιο διαγράφει το Άρθρο 5.1 και αντικαθιστά το στοιχείο (δ) στο Παράρτημα με ένα διαφορετικό κείμενο, το οποίο αντανακλά τις τροποποιήσεις που έγιναν. Στην προκείμενη περίπτωση, παρατηρούμε ότι στο επίδικο ΕΕΣ δεν χρησιμοποιήθηκε ο νέος τύπος που προνοείται στο Παράρτημα, με αποτέλεσμα να μην υπάρχουν τα στοιχεία που απαιτούνται από το άρθρο 14(2) του Νόμου και το Άρθρο 4α της Απόφασης-Πλαίσιο.
To άρθρο 21(2) του Νόμου παρέχει τη δυνατότητα στη δικαστική αρχή εκτέλεσης να ζητήσει την «κατεπείγουσα προσκόμιση των απαραίτητων συμπληρωματικών στοιχείων», προκειμένου να καταστεί εφικτή η εκτέλεση του ΕΕΣ. Στην υπό εξέταση υπόθεση έχουν ζητηθεί συμπληρωματικά στοιχεία, ήτοι αντίγραφο του αποδεικτικού επίδοσης του κλητηρίου θεσπίσματος, καθώς και επαρκείς εγγυήσεις, δυνάμει του Άρθρου 5.1 της Απόφασης-Πλαίσιο 2002/584, οι οποίες όμως κρίθηκαν ανεπαρκείς από το πρωτόδικο Δικαστήριο και αυτό οδήγησε στην απόρριψη του αιτήματος για εκτέλεση του ΕΕΣ.
Παρά την κατάργηση του Άρθρου 5.1 τονίστηκε στην υπόθεση Constantinides, πιο πάνω, ότι «η προσπάθεια, η οποία προωθείται από την Απόφαση Πλαίσιο 2009/299, για απλούστευση, έτι περαιτέρω, της διαδικασίας εκτέλεσης ΕΕΣ, με την υιοθέτηση του Άρθρου 4α, δεν καταργεί την απαίτηση του διαγραφέντος Άρθρου 5.1 της Απόφασης πλαίσιο 2002/584.».»
49. Σχετικές με αυτό το ζήτημα είναι, μεταξύ άλλων, και οι υποθέσεις Νεοφύτου Ρένος ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, (2016) 1 ΑΑΔ 2262, Κυριάκου Νικόλας ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, (2013) 1 ΑΑΔ 1546, Χατζηκυπριανού Ρογήρος Μιχαήλ ανωτέρω και Παναγιώτη Μεσαρίτη, Κρατούμενος στον Αστυνομικό Σταθμό Αραδίππου Λάρνακας ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Πολ. Έφεση 256/17, ημερομηνίας 24/10/2017.
50. Τούτων λεχθέντων, προχωρώ να εξετάσω τι ισχύει με τις νομικές εγγυήσεις στην παρούσα υπόθεση. Όπως προκύπτει από τα Τεκμήρια 1 και 4 αναφορικά με τις αποφάσεις με αριθμό 57/21-2-2022 και 473/21-9-2020 στο σημείο Δ και συγκεκριμένα στο σημείο 3.4. αυτών αναφέρεται ότι «Η απόφαση θα του επιδοθεί προσωπικώς και αμελλητί μετά την παράδοσή του και ότι όταν του επιδοθεί η απόφαση, θα ενημερωθεί ρητά για το δικαίωμά του να δικαστεί εκ νέου ή να ασκήσει ένδικο μέσο, στην εκδίκαση του οποίου δικαιούται να παρίσταται, η δε ουσία της υπόθεσης, περιλαμβανομένων και νέων αποδεικτικών στοιχείων θα επανεξεταστεί και η δίκη μπορεί να οδηγήσει σε ανατροπή της αρχικής απόφασης.» Η προθεσμία μέσα στην οποία θα μπορεί να ζητήσει επανεκδίκαση ή να ασκήσει ένδικο μέσο, σύμφωνα με το Τεκμήριο 5 είναι 10 ημέρες.
Στη βάση αυτών βρίσκω ότι η νομική εγγύηση που δίδεται αναφορικά με τις εν λόγω αποφάσεις καλύπτει την προϋπόθεση του άρθρου 14 (2) (δ) του Νόμου.
52. Όπως προκύπτει από το Τεκμήριο 1 αλλά και από τα ίδια τα έγγραφα των αποφάσεων, Τεκμήριο 4, αναφορικά με τις αποφάσεις με αριθμό 638/13-5-2019 και 525/26-4-2017 ο Εκζητούμενος είχε εκπροσωπηθεί και στις δύο δικαστικές διαδικασίες από πληρεξούσιο δικηγόρο και μάλιστα άσκησε και έφεση κατά αυτών. Πέραν όμως από αυτό το σημείο το οποίο καλύπτει την προϋπόθεση του άρθρου 14 (β) του Νόμου, στο σημείο 3.2. του Τεκμηρίου 1 και στις δύο αποφάσεις αναφέρεται ότι «Σύμφωνα με το άρθρο 33Α ν. 3261/2004 «Αν o Εκζητούμενος παραδίδεται υπό τους όρους της περίπτωσης δ της παραγράφου 2 άρθρου 12 και έχει ζητήσει επανάληψη της διαδικασίας ή έχει ασκήσει ένδικο μέσο κατά της απόφασης, μπορεί να ζητήσει την αναστολή ή τη διακοπή εκτέλεσης της απόφασης, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ή άλλων ειδικών νόμων».
Στη βάση αυτών θεωρώ ότι οι νομικές εγγυήσεις που έχουν παρασχεθεί από τις Ελληνικές Αρχές σε σχέση με αυτές τις αποφάσεις καλύπτουν τις πρόνοιες του Νόμου.
53. Άφησα τελευταία την απόφαση με αριθμό 527/16-2-2018, όπου από το Τεκμήριο 1 αλλά και από την ίδια την απόφαση προκύπτει ότι ο Εκζητούμενος εμφανίστηκε αυτοπροσώπως στη δίκη που οδήγησε στην έκδοση απόφασης. Κάτι που δεν αμφισβητήθηκε ούτε από τον ίδιο τον Εκζητούμενο. Συνεπώς, δεν τίθεται ζήτημα παροχής νομικής εγγύησης αφού προϋπόθεση για να παρασχεθεί νομική εγγύηση από το κράτος έκδοσης είναι η μη εμφάνιση του Εκζητούμενου στη δίκη που οδήγησε στην έκδοση της απόφασης (βλ. Iordache v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Πολ. Έφεση Αρ.430/2019, ημερομηνίας 07/04/2020, ECLI:CY:AD:2020:A114). Σημειώνω όμως για να υπάρχει ολοκληρωμένη εικόνα, όπως προκύπτει από το Τεκμήριο 1, και σε αυτή την απόφαση καταχωρήθηκε έφεση και αναφέρεται ρητά ότι «Σύμφωνα με το άρθρο 33Α ν. 3261/2004 «Αν o Εκζητούμενος παραδίδεται υπό τους όρους της περίπτωσης δ της παραγράφου 2 άρθρου 12 και έχει ζητήσει επανάληψη της διαδικασίας ή έχει ασκήσει ένδικο μέσο κατά της απόφασης, μπορεί να ζητήσει την αναστολή ή τη διακοπή εκτέλεσης της απόφασης, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ή άλλων ειδικών νόμων».
54. Στη βάση των ανωτέρω δεν βρίσκω ότι αυτός ο πυλώνας της Υπεράσπισης του Εκζητούμενου μπορεί να επιτύχει.
55. Πέραν από τα ανωτέρω, ο Εκζητούμενος προβάλλει τη θέση ότι σε περίπτωση έκδοσης του θα παραβιαστούν τόσο τα δικαιώματα του σε δίκαιη δίκη και σε δίκη εντός εύλογου χρόνου αφού λόγω των χρόνων που έχουν παρέλθει δεν θα μπορεί να ανεύρει αποδεικτικά έγγραφα όσο και το δικαίωμα του στην ιδιοκτησία αφού κινδυνεύουν τα αντικείμενα τα οποία χρησιμοποιεί στην εργασία του.
56. Αναφορικά με το εν λόγω ζήτημα παραπέμπω στην απόφαση ARTHUR VISOKOWSKI v. ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Έφεση ΕΕΣ Αρ. 1/25, ημερομηνίας 27/2/2025, όπου λέχθηκαν τα πιο κάτω «Το πρωτόδικο Δικαστήριο αντιμετωπίζοντας τον ισχυρισμό αυτό που προβλήθηκε και πρωτόδικα ανέφερε ότι ο έλεγχος αναφορικά με ισχυρισμούς για παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων πρέπει να γίνεται από τις δικαστικές αρχές εκτέλεσης του εντάλματος σύλληψης σε δύο στάδια. Στο πρώτο στάδιο, που είναι ο γενικός έλεγχος, πρέπει να προκύπτει η ύπαρξη κάποιας συστημικής ή γενικευμένης πλημμέλειας στο κράτος έκδοσης του Ε.Ε.Σ. εξαιτίας της οποίας να προκύπτει πραγματικός κίνδυνος προσβολής θεμελιώδους δικαιώματος του εκζητούμενου σε περίπτωση εκτέλεσης του Ε.Ε.Σ. η οποία όμως πρέπει να στηρίζεται επί αντικειμενικών και ενημερωμένων στοιχείων. Στη συνέχεια, και αν στη βάση του γενικού ελέγχου όντως προκύπτει κίνδυνος παραβίασης ενός θεμελιωδώς δικαιώματος του εκζητούμενου, μόνο τότε οι δικαστικές αρχές του Ε.Ε.Σ. προχωρούν στο δεύτερο στάδιο, που είναι ο ειδικός έλεγχος, και τότε οφείλουν οι δικαστικές αρχές του κράτους εκτέλεσης να διακριβώσουν κατά πόσο υφίστανται σοβαροί και αποδεδειγμένοι λόγοι στη βάση των οποίων μπορεί να θεωρηθεί ότι ο εκζητούμενος θα διατρέξει κίνδυνο προσβολής θεμελιώδους δικαιώματος του σε περίπτωση που παραδοθεί στο κράτος έκδοσης του Ε.Ε.Σ.
Σχετική αναφορά γίνεται από το πρωτόδικο Δικαστήριο στην υπόθεση Benyamin Steinmetz v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας Εφ. ΕΕΣ αρ. 3/2023, ημερ.3.11.2023 όπου λέχθηκε: «Εν πρώτοις τονίζουμε αυτά που λέχθηκαν στην απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης («ΔΕΕ») Dorobantu C-128/18 ημερομηνίας 15.10.2022 σκέψη 45, όσον αφορά στις γενικές αρχές που εφαρμόζονται στον διεπόμενο από την Απόφαση - Πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ του Συμβουλίου της 13ης Ιουνίου 2002 για το Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης (όπως τροποποιήθηκε) («απόφαση πλαίσιο») τομέα, ότι «το δίκαιο της Ένωσης βασίζεται στη θεμελιώδη παραδοχή ότι κάθε κράτος μέλος αποδέχεται από κοινού με τα λοιπά κράτη μέλη... μια σειρά κοινών αξιών» και πως «η παραδοχή αυτή συνεπάγεται και δικαιολογεί την ύπαρξη αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών μελών ως προς την τήρηση του δικαίου της Ένωσης που τις θέτει σε εφαρμογή» πράγμα που οδηγεί στο ότι ενδέχεται να απαιτηθεί από τα κράτη μέλη να υποχρεωθούν όπως εκλάβουν ως δεδομένο τον σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων από τα λοιπά κράτη μέλη, ώστε πλήν εξαιρετικών περιστάσεων να μην έχουν τη δυνατότητα να ελέγχουν αν το άλλο κράτος μέλος «έχει πράγματι σεβαστεί, σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, τα συγκεκριμένα δικαιώματα που εγγυάται η Ένωση».
Η πιο πάνω αρχή δεν υπερισχύει όμως της ανάγκης για προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου, ούτε στερεί από το Δικαστήριο τη δυνατότητα άρνησης εκτέλεσης του Ε.Ε.Σ. εφόσον στοιχειοθετηθεί ο κίνδυνος παραβίασης τέτοιων δικαιωμάτων. Παραθέτουμε απόσπασμα από την Dorobantu (πιο πάνω) όπου στην κατάληξη λέχθηκαν τα εξής: «Η εκ μέρους της εν λόγω αρχής διαπίστωση της υπάρξεως σοβαρών και αποδεδειγμένων λόγων προκειμένου να θεωρηθεί ότι, κατόπιν της παραδόσεως του στο κράτος μέλος εκδόσεως του εντάλματος, ο ενδιαφερόμενος θα διατρέξει τέτοιο κίνδυνο, λόγω των συνθηκών κρατήσεως που επικρατούν στο σωφρονιστικό κατάστημα στο οποίο προβλέπεται συγκεκριμένα να κρατηθεί, δεν δύναται, προκειμένου να αποφασιστεί η παράδοση του, να σταθμιστεί με εκτιμήσεις που αφορούν την αποτελεσματικότητα της δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις καθώς και τις αρχές της εμπιστοσύνης και της αμοιβαίας αναγνωρίσεως».
Στην υπόθεση Benyamin Steinmetz (ανωτέρω) το Εφετείο παρέπεμψε στην απόφαση Pal Aranyosi and Robert Caldararu, C-404/15 and C-659/15 PPU, ημερ.5/4/2016 αναφορικά με τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθηθεί προκειμένου να διαπιστωθεί σε αυτές τις εξαιρετικές περιπτώσεις κίνδυνος παραβίασης των θεμελιωδών δικαιωμάτων του εκζητούμενου. Και τούτα, πάντοτε στο πλαίσιο των γενικών αρχών τόσο της Απόφασης - Πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά όσο και τη νομολογία που την αναλύει ειδικά σε σχέση με το σκοπό της. Παραπέμπουμε σχετικά στην απόφαση Ciprian Vasile Radu C-396/11 ημερομηνίας 29/1/2013. Σχετική είναι επίσης η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Mιχαηλίδης Κωνσταντίνος (Ντίνος) ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, (2013) 1 Α.Α.Δ. 1764, όπου λέχθηκαν τα εξής: «Στόχος λοιπόν της όλης διαδικασίας είναι η παροχή δικαστικής συνδρομής μεταξύ των κρατών μελών ώστε να συμμορφώνονται και να παραδίδονται οι ύποπτοι χωρίς ιδιαίτερες περίπλοκες διαδικασίες ή αχρείαστες καθυστερήσεις. Γι' αυτό και οι στενές χρονικές περίοδοι, διότι η όλη διαδικασία δεν αφορά, ούτε ανάγεται σε καθαυτή ποινική δίωξη, ούτε η διαδικασία προσφέρεται για την εξέταση και θεμελίωση τυχόν ποινικής ευθύνης του εκζητουμένου. Αυτό αποτελεί κατ' εξοχήν το έργο της χώρας η οποία επιδιώκει την έκδοση του υπόπτου στο έδαφος της, οι δικαστικές αρχές της οποίας είναι και οι μόνες υπεύθυνες για την εξέταση και διαπίστωση της όποιας ποινικής ευθύνης του εκζητουμένου, στη βάση των ισχυόντων στην επικράτεια της, κανόνων δικαίου, ουσιαστικών και δικονομικών. Εύστοχα το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέμνησε στην απόφαση του τα ανωτέρω, διατρέχοντας τις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις υποθέσεις Hadjiametovic ν. Γενικού Εισαγγελέα (2009) 1 Α.Α.Δ. 473, Πηγασίου ν. Γενικού Εισαγγελέα (2009) 1 Α.Α.Δ., 519 και της εντελώς πρόσφατης Κυριάκου ν. Γενικού Εισαγγελέα (2013) 1 Α.Α.Δ. 1546. Προεξάρχον στοιχείο όπως απορρέει από τις αποφάσεις, είναι η εστίαση στην απλοποίηση των διαδικασιών σύλληψης και παράδοσης μέσα από μια sui generis διαδικασία, η οποία στοχεύει στην αποτελεσματική δικαστική συνδρομή μεταξύ των κρατών-μελών, δικαστική συνδρομή που περιλαμβάνει και την υπόδειξη δημοσίου κατηγόρου ως αρχής ("judicial authority"), κάτω από το Άρθρο 6 της Απόφασης-Πλαίσιο, υπό το φως των διαφορετικών συστημάτων δικαίου στον Ευρωπαϊκό χώρο, όπως υπέδειξε η πρόσφατη απόφαση του Supreme Court του Ηνωμένου Βασιλείου στην Αssange ν. Swedish Prosecution Attorney [2012] UKSC 22.»
Παραπέμπουμε επίσης στο κάτωθι απόσπασμα από την υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Miroslaw Mrukwa (2014) 1 Α.Α.Δ. 495: «Τώρα, σ' ότι αφορά το Άρθρο 2(2)* ορθώς το Δικαστήριο επεσήμανε ότι ο Νόμος δεν περιλαμβάνει πρόνοιες για παραβίαση του δικαιώματος δίκης εντός εύλογου χρόνου (Κυριάκου (ανωτέρω). Λανθασμένα όμως αναφέρθηκε στο Άρθρο 30(2) του Κυπριακού Συντάγματος καθότι αντικείμενο ελέγχου, κατά το Άρθρο 2(2) του Νόμου, είναι το εάν και κατά πόσο η ποινική διαδικασία στο κράτος έκδοσης του εντάλματος ανταποκρίνεται στην ευρωπαϊκή δημόσια τάξη. Επομένως, η άρνηση παράδοσης ενός εκζητούμενου κατ' επίκληση του Άρθρου 2(2) του Νόμου είναι δυνατή μόνο στην περίπτωση που η εκτέλεση ΕΕΣ προσκρούει στις θεμελιώδεις αρχές και δικαιώματα που κατοχυρώνονται στο Άρθρο 6 της Συνθήκης ΕΕ. (βλ. σύγγραμμα «Το Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης, του Δ. Μουζάκη, Έκδοση 2009, σελ. 546). Η Ευρωπαϊκή Ένωση όμως, όπως τονίστηκε και στην υπόθεση Κυριάκου (ανωτέρω), βασίζεται «. στην αμοιβαία εμπιστοσύνη (confidence and trust) η οποία είναι απαραίτητο να υπάρχει μεταξύ των κρατών-μελών, δεδομένου του κοινού νομικού πολιτισμού των κρατών - μελών αλλά και της τήρησης των ελαχίστων ευρωπαϊκών επιπέδων που ισχύουν σε όλα τα κράτη μέλη στα ζητήματα απονομής της δικαιοσύνης». Θεωρούμε, επομένως, δεδομένο ότι οι δικαστικές αρχές της Πολωνίας θα διασφαλίσουν κατά την δίκη τον πλήρη σεβασμό των δικαιωμάτων του Εκζητούμενου, στο πλαίσιο της οποίας μπορεί να εγείρει προς εξέταση ζήτημα καθυστέρησης είτε στην έκδοση του ΕΕΣ είτε στη διαβίβαση του για εκτέλεση. Εξαιρετικά χρήσιμες και διαφωτιστικές επί του προκειμένου είναι οι αποφάσεις του ΕWHC, στις οποίες μας παρέπεμψε ο κ. Αριστείδης και τις οποίες αναφέρουμε πιο πάνω. Επιγραμματικά, όπως προκύπτει μεταξύ άλλων από τις εν λόγω αυθεντίες, (α) θεωρείται δεδομένο ότι όλες οι χώρες - μέλη της ΕΕ διασφαλίζουν δίκαιη δίκη, (β) ένας εκζητούμενος εμποδίζεται να επικαλείται καθυστέρηση στην υποβολή αιτήματος για παράδοση του, όταν ενώ γνωρίζει πως του επιβλήθηκε ποινή την οποία θα καλείτο να εκτίσει, ή ενώ γνώριζε πως υπάρχει εναντίον του ποινική δίωξη, τρέπεται σε φυγή από τη δικαιοδοσία της αιτήτριας χώρας, (γ) η καθυστέρηση και η εξ αυτής μεταβολή των προσωπικών συνθηκών ενός εκζητούμενου αφ΄ εαυτών δεν είναι αρκετό να δικαιολογήσουν άδικη και καταπιεστική μεταχείριση, (δ) το Δικαστήριο έχει την ευθύνη να σταθμίσει τα δικαιώματα εκζητούμενου όπως διασφαλίζονται από το Άρθρο 8 της ΕΣΔΑ, σε συνάρτηση με το δημόσιο συμφέρον που επιβάλλει ότι κάθε παραβάτης πρέπει να οδηγείται ενώπιον της δικαιοσύνης και, (ε) τα Δικαστήρια της χώρας έκδοσης οφείλουν να επιδεικνύουν σεβασμό στις υποχρεώσεις της χώρας τους έναντι της αιτήτριας χώρας και να συνεκτιμούν και την ανάγκη αποτροπής άλλων επίδοξων φυγοδίκων από το να βρουν καταφύγιο στην χώρα τους.»
Σημειώνουμε τέλος, όπως έχουμε αναφέρει και στην απόφαση μας STENLI (ανωτέρω) την πάγια νομολογία. «Υπενθυμίζουμε στο σημείο αυτό την πάγια νομολογία ότι ισχυρισμοί για παραβίαση του δικαιώματος για δίκαιη δίκη δεν μπορούν να τίθενται αφηρημένα (in abstracto). Παραπέμπουμε ενδεικτικά στην υπόθεση Ρίκκος Ερωτοκρίτου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Ποινικές Εφέσεις Αρ. 53/2017, 64/2017, 66/2017 και 68/2017, ημερ.15.12.2017, όπου έχουν λεχθεί για το θέμα τα ακόλουθα: «Το ερώτημα κατά πόσο μια δίκη είναι δίκαιη απαντάται με βάση την αξιολόγηση της στο σύνολο. Όπως έχει και προσφάτως επισημανθεί στην υπόθεση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Παπανδρέα Αθανάση ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 45/14, ημ. 5/10/16 τελικά η όλη δικαστική διαδικασία αποτιμάται στο πλαίσιο του συνόλου της δίκης ακριβώς διότι μόνο σε αυτό το πλαίσιο μπορεί να διαπιστωθεί αν η δίκη υπήρξε δίκαιη. Ισχυρισμός για παράβαση του δικαιώματος της δίκαιης δίκης δεν εξετάζεται μεμονωμένα ή αποσπασματικά ούτε και με τρόπο αφηρημένο, in abstracto αλλά συγκεκριμένα και υπό το φως της κάθε δεδομένης υπόθεσης (in concreto). Σε κάθε περίπτωση ο κατηγορούμενος έχει το βάρος να αποδείξει ότι πράγματι επηρεάστηκε δυσμενώς η Υπεράσπισή του.»
57. Τούτων λεχθέντων και λαμβάνοντας υπόψη ότι ο έλεγχος αναφορικά με ισχυρισμούς για παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων πρέπει να γίνεται από τις Δικαστικές Αρχές εκτέλεσης του εντάλματος σύλληψης σε δύο στάδια, σημειώνω ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν διαπιστώνεται να προσφέρθηκε μαρτυρία η οποία να καταδεικνύει ότι υφίσταται συστημική ή γενικευμένη πλημμέλεια στο δικαστικό σύστημα της Ελλάδας, εξαιτίας της οποίας να προκύπτει πραγματικός κίνδυνος προσβολής θεμελιώδους δικαιώματος του Εκζητούμενου σε περίπτωση εκτέλεσης του ΕΕΣ. Οι αποφάσεις που ανέφερε στις αγορεύσεις της η συνήγορος του Εκζητούμενου σχετικά με το ζήτημα της δίκαιης δίκης, οι οποίες ειρήσθω εν παρόδω, εκδόθηκαν μεταξύ των ετών 2002 έως και 2004, έχουν εκδοθεί πριν 22 χρόνια και δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικειμενικά και ενημερωμένα στοιχεία στα οποία να μπορεί το Δικαστήριο να βασιστεί πάνω τους. Επίσης κανένα πραγματικό, αντικειμενικό στοιχείο δεν παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο που να μπορεί να βασίσει εκτίμηση ύπαρξης πραγματικού κινδύνου παραβίασης του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη και της προστασίας του δικαιώματος της ιδιοκτησίας. Ούτε τα μηχανήματα που ισχυρίζεται η πλευρά του Εκζητούμενου ότι θα κλαπούν σε περίπτωση εκτέλεσης του ΕΕΣ συνιστούν παραβίαση του δικαιώματος προστασίας της ιδιοκτησίας.
58. Στη βάση των πιο πάνω, και έχοντας πάντα υπόψη ότι ο έλεγχος για παραβίαση τόσο του δικαιώματος για δίκαιη δίκη όσο και του δικαιώματος προστασίας της ιδιοκτησίας γίνεται στο πρώτο στάδιο στη βάση «αντικειμενικών, αξιόπιστων, συγκεκριμένων και δεόντως επικαιροποιημένων στοιχείων, σχετικών με τη λειτουργία του δικαστικού συστήματος στο κράτος το οποίο εξέδωσε το ένταλμα», κρίνω ότι δεν παρουσιάστηκαν οποιαδήποτε στοιχεία στο Δικαστήριο για να μπορώ να προχωρήσω στον γενικό έλεγχο, πόσο μάλλον και στον τελευταίο ειδικό έλεγχο. Ως εκ τούτου, ούτε αυτή η πτυχή της Υπεράσπισης μπορεί να επιτύχει (βλ. EDUARD VOVK ν. Κεντρική Αρχή – Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, Έφεση ΕΕΣ Αρ. 6/24, ημερομηνίας 07/01/2025).
59. Όσον αφορά τώρα τις προσωπικές συνθήκες του Εκζητούμενου, οι οποίες είναι αποδεκτές από την Κεντρική Αρχή, δεν θεωρώ ότι είναι τέτοιες που δημιουργούν εικόνα άδικης και καταπιεστικής έκδοσης του Εκζητούμενου. Σημειώνω ότι υπάρχει πρόνοια στον Νόμο και συγκεκριμένα στο άρθρο 29 (3) για αναστολή παράδοσης του Εκζητούμενου σε περίπτωση ύπαρξης σοβαρών ανθρωπιστικών λόγων ιδίως όταν εκτιμάται ότι η παράδοση του Εκζητούμενου θα έθετε σε κίνδυνο τη ζωή ή την υγεία αυτού, αλλά κάτι τέτοιο δεν προβλήθηκε από τον τελευταίο.
60. Υποστηρίζει επίσης η συνήγορος του Εκζητούμενου ότι το Δικαστήριο θα έπρεπε να ρωτήσει τον Εκζητούμενο κατά πόσο παραιτείται ή όχι από τον κανόνα της ειδικότητας στη βάση του άρθρου 36 του Νόμου. Αναφορικά με το συγκεκριμένο ζήτημα κρίνω σκόπιμο να παραπέμψω στο άρθρο 19(1) και (2) του Ν. 133(Ι)2004, όπου αναφέρεται το εξής:
«19.(1)Αν ο συλληφθείς δηλώσει ότι συγκατατίθεται να παραδοθεί, η συγκατάθεση αυτή και ενδεχομένως η ρητή παραίτηση από τον κανόνα της ειδικότητας που αναφέρεται στο άρθρο 36 του παρόντος Νόμου, δίδονται ενώπιον του αρμόδιου Επαρχιακού Δικαστή, (2) Ο Επαρχιακός Δικαστής ενημερώνει με σαφήνεια τον εκζητούμενο για τις συνέπειες της συγκατάθεσης παράδοσης, της παραίτησης από τον κανόνα της ειδικότητας καθώς και για το δικαίωμά του να παρίσταται με συνήγορο όπως και με διερμηνέα. Επίσης του επισημαίνει το αμετάκλητο των ανωτέρω δηλώσεων του.»
61. Αρκεί να ειπωθεί ότι στην προκειμένη περίπτωση ο Εκζητούμενος δεν συγκατατέθηκε στην παράδοση του. Ούτε και παραιτήθηκε σε οποιονδήποτε στάδιο από τον κανόνα της ειδικότητας. Ο Εκζητούμενος μάλιστα εκπροσωπείτο από συνήγορο καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου. Συνεπώς, με όλο το σεβασμό, δεν βλέπω που αποβλέπει το συγκεκριμένο παράπονο του Εκζητούμενου. Τουναντίον θεωρώ ότι αυτό είναι πλήρως αδόκιμο υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης.
Ζ. ΚΑΤΑΛΗΞΗ
62. Στη βάση όλων των πιο πάνω, θεωρώ ότι κανένας από τους λόγους ένστασης δεν μπορεί να επιτύχει και ως εκ τούτου διατάσσεται η εκτέλεση του ΕΕΣ και η παράδοση του Εκζητούμενου στις αρχές της Ελλάδας.
64. Δίδονται οδηγίες στην Πρωτοκολλητή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας να κοινοποιήσει αμέσως στη Δικαστική Αρχή Έκδοσης του εντάλματος την παρούσα απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 28 του Νόμου.
(Υπ.) ...................................
Α. Κούρα, προσ. Ε. Δ.
Πιστόν Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
Ενόψει της απόφασης του Δικαστηρίου και λαμβάνοντας υπόψη ότι πριν την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας υπήρξε αίτημα από την πλευρά του Εκζητούμενου για αναβολή της παράδοσης αυτού μέχρι να αποπερατωθούν οι υποθέσεις που εκκρεμούν εναντίον του Εκζητούμενου στα Δικαστήρια της Κυπριακής Δημοκρατίας, αίτημα το οποίο απέρριψε το Δικαστήριο ένεκα του σταδίου που εγέρθηκε, θα ήθελα να ρωτήσω εάν υπάρχει τέτοιο αίτημα σε αυτό το στάδιο?
Έχω ακούσει με προσοχή και τις δύο πλευρές. Λαμβάνω επίσης υπόψη το άρθρο 30 (1) του σχετικού Νόμου όπως και τη σχετική νομολογία. Σημειώνω ότι κατά την ακροαματική διαδικασία της αίτησης καταχωρήθηκαν ως Τεκμήριο 8 η προσφυγή με αριθμό 484/2023 με αιτητή τον Εκζητούμενο εναντίον της Κυπριακής Δημοκρατίας, η ιδιωτική ποινική υπόθεση με αριθμό 809/2024 εναντίον του Κατηγορούμενου και η ποινική υπόθεση με αριθμό 14336/2024 καταχωρηθείσα από τη Διευθύντρια Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων εναντίον του Κατηγορούμενου. Για τη μόνη που έδωσε στοιχεία η πλευρά του Εκζητούμενου είναι για την ποινική υπόθεση με αριθμό 14336/2024 όπου αναφέρθηκε ότι είναι ορισμένη για Ακρόαση 15/10/2025.
Στη βάση των πιο πάνω και αναφορικά με τις πρώτες δύο υποθέσεις, δεν κρίνω ότι μπορούν να εκδοθούν οι οποιεσδήποτε διαταγές αναβολής της παράδοσης από το Δικαστήριο αφού το αίτημα είναι γενικό και αόριστο και δεν έχει παρατεθεί οποιοδήποτε συγκεκριμένο στοιχείο.
Όσον αφορά την ποινική υπόθεση με αριθμό 14336/2024 αφού έλαβα υπόψη μου τη φύση της υπόθεσης που αντιμετωπίζει ο Εκζητούμενος, το είδος του αδικήματος αλλά και το ότι δεν ζητήθηκε από την Κεντρική Αρχή η αναβολή της παράδοσης του με σκοπό την αποπεράτωση της εν λόγω ποινικής υπόθεσης, κρίνω ότι δεν μπορεί να ασκηθεί η διακριτική μου ευχέρεια υπέρ του εν λόγω αιτήματος.
Στη βάση των ανωτέρω το αίτημα για αναβολή της παράδοσης του Εκζητούμενου απορρίπτεται. Ισχύουν οι διαταγές του Δικαστηρίου ως απαγγέλθηκαν ήδη στην απόφαση του.
ΘΕΜΑ ΚΡΑΤΗΣΗΣ
Έχω εξετάσει με προσοχή τους εκατέρωθεν ισχυρισμούς των μερών.
Η εξουσία του Δικαστηρίου για κράτηση εκζητουμένου πηγάζει από τα άρθρα 16(2) και 18 του Ν. 133(Ι)/2004. Η εξουσία αυτή ασκείται Δικαστικά εφαρμόζοντας κατ’ αναλογία τις Αρχές που διέπουν την κράτηση υποδίκων στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας. Τονίζεται ότι η κράτηση αποτελεί μέτρο που επιβάλλεται κατ’ εξαίρεση (βλ. Σιακαλλή ν. Δημοκρατίας (1997) 2 ΑΑΔ 130).
Η εκτίμηση του κινδύνου φυγοδικίας μπορεί να υπολογιστεί στη βάση των εγγενών ενδείξεων της κάθε υπόθεσης. Όσο σοβαρότερη είναι η κατηγορία που αντιμετωπίζει ο εκζητούμενος, ανάλογα μεγαλύτερο είναι και το κίνητρο του να φυγοδικήσει (βλ. Θεοδωρίδη κ.α. Ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 139).
Στην προκειμένη περίπτωση, έχει αποφασιστεί από το Δικαστήριο η εκτέλεση του ΕΕΣ και συνεπώς η έκδοση και παράδοση του Εκζητούμενου στην Ελλάδα με σκοπό την εκτέλεση 6 ποινών στερητικών της ελευθερίας του με την μέγιστη ποινή να είναι τα 8 έτη για το αδίκημα της απάτης.
Αρκετή αναφορά έγινε από την συνήγορο του Εκζητούμενου στους ισχυρούς δεσμούς που έχει ο τελευταίος με την Κύπρο. Όντως ο Εκζητούμενος έχει κάποιους δεσμούς με την Κύπρο, όμως τα γεγονότα που αναφέρθηκαν δεν είναι αρκετά για τη δημιουργία ισχυρών σχέσεων και δεσμών αυτού με τον τόπο και τους ανθρώπους ώστε να θεωρείται ότι η ύπαρξη ενός τέτοιου παράγοντα μπορεί να λειτουργεί αποτρεπτικά στο ενδεχόμενο πρόθεσης διαφυγής του στο εξωτερικό για να μην εμφανιστεί στη δίκη (βλ. MINGXIA HUA, ν. Αστυνομίας (2011) 2 ΑΑΔ 152).
Συνεκτιμώντας όλα τα ενώπιον μου δεδομένα και λαμβάνοντας υπόψη ότι έχει ήδη αποφασιστεί από το Δικαστήριο η εκτέλεση του ΕΕΣ, όπου ο κίνδυνος να μην παρουσιαστεί ο Εκζητούμενος θεωρείται αυξημένος (βλ. Παναγιώτη Μεσαρίτη v. Γενικού Εισαγγελέα, Πολ. Έφεση Αρ. 256/2017, 27/7/2017), κρίνω ότι οι περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης καταδεικνύουν υπαρκτό και βάσιμο κίνδυνο φυγοδικίας του εκζητούμενου, ο οποίος δεν μπορεί να εξαλειφθεί με κανένα λιγότερο επαχθές μέσο, παρά μόνο με την κράτηση του.
Δεν διαφεύγει της προσοχής του Δικαστηρίου ότι η δικηγόρος της Κεντρικής Αρχής δεν αιτήθηκε την κράτηση του Εκζητούμενου. Στην προκειμένη περίπτωση όμως δεν κρίνω ότι έχουν δοθεί επαρκείς λόγοι που να δικαιολογούν όπως ο Εκζητούμενος παραμείνει ελεύθερος υπό τους όρους που έχουν ήδη διαταχθεί από το Δικαστήριο.
Ενόψει των ανωτέρω, το αίτημα της Κεντρικής Αρχής για κράτηση του εκζητούμενου εγκρίνεται. Ο Εκζητούμενος να τεθεί και να παραμείνει υπό κράτηση μέχρι την παράδοσή του στις Ελληνικές Αρχές σύμφωνα με το άρθρο 29(1) του Νόμου. Τόσο το χρηματικό ποσό που έχει καταθέσει ο Εκζητούμενος στο Δικαστήριο ως εγγύηση για την παρουσία του στην παρούσα διαδικασία όσο και τα ταξιδιωτικά του έγγραφα να του επιστραφούν.
[1] Βλ. IORDACHE ν. ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Πολιτική Έφεση Αρ. 430/2019, 7/4/2020, ECLI:CY:AD:2020:A114, Aranyosi and Căldăraru, C‑404/15 and C‑659/15 PPU, 05/04/2016, 2)LM, C-216/18 PPU, 25/07/2018, 3) Dumitru – Tudor Dorobantu C- 128/18, 15/10/2019.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο