ΜΟΝΙΜΟ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Χρ. Παρπόττα, Π.Ε.Δ.
Χρ. Ρασπόπουλος, Α.Ε.Δ.
Π. Σαββίδης, Ε.Δ.
Αρ. Υπόθεσης: 10806/24
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
v.
SHIMON MISTRIEL AYKOUT
Κατηγορούμενου
8 Νοεμβρίου, 2024
Εμφανίσεις:
Για την Κατηγορούσα Αρχή: κα Έ. Κλεόπα μαζί με κα Σταυρινίδου, κα Δημητρίου και κο Αριστείδη
Για τον Κατηγορούμενο: κα Ν. Χαραλαμπίδου μαζί με κα Νεοφύτου
Κατηγορούμενος Παρών
---------------------------------
ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ
(ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΕΝΣΤΑΣΕΙΣ)
Ο Κατηγορούμενος αντιμετωπίζει, συνολικά, 242 κατηγορίες, οι οποίες περιλαμβάνουν αδικήματα δόλιας συναλλαγής σε ακίνητη περιουσία, κατά παράβαση των άρθρων 303Α(1) και 20 του Ποινικού Κώδικα Κεφ.154 (60 κατηγορίες), παράνομη κατοχή, νομή και χρήση γης, κατά παράβαση των άρθρων 281(1)(α) και 20 του Κεφ.154 (60 κατηγορίες), νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, κατά παράβαση των άρθρων 4(1)(iii) και 5 του περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου του 2007 (Ν.188(Ι)/07) και του άρθρου 20 του Κεφ.154 (62 κατηγορίες) και συνωμοσίας προς διάπραξη κακουργήματος, κατά παράβαση του άρθρου 371 του Κεφ.154 (60 κατηγορίες). Με βάση τις, επί του κατηγορητηρίου, λεπτομέρειες των κατηγοριών, η ακίνητη περιουσία που αφορά τα αδικήματα, βρίσκεται στα χωριά Ακανθού, Τρίκωμο και Γαστριά, Επαρχίας Αμμοχώστου και στο χωριό Αγίου Αμβροσίου, Επαρχίας Κερύνειας.
Πριν ο Κατηγορούμενος απαντήσει στις ως άνω κατηγορίες, οι συνήγοροι του εξέφρασαν την πρόθεση να προωθήσουν προδικαστικές ενστάσεις, μεταξύ άλλων, και ως προς τη δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου να εκδικάσει την παρούσα υπόθεση. Η υπόθεση ορίστηκε για τον σκοπό αυτό, καθώς και για Απάντηση, στις 27.9.2024. Ο συνήγορος της Κατηγορούσας Αρχής, δήλωσε ότι οι προδικαστικές ενστάσεις που επιθυμεί να εγείρει η Υπεράσπιση μπορούν να ακουστούν, όντως, προτού ο Κατηγορούμενος απαντήσει στις κατηγορίες που αντιμετωπίζει, αφού τούτο θα είναι προς το συμφέρον της διαδικασίας.
Κατόπιν των πιο πάνω, στις 18.10.2024 τα μέρη αγόρευσαν ενώπιον μας προς υποστήριξη των εκατέρωθεν θέσεων τους. Διεξήλθαμε με κάθε προσοχή τόσο τις γραπτές παρατηρήσεις που καταχωρήθηκαν εκ μέρους των μερών και ακούσαμε με προσήλωση τις, εκατέρωθεν, προφορικές τους θέσεις. Αυτές δύνανται να συνοψιστούν ως ακολούθως:
Ξεκινούμε επισημαίνοντας ότι, έρεισμα για τις θέσεις της Υπεράσπισης αποτελεί ο τόπος όπου κείται η ακίνητη περιουσία που αφορά τα αδικήματα που αντιμετωπίζει ο Κατηγορούμενος και συγκεκριμένα, ως αναφέρθηκε, «… σχετίζονται με ιδιοκτησία η οποία βρίσκεται στις μη ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές της Δημοκρατίας (στο εξής ΜΕΚΔΠ) και πιο συγκεκριμένα στις κατεχόμενες Επαρχίες Κερύνεια και Αμμοχώστου.».
Η πρώτη προδικαστική ένσταση, εδράζεται στο διεθνές εθιμικό δίκαιο, το οποίο, ως υποστήριξαν, αποτελεί την κύρια πηγή του διεθνούς δικαίου και μέρος του κοινοδικαίου. Εισηγούνται ότι το Άρθρο 169 του Συντάγματος, το οποίο αποδίδει υπέρτερη ισχύ στις διεθνείς συμβάσεις έναντι της εσωτερικής νομοθεσίας, θα πρέπει να ισχύσει, κατ’ αναλογία και σε σχέση με το διεθνές εθιμικό δίκαιο, το οποίο δεσμεύει την Κυπριακή Δημοκρατία. Παραπέμποντας σε συγγράμματα και αρθρογραφήσεις ακαδημαϊκών καθώς και σε αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ), Αγγλικών Δικαστηρίων και Δικαστηρίων άλλων χωρών, εισηγήθηκαν ότι, με βάση τους κανόνες του διεθνούς εθιμικού δικαίου, για να μπορούν τα Δικαστήρια της Κυπριακής Δημοκρατίας να ασκήσουν, νόμιμα, δικαιοδοσία επιβολής σε σχέση με ακίνητη ιδιοκτησία που βρίσκεται στις μη ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές, πρέπει η Κυπριακή Δημοκρατία να έχει κανονιστική δικαιοδοσία σε σχέση με την εν λόγω ακίνητη ιδιοκτησία, κάτι που, κατά τη θέση τους, δεν υφίσταται εν προκειμένω.
Οι συνήγοροι Υπεράσπισης αναγνώρισαν ότι η κυριαρχία της Κυπριακής Δημοκρατίας επεκτείνεται σε ολόκληρο το έδαφος της, πλην όμως εισηγήθηκαν ότι η αναγνώριση της κυριαρχίας ενός κράτους δεν σημαίνει αυτομάτως ότι αυτό έχει, ή μπορεί να ασκεί δικαιοδοσία σε ολόκληρη την εδαφική του επικράτεια, καθότι η άσκηση δικαιοδοσίας εξαρτάται από τις συνθήκες που επικρατούν στο εν λόγω κράτος. Με αναφορά στο Άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου Αρ. 10 της Πράξης Προσχώρησης της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση[[1]], υποστήριξαν ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση, θεωρεί ότι η Κυπριακή Δημοκρατία δεν έχει, στο παρόν στάδιο, κανονιστική δικαιοδοσία στις μη ελεγχόμενες από αυτήν περιοχές. Υπέδειξαν επίσης ότι, από το 1974, η Κυπριακή Δημοκρατία, δεν ασκεί αποτελεσματικό έλεγχο στα εδάφη της, τα οποία βρίσκονται υπό τουρκική κατοχή και στα οποία η Τουρκία ασκεί πραγματικό έλεγχο, μέσω της, υποτελούς, τοπικής διοίκησης της, ούτω καλούμενης, «Τουρκικής Δημοκρατίας της Βορείας Κύπρου». Σύμφωνα με την Υπεράσπιση, μία de facto αρχή, είτε αυτή αναγνωρίζεται από τη διεθνή κοινότητα είτε όχι, η οποία ασκεί πραγματικό έλεγχο επί του εδάφους ενός κράτους, θεωρείται ότι έχει αρμοδιότητα να ασκεί κανονιστική δικαιοδοσία και δικαιοδοσία επιβολής σε σχέση με όλα τα θέματα στο έδαφος, το οποίο βρίσκεται υπό τον πραγματικό της έλεγχο. Περαιτέρω, με αναφορά σε αρθρογραφία[[2]] και αποφάσεις Αγγλικών και Γερμανικών Δικαστηρίων[[3]], υποστήριξαν ότι οι «νόμοι» της «Τουρκικής Δημοκρατίας της Βορείας Κύπρου» έχουν αναγνωριστεί και ότι οι de facto αρχές της «Τουρκικής Δημοκρατίας της Βορείας Κύπρου» ήταν αρμόδιες να ρυθμίζουν τα δικαιώματα που αφορούν ακίνητη ιδιοκτησία που βρίσκεται στις μη ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές.
Οι συνήγοροι Υπεράσπισης, αναφέρθηκαν στην υπόθεση Loizidou v. Turkey, Application No.15318/89 ECHR, Judgment 18 December 1996, η οποία, ως είπαν, προβάλλεται ενίοτε ως απόδειξη ότι η «Τουρκική Δημοκρατία της Βορείας Κύπρου» δεν μπορεί να ρυθμίσει τα δικαιώματα επί της ακίνητης περιουσίας στις μη ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές, ή για να αμφισβητηθεί η κανονιστική δικαιοδοσία της «Τουρκικής Δημοκρατίας της Βορείας Κύπρου». Σύμφωνα με την Υπεράσπιση, στην υπόθεση Loizidou v. Turkey (ανωτέρω) το Δικαστήριο περιόρισε τα ευρήματα του σε σχέση με την εγκυρότητα του άρθρου 159 του «Συντάγματος» της «Τουρκικής Δημοκρατίας της Βορείας Κύπρου» και του «Νόμου» Αρ.52/1995 στο πλαίσιο αποκλειστικά της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) και των Πρωτοκόλλων της. Επεσήμαναν δε ότι στην υπόθεση Cyprus v. Turkey, Application No. 25781/94, ECHR, Judgment 10 May 2001, το ΕΔΑΔ ανέφερε ότι η Επιτροπή απέφυγε να προβεί σε γενικές δηλώσεις σχετικά με την εγκυρότητα των πράξεων των αρχών της «Τουρκικής Δημοκρατίας της Βορείας Κύπρου» από απόψεως διεθνούς δικαίου. Επίσης το ΕΔΑΔ, ως ανέφεραν, δεν αποδέχθηκε την αρχική θέση της Κυπριακής Δημοκρατίας ότι το εφαρμοστέο δίκαιο στις μη ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές παρέμεινε το δίκαιο της Κυπριακής Δημοκρατίας. Αντίθετα, ως προέβαλαν οι συνήγοροι, το ΕΔΑΔ εξέτασε και εφάρμοσε τους «νόμους» της «Τουρκικής Δημοκρατίας της Βορείας Κύπρου» σε πολλές ενώπιον του υποθέσεις[[4]] και αποδέχθηκε την κανονιστική της δικαιοδοσία σε σχέση με τα θέματα που προκύπτουν στο έδαφος το οποίο βρίσκεται υπό τον πραγματικό της έλεγχο[[5]]. Καταλήγουν, επισημαίνοντας ότι τα ευρήματα του ΕΔΑΔ αφορούσαν στο ερώτημα του κατά πόσον αναγνωρίζονται από το Δικαστήριο οι «νόμοι» της «Τουρκικής Δημοκρατίας της Βορείας Κύπρου» και όχι στο κατά πόσο η «Τουρκική Δημοκρατίας της Βορείας Κύπρου» έχει κανονιστική δικαιοδοσία σε σχέση με την ακίνητη ιδιοκτησία που βρίσκεται στις μη ελεγχόμενες από αυτήν περιοχές.
Με αναφορά σε αποφάσεις του ΕΔΑΔ[[6]], υποστήριξαν ότι το ΕΔΑΔ έχει την άποψη ότι η κανονιστική δικαιοδοσία και δικαιοδοσία επιβολής σε σχέση με θέματα που αφορούν τις μη ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές ανήκει στην «Τουρκική Δημοκρατία της Βορείας Κύπρου» και στα δικαστήρια της. Υπέδειξαν ότι επιβάλλεται και ως θέμα κοινής λογικής, ότι δεν μπορούν να υφίστανται δύο Αρχές οι οποίες να απολαμβάνουν κανονιστική δικαιοδοσία και δικαιοδοσία επιβολής για το ίδιο θέμα. Και τούτο γιατί, αυτό θα οδηγούσε, ως ανέφεραν, σε ένα «πόλεμο μεταξύ νόμων» ή «σύγκρουση νόμων» μεταξύ ανταγωνιστικών αρχών και συνακόλουθα σε αδικαιολόγητη ταλαιπωρία και ανασφάλεια δικαίου στους ιδιώτες και σε παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τους, χωρίς οι ίδιοι να ευθύνονται. Σε σχέση με την υπό κρίση υπόθεση, ήταν η θέση της Υπεράσπισης ότι η εφαρμογή των διατάξεων του Ποινικού Κώδικα, αναφορικά με ιδιοκτησία που βρίσκεται στις μη ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές, ουσιαστικά, καθιστά τον Κατηγορούμενο υποκείμενο σε ποινικό έλεγχο και στις δύο περιοχές, για διαφορετικούς λόγους, στη βάση νόμων που συγκρούονται μεταξύ τους.
Αναφορά έγινε και στην υπόθεση Orams David Charles κ.ά. ν. Μελέτη Αποστολίδη, (2006) 1 A.A.Δ.1402. Σύμφωνα με την Υπεράσπιση, σε εκείνη την υπόθεση, αν και είχε εγερθεί το θέμα της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου που εξέδωσε την πρωτόδικη απόφαση, εντούτοις αυτό δεν εξετάστηκε, ενώ το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) στην απόφαση του στην υπόθεση C-420/07 Apostolides v. Orams, Judgment 28 April 2009, δεν ερωτήθηκε και δεν εξέτασε, υπό τις αρχές του διεθνούς εθιμικού δικαίου, το κατά πόσον το Δικαστήριο της Κυπριακής Δημοκρατίας ήταν αρμόδιο να εκδώσει τέτοια απόφαση, δηλαδή να ασκήσει δικαιοδοσία επιβολής σε σχέση με ιδιοκτησία και πρόσωπα που βρίσκονται στις μη ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές, ούτε εξέτασε ποια αρχή είναι αρμόδια να ρυθμίζει τα θέματα αυτά, διότι δεν τέθηκαν τέτοια θέματα προς εξέταση ενώπιον του.
Ως εκ των ανωτέρω, είναι η θέση της Υπεράσπισης ότι, υπό το φως του διεθνούς εθιμικού δικαίου, από τη στιγμή που η Κυπριακή Δημοκρατία δεν έχει κανονιστική δικαιοδοσία σε σχέση με την ακίνητη ιδιοκτησία στις μη ελεγχόμενες από την ίδια περιοχές, η άσκηση ποινικής δικαιοδοσίας από το παρόν Δικαστήριο είναι παράνομη.
Η δεύτερη προδικαστική ένσταση εδράζεται στο διεθνές δίκαιο της πολεμικής κατοχής, με βάση το οποίο, ως υποστηρίζει η Υπεράσπιση, η Κυπριακή Δημοκρατία δεν έχει ούτε κανονιστική δικαιοδοσία, ούτε δικαιοδοσία επιβολής στις κατεχόμενες περιοχές, ενόσω διαρκεί η κατοχή. Υποστηρίζουν, με αναφορά στις πρόνοιες του άρθρου 43 των Hague Regulations concerning the Laws and Customs of War on Land, ότι η υποχρέωση της κατοχικής δύναμης, που αφορά την αποκατάσταση και εξασφάλιση της δημόσιας τάξης, στο μέτρο του δυνατού, θα πρέπει να ερμηνεύεται πλατιά ώστε να περιλαμβάνει και την οικονομική τάξη στις κατεχόμενες περιοχές και αυτό περιλαμβάνει και τη ρύθμιση και το καθεστώς εγκαταλειφθείσας περιουσίας στις κατεχόμενες περιοχές.
Με αναφορά στις πρόνοιες του άρθρου 64(1) της Τέταρτης Σύμβασης της Γενεύης, αναφορικά με την Προστασία των Αμάχων σε συνθήκες Πολέμου, υποστήριξαν, πρώτον, ότι η κανονιστική δικαιοδοσία δεν ανήκει στους θεσμούς της εκδιωχθείσας κυρίαρχης αρχής που βρίσκονται εκτός της κατεχόμενης περιοχής, οπόταν, η θέσπιση των αδικημάτων και η αύξηση των ποινών του Ποινικού Κώδικα, αντίστοιχα το 2005 και 2006, για τα οποία κατηγορείται ο Κατηγορούμενος, στο βαθμό που εφαρμόζονται σε σχέση με ιδιοκτησία στις μη ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές, συνιστά σαφή παραβίαση του διεθνούς δικαίου και δεύτερον, ότι δεν εναπόκειται στην εκδιωχθείσα κυρίαρχη αρχή να επανακαθορίσει την αρμοδιότητα και δικαιοδοσία των Δικαστηρίων της, ανά επαρχία, ούτως ώστε να αποδώσει κατά τόπο, ή άλλη αρμοδιότητα σε σχέση με ζητήματα που αφορούν τις κατεχόμενες περιοχές, στα Δικαστήρια της. Προβάλουν, επομένως τη θέση ότι η πρακτική της Κυπριακής Δημοκρατίας, μετά το 1974, να αναγνωρίζει αρμοδιότητα και δικαιοδοσία αναφορικά με ποινικά αδικήματα που διαπράττονται στις μη ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές, σύμφωνα και με το δίκαιο της ανάγκης, αντιτίθεται στο δίκαιο της πολεμικής κατοχής.
Καταλήγοντας, οι συνήγοροι Υπεράσπισης υποστήριξαν ότι δεν μπορούν τα Δικαστήρια της Κυπριακής Δημοκρατίας να έχουν δικαιοδοσία αναφορικά με αδικήματα τα οποία προβλέφθηκαν εκ των υστέρων στη νομοθεσία της και τα οποία, κατ’ ισχυρισμό, διαπράχθηκαν στις μη ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές. Δικαιοδοσία αναφορικά με αυτά, είναι η θέση τους ότι έχουν τα Δικαστήρια των εν λόγω περιοχών. Η δε νομοθεσία της Κυπριακής Δημοκρατίας δεν μπορεί, ως υπέδειξαν, να τυγχάνει εφαρμογής στις μη ελεγχόμενες από την ίδια περιοχές και συνακόλουθα, το παρόν Δικαστήριο δεν μπορεί να την εφαρμόσει αναφορικά με αδικήματα τα οποία έχουν, κατ’ ισχυρισμό, διαπραχθεί σε σχέση με ιδιοκτησία που βρίσκεται στις εν λόγω περιοχές.
Στη βάση των πιο πάνω, οι συνήγοροι Υπεράσπισης, υπέβαλλαν τη θέση ότι η ανάληψη δικαιοδοσίας από το παρόν Δικαστήριο, παραβιάζει δικαιώματα του Κατηγορούμενου, τα οποία κατοχυρώνονται από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), και ειδικότερα το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη (άρθρο 6), το δικαίωμα στην προσωπική ελευθερία (άρθρο 5), ως επίσης και το άρθρο 18 της ΕΣΔΑ, καθώς η ποινική δίωξη συνεχίζεται για εξυπηρέτηση αλλότριων σκοπών.
Στον αντίποδα, οι συνήγοροι της Κατηγορούσας Αρχής, εξέφρασαν εκ διαμέτρου αντίθετη θέση, απορρίπτοντας τις ενστάσεις, ως ανεδαφικές και/ή ανυπόστατες. Υπέδειξαν ότι η αμφισβήτηση της δικαιοδοσίας του Κακουργιοδικείου, στο πλαίσιο που τίθεται από την Υπεράσπιση, υπονομεύει την κρατική υπόσταση της Δημοκρατίας και δη την ικανότητα ενός, διεθνώς αναγνωρισμένου, κράτους να επιβάλλει τους νόμους του στο ίδιο το έδαφος του. Υποστήριξαν, ότι η δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου αντλείται από το άρθρο 5 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154, που εισάγει στο εσωτερικό δίκαιο την αρχή της εδαφικότητας. Ομοίως, το άρθρο 20 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν.14/1960), στον οποίο προβλέπεται η δικαιοδοσία των Κακουργιοδικείων. Ανέφεραν, μεταξύ άλλων, ότι «έδαφος» ενός κράτους σημαίνει τη γεωγραφική του έκσταση και προϋποθέτει την ύπαρξη καθορισμένων και, διεθνώς αναγνωρισμένων, συνόρων. Παρέπεμψαν στον ορισμό «έδαφος», ως προνοείται στο άρθρο 5(3) του Κεφ.154 και στο άρθρο 1 της Συνθήκης Εγκαθιδρύσεως της Κυπριακής Δημοκρατίας, επισημαίνοντας ότι, με βάση το Άρθρο 185 του Συντάγματος, «Το έδαφος της Δημοκρατίας είναι ενιαίον και αδιαίρετον.».
Αναπτύσσοντας την επιχειρηματολογία τους, σημείωσαν ότι η παράνομη τουρκική εισβολή το 1974 και η συνεχιζόμενη παράνομη κατοχή από την Τουρκία, μέρους του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας, επέφερε αλλαγή των πραγματικών δεδομένων επί του εδάφους και δη την αποστέρηση της δυνατότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας να ασκεί αποτελεσματικό έλεγχο σε μέρος του εδάφους της. Παρά ταύτα, σύμφωνα με την Κατηγορούσα Αρχή, η Κυπριακή Δημοκρατία, παραμένει, ως ένα νομίμως συσταθέν και ανεξάρτητο κράτος, κυρίαρχη σε όλη την εδαφική επικράτεια της, περιλαμβανομένου του τμήματος εκείνου, στο οποίο δεν ασκεί αποτελεσματικό έλεγχο και έχει υποχρέωση να εφαρμόσει τον νόμο στο σύνολο της επικράτειας της και να προστατεύσει τους φορείς ατομικών δικαιωμάτων. Προς υποστήριξη της εισήγησης τους, παρέπεμψαν στην απόφαση του ΕΔΑΔ στην υπόθεση O.J. and J.O. v. Georgia and Russia, Applications Nos. 42126/15 and 42127/15, Judgment 19 March 2024.
Με παραπομπή στην υπόθεση Loizidou v. Turkey (ανωτέρω), οι συνήγοροι της Κατηγορούσας Αρχής σημείωσαν ότι η, ούτω καλούμενη, «Τουρκική Δημοκρατία της Βορείας Κύπρου», δεν έχει κρατική υπόσταση και δεν αναγνωρίζεται, διεθνώς, ως κράτος, ούτε και έχει οποιοδήποτε νομικό καθεστώς, αλλά αντιμετωπίζεται ως μία, de facto, «τοπική διοίκηση» των κατεχομένων, εξ ολοκλήρου υποτελής στην Τουρκία. Οι «πολιτικές» και οι «πράξεις» της, περιλαμβανομένων «νομοθεσιών» που «θεσπίζει» καταλογίζονται και αποδίδονται στην Τουρκία, η οποία, ως κατοχική δύναμη, ασκεί αποτελεσματικό έλεγχο επί των κατεχομένων εδαφών, δια της παρουσίας των στρατευμάτων της. Τόνισαν, ότι το σκεπτικό της απόφασης Loizidou v. Turkey (ανωτέρω), άπτεται της απόδοσης διεθνούς ευθύνης στην Τουρκία ως κατοχικής δύναμης, καθώς και της υποχρέωσης της να διασφαλίζει, τα δικαιώματα που απορρέουν από την ΕΣΔΑ και όχι η αμφισβήτηση, ή και διάβρωση, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, της κυριαρχίας, ή της δικαιοδοσίας του κράτους, το έδαφος του οποίου τελεί υπό κατοχή.
Προς επίρρωση των θέσεων τους, οι συνήγοροι της Κατηγορούσας Αρχής παρέπεμψαν στις πρόνοιες του Άρθρου 1 του Πρωτοκόλλου Αρ. 10 της Πράξης Προσχώρησης της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, από το οποίο, ως υπέδειξαν, καθίσταται σαφές ότι η κυριαρχία της Κυπριακής Δημοκρατίας επί ολόκληρου του εδάφους της και κατ’ επέκταση, η δικαιοδοσία της δεν είναι και ουδέποτε ήταν υπό αμφισβήτηση. Παρέπεμψαν επίσης στην υπόθεση Apostolides v Orams (ανωτέρω), τονίζοντας ότι το Δικαστήριο υιοθέτησε στενή ερμηνεία στην αναστολή εφαρμογής του κεκτημένου που θεσπίζεται με το Πρωτόκολλο Αρ. 10, κρίνοντας ότι η αναστολή αυτή δεν εμποδίζει την αναγνώριση και εκτέλεση στην Αγγλία απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, παρά το ότι η τελευταία αφορά σε ακίνητη ιδιοκτησία που βρίσκεται στις κατεχόμενες περιοχές, όπου η εφαρμογή του κεκτημένου έχει, προσωρινά, ανασταλεί.
Πέραν των ανωτέρω, οι συνήγοροι της Κατηγορούσας Αρχής υπέδειξαν ότι τα δικαστήρια της Δημοκρατίας, τόσο σε πρώτο βαθμό, όσο και κατ’ έφεση, έχουν ήδη εκδικάσει ποινικές υποθέσεις[[7]], αναφορικά με αδικήματα που διαπράχθηκαν, σε κατεχόμενα εδάφη, γεγονός που καταδεικνύει την αναγνώριση δικαιοδοσίας, η οποία ως ζήτημα δημόσιας τάξης εξετάζεται και αυτεπάγγελτα.
Σε σχέση με την επίκληση του διεθνούς εθιμικού δικαίου από την Υπεράσπιση, η Κατηγορούσα Αρχή υποστήριξε ότι αυτή γίνεται γενικά και αόριστα, χωρίς να προσδιορίζονται οι πηγές των κανόνων, που κατ’ ισχυρισμό, τυγχάνουν εφαρμογής, λόγου χάρη αποφάσεις ή γνωμοδοτήσεις του Διεθνούς Δικαστηρίου Δικαιοσύνης, πρόνοιες διεθνών συνθηκών, διπλωματική αλληλογραφία, ρηματικές διακοινώσεις και άλλα. Σε κάθε περίπτωση, υποστήριξαν ότι η άσκηση της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου στην παρούσα υπόθεση, είναι απόλυτα σύμφωνη με τους κανόνες του δημοσίου διεθνούς δικαίου. Υπέδειξαν ότι, ακόμα και αν μία κατοχική δύναμη, εν προκειμένω η Τουρκία, ασκεί περιορισμένα εξουσία στις περιοχές τις οποίες ελέγχει στρατιωτικά, αυτό ουδόλως παρεμποδίζει ή περιορίζει ή αποκλείει την άσκηση από το κυρίαρχο κράτος της κανονιστικής δικαιοδοσίας του. Το ζήτημα αυτό, υποστήριξαν ότι ηγέρθη και αποτέλεσε αντικείμενο της διαδικασίας στην υπόθεση Apostolides v Orams (ανωτέρω), με την οποία, ως αναφέρουν, το ΔΕΕ επιβεβαιώνει τη δικαιοδοσία των Κυπριακών Δικαστηρίων σε ολόκληρη την επικράτεια της Δημοκρατίας. Επισημαίνουν, περαιτέρω ότι, το Βρετανικό Εφετείο, στηριζόμενο στην απόφαση του ΔΕΕ, απέρριψε επιχείρημα σχετικά με τη δικαιοδοσία της Κυπριακής Δημοκρατίας, το οποίο εδράζετο στην επίκληση των κανόνων του διεθνούς εθιμικού δικαίου[[8]].
Σημειώνουν περαιτέρω, ότι οι Αγγλικές αποφάσεις στις οποίες παρέπεμψε η Υπεράσπιση προς επίρρωση της θέσης της ότι έχουν αναγνωριστεί κάποιες «πράξεις» των μη αναγνωρισμένων de facto αρχών της «Τουρκικής Δημοκρατίας της Βορείας Κύπρου», θα πρέπει να ιδωθούν στο περιορισμένο πλαίσιο των δικών τους γεγονότων και περιστατικών, λαμβάνοντας περαιτέρω υπόψη ότι η Κυπριακή Δημοκρατία δεν ήταν διάδικος στις εν λόγω υποθέσεις.
Οι συνήγοροι της Κατηγορούσας Αρχής παρέπεμψαν στην παράγραφο 125 της Γνωμοδότησης (Advisory Opinion) του Διεθνούς Δικαστηρίου[[9]], γνωστής ως «η εξαίρεση Ναμίμπια», υποδεικνύοντας ότι, το διεθνές δίκαιο καθορίζει, με περιοριστικό τρόπο, ποιες πράξεις μίας de facto, μη διεθνώς αναγνωρισμένης αρχής, δύνανται, κατ’ εξαίρεση, να τύχουν κάποιας αναγνώρισης, ούτως ώστε να διασφαλιστεί, για ανθρωπιστικούς λόγους, η ελάχιστη προστασία και διαβίωση του πληθυσμού που διαμένει στο έδαφος υπό τον έλεγχο της. Υποστήριξαν δε ότι η «εξαίρεση Ναμίμπια» δεν εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση καθότι η παρανομία της «Τουρκικής Δημοκρατίας της Βορείας Κύπρου», η οποία προκύπτει από παραβιάσεις θεμελιωδών κανόνων του διεθνούς δικαίου (jus cogens) περί απαγόρευσης χρήσης βίας και τους κανόνες του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου, εγείρει σειρά υποχρεώσεων της διεθνούς κοινότητας για μη αναγνώριση της καθώς και υποχρεώσεων μη υποστήριξης/υποβοήθησης του εν λόγω καθεστώτος. Στη βάση των ανωτέρω και λαμβανομένων υπόψη των συνεπειών στη διεθνή έννομη τάξη, σημείωσαν ότι, η «εξαίρεση Ναμίμπια», είναι ιδιαίτερα στενή και πρέπει να εφαρμόζεται περιοριστικά. Οι δε πράξεις της «Τουρκικής Δημοκρατίας της Βορείας Κύπρου» που αποσκοπούν στη νομιμοποίηση συναλλαγών σε ακίνητη περιουσία Ελληνοκυπρίων στις κατεχόμενες περιοχές, δεν εμπίπτουν στις περιορισμένες κατηγορίες περιπτώσεων της «εξαίρεσης Ναμίμπια», καθότι η τελευταία αφορούσε θέματα καθημερινής ιδιωτικής ζωής και όχι τη, μαζικής κλίμακας, παράνομη κατάσχεση ακίνητης περιουσίας που ανήκει σε άλλους. Τόνισαν ότι η εν λόγω διαφοροποίηση αναγνωρίστηκε από το ΕΔΑΔ στην υπόθεση Demopoulos and Others v. Turkey, Applications Nos 46113/99, 3843/02 and others [2010] ECHR, Judgment 1 March 2010.
Σε συνάφεια με τα ανωτέρω, οι συνήγοροι τόνισαν ότι στην προκειμένη περίπτωση, ο Κατηγορούμενος δεν είναι άτομο που διαμένει στο κατεχόμενο έδαφος της Δημοκρατίας υπό καθεστώς κατοχής και ο οποίος ζητά την αναγνώριση συγκεκριμένων πράξεων για να καταστεί δυνατή η εκεί διαβίωση του, αλλά, ως θα διαφανεί από τη μαρτυρία, πρόκειται για ξένο και έμπειρο επενδυτή στην αγορά ακινήτων, ο οποίος επέλεξε, ιδίω κινδύνω και παρά τις ρητές προειδοποιήσεις της Ισραηλινής κυβέρνησης, να προβεί σε παράνομες συναλλαγές με στόχο το κέρδος, εκμεταλλευόμενος την παρανομία της μαζικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας Ελληνοκυπρίων στα κατεχόμενα από το κατοχικό καθεστώς. Στη βάση των πιο πάνω, η Κατηγορούσα Αρχή υποστήριξε ότι η παραπομπή της Υπεράσπισης σε περιπτώσεις όπου έχει τύχει εφαρμογής η εξαίρεση Ναμίμπια είναι άκρως παραπλανητική.
Σε σχέση με τη δεύτερη προδικαστική ένσταση, οι συνήγοροι της Κατηγορούσας Αρχής υποστήριξαν ότι η Υπεράσπιση παρερμηνεύει τους κανόνες του διεθνούς δικαίου της κατοχής και καταλήγει, κατά τρόπο παραπλανητικό, σε λανθασμένα συμπεράσματα. Αναπτύσσοντας την επιχειρηματολογία τους, υπέδειξαν ότι, τόσο η Τουρκία όσο και η ούτω καλούμενη «Τουρκική Δημοκρατία της Βορείας Κύπρου», δύνανται να ασκούν, στις κατεχόμενες περιοχές, μόνο τις εξουσίες που αναγνωρίζονται σε μία κατοχική δύναμη από το διεθνές δίκαιο της κατοχής. Με βάση αυτό, η κατοχή αποτελεί μία προσωρινή κατάσταση, η οποία δεν έχει ως αποτέλεσμα τη μεταβίβαση της κυριαρχίας επί των κατεχόμενων περιοχών στην κατοχική δύναμη. Με παραπομπή στην Γνωμοδότηση του Διεθνούς Δικαστηρίου [[10]], τόνισαν ότι η προσωρινότητα της κατοχής δίδει στην κατοχική δύναμη μόνο προσωρινές εξουσίες, υπό το καθεστώς διαχείρισης και επικαρπίας, πλην όμως αυτές δεν μπορούν να επιφέρουν μόνιμα αποτελέσματα επί ακίνητης περιουσίας που βρίσκεται στις κατεχόμενες περιοχές, αλλά ασκούνται κατ’ εξαίρεση και για συγκεκριμένους λόγους. Οι συνήγοροι σημειώνουν, περαιτέρω, με παραπομπή στο άρθρο 46 των Hague Regulations[[11]], ότι το διεθνές δίκαιο της κατοχής, προβλέπει ρητά ότι η ιδιωτική περιουσία δεν δύναται να κατασχεθεί, αλλά θα πρέπει να τυγχάνει σεβασμού από την κατοχική δύναμη. Ως εκ των ανωτέρω, υποστήριξαν ότι αποκλείονται από τις εξουσίες της κατοχικής δύναμης οποιεσδήποτε συναλλαγές πώλησης και μεταβίβασης τίτλου της ακίνητης ιδιοκτησίας που βρίσκεται στις κατεχόμενες περιοχές.
Επί τούτου, υπέδειξαν επίσης ότι η ούτω καλούμενη «Τουρκική Δημοκρατία της Βορείας Κύπρου», δεν αντιστοιχεί στις τοπικές αρχές του πληθυσμού που τελεί υπό την κατοχή της Τουρκίας, αλλά δρα ως εκπρόσωπος της ίδιας της κατοχικής δύναμης. Πρόβαλαν περαιτέρω ότι το άρθρο 64(1) της Τέταρτης Σύμβασης της Γενεύης[[12]] αφορά τα ποινικά δικαστήρια των τοπικών αρχών του πληθυσμού που βρίσκεται υπό κατοχή, που στην προκειμένη περίπτωση, ως αναφέρουν, δεν αντιστοιχούν στα «ποινικά δικαστήρια» της «Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου», η οποία ταυτίζεται για όλους τους σκοπούς με την κατοχική δύναμη.
Στο πλαίσιο αυτό, οι συνήγοροι της Κατηγορούσας Αρχής, εξέφρασαν τη θέση ότι είναι οι αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας που συνεχίζουν να διατηρούν την κανονιστική δικαιοδοσία σε σχέση με τις κατεχόμενες περιοχές για όλα τα ζητήματα για τα οποία δεν νομιμοποιείται, υπό το διεθνές δίκαιο της κατοχής, να ασκήσει εξουσία η κατοχική δύναμη. Μάλιστα, υποστήριξαν ότι το δικαίωμα του εκδιωχθέντος Κράτους να νομοθετεί, σε σχέση με τις κατεχόμενες περιοχές του εδάφους του, αναγνωρίζεται διεθνώς και επιβεβαιώνεται από τη διεθνή πρακτική. Προς επίρρωση της θέσης αυτής, οι συνήγοροι παρέπεμψαν στο ‘’Manual of the Law of Armed Conflict’’ του Υπουργείου Άμυνας του Ηνωμένου Βασιλείου και σε συγγράμματα[[13]]. Περαιτέρω, ήταν η θέση τους ότι το καθεστώς της ακίνητης περιουσίας και τα δικαιώματα των Ελληνοκύπριων ιδιοκτητών επί της εν λόγω περιουσίας συνεχίζουν να διέπονται από τη νομοθεσία της Κυπριακής Δημοκρατίας, γι’ αυτό και το ιδιοκτησιακό καθεστώς των περιουσιών αυτών παραμένει στους Ελληνοκύπριους ιδιοκτήτες, είτε αυτοί ήταν οι νόμιμοι ιδιοκτήτες το 1974, είτε έλαβαν νόμιμο τίτλο ακολούθως, δια μεταβίβασης ή κληρονομίας. Προς επίρρωση της θέσης τους παρέπεμψαν στην απόφαση Demopoulos and Others v. Turkey (ανωτέρω).
Καταληκτικά, οι συνήγοροι της Κατηγορούσας Αρχής υποστήριξαν ότι οι αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας, περιλαμβανομένων των Δικαστηρίων της, δεν έχουν οποιαδήποτε υποχρέωση υπό το διεθνές δίκαιο να αναγνωρίσουν ή να σεβαστούν τις πράξεις της κατοχικής δύναμης που διέπουν τις περιουσίες στις κατεχόμενες περιοχές, περιλαμβανομένων των «νομοθεσιών» που θεσπίζει, η κατοχική δύναμη στο κατεχόμενο μέρος του εδάφους της Δημοκρατίας.
Αναφορικά με τη θέση της Υπεράσπισης, περί παραβίασης των δικαιωμάτων του Κατηγορούμενου που κατοχυρώνονται με τα άρθρα 6, 5 και 18 της ΕΣΔΑ, συνεπεία της ανάληψης δικαιοδοσίας από το παρόν Δικαστήριο, η Κατηγορούσα Αρχή, επισημαίνει ότι η απόρριψη από το Δικαστήριο των ενστάσεων περί έλλειψης δικαιοδοσίας, συμπαρασύρει σε απόρριψη και τους όποιους ισχυρισμούς περί παραβίασης αυτών.
Το πρώτο δικό μας σχόλιο, αφορά τη χρονική στιγμή έγερσης των προδικαστικών ενστάσεων, ήτοι πριν την απάντηση στις κατηγορίες. Επί του ζητήματος αυτού υπήρχε σύγκλιση μεταξύ των μερών, ότι, πράγματι αυτό είναι το κατάλληλο στάδιο. Συμφωνούμε και εμείς με τη θέση αυτή. Αρκεί να παραπέμψουμε στην υπόθεση Αγρόκτημα Λανίτη Λτδ & άλλοι v. Γενικού Εισαγγελέα (1991) 1 Α.Α.Δ. 225, στην οποία επισημαίνεται ότι θέματα που άπτονται της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου πρέπει να επιλύονται το ενωρίτερο δυνατό, καθώς επίσης ότι είναι αντινομικό το Δικαστήριο να αναλαμβάνει και να ασκεί δικαιοδοσία εκτός του πεδίου της αρμοδιότητας του.
Με δεδομένο λοιπόν ότι βρισκόμαστε στο κατάλληλο στάδιο, προχωρούμε στην εξέταση των προδικαστικών ενστάσεων.
Το ουσιαστικό ερώτημα, που εγείρεται και πρέπει να απαντηθεί, λαμβάνοντας υπόψη τις προδικαστικές ενστάσεις της Υπεράσπισης, είναι κατά πόσον τα Κυπριακά Δικαστήρια και κατ’ επέκταση το παρόν Κακουργιοδικείο κέκτηται δικαιοδοσίας να δικάσει τον Κατηγορούμενο για τα αδικήματα που αντιμετωπίζει, δεδομένου ότι αυτά εδράζονται σε νόμους της Κυπριακής Δημοκρατίας, ενώ οι κατ’ ισχυρισμό αξιόποινες πράξεις αφορούν σε ακίνητη περιουσία που βρίσκεται στις κατεχόμενες Επαρχίες Κερύνειας και Αμμοχώστου.
Κατ’ αρχάς, για να απαντηθεί το ερώτημα αυτό, ξεκινούμε από το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, τον Υπέρτατο Νόμο, ο οποίος περιλαμβάνει τις βασικές αξίες, τα δικαιώματα των πολιτών της Κυπριακής Δημοκρατίας, τους όρους αλλά και τις προϋποθέσεις για την σωστή και ομαλή λειτουργία ενός κράτους. Σύμφωνα λοιπόν με το Άρθρο 185.1 του Συντάγματος, προνοείται ότι «Το έδαφος της Δημοκρατίας είναι ενιαίον και αδιαίρετον.».
Προχωρώντας, σύμφωνα με τον Περί Δικαστηρίων Νόμο του 1960 (Ν.14/1960), μέσω του οποίου εγκαθιδρύθηκαν τα Δικαστήρια, συμπεριλαμβανομένου και των Κακουργιοδικείων, για να «ασκώσι τoιαύτηv δικαιoδoσίαv και εξoυσίας, oίαι αvατίθεvται εις αυτά υπό τoυ παρόvτoς vόμoυ ή oιoυδήπoτε άλλoυ εκάστoτε εv ισχύϊ vόμoυ», στο άρθρο 20(1)(α), καθορίζεται η ποινική δικαιοδοσία των Κακουργιοδικείων, όπου και προνοεί ότι:
«20.-(1) Τηρoυμέvoυ τoυ άρθρoυ 156 τoυ Συvτάγματoς έκαστov Κακoυργιoδικείov θα έχη δικαιoδoσίαv vα δικάζη όλα τα αδικήματα τα τιμωρoύμεvα υπό τoυ Πoιvικoύ Κώδικoς ή oιoυδήπoτε άλλoυ vόμoυ, τα oπoία διεπράχθησαv-
(α) εvτός τωv oρίωv της Δημoκρατίας, ή
…………….»
Σχετικό βέβαια είναι και το άρθρο 5 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, το οποίο καθορίζει τα εδαφικά όρια της ποινικής δικαιοδοσίας των Δικαστηρίων της Κυπριακής Δημοκρατίας. Σε ό,τι, εν προκειμένω, ενδιαφέρει, προνοεί τα ακόλουθα:
«5.-(1) Ο Ποινικός Κώδικας και οποιοσδήποτε άλλος νόμος που συνιστά αδίκημα, εφαρμόζονται σε όλα τα αδικήματα τα οποία διαπράχτηκαν-
(α) εντός του εδάφους της Δημοκρατίας, ή
……….
……….
(3) Για τους σκοπούς του άρθρου αυτού-
………..
……….
“έδαφος της Δημοκρατίας” περιλαμβάνει τα χωρικά της ύδατα, τον εναέριο χώρο πάνω από τη Δημοκρατία και τα χωρικά της ύδατα και οποιοδήποτε πλοίο ή αεροσκάφος εγγεγραμμένο στη Δημοκρατία οπουδήποτε βρίσκεται αυτό, εκτός εάν, δυνάμει του διεθνούς δικαίου, το εν λόγω πλοίο ή αεροσκάφος υπόκειται κατά το σχετικό χρόνο, λόγω της θέσεώς του, στην αποκλειστική δικαιοδοσία αλλοδαπού δικαίου.»
Τέλος, στο δε άρθρο 1 της Συνθήκης Εγκαθιδρύσεως της Κυπριακής Δημοκρατίας, προσδιορίζεται τι περιλαμβάνει το έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Συγκεκριμένα προνοεί ότι:
«The territory of the Republic of Cyprus shall comprise the Island of Cyprus, together with the islands lying off its coast, with the exception of the two areas defined in Annex A to this Treaty, which areas shall remain under the sovereignty of the United Kingdom. These areas are in this Treaty and its Annexes referred to as the Akrotiri Sovereign Base Area and the Dhekelia Sovereign Base Area.».
(Η υπογράμμιση είναι δική μας)
Αποτελεί, αναμφίβολα, αντικείμενο δικαστικής γνώσης, πέραν του γεγονότος ότι έχει αναγνωριστεί και από το ΕΔΑΔ στην υπόθεση Loizidou v. Turkey (ανωτέρω), ότι με την τουρκική εισβολή το 1974 κατακτήθηκε από την Τουρκία και κατέχεται μέχρι και σήμερα ένα μεγάλο μέρος της εδαφικής κυριαρχίας της Κυπριακής Δημοκρατίας. Αποτέλεσμα τούτου είναι η Τουρκία να ασκεί πραγματικό έλεγχο στις κατεχόμενες περιοχές που παράνομα κατέχει. Ωστόσο, επισημαίνεται ότι, το γεγονός αυτό, δεν ακυρώνει τα κυριαρχικά δικαιώματα της Κυπριακής Δημοκρατίας στο σύνολο της επικράτειας της χώρας, συμπεριλαμβανομένων των περιοχών που βρίσκονται υπό στρατιωτική κατοχή από την Τουρκία. Επί τούτου επισημαίνουμε ότι το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, με το ψήφισμα 541/1983, χαρακτήρισε τη δήλωση απόσχισης μέρους της Κυπριακής Δημοκρατίας νομικά άκυρη και ζήτησε την ανάκληση της. Παράλληλα, κάλεσε όλα τα κράτη να σέβονται την κυριαρχία, ανεξαρτησία, εδαφική ακεραιότητα και το αδέσμευτο της Κυπριακής Δημοκρατίας και να μην αναγνωρίζουν οποιοδήποτε Κυπριακό κράτος, άλλο από την Κυπριακή Δημοκρατία[[14]]. Ανάλογη θέση εξέφρασαν τον Νοέμβριο του 1983 η Επιτροπή Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης, η Ευρωπαϊκή Κοινότητα και οι Αρχηγοί Κυβερνήσεων της Κοινοπολιτείας.
Όπως ορθά υποδεικνύουν αμφότεροι οι συνήγοροι των μερών, σχετική με το αδιαμφισβήτητο της κυριαρχίας της Κυπριακής Δημοκρατίας σε ολόκληρο το έδαφός της, όπως αυτό καθορίζεται στη Συνθήκη Εγκαθίδρυσης, είναι η υπόθεση Latomia Estates Ltd και Άλλοι ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ.391.
Ερχόμαστε τώρα στο ζητούμενο που δεν είναι άλλο από το κατά πόσο η Κυπριακή Δημοκρατία έχει κανονιστική δικαιοδοσία και δικαιοδοσία επιβολής σε σχέση με ακίνητη ιδιοκτησία που βρίσκεται στις κατεχόμενες περιοχές, ανεξαρτήτως του ότι η κυριαρχία της εκτείνεται στο σύνολο της επικράτειας της χώρας, κάτι το οποίο, εν πάση περιπτώσει, δεν έτυχε αμφισβήτησης από την Υπεράσπιση
Η απάντηση στο ερώτημα, είναι σαφέστατα καταφατική και οι λόγοι είναι πασιφανείς.
Οι συνήγοροι Υπεράσπισης, ενώ δεν αμφισβητούν τα κυριαρχικά δικαιώματα της Κυπριακής Δημοκρατίας σε ολόκληρη την εδαφική της επικράτεια, με παραπομπή στο άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου Αρ. 10, το οποίο συνάφθηκε ταυτόχρονα με τη Συνθήκη Προσχώρησης της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, προώθησαν τη θέση ότι η διεθνής κοινότητα και ειδικότερα η Ευρωπαϊκή Ένωση, θεωρούν ότι η Κυπριακή Δημοκρατία και συνακόλουθα η Ευρωπαϊκή Ένωση, στο παρόν στάδιο, δεν έχει κανονιστική δικαιοδοσία στις κατεχόμενες περιοχές. Η πιο πάνω θέση, θεωρούμε ότι δεν υποστηρίζεται ούτε από τις πρόνοιες του ίδιου του Πρωτοκόλλου, αλλά ούτε και από τις γενικότερες αρχές του Κοινοτικού δικαίου. Το άρθρο 1(1) του Πρωτοκόλλου ανέστειλε την εφαρμογή του κεκτημένου στις περιοχές της Δημοκρατίας επί των οποίων η κυβέρνηση της Δημοκρατίας της Κύπρου δεν μπορεί να ασκήσει αποτελεσματικό έλεγχο. Με την πιο πάνω πρόνοια, το Πρωτόκολλο αυτό ανεγνώρισε ότι η Κυπριακή Δημοκρατία είναι η αναγνωρισμένη Δημοκρατία, οι νόμοι της οποίας ισχύουν και αφορούν ολόκληρο το γεωγραφικό της χώρο, και με την κυβέρνηση της να είναι και η μόνη νόμιμη κυβέρνηση. Η νομική αυτή πραγματικότητα αναγνωρίστηκε και στην απόφαση του ΕΔΑΔ Loizidou v. Turkey (ανωτέρω). Επιπλέον, στην υπόθεση Apostolides ν. Orams (ανωτέρω), το ΔΕE, εξετάζοντας τα προδικαστικά ερωτήματα που τέθηκαν από το Αγγλικό Εφετείο, αποφάσισε, μεταξύ άλλων, και ότι η αναστολή εφαρμογής του Κοινοτικού Κεκτημένου στις μη ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές, που προβλέπεται στο άρθρο 1(1) του Πρωτοκόλλου, δεν εμποδίζει την εκδίκαση υποθέσεων από τα Δικαστήρια της Κυπριακής Δημοκρατίας, σε σχέση με περιουσίες που βρίσκονται στα κατεχόμενα.
Περαιτέρω, η απόφαση, ημερομηνίας 19.01.2010, του Βρετανικού Εφετείου στην υπόθεση Apostolides ν. Orams, [2010] EWCA Civ 9, Judgment 19.1.2010, σαφώς επιβεβαιώνει ότι η Κυπριακή Δημοκρατία έχει δικαιοδοσία στο σύνολο της επικράτειας της χώρας συμπεριλαμβανομένων των περιοχών που βρίσκονται στις κατεχόμενες περιοχές. Συγκεκριμένα το Βρετανικό Εφετείο απέρριψε τις θέσεις που προέβαλε μία ένωση Βρετανών υπηκόων που ζουν ως κάτοικοι στις κατεχόμενες περιοχές στους οποίους δόθηκε άδεια να παρέμβουν, μέσω γραπτών παρατηρήσεων, με τις οποίες υποστήριζαν ότι οι σχετικές κυπριακές αποφάσεις παραβιάζουν τους εθιμικούς κανόνες του διεθνούς δικαίου περί κρατικής δικαιοδοσίας. Πρόβαλαν περαιτέρω ότι η Κυπριακή Δημοκρατία, δεν ασκεί δικαιοδοσία στις κατεχόμενες περιοχές και ότι η «Τουρκική Δημοκρατίας της Βορείας Κύπρου», ως de facto αρχή στο βόρειο μέρος της Κύπρου, είναι αρμόδια, σύμφωνα με το εθιμικό διεθνές δίκαιο, να ασκεί ρυθμιστική και εκτελεστική δικαιοδοσία σε όλα τα θέματα που βρίσκονται υπό τον αποτελεσματικό της έλεγχο, συμπεριλαμβανομένης της ακίνητης περιουσίας που βρίσκεται στις κατεχόμενες περιοχές. Θεωρούμε ότι το πιο κάτω απόσπασμα απαντά πλήρως στο ερώτημα που καλούμαστε να αποφασίσουμε, όπου χαρακτηρίστηκα λέχθηκαν τα ακόλουθα:
«56. As to the BRS submissions, the acknowledged powers of de facto authorities under customary international law in my judgment add nothing in the present context to the submissions made on behalf of the respondents. The ECJ made its ruling in full awareness of the "practical matters" involved in Cyprus. In so far as the submissions challenge the judgment of the ECJ, they are doomed to failure. In so far as they rely on customary international law in a policy context, they add nothing. The objections to enforcement are not enhanced by reliance on customary international law rather than resolutions of the Security Council and actions of the Secretary General. Invoking customary international law notions of powers of de facto authorities does not in this context override or impinge either upon the legitimacy of the judgment of the ECJ or the duties of United Kingdom courts in relation to article 34(1) of the Regulation.»
Σε ελεύθερη μετάφραση:
«56. Όσον αφορά τους ισχυρισμούς του BRS, οι αναγνωρισμένες εξουσίες των de facto αρχών βάσει του εθιμικού διεθνούς δικαίου κατά την κρίση μου δεν προσθέτουν τίποτα στο παρόν πλαίσιο στις παρατηρήσεις που έγιναν εκ μέρους των εναγόμενων. Το ΔΕΕ έλαβε την απόφασή του έχοντας πλήρη επίγνωση των «πρακτικών θεμάτων» που εμπλέκονται στην Κύπρο. Στο βαθμό που οι παρατηρήσεις αμφισβητούν την απόφαση του ΔΕΕ, είναι καταδικασμένες σε αποτυχία. Στο βαθμό που βασίζονται στο εθιμικό διεθνές δίκαιο σε ένα πλαίσιο πολιτικής, δεν προσθέτουν τίποτα. Οι αντιρρήσεις για την επιβολή δεν ενισχύονται από το εθιμικό διεθνές δίκαιο, αλλά από ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας και ενέργειες του Γενικού Γραμματέα. Η επίκληση εννοιών του εθιμικού διεθνούς δικαίου περί εξουσιών των de facto αρχών δεν παρακάμπτει ούτε θίγει ούτε τη νομιμότητα της απόφασης του ΔΕΕ ούτε τα καθήκοντα των δικαστηρίων του Ηνωμένου Βασιλείου σε σχέση με το άρθρο 34 παράγραφος 1 του κανονισμού.»
Ως προς το επιχείρημα της Υπεράσπισης, ότι η ίδια η Κυπριακή Δημοκρατία έχει αναγνωρίσει ότι δεν έχει δικαιοδοσία στις κατεχόμενες περιοχές και τούτο γιατί σε αρκετές περιπτώσεις περιορίζει την εφαρμογή των νόμων της στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές και σε ορισμένες περιπτώσεις περιορίζει ακόμη και την ερμηνεία της έννοιας της Δημοκρατίας μόνο στις ελεγχόμενες από την Δημοκρατία περιοχές, εν πρώτοις, σημειώνουμε ότι το επιχείρημα αυτό προβάλλεται σε ένα γενικό και αόριστο πλαίσιο. Ανεξαρτήτως όμως τούτου, ως προς τον ισχυρισμό για περιορισμό, από την ίδια την Κυπριακή Δημοκρατία, σε αρκετές περιπτώσεις, της εφαρμογής των νόμων της στις ελεγχόμενες περιοχές, σημειώνουμε ότι λαμβάνουμε δικαστική γνώση από τις υποθέσεις που τίθενται ενώπιον μας και δη ότι καταχωρούνται υποθέσεις οι οποίες αφορούν αδικήματα που διαπράχθηκαν στις κατεχόμενες περιοχές, κατά παράβαση διατάξεων του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ.105, στον οποίο αναφέρθηκε επί τούτου και η Υπεράσπιση. Επίσης, από την πλούσια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, διαφαίνεται η εφαρμογή του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (Ν.6(Ι)/2000), μέσα από υποθέσεις που καταχωρούνται ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας, από πρόσωπα που αφίχθηκαν στις κατεχόμενες περιοχές της Δημοκρατίας και μέσω των κατεχομένων περιοχών πέρασαν στις ελεύθερες περιοχές όπου υπέβαλαν αίτηση διεθνούς προστασίας στη βάση του προαναφερόμενου Νόμου - στον οποίο επίσης αναφέρθηκε η Υπεράσπιση. Είναι λοιπόν πρόδηλο, από τα ανωτέρω, πως η Κυπριακή Δημοκρατία δεν περιορίζεται στην εφαρμογή των νόμων της μόνο στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές.
Σε ότι αφορά τώρα στην επίκληση της Υπεράσπισης του περί Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος και Γενικότερα περί Κοινωνικών Παροχών Νόμου του 2014 (Ν. 109(I)/2014), στον οποίο, ως υπέδειξε, περιορίζεται η ερμηνεία της έννοιας της Δημοκρατίας μόνο στις ελεγχόμενες περιοχές, θεωρούμε ότι σε καμία περίπτωση δεν μπορεί βάσιμα να προβάλλεται το επιχείρημα ότι αυτό συνιστά αναγνώριση έλλειψης δικαιοδοσίας. Και τούτο γιατί, ο Νόμος επιβάλλει περιορισμούς, δικαιολογημένους κατά την κρίση μας, δεδομένης της αδυναμίας άσκησης οποιασδήποτε εξουσίας εκ μέρους της Κυπριακής Δημοκρατίας, επί των ατόμων που έχουν τη διαμονή τους στο κατεχόμενο τμήμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, όπως αδύνατη είναι και η επιβολή οποιασδήποτε υποχρέωσης συνεισφοράς στα δημόσια βάρη - μέρος των οποίων αποτελούν κατ’ ελάχιστον οι ειδικές χορηγίες - αναλόγως των δυνάμεων των πολιτών που διαμένουν εκεί στη βάση διάφορων φορολογικών νόμων που έχουν ψηφιστεί κατ’ επιταγή του Άρθρο 24.1 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας (βλ. Mehmet Birinci, Meral Birinci v. Δημοκρατίας, Προσφυγή 911/04, ημερ.14/02/2016). Είναι, κατά συνέπεια, αβάσιμο και αυτό το επιχείρημα της Υπεράσπισης.
Ούτε οι παραπομπές από την Υπεράσπιση στις αποφάσεις Βρετανικών Δικαστηρίων αλλά και Δικαστηρίων άλλων χωρών, στις οποίες αναγνωρίστηκαν κάποιες πράξεις που διενεργήθηκαν από την ούτω καλούμενη «Τουρκική Δημοκρατία της Βορείας Κύπρου», κρίνουμε ότι παρεμποδίζουν ούτε και αποκλείουν την άσκηση από την Κυπριακή Δημοκρατία της κανονιστικής δικαιοδοσίας της, καθότι σε εκείνες τις υποθέσεις οι πράξεις αφορούσαν στην καθημερινή ζωή ανθρώπων που διέμεναν στις κατεχόμενες περιοχές.
Επί τούτου σημειώνουμε ότι σύμφωνα με τη Γνωμάτευση του Διεθνούς Δικαστηρίου στην υπόθεση Ναμίμπια[[15]], συγκεκριμένες πράξεις μιας de facto, μη διεθνώς αναγνωρισμένης κυβέρνησης, δύνανται να τύχουν αναγνώρισης, κατ’ εξαίρεση, όταν αναφέρονται αποκλειστικά στην αναγνώριση οργάνων και πράξεων οι οποίες εξυπηρετούν τους κατοίκους της περιοχής, χωρίς να θεωρείται ότι οδηγούν σε άμεση ή έμμεση αναγνώριση της εν λόγω κυβέρνησης.
Συνακόλουθα, θεωρούμε ότι η πιο πάνω εξαίρεση δεν μπορεί να αποτελέσει κανόνα, ως θέλει να προβάλλεται από την Υπεράσπιση και επομένως δεν εφαρμόζεται στην παρούσα περίπτωση. Όπως είναι πολύ καλά γνωστό αλλά και παραδεκτό από τις δύο πλευρές στα κατεχόμενα εδάφη λειτουργεί μια παράνομη μη αναγνωρισμένη διοίκηση, ήτοι η ούτω καλούμενη «Τουρκική Δημοκρατία της Βορείας Κύπρου» η οποία είναι υποτελής στην κατοχική δύναμη [βλ. Loizidou v. Turkey, (ανωτέρω)]. Η Τουρκία, κατά παράβαση του διεθνούς δικαίου, το 1974 εισέβαλε και κρατά μέχρι σήμερα το 37% περίπου του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η Γνωμάτευση του Διεθνούς Δικαστηρίου στην υπόθεση Ναμίμπια, καθώς επίσης και η συλλογιστική της πλειοψηφίας του ΕΔΔΑ στην Τέταρτη Διακρατική Προσφυγή της Κύπρου εναντίον της Τουρκίας, αναφέρονται αποκλειστικά στην αναγνώριση οργάνων και πράξεων οι οποίες εξυπηρετούν τους κατοίκους της κατεχόμενης περιοχής[[16]]. Είναι επομένως σαφές ότι οποιεσδήποτε πράξεις της ούτω καλούμενης «Τουρκικής Δημοκρατίας της Βορείας Κύπρου» οι οποίες αποσκοπούν στη νομιμοποίηση συναλλαγών σε σχέση με ακίνητη περιουσία ελληνοκυπριακής ιδιοκτησίας που βρίσκεται στο κατεχόμενο μέρος της Κύπρου δεν εμπίπτουν στις περιπτώσεις που, κατ’ εξαίρεση, δύναται να τύχουν κάποιας αναγνώρισης.
Στην υπόθεση Demopoulos and Others v. Turkey (ανωτέρω), το ΕΔΑΔ ρητά αναγνώρισε ότι η κατάσταση στην Ναμίμπια διαφέρει από αυτή στο κατεχόμενο μέρος της Κύπρου, αναφέροντας χαρακτηριστικά τα ακόλουθα:
«94. The Court agrees that the issue before the International Court of Justice was different, and that the situation in Namibia differs from that in northern Cyprus, in particular since the applicants in these cases are not living under occupation in a situation in which basic daily reality requires recognition of certain legal relationships but are rather seeking to vindicate, from another jurisdiction, their rights to property under the control of the occupying power.»
Σε ελεύθερη μετάφραση:
«94. Το Δικαστήριο συμφωνεί ότι το ζήτημα ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου ήταν διαφορετικό και ότι η κατάσταση στη Ναμίμπια διαφέρει από αυτή στη βόρεια Κύπρο, ιδίως επειδή οι αιτούντες σε αυτές τις υποθέσεις δεν ζουν υπό κατοχή σε μια κατάσταση στην οποία η βασική καθημερινή πραγματικότητα απαιτεί αναγνώριση ορισμένων έννομων σχέσεων, αλλά μάλλον επιδιώκουν να δικαιώσουν, από άλλη δικαιοδοσία, τα δικαιώματά τους στην ιδιοκτησία υπό τον έλεγχο της κατοχικής εξουσίας.»
Επί του δικαιώματος ενός κυρίαρχου και διεθνώς αναγνωρισμένου κράτους, ως είναι η Κυπριακή Δημοκρατία, να εφαρμόσει τους νόμους του στο σύνολο της επικρατείας του, συμπεριλαμβανομένων και περιοχών που δεν ασκεί αποτελεσματικό έλεγχο, αναφορά αξίζει να γίνει στην υπόθεση OJ and JO ν. Georgia and Russia (ανωτέρω), στην οποία το ΕΔΑΔ αποφάσισε ότι μολονότι η κυβέρνηση της Γεωργίας, δεν είχε αποτελεσματικό έλεγχο στις πράξεις των de facto αρχών της Αμπχαζία, εξακολουθούσε να έχει δικαιοδοσία σε αυτό και υποχρέωση να χρησιμοποιήσει όλα τα νομικά και διπλωματικά μέσα που διαθέτει για την προστασία των δικαιωμάτων και ελευθεριών των πολιτών της στις περιοχές αυτές.
Συνακόλουθα, στην προκειμένη περίπτωση, λαμβάνοντας υπόψη τις λεπτομέρειες αδικήματος των κατηγοριών που αποδίδονται στον Κατηγορούμενο, σύμφωνα με τις οποίες αυτός φέρεται να προέβη σε δόλιες συναλλαγές σε σχέση με ακίνητη περιουσία ιδιοκτησίας Ελληνοκυπρίων, παράνομη κατοχή και χρήση αυτής αλλά και νομιμοποίησης εσόδων από τις προαναφερόμενες φερόμενες παράνομες δραστηριότητες του, η Κυπριακή Δημοκρατία έχει δικαίωμα, καθώς και υποχρέωση, να εφαρμόσει τους νόμους της για να προστατεύσει το συνταγματικό δικαίωμα στην ιδιοκτησία των προσώπων που φέρονται να είναι ιδιοκτήτες της εν λόγω ακίνητης περιουσίας. Συνεπάγεται, ως εκ τούτου ότι και τα Δικαστήρια της Κυπριακής Δημοκρατίας έχουν δικαιοδοσία επιβολής σε σχέση με τα ποινικά αδικήματα που αποδίδονται στον Κατηγορούμενο.
Οι πιο πάνω διαπιστώσεις του Δικαστηρίου βρίσκουν έρεισμα και στην πολύ πρόσφατη απόφαση του Εφετείου, Ιωάννης Σεκερσάββας κ.ά ν. Τουρκικής Δημοκρατίας, Πολ. Έφ. Αρ. 415/2019, ημερ. 31.10.2024, στην οποία, υπό μορφή παρενθετικού σχολίου, το Εφετείο αναφέρθηκε σε «κάποιες αυτονόητες, πλην αναγκαίες να τονίζονται, βασικές αρχές» ως χαρακτηρίστηκα ανέφερε, τις οποίες παραθέτουμε αυτούσιες:
«Πρώτον, η Τουρκία φέρει την αποκλειστική ευθύνη για τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στις κατεχόμενες περιοχές της Κύπρου σε βάρος των προσφύγων, καθώς ασκεί εκεί πραγματικό/ουσιαστικό έλεγχο. Αυτό αναδείχθηκε [και] στην υπόθεση Loizidou v. Turkey, Application No. 15318/89, European Court of Human Rights (ECHR), Judgment 18 December 1996 και επιβεβαιώθηκε στην υπόθεση Demopoulos and Others v. Turkey, Application Nos. 46113/99, 3843/02, 13769/02, and others, [2010] ECHR 221, Judgment 1 March 2010.
Δεύτερον, τα Δικαστήρια της Κυπριακής Δημοκρατίας, ως τα μόνα, νόμιμα δικαστήρια της χώρας, έχουν δικαιοδοσία σε όλη την επικράτεια, περιλαμβανομένων και των κατεχόμενων περιοχών, ασχέτως του γεγονότος ότι δεν είναι δυνατός ο αποτελεσματικός, de facto έλεγχος, στα κατεχόμενα, λόγω της τουρκικής εισβολής και κατοχής.
Τρίτον, το δικαίωμα αναγνώρισης της ιδιοκτησίας των περιουσιών των προσφύγων στα κατεχόμενα, έναντι σφετεριστών και άλλων παρανόμως κατεχόντων, είναι κατοχυρωμένο στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ). Οι αρχές αυτές, μεταξύ άλλων, επιβεβαιώθηκαν στην υπόθεση C-420/07, Apostolides v. Orams, [2009] ECR I-03571.»
Επίσης, στην εν λόγω απόφαση σημειώθηκαν και τα ακόλουθα, άκρως σημαντικά:
«Συνεπώς, το να υποβιβαστούν και να εξισωθούν οι πράξεις και οι ευθύνες της Τουρκίας με αυτές του αδικοπραγήσαντος (tortfeasor), του χρεώστη (debtor), του παρανόμως κατέχοντος (trespasser) και ούτω καθεξής υπό την έννοια του αστικού-εμπορικού-ιδιωτικού δικαίου, ώστε να επιτραπεί να εναχθεί υπό τέτοια ιδιότητα, ενώπιον κυπριακού Δικαστηρίου, μόνον επιζήμια φρονούμε μπορεί να αποδειχθεί για τα δικαιώματα των εφεσειόντων, αλλά και των προσφύγων ευρύτερα. Το κατάλληλο «forum» για τέτοιες υποθέσεις ήταν και είναι, τηρουμένων της νομολογίας, τα αρμόδια διεθνή Δικαστήρια. Δεν ισχύει κατ’ ανάγκη το ίδιο για τα πρόσωπα (νομικά ή φυσικά) που κατέχουν, διαχειρίζονται, σφετερίζονται ή εμπορεύονται «επί του εδάφους» παράνομα τις περιουσίες των προσφύγων, όπου εκεί, τόσο σε αστικό επίπεδο όσο και σε ποινικό, δύναται να παρθούν στα δικαστήρια μας, ένδικα μέτρα.»
Με βάση λοιπόν όλα όσα αναφέρονται ανωτέρω, απορρίπτουμε τη θέση της Υπεράσπισης ότι οι de facto αρχές της ούτω καλούμενης «Τουρκικής Δημοκρατίας της Βορείας Κύπρου» στις κατεχόμενες περιοχές είναι αρμόδιες, στη βάση του διεθνούς εθιμικού δικαίου, να ασκούν κανονιστική δικαιοδοσία και δικαιοδοσία επιβολής σε σχέση με όλα τα θέματα υπό τον πραγματικό τους έλεγχο, περιλαμβανομένης της ακίνητης ιδιοκτησίας που βρίσκεται στις εν λόγω περιοχές.
Αυτό που απομένει επομένως να εξεταστεί είναι εάν, με βάση το διεθνές δίκαιο της πολεμικής κατοχής, η νομοθεσία της Κυπριακής Δημοκρατίας δεν μπορεί να τυγχάνει εφαρμογής στις κατεχόμενες περιοχές και ως εκ τούτου το παρόν Δικαστήριο δεν μπορεί να την εφαρμόσει αναφορικά με αδικήματα τα οποία φέρονται να έχουν διαπραχθεί σε στις εν λόγω περιοχές.
Κατ’ αρχάς επισημαίνουμε ότι οι υποχρεώσεις της κατοχικής δύναμης ορίζονται κυρίως στα άρθρα 42 έως 56 των Hague Regulations και στα άρθρα 27 έως 34 και 47 έως 78 της Τέταρτης Σύμβασης της Γενεύης καθώς επίσης και σε ορισμένες διατάξεις του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου Ι και το διεθνές εθιμικό δίκαιο. Σύμφωνα με τους βασικούς κανόνες, η κατοχική δύναμη δεν αποκτά κυριαρχία επί των κατεχόμενων περιοχών και η κατοχή είναι προσωρινή.
Επισημαίνουμε περαιτέρω ότι σύμφωνα με το άρθρο 43 των Hague Regulations, η κατοχική δύναμη πρέπει κατ' αρχήν να σέβεται το δίκαιο που ισχύει στην κατεχόμενη επικράτεια, εκτός εάν εμποδίζεται απολύτως να το πράξει. Αυτός ο κανόνας συμπληρώνεται από το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 64 της Τέταρτης Σύμβασης της Γενεύης, το οποίο, κατ' εξαίρεση, επιτρέπει στην κατοχική δύναμη να επιβάλλει διατάξεις οι οποίες είναι απαραίτητες για να της επιτρέψουν να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της βάσει της Τέταρτης Σύμβασης της Γενεύης και για τη διατήρηση της εύρυθμης διακυβέρνησης της επικράτειας και για τη διασφάλιση της ασφάλειας της κατοχικής δύναμης, των μελών και της περιουσίας της (βλ. παρ. 134 Advisory Opinion του Διεθνούς Δικαστηρίου[[17]]).
Σύμφωνα δε με το άρθρο 55 των Hague Regulations η κατοχική δύναμη θεωρείται μόνον διαχειριστής και επικαρπωτής, μεταξύ άλλων, της ακίνητης περιουσίας που βρίσκεται στις κατεχόμενες περιοχές. Ως επισημαίνεται στο Advisory Opinion του Διεθνούς Δικαστηρίου, η κατοχή νοείται ως μια προσωρινή κατάσταση πραγμάτων, κατά την οποία η άσκηση εξουσίας από την κατοχική δύναμη σε ξένο έδαφος γίνεται ανεκτή προς όφελος του τοπικού πληθυσμού (βλ. παρ. 106).
Σύμφωνα με το άρθρο 46 των Hague Regulations, η ιδιωτική ιδιοκτησία πρέπει να γίνεται σεβαστή και δεν μπορεί να κατασχεθεί. Ως επισημαίνεται στo Advisory Opinion του Διεθνούς Δικαστηρίου σε σχέση με το προαναφερόμενο άρθρο, η απαγόρευση δήμευσης ιδιωτικής περιουσίας, δεν επιτρέπει εξαιρέσεις, είτε για στρατιωτικές ανάγκες είτε για άλλες. Επισημαίνει περαιτέρω ότι η κατοχική δύναμη έχει καθήκον να διαχειρίζεται τη δημόσια περιουσία για όφελος του ντόπιου πληθυσμού, ή κατ' εξαίρεση για την κάλυψη των αναγκών του στρατού κατοχής (βλ. παρ. 122).
Στρεφόμενοι στα δεδομένα της παρούσας υπόθεσης και στη βάση όσων έχουν προαναφερθεί, η κατάσχεση ιδιωτικής ακίνητης περιουσίας από την «Τουρκική Δημοκρατία της Βορείας Κύπρου» μέσω της οποίας ενεργεί η Τουρκία, σαφώς παραβιάζει το διεθνές δίκαιο. Το διεθνές δίκαιο της κατοχής επιτρέπει στην κατοχική δύναμη μόνο ορισμένες κανονιστικές εξουσίες κατ’ εξαίρεση και για συγκεκριμένους λόγους, στους οποίους σαφώς δεν συγκαταλέγεται η πώληση, η αποξένωση ή η ανάπτυξη ιδιωτικής περιουσίας η οποία υφαρπάχτηκε από την κατοχική δύναμη.
Καταλήγουμε, ως εκ των ανωτέρω, ότι η Κυπριακή Δημοκρατία σαφώς έχει κανονιστική δικαιοδοσία σε σχέση με τις κατεχόμενες περιοχές για όλα τα ζητήματα συμπεριλαμβανομένων αυτών που αφορούν ακίνητη περιουσία στα κατεχόμενα. Συνακόλουθα, καταλήγουμε ότι ούτε η δεύτερη προδικαστική ένσταση μπορεί να παρέχει έρεισμα για απαλλαγή του Κατηγορουμένου από τις κατηγορίες που αντιμετωπίζει σε αυτό το στάδιο.
Συνεκτιμώντας λοιπόν όλα τα πιο πάνω, καταλήγουμε, ότι το Κακουργιοδικείο έχει δικαιοδοσία να εκδικάσει τις, υπό αναφορά, κατηγορίες.
Ως εκ των ανωτέρω, οι δύο προδικαστικές ενστάσεις που άπτονται της δικαιοδοσίας του Κακουργιοδικείου απορρίπτονται στην ολότητα τους. Η κατάληξη μας αυτή συμπαρασύρει σε απόρριψη και την τρίτη προδικαστική ένσταση της Υπεράσπισης, με δεδομένο ότι η όλη επιχειρηματολογία για την παραβίαση δικαιωμάτων του Κατηγορούμενου είχε υπόβαθρο την έλλειψη δικαιοδοσίας του Κακουργιοδικείου να εκδικάσει την παρούσα υπόθεση.
(Υπ.) Χρ. Παρπόττα, Π.Ε.Δ.
(Υπ.) Χρ. Ρασπόπουλος, Α.Ε.Δ.
(Υπ.) Π. Σαββίδης, Ε.Δ.
Πιστόν Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
[1] Πράξη περί των όρων προσχωρήσεως της Τσεχικής Δημοκρατίας, της Δημοκρατίας της Εσθονίας, της Κυπριακής Δημοκρατίας, της Δημοκρατίας της Λετονίας, της Δημοκρατίας της Λιθουανίας, της Δημοκρατίας της Ουγγαρίας, της Δημοκρατίας της Μάλτας, της Δημοκρατίας της Πολωνίας, της Δημοκρατίας της Σλοβενίας και της Σλοβακικής Δημοκρατίας και των προσαρμογών των Συνθηκών επί των οποίων βασίζεται η Ευρωπαϊκή Ένωση - Πρωτόκολλο αριθ. 10 για την Κύπρο
[2] Jochen A Frowein, De Facto Regime, in: Max Planck Encyclopedia of Public International Law, Oxford University Press Online, March 2009, para.10.
[3] Stefan Talmon, Kollektive Nichtanerkennung illegaler Staaten [Collective Non-recognition of Illegal States] (2006), Verwalturngsgericht [Administrative Court] Bremen (5th Camber) Judgment 14 July 2022 -5 K 72/22, Polly Peck International v. Nadir (No2)[1992] 4 All ER769, Emin v. Yeldag (Attorney – General and Secretary of State for Foreign and Commonwealth Affairs Intervening, [2002] 1 FLR956, Hesperides Hotels Ltd and Another v. Aegean Turkish Holidays Ltd and Muftizade, [1978] QB 205 at 218 F-G.
[4] Cyprus v. Turkey, Application No. 25781/ 94, ECHR, Judgment 10 May 2021, Alexandrou v. Turkey, Application No. 16162/90, Judgment 29 July 2009, Xenides-Arestis v. Turkey, Application No. 46347/99, Judgment 7 December 2006, Judgment 22 December 2005, and Decision as to Admissibility 2 September 2004, Demopoulos and others v. Turkey, Applications Nos. 46113/99, 3843/02, 13751/02, 13466/03, 10200/04, 14163/04, 19993/04, 21819/04, Judgment 1 March 2010.
[5] Cyprus v. Turkey, Application No. 25781/ 94, ECHR, Judgement 10 May 2001, Güzelyurtlu and Others v. Cyprus and Turkey [GC], Application No. 36925/07, Judgment 29 January 2019, Foka v. Turkey, Application No.28940/95, Judgment 24 June 2008, Protopapa v. Turkey, Application No.16084/90, Judgment 24 February 2009.
[6] Cyprus v. Turkey, Application No. 25781/ 94, ECHR, Judgement 10 May 2001, Alexandrou v. Turkey, Application No. 16162/90, Judgment 29 July 2009, AFFAIRE KANATLI c. TÜRKİYE, Application No 18382/15, Judgement (Merits and Just Satisfaction) 12 March 2024.
[7] Agop Tutunciyan v. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ.524, Hassan M. Yasbek v. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ.282, Farzin Khoshroi Faten Sari v. Αστυνομίας, (1995) 2 Α.Α.Δ.78, Γεώργιος Βουβλινοπουλος κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ.59, Αστυνομικός Διευθυντής Λάρνακας ν. Yasar Sertgoz, Αρ. Υπ.16229/14, ημερ. 4.12.2014, Αστυνομικό Διευθυντής Λάρνακος ν. Volodymyr Kostornykh, Αρ. Υπ.16229/2008, ημερ. 6.11.2008 και Αστυνομικός Διευθυντής Λάρνακας ν. Mehmet Murat Yildirim, Αρ. Υπ. 2594/15, ημερ. 3.4.2015.
[8] Apostolides v. Orams [2010] EWCA Civ9, Judgment 19.1.2010
[9] Γνωμοδότηση (Advisory Opinion) του Διεθνούς Δικαστηρίου (ICJ), ‘’ Legal Consequences for States of the Continued Presence of South Africa in Namibia (South West Africa) Notwithstanding Security Council Resolution 276(1970) ’’.
[10] Legal Consequences arising from the Policies and Practices of Israel in the Occupied Palestinian Territory, including East Jerusalem, Advisory Opinion, ICJ, 19 July 2024.
[11] Regulations Respecting the Laws and Customs of War on Land annexed to the Fourth Hague Convention of 18 October 1907 (‘’Hague Regulations’’).
[12] Geneva Convention relative to the Protection of Civilian Persons in Time of War or 12 August 1949.
[13] E. Benvenisti, ‘’The International Law of Occupation’’, 1998, E. Feilchenfeld, ‘’The International Economic Law of Belligerent Occupation’’ 89 (1942), A.D. McNair, Legal Effects of War, Cambridge University Press 2nd ed., 1944.
[14] Επαναβεβαιώθηκε με το Ψήφισμα Συμβουλίου Ασφαλείας ΟΗΕ 550/1984 .
[15] Legal Consequences for States of the Continued Presence of South Africa in Namimbia, notwithstanding Security Council Resolution 276, Advisory Opinion of 21 June 1971, [1971] ICJ Rep.
[16] Α. Κ. Αιμιλιανίδης, «Η Υπέρβαση του Κυπριακού Συντάγματος», 2006.
[17] Legal Consequences arising from the Policies and Practices of Israel in the Occupied Palestinian Territory, including East Jerusalem, Advisory Opinion, ICJ, 19 July 2024.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο