ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ν. SHIMON MISTRIEL AYKOUT, Αρ. Υπόθεσης: 10806/2024, 11/9/2024
print
Τίτλος:
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ν. SHIMON MISTRIEL AYKOUT, Αρ. Υπόθεσης: 10806/2024, 11/9/2024

ΜΟΝΙΜΟ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

ΣΥΝΘΕΣΗ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ:  Χρ. Παρπόττα, Π.Ε.Δ.

                                                   Χρ. Ρασπόπουλος, Α.Ε.Δ.

                                                    Π. Σαββίδης, Ε.Δ.

 

Αρ. Υπόθεσης:  10806/2024

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

Κατηγορούσα Αρχή

 

v.

 

SHIMON MISTRIEL AYKOUT

 

                                                                                    Κατηγορούμενος

 

-------------

 

11 Σεπτεμβρίου, 2024

 

Εμφανίσεις:

Για την Κατηγορούσα Αρχή: κος Β. Μπίσσας

Για τον Κατηγορούμενο : κα Μ. Νεοφύτου μαζί με την κα Ν. Χαραλαμπίδου

 

Κατηγορούμενος παρών

 

Ε Ν Δ Ι Α Μ Ε Σ Η  Α Π Ο Φ Α Σ Η

(Αίτημα Κράτησης)

 

Ο Κατηγορούμενος αντιμετωπίζει 242 κατηγορίες, οι οποίες αφορούν τα αδικήματα δόλιας συναλλαγής σε ακίνητη περιουσία, παράνομης κατοχής, νομής και χρήσης γης, νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και συνομωσίας προς διάπραξη κακουργήματος κατά παράβαση των σχετικών προνοιών των Νόμων που αναφέρονται σε έκαστη κατηγορία. Σημειώνεται ότι η αναφερόμενη ακίνητη ιδιοκτησία στις πιο πάνω κατηγορίες αφορά σε κατεχόμενες από τον Τουρκικό στρατό περιουσίες, ευρισκόμενες σε κατεχόμενα χωριά της Αμμοχώστου και της Κερύνειας, στις οποίες περιουσίες ανεγείρονται οικοδομήματα, όπως ειδικότερα αναφέρονται σε έκαστη, αντίστοιχη, κατηγορία που αντιμετωπίζει ο Κατηγορούμενος.

 

Σημειώνεται ότι η υπόθεση καταχωρήθηκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο στις 19.06.2024, οπότε και ο Κατηγορούμενος παραπέμφθηκε σε δίκη ενώπιον του παρόντος Κακουργιοδικείου. Ενώπιον του παραπέμποντος Δικαστηρίου, η Κατηγορούσα Αρχή, είχε ζητήσει την κράτηση του Κατηγορουμένου στη βάση του κινδύνου φυγοδικίας, αίτημα το οποίο προσέκρουσε στην ένσταση της Υπεράσπισης. Στις 20.06.2024, το παραπέμψαν Δικαστήριο, με απόφαση του, έκρινε, το αίτημα της Κατηγορούσας Αρχής δικαιολογημένο και ως εκ τούτου διέταξε την κράτηση του Κατηγορουμένου  μέχρι την πρώτη εμφάνιση ενώπιον του Κακουργιοδικείου, ήτοι στις 09.09.2024.

 

Ο Κατηγορούμενος άσκησε έφεση κατά της ως άνω απόφασης του παραπέμποντος Δικαστηρίου. Η έφεση απορρίφθηκε στις 16.7.2024 και η πρωτόδικη απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας επικυρώθηκε (βλ. Shimon Mistriel Aykout v. Ασυνομίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 160/2024, ημερ. 16.07.2024).

 

Κατά την πρώτη εμφάνιση ενώπιον μας, για τους λόγους που φαίνονται στα πρακτικά, η υπόθεση ορίστηκε στις 27.09.2024 για Απάντηση στις κατηγορίες. Έπειτα, η Κατηγορούσα Αρχή ζήτησε όπως ο Κατηγορούμενος παραμείνει υπό κράτηση μέχρι την νέα ημερομηνία που ορίστηκε η υπόθεση, εδράζοντας το αίτημα της και πάλι, στον κίνδυνο φυγοδικίας.

 

Σημειωτέον ότι, ο συνήγορος της Κατηγορούσας Αρχής, εκφράζοντας την πρόθεση του να ζητήσει την κράτηση του Κατηγορουμένου, αρχικά ανέφερε ότι παρόμοιο αίτημα είχε εξεταστεί από το παραπέμπον Δικαστήριο, η απόφαση του οποίου επικυρώθηκε κατ’ έφεση και ακολούθως υπέβαλε ερώτημα προς το Δικαστήριο, κατά πόσον θα πρέπει να αγορεύσει εξ υπαρχής σχετικά με το αίτημα κράτησης. Υποβάλλοντας το ερώτημα αυτό, ο συνήγορος είχε, προφανώς, κατά νου τη νομολογιακή αρχή σύμφωνα με την οποία, μετά από την πρώτη διαταγή του Δικαστηρίου για κράτηση, το Δικαστήριο εξετάζει θέμα περαιτέρω κράτησης, όχι εξ΄ υπαρχής, αλλά μόνο με αναφορά σε νέα δεδομένα. Το Δικαστήριο κάλεσε τον συνήγορο της Κατηγορούσας Αρχής να αγορεύσει για υποστήριξη του αιτήματος κράτησης, κάτι που ο τελευταίος έπραξε, χωρίς να προωθήσει ευθέως τη θέση ότι αυτή η αρχή εφαρμόζεται εν προκειμένω. Έτσι, αγόρευσε παραθέτοντας εξ υπαρχής τους λόγους στους οποίους στηρίζεται το αίτημα, με αναφορά στη σοβαρότητα των αδικημάτων, την πιθανότητα καταδίκης, την ποινή που ενδέχεται να επιβληθεί και τους υποκειμενικούς παράγοντες που σχετίζονται με τον Κατηγορούμενο. 

 

Παρά το ότι, εν τέλει, δεν προωθήθηκε η θέση ότι το Κακουργιοδικείο δεσμεύεται καθ’ οιονδήποτε τρόπο από την απόφαση του παραπέμποντος Δικαστηρίου, κρίνουμε ορθό να αναφέρουμε τα ακόλουθα:

 

Στην υπόθεση Φώτος Χ’’ Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 45,  ο εφεσείων είχε παραπεμφθεί σε δίκη ενώπιον του Κακουργιοδικείου και παρά την ένσταση της Κατηγορούσας Αρχής, αφέθηκε ελεύθερος με όρους. Τήρησε του όρους και εμφανίστηκε, κατά την ορισθείσα ημερομηνία, ενώπιον του Κακουργιοδικείου όπου κατηγορήθηκε. Το Κακουργιοδικείο όρισε την υπόθεση σε άλλη ημερομηνία και κατόπιν αυτού, η Κατηγορούσα Αρχή υπέβαλε και πάλι αίτημα για κράτηση του εφεσείοντα, επικαλούμενη τα όσα είχαν και προηγουμένως τεθεί ενώπιον του παραπέμποντος Δικαστηρίου. Το Κακουργιοδικείο κατέληξε ότι δικαιολογείτο η κράτηση μέχρι τη νέα ορισθείσα ημερομηνία. Κατά την έφεση, το Ανώτατο Δικαστήριο διέταξε την απόλυση του εφεσείοντα όχι όμως για λόγους που άπτονται του ότι το Κακουργιοδικείο δεν έπρεπε να εξετάσει το ζήτημα εξ υπαρχής, αλλά διότι ο εφεσείων, τηρώντας τους όρους που του είχαν τεθεί κατά το στάδιο της παραπομπής, είχε επιδείξει συμπεριφορά που έπρεπε να είχε ληφθεί υπόψη ως προς την πρόβλεψη για μελλοντική του προσέλευση στη δίκη. Μάλιστα, το Ανώτατο Δικαστήριο ανέφερε ρητώς και ευκρινώς ότι ενώπιον του Κακουργιοδικείου το αίτημα κράτησης εξετάζεται εξ υπαρχής. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα.

 

«Στη Χαραλάμπους (ανωτέρω) το Εφετείο δέχθηκε την άποψη ότι η συμμόρφωση υπόδικου με τους όρους που είχαν τεθεί προηγουμένως για εξασφάλιση της προσέλευσής του, αποτελεί σημαντικό παράγοντα στην πρόβλεψη ως προς μελλοντική προσέλευση και συνεκτιμάται στο πλαίσιο των όσων είναι διαθέσιμα κατά τη νέα εξέταση η οποία βέβαια γίνεται εξ υπαρχής. Αυτή η άποψη βρήκε απήχηση και στη Βασιλείου (ανωτέρω).»

 

(Η υπογράμμιση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)

 

Στη μεταγενέστερη απόφαση M. B. v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 10/2023, ημερ. 23.02.2023, το Ανώτατο Δικαστήριο προσέγγισε το θέμα διαφορετικά. Σε αυτή την υπόθεση, ο εφεσείων εισηγήθηκε ότι το Κακουργιοδικείο εσφαλμένα υιοθέτησε ως δεδικασμένο την απόφαση του παραπέμποντος Δικαστηρίου για κράτηση του. Το Ανώτατο Δικαστήριο, ενώ έκρινε ότι ορθά το Κακουργιοδικείο κατέληξε, πως δεν υπήρχαν νέα δεδομένα, σημείωσε ότι η εξέταση από το Κακουργιοδικείο και επί της ουσίας του αιτήματος που είχε τεθεί ενώπιον του για την κράτηση του Εφεσείοντα, ήταν ανεπίτρεπτη και αντίθετη με τη νομολογία και το δόγμα του δεδικασμένου. Παραθέτουμε σχετικό απόσπασμα:

              

«Παρά την πιο πάνω κατάληξη του περί ανυπαρξίας νέων δεδομένων, το Κακουργιοδικείο εξέτασε και επί της ουσίας το αίτημα που είχε τεθεί ενώπιον του για την κράτηση του Εφεσείοντος, κατά τρόπο, ωστόσο, ανεπίτρεπτο και αντίθετο με την πιο πάνω νομολογία και το δόγμα του δεδικασμένου, το οποίο καθιστούσε αδικαιολόγητη την εκ νέου εξέταση του νομικού και πραγματικού πλαισίου εντός του οποίου είχε εκδοθεί το Διάταγμα κράτησης από το παραπέμπον Δικαστήριο”

 

Διαφαίνεται από τις προαναφερόμενες αποφάσεις, ότι βρισκόμαστε προ περίπτωσης αντικρουόμενων αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Στην απόφαση Μ.Β. (ανωτέρω), δεν γίνεται αναφορά στην απόφαση Χ’’ Δημητρίου (ανωτέρω) η οποία είναι προγενέστερη. Αναφορά γίνεται βέβαια στις υποθέσεις Δημητρίου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2013) 2 Α.Α.Δ.146 και Μαυρομιχάλη κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ.165/20 και 166/20, ημερ. 20.10.2020, οι οποίες όμως δεν αφορούσαν εξέταση αιτήματος κράτησης από Κακουργιοδικείο μετά την παραπομπή των κατηγορουμένων, αλλά εξέταση δεύτερου και τρίτου αιτήματος κράτησης αντίστοιχα, πάντοτε ενώπιον του Κακουργιοδικείου.

 

Αναφορά θεωρούμε ότι πρέπει να γίνει και στην απόφαση Κυριάκος Ζορπάς κ.α v. Δημοκρατίας κ.ά., Ποιν. Εφ. Αρ. 103/24 και 108/24, ημερ. 03.06.2024, στην οποία το Εφετείο έκανε εκτενή αναφορά στο κώλυμα λόγω δεδικασμένου και κατά πόσον αυτό εφαρμόζεται στις ποινικές υποθέσεις, με τον ίδιο τρόπο που εφαρμόζεται σε αγωγές. Αφού επισήμανε ότι ο όρος δεδικασμένο δεν είναι δόκιμος σε περιπτώσεις που αφορούν αιτήματα κράτησης, επανέλαβε την πολύ καλά γνωστή αρχή ότι, όταν σε περιπτώσεις κράτησης υπάρχει τελεσίδικη απόφαση, δηλαδή είτε στις περιπτώσεις στις οποίες δεν ασκείται έφεση, είτε στις περιπτώσεις στις οποίες ασκείται έφεση και επικυρώνεται η πρωτόδικη κρίση, εκείνο που έχει σημασία και εξετάζεται είναι η τυχόν ύπαρξη μεταβληθέντων ή νέων διαφοροποιητικών στοιχείων. Θεωρούμε ότι ούτε με την εν λόγω απόφαση έχει ξεκαθαρίσει η πορεία που πρέπει να ακολουθείται σε περιπτώσεις όπου η προηγούμενη διαταγή για κράτηση δεν είχε γίνει από το εκδικάζον Δικαστήριο, αλλά από το παραπέμπον Δικαστήριο. Και τούτο διότι, σε εκείνη την περίπτωση, δεν υπήρχε καν απόφαση του παραπέμποντος Δικαστηρίου σε σχέση με αίτημα κράτησης επί συγκεκριμένου λόγου που τέθηκε, ακολούθως, στο Κακουργιοδικείο.

 

Ένεκα της ύπαρξης συγκρουόμενων αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε σχέση με το ζήτημα αυτό, θεωρούμε ότι τυγχάνουν εφαρμογής οι αρχές της Ιωσηφίδης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 490 στην οποία λέχθηκαν τα εξής:

 

«Ενόψει των ανωτέρω θεωρούμε ότι, σε περίπτωση που υπάρχουν συγκρουόμενες αποφάσεις της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου πάνω σε ένα ζήτημα (όπως οι αποφάσεις Payiata και Παπαδοπούλλου), οι Δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στην πρωτόδική τους δικαιοδοσία, οφείλουν, και τούτο είναι ορθό, να θεωρούν ότι δεσμεύονται και να ακολουθούν την τελευταία, εφόσον αυτή ασχολήθηκε και δεν αποδέχθηκε την προηγούμενη ή τις προηγούμενες. Εξαίρεση μπορούν να αποτελέσουν μόνο οι τυχόν αποφάσεις της Ολομέλειας που λήφθηκαν per incuriam, δηλαδή εξ αβλεψίας ή εν αγνοία προηγούμενης απόφασης ή αποφάσεων της Ολομέλειας, πάνω στο ίδιο θέμα, ή εν αγνοία νομοθετικής διατάξεως. Σε τέτοια περίπτωση ο πρωτόδικος δικαστής έχει την ευχέρεια να επιλέξει ποια να ακολουθήσει. Όπως παρατηρεί ο Salmond on Jurisprudence, 12th Edition, στη σελίδα  153:-

 

"... The lower court may refuse to follow the later decision on the ground that it was arrived at per incuriam, or it may follow such decision on the ground that it is the latest authority. Which of these two courses the court adopts depends, or should depend, upon its own view of what the law ought to be."»

 

Παρενθετικά σημειώνουμε ότι δεν θεωρούμε ότι όσα αναφέρθηκαν επί της αρχής της δεσμευτικότητας των αποφάσεων του Εφετείου, στην υπόθεση F.N. & A.G DEVELOPERS LTD v. 1.KERMIA PROPERTIES & INVESTMENTS LTD κ.α, Πολ. Έφ. Αρ.31/2012, ημερ. 11.06.2018, ECLI:CY:AD:2018:A285, μπορούν να τύχουν εφαρμογής, εν προκειμένω, αφού, το ζήτημα, ανάγεται, ως θα εξηγήσουμε πιο κάτω, επί της ερμηνείας Νόμου (βλ. άρθρο 48 Κεφ.155) και όχι θεμάτων πρακτικής [1].

 

Το άρθρο 48 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ.155, προνοεί ότι το Δικαστήριο δύναται, αναβάλλοντας την υπόθεση, να απολύσει τον κατηγορούμενο υπό τέτοιους όρους τους οποίους θεωρεί εύλογους, είτε να «προφυλακίσει» αυτόν.

 

Στο άρθρο 2 του Κεφ.155, η λέξη «Δικαστήριο» ερμηνεύεται ως ακολούθως:

 

   «“Δικαστήριο” σημαίνει το αρμόδιο Δικαστήριο∙»

 

Στις περιπτώσεις ποινικών υποθέσεων που δεν εκδικάζονται συνοπτικά, αρμόδιο Δικαστήριο είναι βεβαίως το Κακουργιοδικείο. Συνακόλουθα, το Κακουργιοδικείο είναι και το αρμόδιο Δικαστήριο να αποφασίσει την απόλυση με εγγύηση ή κράτηση κατηγορουμένου δυνάμει του άρθρου 48 του Κεφ.155. Η αρμοδιότητα και εξουσία του παραπέμποντος Δικαστηρίου να αποφασίσει απόλυση με εγγύηση ή κράτηση κατηγορούμενου δεν αντλείται από το άρθρο 48 του Κεφ.155, αλλά πηγάζει από και εξαντλείται στις πρόνοιες του άρθρου 92 του Κεφ.155 [2]. Από εκεί και έπειτα η υπόθεση καταλήγει στο αρμόδιο να εκδικάσει την υπόθεση Δικαστήριο το οποίο οφείλει να ασκήσει πρωτογενώς, κατά την κρίση μας, τις εξουσίες που του παρέχει το άρθρο 48 του Κεφ.155.

 

Έχοντας κατά νου, όλα τα πιο πάνω, με πλήρη σεβασμό προς τις προαναφερόμενες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, το Δικαστήριο, υποχρεούται να επιλέξει ποια από τις αποφάσεις θα ακολουθήσει. Αποτελεί κατάληξη μας, στη βάση όσων ανωτέρω έχουμε αναφέρει όπως ακολουθήσουμε τα όσα αποφασίστηκαν στην υπόθεση Χ’’ Δημητρίου (ανωτέρω) η οποία παραπέμπει και στην Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ.7, σύμφωνα με τις οποίες  η ορθή πορεία είναι ότι θα πρέπει να γίνει νέα εξέταση εξ υπαρχής του αιτήματος κράτησης ενώπιον του Κακουργιοδικείου, μετά από την παραπομπή από το παραπέμπον Δικαστήριο, κάτι το οποίο και πράττουμε στην παρούσα.

 

Κατόπιν των πιο πάνω, στρεφόμαστε επί της ουσίας του αιτήματος της Κατηγορούσας Αρχής. Αγορεύοντας, ο κ. Μπίσσας αναφέρθηκε στη σοβαρότητα της υπόθεσης και συγκεκριμένα στο ότι ο Κατηγορούμενος αντιμετωπίζει 242 κατηγορίες για αδικήματα που εκτείνονται σε χρονική διάρκεια 10 ετών. Όσον αφορά τα αδικήματα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες επισήμανε ότι, σωρευτικά, αφορούν ποσό που υπερβαίνει τα €43.000.000. Αναφορικά με το ζήτημα της πιθανότητας καταδίκης, ο κ. Μπίσσας ανέφερε ότι η διερεύνηση της υπόθεσης ξεκίνησε το 2020, όταν λήφθηκε πληροφορία στο Αρχηγείο Αστυνομίας ότι υπάρχουν παράνομα ανεγειρόμενες οικοδομές, σε περιουσίες Ελληνοκυπρίων, σε διάφορες περιοχές της Αμμοχώστου και της Κερύνειας. Ο κ. Μπίσσας παρέδωσε στο Δικαστήριο αριθμό καταθέσεων από παραπονούμενους μάρτυρες (Έγγραφο 1), οι οποίοι είπαν ότι είναι ιδιοκτήτες γης σε κατεχόμενα εδάφη, όπου έχουν ανεγερθεί τουριστικές αναπτύξεις, και ότι ουδέποτε πώλησαν, ούτε εξουσιοδότησαν οποιονδήποτε για εκμετάλλευση της γης αυτής. Στην ίδια δέσμη εγγράφων, υπάρχουν και καταθέσεις από πρόσωπα που αναφέρουν ότι το 2016 μετέβησαν στις κατεχόμενες περιοχές και αγόρασαν από το συγκρότημα Ceasar Beach, κατοικία αξίας 200.000 αγγλικών στερλινών. Σύμφωνα δε με τις αναφορές τους, η εταιρεία που πωλούσε την κατοικία ήταν η Afik Group, με την οποία έγινε και η σχετική συμφωνία (Κυανούν 127-130).

 

Ο συνήγορος της Κατηγορούσας Αρχής παρουσίασε, περαιτέρω, δέσμη καταθέσεων από λειτουργούς του Κτηματολογίου (Έγγραφο 2), από τις οποίες προκύπτει ότι στα βιβλία του Κτηματολογίου, φαίνονται ως εγγεγραμμένοι ιδιοκτήτες της ακίνητης ιδιοκτησίας οι παραπονούμενοι, οι οποίοι ουδέποτε εξουσιοδότησαν ή συμφώνησαν με οποιοδήποτε πρόσωπο την πώληση ή εκμετάλλευση της. Στην ίδια δέσμη υπάρχει επίσης φωτογραφικό υλικό, όπου φαίνονται οι αναπτύξεις που έχουν γίνει στις περιουσίες οι οποίες ανήκουν στους παραπονούμενους. Με βάση το Κτηματολόγιο η αξία των αναπτύξεων αυτών ανέρχεται περί τα €43.503.700 (Κυανούν 294).

 

Όπως φαίνεται από φωτογραφίες που επισυνάπτονται στις καταθέσεις παραπονουμένων, στις ανεγειρόμενες οικοδομές υπήρχαν πινακίδες, στις οποίες αναφερόταν ότι ιδιοκτήτης αυτών των περιουσιών είναι η Dumika Construction, η οποία, σύμφωνα με την Κατηγορούσα Αρχή, είναι μέλος του ομίλου εταιρειών Afik Group. Μέσω του κλάδου δίωξης εγκλήματος του αρχηγείου Αστυνομίας έγινε έρευνα σε ανοιχτές πηγές στο διαδίκτυο (Κυανούν 94 και 95 - Έγγραφο 1), όπου εντοπίστηκαν ηλεκτρονικοί σύνδεσμοι που σχετίζονται με την εταιρεία Afik Group Ltd, από τους οποίους προκύπτει η ενασχόληση της εν λόγω εταιρείας με έργα ανάπτυξης γης στις κατεχόμενες περιοχές με την επωνυμία Ceasar. Υπάρχουν επίσης αναφορές ότι ο  Κατηγορούμενος είναι ιδρυτής και ιδιοκτήτης του ομίλου. Από τις εξετάσεις που έχουν γίνει διαπιστώθηκε ότι οι πιο πάνω αναπτύξεις έχουν ανεγερθεί από την εταιρεία Dumika Constructions Ltd.

 

Στις 06.06.2024, εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης για τον Κατηγορούμενο. Στις 07.06.2024, ο Κατηγορούμενος, προσπάθησε να διέλθει από το οδόφραγμα Δερύνειας στις ελεύθερες περιοχές, οπότε και εκτελέστηκε το ένταλμα σύλληψής. Ο Κατηγορούμενος μεταφερόταν από τον οδηγό του ο οποίος ανέφερε ότι: ''The boss of the company Dumika Construction is Shimon Mistriel Aykout”, ήτοι ο Κατηγορούμενος (Έγγραφο 3). Στην ανακριτική κατάθεση που λήφθηκε από τον Κατηγορούμενο (Έγγραφο 4), αυτός παραδέχεται ότι η Afiκ Group συνεχίζει να είναι γραμμένη στο όνομά του, προβάλλοντας βέβαια κάποιους ισχυρισμούς. Ανέφερε επίσης ότι την εταιρεία Dumika Construction Ltd την ενέγραψε ο ίδιος, πλην όμως την έχει μεταβιβάσει στον γιο του. Ο κ. Μπίσσας ανέφερε ότι κατά τη στιγμή της σύλληψής του, ο Κατηγορούμενος είχε στην κατοχή του πιστωτικές κάρτες, οι οποίες ανήκουν στην εταιρεία Dumika Construction. Ο κ. Μπίσσας παρέπεμψε επίσης σε κατάθεση του Μ.Κ.83 επί του κατηγορητηρίου (Έγγραφο 5), ο οποίος ανέφερε ότι είχε συναντηθεί μαζί με τον γιο του Κατηγορούμενου, ο οποίος τον ξενάγησε σε έργα του ομίλου Afik Group και συγκεκριμένα στα Ceasar Projects. Κατά την εν λόγω συνάντηση του ανέφερε ότι την γη όπου γίνονταν οι αναπτύξεις την αγόρασε ο πατέρας του. Μάλιστα δε, του σύστησε τον πατέρα του, αποκαλώντας τον ως «big boss». Παραπομπή έγινε και σε κατάθεση προσώπου (Έγγραφο 6), ο οποίος συμφώνησε να αγοράσει από την Afik Group διαμέρισμα στο συγκρότημα Ceasar Resort και παρουσίασε αγοραπωλητήριο έγγραφο που έγινε μεταξύ του ιδίου και της Dumika Construction Ltd. Ο ίδιος έχει παραδώσει αντίγραφο εμβασμάτων που έκανε για πληρωμή διαμερίσματος σε λογαριασμό που είναι συνδεδεμένος με την κάρτα που βρέθηκε στην κατοχή του Κατηγορούμενου. Περαιτέρω, η σύνδεση του Κατηγορούμενου με τον όμιλο εταιρειών Afiκ group προκύπτει από συνέντευξη του Κατηγορούμενου, η οποία έχει απομαγνητοφωνηθεί  και παραδόθηκε στο Δικαστήριο (Έγγραφο 7).

 

Σε σχέση τέλος με τις προσωπικές περιστάσεις του Κατηγορούμενου, ο συνήγορος της Κατηγορούσας Αρχής ανέφερε ότι κατά τη σύλληψη του,  είχε εντοπιστεί μια πορτογαλική ταυτότητα, μια ταυτότητα του ψευδοκράτους, ένα διαβατήριο του Ισραήλ, ένα διαβατήριο Πορτογαλίας και ένα διαβατήριο Τουρκίας, κάτι που δείχνει την ευκολία με την οποία, σε περίπτωση που αφεθεί ελεύθερος, έχει τη δυνατότητα να ταξιδέψει. Επισήμανε επίσης ότι παρά την αναφορά του Κατηγορουμένου ότι έχει δηλωμένη διεύθυνση στη Λάρνακα, εντούτοις, ο ίδιος παραδέχθηκε ότι δεν διαμένει εκεί. Τα πιο πάνω, σε συνδυασμό με το ότι ο Κατηγορούμενος συνελήφθη ενώ εισερχόταν, από τα κατεχόμενα, στις ελεύθερες περιοχές, δημιουργεί κατά τη θέση της Κατηγορούσας Αρχής την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει οποιοσδήποτε δεσμός με τη Δημοκρατία που να αποτρέπει τον Κατηγορούμενο να φυγοδικήσει.

 

Οι συνήγοροι του Κατηγορουμένου έφεραν ένσταση στο αίτημα κράτησης. Κατ’ αρχάς δεν αμφισβήτησαν την σοβαρότητα των αδικημάτων νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες που επισύρει ποινή φυλάκισης μέχρι και 14 χρόνια. Ανέφεραν όμως ότι το ποσό των €43.000.000 που αναφέρθηκε από την Κατηγορούσα Αρχή, είναι ένας πλασματικός αριθμός και δεν αποτελεί τη βάση για τη σοβαρότητα των αδικημάτων. Σε σχέση με την πιθανολόγηση καταδίκης, η Υπεράσπιση επισήμανε ότι το Δικαστήριο θα πρέπει να εξετάσει το ζήτημα λαμβάνοντας υπόψη και την ισχύ της μαρτυρίας. Σύμφωνα λοιπόν με την Υπεράσπιση, όλο το μαρτυρικό υλικό δεικνύει ότι η Dumika Construction είναι αυτή που παράνομα, ως η Κατηγορούσα Αρχή ισχυρίζεται, εκμεταλλεύτηκε γη Ελληνοκυπρίων και όχι ο Κατηγορούμενος. Η προσπάθεια που έγινε από την Κατηγορούσα Αρχή προκειμένου να συνδεθεί ο Κατηγορούμενος με την Dumika Construction ήταν, κατά την Υπεράσπιση, ανεπιτυχής. Επισημάνθηκε ότι η Dumika Constructions δεν είναι καν κατηγορουμένη, κάτι που οφείλεται προφανώς στο ότι η εν λόγω εταιρεία έχει εγγραφεί στον Έφορο Εταιρειών της λεγόμενης Τούρκικης Δημοκρατίας Βορείας Κύπρου, την οποία η Δημοκρατία δεν αναγνωρίζει (Έγγραφο 8). Συνεπώς, ο Κατηγορούμενος φέρεται να είναι «big  boss» μιας ανύπαρκτης εταιρείας. Περαιτέρω, κατά την Υπεράσπιση, δεν υπάρχει μαρτυρία σε σχέση με το τι είναι ο όμιλος Afik Group και τη σύνδεση του με την Dumika Constructions. Η κα Νεοφύτου παρουσίασε έγγραφο που αφορά αίτημα της Δημοκρατίας για δικαστική συνδρομή, (Έγγραφο 10), όπου αναφέρεται ότι διευθυντές της Afiκ Group, είναι άλλα πρόσωπα και όχι ο Κατηγορούμενος.

 

Σε σχέση με τις προσωπικές περιστάσεις του Κατηγορουμένου, η κα Νεοφύτου ανέφερε ότι ο Κατηγορούμενος είναι ιδιοκτήτης μεγάλης περιουσίας στην Λάρνακα, την οποία ο Γενικός Εισαγγελέας, επιδιώκει, με αίτηση του στο Επαρχιακό Δικαστήριο, να δεσμεύσει (Έγγραφο 9). Είπε επίσης ότι η φύση της μαρτυρίας μπορεί να οδηγήσει και σε αθώωσή του και δεν θα ήταν λογικό για τον ίδιο να διαφύγει και να αφήσει όλη την περιουσία του στα χέρια της Αστυνομίας. Πρόσθεσε δε ότι η οικογένειά του βρίσκεται στην Κύπρο και τον τελευταίο καιρό διαμένουν στην περιουσία του στη Λάρνακα.  Επισημάνθηκε επίσης ότι ενώ ο Κατηγορούμενος επιχειρούσε να εισέλθει από τα κατεχόμενα στις ελεύθερες περιοχές, ενημερώθηκε από τον οδηγό του ότι είχε δει κάποιο μήνυμα που αφορούσε τη σύλληψη του και παρόλο τούτο, δεν προσπάθησε να διαφύγει. Προς διασφάλιση της παρουσίας του Κατηγορούμενου, εισηγήθηκαν όπως τεθεί οποιοσδήποτε όρος κρίνει πρόσφορο το Δικαστήριο, μεταξύ των οποίων η παράδοση ταξιδιωτικών εγγράφων, η εμφάνιση σε Αστυνομικό σταθμό και να του απαγορευθεί η έξοδος από τη Δημοκρατία. Αναφέρθηκε επίσης ότι η  οικογένεια του είναι πρόθυμη να καταθέσει €1.000.000 για διασφάλιση της παρουσίας του.

 

Τέλος, σημειώνουμε ότι η Υπεράσπιση, για σκοπούς υποστήριξης της ένστασης της στο αίτημα της Κατηγορούσας Αρχής, κατ’ επίκληση του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ, πρόβαλε ότι ο Κατηγορούμενος κατά την ενδιάμεση περίοδο που μεσολάβησε από την ημερομηνία παραπομπής της υπόθεσης του στο Κακουργιοδικείο μέχρι και την ημερομηνία που παρουσιάστηκε ενώπιον μας, τυγχάνει βασανιστηρίων, απάνθρωπης αλλά και ταπεινωτικής μεταχείρισης. Προς τούτο επικαλέστηκε το ζήτημα χωρητικότητας των Κεντρικών Φυλακών, αναφέροντας ότι ο Κατηγορούμενος, στη βάση και του πληθυσμού που τούτες υποδέχονται,  δικαιούται λιγότερο από 3 τετραγωνικά μέτρα. Επίσης, επί τούτου του ζητήματος, έγινε αναφορά και στην ανυπαρξία τουαλέτας στο κελί όπου διαμένει, γεγονός το οποίο, κατά τις νυχτερινές ώρες, τον αναγκάζει  να ουρεί σε μπουκάλι, και τούτο γιατί ο Κατηγορούμενος παρουσιάζει καλοήθη υπερπλασία του προστάτη, κάτι το οποίο θα έπρεπε να αξιολογηθεί από τις Κεντρικές Φυλακές για σκοπούς ελεύθερης πρόσβασης του στην τουαλέτα κατά τις βραδινές ώρες. Περαιτέρω, ανέφερε ότι ο Κατηγορούμενος, μεταξύ άλλων προβλημάτων υγείας, αντιμετωπίζει και αναπνευστικά προβλήματα τα οποία δυσχεραίνονται από το γεγονός ότι γίνεται παθητικός καπνιστής λόγω άλλων συγκρατουμένων του – καπνιστών. Ωστόσο, ανέφερε ότι του χορηγήθηκε ειδική συσκευή παροχής οξυγόνου, για σκοπούς κατάκλισης. Επιπλέον, ανέφερε ότι δεν του χορηγούνται τα συγκεκριμένα φαρμακευτικά σκευάσματα τα οποία λάμβανε προηγουμένως, αφού τούτα αντικαταστάθηκαν με άλλα σκευάσματα για τα οποία ο ίδιος ισχυρίζεται ότι δεν γνωρίζει τον λόγο που τούτο γίνεται, κάτι το οποίο επιδεινώνει την κατάσταση της ψυχικής του υγείας, αφού έχει διαγνωστεί με νοσοφοβία, νόσος η οποία, ως αναφέρθηκε, αφορά στον φόβο ως προς το τι φάρμακα θα του δώσουν και εάν είναι, αποτελεσματικά.

 

Η κυρία Νεοφύτου, παρέπεμψε το Δικαστήριο και στη σχετική γνωμάτευση του Δρ Στέφανου, ιατρός ο οποίος εξέτασε τον Κατηγορούμενο, κατόπιν σχετικής άδειας από τις Κεντρικές Φυλακές, επιπλέον της ιατρικής εξέτασης που έλαβε και από ιατρό των Κεντρικών Φυλάκων, η οποία τέθηκε ενώπιον μας ως Έγγραφο 11. Δεν μας διαφεύγουν ούτε και τα όσα ανέφερε ο Δρ. Στεφάνου, ο οποίος κατέληξε στο ότι «Οι υπάρχουσες παθήσεις είναι μικρές και καλώς ελεγχόμενες, δεν υπάρχει κάτι οξύ. Προτείνω κάποιες υποκλινικές μάλλον διαγνώσεις να αποκλειστούν, ως συζητείται πιο κάτω, σε βάση ρουτίνας. Επίσης ο κ. Shimon ενδέχεται να εκδηλώνει ψυχογενή συμπτώματα ή/και ελάσσονα ψυχιατρική διαταραχή ή/και νοσοφοβία. […]». Γίνονται κάποιες εισηγήσεις από τον εν λόγω ιατρό για σκοπούς περαιτέρω χειρισμού των όποιων ιατρικών θεμάτων ο Κατηγορούμενος αντιμετωπίζει και/ή τυχόν αντιμετωπίσει.

 

            Πέραν των πιο πάνω, η κυρία Νεοφύτου ανέφερε ότι ο Κατηγορούμενος όντας κρατούμενος στις Κεντρικές Φυλακές, λόγω της εβραϊκής καταγωγής του, δέχθηκε επίθεση από άλλα πρόσωπα – συγκρατούμενους του - με κάτι που ομοίαζε με μαχαίρι και τούτο παρά τις προηγούμενες ανησυχίες της Υπεράσπισης προς τους ενδεχόμενους κινδύνους που τυχόν προκύψουν λόγω της καταγωγής του, οι οποίες προωθήθηκαν στο αρμόδιο τμήμα το Κεντρικών Φυλακών. Αναφορά έγινε και στις θρησκευτικές του πεποιθήσεις οι οποίες επιβάλλουν την ακολουθία συγκεκριμένης διατροφής, σε συνδυασμό πάντα και με τις ενδείξεις της ιατρικής του κατάστασης, διατροφή η οποία μέχρι στιγμής δεν του έχει παρασχεθεί.

 

Εξετάζοντας τις θέσεις των δύο πλευρών σημειώνουμε, εν πρώτοις, ότι οι αρχές που διέπουν την κράτηση ή όχι ενός κατηγορουμένου μέχρι τη δίκη του είναι πλήρως αποκρυσταλλωμένες. Κατά κανόνα ένας κατηγορούμενος αφήνεται ελεύθερος με όρους εγγύησης και μόνο κατ’ εξαίρεση διατάσσεται η κράτηση του. Τούτο είναι απόρροια του τεκμηρίου της αθωότητας και του πανανθρώπινου δικαιώματος της ελευθερίας (βλ. Θεοδωρίδης v. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 139 και Ψύλλας v. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ.731). Το δικαίωμα αυτό υποχωρεί μπροστά στο δημόσιο συμφέρον, όποτε σωρευτικά ή μεμονωμένα διαφαίνεται:

 

1.    Κίνδυνος μη προσέλευσης του κατηγορουμένου στη δίκη.

2.    Κίνδυνος επηρεασμού μαρτύρων.

3.    Κίνδυνος διάπραξης άλλων αδικημάτων.

 

Ο κίνδυνος φυγοδικίας, επί του οποίου εδράζεται, εν προκειμένω, το αίτημα της Κατηγορούσας Αρχής, όπως είναι νομολογημένο εκτιμάται στη βάση τριών αντικειμενικών παραγόντων. Αυτοί είναι (α) η σοβαρότητά του αδικήματος ή των αδικημάτων που αντιμετωπίζει ο κατηγορούμενος, (β) η πιθανότητα καταδίκης και (γ) το ενδεχόμενο επιβολής αυστηρής ποινής σε περίπτωση καταδίκης, συνεκτιμώντας, όμως και άλλους σχετικούς παράγοντες που ανάγονται σε υποκειμενικά δεδομένα, όπως των προσωπικών περιστάσεων του υπόδικου και των δεσμών του με την Κύπρο χωρίς, όμως, όλα αυτά να απομονώνονται και να υπερφαλαγγίζουν το γενικότερο δημόσιο συμφέρον προς απονομή της Δικαιοσύνης (βλ. μεταξύ άλλων Χατζηδημητρίου ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω), Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ.130 και Α.Κ. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 74/2023, ημερ. 10.05.2023)

Στην παρούσα υπόθεση, δεν είναι υπό αμφισβήτηση ότι τα αδικήματα που καταλογίζονται στον κατηγορούμενο είναι σοβαρά, με σοβαρότερο βεβαίως το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.

 

Σε σχέση με την πιθανότητα καταδίκης, όπως έχουμε προαναφέρει, έχει κατατεθεί ενώπιον μας μέρος του μαρτυρικού υλικού της υπόθεσης, το οποίο έχουμε συνοψίσει. Επισημαίνουμε ότι, για εξέταση του κρινόμενου αιτήματος, το Δικαστήριο εκτιμά τη μαρτυρία στην όψη της και μόνο, χωρίς να υπεισέρχεται σε θέματα αξιολόγησης μαρτυρίας, αξιοπιστίας ή εξαγωγή συμπερασμάτων. Αποφασίζεται μόνο αν η υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής έχει τόση δύναμη ώστε να πιθανολογείται καταδίκη (βλ. Ευριπίδου κ.ά. v. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 337 και Μαλά v. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 135 και Μαρκίδη κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποιν.  Εφ. Αρ. 50/2017 και 51/2017, ημερ. 22.03.2017). 

 

Έχοντας τα πιο πάνω κατά νου σημειώνουμε τα ακόλουθα σε σχέση με την πιθανολόγηση καταδίκης. Από το μαρτυρικό υλικό που τέθηκε ενώπιον μας προκύπτει ότι σε περιουσίες Κυπρίων έχουν ανεγερθεί οικιστικά συγκροτήματα που περιλαμβάνουν στην επωνυμία τους την λέξη “Ceasar”, χωρίς οι ιδιοκτήτες της εν λόγω περιουσίας να έχουν συγκατατεθεί σε τέτοια ανάπτυξη. Με βάση δε τη μαρτυρία που προσκομίστηκε από Κτηματολογικούς λειτουργούς, στα βιβλία εγγεγραμμένοι ιδιοκτήτες της ακίνητης ιδιοκτησίας στην οποία έγιναν οι αναπτύξεις είναι οι παραπονούμενοι, οι οποίοι ουδέποτε συμφώνησαν με οποιοδήποτε πρόσωπο την πώληση ή εκμετάλλευση της. Υπάρχει επίσης μαρτυρία ότι η γη επί της οποίας ανεγέρθηκαν οι αναπτύξεις που φέρουν στην επωνυμία τους την λέξη “Ceasar” αγοράστηκε από τον Κατηγορούμενο (βλ. κατάθεση Μ.Κ.83 επί του Κατηγορητηρίου). Μαρτυρία υπάρχει επίσης και για την πώληση κάποιων μονάδων των υπό αναφορά αναπτύξεων σε τρίτα πρόσωπα έναντι χρηματικού ανταλλάγματος. Σύμφωνα δε με την μαρτυρία φερόμενων αγοραστών, η οντότητα που προέβαινε στην πώληση ήταν η Afik Group (Κυανούν 127-130). Η εμπλοκή της εν λόγω οντότητας με τις φερόμενες αναπτύξεις προκύπτει επίσης και από αναφορές σε διαδικτυακές πηγές. Σε σχέση με την εμπλοκή της οντότητας με την επωνυμία Dumika Constructions Ltd και την σύνδεση της με την οντότητα Afik Group σχετικό είναι το Εγγραφο 6, ήτοι κατάθεση προσώπου, ο οποίος συμφώνησε να αγοράσει από την Afik Group διαμέρισμα στο συγκρότημα «Ceasar Resort» και παρουσίασε αγοραπωλητήριο έγγραφο που έγινε μεταξύ του ιδίου και της Dumika Construction Ltd καθώς και εμβάσματα προς την τελευταία. Η δε διασύνδεση του Κατηγορουμένου με τις εν λόγω οντότητες,  προκύπτει από διάφορα σημεία του μαρτυρικού υλικού που έχει τεθεί ενώπιον μας. Ενδεικτικά αναφέρουμε τις αναφορές του ίδιου του Κατηγορουμένου στην ανακριτική του κατάθεση, το ότι σύμφωνα με μαρτυρία, ο Κατηγορούμενος ήταν γνωστός ως “big boss” της όλης επιχειρηματικής δράσης, το ότι στην κατοχή του βρέθηκαν πιστωτικές κάρτες της Dumika Constructions Ltd, από φερόμενη συνέντευξη του ιδίου, καθώς και από αναφορές στο διαδίκτυο ότι ο Κατηγορούμενος είναι ιδρυτής και ιδιοκτήτης του ομίλου Afik Group.

 

Όλα τα πιο πάνω, κρινόμενα στην όψη τους, αποκαλύπτουν πιθανότητα καταδίκης, στον βαθμό που απαιτείται για τους σκοπούς εξέτασης του αιτήματος της Κατηγορούσας Αρχής, χωρίς βεβαίως να αποκλείεται κάθε λογική προσδοκία αθώωσης. Σε σχέση δε με την εισήγηση της Υπεράσπισης ότι η Κατηγορούσα Αρχή, προκειμένου να επιτύχει διασύνδεση του Κατηγορουμένου με τα επίδικα αδικήματα, προωθεί στην ουσία την αναγνώριση εταιρείας που έχει εγγραφεί στην λεγόμενη Τουρκική Δημοκρατία Βόρειας Κύπρου, δεν θα συμφωνήσουμε. Κατ’ αρχάς, η Κατηγορούσα Αρχή ουδέποτε ισχυρίστηκε ότι ο Κατηγορούμενος είναι διευθυντής της εν λόγω οντότητας. Εκείνο που, στην ουσία προωθείται, μέσα από το μαρτυρικό υλικό που τέθηκε ενώπιον μας, είναι ότι ο Κατηγορούμενος είναι ένας εκ των ιθύνοντων νόων πίσω από την επιχειρηματική δράση που αφορά εκμετάλλευση περιουσιών Ελληνοκυπρίων σε μη ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές. Το κατά πόσον κάποιο πρόσωπο έχει προβεί σε εγκληματική συμπεριφορά και το κατά πόσον για να επιτύχει τον σκοπό του έχει χρησιμοποιήσει ως «όχημα» ή  «οχήματα» οντότητες εγγεγραμμένες ή μη, νόμιμες ή παράνομες είναι ξεχωριστά ζητήματα. Ότι εδώ εξετάζεται είναι  η πιθανολόγηση ως προς τη διάπραξη των αδικημάτων από τον Κατηγορούμενο. Η ακριβής εμπλοκή του και τρόπος της φερόμενης δράσης του είναι ζητήματα που θα αξιολογηθούν εις βάθος και θα κριθούν κατά την ακρόαση της ουσίας της υπόθεσης. Στην όψη λοιπόν του συνόλου του μαρτυρικού υλικού που τέθηκε ενώπιον μας, έχουμε ικανοποιηθεί ότι υπάρχει ορατή πιθανότητα καταδίκης του Κατηγορούμενου για όλες τις κατηγορίες που αντιμετωπίζει.

 

   Τέλος, σε ό,τι αφορά την ενδεχόμενη να επιβληθεί ποινή, σημειώνεται ότι η Υπεράσπιση επιχείρησε να υποβαθμίσει, τρόπον τινά, την σοβαρότητα των αδικημάτων, με αναφορά στο ότι το ποσό που φέρεται να αποτελεί το προϊόν νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες είναι πλασματικό. Δεν θα συμφωνήσουμε. Σε περίπτωση που αποδειχθεί η εγκληματική δράση που αποδίδεται στον Κατηγορούμενο και έχοντας κατά νου την αυστηρότητα με την οποία αντιμετωπίζει ο νομοθέτης και η νομολογία τα αδικήματα για τα οποία κατηγορείται, δεδομένη θα πρέπει να θεωρείται η επιβολή αυστηρής ποινής και δη φυλάκισης.

 

Κατά συνέπεια, οι αντικειμενικοί παράγοντες που έχει αναγνωρίσει η νομολογία μας πληρούνται.

 

Στρεφόμαστε τώρα στους υποκειμενικούς παράγοντες που αφορούν στον Κατηγορούμενο, τους οποίους έχουμε σταθμίσει με κάθε προσοχή και περίσκεψη.  Το μόνο στοιχείο που έχει τεθεί ενώπιον μας από την Υπεράσπιση που να δεικνύει δεσμούς με την Κυπριακή Δημοκρατία είναι ότι αυτός είναι ιδιοκτήτης περιουσίας στις ελεύθερες περιοχές της Δημοκρατίας και ότι δεν είναι διατεθειμένος να την εγκαταλείψει. Συνυπολογίζουμε βεβαίως το γεγονός αυτό, πλην όμως δεν θεωρούμε ότι είναι αρκετό ώστε ο Κατηγορούμενος να θεωρηθεί πρόσωπο με ισχυρούς δεσμούς με την Κυπριακή Δημοκρατία. Τουναντίον, σύμφωνα με όλα όσα έχουν τεθεί ενώπιον μας, ο Κατηγορούμενος δεν είναι Κύπριος και δε διαμένει μόνιμα στις ελεύθερες περιοχές. Περαιτέρω, από το μαρτυρικό υλικό που τέθηκε ενώπιον μας, κρινόμενο βεβαίως στην όψη του, φαίνεται να είναι πρόσωπο που δραστηριοποιείται στις μη ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές. Είναι κάτοχος διαβατηρίων τριών χωρών, άλλων από την Κύπρο, ενώ είναι επίσης κάτοχος ταυτότητας του ψευδοκράτους, κάτι που ενισχύει τη θέση για ύπαρξη δεσμών του με τις μη ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές, από όπου και μπορεί να διαφύγει, αν εκδηλώσει επιθυμία φυγοδικίας. Σε τέτοια περίπτωση, η δυσκολία να εξασφαλιστεί η παρουσία του στο Δικαστήριο, θεωρείται δεδομένη (βλ. Γενικός Εισαγγελέας v. G Yenigun, Ποιν. Έφ. Αρ. 104/2022, ημερ. 31.05.2022, ECLI:CY:AD:2022:B220, Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 1/2022, ημερ. 10.01.2022). Η αναφορά της συνηγόρου Υπεράσπισης ότι αρκετά μέλη της οικογένειας του Κατηγορουμένου βρίσκονται στη Δημοκρατία ήταν, κατά την κρίση μας, γενική και αόριστη, αφού δεν αναφέρθηκε κατά πόσον αυτά τα πρόσωπα διαμένουν μόνιμα στις ελεύθερες περιοχές, ή αν η παραμονή τους είναι προσωρινή, εν αναμονή και της εξέλιξης της υπόθεσης που αντιμετωπίζει ο Κατηγορούμενος.

 

Σε σχέση δε με τα προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζει ο Κατηγορούμενος, σημειώνουμε ότι αυτά δεν προβλήθηκαν από την Υπεράσπιση, ως λόγος που να εξαλείφει το ενδεχόμενο φυγοδικίας, αλλά αναφέρθηκαν σε συσχετισμό με ισχυριζόμενη παραβίαση του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ, λόγω της κράτησης του Κατηγορουμένου στις φυλακές. Σε κάθε περίπτωση, έχουμε συνυπολογίσει τα προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζει ο Κατηγορούμενος, πλην όμως δε διαπιστώνουμε ότι μπορούν να κατατάξουν την κατάσταση της υγείας του σε μια άκρως ξεχωριστή περίπτωση που θα υπερφαλάγγιζε την αναγκαιότητα της κράτησης του, όπως έγινε στην υπόθεση Κλεοβούλου ν. Αστυνομίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 251, στην οποία μας παρέπεμψε η Υπεράσπιση προς υποστήριξη της επιχειρηματολογίας της. Επισημαίνουμε περαιτέρω επί του προκειμένου, ότι η Υπεράσπιση δεν ήγειρε ζήτημα επιδείνωσης ή υποτροπής της υγείας του, αλλά ούτε προκύπτει κάτι τέτοιο από τις ιατρικές εκθέσεις που τέθηκαν ενώπιον μας, κατά το μεσολαβήσαν χρονικό διάστημα. Αντιθέτως θα λέγαμε, ότι δόθηκε η άδεια σε ιδιώτη ιατρό της επιλογής του Κατηγορούμενου να τον επισκεφθεί και εξετάσει, κατόπιν σχετικής άδειας των Κεντρικών Φυλακών, του χορηγήθηκε μηχάνημα οξυγόνου για σκοπούς εξασφάλισης της ποιότητας του ύπνου ενόψει των αναπνευστικών του προβλημάτων, καθώς και του χορηγείται σχετική φαρμακευτική αγωγή, ως ήδη λάμβανε, ανεξάρτητα εάν τούτη είναι διαφορετικού σκευάσματος.

                                                          

Στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Σιδερένιου κ.ά. (2008) 2 Α.Α.Δ. 319, αναφέρθηκε ότι οι προσωπικές συνθήκες ενός κατηγορούμενου εξετάζονται με αναφορά στο μοναδικό κριτήριο, κατά πόσο δηλαδή οι συνθήκες αυτές ανατρέπουν τη σκέψη στον κατηγορούμενο να μην εμφανιστεί στο Δικαστήριο για να αντιμετωπίσει τις κατηγορίες που του προσάπτονται. Δεν εξετάζονται οι προσωπικές συνθήκες με σκοπό να επιδειχθεί επιείκεια στον κατηγορούμενο, απαλλάσσοντας τον από την ταλαιπωρία της προφυλάκισης.

 

Έχοντας κατά νου τα πιο πάνω, καταλήγουμε ότι οι προσωπικές περιστάσεις του Κατηγορουμένου δεν είναι τέτοιες που μπορούν να υπερφαλαγγίσουν το δημόσιο συμφέρον προς απονομή της Δικαιοσύνης και δεν εξαλείφουν τον κίνδυνο φυγοδικίας.

 

Περαιτέρω, δε θεωρούμε ότι η επιβολή των όρων που εισηγήθηκε η Υπεράσπιση περιλαμβανομένης της καταβολής εγγύησης ύψους €1.000.000 μπορεί να αποκλείσει τον εν λόγω κίνδυνο. Ως έχει νομολογηθεί, η οικονομική δυνατότητα ενός ατόμου για την παροχή εγγυήσεων, δεν μπορεί να επενεργεί ως ασπίδα για υπερφαλάγγιση της σοβαρότητας των αδικημάτων και κατ’ επέκταση να  θεωρείται ότι εξαλείφει τον κίνδυνο φυγοδικίας (βλ. Φλεριανού  ν.  Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 13/2016, ημερ. 03.03.2016, Πολυδώρου ν. ΔημοκρατίαςΠοιν. Εφ. 114/2016, ημερ. 07.07.2016 και Memic κ.ά. v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 81/2019 κ.ά., ημερ. 16.07.19).

 

Ως προς τον ισχυρισμό περί των λοιπών συνθηκών διαβίωσης του Κατηγορούμενου στις Κεντρικές Φυλακές, θεωρούμε ότι κάτι τέτοιο και πάλι δεν μπορεί να αποτελέσει λόγο ώστε να καθορίσει το αποτέλεσμα του υπό κρίση αιτήματος της Δημοκρατίας. Τυχόν ανησυχίες, όσον αφορά τις σωφρονιστικές εγκαταστάσεις της Δημοκρατίας είναι ζητήματα που πρέπει να απασχολήσουν τις αρμόδιες Αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας, οι οποίες οφείλουν να εξετάσουν τη βασιμότητα τους και να λάβουν, αν απαιτείται, τα ενδεδειγμένα μέτρα. Τούτο επισημαίνεται και  στην έκθεση της Επιτρόπου Διοικήσεως και Προστασίας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, την οποία έθεσε υπόψη του Δικαστηρίου η Υπεράσπιση (Έγγραφο 11).

Αναφορά πρέπει να γίνει τέλος και στη θέση της Υπεράσπισης ότι ενώ ο Κατηγορούμενος ενημερώθηκε ότι εκκρεμεί ένταλμα σύλληψης εναντίον του, εντούτοις δεν προσπάθησε να διαφύγει. Όντως, η συμπεριφορά κάποιου κατά την καταδίωξη και/ή σύλληψη του είναι παράγοντας που προσμετράται μαζί με τα υπόλοιπα στοιχεία (βλ. Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας ανωτέρω). Εν προκειμένω, όμως δεν θεωρούμε ότι η εν λόγω θέση της Υπεράσπισης είναι ικανή να στηρίξει ότι η πρόθεση του Κατηγορουμένου είναι να παραστεί στη δίκη του. Κατ’ αρχάς, δεν έχει τεθεί ενώπιον μας οτιδήποτε που να δείχνει ότι ο Κατηγορούμενος γνώριζε ότι καταζητείτο για τα σοβαρά αδικήματα που αντιμετωπίζει σήμερα ενώπιον του Δικαστηρίου. Κατά δεύτερον, η μη προσπάθεια ενός Κατηγορουμένου να διαφύγει σε ένα συγκεκριμένο χρονικό σημείο, δεν πρέπει να απομονωθεί. Η πιθανολόγηση φυγοδικίας (διότι πάντα περί πιθανολόγησης πρόκειται), δεν εξετάζεται σε μια απομονωμένη στιγμή, αλλά εκτιμάται με αναφορά στη μελλοντική πιθανότητα, ήτοι την πιθανότητα σε κάποια στιγμή μεταξύ της αναβληθείσας δικασίμου και της επόμενης, να εκδηλωθεί η επιθυμία φυγοδικίας. Με δεδομένη όμως τη σοβαρότητα των αδικημάτων, την πιθανότητα καταδίκης και την επαπειλούμενη ποινή, δε θεωρούμε ότι η στάση του Κατηγορουμένου κατά τη σύλληψη του εξανεμίζει την πιθανότητα εκδήλωσης επιθυμίας φυγοδικίας στο μέλλον.

 

Τέλος, θα πρέπει να λεχθεί ότι ο χρόνος κράτησης κατηγορούμενου είναι στοιχείο που έχει ουσιαστικό ρόλο να διαδραματίσει στην επί του προκειμένου άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου και, συνεπώς, δεν πρέπει να αγνοείται (βλ. Παντελής Ιωάννου ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 596). 

 

Επί τούτου, σημειώνουμε ότι η υπόθεση έχει οριστεί για Απάντηση στις 27.09.2024. Βασιζόμενοι σε σχετική νομολογία, δεν θεωρούμε ότι ο χρόνος που μεσολαβεί μέχρι την επόμενη δικάσιμο είναι τέτοιος που δικαιολογεί άνευ άλλου την απόλυση υπό όρους (βλ. Kalfat κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 125/20 κ.ά., ημερ. 08.10.2020, V.B. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 113/22, ημερ. 21.06.2022 και Μ.Α. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 274/22, ημερ. 23.01.2023), ECLI:CY:AD:2023:B14.

 

Ενόψει του πιο πάνω σκεπτικού θεωρούμε ότι δικαιολογείται η κράτηση του Κατηγορουμένου στη βάση του κινδύνου φυγοδικίας και επομένως θα παραμείνει υπό κράτηση μέχρι την επόμενη δικάσιμο.

 

 

 

(Υπ.) …………………………………………

Xρ. Παρπόττα, Π.Ε.Δ.

 

 

(Υπ.) …………………………………………

             Χρ. Ρασπόπουλος, Α.Ε.Δ.

 

 

(Υπ.) …………………………………………

             Π. Σαββίδης, Ε.Δ.

 

 

Πιστό Αντίγραφο

 

 

Πρωτοκολλητής

 



[1] «Στη  Μελέτη «Το Αγγλικό  Κοινό Δίκαιο Οι Κανόνες της Επιείκειας και η Εφαρμογή τους στην Κύπρο» του Γ.Μ.Πική, σελ.56 αναφέρονται τα εξής:  «Η άρχή του δεσμευτικού των αποφάσεων τού Εφετείου υπόκειται σε τρεις έξαιρέσεις, τις εξής:- 1)    ΄Οπου συγκρούονται δύο η περισσότερες αποφάσεις του Εφετείου, το Εφετείο είναι ελεύθερο να υιοθετήσει οποιανδήποτε απ' αυτές θεωρεί σω­στή, χωρίς περιορισμό στον τρόπο επιλογής. Πρέ­πει να σημειωθεί πώς ορισμένες παρατηρήσεις που έγιναν στην υπόθεση Sims ν. William Howard & Son Ltd. (1964) 1 Αll E.R. 918(CA) συνηγορούν υπέρ της απόψεως ότι σε θέματα πρακτικής, όπου υπάρχει σύγκρουση μεταξύ προηγούμενων αποφάσεων του Σώματος, πρέπει να ακολουθείται ή πιο πρόσφατη απόφαση, γιατί παρέ­χει πειστικότερη ένδειξη της υφιστάμενης πρακτικής και των σύγχρονων αναγκών για την πρόσφορη απονομή τής δικαιοσύνης […]»

 

[2]92. Όταν προσάπτεται κατηγορία εναντίον οποιουδήποτε προσώπου για ποινικό αδίκημα που δεν δικάζεται συνοπτικά ή για το οποίο ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας είναι της γνώμης ότι δεν είναι κατάλληλο για να δικαστεί συνοπτικά, ο Δικαστής παραπέμπει απευθείας το πρόσωπο αυτό σε δίκη από το Κακουργιοδικείο που συνεδριάζει στην επαρχία όπου καταχωρήθηκε το κατηγορητήριο και είτε απολύει αυτόν με εγγύηση ή υπό τέτοιους όρους τους οποίους θεωρεί εύλογους είτε τον φυλακίζει για ασφαλή κράτηση.”


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο