ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ν. SHIMON MISTRIEL AYKOUT, Αρ. Υπόθεσης: 10806/24, 20/12/2024
print
Τίτλος:
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ν. SHIMON MISTRIEL AYKOUT, Αρ. Υπόθεσης: 10806/24, 20/12/2024

ΜΟΝΙΜΟ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

ΕΝΩΠΙΟΝ:         Χρ. Παρπόττα, Π.Ε.Δ.

                            Χρ. Ρασπόπουλος, Α.Ε.Δ.

                            Π. Σαββίδης, Ε.Δ.

 

Αρ. Υπόθεσης: 10806/24

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

 

v.

 

SHIMON MISTRIEL AYKOUT

Κατηγορούμενου

 

20 Δεκεμβρίου, 2024

 

Εμφανίσεις:

Για την Κατηγορούσα Αρχή: κος Α. Αριστείδης

Για τον Κατηγορούμενο:      κα Μ. Νεοφύτου

 

Κατηγορούμενος  Παρών

 

----------------------------------

 

Ε Ν Δ Ι Α Μ Ε Σ Η   Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Το κατηγορητήριο, στην παρούσα υπόθεση, περιλαμβάνει συνολικά 242 κατηγορίες, εκ των οποίων εξήντα (60) αφορούν το αδίκημα της δόλιας συναλλαγής σε ακίνητη περιουσία, εξήντα (60) το αδίκημα της παράνομης κατοχής, νομής και χρήσης γης, εξήντα δύο (62) το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και εξήντα (60) το αδίκημα της συνωμοσίας προς διάπραξη κακουργήματος. Με βάση τις, επί του κατηγορητηρίου, λεπτομέρειες των κατηγοριών, η ακίνητη ιδιοκτησία που αφορά τα πιο πάνω αδικήματα βρίσκεται σε χωριά της Επαρχίας Αμμοχώστου (Ακανθού, Τρίκωμο και Γαστριά) και της Επαρχίας Κερύνειας (Άγιο Αμβρόσιο).    

 

Προτού ο Κατηγορούμενος απαντήσει στις πιο πάνω κατηγορίες, προέβαλε μέσω της συνηγόρου του, ότι η παρούσα υπόθεση συνιστά κατάχρηση της διαδικασίας, ζητώντας από το Δικαστήριο την αναστολή, ή διακοπή της ποινικής υπόθεσης, από αυτό το στάδιο.

 

Συνοψίζοντας την επιχειρηματολογία της κας Νεοφύτου, σημειώνουμε ότι η κατάχρηση της διαδικασίας, ως το έθεσε, εδράζεται σε πέντε λόγους.

 

Ο πρώτος λόγος αφορά στην αδυναμία του Κατηγορούμενου να καλέσει μάρτυρες της επιλογής του, για να μπορέσει να αποδείξει την αθωότητα του. Τούτο γιατί, κατά την ίδια, όλοι οι μάρτυρες που επιθυμεί να καλέσει ο Κατηγορούμενος, είναι πρακτικά μη διαθέσιμοι, καθότι εάν οι εν λόγω μάρτυρες έρθουν στην Κυπριακή Δημοκρατία για να καταθέσουν, θα συλληφθούν από τις διωκτικές αρχές της Δημοκρατίας, για ίδια και ή παρόμοια αδικήματα. Υποστήριξε περαιτέρω ότι δεν μπορούν να εκδοθούν μαρτυρικές κλήσεις για άτομα τα οποία διαμένουν στα κατεχόμενα.

 

Ο δεύτερος λόγος αφορά στην αποστέρηση από τον Κατηγορούμενο της δυνατότητας να προβάλλει την υπεράσπιση του, ή να αμφισβητήσει την υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής, λόγω της απουσίας ενημερωμένου και επικαιροποιημένου κτηματολογικού μητρώου, εν σχέσει με τις κατεχόμενες περιοχές, με αποτέλεσμα τα αποδεικτικά στοιχεία που χρειάζεται ο Κατηγορούμενος να μην υπάρχουν.

 

Ο τρίτος λόγος αφορά στην απόφαση για δίωξη του Κατηγορούμενου, η οποία, κατά την Υπεράσπιση, συνιστά εκτελεστική κακοδιοίκηση, καθότι δεν βασίστηκε σε αντικειμενική αξιολόγηση των ορθών εισαγγελικών κριτηρίων. Τούτο γιατί πρόκειται για μία δίκη, η οποία δεν βασίζεται ούτε στην ισότητα των όπλων, αλλά ούτε και στο δικαίωμα του Κατηγορούμενου σε δίκαιη δίκη. Στο πλαίσιο της εν λόγω τοποθέτησης της, η Υπεράσπιση υποστήριξε ότι δεν έγινε πλήρης έρευνα από την Αστυνομία για να διαπιστωθεί ποιοι από τους παραπονούμενους αιτήθηκαν αποζημίωση από την «Επιτροπή» και ποιοι έχουν αποζημιωθεί, όπως και ούτε διερευνήθηκαν οι ισχυρισμοί του Κατηγορούμενου. Υποστήριξε περαιτέρω ότι είναι η Αστυνομία που έψαξε, εντόπισε και κάλεσε τους παραπονούμενους να δώσουν καταθέσεις, προσκαλώντας τους, στην ουσία, να προωθήσουν το παράπονο τους.

 

Ο τέταρτος λόγος αφορά την εφαρμογή των νόμων της Κυπριακής Δημοκρατίας στην, ούτω καλούμενη, «Τουρκική Δημοκρατία της Βορείας Κύπρου», κατά τρόπο ασύμβατο με τον «Νόμο 67/2005», ο οποίος (α) είναι συμβατός με το γενικό διεθνές δίκαιο και τη Σύμβαση για την Προστασία των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών και (β) καθιστά έγκυρες τις συναλλαγές σε εγκαταλελειμμένα ακίνητα που έγιναν μετά τη ψήφιση του.

 

Με υπόβαθρο τον ανωτέρω λόγο, εξ όσων έχουμε αντιληφθεί, εδράστηκε και ο πέμπτος λόγος που προώθησε η Υπεράσπιση και συγκεκριμένα ότι οι διαδικασίες που ασκήθηκαν στις κατεχόμενες περιοχές δεν συνιστούν ποινικά αδικήματα στις εν λόγω περιοχές.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος για την Κατηγορούσα Αρχή, επιχειρηματολογώντας σχετικά, εξέφρασε αντίθετη άποψη. Κατ’ αρχάς, υποστήριξε ότι η εισήγηση περί μη δίκαιης δίκης, θα πρέπει να εξετάζεται κατά το τελικό στάδιο, στη βάση του συνόλου της μαρτυρίας και των συγκεκριμένων περιστατικών ολόκληρης της διαδικασίας.

 

Ο κος Αριστείδης  υποστηρίζει επίσης πως η θέση της Υπεράσπισης ότι, κατά την ακρόαση της υπόθεσης, ο Κατηγορούμενος δεν θα μπορέσει να καλέσει μάρτυρες υπεράσπισης, ή να παρουσιάσει τη μαρτυρία που επιθυμεί, πέραν του ότι εγείρεται πρόωρα, είναι σε ένα θεωρητικό πλαίσιο και επομένως παραμένει ανυποστήρικτη. Πέραν αυτών, υποστηρίζει ότι δεν τέθηκε οτιδήποτε ενώπιον του Δικαστηρίου που, αντικειμενικά, να καθιστά τη διεξαγωγή της παρούσας δίκης, εκ προοιμίου, άδικη.

 

Επισημαίνει, περαιτέρω, ότι ο Κατηγορούμενος αντιμετωπίζει κατηγορίες στο πλαίσιο συγκεκριμένης και εκτενούς μαρτυρίας, η οποία τείνει, κατά τη θέση του, να αποδείξει αφενός, τα συστατικά στοιχεία των υπό εκδίκαση αδικημάτων και αφετέρου, την τέλεση τους από αυτόν. Χαρακτηρίζει ως αδιανόητη, στο παρόν τουλάχιστον χρονικό στάδιο, την εισήγηση της Υπεράσπισης ότι ο Κατηγορούμενος δεν πρέπει να δικαστεί στη βάση του ισχυρισμού ότι κάποια πρόσωπα ενδέχεται να μην παραστούν στη διαδικασία, για να καταθέσουν ως μάρτυρες υπεράσπισης, υπό το ενδεχόμενο πιθανής δίωξης τους για ποινικό αδίκημα. Κατά τον συνήγορο της Κατηγορούσας Αρχής, η Υπεράσπιση ουσιαστικά καλεί το Δικαστήριο να προκαταλάβει το αποτέλεσμα της δίκης, χωρίς πρώτα να ακούσει τη μαρτυρία που θα προσκομίσει η Κατηγορούσα Αρχή και χωρίς να γνωρίζει, στην ουσία, το περιεχόμενο της μαρτυρίας, που κατ’ ισχυρισμό δεν θα μπορεί να παρουσιάσει ο Κατηγορούμενος, και να αποφανθεί, εκ των προτέρων, ότι η μαρτυρία αυτή θα λειτουργούσε απαλλακτικά. Ο κος Αριστείδης εισηγείται ότι για να καταλήξει το Δικαστήριο στο συμπέρασμα ότι η προοπτική διεξαγωγής μίας δίκαιης δίκης έχει, εξ αρχής, επηρεαστεί, θα πρέπει να έχει ενώπιον του συγκεκριμένα υπαρκτά δεδομένα, τα οποία θα πρέπει να αξιολογήσει και όχι την υποθετική, ή πιθανολογούμενη μειονεκτική θέση, στην οποία δύναται να περιέλθει ο Κατηγορούμενος.

 

Υπό τις υφιστάμενες περιστάσεις, ο κος Αριστείδης υποστήριξε ότι το Δικαστήριο δύναται, μόνο κατά το στάδιο διαμόρφωσης της τελικής του κρίσης, να αποφανθεί εάν η κατ’ ισχυρισμό αδυναμία εκ μέρους του Κατηγορούμενου να παρουσιάσει κάποια μαρτυρία, κατέστησε τη δίκη άδικη. Πέραν των πιο πάνω, υποστηρίζει ότι, εάν ένας μάρτυρας υπεράσπισης είναι πρόσωπο που υπέχει ποινικής ευθύνης για τα αδικήματα της παρούσας, ή και άλλης υπόθεσης, τότε η όποια αδυναμία παρουσίας του ενώπιον του Δικαστηρίου θα οφείλεται αποκλειστικά στον ίδιο και στην απόφαση του να αποφύγει τη δικαιοσύνη, χωρίς τούτο να καθιστά τη δίκη άδικη και να δικαιολογεί τον τερματισμό της διαδικασίας. Σε κάθε περίπτωση, αναφέρει ότι, εάν προκύψει ότι ο Κατηγορούμενος δεν θα μπορεί, ή αποκλείεται από το να παρουσιάσει τη μαρτυρία που θέλει, αυτό είναι ζήτημα το οποίο θα αντιμετωπιστεί και θα αποφασιστεί από το Δικαστήριο στο τέλος. Ως προς τη θέση δε της Υπεράσπισης περί αποζημίωσης κάποιων εκ των παραπονουμένων, ανέφερε ότι η αποζημίωση δεν συνιστά λόγο άρσης του άδικου χαρακτήρα του αδικήματος.

 

Ξεκινούμε την εξέταση του εγειρόμενου ζητήματος, με κάποιες δικές μας επισημάνσεις. Όπως έχει νομολογηθεί, τα Δικαστήρια έχουν τη διακριτική ευχέρεια να αναστείλουν, ή να απορρίψουν μια υπόθεση όταν αυτή αποτελεί κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας.  Σε ότι αφορά τη διαδικασία, κατ’ αρχάς επισημαίνουμε ότι, η προδικαστική έγερση ζητήματος κατάχρησης δικαστικής διαδικασίας δεν ρυθμίζεται νομοθετικά. Συνάγεται όμως, από τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ότι θέματα κατάχρησης διαδικασίας, τα οποία ενδεχομένως θα καταλήξουν σε διακοπή της δίκης, μπορούν να τεθούν και προδικαστικά.

 

Στην υπόθεση Δημοκρατία v. Ηλιάδη κ.ά., Ποιν. Εφ. 348 και 349/2018  ημερ. 31.05.2019, το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε εξετάσει προδικαστικά θέμα κατάχρησης, προχωρώντας μάλιστα σε απαλλαγή των κατηγορουμένων. Το Ανώτατο Δικαστήριο επικύρωσε την απόφαση επί της ουσίας, χωρίς να προχωρήσει σε οποιοδήποτε σχόλιο σε σχέση με το στάδιο έγερσης, εξέτασης και κρίσης από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Ωστόσο, για να αποφασιστεί προδικαστικά κατά πόσο η συνέχιση της υπόθεσης αποτελεί κατάχρηση, το πραγματικό υπόβαθρο πρέπει να είναι ξεκάθαρο και αδιαμφισβήτητο. Διαφορετικά θα μπορούσε στη βάση εικασιών ή ισχυρισμών της πλευράς που υπέβαλε το αίτημα να επιτευχθεί η απόρριψη ενός κατηγορητηρίου. Όπως λέχθηκε, επί τούτου, στην απόφαση Αναφορικά με αίτηση Αριστοτέλους, Πολ. Αίτ. 218/2019, ημερ. 20.12.2019, ECLI:CY:AD:2019:D534, δεν είναι εκεί που στοχεύει η άσκηση της σύμφυτης αυτής εξουσίας του Δικαστηρίου. Είναι πρωταρχική ευθύνη της πλευράς που υπέβαλε το αίτημα να καταδείξει, με θετικό τρόπο, τα πραγματικά γεγονότα, επί των οποίων θα μπορεί το Δικαστήριο να ασκήσει τη διακριτική του εξουσία.

 

Στο σημείο αυτό, σημειώνουμε ότι ως προκύπτει από την νομολογία, όταν το ζήτημα εξετάζεται προδικαστικά, στις πλείστες περιπτώσεις τα μέρη καταλήγουν σε συμφωνημένο πλαίσιο γεγονότων, αποφεύγοντας την ανάγκη προσκόμισης μαρτυρίας, η οποία μπορεί να επιτραπεί να τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου, «περιορισμένη και στοχευμένη» στο κατά πόσον υπήρξε κατάχρηση διαδικασίας [βλ.  Δημοκρατία v. Ηλιάδη κ.ά. (ανωτέρω)]. Συνάγεται, όμως, από τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ότι όπου τα ζητήματα που εγείρονται δεν είναι πρόσφορο να αποφασιστούν προδικαστικά, είτε γιατί δεν υπήρξε συμφωνία με την Κατηγορούσα Αρχή ως προς το αναγκαίο πραγματικό υπόβαθρο γεγονότων, είτε ως προς τη φύση του προβαλλόμενου λόγου ότι η δίκη δεν είναι δίκαιη, το ερώτημα θα πρέπει να απαντάται μέσα στο πλαίσιο του συνόλου της δίκης (βλ. Σιακόλας ν. Federal Bank of Lebanon (1998) 1 Α.Α.Δ. 1338 και Μακρίδης ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 181/2019, ημερ. 07.09.2020), ECLI:CY:AD:2020:B312.

 

Στην προκειμένη περίπτωση, επισημαίνουμε ότι δεν τέθηκε κοινό πλαίσιο παραδεκτών γεγονότων, ούτε ακούστηκε μαρτυρία. Ότι υπάρχει ενώπιον του Δικαστηρίου δεν είναι επί κοινής βάσης, αλλά ισχυρισμοί που προέβαλε ο Κατηγορούμενος μέσω της συνηγόρου του. Αξίζει δε να σημειωθεί ότι εκ μέρους της Κατηγορούσας Αρχής, δηλώθηκε ότι δεν είναι αποδεκτές οι θέσεις της Υπεράσπισης που προβάλλονται προς υποστήριξη του ισχυρισμού της ότι δεν μπορεί να προσκομίσει μάρτυρες υπεράσπισης. 

 

Στο σημείο αυτό, αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι η πλευρά που επικαλείται την κατάχρηση, έχει και το βάρος να την αποδείξει, στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων (βλ. Ex parte Badhan [1991] 2 Q.B.78 και Ex parte Thomas [1992] Crim L.R.116). Kατά κανόνα, μάλιστα, θα πρέπει να αποδείξει όχι μόνο ότι υπήρξε κατάχρηση, αλλά και ότι επηρεάζεται δυσμενώς, συνεπεία αυτής (βλ. Attorney Generals Reference (No.2 of 2001) [2004] 2 A.C.72 HL).

 

Εν σχέσει με τα ζητήματα κατάχρησης της δικαστικής διαδικασίας, παραπέμπουμε στα όσα ανέφερε ο Έντιμος Δικαστής Χριστοδούλου στην απόφαση της πλειοψηφίας στην υπόθεση, Δημοκρατία ν. Ηλιάδη κ.ά. (ανωτέρω), δηλαδή ότι:

 

«Αποτελεί αξίωμα του Δικαίου ότι υπέρτατο καθήκον του Δικαστηρίου είναι η προώθηση της Δικαιοσύνης και η παρεμπόδιση πρόκλησης αδικίας.

 

 Στο πλαίσιο του προαναφερθέντος καθήκοντος έχει αναγνωριστεί, με πάγια νομολογία, ότι το Δικαστήριο έχει σύμφυτη εξουσία αναστολής ή απόρριψης υπόθεσης για κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας όταν αυτή απολήγει σε καταπίεση ή δυσμενή επηρεασμό του αντιδίκου. Υπό την προϋπόθεση όμως ότι, επειδή η υπό αναφορά εξουσία συνιστά κατ΄ εξαίρεση δικαιοδοσία, η άσκηση της πρέπει να γίνεται με περίσκεψη και φειδώ και μόνο στις περιπτώσεις που διαπιστώνεται ότι η συνέχιση της διαδικασίας θα προκαλέσει έκδηλη αδικία στο πρόσωπο που επικαλείται την κατάχρηση, το οποίο έχει και το βάρος απόδειξης της κατάχρησης βάσει του ισοζυγίου των πιθανοτήτων. Σχετική επί του θέματος είναι η απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Χαραλαμπίδης ν. Κωμοδρόμου (2002) 2 Α.Α.Δ. 522 όπου γίνεται ευρεία επισκόπηση της μέχρι τότε κυπριακής και αγγλικής νομολογίας και η οποία – μαζί με την απόφαση στην υπόθεση Διευθυντής των Φυλακών ν. Περέλλα (1995) 1 Α.Α.Δ. 217 – θεωρείται σταθμός για το ζήτημα. Σε βαθμό που οι νομολογιακές αρχές που αποκρυσταλλώθηκαν στην εν λόγω απόφαση να επαναλαμβάνονται σε όλες τις μεταγενέστερες αποφάσεις. Όπως στις Εμπεδοκλής κ.α. (Αρ.3) (2009) 1 Α.Α.Δ. 529, Μεταφορές Ν. Γερολέμου Λτδ ν. Αδελφοί Πεκρής (Γενικές Επιχειρήσεις) Λτδ κ.α. (2013) 2 Α.Α.Δ. 591, Σπύρου ν. Ξενή, Ποιν. Εφ. 223/2014 ημερ. 11.11.2015, Κοινοτικό Συμβούλιο Παλαιομετόχου ν. Χριστοφίδης, Ποιν. Εφ. 4/2014 ημερ. 3.3.2016, Παναγιώτου Λτδ ν. Plyntex Public Ltd κ.α., Ποιν. Εφ. 11/2015 ημερ. 11.9.2017, ECLI:CY:AD:2017:B291 και άλλες.»

 

Το σίγουρο πάντως, είναι πως το Δικαστήριο, προτού προχωρήσει σε απόρριψη, θα πρέπει να βεβαιώνεται ότι η περίπτωση είναι ξεκάθαρα καταχρηστικής φύσης [βλ. Κοινοτικό Συμβούλιο Παλαιομετόχου (ανωτέρω)].

 

Όπως υποδείχθηκε στην υπόθεση Εμπεδοκλή (ανωτέρω): «[…] η κατάχρηση της διαδικασίας του Δικαστηρίου μπορεί να προσλάβει διάφορες μορφές και δεν υπάρχουν εκ προοιμίου συμπεριφορές που μπορούν να καταταχθούν ως καταχρηστικές. Το όλο ζήτημα εξετάζεται πάντοτε υπό το φως των συγκεκριμένων γεγονότων

 

Στη Σπύρου (ανωτέρω), υιοθετήθηκαν τα όσα εκτίθενται πιο πάνω και επιπρόσθετα γίνεται αναφορά στην υπόθεση Hui Chi-Ming v. R. [1992] 1 AC 34 P.C., όπου επισημάνθηκαν τα ακόλουθα:

«Στη Hui Chi-Ming v. R., η κατάχρηση της διαδικασίας καθορίστηκε ως “something so unfair and wrong that the court should not allow a prosecutor to proceed with what is in all other respects a regular proceeding”.»

 

Στην Beckford [1996] 1 Cr App R 94, 100 τονίστηκε ότι:«the constitutional principle which underlies the jurisdiction to stay proceedings is that the courts have the power and the duty to protect the law by protecting its own purposes and functions». 

 

Στην προαναφερόμενη απόφαση σημειώθηκε ότι η δικαιοδοσία για αναστολή μπορεί να ασκηθεί σε ποικιλία περιπτώσεων, αλλά, από τη νομολογία προκύπτουν δύο βασικές περιπτώσεις. Η πρώτη περίπτωση είναι όταν το Δικαστήριο διαγνώσει ότι ο κατηγορούμενος, εξ αντικειμένου, δεν δύναται να έχει δίκαιη δίκη. Σ’ αυτή την περίπτωση, όταν δηλαδή εξ υπαρχής, είναι αδύνατο ο κατηγορούμενος να έχει μια δίκαιη δίκη, η διαδικασία, χωρίς άλλο, διακόπτεται. Δεν τίθεται καν ζήτημα εξισορρόπησης των όποιων αντιμαχόμενων συμφερόντων των δύο πλευρών.

 

 Στη δεύτερη, εμπίπτουν οι περιπτώσεις όπου θα είναι άδικο για τον συγκεκριμένο κατηγορούμενο, ως εκ της, επιμέρους, διαμορφωθείσας κατάστασης πραγμάτων, να αντιμετωπίσει την επικείμενη δίκη.  Σε αυτές τις περιπτώσεις, το Δικαστήριο οφείλει να προστατεύσει την ακεραιότητα του όλου συστήματος ποινικής δικαιοσύνης. Σ’ αυτό το πλαίσιο, ακόμα και αν τα αντικειμενικά εχέγγυα για δίκαιη δίκη διασφαλίζονται, το Δικαστήριο θα διακόψει τη διαδικασία όταν, από το σύνολο των περιστάσεων, καταλήξει ότι η διεξαγωγή δίκης θα πλήξει το αίσθημα δικαιοσύνης (justice) και ευταξίας (propriety) του Δικαστηρίου (βλ.  Maxwell [2011] 4 All ER 941).

 

Σχετική είναι και η υπόθεση Latiff [1996] 1 WLR 104, στην οποία τονίστηκε ότι το Δικαστήριο θα πρέπει να εξισορροπεί το δημόσιο συμφέρον που θέλει τη διασφάλιση όπως αυτοί που κατηγορούνται για σοβαρά εγκλήματα προσάγονται σε δίκη, με το αντιμαχόμενο δημόσιο συμφέρον όπως μη δίδεται η εντύπωση ότι ο «σκοπός αγιάζει τα μέσα» (the end justifies any means) – (βλ. Warren v. A.G for Jersey [2012] 1 AC 22 και R v. Babos [2014] 1 SCR 309).

 

Από τα πιο πάνω, τούτο που προκύπτει αβίαστα, είναι ότι σκοπός του Δικαστηρίου, σε τέτοιες περιπτώσεις, είναι η προστασία της αξιοπιστίας του συστήματος απονομής της δικαιοσύνης. Ο κατηγορούμενος θα πρέπει να αποδείξει όχι μόνο ότι υπήρξε κατάχρηση της διαδικασίας, αλλά και ότι, συνεπεία αυτής, επηρεάζεται δυσμενώς. Εκεί όπου διαπιστώνεται ότι ένας κατηγορούμενος δεν μπορεί να τύχει δίκαιης δίκης,  ή οι περιστάσεις προσβάλλουν το περί δικαίου αίσθημα του Δικαστηρίου (βλ. R v. Maxwell (2011) Cr. App. R.31), ώστε να δημιουργείται η ανάγκη προστασίας του κύρους και της ακεραιότητας της απονομής της δικαιοσύνης και της ποινικής διαδικασίας, ενεργοποιείται η εξουσία του Δικαστηρίου για αναστολή ή απόρριψη της υπόθεσης (βλ. Δημοκρατία ν. Ζολώτα, Ποιν. Εφ. 144 και 145/2019 ημερ. 11.12.2019).

 

Είναι επίσης ξεκάθαρο ότι η εν λόγω αρχή δεν αποσκοπεί στην επιβολή πειθαρχίας στις Διωκτικές Αρχές, ή στην Κατηγορούσα Αρχή, αλλά στην προστασία του όλου συστήματος, το οποίο θα καταστεί αναξιόπιστο εάν οι πολίτες θεωρήσουν ότι η πολιτεία έχει το δικαίωμα να παραβλέπει τα δικαιώματα του κατηγορούμενου, ή τις αρχές του κράτους δικαίου, προκειμένου να επιτύχει την καταδίκη ορισμένων προσώπων, όποια και να είναι η ποινική ευθύνη των τελευταίων (βλ. Ex parte Belsham (1992) 94 Cr. App R, 382, R v. Horseferry Road Magistrates Court ex parte Bennett [1993] 3 All ER 138, 151 και Ahmed [2011] EWCA Crim. 184). Η αξιοπιστία του νομικού συστήματος έχει μεγάλη σημασία στην περιφρούρηση του κράτους δικαίου και οι Αρχές πρέπει να τηρούν βασικούς κανόνες όσον αφορά τα δικαιώματα των κατηγορουμένων και την εν γένει προστασία των κανόνων που συνιστούν τον πυρήνα της χρηστής διοίκησης και έντιμης συμπεριφοράς (βλ. σύγγραμμα «Κατάχρηση Διαδικασίας στο Κυπριακό Δίκαιο» του κ. Π. Γ. Πολυβίου, Έκδοση 2021, σελ. 410-414).

 

 Το Δικαστήριο δύναται να μην επιτρέψει στην Κατηγορούσα Αρχή να αποκτήσει αθέμιτο πλεονέκτημα, εδραζόμενο σε καταχρηστική συμπεριφορά, αποφαινόμενο ότι τέτοια συμπεριφορά, υπό τις περιστάσεις, συνιστά και κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας (βλ. R v. Norwich Crown Court ex.p. Belsham (1992) 94 Cr. App. R.382). Απώτερος σκοπός, εξάλλου, είναι η προστασία του κύρους και της υπόληψης του όλου συστήματος απονομής δικαιοσύνης (βλ. Ahmed (ανωτέρω) και Warren (ανωτέρω)].

Επανερχόμαστε τώρα στα όσα αφορούν την υπό κρίση περίπτωση. Έχοντας, με προσοχή, μελετήσει τις εισηγήσεις, γραπτές και προφορικές των συνηγόρων, το πρώτο δικό μας σχόλιο είναι ότι η Υπεράσπιση επιζητεί την ανακοπή, ή αναστολή του κατηγορητηρίου, εκτός του πλαισίου της δίκης και δη προτού αποκρυσταλλωθούν τα γεγονότα της υπόθεσης.  

 

Διαπίστωση μας είναι ότι οι δύο πρώτοι λόγοι, τους οποίους επικαλείται η Υπεράσπιση σχετίζονται μεταξύ τους. Η Υπεράσπιση, στην ουσία, προαποφαίνεται ότι οι μάρτυρες, που ο Κατηγορούμενος επιθυμεί να κλητεύσει για να καταθέσουν, θα συλληφθούν όταν έρθουν στην Κυπριακή Δημοκρατία, ενώ, παράλληλα, ενόψει της ισχυριζόμενης ανεπάρκειας του κτηματολογικού μητρώου, δεν θα μπορεί να παρουσιάσει τη σχετική επί του θέματος μαρτυρία, για τις επίδικες ακίνητες περιουσίες.   

 

Όπως έχει τονισθεί στην υπόθεση Μακρίδης (ανωτέρω):

 

«Συνιστά πάγια γραμμή της νομολογίας μας πως το ερώτημα κατά πόσο μια δίκη είναι δίκαιη, απαντάται με βάση την αξιολόγησή της στο σύνολο. Η όλη δικαστική διαδικασία αποτιμάται στο πλαίσιο του συνόλου της δίκης προς διαπίστωση, έχοντας πλέον ολοκληρωμένη εικόνα το Δικαστήριο, αν η δίκη υπήρξε δίκαιη. Στην πορεία αυτή, ισχυρισμοί που προβάλλονται για παραβίαση του δικαιώματος της δίκαιης δίκης, δεν εξετάζονται μεμονωμένα ή αποσπασματικά, ούτε κατ΄ αφηρημένο τρόπο (in abstracto), αλλά συγκεκριμένα και υπό το φως της κάθε δεδομένης υπόθεσης (in concreto) (Παπανδρέα Αθανάση (ανωτέρω)).

 

Η αρχή της ισότητας των όπλων, βασίζεται στην εξισορρόπηση και συνεπάγεται ότι οποιοδήποτε μέρος της διαδικασίας - η οποία, ως λέχθηκε, εξετάζεται στο σύνολό της - πρέπει να έχει εύλογη ευκαιρία να παρουσιάσει την υπόθεσή του στο Δικαστήριο κάτω από συνθήκες που δεν το θέτουν σημαντικά σε μειονεκτική θέση έναντι του αντιδίκου του (Parris (ανωτέρω)).»

 

   Εν προκειμένω, επαναλαμβάνουμε ότι ενώπιον του Δικαστηρίου δεν τέθηκε κοινό πλαίσιο παραδεκτών γεγονότων, ούτε ακούστηκε μαρτυρία. Ό,τι υπάρχει ενώπιον του Δικαστηρίου δεν αποτελεί κοινή βάση, αλλά ισχυρισμούς του Κατηγορούμενου. Είναι σημαντικό επίσης να σημειώσουμε ότι δεν υπάρχει οτιδήποτε ενώπιον μας, το οποίο να δεικνύει, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, ότι όντως τίθεται θέμα σύλληψης των προσώπων τα οποία ο Κατηγορούμενος θέλει να κλητεύσει ως μάρτυρες. Δεν συμφωνούμε βεβαίως με τη θέση που προβάλλεται από την Υπεράσπιση ότι το Δικαστήριο έχει δικαστική γνώση για άλλες υποθέσεις που καταχωρήθηκαν και αφορούν αγοραστές ακίνητης ιδιοκτησίας, οι οποίοι συνελήφθηκαν, είτε ευρισκόμενοι στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας, είτε ερχόμενοι στην Κυπριακή Δημοκρατία. Δεν τέθηκε τίποτα σχετικό ενώπιον μας από την Υπεράσπιση (βλ. Faizan Khan v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 305/2024, ημερ. 13.12.2024). Πέραν αυτού, το μόνο δεδομένο που έχουμε είναι ένας κατάλογος με μεγάλο αριθμό ονομάτων προσώπων, που ο Κατηγορούμενος θέλει να κλητεύσει ως μάρτυρες. Ακόμη και εάν συνεκτιμήσουμε ότι, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της Υπεράσπισης, είναι από τα εν λόγω πρόσωπα που ο Όμιλος Afik αγόρασε περιουσία, τούτο δεν αρκεί για να καταλήξουμε σε ασφαλές συμπέρασμα ότι είναι αδύνατο ο Κατηγορούμενος να τύχει δίκαιης δίκης. Τίποτα δεν τέθηκε υπόψη του Δικαστηρίου, για να μπορεί να διαπιστωθεί η σχετικότητα της μαρτυρίας του κάθε ενός από τα εν λόγω πρόσωπα με την υπόθεση και η σημαντικότητα και πιθανότητα να αποτελεί καθοριστική, ή ισχυρή υποστηρικτική για τον Κατηγορούμενο μαρτυρία. Το βάρος, ήταν στους ώμους της Υπεράσπισης να αποδείξει τους ισχυρισμούς της στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων, κάτι όμως που απέτυχε να πράξει με αποτέλεσμα η θέση της να στερείται ερείσματος.

 

Εν σχέσει τώρα με τον ισχυρισμό περί ανεπάρκειας των αποδεικτικών στοιχείων που αφορούν τους τίτλους ιδιοκτησίας της επίδικης ακίνητης περιουσίας, πέραν του ότι η εισήγηση της Υπεράσπισης δεν εδράζεται επί ξεκάθαρου και αδιαμφισβήτητου υποβάθρου γεγονότων, λαμβάνοντας περαιτέρω υπόψη το γεγονός ότι, στο παρόν στάδιο, είναι άγνωστο στο Δικαστήριο πού η Κατηγορούσα Αρχή θα βασιστεί για να αποδείξει τους σχετικούς ισχυρισμούς της,  δεν μπορεί ασφαλώς να γίνεται λόγος για παραβίαση της αρχής της ισότητας των όπλων, η οποία είναι κλάδος της αρχής της δίκαιης δίκης (βλ. Δημοκρατία ν. Σταυρινού, Ποιν. Έφ. 266/2018, ημερ. 08.04.2020), ECLI:CY:AD:2020:B139.

 

 Επαναλαμβάνουμε ότι, ισχυρισμός περί μη δίκαιης δίκης δεν αποφασίζεται κατά τρόπο αφηρημένο, αλλά πάντοτε σε συνάρτηση με όλες τις περιστάσεις της υπόθεσης και σε κάθε τέτοια περίπτωση, με τον Κατηγορούμενο να έχει το βάρος να αποδείξει ότι επηρεάστηκε δυσμενώς η υπεράσπισή του.

 

Τώρα, εν σχέσει με τα όσα τέθηκαν περί μη αντικειμενικής αξιολόγησης των ορθών εισαγγελικών κριτηρίων, πλημμελούς διερεύνησης και υποκίνησης, ουσιαστικά, των παραπονούμενων στην παρούσα υπόθεση, από την Αστυνομία για να προβούν σε καταγγελία, σημειώνουμε και πάλι ότι δεν έχει τεθεί οτιδήποτε απτό ενώπιον μας, το οποίο να δεικνύει τα όσα η Υπεράσπιση καταλογίζει στις Αστυνομικές Αρχές.

 

Όπως τέθηκε στην υπόθεση Σκορδέλλη κ.ά. ν. Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. Αρ. 101/2013 κ.ά., ημερ. 06.06.2016 «Είναι αναντίλεκτο και πηγάζει ως σύμφυτο της έννοιας της δίκαιης δίκης ότι η εξέταση της δικαιότητας και του «καθαρού» τρόπου δράσης της Αστυνομίας κατά την ανάκριση είναι έκφανση - και μάλιστα σημαντική - για να καταστήσει τη δίκη μη δίκαιη και κατά συνέπεια την καταδίκη ανασφαλή. Εάν αυτό το πρωτογενές βάθρο ενεργειών είναι σαθρό μοιραία αυτό επηρεάζει - πολλές φορές με θανάσιμο τρόπο - ό,τι επακολουθεί, ακόμη και αν η διαδικασία στο Δικαστήριο είναι άψογη.»

Στην Ορέστης Βασιλείου ν. Δημοκρατίας κ.ά., Ποιν. Έφ. 12/2015 κ.ά., ημερ. 04.07.2017, όπου εξετάστηκε τέτοιο ζήτημα, αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:

«Αναφορικά με την ανακριτική διαδικασία και τη δίκαιη δίκη έχουμε παραπεμφθεί σε Ινδική Νομολογία, η οποία βασίζεται και στο άρθρο 21 του Ινδικού Συντάγματος αλλά και σε γενικές αρχές του Κοινού Δικαίου αναφορικά με τις επιταγές του Κράτους Δικαίου. Υπάρχει γενικά υποχρέωση στις Ανακριτικές Αρχές να διεξάγουν την ανακριτική διαδικασία κατά τρόπο δίκαιο και ηθικά ορθόν (Δέστε: State of Bihar v. P.P. Sharma, AIR 1991, SC 1260). Η ανάκριση θα πρέπει να γίνεται κατά τρόπο δίκαιο, διαφανή και ορθό, απαλλαγμένο από ενστάσιμα στοιχεία, όπως η προκατάληψη, αλλότριο κίνητρο κλπ. Ο ανακριτής θα πρέπει να ενεργεί κατά τρόπον που να αποκλείει την πιθανότητα κατασκευής μαρτυρίας και η αμερόληπτη συμπεριφορά του θα πρέπει να αποκλείει και οποιανδήποτε υποψία ως προς τη γνησιότητα της ανάκρισης. Η ανακριτική διαδικασία πρέπει να είναι έντιμη, δίκαιη, αμερόληπτη και να διεξάγεται σύμφωνα με το Νόμο. Ο σκοπός της ανάκρισης θα πρέπει να είναι η παρουσίαση της αλήθειας ενώπιον αρμοδίου δικαστηρίου (Δέστε: Vinay Tyagi v Irshad Ali @ Deepak (2013) (5) SCC 762).».

Σε περίπτωση ελαττωματικής ανακριτικής διαδικασίας, το Δικαστήριο θα πρέπει να αξιολογεί τη μαρτυρία με καχυποψία και να διαδραματίζει ενεργό ρόλο στην ανεύρεση της αλήθειας.  Η επιταγή για δίκαιη ανάκριση πηγάζει από την εφαρμογή των κανόνων του Κράτους Δικαίου (βλ. Manu Sharma v. State (NCT of Delhi) (2010) 6 SCC 1).

Με τα δεδομένα, πάντα, που έχουμε ενώπιον μας, στο στάδιο αυτό, κρίνουμε ότι οι τρεις πρώτοι λόγοι που προέβαλε η Υπεράσπιση αφορούν ζητήματα που μπορούν να εξεταστούν και να αποφασιστούν στο πλαίσιο της κυρίως δίκης και τούτο διότι απαιτείται να ακουστεί μαρτυρία και να εξαχθούν τελικά συμπεράσματα επί των υπό κρίση θεμάτων, για να υπάρξει, επί τούτου, ορθολογική, τελική κρίση. Επί του παρόντος, κρίνουμε ως πρώιμο το αίτημα να αποφασίσουμε περί παραβίασης του δικαιώματος δίκαιης δίκης που τέθηκε από πλευράς Κατηγορουμένου στη βάση των εν λόγω θέσεων που προέβαλε.

 

Σε σχέση τέλος με τους δύο τελευταίους λόγους που προέβαλε η Υπεράσπιση δεν χρειάζεται να λεχθούν πολλά. Στην ουσία, η Υπεράσπιση θέτει, εκ νέου, ζήτημα δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου και κατ’ επεκταση του εφαρμοστέου δικαίου αναφορικά με οποιεσδήποτε πράξεις που διενεργούνται σε σχέση με ακίνητη περιουσία Ελληνοκυπρίων που βρίσκεται στο κατεχόμενο μέρος της Κύπρου. Τα ζητήματα αυτά αποτέλεσαν μέρος των επιχειρημάτων της Υπεράσπισης στα πλαίσια της προδικαστικής ένστασης που ήγειρε στις 18.10.2024,  τα οποία εξετάστηκαν και αποφασίστηκαν στην ενδιάμεση απόφαση του Δικαστηρίου ημερομηνίας 08.11.2024, χωρίς, επι του προκειμένου, να τίθενται νέα δεδομένα. Οι εν λόγω θέσεις στηρίζονται  σε μία γνωμάτευση ενός ακαδημαϊκού και κατ’ επίκληση παραπλάνησης του Δικαστηρίου από τις τοποθετήσεις της Κατηγορούσας Αρχής, στα πλαίσια της εν λόγω προδικαστικής ένστασης. Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω, αποτελεί κρίση μας ότι δεν μπορούν τα εν λόγω ζητήματα, να οδηγήσουν σε κρίση ότι η διαδικασία είναι καταχρηστική, ώστε να δικαιολογείται η αναστολή της.

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους που προσπαθήσαμε να εξηγήσουμε, η προδικαστική ένσταση δεν μπορεί να επιτύχει και επομένως απορρίπτεται.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

(Υπ.)      ……..…………………………

                                                                               Χρ. Παρπόττα, Π.Ε.Δ.

 

 

 

(Υπ.)      …………………………………

                                                                   Χρ. Ρασπόπουλος, Α.Ε.Δ.

 

 

 

(Υπ.)      …………………………………

Π. Σαββίδης, Ε.Δ.

 

 

ΠΙΣΤΟ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ

 

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο