EΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Μ. Ναθαναήλ, Ε.Δ.
Aρ. Υπόθεσης:7303/21
Αστυνομικός Διευθυντής Λευκωσίας
-και-
Nataliya Stepanova
Κατηγορούμενη
Ημερομηνία: 28 Μαρτίου 2025
Εμφανίσεις:
Για Κατηγορούσα Αρχή: κα. Α. Χατζηγεωργίου
Για Κατηγορούμενο: κ. Σ. Αυγουστή
Κατηγορούμενη: Παρούσα
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Το Δικαστήριο καλείται να απαντήσει κατά πόσον η κατηγορούμενη την 25.6.20 εισήλθε παρανόμως, στην αυλή της οικίας της Ιζαμπέλας Τάκκα με σκοπό την ενόχληση του κατόχου της (1η κατηγορία), απειλώντας την ταυτόχρονα με τη χρήση της φράσης «you see what happen next, i put fire»(2η κατηγορία). Προς απόδειξη της υπόθεσης η κατηγορούσα αρχή κάλεσε τέσσερις (4) μάρτυρες ενώ κληθείσα σε απολογία η κατηγορούμενη, επέλεξε να καταθέσει ενόρκως.
Κρίνεται κατάλληλο στάδιο όπως γίνει μνεία στο γεγονός, ως αυτό προκύπτει από αναντίλεκτη ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία ότι, καθ’ όλους τους ουσιώδεις προς την παρούσα υπόθεση χρόνους, η παραπονούμενη και η οικογένεια της ενοικίαζαν και διέμεναν σε οικία, έχοντας προηγουμένως συνάψει ενοικιαστήριο συμβόλαιο με το σύζυγο της κατηγορούμενης. Με γνώμονα ότι δεν υπάρχουν στεγανά στην συγγραφή Δικαστικών αποφάσεων, το Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο για σκοπούς καλύτερης ακολουθίας των γεγονότων, όπως παραθέσει μια σύνοψη της ενώπιον του μαρτυρίας ξεκινώντας από τη μαρτυρία της παραπονούμενης, ακολουθούμενη από την μαρτυρία των λοιπών μαρτύρων κατηγορίας.
Μαρτυρία Κατηγορούσας Αρχής
Στην κατάθεση της η παραπονουμενη (ΜΚ2-Τεκμήριο 5), αναφέρει ότι ενοικιάζει από τον Δεκέμβριο του 2018 την προαναφερθείσα οικία. Το μηνιαίο ενοίκιο ανήρχετο στο ποσό των €1.000. Παρά την ύπαρξη ενοικιαστηρίου συμβολαίου, έλαβαν, την 8.5.20 επιστολή από δικηγορικό γραφείο με την οποίαν ενημερώνονταν ότι η ενοικίαση τερματίζεται, δίδοντας τους χρόνο τεσσάρων μηνών για παράδοση κενής και ελευθέρας κατοχής της (Τεκμήριο 6). Αποφάσισαν με τον σύζυγό της, ενόψει των πιο πάνω, όπως παραδώσουν την οικία, νωρίτερα από την αναγραφόμενη στην επιστολή, περίοδο. Την 25.6.20 και αφού σχόλασε από την εργασία της μετέβη στην οικία της περί τις 13:45. Την 16:30 και ενώ βρισκόταν στην κουζίνα, άκουσε κτύπημα στην εξώπορτα. Μετέβη αμέσως στη τζαμαρία που βρίσκεται στο πλάι της κύριας εισόδου, όπου είδε την κατηγορούμενη να κτυπά την πόρτα και να φωνάζει κατ’ επανάληψη «what a fuck, this my house, get out». Μετά, εκστόμισε τη φράση «you see what happen next. I put fire». Εξ’ όσων πρόσεξε, στο μέρος βρισκόταν και ένα αλλοδαπό πρόσωπο το οποίο η κατηγορούμενη έφερνε μαζί της όταν το σπίτι χρειαζόταν επισκευές. Η κατηγορούμενη φώναξε στον αλλοδαπό «come down to the house», όμως το αλλοδαπό πρόσωπο παρέμεινε στο αυτοκίνητο. Η κατηγορούμενη ενώ φώναζε, κλωτσούσε ό,τι έβρισκε μπροστά της πάνω στις βεράντες, κτυπώντας τα κάγκελα της αυλής με μανία. Η παραπονούμενη ένεκα των αναφορών της κατηγορούμενης φοβήθηκε για την ασφάλεια της ιδίας και της οικογένειας της. Με το που έφυγε η κατηγορούμενη από το χώρο, η μάρτυρας δέχθηκε τηλεφώνημα από το σύζυγο της πρώτης, ο οποίος της είπε κατά λέξη: «Φύε από το σπίτι μου τζιαι δώσμου ενοίκιο για δύο μήνες. Έβρε δικηγόρο, γιατί με τον δικηγόρο που έχω εν να δεις τι θα σου κάμω».
Εξήγησε κατά τη ζώσα μαρτυρία της ότι υπέβαλαν προσφορά για την ενοικίαση του σπιτιού μέσω κτηματομεσιτικού γραφείου και προς τούτο υπήρξαν σχετικές διαπραγματεύσεις. Η κατηγορούμενη και η οικογένεια της μετέβησαν στην Επαρχία Αμμοχώστου, όπου αρχικά διέμενε η οικογένεια της παραπονούμενης, για να συναντηθούν.
Οι ιδιοκτήτες πρόσφεραν χαμηλότερο ενοίκιο, δείχνοντας έτσι την πρόθεση τους, όπως ολοκληρώσουν την πράξη, χωρίς μεσάζοντες. Το ποσό του ενοικίου καταβάλλετο πότε σε μετρητά και άλλοτε, σε τραπεζικό λογαριασμό. Η κατηγορούμενη και ο σύζυγος της ανέφεραν ότι θα επισκεύαζαν το σπίτι, προ της κατοίκησης της οικογένειας της παραπονούμενης. Αρκετές υπήρξαν οι φορές που έδωσαν μέρος ή όλο το ποσό του ενοικίου νωρίτερα, χωρίς την παραλαβή σχετικής απόδειξης, αφού γινόταν επίκληση σε σοβαρότατα προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε η κατηγορούμενη και ανάγκη κάλυψης έκτακτων, χρηματικών αναγκών. Ο λόγος που έφυγε νωρίτερα από την εργασία της η μάρτυρας την 25.6.20 ήταν για να συνεχίσει με τη μετακόμιση του σπιτιού ενόψει του περιεχομένου του Τεκμηρίου 6. Υπήρχαν ανά διαστήματα διαφωνίες με τους ιδιοκτήτες ως προς τις εργασίες και επισκευές που όφειλαν να γίνουν. Παρά το ότι δεν υπάρχει καμία επαφή πλέον μεταξύ των δύο οικογενειών, δεν είναι λίγες οι φορές που η μάρτυρας εντοπίζει την κατηγορούμενη στην περιοχή όπου πλέον διαμένει, συναντώντας την σε διάφορες δραστηριότητες που επιλέγει να κάνει, γεγονός το οποίο της προκαλεί μέχρι και σήμερα, αναστάτωση. Από τη συμπεριφορά που εκδήλωσε η κατηγορούμενη κατά την επίδικη ημέρα αναστατώθηκε και φοβήθηκε για την ασφάλεια τόσο της ιδίας όσο και της οικογένειας της. Η φύση της εργασίας της (Βουλή των Αντιπροσώπων) αλλά και αυτή του συζύγου της (Αστυνομικός) δεν τους επιτρέπει να διαπληκτίζονται ή να έρχονται σε αντιπαράθεση με κόσμο, με την ίδια να απομακρύνεται εκείνη την ημέρα δηλώνοντας ότι, εάν δεν αισθανόταν πραγματική απειλή, δεν θα προέβαινε στην υπό εξέταση καταγγελία.
Στη θέση του κ. Αυγουστή ότι κανένα τηλεφώνημα δεν έλαβε από τον σύζυγο της κατηγορούμενης εκείνη την ημέρα, η μάρτυρας απάντησε ότι πολλές ήταν οι φορές που οι ιδιοκτήτες επικοινωνούσαν μαζί τους μέσω διαφόρων εφαρμογών, εξ’ ου και το τηλεφώνημα μπορεί να μην εντοπίζεται στις διενεργηθείσες τηλεφωνικές κλήσεις. Δεν διαφώνησε ότι ανά διαστήματα, είχαν προκύψει προβλήματα στην έγκαιρη αποπληρωμή λογαριασμών κοινής ωφέλειας, προσθέτοντας ότι δεν ήταν λίγες οι φορές που η κατηγορούμενη έπαιρνε την αλληλογραφία της οικογένειας από το ταχυδρομικό κουτί. Υποδείχθηκε στη μάρτυρα πρωτότυπος, (τότε απλήρωτος), λογαριασμός από την Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου[1] με τη μάρτυρα να διερωτάται πώς, η εν λόγω πρωτότυπη επιστολή βρέθηκε στα χέρια της υπεράσπισης, αφού η κατοχή του εν λόγω εγγράφου επιβεβαίωνε (κατά την κρίση της), τις προηγούμενες αναφορές της. Τη θέση της υπεράσπισης ότι εντός της οικίας είχαν προκληθεί ζημιές ενώ απλήρωτα ήταν και αρκετά ποσά ενοικίων, η μάρτυρας αρνήθηκε, με την υπεράσπιση να παρουσιάζει ως Τεκμήρια 8 και 9 Δικαστική Απόφαση και Διάταγμα Μηνιαίων Δόσεων που εκδόθηκαν εναντίον της στα πλαίσια της Αγωγής 549/2021 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας για ποσά εξόδων, ζημιών, έξοδα επισκευών και ενοίκια που οφείλονταν σε σχέση με την οικία. Τα εν λόγω έγγραφα η παραπονούμενη αναγνώρισε. Η ΜΚ2 πρόσθεσε ότι, αν και η Δικαστική Απόφαση εκδόθηκε ερήμην της, αποφάσισε να τιμήσει αυτήν, αποδεχόμενη την 10.2.23 την έκδοση Διατάγματος μηνιαίων δόσεων στο πρόσωπο της (Τεκμήριο 9), αρνούμενη ότι ο λόγος που κατήγγειλε την κατηγορούμενη ήταν για να αποφύγει την καταβολή των οφειλόμενων ποσών, διερωτώμενη πώς η καταχώρηση της παρούσας θα εξυπηρετούσε στην αποφυγή εκπλήρωσης των υποχρεώσεων της, τις οποίες εν πάση περιπτώσει, έχει (έκτοτε), τιμήσει.
Υποβλήθηκε στη μάρτυρα ότι η κατηγορούμενη εκείνη τη μέρα μετέβη στον χώρο, για να ελέγξει τον μετρητή του νερού, λόγω ακριβώς των μεγάλων ποσών που εκκρεμούσαν στην Υδατοπρομήθεια, επιθυμώντας να ελέγξει παράλληλα και τις ζημιές που είχαν (κατά την κατηγορούμενη), προκληθεί στο σπίτι, με την ΜΚ2 να αρνείται τις εν λόγω τοποθετήσεις. Πρόσθεσε ότι η κατηγορούμενη θα μπορούσε, ως όφειλε, να τηλεφωνήσει προηγουμένως, ενημερώνοντας για την κατ’ ισχυρισμόν πιο πάνω πρόθεση της, γεγονός το οποίο θα της επέτρεπε νόμιμη είσοδο στην οικία. Ερωτηθείσα κατ΄επανάληψη ποια ήταν η απειλή που εκστόμισε η κατηγορούμενη, η μάρτυρας παρέπεμψε στη φράση της δεύτερης κατηγορίας, δηλώνοντας ότι η κατηγορούμενη κτυπούσε δυνατά και επί των δύο αυτοκινήτων, φωνάζοντας, κλωτσώντας, ευρισκόμενη σε κατάσταση πανικού. Σκοπός της πρόσθεσε, δεν είναι να καταδικαστεί μία μητέρα δύο παιδιών, όμως οφείλει παράλληλα να προστατεύσει την οικογένεια της και τον εαυτό της. Πολύς λόγος έγινε για το σύζυγο της παραπονούμενης και στο γεγονός ότι αυτός δεν φαίνεται να έδωσε κατάθεση[2] στην αστυνομία, με τη μάρτυρα να απαντά ότι ο σύζυγος της δεν ήταν παρών στο περιστατικό και συνεπώς δεν ήταν σε θέση να αναφέρει οτιδήποτε σχετικό.
Τέλος, στην υποβολή του συνηγόρου υπεράσπισης ότι η κατηγορούμενη ουδέποτε εισήλθε παράνομα στην οικία ή απείλησε αυτήν, η μάρτυρας επανέλαβε τις θέσεις της, προσθέτοντας ότι τη συγκεκριμένη κυρία, τη φοβάται.
ΜΚ3 ο Αστυφύλακας 2787, ο οποίος υπηρετούσε τον Ιούνιο του 2020 στον Αστυνομικό Σταθμό Πέρα Χωρίου Νήσου. Την 25.6.20[3] και περί τις 17:00 μετέβη στον αστυνομικό σταθμό ο σύζυγος της ΜΚ2, Όμηρος Μοτίτης αναφέροντας προφορικά ότι την ίδια μέρα και περί ώρα 16:30 η κατηγορούμενη μετέβη στην οικία τους και αφού εισήλθε παράνομα στο περίβολο αυτής, φώναζε και απειλούσε. Ο ΜΚ3 έλαβε την ίδια ημέρα κατάθεση από την παραπονούμενη. Ανέφερε στη μαρτυρία του ότι προσπαθούσε να επικοινωνήσει με την κατηγορούμενη, όμως η ίδια ουδέποτε ανταποκρίθηκε στις κλήσεις του. Μετέβη μάλιστα, στην εργασία της προς εντοπισμό της, τηλεφωνώντας τόσο στην ίδια όσο και στο τηλέφωνο του συζύγου της, αναγκαζόμενος πέραν της μίας φοράς, όπως μεταβεί από το Πέρα Χωριό Νήσου στη Λευκωσία. Την κατηγορούμενη εντόπισαν τελικώς, μαζί με την Αστυφύλακα 937 σε μια εκ των διευθύνσεων που είχε δηλώσει, ενημερώνοντας την ότι όφειλε να προσέλθει στον Αστυνομικό Σταθμό για κατάθεση. Σε αυτήν επέδωσαν «Ειδοποίηση Παρουσίασης»[4], ήτοι έγγραφο, το οποίο εκδίδεται δυνάμει των προνοιών του άρθρου 5(1) του Κεφ. 155. Αντεξετασθείς συμφώνησε ότι ο Όμηρος Μοτίτης είναι αστυνομικός και ότι ήταν παρών κατά την κατάθεση της παραπονούμενης, μη αποδεχόμενος όμως τη θέση της υπεράσπισης ότι ο Μοτίτης επενέβαινε κατά το χρόνο λήψης της κατάθεσης της συζύγου του.
Η Αστυφύλακας 937, Τζιωρτζή κατέθεσε στη διαδικασία ως ΜΚ4. Τον Ιούνιο του 2020 ήταν δόκιμη αστυφύλακας στον αστυνομικό σταθμό Πέρα Χωρίου Νήσου. Υπεύθυνος της ήταν ο ΜΚ3. Σύμφωνα με την κατάθεση της Τεκμήριο 14, την 25.6.20 επισκέφθηκε το σταθμό ο Όμηρος Μοτίτης καταγγέλλοντας την κατηγορούμενη για τις ενέργειες που ανέφερε ο ΜΚ3. Ο ΜΚ3 έλαβε κατάθεση από την παραπονούμενη την ίδια ημέρα. Τις επόμενες ημέρες ο ΜΚ3 προσπάθησε να επικοινωνήσει τηλεφωνικώς τόσο με τον αριθμό κινητής τηλεφωνίας της κατηγορούμενης όσο και με το κινητό τηλέφωνο του συζύγου της ώστε να της ληφθεί κατάθεση για το εναντίον της παράπονο, ωστόσο κανείς δεν απάντησε στις κλήσεις της αστυνομίας. Η μάρτυρας ποτέ δεν επικοινώνησε με την κατηγορούμενη. Επειδή δεν γνώριζαν τη διεύθυνση διαμονής της, μετέβησαν μαζί με τον Αστ. 2787 σε διάφορες ημερομηνίες στην οδό της ενοικιαζόμενης οικίας, όπου και εντοπίστηκε τελικώς την 31.7.20, με αποτέλεσμα την επίδοση σε αυτήν του Τεκμηρίου 15. Η κατηγορούμενη ρώτησε τί θα συμβεί αν δεν μεταβεί στο σταθμό, με την μάρτυρα να της απαντά ότι σύμφωνα με την ειδοποίηση ενδέχεται να διαπράξει αδίκημα το οποίο υπόκειται σε φυλάκιση. Ουδέποτε λέχθηκε στην κατηγορούμενη ότι δεν δικαιούται σε δικηγόρο. Η κατηγορούμενη κατήγγειλε την μάρτυρα στην Ανεξάρτητη Αρχή Διερεύνησης Παραπόνων της Αστυνομίας για ανάρμοστη συμπεριφορά. Σε ότι αφορά την ημερομηνία 11.7.20, ήτοι ημερομηνία κατά την οποία η κατηγορούμενη ισχυρίζεται ότι συνομίλησε με την ΜΚ4 τηλεφωνικώς, η τελευταία δεν εργαζόταν. Όταν η κατηγορούμενη μετέβη στο αστυνομικό σταθμό την 4.8.20 με το δικηγόρο της για να της ληφθεί κατάθεση, ζήτησε όπως αυτήν, μη λάβει η ΜΚ4, εξ’ ου και έλαβε ο Λοχίας 2353.
Κατά την κυρίως εξέταση η μάρτυρας ανέφερε ότι βρισκόταν εκτός ανακριτηρίου όταν λαμβάνετο η κατάθεση της κατηγορούμενης. Κατά την επίδοση του Τεκμηρίου 15 η κατηγορούμενη ήταν εριστική, επιθετική και φώναζε. Ο συνήγορος υπεράσπισης υπέδειξε στη μάρτυρα κατά την αντεξέταση δύο στιγμιότυπα οθόνης ως αυτά αποτυπώθηκαν σε φωτογραφίες από το κινητό τηλέφωνο της κατηγορούμενης, όπου φαινόταν ότι η κατηγορούμενη τηλεφώνησε δύο φορές στον αστυνομικό σταθμό και συγκεκριμένα την 10.7.20 και την 11.7.20. Η μάρτυρας συμφώνησε ότι ο αριθμός που φέρεται να κάλεσε η κατηγορούμενη ανταποκρίνεται σε έναν εκ των πολλών αριθμών που διατηρεί ο σταθμός, όμως η ίδια ποτέ δεν συνομίλησε τηλεφωνικώς μαζί της.
Αρνήθηκε ότι απείλησε την κατηγορούμενη ότι, αν δεν πάει στο σταθμό για κατάθεση, ενδέχετο να φυλακιστεί, με την μάρτυρα να απαντά: «Όχι δεν απείλησα, δεν απειλώ κανένα γνωρίζω τα καθήκοντα μου το εύρος και το πλαίσιο των καθηκόντων μου. Το μόνο που της είπα το αναφέρω στην κατάθεση μου κατά την (…) (διαβάζει) και σε φυλάκιση, το γραφεί και το ίδιο το έντυπο 5.1.πάνω». Σε ότι αφορά τις κλήσεις προς το πρόσωπο της κατηγορούμενης, η μάρτυρας απάντησε ότι για τη διενέργεια αυτών, ενημερώθηκε σχετικά από τον ΜΚ3. Συμφώνησε με τον κ. Αυγουστή ότι η κατηγορούμενη την κατήγγειλε στην Ανεξάρτητη Αρχή Διερεύνησης Παραπόνων της Αστυνομίας με τη διερεύνηση να μην έχει μέχρι σήμερα (ήτοι κατά το χρόνο που έδιδε τη μαρτυρία της), ολοκληρωθεί.
Ο Λοχίας 2353, Μ. Λοΐζου (ΜΚ1), αναγνώρισε και υιοθέτησε το περιεχόμενο της κατάθεσής του, Τεκμήριο 1. Κατέθεσε στη διαδικασία ως Τεκμήρια 2 μέχρι 4 το έγγραφο δικαιωμάτων, ως αυτό παραδόθηκε στην κατηγορούμενη, την ανακριτική της κατάθεση στη μητρική και Ελληνική, καθώς και τη γραπτή κατηγορία που της απέδωσε. Στη γραπτή του κατάθεση αναφέρει ότι την 4.8.20 έλαβε, με τη βοήθεια διερμηνέα ανακριτική κατάθεση από την κατηγορούμενη παρουσία του συνηγόρου της. Σύμφωνα με την κατάθεση του:
«Ακολούθως και μεταξύ των ωρών 11:20-12:45, με τη βοήθεια της διερμηνέας Ειρήνης Πολυχρονίδου, έλαβα ανακριτική κατάθεση από τη Ναταλία Στεπάνοβα. Παρών βρισκόταν και ο δικηγόρος της (….), μαζί με τη βοηθό του. Στον δικηγόρο επεξηγήθηκε το δικαίωμα του να παρευρίσκεται κατά την διάρκεια λήψης της κατάθεσης, ωστόσο του ζητήθηκε όπως μην παρεμβαίνει στην όλη διαδικασία. Μόλις υπέβαλα την πρώτη ερώτηση στην Ναταλία Στεπάνοβα με τη βοήθεια της διερμηνέα και η ίδια απάντησε στην ερώτηση, ο δικηγόρος της επενέβηκε και άρχισε να συζητά μαζί της στην Ρωσική γλώσσα και δεν άφηνε την Ναταλία Στεπάνοβα να απαντήσει. Τότε προέβηκα σε σχετικές συστάσεις στο δικηγόρο, όπως μην επεμβαίνει. Στις επόμενες ερωτήσεις που υπόβαλα στην Ναταλία Στεπάνοβα και ενώ η ίδια απαντούσε σε κάποιες ερωτήσεις σε αντίθεση με τις οδηγίες που τις έδωσε ο δικηγόρος της και πάλι επενέβηκε ο δικηγόρος της και την προέτρεπε να μην απαντά ή και απαντούσε στη θέση της με τη φράση «ότι έχω να πω θα το πω στο Δικαστήριο». Ως εκ τούτου ζήτησα από το δικηγόρο και αποχώρησε από το σταθμό και μαζί του αποχώρησε και η βοηθός του και η κατάθεση λήφθηκε μόνο παρουσία της διερμηνέας».
Εξήγησε κατά τη ζώσα μαρτυρία του ότι ενώ φαινόταν ότι η κατηγορούμενη επιθυμούσε να απαντήσει στις ερωτήσεις δίδοντας τις δικές της θέσεις, ο δικηγόρος της, της έλεγε να μην απαντήσει, γεγονός που οδήγησε σε μεταξύ τους λογομαχία. Ο λόγος που έλαβε ο ίδιος κατάθεση από την κατηγορούμενη ήταν γιατί η τελευταία εξέφρασε παράπονο σε σχέση με αστυνομικό του σταθμού ότι μεροληπτούσε εναντίον της. Ένεκα τούτου, δόθηκε εντολή όπως η λήψη της κατάθεσής ληφθεί από άλλον αστυνομικό. Αντεξετασθείς επί των ανωτέρω, ο μάρτυρας δήλωσε ότι η κατηγορούμενη δεν έφερε καμία ένσταση στην αποχώρηση του συνηγόρου της, μήτε ζήτησε διακοπή της κατάθεση της, αφού ήταν φανερό ότι η ίδια ήθελε να απαντήσει στις ερωτήσεις που της τίθεντο, σε αντίθεση με τις εισηγήσεις του συνηγόρου της. Στη θέση του κ. Αυγουστή, ότι ο συνήγορος είχε υποχρέωση να δώσει νομική συμβουλή στην κατηγορούμενη, ο μάρτυρας απάντησε ότι κανένα δικαίωμα της κατηγορούμενης δεν παραβιάστηκε με το συνήγορο να συμβουλεύει αυτήν ευθύς εξ’ αρχής, ζητώντας της να μην απαντά στις ερωτήσεις της αστυνομίας. Παρά το ότι ο μάρτυρας δεν γνωρίζει τη Ρωσική, αντιλήφθηκε ότι ένεκα τούτου, είχε δημιουργηθεί ένταση μεταξύ των δύο. Πριν κατηγορηθεί η κατηγορούμενη, αυτή εξήλθε της αίθουσας για να συμβουλευτεί τον δικηγόρο της και επανήλθε εντός αυτής, όπου και κατηγορήθηκε γραπτώς. Συμφώνησε με την υπεράσπιση ότι ο σύζυγος της παραπονούμενης είναι αστυνομικός, όμως αυτό διευκρίνισε, ουδόλως επηρέασε το ανακριτικό έργο, καθότι ο συγκεκριμένος αστυνομικός δεν υπηρετούσε στον αστυνομικό σταθμό Πέρα Χωρίου Νήσου.
Μαρτυρία Υπεράσπισης
Στην κατάθεση της η κατηγορούμενη άσκησε σε πλείστες ερωτήσεις που της υποβλήθηκαν από τις ανακριτικές αρχές το δικαίωμα της σιωπής, αναφέροντας μόνο το όνομα της, ότι η παραπονούμενη διέμενε κατά πάντα ουσιώδη χρόνο στην ενοικιαζόμενη οικία και ότι ο λόγος που τερματίστηκε η ενοικίαση ήταν επειδή υπήρχαν οφειλόμενα ενοίκια. Ερωτηθείσα από την υπεράσπιση σε σχέση με τις κινήσεις της την 25.6.20, η μάρτυρας απάντησε ότι πήγαινε περίπατο με τα παιδιά της. Ποτέ δεν συνάντησε την παραπονούμενη εκείνη την ημέρα. Στην περιοχή δήλωσε, υπάρχουν περί τα 11 σπίτια. Το σπίτι στο οποίο διέμενε η κατηγορούμενη βρισκόταν κοντά στην ενοικιαζόμενη οικία. Η μάρτυρας ετοίμασε ενώπιον του Δικαστηρίου σχεδιάγραμμα[5] για να εξηγήσει την απόσταση μεταξύ των δύο οικιών, σχεδιάζοντας ένα ημικύκλιο, τοποθετώντας τα δύο σπίτια επί αυτού. Αναγνώρισε τα Τεκμήρια 7 μέχρι και 9 λέγοντας ότι οι ένοικοι όχι μόνο δεν κατέβαλλαν τα ενοίκια, αλλά δεν πλήρωναν εγκαίρως ή και καθόλου, μεγάλα ποσά λογαριασμών κοινής ωφελείας, όπως για παράδειγμα τους λογαριασμούς του νερού (Τεκμήριο 16) οι οποίοι παρέμειναν απλήρωτοι για περίοδο εννέα μηνών, οδηγώντας σε διακοπή νερού. Την 25.6.20 πέρασε έξω από το σπίτι της ΜΚ2 με το όχημα της. Κανένα όχημα δεν βρισκόταν σταθμευμένο εντός της οικίας. Ο λόγος που σταμάτησε ήταν γιατί, ενώ τις προηγούμενες ημέρες είχε ενημερωθεί από την Υδατοπρομήθεια ότι στην οικία διακόπηκε η παροχή νερού, την 25.6.20 έλαβε ενημέρωση ότι ο λογαριασμός τακτοποιήθηκε. Επιθυμία της ήταν να ελέγξει το μετρητή νερού. Παρούσα στο χώρο και συγκεκριμένα στην αυλή της οικίας βρισκόταν η θυγατέρα της παραπονούμενης η οποία δεν διαμαρτυρήθηκε που την είδε.
Αν το όχημα της παραπονούμενης ήταν σταθμευμένο εκεί, δεν θα σταματούσε γιατί την παραπονούμενη, φοβάται. Πολλές υπήρξαν οι φορές που η παραπονούμενη την απείλησε, όμως όσες φορές προσπάθησε να την καταγγείλει στην αστυνομία, κανένας αστυνομικός δεν λάμβανε την κατάθεση της.
Συμφώνησε αντεξετασθείσα ότι το σπίτι όπου διέμενε η παραπονούμενη βρισκόταν σε αδιέξοδο και ότι οι κάτοικοι των σπιτιών που βρίσκονταν δίπλα από αυτό ενδεχομένως, να απουσίαζαν στο εξωτερικό. Τα προβλήματα με τους ένοικους ξεκίνησαν από τον πρώτο κιόλας μήνα, με τους πρώτους να μην απαντούν στα τηλεφωνήματα των ιδιοκτητών, ενώ παράλογες ήσαν οι απαιτήσεις των σε σχέση με τις επιδιορθώσεις ή μικροδιορθώσεις που απαιτούσαν όπως γίνουν στην οικίας. Προς επίρρωση των θέσεων της ότι τα ενοίκια δεν καταβάλλονταν εν όλο ή εν μέρη, παρέδωσε σχετική δέσμη αποδείξεων, Τεκμήριο 8. Παρά το μη αγαστό των μεταξύ τους σχέσεων, ποτέ δεν απείλησε ή τσακώθηκε με την παραπονούμενη ή τον οποιοδήποτε, παραδεχόμενη παράλληλα ότι καταδικάστηκε στο παρελθόν για δημόσια εξύβριση. Αποκάλυψε ότι την παραπονούμενη κατήγγειλε τελικώς. Ερωτηθείσα γιατί επέλεξε, ενώ φαίνεται να απαντά σε συγκεκριμένες ερωτήσεις στην ανακριτική της κατάθεση, να μην αναφέρει το κατά τα άλλα πολύ σημαντικό γεγονός ότι η παραπονούμενη δεν βρισκόταν εντός της οικίας της την 25.6.20, η μάρτυρας απάντησε ότι η αστυνομία δεν την άφηνε να απαντήσει.
Σε υποβολή της κατηγορούσας αρχής ότι η ΜΚ2 βρισκόταν εντός της οικίας της την 25.6.20, η μάρτυρας απάντησε: «Εκ πρώτης δεν υπήρχε ούτε ένα αυτοκίνητο εκεί. Και μετά από αυτό το επεισόδιο πήγα αμέσως στην αστυνομία και ο Όμηρος ήταν εκεί και έγραφε την κατάθεση εναντίον μου, και στη κάμερα υπάρχουν όλα και η αστυνομία τον υπερασπιζόταν». Σε εκ νέου υποβολή η μάρτυρας απάντησε ότι η ΜΚ2 ενδέχεται να βρισκόταν εντός της οικίας περί τις 18:00 και εντεύθεν. Εξήγησε το λόγο μετάβασης της στην οικία, αναφέροντας ότι επιθυμούσε να δει κατά πόσον βρισκόταν σε λειτουργεία ο μετρητής νερού, γεγονός που θα σήμαινε και την εξόφληση του λογαριασμού. Σε ερώτηση κατά πόσον ειδοποίησε πριν να πάει, απάντησε αρνητικά. Ποτέ δεν μετέβη στο χώρο παρουσία αλλοδαπού, αφού εκεί είχε πάει με τα παιδιά της. Μοναδικός σκοπός της καταγγελίας σύμφωνα με την ίδια, είναι η αποφυγή καταβολής των οφειλομένων από την παραπονούμενη, ποσών.
Βάρος Απόδειξης/Αξιολόγηση Μαρτυρίας
Είναι γνωστό τοις πάσι στον νομικό κόσμο ότι το βάρος απόδειξης του συνόλου των λεπτομερειών του αδικήματος όπως αυτές καταγράφονται στο κατηγορητήριο οφείλει να αποδείξει η κατηγορούσα αρχή πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Η υπεράσπιση επουδενί δεν φέρει οποιοδήποτε βάρος για απόδειξη της αθωότητάς του κατηγορούμενου, ή συμπλήρωσης τυχόν κενών στην μαρτυρία της πρώτης (Woolmington v DPP 25 Cr. App.R.72, Munteanu v Δημοκρατίας (2013) 2 Α.Α.Δ.459). Ο Δικαστικός Λόγος στην Θεοχάρους ν Δημοκρατίας (2008) 1 Α.Α.Δ.22 μας υπενθυμίζει ότι:
«Ενόψει του τεκμηρίου της αθωότητας ενός κατηγορούμενου και της υποχρέωσης της κατηγορούσας αρχής να αποδείξει την ενοχή του πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, αυτό που εξετάζεται είναι: (α) αν η μαρτυρία που παρουσίασε η κατηγορούσα αρχή είναι αξιόπιστη και (β) αν ναι, κατά πόσον είναι ικανοποιητική για να αποδείξει τις κατηγορίες».
Με δεδομένη την πιο πάνω αρχή, προχωρώ στην αξιολόγηση της ενώπιον μου μαρτυρίας. Η αξιολόγηση της μαρτυρίας είναι επιβεβλημένη για την εξαγωγή συμπερασμάτων με το Δικαστήριο να καλείται όπως κατ’ αντικειμενικό τρόπο να κρίνει τους συνανθρώπους του, αποστασιωποιημένο από την υπόθεση και ενσωματώνοντας το μέτρο της αμερόληπτης και λογικής κρίσης που διατρέχει ολόκληρη κοινωνία (βλ. P & Chr. Seafood Express Ltd κ.α ν Αρχής Ηλλεκτρισμού Κύπρου (2014) 1(Β) Α.Α.Δ. 1945). Έχω ως γνώμονά μου την ευρεία νομολογία επί του ζητήματος που άπτεται την αξιολόγηση της μαρτυρίας ενός μάρτυρα, την οποία έχω εξετάσει με ιδιαίτερη προσοχή, ενώ κατά την αξιολόγησή της δεν περιορίστηκα στην ατομική κρίση της αξιοπιστίας έκαστου μάρτυρος, αλλά ως προτάσσει η νομολογία την αντιπαρέβαλα και την εξέτασα στα πλαίσια του συνόλου της (Μουσταφά ν. Κακουρή (2002) 1 Α.Α.Δ 165).
Την μαρτυρία της παραπονούμενης, ΜΚ2, αποδέχεται το Δικαστήριο, μερικώς. Η εν λόγω μάρτυρας υπήρξε αποκρυπτική σε οτιδήποτε αφορούσε τις κατ΄ισχυρισμόν ζημιές και οφειλόμενα ενοίκια σε σχέση την οικία, αφού εμφανής ήταν η προσπάθεια της όπως αποφύγει να απαντήσει στα αλλεπάλληλα ερωτήματα που της έθετε η υπεράσπιση σε σχέση με τα ως άνω, αναγκαζόμενη να παραδεχθεί, αφού τις υποδείχθηκαν οι σχετικές Δικαστικές αποφάσεις ότι η εκδοχή που παρουσίασε η υπεράσπιση αναφορικά με το συγκεκριμένο ζήτημα δεν ήταν μήτε άτοπη, μήτε αναληθής, επιβεβαιώνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τη θέση της υπεράσπισης, ότι υπήρχαν προβλήματα σε σχέση με την ενοικίαση και τους λόγους που οδήγησαν μεταξύ άλλων, στον τερματισμό της. Πλην του πιο πάνω μέρους της μαρτυρίας της παραπονούμενης, το οποίο απορρίπτεται, το λοιπό μέρος αυτής, ήτοι οι αναφορές της ότι η κατηγορούμενη μετέβη στην οικία την επίδικη ημέρα, συμπεριφερόμενη κατά τον τρόπο που περιέγραψε, αφού πρώτα εισήλθε εντός αυτής παρανόμως με σκοπό την όχληση της, κρίνεται ως όχι μόνο αξιόπιστο αλλά και ανταποκρινόμενο στα όσα πράγματι έλαβαν χώραν την 25.6.20 και ως εκ τούτου, αποδεκτό από το Δικαστήριο. Οι αναφορές της επί των εν λόγω σημείων και δη, επί των γεγονότων που άπτονταν των υπό κρίση κατηγοριών, ήσαν άκρως κατατοπιστικές και περιγραφικές, μη αφήνοντας καμία αμφιβολία στο Δικαστήριο ότι πράγματι, η παραπονούμενη βίωσε τα όσα με ειλικρίνεια και χωρίς περιστροφές περιέγραψε ως γεγονότα που έλαβαν χώρα την επίδικη ημέρα. Το γιατί εισήλθε η κατηγορούμενη στην οικία της, η συμπεριφορά και οι αντιδράσεις της αλλά και η άμεση αντίδραση της παραπονούμενης στα ως άνω, δια της άμεσης μετάβασης της στον αστυνομικό σταθμό για σκοπούς υποβολής καταγγελίας, αποτελούν σημεία που δεικνύουν την φιλαλήθεια και ειλικρίνεια της παραπονούμενης. Όχι μόνο δεν εντοπίζεται προσπάθεια αλλοίωσης γεγονότων από μέρους της αλλά αντίθετα, κάθε θέση που πρόβαλε, ανέπτυσσε, σε τέτοια έκταση και με συγκεκριμένες αναφορές, οι οποίες δεν μπορούν παρά να προσθέτουν στο αληθές της μαρτυρίας της. Περιπλέον, παρά την αντεξέταση της σε σχέση με τις υπό κρίση κατηγορίες, η μάρτυρας δεν υπέπεσε σε καμία αντίφαση σε σχέση με τα όσα ανέφερε ανακρινόμενη στην αστυνομία. Οι θέσεις της μάρτυρος (α) ότι καμία ειδοποίηση δεν έλαβε σε σχέση με την παρουσία της κατηγορούμενης στο χώρο, (β) ότι στην είσοδο της κατηγορούμενης στο περίβολο της οικίας της δεν συγκατατέθηκε και (γ) ότι φοβήθηκε ένεκα της εκστομισθείσας προς το πρόσωπο της απειλής, γίνονται αποδεκτές και επιβεβαιώνονται μεταξύ άλλων και από την άμεση μετάβαση της στην αστυνομία, για να καταγγείλει το γεγονός. Οι θέσεις της υπεράσπισης περί αλλότριων κινήτρων σε σχέση με την καταγγελία και ειδικότερα ότι τη διαδικασία χρησιμοποίησε η μάρτυρας με σκοπό την αποφυγή καταβολής ή αποπληρωμής των εξ’ αποφάσεων υποχρεώσεων της, δεν βρίσκει έρεισμα και αυτό γιατί, ως φανερώνεται από τις ημερομηνίες επί των Τεκμηρίων 8 και 9 η καταχώρηση της αγωγής ήρθε σε χρόνο μεταγενέστερο της κατάθεσης/παραπόνου της ΜΚ2.
Η μαρτυρία της παραπονούμενης στο μέρος που αφορά τις υπό εκδίκαση κατηγορίες γίνεται αποδεκτή ως αξιόπιστη και ανταποκρινόμενη στην αλήθεια.
Αντίστοιχα αποδέχεται το Δικαστήριο τη μαρτυρία των ΜΚ1, ΜΚ3 και ΜΚ4. Την μαρτυρία των αποδέχομαι στην ολότητα της σε σχέση με τις πράξεις και ενέργειες στις οποίες προέβησαν έκαστος, στα πλαίσια των καθηκόντων τους. Ως διαφαίνεται από τα πρακτικά της διαδικασίας, η μαρτυρία των ΜΚ3 και 4 ήταν τυπική στη φύση της και περιορίστηκε στην προσπάθεια των δια ανεύρεση της κατηγορούμενης. Η προβαλλόμενη εκ μέρους των μαρτύρων κατηγορίας 3 και 4 θέση ότι, ο εντοπισμός της κατηγορούμενης ήταν δύσκολος όχι μόνο κρίνεται αξιόπιστος, αλλά επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι οι μάρτυρες αναγκάστηκαν να επιδώσουν σε αυτήν με τον εντοπισμό της την σχετική Ειδοποίηση, Τεκμήριο 15. Το γεγονός ότι έγινε προσπάθεια εντοπισμού της από τον ΜΚ3 γίνεται επίσης αποδεκτός, ενώ ουδείς εκ των μαρτύρων αμφισβήτησε τη θέση ότι η κατηγορούμενη ενδέχεται να διενήργησε κλήσεις προς το σταθμό, εμμένοντας έκαστος στη θέση ότι μαζί της, ουδείς, συνομίλησε. Εάν συνομιλούσαν, δεν θα υπήρχε η ανάγκη μετάβαση τους στη Λευκωσία πέραν της μίας φοράς με σκοπό την ενημέρωση της για την εναντίον της καταγγελία. Σε ότι αφορά τη θέση ότι η ΜΚ4 καταγγέλθηκε από την κατηγορούμενη στην ΑΔΥΠΑ η μαρτυρία επί του προκείμενου, συμπλέει. Η βασιμότητα των εν λόγω ισχυρισμών δεν θα κριθεί από το παρόν Δικαστήριο το οποίο είναι αναρμόδιο όπως αποφασίσει επί του ζητήματος, καθότι ενώπιον του, δεν έχουν τεθεί προς εκδίκαση, σχετικές κατηγορίες ή παράπονο.
Ο ΜΚ1 υπήρξε απόλυτα ειλικρινής προς το Δικαστήριο, εξηγώντας τους λόγους που κλήθηκε εκτάκτως, να λάβει ανακριτική κατάθεση από την κατηγορούμενη. Εκτενή αναφορά έκανε σε σχέση με αυτά που διαμείφθηκαν την 4.8.20 στον αστυνομικό σταθμό παρουσία του συνηγόρου της κατηγορούμενης, αλλά και σε όσα έλαβαν χώρα μετά την αποχώρηση του δικηγόρου από το ανακριτήριο. Πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι παρά τις εισηγήσεις της υπεράσπισης ότι τα δικαιώματα της κατηγορούμενης επηρεάστηκαν άρδην, η κατηγορούμενη δεν προώθησε καμία τέτοια θέση κατά τη ζώσα μαρτυρία της, μήτε και εξέφρασε οποιοδήποτε παράπονο προς αυτή την κατεύθυνση, όταν της δόθηκε ο λόγος. Παρότι αποτελεί, ως ορθά έχει αναδείξει η υπεράσπιση στις αγορεύσεις της, αναφαίρετο δικαίωμα κατηγορούμενου προσώπου να έχει δικηγόρο παρά το πλευρό του κατά το στάδιο της προανάκρισης, δεν μπορεί να διαλάθει της προσοχής του Δικαστηρίου ότι στην παρούσα, η κατηγορούμενη ουδέποτε εξέφρασε επιθυμία να ολοκληρώσει την ανακριτική της κατάθεση παρουσία είτε του υφιστάμενου δικηγόρου, είτε άλλου. Παρά ταύτα, συνέχισε κανονικά ώσπου και ολοκλήρωσε την εν λόγω κατάθεση, ακολουθώντας μάλιστα την ήδη δοθείσα προς αυτήν νομική συμβουλή, τηρώντας το δικαίωμα της σιωπής. Η δε θέση του μάρτυρα ότι η κατηγορούμενη συμβουλεύτηκε εκ νέου το δικηγόρο της πριν κατηγορηθεί, παρέμεινε αναντίλεκτη. Οι λόγοι που οδήγησαν στην έξοδο του συνηγόρου από την αίθουσα καταγράφονται και επεξηγούνται δεόντως στην κατάθεση του μάρτυρα. Σημειώνεται παράλληλα ότι η κατηγορούμενη ουδέποτε ζήτησε, κατά το χρόνο εμφάνισης της ενώπιον Δικαστηρίου -ως έχει δικαίωμα προ της έναρξης της ακροαματικής διαδικασίας-, να εξεταστεί ο ισχυρισμός της σε σχέση με τα πιο πάνω[6]. Η υπεράσπιση κάλεσε το Δικαστήριο δια των αγορεύσεων της όπως κρίνει αναξιόπιστη τη μαρτυρία του ΜΚ1 δηλώνοντας ότι, κανένα αποδεικτικό βάρος δεν πρέπει να δοθεί στην εν λόγω μαρτυρία, αγνοώντας ότι ο ΜΚ1 δεν υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας, μήτε γνωρίζει οτιδήποτε σχετικό με τα γεγονότα της παρούσας. Οι ενέργειες του περιορίστηκαν στη λήψη ανακριτικής κατάθεσης από την κατηγορούμενη. Συνεπώς τη μαρτυρία του ΜΚ1, η οποία περιορίζεται στα ως άνω, το Δικαστήριο αποδέχεται, ως μέρος των ενεργειών στις οποίες προέβη ο εν λόγω μάρτυρας στα πλαίσια των καθηκόντων του. Τα δικαιώματα της κατηγορούμενης, παραδόθηκαν σε αυτήν (Τεκμήριο 2), προ της έναρξης της ανακριτικής κατάθεσης.
Στρέφεται τώρα το Δικαστήριο στην αξιολόγηση της μαρτυρίας της κατηγορούμενης. Κρίνοντας συνολικά και όχι αποσπασματικά την μαρτυρία της αυτή, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Η μαρτυρία της κατηγορούμενη βρίθει από ανακρίβειες ενώ μπορεί να χαρακτηριστεί ως νεφελώδης επί ουσιαστικών σημείων σε ότι αφορά τα γεγονότα. Ποτέ τελικά, δεν κατάφερε όπως δώσει μια ξεκάθαρη εικόνα ως προς τα γεγονότα αφού οι θέσεις που παρουσίασε, ήταν συνεχώς εναλλασσόμενες. Η θέση της κατηγορούμενης ότι την επίδικη ημέρα βρισκόταν για περίπατο με τα παιδιά της στην περιοχή, ότι τυχαία συνάντησε τη θυγατέρα της παραπονούμενης στη βεράντα, ότι ζήτησε να μπει μέσα για να ελέγξει κατά πόσον η παροχή νερού είχε διακοπεί ή όχι, αποτέλεσαν θέσεις τις οποίες πρόβαλε για πρώτη φορά κατά το στάδιο της αντεξέτασης, με αυτές να μην τίθενται ποτέ στην παραπονούμενη ούτως ώστε η τελευταία να τοποθετηθεί. Μήτε έθεσε ποτέ η υπεράσπιση στους μάρτυρες κατηγορίας και ειδικότερα στον ΜΚ1 ότι η αστυνομία ή ο ανακριτικής δεν επέτρεπαν στην κατηγορούμενη να απαντήσει κατά τη λήψη της ανακριτικής κατάθεσης χρησιμοποιώντας αθέμιτες πρακτικές, ως η προβαλλόμενη για πρώτη φορά κατά την αντεξέταση, θέση της κατηγορούμενης. Η όλη μαρτυρία δε του ΜΚ1 επί του προκείμενου, ήταν εντελώς διαφορετική, ήτοι ότι στην κατηγορούμενη δόθηκαν όλα τα εφόδια για να απαντά όπως επιθυμεί, στον χρόνο που επιθυμεί, προβαίνοντας μάλιστα σε σχετικές συστάσεις και υποδείξεις προς το δικηγόρο της. Οι πιο πάνω θέσεις της υπεράσπισης δεν μπορούν παρά να κριθούν ως απορριπτέες και τούτο γιατί: «Είναι γνωστή η νομική θεώρηση του θέματος. Η υπεράσπιση οφείλει να θέσει τα ζητήματα που έχει κατά νουν στους μάρτυρες κατηγορίας ώστε να έχουν τη δυνατότητα να απαντήσουν δεόντως».[7]
Περαιτέρω, ενώ από την μία η κατηγορούμενη δήλωνε ότι η ΜΚ2 την απειλούσε, με την αστυνομία να μην αποδέχεται την από μέρους της καταγγελία επειδή «προστάτευαν την παραπονούμενη της οποίας ο σύζυγος είναι αστυνομικός», τη θέση αυτή αναίρεσε χωρίς κανένα δισταγμό κατά την αντεξέταση της. Παρά τη ζοφερή εικόνα που επίμονα προσπαθούσε να παρουσιάσει ως προς τον τρόπο που της συμπεριφέρονταν οι αστυνομικές αρχές επειδή είναι από την αλλοδαπή, παραδέχθηκε ότι, όχι μόνο κατήγγειλε την ΜΚ2 για την κατ΄ισχυρισμόν συμπεριφορά της, -με την αστυνομία να λαμβάνει από μέρους της σχετική κατάθεση- αλλά ότι έκανε χρήση και όσων μέσων διέθετε για απομάκρυνση του υπευθύνου του σταθμού Πέρα Χωρίου Νήσου από το πόστο του. Οι αναφορές της κατηγορούμενης ότι την επίμαχη ημέρα δεν είδε την παραπονούμενη δεν αποτελούν τίποτα άλλο από ψεύδη και αναλήθειες. Αν τα πιο πάνω ήταν αλήθεια, ευλόγως διερωτάται κανείς προς τί, η αναφορά της κατά την αντεξέταση ότι: «(…) μετά από αυτό το επεισόδιο πήγα αμέσως στην αστυνομία και ο Όμηρος ήταν εκεί και έγραφε την κατάθεση εναντίον μου (…)». Προς τί η άμεση μετάβαση της στην αστυνομία αφού κατά την ίδια κανένα επεισόδιο δεν έλαβε χώρα; Και αφού αρνείτο ακόμη και την παρουσία της παραπονούμενης στο σπίτι, τότε για ποιο επεισόδιο κάνει λόγο η κατηγορούμενη; Σημειώνεται εδώ για σκοπούς πληρότητας ότι καμία αναφορά δεν έγινε από την υπεράσπιση ή την κατηγορούμενη κατά πόσον τον μετρητή έλεγξε τελικώς ή όχι, και ποιες οι διαπιστώσεις της περί τούτου. Μήτε και έγινε οποιοσδήποτε λόγος για τη θυγατέρα της ΜΚ2 η οποία, δήθεν καλωσόρισε την κατηγορούμενη, επιτρέποντας της, ως δήλωνε, να εισέλθει στην αυλή προς διαπίστωση των πιο πάνω. Η προσπάθεια της μάρτυρος να αποποιηθεί της εμπλοκής της από τα γεγονότα που οδήγησαν στην καταγγελία ήταν φανερή, προσπαθώντας διακαώς όπως μην επεκταθεί επί των καίριων ερωτήσεων που εκτοξεύονταν από την κατηγορούσα αρχή, στις οποίες απαντούσε όποτε έκρινε σκόπιμο, με γενικότητες και αοριστίες. Οι θέσεις της ότι η ίδια ουδέποτε παραφέρθηκε, παρ’ όλα τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν με τους ενοικιαστές δεν ανταποκρίνεται την αλήθεια, με τα αρνητικά συναισθήματα που τρέφει έναντι της παραπονούμενης να είναι πέρα για πέρα εμφανή και κατά τη ζώσα μαρτυρία της. Πυξίδα της όλης μαρτυρίας της ήταν η συνειδητή προσπάθεια της όπως αποποιηθεί οποιασδήποτε ευθύνης ή δικαιολογήσει το αδικαιολόγητο των πράξεων της, κρυβόμενη πίσω από το μανδύα των οφειλόμενων ενοικίων και ζημιών. Η απώλεια αυτοελέγχου της κατηγορούμενης και η συναισθηματική της φόρτιση από την στιγμή που έγινε κοινωνός ότι στην οικία υπήρξε διακοπή νερού ένεκα οφειλόμενων προς τις αρμόδιες υπηρεσίες ποσών, εύκολα διαπιστώνεται μέσα από τα γεγονότα που η ίδια περιέγραψε. Χωρίς καμία ενημέρωση προς τους ενοίκους η κατηγορούμενη αποφάσισε όπως εισέλθει εντός του περιβόλου της οικίας με σκοπό να απειλήσει την παραπονούμενη. Μήτε και κατάφερε η υπεράσπιση να αποδώσει κίνητρο (ως η προσπάθεια της) στην παραπονούμενη ως προς το λόγο που η καταγγέλλουσα αποφάσισε κάποια λεπτά μετά το πέρας της επίσκεψης της κατηγορούμενης να καταγγείλει αυτήν. Κατά τα λοιπά, η θέση της κατηγορούμενης ότι, εισήλθε εντός της οικίας κατόπιν άδειας και ότι ποτέ δεν καταφέρθηκε εναντίον της ΜΚ2 με τη φράση της δεύτερης κατηγορίας, όχι μόνο δεν πείθει, αλλά καταρρίπτεται από την αξιόπιστη μαρτυρία της παραπονούμενης. Το Δικαστήριο δεν διατηρεί καμία αμφιβολία, εξετάζοντας τη μαρτυρία της συνολικά ότι, η κατηγορούμενη ενήργησε συμφώνως των πρωτογενών λεπτομερειών των κατηγοριών. Δια τους πιο πάνω λόγους η μαρτυρία της κατηγορούμενης δεν έπεισε, και απορρίπτεται.
Νομική Πτυχή:
Κατηγορία 1
Το αδίκημα της 1ης κατηγορίας εδράζεται στο άρθρο 280 του Ποινικού Κώδικα, το οποίο προνοεί ότι:
«Όποιος εισέρχεται σε περιουσία που είναι στην κατοχή άλλου, µε σκοπό διάπραξης ποινικού αδικήματος που τιμωρείται σύμφωνα µε τον Κώδικα αυτό ή µε οποιοδήποτε άλλο νόµο που ισχύει στη ∆ηµοκρατία ή µε σκοπό εκφοβισμού, εξύβρισης ή όχλησης του κατόχου τέτοιας περιουσίας· ή όποιος, αφού εισέρθει νόµιµα σε τέτοια περιουσία, παραμένει σε αυτή παράνομα, µε σκοπό εκφοβισμού, εξύβρισης ή όχλησης του κατόχου τέτοιας περιουσίας ή µε σκοπό διάπραξης ποινικού αδικήματος που τιμωρείται σύμφωνα µε τον Κώδικα αυτό ή µε οποιοδήποτε άλλο νόµο που ισχύει στη ∆ηµοκρατία, είναι ένοχος πληµµελήµατος και υπόκειται σε φυλάκιση δύο χρόνων».
Τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος είναι: (α) η είσοδος σε περιουσία τρίτου, (β) με σκοπό τη διάπραξη αδικήματος. Ως έχει αναλυθεί σε αριθμό δικαστικών αποφάσεων το άρθρο 280 καλύπτει ένα ευρύ φάσμα συμπεριφοράς που συνιστά εγκληματική επέμβαση, όπου ο πραγματικός ή ο κύριος σκοπός της εισόδου είναι να διαπραχθεί ένα αδίκημα, και όταν η διεκδίκηση δικαιώματος είναι απλώς ένας μανδύας για να συγκαλύψει τον πραγματικό σκοπό, το αδίκημα της παράνομης επέμβασης έχει διαπραχθεί. Όπως εύστοχα έχει λεχθεί στην Ανδρέου Ανθία ν Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 404:
«Σύμφωνα με καλώς θεμελιωμένη νομολογιακή αρχή η πρόθεση μπορεί να συναχθεί ως πραγματικό γεγονός από τις περιστάσεις που περιβάλλουν την συγκεκριμένη υπόθεση. Δεν είναι αρκετό ότι το συμπέρασμα για ύπαρξη πρόθεσης είναι εύλογο, πρέπει να είναι το μόνο εύλογο συμπέρασμα το οποίο μπορεί να συναχθεί από τα γεγονότα, με το βάρος απόδειξης να φέρει πάντοτε η κατηγορούσα αρχή».
Προκύπτει συνεπώς από τα ως άνω ότι, ο νομοθέτης ήθελε να καταστήσει σαφές ότι, το αδίκημα της παράνομης εισόδου διαπράττεται, ανεξαρτήτως του αν η κατηγορούμενη εισήλθε ενδεχομένως νόμιμα, αλλά στη συνέχεια εξετράπη ή αν εισήλθε στη περιουσία εξ’ αρχής παράνομα με πρόθεση να πάντοτε την διάπραξη αδικήματος[8]. Επιπλέον, πρέπει να αποδειχθεί πραγματική και σωματική (actual and personal) είσοδος του κατηγορουμένου προσώπου στην περιουσία (βλ. Textbook on Indian Penal Code, ante, σελ. 993 και Φλουρής ν Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ 401) και η κατοχή της περιουσίας από το άλλο πρόσωπο. Το άρθρο 280 του Κεφαλαίου 154 δεν προστατεύει τον ιδιοκτήτη αλλά τον κάτοχο (βλ. Κυριάκου ν Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ 354).
Πρόθεση
Το αδίκημα προϋποθέτει την απόδειξη πρόθεσης διάπραξης αδικήματος ή ενόχλησης (βλ. Protopapas ν Police (1962) CLR 27, 29, Ιωάννου ν Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ 493, και Textbook on Indian Penal Code, ante. σελ. 993). Είναι γνωστή η αρχή δικαίου ότι: «το στοιχείο της ένοχης διάνοιας αποδεικνύεται κατά κανόνα συμπερασματικά και από το σύνολο της ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρίας» (βλ. Ζακακιώτης ν Αστυνομίας (2009) 2 Α.Α.Δ.175 και Φανιέρος ν Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ 104). Η λογική επιτάσσει ότι ένα άτομο θεωρείται ότι έχει την πρόθεση να επιφέρει τα φυσιολογικά αποτελέσματα των πράξεων του. Στην ‘Ανθια (ante), τονίστηκε ότι η κατηγορούσα αρχή φέρει, σε όλα τα στάδια της διαδικασίας το βάρος απόδειξης ύπαρξης της πρόθεσης που καταλογίζεται στον κατηγορούμενο. Μπορεί μεν η πρόθεση να μπορεί ευλόγως να συναχθεί ως ένα πραγματικό γεγονός αναδυόμενο από τα περιστατικά της υπόθεσης, όμως το συμπέρασμα για ύπαρξη πρόθεσης πρέπει να είναι το μόνο εύλογο συμπέρασμα που μπορεί να συναχθεί από τα γεγονότα. Ως έχει εύστοχα καταγραφεί στην απόφαση Docker Restaurant Ltd v 1. Mariala Estates Ltd, Αριθμός Υπ. 5048/2016, Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού από τον αδελφό Δικαστή Πασχαλίδη Ε.Δ (ως ήταν τότε):
«Η δε πρόθεση για διάπραξη αδικήματος ή όχλησης του κατόχου της περιουσίας πρέπει να αποτελεί και την πραγματική και κυρίαρχη πρόθεση του κατηγορούμενου κατά το χρόνο που ο τελευταίος εισήλθε ή αποφάσισε να παραμείνει στο ακίνητο. Η απλή διαμονή ή κατοχή του ακινήτου, έστω και παράνομη, δεν μπορεί να αναχθεί σε ποινική επέμβαση, χωρίς την ύπαρξη της αναγκαίας πρόθεσης κατά τον ουσιώδη χρόνο. Μάλιστα δε, ακόμα και αν ο κατηγορούμενος διαπράξει κάποιο ποινικό αδίκημα ή ενοχλήσει τον κάτοχο, ενώ είναι στο ακίνητο, χωρίς όμως ποτέ να είχε αυτή την πρόθεση όταν εισέρχετο ή όταν αποφασίσει να μείνει τότε, αν και μπορεί να είναι ξεχωριστά ένοχος για το εν λόγω αδίκημα, εντούτοις δεν μπορεί να καταδικαστεί για το αδίκημα της ποινικής επέμβασης (βλ. Baby Ram v State (1971)1 AlJ 4 και Νικόλας Μαρσέλλο κ. α ν Κύπρου Κωνσταντίου, Ποινική Εφ. 167/2013 ημερ. 18.1.17».
Στην παρούσα αποτελεί κοινό τόπο ότι η παραπονούμενη ήτο ενοικιαστής και διέμενε στην εν λόγω οικία κατά τον ουσιώδη χρόνο, ούσα κάτοχος αυτής. Μέσα από τα γεγονότα της παρούσας, αλλά και των όσων έχει αναφέρει η κατηγορούμενη στο Δικαστήριο διαπιστώνεται ότι αυτή εισήλθε στην εν λόγω οικία απροειδοποίητα, χωρίς να έχει καμία ουσιαστική εργασία στο χώρο, με μοναδικό σκοπό την διάπραξη ποινικών αδικημάτων. Η όλη συμπεριφορά της φανερώνει τη πραγματική της πρόθεση, η οποία δεν ήταν ο έλεγχος του μετρητή του νερού ως ανέφερε, αφού η συγκεκριμένη, ουδόλως επηρεάζετο είτε άμεσα είτε έμμεσα από τη φερόμενη διακοπή. Οι ενοικιαστές, οι οποίοι είχαν ακόμη τρείς μήνες μόνιμης διαμονής στη διάθεση τους δεν φαίνεται να είχαν παραπονεθεί σχετικά με τούτο, ενώ ο λογαριασμός φαίνεται, σύμφωνα πάντα με την μαρτυρία της κατηγορούμενης, να είχε στο μεσοδιάστημα τακτοποιηθεί και εξοφληθεί. Αν πραγματική πρόθεση της κατηγορούμενης ήταν όπως προβεί σε έλεγχο του μετρητή τότε αυτή θα ενημέρωνε τους κατόχους και ενοικιαστές της γης προς την πιο πάνω επίσκεψη της. Σκοπός της κατηγορούμενης, ως συνάγεται από όλη την ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία, δεν ήταν άλλος από το να προβεί σε παράνομη πράξη, εισερχόμενη στην οικία παράνομα με μοναδικό σκοπό την όχληση του κατόχου της γης, ήτοι με σκοπό τον εκφοβισμό και την εκτόξευση απειλών στο πρόσωπο της παραπονούμενης, ούσα εκνευρισμένη λόγω των συνεχών προβλημάτων που αντιμετώπιζαν και άπτονταν της ενοικίασης της οικίας. Η κατηγορούμενη κρίνεται ένοχη σε ότι αφορά την 1η κατηγορία.
Κατηγορία 2
Σύμφωνα με το άρθρο 91(Α) του Κεφ. 154, απειλή διαπράττεται όταν: «Πρόσωπο (…) προκαλεί σε άλλον τρόμο ή ανησυχία απειλώντας τον µε βία ή άλλη παράνομη πράξη ή παράλειψη». Η κατηγορούσα αρχή όφειλε να αποδείξει, ότι η κατηγορούμενη ήταν αυτή που απείλησε την παραπονούμενη συμφώνως των λεπτομερειών που καταγράφονται στην κατηγορία. Όπως προκύπτει από το λεκτικό του πιο πάνω άρθρου του Νόμου, τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος που οφείλουν όπως αποδειχθούν αφορούν στην ύπαρξη απειλής για βία ή άλλη παράνομη πράξη ή παράλειψη η οποία να προκαλεί στον άλλον, τρόμο ή ανησυχία. Στην υπόθεση Νετζιήπ ν. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ 1, η οποία αφορούσε συναφές αδίκημα, ήτοι της απειλής βιοπραγίας δυνάμει του άρθρου 91(γ) του Ποινικού Κώδικα, λέχθηκε ότι η απειλή πρέπει να έχει πραγματικό έρεισμα και να δημιουργεί εξ' αντικειμένου την δυνατότητα εκφοβισμού. Κενή απειλή, δηλαδή απειλή η οποία λόγω του εξωπραγματικού χαρακτήρα της ή των συνθηκών κάτω από τις οποίες διατυπώθηκε, δεν στοιχειοθετεί πρόθεση εκφοβισμού. Λέχθηκε επίσης ότι, το κριτήριο δεν είναι υποκειμενικό, αλλά αντικειμενικό. Με παραπομοπή στην απόφαση Kallenos v Police (1969) 2 C.L.R. 210, το Ανώτατο Δικαστήριο διευκρίνισε ότι δεν απαιτείται να προκληθεί στην πραγματικότητα φόβος στον παραπονούμενο ότι οι απειλές θα πραγματοποιηθούν. Αρκεί η απειλή να δημιουργεί εξ' αντικειμένου δυνατότητα εκφοβισμού του θύματος. Η ανησυχία και ο φόβος που ένιωσε η παραπονούμενη από τα όσα εκστόμισε η κατηγορούμενη επιβεβαιώνονται από την άμεση μετάβαση του στην αστυνομία, ζητώντας όπως καταγγείλει το περιστατικό. Η απειλή της κατηγορούμενης ότι θα έθετε φωτιά, με δεδομένο τον εκνευρισμό και συναισθηματική αναστάτωση της κατηγορούμενης ως αυτή έχει αποτελέσει κατάληξη του Δικαστηρίου, ουδόλως μπορεί να συνηγορήσει υπέρ της εισήγησης ότι η απειλή ήταν κενή περιεχομένου. Το τι συνιστά απειλή είναι ζήτημα πραγματικό το οποίο κρίνεται σε συνάρτηση με τις περιστάσεις της υπόθεσης (βλ. Ιωσήφ ν Αστυνομίας Ποιν. Εφ. 119/21 ημερ. 20.1.22), ECLI:CY:AD:2022:B13 Η απειλή της κατηγορούμενης προκάλεσε όχι μόνο τρόμο και ανησυχία στην παραπονούμενη, αλλά ως η ίδια μαρτύρησε, άφησε αυτήν με κάποια αγωνία για το τι θα ακολουθούσε, εξ’ ου και η καταγγελία της. Δυνάμει των πιο πάνω το Δικαστήριο είναι ικανοποιημένο ότι η κατηγορούμενη είχε πρόθεση εκφοβισμού της παραπονούμενης (έστω και αν δεν είχε σκοπό να διενεργήσει πράξη βίας στο πρόσωπο του το δεδομένο χρόνο), με την τελευταία να τρομοκρατείται (βλ. DPP v Ramos [2000] All E.R.(D) 544 και Public Order Act 1986 s.4). Η κατηγορούμενη κρίνεται ένοχη στην 2η κατηγορία που αντιμετωπίζει.
Κατάληξη:
Δυνάμει όλων των πιο πάνω, το Δικαστήριο φρονεί ότι η κατηγορούσα αρχή έχει επιτύχει στην απόδειξη όλων των συστατικών στοιχείων των αδικημάτων. Η κατηγορούμενη κρίνεται ένοχη στις κατηγορίες που αντιμετωπίζει.
(Υπογρ.)……………………………….
M. Ναθαναήλ, Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητή
[1] (Τεκμήριο 7)
[2] (Βλ. Ημερολόγιο Ενεργείας Τεκμήριο 11)
[3] (βλ. Κατάθεση μάρτυρα- Τεκμήριο 13).
[4] Τεκμήριο 15
[5] Τεκμήριο 17
[6] Περί Δικαιωμάτων Υπόπτων Προσώπων, Προσώπων που Συλλαμβάνονται και Προσώπων που τελούν υπό Κράτηση Νόμος 165(Ι)/2003 , άρθρο 3(Δ).
[7]( βλ. Pal Tekinder κ.α ν Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ.551).
[8] (βλ. K.D Gaur, Textbook on Indian Penal Code 6th ed. Universal Law Publishing, Gurgaon 2016, σελ. 992).
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο