Αστυνομικού Διευθυντή Λευκωσίας ν. Α. Σ., Αρ. Ποινικής Υπόθεσης: 9267/20, 12/6/2025
print
Τίτλος:
Αστυνομικού Διευθυντή Λευκωσίας ν. Α. Σ., Αρ. Ποινικής Υπόθεσης: 9267/20, 12/6/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Μ. Ναθαναήλ, Ε. Δ

Αρ. Ποινικής Υπόθεσης: 9267/20

Μεταξύ:

 

Αστυνομικού Διευθυντή Λευκωσίας

 

και

 

Α. Σ.    

                                                           

Κατηγορούμενος

 

Ημερομηνία: 12 Ιουνίου 2025

Εμφανίσεις:

Για την Κατηγορούσα Αρχή: κα. Α. Χατζηγεωργίου   

Για τον Κατηγορούμενο: κ. Κ. Καζαντζής  

Κατηγορούμενος Παρών

ΠΟΙΝΗ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥ

 

Α. Εισαγωγή

Ο κατηγορούμενος κρίθηκε ένοχος κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας στην μία κατηγορία που αντιμετωπίζει και δη, της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιού κατά παράβαση των άρθρων 2, 5(1), 6(1), 14 και 34 του Περί της Πρόληψης και Καταπολέμησης της Σεξουαλικής Κακοποίησης, της Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παιδιών και της Παιδικής Πορνογραφίας Νόμου 91(Ι)/2014

 

Η ποινικά κολάσιμη συμπεριφορά του κατηγορούμενου έγκειται στην αποστολή μηνύματος (βίντεο) μέσω της εφαρμογής «Messenger» που περιείχε σεξουαλικό περιεχόμενο στην δεκατετράχονη (14) τότε παραπονούμενη, προκαλώντας δια της πιο πάνω πράξης του όπως παιδί το οποίο δεν έφθασε στην ηλικία συναίνεσης, γίνει μάρτυρας απεικόνισης σεξουαλικών πράξεων. Το βίντεο απεικόνιζε γυναίκα, το πρόσωπο και κορμί της οποίας δεν φαινόταν, να αυνανίζεται. Το αδίκημα έλαβε χώρα την 22.22.19. Τα γεγονότα επί των οποίων κρίθηκε η ενοχή του κατηγορούμενου και τα οποία εξάχθηκαν από την αξιόπιστη μαρτυρία των έξι (6) μαρτύρων κατηγορίας που κατέθεσαν ενώπιον του Δικαστηρίου, περιλαμβανομένης και αυτής της παραπονούμενης, καταγράφονται με λεπτομέρεια στην καταδικαστική απόφαση του Δικαστηρίου ημερ. 28.4.25.

 

Παρατίθενται εν συντομία τα κάτωθι ευρήματα του Δικαστηρίου. Ο κατηγορούμενος διατηρεί επιχείρηση καζαντί από την οποία συντηρείται εν μέρει. Επισκέπτεται προς τούτο ανά το Παγκύπριο διάφορους χώρους όταν υπάρχουν πανηγύρια. Υπήρξε συνεργάτης με τον Β. Π., με τους δύο άνδρες να λειτουργούν μαζί την εν λόγω επιχείρηση μέχρι και τον Σεπτέμβριο του 2019. Παρότι η συνεργασία τους έληξε οι δύο άνδρες συνέχισαν να διατηρούν φιλικές σχέσεις. Το καλοκαίρι του 2019 αμφότεροι ήταν εργοδότες της ανήλικης. Η ανήλικη παραπονούμενη ήταν πολύ καλή φίλη με την επίσης ανήλικη (τότε), ‘Α. Η ‘Α. εργαζόταν τακτικά στην επιχείρηση γνωρίζοντας αμφότερους κατηγορούμενο και Β. Π. Αμφότεροι άνδρες γνώριζαν καλά τη μητέρα της ‘Α. η οποία συμφώνησε και συγκατατέθηκε σε εργασία της θυγατέρας της, κοντά τους. Όταν ο κατηγορούμενος έψαχνε προσωπικό, η ‘Α. πρότεινε την παραπονούμενη, η οποία ήθελε χρήματα για χαρτζιλίκι. Ο κατηγορούμενος γνώρισε τους γονείς της παραπονούμενης λαμβάνοντας συγκατάθεση όπως η τελευταία εργαστεί κοντά του. Ο κατηγορούμενος και ο Βάσσος είχαν, ανά διαστήματα στην εργοδότηση τους αρκετά ανήλικα πρόσωπα, τόσο αγόρια όσο και κορίτσια. Οι σχέσεις του κατηγορούμενου με την ανήλικη, εξαιρουμένου του επίμαχου περιστατικού, ήταν φυσιολογικές και εντός των πλαισίων εργοδότησης. Η παραπονούμενη μετέβη με τον κατηγορούμενο και τρίτα πρόσωπα (και) σε πανηγύρια εκτός Λευκωσίας, όπου και διανυκτέρευσαν στην Επαρχία Πάφου, εν γνώση των γονέων της. Ο κατηγορούμενος δεν προσέγγισε την παραπονούμενη ερωτικά ή σεξουαλικά στο παρελθόν.

 

Την 22.11.19 ο Β. Π. εντόπισε τυχαία την παραπονούμενη και την ‘Α. σε καφετέρια της Λευκωσίας με τις οποίες μίλησε, αφού τις γνώριζε στα πλαίσια εργοδότησης τους. Ενώ βρίσκονταν στο ταμείο της καφετέριας, ο Π. ρώτησε την παραπονούμενη πώς είναι ο κατηγορούμενος. Ακολούθως, ο Π. έστειλε από το κινητό τηλέφωνο της παραπονούμενης, μέσω του δικού της λογαριασμού στην εφαρμογή «Messenger», μια δική του φωτογραφία («selfie»). Στη φωτογραφία απεικονίζεται μόνος του ο Π., βγάζοντας τη γλώσσα του προς τα έξω. Με την πάροδο δύο λεπτών ο κατηγορούμενος απέστειλε το επίμαχο αρχείο στον λογαριασμό «Messenger» της παραπονούμενης. Ο κατηγορούμενος αφού κατηγορήθηκε και του επιστήθηκε η προσοχή του στο Νόμο απάντησε: «Παραδέχομαι ότι της έστειλα το βίντεο αλλά όπως σου είπα ήθελα να το στείλω του Β. γιατί ήταν η φωτογραφία του Β. στο μήνυμα. Απολογούμαι για ότι έκαμα ήταν λάθος μου».

 

Σημειώνεται ότι η υπεράσπιση δεν είχε αμφισβητήσει την αποστολή του επίμαχου βίντεο στην ανήλικη, οδηγώντας την υπόθεση σε ακρόαση επί της πιο κάτω δίπτυχης επιχειρηματολογίας:  

 

(α) Το αδίκημα των άρθρων 5(1) και 6(1) του Νόμου Περί της Πρόληψης και Καταπολέμησης της Σεξουαλικής Κακοποίησης, της Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παιδικών και της Παιδικής Πορνογραφίας Νόμος, Ν.91(Ι)/2014 δεν αφορά σε αυστηρής ευθύνης αδίκημα, ως η εισήγηση της κατηγορούσας αρχής. Η κατηγορούσα αρχή οφείλει να αποδείξει όχι μόνο την συντέλεση της πράξης (actus reus) – η οποία στην παρούσα δεν τυγχάνει αμφισβήτησης- αλλά και την ένοχη διάνοια που κατ΄ισχυρισμόν συνόδευε τον κατηγορούμενο (mens rea) κατά την αποστολή του εν λόγω αρχείου.  

 

(β) Πέρα και ανεξάρτητα των ως άνω, ο κατηγορούμενος οφείλει απαλλαγής, συμφώνως της υπεράσπισης του άρθρου 10 του Ποινικού Κώδικα. Σύμφωνα με την εκδοχή του κατηγορούμενου, το αρχείο νόμιζε ότι απέστειλε στον ενήλικα φίλο του, Β. Π. (ΜΚ2).

 

Το Δικαστήριο απορρίπτοντας την εισήγηση της κατηγορούσας αρχής ότι το αδίκημα του άρθρου 6(1) του Νόμου 119(Ι)/2014 είναι αδίκημα αυστηρής ευθύνης, κατέληξε ότι η τέλεση της πράξης από μόνη της (η αποστολή), αναπόδραστα συνοδεύεται από μια συγκεκριμένη νοητική κατάσταση (στην προκείμενη περιελάβανε την από μέρους του κατηγορούμενου απερισκεψία), καταδικάζοντας αυτόν, αφού πρώτα απέρριψε την υπεράσπιση της πλάνης. Η Δικαστική συλλογιστική επί του προκείμενου ήταν η ακόλουθη:  

 

«Κατά τη κρίση του Δικαστηρίου η  ειδοποιός διαφορά μεταξύ των δύο άρθρων είναι πρώτον, ότι το άρθρο 6(3) σκοπό έχει την ποινικοποίηση ενός εκ των σοβαρότερων αδικημάτων που ενδέχεται να συντελεστούν εναντίον παιδιών, (εξ’ ου και η αυστηρή ποινικολογική μεταχείριση – 20 έτη), με τον όρο «συμμετοχή» να αποτελεί δεδομένο το οποίο δεν μπορεί, παρά να τύχει άλλης ερμηνείας από την αυτήν που της αποδίδεται γραμματικώς.

 

Αντίθετα, κληθέν το Δικαστήριο όπως αποδώσει την τελεολογική έννοια του ρήματος «προκαλώ» σε ότι αφορά την παρούσα, δεν μπορεί παρά να διαπιστώσει ότι αυτό, σύμφωνα με το Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας Γ. Μπαμπινιώτη (Επανεκτύπωση) σελ. 1498 και 2029 φέρει την έννοια του «γίνομαι αιτία για κάτι», ενώ το «ώστε» σημαίνει «έτσι που να, για να». Το να γίνει κανείς «η αιτία έτσι ώστε», προϋποθέτει τη διενέργεια μιας πράξης (actus reus) η οποία δεν μπορεί παρά να συνοδεύεται κατά το χρόνο τέλεσης της από μια συγκεκριμένη, νοητική κατάσταση. Εξ’ ου και άλλωστε η νομολογιακή αρχή ότι τεκμαίρεται πως έκαστος, έχει την πρόθεση να επιφέρει τις φυσιολογικές και πιθανές συνέπειες των πράξεων του (βλ. ‘Ανθια ν Δημοκρατίας (Αρ. 1) (1999) 2 Α.Α.Δ.404). Δεν μπορεί δηλαδή η πράξη, ή σε ορισμένες περιπτώσεις, η παράλειψη να είναι ακούσια. Αν αυτή είναι η περίπτωση, δεν νοείται να γίνεται συζήτηση περί καταδίκης κατηγορούμενου προσώπου δυνάμει των βασικών αρχών του ποινικού δικαίου. Ας σημειωθεί ότι πουθενά στην Απόφαση-Πλαίσιο 2001/220/ΔΕΥ και την Ευρωπαϊκή Οδηγία 2011/93/ΕΕ, δεν προνοείται άμεσα ή έμμεσα ο αποκλεισμός της υπεράσπισης της ειλικρινούς και εύλογης πλάνης.

 

Καθοδηγούμενη από το Δικαστικό Λόγο στην Αντώνης Χαραλάμπους ν Δημοκρατία Ποινική Έφεση 136/2024 ημερ. 31.3.24 του Εφετείου (Ποινική Δικαιοδοσία), τον οποίο και υιοθετώ, και στην απουσία σαφούς νομοθετικής ρύθμισης, καταλήγω ότι το ρήμα «προκαλώ» το οποίο ο Νομοθέτης επέλεξε να χρησιμοποιήσει για να περιγράψει το αδίκημα δεν μπορεί, παρά να ερμηνευτεί, ομοίως με τα ρήματα, «καλλιεργώ, εγκαταλείπω, διατηρώ, επιτρέπω, κατέχω», ότι περιγράφει τα εξωτερικά χαρακτηριστικά της πράξης (actus reus) «εμπεριέχοντας -παράλληλα-  στην περιγραφή του το διανοητικό στοιχείο της πράξης (“Sometimes a word that describes the actus reus, or part of it, implies a mental element”)» αφού χωρίς αυτό, δεν μπορεί να υφίσταται ούτε το actus reus . Το ρήμα «προκαλώ» ή «προκαλεί» δεν επιλέχθηκε από το Νομοθέτη για ποινικοποίηση αδικημάτων που αφορούν αποκλειστικά σε παιδιά. Αντίθετα, εντοπίζεται και σε αριθμό αδικημάτων που ποινικοποιούνται μέσω των προνοιών του Ποινικού Κώδικα. Ένα από αυτά τα αδικήματα είναι για παράδειγμα το αδίκημα της πρόκλησης βαριάς σωματικής βλάβης (άρθρο 231 του Ποινικού Κώδικα), το οποίο προνοεί ότι: «όποιος προκαλεί παρανόμως βαριά σωματική βλάβη είναι ένοχος κακουργήματος».

 

Ως λέχθηκε στη Χαραλάμπους (ante), η οποία ανέλυσε και ενδιάτριψε επί του ζητήματος της ένοχης διάνοιας, «Συνάγεται εύκολα ότι για να στοιχειοθετηθεί το αδίκημα (του άρθρου 231 ΠΚ) θα πρέπει να καταδειχθεί ότι ο κατηγορούμενος: (α) προκάλεσε, (β) παρανόμως, (γ) βαριά σωματική βλάβη (δ) σε άλλον. Είναι δε αυταπόδεικτο ότι δεν περιέχεται στις πρόνοιες του οποιαδήποτε ρητή αναφορά στην αναγκαία νοητική κατάσταση του δράστη. Με βάση την υπόθεση Sweet v Parsley (1970) AC 132 HL,  σε περίπτωση σιωπής του Νόμου τεκμαίρεται μαχητώς ότι απαιτείται mens rea (βλ. και Ηλιάδη κ.α ν Δημοκρατίας, Ποινική Εφ. 2/2018 ημερ. 12.9.18)». Αντίστοιχα στην παρούσα, αποτελεί κρίση του Δικαστηρίου ότι η πρόθεση εμπεριέχεται ως συστατικό στοιχείο του αδικήματος, χωρίς να χρειάζεται η απόδειξη οποιασδήποτε ειδικής πρόθεσης (specific intent). Δεν χρειάζεται δηλαδή να στοιχειοθετηθεί ότι σκοπός ήταν η έκθεση παιδιού σε σκηνές ακατάλληλες για αυτό, όμως, από την άλλη, για να στοιχειοθετηθεί το αδίκημα, πρέπει ως αποτέλεσμα, το παιδί να έχει γίνει μάρτυρας αυτών (result crime). Είναι εδώ που έχει τη δική του, βαρύνουσα σημασία το γεγονός ότι, η «πρόθεση» ως όρος, δεν περιλαμβάνει μόνο τις πράξεις που γίνονται κακόβουλα ή με κάποια σκοπιμότητα αλλά και αυτές που γίνονται εκούσια μεν, απερίσκεπτα δε. Το παρόν αδίκημα δυνάμει των πιο πάνω, μπορεί να διαπραχθεί και με απερισκεψία (recklessness)».

 

(…)

 

«Τα γεγονότα στην παρούσα δεν δικαιολογούν τη διαπίστωση περί ειλικρινούς και εύλογης, αλλά κατά τα άλλα, πεπλανημένης αντίληψης πραγμάτων. Ο κατηγορούμενος επέδειξε απερισκεψία (recklessness) κατά την αποστολή του μηνύματος προκαλώντας παιδί να γίνει μάρτυρας σκηνών πορνογραφικού περιεχομένου. Αυτό επειδή υπό τις περιστάσεις ο κίνδυνος ήταν υπαρκτός, τον γνώριζε (αφού γνώριζε το περιεχόμενο του μηνύματος) και παρά ταύτα ανέλαβε αυτόν, αποφασίζοντας να αποστείλει το μήνυμα, χωρίς καν να μπει στον κόπο να βεβαιωθεί ότι το απαγορευμένο κατά το νόμο αρχείο, θα έφθανε με ασφάλεια στον παραλήπτη που είχε υπόψιν του. Η θέση του ότι «ήταν του ύπνου», ή ότι «δεν ξέρει να διαβάζει πεζά γράμματα», εξ’ ου μεταξύ άλλων και το λάθος, αφού δεν ήταν σε θέση να αναγνωρίσει ότι επρόκειτο για το λογαριασμό της ανήλικης, όχι μόνο δεν αντέχει στη βάσανο της λογικής, αλλά ανετράπη από τον ίδιο κατά το στάδιο της μαρτυρίας του, ανάλυση της οποίας έγινε ανωτέρω.

 

Τα πιο κάτω δεδομένα, ήτοι:

(α) ότι η φωτογραφία του Β. αποτέλεσε συνέχεια της συνομιλίας που είχε ο κατηγορούμενος με την ανήλικη τις αμέσως προηγούμενες ημέρες,

(β) ότι στο πάνω μέρος της οθόνης καταγραφόταν το όνομα της ανήλικης παραπονουμενης ως ο αποστέλλων τη φωτογραφία λογαριασμός,

(γ) ότι το όνομα επί του λογαριασμού πλαισιωνόταν από φωτογραφία της ανήλικης,

(δ) ότι την εν λόγω φωτογραφία και όνομα λογαριασμού μπορούσε να αναγνωρίσει όταν την «έψαχνε» εντός της εφαρμογής «Messenger» για να της μιλήσει ως και έπραττε, (σύμφωνα με τις αναφορές του),

(ζ) το γεγονός ότι όλες (οι ενώπιον του Δικαστηρίου) μεταξύ τους συνομιλίες ήταν σε πεζή γραμματοσειρά

(η) και με γνώμονα ότι επέλεξε να απαντήσει στο συγκεκριμένο μήνυμα (τη φωτογραφία του Β.), αποστέλλοντας το συγκεκριμένο αρχείο, με

(θ) αποκορύφωμα ότι την επομένη είδε, όταν απέστειλε εκ νέου μήνυμα στην ανήλικη, ότι της έστειλε το συγκεκριμένο βίντεο (το οποίο σύμφωνα με τη δική του θέση δεν θα έπρεπε να εντοπίζεται εντός της συγκεκριμένης συνομιλίας), μη αναφέροντας οτιδήποτε περί τούτου ούτε την 23.11.19, αλλά ούτε και την 26.11.19 όταν της έστειλε εκ νέου μήνυμα, (στα οποία η ανήλικη δεν απάντησε)- δεν μπορούν παρά να εκβαθρώνουν, έστω και στη βάση των πιθανοτήτων, το επιχείρημα της υπεράσπισης ότι ο κατηγορούμενος διενήργησε πράξη υπό το καθεστώς πλάνης, ως προς τα πράγματα. Κανένα από τα πιο πάνω δεδομένα, είτε αυτά ιδωθούν απομονωμένα είτε ως σύνολο, είναι ικανά, από την στιγμή που όλα τα αναγκαία και απαραίτητα στοιχεία προς αποφυγήν του λάθους, ήταν διαθέσιμα και ενώπιον του κατηγορούμενου, να συνηγορήσουν υπέρ της αποδοχής των προβαλλόμενων θέσεων του περί πλάνης».

 

Το Δικαστήριο κατέληξε δυνάμει των πιο πάνω ότι ο κατηγορούμενος με την συμπεριφορά του, ήτοι την αποστολή του συγκεκριμένου μηνύματος στην παραπονούμενη προκάλεσε, ώστε παιδί το οποίο δεν είχε φθάσει σε ηλικία συναίνεσης γίνει μάρτυρας απεικόνισης σεξουαλικών πράξεων, κρίνοντας τον ένοχο στην κατηγορία.

 

Σύμφωνα με την κατηγορούσα αρχή ο κατηγορούμενος καταδικάστηκε το 1997 σε ποινή φυλάκισης για διαφθορά θηλέως ηλικίας κάτω των 13 ετών. Τα έτη 2024 -2025 έχουν επιβληθεί στον κατηγορούμενο χρηματικές ποινές προστίμου σε ότι αφορά αδικήματα που άπτονται της λειτουργίας της επιχείρησης του[1].

 

Β. Προσωπικές Περιστάσεις Κατηγορούμενου   

Ο συνήγορος υπεράσπισης, για σκοπούς μετριασμού της ποινής υιοθέτησε το περιεχόμενο της έκθεσης του Γραφείου Ευημερίας, ως τούτη ετοιμάστηκε, κατόπιν οδηγιών του Δικαστηρίου, παραδίδοντας στο Δικαστήριο γραπτό κείμενο σε ότι αφορά τους μετριαστικούς παράγοντες που καλεί το Δικαστήριο να λάβει υπόψιν (Έγγραφο Β’).  

 

Σύμφωνα με την κ. Καζαντζή ο κατηγορούμενος είναι ηλικίας σήμερα 57 ετών, πατέρας τριών ενήλικων παιδιών και ενός ανήλικου τέκνου. Είναι διαζευγμένος από το 2014 με το νεαρότερο παιδί ηλικίας 16 ετών να παρουσιάζει ελαφριάς μορφής νοητική υστέρηση (Μέρος Εγγράφου Β). Παρά τη κρατική βοήθεια που λαμβάνει σε σχέση με τις ανάγκες του συγκεκριμένου παιδιού, τα πραγματικά έξοδα που επωμίζεται για τη συντήρηση και διαβίωση του, ανέρχονται στο ποσό των €2.000 περίπου μηνιαίως. Το παιδί μένει με την πατρική γιαγιά και θεία σε οικία στο Δάλι. Μαζί με τον κατηγορούμενο διαμένει ο 18χρονος γιος του ο οποίος τον βοηθά στην εργασία του. Η πρώην σύζυγος του δεν εργάζεται. Ο ίδιος είναι λήπτης Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος και δραστηριοποιείται περιστασιακά σε πανηγύρια. Η μητέρα του κατηγορούμενου είναι ηλικίας 83 ετών, καρκινοπαθής και η κατάσταση της υγείας της χαρακτηρίζεται ως εύθραυστη. Ο κατηγορούμενος δεν έχει τύχει ολοκληρωμένης εκπαιδευτικής μόρφωσης, αναγκαζόμενος στη βιοπάλη από νεαρή ηλικία για να εξασφαλίσει τα προς το ζην. Αποφοίτησε από το Δημοτικό. Εργάστηκε για κάποια χρόνια σε ζαχαροπλαστείο, ενώ έπειτα από τροχαίο ατύχημα το 1989 σταμάτησε να εργάζεται λαμβάνοντας δημόσιο βοήθημα. Σήμερα υποαπασχολείται διατηρώντας την προαναφερθείσα επιχείρηση. Σύμφωνα με τον κ. Καζαντζή ο κατηγορούμενος αποτελεί ένα πραγματικό βιοπαλαιστή ο οποίος αν και αμόρφωτος, ήταν πάντοτε κύριος στις υποχρεώσεις του, οικονομικές και ηθικές, απέναντι στους ανήλικους που πολύ συχνά εργοδοτούσε, φροντίζοντας και προσέχοντας αυτούς, παρέχοντας τους στέγη και τροφή, όταν και όποτε διανυκτέρευαν για σκοπούς εργασίας, εκτός πόλης. Στα τόσα χρόνια διατήρησης της επιχείρησης του, ποτέ δεν είχε οποιοδήποτε παράπονο από οποιονδήποτε. Τόνισε ο συνήγορος υπεράσπισης ότι ο κατηγορούμενος ποτέ δεν επέδειξε ερωτικό ενδιαφέρον για την ανήλικη μήτε και την έκανε ποτέ, πλην του επίδικου περιστατικού, να αισθανθεί άβολα, γεγονός το οποίο αποτέλεσε και εύρημα του Δικαστηρίου. Ο κατηγορούμενος πάσχει δυνάμει ιατρικής βεβαίωσης που παρουσιάστηκε από σακχαρώδη διαβήτη τύπου ΙΙ, υπερλιπιδαιμία, σπληνομεγαλία και αρτηριακή υπέρταση λαμβάνοντας προς τούτο σχετική φαρμακευτική αγωγή (μέρος Εγγράφου Β’).

 

Ο συνήγορος υπεράσπισης υπενθύμισε ότι το καθήκον του Δικαστηρίου για εξατομίκευση της ποινής δεν ατονεί παρά τα ευρήματα του, τονίζοντας ότι ο κατηγορούμενος υπέπεσε σε ένα λάθος, μη ενεργώντας στη βάση οποιουδήποτε ενορχηστρωμένου σχεδίου με τον χαρακτήρα και τη διαγωγή του να καταδεικνύουν ότι πόρρω απέχει από την «κλασσική περίπτωση θηρευτή». Σύμφωνα με τις αναφορές του, τα ακόλουθα στοιχεία, ως αυτά αναλύονται στο κείμενο της γραπτής του αγόρευσης οφείλουν να προσμετρήσουν υπέρ του κατηγορούμενου:

(α) Την έλλειψη προσχεδιασμού σε συνδυασμό με το άμεμπτο της προηγουμένης του   συμπεριφοράς προς την παραπονούμενη.

(β) Οι προσωπικές, οικονομικές και οικογενειακές του περιστάσεις σε συνδυασμό βεβαίως με τα προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζει.

(γ) Το μεμονωμένο του αρχείου (1 στον αριθμό) το οποίο εμπίπτει εντός της «2ης Τύπου Κατηγορίας αρχείου» δυνάμει των Κατευθυντήριων Οδηγιών για Επιβολή Ποινών σε Σεξουαλικής Φύσεως Αδικήματα[2] - (Όπου στο θύμα προβάλλονται εικόνες πρωκτικής ή κολπικής διείσδυσης) και όχι στην Κατηγορία Τύπου 1.

(δ) Την απουσία στην παρούσα υπόθεση οποιονδήποτε επιβαρυντικών παραγόντων ως αυτοί εκτίθενται στο άρθρο 19 του Νόμου.

(ε) Τον διαρρεύσαντα χρόνο από την καταχώρηση της υπόθεσης μέχρι την τελική περάτωση της και την επιβολή ποινής στον κατηγορούμενο σε συνάρτηση με τις πρόνοιες του άρθρου 30.2 του Συντάγματος.

(ζ) Ο συνήγορος τόνισε ότι από την προηγούμενη καταδίκη του κατηγορούμενου έχουν παρέλθει 28 χρόνια. Ο χρόνος αυτός ανέφερε αποτελεί μια σημαντική παράμετρο την οποίαν το Δικαστήριο οφείλει να λάβει υπόψιν, αφού εντός αυτής της μεγάλης χρονικής περιόδου που παρήλθε, ο κατηγορούμενος δεν απασχόλησε τη Δικαιοσύνη, αποκτώντας τη δική του οικογένεια στο μεταξύ. Αν και δεν το έπραξε, ο κατηγορούμενος μπορούσε (και ακόμη μπορεί), δήλωσε ο κ. Καζαντζής, να αιτηθεί δυνάμει των Προνοιών του Περί Αποκαταστάσεως Καταδικασθέντων Νόμο Ν.70/1981 την αποκατάσταση της ποινής του.

 

Τελική εισήγηση του κ. Καζαντζή με παραπομπή σε σχετική Νομολογία ήταν όπως, λαμβανομένου υπόψιν όλων των πιο πάνω, το Δικαστήριο επιδείξει τη μέγιστη δυνατή επιείκεια στο πρόσωπο του κατηγορούμενου, εισηγούμενος ότι η παρούσα περίπτωση ενδέχεται να είναι κατάλληλη ακόμη και για επιβολή χρηματικής ποινής προστίμου. Τονίζοντας το χρόνο που έχει παρέλθει από τη διάπραξη του αδικήματος κάλεσε το Δικαστήριο όπως, σε περίπτωση που προσανατολίζεται στην επιβολή ποινής φυλάκισης αναστείλει αυτήν καθότι τυχόν άμεσος εγκλεισμός του κατηγορούμενου στις Κεντρικές Φυλακές θα έφερε καταστροφικά αποτελέσματα τόσο στον ίδιο αλλά και στην ευρύτερη οικογένεια του.

 

Γ. Νομική Πτυχή

Η σοβαρότητα του επίδικου αδικήματος αναδεικνύεται όχι μόνο από την ίδια τη φύση του, αλλά και από την νομοθετικώς ανώτατη προβλεπόμενη ποινή. Η επίμαχη κατηγορία επισύρει ποινή φυλάκισης μέχρι και δέκα έτη. Σημείο αναφοράς αποτελεί πάντοτε, η προβλεπόμενη από τον νόμο μέγιστη ποινή (βλ. Παπαγεωργίου ν Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 646, Κώστας Λεβέντης ν Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 632). Αυτή αποτελεί τη βάση από την οποία ξεκινά το Δικαστήριο για να επιμετρήσει την ποινή (βλ. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν Σπύρου, Ποινική Έφεση Αρ. 276/2015, 18/09/2017), με την ανώτατη προβλεπόμενη στο νόμο ποινή να αποτελεί την αφετηρία από την οποία το Δικαστήριο εκκινεί για την επιμέτρηση της (βλ. Βραχίμης ν Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 527, Λεβέντης ν Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 632.).

 

Ο Νόμος 91(Ι)/2004 αποσκοπεί στην εναρμόνιση του ημεδαπού δικαίου με τις πράξεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο: «Απόφαση- Πλαίσιο του Συμβουλίου της 15ης Μαρτίου 2001, σχετικά με το καθεστώς των θυμάτων σε ποινικές διαδικασίες (2001/220/ΔΕΥ)» και «την Οδηγία 2011/93/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του  Συμβουλίου της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με την καταπολέμηση της σεξουαλικής κακοποίησης και σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών και της παιδικής πορνογραφίας και την αντικατάσταση της απόφασης- πλαίσιο 2004/68/ΔΕΥ του Συμβουλίου». Οι Ευρωπαϊκές Οδηγίες και Αποφάσεις – Πλαίσιο αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του Ευρωπαϊκού Δικαίου η ενσωμάτωση των οποίων αποτελεί υποχρέωση της Δημοκρατίας δια της θέσπισης ή τροποποίησης, υφιστάμενων νομοθετημάτων. Σκοπός του Νομοθετήματος είναι η λήψη μέτρων για την πρόληψη, καταστολή και καταπολέμηση μεταξύ άλλων αδικημάτων σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών, την προστασία και στήριξη των θυμάτων και τη δημιουργία μηχανισμών ελέγχου και εποπτείας θυμάτων και θυτών.

 

Το δημόσιο συμφέρον στην προστασία των παιδιών από σεξουαλική κακοποίηση δεν περιορίζεται μόνο σε παιδιά κάτω των 13 ετών αλλά αναμφίβολα εκτείνεται σε όλα τα παιδιά κάτω από την ηλικία συναίνεσης. Η ανάγκη για την εν λόγω προστασία βρίσκεται στον πυρήνα της Οδηγίας 2011/93/ΕΕ αφού το όλο εγχείρημα εστιάζεται στην ανάγκη προστασίας μιας μεγάλης μερίδας νεαρών πολιτών των οποίων το πνεύμα, ο χαρακτήρας και η αντίληψη πρέπει να τύχουν περιφρούρησης αφού, λόγω της ηλικίας, της αθωότητας και της έλλειψης εμπειριών «δεν έχουν ακόμη ολοκληρωμένη και ορθή εικόνα για τη σεξουαλική πτυχή της ζωής (βλ. Λευκαρίτης ν. Δημοκρατίας Ποινική Εφεση 138/2014 ημερ. 22.11.16. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Ειρηναίος Χριστοφόρου ν. Δημοκρατίας Ποινική Έφεση 59/2016 ημερ. 23.3.2017:

 

«Ο Νόμος περί Πρόληψης και Καταπολέμησης της Σεξουαλικής Κακοποίησης και της Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παιδιών και της Παιδικής Πορνογραφίας Νόμου του 2014 (Ν.91(Ι)/2014)και ειδικά τα άρθρα 2, 5 και 6(3) έχουν σκοπό την προστασία των παιδιών από συμπεριφορές σεξουαλικής κακοποίησης που έχουν διαφορετικές βέβαια βαθμίδες. Εκείνο όμως που μένει ως σταθερή παράμετρος είναι το ίδιο το θύμα και η ηλικία του, γι΄αυτό και ο Νόμος είναι ιδιαίτερα αυστηρός στις προβλεπόμενες ποινές».

 

Κρίνεται κατάλληλο σημείο να λεχθεί ότι έρευνα του Δικαστηρίου δεν έχει φανερώσει άλλη υπόθεση με παρόμοιας φύσεως γεγονότα. Βέβαια, το δικαστικό προηγούμενο δεν παρέχει πάντοτε καθοδήγηση αναφορικά με το ύψος της ποινής, και αυτό γιατί η κάθε υπόθεση αξιολογείται στη βάση των δικών της, ειδικά, γεγονότων. Η μεγαλύτερη χρησιμότητα δικαστικών προηγούμενων έγκειται στον εντοπισμό περιστάσεων που κρίθηκαν ως επιβαρυντικά ή ελαφρυντικά στοιχεία, χωρίς βέβαια να διαλάθει της προσοχής του Δικαστηρίου ότι στο ίδιο το ειδικό αυτό Νομοθέτημα καταγράφονται παράγοντες και περιστάσεις η ύπαρξη των οποίων επενεργεί επιβαρυντικά αναφορικά με τον αδικοπραγούντα  (βλ. Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (2003) 2 ΑΑΔ 123, Σάμπη ν. Δημοκρατίας (2012) 2 ΑΑΔ, 100 και Bezanidis κ.α. ν. Δημοκρατίας (2013) 2 ΑΑΔ, 785). Σε σχέση με την προσέγγιση και ποινικολογική μεταχείριση προσώπων που διαπράττουν αδικήματα κατά παράβαση της πιο πάνω Νομοθεσίας, έχω θέσει επίσης ενώπιον μου όσα καταγράφονται στο Σύγγραμμα «Sexual Offences Law & Practice» 4η Έκδοση, 2010», που αφορά σε αδικήματα που στρέφονται εναντίον παιδιών, δυνάμει κυρίως του Αγγλικού Νόμου, «The Children Act 1960 και 2003» αλλά και του «Sexual Offences Definitive Guideline» του Συμβουλίου Επιβολής Ποινών (Sentencing Council) της Αγγλίας.

Το αδίκημα στο οποίο έχει κριθεί ένοχος ο κατηγορούμενος δεν πρέπει να υποτιμάται. Η σοβαρότητα του έγκειται στο γεγονός ότι με την πράξη του συνέδραμε ώστε δεκατετράχρονο (14) παιδί να εκτεθεί βίαια και απότομα σε θέαση υλικού ακατάλληλου για την ηλικία του. Η κοινωνία οφείλει όπως προστατεύσει κάθε παιδί ως ένα πολύτιμο αγαθό, συμφώνως και των νομολογιακών αρχών. Δεν μπορεί παρά να σημειωθεί ότι υποθέσεις που αφορούν σεξουαλικά αδικήματα εναντίον παιδιών, καταχωρούνται με γοργούς ρυθμούς ενώπιον των ποινικών Δικαστηρίων, γεγονός για το οποίο λαμβάνω Δικαστική γνώση. Η ανάγκη συνεπώς για επιβολή αποτρεπτικών ποινών σε αδικήματα αυτού του τύπου κρίνεται επιβεβλημένη καθότι η διάπραξη των έχει άμεσο αντίκτυπο στην αξιοπρέπεια, το ψυχισμό και ψυχολογική ακεραιότητα των θυμάτων, τα οποία υφίστανται ταλαιπωρία από τις πράξεις των αδικοπραγούντων, αντίκτυπο το οποίο δεν είναι (πάντοτε), οφθαλμοφανές. Δεν θα ήταν υπερβολή να λεχθεί ότι αδικήματα αυτής της φύσεως αποτελούν τη ρίζα ενός πολυδιάστατου κοινωνικού πλέον, προβλήματος. Η σκληρή αυτή πραγματικότητα επιτάσσει όπως τα Δικαστήρια, δια των ποινών που θα επιβάλλουν, διακηρύξουν την αποφασιστικότητα να πατάξουν το συγκεκριμένο φαινόμενο, συνδράμοντας έστω, κατασταλτικά.    

 

     Έχοντας αναφέρει τα πιο πάνω, υπενθυμίζεται ότι κάθε υπόθεση κρίνεται με βάση τα δικά της πραγματικά περιστατικά, ενώ κατά την επιμέτρηση της ποινής απαιτείται εξατομίκευση της κατά τρόπο ώστε αυτή να είναι ανάλογη της σοβαρότητας του αδικήματος μέσα στα περιστατικά που την περιβάλλουν, σε συνδυασμό με τα ελαφρυντικά στοιχεία που παρουσιάστηκαν από την υπεράσπιση και των προσωπικών συνθηκών του παραβάτη. Η διεργασία αυτή, εμπεριέχει την άσκηση διακριτικών εξουσιών η οποία δεν πρέπει ποτέ να θεωρείται καθορισμένη (standardized) καθότι η δικαιοσύνη δεν πρέπει ποτέ να είναι τυφλή στο μονοπάτι της (βλ. Pikis: Sentencing in Cyprus, 2nd Edition σελ. 2). Επομένως, το Δικαστήριο σε ότι αφορά την επιβολή ποινής, έχει υποχρέωση όπως προβεί στην κατάλληλη διεργασία, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα ελαφρυντικά στοιχεία που έχουν παρουσιαστεί ούτως ώστε, η επιβαλλόμενη ποινή να μην συνιστά απλώς τιμωρία, αλλά να αρμόζει στο πρόσωπο του ενώπιον του Δικαστηρίου, παραβάτη (βλ. Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 224).

 

Των ως άνω λεχθέντων, είναι ορθό όπως γίνει μνεία στο ότι, η εξατομίκευση της ποινής, δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να οδηγεί στην εξουδετέρωση της σοβαρότητας του αδικήματος και του στοιχείου της αποτροπής, ειδικότερα, όταν συντρέχουν λόγοι για την απόδοση αποτρεπτικού χαρακτήρα στην ποινή, αφού η εξατομίκευση της έχει λόγο στον συσχετισμό της τιμωρίας με το άτομο του παραβάτη, δεν συναρτάται όμως αποκλειστικά με τις προσωπικές συνθήκες αυτού (βλ. Κόκκινος ν. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 135).

 

Υπενθυμίζεται ότι η ποινή της φυλάκισης πρέπει να επιβάλλεται όταν η φύση του αδικήματος σε συνάρτηση με τα ελαφρυντικά του αδικοπραγούντος, την καθιστούν ως την καταλληλότερη ποινή. Έχοντας υπόψη την ποινή που προβλέπεται για το προαναφερθέν αδίκημα του κατηγορητηρίου αυτής της υπόθεσης και τις περιστάσεις της, το Δικαστήριο φρονεί ότι η σοβαρότητα του αδικήματος όπως αυτή διαφαίνεται από τα πιο πάνω, σε συνδυασμό με τις προβλεπόμενες από το νόμο ποινές, η απερισκεψία που επέδειξε ο κατηγορούμενος αδιαφορώντας για τις συνέπειες που η εν λόγω πράξη του ενδέχεται να επέφερε και η οποία ήταν, όχι μόνο καθ’ όλα προβλεπτή στην έκταση της, αλλά μπορούσε, με την επίδειξη δέουσας επιμέλειας να είχε αποφευχθεί, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι, το θύμα αναγκάστηκε όπως προσέλθει στο Δικαστήριο και αναβιώσει όσα είχε κατήγγειλε δια της μαρτυρίας της, επενεργούν επιβαρυντικά σε σχέση με τον κατηγορούμενο.

 

Τα ακόλουθα, προσμετρούν υπέρ του κατηγορούμενου, ως ελαφρυντικά στοιχεία.

1.    Οι προσωπικές και οικονομικές του περιστάσεις, περιλαμβανομένων των προβλημάτων υγείας που αυτός αντιμετωπίζει, ως αυτές έτυχαν ανάλυσης από το συνήγορο υπεράσπισης και επιβεβαιώνονται από την σχετική Έκθεση του Γραφείου Ευημερίας. Η κατάσταση της υγείας ενός κατηγορούμενου, στο βαθμό που η νομολογία έχει αναγνωρίσει, μπορεί να προσμετρήσει προς μετριασμό της ποινής (βλ. Σύγγραμμα «Sentencing in Cyprus» 2η έκδ. σελ. 76).

  1. Το γεγονός ότι απουσιάζουν οποιαδήποτε επιβαρυντικά στοιχεία ως αυτά καθορίζονται στο άρθρο 19 του Νόμου.

3.    Το γεγονός ότι η παρούσα υπόθεση αφορά στην αποστολή ενός μόνο αρχείου που αφορούσε, δυνάμει των Αγγλικών Κατευθυντήριων Γραμμών (Sexual Offences Definitive Guideline) σε Κατηγορία Τύπου 2 και όχι Κατηγορία Τύπου 1.

4.    Το γεγονός ότι το παρόν περιστατικό αποτελούσε πράγματι ένα περιστατικό μεμονωμένο στη φύση του, με την όλη σχέση μεταξύ των παραγόντων της δίκης, παρά τη διαφορά ηλικίας τους να μην φανερώνει οτιδήποτε μεμπτό καθ’ όλη τη διάρκεια της γνωριμίας και  συνεργασίας τους, με τον κατηγορούμενο να μην εκδηλώνει οποιαδήποτε ερωτική επιθυμία συγκεκαλυμένη ή μη, προς την τότε ανήλικη.

5.    Τα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης φανερώνουν -(χρόνος ανταπόκρισης του κατηγορούμενου στο μήνυμα- εντός δύο λεπτών)- μαζί με την όλη προηγούμενη συμπεριφορά του κατηγορούμενου ότι αυτός δεν συγκαταλέγεται στις περιπτώσεις «θηρευτών» που εκμεταλλεύονται την μεταξύ των ιδίων και των παιδιών σχέση εμπιστοσύνης για να ικανοποιήσουν τις σεξουαλικές τους ορέξεις.   

  1. Πέραν των ως άνω παραγόντων, δεν μπορεί να διαλάθει της προσοχής μου, ο χρόνος στον οποίο καλείται το Δικαστήριο να επιβάλλει ποινή. Το Δικαστήριο στην παρούσα καλείται όπως επιβάλει ποινή μετά την πάροδο έξι (6) ετών από την ημερομηνία αρχικής διάπραξης των αδικημάτων. Ο συνήγορος υπεράσπισης, έκανε αναφορά περί τούτου στην αρχή που καθορίστηκε μέσα από την νομολογία, τονίζοντας ότι η παρέλευση μεγάλου χρονικού διαστήματος από την ημερομηνία διάπραξης του αδικήματος μέχρι την ημερομηνία επιβολής ποινής, είναι ένας παράγοντας που όχι μόνο δεν μπορεί να παραγνωριστεί αλλά αντίθετα, φέρει τέτοια δυναμική στα δεδομένα της παρούσας που δεν μπορεί παρά να επενεργήσει προς όφελος του κατηγορούμενου στον μέγιστο δυνατό βαθμό. Σύμφωνα με την πρόσφατη απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων των Ανθρώπων στην Krashias and Others v Cyprus (Application N. 52551/2018) ημερ. 20.6.23, τα Δικαστήρια κατά την επιμέτρηση της ποινής οφείλουν να αναγνωρίζουν την όποια τυχόν καθυστέρηση στην ποινική διαδικασία (νοουμένου ότι αυτή υπάρχει), και να εξειδικεύουν εκεί όπου χρειάζεται την ακριβή μείωση που αντιστοιχεί στην παραβίαση.

Μελέτη του Δικαστηριακού φακέλου φανερώνει ότι από τις 8 αναβολές που δόθηκαν στην παρούσα, σε καμία δεν είχε αιτηθεί αναβολής η υπεράσπιση. Δεν μπορεί να σημειωθεί ότι για την περίοδο μεταξύ Οκτωβρίου 2022 μέχρι Δεκεμβρίου 2023 η υπόθεση οριζόταν για Προγραμματισμό Ακρόασης από το Δικαστήριο (υπό άλλη σύνθεση), ενώ μεταξύ της ημερομηνίας καταχώρησης της 3.6.20 μέχρι και την 6.10.21 η υπόθεση αναβάλλετο ένεκα της πανδημίας του Κορωνοϊού, όπου δίδονταν σχετικές οδηγίες από το Δικαστήριο αναφορικά με την περαιτέρω πορεία της υπόθεσης, λαμβανομένου υπόψιν του μεταβλητού της όλης κατάστασης. Στην Αβραάμ v. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 365, τονίσθηκε μεταξύ άλλων η ευθύνη που φέρει το Δικαστήριο για διεξαγωγή και ολοκλήρωση έκαστης υπόθεσης εντός ευλόγου χρόνου. Τονίστηκε παράλληλα το γεγονός ότι εκεί, είχαν παρέλθει 40 μήνες από την διάπραξη των αδικημάτων μέχρι την επιβολή της ποινής, παράγοντας ο οποίος οφείλει όπως συνυπολογίζεται στα πλαίσια επιβολής ποινής. Ο συνολικός χρόνος των έξι ετών που έχει διαρρεύσει από την ημερομηνία διάπραξης των αδικημάτων, μέχρι σήμερα που καλείται το Δικαστήριο να επιβάλει ποινή δεν παύει να αποτελεί ένα αντικειμενικό γεγονός, με το χρόνο να μην μπορεί να χαρακτηριστεί ως αμελητέος. Ο χρόνος συνεπώς που διέρρευσε στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας, οφείλει να ληφθεί υπόψιν ως ένας εκ των παραγόντων που οφείλει το Δικαστήριο να συνυπολογίζει κατά την επιβολή της αρμόζουσας στο πρόσωπο του συγκεκριμένου παραβάτη, ποινής.

 

Ε. Ποινή- Κατάληξη

Συνεκτιμώντας όλους τους πιο πάνω παράγοντες προχωρώ στην επιβολή ποινής, δηλώνοντας ότι, παρόλο που οι πιο πάνω ελαφρυντικοί παράγοντες οφείλουν όπως λαμβάνονται υπόψη για σκοπούς μετριασμού της ποινής, εντούτοις, δεν είναι τέτοιας έκτασης που να υπερφαλαγγίζουν την ανάγκη για αποτελεσματική εφαρμογή του Νόμου, λόγω της σοβαρότητας των αδικημάτων όπως την έχω περιγράψει πιο πάνω για αποφυγή επιβολής της αρμόζουσας ποινής.

 

Μπορούν να επηρεάσουν ενδεχομένως το ύψος, όχι όμως και το είδος της ποινής, η οποία δεν μπορεί να είναι άλλη από την ποινή φυλάκισης. Η οποιαδήποτε άλλη ποινή φρονεί το Δικαστήριο δεν θα εξυπηρετούσε τους σκοπούς της επιβαλλόμενης ποινής με αναφορά και στην απαραίτητη αποτρεπτικότητα που θα πρέπει να περιβάλλει αυτή. Στον κατηγορούμενο επιβάλλεται ποινή φυλάκισης 8 μηνών, η οποία δυνάμει της πιο πάνω νομολογίας και αρχών μειώνεται σε ποινή φυλάκισης 6 μηνών.

 

Έχοντας αποφασίσει την επιβολή ποινής φυλάκισης στον κατηγορούμενο θα εξετάσω στο στάδιο αυτό κατά πόσον συντρέχουν λόγοι για αναστολή της εκτέλεσης της. Επισημαίνω εξαρχής ότι μετά την αλλαγή την οποία επέφερε ο Ν.186(Ι)/03 στον περί της Υφ' Όρον Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλακίσεως εις Ωρισμένας Περιπτώσεις Ν.95/72, έχει διευρυνθεί η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, το οποίο πλέον διατάσσει την αναστολή αν κάτι τέτοιο δικαιολογείται από το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης και τα προσωπικά περιστατικά του κατηγορούμενου. Συγκεκριμένα το νέο Άρθρο 3(2) προνοεί τα ακόλουθα:

«Το Δικαστήριο διατάσσει την αναστολή εκτέλεσης της ποινής φυλάκισης, αν αυτό δικαιολογείται από το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης και τα προσωπικά περιστατικά του κατηγορούμενου».

 

Σύμφωνα με την Νομολογία, (βλ. Γενικός Εισαγγελέας v. Τζαουχάρη (2005) 2 Α.Α.Δ. 161 και Ιωσήφ ν. Δημοκρατίας, (2012) 2 Α.Α.Δ. 930) το Δικαστήριο οφείλει κατά την εξέταση του ζητήματος όπως απαντήσει το ερώτημα του κατά πόσον η ενδεχομένως ανασταλείσα ποινή φυλάκισης, αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και εξυπηρετεί τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας. Μεταξύ των παραγόντων οφείλει όπως λάβει υπόψιν του την σοβαρότητα των περιστατικών και το κίνητρο για τη διάπραξη του αδικήματος, το μητρώο του κατηγορουμένου ως δείκτης για την ανάγκη αποτροπής, και την διαγωγή του μετά τη διάπραξη του αδικήματος, ήτοι, αν υπάρχουν ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία μεταμέλειας.

 

Μνημονεύεται στο στάδιο αυτό, παρότι είναι γνωστό τοις πάσι εις τον νομικό κόσμο ότι, η ανασταλείσα ποινή φυλάκισης παραμένει ποινή φυλάκισης, με μόνη διαφοροποίηση της το γεγονός ότι δεν τίθεται σε άμεση ισχύ ο εγκλεισμός ενός κατηγορούμενου στις κεντρικές φυλακές. Έχω ήδη σε προηγούμενο στάδιο αναλύσει όλες τις περιστάσεις της υπόθεσης σε ότι αφορά τον κατηγορούμενο και έχω υπόψη όλα όσα έχουν ήδη αναφερθεί, για την εκ νέου θεώρηση τους στο στάδιο αυτό. Το βασικό λοιπόν ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο ισοζυγίζοντας το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης, οι μετριαστικοί παράγοντες του κατηγορούμενου θα μπορούσαν να επενεργήσουν κατά τρόπο που να δικαιολογείται η φυλάκιση του με αναστολή.

 

Οφείλω εδώ να σημειώσω ότι η παρούσα περίπτωση διαφέρει από άλλες υποθέσεις αυτού του τύπου και αυτό γιατί αφορά σε ένα μεμονωμένο περιστατικό υπό συνθήκες που μπορούν να χαρακτηριστούν ως ιδιαίτερες. Ως προς τις προσωπικές του περιστάσεις έλαβα υπόψη μου τις οικογενειακές του συνθήκες, τα προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζει, το γεγονός ότι ο ίδιος αποτελεί τον αποκλειστικό οικονομικό συνεισφορέα της οικογένειας, ότι από την προηγούμενη του καταδίκη έχουν παρέλθει 28 χρόνια εντός των οποίων ο ίδιος δεν είχε απασχολήσει με οποιοδήποτε τρόπο τη δικαιοσύνη, ενώ δεν πρέπει να διαλάθει της προσοχής του Δικαστηρίου και η διαγωγή του μετά τη διάπραξη του αδικήματος, στον καθόλου αμελητέο χρόνο των έξι ετών που έχει διαρρεύσει τον οποίον επίσης λαμβάνω υπόψιν (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Καραολή, Ποιν. Εφέσεις 230/2019 και 231/2019 ημ. 27/4/2021). Έχοντας τα πιο πάνω υπόψιν, κρίνω ότι η οποιαδήποτε άμεση αποστέρηση της ελευθερίας του κατηγορούμενου θα φανέρωνε στον παρόντα χρόνο μόνο τον τιμωρητικό χαρακτήρα της ποινής, με τον κατηγορούμενο να φαίνεται να έχει ήδη αναμορφωθεί από το λάθος του στο μεσοδιάστημα. 

 

Κληθείς τελικώς το Δικαστήριο να απαντήσει το ερώτημα του κατά πόσον, η ενδεχομένως ανασταλείσα ποινή φυλάκισης, αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και εξυπηρετεί τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας, αυτό, απαντά θετικά. Οι πιο πάνω παράγοντες επιτρέπουν στο Δικαστήριο όπως πιστώσει τον κατηγορούμενο με μια δεύτερη ευκαιρία για να παραδειγματιστεί από το λάθος του. Η επιβληθείσα ποινή φυλάκισης αναστέλλεται για περίοδο 3 ετών από σήμερα.

 

(Εξηγείται στον κατηγορούμενο η έννοια της αναστολής της ποινής φυλάκισης).

 

 

 

 

 

(Υπογρ.)……………………………….

            Μ. Ναθαναήλ, Ε.Δ.

Πιστό Αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής



[1] (Τοποθέτηση Αντικειμένου σε Δημόσιο Δρόμο Κεφ.83 άρθρα 2,3 και 5 και Διατάξεις που αφορούν Ειδικά Παιχνίδια Κεφ. 151 ).

[2] (βλ. Sexual Offences Definitive Guidelines & Sexual Offences Act 2003 s. 10 “Causing a Child to Watch a Sexual Act”)


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο