Αστυνομικού Διευθυντή Λευκωσίας ν. Θ. Τ. κ.α., Αρ.Υπόθεσης: 9028/20, 16/4/2025
print
Τίτλος:
Αστυνομικού Διευθυντή Λευκωσίας ν. Θ. Τ. κ.α., Αρ.Υπόθεσης: 9028/20, 16/4/2025

ΣΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Μ. Ναθαναήλ, Ε. Δ

Αρ.Υπόθεσης: 9028/20

ΜΕΤΑΞΥ:

Αστυνομικού Διευθυντή Λευκωσίας

 

και

 

1.    Δ. Κ.

2.    Θ. Τ.

                                                            Κατηγορούμενοι

 

Ημερομηνία: 16 Απριλίου 2025

Εμφανίσεις:

Για την Κατηγορούσα Αρχή: κα. Α. Χατζηγεωργίου   

Για τον Κατηγορούμενο 2: κ. Β. Ακάμας   

Κατηγορούμενος 2: Παρών

 

ΠΟΙΝΗ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥ 2

 

Α. Εισαγωγή

    Ο ενώπιον του Δικαστηρίου κατηγορούμενος, μετά την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας και αφού το Δικαστήριο άκουσε τρείς μάρτυρες και διεξήγαγε κατόπιν αιτήματος Δίκη εντός Δίκης, άλλαξε την απάντηση του στην 2η κατηγορία που τον αφορά από μη παραδοχή σε παραδοχή. Η εν λόγω κατηγορία αφορά την παράνομη κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως Β’ δηλαδή κάνναβη, βάρους 368.4 γραμμάρια, αδίκημα το οποίο διαπράχθηκε την 22.4.20 στην Επαρχία Λευκωσίας. Ενόψει της παραδοχής του στην 2η κατηγορία, η κατηγορούσα αρχή ανέστειλε κατόπιν οδηγιών του Έντιμου Γενικού Εισαγγελέα τις κατηγορίες 1, 3 και 4 που επίσης τον αφορούσαν. Έχοντας υπόψη την ορθή καθιερωθείσα δικονομική πρακτική, το Δικαστήριο ζήτησε από την κατηγορούσα αρχή όπως θέσει ενώπιον του τα γεγονότα της παρούσας και είναι βάση αυτών που το Δικαστήριο θα επιβάλει ποινή. Σημειώνεται για σκοπούς πληρότητας ότι στον 1ο κατηγορούμενο επιβλήθηκε κατόπιν παραδοχής του σε όλες τις κατηγορίες που αντιμετώπιζε, πολυετείς ποινές φυλάκισης, την 11.9.20.

 

Τα γεγονότα σύμφωνα με την κατηγορούσα αρχή, (Έγγραφο Α’) έχουν ως εξής. Την 20.4.20 εξασφαλίστηκαν εντάλματα έρευνας των οικιών και υποστατικών (πέραν του ενός) του 1ου κατηγορούμενου.

Αστυνομική δύναμη έθεσε υπό διακριτική παρακολούθηση τα διάφορα υποστατικά του κατηγορούμενου. Οι ΜΚ5 και ΜΚ17 είχαν εγκατασταθεί έξω από μία εκ των κατοικιών του 1ου κατηγορούμενου, καλύπτοντας την κύρια είσοδο ως επίσης και μέρος της πλαϊνής εισόδου της οικίας. Την ίδια ημέρα και περί ώρα 14:10 οι ΜΚ5 και ΜΚ17 εντόπισαν τον 1o κατηγορούμενο, μαζί με ακόμα ένα άγνωστο πρόσωπο, που αργότερα διαπιστώθηκε ότι επρόκειτο για τον 2o κατηγορούμενο, να βρίσκονται στην πλαϊνή πλευρά της οικίας του 1ου, σκυφτοί και να κάνουν κάτι χωρίς όμως να ήταν κατορθωτό να διαπιστωθεί τί έκαναν, λόγω της θέσης που βρίσκονταν οι αστυνομικοί. Αμέσως δόθηκε το μήνυμα στα άλλα μέλη της ΥΚΑΝ που βρίσκονταν περιμετρικά του χώρου. Ο 2ος κατηγορούμενος θεάθηκε να κινείται προς την έξοδο της οικίας από το χώρο στάθμευσης που υπάρχει δίπλα από την πλαϊνή είσοδό της οικίας του πρώτου, έχοντας στην κατοχή του δύο σακούλες σκουπιδιών. Ο ΜΚ1 ρώτησε τον 2ο κατηγορούμενο «τι κάνει» και αυτός απάντησε ότι βγάζει τα σκουπίδια του φίλου του, Κρομμύδα. Ακολούθως ο ΜΚ1 έκανε σωματική έρευνα στον 2ο  κατηγορούμενο χωρίς να εντοπίσει οτιδήποτε. Κατά την διάρκεια έρευνας στην αυλή της οικίας και ώρα 15:00, η ΜΚ17 βρήκε κρυμμένο κάτω από μία γλάστρα ένα άσπρο πλαστικό δοχείο εντός του οποίου υπήρχε μια πράσινη νάιλον τσάντα που περιείχε εφτά νάιλον σακούλια και ένα νάιλον σακούλι τύπου «zip lock» που περιείχαν όλα ξηρή φυτική ύλη κάνναβη (Τεκμήριο 7). Αφού το παρέλαβε, το υπέδειξε και στους κατηγορούμενους και τους πληροφόρησε για το αδίκημα που διέπρατταν τους επέστησε την προσοχή τους στο Νόμο και ο 1ος  κατηγορούμενος απάντησε: «Εν δικό μου, εν έχω τίποτε άλλο, εν κάνναβη» ενώ ο 2ος  κατηγορούμενος απάντησε: «Εγώ ήρτα απλά να πετάξω τα σκουπίδια». Σύμφωνα με την έκθεση του Γενικού Χημείου η ποσότητα κάνναβης που ανευρέθηκε ήταν 368,3 γραμμάρια. Η έρευνα ολοκληρώθηκε χωρίς να εντοπιστεί οτιδήποτε άλλο το παράνομο.

 

Στη συνέχεια της ίδιας ημέρας και μεταξύ των ωρών 16:10-16:30 οι ΜΚ6 και ΜΚ17 ερεύνησαν την οικία του 2ου  κατηγορουμένου κατόπιν γραπτής του συγκατάθεσης και στην παρουσία του. Από την έρευνα που έγινε δεν εντοπίστηκε οτιδήποτε το παράνομο. Η ώρα 23:40 της ίδιας ημέρας στην ΥΚΑΝ Λευκωσίας η ΜΚ17 συνέλαβε τον 2o κατηγορούμενο και αφού του εξήγησε τους λόγους της σύλληψης του, του επέστησε την προσοχή του στο Νόμο και αυτός απάντησε: «Δεν παραδέχομαι θα μιλήσω αύριο με το δικηγόρο μου». Την 25.4.20 και μεταξύ των ωρών 10:05-11:20 στην ΥΚΑΝ Λευκωσίας η ΜΚ17 έλαβε ανακριτική κατάθεση από τον 2ο κατηγορούμενο και αφού τον πληροφόρησε γραπτώς για τα αδικήματα που διερευνά και του επέστησε γραπτώς την προσοχή του στο Νόμο, ο κατηγορούμενος προέβαλε τους δικούς του ισχυρισμούς. O κατηγορούμενος δήλωσε η κατηγορούσα αρχή, είναι πρόσωπο είναι λευκού ποινικού μητρώου.

 

 

 

Β. Προσωπικές Περιστάσεις Κατηγορούμενου  

 

Xωρίς να αμφισβητήσει τα γεγονότα που εκτέθηκαν από τη συνήγορο της κατηγορούσας αρχής, ο ευπαίδευτος συνήγορος του κατηγορούμενου, με την ικανή αγόρευσή του για μετριασμό της ποινής (Έγγραφο Β’), αναγνώρισε τη σοβαρότητα του αδικήματος που αυτός αντιμετωπίζει εκφράζοντας την απολογία και μεταμέλεια του κατηγορούμενου. Ανέφερε ότι κατά τον χρόνο της τέλεσης του αδικήματος ο κατηγορούμενος ήταν χρήστης ναρκωτικών ουσιών και συγκεκριμένα, κάνναβης, τη χρήση της οποίας ξεκίνησε ενόσω υπηρετούσε τη στρατιωτική του θητεία. Κατά το χρόνο του αδικήματος, ο κατηγορούμενος βρισκόταν στην οικία του 1ου κατηγορούμενου τον οποίο γνώριζε για σειρά ετών αφού είχαν μεγαλώσει μαζί στην ίδια γειτονία, αλλά και επειδή η αδελφή του 1ου κατηγορούμενου, είχε βαφτίσει τον μικρότερο αδελφό του. Σε ότι αφορά την ποσότητα ναρκωτικών που βρέθηκε στην οικία του 1ου κατηγορούμενου, αυτήν ο 1ος κατείχε μαζί με άλλα πρόσωπα φίλους του, όπου έκαναν οι ίδιοι χρήση. Ο κατηγορούμενος από τη στιγμή τη ανακοπής του από την αστυνομία συνεργάστηκε πλήρως με τις αρχές, δεν αντιστάθηκε και συνέπραξε σε όλες τις έρευνες που η αστυνομία διεξήγαγε τόσο ενόσω βρίσκονταν στην οικία του 1ου κατηγορούμενου αλλά και στην οικία όπου διέμενε ο ίδιος. Ο κατηγορούμενος συνεργάστηκε πλήρως με την αστυνομία δίδοντας τη συγκατάθεση του όπως του ληφθούν όλες οι κατάλληλες μετρήσεις και δείγματα, σύμφωνα με το Νόμο.

 

Ο κατηγορούμενος είναι σήμερα 26 ½  ετών. Οι γονείς του χώρισαν όταν ήταν ενός περίπου έτους, διαμένοντας έκτοτε με τη μητέρα του. Με την πάροδο του χρόνου, ο κατηγορούμενος απέκτησε ακόμη τρία αδέλφια, δύο από την μητέρα του (21 και 17 ετών αντίστοιχα) και ένα από τον πατέρα του, ηλικίας 13 ετών σήμερα. Ο κατηγορούμενος διατηρεί άριστες οικογενειακές σχέσεις με αμφότερους γονείς και αδέλφια του. Ο πατέρας του είναι εργολάβος οικοδομών και η μητέρα του εργάζεται σε διαφημιστικό τμήμα γνωστής υπεραγοράς. Ο ίδιος αποφοίτησε από τη Γ’ Τεχνική Σχολή στον Αρχάγγελο, από τον κλάδο Ζαχαροπλαστικής- Αρτοποιίας. Μετά την αποφοίτηση του, κατατάγηκε στην Εθνική Φρουρά, εκπληρώνοντας την θητεία του, υπηρετώντας στα Φυλάκια του 213 Τάγματος Πεζικού. Αφού αποστρατεύτηκε εργάστηκε περιστασιακά σε εταιρεία μεταφορών, σε μεγάλο πολυκατάστημα, σε εταιρεία κατασκευής αυτοματισμών, ενώ τους τελευταίους μήνες εργοδοτήθηκε σε εταιρεία κατασκευής προφίλ αλουμινίων και κατέχει θέση στη γραμμή παραγωγής προφίλ αλουμινίων ως χειριστής εξειδικευμένης μηχανής (Πιστοποιητικό επί της Αγόρευσης Μετριασμού).

 

 

 

Ο κατηγορούμενος είναι πρόσωπο λευκού ποινικού μητρώου, ενώ κατά το χρόνο διάπραξης του αδικήματος αποτελούσε (και συνεχίζει να αποτελεί), πρόσωπο νεαρής ηλικίας, αφού ήταν ηλικίας 21 ½. Μετά την τέλεση του αδικήματος και αφού ο κατηγορούμενους συνειδητοποίησε ότι ο δρόμος που  ακολούθησε θα οδηγούσε μόνο στην καταστροφή αποφάσισε, έχοντας την αμέριστη συμπαράσταση της οικογένειας του, όπως εξεύρει μόνιμη εργασία και απομακρυνθεί, αποκόπτοντας κάθε επαφή με τις προηγούμενες παρέες του, καταφέρνοντας να αποτοξινωθεί πλήρως. Η υπεράσπιση επισύναψε προς απόδειξη του λόγου του αληθές, αποτελέσματα εργαστηριακών αναλύσεων σε σχέση με ναρκωτικές ουσίες, ημερομηνίας 3.4.25, στις οποίες ο κατηγορούμενος προέβη μετά την ολοκλήρωση της δικασίμου της 3.4.25, όταν και άλλαξε την απάντηση του, ενώπιον του Δικαστηρίου, από μη παραδοχή σε παραδοχή (Αποτελέσματα εργαστηριακών εξετάσεων επισυνάπτονται επί της Αγόρευσης). Τα αποτελέσματα φανερώνουν ότι ο κατηγορούμενος είναι αρνητικός σε κάθε είδους ναρκωτικής ουσίας. Ο κατηγορούμενος εδώ και ένα χρόνο, διατηρεί δεσμό με μια κοπέλα, με την οποία έχουν πρόσφατα αρραβωνιαστεί, διαμένοντας μαζί. Σκοπός τους είναι να τελέσουν σύντομα γάμο και να φτιάξουν τη δική τους οικογένεια.  Είναι φανερό από τα πιο πάνω, δήλωσε η υπεράσπιση, ότι σήμερα, ενώπιον του Δικαστηρίου υπάρχει ένα ολότελα διαφορετικό πρόσωπο από αυτό που παρουσιάστηκε ενώπιον της Δικαιοσύνης το 2020. Ο ενώπιον του Δικαστηρίου κατηγορούμενος δεν είναι ένας νεαρός, άνεργος χρήστης, αλλά ένας νεαρός ο οποίος έχει ξεκόψει από τις κακές παρέες και τη χρήση ναρκωτικών ουσιών, έχει αρραβωνιαστεί σκοπεύοντας να παντρευτεί, διαμένοντας με το δεσμό του, έχοντας σταθερή εργασία και οικογενειακές υποχρεώσεις. Ο κ. Ακάμας κάλεσε το Δικαστήριο να εκλάβει τα πιο κάτω ως ελαφρυντικούς παράγοντες:

  1. Το λευκό ποινικό μητρώο του κατηγορούμενου.
  2. Το μεμονωμένο του περιστατικού.
  3. Το νεαρό της ηλικίας του κατά πάντα ουσιώδη χρόνο.
  4. Την απολογία και μεταμέλεια του σε συνάρτηση με την παραδοχή του, η οποία έλαβε χώρα ευθύς μόλις το κατηγορητήριο έλαβε την τελική του μορφή.
  5. Το είδος, την ποσότητα και το σκοπό για τον οποίο κατέχονταν οι ναρκωτικές ουσίες.
  6. Τη απομακρυσμένη πιθανότητα διάπραξης όμοιου ή άλλου αδικήματος σε συνδυασμό με  την αλλαγή πλεύσης στη ζωή του.
  7. Το χρόνο που καλείται το Δικαστήριο να επιβάλει ποινή.
  8. Την πλήρη αλλαγή στις προσωπικές, οικογενειακές και οικονομικές περιστάσεις του κατηγορούμενου.
  9. Το γεγονός ότι στην παρούσα απουσιάζει οποιοσδήποτε επιβαρυντικός παράγοντας. Αντίθετα, όλοι οι ελαφρυντικοί παράγοντες που καταγράφονται στο άρθρο 30(4) του Νόμου, ενυπάρχουν στην παρούσα. 
  10. Την πλήρη απεξάρτηση του κατηγορούμενου από τις ναρκωτικές ουσίες. 
  11. Τέλος, τις προσωπικές, οικονομικές, επαγγελματικές και οικογενειακές περιστάσεις του κατηγορούμενου. 

 

Γ. Νομική Πτυχή

Η σοβαρότητα των επίδικων αδικημάτων αναδεικνύεται από τη φύση τους, αλλά και από τις νομοθετικώς ανώτατες προβλεπόμενες ποινές. Σημείο αναφοράς αποτελεί πάντοτε, η προβλεπόμενη από το νόμο μέγιστη ποινή (βλ. Παπαγεωργίου ν Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 646, Κώστας Λεβέντης ν Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 632). Αυτή αποτελεί την βάση από την οποία ξεκινά το Δικαστήριο για να επιμετρήσει την ποινή (βλ. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν Σπύρου, Ποινική Έφεση Αρ. 276/2015, 18.9.2017), με την ανώτατη προβλεπόμενη στο νόμο ποινή να αποτελεί την αφετηρία από την οποία το Δικαστήριο εκκινεί για την επιμέτρηση της. Tο αδίκημα της κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως Β’ επισύρει ποινή φυλάκισης 8 ετών ή χρηματική ποινή προστίμου ή και τις δύο αυτές ποινές. Σύμφωνα δε με το άρθρο 30(2) του Νομοθετήματος, όταν κατηγορούµενο πρόσωπο που κρίθηκε ένοχο για αδίκηµα που αφορά χρήση, κατοχή ή µεταφορά ελεγχόµενου φαρµάκου για προσωπική χρήση, επιβάλλεται ποινή φυλάκισης που δε θα υπερβαίνει τα δύο έτη, αν αυτός δεν είχε συμπληρώσει, κατά το χρόνο της διάπραξης του αδικήματος, το εικοστό πέµπτο (25ο) έτος της ηλικίας του και δεν έχει οποιαδήποτε προηγούµενη καταδίκη για αδίκηµα κατά παράβαση του παρόντος Νόµου ή των δυνάµει αυτού εκδικόµενων Κανονισµών. Μέγιστη συνεπώς προβλεπόμενη ποινή στα πλαίσια της παρούσας είναι αυτή της ποινής φυλάκισης των δύο ετών. 

 

Η ανάγκη για επιβολή αποτρεπτικών ποινών σε αδικήματα αυτού του τύπου, έχει αναγνωριστεί από την νομολογία και έχει επαναληφθεί πολλάκις, σε πλειάδα υποθέσεων. Και αυτό γιατί πράγματι, η εξάπλωση των ναρκωτικών ουσιών στην μικρή μας νήσο έχει λάβει τεράστιες και πραγματικά τρομακτικές, διαστάσεις. Δεν θα ήταν υπερβολή να λεχθεί ότι η χρήση ναρκωτικών ουσιών αποτελεί «τη ρίζα του προβλήματος» αφού αποτελούν τον κύριο λόγο για τη διάπραξη πλείστων αδικημάτων, οιασδήποτε (πλέον),  μορφής. Παραπέμπω ενδεικτικά και μόνο στις κάτωθι αποφάσεις, ο Δικαστικός Λόγος των οποίων δεικνύει το διαχρονικό τρόπο αντιμετώπισης των Δικαστηρίων σε αδικήματα όπως το υπό κρίση. Παρά την πάροδο 10 και πλέον ετών, η κρατούσα δυστυχώς μέχρι σήμερα κατάσταση πραγμάτων αντανακλάται εύστοχα στη Λαζάρου ν Αστυνομίας, κ. α. (2010) 2 Α.Α.Δ. 633. Εκεί λέχθηκαν τα ακόλουθα:  

 

«Tα ναρκωτικά έχουν εξελιχθεί σε μάστιγα και καρκίνωμα της κοινωνίας μας, πληγές οι οποίες δυστυχώς, όπως διαπιστώνουμε από τη συχνότητα των υποθέσεων που έρχονται ενώπιον των δικαστηρίων, όχι μόνο δεν φαίνεται να υποχωρούν, αλλά επιδεινώνονται ραγδαία. Και στη συντριπτική πλειοψηφία τους οι παραβάτες είναι πρόσωπα νεαρής ηλικίας. Είναι πραγματικό λυπηρό, οδυνηρό και τραγικό να διαπιστώνουμε πως η απώλεια ζωών, νέων κυρίως ανθρώπων, έχει γίνει μέρος της καθημερινής μας πραγματικότητας και πως η λίστα των νέων που έχουν εθιστεί στα ναρκωτικά μεγαλώνει μέρα με τη μέρα. Η σκληρή αυτή πραγματικότητα επιτάσσει την επιβολή αποτρεπτικών ποινών και καθιστά την αυστηρή μεταχείριση των παραβατών επιτακτική. Όπως έχει κατ' επανάληψη λεχθεί οι έμποροι των ναρκωτικών θα πρέπει να κατανοήσουν ότι δεν μπορούν να αποφύγουν τις συνέπειες των απεχθών πράξεων τους. Θα πρέπει να υπολογίζουν τις επιπτώσεις της σύλληψης και καταδίκης τους».

 

Ως μνημονεύθηκε στη Σάμπη ν Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ.100:

«…θα ήταν αδιανόητο να μην υπάρχει η ενεργός συμμετοχή της δικαιοσύνης στον καθημερινό αγώνα που γίνεται για την καταπολέμηση της μάστιγας αυτής των ναρκωτικών», ενώ «…αν επιθυμούμε η εκστρατεία των Δικαστηρίων για πάταξη της μάστιγας των ναρκωτικών, να μην περιοριστεί σε φραστικές αποδοκιμασίες, θα πρέπει οι ποινές που επιβάλλονται να συνάδουν απόλυτα με τις εξαγγελμένες πάγιες θέσεις της νομολογίας, μέσα από τις οποίες διακηρύσσεται η αποφασιστικότητα των Δικαστηρίων να πατάξουν το πρόβλημα».

 

Όπως τονίστηκε στη Μιχαήλ ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 577, αν η αυξητική τάση του εγκλήματος συνεχίσει θα έχει και την ανάλογη αντιμετώπιση από τα Δικαστήρια, με την περαιτέρω αύξηση των ποινών»[1]. Τα πιο πάνω έτυχαν επίρρωσης στην Ναζίπ ν Δημοκρατίας (2014) 2 Α.Α.Δ.808, με το Ανώτατο Δικαστήριο να υπενθυμίζει ότι η νομολογία υπαγορεύει την αναγκαιότητα επιβολής αποτρεπτικών ποινών σε υποθέσεις ναρκωτικών ουσιών, αφού:

«Η ενασχόληση με ναρκωτικά είτε για ιδία χρήση, είτε κατά μείζονα λόγο, για εμπορία με την εισαγωγή και διάθεση ή προμήθεια σε τρίτα πρόσωπα αποτελεί μέγιστο κίνδυνο στην κοινωνική συνοχή ενόψει των τεραστίων προβλημάτων που επιφέρει η εξάρτηση από τις ουσίες αυτές. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο που τα Δικαστήρια συνδράμουν έστω κατασταλτικά, στον πόλεμο εναντίον των ναρκωτικών με την επιβολή αυστηρών και συνάμα αποτρεπτικών ποινών».  

 

Η ανάγκη για επιβολή αυστηρών ποινών επιβεβαιώθηκε και στις συνεκδικασθείσες Ποινικές Εφέσεις με αριθμούς 25/2007, 26/2007 και 27/2007. Στην Γενικός Εισαγγελέας ν. Mahmoud Gate Elgathi κ.α. (2007) ΑΑΔ 199 (Ποινική Εφ. 272007), το Ανώτατο Δικαστήριο αποδεχόμενο την έφεση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας που υπεστήριξε πώς οι ποινές που επιβλήθηκαν πρωτόδικα στα αδικήματα της (α) κατοχής ποσότητας ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β΄ με σκοπό την προμήθεια του σε άλλα άτομα, (β) της κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β΄, δηλαδή 179,1817 γραμμάρια ρητίνης καννάβεως χωρίς άδεια του Υπουργού Υγείας, (γ) της κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β΄, δηλαδή της προαναφερόμενης ποσότητας συσκευασμένο κατά τρόπο με σκοπό την προμήθεια και (δ) για το αδίκημα της προμήθειας της προαναφερόμενης ποσότητας ελεγχόμενου φαρμάκου σε τρίτο πρόσωπο, ήταν ανεπαρκείς, αύξησε τις επιβληθείσες ποινές των 8, 8, 15 και 15 μηνών αντίστοιχα σε ποινές άμεσης φυλάκισης 15, 15, 30 και 30 μηνών αντίστοιχα. Στη σελίδα 204 της απόφασης διαβάζουμε τα ακόλουθα σημαντικά:

 

«Η σοβαρότητα των αδικημάτων κατοχής και εμπορίας ελεγχόμενων φαρμάκων τάξεως Β΄ έχει τονιστεί πάρα πολλές φορές και δεν προτιθέμεθα να επαναλάβουμε τα ίδια. Αφού λάβαμε υπόψη τις συνθήκες υπό τις οποίες διαπράχθηκαν τα αδικήματα, την ποσότητα και τη φύση των ναρκωτικών, καθώς και τις προσωπικές περιστάσεις και την προαναφερόμενη παραδοχή των εφεσειόντων, κρίνουμε πως οι ποινές που επιβλήθηκαν στους δύο εφεσείοντες στις πρώτες 4 κατηγορίες είναι όντως έκδηλα ανεπαρκείς και δεν αντικατοπτρίζουν τη σοβαρότητα των αδικημάτων και τη συνακόλουθη ανάγκη προστασίας της κοινωνίας. Ως εκ τούτου αυξάνομε τις ποινές των δύο εφεσειόντων στις πρώτες δύο κατηγορίες από 8 μήνες φυλάκιση για τον καθένα σε 15 μήνες φυλάκιση για τον καθένα και αυξάνομε τις ποινές στην 3η και 4η κατηγορία από 15 μήνες φυλάκιση στον καθένα σε 30 μήνες φυλάκιση στον καθένα.»[2]

 

Μελέτη της Νομολογίας αναφορικά με τέτοιου είδους αδικήματα φανερώνει την έντονη ανησυχία της Δικαιοσύνης τόσο σε σχέση με τη συχνότητα διάπραξης τέτοιων αδικημάτων, αλλά και την μορφή που αυτά προσλαμβάνουν, υπενθυμίζοντας μας με τον πιο έντονο τρόπο ότι αυτή η μάστιγα αποτελεί μια ανοικτή πληγή στο σώμα ολόκληρης της κοινωνίας η οποία πρέπει να τύχει αναχαίτησης, χωρίς καθυστέρηση.

 

Έχοντας αναφέρει τα πιο πάνω, υπενθυμίζεται ότι κάθε υπόθεση κρίνεται με βάση τα δικά της πραγματικά περιστατικά, ενώ κατά την επιμέτρηση της ποινής απαιτείται εξατομίκευση της κατά τρόπο ώστε αυτή να είναι ανάλογη της σοβαρότητας του αδικήματος μέσα στα περιστατικά που την περιβάλλουν, σε συνδυασμό με τα ελαφρυντικά στοιχεία που παρουσιάστηκαν από την υπεράσπιση και των προσωπικών συνθηκών έκαστου παραβάτη. Η διεργασία αυτή, εμπεριέχει την άσκηση διακριτικών εξουσιών η οποία δεν πρέπει ποτέ να θεωρείται καθορισμένη (standardized) καθότι η δικαιοσύνη δεν πρέπει ποτέ να είναι τυφλή στο μονοπάτι της (βλ. Sentencing in Cyprus, 2nd Edition σελ. 2). Επομένως, το Δικαστήριο σε ότι αφορά την επιβολή ποινής, έχει υποχρέωση όπως προβεί στην κατάλληλη διεργασία, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα ελαφρυντικά στοιχεία που έχουν παρουσιαστεί ούτως ώστε, η επιβαλλόμενη ποινή να μην συνιστά απλώς τιμωρία, αλλά να αρμόζει στο πρόσωπο του ενώπιον του Δικαστηρίου, παραβάτη (βλ. Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 224).

 

Των ως άνω λεχθέντων όμως, είναι ορθό όπως γίνει μνεία στο ότι, η εξατομίκευση της ποινής, δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να οδηγεί στην εξουδετέρωση της σοβαρότητας του αδικήματος και του στοιχείου της αποτροπής, ειδικότερα, όταν συντρέχουν λόγοι για την απόδοση αποτρεπτικού χαρακτήρα στην ποινή, αφού η εξατομίκευση της έχει λόγο στον συσχετισμό της τιμωρίας με το άτομο του παραβάτη, δεν συναρτάται όμως αποκλειστικά με τις προσωπικές συνθήκες αυτού (βλ. Κόκκινος ν. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 135). Υπενθυμίζεται ότι η ποινή της φυλάκισης πρέπει να επιβάλλεται όταν η φύση του αδικήματος, οι συνθήκες και η ένταση διάπραξής του, σε συνάρτηση με τα ελαφρυντικά του αδικοπραγούντος, την καθιστούν ως την καταλληλότερη ποινή. Τέτοια ποινή, επιβάλλεται μόνο στις περιπτώσεις που οποιαδήποτε άλλη, κρίνεται ακατάλληλη (βλ. Θεοχάρους ν Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 575, Yeats v Constantin (2000) 2 Α.Α.Δ. 320, Κοσασβίλη ν Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 606).

 

Έχοντας υπόψη τις ποινές που προβλέπουν τα προαναφερόμενα νομοθετήματα για τα αδικήματα αντικείμενο του κατηγορητηρίου αυτής της υπόθεσης, την νομολογία του Ανώτατου Δικαστηρίου, και τις περιστάσεις της υπόθεσης, το Δικαστήριο φρονεί ότι τα ακόλουθα επενεργούν επιβαρυντικά σε σχέση με τον κατηγορούμενο: 

 

  1. Η σοβαρότητα των αδικημάτων όπως αυτή διαφαίνεται από τα πιο πάνω, σε συνδυασμό με τις προβλεπόμενες από το νόμο ποινές.

 

  1. Η έξαρση που παρατηρείται στην διάπραξη αδικημάτων τούτου του είδους και οι προεκτάσεις που αυτή λαμβάνει.

 

  1. Η ποσότητα των ναρκωτικών ουσιών στην παρούσα μπορεί να μην είναι, ως η εισήγηση της υπεράσπισης, τόσο μεγάλη σε σύγκριση με άλλες υποθέσεις που άγονται ενώπιον των Δικαστηρίων της πατρίδας μας, μήτε όμως μπορεί να χαρακτηριστεί ως ευκαταφρόνητη.

 

  1. Οι λόγοι και συνθήκες που οδήγησαν τον κατηγορούμενο στην διάπραξη των αδικημάτων έχουν τύχει λεπτομερούς επεξήγησης από τον συνήγορο υπεράσπισης, όμως παρά τα ως άνω υπενθυμίζεται ότι, ούτε η οικονομική στενότητα, μήτε η ανωριμότητα, ή η κακή ψυχολογική κατάσταση ενός αδικοπραγούντος, μπορούν να αποτελέσουν δικαιολογία για το ποινικά κολάσιμο των πράξεων του (βλ. Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 466).

 

Τα ακόλουθα, προσμετρούν υπέρ του κατηγορούμενου, ως ελαφρυντικά στοιχεία.

 

1.    Η αλλαγή απάντησης του κατηγορούμενου από μη παραδοχή, σε παραδοχή, σε συνδυασμό με την απολογία του, εξοικονομώντας πολύτιμο δικαστικό χρόνο και δημόσιο χρήμα. Η στάση αυτή, δυνάμει της νομολογίας πρέπει να αμείβεται επειδή αποτελεί πορεία που προάγει τους σκοπούς της δικαιοσύνης (Χαρτούπαλλος ν. Δημοκρατία (2002) 2 Α.Α.Δ. 28, Βασιλείου v. Δημοκρατίας (2015) 2Α Α.Α.Δ 424). Στην Ανδρέου ν Δημοκρατίας (2016) 2(Β) Α.Α.Δ 719 τονίστηκε ότι η παραδοχή αντικατοπτρίζει τη μεταμέλεια ενός κατηγορουμένου και έτσι, πρέπει να έχει δεσπόζουσα σημασία κατά την επιμέτρηση της ποινής.

 

2.  Το Λευκό του Ποινικό Μητρώο. Το ποινικό μητρώο ενός κατηγορουμένου, ως μία πτυχή του χαρακτήρα και του ιστορικού του, έχει σημασία και πρέπει, αν τούτο δικαιολογείται από τις περιστάσεις, να λαμβάνεται υπόψη από το Δικαστήριο κατά την επιμέτρηση της ποινής (βλ. Σύγγραμμα του Γ. Μ. Πική, Sentencing in Cyprus, 2η εκ. σελ.59). Το λευκό ποινικό μητρώου του συνεπώς, οφείλει όπως μη διαλάθει της προσοχής του Δικαστηρίου, χωρίς αυτό να σημαίνει, σε οιανδήποτε περίπτωση ότι υπερφαλαγγίζει την σοβαρότητα του διαπραχθέντος αδικήματος.

 

3.  Δεν μπορεί να διαλάθει της προσοχής του Δικαστηρίου ο χρόνος κατά τον οποίο καλείται όπως επιβάλει ποινή στον κατηγορούμενο. Τα γεγονότα στην παρούσα έλαβαν χώρα το 2020. Η περίοδος των 5 και πλέον ετών που παρήλθε, είναι κάτι που πρέπει να συνυπολογιστεί, ιδιαίτερα όταν διαπιστώνεται ότι υπήρξε μεταβολή στις προσωπικές συνθήκες του κατηγορούμενου (βλ Γενικός Εισαγγελέας ν Αβρααμίδη (1993) 2 Α.Α.Δ.355).  

 

4.  Το νεαρό της ηλικίας του κατηγορούμενου κατά πάντα ουσιώδη χρόνο, σε συνδυασμό με το

γεγονός ότι ο κατηγορούμενος δεν είχε οποιαδήποτε ανάμειξη σε εμπορία ή διακίνηση ναρκωτικών, με το παράπτωμα του να σχετίζεται αποκλειστικά με τη χρήση των.

5.  Η μη επαναδιάπραξη άλλων αδικημάτων από το 2020 και η συνειδητή επιλογή του αναλάβει τις ευθύνες των πράξεων του αποφασίζοντας στο διαρρεύσαντα χρόνο όπως αλλάξει παντελώς του ρου της ζωής του, καθιστώντας εαυτόν χρήσιμο και ενεργό πολίτη, πλήρως απεξαρτημένο από τη μάστιγα των ναρκωτικών. 

 

6.  Τις προσωπικές, οικονομικές περιστάσεις και οικογενειακές περιστάσεις που αφορούν τον κατηγορούμενο και τη μεταβολή σε αυτές στον διαρρεύσαντα χρόνο.    

 

Δ. Ποινή- Κατάληξη

Συνεκτιμώντας όλους τους πιο πάνω παράγοντες προχωρώ στην επιβολή ποινής, δηλώνοντας ότι, παρόλο που οι πιο πάνω ελαφρυντικοί παράγοντες οφείλουν όπως λαμβάνονται υπόψη για σκοπούς μετριασμού της ποινής, εντούτοις, δεν είναι τέτοιας έκτασης που να υπερφαλαγγίζουν την ανάγκη για αποτελεσματική εφαρμογή του Νόμου, λόγω της σοβαρότητας του αδικήματος όπως την έχω περιγράψει πιο πάνω για αποφυγή επιβολής της αρμόζουσας ποινής.

 

Μπορούν να επηρεάσουν ενδεχομένως το ύψος, όχι όμως και το είδος της ποινής, η οποία δεν μπορεί να είναι άλλη από την ποινή φυλάκισης. Η οποιαδήποτε άλλη ποινή φρονεί το Δικαστήριο δεν θα εξυπηρετούσε τους σκοπούς της επιβαλλόμενης ποινής με αναφορά και στην απαραίτητη αποτρεπτικότητα που θα πρέπει να περιβάλλει αυτή. Έχοντας πάντοτε κατά νου δε τις πιο πάνω κατευθυντήριες οδηγίες και νομολογία επιβάλω στον κατηγορούμενο 2, τις ακόλουθες ποινές:

 

  • Στην Κατηγορία 2: Ποινή Φυλάκισης 9 μηνών.  

 

Έχοντας αποφασίσει την επιβολή ποινής φυλάκισης στον κατηγορούμενο θα εξετάσω στο στάδιο αυτό κατά πόσον συντρέχουν λόγοι για αναστολή της εκτέλεσης της. Επισημαίνω εξαρχής ότι μετά την αλλαγή την οποία επέφερε ο Ν.186(Ι)/03 στον περί της Υφ' Όρον Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλακίσεως εις Ωρισμένας Περιπτώσεις Ν.95/72, έχει διευρυνθεί η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, το οποίο πλέον διατάσσει την αναστολή αν κάτι τέτοιο δικαιολογείται από το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης και τα προσωπικά περιστατικά έκαστου κατηγορούμενου. Σύμφωνα με την Νομολογία, (βλ. Γενικός Εισαγγελέας v. Τζαουχάρη (2005) 2 Α.Α.Δ. 161 και Ιωσήφ ν. Δημοκρατίας, (2012) 2 Α.Α.Δ. 930) το Δικαστήριο οφείλει κατά την εξέταση του ζητήματος όπως απαντήσει το ερώτημα του κατά πόσον η ενδεχομένως ανασταλείσα ποινή φυλάκισης, αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και εξυπηρετεί τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας. Μεταξύ των παραγόντων οφείλει όπως λάβει υπόψιν του την σοβαρότητα των περιστατικών και το κίνητρο για τη διάπραξη του αδικήματος, το μητρώο του κατηγορουμένου, ως δείκτης για την ανάγκη αποτροπής, και την διαγωγή του μετά τη διάπραξη του αδικήματος, ήτοι, αν υπάρχουν ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία μεταμέλειας.

 

Μνημονεύεται στο στάδιο αυτό, παρότι είναι γνωστό τοις πάσι εις τον νομικό κόσμο ότι, η ανασταλείσα ποινή φυλάκισης παραμένει ποινή φυλάκισης, με μόνη διαφοροποίηση της το γεγονός ότι δεν τίθεται σε άμεση ισχύ ο εγκλεισμός ενός κατηγορούμενου στις κεντρικές φυλακές. Έχω ήδη σε προηγούμενο στάδιο αναλύσει όλες τις περιστάσεις της υπόθεσης σε ότι αφορά τον κατηγορούμενο και έχω υπόψη όλα όσα έχουν ήδη αναφερθεί, για την εκ νέου θεώρηση τους στο στάδιο αυτό. Το βασικό λοιπόν ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο ισοζυγίζοντας το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης, οι μετριαστικοί παράγοντες του κατηγορούμενου θα μπορούσαν να επενεργήσουν κατά τρόπο που να δικαιολογείται η φυλάκιση του με αναστολή.

 

Ως πολύ εύστοχα τέθηκε στην Ιωσήφ ν. Δημοκρατίας, (2012) 2 Α.Α.Δ. 930:

«Το βασικό ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο, ισοζυγίζοντας το σύνολο των περιστάσεων θα μπορούσε ή έπρεπε αυτοί οι παράγοντες να επενεργήσουν κατά τρόπο ο οποίος να δικαιολογεί το να δοθεί στον εφεσείοντα μια δεύτερη ευκαιρία (βλ. Χριστοδούλου ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 22). Η κάθε υπόθεση κρίνεται στη βάση των δικών της περιστατικών. Η υιοθέτηση οποιουδήποτε γενικού κανόνα θα συνιστούσε σφάλμα αρχής.  Εναπόκειται στο δικαστήριο που έχει την ευθύνη επιβολής της ποινής να λάβει υπόψη στην κάθε περίπτωση τις περιστάσεις της υπόθεσης και οποιεσδήποτε προσωπικές περιστάσεις που αφορούν στον συγκεκριμένο κατηγορούμενο και, σε ορισμένες περιπτώσεις, την οικογένεια του με σκοπό να αποφασίσει κατά πόσο ενδείκνυται η αναστολή της εκτέλεσης της ποινής. Αυτό βέβαια συνεπάγεται την εκ νέου θεώρηση των συνθηκών διάπραξης του αδικήματος και των προσωπικών περιστάσεων του κατηγορούμενου και την απόδοση «διπλής βαρύτητας» σε όλους τους σχετικούς με το αδίκημα και τον αδικοπραγούντα παράγοντες - είτε επιβαρυντικούς είτε μετριαστικούς - οι οποίοι μπορούν να επηρεάσουν την απόφαση του δικαστηρίου για την αναστολή ή όχι της ποινής. Θεωρούμε ότι κατά την εξέταση του ζητήματος, σημαντικό ερώτημα είναι κατά πόσο η ανασταλείσα ποινή θα αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και θα εξυπηρετήσει τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας.» 

 

Επανεξετάζοντας συμφώνως των νομολογιακών αρχών, έκαστο παράγοντα που δυνατό να προσμετρήσει στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου δυνάμει του άρθρου 3(2) του Νόμου 95/72 και έχοντας υπόψιν το αίτημα της υπεράσπισης για έκδοση διαταγής αναστολής της επιβληθείσας ποινή φυλάκισης, σημειώνω ότι έχω θέσει εκ νέου υπόψιν μου, όλους ανεξαιρέτως τους μετριαστικούς παράγοντες. Δεν μπορεί επίσης να διαλάθει της προσοχής μου ότι ενώπιον μου σήμερα, για σκοπούς επιβολής ποινής, βρίσκεται ένας άνθρωπος ο οποίος πραγματικά έχει αλλάξει την πορεία της ζωής του στο μεσοδιάστημα, καθιστώντας εαυτόν χρήσιμο, ενεργό πολίτη, αποδεικνύοντας πραγματικά, ότι η παράβαση των νόμων της πολιτείας την 20.4.20, αποτέλεσε το μοναδικό μελανό σημείο στη ζωή του κατηγορούμενου.  

 

Ως καταγράφεται στο Σύγγραμμα των Καπαρδή & Στεφάνου «Επιμέτρηση και Επιβολή Ποινών στο Κυπριακό Νομικό Σύστημα» 2020, σελ. 3: «Ο όρος νομική τιμωρία (legal punishment) σύμφωνα με τον διάσημο ποινικό επιστήμονα στο Πανεπιστήμιο του Κειπριτζ, Ομότιμο Καθηγητή Sir Anthony Bottoms, συνιστά την αναδρομική αντίδραση του κράτους σε μια κολάσιμη συμπεριφορά η οποία όμως, εξυπηρετεί και κάποιο σκοπό στο μέλλον». Με γνώμονα ότι ο αναμορφωτικός χαρακτήρας της ποινής πρέπει να επιβάλλεται σε κάθε περίπτωση εξατομικευμένα και έχοντας το Δικαστήριο ικανοποιηθεί ότι ο κατηγορούμενος στα πέντε και πλέον χρόνια που έχουν διαρρεύσει από την διάπραξη του αδικήματος, έχει αυτοβούλως προβεί σε ενεργά διαβήματα που οδήγησαν στην αναμόρφωση του, εκπληρώνοντας πραγματικά, έναν εκ των σκοπών της ποινής, κρίνω, ότι οι μετριαστικοί παράγοντες που τον αφορούν μπορούν στη προκείμενη, να επενεργήσουν κατά τρόπο που να δικαιολογείται η φυλάκιση του με αναστολή.

 

Έχοντας τα πιο πάνω υπόψιν, κρίνω ότι η οποιαδήποτε άμεση αποστέρηση της ελευθερίας του κατηγορούμενου θα φανέρωνε μόνο τον τιμωρητικό χαρακτήρα της ποινής. Η μεταβολή στις περιστάσεις του και οι αλλαγές που έχει κάνει στη ζωή του προς το καλύτερο αντανακλώνται μέσω της διαγωγής του στον καθόλου αμελητέο χρόνο των πέντε ετών που έχει διαρρεύσει, χρόνο τον οποίο επίσης λαμβάνω υπόψιν (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Καραολή, Ποιν. Εφέσεις 230/2019 και 231/2019 ημ. 27.4.2021).

 

Κληθείς συνεπώς το Δικαστήριο να απαντήσει το ερώτημα του κατά πόσον, η ενδεχομένως ανασταλείσα ποινή φυλάκισης, αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και εξυπηρετεί τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας, αυτό, απαντά θετικά. Η έμπρακτη μεταμέλεια, σε συνδυασμό με όλους τους πιο πάνω παράγοντες επιτρέπουν στο Δικαστήριο όπως πιστώσει τον κατηγορούμενο με μια δεύτερη ευκαιρία για να παραδειγματιστεί από το λάθος του. Η επιβληθείσα ποινή φυλάκισης αναστέλλεται για περίοδο 3 ετών από σήμερα.

 

(Εξηγείται στον κατηγορούμενο η έννοια της αναστολής της ποινής φυλάκισης).

 

Σε σχέση με τα Τεκμήρια που κατασχέθηκαν από τις Αστυνομικές Αρχές δίδονται οι ακόλουθες οδηγίες, ως το αίτημα της κατηγορούσας αρχής:

 

1.    Τα Τεκμήρια 1,2,4, 6-9, 14,15, 17 και 20 -26 να κατασχεθούν και να καταστραφούν.

2.    Το Τεκμήριο 3 να κατασχεθεί.

3.    Τα Τεκμήρια 5 και 19 να επιστραφούν στους νόμιμους δικαιούχους των.

4.    Τα Τεκμήρια 10-13, 16 και 18 να επιστραφούν στους νόμιμους δικαιούχους των αφού αφαιρεθεί οτιδήποτε παράνομο επί αυτών.        

 

(Υπογρ.)……………………………….

            Μ. Ναθαναήλ, Ε.Δ.

Πιστό Αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής



[1] Χριστοδούλου ν Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 124

[2] Σημαντικές κρίνονται επί του προκείμενου και οι Γενικός Εισαγγελέας ν. Sak (2005) 2 ΑΑΔ 377, Victor Abe v. Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ 211, Σωτήρης Αθηνής ν. Δημοκρατίας Π.Ε 45/07, 10.4.2008, Γενικός Εισαγγελέας ν. Dos Santos (2005) 2 ΑΑΔ 297, στις οποίες παραπέμπω.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο