Αστυνομικός Διευθυντής Λευκωσίας ν. Α. Σ., Αρ. Υπόθεσης: 9267/20, 28/4/2025
print
Τίτλος:
Αστυνομικός Διευθυντής Λευκωσίας ν. Α. Σ., Αρ. Υπόθεσης: 9267/20, 28/4/2025

EΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Μ. Ναθαναήλ, Ε.Δ.

                                                                                                Αρ. Υπόθεσης: 9267/20

                                    Αστυνομικός Διευθυντής Λευκωσίας                                                                                

εναντίον                                            

     Α. Σ.  

Κατηγορούμενος

Ημερομηνία: 28.Απριλίου 2025

Εμφανίσεις:

Για την Κατηγορούσα Αρχή: κα. Α. Χατζηγεωργίου     

Για τον Κατηγορούμενο: κ. Κ. Καζαντζής

Κατηγορούμενος: Παρών

                                                            AΠΟΦΑΣΗ

 

Σκιαγράφηση της Υπόθεσης/ Κατηγορητήριο

Τα ιδιαίτερο πλέγμα γεγονότων που συνθέτουν την παρούσα υπόθεση δεν αμφισβητείται. Αποτελεί αναντίλεκτο, ως προκύπτει από τη μαρτυρία γεγονός ότι, ο τότε πενηνταδυάχρονος (52) κατηγορούμενος, απέστειλε στην (τότε) δεκατετράχρονη παραπονούμενη την 22.11.19, μέσω της διαδικτυακής πλατφόρμας «Messenger» ένα βίντεο πορνογραφικού περιεχομένου. Ένεκα της πιο πάνω πράξης ο κατηγορούμενος βρίσκεται αντιμέτωπος με την κατηγορία της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιού κατά παράβαση των άρθρων 5(1) και 6(1) του Περί της Πρόληψης και Καταπολέμησης της Σεξουαλικής Κακοποίησης της Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παιδιών και της Παιδικής Πορνογραφίας Νόμου 91(Ι)/2014, ως αυτός τροποποιήθηκε. 

 Με δεδομένη τη μη αμφισβήτηση της αποστολής του εν λόγω αρχείου, η υπεράσπιση προώθησε την εξής, δίπτυχη επιχειρηματολογία κατά την ακροαματική διαδικασία εισηγούμενη την απαλλαγή του κατηγορούμενου:   

  (α) Το αδίκημα των άρθρων 5(1) και 6(1) του Νόμου Περί της Πρόληψης και Καταπολέμησης της Σεξουαλικής Κακοποίησης, της Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παιδικών και της Παιδικής Πορνογραφίας Νόμος, Ν.91(Ι)/2014 δεν αφορά σε αυστηρής ευθύνης αδίκημα, ως η εισήγηση της κατηγορούσας αρχής. Η κατηγορούσα αρχή οφείλει να αποδείξει όχι μόνο την συντέλεση της πράξης (actus reus) – η οποία στην παρούσα δεν τυγχάνει αμφισβήτησης- αλλά και την ένοχη διάνοια που κατ΄ισχυρισμόν συνόδευε τον κατηγορούμενο (mens rea) κατά την αποστολή του εν λόγω αρχείου.   

   (β) Πέρα και ανεξάρτητα των ως άνω εισηγείται η υπεράσπιση, ο κατηγορούμενος οφείλει απαλλαγής, συμφώνως της υπεράσπισης του άρθρου 10 του Ποινικού Κώδικα. Σύμφωνα με την εκδοχή του κατηγορούμενου, το αρχείο νόμιζε ότι απέστειλε στον ενήλικα φίλο του, Βάσσο Παναγιώτου (ΜΚ2).

Παραδεκτά και Mη Αμφισβητούμενα Γεγονότα

Σχέση των Παραγόντων της Διαδικασίας

1.  Ο κατηγορούμενος διατηρεί επιχείρηση καζαντί από την οποία και συντηρείται. Επισκέπτεται προς τούτο ανά το Παγκύπριο διάφορους χώρους όταν υπάρχουν πανηγύρια. 

2.  Ο κατηγορούμενος υπήρξε συνεργάτης με τον Β. Π., με τους δύο άνδρες να λειτουργούν μαζί την εν λόγω επιχείρηση μέχρι και τον Σεπτέμβριο του 2019. Παρότι η συνεργασία τους έληξε οι δύο άνδρες συνέχισαν να διατηρούν φιλικές σχέσεις. Το καλοκαίρι του 2019 αμφότεροι ήταν εργοδότες της ανήλικης.

3.   Η παραπονούμενη ήταν πολύ καλή φίλη με την επίσης ανήλικη (τότε), ‘Α. Η ‘Α.  εργαζόταν τακτικά στην επιχείρηση γνωρίζοντας αμφότερους κατηγορούμενο και Β. Π. Αμφότεροι άνδρες γνώριζαν καλά τη μητέρα της ‘Α. η οποία συμφώνησε και συγκατατέθηκε σε εργασία της θυγατέρας της, κοντά τους. Όταν ο κατηγορούμενος έψαχνε προσωπικό, η ‘Α. πρότεινε την παραπονούμενη η οποία ήθελε χρήματα για χαρτζιλίκι. Ο κατηγορούμενος γνώρισε τους γονείς της παραπονούμενης, λαμβάνοντας συγκατάθεση όπως η τελευταία εργαστεί κοντά του.

4.  Ο κατηγορούμενος και ο Β. είχαν, ανά διαστήματα στην εργοδότηση τους αρκετά ανήλικα πρόσωπα, τόσο αγόρια όσο και κορίτσια.

5.  Οι σχέσεις του κατηγορούμενου με την ανήλικη, εξαιρουμένου του επίμαχου περιστατικού, ήταν φυσιολογικές και εντός των πλαισίων εργοδότησης. Η παραπονούμενη μετέβη με τον κατηγορούμενο και τρίτα πρόσωπα (και) σε πανηγύρια εκτός Λευκωσίας, όπου και διανυκτέρευσαν στην Επαρχία Πάφου, εν γνώση των γονέων της πρώτης. Ο κατηγορούμενος δεν προσέγγισε την παραπονούμενη ερωτικά ή σεξουαλικά στο παρελθόν.

6.  Την 22.11.19 ο Β. Π. εντόπισε τυχαία την παραπονούμενη και την ‘Α. σε καφετέρια της Λευκωσίας με τις οποίες μίλησε, αφού τις γνώριζε στα πλαίσια εργοδότησης τους. Ενώ βρίσκονταν στο ταμείο της καφετέριας, ο Π. ρώτησε την παραπονούμενη πώς είναι ο κατηγορούμενος. Ακολούθως, ο Π. έστειλε από το κινητό τηλέφωνο της παραπονούμενης, μέσω του δικού της λογαριασμού στην εφαρμογή «Messenger», μια δική του φωτογραφία («selfie»). Στη φωτογραφία απεικονίζεται μόνος του ο Π., βγάζοντας τη γλώσσα του προς τα έξω.

7.   Με την πάροδο δύο λεπτών ο κατηγορούμενος απέστειλε το επίμαχο αρχείο στον λογαριασμό «Messenger» της παραπονούμενης. Το εν λόγω αρχείο απεικονίζει μια γυναίκα να αυνανίζεται χωρίς να φαίνεται το πρόσωπο της.

8.  Ο κατηγορούμενος αφού κατηγορήθηκε και του επιστήθηκε η προσοχή του στο Νόμο απάντησε: «Παραδέχομαι ότι της έστειλα το βίντεο αλλά όπως σου είπα ήθελα να το στείλω του Β. γιατί ήταν η φωτογραφία του Β. στο μήνυμα. Απολογούμαι για ότι έκαμα ήταν λάθος μου».

Τα πιο πάνω αναντίλεκτα γεγονότα αποτελούν, πλέον, ευρήματα Δικαστηρίου.

Η Κατηγορούσα Αρχή κάλεσε προς απόδειξη της υπόθεσης της έξι (6) μάρτυρες κατηγορίας, περιλαμβανομένων ανακριτών (ΜΚ5), αστυνομικών (ΜΚ1 και ΜΚ3), δικανικών εξεταστών (ΜΚ4), τον πρώην συνεργάτη του κατηγορούμενου (ΜΚ2) και την παραπονούμενη (ΜΚ6).

Μαρτυρία Κατηγορούσας Αρχής

Πρώτη μάρτυρας κατηγορίας (ΜΚ1) η Αστυφύλακας 162, η οποία υπηρετεί στο Γραφείο Καταπολέμησης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος. Το 2015 έλαβε εκπαίδευση από εξειδικευμένους αξιωματικούς της Αστυνομίας Κύπρου σε ότι αφορά τη λήψη οπτικογραφημένων καταθέσεων. Σύμφωνα με την κατάθεση της μάρτυρος Τεκμήριο 1, την 30.12.19[1] χειρίστηκε τη σχετική συσκευή οπτικογράφησης στο «Σπίτι του Παιδιού». Κατά τη διάρκεια της οπτικογράφησης παρουσιάστηκε τεχνικό πρόβλημα, εξ’ ου και υπήρξε αναγκαστική διακοπή της διαδικασίας η οποία συνεχίστηκε μετά την επίλυση του προβλήματος. Τεχνικά προβλήματα ανέφερε, προκύπτουν ανά διαστήματα. Το πρώτο μέρος της κατάθεσης καταγράφηκε σε ένα «DVD» και το δεύτερο μέρος αυτής, σε άλλο. Τα δύο «DVD» έγιναν και αντίγραφα, εξ΄ου και η δημιουργία τεσσάρων συνολικά «DVD», τα οποία αφού παραδόθηκαν, σφραγίστηκαν με ειδική ταινία και παραδόθηκαν στην ανακρίτρια της υπόθεσης, Αστυφύλακα 806 (Τεκμήριο 3). H ενοποίηση των δύο οπτικογραφήσεων σε ένα «DVD» κατατέθηκε στη διαδικασία ως Τεκμήριο 4. Η συγκατάθεση της μητέρας της ανήλικης για λήψη οπτικογραφημένης κατάθεσης παραδόθηκε στο Δικαστήριο ως Τεκμήριο 2. Μοναδική ερώτηση από την υπεράσπιση ήταν γιατί το Τεκμήριο 4, δεν έτυχε σφράγισης, με τη μάρτυρα να απαντά ότι αυτό χρησιμοποιήθηκε για σκοπούς απομαγνητοφώνησης.

ΜΚ2 ο πρώην συνέταιρος του κατηγορουμένου, Β. Π. Η κατάθεση του μάρτυρα, Τεκμήριο 5, κατατέθηκε Εκ Συμφώνου στη διαδικασία για την αλήθεια του περιεχομένου της. Σύμφωνα με αυτήν οι δύο άνδρες υπήρξαν συνέταιροι με τη συνεργασία τους να ολοκληρώνεται περί τον Σεπτέμβριο του 2019. Ο ΜΚ2 παραχώρησε στον κατηγορούμενο το αυτοκίνητο τύπου βαν που χρησιμοποιούσε και τα παιχνίδια. Ποτέ δεν προέκυψε οποιοδήποτε πρόβλημα με τα παιδιά που εργάζονταν κοντά τους. Η παραπονούμενη και η φίλη της ‘Α. εργάζονταν στον κατηγορούμενο, ενώ υπήρξαν φορές που διανυκτέρευσαν και εκτός Λευκωσίας για κάποιες ημέρες χωρίς να υπάρξει οποιοδήποτε πρόβλημα. Τον Νοέμβρη του 2019 συνάντησε τυχαία σε καφετέρια την παραπονούμενη και την ‘Α., ρωτώντας πώς ήταν ο κατηγορούμενος. Σε κάποια στιγμή έπιασε το τηλέφωνο της παραπονούμενης, έβγαλε μια φωτογραφία του εαυτού του και την απέστειλε στον κατηγορούμενο. Από εκεί πέραν, δεν γνωρίζει τι συνέβη, αφού δεν έμεινε με τις ανήλικες. Μετά από καιρό έλαβε τηλεφώνημα από τον κατηγορούμενο ο οποίος του εξήγησε τί είχε γίνει. Στην κατάθεση του λέει, «Εγώ πιστεύω ότι ο Α. δεν είχε κακή πρόθεση, αφού όπως σου είπα στο παρελθόν, όταν πήγαιναν με τις κοπέλες σε πανηγύρια εκτός επαρχίας, διανυκτέρευαν ξενοδοχεία χωρίς να υπάρξουν ποτέ οποιαδήποτε προβλήματα». Σύμφωνα με τη ζώσα μαρτυρία του, τον κατηγορούμενο γνωρίζει τα τελευταία 13 χρόνια. Τα παιδιά δούλευαν μαζί τους για το μεροκάματό τους και οι ίδιοι τα πρόσεχαν, παραλαμβάνοντας τα αρκετές φορές από τα σπίτια τους, γνωρίζοντας και τους γονείς τους, οι οποίοι τους είχαν εμπιστοσύνη. Τη μητέρα της ‘Α. γνώριζαν αμφότεροι, πολύ καλά. Όταν ενημερώθηκε από τον κατηγορούμενο για τις εξελίξεις εξεπλάγην.  Αντεξετασθείς δήλωσε ότι τα παιδιά εργάζονταν κοντά τους κατόπιν συγκατάθεσης των γονέων τους, οι οποίοι γνωρίζοντας τους, εξακρίβωσαν τον χαρακτήρα τους. Τους γονείς της παραπονούμενης γνώρισε μια φορά. Στα όσα χρόνια εργάζονταν, πρώτη φορά έλαβε χώρα μια τέτοια παρεξήγηση.

 

 

Η Αστυφύλακας 3404, Χρυστάλλα Σολομώντος (ΜΚ3) υπηρετεί στον Κλάδο Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος τα τελευταία 10 χρόνια, λαμβάνοντας ομοίως με την ΜΚ1, αντίστοιχη εκπαίδευση στη λήψη οπτικογραφημένων καταθέσεων[2]. Την 30.12.19 έλαβε από την ειδικά διαμορφωμένη αίθουσα «Στο Σπίτι του Παιδιού» οπτικογραφημένη κατάθεση από τη δεκαπεντάχρονη παραπονούμενη έχοντας προηγουμένως εξασφαλίσει γραπτή συγκατάθεση από τη μητέρα της. Εξήγησε κατά τη ζώσα μαρτυρία της τη διαδικασία και τα στάδια που ακολουθούνται σε ότι αφορά τη λήψη καταθέσεων από άτομα που καταγγέλλουν αυτής της φύσεως τα αδικήματα, το είδος και τη μορφή που λαμβάνει μια συνέντευξη, με τις αρχές να είναι επιφορτισμένες με το καθήκον όπως διαπιστώσουν, προ της έναρξης της διαδικασίας ότι ο καταγγέλλον μπορεί με βάση τα δικά του ιδιαίτερα χαρακτηριστικά (ηλικία κτλ), να διακρίνει μεταξύ του τι εστί «ψέμα και τί αλήθεια». Η παραπονούμενη δήλωσε, ήταν ανήλικη μεν, όμως εύκολα μπορούσε κάποιος να συνομιλήσει μαζί της. Υπήρξαν στιγμές κατά την εξιστόρηση που η ανήλικη αισθανόταν ντροπή.

Αποτέλεσε θέση της υπεράσπισης ότι από τα δεδομένα της παρούσας φαίνεται να απουσιάζει οποιοδήποτε στοιχείο προσχεδιασμού ή άλλου σχεδίου που να αφορά στην έντεχνη προσέγγιση του θύματος από το θύτη, με την ΜΚ3 να δηλώνει ότι κάθε υπόθεση είναι διαφορετική μη μπορώντας ως ανέφερε χαρακτηριστικά, «να απαντήσει με γενικότητες». Συμφώνησε με την υπεράσπιση ότι δεν μπορεί να γνωρίζει κατά πόσον οι ισχυρισμοί του φερόμενου θύματος αποτελούν την αλήθεια ή όχι, ζήτημα επί του οποίου θα αποφασίσει το Δικαστήριο.

Ο Αστυφύλακας 1248 (ΜΚ4), υπηρετεί, σύμφωνα με το βιογραφικό του, Τεκμήριο 7, στο Δικανικό Εργαστήριο Ηλεκτρονικών Δεδομένων από το 2007. Η Έκθεση με αριθμό αναφοράς ΥΠ.ΕΓ.Ε 219/20 κατατέθηκε στη διαδικασία ως Τεκμήριο 8, με τον μάρτυρα να αναγνωρίζει το περιεχόμενο της. Με παραπομπή στο σχετικό έγγραφο εξήγησε ότι την 5.1.2020 έλαβε μέρος σε έρευνα του Γραφείου Καταπολέμησης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος, για εξέταση ενός παραληφθέντος (από τον κατηγορούμενο), κινητού τηλεφώνου και ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή. Οι οδηγίες που του δόθηκαν, σύμφωνα με την Αίτηση για Επιστημονική Εξέταση Τεκμηρίων (Έντυπο Αστ.161 - Τεκμήριο 17), ήταν όπως ερευνηθούν οι ως άνω συσκευές και εξαχθούν όλα τα αρχεία, εικόνες και βίντεο διαγραμμένα και μη, που φέρεται να σχετίζονται με σεξουαλική κακοποίηση ανήλικου. Περαιτέρω δίδονταν οδηγίες για εντοπισμό των εφαρμογών «Messenger» και «Facebook» του κατηγορουμένου, ως επίσης και ο λογαριασμός που αυτός διατηρούσε στην προαναφερόμενη πλατφόρμα, με σκοπό τον εντοπισμό οποιονδήποτε αρχείων (εντός αυτού) που αφορούσαν σε σεξουαλική κακοποίηση ανηλίκων. Η έρευνα δεν φανέρωσε οτιδήποτε επιλήψιμο, ενώ για την διεξαγωγή της χρησιμοποιήθηκαν όλα τα προς τούτο διαθέσιμα εργαλεία. Ερωτηθείς σχετικά από την κατηγορούσα αρχή, ανέφερε και τα ακόλουθα:  

«E. Από τη δική σας πείρα όσον αφορά την εμπειρία σας, όταν λαμβάνεται ένα μήνυμα πώς λαμβάνεται στο τηλέφωνο;

A.    Το τηλέφωνο πρέπει να έχει ενεργή σύνδεση είτε μέσω δεδομένων 4G ή 5G ή με Wi-Fi. Άρα, μόλις έρθει ένα μήνυμα στον λογαριασμό μας θα εμφανιστεί μια ειδοποίηση στην οθόνη του κινητού μας που να λέει το περιεχόμενο του μηνύματος όχι πάντοτε, όμως, και αναφέρεται και ποιος του απέστειλε, τον αποστολέα του».

Αντεξετασθείς ανέφερε ότι δεν του είχε ζητηθεί από την ανακριτή της υπόθεσης να εξετάσει τον τρόπο με τον οποίο λαμβάνονταν τα μηνύματα επί του κινητού τηλεφώνου του κατηγορούμενου για να μπορεί να τοποθετηθεί, οι δε πιο πάνω αναφορές του, αφορούν στις συνήθεις περιπτώσεις, εκεί δηλαδή όπου ο χρήστης δεν προβαίνει σε οποιαδήποτε παραμετροποίηση των προεπιλεγμένων ρυθμίσεων. Το κινητό τηλέφωνο της παραπονούμενης δεν εξέτασε επειδή δεν του ζητήθηκε. Ερωτήθηκε κατά πόσο κατά την εκτέλεση του εντάλματος έρευνας προέβησαν σε έλεγχο στο κινητό του κατηγορουμένου με τον μάρτυρα να απαντά θετικά, προσθέτοντας ότι το ένταλμα έρευνας εξουσιοδοτεί την παραλαβή του αντικειμένου, συγκεκριμενοποιώντας ότι σε καμία περίπτωση δεν επενέβησαν επί των δεδομένων που εμπεριέχονταν σε αυτό.

     Η ανακρίτρια της υπόθεσης Αστυφύλακας 806, εργάζεται στο Τμήμα Καταπολέμησης Εγκλήματος της Αστυνομίας (ΜΚ5). Στην κατάθεση της Τεκμήριο 9 αναφέρει ότι την 26.12.19 η παραπονούμενη μετέβη στα γραφεία της αστυνομίας συνοδευόμενη από τους γονείς της, καταγγέλλοντας τον κατηγορούμενο για αδίκημα που αφορούσε σε σεξουαλική κακοποίηση παιδιού. Η παραπονούμενη πέτυχε πρόσβαση στον λογαριασμό της στο «Messenger» με τη μάρτυρα να δημιουργεί στιγμιότυπα οθόνης των μηνυμάτων, τα οποία αποθήκευσε σε ψηφιακό δίσκο, Τεκμήριο 10. Η μάρτυρας αναγνώρισε το περιεχόμενο των Τεκμηρίων 3 και 4 που αφορούν στην οπτικογραφημένη κατάθεση της ανήλικης. Στην οπτικογραφημένη η παραπονούμενη αναφέρει ότι γνωρίζει προσωπικά τον κατηγορούμενο αφού δούλεψε στο καζαντί του. Την 17.11.19 ο κατηγορούμενος της απέστειλε μέσω της εφαρμογής «Μessenger» γραπτά μηνύματα. Την 22.11.19 έλαβε από τον κατηγορούμενο το επίμαχο βίντεο. Η ανήλικη ενημέρωσε μετά από πάροδο χρόνου τη σύμβουλο του σχολείου, η οποία ενημέρωσε με τη σειρά της, τους γονείς.

Την 23.11.19 και 26.11.19 ο κατηγορούμενος έστειλε εκ νέου μήνυμα στην ανήλικη ρωτώντας την «τι κάνει» και «αν είναι καλά», διενεργώντας παράλληλα τηλεφωνική κλήση προς το άτομο της μέσω της προαναφερθείσας εφαρμογής, με την ανήλικη να μην απαντά. Μετά από αυτό η ανήλικη τοποθέτησε φραγή («block») στο λογαριασμό του κατηγορούμενου. Η ΜΚ5 συνέλαβε τον κατηγορούμενο την 5.1.20, και αφού τον πληροφόρησε για τους λόγους της σύλληψής του ο κατηγορούμενος απάντησε: «φέρτε μου το κινητό να σας δείξω». Παρουσία της πληροφορήθηκε και υπέγραψε επί των δικαιωμάτων σύλληψης του, ως αυτά του παραδόθηκαν- Τεκμήριο 12. Κατά την εκτέλεση εντάλματος έρευνας, ο κατηγορούμενος παρέδωσε στον ΜΚ4 ένα κινητό τηλέφωνο και ένα ηλεκτρονικό υπολογιστή για δικανικές εξετάσεις. Μετά την εξασφάλιση Διατάγματος Αποκάλυψης Ιδιωτικής Επικοινωνίας[3] η ανακριτής επιθεώρησε το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 10, διαπιστώνοντας ότι από το λογαριασμό της ανήλικης («Messenger») στάληκε μια  φωτογραφία ενός άνδρα που έβγαζε τη γλώσσα του προς τα έξω. Μετά από δύο λεπτά ο κατηγορούμενος απάντησε, στέλνοντας στο λογαριασμό της ανήλικης ένα βίντεο που έδειχνε μια γυναίκα να αυνανίζεται χωρίς να φαίνεται το πρόσωπό της.

Κατά την ανακριτική του κατάθεση Τεκμήριο 13, ο κατηγορούμενος ανάφερε μεταξύ άλλων ότι όταν έλαβε μήνυμα στο «Facebook» είδε, ανοίγοντας το μήνυμα, τη φωτογραφία του πρώην συνεταίρου του, ο οποίος του έβγαζε τη γλώσσα. Στο μήνυμα απάντησε στέλνοντας το επίμαχο αρχείο, νομιζόμενος ότι απαντούσε στο ΜΚ2, χωρίς να αντιλαμβάνεται ότι η φωτογραφία του Β. στάληκε από τον λογαριασμό της ανήλικης. Ότι το αρχείο έστειλε στην παραπονούμενη έμαθε, δύο - τρείς μέρες μετά από τα παιδιά του, όταν αυτά ζητούσαν επίμονα να μάθουν γιατί έστειλε το συγκεκριμένο βίντεο στην παραπονούμενη, αντιλαμβανόμενος μόλις τότε, τί είχε συμβεί. Κατηγορηθείς ο τελευταίος απάντησε «Παραδέχομαι ότι της έστειλα το βίντεο αλλά όπως σου είπα ήθελα να το στείλω του Β., γιατί ήταν η φωτογραφία του Β. στο μήνυμα. Απολογούμαι για ό,τι έκαμα, ήταν λάθος μου».

 

Η ανακριτής κατέθεσε κατά τη ζώσα μαρτυρία της τον προαναφερθέν ψηφιακό δίσκο Τεκμήριο 10, με την υπεράσπιση να εγείρει ζήτημα παραβίασης συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων του κατηγορούμενου, αφού καμία συγκατάθεση δεν είχε ληφθεί από τον ίδιο προ της παραλαβής της μεταξύ των παραγόντων, ιδιωτικής επικοινωνίας. Η μάρτυρας απάντησε ότι επρόκειτο για μία σοβαρή υπόθεση, όπου η υποδειχθείσα από την παραπονούμενη μαρτυρία έπρεπε να διαφυλαχθεί, εξ’ ου και η αποθήκευση των μηνυμάτων και του βίντεο σε ψηφιακό δίσκο, αποθήκευση η οποία έλαβε χώρα στα πλαίσια μιας καθόλα, τυπικής διαδικασίας. Η μάρτυρας ανάφερε κατ' επανάληψη ότι δεν επενέβη στην προσωπική συνομιλία αφού δεν την επιθεώρησε, μήτε πέτυχε πρόσβαση σε αυτήν. Δεν παρατήρησε ούτε είχε πρόθεση να παρατηρήσει τι έγινε πριν ή μετά την αποστολή του βίντεο. Αντίθετα δήλωσε, περιορίστηκε στην τοποθέτηση του αρχείου στον ηλεκτρονικό υπολογιστή και από εκεί στη μεταφορά του σε ψηφιακό δίσκο. Μοναδικός λόγος που παρέλαβε το εν λόγω αρχείο από την παραπονούμενη ήταν για να διαφυλαχθεί το υλικό στα πλαίσια της μαρτυρίας που αυτή έδωσε. Από τη στιγμή, συνέχισε η μάρτυρας που η ίδια δεν είδε ούτε τη συνομιλία, ούτε το βίντεο και δεν επενέβη σε αυτά καθ’ οιονδήποτε τρόπο, δεν μπορεί να γίνεται λόγος για παραβίαση του δικαιώματος του κατηγορούμενου σε ιδιωτική επικοινωνία. Ήταν πολύ καλά γνωστό στην ίδια συνέχισε, ότι επιθεώρηση του περιεχομένου των όσων της παραδόθηκαν μπορούσε να λάβει χώρα μετά την έκδοση του σχετικού Διατάγματος του Δικαστηρίου - Τεκμήριο 15. Η κατάθεση του ψηφιακού δίσκου ως καταγράφεται ανωτέρω, έγινε αποδεκτή από το Δικαστήριο. Το κατά πόσον το Δικαστήριο μπορεί να προσδώσει οποιαδήποτε βαρύτητα στο εν λόγω τεκμήριο εξαρτάται από το κατά πόσον η εν λόγω μαρτυρία έχει ληφθεί παρανόμως ή όχι, ζήτημα το οποίο το Δικαστήριο θα εξετάσει κατωτέρω.

Η μάρτυρας συμφώνησε με την υπεράσπιση στα εξής σημεία: 

(α) Οι γονείς της παραπονούμενης ήταν ενήμεροι και συναίνεσαν όπως η θυγατέρα τους εργοδοτηθεί στον κατηγορούμενο.

(β) Η παραπονούμενη διανυκτέρευσε με τον κατηγορούμενο εκτός Λευκωσίας χωρίς να λαμβάνει χώρα οτιδήποτε μεμπτό.

(γ) Δεν είχε τεθεί ενώπιον των αστυνομικών αρχών οποιοδήποτε θέμα ή παράπονο ως προς τη γενική συμπεριφορά του κατηγορουμένου αφού ποτέ προηγουμένως δεν είχε τεθεί ζήτημα εμπιστοσύνης.

(δ) Πλην της αποστολής του επίμαχου αρχείου δεν υπήρχε καμία ένδειξη για οποιαδήποτε άλλη, μεμπτή συμπεριφορά εκ μέρους του κατηγορουμένου.  

(ε) Ο κατηγορούμενος ουδέποτε ζήτησε να του σταλεί οποιαδήποτε φωτογραφία της ανήλικης, με τις συνομιλίες τους να περιορίζονται στα θέματα της δουλειάς.  

(ζ) Η παραπονούμενη αισθάνθηκε έκπληξη όταν παρέλαβε το εν λόγω αρχείο. 

(η) Δεν έλαβε καταθέσεις από τους γονείς της ανήλικης, ούτε από τη μητέρα της ‘Α., μήτε από τη σχολική σύμβουλο. Σύμφωνα με τη μάρτυρα, τα εν λόγω πρόσωπα δεν μπορούσαν να προσφέρουν οτιδήποτε σε σχέση με τις συνθήκες, κάτω από τις οποίες απεστάλην το συγκεκριμένο αρχείο. Στη θέση της υπεράσπισης ότι καταθέσεις όφειλαν να ληφθούν εν πάση περιπτώσει προς διακρίβωση του χαρακτήρα του κατηγορούμενου η ΜΚ5 απάντησε ότι, δεν τίθεται εν αμφιβόλω ότι ο κατηγορούμενος ποτέ δεν συμπεριφέρθηκε απρεπώς στο παρελθόν.

(θ) Η μάρτυρας δεν διερεύνησε τον ισχυρισμό του κατηγορούμενου ότι δυσκολεύεται να διαβάσει το περιεχόμενο των εισερχόμενων μηνυμάτων ή τη θέση που προώθησε ότι, δεν είναι καλός γνώστης των εφαρμογών που υπήρχαν στο κινητό του. Δεν διερεύνησε επίσης τη προβαλλόμενη από τον κατηγορούμενο θέση ότι, ζητούσε από τα παιδιά του ή την αδελφή του όπως αποστείλουν μηνύματα εκ μέρους του, ή ότι το περιεχόμενο των εισερχόμενων μηνυμάτων, του διάβαζαν. Η ΜΚ5 πρόσθεσε ότι ο ισχυρισμός του κατηγορούμενου ότι δεν έχει καλή γνώση της τεχνολογίας αποτελεί «μη μετρήσιμο» παράγοντα αφού δεν παύει από το να αποτελεί υποκειμενικό δεδομένο. Η δε αποστολή ορισμένων μηνυμάτων αλλά και του επίδικου αρχείου συνέχισε, φανερώνουν μια κάποια γνώση του κατηγορούμενου ως προς το χειρισμό των τεχνολογικών εφαρμογών.

(ι) Η ΜΚ5 δεν διερεύνησε κατά πόσον τέτοιου είδος μηνύματα ή αρχεία, ως το επίδικο,  αποστέλλονταν έστω και αραιά, μεταξύ του ΜΚ2 και του κατηγορουμένου ή κατά πόσον ο ΜΚ2 έστελνε συχνά μηνύματα στον κατηγορούμενο μέσω του κινητού τηλεφώνου της παραπονούμενης. Σύμφωνα με τη μάρτυρα, η έρευνα είναι ολοκληρωμένη, έχοντας λάβει καταθέσεις και από τον ΜΚ2 και την ανήλικη σε σχέση με τα πιο πάνω.

(κ)  Η μάρτυρας δεν απέκλεισε τις θέσεις της υπεράσπισης, ότι ενδέχεται η αποστολή του εν λόγω αρχείου να οφείλεται πράγματι, σε ανθρώπινο λάθος, προσθέτοντας ότι το ζήτημα οφείλει να αποφασιστεί από το Δικαστήριο και όχι από την ίδια.

(λ) Συμφώνησε με τον κ. Καζαντζή ότι ο χρόνος ανταπόκρισης στο μήνυμα του ΜΚ2, ως αυτό απεστάλη από το κινητό τηλέφωνο της παραπονούμενης, ήταν τα δύο λεπτά.  

   Τελευταία μάρτυρας κατηγορίας η παραπονούμενη (ΜΚ6), σήμερα 21 ετών. Στην οπτικογραφημένη της κατάθεση[4] αναφέρει ότι η συνεργασία της με τον κατηγορούμενο ήταν φυσιολογική. Το καλοκαίρι του 2019 σταμάτησε να εργάζεται στην επιχείρηση. Εκείνο το διάστημα ο κατηγορούμενος ήταν ακόμη συνέταιρος με τον ΜΚ2. Σε κάποια στιγμή, μετά το πέρας της εργοδότησης της, ο κατηγορούμενος της έστειλε μήνυμα ρωτώντας την «τί κάνει» στο οποίο η ίδια απάντησε. Είχε καιρό να μιλήσουν. Είχε την πεποίθηση ότι ο κατηγορούμενος επιθυμούσε να μάθει πώς ήταν, και να την ενημερώσει αντίστοιχα για τα δικά του νέα. Ο κατηγορούμενος την ρώτησε μεταξύ άλλων «πού είναι» και «να βρεθούν». Την 22.11.10 και ενώ βρίσκονταν σε καφετέρια με την ‘Α., είδαν τυχαία τον ΜΚ2. Η παραπονούμενη έδειξε στο ΜΚ2 τα μηνύματα που της είχε στείλει ο κατηγορούμενος. Ο ΜΚ2 πήρε το κινητό της τηλέφωνο, έβγαλε μια φωτογραφία του εαυτού του με τη γλώσσα του έξω στέλνοντας την στον κατηγορούμενο από το λογαριασμό της. 

Μετά από μισή ή μια ώρα και ενώ η ίδια ακόμη βρισκόταν στην καφετέρια, ο κατηγορούμενος έστειλε το επίμαχο βίντεο. Χωρίς να δει το περιεχόμενο του, το έδειξε της φίλης της. Όταν είδε το περιεχόμενο του, ενοχλήθηκε, μη γνωρίζοντας τί να κάνει. Ο κατηγορούμενος της απέστειλε μηνύματα τις επόμενες μέρες, χωρίς να γίνεται από μέρους του καμία αναφορά στο επίμαχο αρχείο. Η ίδια δεν απάντησε, τοποθετώντας φραγή στο λογαριασμό του. Η μητέρα της ‘Α. αμφισβήτησε τις αναφορές της λέγοντας ότι η ίδια έχει εμπιστοσύνη στον κατηγορούμενο και ότι, αν τα όσα έλεγε η παραπονούμενη ήταν αλήθεια, τότε θα κατάγγελλε το περιστατικό στην αστυνομία και θα ενημέρωνε και τους γονείς της. Η ανήλικη απευθύνθηκε περί τις δύο με τρεις εβδομάδες αργότερα, στη σύμβουλο του σχολείου. Από εκεί ενημερώθηκαν οι γονείς της. Ποτέ προηγουμένως δεν της απέστειλε οτιδήποτε παρόμοιο ο κατηγορούμενος, με τις δια ζώσης αλλά και γραπτές συζητήσεις τους να κατατάσσονται πάντοτε εντός των φυσιολογικών πλαισίων. Η συμπεριφορά του προς την ίδια ήταν πάντα φυσιολογική, ενώ στις διανυκτερεύσεις τους εκτός Λευκωσίας δεν έλαβε χώρα ποτέ, οτιδήποτε, που να την κάνει να αισθανθεί άβολα.  

    Στην επιχείρηση ανέφερε κατά τη ζώσα μαρτυρία της, εργάστηκε το καλοκαίρι του 2019 και συγκεκριμένα περί τον ένα μήνα (4 Σαββατοκύριακα – 4 πανηγύρια), με τη συγκατάθεση των γονέων της, μετά το πέρας των σχολικών εξετάσεων. Ο λόγος που ξεκίνησε να εργάζεται ήταν επειδή χρειαζόταν χρήματα για το χαρτζιλίκι της και εκεί, εργαζόταν και η κολλητή της. Η συνεννόηση ως προς το πότε και πού θα εργάζονταν γινόταν μέσω της Ά., η οποία μιλούσε με τον κατηγορούμενο και τον ΜΚ2. Με τον κατηγορούμενο δεν μιλούσαν, πέραν των όσων αφορούσαν την εργασία, ενώ την ώρα που έκαστος εργάζετο δεν συναναστρέφονταν ιδιαίτερα αφού χειριζόταν διαφορετικά παιγνίδια. Όταν το βράδυ ολοκλήρωναν την εργασία τους ο κατηγορούμενους τους κατέβαλλε το μερίδιο τους και έφευγαν. Ήταν φίλοι στην πλατφόρμα «Facebook» αλλά δεν μιλούσαν ιδιαίτερα. Ποτέ δεν την πείραξε, μήτε την έκανε ποτέ να νιώσει άβολα. Στις διανυκτερεύσεις εκτός Λευκωσίας ήταν όλα φυσιολογικά.

Κατά τη ζώσα μαρτυρία της, αναγνώρισε το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 10, ως τα αρχεία (μηνύματα) που παρέδωσε στην αστυνομία. Την 19.11.19 ήτοι σε χρόνο ανύποπτο και μετά το πέρας της εργασίας της, ο κατηγορούμενος της έστειλε μήνυμα ρωτώντας την αν «είναι καλά». Νόμιζε ότι ο κατηγορούμενος της έστελνε μήνυμα, όπως της στέλνει ένας φίλος της, με την ίδια να του απαντά από σεβασμό, στον πληθυντικό. Ο κατηγορούμενος την ρώτησε «πού είναι», λέγοντας της ότι «την πεθύμησε και ότι θέλει να βρεθούν». Η ίδια απάντησε αποστέλλοντας το εξής εικονίδιο, ως αποτυπώνεται στο Τεκμήριο 10 «🤣».

Τον ΜΚ2 συνάντησαν τυχαία την 22.11.19 σε καφετέρια, με την παραπονούμενη να του δείχνει τα μηνύματα που της έστειλε ο κατηγορούμενος αφού το μήνυμα ότι «την πεθύμησε και ήθελε να τη δει», της προκάλεσε ανασφάλεια. Εξ’ όσων θυμάται, ο Β. είπε «τώρα να δεις τι εννα του κάμω», στέλνοντας μια φωτογραφία του εαυτού του από τον λογαριασμό της, με την ίδια να μην αντιλαμβάνεται το λόγο. Σύμφωνα με τη μαρτυρία της:

«…μετά που καμία ώρα μισή ώρα ας το πω άνοιξα το τηλέφωνο τζαι είδα το μήνυμα ότι έστειλε ένα βίντεο έδειξα το της κολλητής μου τζαι εν το άνοιξα εγώ τζιείνη την ώρα έδωσα της το να το ανοίξει η Α. τζαι κατάλαβα που την έκφραση στο πρόσωπο της ότι ήταν σοκαρισμένη, ήμασταν μωρά εν ηξέραμε τι ακριβώς γίνετουν τζαι μου εξήγησε τι γίνεται στο βίντεο ότι μια γυναίκα… τζαι με ρώτησε τι να κάμω τζαι είπα της εν ξέρω, τζαι εκλείσαμε το τηλέφωνο τζαι τούτο». 

Ακολούθησαν τις επόμενες μέρες μηνύματα από τον κατηγορούμενο ο οποίος την ρώτησε «τί κάνει» και «αν είναι καλά», χωρίς να γίνεται οποιαδήποτε αναφορά στο αρχείο που της είχε σταλεί. Κατά τον επίδικο χρόνο η ίδια ήταν 14 ετών και δεν είχε ξαναδεί οτιδήποτε παρόμοιο, αισθανόμενη ντροπή. Ερωτηθείσα πώς βίωσε τα πιο πάνω απάντησε:

  «’Hταν πολλά δύσκολο για εμένα, γιατί ήμουν κυριολεκτικά ένα μωρό 14 χρονών. Δύο χρόνια ήμουν στην Κύπρο τζιαι ήταν δύσκολο να μπω τζιαι να μάθω τούτα ούλλα. Εν μιλούσα καλά ελληνικά τζιαι έσυρε με κάτω τούτο, ακόμα τζιαι τωρά αμάν βλέπω κάποιον πιο μεγάλο νομίζω ότι θέλει κάτι που εμένα. Δεν μπορώ να τον βλέπω σαν φυσιολογικό άνθρωπο. Νομίζω ότι κάτι θέλει που εμένα. Έχετε μωρά ούλλοι σας δαμέ τζιαι θέλω μόνο να πω ότι δεν πρέπει να γίνεται τούτο σε κανέναν, γιατί ένεν λογικό να γίνεται τούτο».

Μια ημέρα που είδε τον κατηγορούμενο τυχαία στο σχολείο, εν ώρα σχολάσματος[5], αναστατώθηκε. Έτρεμε και ξεκίνησε να κλαίει, αισθανόμενη ανασφάλεια. Μια καθηγήτρια την ρώτησε γιατί ήταν αναστατωμένη, υπενθυμίζοντας την ότι μπορεί να απευθυνθεί στη σύμβουλο του σχολείου, ως και έπραξε. Τον κατηγορούμενο είδε τυχαία σε μια Χριστουγεννιάτικη εκδήλωση, γεγονός το οποίο επίσης την αναστάτωσε. Εξ’ όσων αντιλήφθηκε ο κατηγορούμενος εκείνη την ημέρα (στην εκδήλωση) δεν την είδε. Κληθείσα να σχολιάσει τη θέση του κατηγορούμενου ότι σκοπός του ήταν όπως το μήνυμα σταλεί στον Β. και όχι στην ίδια, η μάρτυρας απέρριψε αυτή, διερωτώμενη πώς είναι δυνατόν  η αποστολή του να ήταν καταλάθος όταν τις επόμενες ημέρες συνέχισε να της στέλνει μηνύματα, προσθέτοντας ότι, αν ήταν κατά λάθος ο κατηγορούμενος όφειλε να πει ένα συγγνώμη στην ίδια ή ακόμη και στους γονείς της.

         Στη θέση του κ. Καζαντζή ότι ποτέ δεν «αγχώθηκε» ένεκα του περιεχομένου των μηνυμάτων που έλαβε από τον κατηγορούμενο -προ του επίμαχου αρχείου-, επειδή κάτι τέτοιο δεν ανέφερε στις αστυνομικές αρχές, η μάρτυρας απάντησε «νομίζω ήταν κατανοητό τούτο, ήμουν 14 χρονών τζιαι ο άνθρωπος 50 χρονών. Μου έστειλε με πεθύμησε». Αν η συνομιλία σταματούσε μέχρι εκείνου το σημείου δήλωσε, θα το θεωρούσε ως «αστείο», εξ’ ου και η απάντηση της μέσω της χαμογελαστής φατσούλας στο μήνυμα. Ένας όμως από τους λόγους που αποφάσισε να δείξει τη συνομιλία στον ΜΚ2 ήταν επειδή ξεκίνησε να αισθάνεται ανασφάλεια. Στη θέση της υπεράσπισης ότι ο κατηγορούμενος συμπεριφερόταν στην ίδια με στον ίδιο τρόπο που συμπεριφερόταν και στους λοιπούς υπαλλήλους, έχοντας την έγνοια όλων, η μάρτυρας απάντησε ότι οι δύο τους δεν ήταν και τόσο στενοί συνεργάτες, συμφωνώντας όμως ότι γενικότερα, ο κατηγορούμενος πρόσεχε και φρόντιζε τους ανήλικους σε κάθε πανηγύρι, περιλαμβανομένων και αυτών που ήταν εκτός επαρχίας. Απέρριψε τη θέση ότι ήταν στη δούλεψη του κατηγορούμενου περί τους τρείς μήνες, αναφέροντας ότι εκεί ξεκίνησε να εργάζεται μετά το πέρας των σχολικών εξετάσεων, ενώ τον Αύγουστο έκανε διακοπές με τους γονείς της. Συμφώνησε ότι ήταν συμμαθήτρια με τον μεγαλύτερο υιό του κατηγορούμενου, δηλώνοντας ότι μπορεί να υπήρχε φλερτ ανάμεσα τους όμως «…εν κάμναμε παρέα, δεν βγαίναμε για καφέ. Είναι λογικό, είναι ανθρώπινο». Ερωτήθηκε, αν η αστυνομικός που έλαβε προφορικά το παράπονο της, ζήτησε να δει το επίμαχο βίντεο με τη μάρτυρα να απαντά ότι όταν πέτυχε πρόσβαση στο λογαριασμό της, η αστυνομικός τη σταμάτησε λέγοντας της ότι θα ήταν ορθότερο όπως αυτά τοποθετηθούν σε θήρα αποθήκευσης (Usb). Αποτέλεσε θέση της υπεράσπισης ότι ο χρόνος που διέρρευσε από τη στιγμή που ο Β. έστειλε τη φωτογραφία μέχρι την ώρα που παραλήφθηκε το μήνυμα ήταν μόλις δύο λεπτά, με τη μάρτυρα να απαντά ότι δεν γνωρίζει, αφού την λήψη του μηνύματος δεν είδε παρά μόνο περί τα 30 λεπτά αργότερα. Σχετική κρίνεται και η ακόλουθη στιχομυθία:

«E. Αφού τα άλλα μηνύματα ήταν normal, εγώ καταλαβαίνω τη θέση σου ότι έλαβες έτσι απρόσμενα ένα βίντεο, ένιωσες σύγχυση και ντροπή. Θα συμφωνήσεις μαζί μου ότι η πρώτη σου σκέψη ήταν ότι δεν περίμενες να λάβεις έτσι βίντεο από τον κατηγορούμενο και προσπαθούσες να καταλάβεις γιατί έγινε;

A.Ήταν παραπάνω φόβος, δεν ήταν μια έκπληξη. Ήταν κάτι που δεν είδα ξανά, να σας πω την αλήθεια.

E. Εγώ ερώτησα, αν το περίμενες.

A. Οϊ, λογικό τζιαι εν το περίμενα.

...

Μάρτυρας: Εν εκαταλάβαινα γιατί, ενόμιζα εν να μου κάμει κακό, μετά που μου είπε η κολλητή μου, μήπως τζιαι θέλει να κάμει το ίδιο πράγμα μαζί μου».

 

  Κληθείσα να απαντήσει γιατί, δεν αναφέρει οτιδήποτε στην κατάθεση της «περί φόβου» ότι ο κατηγορούμενος θα την παρενοχλούσε, η μάρτυρας απάντησε ότι όταν έδιδε την κατάθεση της ήταν 14 ετών και δεν μπορούσε να εκφραστεί, όπως εκφράζεται σήμερα που ενηλικιώθηκε, λέγοντας χαρακτηριστικά: «Eνιωθα ντροπή, κύριε, εν εμπορούσα να πω σε πλάσματα που ήταν 20 χρόνια πιο μεγάλοι μου. Τωρά που είμαι πιο μεγάλη καταλαβαίνω τζιαι έχω το θάρρος να πω τι  εσκεφτόμουν».

  Υπέβαλε η υπεράσπιση ότι η μάρτυρας είχε αντιληφθεί ότι το βίντεο στάληκε από λάθος, με την τελευταία να αρνείται την υποβολή, επιμένοντας ότι, από τη στιγμή που ο κατηγορούμενος συνέχισε να της στέλνει μηνύματα τις επόμενες ημέρες, χωρίς να απολογηθεί, δεν μπορεί παρά η αποστολή του μηνύματος να ήταν εσκεμμένη. Επανήλθε ο κ. Καζαντής λέγοντας ότι η όλη στάση του κατηγορουμένου μέχρι και πριν την αποστολή του βίντεο, φανέρωνε ότι το βίντεο στάλθηκε από λάθος, με την μάρτυρα να απαντά: «Οί, εν το εκατάλαβα. Το επεθύμησασε τζιαι το θέλω να σε δω εν ήταν καταλάθος. Κάποιος 50 χρονών, εγώ 14 τζιαι στέλνει ένα βίντεο με σεξουαλικό περιεχόμενο, δεν ήταν κατά λάθος».

Μαρτυρία Υπεράσπισης

   Ο κατηγορούμενος υιοθέτησε το περιεχόμενο της κατάθεσης του, Τεκμήριο 13. Ως αναφέρει είναι χωρισμένος και πατέρας 4 ανήλικων παιδιών. Το μεγαλύτερο παιδί του είναι ηλικίας 17 (το 2019) και το μικρότερο 11. Στην οικία του υπάρχει σύνδεση με το διαδίκτυο και τον κωδικό τον γνωρίζουν και τα παιδιά του και η πρώην σύζυγός του. Ο ίδιος δεν γνωρίζει τον κωδικό αφού δεν είναι καλός γνώστης της τεχνολογίας. Τα παιδιά του ήταν αυτά που συνέδεσαν το τηλέφωνο του με το διαδίκτυο, δημιουργώντας του σχετικό διαδικτυακό προφίλ στην πλατφόρμα «Facebook». Το καλοκαίρι του 2019 θα δούλευαν με τον ΜΚ2 σε κάποια μεγάλα πανηγύρια και επειδή χρειάζονταν περισσότερο προσωπικό, ρώτησε την υπάλληλο του ‘Α., 14 ετών, αν είχε κάποιον/κάποια να τους συστήσει. Η παραπονούμενη εργάστηκε μαζί του σε τρία πανηγύρια μόνο. Μετά, επειδή δεν την χρειαζόταν, δεν της ζήτησε να τον συνοδεύσει ξανά. Κληθείς από τις αρχές να απαντήσει σε σχέση με την αποστολή του επίδικου μηνύματος, ανέφερε:

«Τη νύχτα στις 22.11.19 άκουσα μήνυμα στο Facebook και άνοιξα να το δω. Εγώ είδα ότι μου στάληκε μια φωτογραφία στην οποία φαινόταν ο πρώην συνέταιρος μου, ο Β. ο Π., να βγάζει τη γλώσσα του. Εγώ επειδή δεν ξέρω να διαβάζω και ενόμισα ότι  ο Β. μου έστειλε τη φωτογραφία του από τον δικό του λογαριασμό, εγώ του έστειλα το βίντεο που μου περιγράφεις πιο πάνω. Δεν αντιλήφθηκα ότι ο Β. έστειλε τη φωτογραφία του από τον λογαριασμό της ΧΧΧ μέχρι μετά από 2- 3 μέρες, όπου ήρθαν τα παιδιά μου και με ρωτούσαν για ποιο λόγο έστειλα αυτό το βίντεο στη φίλη τους την ΧΧΧ Εγώ εκείνη τη στιγμή κατάλαβα τι είχε γίνει».

  Ο ίδιος δεν ολοκλήρωσε το σχολείο με αποτέλεσμα να μην μπορεί να διαβάσει τα πεζά γράμματα, παρά μόνο τα κεφαλαία. Πολλές φορές αναγκάζεται να προωθήσει τα μηνύματα που λαμβάνει σε τρίτα πρόσωπα, περιλαμβανομένων των παιδιών του, για να του τα διαβάσουν. Μήτε και το λογαριασμό του στο «Facebook» ξέρει να χειρίζεται ιδιαίτερα. Με την παραπονούμενη δεν μίλησε μετά την αποστολή του βίντεο. Στο κάλεσμα της αστυνομίας όπως το κινητό του τηλέφωνο και ο ηλεκτρονικός υπολογιστής που ανευρέθηκαν στην οικία του εξεταστούν δικανικά, συγκατατέθηκε, όπως αντίστοιχη συγκατάθεση έδωσε για να λάβει η αστυνομία αντίγραφο του λογαριασμού που διατηρεί στην προαναφερθείσα πλατφόρμα. Στις αρχές απολογήθηκε για το λάθος του, εξηγώντας ότι δεν είχε αντιληφθεί ότι το εν λόγω μήνυμα έστειλε στην παραπονούμενη, εκφράζοντας ετοιμότητα όπως παραδώσει τους αριθμούς κινητής τηλεφωνίας των παιδιών του, της αδελφής του, της πρώην συζύγου του και δύο φίλων του προς υποστήριξη της θέσης ότι τα μηνύματα που λαμβάνει, του τα διαβάζουν.

     Κατά την εν ακροατηρίω διαδικασία δήλωσε ότι με τον ΜΚ2 υπήρξαν πολύ καλοί συνεργάτες, με τον τελευταίο να τον βοηθά ιδιαίτερα, χαρίζοντας του μάλιστα, μετά την διακοπή της συνεργασίας τους, τα αυτοκίνητα που διατηρεί για την άσκηση των εργασιών του. Στη δούλεψη τους είχαν από 4 μέχρι και 10 άτομα. Με τη μητέρα της ‘Α. ήταν και φίλοι. Έχοντας υπόψιν του ότι, «με την νεολαία που υπάρχει, δύσκολα εντοπίζεται προσωπικό», έγνοια του ήταν πάντα να προσέχει τους υπαλλήλους του «για να μπορούν να πηγαίνουν πίσω στη δουλειά και να τον βοηθούν». Η παραπονούμενη εργάστηκε κοντά του περί τους τρείς μήνες, όμως ο ίδιος τη γνώριζε αφού διατηρούσε δεσμό με τον μεγαλύτερο υιό του. Στις διανυκτερεύσεις εκτός Λευκωσίας, τα κορίτσια κοιμόντουσαν με τα κορίτσια, τα αγόρια με τα αγόρια και τα ανδρόγυνα μαζί. Ο Β. σύμφωνα με τον κατηγορούμενο ήταν «ένας χαρακτήρας που πάντα ήθελε να τον αστειεύει, στέλνοντας του ανά διαστήματα πελλάρες». Δεν φαντάστηκε ποτέ ότι ο Β. θα πήγαινε στην καφετέρια, θα έπιανε το τηλέφωνο της παραπονούμενης και θα του έστελνε εκείνη τη φωτογραφία. Ο ίδιος εκείνη την ώρα κοιμόταν. Βλέποντας τη φωτογραφία του Β. και νομιζόμενος ότι απαντούσε πίσω σε αυτόν, έστειλε το συγκεκριμένο μήνυμα χωρίς ιδιαίτερη σκέψη. Μετά ξανακοιμήθηκε. Μια εβδομάδα περίπου αργότερα τα παιδιά του, του ζητούσαν εξηγήσεις γιατί έστειλε το εν λόγω βίντεο στην παραπονούμενη. Τότε ήταν που έπιασε το Β. τηλέφωνο, ζητώντας του εξηγήσεις. Σύμφωνα με την μαρτυρία του, εκτέθηκε ανεπανόρθωτα όχι μόνο στην παραπονούμενη, αλλά και στα παιδιά του και στη μητέρα της ‘Α., στους οποίους απολογήθηκε, αναφέροντας στο Δικαστήριο (κάτω από συναισθηματική φόρτιση) ότι:

«’Εννεν της κλάσης μου, μεγαλώνω τα μωρά μου στην κοινωνία, να μην πίνουν ναρκωτικά, να μην κλέφκουν τζιαι ακόμα τζιαι για τον Σ. μου που εν άρρωστος δουλέφκω (Ο μάρτυρας είναι έντονα φορτισμένος και κλαίει) σε όλους μου τους υπαλλήλους τζιαι σε αρσενικούς, μπορεί να στείλω μήνυμα τι κάνεις, επεθύμησα σε, θέλω να ξέρω ότι εν να πάω στα πανηγύρια ότι εν εντάξει μαζί μου. Στέλνω τους έτσι μηνύματα, εν αποθηκευμένα στο τηλέφωνό μου δαμέ τζιαι χρόνια. Έχω απολογηθεί στην Αστυνομία. Την ίδια ώρα ήθελα να πάω να ζητήσω τζιαι στην οικογένειά της ή στην ΧΧΧ αλλά είπαν μου να μην πάω, γιατί είναι ανήλικη και θα μπερτέψω παραπάνω».

  Εξ’ όσων γνωρίζει, η παραπονούμενη συνέχισε να κάνει παρέα με τα παιδιά του ακόμη και μετά την αποστολή του μηνύματος. Κανένα κακό δήλωσε δεν ήθελε να προκαλέσει στην ανήλικη, απολογούμενος για την πράξη του.  

       Αντεξετασθείς ανακάλεσε οκτώ περίπου πανηγύρια στα οποία τον συνόδευσε η ανήλικη, δηλώνοντας ότι ήταν στη δούλεψη του περί τους τρείς μήνες. Η παραπονούμενη υπέπεσε σε ένα μεγάλο λάθος κατά την εργασία της, γεγονός που του στοίχησε, εξ΄ου και ο τερματισμός στην εργοδότηση της. Πολλές ήταν οι φορές που τη συναντούσε σπίτι της ‘Αντριας, την οποία πήγαινε να παραλάβει για δουλειά, με την ανήλικη να τον παρακαλεί όπως της επιτρέψει να εργαστεί ξανά. Δεν αρνήθηκε τη θέση ότι μπορεί να της απέστειλε μήνυμα μετά την παύση από την εργασία της, χωρίς να είναι σε θέση να προσδιορίσει πότε, χρονικά. Συμφώνησε με την κατηγορούσα αρχή ότι, αν και δεν γνωρίζει καλά πώς να χρησιμοποιεί την εφαρμογή «Messenger», μπορούσε, εάν ήθελε, να εντοπίσει το λογαριασμό κάποιου (περιλαμβανομένης της ανήλικης) και να αποστείλει μήνυμα. Αποτέλεσε θέση του ότι δεν μπορεί να διαβάσει πεζά γράμματα, ενώ αν χρειαστεί να απαντήσει με πεζή γραμματοσειρά, η όποια απάντηση του, θα είναι ανορθόγραφή. Στη θέση της κατηγορούσας αρχής ότι τα μηνύματα που αντάλλαξαν με την ανήλικη προ της αποστολής του επίμαχου βίντεο ήταν δια πεζής γραφής, ο μάρτυρας απάντησε ότι, αν είναι τέτοια η περίπτωση, δεν αποκλείεται να ζήτησε από τα παιδιά του να αποστείλουν τα συγκεκριμένα μηνύματα. Επανήλθε η κα. Χατζηγεωργίου δηλώνοντας ότι δεν μπορεί να λογίζεται ως φυσιολογική η αποστολή μηνυμάτων του τύπου «σε πεθύμησα ή θέλω να σε δω» από οποιοδήποτε ενήλικα, περιλαμβανομένου και του ίδιου, σε ανήλικο πρόσωπο, με τον κατηγορούμενο να απαντά ότι αυτά τα μηνύματα έστελνε σε όλους του τους υπαλλήλους, ανεξαιρέτως φύλου, χωρίς να υπάρχει οτιδήποτε πονηρό, για να δει αν είναι καλά και να βεβαιωθεί, (σε κάποιες περιπτώσεις) ότι θα εμφανίζονταν στη δουλειά. Σύμφωνα με τον ίδιο, το μήνυμα «σε πεθύμησα» δεν έστειλε «άνευ λόγου», μην μπορώντας να αποκλείσει ότι ίσως την παραπονούμενη χρειαζόταν ξανά για δουλειά, λέγοντας: «εν το έβλεπα σαν κάτι σοβαρό τζαι εν είχα κάτι στο νου μου». Όπως ο ίδιος το έθεσε:

«Υπάρχουν υπάλληλοι που ακόμη και αν μας κλέψουν και τους έχουμε ανάγκη μπορεί να τους φέρουμε πίσω, τζαι πόσοι υπαλλήλοι μας σταμάτησαν που τη δουλειά μου τζαι είναι αποδεδειγμένο μετά που 6 μήνες ή ένα χρόνο ήρταν ξανά κοντά μου»,

 προσθέτοντας ότι:

 «Δεν είναι της κλάσης μου να στείλω βίντεο, εν έχω σκοπό κάτι για την XXX πονηρό τζαι ο Τ. δούλευκε σιδεράς, τζαι μπορούσε να μην μπορεί να έρτει στην Πάφο τζαι άφηνε την Έ. να έρτει στο πανηγύρι, σημαίνει έσσιει μου εμπιστοσύνη τζαι η ‘Α. είναι μιας ηλικίας με την XXX, άφηνε την η κυρία Λ. να έρκεται, με την ‘Α. ακόμα επηγέναμε τζαι στη Δευτέρα του κατακλυσμού που πάω στην Πάφο, μια εβδομάδα στα ξενοδοχεία, εν είχα σκοπό ούτε έχω σκοπό να πειράξω ένα μωρό έννεν του χαρακτήρα μου».

     Παραδέχθηκε ότι το 1997 κατηγορήθηκε για διαφθορά θηλέως κάτω των 13, εξηγώντας ότι όταν ήταν 22-23 ετών είχε δεσμό με μια κοπέλα, της οποίας η μητέρα τον κατήγγειλε γιατί δεν συμφωνούσε με τη σχέση τους. Παρά τη συμφωνία του με την κατηγορούσα αρχή ότι, την ώρα που παραλαμβάνετε ένα μήνυμα στην συσκευή κινητής τηλεφωνίας, καταγράφεται ο αποστολέας στην οθόνη του κινητού, ως επίσης και η εφαρμογή από την οποία αυτό ενδέχεται στα στάλθηκε, ο κατηγορούμενος ανέφερε ότι:

«Τζείνη την ώρα ήμουν του ύπνου, έχω το κινητό να γεμώνει στο κομοδίνο, άνοιξα τζαι είδα τη φωτογραφία του Β. και έκαμα μια εβδομάδα να καταλάβω ότι το έστειλα της ΧΧΧ, μου το είπαν τα μωρά μου τζαι η κυρία Λ. Αν ήμουν τυχερός θα μπορούσε να καθυστερούσε 5 λεπτά στο «Nero» ο Β. τζαι να μεν ταλαιπωρούμαι δαμέ».

Στη θέση της κατηγορούσας αρχής ότι γνώριζε πολύ καλά σε ποιόν έστελνε το μήνυμα, ο μάρτυρας αρνήθηκε κατηγορηματικά τη θέση αυτή, αποδεχόμενος ότι, την επομένη ημέρα, όταν έστειλε εκ νέου μήνυμα στην παραπονούμενη ρωτώντας την «τί κάνει», είδε, την ύπαρξη του εν λόγω αρχείου εντός της συνομιλίας. Παρά ταύτα, για την αποστολή του προς το συγκεκριμένο πρόσωπο ενημερώθηκε από τα παιδιά του, τα οποία τον κατέκριναν. Αν και επιθυμούσε να απολογηθεί στην παραπονούμενη, αυτό δεν έπραξε επειδή ενημερώθηκε από την οικογένεια της ‘Α. ότι οι γονείς της ανήλικης ήταν υπερβολικά θυμωμένοι μαζί του, φοβούμενος παράλληλα μήπως τυχόν απολογία του ή διάλογος με την ΜΚ6 θεωρηθεί ως παρέμβαση.  

   Αξιολόγηση Μαρτυρίας/ Βάρος Απόδειξης

     Το βάρος απόδειξης της κατηγορίας, φέρει η κατηγορούσα αρχή. Το Δικαστήριο για να καταδικάσει θα πρέπει να είναι σίγουρο για την ενοχή του κατηγορούμενου (βλ. Woolmington v DPP [1935] AC 462 HL, Γενικός Εισαγγελέας ν Ismail, (2016) 2Β Α.Α.Δ 891). Εάν το Δικαστήριο μετά την αξιολόγηση της μαρτυρίας και τα ευρήματα του, παραμένει με έστω, υποβόσκουσα αμφιβολία, η αθώωση αποτελεί μονόδρομο (βλ. Munteanu v Δημοκρατίας (2013) 2 Α.Α.Δ 459). Είναι δέον όπως σημειωθεί ότι ακόμη και η απόρριψη της εκδοχής του κατηγορουμένου δεν μεταβάλλει την ανάγκη απόδειξης των κατηγοριών πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Η απόρριψη της εκδοχής ενός κατηγορούμενου είναι μοιραία για την υπεράσπιση, μόνο αν η υπόθεση της κατηγορούσας αρχής παραμένει ισχυρή στο τέλος ώστε να οδηγήσει με την απαιτούμενη ασφάλεια σε καταδίκη (βλ. βλ. Γ.Ε ν Ευριπίδου (2002) 2 Α.Α.Δ 246, Kefalos v The Queen 19 CLR 121).

Έχω ως γνώμονα μου τη νομολογία που αφορά στο ζήτημα αξιολόγησης της μαρτυρίας, την οποία έχω εξετάσει με ιδιαίτερη προσοχή, ενώ κατά την αξιολόγηση της δεν περιορίστηκα στην ατομική κρίση της αξιοπιστίας έκαστου μάρτυρος, αλλά ως προτάσσει η νομολογία την αντιπαρέβαλα και την εξέτασα στα πλαίσια του συνόλου της (Μουσταφά ν. Κακουρή (2002) 1 Α.Α.Δ 165). Μέσω της αξιολόγησης ενός μάρτυρα, το Δικαστήριο καλείται, εξυφαίνοντας τα λεγόμενα του κάθε μάρτυρα, τις αντιδράσεις και την συμπεριφορά του, να αναδείξει, υπό το πρίσμα της πείρας και της ανθρώπινης φύσης, το αξιόπιστο ή μη της εκδοχής που παρουσιάζει. Η δε εντύπωση,:

«...που αποκομίζει από τους μάρτυρες το πρωτόδικο Δικαστήριο φέρει μαζί της το ευεργέτημα της επισταμένης παρακολούθησης των όσων οι μάρτυρες καταθέτουν, τον τρόπο με τον οποίο καταθέτουν, τη λογική που η μαρτυρία τους εκπέμπει και όλα αυτά σε συνδυασμό με την ανάλογη αντιπαραβολή με τη δικογραφία στις πολιτικές υποθέσεις ή τις καταθέσεις στις ποινικές υποθέσεις και τα εν γένει τεκμήρια. Η ανθρώπινη εμπειρία εν πολλοίς είναι οδηγός ως προς τη λογική των πραγμάτων (Baloise Insurance Co Ltd ν. Κατωμονιάτη κ.α. (2008) 1 Α.Α.Δ. 1275[6].

 

Αξιολόγηση Μαρτύρων Κατηγορίας

Μάρτυρες που σχετίζονται με τη διερεύνηση/λήψη καταθέσεων

Η ΜΚ1 αποτέλεσε το πρόσωπο που χειρίστηκε τον σχετικό εξοπλισμό οπτικογράφησης στο διπλανό από το χώρο κατάθεσης της ανήλικης, δωμάτιο. Τα όσα έπραξε ως μέρος των ενεργειών της στα πλαίσια διερεύνησης της παρούσας ουδόλως τέθηκαν εν αμφιβόλω. Η μάρτυρας εξήγησε τη διαδικασία που ακολουθείται προ της λήψης μιας κατάθεσης στο «Σπίτι του Παιδιού» καθώς και της διαδικασίας και Πρωτοκόλλων που ακολουθούνται προ και μετά το πέρας της οπτικογράφησης μίας κατάθεσης. Η μαρτυρία της γίνεται αποδεκτή στο σύνολο της ως πλήρως ανταποκρινόμενη στην αλήθεια.

 Αντίστοιχα, η ΜΚ3 αποτέλεσε το πρόσωπο που έλαβε την οπτικογραφημένη κατάθεση της ανήλικης. Η μαρτυρία της ως προς την εκπαίδευση που έλαβε, τον τρόπο χειρισμού των μηχανημάτων και διεξαγωγής της συνέντευξης συμπλέει με αυτή της ΜΚ1, οι δε ενέργειες της στα πλαίσια των καθηκόντων της, δεν έτυχαν αμφισβήτησης. Η μαρτυρία της κρίνεται αξιόπιστη χωρίς ενδοιασμό.  

      Το Δικαστήριο αξιολογώντας την μαρτυρία της ΜΚ5 αποδέχεται το μέρος που αφορά στις πράξεις και ενέργειες στις οποίες προέβη ως ανακρίτρια της υπόθεσης, μεταξύ των οποίων η παράδοση και επεξήγηση των δικαιωμάτων του κατηγορούμενου, η λήψη ανακριτικής κατάθεσης από μέρους του, οι οδηγίες για λήψη ανακρίσεων από τον ΜΚ2 και την παραπονούμενη, η εξασφάλιση και εκτέλεση εντάλματος έρευνας στην οικία του κατηγορούμενου, η εξασφάλιση Διατάγματος για άρση τηλεπικοινωνιακών δεδομένων, η δικανική εξέταση της κινητής συσκευής και λογαριασμών που διατηρούσε ο κατηγορούμενος σε διάφορες εφαρμογές και η λήψη συγκατάθεσης και συναίνεσης από μέρους του για εξέταση και επιθεώρηση του περιεχομένου του τηλεφώνου του. Οι αναφορές δε της μάρτυρος ότι, ουδέποτε επιθεώρησε ή επενέβη στο περιεχόμενο του Τεκμηρίου 10, προ της εξασφάλισης του σχετικού Δικαστικού Διατάγματος γίνονται επίσης αποδεκτές ως ανταποκρινόμενες στην αλήθεια, επιβεβαιώνονται δε μέσω της μαρτυρίας της παραπονούμενης η οποία ανέφερε στο Δικαστήριο ότι, η ανακριτής δεν της επέτρεψε όπως της υποδείξει (της ΜΚ5) τα μηνύματα ή να δει το βίντεο, λέγοντας της ότι είναι δέον όπως το περιεχόμενο αντιγραφεί και αποθηκευτεί μέχρι τη λήψη των κατάλληλων δικονομικών διαβημάτων. Η μάρτυρας ήταν τόσο ειλικρινής στις τοποθετήσεις της, που δεν απέκλεισε τη θέση της υπεράσπισης ότι ενδέχεται η αποστολή του μηνύματος να έγινε εκ παραδρομής. Αυτό όμως δεν παύει από το να αποτελεί ζήτημα το οποίο ανάγεται αποκλειστικά εντός των αρμοδιοτήτων του Δικαστηρίου προς απόφαση.

Μαρτυρία Εμπειρογνωμοσύνης/ ΜΚ4

Η εμπειρογνωμοσύνη του ΜΚ4 αποτέλεσε παραδεκτό γεγονός. Υπενθυμίζεται η ευθυγραμμισμένη νομολογιακή προσέγγιση ότι, η αξιολόγηση της μαρτυρίας εμπειρογνώμονα, γίνεται δυνάμει των ίδιων αρχών βάση των οποίων κρίνονται οι μαρτυρίες κοινών μαρτύρων (βλ. Κώστας Ψάλτης ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 113).  Αποστολή των εμπειρογνωμόνων είναι να εφοδιάζουν το Δικαστήριο με τα αναγκαία επιστημονικά κριτήρια, ώστε να μπορεί να ελέγξει την ακρίβεια των συμπερασμάτων τους, προκειμένου να σχηματίζει τη δική του ανεξάρτητη κρίση, εφαρμόζοντας τα κριτήρια πάνω στα γεγονότα που αποδεικνύονται με μαρτυρία.[7] Ο μάρτυρας εξήγησε στο Δικαστήριο τη δικανική έρευνα που κλήθηκε όπως διενεργήσει στα αντικείμενα που παραλήφθηκαν ως τεκμήρια (κινητό και υπολογιστής), χρησιμοποιώντας τα ηλεκτρονικά εργαλεία που είχε στη διάθεση του, κατόπιν εκτέλεσης σχετικού εντάλματος έρευνας στην οικία του κατηγορούμενου. Το Δικαστήριο έχοντας υπόψιν τη μαρτυρία και ενέργειες στις οποίες προέβη, αποδέχεται τη μαρτυρία του, και συγκεκριμένα ότι ο μάρτυρας προέβη σε όλες τις απαραίτητες εξετάσεις επί των εν λόγω συσκευών, λογαριασμών και αρχείων, μη εντοπίζοντας οτιδήποτε που να σχετίζεται με σεξουαλική κακοποίηση ανηλίκου, ενέργειες οι οποίες ταυτίζονταν με τις οδηγίες που του δόθηκαν μέσω του Τεκμηρίου 17. Αποδέχομαι περαιτέρω ότι ο ΜΚ4 δεν εξέτασε τη κινητή συσκευή τηλεφωνίας της παραπονούμενης, μήτε και του ζητήθηκε να ελέγξει τον τρόπο ή την μορφή με την οποία παραλαμβάνονταν οι σχετικές ειδοποιήσεις διαδικτυακών ή άλλου τύπου μηνυμάτων επί του κινητού του κατηγορούμενου, μη μπορώντας συνεπώς να τοποθετηθεί ως προς τη μορφή που λάμβανε η σχετική ειδοποίηση επί της οθόνης του κινητού του κατηγορούμενου.

 

Βάσσος Παναγιώτου

    Η μαρτυρία του ΜΚ2 γίνεται αποδεκτή στην ολότητα της ως αξιόπιστη και ειλικρινής, εξηγώντας με σαφήνεια το πώς έλαβαν χώρα τα γεγονότα εκείνη την ημέρα, μέχρι του σημείου που ο ίδιος τουλάχιστον, είχε γνώση. Σημειώνεται ότι δεν τυγχάνει αμφισβήτησης ότι, η συνάντηση των παραγόντων της δίκης σε καφετέρια της Λευκωσίας ήταν τυχαία, ότι ο μάρτυρας συνομίλησε με τις ανήλικες επιδεικνύοντας ενδιαφέρον για τον πρώην συνέταιρο του, και ότι αποφάσισε να αποστείλει από το λογαριασμό της ανήλικης φωτογραφία του ιδίου ως πείραγμα, φεύγοντας μετά, από το χώρο. Η γνώμη που εξέφρασε ο μάρτυρας ότι το μήνυμα «πρέπει να απευθυνόταν στον ίδιο και όχι στο μωρό» αφορά σε μαρτυρία γνώμης και συνεπώς δεν μπορεί παρά να μην φέρει καμία αποδεικτική βαρύτητα. Παρά ταύτα, η θέση του ότι, -εξ’ όσων γνωρίζει ένεκα της προηγούμενης συνεργασίας του με τον κατηγορούμενο-, ποτέ δεν υπήρχε οποιοδήποτε προηγούμενο ατόπημα από πλευράς κατηγορούμενου προς την ανήλικη, γίνεται αποδεκτή, με τη λοιπή μαρτυρία επί του προκείμενου να συμπλέει. Αντίστοιχα, το Δικαστήριο αποδέχεται ως αληθή την τοποθέτηση του ότι έλαβε τηλεφώνημα από τον κατηγορούμενο λίγο καιρό μετά την αποστολή του βίντεο, ο οποίος του ανέφερε τα γεγονότα.

 Παραπονούμενη (ΜΚ6)

Το Δικαστήριο, παρακολούθησε με επαυξημένη προσοχή την παραπονούμενη κατά την ένορκη μαρτυρία της, την οποία αξιολογεί στο σύνολο της και όχι αποσπασματικά. Δεν διέλαθε της προσοχής του Δικαστηρίου η ηλικία της ήτοι, ότι αυτή ήταν 15 ετών όταν έδιδε την οπτικογραφημένη της κατάθεση και 21 ετών όταν κατέθεσε στο Δικαστήριο, ως επίσης η καταγωγή της, η προσωπικότητα και το οικογενειακό της υπόβαθρο, καθώς και άλλα παρεμφερή στοιχεία που αφορούν στον χαρακτήρα της, ως αυτά αναδείχθηκαν από την ενώπιον του Δικαστηρίου, μαρτυρία. Το Δικαστήριο έχει λάβει υπόψιν του όλους τους πιο πάνω παράγοντες, συμφώνως της νομολογίας[8]. Η εισήγηση της υπεράσπισης ότι η ΜΚ6 κατήγγειλε τον κατηγορούμενο εκδικητικά, αισθανόμενη προσβεβλημένη από τα όσα της καταλόγισε η μητέρα της ‘Α., δεν βρίσκει έρεισμα και απορρίπτεται. Η μάρτυρας με περίσσιο θάρρος εξήγησε ότι τα λόγια της μητέρας της καλύτερης της φίλης την πλήγωσαν, γεννώντας μέσα της αμφιβολίες κατά πόσον (και) οι γονείς της θα αντιδρούσαν με τον ίδιο τρόπο, γεγονός που ενήργησε ανασταλτικά στην υποβολή της καταγγελίας. Αποδέχομαι ως ανταποκρινόμενη στην αλήθεια τη θέση της ότι, αφορμή για την καταγγελία ήταν η αναστάτωση που της προκάλεσε η τυχαία συνάντηση της με τον κατηγορούμενο στο σχολικό της χώρο, με τους καθηγητές να την περιμαζεύουν, ενεργοποιώντας κατ΄ακολουθία τους σχετικούς μηχανισμούς καταγγελίας.

Ο χειμαρρώδης τρόπος που κατέθετε, εξιστορώντας το πώς αισθάνθηκε στη λήψη του βίντεο, δεν αφήνει καμία αμφιβολία στο μυαλό του Δικαστηρίου ως προς τις αρνητικές επιπτώσεις κα αντίκτυπο που είχε στο ψυχισμό της η παραλαβή και θέαση του, προκαλώντας της μεταξύ άλλων αισθήματα φόβου, ντροπής και ανησυχίας, συναισθήματα τα οποία την ακολουθούν μέχρι και σήμερα όταν καλείται να συναναστραφεί κοινωνικά, με ενήλικες άνδρες. Η εντύπωση που αποκόμισε το Δικαστήριο από την όλη μαρτυρία της ήταν ότι, η παραπονούμενη κατά πάντα ουσιώδη χρόνο, ήταν ένα απονήρευτο και προστατευμένο από αυτού του είδους την έκθεση, παιδί, (όπως οφείλουν να είναι όλα τα παιδιά- εξ΄ου και ο ορισμός της λέξεως)[9], το οποίο επηρεάστηκε αρνητικά από την απρόκλητη και απότομη έκθεση του σε υλικό πορνογραφικού περιεχομένου. Το Δικαστήριο δεν εντόπισε καμία διάθεση της μάρτυρος όπως μεγεθύνει τα γεγονότα με σκοπό να γίνει πιστευτή. Παρά το σκληρό της αντεξέτασης της δεν υπέπεσε σε καμία σημαντική ή ουσιαστική αντίφαση, ενώ κάθε της απάντηση όχι μόνο δεν αποκάλυπτε οποιαδήποτε μεταβολή στις θέσεις της (ως προσπαθούσε η υπεράσπιση), αναφορικά με το ιστορικό, ή πλαίσιο των γεγονότων, αλλά αντίθετα, κάθε ευκαιρίας δοθείσης, έριχνε δια των απαντήσεων της, περισσότερο φως στα δεδομένα της παρούσας. Το συγκροτημένο της σκέψης της, η αυθεντικότητα και γνησιότητα της μαρτυρίας της, ιδώμενα πάντοτε, μέσα στο πλαίσιο του συνόλου της μαρτυρίας που δόθηκε από αμφότερες πλευρές, δεν αφήνουν οποιαδήποτε αμφιβολία για το αξιόπιστο των αναφορών της.

Αξιολόγηση Κατηγορούμενου

     Το Δικαστήριο παρακολούθησε επισταμένα όταν έδιδε την μαρτυρία του. Σε αντίθεση με την θετική εντύπωση που άφησαν οι μάρτυρες της κατηγορούσας αρχής, ο κατηγορούμενος άφησε πολύ πτωχή εντύπωση στο Δικαστήριο. Η μαρτυρία του ήταν διάτρητη από αντιφάσεις, σε βαθμό που η όποια αξιοπιστία του, εξανεμίστηκε. Πολλές, εάν όχι όλες οι θέσεις του, εναλλάσσονταν συνεχώς, ενώ πλείστες εξ’ αυτών δεν είχαν καμία λογική συνοχή. Ο μάρτυρας παρουσίασε συγκεκριμένες εκδοχές κατά την ανακριτική του κατάθεση, πλείστες εκ των οποίων αναίρεσε, χωρίς καμία ιδιαίτερη σκέψη κατά τη ζώσα μαρτυρία του, αφήνοντας το Δικαστήριο ιδιαίτερα προβληματισμένο ως προς το κατά πόσον η όλη εκδοχή που παρουσίασε περί λάθους, ήταν επίπλαστη.

Στην ανακριτική του κατάθεση, ήτοι όταν τα γεγονότα ήταν αναμφίβολα καλύτερα αποτυπωμένα στη μνήμη του, ανέφερε ότι την παραπονούμενη γνώρισε μέσω της ‘Α. η οποία ήταν υπάλληλος του και ότι η πρώτη, εργάστηκε κοντά του το καλοκαίρι του 2019, σε τρία πανηγύρια, ήτοι τρείς φορές, επειδή χρειαζόταν επιπλέον προσωπικό.

Πέντε χρόνια αργότερα και μόνο κατά το στάδιο της αντεξέτασης θυμήθηκε ότι, η παραπονούμενη εργάστηκε κοντά του για τρείς μήνες, σε οκτώ πανηγύρια την οποία μάλιστα, γνώριζε από προηγουμένως, αφού διατηρούσε δεσμό με τον γιο του. Τίποτα όμως από τα πιο πάνω δεν ανέφερε στην αστυνομία όταν του ζητήθηκε να εξιστορήσει τον τρόπο γνωριμίας του με την ανήλικη και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες εργάζονταν μαζί.

Προσπάθησε περαιτέρω να πείσει το Δικαστήριο ότι το μήνυμα που της έστειλε λίγες ημέρες πριν την αποστολή του επίμαχου βίντεο (19.11.19), λέγοντας της «Σε πεθύμησα θέλω να σε δω», σκοπό είχε την εκ νέου εργοδότηση της, θέση η οποία έρχεται σε πλήρη σύγκρουση με την απάντηση που έδωσε, λίγες ερωτήσεις προηγουμένως ότι, «ίσως να είναι για αυτό το λόγο, αν και δεν νομίζω, γιατί μετά που τούτου εν της έστειλα άλλο μήνυμα».

Οι πιο πάνω θέσεις του, -οι οποίες βέβαια ακυρώνουν η μια την άλλη-, συγκρούονται περαιτέρω με τις επίσης αντικρουόμενες θέσεις που προώθησε ότι, (α) την παραπονούμενη σταμάτησε να εργοδοτεί επειδή έκανε ένα «μεγάλο λάθος που του κόστισε χρήματα» (ζώσα μαρτυρία), και (β) ότι ο λόγος που σταμάτησε ήταν επειδή υπήρχε επάρκεια προσωπικού (ανακριτική κατάθεση).

Ο κατηγορούμενος κληθείς από την αστυνομία να περιγράψει τη σχέση του με τον ΜΚ2, επέλεξε να μην αναφέρει το κατά τα άλλα βαρυσήμαντο κατά την υπεράσπιση δεδομένο ότι, οι δύο άνδρες αντάλλαζαν κατά καιρούς τέτοιου είδους μηνύματα μεταξύ τους. Υπό αυτό το πρίσμα, και αφού ο κατηγορούμενος δεν αποκάλυψε αυτή την πληροφορία κατά πάντα ουσιώδη χρόνο στην ανακριτή της υπόθεσης, τα παράπονα του κ. Καζαντζή περί πλημμελούς διερεύνησης επί του προκείμενου δεν μπορούν να επιτύχουν. Δεν μπορεί δε, παρά να προκαλεί εντύπωση το γεγονός ότι αμφότεροι άνδρες, επέλεξαν όπως έκαστος κάνει αναφορά στην ανταλλαγή μηνυμάτων σεξουαλικού περιεχομένου μόνο κατά το στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας, με τον ΜΚ2 να μην αποκαλύπτει το είδος της σχέσης που υπήρχε μεταξύ των κατά το ανακριτικό στάδιο.

Ας λεχθεί υπό τύπου σχολίου ότι ο κατηγορούμενος θα μπορούσε, αφού επέμενε ότι τέτοιου είδους μηνύματα αντάλλαζε με τον ΜΚ2, να υποδείξει αυτά στον ΜΚ2 προς επίρρωση των θέσεων του κατά την επί ακροατηρίω διαδικασία, ή έστω, παρουσιάσει αυτά ο ίδιος προς απόδειξη του λόγου του αληθές. Παρά την ευκαιρία που είχε ως προς τα ανωτέρω, ο κατηγορούμενος, για λόγους που αφορούν τον ίδιο, αποφάσισε να μην ακολουθήσει την εν λόγω οδό. 

Η υπεράσπιση του τελευταίου εδράζεται επί των ακόλουθων, αλληλένδετων μεταξύ των, ισχυρισμών και συγκεκριμένα: (α) «ότι δεν ξέρει να διαβάζει», (β) «εξ’ ου και βλέποντας τη φωτογραφία του Βάσσου, νόμιζε ότι αυτός του έστειλε μήνυμα, και (γ) «τις διαδικτυακές εφαρμογές «Facebook» και «Messenger» δεν ξέρει να χειρίζεται και πολύ». Εκάστη δε εκ των προβαλλόμενων θέσεων του, ανέτρεψε κατά την αντεξέταση του, χωρίς κανένα δισταγμό, φανερώνοντας την πλήρη αλήθεια τόσο ως προς τις γνώσεις αλλά και δυνατότητες του. Τα κάτωθι αποσπάσματα από την αντεξέταση του κατηγορούμενου κρίνονται σημαντικά:

 

«E.        Μέσω εφαρμογών μιλούσατε;

  A.         Όι, μόνο ένα μήνυμα.

  E.        Άρα εν εμιλήσατε ξανά μετά που σταμάτησε να δουλεύκει για εσάς είτε μέσω εφαρμογής είτε μέσω γραπτού μηνύματος μέχρι τις 17.11;

 A.          Όι μιλούσαμε.

 E.          Πώς;

 A.          Ήταν με την Ά. ούλλη την ώρα, ήταν υπάλληλός μου, επήενα να πιάσω την Ά. που σπίτι τζιαι μπορεί να ήταν τζιαι η ΧΧΧ ή να ήταν σπίτι της ΧΧΧ η Ά.

 E.          Αν μιλούσατε μέσω μηνυμάτων ή άλλων εφαρμογών;

 A.          Μπορεί να της έστειλα.

 E.          Έστειλες τις στις 17.11;

 A.          Μπορεί».

………….

«E.        Το messenger ξέρεις να το χειρίζεσαι;

  A.        Όι πολλά.

  E.        Πώς εντοπίζεις άτομα που θέλεις να στείλεις μήνυμα;

  A.        Ξέρω να στέλνω της κόρης μου ή της αρφής μου τζιαι της κόρης μου βλέπω τη φωτογραφία της τζιαι στέλνω της.

  E.        Άρα αφού εν εμιλήσετε με την ΧΧΧ πριν τις 17.11 ήξερες να μπεις στον λογαριασμό της τζιαι να της στείλεις το πρώτο μήνυμα το «τι κάνεις»;

  A.        Ναι, ήξερα, βέβαια ήξερα.

  E.        Τι παραπάνω χειρισμό πρέπει να ξέρεις για το facebook τζιαι το messenger;

  A.        Εγώ εν ξέρω να χειρίζουμαι ή να θκιαβάζω τα μηνύματα ή οτιδήποτε, είπα το τζιαι λαλώ το ξανά ότι έστειλε μου ο Β. που το τηλέφωνο της ΧΧΧ ήδη ήταν 10 ή 11 εν θυμούμαι τζοιμούμουν τζιαι άκουσα το τηλέφωνό μου που εκτύπησε το καμπανελί τζιαι αμέσως έστειλα το μήνυμα του Β.

  E.        Άλλη ήταν η ερώτησή μου. 

  A.        Είπα ότι έστελνα της Ά. τζιαι της κάθε μιας κοπέλας ή άντρα τους έστελνα «τι κάμνετε».

  E.        Άρα ξέρεις να χειρίζεσαι το facebook τζιαι το messenger;

  A.         Όι πολλά, λίο.

  E.        Ξέρεις να στέλνεις βίντεο να βρίσκεις τα άτομα που θέλεις να συνομιλήσεις μαζί τους ακόμα τζιαι τζιείνους που εν έσσιεις να βρίσκεις το προφίλ τους τζιαι να πατάς αποστολή μηνύματος; (Η κυρία Χατζηγεωργίου κάνει κίνηση με το δάκτυλο της δεξιά και αριστερά)

  A.        Άλλο το ένα, άλλο το άλλο. Καμιά πρόθεση εν είχα να πιάσει τούντο μήνυμα η ΧΧΧ.

  E.        Γιατί πάλε στην κατάθεσή σου λες ότι δεν χειρίζεσαι και ότι διαβάζουν σου τα μηνύματα τα παιδιά σου ειδικά στα αγγλικά; 

  A.        Εγώ ξέρω να θκιαβάζω μόνο κεφάλαια τα άλλα εν μπορώ». 

………

«E.        Διαβάζεις μόνο κεφαλαία;

  A.        Ναι.

  E.        Αν σου δείξει κάποιος πεζά;

  A.        Θα κάμω ώρα να θκιαβάσω.

  E.        Γράφεις τζιαι μικρά;

  A.        Ορθογραφικά αν θέλει 'η' θα βάλω 'ι'.

  E.        Ανορθόγραφα αλλά γράφεις τζιαι μικρά τζιαι διαβάζεις τζιαι μικρά;

 A.          Ναι αλλά με δυσκολία. 

 E.          Ναι ή όχι;

 A.          Με δυσκολία.

 E.          Η ΧΧΧ απαντούσε με κεφαλαία ελληνικά;

A.           Εν θυμούμαι.

E.           Λέω σου ότι εν απαντούσε με κεφαλαία ελληνικά. Πώς τα διάβαζες;

A.           Έστελνα της αρφής μου, της Ε. ή των μωρών μου τζιαι τα διάβαζαν. Αν έλεγχε καλά η Αστυνομία θα έβλεπε ότι έστελνα κάποιου φίλου μου.

E.           Δηλαδή η φορά που έστειλες της ΧΧΧ μίλησες είτε με τους φίλους σου είτε με τα παιδιά σου απάντησε μου έτσι, τζιαι είπα της «επεθύμησα σε». Είπες της σε ένα μήνυμα «επεθύμησα σε θέλω να σε δω»;

A.           Εν θυμούμαι αν της είπα μπορεί να έβαλα το γιο μου να της έγραψε γιατί γράφει μου μηνύματα τζιαι φωνάζω του που την κάμαρη».

….

 «E.       Συμφωνείς μαζί μου ότι την ώρα που πιάνεις ένα μήνυμα στο κινητό σου δείχνει από ποιον είναι το μήνυμα αν είναι που το «Viber», «Messenger», «Facebook» ή μήνυμα κανονικό;

   A.       Συμφωνώ ναι, τζιείνη την ώρα ήμουν του ύπνου, έχω το κινητό να γεμώνει στο κομοδίνο, άνοιξα τζιαι είδα τη φωτογραφία του Β. τζιαι έκαμα μια εβδομάδα να καταλάβω ότι το έστειλα της ΧΧΧ μου το είπαν τα μωρά μου τζιαι η κυρία Λ. Αν ήμουν τυχερός θα μπορούσε να καθυστερούσε 5 λεπτά στο Nero ο Β. τζιαι να μην ταλαιπωρούμαι δαμέ.

  E.        Στην κατάθεσή σου λες ότι είναι 2 -3 μέρες που το έστειλες;

  A.        3 μέρες, μια εβδομάδα.

  E.        Εν έσσιει διάφορα;

  A.         Όι.

  E.        Την επόμενη μέρα της έστειλες ξανά άρα την εντόπισες ξανά;

  A.        Την επόμενη εβδομάδα.

  E.        Την επόμενη μέρα. Άρα μπήκες, εντόπισες την ΧΧΧ άνοιξες τη συνομιλία τζιαι είδες το βίντεο, ούτε 2-3 μέρες ούτε 1 εβδομάδα που μας λαλείς σήμερα, την επόμενη μέρα μπήκες στη συνομιλία, μπήκες στο βίντεο τζιαι της έστειλες «τι κάνεις»;

  A.        Εν ξέρω αν ήταν την επόμενη μέρα εγώ το έμαθα που τα παιθκιά μου τον Γ. τζιαι το Ν. εφωνάζαν μου τζιαι έπιασα τον Β. τζιαι είπα του «μα τι έκαμες» τζιαι γελούσε.

Δικαστήριο: Να κάνουμε 5 λεπτά διάλειμμα.

ΔΙΑΛΕΙΜΜΑ (12:00)

Μετά το διάλειμμα:

Εμφανίσεις όπως και προηγουμένως

[Υπενθυμίζεται ο μάρτυρας ότι συνεχίζει να βρίσκεται επί του όρκου του]

Ώρα: 12:10

H κα Χατζηγεωργίου συνεχίζει:

E.           Θυμάσαι ότι την επόμενη του βίντεο έστειλες της ξανά «τι κάνεις»;

A.           Εν θυμούμαι αν ήταν την επόμενη μέρα, εγώ τούτο το έμαθα που τα μωρά μου. Όταν έφυε η ΧΧΧ που τη δουλειά μου μιλούσαμε, εν μετά που το βίντεο που σταματήσαμε.

Δικαστήριο (προς τον μάρτυρα): Η θέση της κυρίας Χατζηγεωργίου πριν διακόψουμε ήταν ότι όταν ανοίξετε τα μηνύματα την επόμενη μέρα για να στείλετε το «τι κάνεις», είδατε ότι στείλατε αυτό το βίντεο.

Μάρτυρας: Είδα το.

H κα Χατζηγεωργίου συνεχίζει:

E.           Άρα εν που την επόμενη μέρα που έστειλες τούντο βίντεο τζιαι όι γιατί σου το είπαν τα παιδιά σου επειδή της έστειλε;

A.           Εν θυμούμαι γιατί μπορεί να της έστελνε ο γιος μου ή εγώ.

E.           Άρα τωρά λαλείς μας ότι μπορεί να εν ο γιος σου που έστειλε της ΧΧΧ το βίντεο τζιαι είπε σου το 2 - 3 μέρες, που το λες στην ανακριτική σου;»

 

Δια των πιο πάνω αναφορών του, ο κατηγορούμενος παραδέχθηκε κοντολογίς ότι:

(α) Μπορούσε να χειριστεί τις διαδικτυακές εφαρμογές (έστω) για σκοπούς συνομιλίας,

(β) Ότι ήταν σε θέση να αποστείλει μήνυμα/τα μέσω αυτών,

(γ) Ότι γνώριζε πώς να εντοπίσει το πρόσωπο στο οποίο επιθυμούσε να αποστείλει μήνυμα μέσω των προαναφερθέντων διαδικτυακών εφαρμογών,

(δ) Ότι ήξερε και/ή ήταν σε θέση να γνωρίζει το πρόσωπο και/ή λογαριασμό με τον οποίο αντάλλαζε μηνύματα, βλέποντας τη φωτογραφία που τον πλαισίωνε. Ως ανέφερε, τον επιθυμητό για σκοπούς συνομιλίας λογαριασμό εντόπιζε, ένεκα τούτου.  

(ε)   Ότι γνωρίζει να διαβάζει κεφαλαία αλλά και πεζά (παρά την ώρα που θα του πάρει για να τα διαβάσει)

(στ) Ότι μπορεί να γράψει χρησιμοποιώντας πεζή γραμματοσειρά, αλλά ανορθόγραφα.

(ζ) Ότι ακόμη και όταν το κινητό του ήταν κλειδωμένο, υπήρχε σήμανση επί της οθόνης ως προς το ποιος, ήταν ο αποστολέας του μηνύματος και από πού αυτό προερχόταν. 

 

Οι πιο πάνω αναφορές του κατηγορούμενου, δεν μπορούν παρά να θέτουν εκτός υποβάθρου τους όποιους φερόμενους ισχυρισμούς περί ανικανότητας ή μη αντίληψης των πραγμάτων. Ο μεταξύ άλλων ισχυρισμός του, ότι το βίντεο ενδέχεται να απέστειλε ο γιος του, δεν αποτελεί τίποτα άλλο παρά μια απέλπιδα προσπάθεια, για απεμπλοκή του από τα όσα ο ίδιος παραδέχθηκε εξ’ αρχής, ότι διέπραξε. Ακόμη και η θέση του ότι μία φορά μόνο έστειλε μήνυμα στην ανήλικη μετά το πέρας της συνεργασίας τους ήτοι την 17.11.19 είναι αναληθής, αφού αντικρούεται από την πραγματική ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία, αλλά και τις ίδιες τις παραδοχές του, ως αυτές φανερώθηκαν στην πορεία της μαρτυρίας του. Τελικώς, μηνύματα στην παραπονούμενη έστειλε τόσο προ της αποστολής του αρχείου, όσο και μετά την αποστολή του.  

Ενώ επέμενε ότι για την αποστολή του βίντεο ενημερώθηκε από τα παιδιά του τρείς ημέρες αργότερα, παραδέχθηκε κατά την αντεξέταση του ότι αυτό πράγματι εντόπισε, εντός της συνομιλίας του με την παραπονούμενη, την επόμενη ημέρα, όταν της έστειλε εκ νέου μήνυμα. Ανέφερε ο μάρτυρας ότι επιθυμία του ήταν όπως άμεσα απολογηθεί στην ανήλικη για το λάθος του, κάτι το οποίο δεν έπραξε αφού φοβήθηκε μήπως «έχει μπλεξίματα». Ο δήθεν φόβος όμως που τον διακατείχε, δεν στάθηκε τροχοπέδη στην αποστολή όχι ενός, αλλά δύο περαιτέρω μηνυμάτων μέσω «Messenger» στην παραπονούμενη ρωτώντας την (εκ νέου) «τί κάνει» (23.11.19 και 26.11.19), στη διενέργεια μίας τηλεφωνικής κλήσης και στην αποστολή του εικονιδίου, χωρίς οποιαδήποτε προς τούτο, επεξήγηση, τις αμέσως επόμενες μετά την αποστολή του βίντεο, ημέρες. Παρά τα πιο πάνω ο κατηγορούμενος επιθυμεί να γίνει πιστευτός ο ισχυρισμός του ότι πρόθεση του ήταν όπως άμεσα απολογηθεί ή ότι, δεν γνωρίζει να χειρίζεται έστω και ακροθιγώς, τα τεχνολογικά μέσα και εφαρμογές που επέλεξε να χειρίζεται ως χρήστης λογαριασμού. Ο κατηγορούμενος το βράδυ της 22.11.19 είχε πλησίον του κρεβατιού του το κινητό του τηλέφωνο το οποίο φορτίζετο. Αφού έλαβε μήνυμα από το λογαριασμό της παραπονούμενης, επέλεξε να απαντήσει δια της αποστολής βίντεο που περιείχε πορνογραφικό περιεχόμενο, βασιζόμενος αποκλειστικά και μόνο στην απεικονιζόμενη ενώπιον του φωτογραφία του ΜΚ2. Δυνάμει όλων των πιο πάνω το Δικαστήριο καταλήγει ότι η αξιοπιστία του μάρτυρα κλονίστηκε ανεπανόρθωτα, οδηγώντας τη μαρτυρία του σε απόρριψη.  

Νομική Πτυχή

Ι. Επιμέρους Θέματα ως Αυτά Εγέρθηκαν από την Υπεράσπιση

  Πριν προχωρήσω στην παράθεση της νομικής πτυχής και των συστατικών στοιχείων της κατηγορίας, κρίνω σκόπιμο να ασχοληθώ κατά προτεραιότητα με τις επιμέρους νομικές θέσεις και εισηγήσεις που ήγειρε η υπεράσπιση στο στάδιο των τελικών αγορεύσεων. Αυτές είναι, (α) κατά πόσον παραβιάστηκαν τα Συνταγματικά δικαιώματα του κατηγορούμενου κατά τη δημιουργία του Τεκμηρίου 10, (β) κατά πόσον εξασφαλίστηκε η συγκατάθεση του προ της λήψης αντιγράφου της επικοινωνίας του στην πλατφόρμα «Facebook» (Τεκμήριο 14), (γ) η νομιμότητα του Διατάγματος Πρόσβασης σε Ιδιωτική Επικοινωνία και η αποδεκτότητα της μαρτυρίας που προέκυψε ως ακόλουθο της (Τεκμήριο 15) (δ) η Ομολογία του κατηγορούμενου και (ε) η ακυρότητα της δίκης ένεκα της μη, -κατ’ ισχυρισμόν-, επεξήγησης, των δικαιωμάτων του κατηγορούμενου.

1. Παραβίαση Συνταγματικών Δικαιωμάτων- Δίκαιη Δίκη -Τεκμήριο 10

    Η επιχειρηματολογία της υπεράσπισης περί το ότι το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 10 αποτελεί παρανόμως ληφθείσα μαρτυρία, η οποία αντιβαίνει τα Συνταγματικώς κατοχυρωμένα δικαιώματα του κατηγορούμενου (άρθρα 15 και 17 του Συντάγματος) περιστράφηκε γύρω από την εισήγηση ότι, κατά το χρόνο παράδοσης των μεταξύ των μερών ανταλλαχθέντων μηνυμάτων από την παραπονούμενη προς την αστυνομία, έπρεπε να εξασφαλιστεί η συναίνεση του κατηγορούμενου, κάτι το οποίος σαφώς δεν επεσυνέβη στην υπό κρίση περίπτωση και επομένως η κατάθεση του εν λόγω τεκμηρίου δεν έπρεπε να γίνει αποδεκτή από το Δικαστήριο. Έχοντας βεβαίως υπόψιν μου τη σχετική Νομολογία[10] στην οποία παρέπεμψε ο κ. Καζαντζής επί του προκείμενου και εφαρμόζοντας αυτήν στα δεδομένα της παρούσας, καταλήγω ότι η εισήγηση της υπεράσπισης δεν βρίσκει έρεισμα και απορρίπτεται. Τα εν λόγω αρχεία παράδωσε η παραπονούμενη στις ανακριτικές αρχές στα πλαίσια υποβολής του προφορικού της παραπόνου, στην προσπάθεια τεκμηρίωσης των ισχυρισμών της, με την ΜΚ5 να παραλαμβάνει και να δημιουργεί αντίγραφο αυτών, με μοναδικό σκοπό τη διαφύλαξη εν δυνάμει μαρτυρικού υλικού, ως μέρος των αστυνομικών της καθηκόντων. Με δεδομένη την κριθείσα ως αξιόπιστη, θέση της ΜΚ5 ότι ουδέποτε επιθεώρησε, αλλοίωσε, επενέβη ή διείσδυσε στο περιεχόμενο της εν λόγω συνομιλίας προ, της εξασφάλισης σχετικού Διατάγματος Δικαστηρίου (Τεκμήριο 15), θέση η οποία τυγχάνει επίρρωσης μέσω της μαρτυρίας της ΜΚ6, καμία παραβίαση δεν μπορεί να διαπιστωθεί ότι έλαβε χώρα, συμφώνως της θέσης της υπεράσπισης.

Έχοντας δε υπόψιν τον ορισμό της ιδιωτικής επικοινωνίας, ως αυτή ορίζεται στο ερμηνευτικό άρθρο 2 του Ν. 92(Ι)/96[11], είναι ξεκάθαρο ότι, τόσο η σχετική νομολογία όσο και οι σχετικές πρόνοιες του Συντάγματος και της ΕΣΔΑ αφορούν απαγορεύσεις επέμβασης στο δικαίωμα ενός προσώπου για ιδιωτική ζωή και του απορρήτου της αλληλογραφίας από τρίτα πρόσωπα, άσχετα με την εν λόγω επικοινωνία. Στην προκείμενη, το Δικαστήριο δεν έχει ενώπιον του ως κατηγορούμενο πρόσωπο ούτε την παραπονούμενη (ως το πρόσωπο το οποίο θα μπορούσε να επιχειρηματολογήσει κανείς ότι υπέκλεψε τη συνομιλία), ούτε την ανακρίτρια ως το πρόσωπο που επιχείρησε να παρουσιάσει την εν λόγω μαρτυρία. Είναι φανερό ότι, ο Νομοθέτης εν τη σοφία του, προνόησε όπως εξαιρούνται του ποινικά κολάσιμου, πράξεις που συνδέονται με την υποκλοπή επικοινωνιών, ή απόκτησης πρόσβασης σε αυτές σε συγκεκριμένες περιπτώσεις. Αυτό, για να προστατεύσει ή να εξαιρέσει πρόσωπα από ενδεχόμενη ποινική ευθύνη τα οποία, είτε στα πλαίσια των καθηκόντων τους (όπως στην προκείμενη η ανακρίτρια) έλαβαν την εν λόγω πληροφορία και καλούνται από την κατηγορούσα αρχή όπως την παρουσιάσουν ενώπιον Δικαστηρίου. Ως εκ των πιο πάνω κρίνω ότι το έγγραφο το κατατέθηκε και αποτελεί την ανταλλαγείσα μεταξύ των παραγόντων της δίκης επικοινωνία, με την παραπονούμενη να έχει στην κατοχή της νομίμως τα εν λόγω μηνύματα είτε υπό την ιδιότητα του αποστολέα είτε του αποδέκτη, ποσώς προσκρούει στα άρθρα 15 και 17 του Συντάγματος ή στο άρθρο 8 της ΕΣΔΑ. Με δεδομένη την πιο κατάληξη του Δικαστηρίου το Τεκμήριο 10 αποτελεί αποδεκτή μαρτυρία.

2. Ρητή Συγκατάθεση/ Παραβίαση Δικαιωμάτων- Τεκμήριο 14

Η υπεράσπιση επιχειρηματολόγησε ότι οι ανακριτικές αρχές παρέλαβαν αντίγραφο του λογαριασμού του κατηγορούμενου στο «Facebook» και «Messenger», χωρίς προηγουμένως να έχουν εξασφαλίσει τη συγκατάθεση του, επιτρέποντας κατά αυτόν τον τρόπο όπως ο κατηγορούμενος παραιτηθεί από θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα του, κατά παράβαση των προνοιών του Συντάγματος. Οι ερωτήσεις που ενδιαφέρουν, ως αυτές τέθηκαν από την αστυνομία προς τον κατηγορούμενο[12] διαβάζουν ως ακολούθως:

«Ερώτηση 20: Δίνεις τη συγκατάθεση του όπως η αστυνομία εξετάσει δικανικά το κινητό σου τηλέφωνο και τον φορητό ηλεκτρονικό υπολογιστή και ελέγξει τις συνομιλίες σου μέσω Facebook; Δεν είσαι υπόχρεος να δώσεις τέτοια συγκατάθεση αλλά οτιδήποτε βρεθεί δυνατό να χρησιμοποιηθεί εναντίον σου στο Δικαστήριο. Απάντηση 20: Βεβαίως και την δίνω. Απάντηση 21: Δίνεις τη συγκατάθεση σου όπως η αστυνομία κατεβάσει αντίγραφο του λογαριασμού σου στο Facebook και Messenger με στοιχεία Α. Σ. και προβεί σε επιθεώρηση του περιεχομένου των συνομιλιών. Δεν είσαι υπόχρεος να δώσεις τέτοια συγκατάθεση. Απάντηση 21: Ναι. Ερώτηση 22: Κατάλαβες τις πιο πάνω ερωτήσεις που σε ρώτησα.  Απάντηση 22: Ναι».

Η όλη έννοια της λέξης «συγκατάθεσης» ή «συναίνεσης» έχει ως βάση της την εκδήλωση ελευθερίας και αυτοβουλίας εκ μέρους του προσώπου, ζήτημα βεβαίως που οφείλει να αποφασίζεται κάθε φορά δικαστικώς, δυνάμει των ενώπιον του Δικαστηρίου, δεδομένων.

Για να μπορέσει περαιτέρω να δοθεί μια εκούσια συγκατάθεση, οφείλει να εξεταστεί κατά πόσον ο κατηγορούμενος είχε γνώση του δικαιώματος άρνησης στην εξέταση ή λήψη αντιγράφων. Η γνώση της άρνησης συνεπώς, μπορεί να αποτελεί μετρήσιμο παράγοντα στον καθορισμό του κατά πόσον η φερόμενη ως συγκατάθεση ήταν εθελούσια ή μη. Όπως τέθηκε το θέμα στην Clarkson v. The Queen, (1986) 1 S.C.R. 383 (per Wilson J):

«Given the concern for fair treatment of an accused person which underlie such constitutional civil liberties as the right to counsel in s.10(b) of the Charter, it is evident that any alleged waiver of this right by an accused must be carefully considered and that the accused’s awareness of the consequences of what he or she was saying is crucial. Indeed, this Court stated with respect to the waiver of statutory procedural guarantees in Korponay v. Attorney General of Canada, 1982 CanLII 12 (SCC)…that any waiver «…is dependant upon it being clear and unequivocal that the person is waiving the procedural safeguard and is doing so with full knowledge of the rights the Procedure was enacted to protect and of the effect the waiver will have on those rights in the process».

«While this constitutional guarantee cannot be forced upon an unwilling accused, any voluntary waiver in order to be valid and effective must be premised on a true appreciation of the consequences of giving up that right».

Σύμφωνα δε με την απόφαση ΧΧΧ Γεωργίου ν Δημοκρατίας Ποινική Εφ. 105/2019 ημερ. 25.6.21, ECLI:CY:AD:2021:B276, η οποία έκανε μνεία στην απόφαση Clarkson (ante), : «Η εθελούσια παραίτηση για να είναι έγκυρη και αποτελεσματική πρέπει να βασίζεται σε πραγματική αντίληψη των συνεπειών της εγκατάλειψης του δικαιώματος». Συνεπώς για να μπορεί να θεωρηθεί ότι κάποιος συναινεί σε μια πράξη, πρέπει όχι μόνο να γνωρίζει ότι διατηρεί το δικαίωμα να αρνηθεί, αλλά ταυτόχρονα να έχει υπόψιν του και τις πιθανές συνέπειες της συναίνεσης του.

Συνεκτιμώντας όλα τα ενώπιον μου δεδομένα, και καθοδηγούμενη από την σχετική επί του ζητήματος νομολογία, καταλήγω ότι ενώπιον μου υπάρχει θετική μαρτυρία ότι ο κατηγορούμενος είχε πλήρη αντίληψη περί του δικαιώματος άρνησης του και των συνεπειών που ενδεχομένως να είχε η εγκατάλειψη των δικαιωμάτων του. Παρά το ότι οι ερωτήσεις 20 και 21 αφορούν σε δύο διαφορετικές πράξεις από μέρους της αστυνομίας, αυτές δεν μπορεί παρά να θεωρηθούν αλληλένδετες μεταξύ τους, αφού με την μεν πρώτη η αστυνομία ζητά δικανική εξέταση του των συνομιλιών του στη συγκεκριμένη εφαρμογή και στη δεύτερη όπως τις εν λόγω συνομιλίες επιθεωρήσει, πράξεις στις οποίες ο κατηγορούμενος συναίνεσε, έχοντας πλήρη γνώση του ότι, οτιδήποτε επιλήψιμο ανευρίσκετο, θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί εναντίον του. Το όλο πνεύμα συνεργασίας του κατηγορούμενου με τις αστυνομικές αρχές προς διακρίβωση του τί πραγματικά έλαβε χώρα, διαφαίνεται και από την απάντηση που έδωσε κατά τη σύλληψη του και αφού του επιστήθηκε η προσοχή του στο Νόμο, προθυμοποιούμενος όπως φανερώσει τις συνομιλίες του, λέγοντας στους αστυνομικούς: «Φέρτε μου το κινητό μου να σας δείξω». Η πιο πάνω στάση του κατηγορούμενου φυσικά και δεν αφαιρεί από την υποχρέωση των αρχών δια διασφάλιση της δίκαιης μεταχείρισης του κατά το στάδιο του ανακριτικού έργου, υποχρέωση η οποία υπό το φως των πιο πάνω δεδομένων τηρήθηκε σε κάθε στάδιο της διαδικασίας, αφού στον κατηγορούμενο δόθηκε ευθαρσώς το δικαίωμα της άσκησης της επιλογής όπως, είτε επιτρέψει στην λήψη και επιθεώρηση των εν λόγω δεδομένων ή όπως αρνηθεί αυτή, ενημερώνοντας αυτόν μέσω του αλληλένδετου του επιδιωκόμενου σκοπού ως προς τις συνέπειες της συγκαταθέσεως του. Το Δικαστήριο ενόψει των ενώπιον του δεδομένων καταλήγει ότι, καμίας ανάρμοστης μεταχείρισης δεν έτυχε ο κατηγορούμενος με σκοπό την εκμαίευση της συγκαταθέσεως του στα πιο πάνω. Συνακόλουθα, το Τεκμήριο 14 αποτελεί αποδεκτή μαρτυρία.   

Παρεμβάλλεται εδώ υπό τύπου σχολίου, το οξύμωρο του όλου επιχειρήματος της υπεράσπισης η οποία καλεί από τη μία το Δικαστήριο όπως μη αποδώσει οποιαδήποτε βαρύτητα στο προαναφερθέν τεκμήριο και από την άλλη, όπως βασιστεί επί του ίδιου τεκμηρίου και των αποτελεσμάτων που προέκυψαν από αυτό, -ήτοι τον μη εντοπισμό οτιδήποτε του επιλήψιμου-, προς όφελος του κατηγορούμενου.

Εις απάντηση της θέσης της υπεράσπισης ότι από τον πιο πάνω έλεγχο ο ΜΚ4 «δεν εντόπισε οποιεσδήποτε συνομιλίες μεταξύ παραπονούμενης και κατηγορούμενου»[13], σημειώνεται ότι ο ίδιος ο ΜΚ4 ερωτηθείς από την υπεράσπιση κατά πόσον «του ζητήθηκε να δει τις συνομιλίες της παραπονούμενης με τον κατηγορούμενο», απάντησε αρνητικά, υιοθετώντας το περιεχόμενο των οδηγιών που του δόθηκαν μέσω του Τεκμηρίου 17 (‘Εντυπο Αστ. 161), οι οποίες περιορίζονταν στον (α) εντοπισμό (εάν υπήρχαν) αρχείων που αφορούν σεξουαλική κακοποίηση παιδιού, (β) στον εντοπισμό των εφαρμογών «Messenger» και «Facebook» καθώς και (γ) στον εντοπισμό του  λογαριασμού του κατηγορούμενου στο «Facebook». Είναι ένα πράγμα συνεπώς να μην είχε ζητηθεί από τον Δικανικό Επιστήμονα να εξετάσει ή να εντοπίσει τις μεταξύ των μερών συνομιλίες και είναι άλλο να πράγμα να του είχε ζητηθεί και αυτές να μην εντοπίζονταν. Η θέση συνεπώς της υπεράσπισης ότι καμία συνομιλία δεν εντοπίστηκε μεταξύ των, μέσω της συσκευής κινητής τηλεφωνίας του κατηγορούμενου, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή.

3. Εκτέλεση Διατάγματος Πρόσβασης σε Ιδιωτική Επικοινωνία – Τεκμήριο 15

Η υπεράσπιση επιχειρηματολογεί ότι η πρόσβαση που έγινε στην ιδιωτική επικοινωνία του κατηγορούμενου κατά την εκτέλεση του Διατάγματος του Δικαστηρίου ήταν κατά παράβαση του άρθρου 17 του Συντάγματος, επειδή το αδίκημα της «σεξουαλικής κακοποίησης παιδιού» δεν συγκαταλέγεται ανάμεσα στις εξαιρέσεις του άρθρου 17(2) που επιτρέπουν σε παρέκκλιση από τον κανόνα μη επέμβασης στο δικαίωμα του απορρήτου της αλληλογραφίας.

Είναι εκ των ων ουκ άνευ ότι το εκδικάζον Δικαστήριο ουδεμία εξουσία ελέγχου της νομιμότητας του εκδοθέντος Διατάγματος, έχει. Τη νομιμότητα έκδοσης αυτού μπορεί να ελέγξει μόνο το Ανώτατο Δικαστήριο στα πλαίσια αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος (βλ.Al Hamad ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ 117). Είναι ανεπίτρεπτο για το εκδικάζον να ενεργήσει ως Εφετείο επί αποφάσεως άλλου Δικαστηρίου το οποίο, κατά πάντα ουσιώδη προς την έκδοση του Διατάγματος χρόνο, και αφού μελέτησε τα ενώπιον του δεδομένα αποφάσισε, να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια υπέρ της έκδοσης του. Οποιαδήποτε όμως περαιτέρω ενασχόληση του Δικαστηρίου επί του ζητήματος δεν μπορεί παρά να είναι επί ματαίω και αυτό γιατί, τα όποια ενδεχομένως αποτελέσματα έφερε μαζί του το λόγω Διάταγμα δεν αποτέλεσαν μέρος του παρουσιασθέντος ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρικού υλικού κατά την  ακροαματική διαδικασία. Εν πάση περιπτώσει, τα όσα παρουσιάστηκαν από την παραπονούμενη κατά τον επίδικο χρόνο στην ανακρίτρια δεν αποτέλεσαν αντικείμενο εξαγωγής μετά τη λήψη του Τεκμηρίου 15 από το κινητό της παραπονούμενης ή οποιουδήποτε άλλου. Εκείνο που έγινε μετά την εξασφάλιση του Τεκμηρίου 15 ήταν η διερεύνηση σε συσκευές του κατηγορούμενου εν σχέση με το κατά πόσον εκεί υπήρχε οτιδήποτε που να αφορούσε σε σεξουαλική κακοποίηση παιδιού και η επιθεώρηση του περιεχομένου του Τεκμηρίου 10.

Τίποτα δεν τέθηκε ενώπιον μου το οποίο να καταδεικνύει ότι το επίδικο βίντεο ή, η μεταξύ των παραγόντων συνομιλία ήταν αποτέλεσμα της διερεύνησης που έγινε στις συσκευές του κατηγορούμενου μετά την εξασφάλιση του Διατάγματος του Δικαστηρίου. Με γνώμονα τα πιο πάνω, δεν μπορεί να γίνεται λόγος για δυσμενή επηρεασμό των δικαιωμάτων του κατηγορούμενου, με τη θέση της υπεράσπισης να κρίνεται απορριπτέα. 

 4. Ομολογία Κατηγορούμενου

Αν και αποτέλεσε από την αρχή της διαδικασίας παραδεκτό, μεταξύ των παραγόντων της δίκης γεγονός ότι, ο κατηγορούμενος την 22.11.19 απέστειλε στο λογαριασμό «Messenger» της ανήλικης το συγκεκριμένο βίντεο, η υπεράσπιση, παρά την ομολογία και παραδοχή του κατηγορούμενου περί αποστολής του στην ανακριτική του κατάθεση, -το περιεχόμενο της οποίας υιοθέτησε κατά τη ζώσα μαρτυρία του-, καλεί το Δικαστήριο όπως εξετάσει την αλήθεια αυτής, με γνώμονα ότι, (α)το βίντεο δεν υποδείχθηκε στην παραπονούμενη κατά την κυρίως εξέταση της, και (β) ο δικανικός ερευνητής (ΜΚ4) ανέφερε ότι δεν εντόπισε συνομιλίες μεταξύ των δύο. Δυνάμει των πιο πάνω, εισηγείται ο κ. Καζαντζής, «δεν μπορούν παρά να εγείρονται σοβαρές υποβόσκουσες αμφιβολίες για την αλήθεια της» αφού δεν υπάρχει μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου για να «συγκριθεί».

Όπως έχει νομολογηθεί, η ομολογία ενός εγκλήματος, εφόσον γίνεται δεκτή ως εκούσια, μπορεί, από μόνη της, να θεμελιώσει την καταδίκη του κατηγορούμενου. Η ομολογία ενοχής έχει χαρακτηριστεί και ως η κορωνίδα των μαρτυριών (βλ. Mάριου Ανδρέου ν. Αστυνομίας Ποινική Έφεση Αρ. 182/2015, ημερ. 18.11.2016, Παναγή (Καυκαρής) v. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 203). Το εκούσιο της ομολογίας, και δη της θεληματικής κατάθεσης του κατηγορούμενου δεν αμφισβητήθηκε, μήτε ζητήθηκε η διεξαγωγή δίκη εντός δίκης προς τούτο. Το μόνο που ως ανωτέρω αναφέρθηκε αμφισβητήθηκε, ήταν κατά πόσον παραβιάστηκαν συνταγματικά του δικαιώματα και τίποτε άλλο.

Επιπλέον, σε κανένα από τους αστυνομικούς δεν τέθηκε η θέση ότι, (α) πίεσαν με οποιοδήποτε τρόπο τον κατηγορούμενο ή ότι απέσπασαν από αυτόν κατόπιν πιέσεων, υποσχέσεων ή άλλως πώς, την ενώπιον του Δικαστηρίου ομολογία ή (β) στην παραπονούμενη ή στην ΜΚ5 ότι, ο κατηγορούμενος απέστειλε αρχείο άλλο, από αυτό που η ανήλικη παρέδωσε στην ΜΚ5 και το οποίο κατατέθηκε στη διαδικασία ως τεκμήριο. Οι δε ερωτήσεις του κ. Καζαντζή κατά την αντεξέταση των δύο κύριων μαρτύρων κατηγορίας, ήτοι της ΜΚ5 και της ΜΚ6, είχαν πάντοτε ως υπόβαθρο την αποστολή και παραλαβή από την ανήλικη του συγκεκριμένου βίντεο.

Περιγραφή του βίντεο δίδεται από την ανήλικη στην οπτικογραφημένη της κατάθεση, το οποίο μεταξύ άλλων παρέδωσε στην ΜΚ5 η οποία αντέγραψε το περιεχόμενο του σε συσκευή Usb, Τεκμήριο 10, τοποθετώντας επί αυτού τα διακριτικά της, και αναγνωρίζοντας τις ιδιόχειρες επί τούτου καταγραφές της στο στάδιο της δίκης. Οι αναφορές της ΜΚ5 στην κατάθεση της (Τεκμήριο 9) ότι ο κατηγορούμενος απέστειλε βίντεο το οποίο έδειχνε μια γυναίκα να αυνανίζεται χωρίς να φαίνεται το πρόσωπο της, επιβεβαιώνονται όχι μόνο μέσω της κατάθεσης της ανήλικης, αλλά και από τον ίδιο τον κατηγορούμενο ο οποίος κατά το στάδιο λήψης της ανακριτικής του κατάθεσης, όχι μόνο δεν αντέκρουσε τα όσα του λέχθηκαν από την ανακρίτρια ως περιεχόμενο του βίντεο, αλλά έδωσε και περαιτέρω ισχυρισμούς ως προς την προέλευση του (ότι του το έστειλε μια κυρία από την Ελλάδα). Περιπλέον, ως έχει ανωτέρω επεξηγηθεί, η εισήγηση του κ. Καζαντζή περί μη εντοπισμού του βίντεο από τον ΜΚ4, δεν μπορεί να επιτύχει, και αυτό γιατί ο ΜΚ4 ανέφερε ρητώς ότι ποτέ δεν του ζητήθηκε να εξάγει οποιοδήποτε αρχείο αφορούσε σε συνομιλίες μεταξύ της ανήλικης και του κατηγορούμενου. Σκοπός και στόχος της δικανικής εξέτασης ήταν η ανεύρεση  ή ο εντοπισμός οποιουδήποτε αρχείου αφορούσε σε σεξουαλική κακοποίηση παιδιού.

Πέραν και ανεξάρτητα των πιο πάνω, προστίθενται εδώ και τα ακόλουθα. Το αδίκημα έλαβε χώραν την 22.11.19. Ο κατηγορούμενος συνελήφθη και ανακρίθηκε σχετικά την 5.1.20 και αφού του επιστήθηκε η προσοχή του στο Νόμο και τα δικαιώματα του, παραδέχθηκε αμέσως την αποστολή του εν λόγω βίντεο, εκφράζοντας την απολογία του στις αρχές. Πρόβαλε δε, τους δικούς του ισχυρισμούς ως προς το πώς και υπό ποιες συνθήκες απέστειλε (α) το συγκεκριμένο βίντεο, (β) στο λογαριασμό της ανήλικης, (γ) το οποίο του έστειλε ενήλικη, και (δ) το οποίο απεικόνιζε μια γυναίκα να αυνανίζεται χωρίς να φαίνεται το πρόσωπο της. Το δε περιεχόμενο του βίντεο εξακριβώθηκε (καθηκόντως) από το Δικαστήριο, περιεχόμενο το οποίο ταυτίζεται με τις αναφορές όλων των παραγόντων της δίκης επί του προκείμενου. Δυνάμει όλων των ως άνω, το επιχείρημα της υπεράσπισης ότι δεν «υπάρχει μαρτυρία που να μπορεί να επιβεβαιώσει την αποστολή ή το περιεχόμενο του βίντεο» ως παραδέχθηκε δια της ομολογίας του ο κατηγορούμενος, απορρίπτεται.

5. Δικαιώματα Κατηγορούμενου

Ο κ. Καζαντζής εισηγήθηκε ότι ο κατηγορούμενος θα πρέπει εν πάση περιπτώσει να απαλλαγεί και η δίκη να θεωρηθεί άκυρη στη βάση του ότι το Δικαστήριο καλώντας τον σε απολογία στο εκ πρώτης όψεως στάδιο δεν του εξήγησε και το δικαίωμα του να προβεί σε ανώμοτη δήλωση από τη θέση του, οπότε και δεν θα αντεξεταζόταν. Η πιο πάνω εισήγηση έγινε χωρίς να συγκεκριμενοποιηθεί με ποιο τρόπο επηρεάστηκαν και σε ποιο βαθμό, τα δικαιώματα του κατηγορούμενου.

Το Δικαστήριο καλώντας τον κατηγορούμενο σε απολογία μετά το κλείσιμο της υπόθεσης της κατηγορούσας αρχής και αφού καθηκόντως διαπίστωσε την ύπαρξη ικανής εκ πρώτης όψεως υπόθεσης εναντίον του, εξήγησε στον κατηγορούμενο ότι δικαιούτο να καταθέσει ενόρκως οπότε και θα υπόκειτο σε αντεξέταση ή δικαιούτο να επιλέξει το δικαίωμα της σιωπής χωρίς βέβαια να αντεξεταζόταν. Αυτό έγινε στη βάση της τροποποίησης που επήλθε στο Άρθρο 74(1)(γ) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155 δυνάμει του Τροποποιητικού Νόμου 64(1)/2022 με το οποίο απαλείφθηκε το δικαίωμα της ανώμοτης δήλωσης. Τόσο ο αρχικός Νόμος  Κεφ. 155, όσο και η τροποποίηση δεν αναφέρεται ρητά στο δικαίωμα σιωπής, αλλά αυτό ήταν και παραμένει, ένα αναφαίρετο δικαίωμα του κατηγορούμενου. Πριν την εν λόγω τροποποίηση, στον κατηγορούμενο δινόταν και η επιπρόσθετη επιλογή της ανώμοτης δήλωσης, η οποία δεν θεωρείτο μαρτυρία και δεν μπορούσε να σχολιαστεί από την κατηγορούσα αρχή. Το δε Δικαστήριο εξέταζε τη δήλωση στο πλαίσιο της όλης μαρτυρίας ενώ το περιεχόμενο της μπορούσε να σχολιαστεί μόνο με πολλή προσοχή και χωρίς να θεωρείται ότι αντλούνταν οποιαδήποτε αρνητικά για τον κατηγορούμενο, συμπεράσματα.

Η εν λόγω τροποποίηση δεν ορίζεται ρητά στο νομοθέτημα να έχει αναδρομική ισχύ, αλλά σύμφωνα με πάγια νομολογία, διαδικαστικού τύπου τροποποιήσεις έχουν τέτοια αναδρομικότητα εκτός και εάν σαφώς καθορίζεται διαφορετικά στην τροποποίηση (βλ. Lion Auto Parts Limited v Γεωργίου (2014) 2 Α.Α.Δ 429 και Constantinides v The Republic (1978) 2 CLR 337). Επί ουσιαστικού δικαίου ισχύει βεβαίως η αρχή του «nullum crimen nulla poena sine lege» («κανένα αδίκημα χωρίς υφιστάμενο νόμο»)- (βλ. Γεώργιος Μιχαηλίδης ν Δημοκρατίας κ.α. Ποιν. Εφ. 125/2017 κ.α. ημερ. 28.1.4.2019). Όπου το τροποποιητικό νομοθέτημα θεωρείται ή κρίνεται ως ουσιαστικού δικαίου ή ως δικαιοδοτικής φύσης τότε δεν μπορεί να υπάρχει αναδρομική ισχύς στην απουσία σαφούς διάταξης (βλ. Παπαπαύλου ν Αστυνομίας (2016) 2 Α.Α.Δ 399). Ακόμη και η ρητή απόδοση αναδρομικότητας τυγχάνει περιοριστικής ερμηνείας ώστε να μην επηρεάζεται η ευρύτερη απονομή δικαιοσύνης (βλ. Σταύρος Νεοφύτου ν Σάββα Κυριακίδη (Αρ 2) (1999) 2 Α.Α.Δ 278). Το ουσιαστικό  που προκύπτει από την απόδοση αναδρομικότητας ή μη σε τροποποιητικό Νόμο στο ποινικό δίκαιο, είναι η αναζήτηση τυχόν επηρεασμού των δικαιωμάτων, προνομίων, υποχρεώσεων ή ευθυνών κατηγορουμένου προσώπου (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν Γιάγκου (1999) 2 Α.Α.Δ 254 και περί Ερμηνείας Νόμος Κεφ. 1, άρθρο 10(2)(γ) και (ε)).

Το άρθρο 74(1)(γ) περιέχεται στο Κεφ. 155 και είναι δικονομικής φύσεως εφόσον το όλο νομοθέτημα αφορά στην ποινική δικονομία. Έχει βεβαίως κριθεί ότι η συγκεκριμένη διάταξη, λόγω της χρήσης του λεκτικού «shall inform him that…» στο Αγγλικό κείμενο, (πιο ήπια τοποθετείται στο Ελληνικό κείμενο, «καλεί αυτόν να προβάλει την υπεράσπιση του και τον πληροφορεί ότι…), επιβάλλει στο Δικαστήριο την υποχρέωση να εξηγήσει στον κληθέντα σε απολογία κατηγορούμενο τα δικαιώματα του, αλλιώς η δίκη καθίσταται άκυρη (βλ. Ρένος Πέτρου (Ππίτρος) ν Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 275 και Loizou & Pikis: Criminal Procedure in Cyprus σελ. 113).

Κάθε περίπτωση έχει όμως διαφορετικά δεδομένα. Στην υπόθεση Χριστόδουλος Νικήτα ν Αστυνομίας (1997) 2 Α.Α.Δ 75, το τότε Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την εισήγηση ότι η δίκη ήταν άκυρη λόγω της παράλειψης του Δικαστηρίου να επεξηγήσει στον κατηγορούμενο τα δικαιώματα του, επεξήγηση που δεν φαινόταν στα πρακτικά, διότι μπορούσε να συναχθεί από την όλη διαδικασία ότι τα δικαιώματα αυτά είχαν λεχθεί στον κατηγορούμενο, ο οποίος είχε δικηγόρο και ο οποίος είχε ζητήσει ολιγόλεπτη διακοπή για να συσκεφθεί με τον πελάτη του κατά πόσο θα έδινε ένορκη μαρτυρία ή θα κατέθετε από το εδώλιο. Στην υπόθεση έγινε με επιδοκιμασία αναφορά στον «Archbold Criminal Pleading Evidence and Practice», Έκδοση 41 παρ. 4.277 ότι κατηγορούμενος που παρουσιάζεται χωρίς δικηγόρο πρέπει ευκρινώς να πληροφορηθεί από το Δικαστήριο ότι έχει δικαίωμα να δώσει μαρτυρία, αλλά τυχόν παράλειψη, δεν καθιστά τη δίκη κατ’ ανάγκη άκυρη (JR v Saunders (1899) Q.B. 296) «παρόλο ότι οσάκις η δίκη δεν είναι ικανοποιητική σε άλλες πτυχές, τέτοια παράλειψη μπορεί να οδηγήσει σε ακύρωση της καταδίκης (R v Graham (1924) 17 Cr. App. R. 40)».

 

 

Στην Χρήστος Αυξεντίου, άλλως Μπίλλυς ν Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ 5, λέχθηκε ότι η καταγραφή στο πρακτικό της διαδικασίας ότι επεξηγήθηκαν τα δικαιώματα του κατηγορουμένου, επαρκή για να θεωρηθεί ότι έχει εξηγηθεί και το δικαίωμα του να μην καταθέσει ενόρκως.

Στην προκείμενη περίπτωση το Δικαστήριο εξήγησε στον κατηγορούμενο τα δικαιώματα του στη βάση της τροποποίησης που επήλθε και που βάσιμα μπορεί να λεχθεί ότι αφορά σε διαδικαστικού ζητήματος θέμα. Κατά την περίοδο που ο κατηγορούμενος εκδικαζόταν το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο είχε αλλάξει, πολύ πριν την έναρξη της δίκης, επεξηγήθηκαν δε ρητά τα δικαιώματα του κατά την κλήση του σε απολογία, στην παρουσία του δικηγόρου του, ο δε κατηγορούμενος επέλεξε να δώσει ένορκη μαρτυρία. Όπως ήδη λέχθηκε, τίποτα το συγκεκριμένο ως προς το πώς επηρεάστηκε η υπεράσπιση του κατηγορουμένου ή ο ίδιος ως προς την όλη διαδικασία δεν τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου, με την εισήγηση της υπεράσπισης να κρίνεται ως απορριπτέα.

ΙΙ. Αδίκημα Αυστηρής Ευθύνης- Πρόθεση

    Έκαστος συνήγορος ανέπτυξε μέσω του κειμένου της γραπτής του αγόρευσης, την δική του επιχειρηματολογία επί του προκείμενου. Η κατηγορούσα αρχή με παραπομπή στο όλο πνεύμα της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/93/ΕΕ την οποία η Δημοκρατία ενσωμάτωσε στο δίκαιο της θεσπίζοντας το Νόμο 91(Ι)/2014 ανέφερε, ότι οι λέξεις που ο Νομοθέτης εν τη σοφία του, θέλησε να χρησιμοποιήσει κατά τη σύνταξη του άρθρου 6(1) του Νόμου, ήτοι το ρήμα «προκαλώ», δεν αφήνουν καμία αμφιβολία ότι σκοπός του ήταν η δημιουργία ενός αδικήματος αυστηρής ευθύνης και απάλειψης του στοιχείου της ένοχης διάνοιας. Πρόσθεσε ότι, αν η βούληση του Νομοθέτη ήταν διαφορετική, αυτό θα εκφράζετο ρητώς, όπως συμβαίνει για παράδειγμα στο άρθρο 8(2) το οποίο ποινικοποιεί την απόκτηση πρόσβασης σε παιδική πορνογραφία από άτομα που εν γνώσει τους, την αποκτούν (έμφαση του Δικαστηρίου). Παραπέμποντας σε Λεξικό της Ελληνικής Γλώσσας, κάλεσε το Δικαστήριο όπως συμφωνήσει με την εισήγηση της ότι το ρήμα «προκαλώ», δεν μπορεί παρά να σημαίνει ότι οι πράξεις του κατηγορούμενου «ήταν η αιτία για να»[14] εκτεθεί παιδί, το οποίο δεν είχε φτάσει σε ηλικία συναίνεσης, σε υλικό πορνογραφικού περιεχομένου, χωρίς την ανάγκη πρόθεσης. Συνδέοντας η συνήγορος τα πιο πάνω με την ύψιστη ανάγκη για προστασία των παιδιών, ως αυτή εκφράζεται μέσω της Οδηγίας, καταλήγει ότι, «το αδίκημα συντελείται από τη στιγμή που κατηγορούμενο πρόσωπο γίνεται η αιτία παιδί να γίνει μάρτυρας ακατάλληλου περιεχομένου, αφού ταυτόχρονα θεωρείται πως η ζημιά στο παιδί έχει ήδη γίνει, ανεξαρτήτως πρόθεσης ή βούλησης του δράστη».

Η υπεράσπιση αναγνώρισε με παραπομπή στην DGS v Δημοκρατίας Ποινική Έφεση 148/23 ημερ. 20.9.24 ότι ο Νόμος 91(Ι)/2004 εμπεριέχει αδικήματα αυστηρής ευθύνης. Ακόμη όμως και αν ήθελε κριθεί, ότι το παρόν αδίκημα αφορά σε αδίκημα αυστηρής ευθύνης, το στοιχείο της γνώσης δεν μπορεί παρά να πρέπει να αποδειχθεί για σκοπούς καταδίκης του κατηγορούμενου. Προς επίρρωση του επιχειρήματος της, παρέπεμψε στην Απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Αγγλίας PWR ν. Director of Public Prosecutions and Other [2022] UKSC 2.

Η πιο πάνω απόφαση πραγματεύεται κατά πόσον το άρθρο 13 του Terrorism Act 2000 θέσπιζε αδίκημα αυστηρής ευθύνης. Οι τρείς εφεσείοντες είχαν κριθεί ένοχοι πρωτοδίκως επειδή μετέφεραν σημαία του Εργατικού Κόμματος του Κουρδιστάν, η οποία ήταν συμφώνως του Νόμου, απαγορευμένη. Το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάσισε ότι το αδίκημα ορθώς είχε ερμηνευθεί ως αδίκημα αυστηρής ευθύνης, λέγοντας όμως μεταξύ άλλων, τα εξής σε ότι αφορά το ζήτημα της ένοχης διάνοιας:

«Before we turn to consider the law on the presumption of mens rea, it is important to emphasise, and it is common ground between the parties, that a limited, mental element is indisputably required under section 13(1) in the sense that the defendant must know that he or she is wearing or carrying or displaying the relevant article. On the facts of this case, each defendant had to know that he was carrying or displaying a flag. Put another way, the carrying or displaying of the flag had to be deliberate and not inadvertent. If a person were to stick a flag into or onto a defendant’s backpack without the defendant’s knowledge, so that the defendant is carrying or displaying the flag without knowing that he was doing so, the defendant would not be guilty of the offence. The words “wears, carries or displays” necessarily import knowledge of that limited kind»(έμφαση του Δικαστηρίου).  

 

Επικαλούμενη την πιο πάνω περικοπή, η υπεράσπιση διατείνεται αντίστοιχα, ότι το ρήμα «προκαλεί» όπως το «φοράει, επιδεικνύει ή μεταφέρει», εισάγει ένα κατ’ ελάχιστο περιορισμένο νοητικό στοιχείο, «δηλαδή θα πρέπει ο κατηγορούμενος να γνωρίζει ότι είναι το συγκεκριμένο θύμα που προκαλεί να γίνει μάρτυρας των απαγορευμένων από το νόμο, πράξεων. (…) Δηλαδή η πρόκληση του συγκεκριμένου θύματος πρέπει να είναι ηθελημένη και όχι ακούσια. Στην απουσία γνώσης και/ή αντίληψης του κατηγορούμενου ότι λήπτης του μηνύματος ήταν η παραπονούμενη και όχι ο ΜΚ2, τότε στη βάση της πιο πάνω Νομολογίας το αδίκημα δεν στοιχειοθετείται».

      Αναμφίβολα, η απόδειξη της ένοχης διάνοιας αποτελεί την πεμπτουσία της ποινικής ευθύνης, με τον αποκλεισμό της δια της καθιέρωσης απόλυτου αδικήματος, να πρέπει να γίνεται με άκρα προσοχή και με σαφή νομοθετική πρόνοια. Το κατά πόσον μια ποινική διάταξη επιβάλλει αυστηρή ευθύνη κρίνεται κατ’ αρχήν από το ίδιο το λεκτικό της διάταξης και έπειτα, εν αμφιβολία, από το πνεύμα και φύση του νομοθετήματος ήτοι, κατά πόσον αυτό είναι ρυθμιστικής ή άλλης φύσεως.

Ο Νόμος 91(Ι)/2004 αποσκοπεί στην εναρμόνιση του ημεδαπού δικαίου με τις πράξεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο: «Απόφαση- Πλαίσιο του Συμβουλίου της 15ης Μαρτίου 2001, σχετικά με το καθεστώς των θυμάτων σε ποινικές διαδικασίες (2001/220/ΔΕΥ)» και «την Οδηγία 2011/93/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του  Συμβουλίου της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με την καταπολέμηση της σεξουαλικής κακοποίησης και σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών και της παιδικής πορνογραφίας και την αντικατάσταση της απόφασης- πλαίσιο 2004/68/ΔΕΥ του Συμβουλίου». Οι Ευρωπαϊκές Οδηγίες και Αποφάσεις – Πλαίσιο αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του Ευρωπαϊκού Δικαίου η ενσωμάτωση των οποίων αποτελεί υποχρέωση της Δημοκρατίας δια της θέσπισης ή τροποποίησης, υφιστάμενων νομοθετημάτων. Σκοπός του Νομοθετήματος είναι η λήψη μέτρων για την πρόληψη, καταστολή και καταπολέμηση μεταξύ άλλων αδικημάτων σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών, την προστασία και στήριξη των θυμάτων και τη δημιουργία µμηχανισμών ελέγχου και εποπτείας θυμάτων και θυτών.

Τα άρθρα 3 και 7 της Οδηγίας 2011/93/ΕΕ τα οποία φέρουν ως επικεφαλίδες «Αδικήματα Σεξουαλικής Κακοποίησης» και «Ηθική Αυτουργία, Υποβοήθηση και Συνέργεια και Απόπειρα» προνοούν ως ακολούθως:

3(1) «Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να εξασφαλίσουν ότι τιμωρούνται οι εκ προθέσεως τελούμενες πράξεις που αναφέρονται στις παραγράφους 2 έως 6.

(2) Ο εξαναγκασμός, προς σεξουαλικούς σκοπούς, παιδιού που δεν έχει φθάσει την      ηλικία σεξουαλικής συναίνεσης να γίνει μάρτυρας σεξουαλικών πράξεων, ακόμα και δεν συμμετέχει σε αυτές, τιμωρείται με στερητική της ελευθερίας ποινή, το ανώτατο όριο τη οποίας ανέρχεται σε τουλάχιστον ένα έτος». (τονισμός δικός μου).

….

7(1) «Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να εξασφαλίσουν ότι τιμωρούνται η ηθική αυτουργία, ή η συνέργεια στη διάπραξη αδικήματος που αναφέρεται στα άρθρα 3 έως 6».  

Το αντίστοιχο άρθρο 6(1) της ημεδαπής Νομοθεσίας προνοεί:

«Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 12, όποιος προκαλεί ώστε παιδί το οποίο δεν έχει φτάσει στην ηλικία συναίνεσης, γίνει μάρτυρας σεξουαλικών πράξεων ή απεικόνισης σεξουαλικών πράξεων, ακόμα και αν το εν λόγω παιδί δεν συµµετέχει σε αυτές, είναι ένοχος κακουργήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δέκα (10) έτη».

Παρά το ότι η Οδηγία καλεί τα κράτη μέλη να ποινικοποιήσουν τις εκ προθέσεως τελούμενες πράξεις που αφορούν στη σεξουαλική κακοποίηση παιδιών, είναι φανερό ότι ο Κύπριος Νομοθέτης, επέλεξε όπως μην αποτυπώσει ή μεταφέρει αυτούσιες τις πρόνοιες του άρθρου 3 στην ημεδαπή νομοθεσία, αλλά να καταστήσει αυτήν αυστηρότερη, προς επίτευξη του σκοπού του Νόμου, αντικαθιστώντας τις λέξεις «εξαναγκασμός» και «προς σεξουαλικό σκοπό» με τη λέξη «προκαλεί», εισάγοντας κατ΄αυτόν τον τρόπο ένα υψηλότερο επίπεδο προστασίας των προσώπων αφενός, εμπερικλείοντας αφετέρου, κάθε πρόσωπο -είτε αυτός είναι ηθικός ή φυσικός αυτουργός ή συνεργός- το οποίο προβαίνει σε πράξη, αποτέλεσμα της οποίας είναι η έκθεση παιδιού σε παραστάσεις ακατάλληλης για την ηλικία του, φύσεως. Σημειώνεται ότι στο Νομοθέτημα δεν εντοπίζονται ξέχωρες ρήτρες που να αφορούν στην τιμωρία ηθικών αυτουργών ή συναυτουργών, με το άρθρο 6 να αποτυπώνεται διευρυμένα, ούτως ώστε να καλύπτει ενδεχομένως, και αυτές τις περιπτώσεις.

Τα όσα ανέφερε το Αγγλικό Ανώτατο Δικαστήριο στην PWR, ως προς την κατ’ ελάχιστον γνώση που απαιτείται ακόμη και σε αδικήματα αυστηρής ευθύνης, επιβεβαιώνονται μέσω του Συγγράμματος Smith, Hogan & Ornerod’s Criminal Law 17η Έκδοση (2024) σελ.41 όπου καταγράφεται ότι: «Even strict liability crimes require proof of voluntary conduct (…) Voluntariness is thus best regarded as an element of the actus reus». Αντίστοιχα, στη σελ. 69 καταγράφεται ότι, κάθε αδίκημα έχει τη δική του mens rea, η οποία δύναται να εξακριβωθεί μόνο με αναφορά στη σχετική πρόνοια του Νόμου ή στη Νομολογία (βλ. Μαυρομμάτης ν Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ.69, Ακκελίδου ν Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 249). 

Τόσο σημαντικό είναι το δόγμα της ένοχης διάνοιας, που το Ανώτατο Δικαστήριο στην PWR με παραπομπή σε αυθεντίες επί του προκείμενου[15] ανέφερε ότι, όταν νομοθετική πρόνοια δεν είναι σαφής και ξεκάθαρη, ή όπου το Νομοθέτημα είναι σιωπηλό σε ότι αφορά την ένοχη διάνοια που πρέπει να συνοδεύει την διενεργηθείσα πράξη, το Δικαστήριο οφείλει να διαβάζει και να ερμηνεύει το Νόμο κατά τρόπον, που η απόδειξη του αδικήματος να προαπαιτεί την απόδειξη ένοχης διάνοιας αφού αυτή, δεν μπορεί παρά να αποτελεί μια από τις βασικότερες αρχές του ποινικού δικαίου.  Ανέφερε συγκεκριμένα:

«Our first duty is to consider the words of the Act: If they show a clear intention so as to create an absolute offence that is an end of the matter. But such cases are very rare. Sometimes the words of the section which creates a particular offence make it clear that mens rea is required in one form or another. Such cases are quite frequent. But in a very large number of cases there is no clear indication either way. In such cases there has for centuries been a presumption that Parliament did not intend to make criminals of persons who were in no way blameworthy in what they did. That means that whenever a section is silent as to mens rea, there is a presumption that, in order to give effect to the will of the Parliament, we must read in words appropriate to require mens rea. (…)

Ιt is of interest to note that, in his concurring speech, Lord Steyn at p. 470, explained that the presumption of mens rea is an illustration of the principle of legality and that it is because one is dealing with a fundamental or constitutional right that the presumption is rebutted only by express words or necessary implication» (τονισμός του Δικαστηρίου).

Το γεγονός ότι ο Νόμος εμπεριέχει αδικήματα αυστηρής ευθύνης εντός των προνοιών του, ζήτημα το οποίο πραγματεύτηκε εκτενώς η απόφαση DGS (ante) -κληθείσα να εξετάσει συγκεκριμένα τις πρόνοιες του άρθρου 6(3) αυτού[16]- δεν οδηγεί απαρεγκλίτως στο συμπέρασμα ότι όλες ανεξαιρέτως οι πρόνοιες του Νομοθετήματος θεσπίζουν αδικήματα αυστηρής ευθύνης, παρά το σκοπό που πραγματεύεται. Θα μπορούσε να επιχειρηματολογήσει κανείς ότι επειδή η διατύπωση των άρθρων 6(1) και 6(3) είναι παρόμοια, δεν μπορεί, παρά και το άρθρο 6(1) να πραγματεύεται αδικήματα αυστηρής ευθύνης.

Κατά τη κρίση του Δικαστηρίου η  ειδοποιός διαφορά μεταξύ των δύο άρθρων είναι πρώτον, ότι το άρθρο 6(3) σκοπό έχει την ποινικοποίηση ενός εκ των σοβαρότερων αδικημάτων που ενδέχεται να συντελεστούν εναντίον παιδιών, (εξ’ ου και η αυστηρή ποινικολογική μεταχείριση – 20 έτη), με τον όρο «συμμετοχή» να αποτελεί δεδομένο το οποίο δεν μπορεί, παρά να τύχει άλλης ερμηνείας από την αυτήν που της αποδίδεται γραμματικώς.

Αντίθετα, κληθέν το Δικαστήριο όπως αποδώσει την τελεολογική έννοια του ρήματος «προκαλώ» σε ότι αφορά την παρούσα, δεν μπορεί παρά να διαπιστώσει ότι αυτό, σύμφωνα με το Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας Γ. Μπαμπινιώτη (Επανεκτύπωση) σελ. 1498 και 2029 φέρει την έννοια του «γίνομαι αιτία για κάτι», ενώ το «ώστε» σημαίνει «έτσι που να, για να». Το να γίνει κανείς «η αιτία έτσι ώστε», προϋποθέτει τη διενέργεια μιας πράξης (actus reus) η οποία δεν μπορεί παρά να συνοδεύεται κατά το χρόνο τέλεσης της από μια συγκεκριμένη, νοητική κατάσταση. Εξ’ ου και άλλωστε η νομολογιακή αρχή ότι τεκμαίρεται πως έκαστος, έχει την πρόθεση να επιφέρει τις φυσιολογικές και πιθανές συνέπειες των πράξεων του (βλ. ‘Ανθια ν Δημοκρατίας (Αρ. 1) (1999) 2 Α.Α.Δ.404). Δεν μπορεί δηλαδή η πράξη, ή σε ορισμένες περιπτώσεις, η παράλειψη να είναι ακούσια. Αν αυτή είναι η περίπτωση, δεν νοείται να γίνεται συζήτηση περί καταδίκης κατηγορούμενου προσώπου δυνάμει των βασικών αρχών του ποινικού δικαίου. Ας σημειωθεί ότι πουθενά στην Απόφαση-Πλαίσιο 2001/220/ΔΕΥ και την Ευρωπαϊκή Οδηγία 2011/93/ΕΕ, δεν προνοείται άμεσα ή έμμεσα ο αποκλεισμός της υπεράσπισης της ειλικρινούς και εύλογης πλάνης.

 Καθοδηγούμενη από το Δικαστικό Λόγο στην Αντώνης Χαραλάμπους ν Δημοκρατία Ποινική Έφεση 136/2024 ημερ. 31.3.24 του Εφετείου (Ποινική Δικαιοδοσία), τον οποίο και υιοθετώ, και στην απουσία σαφούς νομοθετικής ρύθμισης, καταλήγω ότι το ρήμα «προκαλώ» το οποίο ο Νομοθέτης επέλεξε να χρησιμοποιήσει για να περιγράψει το αδίκημα δεν μπορεί, παρά να ερμηνευτεί, ομοίως με τα ρήματα, «καλλιεργώ, εγκαταλείπω, διατηρώ, επιτρέπω, κατέχω», ότι περιγράφει τα εξωτερικά χαρακτηριστικά της πράξης (actus reus) «εμπεριέχοντας -παράλληλα-  στην περιγραφή του το διανοητικό στοιχείο της πράξης (“Sometimes a word that describes the actus reus, or part of it, implies a mental element”)» αφού χωρίς αυτό, δεν μπορεί να υφίσταται ούτε το actus reus[17].

Το ρήμα «προκαλώ» ή «προκαλεί» δεν επιλέχθηκε από το Νομοθέτη για ποινικοποίηση αδικημάτων που αφορούν αποκλειστικά σε παιδιά. Αντίθετα, εντοπίζεται και σε αριθμό αδικημάτων που ποινικοποιούνται μέσω των προνοιών του Ποινικού Κώδικα. Ένα από αυτά τα αδικήματα είναι για παράδειγμα το αδίκημα της πρόκλησης βαριάς σωματικής βλάβης (άρθρο 231 του Ποινικού Κώδικα), το οποίο προνοεί ότι: «όποιος προκαλεί παρανόμως βαριά σωματική βλάβη είναι ένοχος κακουργήματος».

Ως λέχθηκε στη Χαραλάμπους (ante), η οποία ανέλυσε και ενδιάτριψε επί του ζητήματος της ένοχης διάνοιας, «Συνάγεται εύκολα ότι για να στοιχειοθετηθεί το αδίκημα (του άρθρου 231 ΠΚ) θα πρέπει να καταδειχθεί ότι ο κατηγορούμενος: (α) προκάλεσε, (β) παρανόμως, (γ) βαριά σωματική βλάβη (δ) σε άλλον. Είναι δε αυταπόδεικτο ότι δεν περιέχεται στις πρόνοιες του οποιαδήποτε ρητή αναφορά στην αναγκαία νοητική κατάσταση του δράστη. Με βάση την υπόθεση Sweet v Parsley (1970) AC 132 HL,  σε περίπτωση σιωπής του Νόμου τεκμαίρεται μαχητώς ότι απαιτείται mens rea (βλ. και Ηλιάδη κ.α ν Δημοκρατίας, Ποινική Εφ. 2/2018 ημερ. 12.9.18)».

Αντίστοιχα στην παρούσα, αποτελεί κρίση του Δικαστηρίου ότι η πρόθεση εμπεριέχεται ως συστατικό στοιχείο του αδικήματος, χωρίς να χρειάζεται η απόδειξη οποιασδήποτε ειδικής πρόθεσης (specific intent). Δεν χρειάζεται δηλαδή να στοιχειοθετηθεί ότι σκοπός ήταν η έκθεση παιδιού σε σκηνές ακατάλληλες για αυτό, όμως, από την άλλη, για να στοιχειοθετηθεί το αδίκημα, πρέπει ως αποτέλεσμα, το παιδί να έχει γίνει μάρτυρας αυτών (result crime).

Είναι εδώ που έχει τη δική του, βαρύνουσα σημασία το γεγονός ότι, η «πρόθεση» ως όρος, δεν περιλαμβάνει μόνο τις πράξεις που γίνονται κακόβουλα ή με κάποια σκοπιμότητα αλλά και αυτές που γίνονται εκούσια μεν, απερίσκεπτα δε. Το παρόν αδίκημα δυνάμει των πιο πάνω, μπορεί να διαπραχθεί και με απερισκεψία (recklessness). Πρόκειται, ως λέχθηκε στην Χαραλάμπους «για την ενσυνείδητη ή υποκειμενική απερισκεψία τύπου «Cunningham» για την οποία στην υπόθεση Ιωάννου ν Δημοκρατίας (2015) 2(Α) Α.Α.Δ.256, λέχθηκαν τα εξής:

«Ο όρος “recklessness” (ενσυνείδητη ή υποκειμενική αμέλεια ή αμέλεια πρώτου βαθμού) εξηγήθηκε στην υπόθεση Cunningham [1957] 2 All ER 412,  ως η ενσυνείδητη ανάληψη κινδύνου (conscious risk taking) ως εξής: “the accused has foreseen that the particular kind of harm might be and yet has gone on to take the risk of it”». 

Στο Σύγγραμμα Card, Cross & Jones Criminal Law, 20η έκδοση (2012) παρ. 3.21 διαβάζουμε τα εξής σε σχέση με την ένοχη διάνοια και πώς αυτή ενδέχεται να εξωτερικευτεί:

«Some judges have added to the confusion by introducing the term “basic intent”. A basic intent (δηλαδή η πρόθεση) is not another type of intent and, surprisingly, it is not limited to intention at all. “Basic intent” bears at least three meanings which are not mutually exclusive:

·                              In the words of Lord Simon in DPP v Morgan: By ‘crimes of basic intent I mean those crimes whose definition expresses (or, more often, implies) a mens rea [whether intention, or recklessness or knowledge which are discussed later] which does not go beyond actus reus,

·                              A state of mind in respect of whose absence evidence of D’s voluntary intoxication is irrelevant; and

·                              An intent to do the act required for the actus reus, ie a deliberate or voluntary act». 

Ο κ. Καζαντζής εισηγείται ότι το ρήμα «προκαλεί» οφείλει να ερμηνευθεί κατά τρόπον που να επιβάλλει γνώση στον κατηγορούμενο ότι αποδέκτης του μηνύματος ήταν το συγκεκριμένο παιδί. Κοντολογίς, η «πρόκληση» κατά την υπεράσπιση θα έπρεπε να αφορά συγκεκριμένα την παραπονούμενη. Υπό αυτό το πρίσμα, η κατηγορούσα αρχή θα έπρεπε να αποδείξει ότι η αποστολή του μηνύματος ήταν στοχευμένη, με αποκλειστικό αποδέκτη την ανήλικη. Η επιχειρηματολογία του συνηγόρου επί του προκείμενου είναι αμφίσημη. Και εξηγώ.

Εισηγείται η υπεράσπιση δηλαδή ότι, αν το μήνυμα έβλεπε πρώτη η ‘Α. ή οποιοδήποτε άλλο παιδί βρισκόταν στην παρέα των ανηλίκων κατά τη δεδομένη στιγμή και όχι η κατά τον κ. Καζαντζή, στοχευμένη παραλήπτης, ο κατηγορούμενος όφειλε να μην κατηγορηθεί επειδή σκοπός του ήταν όπως το μήνυμα παραληφθεί και θεαθεί μόνο από το συγκεκριμένο παιδί;

Δεύτερον, αν η εισήγηση γινόταν αποδεκτή, τότε η συγκεκριμένη νομοθετική πρόνοια θα απέληγε σε γράμμα κενού περιεχομένου, και αυτό γιατί θα εναπόθετε ένα υπέρμετρο βάρος επί των ώμων της κατηγορούσας αρχής η οποία θα αδυνατούσε να αποδείξει -σε κάθε περίπτωση που παιδί γινόταν μάρτυρας τέτοιων απεικονίσεων-, γνώση του κατηγορούμενου. Πέραν των ως άνω, μια τέτοια ερμηνεία αντίκειται στο όλο πνεύμα του Νομοθετήματος σκοπός του οποίου είναι η προστασία των παιδιών όχι μόνο από  περιπτώσεις όπου κατηγορούμενα πρόσωπα σκοπίμως αποστέλλουν, εκθέτουν και παρουσιάζουν τέτοιες εικόνες σε παιδιά, αλλά και στις περιπτώσεις όπου παιδί γίνεται μάρτυρας, ένεκα απερισκεψίας του θύτη.

Γι’ αυτό είναι που έχει «σημασία ποιο είναι το actus reus, διότι στη βάση των όσων έχουν εξηγηθεί, η mens rea θα είναι η πρόθεση πλήρωσης του actus reus του συγκεκριμένου αδικήματος, ή η απερισκεψία σε σχέση με την πλήρωση του (βλ. Smith, Hogan & Omerodss Criminal Law (ante) par. 3.1.2 σελ. 92».[18] Στην παρούσα, όπως έχει πολλάκις λεχθεί, ο κατηγορούμενος δεν αμφισβητεί ότι απέστειλε αρχείο με πορνογραφικό περιεχόμενο στην ανήλικη παραπονούμενη.

Τα γεγονότα φανερώνουν ότι ο κατηγορούμενος, -πέραν και ανεξάρτητα του ποιος τελικά ήταν ο αποδέκτης του μηνύματος-, αποφάσισε εκούσια αποστείλει ένα συγκεκριμένο αρχείο. Προς επίτευξη της πράξης του αυτής, και αναφέρομαι μόνο στην επιλογή του περιεχομένου του μηνύματος, χρειάστηκε κάποια διεργασία, η οποία δεν διεξήχθη από τρίτο πρόσωπο, αλλά από τον ίδιο τον κατηγορούμενο, ως ανέφερε. Και εξηγώ. Η θέση του ότι δεν είναι καλός χειριστής της τεχνολογίας, προσπαθώντας να πείσει ότι «δεν ξέρει ούτε τα βασικά», δεν μπορεί εκ του αποτελέσματος να πείσει, και αυτό γιατί, ως θέμα εφαρμογής της κοινής λογικής και όχι υποθέσεων, για να μπορέσει να αποσταλεί το συγκεκριμένο αρχείο, ο ίδιος αποφάσισε ποιο αρχείο θα απέστελλε, εντόπισε αυτό εντός του αρχείου των φωτογραφιών του ή μέσω διαδικτύου, επέλεξε αυτό και μετά ενέταξε αυτό εντός μιας συνομιλίας η οποία αφορούσε σε διαδικτυακό σύνδεσμο/ πλατφόρμα. Συνεπώς, κατά το χρόνο επιλογής και αποστολής του μηνύματος ο κατηγορούμενος γνώριζε πολύ καλά τί είδους αρχείο επρόκειτο να αποστείλει, αναλαμβάνοντας ένα ρίσκο κατά την συνειδητή αποστολή του, ένεκα ακριβώς του περιεχομένου του.

Το μόνο που παραμένει να εξεταστεί είναι κατά πόσον η υπεράσπιση της «πλάνης ή του λάθους» (βλ. άρθρο 10 του Π.Κ)[19] που επικαλείται ο κατηγορούμενος μπορεί να επιτύχει. Εάν η απάντηση είναι θετική, η απαλλαγή του από την κατηγορία είναι μονόδρομος. Υπενθυμίζεται ότι η υπεράσπιση φέρει το βάρος απόδειξης, στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων.

Τα γεγονότα στην παρούσα δεν δικαιολογούν τη διαπίστωση περί ειλικρινούς και εύλογης, αλλά κατά τα άλλα, πεπλανημένης αντίληψης πραγμάτων. Ο κατηγορούμενος επέδειξε απερισκεψία (recklessness) κατά την αποστολή του μηνύματος προκαλώντας παιδί να γίνει μάρτυρας σκηνών πορνογραφικού περιεχομένου. Αυτό επειδή υπό τις περιστάσεις ο κίνδυνος ήταν υπαρκτός, τον γνώριζε (αφού γνώριζε το περιεχόμενο του μηνύματος) και παρά ταύτα ανέλαβε αυτόν, αποφασίζοντας να αποστείλει το μήνυμα, χωρίς καν να μπει στον κόπο να βεβαιωθεί ότι το απαγορευμένο κατά το νόμο αρχείο, θα έφθανε με ασφάλεια στον παραλήπτη που είχε υπόψιν του. Η θέση του ότι «ήταν του ύπνου», ή ότι «δεν ξέρει να διαβάζει πεζά γράμματα», εξ’ ου μεταξύ άλλων και το λάθος, αφού δεν ήταν σε θέση να αναγνωρίσει ότι επρόκειτο για το λογαριασμό της ανήλικης, όχι μόνο δεν αντέχει στη βάσανο της λογικής, αλλά ανετράπη από τον ίδιο κατά το στάδιο της μαρτυρίας του, ανάλυση της οποίας έγινε ανωτέρω.

Τα πιο κάτω δεδομένα, ήτοι:

(α) ότι η φωτογραφία του Β. αποτέλεσε συνέχεια της συνομιλίας που είχε ο κατηγορούμενος με την ανήλικη τις αμέσως προηγούμενες ημέρες,

(β) ότι στο πάνω μέρος της οθόνης καταγραφόταν το όνομα της ανήλικης παραπονουμενης ως ο αποστέλλων τη φωτογραφία λογαριασμός,

(γ) ότι το όνομα επί του λογαριασμού πλαισιωνόταν από φωτογραφία της ανήλικης,

(δ) ότι την εν λόγω φωτογραφία και όνομα λογαριασμού μπορούσε να αναγνωρίσει όταν την «έψαχνε» εντός της εφαρμογής «Messenger» για να της μιλήσει ως και έπραττε, (σύμφωνα με τις αναφορές του),

(ζ) το γεγονός ότι όλες (οι ενώπιον του Δικαστηρίου) μεταξύ τους συνομιλίες ήταν σε πεζή γραμματοσειρά

(η) και με γνώμονα ότι επέλεξε να απαντήσει στο συγκεκριμένο μήνυμα (τη φωτογραφία του Βάσσου), αποστέλλοντας το συγκεκριμένο αρχείο, με

(θ) αποκορύφωμα ότι την επομένη είδε, όταν απέστειλε εκ νέου μήνυμα στην ανήλικη, ότι της έστειλε το συγκεκριμένο βίντεο (το οποίο σύμφωνα με τη δική του θέση δεν θα έπρεπε να εντοπίζεται εντός της συγκεκριμένης συνομιλίας), μη αναφέροντας οτιδήποτε περί τούτου ούτε την 23.11.19, αλλά ούτε και την 26.11.19 όταν της έστειλε εκ νέου μήνυμα, (στα οποία η ανήλικη δεν απάντησε)-

δεν μπορούν παρά να εκβαθρώνουν, έστω και στη βάση των πιθανοτήτων, το επιχείρημα της υπεράσπισης ότι ο κατηγορούμενος διενήργησε πράξη υπό το καθεστώς πλάνης, ως προς τα πράγματα. Κανένα από τα πιο πάνω δεδομένα, είτε αυτά ιδωθούν απομονωμένα είτε ως σύνολο, είναι ικανά, από την στιγμή που όλα τα αναγκαία και απαραίτητα στοιχεία προς αποφυγήν του λάθους, ήταν διαθέσιμα και ενώπιον του κατηγορούμενου, να συνηγορήσουν υπέρ της αποδοχής των προβαλλόμενων θέσεων του περί πλάνης.

 

Ενόψει όλων των πιο πάνω, το Δικαστήριο καταλήγει ότι ο κατηγορούμενος απέστειλε το βίντεο εκούσια, γνωρίζοντας το περιεχόμενο του, επιδεικνύοντας αδιαφορία τόσο ως προς το κίνδυνο που αναλάμβανε, αλλά και ως προς τις συνέπειες των πράξεων του, οι οποίες θα μπορούσαν να αποφευχθούν αν έστρεφε, (ως όφειλε), την προσοχή του σε δεδομένα τα οποία ήταν οφθαλμοφανή, εμφανή και αντανακλόμενα επί της οθόνης του κινητού του, ευρισκόμενα μόλις μερικά εκατοστά πιο πάνω από τη φωτογραφία του Βάσσου.

Δεν υπάρχει οποιαδήποτε αμφιβολία στο μυαλό του Δικαστηρίου ότι κανένας λογικός και συνετός άνθρωπος, έχοντας αποφασίσει να αποστείλει ένα τέτοιο μήνυμα, δεν θα απέστελλε αυτό, (αναλαμβάνοντας τον προαναφερθέν κίνδυνο), περιοριζόμενος αποκλειστικά και μόνο στο ότι είδε τη φωτογραφία ενός φίλου του, αποτυπωμένη σε ένα μήνυμα.

Κρίνεται κατάλληλο στάδιο όπως σημειωθεί ότι δεν διέλαθαν φυσικά της προσοχής του Δικαστηρίου, και τα λοιπά στοιχεία που πλαισιώνουν και αφορούν την φερόμενη πρόθεση του κατηγορούμενου, όπως παραδείγματος χάριν ότι ο χρόνος ανταπόκρισης στο μήνυμα ήταν ελάχιστος, ή ότι ο κατηγορούμενος δεν αποτελεί, ας επιτραπεί στο Δικαστήριο ο όρος, «κλασσική περίπτωση θηρευτή», αφού ποτέ και σε καμία από τις πολύωρες συνευρέσεις του με την ανήλικη δεν εξωτερίκευσε οτιδήποτε ερωτικό ή σεξουαλικό. Τα πιο πάνω όμως, όπως ομοίως και η θέση του ότι «δεν υπέθεσε ποτέ ότι ο Βάσσος θα έβρισκε τις νεαρές σε καφετέρια, αποστέλλοντας φωτογραφία του από το λογαριασμό της παραπονούμενης» δεν αφαιρεί κατ’ ελάχιστο από την ποινική του ευθύνη, μήτε και μπορεί να αποτελέσει υπεράσπιση στην αδιαφορία που επέδειξε.

Ζητήματα Δίκαιης Δίκης- Πλημμελής Διερεύνηση

 Διατείνεται η υπεράσπιση ότι η διεξαχθείσα έρευνα έγινε, έχοντας στο επίκεντρο της τη στοιχειοθέτηση της ενοχής του κατηγορούμενου, αγνοώντας σημαντικά επιμέρους στοιχεία για την υπεράσπιση του. Το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη αφορά σε όλα τα στάδια της διαδικασίας και σε κατάλληλες περιπτώσεις, σοβαρές παραλείψεις των ανακριτικών αρχών, δυνατόν να οδηγήσουν και σε απαλλαγή ενός κατηγορούμενου. Προϋπόθεση όμως για να καταλήξουν εκεί τα πράγματα είναι η απόδειξη από μέρους της υπεράσπισης – η οποία φέρει και το βάρος απόδειξης στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων- ότι ο κατηγορούμενος ένεκα των πιο πάνω παραλείψεων τέθηκε σε δυσμενή θέση έναντι της κατηγορούσας αρχής. Σύμφωνα με τον κ. Καζαντζή, ο πελάτης του τέθηκε σε μειονεκτική θέση επειδή η ανακριτής:

(α) Δεν έλαβε καταθέσεις από τους γονείς της ανήλικης και μητέρα της ‘Α. προς διαπίστωση του χαρακτήρα του κατηγορούμενου,

(β) Δεν εξέτασε κατά πόσον υπήρχαν αλλότρια κίνητρα από την ανήλικη αναφορικά με την υποβολή καταγγελίας, εισηγούμενος ότι η καταγγελία έγινε μόνο και μόνο επειδή η μητέρα της ‘Α. αποκάλεσε την παραπονούμενη ψεύτρα,

(γ) Παρέλειψε να εξακριβώσει κατά πόσον ο κατηγορούμενος αδυνατούσε να διαβάζει πεζά γράμματα ή το ελλιπές των γνώσεων του σε σχέση με τα τεχνολογικά μέσα τα οποία χειρίζετο,

(δ) Παρέλειψε να μάθει κατά πόσον ο κατηγορούμενος, ένεκα των πιο πάνω αναγκάζετο να προωθεί τα μηνύματα που λάμβανε σε τρίτα πρόσωπα για να του τα αναγνώσουν,

(ε) Δεν θεώρησε αναγκαίο να ρωτήσει τον ΜΚ2 αν τέτοιου είδους μηνύματα αντάλλαζαν με τον κατηγορούμενο.

Έχοντας εξετάσει στο σύνολο της την μαρτυρία της ΜΚ5, το Δικαστήριο δεν μπορεί να συμφωνήσει με την εισήγηση της υπεράσπισης και αυτό γιατί, δεν έχει εντοπίσει οποιοδήποτε στοιχείο πλημμελούς εκτέλεσης καθήκοντος ή προκατάληψης, μήτε και έχει προσκομιστεί οποιαδήποτε αξιόπιστη μαρτυρία από πλευράς κατηγορουμένου που να αντικρούει, την ούτως ή άλλως αποδεχθείσα και αποδειχθείσα θέση της ΜΚ5 ότι η διερεύνηση έγινε ορθά και νομότυπα.

(α) Διαφεύγει φαίνεται του συνηγόρου υπεράσπισης, η σύγκλιση που υπάρχει ως προς το ποιόν του κατηγορούμενου περιλαμβανομένης και της πρότερης, μη μεμπτής συμπεριφοράς του προς την ανήλικη. Η ΜΚ5 δήλωσε απερίφραστα ενώπιον του Δικαστηρίου ότι, όλη η μαρτυρία που συλλέχθηκε επί του προκείμενου, συνέπλεε ως προς τις ανωτέρω τοποθετήσεις του συνηγόρου. Τα πιο πάνω αποτελούν στοιχεία που συνηγορούν υπέρ της αντικειμενικότητας και της αμεροληψίας που υπήρξε από μέρους των ανακριτικών αρχών κατά την παρουσίαση της υπόθεσης στο Δικαστήριο.

(β) Η τοποθέτηση της ανακρίτριας ότι καμία (περαιτέρω) μαρτυρία δεν θα μπορούσε να διαφωτίσει το Δικαστήριο ως προς τις συνθήκες αποστολής του συγκεκριμένου μηνύματος, το οποίο είναι και το μόνο επίδικο ζήτημα στην παρούσα κρίνεται ορθή, αφού κανείς άλλος δεν εμπλέκετο στην αποστολή του, πλην του κατηγορούμενου.

(γ) Παραπονείται περιπλέον η υπεράσπιση ότι δεν δόθηκε η ευκαιρία σε τρίτα πρόσωπα να επιβεβαιώσουν τις θέσεις του κατηγορούμενου ως προς την αδυναμία του να αναγιγνώσκει το περιεχόμενο των μηνυμάτων που λαμβάνει. Το μήνυμα που έλαβε όμως, και αποτέλεσε την απαρχή του τέλους, δεν αφορούσε σε «κανονικού τύπου» μήνυμα, αποτυπωμένο δια κάποιας γραμματοσειράς, το οποίο αδυνατούσε να διαβάσει. Μήτε και αποτέλεσε θέση του κατηγορούμενου ότι αυτό απέστειλε σε τρίτα πρόσωπα για να του το εξηγήσουν.  Η αποστολή του βίντεο ήταν εις απάντηση της φωτογραφίας που έλαβε. Συνεπώς, το κατά πόσον ο κατηγορούμενος προωθεί το περιεχόμενο των μηνυμάτων του σε τρίτα πρόσωπα για να του τα αναγνώσουν, ποσώς αφορά ή άπτεται του τί το Δικαστήριο, καλείται να απαντήσει. 

(δ) Η αστυνομία αξιολογώντας από την μία, τις συνθήκες κάτω από τις οποίες απεστάλη το επίδικο μήνυμα και από την άλλη τους ισχυρισμούς του κατηγορουμένου ως προς τους λόγους που το απέστειλε, παρουσίασε ενώπιον του Δικαστηρίου όλη την απαραίτητη κατά την κρίση της μαρτυρία (ήτοι τα μηνύματα που ανταλλάγηκαν μεταξύ δύο μερών), αφήνοντας το Δικαστήριο να αποφασίσει τόσο ως προς τις ικανότητες του κατηγορούμενου να χειρίζεται την τεχνολογία, αλλά και να συνομιλεί μέσω αυτής. Σημειώνεται ότι, μήτε ο κατηγορούμενος, για λόγους που αφορούν τον ίδιο, παρουσίασε οποιαδήποτε μαρτυρία προς την αντίθετη κατεύθυνση (παιδιά, πρώην σύζυγο, φίλους).

Όσον αφορά το κατά πόσον ο κατηγορούμενος αντάλλαζε τέτοιας φύσεως μηνύματα με τον ΜΚ2, σημειώνεται ότι ο πρώτος τίποτα σχετικό επί τούτου δεν ανέφερε ανακριθείς, μήτε και υπέδειξε οποιοδήποτε σχετικό μήνυμα προς υποστήριξη των θέσεων του. Από τη στιγμή που η εν λόγω πληροφορία δεν ήταν διαθέσιμη στους ανακριτές, και με δεδομένο ότι αυτήν μόνο ο κατηγορούμενος γνώριζε, δεν μπορεί να γίνεται λόγος για πλημμελή διερεύνηση εκ μέρους των αρχών. Ας λεχθεί, ειρήσθω εν παρόδω ότι, ως προς τα πιο πάνω, σχετική ερώτηση δεν τέθηκε από την υπεράσπιση προς τον ΜΚ2.

Δυνάμει των πιο πάνω, οι θέσεις της υπεράσπισης ότι ο κατηγορούμενος τέθηκε σε δυσμένεια ένεκα των παραλείψεων των ανακριτικών αρχών οι οποίες ήταν, κατ΄ισχυρισμόν της έκτασης που εισηγείται η υπεράσπιση, δεν κατάφεραν να πείσουν ούτε στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων. Η σχετική εισήγηση απορρίπτεται.  

Κατάληξη

Το Δικαστήριο, δυνάμει όλων των πιο πάνω, καταλήγει ότι κατηγορούσα αρχή έχει καταφέρει όπως αποδείξει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας ότι ο κατηγορούμενος προκάλεσε ώστε παιδί το οποίο δεν είχε φτάσει στην ηλικία συναίνεσης, γίνει μάρτυρας σεξουαλικών πράξεων ή απεικόνισης τέτοιων. Ως εκ των ανωτέρω, ο κατηγορούμενος κρίνεται ένοχος στην κατηγορία που αντιμετωπίζει.

 

 

(Υπογρ.)……………………………….

                           M. Ναθαναήλ, Ε.Δ.

Πιστό Αντίγραφο

Πρωτοκολλητής

 



[1] (Ημερομηνία λήψης της οπτικογραφημένης κατάθεσης της παραπονούμενης).

[2] (βλ. Κατάθεση Μάρτυρος Τεκμήριο 6).

[3] Αίτηση υπ’ αριθμόν 51/20 – Τεκμήριο 15

[4] (βλ. Τεκμήρια 3 και 4 και Απομαγνητοφώνηση Τεκμήριο 11)

[5] (Ο γιος του κατηγορούμενου ήταν συμμαθητής της)

[6] Cyprus Popular Bank Public Co Ltd – Υπό εξυγίανση δυνάμει των προνοιών του Περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και Αλλών Ιδρυμάτων Νόμου Ν.17(1)/2013 (Ενεργώντας Μέσω της Ειδικής Διαχειρίστριας της, Άντρης Αντωνιάδου) ν Otis Elevators (Cyprus) Ltd, Πολ. Εφ. 371/2009 ημερ. 16.2.2015).             

[7] (βλ. Anastassiades ν. the Republic (1977) 2 C.L.R. 97 και Πέγκερος ν. Δημοκρατίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 143).

[8] Κλείτου ν. Δημοκρατίας (2011) 2 ΑΑΔ 113, Τυμπιώτης ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω, Σ.Π. ν. Αστυνομίας (2014) 2 Α.Α.Δ.468, Ε. ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 50/2018, ημερομηνίας 8.4.2020, ECLI:CY:AD:2020:B120 και Α.Ν. ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 147/2021, ημερομηνίας 16.3.2022, ECLI:CY:AD:2022:B95.

[9] (Προέρχεται από το αρχαίο «παιδίον», «παις», το οποίο σημαίνει «λίγος», «μικρός»).

[10] (βλ. Police v. Georghiades (1983) 2 C.L.R. 33, Αστυνομία ν. Γιάλλουρου (1992) 2 Α.Α.Δ. 147, Σιάμισιης ν.    Αστυνομίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 308)

[11] «Ιδιωτική επικοινωνία περιλαμβάνει οποιαδήποτε προφορική ή γραπτή ή άλλης μορφής επικοινωνία η οποία γίνεται από πρόσωπο κάτω από περιστάσεις κατά τις οποίες είναι λογικό το πρόσωπο αυτό να αναμένει ότι δεν θα υποκλαπεί ή θα παρακολουθηθεί από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο εκτός από εκείνο το οποίο σκοπείται να λάβει την επικοινωνία αυτή».

[12] (βλ. Ανακριτική Κατάθεση Τεκμήριο 13)

[13] (Βλ. Σελίδες 32 και 33 Αγόρευσης- Έγγραφο Ψ’)

[14] (Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας Γ. Μπαμπινιώτη (Επανεκτύπωση) σελ. 1498 και 2029)

[15] (βλ.Sweet v Parsley [1970] AC 132, R v Lane [2018] 1 WLR 3647, B (A Minor) v Director of Public Prosecutions [2000] 2 AC 428)

[16] Συμμετοχή με παιδί σε σεξουαλικές πράξεις.

[17] (βλ. επίσης Smith, Hogan & Ormerod’s Criminal Law (ante) par. 2.1.2)

[18] (βλ. Αντώνης Χαραλάμπους (ante)).

[19] (A person who does or omits to do an act under an honest and reasonable, but mistaken, belief in the existence of any state of things is not criminally responsible for the act or omission to any greater extend than if the real state of things had been such as he believed to exist). 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο