Αστυνομικός Διευθυντής Λευκωσίας ν. Κύπρος Κυπρή, Υπόθεση υπ’ αρ: 9380/20, 31/3/2025
print
Τίτλος:
Αστυνομικός Διευθυντής Λευκωσίας ν. Κύπρος Κυπρή, Υπόθεση υπ’ αρ: 9380/20, 31/3/2025

ΣΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ  

ΕΝΩΠΙΟΝ: Μ. Ναθαναήλ, Ε.Δ.

Υπόθεση υπ’ αρ: 9380/20

Αστυνομικός Διευθυντής Λευκωσίας  

                                                                                                    Κατηγορούσα Αρχή

                                                              και

                                                 Κύπρος Κυπρή    

Ημερομηνία: 31 Μαρτίου 2025

Εμφανίσεις:

Για Κατηγορούσα Αρχή: κα. Μ. Χαραλάμπους  

Για Κατηγορούμενο: κ. Α. Ευτυχίου     

Κατηγορούμενος: Παρών

ΑΠΟΦΑΣΗ

Σκιαγράφηση της Υπόθεσης

Τα γεγονότα που επεσυνέβησαν την 15η Ιουλίου 2019 στο χωριό Ποταμία της επαρχίας Λευκωσίας, ήτοι η κατ΄ ισχυρισμόν μεταφορά πυροβόλου όπλου κατά τη διάρκεια της κλειστής περιόδου κυνηγίου από τον 75χρονο σήμερα, κατηγορούμενο (1η κατηγορία)[1] και η από μέρος του οπλοφορία με σκοπό τη διέγερση τρόμου στους Okay Atay (2η κατηγορία)[2] και Nahide Ismal (3η κατηγορία) οδήγησαν στην καταχώρηση και εκδίκαση του παρόντος κατηγορητηρίου. Προς απόδειξη της υπόθεσης η κατηγορούσα αρχή κάλεσε τέσσερις μάρτυρες οι οποίοι αντεξετάστηκαν δεόντως από τον συνήγορο υπεράσπισης. Ο κατηγορούμενος, αφού κλήθηκε από το Δικαστήριο σε απολογία, έδωσε την δική του εκδοχή από το εδώλιο του μάρτυρα, καλώντας προς υπεράσπιση του δύο ακόμη πρόσωπα.

Μαρτυρία Κατηγορούσας Αρχής

ΜΚ1 ο Αστυφύλακας 520 ο οποίος παρακολούθησε, σύμφωνα με την κατάθεση του Τεκμήριο 1, πρόγραμμα εκμάθησης της Τουρκικής Γλώσσας στην Αστυνομική Ακαδημία Κύπρου. Την 17.7.19 έλαβε κατάθεση από τον Τουρκοκύπριο παραπονούμενο κάτοικο Ποταμιάς, Okay Atay σχετικά με τις εναντίον του κατηγοροούμενου, κατηγορίες. Ο μάρτυρας δεν αντεξετάστηκε.

ΜΚ2 η παραπονούμενη, Nahide Ismal, σύζυγος του Okay Atay και κάτοικος της Οδού [ ] 7 στην Ποταμιά. Στην εν λόγω οικία διαμένει με το σύζυγο της και το ανήλικο παιδί τους από το 2016. Στην κατάθεση της Τεκμήριο 3 καταγράφει ότι ο κατηγορούμενος γείτονας τους διαμένει απέναντι από το σπίτι τους με την Τουρκοκύπρια Σαφιγιέ Χασάν. Το παιδί της διαγνώσθηκε με αυτισμό, γεγονός που ανάγκασε όπως μένει σπίτι για να το προσέχει, προσπαθώντας παράλληλα να εξεύρει μια μερικής απασχόλησης εργασία. Με τον κατηγορούμενο είχαν και στο παρελθόν προβλήματα, με τις υποθέσεις τους να οδηγούνται πέραν της μίας φοράς, στο Δικαστήριο. Την 15.7.19 και περί ώρα 16:30, ενώ η ίδια ήταν έξω από το σπίτι με το σύζυγο και τον (τότε) τρίχρονο υιό τους ο οποίος έπαιζε με το ποδήλατο του, είδε τον κατηγορούμενο να βγαίνει έξω από το σπίτι της Σαφιγιέ κρατώντας με τα δύο του χέρια ένα κυνηγετικό όπλο, περπατώντας κατά πάνω τους. Η απόσταση μεταξύ των δύο σπιτιών είναι περί τα 14 μέτρα. Καθώς τους στόχευε με το όπλο, ο κατηγορούμενος έτρεμε ολόκληρος ενώ επί του σώματος του έφερε ζώνη με σφαίρες. Ο κατηγορούμενος φορούσε μια μπλούζα ροζ χρώματος και ένα ανοικτόχρωμο παντελόνι τύπου καμουφλάζ. Είπε στο σύζυγο της: «Κοίτα, τρελάθηκε ξανά» με το σύζυγο της να απαντά: «Γρήγορα όλοι, μπείτε μέσα και καλέστε την αστυνομία». Η ίδια κάλεσε αμέσως τον αριθμό 112. Είδε, από το παράθυρο της κουζίνας της τον κατηγορούμενο να εισέρχεται εντός του κόκκινου αυτοκινήτου που είχε και να σταθμεύει έξω από την κύρια είσοδο της οικίας της Σαφιγιέ. Ο κατηγορούμενος άνοιξε την δεξιά πισινή πόρτα του οχήματος του και τοποθέτησε εντός αυτού μεταξύ άλλων, το κυνηγετικό όπλο που κρατούσε κάποια λεπτά προηγουμένως. Το όπλο «είχε μακρύ μέταλλο, μαύρου χρώματος, το οποίο είναι το σώμα του κυνηγετικού όπλου, με ξύλο στο τέλος». Ο κατηγορούμενος απομακρύνθηκε από το χώρο οδηγώντας με ταχύτητα. Η ίδια φοβήθηκε για τη ζωή της ιδίας και της οικογένειας της.  Η αστυνομία της υπέδειξε μετά την παραλαβή τους, τα όπλα που ο κατηγορούμενος παρέδωσε, με αυτήν να αναγνωρίζει ένα εξ’ αυτών ως το όπλο που ο τελευταίος κρατούσε την επίδικη ημέρα. Σύμφωνα με τη συμπληρωματική της κατάθεση Τεκμήριο 3Α, αυτό ήταν «ένα κοντό, δίκαννο, μακρύ όπλο, μαύρου χρώματος, με ξύλινο το κάτω μέρος και μεταλλική σκανδάλη».

Συνέχισε κατά την κυρίως εξέταση της δηλώνοντας ότι υπήρχαν και άλλες υποθέσεις που εκκρεμούσαν εναντίον του κατηγορούμενου για τη συμπεριφορά του, με την ίδια μάλιστα να έχει νοσηλευτεί στο παρελθόν σε σχέση με σωματική βλάβη που της είχε προκαλέσει. Η συμπεριφορά του κατηγορούμενου της προκαλεί πανικό. Ο δρόμος που χωρίζει τα δύο σπίτια είναι ένας μικρός, στενός, αστικός δρόμος και στο σημείο δεν υπάρχουν πεζοδρόμια. Η ίδια στεκόταν επί του δρόμου ουσιαστικά, επιβλέποντας τον ανήλικο υιό της. Ο κατηγορούμενος εξήλθε από την «πόρτα της πίσω αυλής της γειτόνισσάς της, μεταβαίνοντας στο συνορεύον με αυτήν άδειο χωράφι». Το χωράφι βρίσκεται ακριβώς απέναντι από το σπίτι τους. Παρά το ότι υπάρχουν και άλλα σπίτια επί της Οδού Αγίας Μαρίνας, τα μόνα που κατοικούνται στο παρόν στάδιο είναι της ιδίας και της γειτόνισσας της. Η μάρτυρας έδειξε στο Δικαστήριο ότι ο κατηγορούμενος κρατούσε το όπλο «επ' ώμου», στοχεύοντας τους. Το ποδήλατο του παιδιού άφησαν έξω στο δρόμο από την αναστάτωση που τους προκλήθηκε.  Η μάρτυρας αναγνώρισε από το Τεκμήριο 4 (φωτογραφικό υλικό) το όπλο που κρατούσε ο κατηγορούμενος τη συγκεκριμένη ημέρα, υποδεικνύοντας τη τρίτη στη σειρά φωτογραφία (Δόκο Ζ. Hermanas με αριθμό 60-03-1906-06- Τεκμήριο 10).

  Αντεξετασθείσα ρωτήθηκε αν ο κατηγορούμενος είναι κυνηγός, με την μάρτυρα να απαντά ότι δεν γνωρίζει όμως εν πάση περιπτώσει, η ίδια και το παιδί της δεν αποτελούν «θήραμα», για να τους συμπεριφέρονται με αυτό τον τρόπο. Τα όσα επιμαρτυρούσε από το παράθυρο της κουζίνας της αναφορικά με τη χρήση του οχήματος από τον κατηγορούμενο μετέφερε τηλεφωνικώς στην αστυνομία με την οποία μιλούσε παράλληλα, έντρομη. Από το παράθυρο της κουζίνας της κάποιος μπορεί να δει την κύρια είσοδο της οικίας της Σαφιγιέ, οι δε αποστάσεις είναι τόσο κοντινές που «το τηλέφωνο του απέναντι ακούγεται όταν κτυπά». Υποθέτει ότι, επειδή ο κατηγορούμενος γνώριζε ότι θα καταγγελλόταν για την προηγηθείσα πράξη του,  επέλεξε να περιμαζέψει τα όπλα του και να τα τοποθετήσει εντός του οχήματος του, μεταφέροντας τα αλλού. Συνέχισε, ερωτηθείσα σχετικά, αναφέροντας ότι ο κατηγορούμενος μετά που πρόταξε το κυνηγετικό όπλο προς το μέρος τους, εισήλθε εντός της οικίας από την «πίσω πόρτα από όπου είχε προηγουμένως εξέλθει», μπήκε στο αυτοκίνητό του και οδήγησε με την όπισθεν το όχημα από το χωράφι προς την κύρια είσοδο της οικίας της συμβίας του. Στη θέση της υπεράσπισης ότι ο κατηγορούμενος δεν έπραξε τίποτα από τα πιο πάνω καθότι εκείνη την ώρα καθάριζε το όπλο του στη βεράντα της οικίας του, παρουσία  τρίτου προσώπου η μάρτυρας απάντησε αρνητικά. 

Υπέβαλε η υπεράσπιση ότι ο κατηγορούμενος δεν είχε κανέναν λόγο να τους εχθρεύεται, εν αντιθέσει με τους ίδιους οι οποίοι είχαν κάθε κίνητρο να τον καταγγείλουν αφού τον θεωρούν μαζί με τη Σαφιγιέ, ως υπαίτιους για τη διακοπή του ερωτικού δεσμού που διατηρούσε ο πατέρας του παραπονούμενου με τη θυγατέρα της τελευταίας.  Στη θέση αυτή η μάρτυρας απάντησε αρνητικά δηλώνοντας ότι η οικογένεια της δεν έχει κανένα πρόβλημα με τον ίδιο αφού εν πάση περιπτώσει ένεκα της διαφοράς στη γλώσσα, ουδείς εξ’ αυτών μπορεί να αντιληφθεί τί λέει ο άλλος. Τα προβλήματα ανέφερε η ΜΚ2 ξεκίνησαν όταν η ίδια άρχισε να διερευνά την εξαφάνιση του ξαδέλφου της Μουσταφά, γεγονός το οποίο δεν εκτιμήθηκε καθόλου από τους γείτονες της. Ο κατηγορούμενος παρασυρόμενος από όσα του αναφέρουν τρίτα πρόσωπα για το άτομο τους τους βρίζει, οδηγεί επικίνδυνα και τους εκφοβίζει σε βαθμό που πλέον οι σχέσεις τους είναι τεταμένες.  Ο κατηγορούμενος κατά τη μάρτυρα, την εχθρεύεται επειδή είναι Τουρκοκύπρια. Το ακόλουθο απόσπασμα από την αντεξέταση μιλά από μόνο του:

«E.  Σου υποβάλλω ότι ο κατηγορούμενος συζεί με μια Τουρκοκύπρια και δεν έχει πρόβλημα με τους γείτονες τους Τουρκοκύπριους, όπως εσάς. Γιατί να τσακώνεστε;

A.   Μα δεν έχει πρόβλημα με τους Ελληνοκύπριους. Εγώ δεν μαλώνω, αμύνομαι για τον εαυτό μου. Εγώ είμαι που δέχτηκα επίθεση, εγώ δεν έχω επιτεθεί.

E.    Αλλά αντιλαμβάνομαι ότι μετά που έκοψε τις σχέσεις με την κόρη της Σαφιγιέρ εχαλάσαν και οι σχέσεις σας και με αυτήν και με την κόρη της;

A.   Όχι, αν ακούγατε εξαρχής, για αυτό ξεκίνησα να πω, ξέρω ότι είναι μεγάλη ιστορία αλλά κάποια πράγματα πρέπει να ειπωθούν, για να μπορείτε να καταλάβετε. Ακόμα και μετά το χάλασμα της σχέσης, εγώ είχα καλή σχέση με τη Σαφιγιέρ και την κόρη της. Έβαλαν τον κατηγορούμενο να είναι εναντίον μας, μόνο αφού έμαθαν ότι έκανα έρευνα σε σχέση με τον αγνοούμενο Μουσταφά. Δεν έχω τίποτα εναντίον του. Εκείνος είναι ένοχος που μου επιτέθηκε και επιτέθηκε και στον σύζυγό μου. Εγώ δεν έχω κανένα πρόβλημα εναντίον του, επειδή γνωρίζω ποιος τον κατευθύνει και λυπάμαι.

E.    Σου υποβάλλω, κυρία μάρτυς, ότι ο κατηγορούμενος είναι μεγάλος άνθρωπος τζιαι ώριμος και δεν είναι πρόσωπο που μπορεί να του πει η Σαφιγιέρ και η κόρη της να διακόψει σχέσεις μαζί σας και να σας κάμει κακό. Δεν είναι λόγος τούτος να ακούσει ο κατηγορούμενος και να τσακωθεί μαζί σας. 

A.   Συμφωνώ μαζί σας αλλά γιατί το κάνει;

E.    Το κάνει, διότι τον παρενοχλείτε συνεχώς. Συνεχώς τον καταγγέλλετε στην Αστυνομία. 

A.   Έχω σταματήσει να υποβάλλω τα παράπονά μου στην Αστυνομία, γιατί κάθε φορά που υπάρχει κάποια καταγγελία, χάνεται ο χρόνος ο δικός μας και των Αρχών. Κάθε φορά που εγώ κάνω μια καταγγελία, λένε ότι είναι με ψευδείς κατηγορίες και η υπόθεση κρατά πάρα πολλά χρόνια και έπειτα η Σαφιγιέρ αποφασίζει, επειδή δεν θέλει να πηγαινοέρχεται στα Δικαστήρια, εκείνη αποφασίζει να αποσύρει την υπόθεση και εγώ υποφέρω». 

    MK3 o Οkay Atay, σύζυγος της παραπονούμενης. Διαμένει με τη σύζυγο, τον πεθερό και το ανήλικο τέκνο τους στην Οδό [ ] 7. Στη κατάθεση του[3] αναφέρει ότι την 15.7.19 και αφού σχόλασε γύρω στις 17:00, έπιναν καφέ με τη σύζυγό του ακριβώς έξω από την πόρτα του σπιτιού τους. Την ίδια ώρα ο γιος τους έπαιζε στην αυλή. Το παιδί τους ήταν τότε 3 ½ ετών. Ξαφνικά η σύζυγός του είπε. «Oaky, κοίτα! Τι έχει στο χέρι του; Είναι όπλο». Ο ίδιος είδε τον κατηγορούμενο να κρατά στα χέρια του ένα κυνηγετικό όπλο. Η απόσταση μεταξύ τους ήταν περί τα 15 μέτρα. Μόλις είδε τα πιο πάνω φοβήθηκε, «άρπαξε το παιδί και τη γυναίκα» και μπήκαν στο σπίτι. Έκλεισε την πόρτα και το παράθυρο. Το χέρι στο όπλο του κατηγορουμένου ήταν αληθινό και αυτό είναι σε θέση να αντιληφθεί, επειδή όταν ήταν μικρός πήγαινε κυνήγι με τον θείο του. Επειδή το είδε για μια μόνο στιγμή, δεν είναι σε θέση να το περιγράψει. Ο κατηγορούμενος την ώρα που έστρεψε το όπλο προς τα πάνω τους, δεν μιλούσε. Η οικογένεια παρέμεινε εντός της οικίας μέχρι την άφιξη της αστυνομίας.  

Κατά την κυρίως εξέταση του ο μάρτυρας έδειξε στο Δικαστήριο τον τρόπο με τον οποίον ο κατηγορούμενος κρατούσε το όπλο σημαδεύοντας τους, προτάσσοντας το δεξί του χέρι προς τα εμπρός, φέρνοντας το αριστερό στο ύψος του ώμου. Την ώρα που τους σημάδευε βρισκόταν ακριβώς απέναντι τους στο χωράφι δίπλα από το σπίτι της Σαφιγιέρ. Στην υποβολή της υπεράσπισης ότι ο κατηγορούμενος εκείνη την ώρα βρισκόταν στη βεράντα της οικίας του, καθαρίζοντας το όπλο του παρουσία άλλων, ο μάρτυρας απάντησε αρνητικά. Το τεταμένο των σχέσεων κατά τον μάρτυρα οφείλεται στην έρευνα που ξεκίνησε η σύζυγος του να διεξάγει σχετικά με την εξαφάνιση του αγνοούμενου ξαδέλφου της, Μουσταφά. Ο χωρισμός μεταξύ του πατέρα του και της θυγατέρας της Σαφιγιέρ προέκυψε μετά την εξαφάνιση του Μουσταφά, με τους ίδιους να μην γνωρίζουν τίποτα σε σχέση με τα πιο πάνω όταν μετακόμισαν στην Ποταμιά. Στη θέση ότι ο κατηγορούμενος δεν έχει οποιοδήποτε πρόβλημα μαζί τους ο μάρτυρας απάντησε:

«A. Κύριε, εγώ δεν έζησα κάποιο πρόβλημα ως Ελληνοκύπριος και Τουρκοκύπριος. Εσύ τα βγάζεις αυτά τα πράγματα τώρα, για να πάρεις τα πράγματα πάνω στον φασισμό αλλά ο παπάς μου εμένα είναι Παφίτης, η μητέρα μου είναι από τον Άγιο Θεόδωρο του Πύργου της Τυλληρίας. Η μάμμα της γυναίκας του θείου μου είναι Ελληνοκύπρια και ο άντρας της είναι Τουρκοκύπριος. Τα πρώτα μου ανίψια, η θεία μου είναι Τουρκοκύπριοι και εμείς δεν ξεχωρίζουμε ως Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους.

E.    Ακριβώς! Γιατί να τσακώνεστε;

A.   Εγώ δεν τσακώνομαι ούτε και σήκωσα χέρι μέχρι στιγμής. Νομίζω δεν θα μπορώ να εξηγήσω πλέον, γιατί δεν με αφήνει. Έτσι μας έμαθε η οικογένειά μας, «να έχετε σεβασμό στους μεγαλύτερους και αγάπη στους μικρότερους». Έσπασε το χέρι και το πόδι μας και δεν του είπαμε τίποτε μέχρι σήμερα, γιατί έτσι εμάθαμε. Εγώ δεν είμαι άντρας να του επιτεθώ; Όχι, όμως, δεν εμάθαμε έτσι εμείς! Θέλουμε δικαιοσύνη!»

 

 

Τελευταία μάρτυρας κατηγορίας, η Αστυφύλακας 4500 (ΜΚ4) η οποία υπηρετούσε κατά πάντα ουσιώδη χρόνο, στον Αστυνομικό Σταθμό Πέρα Χωρίου Νήσου. Σύμφωνα με την κατάθεση της Τεκμήριο 5 η ώρα 17:05 και ενώ βρισκόταν στο σταθμό, έλαβε τηλεφώνημα από την παραπονούμενη η οποία ανέφερε ότι ο κατηγορούμενος συγχωριανός τους προκαλούσε, για πολλοστή φορά, ένταση. Στο μέρος μετέβη με τον Αστυφύλακα 1459. Οι ΜΚ2 και ΜΚ3 έκαναν αναφορά στα προβλήματα που αντιμετωπίζουν με τον κατηγορούμενο, αναφέροντας ότι προ κάποιων λεπτών ο κατηγορούμενος τους απείλησε με τη χρήση κυνηγετικού όπλου. Όταν τους ρώτησε αν γνωρίζουν πού βρίσκεται ο κατηγορούμενος της υπέδειξαν ένα κόκκινο αυτοκίνητο το οποίο ήταν σταθμευμένο έξω από την απέναντι κατοικία. Μεταβαίνοντας στην εν λόγω οικία διαπίστωσε ότι πρόκειται για την οικία της Σαφιγιέ Χασάν και ότι εκεί διέμενε και ο κατηγορούμενος. Πληροφορηθείς ο κατηγορούμενος για την εις βάρος του καταγγελία, αρνήθηκε τα όσα του καταλογίζονταν προσθέτοντας ότι μεταξύ των δύο οικογενειών, υπάρχουν πράγματι, διαφορές.  Σύμφωνα με τον κατηγορούμενο ο ΜΚ3 είναι το πρόσωπο που προκαλεί εντάσεις, εξυβρίζοντας τη συμβία και αδελφή του. Κατατέθηκαν στη διαδικασία ως Τεκμήρια 6 μέχρι 9 η κατάθεση του κατηγορουμένου, η γραπτή κατηγορία που του αποδόθηκε, η γραπτή συγκατάθεση του σε σχέση με τα όπλα που παρέδωσε στον αστυνομικό σταθμό και η απόδειξη παραλαβής και παράδοσης τεκμηρίων. Η μάρτυρας αναγνώρισε τα όπλα που αποτυπώνονται στο Τεκμήριο 4 ως αυτά που ο κατηγορούμενος παρέδωσε στις αρχές. Οι έρευνες των αρχών έδειξαν ότι ο μήνας Ιούλιος αποτελεί κλειστή περίοδο κυνηγίου, με τον κατηγορούμενο να μην κατέχει κατά τον ουσιώδη χρόνο οποιαδήποτε ειδική άδεια από τον Αρχηγό Αστυνομίας για μεταφορά οποιοδήποτε όπλου εντός αυτής.

Ζητήθηκε από τη μάρτυρα να μεταφέρει στο Δικαστήριο τις αναφορές της ΜΚ2 το χρόνο του τηλεφωνήματος. Η παραπονούμενη δήλωσε η μάρτυρας, της είπε ότι ενώ έπινε καφέ με τον άντρα της στο σπίτι τους, ο κατηγορούμενος τους προσέγγισε απειλώντας τους με όπλο. Η παραπονούμενη μιλούσε με τρεμάμενη φωνή. Κατά τη συνάντηση η ΜΚ2 ήταν αναστατωμένη ένεκα και της ανησυχίας που προκλήθηκε στο ανήλικο παιδί της, το οποίο δεν μπορεί εύκολα να διαχειριστεί τις εντάσεις. Γνωρίζει μέσω του ημερολογίου του αστυνομικού σταθμού ότι έχουν υπάρξει εκατέρωθεν παράπονα στο παρελθόν από αμφότερους παράγοντες της δίκης. Η παραπονούμενη πρόσθεσε η μάρτυρας, αναγνώρισε στο σταθμό το όπλο που φέρεται να κρατούσε ο κατηγορούμενος την επίμαχη ημέρα, ως αυτό απεικονίζεται στην τρίτη φωτογραφία του τεκμηρίου (καφέ όπλο).

  Αντεξετασθείσα η ΜΚ4 συμφώνησε ότι ο κατηγορούμενος κατείχε τις απαραίτητες δια κατοχή των όπλων άδειες, επαναλαμβάνοντας ότι η συγκεκριμένη περίοδος δεν ήταν «ανοικτή» περίοδος κυνηγίου. Συμφώνησε περαιτέρω, ότι ο κατηγορούμενος παρέδωσε τα όπλα του οικειοθελώς στις αρχές. Το σπίτι εντός του οποίου εντοπίστηκε ο κατηγορούμενος βρίσκεται διαγωνίως απέναντι από το σπίτι των παραπονουμένων. Εκεί υπάρχει μια μικρής έκτασης καλυμμένη βεράντα. Καμία θέση και κανένα ισχυρισμό δεν πρόβαλε ο κατηγορούμενος όταν του επιστήθηκε η προσοχή του στο Νόμο. Ρωτήθηκε επισταμένα η μάρτυς αναφορικά με τη διόρθωση που έκανε επί της καταθέσεως της σε σχέση με την ώρα λήψης του τηλεφωνήματος από την ΜΚ2[4], δηλώνοντας ότι επρόκειτο για τυπογραφικό λάθος. Θυμάται ξεκάθαρα δήλωσε, ότι της είχε ζητηθεί την 15.7.19 να εργαστεί σε υπερωριακό καθήκον εξ’ ου και η μετάβαση της στο χώρο για διερεύνηση του καταγγελλόμενου περιστατικού. 

Μαρτυρία Υπεράσπισης

                  Ο κατηγορούμενος ασκώντας το συνταγματικό του δικαίωμα επέλεξε όπως τηρήσει το δικαίωμα της σιωπής κατά το ανακριτικό στάδιο[5]. Κατά την κυρίως εξέταση του δήλωσε[6] ότι στο χωριό Ποταμιά διαμένουν Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι. Ο ίδιος κατοικεί με την Τουρκοκύπρια συμβία του Σαφιγιέ Χασαν στην Οδό Αγίας Μαρίνας 6. Όντας κυνηγός κατείχε κατόπιν λήψης σχετικής άδειας, τέσσερα όπλα. Αυτά παρέδωσε την 16.7.19 οικειοθελώς στις αρχές (Τεκμήριο 10). Τα όπλα του καθαρίζει τακτικά. Η διαδικασία καθαρισμού περιλαμβάνει την ανύψωση των στον αέρα με σκοπό να διαπιστωθεί κατά πόσον το εσωτερικό μέρος της κάννης έχει καθαριστεί επαρκώς. Τη συγκεκριμένη ημέρα και περί ώρα 12:00 με 12:30 καθάριζε ένα από τα όπλα του καθήμενος στη μπροστινή στεγασμένη βεράντα του ισογείου της οικίας και αυτό γιατί χρησιμοποιεί συγκεκριμένο υλικό το οποίο φέρει έντονη μυρωδιά. Μαζί του βρίσκονταν ο Κυριάκος Τραχίλης και η συμβία του. Το σπίτι των παραπονουμένων βρίσκεται διαγωνίως απέναντι από την οικία της συμβίας του. Με τους παραπονούμενους υπάρχουν κατά καιρούς προστριβές. Για όσα του καταλογίζονται στα πλαίσια άλλης ποινικής υπόθεσης και συγκεκριμένα της υπ΄αριθμόν 592/19 αυτός, αθωώθηκε και απαλλάγηκε τον Απρίλιο του 2024, κατόπιν απόφασης Δικαστηρίου.

  Συμπλήρωσε ότι δεν είναι η πρώτη φορά που έτυχε να καθαρίσει τα όπλα του στη βεράντα της οικίας, χωρίς να έχει διαμαρτυρηθεί προς τούτο στο παρελθόν, ο οποιοσδήποτε. Πριν την μετάβαση των παραπονούμενων στο χώρο, όλοι οι κάτοικοι της περιοχής έπαιρναν τα όπλα τους και πήγαιναν ο ένας στην οικία του άλλου για να τα δουν και να τα επεξεργαστούν. Κανένας προηγουμένως ποτέ, δεν είχε πρόβλημα. Η κυνηγετική περίοδος που τον ενδιαφέρει ολοκληρώνεται περί τα μέσα Νοεμβρίου.

     Αντεξετασθείς συμφώνησε ότι είναι κατείχε τέσσερα όπλα, ότι είναι κυνηγός και ότι η ημερομηνία 15.7.19 εντασσόταν εντός της κλειστής περιόδου κυνηγίου. Ερωτηθείς κατά πόσον κατείχε οποιαδήποτε ειδική άδεια για μεταφορά των όπλων εκτός της οικίας του, ο μάρτυρας απάντησε ότι ουδέποτε μετέφερε οποιοδήποτε όπλο εκτός αυτής. Αναγνώρισε τα όπλα που αποτυπώνονται στο Τεκμήριο 4 ως τα όπλα που κατείχε, δηλώνοντας ότι αναγνωρίζει την κάννη του όπλου που καθάριζε εκείνη την ημέρα ως αυτή αποτυπώνεται στην 11η φωτογραφία του Τεκμηρίου 4. Αρνήθηκε τη θέση ότι τους παραπονούμενους απείλησε κάνοντας χρήση του κυνηγετικού όπλου που αποτυπώνεται στην 3η φωτογραφία του τεκμηρίου. Αρνήθηκε περαιτέρω τη θέση της κας. Χαραλάμπους ότι η απόσταση μεταξύ των δύο σπιτιών ήταν περί τα 14 μέτρα, εμμένοντας ότι αυτή ανέρχεται στα 30 μέτρα, παραδεχόμενος παράλληλα ότι υπάρχει εύκολη πρόσβαση στο χωράφι που εφάπτεται με την οικία της συμβίας του μέσω της καγκελόπορτας που υπάρχει στο πίσω μέρος της οικίας. Συμφώνησε ότι ο δρόμος που χωρίζει τα δύο σπίτια είναι ένας στενός, συνοικιακός δρόμος αφού δεν υπάρχουν καν πεζοδρόμια. Κληθείς να αναφέρει πού βρισκόταν μεταξύ των ωρών 16:30 – 17:30 την 15.7.19 o μάρτυρας απάντησε ότι δεν θυμάται. Εκείνο που θυμάται ήταν ότι περί ώρα 12:30 βρισκόταν στη βεράντα μαζί τον φίλο του Κυριάκο και καθάριζε το όπλο του. Το 2019 είχε πράγματι ένα κόκκινο αυτοκίνητο, τους αριθμούς εγγραφής του οποίου δεν μπορούσε να αναφέρει. Το όχημα εκείνη την ημέρα ήταν σταθμευμένο εντός της αυλής της οικίας. Ερωτηθείς να απαντήσει πώς είναι σίγουρος ότι το όπλο του καθάριζε περί τις 12:00 το μεσημέρι, ο μάρτυρας ανέφερε ότι αυτή, ήταν η ώρα που τον είχε επισκεφθεί ο φίλος του. Η ώρα 16:00 δεν ήταν καν σπίτι ο παραπονούμενος, ο οποίος αυτές τις ώρες συνήθως εργάζεται. Τους παραπονούμενους δεν συνάντησε ποτέ εκείνη την ημέρα.

Παραδέχθηκε ότι καταδικάστηκε μετά από ακροαματική διαδικασία σε κατηγορίες που αφορούσαν στο αδίκημα της πρόκλησης πραγματικής σωματικής βλάβης στο πρόσωπο της παραπονούμενης δηλώνοντας, ότι η απόφαση του Δικαστηρίου δεν τον βρίσκει σύμφωνο. Στους παραπονούμενους λανθασμένα παραχωρήθηκε σπίτι από το κράτος αφού δεν αποτελούν ούτε πρόσφυγες μήτε εκτοπισμένα πρόσωπα, σε αντίθεση με τον ίδιο ο οποίος παρά την υποβολή αλλεπάλληλων αιτήσεων προς τους αρμοδίους, αναγκάζεται να διαμένει σε μια «κάσια». Στη θέση της κατηγορούσας αρχής ότι κανένας λόγος δεν υπήρχε για εκ νέου καθαρισμό του/ των όπλων του από τη στιγμή που αυτά είχε καθαρίσει, μετά το πέρας της κυνηγετικής περιόδου τον Νοέμβριο, ο μάρτυρας απάντησε ότι « δεν πρόκειται να δώσει λογαριασμό σε κανένα» ως προς το γιατί επέλεξε να καθαρίσει το όπλο του τη συγκεκριμένη ημέρα, ακόμη και αν αυτό ενδέχεται να είχε καθαριστεί και σε προηγούμενο χρόνο. Δεν υπήρχε περίπτωση να «γύριζε το όπλο του» προς τους γείτονες από την στιγμή που τον καταγγέλλουν συνεχώς για το οτιδήποτε. Όλα όσα έχουν αναφέρει οι γείτονες του είναι ψέματα.  

     ΜΥ1 ο  Κυριάκος Τραχίλης, φίλος του κατηγορούμενου. Στη γραπτή του δήλωση Έγγραφο Ψ’ αναφέρει ότι όποτε μεταφέρει την εργοδότρια του στο Κοιμητήριο της Ποταμιάς, επιλέγει να επισκέπτεται τον κατηγορούμενο για καφέ, αφού η πρώτη παραμένει στο χώρο του Κοιμητηρίου περί τη μια με δύο ώρες. Γνωρίζει ότι ο κατηγορούμενος είναι κυνηγός και ότι κατέχει όπλα. Με τους Τουρκοκύπριους γείτονες του δεν έχουν καλές σχέσεις. Εξ’ όσων τον έχει πληροφορήσει ο κατηγορούμενος, οι παραπονούμενοι θεωρούν τον πρώτο και τη Σαφιγιέ ως υπεύθυνους για το χωρισμό του πρώην ζευγαριού, με αποτέλεσμα έκτοτε, οι τελευταίοι να εξυβρίζουν τους πρώτους.

Την 15.7.19 και περί ώρα 12:30 επισκέφθηκε την οικία του κατηγορούμενου. Κάθισαν στην καλυμμένη βεράντα της οικίας όπου ήπιαν καφέ, με τον κατηγορούμενο να καθαρίζει ένα από τα όπλα του. Το όπλο ήταν αποσυναρμολογημένο. Αυτό ύψωσε προς τα πάνω για να δει αν η κάννη είχε καθαρίσει. Πολλές υπήρξαν οι φορές που είδε τον κατηγορούμενο να καθαρίζει τα όπλα του, ασχέτως του κατά πόσον ήταν περίοδος κυνηγίου. Ο κατηγορούμενος τοποθέτησε το όπλο πίσω στη θήκη όταν τελείωσε, φυλάγοντας το. Τίποτα δεν συνέβη ενόσω βρισκόταν ο ίδιος στο χώρο. Όταν πληροφορήθηκε για την καταγγελία, επικοινώνησε με τον αστυνομικό σταθμό της περιοχής αφήνοντας τα στοιχεία επικοινωνίας του, κάνοντας αναφορά στο γεγονός ότι  βρισκόταν με τον κατηγορούμενο εκείνη την ημέρα. Παρά τα πιο πάνω, ουδείς επικοινώνησε μαζί του.

 

Αντεξεταθείς ανέφερε ότι τα ονόματα των παραπονουμένων δεν γνωρίζει, ασχέτως αν αυτά έχουν καταγραφεί στη γραπτή δήλωση του, όπως δεν γνωρίζει οποιοδήποτε εξ’ αυτών, προσωπικά. Τα όσα καταγράφονται στο Έγγραφο Χ περί χωρισμού και εξυβρίσεων αποτελούν αναφορές του κατηγορούμενου και όχι γεγονότα που επιμαρτύρησε ο ίδιος. Τους παραπονούμενους και το παιδί τους δεν είδε εκείνη την ημέρα, συμφωνώντας ότι αν βρίσκονταν τη συγκεκριμένη ώρα στο δρόμο θα τους έβλεπε αφού η βεράντα της Σαφιγιέ, εφάπτεται του δρόμου. Από το χώρο αποχώρησε περί τις 13:45. Ο μάρτυρας δεν μπορούσε να αναγνωρίσει επί του Τεκμηρίου 4 ποιο όπλο καθάριζε ο κατηγορούμενος εκείνη την ημέρα αναφέροντας όμως ότι αυτό ήταν δίκαννο. Σε σχέση με το γιατί, τόσα χρόνια δεν έδωσε κατάθεση στην αστυνομία αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:  

«E. Κύριε που τη στιγμή που εσύ προθυμοποιήθηκες που μόνος σου, μετά που σας είπε ο κατηγορούμενος, να πείτε το τί έγινε εκεί η τη μέρα μεταξύ εκείνης της ενάμιση με δυο ώρες που ήσασταν εκεί, γιατί δεν επήγατε μόνος σας, αφού δεν σας τηλεφώνησε κανένας;

A. Γιατί η αστυνομία δεν μου τηλεφώνησε να πάω; Εχω τζαι άλλες δουλειές. Δεν έχω την έννοια μόνο να πάω στην αστυνομία.

Ε. Κύριε, την ώρα που πηγαίνετε να πιείτε καφέ με τον κατηγορούμενο, τζείνες τις δύο ώρες που ήσασταν για καφέ, μπορούσατε να πάτε στην αστυνομία που είναι δίπλα να δώσετε κατάθεση, αντί να πίνετε καφέ με τον κατηγορούμενο. Να πάτε να δώσετε κατάθεση.

Α. Δεν μπορώ να φύγω, όταν είναι η μαστόρισσα μου στο κοιμητήριο.

Ε. Η μαστόρισσα σας είναι στο κοιμητήριο αλλά εσείς ήσασταν στο σπίτι του κατηγορούμενου και πίνατε καφέ.

Α. Ναι, αλλά μπορεί ανά πάσα στιγμή να τηλεφωνήσει, για να φύγουμε.

Ε. Το ίδιο μπορούσε να γίνει τζαι αν ήσασταν στην αστυνομία. Εγώ σου υποβάλλω κύριε, ότι δεν ισχύουν τούτα που ήρθατε να πείτε σήμερα. .

….

Ε. Τζαι ότι σήμερα ήρθατε μετά που 6 χρόνια, για να βοηθήσετε τον φίλο σας τον κατηγορούμενο.

Α. Λέεις μου ότι λέω ψέματα, δηλαδή;

E. Γιατί αν ελέγατε την αλήθεια και αφού λέτε ότι τηλεφωνήσετε στην αστυνομία, χωρίς να ξέρετε σε ποιον εμιλήσατε (…) τζαι ενδιαφέρει σας τόσο πολλά να φανεί η αλήθεια, θα πηγαίνατε να δώστε κατάθεση στην αστυνομία. Όχι να έρθετε σήμερα μετά από 6 χρόνια στο Δικαστήριο.

(Ολιγόλεπτη παύση από πλευράς του μάρτυρα)

Ε. Θα απαντήστε;

A. Όχι δεν θέλω να απαντήσω».

    ΜΥ2, η Σαφιγιέ Χασαν. Κληθείσα από την υπεράσπιση να απαντήσει κατά πόσον στην οικία της διαμένει με τον κατηγορούμενο συμβίο της, η μάρτυρας απάντησε: «Τον λυπήθηκα και του επέτρεψα να διαμείνει. Δεν διαμένει στο σπίτι το δικό μου εμένα, είναι μέσα στο ίδιο χωράφι το οικόπεδο μου, είναι στο σπίτι μου, όχι μέσα στο σπίτι μου. Υπάρχει μια κατασκευή, ξύλινη κατασκευή που διαμένει μέσα ο κατηγορούμενος. Εργάζεται στο χωράφι, στον χώρο έξω και του παρέχω διατροφή. Επίσης, το αυτοκίνητο παραμένει έξω από το σπίτι». Η κατασκευή εντός της οποίας διαμένει ο κατηγορούμενος δεν διαθέτει τουαλέτα. Η ίδια δεν έχει κανένα πρόβλημα με τους γείτονες, όμως ο αρραβώνας της θυγατέρας της φαίνεται προκάλεσε επιπλέον εντάσεις αναμεταξύ τους. Την επίμαχη ημέρα ο Κυριάκος ήρθε σπίτι τους και ήπιαν καφέ. Όταν αυτός έφυγε, ετοίμασε μεσημεριανό και έφαγαν με τον κατηγορούμενο. Όση ώρα ήταν μαζί με τον κατηγορούμενο κανένα περιστατικό δεν έλαβε χώρα.  Ο κατηγορούμενος παρέδωσε αυτοβούλως τα όπλα του την επόμενη ημέρα στην αστυνομία προς απόδειξη ότι τίποτα δεν είχε συμβεί.  

Ρωτήθηκε κατά την αντεξέταση κατά πόσον είναι ζευγάρι με τον κατηγορούμενο με τη μάρτυρα να δηλώνει: «Όχι, αλλά έχει πολλά χρόνια που είμαστε μαζί ας πούμε μαζί να το πω; Εντάξει ο άνθρωπος πληρώνει με, βάλλω του ένα πιάτο φαΐ, πλένω τον, δεν έχει τόπο να μείνει». Ζούνε μαζί αλλά δεν είναι παντρεμένοι. Συμφώνησε με την κα. Χαραλάμπους ότι πίσω από το σπίτι της υπάρχει μια πύλη η οποία οδηγεί στο διπλανό χωράφι. Συμφώνησε επίσης με τη θέση της κατηγορούσας αρχής ότι η απόσταση από το χωράφι μέχρι την οικία των παραπονουμένων ανέρχεται στα 15 μέτρα περίπου. Ο κατηγορούμενος ανέφερε η μάρτυς, ασχολείται με τα όπλα τα οποία σκοπό έχει να κληροδοτήσει στα εγγόνια του. Το όπλο που καθάριζε εκείνη την ημέρα ήταν δίκαννο και αποσυναρμολογημένο, όμως αυτό αδυνατούσε να εντοπίσει από το Τεκμήριο 4. Τα όπλα φυλάγονται εντός της δικής της οικίας. Μετά που έφαγαν μεσημεριανό και αφότου ο ΜΥ1 είχε αποχωρήσει, η ίδια μετέβη σπίτι της θυγατέρας της για να μαγειρέψει για το μωρό, αφού η κόρη της ήταν ακόμη δουλειά. Εκείνη την ημέρα, αν θυμάται σωστά, ενδέχεται να επέστρεψε σπίτι της περί τις 17:00, όμως δεν είδε την ΜΚ4 στο χώρο, ούτε ενημερώθηκε για την παρουσία της, παρά μόνο σε κατοπινό στάδιο από τον κατηγορούμενο. Ο κατηγορούμενος δήλωσε η ΜΥ2 αποκλείεται να απείλησε τους παραπονούμενους γιατί τα όπλα βρίσκονταν κλειδωμένα εντός της οικίας της, κλειδί της οποίας μόνο η ίδια διαθέτει. Κληθείς να απαντήσει τί συνέβαινε τις φορές που η ίδια απουσίαζε και ο κατηγορούμενος χρειαζόταν να χρησιμοποιήσει το χώρο του μπάνιου, η μάρτυρας απάντησε ότι «ο κατηγορούμενος χρησιμοποιεί τα χωράφια». Η μάρτυρας αδυνατούσε να υποδείξει το χώρο ή χώρους που χρησιμοποιούνταν για τη φύλαξη των όπλων, δηλώνοντας ότι δεν μπορεί να ξέρει κατά πόσον οποιοδήποτε από αυτά είχε ενδεχομένως μετακινηθεί σε ανύποπτο χρόνο. 

Βάρος Απόδειξης/ Αξιολόγηση Μαρτυρίας

Είναι τοις πάσι γνωστό στον νομικό κόσμο ότι το βάρος απόδειξης του συνόλου      των λεπτομερειών του αδικήματος όπως αυτές καταγράφονται στο κατηγορητήριο, οφείλει να αποδείξει η Κατηγορούσα Αρχή πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Η υπεράσπιση, επουδενί δεν φέρει οποιοδήποτε βάρος για απόδειξη της αθωότητας του κατηγορούμενου, ή συμπλήρωσης τυχόν κενών στην μαρτυρία της πρώτης (βλ. Woolmington v DPP 25 Cr. App. R 72, Munteanu v Δημοκρατίας (2013) 2 Α.Α.Δ.459). Με δεδομένη την πιο πάνω αρχή, προχωρώ στην αξιολόγηση της ενώπιον μου μαρτυρίας. Έχω ως γνώμονα μου την ευρεία νομολογία που άπτεται του ζητήματος της αξιολόγησης (βλ. ενδεικτικά Λάρκου ν Παναγή (1996) 1(Α) Α.Α.Δ 80 και Χριστοφή ν Ζαχαριάδη (2002) 1 Α.Α.Δ. 401), ενώ η εντύπωση:

«…..που αποκομίζει από τους μάρτυρες το πρωτόδικο Δικαστήριο φέρει μαζί της το ευεργέτημα της επισταμένης παρακολούθησης των όσων οι μάρτυρες καταθέτουν, τον τρόπο με τον οποίο καταθέτουν, τη λογική που η μαρτυρία τους εκπέμπει και όλα αυτά σε συνδυασμό με την ανάλογη αντιπαραβολή με τη δικογραφία στις πολιτικές υποθέσεις ή τις καταθέσεις στις ποινικές υποθέσεις και τα εν γένει τεκμήρια. Η ανθρώπινη εμπειρία εν πολλοίς είναι οδηγός ως προς τη λογική των πραγμάτων (Baloise Insurance Co Ltd ν. Κατωμονιάτη κ.α. (2008) 1 Α.Α.Δ. 1275[7]

Σημειώνεται ότι μικρές αντιφάσεις σε ασήμαντες λεπτομέρειες ή ελαχίστου σημασίας ανακρίβειες δεν καταστρέφουν την όλη αξιοπιστία του μάρτυρα (βλ.Κουδουνάρης ν Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ 320), με το Δικαστήριο να οφείλει όπως αξιολογεί την ενώπιον του μαρτυρία συνολικά και όχι αποσπασματικά.

Η μαρτυρία του ΜΚ1 ως φανερώνεται από τα πρακτικά της διαδικασίας, ήταν τυπική στη φύση της. Ο εν λόγω μάρτυρας δεν μπορούσε να διαφωτίσει το Δικαστήριο ως προς τα γεγονότα που εκτυλίχθηκαν την 15.7.19 αφού δεν ήταν παρών στο επίδικο περιστατικό. Σε ό,τι αφορά τις θέσεις που περιβάλλουν τις ενέργειες που έκανε στα πλαίσια των καθηκόντων του, αυτές, ως ανταποκρινόμενες στην πραγματικότητα, γίνονται αποδεκτές από το Δικαστήριο.

Η μαρτυρία της ΜΚ2 κρίνεται πειστική, αξιόπιστη και ως εκ τούτου αποδεκτή στην ολότητα της. Η παραπονούμενη απαντούσε άμεσα και χωρίς περιστροφές σε έκαστο συνήγορο, με την ειλικρίνειά της να είναι διάχυτη καθ’ όλη τη διάρκεια της μαρτυρίας της. Το Δικαστήριο δεν εντόπισε καμία προσπάθεια από μέρους της όπως, είτε αποκρύψει είτε αλλοιώσει γεγονότα. Παρά την επίμονη αντεξέταση της σε σχέση με το κίνητρο που κατ΄ισχυρισμόν είχε για την προώθηση της παρούσας καταγγελίας, αλλά και για την εξέλιξη των γεγονότων, η μάρτυρας παράμεινε σταθερή και δεν υπέπεσε σε αντιφάσεις σε σχέση με τα όσα ανέφερε ανακρινόμενη στην Αστυνομία προ μιας τετραετίας. Το ότι η πράξη του κατηγορούμενου της είχε προκαλέσει φόβο, αν όχι τρόμο, τυγχάνει επίρρωσης μέσω της ανεξάρτητης μαρτυρίας της ΜΚ4 η οποία μαρτύρησε ως προς το «τρεμάμενο» της φωνής της παραπονούμενης όταν η πρώτη κάλεσε η ώρα 17:05 τον αστυνομικό σταθμό. Η ΜΚ4 ανέφερε επίσης ότι η ΜΚ2 φαινόταν τρομοκρατημένη όταν τη συνάντησε δια ζώσης, λίγη ώρα αργότερα, στην οικία της. Η παραπονούμενη εξήγησε με πάσα σαφήνεια στο Δικαστήριο τί προηγήθηκε μεταξύ των δύο οικογενειών και γιατί φέρεται να υπάρχει μια καχυποψία στις άλλοτε μεταξύ τους (γειτονικές) σχέσεις. Τις θέσεις της ότι ο κατηγορούμενος την 15.7.19 βρισκόταν περί τις 16:30 μέσα στο χωράφι, δίπλα από το σπίτι της Σαφιγιέ απέναντι από την οικία των παραπονουμένων, κρατώντας το κυνηγετικό του όπλο το οποίο έστρεψε προς το μέρος τους, αποδέχομαι ως ανταποκρινόμενες στην αλήθεια. 

Το ίδιο αξιόπιστη κρίνω και τη μαρτυρία του συζύγου της παραπονούμενης, ΜΚ3. Οι απαντήσεις του μάρτυρα ήταν άμεσες και πηγαίες, ενώ δίδονταν χωρίς κανένα δισταγμό αντανακλώντας πλήρως τις θέσεις του, ως αυτές είχαν τεθεί κατά τη λήψη της ανακριτικής κατάθεσής του (Τεκμήριο 2) δύο ημέρες μετά το περιστατικό (17.7.2019). Η όλη στάση του μάρτυρα στο εδώλιο ήταν ειλικρινής, με τις θέσεις του ως προς το πώς εκτυλίχθηκε το όλο συμβάν να μην ανταποκρίνονται σε τίποτα λιγότερο από την πραγματικότητα, θέσεις οι οποίες ανταποκρίνονται και συμπλέουν με τις αναφορές της ΜΚ2. Ο ΜΚ3 περιέγραψε γλαφυρά το πώς ο ίδιος βίωσε το όλο περιστατικό, με την ειλικρίνεια του να εντοπίζεται και στο γεγονός ότι δεν ήταν διατεθειμένος να αναφέρει γεγονότα ή λεπτομέρειες για τις οποίες δεν ήταν σίγουρος, όπως παραδείγματος χάριν, τι χρώμα ήταν το όπλο ή αν είχε δύο κάννες ή όχι κ.α, εξηγώντας ότι ο ίδιος αντέδρασε ενστικτωδώς στην πιο πάνω απειλή, φροντίζοντας όπως μεταφέρει την οικογένεια του άμεσα εντός της οικίας, αφήνοντας μάλιστα από τη βιασύνη του, το ποδήλατο του υιού του στο δρόμο. Η μαρτυρία του ΜΚ3 γίνεται αποδεκτή στην ολότητα της χωρίς κανένα ενδοιασμό αποτελώντας ασφαλές υπόβαθρο για την εξαγωγή συμπερασμάτων.  

Το Δικαστήριο αποτιμά ότι η ΜΚ4, ήταν μάρτυρας της αλήθειας, με τις θέσεις της να παραμένουν σταθερές και αμετάβλητες. Τα όσα η μάρτυς ανέφερε περί τυπογραφικού λάθους στην κατάθεση της σε σχέση με την ώρα που επισκέφθηκε την οικία της Σαφιγιέ αποτελούν την αλήθεια του πράγματος, θέση την οποία αποδέχομαι. Η μαρτυρία της, ούσα ανεξάρτητη στη φύση της, σε σχέση με την κατάσταση στην οποία βρισκόταν το ζεύγος και  ειδικότερα η παραπονούμενη, γίνεται αποδεκτή από το Δικαστήριο ως ανταποκρινόμενη στην αλήθεια, ως ομοίως αποδεκτή είναι η θέση της ότι η παραπονούμενη κάλεσε τον αστυνομικό σταθμό η ώρα 17:05 καταγγέλλοντας το περιστατικό με τρεμάμενη φωνή. Το Δικαστήριο αποδέχεται τη μαρτυρία της ΜΚ4 ως αξιόπιστη ως επίσης τις πράξεις και ενέργειες στις οποίες προέβη με σκοπό την διερεύνηση της υπόθεσης.

Κρίνεται κατάλληλο στάδιο όπως δοθεί απάντηση στην εισήγηση του κ. Ευτυχίου περί ανακόλουθης μαρτυρίας εκ μέρους των ΜΚ2 και ΜΚ3, με την υπεράσπιση να εισηγείται μεταξύ άλλων ότι, επειδή στις καταθέσεις των παραπονουμένων καταγράφεται ότι αυτός «εξήλθε της οικίας της Σαφιγιέ» σε αντίθεση με τις επί του εδωλίου αναφορές τους ότι αυτός «εξήλθε από το πίσω μέρος της οικίας που συνορεύει με το χωράφι», η μαρτυρία των είναι έκθετη σε απόρριψη. Είναι νομολογημένο μέσα από αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι μικρής φύσεως αντιφάσεις στη μαρτυρία που δίδεται ενώπιον του Δικαστηρίου δεν καθιστά τη μαρτυρία ενός μάρτυρα, εξολοκλήρου αναξιόπιστη. Όταν τέτοιες αντιφάσεις είναι επουσιώδεις και δεν είναι ουσιαστικής μορφής ή τέτοιου μεγέθους που να δημιουργούν ρήγμα στην υπόθεση, το Δικαστήριο μπορεί, παρά αυτές, να αποδώσει αξιοπιστία στα λόγια ενός μάρτυρα, νοουμένου πάντοτε ότι δεν έχει διαπιστώσει την οποιανδήποτε διάθεση εκ μέρους του για απόκρυψη της αλήθειας. Οι αντιφάσεις που επισημαίνει στη γραπτή αγόρευσή του ο συνήγορος υπεράσπισης κρίνω ότι δεν είναι τέτοιου βαθμού που να δικαιολογούν τη θέση ότι οι μάρτυρες της κατηγορούσας αρχής οφείλουν όπως κριθούν ως αναξιόπιστοι.    

Αντίθετα με την μαρτυρία των μαρτύρων κατηγορίας, την οποία το Δικαστήριο έκρινε ως αξιόπιστη, η μαρτυρία του κατηγορούμενου δεν έπεισε και ως εκ τούτου απορρίπτεται.  Ο κατηγορούμενος ανέφερε πολλάκις κατά την επ΄ακροατηρίω μαρτυρία του ότι πρόκειται περί προσώπου που δεν εχθρεύεται, μήτε και έχει λόγο να εχθρεύεται τους παραπονούμενους, αφού ο ίδιος διαμένει με Τουρκοκύπριο πρόσωπο, προσθέτοντας ότι ποτέ δεν θα προέβαινε στην αποδιδόμενη σε αυτόν, αξιόποινη πράξη. Τις θέσεις αυτές όμως ο μάρτυρας αναίρεσε χωρίς κανένα δισταγμό κατά την αντεξέταση του, η οποία φανέρωσε το βαθύτατο μένος που τρέφει έναντι των συγκεκριμένων, παραπονούμενων προσώπων. Παραθέτω χαρακτηριστικά μέρη της μαρτυρίας του σε σχέση με τα ως άνω:  

«Α. Μέχρι να έρθει η αστυνομία, για να έρθει η αστυνομία η ώρα 4 και μισή έπρεπε να έρθει ο άντρας της που δουλεύει, γιατί δεν ήταν στο σπίτι τζαι είσιε δημιουργήσει την κατάσταση τούτη, όπως την εδημιούργησε την κατάσταση που καταδικάστηκα χωρίς να φταίω σε τίποτε.

Ε. Εγώ σου υποβάλλω ότι γύρω στις 4 και μισή περίπου τούτη η οικογένεια μαζί με το μωρό, ήταν έξω στο σπίτι τους, έπιναν τον καφέ τους τζαι το μωρό ήταν στο ποδήλατο τζαι πηγαινοέρχετουν τζαι έκανε βόλτες. Είδες το τούτο;

A. Εγώ θα σου πω κάτι άλλο. Το μωρό έχουν το για να πιάνουν επιδόματα, να μπαίνουν μέσα σε κρατικές υπηρεσίες να πιάνουν επιδόματα. Έχουν το έτσι τζαι ούτε το εφκάλαν το μωρό ποτέ έξω. Ποτέ. Εχουν το βαούμενο έσσο τους, για να πιάνουν €700 επίδομα.

Ε. Πάλε αποφεύγετε να απαντήσετε.

Α. Όχι, όχι.

Ε. Δεν τους είδες καθόλου εκείνη την ημέρα;

Α. Ούτε ανάγκη έχω ούτε με ενδιαφέρουν.

….

«Α.  Έκαμα 100 αιτήσεις να πιάσω σπίτι τζαι απορρίψαν με τζαι κάθομαι τζαι μέσα σε μια κάσια, μια απλή κάσια, για τα σπίτια στους Τούρκους τους κουβαλητούς τους επικίνδυνους, οι οποίοι καταζητούνται από την αρχή των κατεχομένων για εγκλήματα που έχουν διαφορετικές καταστάσεις, για ναρκωτικά. Είναι ποδά τζαι περιπαίζουν το Δικαστήριο ότι ήρθαν δήθεν, γιατί δεν αναγνωρίζουν το κράτος.

Ε. Τι σχέση έσιει κύριε τούτο με το επεισόδιο;

A. Εχουν πολλά σχέση κυρία (…) Έδωκαν τους σπίτι χωρίς να είναι πρόσφυγες με σπίτια στα κατεχόμενα δικά μας τζαι ήρθαμε τζαι έπιασαν εξοχικά στην Ποταμιά. Αυτοί είναι Κύπριοι που θα έρθουν να κάνουν αυτά τα πράγματα;

E. Άρα Κύριε, φαίνεται ότι τούτους τους ανθρώπους εσύ δεν τους εκτιμάς. Δεν τους θέλεις.

Α. Δεν τους αγαπώ, δεν τους αγαπώ! Αγαπώ όλους τους ανθρώπους τους όμορφους, τους ωραίους, τους άλλους τους ανθρώπους. Τί θέλεις να σου πω; Ότι αγαπώ τους;

E. Oχι.

Α. Εκτιμώ τους ανθρώπους που είναι πραγματικά άνθρωποι!

Ε. Άρα κύριε, που μας λέεις καλό ότι τούτοι έχουν πρόβλημα μαζί σου εσένα, φαίνεται ότι τελικά εν εσύ που έχει πρόβλημα με τους παραπονούμενους τζαι οί οι παραπονούμενοι μαζί σου.

Α. Ούτε με ενδιαφέρουν, ούτε πως υπάρχουν. Ούτε με ενδιαφέρουν τι κάμνουν».

….

«Ε. Εσύ θεωρείς το φυσιολογικό κάποιος να καθαρίζει τα όπλα του μπροστά, κοντά στο δρόμο, να περνούν περαστικοί, αυτοκίνητα, οι γείτονες να σε βλέπουν να κρατάς το όπλο τζαι να το καθαρίζεις; Εν φυσιολογικό για εσένα τούτο;

A. Κυρία, πριν να έρθουν αυτοί οι κύριοι… Να τους πω κύριους; Αυτοί είναι εγκληματικά στοιχεία τζαι είπα σας τζαι πολλές φορές ότι στα 200 μέτρα υπάρχει το οδόφραγμα, πάρτε τους τζιαμέ τζαι δώστε τους στους Τούρκους να δείτε τί θα γίνει. Να δείτε ποιοί είναι οι ψεύτες, ποιος λέει ψέματα τζαι ποιοι είναι οι κακοποιοί τζαι θα ανακαλυφθούν πολλά πράματα αλλά δεν το κάνετε».

«Ε. Και εστόχευες προς αυτούς προκαλώντας τους τρόμο και ανησυχία γιατί ήθελες να τους φοβερίσεις.

Α. Τα όπλα μου ετίμησα τα με το παραπάνω. Όλο μου το κορμί είναι γεμάτο τραύματα (Ο μάρτυρας δείχνει τα χέρια του). Δεν είχα ανάγκη να το γυρίσω πάνω τους στα αποβράσματα της κοινωνίας».

Οι πιο πάνω αναφορές του κατηγορούμενου ποσώς καταδεικνύουν την από μέρους του διάπραξη των αδικημάτων, αφού αποκλειστικά υπεύθυνη για απόδειξη έκαστου συστατικού στοιχείου των κατηγοριών φέρει μονάχα, η κατηγορούσα αρχή. Δεν μπορούν όμως να περάσουν απαρατήρητες και αυτό γιατί ο ίδιος ο μάρτυρας έχει, δια των πιο πάνω (πηγαίων) αναφορών του ανατρέψει την εικόνα που διακαώς προσπαθούσε να σχηματίσει ενώπιον του Δικαστηρίου σε σχέση με τον τρόπο που αντιμετωπίζει τους παραπονούμενους και συγκεκριμένα, ότι κανένα πρόβλημα δεν υφίσταται από πλευράς του, με αυτούς. Οι εν λόγω αναφορές του μάρτυρα καταδεικνύουν την έντονη αντιπάθεια και έλλειψη σεβασμού στο πρόσωπο των παραπονουμένων, ενώ τείνει να καταδείξει και το κίνητρο πίσω από τις πράξεις του.

Σε όλη του τη μαρτυρία ο κατηγορούμενος επέλεξε να περιγράψει ένα περιστατικό, το οποίο ισχυρίζεται ότι έλαβε χώρα περί τις 12:30, όταν η παραπονούμενη δεν ήταν στο μέρος. Κληθείς όμως να απαντήσει πού βρισκόταν λίγες ώρες αργότερα, και δη περί τις 16:30 ήτοι, όταν φαίνεται να λάμβανε χώρα το επίμαχο περιστατικό, ο μάρτυρας ξαφνικά, δεν μπορούσε να θυμηθεί, αγνοώντας την αντίφαση που προκύπτει από το γεγονός ότι, έξι χρόνια μετά το συμβάν ήταν σε θέση να περιγράψει επιλεκτικά και αποσπασματικά μια μόνο χρονική στιγμή των όσων έλαβαν χώρα την 15.7.19. Παραδέχθηκε ότι το ίδιο απόγευμα και συγκεκριμένα περί την μισή ώρα μετά το επίμαχο συμβάν δέχθηκε επίσκεψη από την ΜΚ4, στην οποία τίποτα δεν επέλεξε να αναφέρει. Παρότι το δικαίωμα της σιωπής αποτελεί αναφαίρετο δικαίωμα έκαστου προσώπου, ευλόγως διερωτάται το Δικαστήριο γιατί δεν άδραξε την ευκαιρία ο κατηγορούμενος όπως αποκαλύψει στην αστυνομικό την παρουσία άλλων προσώπων στο χώρο, προς υποστήριξη των θέσεων και αναφορών του. Ο λόγος βεβαίως ήταν γιατί γνώριζε πολύ καλά, ως άλλωστε η μαρτυρία φανέρωσε, ότι οι μάρτυρες υπεράσπισης ήταν μαζί του μέχρι η ώρα 14:00 και συνεπώς ουδείς είχε ή μπορούσε να  είχε γνώση για το πού βρισκόταν, ή τί έκανε ο κατηγορούμενος δύο ώρες αργότερα. Κρίνεται δέον όπως σημειωθεί ότι οι πιο πάνω θέσεις περί ύπαρξης άλλοθι, δεν τέθηκαν με τη δέουσα σπουδή στους παραπονούμενους ούτως ώστε οι τελευταίοι να τοποθετηθούν, παρά μόνο μια γενική και αόριστη υποβολή όσον αφορά την ώρα που ο κατηγορούμενος βρίσκονταν στη βεράντα καθαρίζοντας το όπλο «με έναν φίλο», τον οποίο δεν κατονόμασε.

Ακόμη και η μαρτυρία που παρουσίασε δια μέσω των μαρτύρων υπεράσπισης πόρρω απέχει από τα όσα του καταλογίζουν οι παραπονούμενοι ότι συνέβησαν το απόγευμα της ίδιας ημέρας, σε χρόνο που ουδείς άλλος ήταν παρών στο συμβάν. Ενώ διατείνετο ο κατηγορούμενος ότι η συμβία του ήταν μαζί του στο σπίτι καθ’ όλους τους ουσιώδεις χρόνους, παρουσιάζοντας την μάλιστα ως μάρτυρα υπεράσπισης, η μαρτυρία της ΜΥ2 τον διέψευσε, αφαιρώντας κάθε υπόβαθρο από τους ισχυρισμούς του, οι οποίοι κατέρρευσαν σαν χάρτινος πύργος. Ενώ παρουσίαζε ότι τα προβλήματα που αντιμετώπιζε με τους παραπονούμενους ήταν εις γνώση και άλλων προσώπων και συγκεκριμένα του ΜΥ1, αποδείχθηκε περίτρανα μέσω της μαρτυρίας του κ. Τραχίλη ότι ο τελευταίος, ούτε τα ονόματα των παραπονουμένων δεν γνώριζε. Η μαρτυρία του κατηγορούμενου, αφήνει το Δικαστήριο με την εντύπωση ότι προσπαθούσε εναγωνιωδώς όπως πείσει ότι, σε καμία στιγμή δεν προέβη στις πιο πάνω πράξεις, υιοθετώντας προς τούτου μια ιδιαίτερα άκαμπτη στάση κατά την αντεξέταση του. Ακόμη και αν ήθελε γίνει αποδεκτή η θέση του ότι η ώρα 12:30 βρισκόταν στη βεράντα της οικίας της ΜΥ2, θέση την οποία το Δικαστήριο αποδέχεται, καθαρίζοντας το όπλο του, αυτό δεν αναιρεί το γεγονός ότι δύο ώρες αργότερα, επέλεξε όπως μεταβεί στο χωράφι που βρίσκεται έναντι της οικίας των παραπονουμένων κρατώντας όπλο, στοχεύοντας αυτούς με σκοπό τον εκφοβισμό τους.

    Σε ότι αφορά τη μαρτυρία του ΜΥ1 το Δικαστήριο αποδέχεται μόνο τη θέση ότι ο μάρτυρας, την 15.7.19 και περί 12:30 π.μ μετέβη στην οικία της ΜΥ2. Τίποτα όμως τελικά, ως ο ίδιος ο μάρτυρας αποδέχθηκε εν τη ειλικρίνεια του, δεν γνωρίζει σε σχέση με τα όσα έλαβαν χώρα μετά την αποχώρηση του από το μέρος. Δεν διέλαθαν φυσικά της προσοχής του Δικαστηρίου οι προσπάθειες του όπως παρουσιάσει μια συγκεκριμένη εικόνα για το πρόσωπο των παραπονουμένων και αυτό πάντοτε στην προσπάθεια του να υποβοηθήσει τον κατηγορούμενο επί δεδομένων όμως, που ως διαφάνηκε, δεν εντάσσονταν στη δική του σφαίρα γνώσης. 

Όσον αφορά δε τον ισχυρισμό του ότι τα στοιχεία του άφησε στις αρχές, αυτός, (ο ισχυρισμός) δεν τέθηκε σε κανέναν εκ των μαρτύρων κατηγορίας, περιλαμβανομένων των ΜΚ1 και ΜΚ4 για να προβάλουν τη δική τους τοποθέτηση και ως εκ τούτου, δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη.

     Η μαρτυρία της ΜΥ2, πλην της αναφοράς ότι ο ΜΥ1 μετέβη στην οικία της την 15.7.19 και ώρα 12:30, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή αφού  διάχυτη κρίνεται, ήταν η προσπάθεια της όπως στηρίξει και επαληθεύσει τα όσα ανέφερε ο κατηγορούμενος στο Δικαστήριο. Μοναδική αναφορά Πέραν της άρνησης της ότι ο κατηγορούμενος απείλησε τους παραπονούμενους με το όπλο του, καμία άλλη ουσιαστική αναφορά δεν έκανε σε ότι αφορά τα περιστατικά της υπόθεσης. Εντύπωση προκαλεί η επιμονή της μάρτυρος ότι ο κατηγορούμενος δεν έπραξε τίποτα από τα όσα του καταλογίζονται, γεγονός μάλιστα για το οποίο ήταν βεβαία, παραδεχόμενη όμως στο τέλος ότι, απουσίαζε από το σπίτι κατά τους επίδικους χρόνους και συνεπώς δεν μπορεί να γνωρίζει τί έκανε ο κατηγορούμενος. Ενώ διατείνετο ότι τα όπλα βρίσκονταν κλειδωμένα εντός της οικίας της, πρόσβαση στην οποία ο κατηγορούμενος δήθεν δεν είχε, αποδέχθηκε, ότι η ίδια δεν μπορεί να γνωρίζει αν ο τελευταίος μετακίνησε οιοδήποτε εξ’ αυτών σε χρόνο προ τη αποχώρησης της, αφού, ως παραδέχθηκε δεν ξέρει καν πού εντός της οικίας είναι που φυλάει τα όπλα ο κατηγορούμενος. Είναι άξιο απορίας γιατί η θέση αυτή (περί μη κατοχής κλειδιών της οικίας) ακούστηκε για πρώτη φορά κατά την αντεξέταση της μάρτυρος και όχι από τον ίδιο τον κατηγορούμενο, ως άλλωστε θα ανέμενε κανείς, ως αναπόσπαστο μέρος της υπερασπιστικής γραμμής που προωθήθηκε. Η εντύπωση που άφησε η ΜΥ2 στο Δικαστήριο ήταν ότι θα έλεγε το οτιδήποτε προκειμένου να ενισχύσει τη μαρτυρία του κατηγορούμενου, εγκλωβίζοντας εαυτόν σε ένα φαύλο κύκλο ανακολουθιών και αντιφάσεων. Η μαρτυρία της δυνάμει όλων των πιο πάνω, δεν γίνεται αποδεκτή και απορρίπτεται.

Nομική Πτυχή:

                Νομική βάση των κατηγοριών 2 και 3 αποτελεί το άρθρο 80 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 το οποίο προνοεί ότι: «Όποιος δημόσια και χωρίς νόμιμη αιτία μεταφέρει επιθετικό όπλο ή όργανο με τέτοιο τρόπο που διεγείρει τρόμο σε άλλο, είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση δύο χρόνων(...)».

 

Τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος έχουν, δυνάμει των πιο πάνω, ως εξής:

         (α)  Ο κατηγορούμενος να μεταφέρει δημόσια,

(β)  χωρίς νόμιμη αιτία,

(γ)  όπλο ή όργανο που θεωρείται επιθετικό,

(δ) με τρόπο που να διεγείρει τρόμο σε άλλο.

 

Η έννοια της διενέργειας πράξεων «δημόσια» παρέχεται στο άρθρο 2 του Κεφ.154 που είναι το ερμηνευτικό πλαίσιο της κείμενης νομοθεσίας. Συγκεκριμένα σημαίνει ότι είτε οι πράξεις αυτές πραγματοποιήθηκαν σε δημόσιο χώρο με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι ορατές από οποιονδήποτε πρόσωπο που βρίσκεται ή όχι σε δημόσιο χώρο, είτε ότι αυτές διενεργήθηκαν σε μη δημόσιο χώρο με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι πιθανό να καταστούν ορατές από πρόσωπο που βρίσκεται σε δημόσιο χώρο. Ο ορισμός του «επιθετικού όπλου» εντοπίζεται μέσα από το ερμηνευτικό πλαίσιο του περί Επιθετικών Όπλων (Απαγόρευση) Νόμου (Κεφ.159). Ειδικότερα σημαίνει οποιοδήποτε αντικείμενο που κατασκευάστηκε ή προσαρμόστηκε για να προκαλεί όταν χρησιμοποιείται βλάβη σε πρόσωπο ή ζημιά σε περιουσία ή που προορίζεται από το πρόσωπο που το έχει μαζί του για τέτοια χρήση από αυτό. Χρήσιμη καθοδήγηση ως προς τις κατηγορίες όπλων ή οργάνων που θεωρούνται επιθετικά μπορεί να αντληθεί από το Αγγλικό Σύγγραμμα «Blackstone’s Criminal Practice 2000» σελ. 589-592, στις οποίες και παραπέμπω.

Από την ενώπιον μου τεθείσα μαρτυρία προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος την 15.7.19 και περί τις 16:30 μετέφερε όπλο κυνηγετικού τύπου, ήτοι Δόκο, ως αυτό αναγνωρίστηκε από την ΜΚ2[8], εκτός της οικίας που διέμενε, μεταβαίνοντας στο πλησίον αυτής χωράφι, προτάσσοντας το προς τους παραπονούμενους οι οποίοι στέκονταν απέναντι του, έξω από την οικία τους, σε απόσταση 15 περίπου μέτρων. Η πιο πάνω πράξη έλαβε χώρα σε δημόσιο μέρος και δη, στην Οδό [ ] στην Ποταμιά. Κρίνεται περιπλέον ότι αυτό είχε στην κατοχή του ο κατηγορούμενος χωρίς καμία νόμιμη αιτία, αφού η ημερομηνία 15.7.19 εντασσόταν εντός της κλειστής περιόδου για το κυνήγι, μη κατέχοντας προς τούτο, οποιαδήποτε ειδική, από τον Αρχηγό της Αστυνομίας, άδεια. Ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιήθηκε, ήτοι με τον κατηγορούμενο να προτάσσει επιθετικά προς το μέρος των παραπονουμένων ένα αντικείμενο το οποίο εκ της φύσεως του δυνητικά, μπορούσε να προκαλέσει βλάβη, είχε ως αποτέλεσμα την πρόκληση τρόμου σε έκαστο εκ των παραπονουμένων οι οποίοι έσπευσαν εντός της οικίας τους για να προφυλαχθούν.

Σε ότι αφορά την 1η κατηγορία το Δικαστήριο, έχοντας υπόψιν τις πρόνοιες του άρθρου 28(2) του Περί Πυροβόλων και Μη Πυροβόλων Όπλων Νόμου 113(Ι)/2014[9] σε συνδυασμό, (α) με το γεγονός ότι το συγκεκριμένο πυροβόλο όπλο, ήτοι το Δόκο Ζ. Hermanas με αριθμό 60-03-1906-06 εντάσσεται εντός της κατηγορίας Γ8 που ο Νόμος καθορίζει στο Μέρος Ι αυτού, (β) η μεταφορά του οποίου απαγορεύεται εντός της κλειστής περιόδου κυνηγίου εκτός αν έχει προηγουμένως εξασφαλιστεί ειδική άδεια από τον Αρχηγό  της Αστυνομίας και έχοντας υπόψιν (γ) την κοινώς, ως αναδύθηκε μέσα από τη μαρτυρία θέση, ότι η 15.7.19 αποτελούσε μη επιτρεπόμενη για κυνήγι περίοδο, το Δικαστήριο καταλήγει ότι ο κατηγορούμενος δια της πιο πάνω πράξεως του (βλ. κατηγορίες 2 και 3), μετέφερε το συγκεκριμένο πυροβόλο όπλο, χωρίς να είναι προς τούτο αδειούχος σύμφωνα με τα πρωτογενή γεγονότα της πρώτης κατηγορίας.

 Κατάληξη  

    Από τα όσα έχουν προαναφερθεί, προκύπτει ότι η κατηγορούσα αρχή έχει καταφέρει να αποδείξει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας την διάπραξη από μέρους του κατηγορούμενου των αδικημάτων που του αποδίδονται. Ο κατηγορούμενος κρίνεται ένοχος στις κατηγορίες 1 μέχρι και 3 που του καταλογίζονται.

 

(Υπογρ.)……………………………….

                                                                                M. Ναθαναήλ, Ε.Δ.

 

Πιστό Αντίγραφο

Πρωτοκολλητής



[2] Κατά Παράβαση του άρθρου 80 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.

[3] Τεκμήριο 2

[4] (Αρχικά αναγραφόταν ως ώρα η 19:05)

[5] (Βλ. Κατάθεση – Τεκμήριο 6)

[6] (Βλ. Γραπτή Δήλωση- Έγγραφο Χ)

[7] (Cyprus Popular Bank Public Co Ltd – Υπό εξυγίανση δυνάμει των προνοιών του Περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και Αλλών Ιδρυμάτων Νόμου Ν.17(1)/2013 (Ενεργώντας Μέσω της Ειδικής Διαχειρίστριας της, Άντρης Αντωνιάδου) ν Otis Elevators (Cyprus) Ltd, Πολ. Εφ. 371/2009 ημερ. 16.2.2015).

[8] (Βλ. Τεκμήριο 4- φωτογραφία 3 και Τεκμήριο 10)

[9] «28(2) Απαγορεύεται σε οποιοδήποτε πρόσωπο, κατά τη διάρκεια κλειστής περιόδου, όπως αυτή καθορίζεται στον περί Προστασίας και ∆ιαχείρισης Άγριων Πτηνών και Θηραµάτων Νόµο να  χρησιµοποιεί ή µεταφέρει εντός της ∆ηµοκρατίας πυροβόλο όπλο της Κατηγορίας Γ8 ή αεροβόλο, εκτός (α) εάν είναι κάτοχος ειδικής άδειας την οποία εκδίδει ο Αρχηγός Αστυνοµίας, µε την οποία επιτρέπεται η χρήση και µεταφορά πυροβόλου όπλου της Κατηγορίας Γ8 ή αεροβόλο για το σκοπό που καθορίζεται στην άδεια ή (β) για οποιονδήποτε σκοπό εξουσιοδοτηµένο µε βάση τον περί Προστασίας και ∆ιαχείρισης Άγριων Πτηνών και Θηραµάτων Νόµο». – Ως προς το ποια είδη όπλων εντάσσονται στην κατηγορία Γ8 δείτε το Μέρος Ι του Νόμου.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο