ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
Ενώπιον: M. Ναθαναήλ, Ε. Δ.
Αρ. Υπόθεσης: 10024/2022
Αστυνομικός Διευθυντής Λευκωσίας
v.
Α. Σ.
Κατηγορούμενος
Ημερομηνία: 17 Ιουνίου 2025
Εμφανίσεις:
Για Κατηγορούσα Αρχή: κα. Μ. Χαραλάμπους
Για Κατηγορούμενο: κ. Α. Χατζησέργης
Κατηγορούμενος: Παρών
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Σκιαγράφηση της Υπόθεσης/ Κατηγορητήριο
Tην 22 Φεβρουαρίου 2020 ο τότε είκοσι οκτάχρονος Χρίστος Σιακάς, κατήγγειλε προφορικά στον αστυνομικό σταθμό Αγίου Δομετίου τον πατέρα του, κατηγορούμενο στην παρούσα, για επίθεση στο πρόσωπο του. Το κατηγορητήριο που αντιμετωπίζει ο κατηγορούμενος περιλαμβάνει μια κατηγορία, ήτοι αυτή της επίθεσης προκαλούσα πραγματική σωματική βλάβη, κατά παράβαση των άρθρων 2, 3(1)(4), 15, 16, 22 και 23 του Περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμος 119(Ι)/2000. Ο κατηγορούμενος διατείνεται ότι οι όποιοι τραυματισμοί επήλθαν στο γιο του ενδέχεται να προκλήθηκαν ενόσω ο ίδιος βρισκόταν σε αυτοάμυνα, με τον ίδιο να αποτελεί το θύμα της επίθεσης και όχι ο θύτης.
Παραδεκτά και Mη Αμφισβητούμενα Γεγονότα
Σχέσεις Μεταξύ των Μερών
1. Κατηγορούμενος και ΜΚ4 (μητέρα παραπονούμενου), τέλεσαν γάμο από τον οποίο απέκτησαν τρία παιδιά, τον παραπονούμενο Χρίστο, τον Σάββα και την Ουρανία. Ο Σάββας ζει μόνιμα στο εξωτερικό. Επήλθε διάσταση του ζεύγους το 2019. Οι σχέσεις τους μέχρι σήμερα είναι ιδιαίτερα τεταμένες, με πλείστα εκ των θεμάτων που τους αφορούν να λαμβάνουν το δρόμο της Δικαιοσύνης. Το 2022 εκδόθηκε διαζύγιο.
2. Μέχρι και τον Απρίλιο του 2019 η οικογένεια ζούσε σε συνιδιόκτητη από τους γονείς οικία, στην περιοχή Αγίου Δομετίου στη Λευκωσία. Η μητέρα μαζί με τα τρία παιδιά, εγκατέλειψαν αυτήν τον Απρίλιο του 2019 ενοικιάζοντας αλλού στέγη. Ο κατηγορούμενος ζει μόνος του έκτοτε εκεί.
3. Η ΜΚ4 είναι Διευθύντρια της εταιρείας [ ] & Σια Λτδ, η οποία παρέχει λογιστικές υπηρεσίες. Ο κατηγορούμενος είναι επαγγελματίας ελεγκτής - εκπαιδευτής και την τελευταία δεκαετία ασχολείται με την παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών και τη διοργάνωση σεμιναρίων σε επαγγελματίες λογιστές, ελεγκτές και παρόμοια επαγγέλματα.
4. Το κτίριο που αποτελεί την έδρα διεξαγωγής των εργασιών της εταιρείας ανήκει εξ’ ημισείας στον κατηγορούμενο και την Μ. Α. (ΜΚ4), πρώην σύζυγο του. Δυνάμει Πιστοποιητικού του Εφόρου Εταιρειών (Τεκμήριο 17) ο κατηγορούμενος διετέλεσε Διευθυντή στην εταιρεία, όντας μέτοχος σε αυτήν μέχρι σήμερα. Υπήρξε επίσης υπάλληλος της εταιρείας μέχρι (τουλάχιστον) το 2018 (Τεκμήρια 18 και 19), ενώ για τον τερματισμό της απασχόλησης του απευθύνθηκε στο Τμήμα Εργασιακών Σχέσεων. Αντίστοιχα, έρευνες διεξάγονται από τους αρμοδίους φορείς σε σχέση με μια αλλαγή που φέρεται να επήλθε στο μετοχικό κεφάλαιο αυτής μετά τη μεταξύ των γονέων, ρήξη.
5. Με τη σύμφωνη γνώμη της εταιρείας, ο κατηγορούμενος συνέχισε να διεξάγει σε ειδικά διαμορφωμένο και εγκεκριμένο από την ΑΝΑΔ χώρο, αριθμό σεμιναρίων μέχρι το 2019, στο ισόγειο. Το λογιστικό γραφείο εντοπίζεται στον 1ο όροφο.
6. Στα γραφεία της εταιρείας ήταν τοποθετημένο από το έτος 2013, σύστημα συναγερμού. Το 2019 και συγκεκριμένα τον Νοέμβριο του προαναφερθέντος έτους, η Διευθύντρια της εταιρείας αντικατέστησε το σύστημα, τοποθετώντας δια μέσω μιας νέας εταιρείας της P.I.R. Systems Ltd («εφεξής η P.I.R»), σύστημα συναγερμού και παρακολούθησης (κάμερες). Για την αλλαγή αυτή ο κατηγορούμενος δεν είχε ενημερωθεί. Την 12.12.19 ο κατηγορούμενος μετέβη στα γραφεία της εταιρείας προ της έναρξης των εργασιών της (08:00), με σκοπό τη διεξαγωγή σεμιναρίου που ξεκινούσε η ώρα 07:30. Με την είσοδο του ήχησε ο συναγερμός, γεγονός που προκάλεσε ιδιαίτερη αναστάτωση στον ίδιο, στους υπαλλήλους της εταιρείας (όταν αυτοί ήρθαν), αλλά και στους περίοικους. Στον κατηγορούμενο προσφέρθηκαν από την P.I.R δυνάμει οδηγιών της ΜΚ4, κωδικοί ασφαλείας τους οποίους αρνείται να παραλάβει (Τεκμήρια 14 και 15).
7. Απαίτηση του κατηγορούμενου, ως αυτή καταγράφεται στην επιστολή των δικηγόρων του ημερ. 24.2.20 (Τεκμήριο 14), ήτοι δυο μέρες μετά το επίδικο περιστατικό, είναι η άμεση απενεργοποίηση του συστήματος χωρίς καμία καθυστέρηση και η επαναφορά του ακινήτου στην προτέρα του κατάσταση, αφού ένεκα των αυθαίρετων ενεργειών της P.I.R εμποδίζεται από το να χρησιμοποιεί ακώλυτα και απρόσκοπτα την ιδιοκτησία του.
Χρόνος Επίδικων Περιστατικών
Την 22.2.20 ημέρα Σάββατο, ήχησε ο συναγερμός της εταιρείας. Ο παραπονούμενος όντας συνδεδεμένος με το σύστημα συναγερμού, έλαβε αυτοματοποιημένο μήνυμα στο κινητό του τηλέφωνο. Αφού του ελέχθη από τη μητέρα του ότι στα γραφεία της εταιρείας βρισκόταν ο κατηγορούμενος ο οποίος φέρεται να είχε παραβιάσει το σύστημα, αποφάσισε να μεταβεί στο μέρος. Μη εντοπίζοντας τον στα γραφεία της εταιρείας αποφάσισε να μεταβεί στην οικογενειακή οικία για να ζητήσει από τον κατηγορούμενο να πάνε μαζί στην αστυνομία. Εκεί εκτυλίχθηκε επεισόδιο βίας. Αμφότεροι κατηγορούμενος και παραπονούμενος τοποθετούν στο μέρος δύο αυτόπτης μάρτυρες, οι οποίοι κάλεσαν τα μέρη «να σταματήσουν», όπερ και εγένετο. Η έκταση, η φύση του επεισοδίου και το ποιος ευθύνεται για την πρόκληση του είναι επίδικο.
Διαφορές Μερών
Παρότι οι μεταξύ των μερών οικογενειακές, περιουσιακές και εργατικές διαφορές δεν αποτέλεσαν μέρος της παρούσας διαδικασίας – και ορθώς,- μεγάλο μέρος της γραμμής υπεράσπισης αποτέλεσε η θέση ότι τα κίνητρα πίσω από την παρούσα καταγγελία είναι εκδικητικά και αλλότρια, αφού μητέρα και γιος σκοπό έχουν μέσω της παρούσας την πρόκληση αναστάτωσης, ταλαιπωρίας και εξοστρακισμού του κατηγορούμενου από την εταιρεία. Ο κατηγορούμενος σύμφωνα με την υπεράσπιση βρισκόταν κατά τη διάρκεια του επεισοδίου σε αυτοάμυνα, αρνούμενος ότι την 22.2.20 είχε επισκεφθεί τα γραφεία της εταιρείας. Τα πιο πάνω δεδομένα αφορούν προφανώς στην (υποκειμενική) νοητική κατάσταση (mental state) του κατηγορούμενου και το ενδεχόμενο κίνητρο από πλευράς μαρτύρων κατηγορίας όπως μην αναφέρουν στο Δικαστήριο την αλήθεια.
Μαρτυρία Κατηγορούσας Αρχής
Η κατηγορούσα αρχή κάλεσε προς απόδειξη της υπόθεσης της τέσσερις (4) συνολικά μάρτυρες, ήτοι τον ανακριτή της υπόθεσης (ΜΚ1), τον παραπονούμενο (ΜΚ2), τον ιατρό που εξέτασε τον παραπονούμενο (ΜΚ3) και την μητέρα του παραπονούμενου (ΜΚ4). Κληθείς σε απολογία, ο κατηγορούμενος επέλεξε όπως καταθέσει ενόρκως μη καλώντας μάρτυρες προς υπεράσπιση του. Με γνώμονα ότι δεν υπάρχουν στεγανά στην συγγραφή Δικαστικών αποφάσεων[1], το Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο για σκοπούς καλύτερης ακολουθίας των γεγονότων, όπως παραθέσει πρώτα την μαρτυρία του καταγγέλλοντος, ακολουθούμενη από την μαρτυρία του ανακριτή και των λοιπών μαρτύρων κατηγορίας.
Παραπονούμενος (ΜΚ2)
Στην κατάθεσή του Τεκμήριο 9 (ημερομηνίας 9.3.20), αναφέρει ότι την 22.2.20 και περί 13:00 έλαβε μήνυμα στο κινητό του τηλέφωνο ότι το σύστημα συναγερμού στην οικογενειακή εταιρεία κτυπούσε. Προς τούτο ενημέρωσε τηλεφωνικώς τη μητέρα του, διευθύντρια της ως άνω εταιρείας η οποία του ανέφερε ότι θα πήγαινε επιτόπου για να ελέγξει τι συμβαίνει. Αντιλαμβανόμενος ότι ο λόγος που είχε σημάνει ο συναγερμός ήταν, επειδή στο μέρος είχε προηγουμένως μεταβεί ο κατηγορούμενος και με δεδομένο ότι παρόμοιο περιστατικό είχε λάβει χώρα στο παρελθόν, αποφάσισε να μεταβεί στα γραφεία της εταιρείας για έλεγχο. Αν και είχε ενημερωθεί ο κατηγορούμενος ότι είχε τοποθετηθεί συναγερμός στην είσοδο της εταιρείας για ασφάλεια, και παρά το ότι του είχε προσφερθεί προσωπικός κωδικός, αυτός δεν τον τοποθετούσε με αποτέλεσμα, την αναστάτωση της λοιπής οικογένειας όταν αποφάσιζε να πηγαίνει μόνος του στα γραφεία. Στην οικογενειακή οικία έφθασε περί τις 15:15 για να του μιλήσει για τον συναγερμό. Όταν μπήκε στην αυλή της οικίας είδε τον πατέρα του να έρχεται κατά πάνω του με απειλητικό ύφος κρατώντας ένα ξύλο. Στην άκρια του ξύλου υπήρχε μια καρφωμένη σπόντα. Φοβούμενος ότι θα του κτυπούσε, του μίλησε με ήρεμο ύψος ενημερώνοντας τον για το συναγερμό. Χωρίς να του μιλήσει, ο κατηγορούμενος τον έσπρωχνε με το ξύλο στην κοιλιά. Τον κάλεσε να σταματήσει επαναλαμβάνοντας τον λόγο της επίσκεψης του. Ο κατηγορούμενος σήκωσε το ξύλο κτυπώντας τον στο πίσω μέρος του κεφαλιού τρείς συνολικά, φορές. Ο ίδιος προσπαθούσε να αποφύγει το ξύλο με τα χέρια του αλλά δεν τα κατάφερε. Είδε ότι η φανέλα του σκίστηκε. Είδε επίσης ότι έφερε γδαρσίματα στο δεξί του χέρι και στην κοιλιά. Αποχώρησε από το μέρος, μεταβαίνοντας κατευθείαν στον αστυνομικό σταθμό για να καταγγείλει το περιστατικό. Τη φανέλα που φορούσε κατά την εξέλιξη του περιστατικού παρέδωσε στον ΜΚ1 την 9.3.20.
Κατά τη ζώσα μαρτυρία του αναγνώρισε τα Τεκμήρια 2 (ιατρική βεβαίωση) και 8 (φανέλα), καταθέτοντας παράλληλα δύο έντυπα της εταιρείας P.I.R που επιβεβαιώνουν παραβιάσεις του συστήματος ασφαλείας του κτιρίου της εταιρείας την 12.12.19 και 22.2.20, Τεκμήριο 10. Κατέθεσε επίσης έγγραφο το οποίο συνέταξε ο ίδιος (Τεκμήριο 11) και στο οποίο αναφέρονται παρελθοντικά περιστατικά βίας από τον κατηγορούμενο εναντίον του ιδίου, της μητέρας του και του αδελφού του, τα οποία ανάγκασαν την οικογένεια να εγκαταλείψει την οικία. Στο εν λόγω έγγραφο, περιγράφει το επίδικο συμβάν με λεπτομέρεια. Στο βαθμό που ενδιαφέρουν, αναφέρονται τα εξής:
«Χτύπησα την πόρτα εισόδου αλλά ο κατηγορούμενος δεν άνοιξε και ρώτησε ποιος είμαι. Του απάντησα προσθέτοντας ότι πρέπει να βγει έξω και να έρθει μαζί μου στην αστυνομία αλλά αρνήθηκε. Επέμεινα λέγοντας του ότι δεν θα φύγω αν δεν καταθέσει στην αστυνομία, ξανά χωρίς αποτέλεσμα. Περπάτησα στη δεύτερη είσοδο της κουζίνας όπου τον κάλεσα ξανά αλλά και πάλι τίποτα μέχρι που απομακρύνθηκα έχοντας στο οπτικό μου πεδίο την δεύτερη είσοδο. Τότε τον είδα να βγαίνει από την κουζίνα και να πηγαίνει στο πίσω μέρος του σπιτιού βιαστικά και τον ακολούθησα αμέσως. Τον βρήκα μετά από λίγα δευτερόλεπτα να κρατά ένα χοντρό κυλινδρικό κομμάτι ξύλου μήκους μεγαλύτερο από ένα μέτρο και μεγάλης διαμέτρου, θυμίζοντας μεγάλο πόδι κρεβατιού. Στο ένα άκρο προεξείχε μια βελόνα. Έστρεψε το ξύλο προς το μέρος μου και ξεκίνησε να φωνάζει «μην απειλείς τον πατέρα σου», χωρίς όμως εγώ να είχα απειλήσει με οποιονδήποτε τρόπο. Επαναλάμβανα συνεχώς «έλα μαζί μου στην αστυνομία να τους πεις τι έκαμες». Καθώς αυτός με πλησίαζε του έλεγα να αφήσει το ξύλο και αρνήθηκα να φύγω αν δεν ερχόταν μαζί μου στην αστυνομία. Σήκωσα τα χέρια μου στο ύψος της κεφαλής μου καθώς αυτός με προσέγγιζε με το ξύλο, διαρκώς υψωμένο προς το μέρος μου. Σε απόσταση περίπου δύο μέτρων ανέμισε πολλαπλές φορές το ρόπαλο. Συνέχισα να έχω τα χέρια μου υψωμένα, έστριψα το κορμί μου για να προστατεύσω το πρόσωπο μου και επέκτεινα το αριστερό μου χέρι για να σταματήσω το ρόπαλο. Δεν τα κατάφερα με αποτέλεσμα να με χτυπήσει για πρώτη φορά στο αριστερό πίσω μέρος του κεφαλιού μου. Συνέχισα να έχω το αριστερό μου χέρι υψωμένο προσπαθώντας να αποκρούσω δεύτερο κτύπημα και να πάρω το ξύλο. Προσπάθησε ξανά να με κτυπήσει αλλά το ξύλο πέρασε ξυστά από την κοιλιακή μου χώρα καταφέρνοντας να με τραυματίσει με τη βελόνα. Ξαναπροσπάθησε και κατάφερε να με κτυπήσει ξανά στο ίδιο σημείο. Στο δεύτερο κτύπημα γονάτισα στο ένα πόδι και έσκυψα μπροστά κρατώντας τον με το αριστερό μου χέρι από τη φανέλα. Εξαιτίας του πόνου είχα τα μάτια μου κλειστά και το κεφάλι σκυφτό και καλυμμένο με το δεξί χέρι στο οποίο σημείο με κτύπησε με δύναμη για τρίτη φορά. Έμεινα σκυφτός για λίγα δευτερόλεπτα ενώ αυτός μου κτυπούσε το χέρι για να αφήσω τη φανέλα του. Εκείνα τα λίγα δευτερόλεπτα άκουσα τους γείτονες που είδαν τη μάχη και του φώναζαν να σταματήσει. Σηκώθηκα απότομα και κατάφερα να τον αγκαλιάσω δυνατά, να του πάρω το ρόπαλο και να το πετάξω μακριά».
Η κυρίως εξέταση του μάρτυρα αφορούσε σε μια επανάληψη των πιο πάνω. Δεν ήταν η πρώτη φορά που ο πατέρας του δημιουργούσε προβλήματα στην εταιρεία. Μέχρι και υπάλληλοι (τα ονόματα των οποίων ανέφερε) τον κατήγγειλαν για τη συμπεριφορά του, ενώ άλλοι έδωσαν παραίτηση εξαιτίας του τρόπου που τους συμπεριφερόταν.
Όταν έλαβε μήνυμα περί τις 13:00 μίλησε με τη μητέρα του, η οποία του είπε ότι είδε τον κατηγορούμενο από τις κάμερες ασφαλείας να εισέρχεται στο κτίριο παραβιάζοντας το σύστημα. Όταν δεν εντόπισε τον κατηγορούμενο στα γραφεία, μετέβη στην οικία. Απαίτηση του ήταν να μεταβούν μαζί ή έστω ο κατηγορούμενος μόνος του, στην αστυνομία για να αναφέρει τί έκανε. Αφού του φώναξε και αφού ο τελευταίος δεν συμμορφωνόταν με το κάλεσμα του, ξεκίνησε να απομακρύνεται από το σημείο, όταν τον είδε να βγαίνει βιαστικά από την πόρτα της κουζίνας και να πηγαίνει προς την πίσω αυλή. Τον ακολούθησε χάνοντας τον από το οπτικό του πεδίο. Όταν τον ξαναείδε ο κατηγορούμενος κρατούσε το προαναφερθέν ξύλο. Με αυτό του επιτέθηκε, κτυπώντας τον. Αφού τον είχε ήδη κτυπήσει στο κεφάλι και ενώ ο ίδιος βρισκόταν γονατιστός στο ένα πόδι:
«(…) του ετράβησα (το ξύλο), ήμουν χαμέ, εκρατούσα τη φανέλα του τζαι εκτυπούσε με πάνω στο χέρι να τον αφήκω. Μετά που με εκτύπησε στο κεφάλι τζαι σε κάποια φάση έπιασα το ξύλο, αγκάλιασα το τζαι εκράτησα το μια στιγμή στο χέρι μου, είδα τη βελόνα και επέταξα το μακριά».
Φεύγοντας από το μέρος πήγε απευθείας στην αστυνομία και ακολούθως, στο νοσοκομείο. Αρνήθηκε κατηγορηματικά ότι ο κατηγορούμενος βρισκόταν (ήδη), κατά το χρόνο άφιξης του στην οικία έξωθεν αυτής και συγκεκριμένα στον κήπο, ότι ο ίδιος κλώτσησε την κλειδωμένη πόρτα του γραφείου προσπαθώντας να την παραβιάσει, ή ότι έσπρωξε, γρονθοκόπησε, τράβηξε ή έσπασε τα γυαλιά του κατηγορούμενου. Ουδέποτε κτύπησε τον κατηγορούμενο, μήτε του είπε ότι θα τον πάρει «με τη βία» στην αστυνομία. Τα ονόματα των περαστικών δεν γνωρίζει αφού δεν διαμένει πλέον εκεί, οι οποίοι προσφέρθηκαν να τον μεταφέρουν στο νοσοκομείο. Εξ’ όσων γνωρίζει μίλησαν τηλεφωνικώς εκείνη τη στιγμή με έναν αστυνομικό.
Ανέφερε ότι πράγματι, ήταν θυμωμένος τη δεδομένη στιγμή ένεκα των πολλών άλλων περιστατικών που είχαν προηγηθεί στο παρελθόν και που αφορούσαν είτε σε παραβιάσεις του συστήματος της εταιρείας (Τεκμήριο 10) είτε στη στάση του κατηγορούμενου προς τους υπαλλήλους. Εάν ο κατηγορούμενος αποδεχόταν τη παραλαβή κωδικού τότε απλούστατα, καμία αναστάτωση δεν θα προκαλείτο. Ζητήθηκε από μέρους της κατηγορούσας αρχής όπως ο μάρτυρας σχολιάσει τα όσα ο κατηγορούμενος καταγράφει στο Τεκμήριο 5[2], με τον μάρτυρα να δηλώνει ετοιμότητα να περιγράψει έκαστο περιστατικό, επιμένοντας στη θέση ότι, τα όσα εκεί καταγράφει ο πατέρας του δεν αντιστοιχούν στην πραγματικότητα αλλά σε μυθοπλασία. Κληθείς να απαντήσει στο ερώτημα της κατηγορούσας αρχής γιατί ήθελε ο πατέρας του να πάει στην αστυνομία ο ΜΚ2 απάντησε:
«Επειδή δεν σταματά να κάνει τούτο το πράγμα. Δεν σταματά να πηγαίνει να παρενοχλεί. Το να τον αφήνω, αφήνεις κάποιον να μπαίνει, να παρενοχλά, ε, πού σταματά τούτο; Αφού δεν εσταματούσε που μόνος του χωρίς καμία, δεν τον επροκαλούσαμε. Εφύγαμε που το οικογενειακό σπίτι, είσιε το, έπιασε το ούλλο δικό του χωρίς, που μόνος του, δεν ετελειώσαν ακόμα τα δικαστικά των περιουσιακών τζαι αφήσαμε του ολόκληρο το σπίτι τζαι πάλε έρχεται τζαι παρενοχλεί».
Υποβλήθηκε στον μάρτυρα κατά την αντεξέταση ότι, μοναδικός λόγος που αλλάχθηκε το σύστημα συναγερμού ήταν για μπορούν παρακολουθούν οικογενειακώς τον κατηγορούμενο, με τον μάρτυρα να αρνείται την τοποθέτηση λέγοντας,:
«Που τη στιγμή που του επροσφέρθηκε δικός του κωδικός να μπαίνει τζαι υπάρχουν καταγγελίες στο ΤΑΕ ότι επροκάλεσε προβλήματα όσον αφορά τα έγγραφα της εταιρείας που τζείνον, δεν είναι θέμα δικό μου. Εν η μητέρα μου που πάει δικαστικά εναντίον του».
«Οποιοδήποτε δικαίωμα του κατηγορούμενου δεν καταπατήθηκε. Γιατί να μην θέλει να προστατεύσει τον εξοπλισμό της εταιρείας, εφόσον δεν θέλει να προκαλέσει κάποιο κακό βάσει άλλων κατηγοριών, προφανώς θέλει να προκαλέσει κάποιο κακό; Εφόσον δεν θέλει κάποιος να κάνει κάποιο κακό, μπορούμε εμείς να μείνουμε έτσι, χωρίς να βάλουμε συναγερμό; Η μπορεί να μείνει το γραφείο χωρίς σύστημα πυρόσβεσης, σύστημα διάρρηξης; Μπορεί να μείνει το γραφείο έτσι; Ποιος δεν θέλει να προστατεύσει κάτι δικό του και δεν θέλει να βάλει σύστημα ασφαλείας;»
Ανέφερε επίσης ότι, παρά το ότι το κτίριο ανήκει από κοινού στους γονείς του, είχαν παρακαλέσει τον κατηγορούμενο να μην μεταβαίνει στα γραφεία της εταιρείας (όχι στο κτίριο), παρά μόνο όταν υπάρχει πραγματική εργασία και να μην δημιουργεί περαιτέρω προβλήματα αφού ακόμη και οι υπάλληλοι, ως απότοκο της συμπεριφοράς του, προέβαιναν σε καταγγελίες στο πρόσωπο του. Παραδέχθηκε ότι ο ίδιος την 22.2.20 δεν είδε τον κατηγορούμενο να εισέρχεται στο κτίριο αφού αυτή τη δυνατότητα δεν διατηρεί στο κινητό του τηλέφωνο. Ενημέρωση περί τούτου έλαβε από την μητέρα του. ‘Ένεκα του ιδιαίτερου της όλης κατάστασης, είπε στη μητέρα του ότι θα ήταν καλύτερα να μην πάει η ίδια στα γραφεία της εταιρείας, αναλαμβάνοντας ο ίδιος να μεταβεί στο χώρο.
Ερωτηθείς κατά πόσον διακατέχεται από αισθήματα εκδίκησης στο πρόσωπο του κατηγορούμενου, επηρεαζόμενος άμεσα από την μητέρα του, ο μάρτυρας απάντησε ότι εκείνη την ημέρα ήταν θυμωμένος μεν, όμως σε καμία περίπτωση δεν απείλησε ή κτύπησε τον κατηγορούμενο, μη αισθανόμενος μίσος στο πρόσωπο του. Δεν μπορεί να μην νιώθει θυμό ανέφερε, όταν ο ίδιος, η μητέρα και ο αδελφός του ήταν θύματα βίας στα χέρια του κατηγορούμενου, εξ’ου και επισκέπτεται μέχρι σήμερα ψυχολόγο στο «ΣΠΑΒΟ» με τον οποίον συνεργάζεται. Καμία πόρτα δεν παραβίασε, μήτε και προσπάθησε να παραβιάσει. Ρωτήθηκε από την υπεράσπιση να απαντήσει γιατί, ζήτησε να συνδεθεί το σύστημα συναγερμού με το κινητό του τηλέφωνο από την στιγμή που δεν είναι ούτε μέτοχος, ούτε διευθυντής της εταιρείας, αποκρινόμενος ότι, εκείνο το καιρό (2019), σκοπός του ήταν να βοηθήσει τη μητέρα του η οποία βρέθηκε να έχει να διαχειριστεί ξαφνικά την επιχείρηση και μια οικογένεια με ανήλικα εν μέσω μετακόμισης, η οποία ήταν απότοκο της σωματικής και λεκτικής βίας που τους ασκούσε ο κατηγορούμενος. Μέλημα του ήταν να γνωρίζει η μητέρα του ότι αν τον χρειαζόταν, θα ήταν παρών. Στην ερώτηση κατά πόσον θεωρούσε τον εαυτό του «προστάτη της οικογένειας», ο μάρτυρας απάντησε:
«Μακάρι να ήμουνα προστάτης της οικογένειας μου. Ήμουν ένας δειλός ο οποίος δεν πήγε όταν ήμουν 15, ούτε όταν ήμουν έξι χρονών να καταγγείλω για ότι έκανε. Τώρα κάνω ό,τι μπορώ. Η μητέρα μου είναι ο προστάτης της οικογένειας».
Κληθείς κατ’ επανάληψη να απαντήσει γιατί επέλεξε να πάει απροειδοποίητα σπίτι του πατέρα του από την στιγμή που θα μπορούσε να τον καλούσε στο τηλέφωνο, ο ΜΚ2 ανέφερε ότι οι δύο άνδρες δεν διατηρούν τέτοιες σχέσεις μεταξύ τους, με τον ίδιο να μην γνωρίζει καν τον αριθμό κινητής τηλεφωνίας του κατηγορούμενου. Αυτόν συμπλήρωσε ο αστυνομικός επί της καταθέσεως του και όχι ο ίδιος. Επανήλθε ο κ. Χατζησέργης επί του ζητήματος, καλώντας τον μάρτυρα να απαντήσει ως προς την επιλογή του να αιφνιδιάσει τον πατέρα του, με τον ΜΚ2 να αποκρίνεται:
«Δεν έχουμε τούτην τη σχέση! Δεν έχουμε τούτην τη σχέση να τον πιάσω ένα τηλέφωνο. Που με κτύπησε, μας έκαμε τζαι εφύγαμε που το σπίτι. Επροσπαθήσαμε να του μιλήσουμε λογικά. Έχουμε πράγματα να πιάσουμε που τζιαμέ τζαι δεν επικοινωνεί, δεν δέχεται να πληρώσει ούτε για την Ουρανία τζαι πάλε ρωτάς με αν τον έπιασα τηλέφωνο;»
Δήλωσε ο μάρτυρας ότι όταν ενημερώθηκε για την παρουσία του πατέρα του στην εταιρεία, δεν αισθάνθηκε θυμωμένος αλλά φοβισμένος, με την υπεράσπιση να δηλώνει ότι οι εν λόγω αναφορές του είναι οξύμωρες, αφού αν ήταν πράγματι φοβισμένος δεν θα επέλεγε να έρθει ενώπιος- ενωπίω με τον κατηγορούμενο, με τον μάρτυρα να εξηγεί:
«Εφοβήθηκα ότι τούτος ο άνθρωπος πιάνει κάθε δικαίωμα, όπου θεωρήσει τζείνος σωστό να κάνει ότι θέλει, να κτυπήσει, να παραβιάσει. Εφοβήθηκα ότι η μάνα μου θα εξακολουθήσει να είναι σε τούτην την κατάσταση, παραβίασης, εξευτελισμού, να μιλά, να τη βρίζει. Εφοβήθηκα τούτο το πράγμα, όπως το φοβήθηκα κάθε άλλη φορά που τα 10 χρόνια ζωής μου ως τωρά». (…)
«Εφοβόμουν 28 χρόνια. Τί έγινε; Τίποτε. ‘Αμαν θωρείς τη μάνα σου, την αδελφή σου, το αδελφό σου, βάλεις τον φόβο πίσω και πάεις».
Σήμερα ανέφερε, αισθάνεται αγχωμένος, «ευρισκόμενος μπροστά σε έναν άνθρωπο που έκαμνε τόσα πράγματα τζαι πρέπει να δικαιολογούμαι». Κληθείς να απαντήσει γιατί δεν περιέγραψε λεπτομερώς στην κατάθεση του τις κινήσεις του, όπως έπραξε κατά το στάδιο της κυρίως του εξέτασης, ο μάρτυρας δήλωσε ότι το επεισόδιο εκτυλίχθηκε ακριβώς όπως το περιέγραψε, με τις θέσεις του να εντοπίζονται και επί της καταθέσεως του, αφού στον αστυνομικό ανέφερε για τα κτυπήματα που δέχθηκε στο κεφάλι και στην κοιλιά. Ερωτηθείς γιατί δεν τράπηκε σε φυγή όταν είδε τον πατέρα του να κρατά το ξύλο, ο μάρτυρας απάντησε ότι αυτό ενδεχομένως να ήταν και το πιο το λογικό, όμως εκείνη τη στιγμή «πάγωσε». Δεν πίστευε ότι ο πατέρας του θα του επιτίθετο πράγματι, με τον ίδιο να δείχνει τις προθέσεις του, έχοντας τα χέρια του ψηλά, λέγοντας χαρακτηριστικά ότι στο μέρος δεν πήγε με τέτοια διάθεση, αλλά ούτε επρόκειτο, -μετά που ξεκίνησε το επεισόδιο- να «κτυπήσει πίσω του γέρου». Στις υποβολές της υπεράσπισης ότι ο μάρτυρας τραυμάτισε τον κατηγορούμενο τραβώντας τον, ρίχνοντας τον κάτω στις λάσπες, ποδοπατώντας τον, κτυπώντας τον με κλωτσιές και μπουνιές, τραβώντας τον μέχρι το αυτοκίνητο του, ο μάρτυρας απάντησε αρνητικά, λέγοντας ότι ποτέ δεν άσκησε βία στο πρόσωπο του πατέρα του.
Αστυφύλακας 1821 - Ερωτόκριτος Αγγελίδης (ΜΚ1)
Ο Αστυφύλακας 1821 υπηρετεί στον αστυνομικό σταθμό Αγίου Δομετίου. Σύμφωνα με την κατάθεση του Τεκμήριο 1, την 22.2.20 και ώρα 15:45 τον σταθμό επισκέφθηκε ο ΜΚ2 ο οποίος του ανέφερε ότι μόλις είχε δεθεί επίθεση από τον πατέρα του Αντρέα Σακκά, στην οικία του τελευταίου. Ο κατηγορούμενος του επιτέθηκε κτυπώντας τον με ξύλο στο κεφάλι και στην κοιλιά, σκίζοντας του την φανέλα. Ο μάρτυρας παρέδωσε ιατρικό έντυπο στον παραπονούμενο ζητώντας του να μεταβεί για ιατρικές εξετάσεις. Το συμπληρωμένο ιατρικό έντυπο παρέλαβε μαζί με τη φανέλα την 9.3.20, ημερομηνία καταγραφής του γραπτού (πλέον), παραπόνου. Ο ΜΚ1 έλαβε την 16.5.20 ανακριτική κατάθεση από τον κατηγορούμενο ο οποίος δεν παραδέχθηκε την γραπτή κατηγορία που του αποδόθηκε. Κατέθεσε κατά την επί ακροαματηρίω διαδικασία το ιατρικό έντυπο (Τεκμήριο 2), τη φανέλα του παραπονούμενου (Τεκμήριο 8), ημερολόγιο ενεργείας (Τεκμήριο 7) και τη γραπτή κατάθεση του παραπονούμενου (Τεκμήριο 9). Αντίστοιχα, στη διαδικασία κατατέθηκε το έγγραφο δικαιωμάτων που παραδόθηκε στον κατηγορούμενο (Τεκμήριο 3), η ανακριτική του κατάθεση (Τεκμήριο 4), η δακτυλογραφημένη κατάθεση του κατηγορούμενου ως αυτή παραδόθηκε στις αρχές (Τεκμήριο 5) και η γραπτή κατηγορία που του αποδόθηκε (Τεκμήριο 6). Στο ημερολόγιο ενεργείας Τεκμήριο 7, καταγράφεται ότι την 7.7.20, ο ΜΚ1 μετέβη στην οικία του κατηγορούμενου, συνομιλώντας με γείτονες του πρώτου σε σχέση με το περιστατικό με τους τελευταίους να αναφέρουν ότι δεν είχαν δει οτιδήποτε, σημειώνοντας παράλληλα, ότι δίπλα από το σπίτι που διαμένει ο κατηγορούμενος δεν βρίσκεται άλλη οικία. Αν και προσπάθησε να επικοινωνήσει τηλεφωνικώς με τον κατηγορούμενο για την παροχή περαιτέρω πληροφοριών, ως προς τα πρόσωπα που είδαν το επεισόδιο αυτός δεν απάντησε, μήτε επέστρεψε την τηλεφωνική κλήση. Τον χώρο δεν επισκέφθηκε προ της 7.720, ούτε έψαξε για το ξύλο στο οποίο έκανε λόγο ο παραπονούμενος.
Αντεξετασθείς ανέφερε ότι δεν θυμάται να είχε ρωτήσει τον παραπονούμενο κάτι συγκεκριμένο ως προς το λόγο που αποφάσισε να επισκεφθεί την οικία του κατηγορουμένου, αναφέροντας ότι, εξ’ όσων του είχε λεχθεί, είχε προκύψει ζήτημα με το συναγερμό. Δήλωσε ότι ο λόγος που η φανέλα του παραπονούμενου δεν παραλήφθηκε την 22.2.20 ήταν γιατί ο παραπονούμενος θα μετέβαινε απευθείας για ιατρικές εξετάσεις. Επιβεβαίωσε ότι την 22.2.20 η φανέλα ήταν σκισμένη και δη, στην κατάσταση που του παραδόθηκε την 9.3.20. Ανέφερε επιπλέον ότι μετά την πάροδο 4 ετών, δεν μπορεί να θυμηθεί αν ο παραπονούμενος έφερε οποιαδήποτε εμφανή τραύματα, περιοριζόμενος στην παραλαβή του ιατρικού εντύπου.
Δρ. Ασημένιος Νικολάου- (ΜΚ3)
Επόμενος μάρτυρας ο Ειδικός Παθολόγος Δρ. Ασημένιος Νικολάου ο οποίος εξέτασε την 22.2.20 τον παραπονούμενο στο Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας. Αναγνώρισε το γραφικό του χαρακτήρα επί του Τεκμηρίου 2 εξηγώντας ότι ο ασθενής είχε πλήρη συνείδηση και διαύγεια, με τις κόρες των ματιών να εντοπίζονται ισομεγέθεις. Εντόπισε κεφαλαιμάτωμα ινιακά (καρούμπαλο ως εξήγησε) στο πίσω μέρος του κεφαλιού, και συγκεκριμένα ανάμεσα στον αυχένα και τη βάση του κρανίου, ως επίσης εκδορές στο δεξί αντιβράχιο και δεξιά κοιλιακή χώρα. Ο παραπονούμενος απολύθηκε, με οδηγίες όπως σε περίπτωση επιδείνωσης (κεφαλαλγία, ζαλάδα, υπνηλία ή ναυτία), επανέλθει για εκτίμηση. Το κεφαλαιμάτωμα ανέφερε «θα μπορούσε να προκληθεί από κτύπημα από ξύλο» ή από «οποιοδήποτε κτύπημα». Οι εκδορές συνέχισε, μπορούν να προκληθούν «είτε από επίθεση με ένα ξύλο το έφερε κάποια ακίδα, ή από αγκάθια ή από νύχια γάτας ή από οτιδήποτε οξύ το οποίο μπορεί να προκαλέσει επιφανειακή λύση του δέρματος».
Συμφώνησε με την υπεράσπιση ότι δυνάμει των όσων καταγράφονται στο πιστοποιητικό, κανένα ιδιαίτερο πρόβλημα δεν φαίνεται να υπήρξε, εξ’ού και η απόλυση του ασθενούς. Συμφώνησε ότι εκδορές μπορούν να προκύψουν ως απότοκο μιας πάλης, νοουμένου ότι ένας εκ των εμπλεκομένων έφερε μακρύτερα νύχια από τον άλλον. Ένα καρούμπαλο ανέφερε, μπορεί να προκληθεί (και) από πτώση στο έδαφος.
Μ. Α. – (ΜΚ4)
Τελευταία μάρτυρας για την κατηγορούσα αρχή η μητέρα του καταγγέλλοντος και πρώην σύζυγος του κατηγορούμενου. Το λογιστικό γραφείο ήταν ανέκαθεν δικό της με το κτίριο να ανήκει από ½ μερίδιο στην ίδια και στον κατηγορούμενο. Ο κατηγορούμενος είναι μέλος του Συνδέσμου Εγκεκριμένων Λογιστών Κύπρου και διεξήγε παρόμοιας φύσεως εργασίες με αυτές της εταιρείας, χωρίς όμως να έχει την άδεια να υπογραφεί, εξ’ ου και η δραστηριοποίηση του από τον ισόγειο χώρο της εταιρείας. Σε ότι αφορά το μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας η ίδια κατέχει το 51% και ο κατηγορούμενος το 49%. Οι εταιρικές διαφορές που έχουν προκύψει μεταξύ τους θα επιλυθούν από ότι φαίνεται, ενώπιον της Δικαιοσύνης.
Στο κτίριο υπήρχε σύστημα συναγερμού από το 2013, με αμφότερους να κατέχουν σχετικούς κωδικούς. Ένεκα προβλήματος που παρουσίασε στη λειτουργία του, αυτό αντικαταστάθηκε μεταξύ Νοέμβριου-Δεκεμβρίου 2019. Επειδή ο προηγούμενος συναγερμός είχε τοποθετηθεί από εταιρεία συμφερόντων του βαφτιστικού του κατηγορούμενου, και επειδή η ίδια αισθανόταν άβολα να ζητήσει την βοήθεια του εν λόγω ατόμου ένεκα του επερχόμενου χωρισμού, αποφάσισε να αναζητήσει νέα εταιρεία, λαμβάνοντας προς τούτου σχετική προσφορά από την εταιρεία P.I.R (Τεκμήριο 13).
Την 22.2.20 έλαβε μήνυμα στο κινητό της τηλέφωνο για παραβίαση του συστήματος συναγερμού. Έλεγξε τις κάμερες, βλέποντας τον κατηγορούμενο να εισέρχεται στο κτίριο. Σύμφωνα με έκθεση που είχε στα χέρια της από την P.I.R, η παραβίαση έλαβε χώρα η ώρα 11:01. To σύστημα εξέπεμπε σήμα μέχρι την τελική απενεργοποίηση του ταμπλό η ώρα 14:40. Στο μεσοδιάστημα η ίδια αλλά και ο γιος της συνέχισαν να λαμβάνουν, με κάποια μεταξύ τους διαλλείματα, μηνύματα στις κινητές συσκευές τηλεφωνίας τους. Μίλησε και με τον γιο της και με την εταιρεία εγκατάστασης του συναγερμού. Η P.I.R ανέφερε, είχε ζητήσει όπως ενωθούν δύο άτομα επί του συστήματος. Με δεδομένο πρόσθεσε, ότι η Ουρανία ήταν ανήλικη και ο Σάββας εξωτερικό, μοναδικές επιλογές ήταν η ίδια και ο ΜΚ2. Το μεσημέρι όταν βρέθηκαν σπίτι με το Χρίστο, συνέχισαν να λαμβάνουν μηνύματα γεγονός που προκάλεσε απογοήτευση και σύγχυση στον ΜΚ2, ο οποίος αποχώρησε για την εταιρεία. Καθώς η ώρα περνούσε και μη έχοντας οποιαδήποτε ενημέρωση από το γιο της μετέβη στα γραφεία της εταιρείας, μη εντοπίζοντας οποιονδήποτε. Ενώ βρισκόταν καθ’ οδόν προς την οικογενειακή οικία, έλαβε τηλεφώνημα από το Χρίστο ο οποίος την ενημέρωσε ότι «πηγαίνει στην αστυνομία».
Παρά το ότι γεγονός δήλωσε, ότι ο κατηγορούμενος δεν είχε ενημερωθεί εκ των προτέρων για την αλλαγή που θα γινόταν στο σύστημα, (αφού τότε δεν μιλούσαν ούτε για τα παιδιά τους), επέλεξε, όταν ήχησε ο συναγερμός την 12.12.19, όπως προκαλέσει βλάβη στο σύστημα, ασκώντας βία επί αυτού, παρά να επικοινωνήσει με οποιονδήποτε από την οικογένεια. Η ίδια δεν γνώριζε ότι ο κατηγορούμενος θα πήγαινε στα γραφεία ενόσω αυτά ήταν κλειστά, νομιζόμενη ότι η όποια μετάβαση του στο χώρο θα γινόταν μετά την άφιξη των υπαλλήλων και δη, μετά την από μέρους τους απενεργοποίηση του συστήματος. Σύμφωνα με το Τεκμήριο 10 (Έντυπο Συντήρησης από την P.I.R) από το πληκτρολόγιο της κυρίας εισόδου απουσίαζε το πλαστικό κάλυμμα αυτού, καθώς και βίδες από το του ταμπλό. Στον έλεγχο συντήρησης ημερ. 24.2.22 (Τεκμήριο 10) που έλαβε χώρα τη Δευτέρα μετά το περιστατικό της 22.2.20, καταγράφονται τα εξής:
«Πρόβλημα στο σύστημα ασφαλείας. Βρέθηκε το πληκτρολόγιο του συναγερμού να είναι ξεβίδωτο από τη βάση του και η οθόνη του να είναι σπασμένη πιθανόν από κτύπημα. Επίσης το σύστημα καταγραφής ήταν αποσυνδεδεμένο από το internet».
Μετά το περιστατικό Δεκεμβρίου 2019 και εις αποφυγή άλλων παρεξηγήσεων, ζήτησε από την εταιρεία P.I.R όπως παραδώσει στον κατηγορούμενο τον δικό του προσωπικό κωδικό, με τον κατηγορούμενο να αρνείται σθεναρά την παραλαβή του. Ο κατηγορούμενος είχε την απαίτηση πρόσθεσε, ως διαφαίνεται μέσα από τη σχετική αλληλογραφία που παρέδωσε[3] όπως το σύστημα αποσυναρμολογηθεί πάραυτα, απειλώντας εν μέσω πλην σαφώς ότι, αν αυτό δεν γινόταν, τότε σε τέτοια αποσυναρμολόγηση θα προέβαινε ο ίδιος μέσω ηλεκτρολόγου. Η εταιρεία απάντησε λέγοντας ότι το σύστημα τοποθετήθηκε μετά από έγκριση της διευθύντριας της εταιρείας για σκοπούς προστασίας και ασφάλειας του κτιρίου και καμία έγκριση δεν υπήρχε για αφαίρεση του, υπενθυμίζοντας για τις παραβιάσεις που είχαν παρατηρηθεί στο σύστημα, λέγοντας μάλιστα ότι: «η εταιρεία είχε προσφέρει κωδικούς στον κατηγορούμενο, ο οποίος αρνήθηκε λέγοντας ότι: «δεν θέλει να έχει κωδικό και δεν θέλει το σύστημα γιατί θα τον παρακολουθεί η γυναίκα του».
Η μάρτυρας αντεξετάσθηκε εκτενώς όσον αφορά την ιδιοκτησία του κτιρίου αλλά και το ποσοστό των μετοχών που έκαστος κατείχε. Εξήγησε, ερωτηθείσα επί της λειτουργίας του συστήματος ότι το ταμπλό βρίσκεται πλησίον της κύριας εισόδου. Ένας μπορεί να ανοίξει με το κλειδί του, να τοποθετήσει τον κωδικό και να εισέλθει μετά, απρόσκοπτα στο κτίριο. Οι κάμερες ασφαλείας βρίσκονται πλησίον της κύριας πόρτας εισόδου, απ’ όπου και είδε ιδίοις όμμασι τον κατηγορούμενο να εισέρχεται στο κτίριο και να παραβιάζει το σύστημα. Ερωτηθείσα γιατί δεν αποτύπωσε φωτογραφικώς μέσω του συστήματος τον κατηγορούμενο να εισέρχεται στο κτίριο απάντησε ότι στη θέα του και μόνο συγχύστηκε, μη σκεπτόμενη εκείνη τη στιγμή το πιο πάνω δεδομένο. Ποτέ δεν φαντάστηκε τι θα επακολουθούσε για να σκεφτεί να λάβει την οποιαδήποτε φωτογραφία, διερωτώμενη γιατί, αν αυτό το δεδομένο ήταν τελικά τόσο σημαντικό, δεν της είπε η αστυνομία, να εξασφαλίσει τέτοια (φωτογραφία) το συντομότερο δυνατό.
Κληθείσα να απαντήσει γιατί ενέπλεξε το γιο της σε αυτήν την ιστορία, ενώ η ίδια μπορούσε να τηλεφωνήσει στον κατηγορούμενο, η ΜΚ4 απάντησε ότι είναι τρομοκρατημένη από τον ίδιο, εξ’ ου και η προσπάθεια του γιου της να την προστατεύσει, μεταβαίνοντας εκείνος στο μέρος για να μιλήσει με τον πατέρα του «άνθρωπος προς άνθρωπο», με την ίδια να επιλέγει συνειδητά όπως «μείνει λίγο πίσω». Εκείνο τον καιρό τόνισε δεν μιλούσαν ούτε καν για τα παιδιά τους, ενώ την αστυνομία είχε καλέσει τόσες φορές στο παρελθόν που πραγματικά «είχαν ξεκινήσει να τους περιπαίζουν».
Στην υποβολή της υπεράσπισης ότι ο κατηγορούμενος βρισκόταν την 22.2.20 στην οικία του, απάντησε ότι αυτόν είδε με τα ίδια της τα μάτια, προσθέτοντας ότι, αν έβλεπε οποιονδήποτε άλλον, όπως για παράδειγμα ένα διαρρήκτη, σαφώς και θα καλούσε την αστυνομία. Συμφώνησε με την υπεράσπιση ότι, δυνάμει του περιεχομένου του Τεκμηρίου 15, κωδικός φαίνεται να προσφέρεται στον κατηγορούμενο γραπτώς μετά την 22.2.20 (ήτοι την 24.2.20 ημερομηνία επιστολής), χρόνο κατά τον οποίο επίσης αρνήθηκε να παραλάβει αυτόν. Στη θέση ότι μοναδικός λόγος που προσήλθε στο Δικαστήριο είναι για να εκδικηθεί τον κατηγορούμενο, η μάρτυρας εξέφρασε βαθιά απογοήτευση από όσα συμβαίνουν, λέγοντας ότι τέτοιο σκοπό δεν έχει, προσθέτοντας ότι, αν μπορούσε, θα προτιμούσε να μην ερχόταν.
Μαρτυρία Υπεράσπισης
Στη δακτυλογραφημένη κατάθεση του[4], ο κατηγορούμενος αναφέρει τα ακόλουθα:
«Στις 22.2.20 περί τις μεταξύ των ωρών 3 με 4 μ.μ βρισκόμουν στον περίβολο του σπιτιού μου στην Οδό ΧΧΧ και ασχολούμουν με κηπουρικές εργασίες. Σε κάποια στιγμή (δεν θυμάμαι την ακριβή ώρα) άκουσα μεγάλους θορύβους στην πισινή πόρτα του σπιτιού μου που επικοινωνεί με το γραφείο μου και επειδή δεν είχα οπτική επαφή, προχώρησα προς τα εκεί για να δω τί συμβαίνει. Είδα τον γιο μου Χρίστο να κλωτσά και να κτυπά την πόρτα προσπαθώντας να την ανοίξει. Η πόρτα ήταν κλειδωμένη. Με την εμφάνιση μου, ο Χρίστος κατευθύνθηκε προς τον εμένα, και πριν προλάβω να μιλήσω με έσπρωξε βίαια στο έδαφος και με γροθιές και δυνατά σπρωξίματα προσπάθησε να με τραβήξει στο αυτοκίνητο του που είχε σταθμεύσει στην αυλή του σπιτιού. Μου έσπασε τα γυαλιά μου, με έριξε στις λάσπες του κήπου και μου προκάλεσε μώλωπες και εκδορές στο σβέρκο, πλάτη και στα γόνατα. Προσπαθούσε να με ακινητοποιήσει, φωνάζοντας βίαια ότι θα με τιμωρήσει. Δεν κατάλαβα εκείνη την στιγμή εκείνη τι ήθελε ή τι εννοούσε και γιατί μου επιτέθηκε. Κατάφερα με πολλές προσπάθειες να τον απωθήσω και να κατευθυνθώ προς το σπίτι, αλλά συνεχιζόταν η επίθεση από τον Χρίστο με γροθιές και κλωτσιές, τραβήγματα και φωνές. Φώναζε ότι ήθελε να με μεταφέρει με τη βία στην αστυνομία. (…) Μέρος της επίθεσης εναντίον μου έλαβε χώρα μπροστά σε δύο γείτονες που βρίσκονταν σε γειτονική οικία/ αυλή τους οποίους όμως δεν γνωρίζω τα ονόματα. Σε καμία περίπτωση δεν άσκησα οποιαδήποτε βία στο γιό μου, πέρα από εύλογη προσπάθεια να προστατευτώ από τα κτυπήματα, γροθιές και κλωτσιές του».
Παρά το γεγονός ότι τραυματίστηκε σε αρκετά μέρη του σώματος του, κατάφερε να απεγκλωβιστεί, μπαίνοντας σπίτι όπου και παρέμεινε. Ο ΜΚ2 καραδοκούσε να μπει στο σπίτι για να συνεχίσει την επίθεση, όντας συγχυσμένος και οργισμένος. Τον απειλούσε λέγοντας του «να μην πάει πουθενά αν δεν έρθει η αστυνομία». Ο κατηγορούμενος του απάντησε ότι αν έρθουν, είναι στη διάθεση τους. Εξ’ όσων αντιλήφθηκε οι γείτονες προσπαθούσαν να κατευνάσουν τον ΜΚ2. Είναι αρχή του να μην καταγγέλλει τις όποιες επιθετικές και παράνομες συμπεριφορές του γιου του. Προχωρεί και καταγράφει διάφορα περιστατικά προ του επίδικου, στα οποία ο ίδιος πάντοτε ήταν το θύμα άδικων επιθέσεων από τα παιδιά του και τη γυναίκα του.
Τα πιο πάνω λυπηρά γεγονότα του προκαλούν σοβαρή ψυχολογική αναστάτωση, θλίψη και περιορισμό στις επαγγελματικές του δραστηριότητες. Ο γιος του Χρίστος, που κατά τα άλλα είναι αξιόλογο άτομο τον οποίο αγαπά και νοιάζεται, επηρεάζεται από τη μητέρα του στο να επιδεικνύει αυτή την επιθετική και χωρίς λόγο, εκδικητική συμπεριφορά. Χρήζει βοήθειας προσθέτει, για να ξεπεράσει τα αρνητικά του συναισθήματα και να επικεντρωθεί στις σπουδές (τότε) και στο μέλλον του. Ενημερώθηκε τον Μάιο του 2021 από τον ΜΚ1 ότι ο γιος του είχε προβάλει τον ισχυρισμό ότι ο ίδιος είχε δήθεν επέμβει στο σύστημα συναγερμού.
Η ζώσα μαρτυρία του αποτέλεσε μια επανάληψη των όσων ανέφερε στην κατάθεση του, κάνοντας λόγο για απληστία εκ μέρους της συζύγου του, γεγονός που οδήγησε στις πολλές μεταξύ τους διαφορές. Την 22.2.20 βρισκόταν στην οικία του αφού την προηγούμενη είχε επιστρέψει από διήμερο σεμινάριο εκτός πόλης, επιθυμώντας να ξεκουραστεί. Αποφάσισε το απόγευμα να κάνει κηπουρικές εργασίες, φτιάχνοντας το φραγμό που χωρίζει τη δική του οικία από εκείνην του αδελφού του (ανοικτό οικόπεδο- δεν υπάρχει οικία). Κατέθεσε στη διαδικασία Τεκμήριο 16, αρχιτεκτονικό- χωρομετρικό σχέδιο, εξηγώντας πού έλαβε χώρα εντός του κήπου, το όλο περιστατικό. Το γραφείο εξήγησε, έχει δύο πόρτες, μια εσωτερική η οποία επικοινωνεί με το λοιπό ισόγειο χώρο του σπιτιού και μία εξωτερική η οποία οδηγεί στον πίσω κήπο. Επειδή δεν είχε οπτική επαφή με το σημείο του γραφείου, προχώρησε από το φραγμό μέχρι την εν λόγω πόρτα για να δει τί συμβαίνει. Όταν ο Χρίστος τον είδε, ο κατηγορούμενος τον ρώτησε, «Χρίστο μου τί θέλεις». Ο Χρίστος γύρισε προς τον ίδιο, λέγοντας του, «θα σε τιμωρήσω, θα σε πάρω στην αστυνομία», πηδώντας πάνω του όπου με γροθιές, μπουνιές και σπρωξίματα, τον έριξε στο έδαφος. Επειδή την προηγούμενη είχε βρέξει, ο κήπος ήταν λασπωμένος και έτσι, κυλίστηκαν στις λάσπες, με το Χρίστο να βρίσκεται από πάνω του. Το επεισόδιο πρέπει να κράτησε 5 με 8 λεπτά. Μεταξύ τους δήλωσε, υπήρχε πάλη με τον κατηγορούμενο να προσπαθεί απεγνωσμένα να ξεφύγει, χρησιμοποιώντας τα χέρια και τα πόδια του. Ο Χρίστος τον εξύβριζε συνεχώς. Κατάφερε για δευτερόλεπτα να του ξεφύγει, όταν ο γιος του τον έπιασε με κεφαλοκλείδωμα, φωνάζοντας ότι, «θα τον πάρει στην αστυνομία». Κατέθεσε περαιτέρω τα σπασμένα του γυαλιά και την απόδειξη αγοράς τους -Τεκμήρια 20 και 21.
Η τελευταία φορά που είδε τον Χρίστο ήταν στα γραφεία της εταιρείας τον Δεκέμβριο του 2019 μη έχοντας καμία επαφή έκτοτε. Ο γιος του ανέφερε, «τον κατασκότωσε», διερωτώμενος πώς ήταν δυνατόν να γίνει πιστευτή η θέση ότι τον περίμενε με ξύλο στα χέρια από τη στιγμή που δεν ήξερε καν, ότι ο πρώτος θα τον επισκεπτόταν. Ο Χρίστος ήταν σαν μαινόμενος ταύρος ενώ ουδέποτε έκανε λόγο σε κωδικούς και συναγερμό. Ψέματα λέει ο Χρίστος και σε ότι αφορά τον αριθμό κινητής τηλεφωνίας του πατέρα του, ο οποίος παραμένει ίδιος από το 2009, από τον οποίον του αποστέλλει κάθε χρόνο ανελλιπώς, μηνύματα και ευχές την περίοδο των Χριστουγέννων και των γιορτών. Προς υποστήριξη της θέσης του ότι οι όποιες αναφορές στην μεταξύ των δικηγόρων του και P.I.R αλληλογραφία (Τεκμήρια 14 και 15), αφορούσαν στην παρουσία του στα γραφεία της εταιρείας τον Δεκέμβριο του 2019 και ποτέ άλλοτε, παρέδωσε δέσμη ηλεκτρονικής αλληλογραφίας μεταξύ του ιδίου προς τους νομικούς του συμβούλους, όπου δίδονται οδηγίες αμέσως μετά το περιστατικό Δεκεμβρίου για απομάκρυνση του συστήματος συναγερμού (Τεκμήριο 20). Η αντεξέταση του κατηγορούμενου, υπήρξε μακρά. Παραθέτω συνοπτικά τα εξής σημαντικά:
Ερωτηθείς γιατί άφησε μια μητέρα με τρία παιδιά, μερικά εκ των οποίων ανήλικα, να «ξεσπιτωθούν», απάντησε ότι αυτό ήταν δική τους επιλογή με τον ίδιο να μην συμφωνεί. Στη θέση ότι αισθάνθηκε θιγμένος που η οικογένεια του αποφάσισε να τον εγκαταλείψει, ορθώνοντας για πρώτη φορά το ανάστημα της απέναντι στη βίαιη στάση του, απάντησε αρνητικά, λέγοντας ότι από την στιγμή που οι όποιες προσπάθειες είχαν γίνει για ομαλοποίηση της κατάστασης είχαν εξαντληθεί, δεν φαίνεται να υπήρχε άλλη επιλογή. Από τη στιγμή που η αίτηση που υπέβαλε η πρώην σύζυγος του για αποκλειστική χρήση της οικίας είχε αποσυρθεί, δεν είχε κανένα λόγο για να φύγει ο ίδιος από αυτήν.
Παρά την επιμονή του ότι ποτέ δεν άσκησε βία σε οποιοδήποτε μέλος της οικογένειας παραδέχθηκε, ότι εκκρεμεί εναντίον του ποινική υπόθεση (υπ’ αριθμό 55/25 του Ε.Δ. Λευκωσίας) με παραπονούμενη την πρώην σύζυγο του για αδίκημα επίθεσης προκαλούσα πραγματική σωματική βλάβη, υπενθυμίζοντας, ότι μέχρι αυτή να εκδικαστεί και να αποφασιστεί, είναι αθώος μέχρι αποδείξεως του αντιθέτου. Αρνήθηκε ότι παρόμοια καταγγελία έλαβε χώρα και το έτος 1999 λέγοντας ότι, η σύζυγος του σε πάρα πολλές περιπτώσεις «τον απειλούσε με υποθέσεις που κατέληγαν στα δικαστήρια όπως έξωση, υποθέσεις διαζυγίου, διαμοιρασμό περιουσίας», πλείστες εκ των οποίων στο τέλος απέσυρε. Μοναδικός σκοπός καταχώρησης τους ήταν για να πιεστεί και να αποδεχθεί επιζήμιες για τον ίδιο, λύσεις. Αν και ήταν αυστηρός πατέρας και σύζυγος ποτέ δεν κακοποίησε την οικογένεια του είτε σωματικά, είτε ψυχολογικά.
Κληθείς να σχολιάσει γιατί επέλεξε στην δακτυλογραφημένη κατάθεση του να καταγράψει σε κείμενο τεσσάρων περαιτέρω σελίδων περιστατικά που αφορούν σε προγενέστερες του επιδίκου ημερομηνίες, ο μάρτυρας απάντησε, ότι οι αναφορές αυτές παραδόθηκαν στην αστυνομία για να καταδειχθεί η κατ’ εξακολούθηση κακή και βίαιη συμπεριφορά της οικογένειας εναντίον του. Συμφώνησε ότι με τα παιδιά του πλην της Ουρανίας, έχει να μιλήσει από το 2018 και ότι ο γιος του Σάββας, εξ’ όσων πληροφορήθηκε, παντρεύτηκε χωρίς να τον έχει καλέσει στο γάμο του. Παρά το ότι δεν γνωρίζει το τηλέφωνο του Σάββα και σε αυτόν, συνεχίζει να στέλνει ηλεκτρονικά μηνύματα (email) με ευχές, την περίοδο των γιορτών και στα γενέθλια του.
Αποτέλεσε θέση της κας. Χαραλάμπους ότι τα όσα καταγράφει στην κατάθεση του σε σχέση με «παράνομες εισβολές και παραβιάσεις» της πατρικής οικίας είναι παραπλανητικά και διατυπωμένα με σκοπό την δημιουργία εντυπώσεων, επειδή αυτή ανήκει μέχρι και σήμερα και στην πρώην σύζυγο του, της οποίας την είσοδο δεν επιτρέπει, αφού έχει μονομερώς αλλάξει τις κλειδαριές, μη παραδίδοντας ποτέ μέχρι σήμερα, κλειδί στην συνιδιοκτήτρια. Ο μάρτυρας απάντησε λέγοντας ότι η σύζυγος και τα παιδιά του είναι ενήλικες, εγκαταλείποντας μόνιμα την οικία προ πολλού, ενώ τις κλειδαριές αναγκάστηκε να τις αλλάξει από τη στιγμή που τα παιδιά του έσπασαν τα παράθυρα και τις θύρες αυτής.
Με παραπομπή στο αρχιτεκτονικό σχέδιο υπέβαλε η κα. Χαραλάμπους, ότι το 2020 δεν υπήρχε φραγμός στο χώρο, παρά μόνο δύο δέντρα, ως εκεί αποτυπώνονται, με τον μάρτυρα να μην υιοθετεί την πιο πάνω θέση. Υπέβαλε η κατηγορούσα αρχή ότι δεν υπάρχει καμία λογική στο να κλειδώνει κανείς πίσω του, όλες τις πόρτες της οικίας για να βγει στον κήπο του, ειδικά όταν δεν περιμένει επισκέπτες, με τον κατηγορούμενο να δηλώνει ότι, ένεκα όλων όσων προηγήθηκαν, είναι πλέον, ιδιαίτερα προσεκτικός, απορρίπτοντας τη θέση ότι την ώρα που κατέφθασε ο Χρίστος ο ίδιος βρισκόταν εντός της οικίας, εξ’ ου και οι θύρες ήταν κλειδωμένες. Αρνήθηκε περαιτέρω ότι στον γιο του απάντησε ότι «δεν πρόκειται να βγει έξω από το σπίτι».
Ρωτήθηκε ο μάρτυρας γιατί, από την στιγμή που είδε το Χρίστο να φέρεται δήθεν σαν μαινόμενος ταύρος, αποφάσισε να τον πλησιάσει, απαντώντας ότι γι’ αυτό ήταν που χρησιμοποίησε τη φράση «Χρίστο μου τί θέλεις», για να μπορέσει να δει τί συμβαίνει. Συμφώνησε, ότι το σημείο του επεισοδίου, ως ο ίδιος το τοποθέτησε επί του Τεκμηρίου 16, είναι πολύ κοντά στο χώρο του γραφείου, με τον ίδιο να διανύει κάποια απόσταση από το σημείο του φραγμού μέχρι το Χρίστο, συμφωνώντας παράλληλα ότι πλησίον του σημείου υπήρχε μια μικρή αποθήκη εντός της οποίας φυλάγονταν κηπουρικά εργαλεία. Ο ίδιος κρατούσε ένα μικρό κλαδευτήρι. Κλήθηκε από την κα. Χαραλάμπους να απαντήσει γιατί στην κατάθεση του αναφέρει ότι δεν πρόλαβε να μιλήσει με τον Χρίστο, θέση την οποία φαίνεται να αναιρεί κατά τη ζώσα μαρτυρία του, με τον μάρτυρα να δηλώνει ότι, επί της ουσίας, τίποτα δεν πρόλαβαν να πουν, αφού ο Χρίστος του επιτέθηκε αμέσως.
Επανήλθε η κατηγορούσα αρχή ρωτώντας πότε, τελικά ήταν που του είπε ο Χρίστος ότι θα τον πάρει στην αστυνομία, αφού οι εκδοχές που παρουσιάζει φαίνεται να αλληλοσυγκρούονται, με τον κατηγορούμενο να δηλώνει ότι το συμβάν εκτυλίχθηκε τόσο γρήγορα που δεν κατάφερε να συγκρατήσει την ακριβή αλληλουχία των πεπραγμένων. Η ουσία δήλωσε, ήταν ότι ο γιος του, του επιτέθηκε. Ο Χρίστος πρόσθεσε, όντας τρία σκαλάκια πιο ψηλά από τον ίδιο (πλησίον της πόρτας του γραφείου), πήδηξε πάνω του, σπάζοντας του τα γυαλιά όταν τον έριξε στο έδαφος. Στη θέση ότι, (α) τα περί «πηδήγματος» του Χρίστου κατά πάνω του, (β) κεφαλοκλειδώματος και (γ) ύβρεων, ακούγονται για πρώτη φορά μετά από 5 χρόνια και μάλιστα κατά την αντεξέταση του, ο μάρτυρας δήλωσε ότι στην κατάθεση του παρέθεσε μόνο τα βασικά, «με τη μνήμη του να είναι πολύ δυνατή».
Κληθείς να απαντήσει περιπλέον ερωτήσεις αναφορικά με τα φερόμενα τραύματα του, ο μάρτυρας δήλωσε ότι ξέχασε να αναφέρει ότι από το περιστατικό, είχαν σκιστεί και τα ρούχα του, ενώ αίματα υπήρχαν στα γόνατα, στους αγκώνες και στα πόδια του. Επέμενε ότι ο λόγος που επέλεξε να μην μεταβεί στο γιατρό ήταν γιατί τα τραύματα του ήταν επιφανειακά, ενώ ερωτηθείς κατά πόσον τελικά έφερε τραύματα στην πλάτη, ως αναφέρει επί της καταθέσεως του, απάντησε ότι «από την επίθεση υπέφερε όλο του το σώμα».
Επανήλθε η κατηγορούσα αρχή απαιτώντας να μάθει πώς είναι δυνατόν να διατείνεται ο κατηγορούμενος ότι από την επίθεση απέκτησε εκδορές με αίμα στα γόνατα, όταν βάση των δικών του ισχυρισμών, οι δύο άνδρες ήταν βουτηγμένοι στις λάσπες. Ο κατηγορούμενος απάντησε ότι ο γιος του «εκωλώσυρε τον» μέσα στον κήπο τραβώντας τον προς το αυτοκίνητο του, κτυπώντας προφανώς πάνω σε πετραδάκια που πρέπει να βρίσκονταν στο έδαφος. Αρνήθηκε την υποβολή ότι ο λόγος που δεν κάλεσε την αστυνομία ήταν γιατί ο ίδιος ήταν ο επιτιθέμενος. Στη θέση της κατηγορούσας αρχής ότι ο γιος του ουδέποτε συγχύστηκε στο κάλεσμα των γειτόνων ή από ενδεχόμενη άφιξη της αστυνομίας, επειδή σκοπός του ήταν πάντοτε όπως ο κατηγορούμενος τεθεί ενώπιον των αρμοδίων, ο μάρτυρας απάντησε ότι ο γιος του συγχύστηκε ήταν επειδή «παραλίγο να τον σκοτώσει». Εξέφρασε επίσης δυστοκία στην αναγνώριση της φανέλας του παραπονούμενου Τεκμήριο 8, δηλώνοντας ότι η επιδειχθείσα φανέλα είναι κοντομάνικη, γεγονός που φαίνεται να μην συνάδει με το γεγονός ότι το συμβάν εκτυλίχθηκε το Φεβρουάριο του 2020. Ερωτηθείς τί προκάλεσε το σκίσιμο επί αυτής απάντησε ότι αυτό μπορεί να έγινε ενώ πάλευαν μεταξύ τους.
Κληθείς να δικαιολογήσει την παρουσία τραύματος στο πίσω μέρος της κεφαλής του ΜΚ2, ο κατηγορούμενος απάντησε λέγοντας ότι η κατάσταση δεν ήταν στατική, μη αποκλείοντας το ενδεχόμενο όπως ο Χρίστος κτύπησε το κεφάλι του πάνω σε κάποια πέτρα. Ο λόγος που δεν παρέδωσε τα γυαλιά του στις αρχές μαζί με το κείμενο της γραπτής του κατάθεσης όταν πήγε στο σταθμό ήταν επειδή δεν του είχε ζητηθεί. Αποφάσισε να τα κρατήσει όχι μόνο επειδή φυλάει ανεξαιρέτως όλα τα ζευγάρια γυαλιών του αλλά και για να θυμάται «ότι υπήρξαν και κακές στιγμές». Ο μάρτυρας απέρριψε τη θέση της κατηγορούσας αρχής ότι ο λόγος επίσκεψης του Χρίστου ήταν για να του ζητήσει εξηγήσεις σε σχέση με την παραβίαση που διενήργησε επί του συστήματος συναγερμού, ενώ, κληθείς να απαντήσει ως προς το γιατί δεν παραλαμβάνει τους κωδικούς που του προσφέρονται, ο μάρτυρας ανέφερε ότι ακόμη και αν τους παραλάβει η είσοδος του δεν θα είναι απρόσκοπτη επειδή τρίτα πρόσωπα θα είναι σε θέση να ελέγχουν το κατά πόσον αυτός εισήλθε στο κτίριο, μέσω του παραχωρηθέντος κωδικού.
Αξιολόγηση Μαρτυρίας/ Βάρος Απόδειξης
Το βάρος απόδειξης έκαστης κατηγορίας, φέρει η κατηγορούσα αρχή. Το Δικαστήριο για να καταδικάσει θα πρέπει να είναι σίγουρο για την ενοχή του κατηγορούμενου (βλ. Woolmington v DPP [1935] AC 462 HL, Γενικός Εισαγγελέας ν Ismail, (2016) 2Β Α.Α.Δ 891). Εάν το Δικαστήριο μετά την αξιολόγηση της μαρτυρίας και τα ευρήματα του, παραμένει με έστω, υποβόσκουσα αμφιβολία, η αθώωση αποτελεί μονόδρομο (βλ.Munteanu v Δημοκρατίας (2013) 2 Α.Α.Δ 459). Υπενθυμίζεται ότι τυχόν απόρριψη της εκδοχής του κατηγορούμενου είναι μοιραία για την υπεράσπιση, μόνο, αν η υπόθεση της κατηγορούσας αρχής παραμένει ισχυρή στο τέλος ώστε να οδηγήσει με την απαιτούμενη ασφάλεια σε καταδίκη (βλ. Kefalos v The Queen 19 CLR 121).
Έχω ως γνώμονα μου τη νομολογία που αφορά στο ζήτημα αξιολόγησης της μαρτυρίας, την οποία έχω εξετάσει με ιδιαίτερη προσοχή, ενώ κατά την αξιολόγηση της δεν περιορίστηκα στην ατομική κρίση της αξιοπιστίας έκαστου μάρτυρος, αλλά ως προτάσσει η νομολογία την αντιπαρέβαλα και την εξέτασα στα πλαίσια του συνόλου της (Μουσταφά ν. Κακουρή (2002) 1 Α.Α.Δ 165). Το Δικαστήριο καθηκόντως έλαβε υπόψιν του, τη γενική συμπεριφορά των μαρτύρων στο εδώλιο του μάρτυρα, την ειλικρίνεια, την αμεσότητα των απαντήσεων τους, την ύπαρξη προσωπικού συμφέροντος στην υπόθεση και το λογικοφανές (ή μη), των απαντήσεων τους, σε συνάρτηση πάντοτε και αντιπαραβολή με τα όσα ανέφεραν αρχικώς ανακρινόμενοι από τις Αστυνομικές Αρχές (βλ. Ζεβρού ν Χαραλάμπους (1996) 1 Α.Α.Δ 447, Καρεκλά ν Κλεάνθους (1997) 1 Α.Α.Δ, 1119, Κυπριανού ν Αστυνομίας Ποιν.Εφ. 129/07 ημερ.10.12.2008).
Μέσω της αξιολόγησης ενός μάρτυρα, το Δικαστήριο καλείται, εξυφαίνοντας τα λεγόμενα του, τις αντιδράσεις και την συμπεριφορά του, να αναδείξει, υπό το πρίσμα της πείρας και της ανθρώπινης φύσης, το αξιόπιστο ή μη της εκδοχής που παρουσιάζει, όμως χρειάζεται επί τούτου, ιδιαίτερη προσοχή εκ μέρους του Δικαστηρίου αφού, συμβαίνει όπως αναξιόπιστος μάρτυρας προκαλέσει ευμενή εντύπωση, και αντίστροφα (βλ. Χριστοφή Φώτης ν Κώστα Γιάγκου Ζαχαριάδη (2002) 1 Α.Α.Δ. 401). Σημειώνεται ότι μικρές αντιφάσεις σε ασήμαντες λεπτομέρειες ή ελαχίστου σημασίας ανακρίβειες δεν καταστρέφουν (κατά κανόνα), την όλη αξιοπιστία του μάρτυρα (βλ.Κουδουνάρης ν Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ 320) αλλά αντίθετα, ενδέχεται να ενδυναμώνουν αυτή, φανερώνοντας ότι δεν προσχεδίασαν την εκδοχή που μετέφεραν στο Δικαστήριο. H ανθρώπινη εμπειρία εν πολλοίς είναι οδηγός ως προς τη λογική των πραγμάτων[5]. Υπενθυμίζεται ότι το Δικαστήριο διατηρεί την ευχέρεια, νοουμένου ότι το επεξηγήσει δεόντως όπως, δεχθεί τη μαρτυρία ενός μάρτυρα, είτε στο σύνολο της, είτε εν μέρει (βλ. Ομήρου ν Δημοκρατίας (2001) 2 A.A.Δ 506, Μελικίδης ν Παπαγεωργίου κ.α. (2013) 1Α Α.Α.Δ 832).
Αξιολόγηση Μαρτύρων Κατηγορίας
Μάρτυρες που σχετίζονται με τη διερεύνηση/λήψη καταθέσεων
Ο ΜΚ1 αποτέλεσε τον εξεταστή της υπόθεσης. Την μαρτυρία του σε σχέση με τις πράξεις και ενέργειες στις οποίες προέβη στα πλαίσια των καθηκόντων του, αποδέχομαι ως ανταποκρινόμενη στην αλήθεια. Αποδέχομαι ότι την 22.2.20 ο καταγγέλλων, Χρίστος Σ. μετέβη στα γραφεία του αστυνομικού σταθμού Αγίου Δομετίου η ώρα 15:45 εκφράζοντας παράπονο εναντίον του πατέρα του, λέγοντας ότι ο τελευταίος του επιτέθηκε προ ολίγου, κτυπώντας τον με ξύλο στο κεφάλι και στην κοιλιά, με τη φανέλα του να είναι σκισμένη. Ο ΜΚ1 παρέδωσε στον παραπονούμενο σχετικό ιατρικό έντυπο ζητώντας του να μεταβεί στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας για τη διενέργεια εξετάσεων, έντυπο το οποίο του επεστράφη την 9.3.20 μαζί με τη φανέλα, αντικείμενα τα οποία παραλήφθηκαν ως τεκμήρια στην υπόθεση. Την προσπάθεια του ανακριτή να επικοινωνήσει με γειτονικά πρόσωπα του κατηγορούμενου, με σκοπό την περαιτέρω διερεύνηση της υπόθεσης και την εξέταση αμφότερων ισχυρισμών των παραγόντων της δίκης περί ύπαρξης αυτοπτών μαρτύρων, -χωρίς όμως να εντοπίσει οποιοδήποτε εξ’ αυτών,- αποδέχομαι ως ενέργεια που ανταποκρίνεται στην αλήθεια.
Αν και η μαρτυρία του εξεταστή σε σχέση με τις ενέργειες του γίνεται αποδεκτή στο σύνολο της, παρεμβάλλω στο σημείο αυτό, αν και δεν τέθηκε ζήτημα αξιοπιστίας του, ότι η μαρτυρία του δεν προσέφερε οτιδήποτε ουσιαστικό σε σχέση με την ουσία της υπό κρίση κατηγορίας.
Αξιολόγηση Ιατρικής Μαρτυρίας
Αποδέχομαι ως ειλικρινή και αξιόπιστη την μαρτυρία του Ιατρού (ΜΚ3) που εξέτασε τον παραπονούμενο. Υπενθυμίζεται στο στάδιο αυτό η ευθυγραμμισμένη νομολογιακή προσέγγιση ότι, η αξιολόγηση της μαρτυρίας εμπειρογνώμονα, γίνεται δυνάμει των ίδιων αρχών βάση των οποίων κρίνονται οι μαρτυρίες κοινών μαρτύρων (βλ. Κώστας Ψάλτης ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 113). Σύμφωνα με τη νομολογία, έκαστος εμπειρογνώμονας που παρουσιάζεται στο Δικαστήριο έχει την υποχρέωση όπως εφοδιάσει αυτό δια της μαρτυρίας του, με τα απαραίτητα επιστημονικά κριτήρια τα οποία, το Δικαστήριο αφού ακούσει και λάβει υπόψιν του, χρησιμοποιήσει κατά τρόπον που να του επιτρέπει όπως σχηματίσει τη δική του, ανεξάρτητη κρίση ως προς την ορθότητα των συμπερασμάτων του. Καλείται επίσης όπως με την εφαρμογή των κριτηρίων που παρουσιάστηκαν, εφαρμόσει αυτά, στα γεγονότα που παρουσιάστηκαν και απαρτίζουν την ενώπιον του υπόθεση. Η ιδιότητα, τα προσόντα αλλά και τα ευρήματα του ΜΚ3 ουδόλως έτυχαν αμφισβήτησης από την υπεράσπιση. Ο ΜΚ3 ήταν το πρόσωπο που εξέτασε τον παραπονούμενο, συμπληρώνοντας επί του σχετικού ιατρικού εντύπου (Τεκμήριο 2) τα ευρήματα του σε σχέση με την κλινική εικόνα που παρουσίαζε ο παραπονούμενος. Την μαρτυρία του αποδέχομαι ως αξιόπιστη. Παρεμβάλλω εδώ για σκοπούς πληρότητας ότι, το γεγονός ότι υπάρχει ιατρική μαρτυρία που τείνει να επιβεβαιώσει τη θέση του παραπονούμενου αφορά σε υποστηρικτική μαρτυρία και όχι ενισχυτική (Σ.Σ. κ.α. ν. Δημοκρατία Ποινικές Εφέσεις υπ’ αρ. 147/2016, 148/2016 ημερ. 20.11.2019).
Μαρία Αψερού - ΜΚ4
Σημειώνεται ότι τη συγκεκριμένη μαρτυρία, το Δικαστήριο προσέγγισε με ιδιαίτερη προσοχή ένεκα της σχέσης που διατηρεί με έκαστο εκ των δύο κύριων παραγόντων της δίκης και ενόψει απόδοσης αλλότριων κινήτρων στην μαρτυρία της, από την υπεράσπιση. Προς τούτο το Δικαστήριο έχει αυτοπροειδοποιηθεί. Ως νομολογιακά γνωστό, όσο μεγαλύτερο το συμφέρον του μάρτυρα, τόσο μεγαλύτερη προσοχή απαιτείται (βλ.Papachrysostomou v The Police (1988) 2 C.L.R. 55, Λαζάρου ν Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ.633).
Σύστημα Συναγερμού
Τα περί εφαρμογής ή αλλαγής του συστήματος συναγερμού στην εταιρεία δεν αποτελούν επίδικο ζήτημα στα πλαίσια της παρούσας, μήτε και οφείλουν να απασχολήσουν σε έκταση. Το μόνο που χρήζει εξέτασης είναι κατά πόσον η ΜΚ4 είδε την 22.2.20 τον κατηγορούμενο μέσω του συστήματος ασφαλείας (κάμερες) που είναι ενωμένες με το κινητό της να παραβιάζει το σύστημα συναγερμού, ως οι ισχυρισμοί της. Η κατάληξη του Δικαστηρίου προς τούτο είναι ότι τα όσα ανέφερε η μάρτυς επί του προκείμενου είναι αλήθεια. Τη θέση της ότι την 22.2.20 είδε, ιδίοις όμμασι τον κατηγορούμενο να βρίσκεται στα γραφεία της εταιρείας, παραβιάζοντας το σύστημα συναγερμού αποδέχομαι ως αληθή και ανταποκρινόμενη στην αλήθεια. Το γεγονός αυτό επικοινώνησε στο γιο της, με τον οποίο είχε τηλεφωνική επικοινωνία, πριν ακόμη συναντηθούν κατά τις μεσημεριανές ώρες στο σπίτι, χρόνο κατά τον οποίον αμφότεροι συνέχισαν να λαμβάνουν μηνύματα -με διακοπές- από το σύστημα συναγερμού μέχρι την τελική απενεργοποίηση του η ώρα 14:40. Η παραβίαση έλαβε χώρα την 11:01 ως η αξιόπιστη επί του προκείμενου αναφορά της. Η παραβίαση επιβεβαιώνεται και από το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 10 όπου καταγράφεται ότι:
«Εντοπίστηκε πρόβλημα στο σύστημα ασφαλείας. Βρέθηκε το πληκτρολόγιο του συναγερμού να είναι ξεβίδωτο από τη βάση του και η οθόνη του να είναι σπασμένη, πιθανόν από κτύπημα. Επίσης το σύστημα καταγραφής ήταν αποσυνδεδεμένο από το internet».
Τα όσα καταγράφονται επί του Τεκμηρίου 10 φέρουν ημερομηνία 24.2.20, ήτοι ημέρα Δευτέρα, κατά την επίσκεψη της εταιρείας P.I.R στα γραφεία της εταιρείας για επισκευή (service) του συστήματος, επί βλάβης που προκλήθηκε την 22.2.20 (Σάββατο) κατά την παραβίαση του. Η κατάσταση δε στην οποία εντοπίστηκε το σύστημα συναγερμού (πάνελ), συνάδει ακόμη και με τις αναφορές του κατηγορούμενου προς την P.I.R (Τεκμήρια 15 και 20) ότι, αν αυτό δεν αποσυνδεθεί άμεσα, θα φροντίσει να αποσυνδέσει ο ίδιος μονομερώς, απαιτώντας μάλιστα από την εταιρεία αποζημιώσεις δια όλων των νόμιμων νομικών οδών.
Αξιόπιστη κρίνεται επίσης η θέση ότι κοινοποίησε στο γιο της τα όσα επιμαρτύρησε, δεδομένο το οποίο αποτέλεσε έναυσμα για μετάβαση του παραπονούμενου, πρώτα στα γραφεία της εταιρείας και μετέπειτα στην οικογενειακή οικία. Η θέση που προώθησε ότι, το σύστημα συναγερμού επιτρέπει σε χρήστη να εισέλθει της κεντρικής εισόδου κάνοντας χρήση του προσωπικού του κλειδιού κρίνεται ως αξιόπιστη, με τον χρήστη να πρέπει ακολούθως να καταχωρήσει στο σύστημα τον δικό του, προσωπικό του κωδικό. Το πληκτρολόγιο βρίσκεται τοποθετημένο πλησίον της κύριας εισόδου (εντός του χώρου), με τις κάμερες ασφαλείας να λαμβάνουν σχετική εικόνα από το εν λόγω σημείο, εξωτερικά του κτιρίου. Σε ότι αφορά λοιπόν τη διαρρύθμιση του χώρου και των εγκαταστάσεων που αφορούν στο σύστημα συναγερμού, αυτές κρίνονται ως επίσης ανταποκρινόμενες στην αλήθεια. Συνάδουσα με τη λογική κρίνεται επίσης η θέση της ότι, αν έβλεπε οποιονδήποτε άλλον από τις κάμερες την 22.2.20 στο χώρο, όπως για παράδειγμα άγνωστο πρόσωπο ή διαρρήκτη, θα ενημέρωνε αμέσως προς τούτο τις αρχές. Ως ανέφερε χαρακτηριστικά:
«Διότι 22.2.20 όταν έπιασα τα μηνύματα και ήταν άλλο πρόσωπο, σίγουρα θα πήγαινα στην αστυνομία. Δεν υπάρχει περίπτωση να μην πάω στην αστυνομία». (…) «22.2.20 τον είδα εκεί, παραβίασε το σύστημα, μπήκε μέσα, έκαμε διάφορες ενέργειες και έφυγε και ήταν σημειωμένο. Θα έχω πρόβλημα με την αστυνομία από τη στιγμή, από τη στιγμή που τα έβλεπα αυτά, νομίζω έχω ακόμα τα λογικά μου».
Κρίνεται σκόπιμο να παρεισφρήσουν εδώ και τα ακόλουθα. Η εντύπωση που αποκόμισε το Δικαστήριο από τις πηγαίες και ανεπιτήδευτες αντιδράσεις της μάρτυρος ήταν ότι αυτή πράγματι, εάν μπορούσε, δεν θα έθετε τον εαυτό της στη διαδικασία τούτη, ήτοι να βρεθεί αντιμέτωπη με τον κατηγορούμενο στο Δικαστήριο αφού πράγματι, στην όψη του και μόνο, αναστατώνετο επί του εδωλίου, γεγονός που επιβεβαιώνει το γνήσιο των απαντήσεων της ης ότι: (α) σε τίποτα δεν θα ωφελούσε η όποια επικοινωνία με τον κατηγορούμενο την 22.2.20 ο οποίος δεν θα την λάμβανε υπόψιν, (β) ότι δυσκολευόταν να μεταβεί στην εταιρεία επειδή εκεί θα τον συναντούσε, (γ) ότι γι’ αυτό συναίνεσε στο να μιλήσει ο ΜΚ2 με τον πατέρα του, χωρίς να μπορεί να προβλέψει τα όσα θα ακολουθούσαν και (δ) ότι δεν κατήγγειλε τον κατηγορούμενο επειδή καμία παρέμβαση της αστυνομίας (στο παρελθόν) δεν επέφερε οποιοδήποτε ουσιαστικό αποτέλεσμα.
Κωδικοί
Η όλη αξιοπιστία της μάρτυρος εντοπίζεται μέσω και της αφοπλιστικής παραδοχής της ότι, όταν είχε αντικατασταθεί το σύστημα συναγερμού (Δεκέμβριο του 2019), καμίας πρότερης ενημέρωσης είχε τύχει ο κατηγορούμενος, ένεκα του ιδιαίτερα τεταμένου της όλης κατάστασης. Η θέση της υπεράσπισης ότι σκοπός του όλου εγχειρήματος ήταν ο αποκλεισμός του κατηγορούμενου από την εταιρεία, απορρίπτεται, ένεκα της ειλικρινούς αναφοράς της ότι, μετά το συμβάν την 12.12.19 προσφέρθηκε, μέσω της εταιρείας εγκατάστασης προφορικά, σχετικός αποκλειστικός κωδικός στον κατηγορούμενο, προς αποφυγήν παρόμοιου περιστατικού. Το γεγονός ότι οι προσπάθειες για παράδοση σχετικού κωδικού συνεχίζονταν από την εταιρεία με τις οδηγίες της ΜΚ4 μέχρι και τον Φεβρουάριο του 2020, χρόνο κατά τον οποίον ο κατηγορούμενος συνέχιζε να αρνείται στην παραλαβή των, επιμαρτυρείται και από το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 15 (επιστολή P.I.R προς τους δικηγόρους του κατηγορούμενου). Η όλη αυτή συνεπώς προσπάθεια από μέρους της διευθύντριας της εταιρείας προς τον συνιδιοκτήτη του κτιρίου, καταδεικνύει με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο ότι ουδέποτε σκοπός ήταν ο αποκλεισμός του κατηγορούμενου από το κτίριο αλλά η ομαλή πρόσβαση του σε αυτό, δυνάμει του νέου συστήματος που είχε εγκατασταθεί.
Εισηγείται η υπεράσπιση ότι η μαρτυρία της ΜΚ4 βρίθει από αντιφάσεις και ανακρίβειες. Το Δικαστήριο δεν συμφωνεί με την πιο πάνω εισήγηση. Και εξηγώ.
1. Αναφέρει η υπεράσπιση ότι αν ήταν αλήθεια ότι η ΜΚ4 εντόπισε τον κατηγορούμενο την 22.2.20 στα γραφεία, «τότε αυτή (η ΜΚ4), θα το είχε αναφέρει στον υιό της και υιός της στην αστυνομία και το όνομα της θα καταγραφόταν επί του κατηγορητηρίου ως μάρτυρας κατηγορίας». Ο τρόπος που επέλεξε η αστυνομία να συντάξει το κατηγορητήριο ή να διερευνήσει την παρούσα υπόθεση, περιοριζόμενη αποκλειστικά στην διερεύνηση της ενώπιον της καταγγελίας (επίθεση στο πρόσωπο του παραπονούμενου από τον πατέρα του), χωρίς να διερευνήσει τον λόγο της επίσκεψης ή τί είχε προηγηθεί αυτής, ποσώς αποτελεί ζήτημα που αφορά την μάρτυρα. Μήτε και είχε η ίδια τον οποιοδήποτε λόγο στον τρόπο διερεύνησης της παρούσας. Το γεγονός ότι η αστυνομία επέλεξε να μη διερευνήσει ως βάθος τα περί ήχησης του συναγερμού, προ της επίσκεψης του παραπονούμενου στην οικογενειακή οικία ουδόλως μπορεί να λεχθεί ότι επηρεάζει το αξιόπιστο των αναφορών της. Η μάρτυς, η οποία πράγματι δεν περιλαμβανόταν στο κατηγορητήριο, προσήλθε στο Δικαστήριο κληθείσα από την κατηγορούσα αρχή όταν, και αυτό φέρει τη δική του βαρύτητα, η υπεράσπιση αμφισβήτησε τον λόγο επίσκεψης του ΜΚ2 στην οικία του πατέρα και συγκεκριμένα ότι: (α) είχε προηγηθεί η ήχηση του συστήματος συναγερμού, (β) τον οποίον παραβίασε κατ’ ισχυρισμόν, ο κατηγορούμενος.
2. Η μάρτυρας κλήθηκε από την κατηγορούσα αρχή και αυτό διαφαίνεται από τα πρακτικά, επειδή η υπεράσπιση δεν συναίνεσε (αρχικώς) στην παρουσίαση του Τεκμηρίου 10 (επιστολές παραβίασης της P.R.I), που επιχείρησε να καταθέσει ο ΜΚ2 στη διαδικασία. Μοναδικό πρόσωπο που κατείχε ως εκ της θέσεως της τα σχετικά αυτά έγγραφα ήταν, ως διαφάνηκε, η ΜΚ4 Διευθύντρια, η οποία προσήλθε για να προσφέρει απαντήσεις στα ερωτήματα που έθετε η υπεράσπιση, με την ίδια να δηλώνει απερίφραστα ενώπιον Δικαστηρίου ότι, «θα προτιμούσε να μην ερχόταν». Υπενθυμίζεται ότι η ΜΚ4 ανέφερε στον ΜΚ2 τα όσα επιμαρτύρησε, εξ’ ου και η επίσκεψη του τελευταίου στην οικογενειακή εστία.
3. Προκλήθηκε η μάρτυς να απαντήσει ως προς το γιατί δεν έλαβε φωτογραφία μέσω του συστήματος την 22.2.20 προς επίρρωση των ισχυρισμών της σε σχέση με την παρουσία του κατηγορούμενου στο χώρο. Η ΜΚ4 ανέφερε χαρακτηριστικά ότι «στη θέα του κατηγορούμενου και μόνο συγχύστηκε», «μη μπορώντας να φανταστεί τί θα επακολουθούσε», αφού «για εκείνην ήταν αρκετό ότι τον είδε». Πρόσθεσε ότι οι σχέσεις της με τον κατηγορούμενο ήταν τόσο τεταμένες, ενώ σε τυχόν τηλεφώνημα της ο κατηγορούμενος: «θα με κοροϊδευε. Θα με κοροϊδευε, θα με ειρωνευόταν που είναι σε οτιδήποτε που ειρωνεύεται ο Αντρέας και είναι το (α) και το (ω) τζαι να απειλήσει τζαι η καθημερινή φράση «θα κάμω ότι θέλω, γράφω σε». Η καθημερινή φράση. Και ειρωνικά όλα». Είναι φανερό, ανέφερε η μάρτυρας ότι μοναδικός λόγος που ο κατηγορούμενος δεν παραλαμβάνει το σχετικό, προσφερθέν κωδικό ασφαλείας είναι, για να μπορεί να συνεχίζει να προκαλεί προβλήματα και αναστάτωση.
4. Μήτε η εισήγηση της υπεράσπισης ότι η μάρτυς «δεν έκανε τίποτα στην ήχηση του συναγερμού» ευσταθεί. Η μάρτυρας ανέφερε κατά την κυρίως εξέταση ότι όταν έλαβε το μήνυμα από το σύστημα είδε από τις κάμερες που έχει ενωμένες με το κινητό της (α) τον κατηγορούμενο να προσπαθεί να εισέλθει στο κτίριο και τελικώς να εισέρχεται, (β) ότι συνέχισε να λαμβάνει μηνύματα στο κινητό της με κάποιες αναμεταξύ τους διακοπές μέχρι την τελική απενεργοποίηση του συστήματος περί τις τρείς ώρες αργότερα, (γ) ότι ενημέρωσε την εταιρεία P.I.R, (δ) ότι όταν έλαβε το πρώτο μήνυμα δεν ήταν μαζί με τον Χρίστο, (ε) ότι είχαν μιλήσει τηλεφωνικώς στο μεσοδιάστημα, (ζ) ότι όταν πήγε σπίτι περί το μεσημέρι μήνυμα έλαβε (και συνέχισε να λαμβάνει) και ο Χρίστος, (η) ότι ο Χρίστος της είπε ότι θα πήγαινε στην εταιρεία και ότι, (θ) επειδή η ώρα περνούσε και δεν είχε οποιαδήποτε ενημέρωση από το γιο της μετέβη μέχρι τα γραφεία της εταιρείας και (ι) ακολούθως και αφού δεν εντόπισε κανέναν όδευσε προς την οικογενειακή οικία, (κ) όταν έλαβε τηλεφώνημα από τον ΜΚ2 ο οποίος την ενημέρωνε ότι ήταν καθ’ οδόν για το σταθμό. Δυνάμει των πιο πάνω, η εισήγηση της υπεράσπισης απορρίπτεται.
Αλλότρια Κίνητρα
Το Δικαστήριο δεν εντόπισε καμία διάθεση ή ανάγκη εκ μέρους της μάρτυρος όπως μεγεθύνει ή αλλοιώσει τα γεγονότα με σκοπό να γίνει πιστευτή. Απαντώντας στις ερωτήσεις που της τίθεντο κατά το στάδιο της αντεξέτασης υπήρξε από μέρους της μια αφοπλιστική ειλικρίνεια, χωρίς καμία προσπάθεια όπως παραπλανήσει ή να υπεκφύγει των ζητημάτων που της τίθεντο. Η φυσικότητα με την οποία κατέθετε φανέρωσε το φόβο που αισθάνεται στο πρόσωπο του κατηγορούμενου. H απουσία υπερβολής στα λεγόμενα της, η αυθεντικότητα και γνησιότητα της μαρτυρίας της, ιδώμενα πάντοτε, μέσα στο πλαίσιο του συνόλου της μαρτυρίας που δόθηκε από αμφότερες πλευρές, δεν αφήνουν οποιαδήποτε αμφιβολία για το αξιόπιστο της μαρτυρίας της. Φαινόταν βεβαίως, και αυτό ήταν έκδηλο αυτό από το ύφος και την έκφραση της, ότι διηγείτο γεγονότα που δεν ήταν ευχάριστα για την ίδια. Η όλη εντύπωση που άφησε η εν λόγω μάρτυρας ήταν ότι δεν ήταν ευτυχής που αναγκάστηκε να προσέλθει στο Δικαστήριο και αυτό τονίζεται γιατί της λέχθηκε από το συνήγορο υπεράσπισης ότι τα όσα κατέθεσε εναντίον του κατηγορούμενου ήταν για εκδικητικούς σκοπούς. Το ύφος και ο τρόπος που κατέθετε κάθε άλλο παρά τέτοια εικόνα δημιούργησαν.
Διατείνεται η υπεράσπιση ότι η ΜΚ4 προσήλθε στο Δικαστήριο με «προκατάληψη, εκδικητική διάθεση, λόγω των κακών οικογενειακών σχέσεων που είχαν μεταξύ τους, περιουσιακές και άλλες δικαστικές διαφορές, με πρόθεση και επι σκοπώ να βλάψει τον κατηγορούμενο, να διασώσει την αντιφατική μαρτυρία του γιου της ΜΚ2, και να αποκλείσει τον κατηγορούμενο από την χρήση του συνιδιόκτητου υποστατικού των»[6]. Το Δικαστήριο δεν συμφωνεί με την πιο πάνω τοποθέτηση, με την υπεράσπιση να αγνοεί τα εξής σημαντικά:
Πρώτον, η μάρτυρας δεν γνώριζε κάτι ουσιαστικό, μήτε και είχε οτιδήποτε σημαντικό να προσφέρει σε σχέση με το πώς εκτυλίχθηκε το όλο επεισόδιο μεταξύ πατέρα και γιου. Μοναδικό δεδομένο, το οποίο εντασσόταν στη σφαίρα γνώσης της ήταν ότι, ο γιος της θα προσπαθούσε να εντοπίσει τον κατηγορούμενο και τίποτα περισσότερο. Κληθείσα να απαντήσει ως προς το τί της είπε ο ΜΚ2 μετά το πέρας του επεισοδίου η μάρτυρας δεν ψεύσθηκε, περιοριζόμενη στην αλήθεια λέγοντας ότι, το μόνο πράγμα που της είπε ο γιος της ήταν ότι «πήγαινε στην αστυνομία για καταγγελία».
Δεύτερον, το γεγονός ότι η μάρτυς προσήλθε για να αναφέρει μόνο όσα γνωρίζει για την υπόθεση εντοπίζεται και από το γεγονός ότι, αν και φαίνεται πράγματι να εκκρεμούν μεταξύ του πρώην ζευγαριού σωρεία ζητημάτων, πολλά εκ των οποίων βρίσκονται είτε υπό διερεύνηση (ζητήματα με τον Έφορο Εταιρειών και το μετοχικό κεφάλαιο), είτε έχουν οδηγηθεί ενώπιον της Δικαιοσύνης (εργασιακές διαφορές και ποινικές υποθέσεις), η ίδια καμία αναφορά δεν έκανε σε αυτά καθ΄όλη τη διάρκεια της μαρτυρίας της. Όλα όσα ήρθαν στην επιφάνεια ήταν λόγω των ερωτήσεων της υπεράσπισης, με την ίδια δίδει της δικές της εξηγήσεις και απαντήσεις. Τα πιο πάνω δείχνουν την καθαρότητα με την οποία προσήλθε στο εδώλιο του μάρτυρα αφού σκοπός της, και αυτό φαίνεται επίσης από τα πρακτικά, ήταν να μαρτυρήσει αποκλειστικά για όσα γνώριζε επί του τι προηγήθηκε της μετάβασης του γιου της στην οικογενειακή οικία.
Τρίτον, δεν μπορεί επίσης παρά να διερωτάται κανείς πώς ακριβώς θα επιτυγχάνετο ο αποκλεισμός του κατηγορούμενου από τη χρήση του συνιδιόκτητου υποστατικού, από την υποβολή της παρούσας καταγγελίας. Το γεγονός ότι ενδέχεται αφετηρία της συνάντησης των δύο ανδρών να ήταν η παραβίαση του συστήματος συναγερμού, πόρρω απέχει από την ουσία της υπόθεσης η οποία αφορά σε καταγγελία για επίθεση στο πρόσωπο του παραπονούμενου από τον κατηγορούμενο. Πόρρω απέχει δε από τη λογική η εισήγηση της υπεράσπισης ότι, δια μέσω της παρούσας καταγγελίας θα εξασφαλίζετο η απομάκρυνση του κατηγορούμενου από τα γραφεία της εταιρείας, αφού τα δύο όχι μόνο δεν σχετίζονται, αλλά στον κατηγορούμενο (ως ο ίδιος άλλωστε παραδέχεται) είχε παραχωρηθεί κωδικός, τον οποίο δεν θέλει να λάβει.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους, Το Δικαστήριο αποδέχεται τη μαρτυρία της ΜΚ4 στο σύνολο της χωρίς ενδοιασμό.
Παραπονούμενος – ΜΚ2
Ο παραπονούμενος ήρθε στο Δικαστήριο για να πει την αλήθεια και προς τούτο δεν έχω την παραμικρή αμφιβολία, περιγράφοντας με απλό τρόπο πώς ο ίδιος βίωσε το επίδικο περιστατικό. Παρακολουθώντας τον προσεκτικά από το εδώλιο του μάρτυρα όταν έδιδε μαρτυρία δεν διαπίστωσα οιαδήποτε πρόθεσή του να μεταφέρει στο Δικαστήριο γεγονότα που δεν έλαβαν χώρα ή οιαδήποτε προσπάθειά του προς παραποίηση της αλήθειας. Αντιθέτως κατά τη διάρκεια της μαρτυρίας του περιέγραψε με σαφήνεια και αμεσότητα τα επίδικα γεγονότα, ήταν σταθερός και συνεπής στις θέσεις του, οι οποίες ποσώς κλονίστηκαν κατά την αντεξέταση του. Σημειώνεται δε ότι θετικό πρόσημο στη μαρτυρία του μάρτυρος προσδίδει και το ότι αυτός απέφυγε να τοποθετηθεί επί γεγονότων για τα οποία δεν είχε ιδία γνώση.
Ο μάρτυρας απαντούσε άμεσα και χωρίς υπεκφυγές στις ερωτήσεις των συνηγόρων παραδεχόμενος ότι, (α) έλαβε αυτοματοποιημένο μήνυμα στο κινητό του τηλέφωνο από το σύστημα ασφαλείας της εταιρείας περί παραβίασης επί του συστήματος συναγερμού, (β) ότι επικοινώνησε με τη μητέρα του όπου του αναφέρθηκε ότι ο πατέρας του ήταν το πρόσωπο που ήταν παρών στο χώρο, (γ) ότι το γεγονός αυτό του προκάλεσε αναστάτωση, φόβο και θυμό (δ) ότι ο ίδιος δεν είδε τον κατηγορούμενο να εισέρχεται στο κτίριο, (ε) ότι είχαν προσφερθεί και προφορικώς και γραπτώς σχετικοί κωδικοί στον κατηγορούμενο (προ και μετά το επίμαχο συμβάν) τη λήψη των οποίων δεν αποδέχθηκε, (ζ) αποφασίζοντας, εν μέσω της προσπάθειας του να προστατεύσει τη μητέρα του όπως μεταβεί στα γραφεία της εταιρείας (η) πηγαίνοντας τελικώς -αφού δεν εντόπισε τον κατηγορούμενο στα γραφεία - στην οικογενειακή οικία για να του μιλήσει. Όντας ειλικρινής προς το Δικαστήριο ανέφερε ότι όταν αποφάσισε να επισκεφθεί την οικία ήταν θυμωμένος, ζητώντας έντονα και επίμονα από τον πατέρα του να εξέλθει της οικίας για να πάνε στην αστυνομία, όντας πεπεισμένος (και ορθώς), ότι ο πατέρας του ήταν, προ ολίγης ώρας στα γραφεία της εταιρείας, προκαλώντας ζημιές στο σύστημα συναγερμού.
Κρίνεται κατάλληλο σημείο όπως απαντηθεί η εισήγηση της υπεράσπισης περί αναντιστοιχιών που παρατηρούνται στη μαρτυρία του παραπονούμενου, οι οποίες δεν μπορούν παρά να αποδεικνύουν κατά την εισήγηση της, το μεταβλητό των θέσεων του και δη, τα ψεύδη του.
1. Το γεγονός ότι στην γραπτή του κατάθεση αναφέρει ότι ο ίδιος τηλεφώνησε στη μητέρα του ενημερώνοντας την σχετικά, ενώ στη ζώσα μαρτυρία του έγινε λόγος για ενημέρωση από τη μητέρα προς τον ίδιο (αναφορικά με την παρουσία του κατηγορούμενου στα γραφεία της εταιρείας), ποσώς επηρεάζουν την ποιότητα και υφή της μαρτυρίας του. Οι ελαχίστης σημασίας αυτές αναντιστοιχίες ουδόλως μπορούν να κλονίσουν το βάσιμο και αξιόπιστο των αναφορών του περί του τί προηγήθηκε του περιστατικού.
2. Το γεγονός ότι στην κατάθεση του αναφέρει ότι στην οικία του πατέρα του μετέβη «για να του πει για το συναγερμό και/ή τον κωδικό» δεδομένα αλληλένδετα μεταξύ τους, ενώ στην προφορική του μαρτυρία έκανε λόγο για απαίτηση όπως ο κατηγορούμενος τον ακολουθήσει στην αστυνομία (χωρίς να γίνεται αναφορά στον συναγερμό), δεν μπορεί να κριθεί ως ερχόμενο σε πλήρη αντίθεση με την μία και μοναδική, αμετάβλητη θέση που προώθησε, που αφορούσε στην προσπάθεια του όπως ο κατηγορούμενος αναλάβει τις ευθύνες των πράξεων του σε σχέση με την παραβίαση του συστήματος ασφαλείας, ενώπιον των αρχών. Ο μάρτυρας δεν είπε ποτέ ότι στην οικία πήγε για να παραδώσει στον πατέρα του κωδικούς, ως ήθελε η υπεράσπιση αντιληφθεί από τις τοποθετήσεις του. Ο ΜΚ2 ευθύς μόλις ξεκίνησε η κυρίως εξέταση του ξεκαθάρισε άμεσα το λόγο της επίσκεψης του στην οικία, ο οποίος δεν ήταν άλλος από τη παρουσίαση του πατέρα του ενώπιον των αρχών, για ό,τι αφορούσε τον συναγερμό. Τα πιο πάνω δεν μπορούν να αχθούν, ως εισηγείται η υπεράσπιση σε μια τόσο βαρυσήμαντη αντίφαση που να καταστρατηγεί την όλη αξιοπιστία του μάρτυρα.
3. Η συνολική εικόνα του ΜΚ2 δεν μεταβάλλεται από το γεγονός ότι στην κατάθεση του περιορίστηκε στην συνοπτική καταγραφή των όσων έλαβαν χώρα κατά την εξέλιξη του επεισοδίου. Αυτό ήταν εμφανές και από τις απαντήσεις του, όταν ανέφερε στην αντεξέταση ότι τίποτα ουσιαστικά δεν απουσιάζει από την κατάθεση του αφού «στον αστυνομικό ανέφερε για τα κτυπήματα με το ξύλο». Τα όσα ανέφερε στο Δικαστήριο φαίνεται ότι αποτελούν μια πιο λεπτομερή περιγραφή των όσων έλαβαν χώρα κατά την εξέλιξη του μεταξύ των παραγόντων της δίκης επεισοδίου και δεν μπορεί να λεχθεί ότι έρχονται σε αντίθεση με τα όσα συνοπτικά άλλωστε, περιέγραψε στην κατάθεσή του. Ως χαρακτηριστικά ανέφερε κατά την αντεξέταση, κληθείς να απαντήσει στις αλλεπάλληλες ερωτήσεις της υπεράσπισης «αντιλήφθηκε, ότι πρέπει να είναι ακριβής στις λεπτομέρειες», εξ’ ου και η περαιτέρω παράθεση των. Αναδιπλούμενες αυτές (οι λεπτομέρειες), παρέμειναν καθ’ όλη τη διάρκεια της μαρτυρίας του, αμετάβλητες επί της ουσίας τους, ευρισκόμενες τελικώς, σε πλήρη αρμονία με τα όσα ανέφερε ενώπιον των αρχών. Η ουσία των ισχυρισμών του ήταν πάντοτε η ίδια και δη, ότι αφού ακολούθησε τον πατέρα του στην πίσω αυλή της οικίας, εντόπισε αυτόν να κρατά το επίμαχο ξύλο με το οποίο ο τελευταίος του επιτέθηκε.
4. Η επιλογή των λέξεων που χρησιμοποιήθηκαν για την περιγραφή των συναισθημάτων του κατά το συμβάν, ήτοι ότι αυτός αισθανόταν «θυμωμένος και φοβισμένος» ή «θυμωμένος και αγχωμένος», είναι κατά την κρίση του Δικαστηρίου όχι μόνο ήσσονος σημασίας, αλλά πόρρω απέχουν από το να αποκαλύπτουν ουσιώδη αντίφαση ή κίνητρο στις αναφορές του ΜΚ2. Πέραν τούτου, ουδόλως επηρεάζουν το βασικό ερώτημα που το Δικαστήριο καλείται να απαντήσει στην παρούσα υπόθεση, ήτοι το κατά πόσον ο παραπονούμενος πράγματι δέχτηκε επίθεση από τον κατηγορούμενο από την οποία προκλήθηκαν οι σωματικές βλάβες που καταγράφονται στην ιατρική έκθεση του ΜΚ3. Ο παραπονουμενος δεν απέκρυψε σε κανένα στάδιο της διαδικασίας ότι ήταν θυμωμένος από την συμπεριφορά του πατέρα του, αισθανόμενος φυσικά αγχωμένος που αναγκαζόταν να αντικρύσει τον κατά τον ίδιο, κακοποιητή του ιδίου και της οικογένειας του. Όταν δε αντίκρυσε τον πατέρα του να κρατά ξύλο -το οποίο μάλιστα ανέμιζε προς το μέρος του απειλητικά-, «πάγωσε» ως ανέφερε χαρακτηριστικά, κατεβάζοντας τους τόνους, υψώνοντας τα χέρια του προς τα πάνω, δηλώνοντας δια της πιο πάνω σωματικής του αντίδρασης τη μη διάθεση του για εμπλοκή σε οποιαδήποτε φυσική επαφή.
5. Τη θέση του ότι δεν είχε στο μυαλό του να καλέσει τον πατέρα του στο τηλέφωνο γιατί αυτή η σχέση δεν υφίστατο μεταξύ των δύο ανδρών, αποδέχομαι ως ειλικρινή, θέση η οποία επιβεβαιώνεται και από την μαρτυρία του κατηγορούμενου ότι οι δύο άνδρες έχουν να μιλήσουν από το 2019 τουλάχιστον, παρά την εξ’ αίματος σχέση τους.
6. Το γεγονός ότι ο ΜΚ2 επέλεξε να μεταβεί στην οικία του κατηγορούμενου χωρίς καμία προειδοποίηση, με την απαίτηση όπως ο τελευταίος τον ακολουθήσει στο σταθμό, μπορεί να χαρακτηριστεί ως μια παράτολμη, ίσως και λανθασμένη κίνηση μεν, δεν μπορεί από μόνη της δε, αυτή καθ’ αυτή να εξισωθεί, ως διατείνεται η υπεράσπιση με μια ειλημμένη απόφαση περί άσκησης σωματικής βίας στον πατέρα του. Όπως ο ίδιος ο μάρτυρας ανέφερε με αφοπλιστική ειλικρίνεια, η σοφότερη λύση, σκεπτόμενος εκ των υστέρων, θα ήταν να αποχωρήσει από το σημείο ευθύς μόλις είδε τον πατέρα του με το ξύλο, μη πιστεύοντας ότι ο πατέρας του θα του επιτίθετο πράγματι, με το συμβάν να κλιμακώνεται ραγδαία.
7. Τα τραύματα που εντόπισε ο ΜΚ3 επί του σώματος του παραπονούμενου, βρίσκονται σε πλήρη αρμονία όχι μόνο με τα σημεία όπου ο παραπονούμενος αναφέρει ότι κτυπήθηκε, αλλά και την περιγραφή του ως προς το πώς αυτά, προκλήθηκαν. Το γεγονός ότι ο γιατρός δεν μπορούσε εξ’ αντικειμένου να γνωρίζει πώς αυτά προκλήθηκαν, δεν αναιρεί το υπαρκτό αυτών. Το ιδιαίτερο σημείο δε που εντοπίστηκε το κεφαλαιμάτωμα, ταυτίζεται πλήρως με τις αναφορές του ΜΚ2 ως προς τον τραυματισμό του. Παράλληλα, τα ευρήματα του γιατρού, βρίσκονται σε αρμονία με τα όσα υποκειμενικά ανέφερε, ως σημεία πόνου ο ΜΚ2. Ο γιατρός διαπίστωσε κεφαλαιμάτωμα ινιακά, εκδορές στην κοιλιά και στο δεξί αντιβραχιόνιο.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους, το Δικαστήριο αποδέχεται τη μαρτυρία του παραπονούμενου ως αξιόπιστη και ειλικρινή. Επί αυτής μπορεί να βασιστεί για την εξαγωγή στέρεων συμπερασμάτων και συνακόλουθα ευρημάτων.
Ενισχυτική Μαρτυρία
Στο σημείο αυτό επισημαίνω ότι δεν έχει διαφύγει της προσοχής μου ότι το αδίκημα της κατηγορίας εδράζεται στον Ν.119(Ι)/2000, ο οποίος επιβάλλει στο άρθρο 16 την αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας σε σχέση με τη μαρτυρία θύματος (στις περιπτώσεις όπου τέτοια μαρτυρία μπορούσε να εξασφαλιστεί και παρουσιαστεί). Στην Α.G. v. Αστυνομία, Ποινική Έφεση 119/2020, ημερ. 16.4.2021, ECLI:CY:AD:2021:B147 λέχθηκε ότι, ένεκα της «επαυξημένης αυστηρότητας» («aggravated»), των αδικημάτων, ως αυτή προκύπτει από τη συνδυαστική εφαρμογή των προνοιών των άρθρων 2 και 4 του Νόμου, οφείλουν εφαρμογής οι πρόνοιες του άρθρου 16. Κρίθηκε ότι, στις περιπτώσεις των πιο πάνω αδικημάτων του Νόμου, το Δικαστήριο μπορεί να κρίνει ένοχο τον κατηγορούμενο με μόνη τη μαρτυρία του παραπονούμενου, νοουμένου ότι κρίνει ότι δεν ήταν δυνατόν υπό τις περιστάσεις να εξασφαλιστεί ενισχυτική μαρτυρία. Και βέβαια, εάν έτσι κρίνει, να αποφασίσει κατά πόσο θα προχωρήσει στην καταδίκη με μόνη τη μαρτυρία του, προειδοποιώντας εαυτόν καταλλήλως.
Η κατηγορούσα αρχή έχει, στην προκείμενη εκπληρώσει την υποχρέωση που της επιβάλλεται δια των προνοιών του άρθρου 16 του Νόμου. Υπενθυμίζεται ότι ενισχυτική μαρτυρία είναι η μαρτυρία η οποία αποβλέπει στο να ενισχύσει αλλά και να καταδείξει ουσιωδώς ότι, όχι μόνο διαπράχθηκε το αδίκημα για το οποίο κατηγορείται ο κατηγορούμενος, αλλά επίσης ότι εκείνος που το διέπραξε ήταν ο κατηγορούμενος. Η στοιχειοθέτηση ενός άμεσου παραπόνου και δη οι λεπτομέρειες του, συνιστούν, στη βάση των προνοιών του άρθρου 10 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9 μια τέτοια ενίσχυση.
Απαραίτητες προϋποθέσεις είναι να καταδεχθεί ότι το παράπονο έγινε (i) ευθύς αμέσως μετά τη διάπραξη του αδικήματος, (ii) προς το πρώτο πρόσωπο προς το οποίο μίλησε το φερόμενο θύμα ή προς πρόσωπο το οποίο κρίνεται πως ήταν φυσικό να προβεί σε παράπονο και (iii) ότι ήταν αυθόρμητο (βλ. Ομήρου ν. Δημοκρατία (2001) 2 Α.Α.Δ.618).
Σύμφωνα δε με το άρθρο 14 του Ν.119(Ι)/2000 «Χωρίς να επηρεάζονται οι διατάξεις του άρθρου 10 του περί Απόδειξης Νόμου, καταγγελία η οποία γίνεται από θύμα αδικήματος βίας προς οποιοδήποτε αστυνομικό, οικογενειακό σύμβουλο, λειτουργό ευημερίας, ψυχολόγο, γιατρό, (….) ή μέλη του στενού οικογενειακού περιβάλλοντος του θύματος εντός εύλογου χρονικού διαστήματος από τη διάπραξή του, αποτελεί μαρτυρία».
Στην υπό κρίση περίπτωση εντοπίζεται η δήλωση του ΜΚ1, ο οποίος εμπίπτει στα πρόσωπα που αναφέρει το άρθρο 14 του Ν.119(Ι)/2000 στη βάση της οποίας o ΜΚ2 προσήλθε στο σταθμό την 22.2.20 αι ώρα 15:45 καταγγέλλοντας ότι είχε μόλις δεχθεί επίθεση από τον κατηγορούμενο με ξύλο. Σύμφωνα δε με τον ΜΚ1, στον ΜΚ2, -του οποίου η φανέλα που φορούσε ήταν σκισμένη-, παρέδωσε σχετικό ιατρικό έντυπο για να εξεταστεί από ιατρό του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας. Σημειώνεται δε ότι στη βάση των όσων ανέφερε ο ΜΚ2 αυτός μετέβη στην αστυνομία αμέσως μετά τη διάπραξη των όσων καταλογίζει στον κατηγορούμενο, αφού σύμφωνα με το μάρτυρα, αυτός επισκέφθηκε το σταθμό με το πέρας του επεισοδίου, χωρίς οποτεδήποτε τούτο το μέρος της μαρτυρίας του να έχει αμφισβητηθεί.
Κατηγορούμενος
Την μαρτυρία του κατηγορούμενου αποδέχεται το Δικαστήριο, μερικώς. Ο εν λόγω μάρτυρας άφησε το Δικαστήριο με την εντύπωση ότι προσπαθούσε να παραποιήσει όλα όσα όσα έλαβαν χώρα κατά την επίδικη ημέρα, αποποιούμενος οποιασδήποτε ευθύνης για την εξέλιξη του επεισοδίου. Και εξηγώ.
Διαμήνυε ο κατηγορούμενος ότι η αλλαγή στο σύστημα συναγερμού στα γραφεία της εταιρείας έγινε με αποκλειστικό σκοπό τον αποκλεισμό του από την εταιρεία. Ενδεχομένως τα παράπονα του, σε σχέση με την μη έγκαιρη ενημέρωση του περί αλλαγής του συστήματος συναγερμού (Δεκέμβριος 2019) να είναι βάσιμα. Αναρμόδιο είναι το παρόν Δικαστήριο όπως αποφασίσει επί αυτών, όμως, κληθείς να απαντήσει στην κατηγορούσα αρχή, ως ζήτημα αξιοπιστίας πάντοτε, σε σχέση με τη δυστοκία του να παραλάβει κωδικό, αρνείτο δια υπεκφυγών όπως δώσει μια σαφή και ξεκάθαρη απάντηση, στο κατά τα άλλα εύλογο ερώτημα που του τίθετο. Από την μία επέμενε ότι κινήθηκε νομικά με σκοπό την απενεργοποίηση του συναγερμού, από την άλλη δε κρατούσε τα χαρτιά του ερμητικά κλειστά όταν καλείτο όπως παράσχει, στα πλαίσια της αντεξέτασης, οποιαδήποτε περαιτέρω πληροφορία επί του προκείμενου, επιβεβαιώνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τη θέση της κατηγορούσας αρχής, ως αυτή διαμήνυε η πλευρά του ΜΚ2, ότι τόσα χρόνια όχι μόνο του είχε προσφερθεί κωδικός, αλλά αντίθετα, ο ίδιος ήταν που με τη στάση και συμπεριφορά του επιθυμούσε όπως προκαλεί περαιτέρω προβλήματα και ζητήματα στην ομαλή διεξαγωγή των εργασιών όσων, βρίσκονταν στο κτίριο.
Παρά το ότι τα περί συναγερμού δεν αποτελούν επίδικο ζήτημα στην παρούσα, δεν μπορούν παρά να σχολιαστούν ως ζήτημα το οποίο εμπίπτει εντός των ευρύτερων πλαισίων της αξιοπιστίας του μάρτυρα. Η θέση του κατηγορούμενου ότι δεν έγινε οτιδήποτε εκείνη την ημέρα που να ώθησε τον ΜΚ2 να τον επισκεφθεί στην οικία του, αντικρούεται από την καθ’ όλα αξιόπιστη μαρτυρία της ΜΚ4. Όπως ο ίδιος δήλωσε, η τελευταία φορά που συναντήθηκε με το γιο του ήταν στα γραφεία της εταιρείας την 13.12.19, με τους δύο άνδρες να μην διατηρούν την οποιαδήποτε ουσιαστική σχέση, είτε πριν, είτε μετά το περιστατικό. Μοναδικό δεδομένο που παρείσφρησε στον ενδιάμεσο χρόνο ήταν η επέμβαση του κατηγορούμενου επί του συστήματος συναγερμού την 22.2.20. Μετά από αυτήν ο κατηγορούμενος πήγε πίσω στο σπίτι του, παραμένοντας εντός της οικίας με κλειδωμένες τις πόρτες.
Για την εγκατάσταση του νέου συστήματος συναγερμού γνώριζε τουλάχιστον από την 12.12.19 όταν αυτός ήχησε κατά την είσοδο του στα γραφεία. Η ευκολία με την οποίαν ο μάρτυρας υπέκφευγε σε αναλήθειες εντοπίζεται και από την προώθηση δύο διαφορετικών εκδοχών σε σχέση με το πώς έλαβε χώρα το περιστατικό της 12.12.19. Ενώ στην κατάθεση του ισχυρίστηκε ότι ο συναγερμός κόπασε με την είσοδο των υπαλλήλων στην εταιρεία, στην αντεξέταση του φανερώνει ότι με το που ήχησε ο συναγερμός, έτρεχε γύρω - γύρω από το κτίριο για να εντοπίσει το τηλέφωνο του προμηθευτή, αφήνοντας ερωτηματικά ως προς το γιατί, αφού δεν είχε γνώση για την αλλαγή, δεν κάλεσε αμέσως τον βαφτιστικό του, για να επιδιορθώσει το πρόβλημα, αφού εξ΄όσων ο ίδιος δήλωνε, δεν γνώριζε ότι το σύστημα είχε αλλάξει. Το μόνο σημείο που αποδέχεται το Δικαστήριο από τη μαρτυρία του κατηγορούμενου είναι ότι, το περιεχόμενο των επιστολών Τεκμήρια 14 και 15 ήταν απότοκο και/ή εις ακολουθία προηγούμενης αλληλογραφίας μεταξύ των δικηγόρων του ιδίου και της εταιρείας P.I.R (Τεκμήριο 20).
Οι θέσεις που προώθησε αναφορικά με την εξέλιξη των γεγονότων εκείνη την ημέρα και την επίθεση που κατ΄ισχυρισμόν δέχθηκε, πόρρω απέχουν από την πραγματικότητα. Η θέση του αυτή διαψεύδεται από όλη την λοιπή, προσκομισθείσα μαρτυρία, περιλαμβανομένης και της ιατρικής μαρτυρίας επί των τραυματισμών του παραπονούμενου, -οι οποίοι συνάδουν απόλυτα με τις αναφορές του πρώτου ως προς την εξέλιξη και κορύφωση του περιστατικού- και της ενισχυτικής προς τούτο μαρτυρίας που παρουσιάστηκε από τον ΜΚ1 για άμεση υποβολή παραπόνου.
Η μαρτυρία του ΜΚ2, την οποίαν το Δικαστήριο αποδέχθηκε ως αξιόπιστη διαψεύδει τον κατηγορούμενο σε σχέση με το πού αυτός δηλώνει ότι ήταν κατά την άφιξη του Χρίστου. Η θέση του ότι εκείνη τη στιγμή περιποιείτο το φραγμό, ευρισκόμενος ήδη στο βάθος της αυλής, δεν γίνεται αποδεκτή. Το αρχιτεκτονικό σχέδιο που παρέδωσε στο Δικαστήριο (Τεκμήριο 16), - και το οποίο ειρήσθω εν παρόδω δεν υπέδειξε ποτέ στον παραπονούμενο- δεν υποστηρίζει τη θέση του ότι στο σημείο υπάρχει φραγμός, αλλά αντίθετα, δύο δέντρα. Πώς είναι επίσης δυνατόν να διατείνεται ότι, ενώ βρισκόταν από την εξωτερική πλευρά του φραγμού ήταν σε θέση να ακούσει κτυπήματα στην πόρτα της κουζίνας, (αριστερά και πλάι της οικίας) αλλά δεν είχε καθόλου οπτική επαφή με την πόρτα του γραφείου που ήταν ευθεία απέναντι από την εσωτερική πλευρά του φραγμού; Και γιατί αφού πλησιάζοντας, εντόπισε το γιο του να φωνάζει και να κλωτσά την πόρτα του γραφείου, δεν απομακρύνθηκε εγκαίρως αφού ο Χρίστος δεν τον είχε ακόμη εντοπίσει; Είναι άξιον απορίας γιατί, ενώ είδε ή μπορούσε να δει τον Χρίστο από μακρινή, ως ο ίδιος την έθεσε απόσταση (ασφαλείας), αποφάσισε να προσεγγίσει έναν κατά τα άλλα «μαινόμενο ταύρο» ως τον χαρακτήρισε, γνωρίζοντας πολύ καλά ήδη (από προηγούμενα κατ΄ισχυρισμόν περιστατικά), το «επιθετικό, παράνομο και παραβατικό» της συμπεριφοράς του γιου του.
Στην κατάθεσή του αναφέρει ότι ο Χρίστος με το που τον είδε του επιτέθηκε χωρίς να μιλήσουν. Τη θέση αυτή αναίρεσε κατά την ζώσα μαρτυρία του, αναφέροντας για πρώτη φορά, μη θέτοντας ούτε αυτή τη θέση στον ΜΚ2 ότι, σε αυτόν απηύθυνε το λόγο στοργικά, για να εξετάσει τί συμβαίνει. Και ενώ ο γιος του είναι κατ΄ισχυρισμόν απρόβλεπτος και εκδικητικός, αυτόν αποφασίζει ο κατηγορούμενος, δίχως κανένα ενδοιασμό να πλησιάσει με το περιστατικό να λαμβάνει χώραν κάτω από τα εξωτερικά σκαλιά της πόρτας του γραφείου, αφαιρώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο κάθε υπόβαθρο από τη θέση που προώθησε αρχικώς ότι, ήταν ο Χρίστος που κατευθύνθηκε προς τον ίδιο. Δεν μπορεί παρά να προκαλεί εντύπωση δε γιατί, ενώ ο κατηγορούμενος κατείχε τα εν λόγω αρχιτεκτονικά σχέδια (καθ’ όλους τους ουσιώδεις χρόνους της ακροαματικής διαδικασίας), δεν υπέδειξε αυτά στον βασικότερο μάρτυρα κατηγορίας σε σχέση με τα σημεία εξέλιξης του όλου περιστατικού και τις φερόμενες κινήσεις τους στον ευρύτερο χώρο, για να τοποθετηθεί. Μήτε και η θέση ότι ο κατηγορούμενος κρατούσε κλαδευτήρι τέθηκε στον κύριο μάρτυρα κατηγορίας, για να απαντήσει και να αξιολογηθούν τυχόν αναφορές του.
Ανέφερε ο μάρτυρας στην κυρίως εξέτασή του ότι ο κήπος ήταν λασπωμένος επειδή την προηγούμενη ημέρα είχε βρέξει με τους δύο τους να παλεύουν πέφτοντας μέσα στις λάσπες. Δεν μπορεί παρά να διερωτάται κανείς γιατί, αν ο κήπος ήταν όντως λασπωμένος και κυλίστηκαν στις λάσπες, η σχισμένη φανέλα του ΜΚ2 Τεκμήριο 8, δεν έφερε ούτε ίχνος από δ ’αυτές. Δεν μπορεί επίσης να σταθεί στη λογική ότι ο μάρτυρας είχε κλειδώσει όλες τις πόρτες της οικίας για να μεταβεί στον ίδιο του τον κήπο. Ο λόγος που οι πόρτες της οικίας ήταν κλειδωμένες ήταν γιατί ο ίδιος, ευρισκόταν κατά το χρόνο άφιξης του γιου του, εντός της οικίας και όχι εκτός αυτής.
Ο κατηγορούμενος επανέλαβε πλειστάκις ότι ο «γιος του τον εκατασκότωσε», ότι «τον εκωλόσυρνε μέσα στον κήπο», ότι τον έριξε «βίαια στο έδαφος» σπάζοντας του τα γυαλιά, προκαλώντας του μώλωπες και εκδορές στο σβέρκο, στη πλάτη και στα γόνατα. Περιέγραφε κατ’ επανάληψη τον βαθμό βιαιότητας που εκδηλώθηκε στο πρόσωπο του, ενθυμούμενος ότι μέχρι και ρούχα του σκίστηκαν, γεγονός που δεν ανέφερε ποτέ προηγουμένως παρά μόνο κατά την αντεξέταση του. Η απόφαση του όμως να παραμείνει στην οικία και να περιποιηθεί μόνος του τα τραύματα του, τα οποία τελικά χαρακτήρισε επιφανειακά, παρά τα αίματα που «έτρεχαν από πάνω του» δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αντικατοπτρίζει τις προηγούμενες προβαλλόμενες θέσεις του. Αν αυτά που έλεγε ο κατηγορούμενος ήταν η αλήθεια, θα ανέμενε κανείς ότι θα έχρηζε νοσοκομειακής περίθαλψης, όντας μάλιστα, ως ο ίδιος το χαρακτήρισε «σε μαύρο χάλι», αφού ο γιος του τον «εκατασκότωσε», και όχι ήσυχο στην οικία του να περιποιείται μόνος του τα αίματα που έτρεχαν από πάνω του, μη επισκεπτόμενος ποτέ, έστω και εκ των υστέρων, γιατρό.
Αποφασίζει παρά την κατάστασή του, να μην καταγγείλει το περιστατικό αφού τα παιδιά του δεν θα κατάγγειλε ως θέμα αρχής. Ούτε αυτός ο προβαλλόμενος ισχυρισμός ευσταθεί. Απλή ανάγνωση της ίδιας της καταθέσεως του μάρτυρα, Τεκμήριο 5, φανερώνει ότι ποτέ δεν δίστασε σε προηγούμενα περιστατικά (αληθή ή μη), να απαιτεί τη βοήθεια και παρέμβαση της αστυνομίας έναντι των φερόμενων πράξεων των παιδιών του, παραθέτοντας μάλιστα με πάσα λεπτομέρεια τα ονόματα και υπηρεσιακούς αριθμούς των αστυνομικών με τους οποίους συνομίλησε. Μοναδικός λόγος που δεν κατήγγειλε ένα τόσο σοβαρό περιστατικό βίας στο πρόσωπο του, από το οποίο του προκλήθηκαν εκτεταμένες σωματικές βλάβες ήταν γιατί ο ίδιος ήταν ο θύτης και όχι το θύμα.
Παρά την «πολύ δυνατή μνήμη που έχει», ξέχασε να συμπεριλάβει στην κατάθεση του το κατά τα άλλα βαρυσήμαντο κατά την υπεράσπιση γεγονός ότι, ο ίδιος ήταν αυτός που ζήτησε από τους περαστικούς να καλέσουν την αστυνομία. Παραδόξως, ξέχασε να κάνει λόγο και στη φερόμενη σύγχυση που η εν λόγω έκκληση προκάλεσε στο γιο του. Τα πιο πάνω γεγονότα όμως, δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως επουσιώδη, αφού κατά τη θέση του, αποτέλεσαν τον λόγο που κατάφερε να αποδεσμευτεί από τα χέρια του φερόμενου δράστη. Καθόλου τυχαία η πιο πάνω παράλειψη. Ο λόγος αυτής δεν είναι άλλος από το γεγονός ότι ο Χρίστος ουδέποτε φοβήθηκε από τυχόν μετάβαση των αρχών στο μέρος, αφού την παρουσία των επιδίωκε εξ’ αρχής. Δεν αντέχει δε στη βάσανο της λογικής η θέση του κατηγορούμενου ότι ο γιος του συγχίστηκε από την ύπαρξη των περαστικών, αφού σύμφωνα με την ίδια την κατάθεση του κατηγορούμενου, συνομιλούσε με αυτούς, ευθύς μετά το πέρας του επεισοδίου στο απέναντι από την οικία, παγκάκι. Ο κατηγορούμενος ποτέ δεν ζήτησε από τους περαστικούς να καλέσουν για την αστυνομία ένεκα του παράνομου των πράξεων του.
Χρησιμοποιώντας εύγλωττο λόγο, αποφασίζει κατά την αντεξέταση του να διανθήσει τα γεγονότα αποκαλύπτοντας ερωτηθείς σχετικά ως προς τις εκδορές στα πόδια του, ότι ο γιος του δεν «προσπάθησε να τον τραβήξει» τελικά μέχρι το αυτοκίνητο, αλλά τον «εκωλόσυρε μέσα στον κήπο». Παρά το λασπωμένο του εδάφους, σε αυτό θυμήθηκε ότι πρέπει να υπήρχαν πέτρες και πετραδάκια, γεγονός που δεν είχε αναφέρει προηγουμένως.
Ενώ δηλαδή αρχικώς ο κατηγορούμενος παρουσίασε μια προσπάθεια από μέρους του παραπονούμενου να τον τραβήξει στο όχημα του με γροθιές και σπρωξίματα (κατάθεση), τελικώς αυτή η προσπάθεια εντοπίζεται να γίνεται επί του εδάφους, με τον ίδιο να τραβιέται κατά μήκος του κήπου, χωρίς φυσικά να γίνεται λόγος ως προς το ατελέσφορο ή μη, των ενεργειών του παραπονούμενου.
Ενώ στην ένορκή του μαρτυρία αναφέρει ότι, ο ΜΚ2 πήδηξε πάνω του με γροθιές, μπουνίες και σπρωξίματα, στην ανακριτική του κατάθεση ποτέ δεν ανέφερε ότι ο ΜΚ2 πήδηξε προς αυτόν. Σε μια προσπάθεια να καλύψει αυτό το κενό της μαρτυρίας του ανέφερε για πρώτη φορά ότι ο ΜΚ2 ήταν τρία σκαλιά ψηλότερα από τον ίδιο (έξω από το γραφείο), πηδώντας προς το μέρος του. Κληθείς να απαντήσει δε ως προς το λόγο που τα πιο πάνω δεν περιλαμβάνονται στην κατάθεση του, ανέφερε ότι τα όσα ανέφερε στην κατάθεση του υιοθετεί, αφού αποτελούν την ουσία της υπόθεσης. Ενώ τοποθετεί το Χρίστο από πάνω του να τον κτυπά, καμία τέτοια αναφορά δεν γίνεται στη γραπτή του κατάθεση. Αντίθετα, στην ανακριτική του ο Χρίστος τοποθετείται επί του εδάφους, όπου μάλιστα ενδέχεται να κτύπησε το κεφάλι του στις πέτρες. Ούτε αυτή η θέση όμως τέθηκε στον παραπονούμενο για να απαντήσει. Μήτε για κεφαλοκλείδωμα έγινε λόγος στον ΜΚ2, θέση την οποία προώθησε ο κατηγορούμενος μόνο κατά το στάδιο της ζώσας μαρτυρίας του (και όχι στην κατάθεση του). Αναντιστοιχία παρατηρείται επίσης και στους φερόμενους τραυματισμούς του. Κληθείς δε να εξηγήσει το λόγο που αναφέρεται σε τραυματισμούς άλλους ή επιπλέον από τους αρχικούς, ο μάρτυρας απάντησε, σε μια προσπάθεια να πείσει ότι, «από την επίθεση πονούσε όλο του το κορμί». Εντύπωση προκάλεσε και η απάντηση του ότι, τα σπασμένα του γυαλιά κράτησε όχι για να τα παραδώσει στο Δικαστήριο κατ’ ανάγκη, αλλά «για να θυμάται ότι υπήρξαν και κακές στιγμές», μη υποδεικνύοντας τα ποτέ προηγουμένως ούτε στον αστυνομικό, μήτε στον παραπονούμενο. Τη θέση του ότι «για τα γυαλιά έγινε ολόκληρη συζήτηση στον αστυνομικό σταθμό», δεν έθεσε ποτέ στον ΜΚ1-Αγγελίδη, με τις απαντήσεις του ως προς το γιατί δεν παρέδωσε αυτά μαζί με την κατάθεση του στις αρχές να κρίνονται απορριπτέες.
Η εντύπωση που αποκόμισε το Δικαστήριο από την ενώπιον του μαρτυρία ήταν ότι ο κατηγορούμενος προσπαθούσε να υπεκφύγει, επιχειρηματολογώντας και αξιολογώντας ο ίδιος τους μάρτυρες που παρουσιάστηκαν στο Δικαστήριο, παραθέτοντας σημεία όπου αυτοί υπέπεσαν κατά τη δική του αντίληψη σε αντιφάσεις, για να δικαιολογήσει τη δική του στάση, αντιλαμβανόμενος προφανώς ότι οιαδήποτε καταφατική απάντηση στο κατά πόσο άσκησε βία στο γιο του, ποσώς θα μπορούσε να συνάδει με την εικόνα που επιχείρησε να παρουσιάσει, ότι ο ίδιος ουδέποτε θα έκανε κακό στην οικογένειά του, εν αντιθέσει με τον ΜΚ2. Για όλους τους πιο πάνω λόγους, και αντικρίζοντας την μαρτυρία του κατηγορούμενου συνολικά, και όχι αποσπασματικά φρονώ ότι αυτήν, δεν μπορώ να αποδεχθώ και την απορρίπτω ως αναξιόπιστη.
Νομική Πτυχή
Σε ότι αφορά την κατηγορία της επίθεσης με πρόκληση πραγματικής σωματικής βλάβης αυτή (η επίθεση), διαπράττεται όταν κατηγορούμενος, παράνομα (unlawfully), προκαλεί σε άλλο πρόσωπο φόβο άσκησης άμεσης βίας (assault) ή όπου ασκεί παράνομα βία σε άλλο πρόσωπο (battery) (βλ. Πετρόπουλος ν Αστυνομίας (2003) 2 ΑΑΔ 574, 579). Το αδίκημα διαπράττεται είτε με πρόθεση ή απερίσκεπτα (βλ. R v Venna [1976] QB 421, R v Burstow [1998] AC 147 HL). Ο όρος χρησιμοποιείται με την έννοια της πραγματικής ή σκοπούμενης (intended) χρήσης παράνομης βίας σε κάποιο άλλο πρόσωπο χωρίς τη συγκατάθεση του.
Για να στοιχειοθετηθεί το αδίκημα που προβλέπεται στο άρθρο 3(1)(4) του Νόμου 119(Ι)/2000, πέραν του στοιχείου της επίθεσης, απαιτείται και η απόδειξη της πρόκλησης πραγματικής σωματικής βλάβης ως επίσης και η ιδιότητα του μέλους της οικογένειας, εν τη εννοία του νόμου. Ως εύστοχα επεξηγήθηκε στις αποφάσεις A.G v Αστυνομίας Ποινική Έφεση Αρ. 119/2020 ημερομηνίας 16.4.21, ECLI:CY:AD:2021:B147 και Γιώρκας ν Αστυνομίας Ποινική Έφεση 27/2021 ημερ. 16.3.22 αδικήματα που αφορούν σε επιθέσεις εντός της οικογένειας ενσωματώνουν ουσιαστικά τις πρόνοιες των σχετικών άρθρων του Ποινικού Κώδικα περί επίθεσης προκαλούσα πραγματική σωματική βλάβη ή επίθεσης, εντός των προνοιών του άρθρου 4 του Νόμου 119(Ι)/2000, «δημιουργώντας έτσι ένα νέο αδίκημα, που στοιχειοθετείται με την απόδειξη όλων των συστατικών στοιχείων του περιγραφόμενου αδικήματος, πλέον των επιβαρυντικών περιστάσεων». Η πραγματική σωματική βλάβη ορίζεται στο άρθρο 4 του Ποινικού Κώδικα ως, «ασθένεια ή διαταραχή, είτε μόνιμη είτε προσωρινή». Στην Georghiades v. Police (1985) 2 CLR 56, το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι οι επιφανειακές εκδορές στο πρόσωπο με ερέθισμα, αποτελούν πραγματική σωματική βλάβη, εντός της νομικής ερμηνείας του όρου για σκοπούς του άρθρου 243 του Κεφαλαίου 154. Αντίστοιχα, στο Σύγγραμμα Archbold, 36η έκδοση παρ.2634 η πραγματική σωματική βλάβη περιγράφεται ως βλάβη η οποία δεν χρειάζεται κατ’ ανάγκη να είναι μόνιμου χαρακτήρα, μήτε τέτοια ώστε να εντάσσεται εντός της νομικής ερμηνείας του όρου της βαριάς σωματικής βλάβης. Χρειάζεται όμως να διαπιστωθεί ως πραγματικό γεγονός η σωματική βλάβη, η απουσία της οποίας θα κατέτασσε την περίπτωση εντός των πλαισίων της κοινής επίθεσης (βλ. Αχτάρ ν Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ 397).
Σε ότι αφορά το αδίκημα της επίθεσης προκαλούσα πραγματική σωματική βλάβη, αυτό που η κατηγορούσα αρχή πρέπει να αποδείξει είναι, δυνάμει των προνοιών του άρθρου 3(1)(4) του Νόμου 119(Ι)/2000 ότι, (α) ότι ο κατηγορούμενος άσκησε βία, (β) με πράξη, παράλειψη ή συμπεριφορά (γ) εναντίον μέλους της οικογένειας του, (δ) προκαλώντας σωματική στην προκείμενη, βλάβη.
Αυτοάμυνα
Αυτό που το Δικαστήριο καλείται να αποφασίσει είναι αν όντως ο κατηγορούμενος επιτέθηκε πρώτος κατά του παραπονούμενου ή, αν αντιμετωπίζοντας επίθεση του παραπονούμενου, ο παραπονούμενος τραυματίστηκε κατά τη συμπλοκή τους και ως αποτέλεσμα της άμυνας του κατηγορούμενου, προκλήθηκαν στον παραπονούμενο οι σωματικές βλάβες που αποδίδονται στον κατηγορούμενο. Στην παρούσα υπόθεση, ο κατηγορούμενος ουδέποτε αμφισβήτησε ότι ο ΜΚ2 ενδέχεται να κτύπησε κατά τη μεταξύ τους πάλη. Αποτελεί θέση του δε ότι ο παραπονούμενος ήταν αυτός που του επιτέθηκε πρώτος, με τον ίδιο να προσπαθεί να ξεφύγει από τα αλλεπάλληλα κτυπήματα του.
Ως έχει καταγράψει ο αδελφός Δικαστής Ν.Π.Γεωργιάδης, Ε.Δ. (ως ήταν τότε) στην Αστυνομικός Διευθυντής Λευκωσίας ν Μιχαηλίδης, Ποινική Υπόθεση 23400/2015, Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, ημερ.22.10.21:
«Το άρθρο 17 του Ποινικού Κώδικα, καθιστά συγχωρητέα τη χρήση βίας προς αποτροπή μεγαλύτερου και ανεπανόρθωτου κακού σε άλλο πρόσωπο, το οποίο ο ασκών τη βία έχει υποχρέωση να προστατεύσει, νοουμένου ότι η βία, η οποία ασκείται, είναι εύλογη, υπό τις συνθήκες, και όχι δυσανάλογη προς το κακό το οποίο αποτρέπεται (βλ. Πετρόπουλος ν Αστυνομίας (2003) 2 ΑΑΔ 574). Η χρήση βίας για σκοπούς αυτοάμυνας αναγνωρίζεται ως υπεράσπιση στο Κυπριακό Δίκαιο (βλ. Miliotis v The Police (1971) 2 CLR 292) η οποία εμπίπτει στον όρο κατάστασης ανάγκης (necessity) του άρθρου 17 του Κεφ. 154 (βλ. Maifoshis v Police (1978) 2 CLR 9, 11). Όπου εγείρεται η υπεράσπιση της αυτοάμυνας, το βάρος είναι στην Κατηγορούσα Αρχή να την αποκλείσει, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας (βλ. R v Williams (1984) 78 Cr App Rep 276 και Γιάλλουρου ν Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ 320)».
Σύμφωνα με το Αγγλικό Δίκαιο[7], όταν εγείρεται η πιο πάνω υπεράσπιση, το ζήτημα αφήνεται να αποφασιστεί στο τέλος από τους ενόρκους. Το όλο εγχείρημα συνεπώς αφορά σε αξιολόγηση της ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρίας, με δεδομένο ότι στην Κυπριακή Δημοκρατία, ο επαγγελματίας Δικαστής είναι κριτής τόσο των γεγονότων όσο και των νομικών ζητημάτων που προκύπτουν στην υπόθεση. Εάν επομένως, το Δικαστήριο με βάση την αποδεχθείσα μαρτυρία, είναι σίγουρο ότι ο κατηγορούμενος είναι ο επιτιθέμενος και όχι αυτός που απειλήθηκε με επίθεση, τότε με την απόδειξη των υπολοίπων συστατικών του αδικήματος, δύναται να τον καταδικάσει. Εάν όμως, δεχθεί ότι ο κατηγορούμενος δεχόταν (ή ότι ενδεχομένως δεχόταν) επίθεση ή ότι πίστευε ότι θα δεχθεί επίθεση, τότε πρέπει να εξετάσει αν η αντίδραση του ήταν, υπό τις περιστάσεις, εύλογη. Αντίδραση που κρίνεται εύλογη οδηγεί σε αθώωση. Αντίδραση που δεν κρίνεται εύλογη ανατρέπει την υπεράσπιση της αυτοάμυνας, και στην απουσία άλλης αμφιβολίας, οδηγεί σε συμπέρασμα ενοχής[8].
Ευρήματα Δικαστηρίου
1. Στην εταιρεία Αψερού- Σιακά & Σια Λτδ εγκαταστάθηκε τον Δεκέμβριο του 2019 νέο σύστημα συναγερμού/ παρακολούθησης εις αντικατάσταση του παλαιού. Για την αντικατάσταση αυτή ο κατηγορούμενος δεν είχε ενημερωθεί. Όταν εισήλθε στα γραφεία της εταιρείας την 12.12.19 ήχησε ο συναγερμός. Ο κατηγορούμενος προσπάθησε με τη χρήση βίας να τον απενεργοποιήσει με αποτέλεσμα την πρόκληση ζημιών (Τεκμήριο 10).
2. Ως συνιδιοκτήτης απέστειλε προσωπικά την 12.1.20 επιστολή προς την εταιρεία P.I.R καλώντας την όπως άμεσα αποσυναρμολογήσει και απομακρύνει το χωρίς την συγκατάθεση του εγκατεστηθέν σύστημα, δηλώνοντας μάλιστα ότι αν αυτό δεν λάβει χώρα εντός δύο ημερολογιακών εβδομάδων, θα προβεί ο ίδιος μονομερώς στην αποσυναρμολόγηση του, διεκδικώντας αποζημιώσεις από την εν λόγω εταιρεία για τυχόν ζημιές που θα προκληθούν. Ο κατηγορούμενος είχε γνώση από την 12.12.19 (τουλάχιστον), για την εγκατάσταση του νέου συστήματος (Τεκμήριο 20).
3. Ιδιαίτερα ενοχλημένος από την μη ανταπόκριση ή συμμόρφωση της εταιρείας P.I.R στο κάλεσμα του και αφού είχε απορρίψει τις όποιες προφορικές εκκλήσεις περί παραλαβής προσωπικού κωδικού, αποφάσισε την 22.2.20 να λάβει την κατάσταση στα χέρια του. Η περίοδος εντός της οποίας το σύστημα όφειλε (κατά τη δική του κρίση) να απενεργοποιηθεί, παρήλθε άπραγη, γεγονός που τον οδήγησε να βρεθεί την 22.2.20 και ώρα 11:01 έξω από τα συνιδιόκτητα γραφεία της εταιρείας. O κατηγορούμενος εισήλθε στα γραφεία της εταιρείας και αφού το σύστημα συναγερμού ήχησε, επενέβη σε αυτό δια κακόβουλων ενεργειών, ξεβιδώνοντας το πληκτρολόγιο του συναγερμού από τη βάση του και σπάζοντας την οθόνη. Επιπλέον, αποσυνέδεσε το σύστημα καταγραφής από το διαδίκτυο (Τεκμήριο 10).
4. Η ΜΚ4 και ο ΜΚ2 έλαβαν προς τούτο αυτοματοποιημένα μηνύματα στις κινητές τους συσκευές. Ο ΜΚ2 ενημερώθηκε από την ΜΚ4 δυνάμει ελέγχου που διενήργησε η τελευταία ότι, ο κατηγορούμενος βρισκόταν στο χώρο των γραφείων της εταιρείας, εισερχόμενος σε αυτά, επεμβαίνοντας επί του συναγερμού. Με τη συνέχιση της πιο πάνω κατάστασης και τη λήψη περαιτέρω μηνυμάτων, ο ΜΚ2 αποφάσισε να επισκεφθεί τα γραφεία της εταιρείας. Όταν ο τελευταίος δεν εντοπίστηκε στο χώρο ο ΜΚ2 οδήγησε μέχρι την οικογενειακή οικία.
5. Ο παραπονούμενος σε μια ύστατη προσπάθεια όπως ο κατηγορούμενος παραδεχθεί τα λάθη του, στάθμευσε το όχημα του εντός του χώρου στάθμευσης της αυλής της οικίας, κτυπώντας την κύρια θύρα, ζητώντας επιτακτικά από τον πρώτο να βγει έξω. Σκοπός του, ως άλλωστε φώναζε στον κατηγορούμενο ήταν, για να μεταβεί ο τελευταίος είτε δια συνοδείας του ΜΚ2 είτε μόνος του στην αστυνομία και να παραδεχθεί τις πράξεις του. Αναγνωρίζοντας ποιος ήταν έξωθεν, ο κατηγορούμενος απάντησε αρνητικά. Ο κατηγορούμενος γνώριζε βεβαίως ένεκα των προηγούμενων πράξεων του, το λόγο που ο γιος του απαιτούσε εξηγήσεις, αντιλαμβανόμενος πλήρως την αιτία της επίσκεψης του στην οικία.
6. Το ίδιο κάλεσμα επαναλήφθηκε και έξω από την πόρτα της κουζίνας όπου μετέβη ο παραπονούμενος διασχίζοντας τον κήπο που βρίσκεται αριστερότερα της κυρίας εισόδου (Τεκμήριο 16). Ο παραπονούμενος συνέχισε να απαιτεί την παρουσία του πατέρα του για να πάνε στο σταθμό, φωνάζοντας. Οι πόρτες της οικίας (κύρια είσοδος και πόρτα κουζίνας) ήταν κλειδωμένες. Η μη ανταπόκριση του κατηγορούμενου στο κάλεσμα, οδήγησε τον παραπονούμενο σε οπισθοχώρηση. Ο κατηγορούμενος σκεπτόμενος ότι, αν ο Χρίστος κατάφερνε είσοδο στην οικία ενδέχεται να κινδύνευε, αποφάσισε να εξέλθει της πόρτας της κουζίνας και να μεταβεί βιαστικά στην πίσω αυλή, όπου δεν θα ήταν περιορισμένος. Οπλίστηκε δε προς τούτο με το επίμαχο ξύλο, περιμένοντας τον γιο του. Ο παραπονούμενος ευθύς μόλις τον είδε να εξέρχεται από την πόρτα της κουζίνας τον ακολούθησε, χάνοντας όμως οπτική επαφή με το άτομο του. Όταν συναντήθηκαν εκ νέου, αυτοί ευρίσκονταν στο χώρο της πίσω αυλής.
7. Ο παραπονούμενος εντόπισε τον κατηγορούμενο να κρατά ένα μεγάλο κομμάτι ξύλου που ομοίαζε με «πόδι κρεβατιού». Από την άκρη του προεξείχε βελόνα. Στη θέα των πιο πάνω, ο παραπονούμενος, παραμένοντας στο σημείο, σήκωσε τα χέρια προς τα πάνω, εις ένδειξη των προθέσεων του, ήτοι περί μη εμπλοκής σε οποιοδήποτε επεισόδιο, με τον κατηγορούμενο να προτάσσει το ξύλο και να το ανεμίζει στον αέρα. Ο κατηγορούμενος στρέφοντας το ξύλο προς το μέρος του παραπονούμενου του είπε να «μην απειλεί τον πατέρα του». Ο παραπονούμενος συνέχισε να ζητά επιτακτικά τη μετάβαση του κατηγορούμενου στο σταθμό «για να τους πει τί έκανε». Ο κατηγορούμενος πλησίασε τον παραπονούμενο με το ξύλο υψωμένο προς το μέρος του ΜΚ2, ο οποίος, αντιλαμβανόμενος τη μικρή πλέον μεταξύ τους απόσταση και ενώ συνέχισε να έχει τα χέρια του στο ύψος του κεφαλιού του, ζήτησε από τον πρώτο να αφήσει το ξύλο, λέγοντας του ότι δεν πρόκειται να φύγει από το μέρος, παρά μόνο αν πήγαιναν στην αστυνομία.
8. Ο κατηγορούμενος συνέχισε να ανεμίζει το ξύλο προς τον ΜΚ2, έχοντας πλέον δύο μέτρα απόσταση μεταξύ τους. Ο ΜΚ2 έστριψε το κορμί του δεξιότερα, επεκτείνοντας παράλληλα το αριστερό του χέρι για να αποσπάσει το ξύλο από τα χέρια του κατηγορούμενου, όταν ο κατηγορούμενος τον κτύπησε για πρώτη φορά στο αριστερό πίσω μέρος του κεφαλιού του. Κρατώντας το αριστερό του χέρι προς τα επάνω για να προστατευτεί, ο κατηγορούμενος κατάφερε κτυπήματα στην κοιλιακή χώρα του παραπονούμενου, σκίζοντας του τη φανέλα, γδέρνοντας τον με τη βελόνα στην κοιλιακή χώρα δημιουργώντας του εκδορές. Ο παραπονούμενος γονάτισε με το ένα πόδι στο έδαφος, καταφέρνοντας να πιάσει τον κατηγορούμενο από τη φανέλα με το αριστερό του χέρι.
9. Ευρισκόμενος πλέον γονατιστός και κρατώντας τον κατηγορούμενο από τη φανέλα με το αριστερό του χέρι, τοποθέτησε το δεξί πάνω από το κεφάλι του για να προστατευτεί, όταν ο κατηγορούμενος τον κτύπησε εκ νέου στο πίσω μέρος του κεφαλιού και δη στο ίδιο σημείο, μεταξύ αυχένα και βάσης κρανίου. Ο κατηγορούμενος συνέχισε να κτυπά τον παραπονούμενο με το ξύλο επί του δεξιού του χεριού, για να αναγκάσει τον τελευταίο όπως αφήσει τη φανέλα του. Σε εκείνο το σημείο περαστικοί τους φώναξαν να σταματήσουν.
10. Εκμεταλλευόμενος το αλάφιασμα του κατηγορούμενου από την παρουσία τρίτων, ο παραπονούμενος ενεργώντας αστραπιαία, σηκώθηκε και αγκάλιασε τον κατηγορούμενο, ακινητοποιώντας τον, αποσπώντας του το ξύλο, το οποίο πέταξε μακριά. Ο ΜΚ2 εξήλθε από το πίσω μέρος του κήπου και δεξιά (από το πλαϊνό οικόπεδο του αδελφού του κατηγορούμενου- ανοικτός χώρος), συναντώντας στο μπροστινό μέρος του σπιτιού τους περαστικούς με τους οποίους και συνομίλησε.
11. Ένεκα της επίθεσης που δέχθηκε ο παραπονούμενος από τον κατηγορούμενο, ο πρώτος υπέστη τους τραυματισμούς που καταγράφονται στο Τεκμήριο 2. Σύμφωνα με τη νομολογία που καταγράφηκε ανωτέρω, οι τραυματισμοί του παραπονούμενου εμπίπτουν εντός της έννοιας της πραγματικής σωματικής βλάβης.
Από τα πιο πάνω ευρήματα, το Δικαστήριο έχει ικανοποιηθεί για τα ακόλουθα:
1.Ο παραπονούμενος κατά την επίσκεψη του στο χώρο, καμία πρόθεση είχε όπως ασκήσει βία στο πρόσωπο του κατηγορούμενου. Η θέση του ότι σκοπός του ήταν να πείσει ή να εξασφαλίσει ότι ο πατέρας του θα έθετε εαυτόν ενώπιον των αρχών κρίθηκε ήδη ως ανταποκρινόμενη στην αλήθεια.
2. Σε ότι αφορά την μεταξύ κατηγορούμενου και παραπονούμενου συμπλοκή έχω ικανοποιηθεί δυνάμει των ανωτέρω ευρημάτων και αξιολόγησης της ενώπιον μου μαρτυρίας ότι οι ενέργειες του κατηγορούμενου ουδόλως εμπίπτουν εντός των παραμέτρων της νόμιμης άμυνας. Το Δικαστήριο είναι βέβαιο ότι ο κατηγορούμενος ήταν ο επιτιθέμενος και ο παραπονούμενος το θύμα. Και εξηγώ. Όταν ο κατηγορούμενος αποφάσισε να εξέλθει της οικίας και να μεταβεί στο πίσω μέρος της αυλής, ήταν αναστατωμένος. Ο λόγος της αναστάτωσης του ήταν επειδή ο γιος του, ζητούσε επίμονα εξηγήσεις για όσα είχαν προηγουμένως λάβει χώρα με το συναγερμό. Αποφάσισε λοιπόν να τον αντιμετωπίσει οπλίζοντας εαυτόν.
3. Τίποτα δεν είχε προηγηθεί σωματικά μεταξύ των δύο ανδρών, πλην του λεκτικού διαπληκτισμού, όταν ο κατηγορούμενος αποφάσισε να επιτεθεί στον παραπονούμενο. Σύμφωνα με την καθ’ όλα αξιόπιστη ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία, ο παραπονούμενος όταν εντόπισε τον κατηγορούμενο να κρατά το ξύλο, προτάσσοντας το προς το μέρος του, τον παρακάλεσε να το αφήσει, δείχνοντας με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο, ήτοι ψηλώνοντας τα χέρια πάνω, ότι δεν επρόκειτο να εμπλακεί σε κανένα καβγά, μήτε επρόκειτο να επιτεθεί. Για να στοιχειοθετηθεί με βάση τις νομολογιακές αρχές που έχουν αναλυθεί η υπεράσπιση της αυτοάμυνας, είναι λογικό ότι αυτός που αμύνεται θα πρέπει να έχει προηγουμένως δεχθεί επίθεση, κάτι που εν προκειμένω απουσιάζει από την ενώπιον μου αξιόπιστη μαρτυρία των μαρτύρων κατηγορίας. Το Δικαστήριο είναι σίγουρο ότι ο παραπονούμενος ήταν το θύμα της επίθεσης και όχι το αντίθετο. Τα τραύματα που προκλήθηκαν στον ΜΚ2 ήταν αποτέλεσμα των παράνομων ενεργειών του κατηγορούμενου. Ο κατηγορούμενος παράνομα και αδικαιολόγητα επιτέθηκε στον παραπονούμενο. Η πράξη του να επιτεθεί κατά τον τρόπο που περιεγράφηκε ανωτέρω, δεν αποτελούσε αυτοάμυνα.
4. Η κατηγορούσα αρχή πέτυχε όπως αποδείξει, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, ότι ο κατηγορούμενος δεν ενεργούσε υπό καθεστώς αυτοάμυνας. Ενώπιον του Δικαστηρίου έχει τεθεί τέτοια μαρτυρία που να αποδεικνύει στον απαιτούμενο από τη νομολογία βαθμό ότι ο κατηγορούμενος (α) την 22.2.20 άσκησε παρανόμως βία (β) επιτιθέμενος στην γιο του, (γ) προκαλώντας του πραγματική σωματική βλάβη, ήτοι κεφαλαιμάτωμα ινιακά, εκδορές στο δεξί χέρι και στην κοιλιακή χώρα, με τις πράξεις αυτές να λαμβάνουν χώρα χωρίς τη συγκατάθεση του ΜΚ2.
Κατάληξη
Δυνάμει όλων των πιο πάνω, κρίνω ότι η κατηγορούσα αρχή έχει επιτύχει στην απόδειξη της κατηγορίας πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Ο κατηγορούμενος κρίνεται ένοχος στην κατηγορία που αντιμετωπίζει.
(Υπογρ.)……………………………….
M. Ναθαναήλ, Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
[1] (βλ. Χριστοδουλίδης ν Αστυνομίας (2015) 2( Α) Α.Α.Δ 49).
[2] (Δακτυλογραφημένη κατάθεση στην οποία καταγράφονται όχι μόνο οι θέσεις του κατηγορούμενου αναφορικά με το περιστατικό αλλά προηγούμενα περιστατικά βίας στο πρόσωπο του από τα παιδιά του και τη πρώην σύζυγο του).
[3] (βλ. Τεκμήρια 14 και 15- Αλληλογραφία Δικηγόρων κατηγορούμενου με P.I.R).
[4] (βλ. Τεκμήριο 5).
[6] (Βλ. σελίδα 19 Γραπτής Αγόρευσης Υπεράσπισης)
[7] (βλ. «The Crown Court Compendium Part I: Jury and Trial Management and Summing Up, Judicial College, June 2023, par. 5.4 &5.5»).
[8] (βλ. «The Crown Court Compendium Part I: Jury and Trial Management and Summing Up, Judicial College, June 2023, par. 18»).
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο