Αστυνομικού Διευθυντή Λευκωσίας ν. Α. Σ., Αρ. Ποινικής Υπόθεσης: 10024/22, 21/7/2025
print
Τίτλος:
Αστυνομικού Διευθυντή Λευκωσίας ν. Α. Σ., Αρ. Ποινικής Υπόθεσης: 10024/22, 21/7/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Μ. Ναθαναήλ, Ε. Δ

Αρ. Ποινικής Υπόθεσης: 10024/22

ΜΕΤΑΞΥ:

 

Αστυνομικού Διευθυντή Λευκωσίας

 

και

 

  Α. Σ.    

                                                           

Κατηγορούμενος

 

Ημερομηνία: 21 Ιουλίου 2025

Εμφανίσεις:

Για την Κατηγορούσα Αρχή: κα. Μ. Χαραλάμπους   

Για τον Κατηγορούμενο: κ. Α. Χατζησέργης      

Κατηγορούμενος: Παρών

 

ΠΟΙΝΗ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥ

 

Α. Εισαγωγή

Η παρούσα ποινική υπόθεση, η οποία αφορά βία στην οικογένεια καταχωρήθηκε την 24.5.22. Η κατηγορία που αντιμετωπίζει ο κατηγορούμενος είναι αυτή της επίθεσης προκαλούσα πραγματική σωματική βλάβη. Σύμφωνα με τις Λεπτομέρειες της Κατηγορίας, ο κατηγορούμενος την 22.2.20 στον Άγιο Δομέτιο της Λευκωσίας επιτέθηκε στον γιο του Χ. Σ.[1]. Τα γεγονότα επί των οποίων κρίθηκε η ενοχή του κατηγορούμενου και τα οποία εξάχθηκαν από την αξιόπιστη μαρτυρία των τεσσάρων μαρτύρων κατηγορίας που κατέθεσαν ενώπιον του Δικαστηρίου, περιλαμβανομένης και αυτής του παραπονούμενου, καταγράφονται με λεπτομέρεια στην καταδικαστική απόφαση του Δικαστηρίου ημερ. 17.6.25. Η υπεράσπιση της αυτοάμυνας που είχε προβάλει ο κατηγορούμενος απορρίφθηκε από το Δικαστήριο.

 

Εν συντομία αυτά έχουν ως ακολούθως. Κατηγορούμενος και ΜΚ4 (μητέρα παραπονούμενου), τέλεσαν γάμο από τον οποίο απέκτησαν τρία παιδιά, τον παραπονούμενο Χ., τον Σ. και την Ο.. Ο Σ. ζει μόνιμα στο εξωτερικό. Επήλθε διάσταση του ζεύγους το 2019, με την μητέρα να εγκαταλείπει την οικογενειακή οικία μαζί με τα παιδιά. Οι σχέσεις τους μέχρι σήμερα είναι ιδιαίτερα τεταμένες, με πλείστα εκ των θεμάτων που τους αφορούν να λαμβάνουν το δρόμο της Δικαιοσύνης. Το 2021 εκδόθηκε διαζύγιο. Η ΜΚ4 είναι Διευθύντρια της εταιρείας [ ] & Σια Λτδ, η οποία παρέχει λογιστικές υπηρεσίες.

 

 

 

Ο κατηγορούμενος είναι επαγγελματίας ελεγκτής - εκπαιδευτής και την τελευταία δεκαετία ασχολείται με την παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών και τη διοργάνωση σεμιναρίων σε επαγγελματίες λογιστές, ελεγκτές και παρόμοια επαγγέλματα.

 

Το κτίριο που αποτελεί την έδρα διεξαγωγής των εργασιών της εταιρείας ανήκει εξ’ ημισείας στον κατηγορούμενο και την Μ. Α. (ΜΚ4), πρώην σύζυγο του. Ο κατηγορούμενος διετέλεσε Διευθυντής στην εταιρεία, όντας μέτοχος σε αυτήν μέχρι σήμερα. Υπήρξε επίσης υπάλληλος της εταιρείας μέχρι (τουλάχιστον) το 2018 ενώ για τον τερματισμό της απασχόλησης του απευθύνθηκε στο Τμήμα Εργασιακών Σχέσεων. Στα γραφεία της εταιρείας ήταν τοποθετημένο από το έτος 2013, σύστημα συναγερμού. Το 2019 και συγκεκριμένα τον Νοέμβριο του προαναφερθέντος έτους, η Διευθύντρια της εταιρείας αντικατέστησε το σύστημα ένεκα προβλημάτων που αυτό παρουσίαζε, τοποθετώντας δια μέσω μιας νέας εταιρείας της P.I.R. Systems Ltd («εφεξής η P.I.R»), σύστημα συναγερμού και παρακολούθησης (κάμερες). Για την αλλαγή αυτή ο κατηγορούμενος δεν είχε ενημερωθεί, ένεκα του γεγονότος ότι τα μέρη τότε (2019), δεν μιλούσαν μεταξύ τους, ούτε για ότι αφορούσε τα παιδιά τους.  

 

Την 12.12.19 ο κατηγορούμενος μετέβη στα γραφεία της εταιρείας προ της έναρξης των εργασιών της (08:00), με σκοπό τη διεξαγωγή σεμιναρίου που ξεκινούσε η ώρα 07:30. Με την είσοδο του ήχησε ο συναγερμός, γεγονός που προκάλεσε ιδιαίτερη αναστάτωση στον ίδιο, στους υπαλλήλους της εταιρείας (όταν αυτοί ήρθαν), αλλά και στους περίοικους. Στον κατηγορούμενο προσφέρθηκαν από την P.I.R δυνάμει οδηγιών της ΜΚ4, κωδικοί ασφαλείας τους οποίους αρνείτο να παραλάβει. Ο κατηγορούμενος αντί να επικοινωνήσει με οποιοδήποτε μέλος της οικογένειας (παρά το τεταμένο των σχέσεων που υπήρχαν) προσπάθησε, με τη χρήση βίας να απενεργοποιήσει τον συναγερμό με αποτέλεσμα, την πρόκληση ζημιών.

 

Απέστειλε ως συνιδιοκτήτης την 12.1.20 επιστολή προς την εταιρεία P.I.R, καλώντας την όπως άμεσα αποσυναρμολογήσει και απομακρύνει το χωρίς την συγκατάθεση του εγκατεστηθέν σύστημα, δηλώνοντας μάλιστα ότι αν αυτό δεν λάβει χώρα εντός δύο ημερολογιακών εβδομάδων, θα προβεί (ο ίδιος) μονομερώς στην αποσυναρμολόγηση του, διεκδικώντας αποζημιώσεις από την εν λόγω εταιρεία για τυχόν ζημιές που θα προκληθούν. Όντας  ιδιαίτερα ενοχλημένος από την μη ανταπόκριση ή συμμόρφωση της εταιρείας P.I.R στο κάλεσμα του και αφού είχε απορρίψει τις όποιες προφορικές εκκλήσεις περί παραλαβής προσωπικού κωδικού, αποφάσισε την 22.2.20 να λάβει την κατάσταση στα χέρια του.

 

Η περίοδος εντός της οποίας το σύστημα όφειλε (κατά τη δική του κρίση) να απενεργοποιηθεί, παρήλθε άπραγη, γεγονός που τον οδήγησε να βρεθεί την 22.2.20 και ώρα 11:01 έξω από τα συνιδιόκτητα γραφεία της εταιρείας. O κατηγορούμενος εισήλθε στα γραφεία της εταιρείας και αφού το σύστημα συναγερμού ήχησε, επενέβη σε αυτό δια κακόβουλων ενεργειών, ξεβιδώνοντας το πληκτρολόγιο του συναγερμού από τη βάση του και σπάζοντας την οθόνη. Επιπλέον, αποσυνέδεσε το σύστημα καταγραφής από το διαδίκτυο. Η πρώην σύζυγος του και ο γιος τους Χ. (παραπονούμενος- ΜΚ2) έλαβαν ένεκα των πιο πάνω, αυτοματοποιημένα μηνύματα στις κινητές τους συσκευές από το σύστημα συναγερμού.

 

Ο παραπονούμενος ενημερώθηκε από την μητέρα του δυνάμει ελέγχου που διενήργησε η τελευταία στις κάμερες που είχε συνδεδεμένες με την κινητή της συσκευή ότι, ο κατηγορούμενος βρισκόταν στο χώρο των γραφείων της εταιρείας, εισερχόμενος σε αυτά, επεμβαίνοντας επί του συναγερμού. Με τη συνέχιση της πιο πάνω κατάστασης και τη λήψη περαιτέρω μηνυμάτων, ο παραπονούμενος αποφάσισε να επισκεφθεί τα γραφεία της εταιρείας. Όταν ο κατηγορούμενος δεν εντοπίστηκε στο χώρο ο παραπονούμενος οδήγησε μέχρι την (πρώην) οικογενειακή οικία.

 

Ο παραπονούμενος σε μια προσπάθεια όπως ο κατηγορούμενος αναλάβει τις ευθύνες των πράξεων του, στάθμευσε το όχημα του εντός του χώρου στάθμευσης της αυλής της οικίας, κτυπώντας την κύρια θύρα, ζητώντας επιτακτικά από τον πρώτο να βγει έξω. Σκοπός του, ως άλλωστε φώναζε στον κατηγορούμενο ήταν, να μεταβεί ο τελευταίος είτε δια συνοδείας του παραπονούμενου είτε μόνος του στην αστυνομία και να παραδεχθεί τις πράξεις του. Αναγνωρίζοντας ποιος ήταν έξωθεν της θύρας της οικίας, ο κατηγορούμενος απάντησε αρνητικά. Ο κατηγορούμενος γνώριζε βεβαίως ένεκα των προηγούμενων πράξεων του, το λόγο που ο γιος του απαιτούσε εξηγήσεις, αντιλαμβανόμενος πλήρως την αιτία της επίσκεψης του στην οικία. 

 

Το ίδιο κάλεσμα επαναλήφθηκε και έξω από την πόρτα της κουζίνας όπου μετέβη ο παραπονούμενος διασχίζοντας τον κήπο που βρίσκεται αριστερότερα της κυρίας εισόδου. Ο παραπονούμενος συνέχισε να απαιτεί την παρουσία του πατέρα του για να πάνε στο σταθμό, φωνάζοντας. Οι πόρτες της οικίας (κύρια είσοδος και πόρτα κουζίνας) ήταν κλειδωμένες. Η μη ανταπόκριση του κατηγορούμενου στο κάλεσμα, οδήγησε τον παραπονούμενο σε οπισθοχώρηση. Ο κατηγορούμενος σκεπτόμενος ότι, αν ο Χ. (παραπονούμενος) κατάφερνε είσοδο στην οικία ενδέχεται να κινδύνευε, αποφάσισε να εξέλθει της πόρτας της κουζίνας και να μεταβεί βιαστικά στην πίσω αυλή, όπου δεν θα ήταν περιορισμένος. Οπλίστηκε δε προς τούτο με ένα κομμάτι ξύλο, περιμένοντας τον γιο του. Ο παραπονούμενος ευθύς μόλις τον είδε να εξέρχεται από την πόρτα της κουζίνας τον ακολούθησε, χάνοντας όμως οπτική επαφή με το άτομο του. Όταν συναντήθηκαν εκ νέου, αυτοί ευρίσκονταν στο χώρο της πίσω αυλής.

 

Ο παραπονούμενος εντόπισε τον κατηγορούμενο να κρατά ένα μεγάλο κομμάτι ξύλου που ομοίαζε με «πόδι κρεβατιού». Από την άκρη του προεξείχε βελόνα. Στη θέα των πιο πάνω, ο παραπονούμενος, παραμένοντας στο σημείο, σήκωσε τα χέρια προς τα πάνω, εις ένδειξη των προθέσεων του, ήτοι περί μη εμπλοκής σε οποιοδήποτε επεισόδιο, με τον κατηγορούμενο να προτάσσει το ξύλο και να το ανεμίζει στον αέρα. Ο κατηγορούμενος στρέφοντας το ξύλο προς το μέρος του παραπονούμενου του είπε να «μην απειλεί τον πατέρα του». Ο παραπονούμενος συνέχισε να ζητά επιτακτικά τη μετάβαση του κατηγορούμενου στο σταθμό «για να τους πει τί έκανε».

 

Ο κατηγορούμενος πλησίασε τον παραπονούμενο με το ξύλο υψωμένο προς το μέρος του δεύτερου ο οποίος, αντιλαμβανόμενος τη μικρή πλέον μεταξύ τους απόσταση (2 μέτρα), και ενώ συνέχισε να έχει τα χέρια του στο ύψος του κεφαλιού του, ζήτησε από τον πρώτο να αφήσει το ξύλο, λέγοντας του ότι δεν πρόκειται να φύγει από το μέρος, παρά μόνο αν πήγαιναν στην αστυνομία. Ο παραπονούμενος έστριψε το κορμί του δεξιότερα, επεκτείνοντας παράλληλα το αριστερό του χέρι για να αποσπάσει το ξύλο από τα χέρια του κατηγορούμενου, όταν ο κατηγορούμενος τον κτύπησε για πρώτη φορά στο αριστερό πίσω μέρος του κεφαλιού του. Ενώ ο παραπονούμενος συνέχισε να έχει το αριστερό του χέρι προς τα επάνω για να προστατευτεί, ο κατηγορούμενος κατάφερε κτυπήματα στην κοιλιακή χώρα του παραπονούμενου, σκίζοντας του τη φανέλα, γδέρνοντας τον με τη βελόνα στην κοιλιακή χώρα δημιουργώντας του εκδορές. Ο παραπονούμενος γονάτισε με το ένα πόδι στο έδαφος, καταφέρνοντας να πιάσει τον κατηγορούμενο από τη φανέλα με το αριστερό του χέρι. Ευρισκόμενος πλέον γονατιστός και κρατώντας τον κατηγορούμενο από τη φανέλα με το αριστερό του χέρι, τοποθέτησε το δεξί πάνω από το κεφάλι του για να προστατευτεί, όταν ο κατηγορούμενος τον κτύπησε εκ νέου στο πίσω μέρος του κεφαλιού και δη στο ίδιο σημείο, μεταξύ αυχένα και βάσης κρανίου. Ο κατηγορούμενος συνέχισε να κτυπά τον παραπονούμενο με το ξύλο επί του δεξιού του χεριού, για να αναγκάσει τον τελευταίο όπως αφήσει τη φανέλα του. Σε εκείνο το σημείο περαστικοί τους φώναξαν να σταματήσουν. Εκμεταλλευόμενος το αλάφιασμα του κατηγορούμενου από την παρουσία τρίτων, ο παραπονούμενος ενεργώντας αστραπιαία, σηκώθηκε και αγκάλιασε τον κατηγορούμενο, ακινητοποιώντας τον, αποσπώντας του το ξύλο, το οποίο πέταξε μακριά. Ο ΜΚ2  εξήλθε από το πίσω μέρος του κήπου και δεξιά (από το πλαϊνό οικόπεδο του αδελφού του κατηγορούμενου- ανοικτός χώρος), συναντώντας στο μπροστινό μέρος του σπιτιού τους περαστικούς με τους οποίους και συνομίλησε. Ένεκα της επίθεσης που δέχθηκε ο παραπονούμενος από τον κατηγορούμενο, ο πρώτος  υπέστη τους τραυματισμούς που καταγράφονται στο Τεκμήριο 2 (ιατρικό πιστοποιητικό), και δη, κεφαλαιμάτωμα ινιακά, εκδορές στο δεξί χέρι και στην κοιλιακή χώρα.

 

Β. Προσωπικές Περιστάσεις Κατηγορούμενου   

Ο συνήγορος υπεράσπισης, για σκοπούς μετριασμού της ποινής υιοθέτησε το περιεχόμενο του γραπτού κειμένου της αγόρευσης που παρέδωσε στον Δικαστήριο, Έγγραφο Ω’. Σύμφωνα με τον κ. Χατζησέργη ο κατηγορούμενος είναι πρόσωπο λευκού ποινικού μητρώου, ηλικίας σήμερα 70 ετών, διαζευγμένος, πατέρας τριών ενήλικων παιδιών ηλικίας σήμερα 32, 28 και 19 ετών.

 

Είναι κάτοχος πανεπιστημιακού τίτλου στην Διοίκηση Επιχειρήσεων με ειδίκευση τη Λογιστική από το Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και North London University, κατέχει τίτλο εγκεκριμένου ελεγκτή (FCCA), τίτλο εγκεκριμένου εσωτερικού ελεγκτή, τίτλο διεθνούς ελεγκτή του Intosai και μεταπτυχιακού τίτλου στην εκπαίδευση ενηλίκων. Υπηρέτησε ως Ανώτερος Ελεγκτής στην Ελεγκτική Υπηρεσία της Δημοκρατίας για 15 χρόνια (μέχρι το 2000) και στη συνέχεια ως Διευθυντής στην Ελεγκτική Υπηρεσία Συνεργατικών Εταιρειών για περίοδο 10 ετών. Μετέπειτα, διετέλεσε μέχρι το 2018-2019 διευθυντή και μέτοχο στην εταιρεία [ ] & Σια Λτδ, ασκώντας καθήκοντα ελεγκτή, διευθυντή ΚΕΚ/ΔΕΚ και εγκεκριμένου από την ΑΝΑΔ, εκπαιδευτή.

 

Ο συνήγορος υπεράσπισης υπενθύμισε ότι το καθήκον του Δικαστηρίου για εξατομίκευση της ποινής δεν ατονεί, καλώντας το όπως επιδείξει τη μέγιστη δυνατή επιείκεια στο πρόσωπο του κατηγορούμενου ο οποίος στα 70 χρόνια ζωής του δεν έχει ποτέ προηγουμένως απασχολήσει με τη συμπεριφορά του τη Δικαιοσύνη. Σύμφωνα με τον συνήγορο υπεράσπισης η διάπραξη του εν λόγω αδικήματος δεν αντανακλά ούτε το ήθος, ούτε το χαρακτήρα του εντολέα του, γεγονός που αποδεικνύεται περίτρανα τόσο από το λευκό ποινικό μητρώο που αυτός διατηρεί αλλά και από το γεγονός ότι δεν έχει απασχολήσει από τη διάπραξη του αδικήματος και εντεύθεν τη Δικαιοσύνη. Τα πιο πάνω στοιχεία δήλωσε, δεν μπορούν παρά να συνηγορούν στο ότι η διάπραξη του παρόντος αδικήματος ήταν, ένα μεμονωμένο γεγονός. Ο κατηγορούμενος εξέφρασε δια στόματος του συνηγόρου του την απολογία και μεταμέλεια του, τονίζοντας ότι δεν υπάρχει καμία πιθανότητα διάπραξης παρόμοιου αδικήματος επαναλαμβάνοντας όσα διαφάνηκαν μέσα από τη μαρτυρία ως δεδομένα και δη ότι, ο κατηγορούμενος διαμένει τουλάχιστον από το 2019 μόνος του, μακριά από την οικογένεια του, στην οικογενειακή οικία μεν, χωρίς την οικογένεια του δε.   

 

Ο συνήγορος υπεράσπισης τόνισε ότι τα ενώπιον του Δικαστηρίου δεδομένα φανερώνουν την απουσία οποιονδήποτε στοιχείων που να συνηγορούν στην προμελέτη ή στον προσχεδιασμό του αδικήματος, με τον συνήγορο να υπενθυμίζει ότι το επίδικο περιστατικό έλαβε χώρα εντός της αυλής της οικογενειακής οικίας μεν, μετά από την απρόσκλητη παρουσία του παραπονούμενου στο χώρο δε. Σύμφωνα με τον συνήγορο, «το επεισόδιο ήταν ένα επεισόδιο της στιγμής, το οποίο έλαβε χώρα κάτω από ψυχολογική φόρτιση», χαρακτηρίζοντας το ως ένα «ατυχές περιστατικό».

Οποιαδήποτε ποινή στερητικής της ελευθερίας στο πρόσωπο του κατηγορούμενου δήλωσε ο συνήγορος, θα «ισοδυναμούσε στην κυριολεξία με ολοκληρωτική επαγγελματική και οικονομική καταστροφή». Εξήγησε ότι σε περίπτωση που ήθελε επιβληθεί ποινή φυλάκισης, ο κατηγορούμενος θα απωλέσει το δικαίωμα εξασφάλισης άδειας άσκησης του επαγγέλματος του λογιστή,- εγκεκριμένου ελεγκτή από το Εποπτικό Σώμα, με απρόβλεπτες συνέπειες για το μέλλον του. Περαιτέρω, ο κατηγορούμενος θα στιγματιστεί κοινωνικά λόγω της φύσεως του επαγγέλματος του αφού αποτελεί πρόσωπο το οποίο εμφανίζεται ενώπιον επαγγελματιών, διδάσκοντας τους. Σε περίπτωση επιβολής ποινής στερητικής της ελευθερίας, ο κατηγορούμενος θα απωλέσει όχι μόνο την αξιοπιστία και αξιοπρέπεια του αλλά και τον σεβασμό και εντιμότητα του, χάνοντας κάθε ίχνος εκτίμησης που τα εκπαιδευόμενα πρόσωπα τρέφουν στο πρόσωπο του, με τον τελευταίο να αποτελεί καθοδηγητή και συμβουλάτορα τους. Περιπλέον, δεν μπορεί να αποκλεισθεί ο κίνδυνος όπως ο κατηγορούμενος αποστερηθεί του δικαιώματος του να διεξάγει εγκεκριμένα σεμινάρια μέσω της Αρχής Ανάπτυξης Ανθρωπίνου Δυναμικού (ΑΝΑΔ) και συνακόλουθα απωλέσει σημαντικό μέρος των εισοδημάτων του.

 

            Σήμερα ο κατηγορούμενος πρόσθεσε, βρίσκεται εν μέσω μιας πολύ σοβαρής επαγγελματικής έρευνας,[2] ήτοι ενός διαχειριστικού ελέγχου εκ μέρους οργανισμού του ευρύτερου Δημόσιου Τομέα, με αποτέλεσμα τυχόν επιβολή ποινής στερητικής της ελευθερίας να μην του επιτρέψει πρακτικά να ολοκληρώσει αυτόν (τον έλεγχο) με απρόβλεπτες, τόσο για τον ίδιο όσο και για τον οργανισμό συνέπειες. Παρά το τεταμένο των σχέσεων που υπάρχουν με την πρώην σύζυγο και τα δύο παιδιά του (άρρενες), με τους οποίους δεν υπάρχει καμία επαφή, ο κατηγορούμενος διατηρεί αγαστές σχέσεις με την 19χρονη θυγατέρα του την οποία στηρίζει και θα συνεχίσει να στηρίζει τόσο οικονομικά στις μετέπειτα σπουδές της αλλά και ηθικά. Ο κ. Χατζησέργης κάλεσε εν κατακλείδι το Δικαστήριο να εκλάβει τα πιο κάτω ως ελαφρυντικούς παράγοντες:

 

1.         Το λευκό ποινικό μητρώο του κατηγορούμενου.

2.         Το μεμονωμένο του περιστατικού, τις συνθήκες διάπραξης του αδικήματος (όπως αυτές βρίσκονται ενώπιον του Δικαστηρίου) αλλά και την κατάσταση που αυτός τελούσε, ήτοι υπό συναισθηματική φόρτιση.  

3.         Την απολογία και μεταμέλεια του κατηγορούμενου σε συνάρτηση με (α) τη διαβεβαίωση ότι ουδέν αδίκημα θα διαπράξει στο μέλλον σε συνάρτηση, (β) με το γεγονός ότι από την διάπραξη του αδικήματος παρήλθαν πέντε έτη.

 

4.         Τις προσωπικές, επαγγελματικές, οικονομικές και οικογενειακές περιστάσεις του κατηγορούμενου όπως αυτές εκτέθηκαν και επεξηγήθηκαν στο γραπτό κείμενο μετριασμού.

5.         Τη απομακρυσμένη πιθανότητα διάπραξης όμοιου ή άλλου αδικήματος.

6.         Τέλος, το χρόνο που καλείται το Δικαστήριο να επιβάλει ποινή.

 

Το Δικαστήριο κατά τη μελέτη του περιεχομένου του γραπτού κειμένου αγόρευσης για μετριασμό της ποινής και έχοντας υπόψιν τα όσα εκεί καταγράφονται περί απώλειας του δικαιώματος άδειας άσκησης του επαγγέλματος του λογιστή- ελεγκτή κάλεσε τα μέρη, αφού βεβαίως τηρήθηκε σχετικό πρακτικό, σε διευκρινήσεις επί του ζητήματος, ζητώντας την προσκόμιση, -εάν αυτή ήταν δυνατό να εξασφαλιστεί-, σχετικού πιστοποιητικού ή επιστολής από το αρμόδιο σώμα.

 

Την 11.7.25 παρουσιάστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου σχετική επιστολή ημερ. 10.7.25 του Γενικού Διευθυντή του Συνδέσμου Εγκεκριμένων Λογιστών Κύπρου όπου καταγράφεται ότι: (α) Ο κατηγορούμενος είναι ενεργό μέλος του ΣΕΛΚ από τις 16.6.09 διατηρώντας σχετικό αριθμό μέλους στο μητρώο, (β) ότι για την εγγραφή και διατήρηση της ιδιότητας μέλους αλλά και για τη χορήγηση και διατήρηση πιστοποιητικού άσκησης επαγγέλματος απαιτείται η προσκόμιση πιστοποιητικού λευκού ποινικού μητρώου και (γ) η καταδίκη από Δικαστήριο για σοβαρό ποινικό αδίκημα ενδέχεται να αποτελέσει λόγο για διαγραφή από το μητρώο μελών.

 

Αυτό που διαφάνηκε από την ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία και αποτυπώνεται και στα πρακτικά του Δικαστηρίου είναι, -και αυτό επιβεβαιώθηκε από τον κατηγορούμενο- ότι αυτός, παρά το ότι αποτελεί μέλος του πιο πάνω οργανισμού δεν κατέχει άδεια ασκήσεως επαγγέλματος αφού αυτήν δεν έχει ανανεώσει από το έτος 2009, μη έχοντας δικαίωμα υπογραφής επί εγκεκριμένων ή άλλων λογαριασμών. Εάν αυτήν αποφασίσει να ανανεώσει, τότε το ενδεχόμενο απόρριψης του αιτήματος του δυνάμει του περιεχομένου της πιο πάνω επιστολής δεν μπορεί να αποκλειστεί. Αυτό που επίσης δεν μπορεί να αποκλειστεί είναι όπως το Συμβούλιο, εκκινήσει αυτεπαγγέλτως, εάν θεωρήσει ορθό και δέον, διαδικασίες περί διαγραφής του κατηγορούμενου από το μητρώο μελών του ένεκα της καταδικαστικής στο όνομα του, απόφασης. Επί διευκρινιστικής ερώτησης του Δικαστηρίου κατά πόσον η προσκόμιση πιστοποιητικού λευκού ποινικού μητρώου αποτελεί προαπαιτούμενο για την εκτέλεση σεμιναρίων εγκεκριμένων από την ΑΝΑΔ, ο κατηγορούμενος απάντησε αρνητικά.

 

Γ. Νομική Πτυχή

Η σοβαρότητα των επίδικων αδικημάτων αναδεικνύεται από τη φύση τους, αλλά και από τις νομοθετικώς ανώτατες προβλεπόμενες ποινές. Σημείο αναφοράς αποτελεί πάντοτε, η προβλεπόμενη από τον νόμο μέγιστη ποινή (βλ. Παπαγεωργίου ν Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 646, Κώστας Λεβέντης ν Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 632). Αυτή αποτελεί τη βάση από την οποία ξεκινά το Δικαστήριο για να επιμετρήσει την ποινή (βλ. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν Σπύρου, Ποινική Έφεση Αρ. 276/2015, 18/09/2017). Υπενθυμίζεται ότι για το αδίκημα της πρόκλησης πραγματικής σωματικής βλάβης, το άρθρο 3(4) του Ν.119(Ι)/2000 σε συνδυασμό με το άρθρο 243 του Ποινικού Κώδικα προβλέπει επαυξημένη ποινή ήτοι ποινή φυλάκισης μέχρι 5 έτη ή χρηματική ποινή μέχρι €5.125 (Λ.Κ.3.000) ή και τις δύο αυτές ποινές.

 

Το αδίκημα στο οποίο έχει κριθεί ένοχος ο κατηγορούμενος δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να υποτιμάται. Η σοβαρότητα του έγκειται στο γεγονός ότι ενέχει πράξεις που δημιουργούν αίσθημα φόβου και ανασφάλειας, καταρρακώνουν την προσωπικότητα ατόμων και γενικότερα, διασαλεύουν την ειρηνική διαβίωση των πολιτών, διασπώντας παράλληλα τον οικογενειακό ιστό. Για αυτό άλλωστε και αυτής της μορφής αδικήματα βίας καθίστανται, με βάση τις διατάξεις του Ν.119(Ι)/2000 αυστηρότερα όταν διαπράττονται από μέλη της οικογένειας εναντίον άλλων μελών της. Πλειάδα υποθέσεων της φύσεως αυτής, ήτοι βίας εντός του οικογενειακού περιβάλλοντος, κατακλύζουν τις αίθουσες των ποινικών Δικαστηρίων, γεγονός για το οποίο λαμβάνω Δικαστική γνώση.

 

Ως λέχθηκε στη Γενικός Εισαγγελέας ν. Γεωργίου (2001) 2 Α.Α.Δ. 272, η αύξηση που παρατηρείται στα περιστατικά βίας που ασκούνται από μέλος οικογένειας προς άλλο μέλος της ίδιας οικογένειας, κατέστησε αναγκαία την αντιμετώπιση του κοινωνικά απαράδεκτου αυτού φαινομένου με τη θέσπιση του Ν.119(Ι)/2000. Οι αυστηρές ποινές που προβλέπει ο νόμος αυτός καθιστούν τα εγκλήματα βίας στην οικογένεια ακόμα πιο σοβαρά από ανάλογα εγκλήματα εναντίον προσώπων που βρίσκονται εκτός του κύκλου της οικογένειας και τιμωρούνται από τον κοινό Ποινικό Κώδικα (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Γεωργίου (2002) 2 ΑΑΔ 464 και Aστυνομίας ν. Μιλτιάδους, Ποινική Έφεση Αρ. 277/2018, 10/5/2019, ECLI:CY:AD:2019:B179). Η διάκριση είναι εμφανής.

 

Η ευαισθησία του νομοθέτη και κατ’ επέκταση η αποδοκιμασία του κοινωνικού συνόλου προς τους ενόχους αδικημάτων βίας στην οικογένεια εκφράζεται μέσω της αυστηρότερης ποινής ενώ, ταυτόχρονα επιδιώκεται, μέσω της ποινής, και η εξυπηρέτηση του σκοπού της αποτροπής (βλ. επίσης Θεοχάρους ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ 575). Τέτοια αδικήματα στρέφονται εναντίον της αξιοπρέπειας των θυμάτων, μειώνουν την αυτοεκτίμηση τους, δημιουργούν ανυπέρβλητα προβλήματα στον ψυχικό κόσμο των θυμάτων και αποτελούν πιθανή εστία συνεχούς έντασης και διάπραξης και άλλων αδικημάτων μέσα στην οικογένεια. Περαιτέρω, εκτός από τα τραύματα που επιφέρουν, τείνουν να πλήξουν τη (όποια) συνοχή της οικογένειας και την υπόσταση των μελών της.

 

    Η ανάγκη για επιβολή αποτρεπτικών ποινών σε αδικήματα αυτού του τύπου είναι επιβεβλημένη καθότι η διάπραξη των έχει άμεσο αντίκτυπο μεταξύ άλλων στην αξιοπρέπεια, το ψυχισμό και ψυχολογική ακεραιότητα των θυμάτων, τα οποία υφίστανται ιδιαίτερη ταλαιπωρία από τις πράξεις των αδικοπραγούντων, αντίκτυπο το οποίο δεν είναι (πάντοτε), οφθαλμοφανές. Συμπεριφορές αυτού του είδους, αποτελούν πλέον μια μάστιγα που ταλανίζει ευρύτερα την κοινωνία μας, με τη συμπεριφορά αυτή να εντοπίζεται ότι εκδηλώνεται εντονότερα, ακόμη και σε ακραίο βαθμό, αναμεταξύ πρώην συζύγων, ζευγαριών, ακόμη και γονέων με παιδιών. Δεν θα ήταν υπερβολή να λεχθεί ότι συμπεριφορές αυτού του είδους αποτελούν τη ρίζα ενός πολυδιάστατου κοινωνικού πλέον, προβλήματος. Η όποια εγγύτητα είχαν ή έχουν δύο πρόσωπα μεταξύ τους, δεν τους δίδει επ’ ουδενί το δικαίωμα όπως συμπεριφέρονται κατά τρόπο που να τραυματίζει αυτά σωματικώς καταρρακώνοντας παράλληλα την αξιοπρέπεια του ατόμου.

 

Η σοβαρότητα δε των αδικημάτων που αφορούν επιθέσεις επισημαίνεται και από τη σχετική νομολογία εφόσον αυτά ενέχουν το στοιχείο της ηθελημένης χρήσης βίας. Ως λέχθηκε στη Γενικός Εισαγγελέας ν. Τόκκαλος (2001) 2 Α.Α.Δ. 95: «Η χρήση βίας κατά του συνανθρώπου συνιστά αδίκημα ιδιάζουσας σοβαρότητας· πλήττει το θεμελιώδες δικαίωμα της σωματικής ακεραιότητας του ατόμου το οποίο κατοχυρώνει το Άρθρο 7.1 του Συντάγματος και καταρρακώνει την αξιοπρέπειά του. Η ωμή χρήση βίας είτε ως μέσο επικράτησης, είτε ως μέσο εκδίκησης, είτε ως μέσο τιμωρίας, δεν έχει θέση στην κοινωνία των ανθρώπων. Η εκδήλωσή της πρέπει να τιμωρείται με την αυστηρότητα που επιβάλλει η σοβαρότητα του εγκλήματος και η ανάγκη για τη γενική καταστολή τέτοιας συμπεριφοράς».

 

Ούτε φυσικά και η επίλυση προσωπικών διαφορών με τη χρήση βίας μπορεί να γίνει ανεκτή. Η ποινή για τέτοιου είδους αδικήματα θα πρέπει να είναι ανάλογη και με την έκταση της χρήσης βίας, τα μέσα που χρησιμοποιούνται, τις σωματικές βλάβες που προκαλούνται, το προβλεπτό αυτών και τις επιπτώσεις τους στο θύμα (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Evans (2005) 2 Α.Α.Δ. 639, Σακαρίδης κ.α. ν. Αστυνομίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 272 και Πισκόπου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 342). Περαιτέρω, λαμβάνεται υπόψη και το κατά πόσο αυτή ασκείται σε δημόσιο χώρο, στην παρουσία άλλων προσώπων, εφόσον κάτι τέτοιο αποτελεί απαράδεκτη κοινωνική συμπεριφορά. Η ύπαρξη ή έλλειψη προσχεδιασμού ή προσυνεννόησης είναι επίσης στοιχείο που λαμβάνεται υπόψη είτε ως επιβαρυντικός είτε ως ελαφρυντικός παράγοντας αντίστοιχα (βλ. Αχτάρ κ.α. ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 397 και Νικολάου ν. Αστυνομίας, Ποιν. ΄Εφεση αρ. 41/2016, ημερομηνίας 14/04/2016).  

 

 

Τα ευρήματα του Δικαστηρίου δεικνύουν την εκδήλωση μιας συμπεριφοράς από μέρους του κατηγορούμενου εναντίον του παραπονούμενου η οποία οδήγησε στην λήψη ενδονοσοκομειακής φροντίδας και περίθαλψης του τελευταίου. Οι εν λόγω δε πράξεις του κατηγορούμενου προκάλεσαν συναισθήματα αναστάτωσης, φόβου και ανησυχίας στο πρόσωπο του παραπονούμενου, πέραν των σωματικών βεβαίως βλαβών που αυτός υπέστη.  Το γεγονός ότι ο παραπονούμενος επέλεξε να μεταβεί στην οικία του κατηγορούμενου χωρίς καμία προειδοποίηση, με την απαίτηση όπως ο τελευταίος τον ακολουθήσει στο σταθμό, μπορεί να χαρακτηριστεί ως μια παράτολμη, ίσως και λανθασμένη κίνηση μεν, δεν μπορεί σε καμία περίπτωση δε να δικαιολογήσει την εντελώς δυσανάλογη και έξω από κάθε λογική και μέτρο συμπεριφορά του κατηγορούμενου, ο οποίος προ της διάπραξης του αδικήματος οπλίστηκε με ξύλο, επιτιθέμενος στον γιο του, ο οποίος σύμφωνα με τα ευρήματα του Δικαστηρίου είχε κατά πάντα ουσιώδη χρόνο τα χέρια του υψωμένα προς τα πάνω, δείχνοντας με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο την μη επιθυμία ή πρόθεση του για εμπλοκή σε καβγά ή οποιαδήποτε άλλη σωματική επαφή. Αποτέλεσμα της βίαιης συμπεριφοράς του κατηγορούμενου ήταν όπως προκληθούν στον παραπονούμενο ινιακό κεφαλαιμάτωμα και εκδορές στο δεξί χέρι και στην κοιλιακή χώρα.

 

Έχοντας αναφέρει τα πιο πάνω, υπενθυμίζεται ότι κάθε υπόθεση κρίνεται με βάση τα δικά της πραγματικά περιστατικά, ενώ κατά την επιμέτρηση της ποινής απαιτείται εξατομίκευση της κατά τρόπο ώστε αυτή να είναι ανάλογη της σοβαρότητας του αδικήματος μέσα στα περιστατικά που την περιβάλλουν, σε συνδυασμό με τα ελαφρυντικά στοιχεία που παρουσιάστηκαν από την υπεράσπιση και των προσωπικών συνθηκών έκαστου παραβάτη. Η διεργασία αυτή, εμπεριέχει την άσκηση διακριτικών εξουσιών η οποία δεν πρέπει ποτέ να θεωρείται καθορισμένη (standardized) καθότι η δικαιοσύνη δεν πρέπει ποτέ να είναι τυφλή στο μονοπάτι της (βλ. Pikis: Sentencing in Cyprus, 2nd Edition σελ. 2).

 

Επομένως, το Δικαστήριο σε ότι αφορά την επιβολή ποινής, έχει υποχρέωση όπως προβεί στην κατάλληλη διεργασία, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα ελαφρυντικά στοιχεία που έχουν παρουσιαστεί ούτως ώστε, η επιβαλλόμενη ποινή να μην συνιστά απλώς τιμωρία, αλλά να αρμόζει στο πρόσωπο του ενώπιον του Δικαστηρίου, παραβάτη (βλ. Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 224). Των ως άνω λεχθέντων, είναι ορθό όπως γίνει μνεία στο ότι, η εξατομίκευση της ποινής, δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να οδηγεί στην εξουδετέρωση της σοβαρότητας του αδικήματος και του στοιχείου της αποτροπής, ειδικότερα, όταν συντρέχουν λόγοι για την απόδοση αποτρεπτικού χαρακτήρα στην ποινή, αφού η εξατομίκευση της έχει λόγο στον συσχετισμό της τιμωρίας με το άτομο του παραβάτη, δεν συναρτάται όμως αποκλειστικά με τις προσωπικές συνθήκες αυτού (βλ. Κόκκινος ν. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 135).

 

Υπενθυμίζεται ότι η ποινή της φυλάκισης πρέπει να επιβάλλεται όταν η φύση του αδικήματος, οι συνθήκες και η ένταση διάπραξής του, σε συνάρτηση με τα ελαφρυντικά του αδικοπραγούντος, την καθιστούν ως την καταλληλότερη ποινή. Τέτοια ποινή, επιβάλλεται μόνο στις περιπτώσεις που οποιαδήποτε άλλη, κρίνεται ακατάλληλη (βλ. Θεοχάρους ν Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 575, Yeats v Constantin (2000) 2 Α.Α.Δ. 320, Κοσασβίλη ν Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 606).

 

Έχοντας υπόψη τις ποινές που προβλέπονται από το Νόμο για το υπό του κατηγορητηρίου αδίκημα και τις περιστάσεις της υπόθεσης, το Δικαστήριο φρονεί ότι η σοβαρότητα του αδικήματος όπως αυτή διαφαίνεται από τα πιο πάνω, σε συνδυασμό με τις προβλεπόμενες από το νόμο ποινές, το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος άσκησε βία στο πρόσωπο του παραπονούμενου γιου του, ενώ ο κατηγορούμενος βρισκόταν σε ώριμη ηλικία, χρησιμοποιώντας στην προκείμενη επιθετικό αντικείμενο (ξύλο), προκαλώντας φόβο και σωματικές βλάβες στο θύμα, επενεργούν επιβαρυντικά. Επιβαρυντικά επενεργεί επίσης η  πλήρης αδιαφορία του κατηγορούμενου για τις συνέπειες των πράξεων του επί της σωματικής ακεραιότητας του παραπονούμενου. Ο κατηγορούμενος επέδειξε βία εναντίον ενός άλλου ανθρώπου και δη του ενήλικου γιου του, χωρίς κανένα δικαίωμα με τις αντιδράσεις του να κρίνονται ως αμετροεπείς και καταδικαστέες.

 

Τα ακόλουθα, προσμετρούν υπέρ του κατηγορούμενου, ως ελαφρυντικά στοιχεία.

  1. Το λευκό του ποινικό μητρώο. Το ποινικό μητρώο ενός κατηγορουμένου, ως μία πτυχή του χαρακτήρα και του ιστορικού του, έχει σημασία και πρέπει, αν τούτο δικαιολογείται από τις περιστάσεις, να λαμβάνεται υπόψη από το Δικαστήριο κατά την επιμέτρηση της ποινής (βλ. Σύγγραμμα του Γ. Μ. Πική, Sentencing in Cyprus, 2η εκ. σελ.59). Το λευκό ποινικό μητρώου των συνεπώς, οφείλει όπως μη διαλάθει της προσοχής του Δικαστηρίου, χωρίς αυτό να σημαίνει, σε οιανδήποτε περίπτωση ότι υπερφαλαγγίζει την σοβαρότητα του διαπραχθέντος αδικήματος.

2.    Τις προσωπικές, οικονομικές και οικογενειακές του περιστάσεις του κατηγορούμενου ως αυτές έτυχαν πλήρους καταγραφής και επεξήγησης από τον συνήγορο υπεράσπισης.

  1.  Δεν μπορεί να διαλάθει της προσοχής του Δικαστηρίου ο χρόνος κατά τον οποίο καλείται όπως επιβάλει ποινή στον κατηγορούμενο. Τα γεγονότα στην παρούσα έλαβαν χώρα το 2020. Η περίοδος των 5 και πλέον ετών που παρήλθε, είναι κάτι που πρέπει να συνυπολογιστεί, ιδιαίτερα όταν διαπιστώνεται ότι το κατηγορούμενο πρόσωπο δεν απασχόλησε στον καθόλου αμελητέο χρόνο των πέντε ετών την Δικαιοσύνη για παρόμοιας ή άλλης φύσεως αδικήματα.  
  2. Λαμβάνω περαιτέρω υπόψιν μου το απομακρυσμένο της πιθανότητας διάπραξης παρόμοιας φύσεως αδικήματος, ενόψει του ότι τα μέρη, παρά το ότι αποτελούν οικογένεια, δεν διατηρούν ουσιαστικά καμία επαφή, μήτε και επιδιώκουν τέτοια. 
  3. Το μεμονωμένου του περιστατικού και της όλης πράξης, σε συνδυασμό με την συναισθηματική φόρτιση υπό την οποία αυτός βρισκόταν κατά πάντα ουσιώδη χρόνο.    
  4. Το γεγονός ότι ουδέν κατάλοιπο παρέμεινε στον παραπονούμενο ως απότοκο της επίθεσης.

7.    Τις ενδεχόμενες συνέπειες και αντίκτυπο που μπορεί να επιφέρει η τυχόν επιβολή ποινής φυλάκισης τόσο στον ίδιο αλλά και στην επαγγελματική του πορεία.

 

Δ. Ποινή- Κατάληξη

Συνεκτιμώντας όλους τους πιο πάνω παράγοντες προχωρώ στην επιβολή ποινής, δηλώνοντας ότι, παρόλο που οι πιο πάνω ελαφρυντικοί παράγοντες οφείλουν όπως λαμβάνονται υπόψη για σκοπούς μετριασμού της ποινής, εντούτοις, δεν είναι τέτοιας έκτασης που να υπερφαλαγγίζουν την ανάγκη για αποτελεσματική εφαρμογή του Νόμου, λόγω της σοβαρότητας των αδικημάτων όπως την έχω περιγράψει πιο πάνω για αποφυγή επιβολής της αρμόζουσας ποινής. Μπορούν να επηρεάσουν ενδεχομένως το ύψος, όχι όμως και το είδος της ποινής, η οποία δεν μπορεί να είναι άλλη από την ποινή φυλάκισης. Η οποιαδήποτε άλλη ποινή φρονεί το Δικαστήριο δεν θα εξυπηρετούσε τους σκοπούς της επιβαλλόμενης ποινής με αναφορά και στην απαραίτητη αποτρεπτικότητα που θα πρέπει να περιβάλλει αυτή.

 

Έχοντας πάντοτε κατά νου δε τις πιο πάνω κατευθυντήριες οδηγίες και νομολογία επιβάλλω στον κατηγορούμενο ποινή φυλάκισης 9 μηνών.

 

‘Εχοντας αποφασίσει την επιβολή ποινής φυλάκισης στον κατηγορούμενο θα εξετάσω στο στάδιο αυτό κατά πόσον συντρέχουν λόγοι για αναστολή της εκτέλεσης της. Επισημαίνω εξαρχής ότι μετά την αλλαγή την οποία επέφερε ο Ν.186(Ι)/03 στον περί της Υφ' Όρον Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλακίσεως εις Ωρισμένας Περιπτώσεις Ν.95/72, έχει διευρυνθεί η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, το οποίο πλέον διατάσσει την αναστολή αν κάτι τέτοιο δικαιολογείται από το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης και τα προσωπικά περιστατικά έκαστου κατηγορούμενου. Συγκεκριμένα το νέο Άρθρο 3(2) προνοεί τα ακόλουθα:

 

«Το Δικαστήριο διατάσσει την αναστολή εκτέλεσης της ποινής φυλάκισης, αν αυτό δικαιολογείται από το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης και τα προσωπικά περιστατικά του κατηγορούμενου».

 

 

Σύμφωνα με την Νομολογία, (βλ. Γενικός Εισαγγελέας v. Τζαουχάρη (2005) 2 Α.Α.Δ. 161 και Ιωσήφ ν. Δημοκρατίας, (2012) 2 Α.Α.Δ. 930) το Δικαστήριο οφείλει κατά την εξέταση του ζητήματος όπως απαντήσει το ερώτημα του κατά πόσον η ενδεχομένως ανασταλείσα ποινή φυλάκισης, αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και εξυπηρετεί τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας. Μεταξύ των παραγόντων οφείλει όπως λάβει υπόψιν του την σοβαρότητα των περιστατικών και το κίνητρο για τη διάπραξη του αδικήματος, το μητρώο του κατηγορουμένου, ως δείκτης για την ανάγκη αποτροπής, και την διαγωγή του μετά τη διάπραξη του αδικήματος, ήτοι, αν υπάρχουν ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία μεταμέλειας.

 

Μνημονεύεται στο στάδιο αυτό, παρότι είναι γνωστό τοις πάσι εις τον νομικό κόσμο ότι, η ανασταλείσα ποινή φυλάκισης παραμένει ποινή φυλάκισης, με μόνη διαφοροποίηση της το γεγονός ότι δεν τίθεται σε άμεση ισχύ ο εγκλεισμός ενός κατηγορούμενου στις κεντρικές φυλακές. Έχω ήδη σε προηγούμενο στάδιο αναλύσει όλες τις περιστάσεις της υπόθεσης σε ότι αφορά τον κατηγορούμενους και έχω υπόψη όλα όσα έχουν ήδη αναφερθεί, για την εκ νέου θεώρηση τους στο στάδιο αυτό. Το βασικό λοιπόν ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο ισοζυγίζοντας το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης, οι μετριαστικοί παράγοντες του κατηγορούμενου θα μπορούσαν να επενεργήσουν κατά τρόπο που να δικαιολογείται η φυλάκιση του με αναστολή.

 

Επανεξετάζοντας συμφώνως των νομολογιακών αρχών, έκαστο παράγοντα που δυνατό να προσμετρήσει στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου δυνάμει του άρθρου 3(2) του Νόμου 95/72 και έχοντας υπόψιν το αίτημα της υπεράσπισης για έκδοση διαταγής αναστολής της επιβληθείσας ποινή φυλάκισης, σημειώνω ότι έχω θέσει εκ νέου υπόψιν μου, όλους ανεξαιρέτως τους μετριαστικούς παράγοντες. Ως καταγράφεται στο Σύγγραμμα των Καπαρδή & Στεφάνου «Επιμέτρηση και Επιβολή Ποινών στο Κυπριακό Νομικό Σύστημα» 2020, σελ. 3:

 

«Ο όρος νομική τιμωρία (legal punishment) σύμφωνα με τον διάσημο ποινικό επιστήμονα στο Πανεπιστήμιο του Κειπριτζ, Ομότιμο Καθηγητή Sir Anthony Bottoms, συνιστά την αναδρομική αντίδραση του κράτους σε μια κολάσιμη συμπεριφορά η οποία όμως, εξυπηρετεί και κάποιο σκοπό στο μέλλον».

 

Οφείλω εδώ να σημειώσω ότι η παρούσα περίπτωση διαφέρει από άλλες υποθέσεις αυτού του τύπου και αυτό γιατί αφορά σε ένα μεμονωμένο περιστατικό υπό συνθήκες που μπορούν να χαρακτηριστούν ως ιδιαίτερες. Λαμβάνω περαιτέρω υπόψιν μου τις προσωπικές περιστάσεις του κατηγορούμενου, το λευκό του ποινικό μητρώο, την απολογία και μεταμέλεια του ενώ δεν πρέπει να διαλάθει της προσοχής του Δικαστηρίου και η διαγωγή του μετά τη διάπραξη του αδικήματος, στον καθόλου αμελητέο χρόνο των πέντε ετών που έχει διαρρεύσει, χρόνο τον οποίον επίσης λαμβάνω υπόψιν (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Καραολή, Ποιν. Εφέσεις 230/2019 και 231/2019 ημ. 27/4/2021). Έχοντας τα πιο πάνω υπόψιν, κρίνω ότι η οποιαδήποτε άμεση αποστέρηση της ελευθερίας του κατηγορούμενου θα φανέρωνε στον παρόντα χρόνο μόνο τον τιμωρητικό χαρακτήρα της ποινής, με τον κατηγορούμενο να φαίνεται να έχει ήδη αναμορφωθεί από το λάθος του στο μεσοδιάστημα. 

 

Κληθείς τελικώς το Δικαστήριο να απαντήσει το ερώτημα του κατά πόσον, η ενδεχομένως ανασταλείσα ποινή φυλάκισης, αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και εξυπηρετεί τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας, αυτό, απαντά θετικά. Οι πιο πάνω παράγοντες επιτρέπουν στο Δικαστήριο όπως πιστώσει τον κατηγορούμενο με μια δεύτερη ευκαιρία για να παραδειγματιστεί από το λάθος του.

 

Η επιβληθείσα ποινή φυλάκισης αναστέλλεται για περίοδο 3 ετών από σήμερα.

 

(Εξηγείται στον κατηγορούμενο η έννοια της αναστολής της ποινής φυλάκισης).

 

(Υπογρ.)……………………………….

            Μ. Ναθαναήλ, Ε.Δ.

Πιστό Αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής



[1] Πράξη η οποία ποινικοποιείται δυνάμει των προνοιών των άρθρων 2,3(1)(4), 15,16,22 και 23 του Περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμου Ν. 119(Ι)/2000.

[2] (Σχετική Συμφωνία επισυνάπτεται ως μέρος το Εγγράφου Ω’)


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο