ΜΟΝΙΜΟ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
ΣΥΝΘΕΣΗ: Ν. Α. Π. Γεωργιάδης, Π.Ε.Δ.
Ν. Οικονόμου, Α.Ε.Δ.
Α. Λουκά, Ε.Δ.
Υπόθεση Αρ.: 11021/2024
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
v
Ε.I.K.
Κατηγορούμενης
Ημερομηνία: 8 Οκτωβρίου, 2025.
Εμφανίσεις:
Για την Κατηγορούσα Αρχή: κα. Α. Ματθαίου για Γενικό Εισαγγελέα.
Για την Κατηγορούμενη: κ. Σ. Αργυρού με κα Ρ. Χρυστοστόμου και κ. Α. Πολυμέρου.
Κατηγορούμενη παρούσα.
-----------------------------------------------------------
ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ
(Δίκης εντός Δίκης)
Α. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
1. Η κατηγορούμενη αντιμετωπίζει 46 κατηγορίες.
2. Όλες οι κατηγορίες αφορούν συναλλαγές σε σχέση με ακίνητη περιουσία στον κατεχόμενο Άγιο Αμβρόσιο της Επαρχίας Κερύνειας, μεταξύ των ετών 2023 – 2024, επί της οποίας ανεγειρόταν συγκρότημα κατοικιών. Συγκεκριμένα:
(1) Με τις κατηγορίες 1 – 18 και 45, η κατηγορούμενη κατηγορείται ότι διαφήμισε και προώθησε την πώληση 19 τεμαχίων ακίνητης ιδιοκτησίας ενώ γνώριζε ή υπό τις περιστάσεις έπρεπε εύλογα να γνωρίζει ότι δεν είχε τη συγκατάθεση των εγγεγραμμένων ιδιοκτητών κατά παράβαση των άρθρων 303Α (1), (2)(β), (3) και 5(1)(ε)(vi) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, όπως τροποποιήθηκε («ΠΚ»).
(2) Οι κατηγορίες 26 – 43 και 46, αφορούν αντίστοιχες κατηγορίες για την παράνομη νομή και χρήση των εν λόγω ακινήτων, χωρίς τη συναίνεση των ιδιοκτητών, κατά παράβαση του άρθρου 281(1)(α) και 5(1)(ε)(vi) ΠΚ.
(3) Με την κατηγορία 19, η κατηγορούμενη κατηγορείται ότι αγόρασε διαμέρισμα επί ακίνητης ιδιοκτησίας ενώ γνώριζε ή υπό τις περιστάσεις έπρεπε εύλογα να γνωρίζει ότι δεν είχε τη συγκατάθεση του εγγεγραμμένου ιδιοκτήτη ή του προσώπου που είχε νόμιμη εξουσία παροχής τέτοιας συγκατάθεσης, κατά παράβαση των άρθρων 303Α (1), (2)(δ), (3) και 5(1)(ε)(vi) ΠΚ.
(4) Η κατηγορία 44, αφορά αντίστοιχη κατηγορία για την παράνομη νομή και χρήση του εν λόγω ακινήτου, χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη, κατά παράβαση του άρθρου 281(1)(α) και 5(1)(ε)(vi) ΠΚ.
(5) Με τις κατηγορίες 20 – 24, κατηγορείται ότι, ως κτηματομεσίτρια, συμμετείχε σε 5 πωλήσεις κατοικιών επί ακίνητης ιδιοκτησίας ενώ γνώριζε ή υπό τις περιστάσεις έπρεπε εύλογα να γνωρίζει ότι δεν είχε τη συγκατάθεση των εγγεγραμμένων ιδιοκτητών ή των προσώπων που είχαν νόμιμη εξουσία παροχής τέτοιας συγκατάθεσης, κατά παράβαση των άρθρων 303Α (1), (2)(α), (3), 20 και 5(1)(ε)(vi) ΠΚ .
(6) Τέλος με την κατηγορία 25, κατηγορείται ότι απέκτησε το συνολικό ποσό των €169.150 ενώ γνώριζε ότι αυτό αποτελούσε έσοδο από τη διάπραξη των αδικημάτων των κατηγοριών 20 – 24, κατά παράβαση των άρθρων 2, 3, 4 (1)(α)(iii), 4 (2) και 5 του περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμος, Ν. 188(I)/2007, όπως τροποποιήθηκε και του άρθρου 303Α (1) και 5 (1)(ε)(vi) ΠΚ.
3. Καμία από τις κατηγορίες δεν είναι παραδεκτή.
Β. ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ ΕΝΤΟΣ ΔΙΚΗΣ
4. Κατά την κυρίως εξέταση της Α/Αστ. [Δ.Σ.] (ΜΚ 1) η Υπεράσπιση ήγειρε ένσταση στην κατάθεση κινητού τηλεφώνου που βρέθηκε στην κατοχή της κατηγορουμένης κατά την εκτέλεση εντάλματος σύλληψης εναντίον της ως τεκμηρίου.
5. Αποτέλεσε θέση της Υπεράσπισης ότι το εν λόγω κινητό τηλέφωνο, όπως και άλλα τεκμήρια που είχαν κατασχεθεί από την Αστυνομία κατά τη σύλληψή της κατηγορουμένης στο αεροδρόμιο Λάρνακας στις 7/7/2024, αποτελούν μαρτυρία που λήφθηκε κατά παράβαση των Άρθρων 8, 11, 12, 13, 15, 17 και 30 του Συντάγματος ως επίσης και των Άρθρων 1, 5, 6 και 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου («ΕΣΔΑ»).
6. Μετά από περαιτέρω συζήτηση του θέματος διεφάνη ότι εγείρονταν και ζητήματα σε σχέση με άλλα τεκμήρια που λήφθηκαν στην υπόθεση ως επακόλουθο της σύλληψής της. Αφορούσαν εκτός από τις περιστάσεις σύλληψης, την επακόλουθη έρευνα και κατάσχεση τεκμηρίων που έφερε η κατηγορούμενη και σε χειραποσκευές της και ακολούθως σε έρευνα και κατάσχεση τεκμηρίων που εντοπίστηκαν στις αποσκευές που είχαν παραδοθεί από την κατηγορούμενη στην αεροπορική εταιρεία κατά τη διαδικασία check in στο αεροδρόμιο Λάρνακας ενώ θα αναχωρούσε για τη Γερμανία.
7. Οι θέσεις του συνηγόρου Υπεράσπισης ήταν οι ακόλουθες:
(1) Η εκτέλεση του εντάλματος σύλληψης, ημερομηνίας 5/7/2024, στις 7/7/2024 στο Αεροδρόμιο Λάρνακας έγινε στην απουσία μεταφραστή στη γερμανική γλώσσα και χωρίς να της δοθεί το δικαίωμα του μεταφραστή και ενημέρωση της Πρεσβείας της χώρας της μέχρι και 2 ημέρες μετά τη σύλληψή της. Το ένταλμα σύλληψης επίσης δεν ήταν μεταφρασμένο στα γερμανικά. Έγινε απόπειρα να της εξηγηθεί στα αγγλικά γλώσσα την οποία όμως δεν κατανοεί πλήρως. Παραβιάστηκαν ως εκ τούτου τα συνταγματικώς κατοχυρωμένα δικαιώματα της.
(2) Η κατηγορουμένη μεταφέρθηκε σε χώρο του Αεροδρομίου όπου και της δόθηκαν τα δικαιώματά της στα αγγλικά. Ζητήθηκε να της δοθούν στα γερμανικά. Αφού της δόθηκαν, μεταφέρθηκε σε κελί.
(3) Ερευνήθηκαν οι αποσκευές της χωρίς τη συγκατάθεσή της. Με τον εντοπισμό προσωπικών αντικειμένων της, της δόθηκε έγγραφο συγκατάθεσης στα αγγλικά για υπογραφή. Ζήτησε δικηγόρο γιατί δεν κατανοούσε το κείμενο. Η Αστυνομία επικοινώνησε τηλεφωνικώς με πρόσωπο που μιλούσε γερμανικά. Το εν λόγω πρόσωπο της είπε απλώς να υπογράψει αυτό που της είχαν δώσει, διαφορετικά δεν θα την άφηναν να φύγει. Το έπραξε χωρίς όμως να της εξηγηθεί η διαδικασία.
(4) Η θέση του συνηγόρου Υπεράσπισης ήταν ότι παραβιάστηκαν τα συνταγματικά της δικαιώματα βάσει των Άρθρων 8, 11, 12, 13, 30, 34 και 35 του Συντάγματος λόγω της απουσίας μεταφραστή σε συνδυασμό με την αφαίρεση των προσωπικών της αντικειμένων συμπεριλαμβανομένου και του κινητού της τηλεφώνου χωρίς να της επιτρέψουν να επικοινωνήσει με δικηγόρο. Ήταν η θέση του ότι η πληροφορία ότι θα έφευγε από την Κύπρο στις 7/7/2024 είχε ληφθεί από τις 27/6/2024, το ένταλμα σύλληψης είχε εκδοθεί στις 5/7/2024 οπότε αδικαιολόγητα δεν είχαν μεταφραστή διαθέσιμο, έστω και σε αναμονή (on call). Επικαλέστηκε τον περί των Δικαιωμάτων Υπόπτων Προσώπων, Προσώπων που Συλλαμβάνονται και Προσώπων που Τελούν υπό Κράτηση Νόμο, Ν.163(Ι)/2005 («Ν.163(Ι)/2005»).
(5) Οι μετέπειτα έρευνες στις αποσκευές της χωρίς την παρουσία διερμηνέα και δικηγόρου και χωρίς να της επεξηγηθούν τα δικαιώματά της, έγιναν κατά παράβαση των Άρθρων 13, 15.1 και 2 και 17 του Συντάγματος.
(6) Η επακόλουθη πρόσβαση του σκληρού δίσκου και του τηλεφώνου, εξαγωγή του υλικού και επεξεργασία του χωρίς την προηγούμενη έκδοση διαταγμάτων έγινε κατά παράβαση των Άρθρων 15 και 17 του Συντάγματος, τα οποία κατοχυρώνουν και προστατεύουν το δικαίωμα της ιδιωτικής ζωής, το απόρρητο της επικοινωνίας και της ελευθερίας έκφρασης. Επικαλέστηκε επίσης τις πρόνοιες του Ν. 92(Ι)/1996, τον κανονισμό (EΕ)2016/679, 27/4/2016, την Οδηγία (ΕΕ)2016/680, 27/4/2016 και τον περί της Προστασίας των Φυσικών Προσώπων Έναντι της Επεξεργασίας των Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα από Αρμόδιες Αρχές για τους Σκοπούς της Πρόληψης, Διερεύνησης, Ανίχνευσης ή Δίωξης Ποινικών Αδικημάτων ή της Εκτέλεσης Ποινικών Κυρώσεων και για την Ελεύθερη Κυκλοφορία των Δεδομένων αυτών Νόμο, Ν.44(Ι)/2019. Ήταν η θέση του ότι η συλλογή και αποθήκευση του υλικού προέκυψε από μη σύννομη και θεμιτή επεξεργασία προσωπικών δεδομένων.
8. Παρά το γεγονός ότι εγείρονται διαφορετικά ζητήματα, κρίθηκε ορθότερο να γίνει μια δίκη εντός δίκης ώστε να εξεταστούν όλα τα εγειρόμενα σημεία [βλ. Ηλιάδης & Σάντης, Το Δίκαιο της Απόδειξης: Δικονομικές και Ουσιαστικές Πτυχές (2η έκδοση Hippasus Publishing, Λευκωσία 2016) στη σελ. 903]. Αφορούν μια ομάδα τεκμηρίων που κατασχέθηκαν από την κατηγορούμενη και στη συνέχεια έτυχαν κάποιας επεξεργασίας. Η διάσπαση των ζητημάτων θα ήταν αφενός χρονοβόρα και αφετέρου θα δημιουργούσε διαδικαστικά προβλήματα.
9. Στην απόφαση μας ημερ. 2/4/2025 καθορίστηκε το πλαίσιο της Δίκης εντός Δίκης ως ακολούθως:
(1) στη νομιμότητα της κατάσχεσης τεκμηρίων που ήταν στην κατοχή της κατηγορούμενης κατά τη σύλληψη της ήτοι, των τεκμηρίων με α/α 1, 4, 8, 11 μέχρι 15 και 17 μέχρι 20 στον κατάλογο τεκμηρίων της Αστυνομίας, Τεκμήριο 2∙
(2) στις περιστάσεις λήψης της έγγραφης συγκατάθεσης για την κατάσχεση του τεκμηρίου με α/α 21 στον κατάλογο τεκμηρίων της Αστυνομίας, Τεκμήριο 2∙ και
(3) στο εάν εξάχθηκε νόμιμα το περιεχόμενο των τεκμηρίων με α/α 1 και 4 ως περιέχονται στο τεκμήριο 28 στον κατάλογο τεκμηρίων της Αστυνομίας, Τεκμήριο 2.
10. Κατά την εξέλιξη της διαδικασίας της δίκης εντός δίκης αποτέλεσε μέρος της υπόθεσης της Κατηγορούσας Αρχής ότι συγκεκριμένη φράση επί της έγγραφης συγκατάθεσης, εκτός από την υπογραφή που δεν αμφισβητείται, καταγράφηκε από την ίδια την κατηγορούμενη. Αυτό αμφισβητήθηκε από πλευράς Υπεράσπισης. Προς τούτο διενεργήθηκαν γραφολογικές εξετάσεις και από τις δύο πλευρές και παρουσιάστηκε μαρτυρία. Αν και δεν είχε τεθεί ειδικά από την Υπεράσπιση όταν ζητήθηκε η διεξαγωγή δίκης εντός δίκης, θεωρούμε ότι εντάσσεται στο πλαίσιο της όλης σειράς γεγονότων που οδήγησαν στην υπογραφή του εντύπου από πλευράς κατηγορουμένης και το τί είχε αντιληφθεί.
11. Στο στάδιο των αγορεύσεων η εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής δήλωσε ότι δεν προτίθετο πλέον να προωθήσει την κατάθεση των ακόλουθων τεκμηρίων:
|
Περιγραφή |
Α/Α επί Τεκμηρίου 2 |
Τεκμήριο προς Αναγνώριση στη Δίκη |
Τεκμήριο στη Δίκη εντός Δίκης |
|
Ένα κινητό τηλέφωνο μάρκας «SAMSUNG» χρώματος μαύρου εντός θήκης χρώματος άσπρου |
1 |
1 |
4 ΔεΔ |
|
Εξωτερικός σκληρός δίσκος με «S/N WXZZA73REDXP» |
4 |
2 |
5 ΔεΔ |
|
Διαβατήριο της κατηγορούμενης |
18 |
10 |
15 ΔεΔ |
|
Εξωτερικός σκληρός δίσκος μάρκας «WD ELEMENTS» ο οποίος περιέχει όλα τα ηλεκτρονικά δεδομένα που απομονώθηκαν από τις ηλεκτρονικές συσκευές της κατηγορούμενης |
28 |
14 |
19 ΔεΔ |
12. Αφορούν το σύνολο των ηλεκτρονικών δεδομένων που είχαν εξαχθεί από τις συσκευές της κατηγορουμένης. Η εξέταση της νομιμότητας κατάσχεσης και επεξεργασίας τους είναι πλέον άνευ αντικειμένου.
Γ. ΤΑ ΥΠΟ ΕΝΣΤΑΣΗ ΤΕΚΜΗΡΙΑ
13. Παραμένει η εξέταση της αποδεκτότητας των ακόλουθων τεκμηρίων:
|
Α/Α επί Τεκμηρίου 2 |
Τεκμήριο προς Αναγνώριση στη Δίκη |
Τεκμήριο στη Δίκη εντός Δίκης | |
|
Φάιλ χρώματος άσπρου το οποίο περιέχει διάφορα αρχιτεκτονικά σχέδια και διάφορες άλλες σημειώσεις |
8 |
3Α/ 3Β |
6Α/ 6Β ΔεΔ |
|
Τραπεζική κάρτα ADAC στο όνομα της κατηγορουμένης |
11 |
4 |
9 ΔεΔ |
|
Τραπεζική κάρτα RAIFFEISEN VOLKSBANK στο όνομα της κατηγορουμένης |
12 |
5 |
10 ΔεΔ |
|
Τραπεζική κάρτα RAIFFEISEN VOLKSBANK στο όνομα της κατηγορουμένης |
13 |
6 |
11 ΔεΔ |
|
Τραπεζική κάρτα RAIFFEISEN VOLKSBANK στο όνομα της κατηγορουμένης |
14 |
7 |
12 ΔεΔ |
|
Τραπεζική κάρτα CREDIT WEST στο όνομα της κατηγορουμένης |
15 |
8 |
13 ΔεΔ |
|
Κάρτα επιβίβασης για την πτήση LH1293 με προορισμό την Φρανκφούρτη στο όνομα της κατηγορουμένης |
17 |
9 |
14 ΔεΔ |
|
Ένα μικρό σημειωματάριο σπιράλ με διάφορες σημειώσεις στις πρώτες 5 σελίδες και στην τελευταία σελίδα και η μετάφραση της Αστυνομίας στα Ελληνικά |
19 |
11Α/ 11Β |
16Α/ 16Β ΔεΔ |
|
Ένα φύλλο χαρτιού το οποίο στο πάνω δεξί μέρος φέρει λογότυπο με την επιγραφή «KAYIM DEVELOPMENT GROUP» στο οποίο υπάρχουν χειρόγραφες σημειώσεις και η μετάφραση της Αστυνομίας στα Ελληνικά |
20 |
12Α/ 12Β |
17Α/ 17Β ΔεΔ |
|
Box file χρώματος πορτοκαλί το οποίο περιέχει αριθμό εγγράφων και η μετάφραση της Αστυνομίας στα Ελληνικά |
21 |
13Α/ 13Β |
18Α/ 18Β ΔεΔ |
|
Έγγραφο που τιτλοφορείται στα Αγγλικά «WRITTEN CONSENT FOR SEARCH». |
--- |
15 |
7 ΔεΔ |
14. Σημειώνουμε ότι στη δίκη εντός δίκης κατατέθηκαν έγγραφα ως μέρος της κυρίως εξέτασης μαρτύρων (Έγγραφα Α – Ι) ως επίσης και άλλα τεκμήρια (53 στο σύνολο μαζί με τα υπό ένσταση). Τα Τεκμήρια 20 – 29 ΔεΔ αφορούν εκτυπώσεις από τα Τεκμήρια 4 και 5 ΔεΔ, ως εκ τούτου δεν θα γίνει άλλη αναφορά.
15. Τα υπό ένσταση τεκμήρια αφορούν ενοχοποιητική μαρτυρία ή μαρτυρία που χρησιμοποιήθηκε για τη συλλογή επιπρόσθετου υλικού σε σχέση με τα αδικήματα που αντιμετωπίζει η κατηγορούμενη.
Δ. Η ΠΡΟΣΚΟΜΙΣΘΕΙΣΑ ΜΑΡΤΥΡΙΑ
16. Η Κατηγορούσα Αρχή παρουσίασε 10 μάρτυρες. Από πλευράς Υπεράσπισης κατέθεσε η κατηγορούμενη και άλλοι δύο μάρτυρες.
17. Οι μάρτυρες της Κατηγορούσας Αρχής σχετίζονται με διαφορετικά στάδια της διαδικασίας σύλληψης και έρευνας.
18. Ο κ. [Γ.Γ.] (ΜΚ 8 ΔεΔ), ήταν συνεπιβάτης της κατηγορούμενης σε άλλη προγενέστερη πτήση ο οποίος είχε συνομιλήσει μαζί της στα αγγλικά. Ο Αστ., [Κ.Κ.] (ΜΚ 1 ΔεΔ), και η Αστ. [Κ.Χ.] (ΜΚ 3 ΔεΔ) ήταν οι αστυφύλακες που εκτέλεσαν το ένταλμα σύλληψης, το οποίο εκκρεμούσε εναντίον της κατηγορουμένης, στο αεροδρόμιο Λάρνακας. Ερεύνησαν αρχικώς την κατηγορούμενη κατάσχοντας αντικείμενα που έφερε. Ακολούθως την παρέδωσαν στους Αστ. [Α.Δ.] (ΜΚ 2 ΔεΔ), Αστ. [Α.Α.] (ΜΚ 7 ΔεΔ) και Α/Αστ. [Μ.Χ.] (ΜΚ 6 ΔεΔ), οι οποίοι, εκτός από νέα έρευνα που διενήργησαν στα προσωπικά αντικείμενα που είχαν κατασχεθεί από την κατηγορούμενη, έλαβαν και την επίδικη συγκατάθεση για τις αποσκευές της κατηγορούμενης που είχαν παραδοθεί ενωρίτερα στην αεροπορική εταιρεία. Η κα [Α.Κ.] (ΜΚ 10 ΔεΔ) εκτέλεσε χρέη διερμηνέα (από τα ελληνικά στα γερμανικά και αντίστροφα) σε σχέση με την συγκατάθεση που λήφθηκε.
19. Ο Αστ. [Σ.Α.] (ΜΚ 4 ΔεΔ) προέβη σε δικανική εξέταση τεκμηρίων. Η Α/Αστ. [Δ.Σ.] (ΜΚ 5 ΔεΔ) εκτέλεσε χρέη ανακριτή και εξέτασε, μεταξύ άλλων, το υλικό που της παρέδωσε ο ΜΚ 4 ΔεΔ.
20. Ο Λοχίας [Γ.Χ.] (ΜΚ 9 ΔεΔ) κατέθεσε σε σχέση με την αμισβητούμενη γραφή επί της έγγραφης συγκατάθεσης. Από πλευράς Υπεράσπισης για το θέμα αυτό κατέθεσε ο κ. [Μ.Μ.] (ΜΥ 1 ΔεΔ).
21. Η κα [Μ.Σ.] (ΜΥ 2 ΔεΔ) κατέθεσε γενικότερα σε σχέση με καθήκοντα διερμηνείας (από τα ελληνικά στα γερμανικά και αντίστροφα) που εκτέλεσε σε συναντήσεις της κατηγορουμένης με τους συνηγόρους της.
22. Η κατηγορούμενη έδωσε μαρτυρία σε σχέση με όλα τα εγειρόμενα ζητήματα.
23. Για σκοπούς ευκολίας και για την καλύτερη κατανόηση του σκεπτικού μας έχουμε ομαδοποιήσει τη μαρτυρία ανά ενότητα.
Δ.1. ΟΙ ΠΕΡΙΣΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΗΣ ΩΣ Η ΙΔΙΑ ΤΙΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕ
24. Η κατηγορούμενη ανέφερε ότι γεννήθηκε στην Πολωνία αλλά ζει στη Γερμανία από τα 20 της χρόνια. Διαμένει στο Aschaffenburg, και είναι κτηματομεσίτρια. Μιλάει γερμανικά και πολωνικά. Τα πολωνικά της δεν είναι και τόσο καλά γιατί εδώ και 30 χρόνια ζει στη Γερμανία. Είπε ότι σπούδασε για να γίνει μεταφράστρια στα γερμανικά και ότι έχει απολυτήριο μέσης βαθμίδας. Τον επίδικο χρόνο τα αγγλικά της δεν ήταν καθόλου καλά, γνώριζε μόνο «τα βασικά», «τα στοιχειώδη», απλώς για να μπορεί να ταξιδέψει. Τα αγγλικά της έχουν βελτιωθεί μετά από έναν χρόνο κράτησης της αφού, ως δήλωσε, παρακολουθούσε μαθήματα στις φυλακές.
25. Στην Κύπρο είχε έρθει για διακοπές και για να γιορτάσει τα γενέθλιά της. Αντεξεταζόμενη ανέφερε ότι επισκέφθηκε τις κατεχόμενες περιοχές έξι με επτά φορές, κυρίως για να δει Γερμανούς φίλους της.
Δ.2. Η ΠΤΗΣΗ ΜΕ ΤΟΝ [Γ.Γ.] (ΜΚ 8)
26. Ο κ. [Γ.Γ.] (ΜΚ 8 ΔεΔ) (Έγγραφο ΣΤ, η κατάθεση του ημερ. 20/12/2024), Ευρωβουλευτής, κατέθεσε ότι στις 27/6/2024, ενώ επέστρεφε στην Κύπρο με την πτήση LH[ΧΧΧΧ] από τη Φρανκφούρτη, γνώρισε την κατηγορούμενη η οποία καθόταν στη διπλανή θέση. Ο ΜΚ 8 ΔεΔ προσφέρθηκε να τη βοηθήσει να τοποθετήσει τη βαλίτσα της στον χώρο αποσκευών πάνω από τα καθίσματα γιατί ήταν αρκετά βαριά.
27. Κατά τη διάρκεια της πτήσης η κατηγορούμενη του ανέφερε ότι ήταν κτηματομεσίτρια, Πολωνικής καταγωγής που διαμένει στη Γερμανία. Όταν της είπε ότι είναι από την Κύπρο του απάντησε ότι εργάζεται στην «Τουρκική πλευρά» της Κύπρου, αναφέροντας του επί λέξη, «Real Estate – Turkish side». Αντεξεταζόμενος αναφέρθηκε στη συνομιλία που είχαν (σελ. 368 των πρακτικών – παρατίθεται αυτολεξεί):
«Με το που εισήλθε για να καθίσει της είπα «where are you come from», και μου απάντησε «I am coming from Germany, I am from Poland», και εγώ της απάντησα όταν με ρώτησε «where are you come from» της απάντησα και εγώ ότι «I am coming from Cyprus» και αυτή μου είπε «really? Are you coming from Cyprus? I am working on Cyprus». Να προχωρήσω σε όλη τη συζήτηση του αεροπλάνου στα αγγλικά;»
28. Όταν ρωτήθηκε για τα προσόντα του στην αγγλική γλώσσα, ανέφερε ότι σπούδασε «Computer Science στο Cyprus College» στα αγγλικά και εργάζεται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, όπου η χρήση της αγγλικής είναι μέρος της δουλειάς του. Ο ΜΚ 8 ΔεΔ όταν ακολούθως ρώτησε την κατηγορούμενη «What is your job in Cyprus» εκείνη του απάντησε «real estate turkish side».
29. Σε ερώτηση του ΜΚ 8 ΔεΔ σχετικά με τη νομιμότητα της πώλησης ακινήτων στην «Τουρκική πλευρά», η κατηγορούμενη δεν απάντησε και έδειξε αμηχανία. Αυτό προκάλεσε στον ΜΚ 8 ΔεΔ την υποψία ότι μπορεί να εμπλέκεται σε υποθέσεις σφετερισμού ελληνοκυπριακών περιουσιών στις κατεχόμενες περιοχές.
30. Ο ΜΚ 8 ΔεΔ πλησίασε τον αξιωματικό της Αστυνομίας, [Μ.Π.], τον οποίο γνώριζε προσωπικά και ο οποίος ταξίδευε στην ίδια πτήση, και του ανέφερε τη συνομιλία του με την κατηγορούμενη.
31. Ο κ. [Μ.Π.] του ζήτησε να εκμαιεύσει περισσότερα στοιχεία. Ο ΜΚ 8 ΔεΔ επέστρεψε στη θέση του και προσποιήθηκε ότι ενδιαφέρεται να επενδύσει σε παραθαλάσσια ακίνητα στην «Τουρκική πλευρά». Επέμεινε σ’ αυτή τη θέση παρά την υποβολή του συνηγόρου Υπεράσπισης ότι η πρόταση του ήταν για πώληση ακινήτου στις ελεύθερες περιοχές.
32. Η κατηγορούμενη του έδωσε πρόθυμα τον αριθμό του κινητού της τηλεφώνου, τον οποίο ο ΜΚ 8 ΔεΔ αποθήκευσε. Ο κ. [Μ.Π.] πλησίασε αργότερα τον ΜΚ 8 ΔεΔ και την κατηγορούμενη και τους είδε μαζί πριν επιστρέψει στη θέση του.
33. Ο ΜΚ 8 ΔεΔ ανέφερε προφορικά ότι συνομιλούσε με την κατηγορούμενη στα αγγλικά για το μεγαλύτερο μέρος της πτήσης, η οποία διήρκεσε περίπου 3 ½ με 4 ώρες. Μίλησαν, μεταξύ άλλων, και για τον λόγο που αυτή δεν ταξίδευε από το αεροδρόμιο του «Ερτσιάν» και του ανέφερε ότι ήταν δύσκολο γιατί δεν είχε απευθείας πτήσεις. Του υποδείχθηκε ότι τέτοια αναφορά δεν είχε στην κατάθεση του. Απάντησε ότι δεν τα θεώρησε σημαντικά για να τα συμπεριλάβει, αλλά ορκίστηκε στο Δικαστήριο να πει την αλήθεια και μόνο την αλήθεια.
34. Αντεξεταζόμενος ανέφερε ότι ο λόγος που έδωσε κατάθεση, έξι μήνες μετά τη συνάντηση με την κατηγορούμενη, στις 20 Δεκεμβρίου 2024, ήταν γιατί ανέμενε να τον ειδοποιήσει η Αστυνομία για να δώσει την κατάθεσή του. Ανέφερε επίσης ότι το πρόγραμμα που έχει ως Ευρωβουλευτής είναι πιεσμένο και ότι ο χρόνος που βρίσκεται στην Κύπρο είναι περιορισμένος.
35. Η κατηγορούμενη επιβεβαίωσε τις περιστάσεις γνωριμίας της με τον ΜΚ 8 ΔεΔ. Ανέφερε ότι είχαν 2 – 3 σύντομες συνομιλίες στα αγγλικά, καθώς η γνώση της γλώσσας ήταν περιορισμένη. Ανέφερε ότι ο ΜΚ 8 ΔεΔ ήταν απασχολημένος με τον φορητό υπολογιστή του, ότι έκανε επισκέψεις στην τουαλέτα και ότι πηγαινοερχόταν συνεχώς. Του ανέφερε ότι πήγαινε «Βόρεια Κύπρο» γιατί είχε φίλους και γνωστούς εκεί. Ακολούθως όταν του είπε με τί ασχολείται της πρότεινε να τον βοηθήσει να βρει πελάτες από τη Γερμανία για ένα κομμάτι γης που είχε στην Κύπρο. Η ίδια του έδωσε τον αριθμό τηλεφώνου της, αλλά δεν την κάλεσε ποτέ. Οι συνομιλίες διήρκησαν περί τα 5 λεπτά. Αντεξεταζόμενη ανέφερε ότι δεν μπορούσε να θυμηθεί την ακριβή συνομιλία που είχαν σε σχέση με την πώληση ακινήτου.
Δ.3. ΟΙ ΠΕΡΙΣΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΣΥΛΛΗΨΗΣ
36. Ο ΜΚ 1 ΔεΔ (Έγγραφο Α ΔεΔ, η κατάθεση του), ο οποίος υπηρετεί στην ΥΑΜ Αρχηγείου στο Κέντρο Ελέγχου Διαβατηρίων Αερολιμένα Λάρνακας, κατέθεσε ότι στις 7/7/2024 και η ώρα 07:00 ανέλαβε καθήκον στον τομέα αναχωρήσεων. Περί ώρα 14:20, κατά τον διαβατηριακό έλεγχο στις αναχωρήσεις, παρουσιάστηκε η κατηγορούμενη η οποία σκόπευε να αναχωρήσει με προορισμό τη Φρανκφούρτη. Τα στοιχεία της βρίσκονταν στο ευρετήριο «Stop List», με οδηγίες για τη σύλληψή της και άμεση ειδοποίηση του αναπληρωτή υπεύθυνου ΤΑΕ(Ε) Αρχηγείου, Υπαστυνόμου [Χ.Χ.], λόγω της ύπαρξης εντάλματος σύλληψης για διάφορα κακουργήματα. Αντεξεταζόμενος εξήγησε ότι όταν είδε το όνομα της στο «Stop List», ρώτησε την κατηγορούμενη στα αγγλικά αν μιλάει αγγλικά. Εκείνη απάντησε θετικά, και στη συνέχεια ο ίδιος της είπε, «We need check something, so please wait behind the line» (sic).
37. Μετά την ενημέρωση, της ζήτησε να περιμένει και συνέχισε τον διαβατηριακό έλεγχο. Στη συνέχεια, αντικαταστάθηκε και οδήγησε την κατηγορούμενη στον χώρο ελέγχου προσώπων και αντικειμένων, και μετά πήγαν στο γραφείο αναχωρήσεων του αεροδρομίου. Εκεί επικοινώνησε τηλεφωνικώς με τον Λοχία [Π] του ΤΑΕ, ο οποίος του επιβεβαίωσε την ισχύ του εντάλματος σύλληψης. Το εν λόγω ένταλμα του στάλθηκε ακολούθως με φαξ. Ο λόγος που δεν την ενημέρωσε αμέσως, ανέφερε, ήταν για να αποκλείσει το ενδεχόμενο λάθους. Όταν της ζητήθηκε να περιμένει, η κατηγορούμενη ανταποκρίθηκε και περίμενε στον χώρο που της υπέδειξε. Περί ώρα 15:00, ο ΜΚ 1 ΔεΔ την ενημέρωσε για το ένταλμα σύλληψης στα αγγλικά, αφού η ίδια είχε δηλώσει ότι μιλά και καταλαβαίνει αρκετά καλά την αγγλική γλώσσα. Η κατηγορούμενη απάντησε «I didn’t know».
38. Περί ώρα 15:20, με τη βοήθεια της ΜΚ 3 ΔεΔ, ο ΜΚ 1 ΔΕΔ εκτέλεσε το ένταλμα σύλληψης. Ενώπιον μας κατατέθηκε ως Τεκμήριο 1 ΔεΔ το εκδοθέν ένταλμα με την οπισθογράφηση της εκτέλεσης. Είχε εκδοθεί από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας στις 5/7/2024 η ώρα 19:01. Το ένταλμα σύλληψης εξουσιοδοτούσε τη σύλληψη της κατηγορούμενης καθότι υπήρχε εύλογη υποψία ότι ενεχόταν σε υπόθεση που αφορά τα ακόλουθα αδικήματα:
«1) Συνωμοσίας προς διάπραξη Κακουργήματος, κατά παράβαση του άρθρου 371, Κεφ. 154,
(2) Συνωμοσίας προς καταδολίευση, κατά παράβαση του άρθρου 302, Κεφ. 154 και
(3) Συνωμοσίας προς διάπραξη πλημμελήματος, κατά παράβαση του άρθρου 372, Κεφ. 154
(4) Δόλιες συναλλαγές σε ακίνητη περιουσία που ανήκει σε άλλο, κατά παράβαση του άρθρου 303Α, 2(β), Κεφ. 154
(5) Παράνομη κατοχή, νομή και χρήση γης εγγεγραμμένης σε άλλο, κατά παράβαση του άρθρου 281, Κεφ. 154
(6) Αδικήματα νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, κατά παράβαση των άρθρων 2, 3, 4(1 )(α)(ιιι)(2), 5, 7 και 8 του Περί Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου 188(Ι)/07 όπως τροποποιήθηκε και άρθρο 20 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154.
τα οποία διαπράχθηκαν στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας σε άγνωστο χρόνο μέχρι σήμερα.»
39. Σημειώνουμε ότι η ένορκη δήλωση βάσει της οποίας εξεδόθη το ένταλμα σύλληψης δεν τέθηκε ενώπιον μας. Θα αναφερθούμε στη σημασία αυτού του δεδομένου στη συνέχεια.
40. Όταν της έγινε επίστηση της προσοχής της στον Νόμο η κατηγορούμενη απάντησε πάλι, «I didn’t know».
41. Περί ώρα 15:30, με τη βοήθεια της ΜΚ 3 ΔεΔ, ο ΜΚ 1 ΔεΔ έδωσε τα δικαιώματα συλληφθέντος στην κατηγορούμενη στη γερμανική γλώσσα, κατόπιν αιτήματός της κατηγορουμένης (Τεκμήριο 2 ΔεΔ). Το συγκεκριμένο έγγραφο, ανέφερε, είναι διαθέσιμο σε όλες τις γλώσσες στο ηλεκτρονικό σύστημα της Αστυνομίας, και δίνεται στον συλληφθέντα εάν το ζητήσει στη μητρική του γλώσσα. Περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, το δικαίωμα σε δικηγόρο και διερμηνεία.
42. Η κατηγορούμενη έλαβε το πλήρες έντυπο στα γερμανικά, το διάβασε και το υπέγραψε. Η επικοινωνία μεταξύ τους γινόταν στα αγγλικά. Η συζήτηση για τα δικαιώματά της έγινε στα αγγλικά, και η κατηγορούμενη ζήτησε να τα λάβει στα γερμανικά. Ο ίδιος δήλωσε ότι έχει πολύ καλή γνώση της αγγλικής, καθώς έχει πτυχίο και μεταπτυχιακό. Καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας η κατηγορούμενη δεν παραπονέθηκε ότι δεν κατανοούσε την αγγλική γλώσσα. Μετά την ανάγνωση και υπογραφή των δικαιωμάτων της, η κατηγορούμενη δεν ζήτησε διερμηνέα ή δικηγόρο, ούτε να επικοινωνήσει με την Πρεσβεία της. Αντεξεταζόμενος ανέφερε ότι για να εξηγήσει τα αδικήματα στην κατηγορούμενη χρησιμοποίησε διαδικτυακό λεξικό στον ηλεκτρονικό υπολογιστή του γραφείου, λόγω της δύσκολης φρασεολογίας. Ο ίδιος πάντως δεν ειδοποίησε διερμηνέα ή την Πρεσβεία της κατηγορούμενης. Η κατηγορούμενη, ήταν η θέση του, «αντιλήφθηκε πλήρως τους λόγους της σύλληψής της. Μιλούσε τα αγγλικά και αντιλαμβανόταν τα πάντα. Καταλάβαινε τα πάντα, τι έχει λεχθεί στο γραφείο αναχωρήσεων και καταλάβαινε τα πάντα» (σελ. 116 των πρακτικών).
43. Ανάλογα για τις περιστάσεις σύλληψης τοποθετήθηκε και η ΜΚ 3 ΔεΔ (Έγγραφο Γ ΔεΔ, η κατάθεση της), η οποία υπηρετεί στην ΥΑΜ Αρχηγείου και είναι τοποθετημένη στο Κέντρο Ελέγχου Διαβατηρίων στον Αερολιμένα Λάρνακας.
44. Η μαρτυρία της ΜΚ 3 ΔεΔ ως προς την αντίληψη της αγγλικής γλώσσας από την κατηγορούμενη, τις απαντήσεις που έδωσε, τη χρήση διαδικτυακού λεξικού από τον ΜΚ 1 ΔεΔ και την παράδοση του εντύπου των δικαιωμάτων συλληφθέντων ταυτίζεται με τα λεχθέντα του ΜΚ 1 ΔεΔ.
45. Προφορικά πρόσθεσε επίσης ότι και η ίδια μιλά Αγγλικά και ότι είχε επικοινωνία με την κατηγορούμενη. Προσπάθησε να της εξηγήσει με απλά αγγλικά τους λόγους σύλληψης, λέγοντάς της, «You sell our grandmothers’ property on the occupied side» (sic). Η κατηγορούμενη απάντησε «I’ m sorry about that». Η συνομιλία αυτή έγινε όταν η κατηγορούμενη την ρώτησε προσωπικά για ποιον λόγο την πήραν στα γραφεία τους.
46. Η κατηγορούμενη, ως προς τις περιστάσεις της σύλληψής της, ανέφερε ότι στις 7/7/2024, κατά την αναχώρησή της από το αεροδρόμιο, μαζί με δύο φίλους, αφού παρέδωσε 2 μεγάλες βαλίτσες, κλειδωμένες με κωδικό, μετέβη στον έλεγχο διαβατηρίων. Μαζί της είχε, μία τσάντα μέσης, μια τσάντα ώμου και μια άλλη μικρή τσάντα.
47. Περιέγραψε τα όσα ακολούθησαν (σελ. 549 – 550 των πρακτικών):
«….Όταν έφτασα στον έλεγχο διαβατηρίων, ένας αστυνομικός με προσέγγισε, με σταμάτησε, μου έδειξε το χέρι του να πάω στο πλάι και να περιμένω όπως και έπραξα. Μετά ήρθε ένας άλλος αστυνομικός και μια εξ αυτών με πέρασε από έναν έλεγχο ασφάλειας και κατευθείαν σε έναν Αστυνομικό Σταθμό. Εκεί υπήρχαν μερικοί αστυνομικοί, ήταν μερικοί δεξιά, μου έδειξαν να καθίσω δίπλα από ό,τι κατάλαβα με το γνέψιμο και άρχισα να σκέφτομαι τι θα μπορούσα να κάνω γιατί οι φίλοι μου με περίμεναν. Ήθελα να τους τηλεφωνήσω και μου το απαγόρευσαν, είχα μαζί μου ένα κινητό τηλέφωνο, έκανα μια φωτογραφία από τον χώρο εκεί που βρισκόμασταν και τους έστειλα αυτήν τη φωτογραφία μέσω του WhatsApp στους φίλους μου και σημείωσα και ένα sms ενώ οι αστυνομικοί κάτι ετοίμαζαν εκεί και ήταν απασχολημένοι, ότι με έχουν σταματήσει στον Αστυνομικό Σταθμό. Σ’ αυτό το διάστημα πέρασε ένας από τους φίλους μου που πήρε αυτήν τη φωτογραφία, μου τηλεφώνησε, απάντησα και εκείνην τη στιγμή μια από τις αστυνομικούς με μαύρα μαλλιά [εννοούσε τη ΜΚ 3 ΔεΔ] άρχισε στα ελληνικά ίσως και στα αγγλικά να μου λέει κάτι να σταματήσω. Το μόνο που μπόρεσα να αναφέρω στο τηλέφωνο, που πρόλαβα, είναι ότι μου αναφέρθηκε ότι είμαι υπό σύλληψη, like this, και η αστυνομικός μου απαγόρευσε να συνομιλήσω άλλο μ’ αυτούς τους φίλους μου. Μου φώναζε, δεν θυμούμαι αν ήταν στα αγγλικά ή στα ελληνικά, μου πήρε το τηλέφωνο από τα χέρια και μετά άρχισε να ερευνά τις αποσκευές μου, τις βαλίτσες τις ταξιδιωτικές και με ρωτούσε φωνάζοντας, ήταν αρκετά θυμωμένη και γι' αυτό εγώ προσπάθησα να μείνω όσο πιο ήρεμη μπορούσα. Προσπαθούσα να μείνω ψύχραιμη διότι εγώ μεγάλωσα και στην Πολωνία και βίωσα τον κουμμουνισμό και έτσι αντιλήφθηκα ότι τίποτε δεν θα μπορούσα να κάνω, αυτή ήταν και η παιδική μου εμπειρία, μάθαμε να μην διαμαρτυρόμαστε. (Έμφασις δική μας)
48. Κατά την αντεξέταση της ανέφερε επιπροσθέτως τα ακόλουθα (σελ. 585 των πρακτικών):
«…Σ' αυτό το διάστημα έκανα μια φωτογράφηση, ρώτησα εν τω μεταξύ περί τίνος πρόκειται, μου φώναζαν και δεν καταλάβαινα τι μου έλεγαν, έστειλα αυτήν τη φωτογραφία σε έναν φίλο μου διότι δεν μου επέτρεψαν καν να τηλεφωνήσω και ένα μήνυμα στο WhatsApp σε αυτούς που με περίμεναν. Όταν ο φίλος μου που παρέλαβε τη φωτογραφία που έστειλα μου τηλεφώνησε, απάντησα, και ενώ ήμουν έτοιμη να του αναφέρω τι μεσολάβησε, τι συνέβηκε, η αστυνομικός μου έβαλε τις φωνές και μου ανέφερε ότι δεν πρέπει να τηλεφωνώ και μου πήρε το τηλέφωνο. Ενώ αυτή ήταν εμφανώς εκνευρισμένη, εγώ την ρώτησα τι σκοπό έχω εγώ εδώ. Με ρώτησε για ποιον σκοπό βρίσκομαι στην Κύπρο, ανέφερα ότι εδώ έκανα διακοπές και αυτή άρχισε να ερευνά τα αντικείμενά μου.»
49. Προσπάθησε να επικοινωνήσει με τους δύο φίλους της που ταξίδευαν μαζί της και τους ενημέρωσε με ένα μήνυμα και μια φωτογραφία ότι την κρατούσαν. Σκοπός ήταν να εξευρεθεί δικηγόρος και να ενημερωθούν οι δικοί της. Όταν έλαβε τα δικαιώματα της (Τεκμήριο 2 ΔεΔ) ζήτησε δικηγόρο («advocate») και μεταφραστή, όχι όμως ρητά, έλεγε ότι δεν καταλάβαινε.
50. Αντεξεταζόμενη η κατηγορούμενη επανέλαβε ότι δεν κατάλαβε γιατί συνελήφθη, αλλά είχε την υποψία ότι βρισκόταν υπό κράτηση, γι' αυτό και έστειλε μήνυμα στους φίλους της λέγοντας ότι τη συνέλαβαν. Υποστήριξε ότι οι αστυνομικοί δεν της εξήγησαν τους λόγους της σύλληψης, αλλά της φώναζαν σε μια γλώσσα που δεν καταλάβαινε. Επίσης, ισχυρίστηκε ότι ο αστυνομικός δεν της άρπαξε το τηλέφωνό της, αλλά ότι το πήρε για να ερευνήσει. Ανέφερε ότι τα δικαιώματά της τα παρέλαβε στις 15:30. Ισχυρίστηκε ότι δεν έλεγε «I didn’t know» αλλά «I don’t know». Δεν θυμόταν να είχε πει επίσης «I didn’t know the situation».
51. Η ΜΚ 3 ΔεΔ, αρνήθηκε υποβολή ότι η κατηγορούμενη προσπάθησε να τηλεφωνήσει και ότι της άρπαξε το κινητό τηλέφωνο, και ότι φώναζε στην κατηγορούμενη.
Δ.4. Η ΕΡΕΥΝΑ ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΑΙ ΣΤΙΣ ΧΕΙΡΑΠΟΣΚΕΥΕΣ ΤΗΣ
52. Στη συνέχεια, όπως ανέφεραν οι ΜΚ 1 ΔεΔ και ΜΚ 3 ΔεΔ, η ΜΚ 3 ΔεΔ ερεύνησε την κατηγορούμενη και τα προσωπικά της αντικείμενα δηλαδή την τσάντα ώμου και μία (κίτρινη) ταξιδιωτική βαλίτσα καμπίνας. Ο ΜΚ 1 ΔεΔ προέβαινε σε καταγραφή. Από την έρευνα εντοπίστηκαν διάφορες ηλεκτρονικές συσκευές (κινητά, ταμπλέτα, laptop, εξωτερικός σκληρός δίσκος) και έγγραφα. Αναγνώρισε μεταξύ αυτών ένα κινητό τηλέφωνο «Samsung» (Τεκμήριο 4 ΔεΔ), ένα εξωτερικό σκληρό δίσκο (Τεκμήριο 5 ΔεΔ) και ένα λευκό φάιλ με αρχιτεκτονικά σχέδια (Τεκμήριο 6Α ΔεΔ και 6Β ΔεΔ, η μετάφραση στα Ελληνικά) τα οποία κατάσχεσε. Τα αντικείμενα, ως ανέφερε ο ΜΚ 1 ΔεΔ, κατασχέθηκαν στο πλαίσιο της διαδικασίας σύλληψης. Ανέφερε συγκεκριμένα (σελ. 103):
«Για την έρευνα της cabin luggage αυτής δεν λάβαμε οποιανδήποτε άδεια, όμως είναι μέσα στα δικαιώματά μας σαν Αστυνομία να προβαίνουμε σε έλεγχο του προσώπου αμέσως μετά τη σύλληψή του με σκοπό να εντοπίσουμε και να κατάσχουμε τέτοιου είδους αντικείμενα τα οποία μπορεί να συνδέονται με τη μαρτυρία, αντικείμενα τα οποία είναι καθημερινής χρήσης όπως κινητό τηλέφωνο και επίσης ο λόγος που γίνεται η έρευνα είναι για να απομακρυνθεί από τον συλληφθέντα οποιοδήποτε αντικείμενο μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο βίας ή αντικείμενο που μπορεί να αυτοτραυματιστεί, να βλάψει τον εαυτό του ή να βοηθήσει σε οποιανδήποτε απόδρασή του επομένως έπραξα μέσα στα πλαίσια των κανονισμών της Αστυνομίας.»
53. Κατά τον εντοπισμό του κάθε αντικειμένου η ΜΚ 3 ΔεΔ στην παρουσία του ΜΚ 1 ΔεΔ, εφιστούσε την προσοχή της κατηγορούμενης στον Νόμο στα αγγλικά λέγοντας της, «You are not obliged to say anything unless you wish to do but whatever you say maybe put in written and give as evidence» (sic). Η κατηγορούμενη έδιδε για κάθε τεκμήριο ξεχωριστά την ίδια απάντηση «I didn’t know the situation».
54. Η ΜΚ 3 ΔεΔ ανέφερε ότι κατάσχεσε τα εν λόγω αντικείμενα γιατί είχε εύλογη υποψία ότι αυτά συνδέονταν με τα αδικήματα που διέπραξε η κατηγορούμενη.
55. Ο ΜΚ 1 ΔεΔ δεν θυμόταν αν η μια χειραποσκευή, κίτρινου χρώματος ήταν κλειδωμένη ούτε αν ζητήθηκε από την κατηγορούμενη να την ξεκλειδώσει. Η ΜΚ 3 ΔεΔ, επίσης δεν θυμόταν. Πιθανόν, ανέφερε, να είχε ζητήσει από την κατηγορούμενη να την ξεκλειδώσει, η οποία, ως ανέφερε, ήταν «άκρως» συνεργάσιμη.
56. Η έρευνα, σύμφωνα με τους ΜΚ 1 ΔεΔ και ΜΚ 3 ΔεΔ, ξεκίνησε στις 15:40 και ολοκληρώθηκε στις 16:10 και έγινε στον Αστυνομικό Σταθμό του Αεροδρομίου.
57. Στη συνέχεια διαπιστώθηκε ότι η κατηγορούμενη είχε δύο επιπλέον βαλίτσες, οι οποίες παραδόθηκαν από την αεροπορική εταιρεία. Αυτός ήταν και ο λόγος, ο ΜΚ 1 ΔεΔ εξήγησε, που μεσολάβησε μια ώρα και πέντε λεπτά μεταξύ της ολοκλήρωσης της έρευνας (16:10) και της παράδοσης της κατηγορούμενης και των τεκμηρίων στη ΜΚ 2 ΔεΔ (17:15). Έπρεπε να ειδοποιηθεί η αεροπορική εταιρεία για τη σύλληψη της κατηγορούμενης και να επιστραφούν οι δύο άλλες αποσκευές της, οι οποίες είχαν ήδη φορτωθεί στο αεροπλάνο. Ανάλογα ανέφερε και η ΜΚ 3 ΔεΔ.
58. Η κατηγορούμενη, ανέφερε ο ΜΚ 1 ΔεΔ, βρισκόταν μαζί τους στα γραφεία της Αστυνομίας, δεν τοποθετήθηκε σε κελί και της προσφέρθηκε λεμονάδα και νερό. Ουδέποτε εμποδίστηκε, ανέφερε αντεξεταζόμενος, από το να κάνει τηλεφώνημα. Η κατηγορούμενη δεν ζήτησε να επικοινωνήσει με δικηγόρο, ούτε της το αρνήθηκαν. Ανέφερε τα ακόλουθα σε ερώτηση του συνηγόρου Υπεράσπισης (σελ. 122 των πρακτικών):
«E. Και είναι η θέση μου ότι είχατε υποχρέωση να ενημερώσετε δικηγόρο προτού προχωρήσετε και ερευνήσατε την Κατηγορούμενη ή να της δώσετε το δικαίωμα να τηλεφωνήσει σε δικηγόρο.
A. Η απάντησή μου, θα επαναλάβω το τι έχω πει προηγουμένως. Ότι η Κατηγορούμενη διάβασε τα δικαιώματά της, όλα τα οποία έχουμε προαναφέρει και κατατέθηκε ως τεκμήριο. Μάλιστα ήταν στη μητρική της γλώσσα, οπόταν ήταν σε θέση να αντιληφθεί και να καταλάβει το δικαίωμα επικοινωνίας που είχε με τον δικηγόρο της. Ουδέποτε εξέφρασε ότι η ίδια θέλει να επικοινωνήσει με δικηγόρο και ουδέποτε ανάφερε ότι θέλει να επικοινωνήσει μαζί με την Πρεσβεία της. Εμείς σαν Αστυνομία παρέχουμε τις πιο κάτω υπηρεσίες σε άτομα τα οποία μας ζητήσουν να το πράξουμε.» (Έμφασις δική μας)
59. Ήταν η θέση της ΜΚ 3 ΔεΔ ότι δεν κλήθηκε διερμηνέας, επειδή η επικοινωνία τους ήταν άψογη στα Αγγλικά και η κατηγορούμενη δεν ζήτησε ποτέ διερμηνέα.
60. Ως προς την έρευνα που έγινε στις χειραποσκευές της, η κατηγορούμενη ανέφερε στην κυρίως της εξέταση τα ακόλουθα (σελ. 550 των πρακτικών):
«[Αναφερόμενη στη ΜΚ 3 ΔεΔ] … Άνοιξε τις αποσκευές και με ρώτησε από ό,τι κατάλαβα στα αγγλικά γιατί είχα φτάσει την Κύπρο, για ποιον λόγο βρισκόμουν στην Κύπρο και γιατί έφτασα στην Κύπρο, ποια είμαι, τι δουλειά κάνω, μου έκανε διάφορες ερωτήσεις και της ανέφερα ότι ήρθα για διακοπές. Μετά που ερεύνησε όλα όσα ήταν να ερευνήσει, με πήραν σε ένα κελί το οποίο βρισκόταν στο πίσω μέρος, προηγουμένως με ρώτησαν αν είχα δώσει οποιεσδήποτε άλλες... παρέδωσα άλλες ταξιδιωτικές βαλίτσες και είπα «ναι» και μετά που με κλείδωσαν σ' αυτό το κελί μου έδωσαν τα δικαιώματά μου στα γερμανικά, εκεί είδα ότι είχα δικαίωμα και σε δικηγόρο καθώς και σε διερμηνέα. Στο ενδιάμεσο ήρθε κάποιος με τις βαλίτσες που είχα παραδώσει στο αεροπλάνο, μου έδειξε αυτές τις βαλίτσες μέσα στο κελί που βρισκόμουν και με ρώτησαν αν είναι δικές μου και απάντησα «ναι», μετά τις απομάκρυναν. Όλα τα τεμάχια αποσκευών μου, όλα μικρά και μεγάλα, τα κράτησαν, δεν είχα τίποτε άλλο μαζί μου εκτός από αυτήν τη γραπτή αναφορά των δικαιωμάτων μου. Κάθισα αρκετό χρονικό διάστημα σ' αυτό το κελί μέχρι που άνοιξαν και μου είπαν να πάρω τις βαλίτσες μου και να τους ακολουθήσω. Μεταβήκαμε από τη μια πλευρά του αεροδρομίου στην άλλη, τραβούσα της βαλίτσες μου και μια από τις αστυνομικίνες με βοήθησε επειδή ήταν αρκετές οι βαλίτσες μαζί με τις μικρές ταξιδιωτικές». (Έμφασις δική μας)
Δ.5. Η ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΗΣ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΗΣ ΣΤΟΥΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΥΣ ΤΟΥ ΤΑΕ
61. Η ώρα 17:15, ο ΜΚ 1 ΔεΔ παρέδωσε όλα τα τεκμήρια και τη συλληφθείσα στην ΜΚ 2 ΔεΔ (Έγγραφο Β ΔεΔ, η κατάθεση της) παρουσία των άλλων μελών του ΤΑΕ(Ε) Αρχηγείου, ΜΚ 7 ΔεΔ και ΜΚ 6 ΔεΔ οι οποίοι είχαν μεταβεί στον Αστυνομικό Σταθμό του Αερολιμένα Λάρνακας, για την παραλαβή και μεταφορά της κατηγορούμενης.
62. Στα μέλη του ΤΑΕ(Ε) παραδόθηκαν και οι δύο επιπλέον βαλίτσες, οι οποίες δεν είχαν ανοιχθεί ή ερευνηθεί.
63. Η ΜΚ 2 ΔεΔ, δεν θυμόταν την ακριβή ώρα που έφτασε στο Αεροδρόμιο, «Ήταν πριν τις 17:15, αρκετό χρόνο πριν». Όταν έφτασαν οι ΜΚ 1 ΔεΔ και ΜΚ 3 ΔεΔ διεξήγαγαν την έρευνα τους. Δεν ήταν όμως παρούσα κατά την έρευνα και κατάσχεση των προσωπικών αντικειμένων της κατηγορούμενης. Μόλις τελείωσαν οι ΜΚ 1 ΔεΔ και ΜΚ 3 ΔεΔ, ανέμεναν τις βαλίτσες της κατηγορούμενης που είχαν παραδοθεί στην αεροπορική εταιρεία. Όταν έφτασαν οι βαλίτσες, ήταν γύρω στις 17:00. Στις 17:15 έγινε η παράδοση της συλληφθείσας.
64. Η ΜΚ 2 ΔεΔ εξήγησε στη συλληφθείσα στα αγγλικά τον λόγο της παρουσίας τους, τα ονόματά τους και τη διαδικασία που θα ακολουθηθεί. Η κατηγορούμενη, ανέφερε, ήταν συνεργάσιμη και καταλάβαινε αγγλικά. Η κατηγορούμενη δεν ρώτησε για τα αδικήματα ή τους λόγους της σύλληψής της. Η κατηγορούμενη, ήταν η θέση της, ήδη γνώριζε για ποια αδικήματα είχε συλληφθεί. Επίσης, δεν ζήτησε δικηγόρο, ούτε να επικοινωνήσει με την πρεσβεία της ή με οποιονδήποτε άλλο.
65. Ο ΜΚ 6 ΔεΔ, ανέφερε ότι η επικοινωνία με την κατηγορούμενη έγινε αποκλειστικά στα αγγλικά και ότι εκείνη απαντούσε κανονικά. Αν και ο ίδιος δεν μίλησε μαζί της ήταν παρών και άκουγε τη συνομιλία της με τη ΜΚ 2 ΔεΔ. Ο ίδιος έχει πιστοποίηση πολύ καλής γνώσης της αγγλικής γλώσσας από την Υπηρεσία και μεταπτυχιακό τίτλο στη Διοίκηση Επιχειρήσεων στην αγγλική γλώσσα.
66. Η ΜΚ 7 ΔεΔ δήλωσε ότι η αρχική επικοινωνία με την κατηγορούμενη, μετά την παραλαβή της, έγινε στα αγγλικά και ότι η κατηγορούμενη ήταν συνεργάσιμη και αντιλαμβανόταν πλήρως. Της είχε εξηγηθεί στα αγγλικά ο λόγος της παρουσίας τους, ότι θα γινόταν έρευνα και ότι στη συνέχεια θα παραδιδόταν στην ανακριτική ομάδα. Η ίδια έχει γνώση της αγγλικής γλώσσας (GCSE και μεταπτυχιακό). Η ΜΚ 2 ΔεΔ, είχε μιλήσει περισσότερο μαζί της. Η ίδια την είχε ρωτήσει αν ήταν καλά και αν ήθελε να φάει ή να πιει κάτι. Η κατηγορούμενη ανταποκρίθηκε θετικά και της δόθηκε κάτι να φάει και νερό. Δέχθηκε ότι τέτοια αναφορά δεν εντοπιζόταν στην κατάθεση της, εξήγησε όμως ότι δεν αφορούσε αστυνομική ενέργεια η οποία έπρεπε να καταγραφεί.
Δ.6. Η 2η ΕΡΕΥΝΑ ΣΤΙΣ ΧΕΙΡΑΠΟΣΚΕΥΕΣ ΤΗΣ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΗΣ
67. Μεταξύ των ωρών 17:20 – 17:40, στον σταθμό του αεροδρομίου, η ΜΚ 2 ΔεΔ μαζί με τη ΜΚ 7 ΔεΔ, στην παρουσία του ΜΚ 6 ΔεΔ, ερεύνησαν εκ νέου «την προσωπική περιουσία που είχε στην κατοχή της» η κατηγορούμενη, με τα αντικείμενα που εντοπίστηκαν να αναφέρονται στην οπισθογράφηση της γραπτής συγκατάθεσης για έρευνα (Τεκμήριο 8 ΔεΔ). Το Τεκμήριο 8 ΔεΔ πιστοποίησαν και οι τρείς, ΜΚ 2 ΔεΔ, ΜΚ 6 ΔεΔ και ΜΚ 7 ΔεΔ. Η ΜΚ 7 ΔεΔ ερεύνησε την τσάντα ώμου και τη μικρή κίτρινη τσάντα καμπίνας που είχαν παραδοθεί από τους ΜΚ 1 ΔεΔ και ΜΚ 3 ΔεΔ. Η ΜΚ 7 ΔεΔ δεν ήταν σίγουρη αν είχε ερευνήσει το πορτοφόλι η ίδια ή η ΜΚ 2 ΔεΔ. Τα αντικείμενα όμως παραλήφθηκαν από τη ΜΚ 2 ΔεΔ. Σύμφωνα με τον ΜΚ 6 ΔεΔ μπορούσαν να το πράξουν δυνάμει του άρθρου 25 ΠΔ.
68. Κατά την έρευνα της τσάντας ώμου εντοπίστηκαν στο πορτοφόλι της κατηγορούμενης οι τραπεζικές κάρτες, ADAC (Τεκμήριο 9 ΔεΔ), Raiffeisen Volksbank (Τεκμήρια 10 ΔεΔ, 11 ΔεΔ και 12 ΔεΔ), και Creditwest (Τεκμήριο 13 ΔεΔ), μια κάρτα επιβίβασης (Τεκμήριο 14 ΔεΔ), ένα διαβατήριο (Τεκμήριο 15 ΔεΔ), ένα σημειωματάριο με χειρόγραφες σημειώσεις (Τεκμήριο 16Α ΔεΔ) και ένα φύλλο χαρτιού με χειρόγραφες σημειώσεις (Τεκμήριο 17Α ΔεΔ).
69. Στη μικρή κίτρινη ταξιδιωτική τσάντα καμπίνας δεν εντοπίστηκε οτιδήποτε σχετικό.
Δ.7. Η ΛΗΨΗ ΤΗΣ ΕΓΓΡΑΦΗΣ ΣΥΓΚΑΤΑΘΕΣΗΣ ΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑ ΣΤΙΣ ΑΠΟΣΚΕΥΕΣ ΤΗΣ
70. Όσον αφορά τις 2 τσάντες που είχαν παραδοθεί στην αεροπορική εταιρεία και επιστράφηκαν από την αεροπορική εταιρεία ζητήθηκε η γραπτή συγκατάθεση της κατηγορουμένης ώστε να ερευνηθούν. Μετά την εξασφάλιση της περί ώρα 17:40, ερευνήθηκαν μια μεγάλη τσάντα «American Tourister» και μια μεσαίου μεγέθους χρώματος κίτρινου (βλ. Τεκμήριο 8 ΔεΔ).
71. Στην μεγάλη τσάντα «American Tourister» εντοπίστηκε, ένα πορτοκαλί box file με έγγραφα (Τεκμήριο 18Α ΔεΔ). Η έρευνα έγινε από τη ΜΚ 7 ΔεΔ.
72. Στη μεσαίου μεγέθους χρώματος κίτρινου τσάντα δεν εντοπίστηκε οτιδήποτε σχετικό.
73. Το Τεκμήριο 7 ΔεΔ αφορά έντυπο με τίτλο «Written Consent for Search». Κρίνουμε σκόπιμο να παραθέσουμε το έγγραφο αυτολεξεί ώστε να γίνει ευκολότερα κατανοητό το τί αμφισβητείται. Με μαυρισμένα γράμματα σημειώνονται αυτά που συμπληρώθηκαν χειρόγραφα:
«WRITTEN CONSENT FOR SEARCH
|
I have been informed that I am not obliged to give this consent unless I want to do so and whatever may be found may be used as evidence. Πληροφορήθηκα ότι δεν είμαι υπόχρεος/α* να δώσω τέτοια συγκατάθεση εκτός εάν θέλω και πως οτιδήποτε εντοπιστεί που σχετίζεται με τη διερευνώμενη υπόθεση ή με τη διάπραξη οποιουδήποτε ποινικού αδικήματος, θα κατασχεθεί και μπορεί να χρησιμοποιηθεί εναντίον μου ως μαρτυρία.
Λήφθηκε από εμένα σήμερα…07/07/2024…και ώρα…1740…στο(ν)/στη(ν)* … Αεροδρόμιο Λάρνακας …. Του/της την προσέφερα να την διαβάσει* του/της την διάβασα και ως ορθή την υπέγραψε στην παρουσία μου και στην παρουσία του Α/Α [ΜΚ6 ΔεΔ] και Αστ. [ΜΚ7 ΔεΔ]. Το έγγραφο της επεξηγήθηκε με τη βοήθεια της διερμηνέα γερμανικής γλώσσας [ΜΚ10 ΔεΔ] Δ.Τ. […..] (tel [….]) σε τηλεφωνική επικοινωνία. Υπογραφές Αστ. [ΜΚ2 ΔεΔ], Α/Α [ΜΚ6 ΔεΔ], Αστ. [ΜΚ7 ΔεΔ]» |
74. Η ΜΚ 2 ΔεΔ αναγνώρισε στο Τεκμήριο 7 ΔεΔ τον δικό της γραφικό χαρακτήρα στα σημεία, «λήφθηκε από εμένα σήμερα», την υπογραφή της με τον αριθμό της και τη φράση «conspiracy etc». Η κατηγορούμενη, ήταν η θέση της, συμπλήρωσε το όνομά της «[EK]», τη λέξη «Germany», τον αριθμό διαβατηρίου, την ημερομηνία, τη φράση «my travel laggages[1]» (sic) και μια λέξη στα γερμανικά σε παρένθεση, καθώς και την υπογραφή της, το ονοματεπώνυμό της και την ώρα «17:40». Αρνήθηκε αντεξεταζόμενη ότι η φράση «my travel laggages» δεν είχε καταγραφεί από την κατηγορούμενη. Η διερμηνέας της είχε μεταφέρει ότι η γερμανική λέξη στην παρένθεση σήμαινε «my travel luggages». Η κατηγορούμενη, παρόλο που κατανοούσε αγγλικά, συνομίλησε με διερμηνέα στα γερμανικά, πριν υπογράψει το έγγραφο της συγκατάθεσης. Η ΜΚ 2 ΔεΔ αρνήθηκε ότι είπε στην κατηγορούμενη να υπογράψει τη συγκατάθεση για να μπορέσει ακολούθως να αφεθεί ελεύθερη.
75. Ο λόγος που επικοινώνησαν με διερμηνέα, ανέφερε αντεξεταζόμενη, ήταν γιατί κρίθηκε ορθότερο, λόγω της υπογραφής εγγράφου, να γίνει η μετάφραση στη μητρική γλώσσα της κατηγορούμενης, παρόλο που αυτή επικοινωνούσε στα αγγλικά. Αρνήθηκε ότι η κατηγορούμενη ζήτησε επανειλημμένα μεταφραστή. Η γραπτή συγκατάθεση μεταφράστηκε στο σύνολο της από τη διερμηνέα. Εξήγησε τη διαδικασία που ακολουθήθηκε ως ακολούθως (σελ. 136 και 137 των πρακτικών):
«A. Κάλεσα τη διερμηνέα στο τηλέφωνο, της εξήγησα ότι χρειάζεται να μεταφράσει από τα ελληνικά στα γερμανικά και αντίστροφα καθώς υπήρχε η συλληφθείσα της οποίας η μητρική γλώσσα ήταν τα γερμανικά. Την ενημέρωσα ότι θα την βάλω σε ανοικτή ακρόαση για να μπορούμε να συνομιλούμε και οι τρεις μας. Εξήγησα στη συλληφθείσα μέσω της διερμηνέως ότι βρίσκεται υπό σύλληψη, τα αδικήματα για τα οποία συνελήφθηκε, στη συνέχεια αφού το αντιλήφθηκε της εξήγησα τη διαδικασία που θα ακολουθηθεί. Βρίσκονταν κάποιες τσάντες ταξιδιωτικές στο μέρος, ρώτησα τη συλληφθείσα μέσω της διερμηνέως αν ήταν δικές της, αφού απάντησε θετικά της ζήτησα να εξηγήσει ότι προτίθεμαι να διενεργήσω έρευνα στις βαλίτσες και αν και εφόσον το επιθυμεί θα υπογράψει το σχετικό έγγραφο δίνοντας τη συγκατάθεσή της. Εάν δεν επιθυμούσε να δώσει τη συγκατάθεσή της, μπορούσε να το αναφέρει. Μετάφρασα το έγγραφο από τα αγγλικά τα οποία αντιλαμβάνεται και κατανοεί η κατηγορούμενη στα ελληνικά στη διερμηνέα και η διερμηνέας τα μετάφρασε στα γερμανικά. Αφού μεταφράστηκε το έγγραφο, την πληροφόρησα όπως λέει στο κάτω μέρος ότι δεν είναι υπόχρεα να δώσει τέτοια συγκατάθεση εκτός αν θέλει και πως οτιδήποτε εντοπιστεί που σχετίζεται με την διερευνώμενη υπόθεση ή με τη διάπραξη οποιουδήποτε ποινικού αδικήματος, θα κατασχεθεί και μπορεί να χρησιμοποιηθεί εναντίον της ως μαρτυρία.
E. Πόση ώρα περίπου διήρκησε αυτό... συγγνώμη.
A. Αφού αντιλήφθηκε το έγγραφο, το υπόγραψε συμπληρώνοντας η ίδια τα στοιχεία της. Στη συνέχεια εξήγησα στην κατηγορούμενη μέσω της διερμηνέως τη διαδικασία που θα ακολουθηθεί. Δηλαδή, θα μεταφερθεί σε Αστυνομικό Σταθμό και την επόμενη μέρα θα παρουσιαστεί ενώπιον Δικαστηρίου.» (Έμφασις δική μας)
76. Η ΜΚ 2 ΔεΔ επέμεινε σ’ αυτή τη θέση παρά τις αντίθετες εισηγήσεις του συνηγόρου Υπεράσπισης και ότι της μεταφράστηκαν τα αδικήματα ακριβώς όπως ήταν στο ένταλμα.
77. Ο ΜΚ 6 ΔεΔ ανέφερε ότι η ΜΚ 2 ΔεΔ εξήγησε στην κατηγορούμενη στα αγγλικά τα αδικήματα, της επέστησε την προσοχή της στον Νόμο και της εξήγησε τι αφορούσε το έγγραφο συγκατάθεσης και ότι μπορούσε να αρνηθεί να υπογράψει. Η κατηγορούμενη αντιλαμβανόταν πλήρως. Παρόλα αυτά, θεώρησαν απαραίτητη την επικοινωνία με διερμηνέα στη μητρική της γλώσσα για να διασφαλιστεί ότι είχε αντιληφθεί πλήρως τη διαδικασία και το έγγραφο της συγκατάθεσης. Η επικοινωνία με τη διερμηνέα της γερμανικής γλώσσας έγινε τηλεφωνικά και ήταν σε ανοικτή ακρόαση. Ήταν η μόνη διερμηνέας που ήταν διαθέσιμη το δεδομένο χρόνο αλλά δεν μπορούσε να έρθει στο αεροδρόμιο. Η ΜΚ 2 ΔεΔ διάβασε στη διερμηνέα στα ελληνικά το περιεχόμενο του εγγράφου και εκείνη το μετέφρασε στα γερμανικά στην κατηγορούμενη. Της ζητήθηκε να μεταφράζει κατά λέξη ό,τι της έλεγε η συνάδελφός του.
78. Ο ΜΚ 6 ΔεΔ ανέφερε ότι στη γραπτή συγκατάθεση (Τεκμήριο 7 ΔεΔ) έθεσε μόνο την υπογραφή του. Δεν προέβη ο ίδιος σε συμπλήρωση οποιουδήποτε άλλου στοιχείου. Αντεξεταζόμενος δήλωσε με βεβαιότητα ότι η υπογραφή της κατηγορούμενης στο έγγραφο έγινε αφού ολοκληρώθηκε η επικοινωνία με τη διερμηνέα και αφού το έγγραφο είχε συμπληρωθεί. Δεν γνώριζε ποια στοιχεία είχαν συμπληρωθεί από τη ΜΚ 2 ΔεΔ και ποια από την κατηγορούμενη. Είχε πλήρη αντίληψη η κατηγορούμενη ως προς το τί υπέγραφε. Ουδέποτε της αναφέρθηκε ότι αν δεν υπέγραφε ότι δεν θα την άφηναν να φύγει. Η κατηγορούμενη ουδέποτε ζήτησε να μιλήσει με δικηγόρο ή την πρεσβεία της. Αν το ζητούσε θα της διδόταν αμέσως το δικαίωμα, ανέφερε.
79. Ο ρόλος του ως επικεφαλής ήταν να επιβλέπει τη διαδικασία και να διασφαλίζει τη νομιμότητά της.
80. Η ΜΚ 7 ΔεΔ ανέφερε ότι η ΜΚ 2 ΔεΔ μιλούσε στα ελληνικά στη διερμηνέα, η οποία μετέφραζε στα γερμανικά στην κατηγορούμενη. Της εξηγήθηκαν οι λόγοι σύλληψης, τα αδικήματα που διερευνούσαν και ότι θα προέβαιναν σε έρευνα των προσωπικών της αντικειμένων, της εξηγήθηκε επίσης ότι δεν ήταν υπόχρεη αν δεν επιθυμούσε να υπογράψει τη συγκατάθεση. Η ΜΚ 7 ΔεΔ δεν θυμόταν αν η συμπλήρωση του Τεκμηρίου 7 ΔεΔ, έγινε κατά τη διάρκεια ή μετά την τηλεφωνική επικοινωνία. Ανέφερε ότι ήταν παρούσα όταν συμπληρώθηκε και υπογράφηκε από την κατηγορούμενη. Ωστόσο, δεν μπορούσε να υποδείξει ποιες συγκεκριμένες λέξεις γράφτηκαν από την κατηγορούμενη, πέραν της υπογραφής, αναφέροντας ότι δεν είναι γραφολόγος. Την είδε να συμπληρώνει όμως. Ουδέποτε της είπαν ότι αν υπόγραφε θα αφηνόταν ελεύθερη.
81. Η ΜΚ 10 ΔεΔ (Έγγραφο Η ΔεΔ, η κατάθεση της) είναι διερμηνέας της γερμανικής γλώσσας και είναι καταχωρισμένη στον κατάλογο διερμηνέων της Αστυνομίας. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Γερμανία. Γνωρίζει γερμανικά και ελληνικά, και έχει σπουδάσει στην Ελλάδα.
82. Στις 7/7/2024 επικοινώνησε μαζί της τηλεφωνικά αστυνομικός του ΤΑΕ(Ε) Αρχηγείου. Την ενημέρωσε ότι βρισκόταν σε ανοικτή ακρόαση με μια γυναίκα γερμανικής υπηκοότητας που είχε συλληφθεί στο αεροδρόμιο Λάρνακας και της ζήτησε να μεταφράζει από τα ελληνικά στα γερμανικά και αντίστροφα.
83. Η ΜΚ 10 ΔεΔ μετέφρασε στη συλληφθείσα ότι βρίσκεται υπό σύλληψη για αδικήματα που σχετίζονται με σφετερισμό ελληνοκυπριακών περιουσιών στα κατεχόμενα. Επίσης, τη ρώτησε εάν κάποιες ταξιδιωτικές βαλίτσες ήταν δικές της, και εκείνη απάντησε θετικά. Στη συνέχεια, η ΜΚ 10 ΔεΔ μετέφρασε στη συλληφθείσα τη διαδικασία για την έρευνα των αποσκευών της, καθώς και το έντυπο που έπρεπε να υπογράψει για να δώσει γραπτή συγκατάθεση. Η συλληφθείσα συγκατατέθηκε στην έρευνα και δήλωσε ότι θα υπέγραφε το σχετικό έντυπο.
84. Τέλος, η ΜΚ 10 ΔεΔ μετέφρασε στη συλληφθείσα ότι μετά την έρευνα των αποσκευών της, θα μεταφερόταν σε αστυνομικό σταθμό για κράτηση και την επόμενη ημέρα θα παρουσιαζόταν ενώπιον Δικαστηρίου. Η συλληφθείσα επιβεβαίωσε ότι είχε αντιληφθεί πλήρως όσα της μεταφράστηκαν. Δεν μπορούσε να γνωρίζει τι συμπλήρωσε η συλληφθείσα και τί η αστυνομικός.
85. Η συνομιλία διήρκησε 5 – 10 λεπτά. Αρνήθηκε εισήγηση ότι η διάρκεια κλήσης ήταν μικρότερη του ενός λεπτού. Της υποδείχθηκε το Τεκμήριο 7 ΔεΔ, το οποίο αναγνώρισε ως το έντυπο για τη γραπτή συγκατάθεση ελέγχου αποσκευών που της διαβάστηκε και μετέφρασε. Στο έντυπο αναγνώρισε τη λέξη «gepäk» (με λάθος ορθογραφία) και τη λέξη «gepäck» (τη σωστή ορθογραφία). Ανέφερε ότι το γράμμα «ä» στα γερμανικά προφέρεται ως «e». Το γερμανικό αλφάβητο, ανέφερε, έχει 26 γράμματα, τα ίδια με το αγγλικό, αλλά με διαφορετική προφορά. Περιλαμβάνεται και το γράμμα «q» στην ίδια σειρά όπως και στο αγγλικό. Η ΜΚ 10 ΔεΔ είπε επίσης ότι η κατηγορούμενη απαντούσε μονολεκτικά, όπως «ναι» και «όχι». Δεν τη ρώτησε τι έντυπο ήταν αυτό που θα υπέγραφε. Αρνήθηκε ότι είπε στην κατηγορούμενη να υπογράψει το έντυπο αλλιώς δεν θα την άφηναν να φύγει. Ο λόγος που δεν πήγε στο αεροδρόμιο αυτοπροσώπως ήταν γιατί βρισκόταν εκτός Λάρνακας και η Αστυνομία την παρακάλεσε να βοηθήσει τηλεφωνικά επειδή δεν έβρισκαν διερμηνέα. Είχε ετοιμάσει σημείωση για την ημερομηνία, ώρα και φύση της μετάφρασης την οποία δεν κράτησε.
86. Η κατηγορούμενη αναφέρθηκε στον τρόπο που έγινε η έρευνα στις αποσκευές της ως ακολούθως (στη σελ. 552 των πρακτικών):
«Πήγαμε σε ένα δωμάτιο με ένα γραφείο, υπήρχαν κάποια ράφια, βάλαμε και τις αποσκευές μου, υπήρχε κάποια καθυστέρηση μέχρι να μαζευτούν όλοι, είχαν σχέση με αυτήν την υπόθεση, συγγνώμη αλλά δεν θυμάμαι τα ονόματά τους μπορώ μόνο να περιγράψω τα άτομα που ήταν εκεί, ήταν μια Αστυνομικός με ξανθά μακριά μαλλιά [εννοώντας τη ΜΚ 2 ΔεΔ], η τελευταία η οποία ερεύνησε τις βαλίτσες και ήταν συνεχώς μαζί μας, κάποια άλλη κάπως πιο νεαρή [εννοώντας της ΜΚ 7 ΔεΔ], και αρκετοί άνδρες αστυνομικοί ήταν και αυτοί παρών. Η Αστυνομικός με τα μαύρα μακριά μαλλιά [εννοώντας τη ΜΚ 7 ΔεΔ] ήταν κάπως βιαστική και φώναζε σχετικά δυνατά, εγώ καθόμουν όλη την ώρα εκεί απαθής και ήρεμη. Μετά από 15 20 λεπτά έβαλαν τις βαλίτσες μου πάνω σε ένα τραπέζι άνοιξαν τες και άρχισαν να ερευνούν.»
87. Η θέση της κατηγορουμένης ήταν ότι μετά την έρευνα των αποσκευών της, την πήραν σε ένα γραφείο και της ζήτησαν να υπογράψει ένα έγγραφο, το Τεκμήριο 7 ΔεΔ. Η ίδια αρνήθηκε αρχικά, καθώς δεν καταλάβαινε το περιεχόμενό του. Ήταν γραμμένο στα αγγλικά και στα ελληνικά και όχι στα γερμανικά. Μετά την άρνησή της, οι αστυνομικοί άρχισαν να αναζητούν διερμηνέα τηλεφωνικά. Βρήκαν μια διερμηνέα, η οποία τη συμβούλεψε να υπογράψει το έγγραφο για να ολοκληρωθεί η διαδικασία της έρευνας. Η διερμηνέας της είπε ότι αν δεν το υπέγραφε, δεν θα την άφηναν να φύγει. Υπέγραψε το έντυπο για να προχωρήσει η διαδικασία, παρόλο που δεν είχε τίποτα παράνομο μαζί της. Η έρευνα στις μεγάλες βαλίτσες είχε ήδη ξεκινήσει πριν από την υπογραφή του εντύπου. Η αστυνομικός με τα ξανθά μαλλιά (εννοούσε τη ΜΚ 2 ΔεΔ) τη βοήθησε να συμπληρώσει το έντυπο, υποδεικνύοντάς της πού να γράψει το όνομα, την καταγωγή, τον αριθμό διαβατηρίου και την ημερομηνία. Ισχυρίστηκε ότι η φράση στο σημείο «they search» και η λέξη «gepäck» δεν ήταν δικός της γραφικός χαρακτήρας. Δεν θυμόταν πότε είδε για πρώτη φορά τη φράση καταγραμμένη στο έντυπο. Η φράση σίγουρα δεν ήταν γραμμένη όταν υπέγραψε το έντυπο.
Δ.8. ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΡΑΤΗΣΗ ΤΗΣ
88. Ως αναφέρθηκε από τη ΜΚ 1 ΔεΔ, όλα τα αντικείμενα που κατασχέθηκαν παραδόθηκαν στις 8/7/2024 στην Αστ. 2064, Δ. Σταύρου (ΜΚ 5 ΔεΔ) για περαιτέρω ενέργειες.
89. Η μαρτυρία του ΜΚ 4 ΔεΔ αφορούσε την επεξεργασία τεκμηρίων που δεν θα κατατεθούν εν τέλει ως μαρτυρία, ήτοι το κινητό τηλέφωνο (Τεκμήριο 4 ΔεΔ) και τον εξωτερικό σκληρό δίσκο (Τεκμήριο 5 ΔεΔ) που κατασχέθηκαν στην 1η έρευνα των χειραποσκευών της κατηγορούμενης. Ως εκ τούτου δεν κρίνεται σκόπιμο να γίνει άλλη αναφορά στη μαρτυρία του.
90. Η ΜΚ 5 ΔεΔ, υπηρετεί στο ΤΑΕ Αρχηγείου στο Τμήμα Καταπολέμησης Εγκλήματος. Αναγνώρισε και υιοθέτησε εκ νέου την κατάθεση που ετοίμασε στο πλαίσιο της έρευνας ως μέλος της ανακριτικής ομάδας (Έγγραφο Α στην κυρίως Δίκη). Η ΜΚ 5 ΔεΔ είχε λάβει δύο ανακριτικές καταθέσεις από την κατηγορουμένη (δεν αποτελούν αντικείμενο της παρούσας) και ήταν υπεύθυνη των τεκμηρίων. Μέρος της μαρτυρίας της αφορούσε τα τεκμήρια που εν τέλει δεν θα κατατεθούν (Τεκμήρια 4, 5 και 19 ΔεΔ – σχετικά επίσης τα Τεκμήρια 20 – 31) και δεν θα γίνει άλλη αναφορά.
91. Η ΜΚ 5 ΔεΔ αναγνώρισε τα τεκμήρια που είχαν εντοπιστεί στις αποσκευές της κατηγορούμενης και της παραδόθηκαν για περαιτέρω ενέργειες.
92. Αναγνώρισε ότι από τα Τεκμήρια 6Α και 18Α δεν είχαν αφαιρεθεί, εκ λάθους, εκτυπωμένα ηλεκτρονικά μηνύματα. Εν πάση περιπτώσει, ανέφερε δεν λήφθηκαν υπόψη για τη διερεύνηση.
93. Η ΜΚ 5 ΔεΔ κατέθεσε έντυπο ενημέρωσης της Γερμανικής Πρεσβείας, ημερ. 7/7/2024, για τη σύλληψη της κατηγορούμενης ως Τεκμήριο 32 ΔεΔ ως ήταν και η επιθυμία της κατηγορούμενης. Η ΜΚ 5 ΔεΔ εξήγησε ότι το έντυπο συμπληρώνεται και αποστέλλεται στο Κέντρο Ελέγχου Μηνυμάτων του Αρχηγείου Αστυνομίας, το οποίο είναι αρμόδιο για την ενημέρωση των Πρεσβειών.
94. Με την κατηγορούμενη είχε συνομιλίες κατά τα διαλείμματα των ανακρίσεων αλλά και στο Δικαστήριο κατά την προσωποκράτηση. Οι συνομιλίες ήταν γενικής φύσεως, αφορούσαν τον καιρό, γιατί έκανε ζέστη και τις συνθήκες κράτησης. Οι συνομιλίες έγιναν στα αγγλικά. Επίσης, επιβεβαίωσε ότι κατά την διαδικασία προσωποκράτησης της κατηγορούμενης έγιναν προσπάθειες να βρεθεί μεταφραστής γερμανικών, αλλά δεν βρέθηκε. Κατά τη λήψη των δύο ανακριτικών καταθέσεων υπήρχε διερμηνέας στα γερμανικά.
95. Η κατηγορούμενη τόνισε ότι της είχαν πάρει τα χρήματα και τα αντικείμενά της και γι' αυτό δεν μπορούσε να προσλάβει δικηγόρο. Στον Σταθμό της είχαν δώσει ονόματα, όμως δεν είχε χρήματα και δεν είχε ενδιαφέρον από τη δικηγόρο με την οποία επικοινώνησε. Μετά από επικοινωνία που είχε με φίλους της εντόπισαν δικηγόρο τον οποίο είδε στο Δικαστήριο κατά την προσωποκράτηση για πρώτη φορά. Ουδέποτε είχε ενημερωθεί για ποια αδικήματα είχε συλληφθεί. Την πρώτη ημέρα στο Δικαστήριο δεν υπήρχε διερμηνέας. Κατά τη διάρκεια της κράτησής της, η ΜΥ 2 ΔεΔ, τη βοήθησε να επικοινωνήσει με τον δικηγόρο της. Όταν ρωτήθηκε γιατί επικοινωνούσε στα αγγλικά με τον δικηγόρο της στο Δικαστήριο, απάντησε ότι έκανε ό,τι μπορούσε.
96. Αποτέλεσε παραδεκτό γεγονός ότι στις 8/7/2024 διεξήχθη η διαδικασία προσωποκράτησης στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας χωρίς την παρουσία μεταφραστή στα γερμανικά, με τη σύμφωνη γνώμη της Υπεράσπισης. Η μετάφραση έγινε με (ηλεκτρονική) εφαρμογή από τα ελληνικά στα γερμανικά, με τη διαδικασία να διακόπτεται για να μεταφραστεί ο όρκος από την Υπεράσπιση.
Δ.9. Η ΥΠΟΛΟΙΠΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΕΡΜΗΝΕΙΑ
97. Η ΜΥ 2 ΔεΔ (Έγγραφο Ι, η γραπτή δήλωση της), πτυχιούχος μεταφράστρια (Translation Studies) για αγγλικά και γερμανικά Τα ελληνικά είναι η μητρική της γλώσσα.
98. Ανέφερε ότι επισκέφθηκε την Αστυνομική Διεύθυνση Λυκαβητού στις 9/7/2024, 10/7/2024 και 16/7/2024, μαζί με δικηγόρους του Δικηγορικού Οίκου, Σωτήρης Αργυρού & Συνεταίροι ΔΕΠΕ, για να συναντήσει την κατηγορούμενη. Αντεξεταζόμενη ανέφερε ότι η πρώτη συνάντηση ίσως να είχε γίνει 8/7/2024 και ότι η 9/7/2024 ήταν η ημερομηνία έκδοσης του τιμολογίου. Η κατηγορούμενη, η οποία γεννήθηκε στην Πολωνία αλλά ζει και εργάζεται στη Γερμανία, δεν γνώριζε με ακρίβεια τους λόγους της σύλληψής της πέραν των γενικών πληροφοριών που της παρουσίασαν οι δικηγόροι της χρησιμοποιώντας το «Google Translate». Στις συναντήσεις οι συνομιλίες γίνονταν στα ελληνικά και γερμανικά. Μόνο χαιρετισμοί ανταλλάγησαν στα αγγλικά.
99. Η ΜΥ 2 ΔεΔ κλήθηκε να παρέχει υπηρεσίες διερμηνείας από τα ελληνικά στα γερμανικά, καθώς δεν υπήρχε επαρκής επικοινωνία στα αγγλικά. Διάβασε στην κατηγορούμενη όλα όσα αναφέρονταν στο αίτημα προσωποκράτησης της Αστυνομίας και τα αδικήματα για τα οποία κατηγορούνταν. Επίσης, μεταξύ Ιουλίου 2024 και Ιανουαρίου 2025, η ΜΥ 2 ΔεΔ μετέφρασε διάφορα έγγραφα από τα γερμανικά στα ελληνικά για τους δικηγόρους της κατηγορούμενης.
100. Περίπου έξι μήνες αργότερα, στις 9/1/2025, η ΜΥ 2 ΔεΔ επισκέφθηκε ξανά την κατηγορούμενη στις φυλακές, όπου διαπίστωσε ότι, παρόλο που η χρήση της αγγλικής είχε βελτιωθεί, η κατηγορούμενη εξακολουθούσε να μην κατανοεί βασικούς νομικούς όρους και έννοιες. Ως εκ τούτου, η παρουσία της κρίθηκε απαραίτητη για την παροχή διερμηνείας εγγράφων και καταθέσεων που αφορούσαν την υπόθεση της κατηγορούμενης. Αντεξεταζόμενη δέχθηκε ότι δεν γνώριζε το επίπεδο γνώσης της αγγλικής γλώσσας από την κατηγορούμενη. Εκείνο που διαπίστωσε μεταγενέστερα στις φυλακές ήταν ότι ένοιωθε περισσότερη άνεση να μιλά αγγλικά. Δύσκολους και νομικούς όρους, ήταν η θέση της, η κατηγορούμενη δεν κατανοούσε.
Δ.10. ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΓΙΑ ΤΑ ΓΡΑΦΟΛΟΓΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ
101. Ο ΜΚ 9 ΔεΔ υπηρετεί στην Υπηρεσία Εγκληματολογικών Ερευνών και είναι υπεύθυνος του Εργαστηρίου Γραφολογίας της Αστυνομίας από το 2004. Ανέφερε ότι έχει εξετάσει χιλιάδες υποθέσεις, έχει δώσει μαρτυρία εκατοντάδες φορές και είναι ειδικός στη δικανική εξέταση γραφής και υπογραφής (Έγγραφο Ζ1 ΔεΔ – το βιογραφικό του). Είναι κάτοχος πιστοποιητικού διαπίστευσης ISO 17025 (Τεκμήριο 33 ΔεΔ).
102. Αναφορικά με την παρούσα υπόθεση ετοίμασε την έκθεση πραγματογνωμοσύνης την οποία υιοθέτησε και κατέθεσε ως Έγγραφο Ζ2 ΔεΔ.
103. Στην έκθεση που ετοίμασε ανέφερε ότι στις 17/4/2025 εξέτασε τα ακόλουθα έγγραφα:
(1) Τεκμήριο 7 ΔεΔ: Έντυπο Αστ. 237 με τίτλο «Written Consent for Search», με ημερομηνία 7/7/24, όπου η αμφισβητούμενη γραφή βρίσκεται στη θέση «they search» (Σημ. 1).
(2) Τεκμήριο 6A ΔεΔ: Φάιλ άσπρου χρώματος με διάφορα σχέδια και σημειώσεις. Συγκεκριμένα χρησιμοποίησε γραφή από δέκα σελίδες, με αρίθμηση Σημ. 2.1 – 2.10. Κατατέθηκαν φωτοαντίγραφα των σελίδων που χρησιμοποιήθηκαν ως Τεκμήριο 34 (ΔεΔ).
(3) Τεκμήριο 16A ΔεΔ: Σπιράλ σημειωματάριο με την ένδειξη «Kayim Development Group» και δείγματα γραφής από τα τέσσερα πρώτα φύλλα (Σημ. 3.1 – 3.4). Κατατέθηκαν φωτοαντίγραφα των σελίδων που χρησιμοποιήθηκαν ως Τεκμήριο 35 ΔεΔ.
(4) Τεκμήριο 17A ΔεΔ: Ένα τεμάχιο χαρτιού με γραφή (Σημ. 4). Κατατέθηκαν φωτοαντίγραφα των σελίδων που χρησιμοποιήθηκαν ως Τεκμήριο 36 ΔεΔ.
(5) Τεκμήριο 18A ΔεΔ: Ένα πορτοκαλί φάιλ που περιέχει έγγραφα με δείγματα γραφής σε συγκεκριμένες σελίδες 78, 163, 173, 187, 219, 220 και 234 (Σημ. 5.1 – 5.7). Κατατέθηκαν φωτοαντίγραφα των σελίδων που χρησιμοποιήθηκαν ως Τεκμήριο 37 ΔεΔ.
104. Στις 16/4/2025 έλαβε δείγματα γραφής και υπογραφής της κατηγορούμενης σε εννέα σελίδες του εντύπου Αστ. 171 (Τεκμήριο 38 ΔεΔ, Σημ. 6.1 – 6.20).
105. Ο ΜΚ 9 ΔεΔ εξήγησε τη διαδικασία λήψης των δειγμάτων. Ζήτησε από την κατηγορούμενη να γράψει την πρόταση από το Τεκμήριο 7 ΔεΔ, δηλαδή «my travel laggages (gepäk)» και επειδή αντιμετώπισε δυσκολία, της υπέδειξε ένα δακτυλογραφημένο κείμενο. Δεν της υπέδειξε το ίδιο το Τεκμήριο 7 ΔεΔ. Η κατηγορούμενη έγραψε την πρόταση στις σελίδες 2, 3 και 4 του Τεκμηρίου 38 ΔεΔ, όπου ο ΜΚ 9 ΔεΔ σημείωσε ότι η γραφή ήταν φυσιολογική. Στις σελίδες 5, 6, 7 και 8 του ίδιου Τεκμηρίου, της ζήτησε να γράψει το αγγλικό αλφάβητο. Ο ΜΚ 9 ΔεΔ παρατήρησε ότι η κατηγορούμενη δεν συμπεριέλαβε, μεταξύ άλλων («v», «w» και το «x»), το γράμμα «q» στο αλφάβητο σε δύο διαφορετικές προσπάθειες. Όταν ο διερμηνέας την ενημέρωσε για το γράμμα «q», η κατηγορούμενη έγραψε τρεις φορές το γράμμα «g». Ο ΜΚ 9 ΔεΔ εξήγησε ότι επέμενε να λάβει το γράμμα «q» επειδή στην αμφισβητούμενη λέξη «laggages» στο Τεκμήριο 7 ΔεΔ, υπήρχαν τρία γράμματα που έμοιαζαν με «g» και ήθελε να εξετάσει τη συμπεριφορά της συγγραφέως.
106. Στις 25/4/2025 έλαβε από τη Νομική Υπηρεσία τη δακτυλογραφημένη κατάθεση (Έντυπο Αστ. 43Ε) της κατηγορούμενης, ημερομηνίας 11/7/24, με γραφή και υπογραφές (Τεκμήριο 39 ΔεΔ, Σημ. 7.1 – 7.14) και χειρόγραφη κατάθεση (Έντυπο Αστ. 43Ε) της κατηγορούμενης, ημερομηνίας 18/7/24, με γραφή και υπογραφές (Τεκμήριο 40 ΔεΔ, Σημ. 8.1 – 8.6). Από το Τεκμήριο 39 ΔεΔ χρησιμοποίησε τη γραφή στη σελίδα 13, στο σημείο που είναι γραμμένο στα γερμανικά, από τη γραμμή 324 – 328. Από το Τεκμήριο 40 ΔεΔ χρησιμοποίησε τα χειρόγραφα στη σελίδα 4, στο πλαίσιο από τη γραμμή 14 – 22.
107. Ο ΜΚ 9 ΔεΔ εξήγησε ότι βασίστηκε στην πιστοποίηση από τον ανακριτή, ο οποίος αναφέρει ότι η γραφή έγινε από την ίδια την κατηγορούμενη, για να χρησιμοποιήσει αυτές τις καταθέσεις ως δειγματικό υλικό. Αποτελεί παραδεκτό γεγονός ότι τα χειρόγραφα αυτά μέρη στα Τεκμήρια 39 ΔεΔ και 40 ΔεΔ είναι γραφή της κατηγορούμενης.
108. Ο σκοπός της εξέτασης ήταν η σύγκριση της αμφισβητούμενης γραφής στο σημείο «they search» (Τεκμήριο 7 ΔεΔ, Σημ. 1) με τα δείγματα γραφής της κατηγορούμενης (Τεκμήριο 38 ΔεΔ, Σημ. 6.1 – 6.20) και τα άλλα διαθέσιμα γραφικά δείγματα (Τεκμήρια 6Α, 16Α, 17Α, 18Α, 39 και 40 ΔεΔ, Σημ. 2.1 – 5.7 και 7.1 – 8.6).
109. Ο ΜΚ 9 ΔεΔ διαπίστωσε ότι η γραφή στο Τεκμήριο 7 ΔεΔ (πλαίσιο), εκτός της φράσης «they search», ήταν γραμμένη με φυσιολογικό ρυθμό και ενώσεις γραμμάτων. Αντίθετα, όπως εξήγησε και προφορικά, η αμφισβητούμενη γραφή στη θέση «they search» παρουσίαζε αργό ρυθμό ροής, ορισμένα σταματήματα και είναι γραμμένη χωρίς ενώσεις γραμμάτων, εκτός από το «g» με το «e» στη λέξη «gepäk». Επίσης, εντόπισε αστάθεια σε κάποια γράμματα, όπως το «m», τα «a» και το «g» στη λέξη «laggages», καθώς και στο «p» της γερμανικής λέξης. Θεώρησε ότι η αστάθεια αυτή δεν οφείλεται σε παθολογικά αίτια, αλλά πιθανόν στο ότι η συγγραφέας δεν γράφει αγγλικά ή ότι προσπάθησε σκόπιμα να παραποιήσει τη γραφή της ή βρισκόταν υπό ψυχολογική πίεση. Το ενδεχόμενο να είχε αντιγράψει τη φράση από κείμενο που της δόθηκε επίσης το απέκλεισε. Το σκαμπανέβασμα της ατέλειας με τη φυσικότητα δεν θα του έδινε αυτά τα χαρακτηριστικά της αντιγραφής.
110. Ο ΜΚ 9 ΔεΔ περιέγραψε τη μεθοδολογία του, η οποία περιλαμβάνει την αναλυτική συγκριτική μέθοδο, για να εντοπίσει και να συγκρίνει τα ιδιαίτερα ατομικά χαρακτηριστικά της γραφής. Κατέθεσε σχετικά συγκριτικούς πίνακες (Τεκμήρια 41 ΔεΔ, 42 ΔεΔ και 43 ΔεΔ) και φωτοαντίγραφα από σελίδες συγγραμμάτων (Huber – Τεκμήριο 45ΔεΔ, Kelly – Τεκμήριο 46ΔεΔ και Βένη – Τεκμήριο 47ΔεΔ) προς τεκμηρίωση της μεθοδολογίας που ακολούθησε. Ο σκοπός ετοιμασίας των πινάκων ανέφερε και επανέλαβε αντεξεταζόμενος, ήταν με σκοπό να δείξει στο Δικαστήριο κάποια από τα χαρακτηριστικά τα οποία εντόπισε και είναι εμφανή με γυμνό μάτι ώστε να γίνει αντιληπτή η κατάληξη του. Δεν αποτελούν πίνακες εργασίας στους οποίους έχουν σημειωθεί όλα τα χαρακτηριστικά.
111. Εξήγησε βάσει της βιβλιογραφίας τα θετικά και τα αρνητικά στοιχεία που έχει να αντιμετωπίσει γραφολόγος (σελ. 406 – 407 των πρακτικών):
«Βάσει και της βιβλιογραφίας, τα δείγματα χωρίζονται σε δύο κατηγορίες. Τα requested, τα ζητούμενα και τα collected, τα συλλελεγμένα, όπως ονομάζονται στην ελληνική. Η κάθε μία κατηγορία έχει τα δικά της προτερήματα, αλλά και τα δικά της μειονεκτήματα. Στην κατηγορία των συλλελεγμένων, η γραφή η οποία υπάρχει είναι πιο ελεύθερα γραμμένη, έχει περισσότερο αυτοματισμό και σε μία μεγάλη έκταση δειγματικού υλικού μπορεί να εντοπιστεί η ποικιλία της γραφής. Η ποικιλία, οι διαφοροποιήσεις της γραφής μας είναι ένα σημαντικό χαρακτηριστικό της γραφολογίας και έχει ψηλή γραφολογική αξία, γι' αυτό τηρούνται και τα δείγματα, τα συλλελεγμένα, όπως τα ονομάζουμε εμείς, δείγματα ανύποπτου χρόνου. Δηλαδή, που όταν ο συγγραφέας την περίοδο που έγραφε αυτήν τη γραφή δεν είχε κατά νου ότι θα χρησιμοποιηθούν για σκοπούς σύγκρισης. Το αρνητικό σε αυτήν την κατηγορία δειγμάτων, είναι το γεγονός ότι δεν έχουμε ακριβώς αντίστοιχο υλικό σε σχέση με το αμφισβητούμενο. Δηλαδή, εάν πάμε στην περίπτωση τη δική μας, δεν έχουμε αντίστοιχα την πρόταση «my travel luggages». Άρα, υπάρχουν αντίστοιχα γράμμα, ή οι φθόγγοι, ή οι συνδέσεις, όμως δεν είναι αντίστοιχο το δειγματικό υλικό στην ολότητά του. Αυτό είναι μειονέκτημα της γραφής ανύποπτου χρόνου. Τώρα, στη δεύτερη κατηγορία των ζητουμένων, τα requested, έχουμε σε αυτήν την κατηγορία απόλυτη αντιστοιχία. Έχουμε αντιστοιχία στην ολότητα της έκφρασης. Όπως στην περίπτωση τη δική μας, όπου στα δείγματα που έλαβα ζήτησα να μου γράψει «my travel luggages (gepak)», και το «gepak» ακόμη ζήτησα να είναι μέσα σε παρένθεση, όπως φαίνεται και στη δέσμη του Τεκμηρίου 38. Άρα, εδώ τι κερδίζει ο γραφολόγος; Κερδίζει το γεγονός ότι έχει πλήρη αντιστοιχία σε σχέση με το αμφισβητούμενο υλικό. Όμως υπάρχει αυτό που ανέφερα προηγουμένως, όπου ο συγγραφέας υπάρχει περίπτωση να έχει επηρεασμό ψυχολογικό συναισθηματικό ή για κάποιον λόγο, επειδή δίδει δείγματα για σκοπούς σύγκρισης, να διαφοροποιήσει αυτός ο παράγοντας ο ψυχολογικός το δειγματικό του υλικό σε κάποιον βαθμό. Επίσης, όπως αναφέρεται και στη βιβλιογραφία, υπάρχει περίπτωση να μην έχουμε ποικιλία στη γραφή. Δηλαδή, η γραφή να μην ξανοίγεται, όμως να δώσει την ποικιλία των γραφικών μορφωμάτων του συγγραφέα. Να μην έχουμε διαφοροποιήσεις, να είναι πάρα πολύ το δειγματικό υλικό. Και επιπλέον, αναφέρεται και το δεδομένο ότι υπάρχει ο κίνδυνος να υπάρξει είτε ελαφριά, είτε σε μεγάλο βαθμό διαφοροποίηση, αλλοίωση του γραφικού χαρακτήρα του συγγραφέα.»
112. Αναφέρθηκε επίσης στη δυσκολία όταν η αμφισβητούμενη γραφή αφορά δύο γλώσσες. Η δυσκολία όμως μετριάζεται από το γεγονός ότι αφορά λατινικό αλφάβητο.
113. Συγκρίνοντας όλα τα διαθέσιμα δείγματα μεταξύ τους, βρήκε ότι παρουσιάζουν «ουσιώδεις ομοιότητες» και κατά τη γνώμη του, έγιναν από το ίδιο πρόσωπο.
114. Συγκρίνοντας την αμφισβητούμενη γραφή με τα δείγματα γραφής της κατηγορούμενης, βρήκε ότι παρουσιάζουν «αρκετές ομοιότητες μεταξύ τους αλλά συνάμα και ορισμένες διαφορές/διαφοροποιήσεις». Οι ομοιότητες ήταν τέτοιες που του δημιούργησαν την «Πεποίθηση» ότι η αμφισβητούμενη γραφή ήταν της κατηγορούμενης.
115. Σύμφωνα με το Τεκμήριο 44 ΔεΔ που κατέθεσε η «Πεποίθηση» ιεραρχείται ως τρίτη στη σειρά βεβαιότητας γραφολόγου ως προς την ταύτιση. Ο πίνακας περιέχει 9 βαθμίδες, από «Θετική» μέχρι «Αρνητική». Σύμφωνα με την «Πεποίθηση» (Θετική):
«Μεταξύ αμφισβητούμενης γραφής/υπογραφής και δειγματικού υλικού υπάρχουν ουσιώδεις ομοιότητες, αλλά παράλληλα και κάποιες διαφορές, διαφοροποιήσεις ή άλλοι αρνητικοί παράγοντες, τα οποία αναφέρονται για σκοπούς αντικειμενικότητας. Αυτά όμως δεν είναι ικανά στην ουσία, αλλοιώσουν το θετικό αποτέλεσμα».
116. Αρνήθηκε αντεξεταζόμενος ότι διενήργησε την εξέταση με τέτοιο τρόπο και σκοπό ώστε να συνδέσει την κατηγορούμενη.
117. Δεν εξετάστηκε το μελάνι, αφού το Τεκμήριο 7 ΔεΔ ήταν κατατεθειμένο στο Δικαστήριο. Ούτε συνομίλησε με τους εμπλεκόμενους αστυνομικούς ή έλαβε δείγματα από αυτούς.
118. Ο ΜΚ 9 ΔεΔ ανέφερε ότι χρησιμοποίησε την αναλυτική – συγκριτική μέθοδο. Ανέφερε συγκεκριμένα αντεξεταζόμενος (σελ. 447 – 448 των πρακτικών):
«Είναι δεδομένο ότι έχω χρησιμοποιήσει την αναλυτική συγκριτική μέθοδο και είναι δεδομένο ότι έχω στηριχθεί σε ιδιαίτερα ατομικά χαρακτηριστικά, τα οποία έχω εξηγήσει στο Δικαστήριο κατά την κατάθεση των πινάκων μου. Έχω αναφερθεί σε εντοπισμό ποικιλίας γραμμάτων και ιδιαίτερα χαρακτηριστικά σε λεπτομέρειες. Έχω, επίσης, επισημάνει τα αρνητικά δεδομένα, τη δυσκολία ως προς την εξέταση, εξού και έχω καταλήξει στο συγκεκριμένο αποτέλεσμα. Στη ζώνη, δηλαδή, αποτελέσματος. Δεν έχω στηριχθεί στην απλή εικόνα των γραμμάτων και έχω αναφέρει ότι η συγκεκριμένη γραφή διαφοροποιείται από την υπόλοιπη γραφή, αλλά σε ρυθμό και οπτική εικόνα και από τα δείγματα τα υπόλοιπα. Παρόλο που έχει διαφοροποιηθεί και έχει αποσύρει ο κύριος Αργυρού την πρώτη ερώτηση, έχω πει ότι διαφοροποιείται αυτό που έχει αναφέρει. Δηλαδή, οι μεσογραμματικές και μεσολεκτικές αποστάσεις είναι ένα γενικό χαρακτηριστικό που εξετάζουμε. Σε αυτήν την περίπτωση δεν υπάρχει και έχω αναφέρει ότι ο λόγος που δεν υπάρχει είναι γιατί έχω αναφέρει ότι εδώ η γραφή είναι γραμμένη γράμμα γράμμα μεμονωμένο, χωρίς να υπάρχει ο αυτοματισμός της ροής της γραφής. Αυτός είναι ο λόγος που δεν υπάρχει αυτό το χαρακτηριστικό. Δεν έχω κρύψει, δηλαδή, οτιδήποτε. Είναι εκεί τα μειονεκτήματα και φαίνονται.»
119. Υπεδείχθη στον ΜΚ 9 ΔεΔ ότι στο Τεκμήριο 38 ΔεΔ η κατηγορούμενη είχε καταγράψει τη λέξη «gepäck» με «ck» και ότι ο τρόπος που καταγράφει το «k» μοιάζει με «h». Ο ΜΚ 9 ΔεΔ απάντησε ως ακολούθως προβαίνοντας σε ανάλογη υπόδειξη στο Τεκμήριο 41 ΔεΔ (σελ. 466 – 467 των πρακτικών):
«Έχω αναφέρει ότι δεν γνωρίζω τα γερμανικά. Όμως, έχω αναφέρει ότι έχω κάνει σύγκριση σε λατινικούς χαρακτήρες. Έχω αναφέρει ότι η λέξη «gepak» έχει τη μορφή της κατάληξης «ch» (gepach). Άρα, υπάρχει το δεδομένο να υπάρχει ως «ch», αλλά εάν θωρήσουμε, εάν βάλουμε ότι αυτό το γράμμα, αυτή η κατάληξη δεν είναι «ch» και είναι ο τρόπος που γράφει το γράμμα «k» σε καταληκτικό μόρφωμα, τότε αυτό το «k» μορφή, καταληκτικό μόρφωμα, υπάρχει στις σημειώσεις και στους πίνακες και τους έχω υποδείξει. Εάν θεωρήσουμε ότι αυτό το γράμμα είναι «k», τότε έχω δείξει ότι αυτό το μόρφωμα, δηλαδή στο σημειούμενο 2.7, υπάρχει στην κατάληξη κατά τον ίδιο τρόπο με τα δείγματα που μου έδωσε.»
120. Υπέδειξε και στο σημ. 2.8, Τεκμήριο 34 ΔεΔ, λέγοντας, «...Εάν εγώ αντιλαμβάνομαι ότι αυτό είναι «ch» ή «k», ή εάν είναι «k», όπως το θέτετε, το αποδέχομαι ότι είναι «k», δεν θα το αμφισβητήσω ή θα πω κάτι διαφορετικό. Το θέμα είναι ότι υπάρχει» (σελ. 467). Αρνήθηκε ότι σύγκρινε δύο ανόμοια γράμματα λέγοντας ότι σύγκρινε 2 γραφικά μορφώματα κατάληξης τα οποία είναι τα ίδια.
121. Τέλος διευκρίνισε ότι σε σχέση με την επίδικη φράση, στο σύνολο 21 γράμματα, εντόπισε 17 ομοιότητες (εκ των οποίων οι 2 αφορούν τις παρενθέσεις). Εξήγησε τη θέση του για τα γράμματα για τα οποία δεν εντόπισε ομοιότητες ως ακολούθως (σελ. 482 – 483, των πρακτικών):
«Τα γράμματα, τα οποία δεν εντοπίζονται είναι το «y», και η πρώτη μορφή των γραμμάτων «a», η οποία επαναλαμβάνεται τρεις φορές. Υπάρχει, επίσης, πρόβλημα γραφολογικό. Δηλαδή, ότι μοιάζει η μορφή αλλά δεν μπορεί να έχει τόση βαρύτητα ισχύος το γράμμα «m», αλλά και το γεγονός ότι μία φορά εντοπίζεται το γράμμα «q», το οποίο έχει την επανάληψη τρεις φορές μέσα στη λέξη, το οποίο δυνατό να είναι και «g». Αυτές είναι οι επιφυλάξεις και οι διαφορές διαφοροποιήσεις που έχω αναφέρει και στην κυρίως εξέταση. Και είναι αυτές σε συνδυασμό με τη δυσκολία της γραφής που έχουμε, και των δειγμάτων που δεν οδήγησαν στο συμπέρασμα της πεποίθησης και όχι στην πρώτη βαθμίδα της κατηγοριοποίησης των αποτελεσμάτων, και το έχω αναφέρει αυτό.»
122. Η κατηγορούμενη αναφερόμενη σχετικά με τα δείγματα γραφής (Τεκμήριο 38), δήλωσε ότι ένιωσε μεγάλη πίεση και άγχος και ξέχασε πώς να γράψει κάποια γράμματα, όπως το «q». Το εν λόγω γράμμα δεν είναι σύνηθες στη γερμανική γλώσσα. Συνήθως γράφεται με κεφαλαία. Επίσης, υποστήριξε ότι πολλά από τα έγγραφα που βρέθηκαν στην κατοχή της (Τεκμήρια 34 – 37) περιείχαν χειρόγραφα και από άλλα άτομα και όχι μόνο από την ίδια.
123. Ανέφερε ότι τα Τεκμήρια 34 και 35 είναι αντίγραφα από σημειωματάρια που είχε στην κατοχή της. Ωστόσο, διευκρίνισε ότι αυτά τα σημειωματάρια δεν χρησιμοποιήθηκαν μόνο από την ίδια, αλλά από διάφορα πρόσωπα, σε διαφορετικούς χρόνους και τοποθεσίες.
124. Συγκεκριμένα για το Τεκμήριο 34, επιβεβαίωσε ότι η γραφή στην πρώτη σελίδα, σημείο 2.1 είναι δική της, και ότι η γραφή στο σημείο 2.2 δεν είναι δική της. Ανέφερε ότι η γραφή στη δεύτερη σελίδα με την ένδειξη 2.3 (2η σελίδα) είναι δική της, μαζί με τα σχέδια, τα οποία έκανε για να καταλάβει ένα αγγλικό διαφημιστικό φυλλάδιο (flyer). Η 1η σελίδα του σημείου 2.3, ανέφερε αντεξεταζόμενη, δόθηκε από το γραφείο του εργολήπτη και συμπληρώθηκε από συνεργάτη του γραφείου του. Αναγνώρισε ότι έγραψε το κάτω μισό της σελίδας, σημείο 2.4, καθώς και το σχέδιο με το «ebike charging station». Ισχυρίστηκε ότι δεν μπορεί να αναγνωρίσει τον γραφικό της χαρακτήρα στα σημεία 2.5, 2.6, 2.7, 2.8, 2.9 και 2.10. Από την άλλη δεν ήταν σε θέση να δώσει εξήγηση γατί οι λέξεις «flor» και «moscito» είχαν αναγραφεί με τον ίδιο ανορθόγραφο τρόπο στα σημεία 2.3 και 2.5.
125. Για το Τεκμήριο 35, είπε ότι είναι βέβαιη ότι έγραψε το πάνω μισό της σελίδας, σημείο 3.1, για το σημείο 3.2, δήλωσε ότι είναι ένα μείγμα γραφών και δεν είναι 100% σίγουρη αν είναι δική της. Ισχυρίστηκε ότι δεν αναγνώριζε τον γραφικό της χαρακτήρα στα σημεία 3.3 και 3.4.
126. Για το Τεκμήριο 36, η κατηγορούμενη είπε ότι δεν έγραψε τίποτα από όσα αναγράφονται στο έγγραφο και για το Τεκμήριο 37 δήλωσε ότι δεν αναγνωρίζει τον γραφικό της χαρακτήρα στο σημείο 5.1. Στο σημείο 5.2, ανέφερε, είναι ένα πληρεξούσιο (power of attorney) που της έδωσε κάποια «[U.D.]», και η γραφή δεν είναι δική της. Ισχυρίστηκε ότι δεν αναγνώριζε τον γραφικό της χαρακτήρα στα σημεία 5.3, 5.4, 5.5, 5.6 και 5.7.
127. Όταν ρωτήθηκε για τα Τεκμήρια 41, 42, και 43, η κατηγορούμενη ανέφερε ότι ήταν πίνακες που περιείχαν αποσπάσματα γραφικού χαρακτήρα από άλλα έγγραφα. Όταν της ζητήθηκε να τα εξετάσει, είπε ότι μερικές από τις λέξεις ήταν γραμμένες από αυτήν, ενώ άλλες όχι, και δεν μπορούσε να αναγνωρίσει τον γραφικό χαρακτήρα σε όλα τα σημεία.
128. Ειδικότερα, για το Τεκμήριο 41 δήλωσε ότι, όλες οι λέξεις στην πρώτη σελίδα ήταν γραμμένες από αυτήν, όλα τα έξι κουτάκια στη δεύτερη σελίδα ήταν δικά της και στην τρίτη σελίδα, τα δύο κουτάκια στο σημείο 2.1 και το σημείο 2.4 ήταν γραμμένα από αυτήν, αλλά τα υπόλοιπα δεν τα αναγνώρισε ως δικά της. Επίσης, υποστήριξε ότι το σημείο 5.2 και το 5.7 δεν ήταν δικός της γραφικός χαρακτήρας.
129. Για το Τεκμήριο 42 ανέφερε ότι τα σημεία 6.2, 6.5, 6.6, 6.8, και τα έξι κουτάκια στη δεύτερη σελίδα ήταν δικός της γραφικός χαρακτήρας και στην τρίτη σελίδα, ότι τα δύο κουτάκια στο σημείο 2.1 ήταν δικά της. Τα υπόλοιπα γραφόμενα σε αυτή τη σελίδα δεν τα αναγνώρισε.
130. Τέλος, για το Τεκμήριο 43 είπε ότι τα σημεία 6.2, 6.5, 6.8, και 7.14 ήταν γραμμένα από αυτήν και ότι τα σημεία 2.4, 2.7, 5.2, και 5.7 δεν ήταν δικά της. Επιπλέον, ανέφερε ότι το 2.3 δεν το αναγνώριζε και εξήγησε ότι οι σημειώσεις σε αυτά τα έγγραφα γράφτηκαν από διάφορα άτομα, σε διαφορετικά χρονικά διαστήματα και τόπους, και ότι δεν ήταν όλες δικές της. Σε ερώτηση της Κατηγορούσας Αρχής αν όλες οι σημειώσεις στους πίνακες ήταν δικές της, η μάρτυρας απάντησε ότι ήταν σίγουρη ότι δεν ήταν όλες γραμμένες από αυτήν.
131. Ο ΜΥ 1 ΔεΔ (Έγγραφο Θ, η έκθεση του ημερ. 12/6/2025 – Τεκμήριο 48, ηλεκτρονική μορφή), είναι γραφολόγος από το 1990. Ανέφερε ότι εγκρίθηκε ως εμπειρογνώμονας γραφολόγος το 1998 βάσει της ΚΔΠ 152/98 και έχει εξετάσει πάνω από 10.000 υποθέσεις πλαστογραφίας. Από το 1990 έως το 2013, εργάστηκε στην Υπηρεσία Εγκληματολογικών Ερευνών της Αστυνομίας Κύπρου, όπου ειδικεύτηκε στην εξέταση γραφής, υπογραφών, ψηφιακής φωτογράφισης τεκμηρίων και ανάλυσης εντύπων ασφαλείας. Έχει πιστοποιηθεί με ISO/IEC 17025:2005 για δικανική εξέταση αμφισβητούμενης γραφής και υπογραφής. Υπηρέτησε ως υπεύθυνος του Εργαστηρίου Εξέτασης Εντύπων και Εκτυπώσεων Ασφαλείας (2003 – 2006) και του Εργαστηρίου Δικαστικής Γραφολογίας (2006 – 2012) της Υπηρεσίας Εγκληματολογικών Ερευνών. Αφυπηρέτησε το 2013 με τον βαθμό του Αστυνόμου Α', έχοντας διατελέσει Διευθυντής της Υπηρεσίας Εγκληματολογικών Ερευνών από το 2012. Λεπτομερές βιογραφικό σημείωμα περιέλαβε στο Έγγραφο Θ. Αντεξεταζόμενος δέχθηκε ότι το ιδιωτικό του εργαστήριο δεν είναι διαπιστευμένο κατά ISO 17025 και ότι η ΚΔΠ δεν είναι πλέον σε ισχύ. Η διαπίστευση αφορούσε τον χρόνο που ήταν μέλος της Αστυνομίας.
132. Όπως ανέφερε στην έκθεση του, διενήργησε γραφολογική εξέταση στο Τεκμήριο 7 ΔεΔ σε σχέση με αμφισβητούμενη γραφή στο έντυπο, που βρίσκεται στη θέση «they search», και αφορούσε τη φράση «my travel laggages (gepäk)». Του ανατέθηκε επίσης να σχολιάσει την έκθεση και ευρήματα του ΜΚ 9 ΔεΔ. Σύμφωνα με τον ΜΥ 1 ΔεΔ του είχαν δοθεί το Έγγραφο Ζ και τα Τεκμήρια 33, 38, 41, 42, 43, 44, 45, 46 και 47.
133. Για τη σύγκριση, χρησιμοποίησε συνολικά 27 δείγματα γραφής της κατηγορούμενης, τα οποία συλλέχθηκαν σε τρία διαφορετικά στάδια:
(1) δέκα (10) δείγματα που γράφτηκαν στις 4/4/2025 στην παρουσία του δικηγόρου Υπεράσπισης (αρ. 1.1. – 1.10.)·
(2) έντεκα (11) δείγματα που γράφτηκαν στις 4/4/2025 στην παρουσία του ίδιου (αρ. 2.1. – 2.11.)· και
(3) έξι (6) (από τα 9) έγχρωμα αντίγραφα δειγμάτων που γράφτηκαν στις 16/4/2025 στην παρουσία του ΜΚ 9 ΔεΔ και του Αστυφύλακα 1665 (Τεκμήριο 38).
134. Ο ΜΥ 1 ΔεΔ τόνισε ότι, παρόλο που τα δείγματα λήφθηκαν σε διαφορετικά χρονικά διαστήματα και από διαφορετικά άτομα, παρουσιάζουν έναν κοινό συνδυασμό γραφολογικών γνωρισμάτων, όπως η ταχύτητα, η ροή, η σχέση και η αναλογία των γραμμάτων, επιβεβαιώνοντας έτσι την αυθεντικότητα της γραφής της κατηγορούμενης. Σημείωσε ότι αυτή η αυθεντική γραφή ήταν ελεύθερη, γρήγορη και δεν παρουσίαζε κανένα στοιχείο παραποίησης.
135. Η κα Ματθαίου αμφισβήτησε τη διαδικασία λήψης των δειγμάτων, επισημαίνοντας ότι τα δείγματα γράφτηκαν το ένα κάτω από το άλλο στην ίδια σελίδα, κάτι που θα μπορούσε να επηρεάσει τη φυσικότητα της γραφής και τον αυθορμητισμό (βλ. Βένης, Τεκμήριο 47, σελ. 66). Ο ΜΥ 1 ΔεΔ παραδέχτηκε ότι θεωρητικά θα ήταν καλύτερο να γράφεται κάθε φράση σε ξεχωριστή σελίδα, αλλά υπερασπίστηκε την αξιολόγηση των συνολικά 27 δειγμάτων, τα οποία λήφθηκαν σε διαφορετικά χρονικά διαστήματα και από διαφορετικά άτομα. Επέμεινε ότι τα δείγματα αυτά ήταν επαρκή ποιοτικά και ποσοτικά για να καταλήξει σε ασφαλές συμπέρασμα.
136. Για την ανάλυση, ακολούθησε τη «Συγκριτική Αναλυτική Μέθοδο», η οποία είναι διαπιστευμένη (ISO 17025). Η μέθοδος αυτή βασίζεται στην αξιολόγηση της ταχύτητας, του ρυθμού και του αυτοματισμού της γραφής, καθώς και στον εντοπισμό και τη σύγκριση ενός συνόλου ιδιαίτερων ατομικών γραφολογικών χαρακτηριστικών. Όπως ανέφερε, μια γνήσια γραφή χαρακτηρίζεται από φυσικότητα, ενώ μια πλαστογραφημένη εμφανίζει αφύσικη εικόνα και τρέμουλο. Αν ο συνδυασμός των ιδιαίτερων ατομικών γραφολογικών γνωρισμάτων, των συγκρινόμενων αντίστοιχων γραφικών ή υπογραφικών χαράξεων συμφωνεί, τότε όλα πρέπει να έγιναν από το ίδιο πρόσωπο.
137. Ο ΜΥ 1 ΔεΔ διαπίστωσε ότι η αμφισβητούμενη γραφή στο Τεκμήριο 7 ΔεΔ, σε αντίθεση με την υπόλοιπη γραφή του εγγράφου, εμφανίζει διαφοροποιήσεις ως προς την ευχέρεια γραφής, τη ροή, τη γραμμική ποιότητα και τα μορφολογικά χαρακτηριστικά των στοιχείων της, τα οποία δεν είναι συμβατά με το γραφικό προφίλ του υπολοίπου εγγράφου. Αυτό βέβαια, ανέφερε προφορικά αντεξεταζόμενος, δεν σήμαινε ότι δεν ήταν φυσιολογική γραφή του προσώπου που την έγγραψε. Ο ΜΥ 1 ΔεΔ εντόπισε εξόφθαλμες διαφορές ανάμεσα στην αμφισβητούμενη γραφή και τα δείγματα της κατηγορούμενης. Οι διαφορές αυτές περιλαμβάνουν, ως ανέφερε και επιπροσθέτως προφορικά:
(1) διαφορά στη γενική μορφή και εικόνα·
(2) διαφορά στη μορφή και την τεχνική σχηματισμού των γραμμάτων «M», «y», «t», «r», «a», «v», «e», «l», «s», «g», «p», «c», «k»·προφορικά διευκρίνισε ότι υπήρχε διαφορετική τεχνική σχηματισμού του γράμματος «p» (δύο ανεξάρτητες κινήσεις έναντι μιας συνεχόμενης∙
(3) διαφορά στη σύνδεση των γραμμάτων «avel» «ges» «gep» «ck» και εξόφθαλμη διαφορά στην απόσταση και τον τρόπο σύνδεσης του «g» με το «e» στη λέξη «gepäck»·
(4) διαφορά στη μορφή του τονισμού·
(5) διαφορά στη σχέση και αναλογία μεταξύ των γραμμάτων· και
(6) παράλειψη του γράμματος «c» στη λέξη «gepäck» στην αμφισβητούμενη γραφή, ενώ υπάρχει σε όλα τα δείγματα της κατηγορούμενης.
138. Βάσει όλων των γραφολογικών δεδομένων, ο ΜΥ 1 ΔεΔ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αμφισβητούμενη γραφή δεν γράφτηκε από την κατηγορούμενη. Η κα Ματθαίου υπέβαλε ότι η γραφή της κατηγορούμενης στην αμφισβητούμενη φράση μπορεί να επηρεάστηκε από παράγοντες όπως το άγχος, το σοκ ή η χρήση ξένης γλώσσας. Ο ΜΥ 1 ΔεΔ παραδέχτηκε ότι αυτοί οι παράγοντες μπορούν να επηρεάσουν τη γραφή, αλλά επέμεινε ότι οι διαφορές μεταξύ της αμφισβητούμενης γραφής και των αυθεντικών δειγμάτων ήταν «εξόφθαλμες». Παραδέχθηκε επίσης ότι παρατηρείτο το ίδιο ορθογραφικό λάθος «laggages» (αντί «luggages») στα δείγματα. Θεώρησε ότι ήταν ορθογραφικό λάθος γιατί δεν γνώριζε την αγγλική γλώσσα. Αναγνώρισε όμως ότι ήταν ένα μεμονωμένο γραφολογικό χαρακτηριστικό. Εν αντιθέσει είχε σημασία στα γερμανικά το «ck» στο «gepäck» που ήταν γραμμένο ορθά σε αντίθεση με το επίδικο στο Τεκμήριο 7 ΔεΔ.
139. Ο ίδιος στηριζόμενος στην Αστυνομική Διάταξη 3.14, όπως ανέφερε, δεν ζήτησε δείγματα μεμονωμένων γραμμάτων έστω και ενώπιον του υφίστατο γραφή με αποσυνδεδεμένα γράμματα (βλ. Βένης, Τεκμήριο 47, σελ. 67). Η Αστυνομική διάταξη λέει το αντίθετο, ανέφερε. Είναι εσφαλμένο να συγκρίνονται μεμονωμένα γράμματα. Σημειώνουμε ότι κατατέθηκε στη συνέχεια από κοινού η ισχύουσα αστυνομική διάταξη ως Τεκμήριο 53 ΔεΔ.
140. Διαφώνησε επίσης ότι ήταν αναγκαία η σύγκριση με δείγματα ανύποπτου χρόνου.
141. Ο ΜΥ 1 ΔεΔ μελέτησε επίσης την έκθεση του ΜΚ 9 ΔεΔ (Έγγραφο Z2), ο οποίος κατέληξε στο αντίθετο συμπέρασμα, δηλαδή ότι η αμφισβητούμενη γραφή γράφτηκε από την κατηγορούμενη.
142. Ο ΜΥ 1 ΔεΔ τόνισε ότι η μέθοδος που ακολούθησε ο ΜΚ 9 ΔεΔ είναι η «Απλή Αντιπαραβολή» και όχι η «Συγκριτική Αναλυτική Μέθοδος», όπως επιβάλλει το ISO 17025. Ήταν η θέση του, ότι ο ΜΚ 9 ΔεΔ απομόνωσε μεμονωμένα γράμματα και αριθμούς, χωρίς να λάβει υπόψη του το σύνολο των χαρακτηριστικών της γραφής, όπως ο ρυθμός, η σχέση, οι συνδέσεις, οι αποστάσεις, η κλίση και τα ορθογραφικά λάθη. Ο ΜΥ 1 ΔεΔ επεσήμανε ότι αυτή η προσέγγιση ενέχει κίνδυνο παρερμηνείας, καθώς οι μορφολογικές ομοιότητες μπορεί να είναι τυχαίες. Εξήγησε ότι μια σωστή ανάλυση, την οποία ακολούθησε ο ίδιος, βασίζεται στην αξιολόγηση ολόκληρου του κειμένου για τον εντοπισμό ενός μοναδικού συνδυασμού χαρακτηριστικών που προσδίδουν ατομικότητα στη γραφή.
143. Αναφέροντας συγγράμματα αναγνωρισμένων ειδικών στη δικαστική γραφολογία (αναφέρθηκε στους David Ellen – Τεκμήριο 51 ΔεΔ, Roy A. Huber & A. M. Headrick – Τεκμήριο 33 ΔεΔ, Ordway Hilton – Τεκμήριο 52 ΔεΔ και Κωνσταντίνο Βέννη – Τεκμήρια 47 ΔεΔ και 50 ΔεΔ), ο ΜΥ 1 ΔεΔ ανέφερε ότι ένα αξιόπιστο συμπέρασμα δεν μπορεί να βασιστεί αποκλειστικά στη μορφή των γραμμάτων, αλλά απαιτεί την ανάλυση ενός ευρέος φάσματος χαρακτηριστικών. Ήταν η θέση του ότι το συμπέρασμα του ΜΚ 9 ΔεΔ είναι «ατεκμηρίωτο και επιστημονικά αβάσιμο» και ότι η προσέγγισή του δεν πληροί τα απαιτούμενα επιστημονικά πρότυπα.
Ε. ΟΙ ΑΓΟΡΕΥΣΕΙΣ
144. Η εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής υποστήριξε ότι οι ισχυρισμοί της Υπεράσπισης είναι αβάσιμοι και ότι οι ενέργειες της Αστυνομίας ήταν σύννομες,
145. Σχετικά με τη γνώση αγγλικών και τη μετάφραση ανέφερε ότι πολλοί αστυνομικοί (ΜΚ 1 ΔεΔ, ΜΚ 3 ΔεΔ, ΜΚ 2 ΔεΔ, ΜΚ 6 ΔεΔ και ΜΚ 7ΔεΔ) και ο ΜΚ 8 ΔεΔ κατέθεσαν ότι η κατηγορούμενη κατανοούσε πλήρως την αγγλική γλώσσα και συνομιλούσε μαζί τους άνετα. Μάλιστα, σε μια συνομιλία με τη ΜΚ 3 ΔεΔ, η κατηγορούμενη φέρεται να απάντησε «I’m sorry about that» όταν της είπαν ότι πουλούσε περιουσίες Ελληνοκυπρίων στα κατεχόμενα. Η κατηγορούμενη είχε στην κατοχή της άρθρα από το περιοδικό «Forbes» στα Αγγλικά με τίτλους όπως «Affordable places to buy property abroad in 2024». Αν και η κατηγορούμενη καταλάβαινε αγγλικά, της δόθηκαν τα δικαιώματά της στα γερμανικά, τα οποία και υπέγραψε. Επίσης, η Αστυνομία επικοινώνησε με μεταφράστρια (ΜΚ 10 ΔεΔ) για να εξασφαλίσει ότι η κατηγορούμενη κατανοούσε πλήρως το περιεχόμενο της γραπτής συγκατάθεσης για την έρευνα των αποσκευών της.
146. Αναφορικά με την έρευνα των αποσκευών της ανέφερε ότι η έρευνα στην τσάντα και τη βαλίτσα καμπίνας της κατηγορούμενης έγινε βάσει του άρθρου 10(1) ΠΔ, το οποίο επιτρέπει σε αστυνομικούς να ερευνούν άτομα υπό σύλληψη για την ανεύρεση αντικειμένων που σχετίζονται με την υπόθεση. Η έρευνα αυτή, σύμφωνα με τις μαρτυρίες των αστυνομικών, έγινε αφού η κατηγορούμενη είχε λάβει τα δικαιώματά της. Για την έρευνα στις δύο μεγάλες βαλίτσες, η κατηγορούμενη έδωσε γραπτή συγκατάθεση (Τεκμήριο 7 ΔεΔ), αφού της είχε μεταφραστεί το περιεχόμενο του εγγράφου από μεταφράστρια. Η θέση της Υπεράσπισης ότι η φράση «my travel laggages (gepak)» στο Τεκμήριο 7 ΔεΔ ήταν πλαστογραφημένη απορρίφθηκε από τη μαρτυρία του γραφολόγου της Αστυνομίας (ΜΚ 9 ΔεΔ), ο οποίος κατέληξε με «πεποίθηση» ότι η γραφή ανήκει στην κατηγορούμενη, παρά τις ορισμένες διαφορές και δυσκολίες στην εξέταση.
147. Αναφορικά με τη μαρτυρία της ίδιας της κατηγορούμενης ανέφερε ότι η κατηγορούμενη είχε υποστηρίξει ότι δεν γνώριζε αγγλικά, ότι δεν είχε ενημερωθεί για τους λόγους της σύλληψής της και ότι ζήτησε δικηγόρο και μεταφραστή αλλά δεν της επετράπησαν. Οι ισχυρισμοί της, σύμφωνα με την εκπρόσωπο της Κατηγορούσας Αρχής, δεν τέθηκαν σε κανέναν από τους μάρτυρες κατηγορίας κατά την αντεξέταση, κάτι που, σύμφωνα με τη νομολογία, μπορεί να οδηγήσει το Δικαστήριο στο να αγνοήσει τη θέση της.
148. Η εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής υποστήριξε ότι οι ενέργειες της Αστυνομίας, συμπεριλαμβανομένης της ενημέρωσης για τους λόγους της σύλληψης και της χορήγησης των δικαιωμάτων της κατηγορούμενης, ήταν σύννομες και σύμφωνες με το Σύνταγμα και τη σχετική Ευρωπαϊκή και Κυπριακή νομοθεσία. Τόνισε ότι η άμεση ενημέρωση για τους λόγους της σύλληψης δεν χρειάζεται να είναι πλήρης, καθώς οι λεπτομέρειες μπορούν να δοθούν αργότερα, εντός λογικού χρονικού διαστήματος.
149. Εισηγήθηκε επίσης ότι όσα έλαβαν χώρα κατά τον χρόνο εκτέλεσης του εντάλματος σύλληψης και οι έρευνες που διενεργήθηκαν στις αποσκευές της κατηγορουμένης δεν συνιστούν ανάκριση ή εξέταση από την Αστυνομία εν τη εννοία του άρθρου 3.2 α) της Οδηγίας 2013/48/ΕΕ ούτε ερευνητική πράξη ή άλλη πράξη συλλογής αποδεικτικών στοιχείων από αρμόδια αρχή, ως καθορίζονται στο άρθρο 3.2 β) της προαναφερόμενης Οδηγίας.
150. Ήταν η θέση της ότι η ένσταση θα πρέπει να απορριφθεί και να γίνει δεκτή η κατάθεση των επίδικων τεκμηρίων.
151. Η αγόρευση του συνηγόρου Υπεράσπισης χωρίζεται σε πέντε (5) ενότητες.
152. Στην πρώτη ενότητα ισχυρίζεται ότι η εκτέλεση του Εντάλματος Σύλληψης ήταν παράνομη και αντισυνταγματική. Η κατηγορούμενη δεν ενημερώθηκε άμεσα για τους λόγους σύλληψής της σε κατανοητή γλώσσα, κατά παράβαση του Άρθρου 11.4 του Συντάγματος και του άρθρου 3 του Ν.163(Ι)/2005. Εγείρει την απουσία διερμηνέα στη γερμανική γλώσσα κατά τη σύλληψη, τη μη επεξήγηση των αδικημάτων έστω και στα αγγλικά, με ιδιαίτερη αναφορά στα λεχθέντα της ΜΚ 3 ΔεΔ, στην καθυστέρηση που υπήρξε μέχρι να εντοπιστεί διερμηνέας στα γερμανικά, 4 ώρες και 20 λεπτά, ενώ δεν της εξηγήθηκε το δικαίωμα σε δικηγόρο ούτε της δόθηκε το σχετικό έντυπο ρητής παραίτησης, αντιθέτως της αφαιρέθηκε και το τηλέφωνο που κατείχε.
153. Η δεύτερη ενότητα αφορά, κατά τη θέση του, την παράνομη έρευνα στις αποσκευές της κατηγορούμενης. Η έρευνα στις αποσκευές της, οι οποίες είχαν ήδη τοποθετηθεί στο αεροσκάφος, έγινε χωρίς ένταλμα έρευνας. Σύμφωνα με το άρθρο 10 ΠΔ, οι Αστυνομικοί μπορούσαν να ερευνήσουν μόνο το πρόσωπο της κατηγορούμενης, όχι να προβούν σε «ανέλεγκτη και γενική έρευνα (fishing)». Στην ενότητα αναπτύσσει και τους λόγους που αμφισβητεί τη συμπλήρωση της επίδικης φράσης στο Τεκμήριο 7 ΔεΔ και υποστηρίζει ότι έρευνα έγινε κάτω από περιστάσεις που παραβιάζουν τα Άρθρα 6 (Δίκαιη Δίκη) και 8 (Ιδιωτική και Οικογενειακή Ζωή) της ΕΣΔΑ.
154. Στην τρίτη ενότητα γίνεται αναφορά στη μαρτυρία των γραφολόγων σε σχέση με την αμφισβητούμενη γραφή στο Τεκμήριο 7 ΔεΔ και αναφέρει τους λόγους που θα πρέπει να γίνει δεκτή η μαρτυρία του ΜΥ 1 ΔεΔ και όχι του ΜΚ 9 ΔεΔ.
155. Η τέταρτη ενότητα αφορά την έρευνα στα κινητά τηλέφωνα και τις ηλεκτρονικές συσκευές της κατηγορούμενης. Ενόψει της μη προώθησης από πλευράς Κατηγορούσας Αρχής αιτήματος κατάθεσης τους ως Τεκμηρίων και για τους λόγους που αναφέρουμε κατωτέρω παρέλκει η οποιαδήποτε περαιτέρω αναφορά στις θέσεις που προέβαλε.
156. Τέλος, στην πέμπτη ενότητα, αναφέρεται στους λόγους που οι ενέργειες της Αστυνομίας αλλά και οι περιστάσεις της υπόθεσης καταδεικνύουν ότι η κατηγορούμενη είχε περιορισμένη γνώση της αγγλικής γλώσσας.
157. Η Υπεράσπιση εισηγείται ότι τα επίδικα τεκμήρια πρέπει να αποκλειστούν από τη δίκη, καθώς εξασφαλίστηκαν κατά παράβαση των θεμελιωδών συνταγματικών δικαιωμάτων της κατηγορούμενης (Άρθρα 11.4 και 17 του Συντάγματος) και των δικαιωμάτων της βάσει της ΕΣΔΑ και του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο αποκλεισμός τους θα πρέπει να οδηγήσει και στον αποκλεισμό των υπολοίπων τεκμηρίων που λήφθηκαν δυνάμει των παρανόμως ληφθέντων τεκμηρίων.
158. Και οι δύο συνήγοροι αναφέρθηκαν σε Κυπριακή νομολογία, νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου («ΕΔΔΑ») και του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης («ΔΕΕ»). Ο συνήγορος Υπεράσπισης αναφέρθηκε και σε Καναδική Νομολογία. Σε κάποιες από τις αποφάσεις στις οποίες παρέπεμψαν γίνεται αναφορά στο σκεπτικό μας κατωτέρω.
ΣΤ. ΑΡΧΕΣ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ ΣΕ ΔΙΚΕΣ ΕΝΤΟΣ ΔΙΚΗΣ
159. Το Δικαστήριο πρέπει να αξιολογεί τη μαρτυρία, έχοντας επίγνωση της αρχής ότι στο στάδιο αυτό δεν πρέπει να εξάγονται συμπεράσματα τα οποία είναι δυνατό να επηρεάσουν δυσμενώς κατηγορούμενο στην υπεράσπιση του [βλ. Ioannides v Republic (1968) 2 CLR 169, 201, Petri v Police (1968) 2 CLR 40, 70 και F.L.H. v Αστυνομίας, Ποινική Έφεση 4/2020, 31/1/2022, ECLI:CY:AD:2022:D32]. Ιδιαίτερη προσοχή χρειάζεται όπου στη δίκη εντός δίκης καταθέτει και ο κατηγορούμενος. Όπως υποδείχθηκε στην Petri v Police (1968) 2 CLR 40 στη σελ. 70:
«…Demolishing the credibility of the accused by going further than necessary in such a ruling, may well strike at the root of the whole defence in the case, and should be avoided.»
Σε ελεύθερη μετάφραση (από την F.L.H., ανωτέρω):
«...Η εξουδετέρωση της αξιοπιστίας του κατηγορουμένου με επέκταση πέραν του τι είναι αναγκαίο σε τέτοια ενδιάμεση απόφαση, μπορεί κάλλιστα να πλήξει το θεμέλιο ολόκληρης της υπεράσπισης στην υπόθεση και πρέπει να αποφεύγεται.»
160. Υπενθυμίζουμε ότι το Δικαστήριο δεν απαιτείται να πειστεί για τους ισχυρισμούς της κατηγορούμενης. Με το βάρος απόδειξης να βρίσκεται στην Κατηγορούσα Αρχή, το Δικαστήριο διατηρεί πάντοτε την ευχέρεια, εξετάζοντας τις συνθήκες που περιβάλλουν τη λήψη της μαρτυρίας, να την απορρίψει, αν κρίνει ότι δεν είναι ασφαλές να την αποδεχθεί. Αν διατηρεί αμφιβολίες, αυτό σημαίνει ότι η κατηγορούσα αρχή απέτυχε να αποσείσει το βάρος απόδειξης που είχε [βλ. F.L.H., ανωτέρω, με αναφορά στις Ioannides v The Republic (1968) 2 CLR 169 και Fournides v Republic (1986) 2 CLR 73]. Είναι μέσα από μία τέτοια ευρεία θεώρηση των περιστάσεων που εξετάζεται το ζήτημα και ασκείται η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου με ιδιαίτερη προσοχή. Όπως υποδείχθηκε στην F.L.H., ανωτέρω:
«Η ανάγκη της εγρήγορσης των δικαστηρίων διατυπώθηκε ήδη στην Volettos v. Republic (1961) CLR 169, όταν ο Βασιλειάδης, Δ. (όπως ήταν τότε) υποδείκνυε τον κίνδυνο υπερβάλλοντος ζήλου από αστυνομικούς, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για σοβαρά αδικήματα ώστε να τείνουν να ξεπερνούν τα όρια που καθορίζει ο Νόμος για την προστασία του ατόμου.»
161. Τυχόν αμφιβολία, συνεπώς, ως προς τις συνθήκες λήψης της μαρτυρίας υπό «ύποπτες περιστάσεις» καθιστά την αυτή απαράδεκτη ως μαρτυρία, εφόσον τούτο έχει την έννοια πως η κατηγορούσα αρχή δεν απέσεισε το βάρος απόδειξης που είχε [βλ. F.L.H., ανωτέρω με αναφορά στην R v Sfoggaras (1957) 22 CLR 113].
162. Αξιολογήσαμε επομένως τη μαρτυρία, στο βαθμό που είναι αναγκαίο, για τους περιορισμένους σκοπούς της ενδιάμεσης αυτής διαδικασίας και χωρίς να υπεισέλθουμε σε ζητήματα που θα μπορούσαν να επηρεάσουν την ουσία της Υπεράσπισης της κατηγορουμένης. Μελετήσαμε με προσοχή τη μαρτυρία που έχει τεθεί ενώπιον μας και έχουμε προβεί σε μια ευρεία θεώρηση των γεγονότων και των περιστατικών που περιβάλλουν τη λήψη των επίδικων τεκμηρίων.
163. Έχουμε αναφερθεί σε έκταση στη μαρτυρία με σκοπό να δοθεί η πλήρης εικόνα. Όπως θα διαφανεί στη συνέχεια τα ζητήματα που εγείρονται επιλύονται στη βάση μη αμφισβητούμενης μαρτυρίας ή κοινών τοποθετήσεων ή στις εκδοχές που προέβαλαν οι μάρτυρες της Κατηγορούσας Αρχής. Επικεντρωθήκαμε στα ζητήματα και στις λεπτομέρειες των γεγονότων που αφορούν τα επίδικα θέματα. Για τη γραφολογική εξέταση έγινε πιο λεπτομερής αξιολόγηση των δύο πραγματογνωμόνων. Και αυτή όμως έχει περιοριστεί ενόψει και της κατάληξης μας.
Ζ. ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ, ΕΥΡΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Ζ.1. Η ΣΥΛΛΗΨΗ
164. Σύμφωνα με το Άρθρο 11.4 του Συντάγματος:
«4. Πας συλλαμβανόμενος πληροφορείται κατά την στιγμήν της συλλήψεως αυτού εις καταληπτήν υπ’ αυτού γλώσσαν τους λόγους της συλλήψεως αυτού και δικαιούται να τύχη των υπηρεσιών συνηγόρου της εκλογής αυτού.»
165. Σύμφωνα με το Άρθρο 5.2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου («ΕΣΔΑ»):
«Κάθε πρόσωπο που συλλαμβάνεται πρέπει να πληροφορείται, το συντομότερο δυνατό και σε γλώσσα που κατανοεί, τους λόγους σύλληψής του και κάθε κατηγορία που απαγγέλλεται σε βάρος του[2].
166. Τόσο το Σύνταγμα, όσο και το κοινό δίκαιο, επιτάσσουν όπως ο διενεργών τη σύλληψη πληροφορήσει τον συλλαμβανόμενο για τους λόγους της σύλληψής του. Άλλως, η σύλληψη είναι παράνομη [βλ. Γ.Μ. Πική, Ποινική Δικονομία στην Κύπρο (2η έκδοση, 2013) σελ. 45, με αναφορά στις Edwards v DPP [1993] 97 Crim App R 301, Christie v Leachinsky [1947] 1 All ER 567 και R v Kulynysz [1970] 3 All ER 882]. Ανικανότητα εκ μέρους του κρατουμένου να κατανοήσει τους λόγους της σύλληψής του λόγω φυσικού κωλύματος, δεν επιφέρει την ακύρωση του εντάλματος, νοουμένου ότι το πρόσωπο το οποίο διενεργεί τη σύλληψη προβαίνει σε ό,τι λογικό πρόσωπο θα έπραττε υπό τις συνθήκες προς τον σκοπό γνωστοποίησής τους στον συλληφθέντα (βλ. Ποινική Δικονομία στην Κύπρο, ανωτέρω, σελ. 45 – 46, με αναφορά στη Wheatley v Lodge [1971] 1 All ER 173).
167. Σύμφωνα με το άρθρο 3 του Ν.163(Ι)/2005:
«3.-(1) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου ή κανονισμών, πρόσωπο το οποίο συλλαμβάνεται από μέλος της Αστυνομίας, πληροφορείται αμέσως μετά τη σύλληψή του και χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση σε γλώσσα που είναι κατανοητή σε αυτό για-
(α) τους λόγους της σύλληψης ή κράτησής του καθώς και για την αξιόποινη πράξη την οποία φέρεται ή κατηγορείται ότι διέπραξε,
(β) το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο,
(γ) τυχόν δικαίωμα για παροχή δωρεάν νομικής αρωγής και τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για την παροχή τέτοιας αρωγής,
(δ) το δικαίωμα διερμηνείας και μετάφρασης,
(ε) το δικαίωμα σιωπής,
(ε1) το δικαίωμα της μη αυτοενοχοποίησης, ως το δικαίωμα αυτό αναφέρεται στο άρθρο 3Γ του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου,
(στ) τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (3), για τα δικαιώματα που προβλέπονται στο εδάφιο (2),
(ζ) το χώρο κράτησής ή προτιθέμενης κράτησής του:
Νοείται ότι, η ενημέρωση που παρέχεται με βάση τις διατάξεις του παρόντος εδαφίου γίνεται σε απλή και κατανοητή γλώσσα, λαμβανομένων υπόψη των ειδικών αναγκών συλληφθέντων, τα οποία αποτελούν ευάλωτα πρόσωπα.
(2) Πρόσωπο, το οποίο συλλαμβάνεται από μέλος της Αστυνομίας δικαιούται αμέσως μετά τη σύλληψή του και χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση να επικοινωνήσει αυτοπροσώπως τηλεφωνικά-
(α) με δικηγόρο της δικής του επιλογής χωρίς την παρουσία οποιουδήποτε άλλου προσώπου,
(β) τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (3), στην παρουσία μέλους της Αστυνομίας, με οποιοδήποτε συγγενικό πρόσωπο ή με τον εργοδότη του ή με άλλο πρόσωπο της επιλογής του και στην περίπτωση προσώπου κάτω των δεκαοκτώ ετών με οποιοδήποτε από τους γονείς ή κηδεμόνες του, για να τους ενημερώσει για τη σύλληψη ή κράτησή του και για τον αστυνομικό σταθμό ή χώρο κράτησης ή προτιθέμενης κράτησής του, ανάλογα με την περίπτωση.»
168. Ο Ν.163(Ι)/2005 ενσωματώνει τις πρόνοιες της Οδηγίας 2012/13/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 22ας Μαΐου 2012 σχετικά με το δικαίωμα ενημέρωσης στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών («Οδηγία 2012/13/ΕΕ») η οποία με τη σειρά της στηρίζεται στα Άρθρα 5 και 6 της ΕΣΔΑ όπως έχουν ερμηνευθεί από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου («ΕΔΔΑ») [βλ. αιτιολογική σκέψη (14) της Οδηγίας 2012/13/ΕΕ]. Στηρίζεται επίσης στην Οδηγία 2013/48/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 22ας Οκτωβρίου 2013 σχετικά με το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας και διαδικασίας εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, καθώς και σχετικά με το δικαίωμα ενημέρωσης τρίτου προσώπου σε περίπτωση στέρησης της ελευθερίας του και με το δικαίωμα επικοινωνίας με τρίτα πρόσωπα και με προξενικές αρχές κατά τη διάρκεια της στέρησης της ελευθερίας («Οδηγία 2013/48/ΕΕ») στην οποία θα γίνει αναφορά στη συνέχεια.
169. Η επάρκεια της ταχύτητας με την οποία μεταδίδεται η πληροφόρηση της σύλληψης αξιολογείται σε κάθε περίπτωση σύμφωνα με τις ιδιαίτερες περιστάσεις της. Ωστόσο, οι λόγοι δεν χρειάζεται να αναφέρονται στο σύνολό τους από τον αστυνομικό που διενεργεί τη σύλληψη κατά τη στιγμή της σύλληψης (βλ. Khlaifia a.o v Italy [GC], Application no. 16483/12, 15/12/2016, § 115, Fox, Campbell and Hartley v the United Kingdom, Application no. 12244/86; 12245/86; 12383/86, 30/8/1990, § 40 και Murray v the United Kingdom [GC], Application no. 14310/88, 28/10/1994, § 72). Ενημέρωση εντός λίγων ωρών από τη σύλληψη θεωρείται επαρκής (βλ. Kerr v the United Kingdom, Application no. 40451/98, 7/12/1999 και Fox, ανωτέρω, § 42). Οι λόγοι δεν χρειάζεται να αναφέρονται στο κείμενο οποιασδήποτε απόφασης που επιτρέπει την κράτηση και δεν χρειάζεται να είναι γραπτοί ή σε οποιαδήποτε ειδική μορφή (βλ. X. v Germany, Application Νο 8098/77, Commission decision, 13/12/1978 και Kane v Cyprus, Application no. 33655/06, 13/9/2011). Στο ίδιο πνεύμα κινείται και η νομολογία του ΔΕΕ (βλ. Προδικαστική Παραπομπή, C–608/21, 25/5/2023, §§ 54 – 56, στην οποία παρέπεμψε η εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής).
170. Σχετικός είναι και ο περί του Δικαιώματος σε Διερμηνεία και Μετάφραση κατά την Ποινική Διαδικασία Νόμος, Ν. 18(Ι)/2014 [«Ν.18(Ι)/2014»] ο οποίος ενσωματώνει την Οδηγία 2010/64/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 20ής Οκτωβρίου 2010 σχετικά με το δικαίωμα σε διερμηνεία και μετάφραση κατά την ποινική διαδικασία («η Οδηγία 2010/64/ΕΕ»).
171. Σκοπός της Οδηγίας 2010/64/ΕΕ, μεταξύ άλλων, ήταν να διευκολύνει στην πράξη το δικαίωμα σε διερμηνεία υπόπτων και κατηγορουμένων σε διερμηνεία και μετάφραση κατά την ποινική διαδικασία, ώστε να διαφυλάσσεται το δικαίωμά τους σε δίκαιη δίκη [βλ. § (14) του προοιμίου της Οδηγίας 2010/64/ΕΕ].
172. Με βάση το άρθρο 4 (1) του Ν.18(Ι)/2014, η κατά περίπτωση αρμόδια αρχή παρέχει διερμηνεία, χωρίς καθυστέρηση, σε ύποπτο ή κατηγορούμενο που δεν ομιλεί ή/και δεν κατανοεί τη γλώσσα στην οποία διεξάγεται η ποινική διαδικασία, κατά τη διεξαγωγή της ποινικής διαδικασίας ενώπιον ανακριτικών ή/και δικαστικών αρχών, περιλαμβανομένων των αστυνομικών ανακρίσεων, όλων των ακροαματικών διαδικασιών ενώπιον δικαστηρίου και των τυχόν αναγκαίων ενδιάμεσων ακροάσεων. Όπως εξηγείται στην § (18) στο προοίμιο της Οδηγίας 2010/64/ΕΕ, η διερμηνεία προς όφελος των υπόπτων ή κατηγορουμένων θα πρέπει να παρέχεται χωρίς καθυστέρηση. Εντούτοις, όποτε μεσολαβεί ορισμένο χρονικό διάστημα προτού η διερμηνεία καταστεί διαθέσιμη, τούτο δεν θα πρέπει να συνιστά παράβαση της υποχρέωσης να διατίθεται διερμηνεία χωρίς καθυστέρηση, εφόσον το χρονικό αυτό διάστημα είναι εύλογο δεδομένων των συνθηκών.
173. Περαιτέρω, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι ο ύποπτος ή ο κατηγορούμενος είναι σε θέση να ασκήσει το δικαίωμα υπεράσπισής του και προκειμένου να διασφαλιστεί η διεξαγωγή δίκαιης δίκης, η κατά περίπτωση αρμόδια αρχή παρέχει, εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, στον ύποπτο ή στον κατηγορούμενο που δεν κατανοεί τη γλώσσα της σχετικής ποινικής διαδικασίας, γραπτή μετάφραση όλων των εγγράφων που είναι ουσιώδη [βλ. άρθρο 5 (1) του Ν.18(Ι)/2014]. Ουσιώδες έγγραφο είναι και το ένταλμα σύλληψης [άρθρο 5 (2) του Ν.18(Ι)/2014].
174. Δεν έχουμε εντοπίσει πουθενά νομολογία η οποία να επιβάλλει σε Αστυνομικό που εκτελεί ένταλμα σύλληψης να παραδίδει ταυτόχρονα με τη σύλληψη μετάφραση του εντάλματος. Το άρθρο 3 του Ν.163(Ι)/2005 δεν διαφοροποιεί την ερμηνεία του Άρθρου 5.2 της ΕΣΔΑ όπως αυτή αναλύθηκε ανωτέρω, ότι δηλαδή η διερμηνεία δεν είναι αναγκαίο να είναι ταυτόχρονη με τη σύλληψη. Η οποιαδήποτε καθυστέρηση ή μη συμμόρφωση εξετάζεται στο πλαίσιο της δίκαιης δίκης στο τέλος και σε συνάρτηση με δυσμενή επίδραση στα δικαιώματα κατηγορουμένου κατά τρόπο συγκεκριμένο και όχι in abstracto. Η Καναδική νομολογία στην οποία παρέπεμψε ο συνήγορος Υπεράσπισης και ειδικότερα η R v Mian [2014] 2 SCR 689, δεν αφορούσε εκτέλεση εντάλματος σύλληψης και διερμηνεία. Αφορούσε σύλληψη χωρίς ένταλμα προσώπου που επέβαινε σε αυτοκίνητο μετά από παρακολούθηση. Υπήρξε αντικανονικότητα στον αρχικό περιορισμό του αφού έγινε με προφάσεις και χωρίς πραγματικό λόγο, έστω και αν στη συνέχεια εντοπίστηκαν ναρκωτικά στο όχημα του.
175. Αξίζει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με το άρθρο 4 (7) του Ν.18(Ι)/2014, όταν παρίσταται ανάγκη, η κατά περίπτωση αρμόδια αρχή δύναται να παρέχει διερμηνεία μέσω χρήσης τεχνολογίας επικοινωνιών, όπως της τηλεδιάσκεψης, του τηλεφώνου ή/και του διαδικτύου, εκτός αν η προσωπική παρουσία του διερμηνέα είναι απαραίτητη για διασφάλιση της διεξαγωγής δίκαιης δίκης (βλ. επίσης άρθρο 2.6. της Οδηγίας 2010/64/ΕΕ).
176. Εν προκειμένω, οι αστυφύλακες που συμμετείχαν στη σύλληψη, ΜΚ 1 ΔεΔ και ΜΚ 3 ΔεΔ, ανέφεραν ότι η επικοινωνία έγινε στα αγγλικά, χρησιμοποιώντας και διαδικτυακό λεξικό. Οι ίδιοι κατέθεσαν επίσης και για τη γνώση που είχαν της αγγλικής γλώσσας. Αποτέλεσε θέση όλων των αστυνομικών μαρτύρων ότι η επικοινωνία σε κάθε στάδιο από τη σύλληψη και μετά αλλά και κατά τις έρευνες γινόταν στα αγγλικά και η κατηγορούμενη κατανοούσε και απαντούσε στα αγγλικά. Η θέση της ίδιας βέβαια, ήταν ότι γνώριζε μόνο βασικά αγγλικά. Η μαρτυρία της ΜΥ 2 ΔεΔ δεν προσθέτει οτιδήποτε αφού στην ουσία δέχθηκε ότι δεν γνώριζε το επίπεδο γνώσης της αγγλικής γλώσσας της κατηγορούμενης.
177. Προκύπτει από τη μαρτυρία της κατηγορουμένης ότι σε προγενέστερο χρόνο είχε μιλήσει με τον ΜΚ 8 ΔεΔ στο αεροπλάνο στα αγγλικά. Παρά τη διαφωνία των δύο ως προς την έκταση των συνομιλιών τους μπορούμε να καταλήξουμε σε ασφαλές συμπέρασμα ότι από τη συνομιλία τους έγινε αντιληπτό ότι η κατηγορούμενη ασχολείτο τουλάχιστον στη χώρα διαμονής της με κτηματομεσιτικά. Του έδωσε μάλιστα την κάρτα της. Αυτό είναι δεδομένο ανεξάρτητο του επιπέδου γνώσης του ΜΚ 8 ΔεΔ της αγγλικής γλώσσας.
178. Σε τούτο θα πρέπει να προστεθεί και η αναφορά της ίδιας της κατηγορουμένης ενώπιον του Δικαστηρίου (σελ. 549 – 550 των πρακτικών και § 47, ανωτέρω) ότι αντιλήφθηκε ότι ήταν υπό σύλληψη. Η αναφορά της ΜΚ 3 ΔεΔ, «You sell our grandmothers’ property on the occupied side» ήταν μεν ατυχής και αντιεπαγγελματική, τούτο δεν αναιρεί δε ότι ο ΜΚ 1 ΔεΔ είχε διαβάσει και εξηγήσει τα αδικήματα στην κατηγορούμενη έστω και με την βοήθεια διαδικτυακού λεξικού. Αυτό δεν αμφισβητήθηκε από πλευράς Υπεράσπισης. Ο ΜΚ 1 ΔεΔ, επομένως κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια ενημέρωσης της.
179. Θα πρέπει επίσης να επισημάνουμε ότι η κατηγορούμενη είχε λάβει το έντυπο δικαιωμάτων στα γερμανικά ενώ ακολούθως της εξηγήθηκαν τα αδικήματα εκ νέου από τη διερμηνέα, ΜΚ 10 ΔεΔ. Δεν έχουμε κανέναν λόγο να μη δεχθούμε τη μαρτυρία της ΜΚ 10 ΔεΔ για τούτο το ζήτημα.
180. Δεν μας διαφεύγει ότι αυτό που ελέγχεται είναι αν η διαδικασία εκτέλεσης του εντάλματος σύλληψης έπασχε. Το Δικαστήριο πρέπει να ικανοποιηθεί ότι η κατηγορούμενη κατά τη σύλληψη της κατανόησε τους λόγους. Κρίνουμε ότι η σύλληψη έγινε κανονικά και ότι οι λόγοι της εξηγήθηκαν και έγιναν επαρκώς αντιληπτοί από την κατηγορούμενη. Οι ισχυρισμοί που προέβαλε η κατηγορούμενη δεν μας δημιουργούν αμφιβολία.
Ζ.2. Η ΕΡΕΥΝΑ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 10 ΠΔ
181. Η θέση της Κατηγορούσας Αρχής είναι ότι δεν υποβλήθηκε ένσταση για τους λόγους για τους οποίους παραλήφθηκαν τα εν λόγω αντικείμενα ως Τεκμήρια (σελ. 35 της αγόρευσης). Παρά ταύτα και η Κατηγορούσα Αρχή υποστηρίζει ότι τα επίδικα Τεκμήρια λήφθηκαν δυνάμει του άρθρου 10 ΠΔ. Το Δικαστήριο συνεπώς οφείλει να εξετάσει τις προϋποθέσεις που το άρθρο 10 ΠΔ θέτει και αν αυτό τυγχάνει εφαρμογής ή όχι. Σημειώνουμε ότι η θέση της Υπεράσπισης ήταν ότι όλα τα Τεκμήρια κατασχέθηκαν αντισυνταγματικά (βλ. σελ. 13 και επέκεινα της αγόρευσης).
182. Σύμφωνα με το άρθρο 10 (1) ΠΔ:
«10.-(1) Όταν συλλαμβάνεται πρόσωπο, ο αστυνομικός ο οποίος προβαίνει στη σύλληψη ή στον οποίο το πρόσωπο που συλλήφθηκε παραδίδεται δύναται να το ερευνήσει, χρησιμοποιώντας τέτοια βία η οποία είναι ευλόγως αναγκαία για το σκοπό αυτό και δύναται να κατάσχει κάθε αντικείμενο ή έγγραφο που βρέθηκε στην κατοχή του προσώπου αυτού το οποίο ο αστυνομικός έχει επαρκή λόγο να πιστεύει ότι δύναται να αποτελέσει ουσιώδη μαρτυρία εναντίον του προσώπου που ερευνήθηκε ή άλλου προσώπου, σε ποινική κατηγορία και δύναται, σε κάθε περίπτωση, να αφαιρέσει από το πρόσωπο που συλλήφθηκε οποιοδήποτε όργανο βίας ή άλλο επιθετικό όπλο το οποίο το πρόσωπο αυτό έχει μαζί του.» (Έμφασις δική μας)
183. Πρόκειται για κωδικοποίηση των αρχών του κοινοδικαίου [βλ. Ποινική Δικονομία στην Κύπρο, ανωτέρω, σελ. 54 και Halsbury’s Laws of England (3rd edn Butterworths, London 1955), Vol 10, σελ. 356, § 652[3] με αναφορά στις Dillon v O'Brien and Davis (1887) 16 Cox CC 245, Tyler and Witt v London and South Western Rail Co. (1884) Cab & El 285 και Elias v Pasmore [1934] 2 KB 164].
184. Στην Αγγλία έχει θεσμοθετηθεί σχετική διάταξη η οποία διαφέρει από την αντίστοιχη Κυπριακή (βλ. PACE 1984, s. 32].
185. Στις ΗΠΑ και στον Καναδά, όπου συνεχίζει να υφίσταται εξουσία έρευνας προσώπου μετά από σύλληψη δυνάμει του κοινοδικαίου έχουν τεθεί νομολογιακά παράμετροι άσκησης τέτοιας εξουσίας. Στις ΗΠΑ τέτοιες έρευνες έχουν κριθεί συνταγματικές και δεν προσκρούουν στην 4η τροποποίηση του Συντάγματος (4th Amendment[4]). Ομοίως και στον Καναδά έχουν κριθεί συνταγματικές (βλ. Section 8, Canadian Charter of Rights and Freedoms[5]).
186. Στις ΗΠΑ, η έρευνα και κατάσχεση αντικειμένων από συλληφθέντα γίνεται με σκοπό την κατάσχεση επιθετικού όπλου που μπορεί να χρησιμοποιηθεί κατά του αστυφύλακα ή για αποφυγή της σύλληψης και για παρεμπόδιση καταστροφής ή απόκρυψης μαρτυρίας/ τεκμηρίων (evidence) [βλ. Chimel v California, 395 U.S. 752, 754, 763[6] [1969]].
187. Στον Καναδά, αστυνομικός έχει εξουσία έρευνας σε συλληφθέντα και να κατάσχει οτιδήποτε στην κατοχή του (ή στον περιβάλλοντα χώρο) για να διασφαλιστεί η προστασία του αστυνομικού, να παρεμποδιστεί απόδραση και για σκοπούς εξασφάλισης μαρτυρίας/τεκμηρίων (evidence) εναντίον του (βλ. Cloutier v Langlois [1990] 1 SCR 158, 180 – 181[7]).
188. Στην Κύπρο, ο αστυνομικός που διενεργεί τη σύλληψη για να κατάσχει έγγραφο ή αντικείμενο πρέπει «να έχει επαρκή λόγο να πιστεύει ότι δύναται να αποτελέσει ουσιώδη μαρτυρία εναντίον του προσώπου που ερευνήθηκε ή άλλου προσώπου, σε ποινική κατηγορία». Επεκτείνεται δηλαδή πέραν της απλής παρεμπόδισης καταστροφής πιθανής μαρτυρίας ή τεκμηρίων. Αξίζει να αναφερθεί ότι ο Δ. Alito στην απόφαση μειοψηφίας στην Riley v California, 573 U.S. 373, 134 S.Ct. 2473, 2495 – 2496 [2014], υποστήριξε ότι η εξουσία αυτή αναγνωρίζεται και στην Αμερικανική νομολογία. Αυτή ήταν και η θέση που υιοθετούσε και Αγγλική νομολογία παλαιότερα.
189. Στην Ghani a.o. v Jones [1969] 3 All ER 1700 αναφέρθηκαν τα ακόλουθα από τον L. Denning M.R., στη σελ.1705.
‘…The police officers must have reasonable grounds for believing that the article in question is either the fruit of the crime (as in the case of stolen goods) or is the instrument by which the crime was committed (as in the case of the axe used by the murderer) or is material evidence to prove the commission of the crime (as in the case of the car used by a bank raider or the saucer used by a train robber)’.
190. Και σε μετάφραση (από το σύγγραμμα, Ποινική Δικονομία στην Κύπρο, ανωτέρω, σελ. 55)
« … η πίστη αξιωματούχων του αστυνομικού σώματος ότι το αντικείμενο υπό εξέταση συνιστά είτε απόρροια του εγκλήματος (ως στην περίπτωση κλοπιμαίων αγαθών) είτε αποτελεί το εργαλείο με το οποίο διαπράχθηκε το έγκλημα (ως στην περίπτωση του πέλεκυ ο οποίος χρησιμοποιείται από τον δολοφόνο) είτε συνιστά ουσιαστική μαρτυρία για την απόδειξη του εγκλήματος (ως η περίπτωση του αυτοκινήτου το οποίο χρησιμοποιείται από τον διαρρήκτη τράπεζας ή το πιατάκι το οποίο χρησιμοποιήθηκε από τον ληστή τρένου) πρέπει να είναι εύλογη υπό το φως των γεγονότων για τα οποία είναι ενήμερος.»
191. Η νομιμότητα των ενεργειών της Αστυνομίας πρέπει να κρίνεται βάσει των γεγονότων της σύλληψης και όχι βάσει των γεγονότων που επακολουθούν (βλ. Ghani, ανωτέρω, σελ. 1705[8]).
192. Επειδή η έρευνα από τη φύση της συνιστά επέμβαση στην ιδιωτική ζωή του συλληφθέντα πρέπει, κατά την άποψη μας, να τηρείται και εδώ η αρχή της αναλογικότητας, ο συσχετισμός δηλαδή, των πραγμάτων και αντικειμένων που κατάσχονται με την υπό εξέταση αξιόποινη πράξη όπως συμβαίνει και με τα εντάλματα έρευνας που εκδίδονται από Δικαστήριο (βλ. Αίτηση του Mohammed κ.α., Πολιτική Έφεση 279/2021, 4/4/2022), ECLI:CY:AD:2022:A151. Η εξουσία επομένως του αστυφύλακα που διενεργεί τη σύλληψη δεν μπορεί να είναι πιο ευρεία απ’ ότι αν εκδιδόταν ένταλμα έρευνας. Σημειώνουμε ότι σε δικαστικά εντάλματα έρευνας επίσης δεν πρέπει να δίδεται από το Δικαστήριο στον αστυφύλακα που θα εκτελέσει το ένταλμα «ανεπίτρεπτα ευρεία διακριτική εξουσία ως προς το τι αυτός θα μπορούσε να αναζητήσει και να παραλάβει» [βλ. Αίτηση της Era Cyprus Ltd κα (2008) 1 ΑΑΔ 1051, 1055].
193. Η εύλογη υπόνοια επομένως πρέπει να τεκμηριώνεται, όχι με βάση τα λεχθέντα του αστυφύλακα στη δίκη αλλά και στη βάση της ένορκης μαρτυρίας που αποτέλεσε τη βάση του εκδοθέντος εντάλματος σύλληψης. Η εύλογη υπόνοια ότι τα αντικείμενα που κατάσχονται από τον αστυφύλακα που εκτελεί τη σύλληψη πρέπει να συνδέεται επομένως με τη μαρτυρία που θεμελίωσε την έκδοση του εντάλματος σύλληψης για συγκεκριμένο διερευνώμενο αδίκημα. Διαφορετικά είναι αδύνατη η άσκηση δικαστικού ελέγχου της έρευνας κατά τη δίκη για αποδιδόμενη αυθαιρεσία στην αστυνομία (βλ. κατά αναλογίαν, Gillan and Quinton v The United Kingdom, Application no. 4158/05, 12/1/2010, § 85).
194. Κατά το Αμερικανικό δίκαιο, η έρευνα πρέπει να είναι ταυτόχρονη με τη σύλληψη. Αυτό σημαίνει ότι η έρευνα πρέπει να γίνει αμέσως πριν τη σύλληψη, την ώρα της σύλληψης ή αμέσως μετά (βλ. Rawlings v Kentucky, 448 U.S. 98, 111 [1980][9]). Αυτό βέβαια, δεν αποτρέπει την Αστυνομία να ερευνήσει συλληφθέντα μετά τη μεταφορά του στο Σταθμό [βλ. United States v Edwards, 415 U.S. 800 [1974] και Curd v City Court of Judsonia, 141 F.3d 839 (8th Cir. 1998)].
195. Περαιτέρω, σε αντίθεση με το άρθρο 10 ΠΔ, η έρευνα μπορεί να επεκταθεί και σε παρακείμενο χώρο της σύλληψης όπως το όχημα και την οικία του συλληφθέντα. Υπό αυτό το φως θα πρέπει να διαβάζεται και η αμερικανική νομολογία (βλ. ενδεικτικά, Preston v United States, 376 U.S. 384 [1964]). Όσο πιο απομακρυσμένος είναι ο κίνδυνος καταστροφής της μαρτυρίας ιδίως αν αυτή δεν μεταφέρεται στο σώμα του συλληφθέντα τόσο πιο πιθανό είναι να κριθεί η έρευνα αντισυνταγματική (βλ. Arizona v Gant, 556 U.S. 332 [2009]). Υπό αυτή την έννοια θεωρούμε ότι κρίθηκε αντισυνταγματική έρευνα σε κλειδωμένες αποσκευές εντός οχήματος [βλ. United States v Chadwick, 433 U.S. 1 [1977] και United States v Johnson, 588 F.2d 147 (5th Cir. 1979)]. Με αυτή την επιφύλαξη κρίνουμε ότι η Αμερικανική νομολογία ως ερμηνευτική του κοινοδικαίου σε αυτό το ζήτημα είναι επίσης καθοδηγητική.
196. Ως προς τη φύση των αντικειμένων που μπορούν να κατασχεθούν, σε σειρά αμερικανικών υποθέσεων, επικυρώθηκε η κατάσχεση από την αστυνομία κατά τη σύλληψη, εγγράφων, ημερολογίων, περιεχομένου πορτοφολιών ακόμη και εντός τσαντών [βλ. Marron v United States, 275 U.S. 192, 193, 198 – 199 [1927] (ledger and bills – κατάσταση λογαριασμών και αποδείξεις), Bozel v Hudspeth, 126 F.2d 585, 587 (CA10 1942) (papers, circulars, advertising matter, memoranda containing various names and addresses – έγγραφα, εγκύκλιοι, διαφημιστικό υλικό, υπομνήματα που περιείχαν διάφορα ονόματα και διευθύνσεις), Hill v California, 401 U.S. 797, 799–802, [1971] (diary – προσωπικό ημερολόγιο), United States v Jeffers, 520 F.2d 1256, 1267–1268 (CA7 1975) (three notebooks and meeting minutes – τρία σημειωματάρια και πρακτικά συναντήσεων), United States v Watson, 669 F.2d 1374, 1383–1384 (CA11 1982) (address book, receipts, and a piece of paper containing names found in wallet – βιβλίο διευθύνσεων, αποδείξεις και ένα κομμάτι χαρτί με ονόματα εντός πορτοφολιού), United States v Richardson, 764 F.2d 1514, 1527 (CA11 1985) (wallet and papers – πορτοφόλι και έγγραφα), United States v Molinaro, 877 F.2d 1341, 1346 – 47 (7th Cir.1989) (wallet – πορτοφόλι), United States v Armendariz–Mata, 949 F.2d 151, 153 (CA5 1991) (notebook – σημειωματάριο) και United States v Rodriguez, 995 F.2d 776, 778 (CA7 1993) (address book – βιβλιάριο διευθύνσεων).
197. Στην ενώπιον μας υπόθεση είναι δεκτό ότι μετά τη σύλληψη της κατηγορουμένης η ώρα 15:20, διενεργήθηκε έρευνα στην ίδια και τις χειραποσκευές της η ώρα 15:40 (βλ. Τεκμήριο 1 ΔεΔ – Ένταλμα Σύλληψης). Επρόκειτο για έρευνα που μπορούσε να γίνει δυνάμει του άρθρου 10 ΠΔ αφού αφορούσε χειραποσκευές που έφερε η ίδια. Αφορούσε τσάντα ώμου και μία κίτρινη ταξιδιωτική βαλίτσα καμπίνας. Κατασχέθηκαν, μεταξύ άλλων, ένα κινητό τηλέφωνο «Samsung» (Τεκμήριο 4 ΔεΔ), ένας εξωτερικός σκληρός δίσκος (Τεκμήριο 5 ΔεΔ) και ένα λευκό φάιλ με αρχιτεκτονικά σχέδια (Τεκμήριο 6Α ΔεΔ και 6Β ΔεΔ, η μετάφραση στα Ελληνικά). Και οι δύο μάρτυρες, ΜΚ 1 ΔεΔ και ΜΚ 3 ΔεΔ ανέφεραν ότι η κατάσχεση έγινε στη βάση εύλογης υποψίας ότι αφορούσαν μαρτυρία για τα διερευνόμενα αδικήματα.
198. Ακολούθησε νέα έρευνα από τη ΜΚ 2 ΔεΔ και τη ΜΚ 7 ΔεΔ η ώρα 17:23 στην τσάντα ώμου και την μικρή κίτρινη ταξιδιωτική τσάντα όπου εντοπίστηκε αυτή τη φορά στην τσάντα ώμου ένα πορτοφόλι το οποίο περιείχε:
(1) Τραπεζικές κάρτες: ADAC (Τεκμήριο 9 ΔεΔ), Raiffeisen Volksbank (Τεκμήρια 10 ΔεΔ, 11 ΔεΔ και 12 ΔεΔ), και Creditwest (Τεκμήριο 13 ΔεΔ).
(2) Κάρτα επιβίβασης (Τεκμήριο 14 ΔεΔ).
(3) Διαβατήριο (Τεκμήριο 15 ΔεΔ).
(4) Σημειωματάριο με χειρόγραφες σημειώσεις (Τεκμήριο 16Α ΔεΔ).
(5) Ένα φύλλο χαρτιού με χειρόγραφες σημειώσεις (Τεκμήριο 17Α ΔεΔ).
199. Με βάση τα ενώπιον μας δεδομένα δεν κρίνουμε ότι κατασχέθηκαν αντικείμενα που δεν θα μπορούσαν να κατασχεθούν νόμιμα. Δεν μας διαφεύγει ότι κατασχέθηκαν και ηλεκτρονικές συσκευές, τηλέφωνα και εξωτερικός σκληρός δίσκος. Όπως αναφέρθηκε, η Κατηγορούσα Αρχή δεν θα επιδιώξει εν τέλει την κατάθεση τους. Απλώς και μόνο για σκοπούς πληρότητας, περιοριζόμαστε στο να αναφέρουμε ότι κατάσχεση τέτοιων συσκευών δυνάμει του άρθρου 10 ΠΔ είναι δυνατή. Από εκεί και πέρα η όποια περαιτέρω έρευνα τους θα πρέπει να εξουσιοδοτείται και να γίνεται στη βάση των προνοιών του Συντάγματος και της σχετικής νομοθεσίας (βλ. Προδικαστική Παραπομπή, C–548/21, 4/10/2024 [§77] και Riley v California, 573 U.S. 373 [2014]). Η απόσυρση αιτήματος για κατάθεση τους ως τεκμηρίων στην υπόθεση θέτει τέλος στην οποιαδήποτε περαιτέρω συζήτηση του θέματος.
200. Αν και δεν αποκλείστηκε το ενδεχόμενο η κίτρινη χειραποσκευή να ήταν κλειδωμένη, κρίνουμε ότι αυτό είναι άνευ σημασίας καθότι δεν μεταβάλλει το γεγονός ότι αποτελούσε αποσκευή που μετέφερε η ίδια, και υποκείμενης επομένως σε έρευνα δυνάμει του άρθρου 10 ΠΔ.
201. Από τη μαρτυρία όμως των αστυφυλάκων δεν διεφάνη πως η κατάσχεση τους συνδεόταν με την υπόθεση και πως υπήρχε εύλογη υπόνοια ότι αφορούσαν τη διερευνώμενη υπόθεση. Όπως έχουμε εξηγήσει, η εύλογη υπόνοια δεν δύναται να αιτιολογηθεί εκ των υστέρων και εκ του αποτελέσματος. Οι αναφορές του ΜΚ 1 ΔεΔ και της ΜΚ 3 ΔεΔ ήταν γενικές και αόριστες. Η εντύπωση που μας δόθηκε ήταν ότι η αρχική κατάσχεση έγινε ως θέμα ρουτίνας. Από πλευράς ΜΚ 2 ΔεΔ και ΜΚ 7 ΔεΔ, δεν εξηγήθηκε γιατί η επιπρόσθετη έρευνα στα προσωπικά αντικείμενα της κατηγορούμενης ήταν αναγκαία και σε ποια βάση κατασχέθηκαν επιπρόσθετα αντικείμενα.
202. Όπως αναφέραμε, ενώπιον μας δεν κατατέθηκε η ένορκη δήλωση που οδήγησε στην έκδοση του εντάλματος σύλληψης. Δεν μπορούμε επομένως να γνωρίζουμε ποια δεδομένα είχαν ενώπιον τους οι αστυφύλακες ούτε πως συσχέτισαν την κατάσχεση των αντικειμένων αυτών με τα διερευνώμενα αδικήματα.
203. Οι περιστάσεις επομένως δημιουργούν αμφιβολία. Απέτυχε ως εκ τούτου η Κατηγορούσα Αρχή να αποδείξει στο επίπεδο που όφειλε ότι η έρευνα εκτυλίχθηκε εντός των ορίων που επιτρέπει το άρθρο 10 ΠΔ. Η έρευνα συνεπώς έγινε κατά παράβαση των προνοιών του Άρθρου 15 του Συντάγματος και του Άρθρου 8 της ΕΣΔΑ.
Ζ.3. Η ΛΗΨΗ ΤΗΣ ΣΥΓΚΑΤΑΘΕΣΗΣ ΚΑΙ Η ΕΠΑΚΟΛΟΥΘΗ ΕΡΕΥΝΑ ΣΤΙΣ ΑΠΟΣΚΕΥΕΣ ΤΗΣ
204. Η υπογραφή της έγγραφης συγκατάθεσης, Τεκμήριο 7 ΔεΔ, από την κατηγορούμενη δεν αμφισβητείται. Εκείνο που αμφισβητείται είναι, εκτός από τη συμπλήρωση συγκεκριμένης φράσης, το εθελούσιο της συναίνεσης.
Ζ.3.1. Η ΣΥΜΠΛΗΡΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΔΙΚΗΣ ΦΡΑΣΗΣ
205. Παρά το γεγονός ότι δεν αμφισβητήθηκε η αντίληψη της κατηγορουμένης ότι το έντυπο Τεκμήριο 7 ΔεΔ αφορούσε γραπτή συναίνεση για έρευνα στις 2 αποσκευές της, αμφισβητήθηκε η συμπλήρωση της φράσης «my travel laggages (gepäk)» από την ίδια. Η μόνη μάρτυρας που μπορούσε να μαρτυρήσει θετικά για την καταγραφή της εν λόγω φράσης ήταν η ΜΚ 2 ΔεΔ. Η κατηγορούμενη ισχυρίστηκε ότι συμπλήρωσε το όνομα, την καταγωγή της, τον αριθμό διαβατηρίου, την ημερομηνία και ότι το υπέγραψε ακολούθως. Διευκρινίζουμε ότι νομικά δεν πρόκειται για ισχυρισμό πλαστογραφίας όπως αναφέρθηκε με την έννοια τουλάχιστον όπως προκύπτει από τον ΠΚ. Είναι δεδομένο ότι αντιλήφθηκε ότι το έγγραφο αφορούσε συγκατάθεση για έρευνα στις 2 αποσκευές της. Από τη στιγμή επομένως που είχε αυτό κατά νουν και υπέγραψε το μόνο που χρειαζόταν να ελεγχθεί είναι αν η συναίνεση ήταν προϊόν αθέμητης πίεσης. Ηγέρθηκε όμως ως γεγονός που άπτεται της όλης διαδικασίας εξασφάλισης της συγκατάθεσης από πλευράς Αστυνομίας. Επομένως το ζήτημα χρήζει επίλυσης.
206. Οι ΜΚ 9 ΔεΔ και ΜΥ 1 ΔεΔ κατέληξαν σε εκ διαμέτρου διαφορετικά συμπεράσματα ως προς την αμφισβητούμενη γραφή. Ο καθένας από αυτούς προέβαλε κατά τρόπο λεπτομερή και αιτιολογημένο τις θέσεις του επικαλούμενοι συγγράμματα και την αστυνομική διάταξη 3/14 (Τεκμήριο 53).
207. Αφού λάβαμε υπόψη τα προσόντα τους – που δεν έχουν αμφισβητηθεί – και την πείρα τους σε συνάρτηση με τη νομική πλευρά του θέματος [βλ. Evangelou a.o. v Ambizas a.o. (1982) 1 CLR 41, 57 – 58] κρίνουμε ότι ο καθένας από αυτούς είναι εμπειρογνώμονας μάρτυρας σε θέματα της ειδικότητας του και ότι κατέθεσαν στο πλαίσιο της εμπειρογνωμοσύνης τους.
208. Παρά το γεγονός ότι το ζήτημα εξετάζεται στο πλαίσιο δίκης εντός δίκης χρειάζεται να αξιολογηθούν οι προβαλλόμενες θέσεις και να εξαχθούν σαφή ευρήματα.
209. Το πρώτο ζήτημα που εξετάσαμε ήταν η βάση στην οποία στηρίχθηκε ο καθένας από τους πραγματογνώμονες. Ο ΜΚ 9 ΔεΔ έλαβε δείγματα δυνάμει και της αστυνομικής διάταξης 3/14. Εν αντιθέσει, ο ΜΥ 1 ΔεΔ παρέλαβε τα αρχικά δείγματα από αυτά που έλαβε ο συνήγορος Υπεράσπισης. Αποτέλεσε κοινή θέση τους ότι τα δείγματα έπρεπε να είναι γραμμένα σε διαφορετικές σελίδες ώστε να μην παραποιείται η γραφή, να υπάρχει αυθορμητισμός και να αποφεύγεται ο επηρεασμός από την προηγούμενη γραφή. Τα δείγματα που έλαβε ο συνήγορος και ο ΜΥ 1 ΔεΔ δεν ήταν γραμμένα σε διαφορετικές σελίδες. Ούτε τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου οι περιστάσεις λήψης των δειγμάτων από τον συνήγορο Υπεράσπισης, αν δηλαδή η κατηγορούμενη είχε δει το Τεκμήριο 7 ΔεΔ προτού δώσει δείγματα. Δεν καταδείχθηκε ότι λήφθηκαν στη βάση που επιτάσσει η βιβλιογραφία (βλ. Βένης, σελ. 66 – Τεκμήριο 47 ΔεΔ).
210. Ο ΜΥ 1 ΔεΔ δεν έλαβε επίσης δείγματα μεμονωμένων γραμμάτων ούτε εξέτασε συγκριτικά δείγματα γραφής της κατηγορούμενης που λήφθηκαν σε ανύποπτο χρόνο. Εκ των πραγμάτων δηλαδή εξέτασε μόνο δείγματα γραφής της κατηγορουμένης μετά που ηγέρθηκε το ζήτημα και μάλιστα δείγματα της ίδιας φράσης.
211. Ο ΜΚ 9 ΔεΔ τήρησε πιο αυστηρά τη διαδικασία λήψης δειγμάτων. Πέραν της καταγραφής της φράσης από την κατηγορούμενη σε διαφορετικές σελίδες (μετά από προφορική υπαγόρευση και ακολούθως με υπόδειξη δακτυλογραφημένου κειμένου) έλαβε δείγματα και γραμμάτων του αλφαβήτου ενώ ανέτρεξε και σε δείγματα γραφής της κατηγορούμενης που λήφθηκαν σε ανύποπτο χρόνο για να συγκρίνει παρόμοια γράμματα ή συνδυασμούς γραμμάτων (βλ. Huber, σελ. 247 – Τεκμήριο 45 ΔεΔ). Δεν μας διαφεύγει ότι η κατηγορούμενη αμφισβήτησε ότι κάποια δείγματα ανύποπτου χρόνου ήταν δικά της. Θεωρούμε όμως ότι ακόμη και αν γίνει δεκτή η θέση της ότι κάποιες λέξεις στις οποίες στηρίχθηκε ο ΜΚ 9 ΔεΔ δεν ήταν δική της γραφή, δεν επηρεάστηκε η συνολική εικόνα των ευρημάτων του η οποία στηρίχθηκε σε μεγάλο εύρος δειγμάτων.
212. Κρίνουμε ότι μπορεί να εξαχθεί ασφαλές συμπέρασμα από τα δείγματα που έλαβε ο ίδιος και από αυτά των καταθέσεων της (βλ. Τεκμήριο 42 ΔεΔ – 1η και 2η σελίδα). Σημειώνουμε ότι η κατηγορούμενη είχε αμφισβητήσει τα δείγματα 2.6, 2.8, 2.9 και 2.10, 3.3. 3.4, 5.2, 5.3, 5.4, 5.5, 5.6 και 5.7 και ότι κάποια από αυτά εντοπίζονται στους συγκριτικούς πίνακες Τεκμήριο 42 ΔεΔ (3η σελίδα), Τεκμήριο 41 ΔεΔ (3η και 4η σελίδα) και Τεκμήριο 43 ΔεΔ (2η σελίδα – μόνο 2 αναφορές 3 γράμματα).
213. Έχουμε προβληματιστεί έντονα για τις εκ διαμέτρου αντίθετες θέσεις που τέθηκαν ενώπιον μας. Κρίνουμε ότι μπορούμε να βασιστούμε χωρίς αμφιβολία στα ευρήματα του ΜΚ 9 ΔεΔ. Θεωρούμε ότι η μεθοδολογία που ακολούθησε οδηγεί και σε ασφαλή συμπεράσματα εν αντιθέσει με αυτή που ακολουθήθηκε από πλευράς Υπεράσπισης. Ο τρόπος λήψης των δειγμάτων από πλευράς Υπεράσπισης κρίνουμε ότι δημιουργεί επισφαλές υπόβαθρο εξαγωγής συμπεράσματος. Οι προβληθείσες θέσεις του ΜΥ 1 ΔεΔ θεωρούμε ότι δεν είναι βάσιμες ούτε δημιουργούν αμφιβολία για το ποιος κατέγραψε την επίδικη φράση. Δεχόμαστε ότι η επίδικη φράση καταγράφηκε από την κατηγορούμενη.
Ζ.3.2. Η ΜΗ ΑΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΣΕ ΔΙΚΗΓΟΡΟ
214. Προβάλλεται επίσης ότι υπέγραψε τη συγκατάθεση χωρίς προηγουμένως να αποποιηθεί το δικαίωμα της σε νομική εκπροσώπηση.
215. Αποτελεί κοινό έδαφος ότι πριν υπογραφεί η συγκατάθεση η κατηγορούμενη είχε λάβει γραπτώς τα δικαιώματα της στη γερμανική γλώσσα (Τεκμήριο 2 ΔεΔ – η απόδειξη παραλαβής). Λήφθηκαν η ώρα 15:30, 2 ώρες και 10 λεπτά πριν τη λήψη της έγγραφης συγκατάθεσης, Τεκμήριο 7 ΔεΔ.
216. Πέραν του δικαιώματος επικοινωνίας με δικηγόρο της επιλογής της [βλ. άρθρο 3(2) του Ν.163(Ι)/2005], σύμφωνα με το άρθρο 3(2Α) του Ν.163(Ι)/2005:
«(2Α) Πρόσωπο το οποίο συλλαμβάνεται από μέλος της Αστυνομίας ως ύποπτος ή ως κατηγορούμενος έχει πρόσβαση σε δικηγόρο κατά τις ακόλουθες χρονικές στιγμές, ανάλογα με το ποιά προκύπτει πρώτη:
(α) Προτού ανακριθεί από την Αστυνομία Κύπρου ή άλλη αρμόδια αρχή·
(β) εγκαίρως προτού προσαχθεί ενώπιον δικαστηρίου·
(γ) κατά τη διενέργεια έρευνας ή συλλογής αποδεικτικών στοιχείων από την Αστυνομία Κύπρου ή άλλη αρμόδια αρχή·
(δ) μετά τη στέρηση της ελευθερίας του, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση» (Έμφασις δική μας)
217. Σύμφωνα με το άρθρο 3.2 της Οδηγίας 2013/48/ΕΕ:
«2. Οι ύποπτοι ή οι κατηγορούμενοι έχουν πρόσβαση σε δικηγόρο χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση. Σε κάθε περίπτωση, οι ύποπτοι ή οι κατηγορούμενοι έχουν πρόσβαση σε δικηγόρο από οποιαδήποτε από τις ακόλουθες χρονικές στιγμές, ανάλογα με το ποια προκύπτει πρώτη:
α) προτού εξεταστούν από την αστυνομία ή άλλη αρχή επιβολής του νόμου ή δικαστική αρχή·
β) κατά τη διενέργεια ερευνητικής πράξης ή άλλης πράξης συλλογής αποδεικτικών στοιχείων από ερευνητική ή άλλη αρμόδια αρχή σύμφωνα με την παράγραφο 3 στοιχείο γ)·
γ) χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση μετά τη στέρηση της ελευθερίας·
δ) όταν έχουν κλητευθεί ενώπιον δικαστηρίου με δικαιοδοσία σε ποινικές υποθέσεις, εγκαίρως πριν παραστούν ενώπιον του εν λόγω δικαστηρίου.» (Έμφασις δική μας)
218. Στις έννοιες, «διενέργεια ερευνητικής πράξης ή άλλης πράξης συλλογής αποδεικτικών στοιχείων», περιλαμβάνονται τουλάχιστον οι αναγνωριστικές παρατάξεις, οι εξετάσεις κατ’ αντιπαράσταση (confrontations) και αναπαραστάσεις [βλ. άρθρο 3.3 γ) και αιτιολογική σκέψη (26) της Οδηγίας 2013/48/ΕΕ]. Στην προδικαστική παραπομπή, C–209/22, 7/9/2023, [§78], αναφέρθηκε ότι οι πρόνοιες του άρθρου 3 της Οδηγίας 2013/48/ΕΕ τίθενται σε εφαρμογή ακόμη και σε ύποπτο που θα υποστεί και σωματική έρευνα.
219. Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη (54) της Οδηγίας 2013/48/ΕΕ, ο βαθμός προστασίας δεν θα πρέπει ποτέ να υπολείπεται από τα πρότυπα της ΕΣΔΑ, όπως αυτά έχουν ερμηνευθεί στη νομολογία του ΕΔΔΑ.
220. Σύμφωνα με τη νομολογία του ΕΔΔΑ το δικαίωμα σε πρόσβαση και συμβουλή από δικηγόρο υφίσταται σε κάθε στάδιο της ποινικής διαδικασίας, συμπεριλαμβανομένου του προδικαστικού σταδίου (βλ. Simeonovi v Bulgaria, Application no. 21980/04, 12/5/2017 [GC], § 114[10]). Έγκαιρη πρόσβαση σε δικηγόρο αποτελεί μέρος των διαδικαστικών εχέγγυων προστασίας κατά της αυτοενοχοποίησης (βλ. Salduz v Turkey, Application no. 36391/02, 27/11/2008 [GC], § 54[11] και F.L.H, ανωτέρω]. Περιορισμός του δικαιώματος σε συνήγορο μπορεί να δικαιολογηθεί μόνο κάτω από τις περιστάσεις που προβλέπονται στο άρθρο 3.5 και 3.6 της Οδηγίας 2013/48/ΕΕ – 3 (2Δ) του Ν.163(Ι)/2005.
221. Στην Ayetullah Ay v Turkey, Applications no. 29084/07 and 1191/08, 27/10/2020, § 135, κρίθηκε ότι η αποστέρηση συνηγόρου σε κρατούμενο, είτε πριν, είτε κατά τη διάρκεια είτε μετά τη διεξαγωγή έρευνας στην οικία του όπου είχε εντοπιστεί το επίδικο τεκμήριο (αφορούσε τηλεφωνική συσκευή) αποτελούσε σοβαρό διαδικαστικό σφάλμα (serious procedural shortcoming) το οποίο υπονόμευσε τη δίκαιη δίκη.
222. Αποτέλεσε κοινό έδαφος των αστυφυλάκων που κατέθεσαν ενώπιον μας ότι η κατηγορούμενη, ύποπτη τον δεδομένο χρόνο, ουδέποτε ζήτησε δικηγόρο παρά το γεγονός ότι στα δικαιώματα που της δόθηκαν εγγράφως αναφερόταν ειδικά το δικαίωμα της. Η ίδια φαίνεται από τη μαρτυρία της ότι είχε αντιληφθεί ότι είχε τέτοιο δικαίωμα τον δεδομένο χρόνο. Δεν ξεκαθάρισε αν εξωτερίκευσε την επιθυμία της στους αστυφύλακες (βλ. §§ 49 και 60, ανωτέρω).
223. Είναι δεδομένο επίσης ότι είχε συνήγορο κατά τη διαδικασία προσωποκράτησής της ενώπιον του Δικαστηρίου στις 8/7/2024.
224. Σύμφωνα με το άρθρο 11 του Ν.163(Ι)/2005:
11.-(1) ...
(2)(α) Σε περίπτωση κατά την οποία συλληφθέν πρόσωπο ζητά να ασκήσει οποιοδήποτε δικαίωμα προβλέπεται στον παρόντα Νόμο, το γεγονός αυτό καταγράφεται στο σχετικό ανακριτικό φάκελο μαζί με την ημερομηνία και ώρα κατά την οποία ασκήθηκε το εν λόγω δικαίωμα.
Νοείται ότι, καταγράφεται στο σχετικό ανακριτικό φάκελο και κάθε περίπτωση, για την οποία δεν ασκήθηκε τέτοιο δικαίωμα αμέσως μετά το χρόνο της σύλληψης ή για την οποία δεν ασκήθηκε σε οποιοδήποτε άλλο χρόνο τέτοιο δικαίωμα, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, καθώς και οι λόγοι μη άσκησης των εν λόγω δικαιωμάτων.
(β) Σε περίπτωση κατά την οποία συλληφθέν πρόσωπο αποφασίζει να μην ασκήσει τα προβλεπόμενα στον παρόντα Νόμο δικαιώματα, το γεγονός αυτό καθώς και οι περιστάσεις υπό τις οποίες δόθηκε η παραίτηση από το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο καταγράφονται στο σχετικό ανακριτικό φάκελο από τον υπεύθυνο των ανακρίσεων και προσυπογράφεται από το συλληφθέν πρόσωπο:
Νοείται ότι, σε περίπτωση άρνησης αυτού να προσυπογράψει, ο υπεύθυνος των ανακρίσεων καταγράφει το γεγονός της άρνησης.
(γ) ….
(3) Στην προβλεπόμενη στην παράγραφο (β) του εδαφίου (2) περίπτωση, σε σχέση με παραίτηση από το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο όπως αυτό προβλέπεται στο άρθρο 3, το δικαίωμα ενημέρωσης και επικοινωνίας με την προξενική ή διπλωματική αποστολή, όπως αυτό προβλέπεται στο άρθρο 5, και το δικαίωμα ενημέρωσης και επικοινωνίας με τρίτα πρόσωπα, όπως αυτό προβλέπεται στο άρθρο 6 εξασφαλίζεται ότι-
(α) Ο ύποπτος ή ο κατηγορούμενος έχει λάβει προφορικά ή εγγράφως σαφή και επαρκή ενημέρωση σε απλή και κατανοητή γλώσσα σχετικά με το περιεχόμενο του συγκεκριμένου δικαιώματος και τις ενδεχόμενες συνέπειες της παραίτησής του από αυτό· και
(β) η παραίτησή του από το δικαίωμα αυτό είναι αναμφισβήτητη και οικειοθελής. (Έμφασις δική μας)
225. Σύμφωνα με το άρθρο 9.2 της Οδηγίας 2013/48/ΕΕ, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν, ότι σε σχέση με παραίτηση από δικαίωμα:
«α) ο ύποπτος ή κατηγορούμενος έχει λάβει προφορικά ή εγγράφως σαφή και επαρκή ενημέρωση σε απλή και κατανοητή γλώσσα σχετικά με το περιεχόμενο του συγκεκριμένου δικαιώματος και τις ενδεχόμενες συνέπειες της παραίτησης από αυτό· και
β) η παραίτηση δίνεται ελεύθερα και χωρίς περιθώρια αμφιβολίας.» (Έμφασις δική μας)
226. Όπως προκύπτει από το Τεκμήριο 2 ΔεΔ, στο Παράρτημα Α(1) περιλαμβάνεται τυποποιημένη «δήλωση κρατουμένου» ότι δεν επιθυμεί εκπροσώπηση δικηγόρου. Εξ όσων έχουμε αντιληφθεί δεν έχει συμπληρωθεί το εν λόγω έντυπο όπως της δόθηκε στη γερμανική. Ενώπιον μας δεν έχει τεθεί από κανένα αστυφύλακα επίσης ότι η κατηγορούμενη αποποιήθηκε ρητά του δικαιώματος της να έχει συνήγορο. Η θέση τους ήταν ότι δεν ζήτησε δικηγόρο.
227. Όπως αναφέρθηκε στην F.L.H., ανωτέρω, (με αναφορά στην Beuze v Belgium, Application no. 71409/10, 9/11/2018 [GC]) η παραίτηση από το δικαίωμα σε δικηγόρο είναι ιδιαίτερα σημαντική πράξη. Πρόκειται για απεμπόληση θεμελιώδους δικαιώματος και γι’ αυτό προβλέπονται σημαντικές διασφαλίσεις από την Οδηγία 2013/48/ΕΕ και τον Νόμο. Ευθυγραμμισμένη είναι και η νομολογία του ΕΔΔΑ, η οποία έχει εντάξει το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο και τα περί παραίτησης από το δικαίωμα αυτό στα πλαίσια εξέτασης του Άρθρου 6 της ΕΣΔΑ. Συνεπώς, στην F.L.H., ανωτέρω, αναφέρεται:
«…, η απεμπόληση του δικαιώματος πρόσβασης σε δικηγόρο πρέπει να είναι εκούσια, να διατυπώνεται κατά τρόπο που δεν επιδέχεται αμφισβήτησης και να τελείται με πλήρη γνώση των συνεπειών της (Pishchalnikov v. Russia, 24.09.2009, 7025/04), όπως ορθά ανέφερε η ευπαίδευτη δικηγόρος της εφεσείουσας. Στα ίδια αυτά πλαίσια, σύμφωνα με τη νομολογία του ΕΔΔΑ, πρέπει να γίνονται εύλογες ενέργειες ώστε να διασφαλίζεται ότι το ύποπτο ή κατηγορούμενο πρόσωπο έχει πλήρη επίγνωση των δικαιωμάτων του και είναι σε θέση να εκτιμήσει τις συνέπειες της παραίτησης του από αυτά (Βλ. Panovits v Cyprus, No. 4268/04, 11.12.2018, Akdağ v. Turkey, Appl. No. 74460/10, 17.9.2019).» (Έμφασις δική μας)
228. Συνεπώς ακόμη και να γίνει δεκτό ότι η κατηγορούμενη δεν ζήτησε να εκπροσωπηθεί από δικηγόρο μετά τη λήψη των δικαιωμάτων της δεν έχουμε πειστεί ότι εξηγήθηκε στην κατηγορούμενη με σαφή και κατανοητό τρόπο το συγκεκριμένο δικαίωμα αλλά και οι πιθανές συνέπειες αποποίησης του. Δεν έχουμε ικανοποιηθεί ότι υπήρξε σαφής αποποίηση του δικαιώματος προτού υπογράψει την εν λόγω συγκατάθεση που επέτρεπε έρευνα στις αποσκευές της. Σε κάθε περίπτωση δεν είμαστε διατεθειμένοι να δεχθούμε ότι το γεγονός ότι δεν ζήτησε εκπροσώπηση από δικηγόρο συνιστούσε παραίτηση του δικαιώματος. Οι αστυφύλακες ΜΚ 2 ΔεΔ, ΜΚ 6 ΔεΔ και ΜΚ 7 ΔεΔ όφειλαν να διαπιστώσουν κατά τρόπο ρητό και ξεκάθαρο αν η κατηγορούμενη επιθυμούσε ή μη νομική συμβουλή προτού της ζητηθεί να συναινέσει σε έρευνα των αποσκευών της.
229. Η έρευνα στις αποσκευές ήταν ανακριτική ενέργεια για την οποία δικαιούτο να λάβει νομική συμβουλή για προστασία των δικαιωμάτων της ιδιωτικής της ζωής αλλά και σε μη αυτοενοχοποίηση της ως αυτό προκύπτει από τα Άρθρα 12.4 και 12.5 του Συντάγματος και Άρθρο 6.2 και 6.3 της ΕΣΔΑ. Δεν μας διαφεύγει ότι σε περίπτωση άρνησης συγκατάθεσης για έρευνα η Αστυνομία θα μπορούσε να απευθυνθεί δικαστικώς για την εξασφάλιση εντάλματος έρευνας. Εκεί όμως θα είχε το βάρος να αιτιολογήσει το μέτρο και θα ελέγχονταν δικαστικώς το αίτημα.
230. Τούτων λεχθέντων, δεν έχουμε κανένα λόγο να αμφισβητήσουμε τα όσα ανέφεραν η ΜΚ 2 ΔεΔ και η μεταφραστής ΜΚ 10 ΔεΔ ως προς το περιεχόμενο της τηλεφωνικής συνομιλίας και την επεξήγηση των διερευνώμενων αδικημάτων και του εντύπου στην κατηγορούμενη.
231. Τίθεται βέβαια το ερώτημα αν η κατηγορούμενη, έστω και χωρίς τη λήψη νομικής συμβουλής, αντιλήφθηκε πλήρως το δικαίωμα της να αρνηθεί την έρευνα.
232. Στη Γεωργίου v Δημοκρατίας, Ποινικές Εφέσεις 105/2019, 118/2019 και 119/2019, 25/6/2021, έγινε ανασκόπηση Αμερικανικής, Καναδικής και νομολογίας του ΕΔΔΑ σε σχέση με την παραίτηση προσώπου από το συνταγματικό δικαίωμα έρευνας οικίας του και να συγκατατεθεί σε έρευνα. Το Ανώτατο Δικαστήριο υπέδειξε ότι η συγκατάθεση, για να είναι έγκυρη και αποτελεσματική, προϋποθέτει γνώση του δικαιώματος του να αρνηθεί την έρευνα καθώς επίσης των συνεπειών της συγκατάθεσης του.
233. Από τα λεχθέντα της ΜΚ 2 ΔεΔ (βλ. § 76, ανωτέρω) φαίνεται να της αναφέρθηκε η επιλογή να μην υπογράψει το έντυπο, ότι δηλαδή θα μπορούσε να μην συναινέσει. Δεν έχουμε όμως ικανοποιηθεί ότι της αναφέρθηκε ότι σε τέτοια περίπτωση δεν θα γινόταν έρευνα. Ότι δηλαδή η μη συναίνεση της είχε σημασία. Η λεπτομέρεια αυτή είναι σημαντική κατά την άποψη μας. Δεν αφορά ζήτημα κακοπιστίας από πλευράς Αστυνομίας. Αφορά ορθή επεξήγηση του δικαιώματος και των προεκτάσεων μη άσκησης του. Σύμφωνα με την ενώπιον μας μαρτυρία, οι χειραποσκευές της και η ίδια είχαν ήδη ερευνηθεί 2 φορές και είχαν κατασχεθεί όλες οι ηλεκτρονικές συσκευές της, τραπεζικές κάρτες, διαβατήριο και σημειώσεις. Δεν είμαστε σίγουροι αν, με τα ενώπιον μας δεδομένα, η κατηγορούμενη ένιωθε πλέον ότι μπορούσε να αρνηθεί ή αν η άρνηση της θα είχε οποιαδήποτε πρακτική αξία για την ίδια και στην τρίτη έρευνα που αφορούσε τις αποσκευές που είχαν επιστραφεί από την αεροπορική εταιρεία.
234. Στη Yunusova and Yunusov v Azerbaijan (No. 2), Application No. 68817/14, 16/7/2020, § 148[12], αναφέρθηκε ότι έρευνες σε αποσκευές και χειραποσκευές ως επίσης και άλλες έρευνες που είχαν γίνει στην οικία και στα γραφεία των αιτούντων συνιστούσαν παραβάσεις ιδιωτικής της ζωής εν τη εννοία του Άρθρου 8 της ΕΣΔΑ. Εντάσσεται λοιπόν η έρευνα σε αποσκευές στην παραβίαση του δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή, ήτοι του Άρθρου 15 του Συντάγματος. Υπό το φως αυτής της απόφασης πρέπει να διαβάζεται και η απόφαση Tinker v Διευθύντριας Τμήματος Τελωνείων (2006) 2 ΑΑΔ 411, 417[13].
235. Δεδομένης της έκτασης των παραβιάσεων, τυπικών και ουσιαστικών, προκύπτει ότι σε αυτό το στάδιο της έρευνας στα αντικείμενα της κατηγορούμενης, έχουν παραβιαστεί τα συνταγματικά της δικαιώματα με τρόπο που οφείλουμε να παρέχουμε δικαστική προστασία και να αποκλείσουμε την κατάθεση τους ως Τεκμηρίων στην υπόθεση.
Η. ΚΑΤΑΛΗΞΗ
236. Η έρευνα και κατάσχεση επομένως, των Τεκμηρίων 6Α, 9, 10, 11, 12, 13, 14, 16, 17 και 18 ΔεΔ ήταν ανεπίτρεπτη και αντισυνταγματική αφού, για τους λόγους που εξηγήσαμε προσέκρουε στις διατάξεις του Άρθρων 15, 12.4 και 12.5 του Συντάγματος.
237. Μαρτυρία ληφθείσα κατά παράβαση συνταγματικού δικαιώματος δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή (βλ. Police v Georghiades (1983) 2 CLR 33). Η κατάθεση τους ως τεκμηρίων στη δίκη ως εκ τούτου δεν επιτρέπεται.
(Υπ.) Ν. Α. Π. Γεωργιάδης, Π.Ε.Δ.
(Υπ.) Ν. Οικονόμου, Α.Ε.Δ.
(Υπ.) Α. Λουκά, Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
[1] Η λέξη είχε καταγραφεί ανορθόγραφα. Διατηρήθηκε ο τρόπος που γράφτηκε γιατί αυτό έχει σημασία του.
[2] ‘Everyone who is arrested shall be informed promptly, in a language which he understands, of the reasons for his arrest and of any charge against him.’
[3] ‘A constable and also, it seems, a private person may upon lawful arrest of a suspected offender take and detain property found in the offender’s possession, if the property is likely to afford material evidence for the prosecution in respect of the offence for which the offender has been arrested.’
[4] ‘The right of the people to be secure in their persons, houses, papers, and effects, against unreasonable searches and seizures, shall not be violated, and no Warrants shall issue, but upon probable cause, supported by Oath or affirmation, and particularly describing the place to be searched, and the persons or things to be seized.’
[5] ‘Everyone has the right to be secure against unreasonable search or seizure.’
[6] ‘When an arrest is made, it is reasonable for the arresting officer to search the person arrested in order to remove any weapons that the latter might seek to use in order to resist arrest or effect his escape. Otherwise, the officer's safety might well be endangered, and the arrest itself frustrated. In addition, it is entirely reasonable for the arresting officer to search for and seize any evidence on the arrestee's person in order to prevent its concealment or destruction.’
[7] ‘..it seems beyond question that the common law as recognized and developed in Canada holds that the police have a power to search a lawfully arrested person and to seize anything in his or her possession or immediate surroundings to guarantee the safety of the police and the accused, prevent the prisoner's escape or provide evidence against him.’
[8] ‘The lawfulness of the conduct of the police must be judged at the time, and not by what happens afterwards’.
[9] ‘…we have no difficulty upholding this search as incident to petitioner's formal arrest. Once petitioner admitted ownership of the sizable quantity of drugs found in Cox's purse, the police clearly had probable cause to place petitioner under arrest. Where the formal arrest followed quickly on the heels of the challenged search of petitioner's person, we do not believe it particularly important that the search preceded the arrest rather than vice versa.’
[10] ‘114. Like the other guarantees of Article 6, the right to legal assistance is applicable from the moment that a “criminal charge” exists within the meaning of this Court’s case-law (see paragraphs 110 and 111 above) and may therefore be relevant during pre-trial proceedings if and in so far as the fairness of the trial is likely to be seriously prejudiced by an initial failure to observe it (see Imbrioscia v. Switzerland, 24 November 1993, § 36, Series A no. 275; Dvorski, cited above, § 76; and Ibrahim and Others, cited above, § 253).’
[11] ’54. …. Early access to a lawyer is part of the procedural safeguards to which the Court will have particular regard when examining whether a procedure has extinguished the very essence of the privilege against self-incrimination…’
[12] «….the inspection of the applicants’ luggage and handbags, regardless of its classification under domestic law, as well as the searches of their home and the Association’s offices and seizure of various materials constituted an interference with the applicants’ “private life”, “home” and “correspondence” within the meaning of Article 8 § 1 of the Convention»
[13] Όπου αναφέρθηκε σε σχέση με έρευνα που διεξήχθη σε αποσκευές χωρίς σύλληψη με βάσει των σχετικών άρθρων του περί Τελωνειακού Κώδικα Νόμου του περί Φόρων Κατανάλωσης Νόμου και του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου, ότι «Πέρα από το απαραβίαστο της κατοικίας που κατοχυρώνει το Άρθρο 16 του Συντάγματος, δεν υπόκειται σε συνταγματικό περιορισμό έρευνα αντικειμένων, διεξαγόμενη βεβαίως στη βάση Νόμου.»
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο