ΜΟΝΙΜΟ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
ΣΥΝΘΕΣΗ: Ν. Α. Π. Γεωργιάδης, Π.Ε.Δ.
Μ. Κ. Λοΐζου, Α.Ε.Δ.
Ν. Οικονόμου, Ε.Δ.
Υπόθεση Αρ.: 13065/2022
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
v.
1. Φ.Τ.
2. Μ.Ζ.
3. Μ.Μ.
4. LARINA ESTATES LTD
5. PHC TSANGARIDES LLC
6. FULLSERVE SECRETARIAL LTD
7. Ε.Μ.
Κατηγορουμένων
Ημερομηνία: 23η Ιανουαρίου 2025.
Εμφανίσεις:
Για την Κατηγορούσα Αρχή: Η κα. Χρ. Κυθραιώτου για Γενικό Εισαγγελέα.
Ο Κατηγορούμενος 1 εμφανίζεται αυτοπροσώπως.
Για τους Κατηγορούμενους 2 και 4: Ο κ. Γ. Παπαϊωάννου μαζί με τον κ. Χρ. Παπαϊωάννου.
Για τον Κατηγορούμενο 3: Ο κ. Μ. Αποστολίδης.
Για τους Κατηγορούμενους 5, 6 και 7: Ο κ. Κ. Ευσταθίου.
Κατηγορούμενοι 1, 2, 3 και 7 παρόντες.
------------------------------------------
ΑΠΟΦΑΣΗ
(Πλειοψηφίας)
Α. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
1. Οι κατηγορούμενοι αντιμετωπίζουν κατηγορίες για αδικήματα που, σύμφωνα με την Κατηγορούσα Αρχή, διαπράχθηκαν στο πλαίσιο αιτήσεων πολιτογράφησης βάσει του Κυπριακού Επενδυτικού Προγράμματος («ΚΕΠ»). Όπως διατείνεται η Κατηγορούσα Αρχή, τα αδικήματα διαπράχθηκαν σε διάφορες ημερομηνίες μεταξύ των ετών 2017 και 2019. Έναυσμα για τη διερεύνηση αποτέλεσε η Έκθεση της Ερευνητικής Επιτροπής των κατ’ Εξαίρεση Πολιτογραφήσεων Αλλοδαπών Επενδυτών και Επιχειρηματιών υπό την προεδρία του πρώην Προέδρου του Ανωτάτου Δικαστηρίου κ. Μ. Νικολάτου. Στο εξής θα γίνεται αναφορά σε «Ερευνητική Επιτροπή» ή σε «πόρισμα»,
Β. ΤΟ ΚΑΤΗΓΟΡΗΤΗΡΙΟ
2. Το κατηγορητήριο αφορά στο σύνολο 18 κατηγορίες. Το αρχικό κατηγορητήριο αφορούσε 16 κατηγορίες. Πριν την έναρξη της δίκης οι κατηγορίες 1 – 6 και 8 – 16 τροποποιήθηκαν, η κατηγορία 7 ανεστάλη και προστέθηκαν οι κατηγορίες 17 και 18.
3. Οι κατηγορούμενοι 1, 5, 6 και 7, αντιμετωπίζουν τις κατηγορίες 1 – 3, 8 – 10, 17 και 18, οι κατηγορούμενοι 2 και 4, όλες τις κατηγορίες και ο κατηγορούμενος 3, τις κατηγορίες 4 – 6 και 11 – 13.
4. Οι κατηγορίες αφορούν τα ακόλουθα αδικήματα:
(1) συνωμοσία για καταδολίευση, κατά παράβαση του άρθρου 302 Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154 («ΠΚ») (κατηγορίες 1 – 6 και 18)·
(2) εξασφάλιση εγγραφής με ψευδείς παραστάσεις, κατά παράβαση των άρθρων 305 και 20 ΠΚ (κατηγορίες 8 – 10)·
(3) δόλια αποφυγή καταβολής ΦΠΑ, κατά παράβαση του άρθρου 46(1) του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου, Ν. 95(Ι)/2000 («Ν.95(Ι)/2000») και του άρθρου 20 ΠΚ (κατηγορίες 11, 12 και 13)·
(4) παροχή αναληθών πληροφοριών, κατά παράβαση του άρθρου 46(3) του Ν.95(Ι)/2000 και του άρθρου 20 ΠΚ (κατηγορίες 14 – 16)· και
(5) πλαστογραφία εγγράφου, κατά παράβαση των άρθρων 331, 333(α), 334, 335 και 20 ΠΚ (κατηγορία 17)·
8. Περαιτέρω με την κατηγορία 18, οι κατηγορούμενοι 1, 2, 4, 5 και 7 κατηγορούνται ότι, μεταξύ των μηνών Νοεμβρίου 2017 και Φεβρουαρίου 2018, συνωμότησαν μεταξύ όπως με δόλιο μέσο καταδολιεύσουν την Κυπριακή Δημοκρατία, δηλαδή να υποβάλουν αίτηση για κατ’ εξαίρεση πολιτογράφηση του αλλοδαπού Β παρουσιάζοντας ως μέρος αυτής την πλαστή συμφωνία πώλησης ημερομηνίας 16/2/2018, ως αυτή αναφέρεται στην 17η κατηγορία, με σκοπό να εκδοθεί πιστοποιητικό πολιτογράφησης του πιο πάνω προσώπου.
9. Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες των κατηγοριών 4 – 6, οι κατηγορούμενοι 2, 3 και 4 κατηγορούνται ότι, σε άγνωστη ημερομηνία μεταξύ της 24/11/2017 και της 21/11/2018, συνωμότησαν μεταξύ τους και με άλλο πρόσωπο όπως, με δόλιο μέσο, καταδολιεύσουν την Κυπριακή Δημοκρατία, δηλαδή να υποβάλουν αιτήσεις στο Τμήμα Φορολογίας του Υπουργείου Οικονομικών ότι διαμερίσματα, στην υπό ανέγερση πολυκατοικία [C] στη Λεμεσό, θα χρησιμοποιούνταν, ως κύριες και μόνιμες κατοικίες ώστε να εφαρμοστεί μειωμένος συντελεστής κατά τον υπολογισμό του οφειλόμενου ΦΠΑ για την αγορά του εν λόγω διαμερίσματος, αποκρύπτοντας την ύπαρξη συμφωνιών διαχείρισης των εν λόγω διαμερισμάτων, με σκοπό το Τμήμα Φορολογίας να πειστεί ότι ικανοποιούνταν οι εκ του νόμου προϋποθέσεις και εγκρίνει τις αιτήσεις. Συγκεκριμένα θα χρησιμοποιούνταν το διαμέρισμα με αριθμό 203, από τον M (κατηγορία 4), το διαμέρισμα με αριθμό 204, από τον B (κατηγορία 5) και, το διαμέρισμα με αριθμό 202, από την E (κατηγορία 6).
10. Με τις κατηγορίες 11 – 13, οι κατηγορούμενοι 2, 3 και 4 κατηγορούνται ότι την 21/11/2018 προέβησαν σε ενέργειες με σκοπό την δόλια αποφυγή καταβολής ΦΠΑ, δηλαδή συνέταξαν και υπέβαλαν στο Τμήμα Φορολογίας, εκ μέρους του M (κατηγορία 11), του B (κατηγορία 12) και της E (κατηγορία 13), Υπεύθυνες Δηλώσεις για επιβολή μειωμένου συντελεστή ΦΠΑ αναφορικά με την αγορά διαμερισμάτων, ενώ γνώριζαν την ύπαρξη συμφωνιών διαχείρισης για τα εν λόγω διαμερίσματα.
12. Όσον αφορά την κατηγορία 15, οι κατηγορούμενοι 2 και 4 κατηγορούνται ότι στις 10/4/2018, κατά τη παροχή πληροφοριών για σκοπούς υπολογισμού του καταβλητέου ΦΠΑ, προέβησαν σε δήλωση που γνώριζαν ότι ήταν αναληθής σε ουσιώδες σημείο, δηλαδή υπέβαλαν φορολογική δήλωση για τη φορολογική περίοδο μεταξύ της 1/12/2017 και της 28/2/2018 χωρίς να συμπεριλάβουν στις εκροές το τιμολόγιο με αριθμό αναφοράς DF18000003 για το ποσό των €590.000,00, εκδοθέν στις 22/2/2018, που αφορούσε την πώληση του διαμερίσματος 204 στην υπό ανέγερση πολυκατοικία [C] στη Λεμεσό και το οποίο εισπράχθηκε αυθημερόν.
13. Τέλος όσον αφορά την κατηγορία 16, οι κατηγορούμενοι 2 και 4 κατηγορούνται ότι στις 9/7/2018, κατά την παροχή πληροφοριών για σκοπούς υπολογισμού του καταβλητέου ΦΠΑ, προέβησαν σε δήλωση που γνώριζαν ότι ήταν αναληθής σε ουσιώδες σημείο, δηλαδή υπέβαλαν φορολογική δήλωση για την φορολογική περίοδο μεταξύ της 1/3/2018 και της 31/5/2018 χωρίς να συμπεριλάβουν στις εκροές το τιμολόγιο με αριθμό αναφοράς DF18000004 για το ποσό των €1.510.000,00, εκδοθέν στις 7/3/2018, που αφορούσε την πώληση του διαμερίσματος 204 στην υπό ανέγερση πολυκατοικία [C] στη Λεμεσό και το οποίο εισπράχθηκε αυθημερόν.
Γ. Η ΠΟΡΕΙΑ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ
14. Η υπόθεση καταχωρίστηκε για σκοπούς παραπομπής ενώπιον του Κακουργιοδικείου την 8/7/2022. Αν και τα αδικήματα μπορούσαν να εκδικαστούν συνοπτικά ήταν η θέση του Γενικού Εισαγγελέα ότι η υπόθεση ήταν τέτοιας φύσης που έπρεπε να εκδικαστεί από το Κακουργιοδικείο. Ως εκ τούτου η υπόθεση παραπέμφθηκε και ορίστηκε ενώπιον του Κακουργιοδικείου για πρώτη φορά στις 8/9/2022.
15. Το αρχικό κατηγορητήριο ενώπιον του Κακουργιοδικείου περιλάμβανε 16 κατηγορίες. Πριν την έναρξη της δίκης, στις 19/2/2023, οι κατηγορίες 1 – 6 και 8 – 16 τροποποιήθηκαν, η κατηγορία 7 ανεστάλη και προστέθηκαν οι κατηγορίες 17 και 18. Οι τροποποιήσεις έγιναν άνευ ενστάσεως.
16. Το κατηγορητήριο περιλάμβανε 24 μάρτυρες. Την ημερομηνία έναρξης της δίκης προστέθηκαν 4 μάρτυρες κατηγορίας, πάλι άνευ ενστάσεως. Αυτοί ήταν ο κ. Α. Χαραλάμπους (ΜΚ 8), ο κ. Λ. Σιακαλλής (ΜΚ 5), ο κ. Γ. Παντελή (ΜΚ 6) και η κα. Μ. Λευκάτου (ΜΚ 4). Στην ειδοποίηση που είχε καταχωριστεί (Έγγραφο Τ2), αναφερόταν ότι οι καταθέσεις τους είχαν ληφθεί στις 12/2/2023 (ΜΚ 8), 15/2/2023 (ΜΚ 5 και ΜΚ 6) και 13/2/2023 (ΜΚ 4), λίγες μέρες δηλαδή πριν την έναρξη της ακρόασης. Αίτημα προσθήκης και άλλου μάρτυρα στη συνέχεια είχε απορριφθεί για τους λόγους που αναφέρθηκαν στην ενδιάμεση απόφαση μας ημερομηνίας 30/4/2024.
17. Περαιτέρω, στις 27/2/2024 η Κατηγορούσα Αρχή δήλωσε ότι δεν θα καλούσε ούτε θα προσέφερε για σκοπούς αντεξέτασης την μάρτυρα κατηγορίας 2 στο κατηγορητήριο, κα [A], επειδή η Κατηγορούσα Αρχή δεν τη θεωρούσε πλέον αξιόπιστη μάρτυρα. Δεν υπήρξε ένσταση από πλευράς Υπεράσπισης, χωρίς βέβαια να αποδέχεται τη θέση της Κατηγορούσας Αρχής ως προς την αξιοπιστία της. Το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν χωρούσε παρέμβαση στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας της Κατηγορούσας Αρχής. Σημειώνουμε ότι οι καταθέσεις της κατατέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου ως τεκμήρια στο πλαίσιο αντεξέτασης άλλου μάρτυρα για περιορισμένο σκοπό (Τεκμήρια 124, 125 και 179). Θα επανέλθουμε στη συνέχεια στο ζήτημα αυτό καθότι συσχετίζεται και με τη μη συμπερίληψη άλλου προσώπου, και συγκεκριμένα του κ. [Κ], ως μάρτυρα στο κατηγορητήριο και αποτέλεσε επιχείρημα της Υπεράσπισης ότι η Αστυνομία ενήργησε προκατειλημμένα.
18. Από πλευράς Κατηγορούσας Αρχής κατέθεσαν ενώπιον του Δικαστηρίου 14 μάρτυρες. Όταν οι κατηγορούμενοι κλήθηκαν να προβάλουν την υπεράσπιση τους, κατέθεσε ενόρκως μόνο ο κατηγορούμενος 1. Οι υπόλοιποι κατηγορούμενοι τήρησαν το δικαίωμα της σιωπής. Παρουσιάστηκαν ως κοινοί μάρτυρες Υπεράσπισης, ο κ. Μ. Ιωάννου (ΜΥ 1), ο κ. Ν. Κυριακίδης (ΜΥ 2) και ο κ. Κ. Γεωργίου (ΜΥ 3).
Δ. ΟΙ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΩΝ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΜΑΡΤΥΡΩΝ
Δ.1. ΟΙ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΙ
19. Οι κατηγορούμενοι 1 και 7 είναι δικηγόροι.
20. Ο κατηγορούμενος 1 είναι ο Διευθύνων Σύμβουλος της δικηγορικής εταιρείας, κατηγορούμενης 5 (βλ. Τεκμήριο 171) και ο Διευθύνων Σύμβουλος της κατηγορούμενης 6 (βλ. Τεκμήριο 172). Η κατηγορούμενη 6 είναι Γραμματέας της κατηγορούμενης 5 (βλ. Τεκμήριο 171).
21. Η κατηγορούμενη 7 είναι εργοδοτούμενη στην κατηγορούμενη 5. Από το 2015 είναι «συνέταιρος» (partner) (βλ. Τεκμήριο 193 και μαρτυρία του κατηγορούμενου 1).
22. Η κατηγορούμενη 4 είναι η εταιρεία η οποία είχε συμβληθεί με τους Μ, Β και Ε για την πώληση των επίδικων διαμερισμάτων.
23. Ο κατηγορούμενος 2 είναι ο Διευθύνων Σύμβουλος της κατηγορούμενης 4 (βλ. Τεκμήριο 170).
24. Ο κατηγορούμενος 3 εργαζόταν στον «όμιλο [Ζ]» από το 2012 μέχρι και το 2020. Αρχικά ήταν «Οικονομικός» και αργότερα «Γενικός Διευθυντής» (βλ. Τεκμήριο 118, της ανακριτικής του κατάθεσης).
25. Τα πιο πάνω αποτέλεσαν κοινό τόπο και προβαίνουμε σε ευρήματα σε σχέση με αυτά.
Δ.2. ΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑΣ
26. Ο Α/Λοχ. 159, Μ. Ηροδότου (ΜΚ 12) υπηρετεί στο ΤΑΕ. Λαμβάνει μέρος στη διερεύνηση υποθέσεων κατ’ εξαίρεση πολιτογραφήσεων που προέκυψαν από το πόρισμα. Είναι ο επικεφαλής της πρώτης ομάδας που αποτελείται από 5 μέλη, υπό την εποπτεία του Υπαστυνόμου Χρ. Χρίστου.
27. Ο Λοχ. 1954, Χ. Θεμιστοκλέους (ΜΚ 10) (Έγγραφο Ζ, η κατάθεση του) υπηρετεί στο ΤΑΕ Επιχειρήσεων Αρχηγείου Αστυνομίας, στο Τμήμα Καταπολέμησης Εγκλήματος. Είναι μέλος της ανακριτικής ομάδας που ανέλαβε τη διερεύνηση της υπόθεσης.
28. Ο Αστ. 2952, Ν. Χειμώνας (ΜΚ 13) υπηρετεί στο ΤΑΕ Επιχειρήσεων του Αρχηγείου Αστυνομίας. Είναι μέλος της ανακριτικής ομάδας που ανέλαβε τη διερεύνηση της υπόθεσης.
29. Η Αστ. 251, Κ. Χάννα (ΜΚ 14) είναι μέλος της ανακριτικής ομάδας που ανέλαβε τη διερεύνηση της υπόθεσης. Είχε προσφερθεί για αντεξέταση και αντεξετάστηκε από τους συνηγόρους Υπεράσπισης.
30. Ο Αστ 3554, Α. Χατζηλύρας (ΜΚ 1) κατέθεσε ως Έγγραφο Α κατάλογο τεκμηρίων. Η μαρτυρία του αφορούσε στην αποσφράγιση και κατάθεση των πρώτων 25 Τεκμηρίων (Τεκμήρια 1 – 25). Δεν είχε άλλη εμπλοκή στην υπόθεση. Μόνο ο συνήγορος των κατηγορουμένων 2 – 4 τον αντεξέτασε. Η ερώτηση αφορούσε την περιγραφή τεκμηρίου στον κατάλογο, Έγγραφο Α. Ο Αστ. ΜΚ 1 δεν ήταν σε θέση να απαντήσει. Το σύνολο της μαρτυρίας του δεν αφορούσε οτιδήποτε ουσιώδες ή αμφισβητούμενο. Η διακίνηση των τεκμηρίων δεν είναι επίδικη. Ούτε το περιεχόμενο των τεκμηρίων. Ως εκ τούτου η μαρτυρία του ήταν καθαρά τυπικής φύσεως, γίνεται αποδεκτή ως αξιόπιστη και δεν θα γίνει άλλη αναφορά σ’ αυτή.
31. Η κα Χ. Καούλλα (ΜΚ 2) εργάζεται στη διοίκηση του Υπουργείου Εσωτερικών (στο εξής «ΥΠΕΣ») από το 2011. Από τις 15/5/2023 κατέχει τη θέση της Διοικητικού Λειτουργού Α΄. Προηγουμένως ήταν Διοικητική Λειτουργός. Από τον Απρίλιο 2007 μέχρι και το 2011 εργαζόταν στο Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης (στο εξής «ΤΑΠΜ») στον κλάδο Ιθαγενειών. Άρχισε να ασχολείται με τις πολιτογραφήσεις επενδυτών από το 2008 όταν εξετάστηκαν οι πρώτες αιτήσεις πολιτογράφησης. Τον επίδικο χρόνο υπηρετούσε ως επικεφαλής της Μονάδας του ΚΕΠ του ΥΠΕΣ. Η ΜΚ 2 υιοθέτησε ως μέρος της κυρίως της εξέτασης τρείς καταθέσεις που έδωσε στην Αστυνομία, την κατάθεση ημερομηνίας 11/8/2021 ως Έγγραφο Β1, την κατάθεση ημερομηνίας 27/12/2021, ως Έγγραφο Β2 και την κατάθεση ημερομηνίας 8/10/2021, ως Έγγραφο Β3. Κατά την αντεξέταση της, κατατέθηκαν ως τεκμήρια καταθέσεις που έδωσε στην Αστυνομία στις 20/1/2020 (Τεκμήριο 36) και στις 9/8/2021 (Τεκμήριο 37).
32. Ο κ. Γ. Παντελή (ΜΚ 6) είναι ο Γενικός Διευθυντής στο Υπουργείο Οικονομικών (στο εξής «ΥΠΟΙΚ») από τις 15/10/2019. Υπηρετεί στο ΥΠΟΙΚ από τον Μάρτιο του 1993. Ο ΜΚ 6 είχε εμπλοκή στη διαδικασία εξέτασης αιτήσεων ως λειτουργός της διεύθυνσης μέχρι και τον Απρίλιο 2013. Στη συνέχεια, μετά τη μετακίνησή του, του είχε ανατεθεί η διεύθυνση οικονομικών μελετών του ΥΠΟΙΚ μέχρι τον Οκτώβριο του 2019. Εκ της θέσεως του υπέβαλλε εισηγήσεις στον πολιτικό του προϊστάμενο για τη διαμόρφωση των νέων οικονομικών κριτηρίων. Ο ΜΚ 6 σπούδασε οικονομικά στο Ηνωμένο Βασίλειο. Μετά την αποφοίτησή του εργάστηκε στον ιδιωτικό τομέα για περίοδο 3 ετών και ακολούθως προσλήφθηκε στο ΥΠΟΙΚ όπου ενασχολήθηκε αρχικά με οικονομικές μελέτες. Στη συνέχεια εργάστηκε στη Διεύθυνση Προϋπολογισμού όπου ανελίχθηκε μέχρι τη θέση του Ανώτερου Οικονομικού Λειτουργού και ακολούθως διορίστηκε διευθυντής της Διεύθυνσης Οικονομικών και Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η ενασχόλησή του στο ΥΠΟΙΚ του επέτρεψε να εμπλακεί στον καθορισμό της εκάστοτε οικονομικής και δημοσιονομικής πολιτικής. Από τη θέση του ως διευθυντής οικονομικών μελετών συμμετείχε σε διάφορες ομάδες εργασίας και επιτροπές της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως την Χρηματοοικονομική Οικονομική Επιτροπή, των ευρωπαϊκών μηχανισμών σταθερότητας όπου είναι μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου. Προεδρεύει του κέντρου Οικονομικών Ερευνών του Πανεπιστημίου Κύπρου και προεδρεύει επίσης της Συνεργατικής Εταιρείας Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων του κράτους.
33. Η κα Μ. Λευκάτου (ΜΚ 4) (Έγγραφο Γ, η κατάθεση της ημερ. 13/2/2023) εργάζεται στο ΤΑΠΜ από το 2008 και από τον Μάιο του 2018 είναι Διοικητικός Λειτουργός A' στον Κλάδο Ιθαγενειών. Η ΜΚ 4 υιοθέτησε την κατάθεση της ως μέρος της κυρίως της εξέτασης. Η μαρτυρία της αφορούσε την πολιτογράφηση των Μ, Β και Ε. Κατέθεσε επίσης τα πιστοποιητικά πολιτογράφησης των Μ (Τεκμήριο 55), Β (Τεκμήριο 56) και Ε (Τεκμήριο 57). Η ΜΚ 4 δεν αντεξετάστηκε ούτε αμφισβητήθηκε. Η μαρτυρία της γίνεται αποδεκτή στο σύνολο της και προβαίνουμε σε ανάλογα ευρήματα. Θα αναφερθούμε σ’ αυτά στη συνέχεια.
34. Ο κ. Λ. Σιακαλλής (ΜΚ 5) (Έγγραφο Δ, η κατάθεση του ημερ. 15/2/2024) είναι Υπεύθυνος Λειτουργός Συμμόρφωσης στη Finstella Ltd, πρώην RCB Bank από τις 30/7/2018.
35. Η κα Μ. Σκέττου (ΜΚ 7) είναι Λειτουργός Εξυπηρέτησης στην Υπηρεσία Αναδιάρθρωσης Χρεών της Τράπεζας Κύπρου από τον Νοέμβριο 2019. Εργαζόταν προηγουμένως από το 2014 στην ίδια υπηρεσία αλλά με άλλα καθήκοντα. Η κα Σκέττου έδωσε δύο καταθέσεις στην Αστυνομία, στις 22/9/2021 (Έγγραφο Ε1) και στις 15/2/2024 (Έγγραφο 2).
36. Ο κ. Α. Χαραλάμπους (ΜΚ 8) είναι Δημοτικός Μηχανικός, προϊστάμενος των Τεχνικών Υπηρεσιών του Δήμου Λεμεσού από το 2001. Μεταξύ των καθηκόντων του περιλαμβάνονται η εξέταση πολεοδομικών αδειών και αδειών οικοδομής. Σε σχέση με την επίδικη οικοδομή ετοιμάστηκε από τον ίδιο επιστολή – έκθεση ημερομηνίας 12/2/2024 (Τεκμήριο 80) στην οποία επισυνάφθηκαν και παραρτήματα (Τεκμήριο 81).
37. Ο κ. Μ. Αγγελίδης (ΜΚ 9) (Έγγραφο ΣΤ, η κατάθεση του) είναι εγκεκριμένος εκτιμητής μέλος του ΕΤΕΚ από το 1999. Ετοίμασε έκθεση εκτίμησης (Τεκμήριο 75) για την Τράπεζα Κύπρου σε σχέση με το επίδικο κτήριο «Corniche». Την εκτίμηση τη διενήργησε τον Μάρτιο του 2018 (12/3/2018) για σκοπούς δανειοδότησης της κατηγορούμενης 4.
38. Ο κ. Γ. Γεωργίου (ΜΚ 3) εργάζεται στο Τμήμα Φορολογίας. Είναι προϊστάμενος της Μονάδας Οικονομικής Απάτης του Τμήματος Φορολογίας από το 2018. Ήταν ο εξεταστής της υπόθεσης των φορολογικών θεμάτων που προέκυψαν με τους τρείς επενδυτές και την κατηγορούμενη 4.
39. Ο κ. Χ. Νουσιάδης (ΜΚ 11) (Έγγραφα Η1 και Η2, ημερ. 28/4/2022 και 24/5/2022, οι ανακριτικές καταθέσεις του) εργοδοτείτο μέχρι το 2020 (2007 – 2015 και 2016 – 2020) στον όμιλο εταιρειών «[D.Z.] Group», ως Υπεύθυνος του Λογιστηρίου του ομίλου. Η κατηγορούμενη 4 δεν ήταν εργοδότρια του. Παράλληλα ασχολείτο ως «Υπεύθυνος Ανθρωπίνου Δυναμικού, με τον μειωμένο συντελεστή, συντήρηση εξοπλισμού, [με] διάφορα σεμινάρια, εισαγωγή προσωπικού από τρίτες χώρες και αδειοδότηση [ήταν] υπεύθυνος της προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και [ετοίμαζε] και το ISO».
40. Όσον αφορά τα πιο πάνω στοιχεία, ιδιότητες ή ενέργειες των μαρτύρων της Κατηγορούσας Αρχής δεν υπήρξε αμφισβήτηση και ως εκ τούτου προβαίνουμε σε ανάλογα ευρήματα.
41. Ο ΜΚ 9 κατέθεσε ως εμπειρογνώμονας εκτιμητής. Ο ΜΚ 6, πέραν της μαρτυρίας του για τα γεγονότα, κατέθεσε και ως ειδικός σε οικονομικά θέματα. Αφού λάβαμε υπόψη τα προσόντα – που δεν έχουν αμφισβητηθεί – και την πείρα τους σε συνάρτηση με τη νομική πλευρά του θέματος (βλ. Evangelou a.o. v Ambizas a.o. (1982) 1 CLR 41, 57 – 58) κρίνουμε ότι ο καθένας από αυτούς είναι εμπειρογνώμονας μάρτυρας σε θέματα της ειδικότητας του.
Δ.3. ΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗΣ
42. Εκτός από τον κατηγορούμενο 1 κατέθεσαν άλλοι τρεις μάρτυρες.
43. Ο κ. Μ. Ιωάννου (ΜΥ 1) είναι διευθυντής της Bolton Technologies Ltd, η οποία παρέχει υπηρεσίες μηχανογράφησης στον «όμιλο [Z]». Ετοίμασε δύο εκθέσεις ημερ. 15/4/2024 (Έγγραφο Θ1) και ημερ. 31/5/2024 (Έγγραφο Θ 2). Το βιογραφικό του περιέχεται στις δύο εκθέσεις. Εξειδικεύεται μεταξύ άλλων σε ζητήματα κυβερνοασφάλειας (cybersecurity) και στην πληροφορική (computer science).
44. Ο Ν. Κυριακίδης (ΜΥ 2) (Έγγραφο Ι, γραπτή δήλωση, Τεκμήριο 197, βιογραφικό του σημείωμα) ασκεί το επάγγελμα του ελεγκτή/οικονομικού συμβούλου επί σειρά ετών. Έχει πολύχρονη εμπειρία στην παροχή χρηματοοικονομικών συμβουλευτικών υπηρεσιών στον σχεδιασμό και την ανάπτυξη μεγάλων έργων στον τομέα των ακινήτων. Συγκεκριμένα έχει ετοιμάσει επιχειρηματικά σχέδια και μελέτες βιωσιμότητας, και έχει διενεργήσει ελέγχους δέουσας επιμέλειας για την ανάπτυξη, κατασκευή και επένδυση σε μαρίνες, γήπεδα «Golf», ξενοδοχεία και μεγάλες κτηριακές αναπτύξεις (οικιστικές, εμπορικές και μεικτές αναπτύξεις) στο παραλιακό μέτωπο της Λεμεσού, σε άλλες περιοχές στη Λεμεσό, στη Αγία Νάπα, στην επαρχία Πάφου και σε άλλες περιοχές της Κύπρου. Σε ορισμένα από τα έργα για τα οποία είχε εκπονήσει μελέτες, του δημόσιου τομέα, αναθέτουσα Αρχή ήταν το Υπουργείο Μεταφορών Επικοινωνιών και Έργων, το Υφυπουργείο Τουρισμού, η Αρχή Λιμένων, ο Δήμος Λεμεσού και άλλοι. Στον «όμιλο [Z]» παρείχε κατά καιρούς συμβουλευτικές υπηρεσίες, αναφορικά κυρίως με θέματα χρηματοδότησης επενδύσεων και αναδιαρθρώσεις δανειακών υποχρεώσεων εταιρειών του ομίλου.
45. Ο κ. Κ. Γεωργίου (ΜΥ 3) (Έγγραφο ΙΑ, η γραπτή του δήλωση) είναι αδειούχος εκτιμητής ακινήτων. Εργάζεται στην C. Pierides Propertyserve LLC και είναι συνέταιρος στην εταιρεία CPCG Propertyserve Valuations Pafos LLC, οι οποίες ασχολούνται με τις εκτιμήσεις όλων των τύπων ακινήτων ενώ παρέχουν και συμβουλευτικές υπηρεσίες για ακίνητα. Τα προσόντα του καταγράφονται στη δήλωση του. Παρουσίασε επίσης αντίγραφα των πτυχίων και πιστοποιητικών του (Τεκμήριο 198). Κατέθεσε Έκθεση Εκτίμησης με ημερομηνία 17/6/2024 για τα επίδικα διαμερίσματα, την οποία συνέταξε ο ίδιος (Τεκμήριο 199).
46. Όσον αφορά τα πιο πάνω στοιχεία, ιδιότητες ή ενέργειες των μαρτύρων Υπεράσπισης δεν υπήρξε αμφισβήτηση και ως εκ τούτου προβαίνουμε σε ανάλογα ευρήματα.
47. Ο ΜΥ 2, πέραν της μαρτυρίας του για κάποια γεγονότα, κατέθεσε ως εμπειρογνώμονας επί οικονομικών ζητημάτων. Ο ΜΥ 3 κατέθεσε ως εκτιμητής ακινήτων. Ο ΜΥ 1, ως ειδικός επί ζητημάτων ηλεκτρονικών υπολογιστών, είχε προβεί στον εντοπισμό και επιβεβαίωση ηλεκτρονικών μηνυμάτων (email) για λογαριασμό της Υπεράσπισης. Αφού λάβαμε υπόψη τα προσόντα τους κρίνουμε ότι ο καθένας από αυτούς είναι εμπειρογνώμονας μάρτυρας σε θέματα της ειδικότητας του και ότι έκαστος κατέθεσε στο πλαίσιο της εμπειρογνωμοσύνης τους.
Ε. Η ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΗΣ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΣΑΣ ΑΡΧΗΣ
48. Η εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής αγόρευσε προφορικά και υιοθέτησε κείμενο αγόρευσης (έκτασης 119 σελίδων). Προέβη σε ανάλυση της μαρτυρίας, των αδικημάτων και της νομολογίας παραπέμποντας και σε σχετική νομολογία. Για σκοπούς εξοικονόμησης χώρου θα αναφερθούμε συνοπτικά στα κύρια σημεία που ήγειρε.
49. Ήταν η θέση της ότι οι πολιτογραφήσεις των τριών αιτούντων εγκρίθηκαν γιατί οι αρμόδιες υπηρεσίες και κατ' επέκταση το Υπουργικό Συμβούλιο, με τα δεδομένα που είχαν ενώπιον τους, ως αυτά είχαν τεθεί κατά την υποβολή των αιτήσεων και ίσχυαν κατά την εξέταση αυτών των αιτήσεων, θεώρησαν ότι οι επενδυτές ικανοποιούσαν τα κριτήρια τόσο το Α1, όσο και το κριτήριο μόνιμης κατοικίας. Τα στοιχεία που προσκομίστηκαν έδειχναν, μεταξύ άλλων, ότι οι αιτούντες ικανοποιούσαν το κριτήριο Α1 της επίδικης απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου του 2016, αφού έδειχναν ότι έκαστος είχε αγοράσει διαμέρισμα €2.000.000 από την κατηγορούμενη 4, μη συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ. Μέρος αυτών των στοιχείων ήταν και οι επιστολές της κατηγορούμενης 5 εταιρείας, του κατηγορούμενου 1, οι οποίες υπογράφτηκαν από την κατηγορούμενη 7 και στις τρεις περιπτώσεις. Εξάγεται, επομένως, ήταν η θέση της, το συμπέρασμα ότι με αυτά τα στοιχεία και χωρίς κάποια ενημέρωση του Υπουργείου για διαφοροποίησή τους, οι κρατικές υπηρεσίες θεωρούσαν ότι η επένδυση των δύο εκατομμυρίων ίσχυε, τόσο κατά τον χρόνο υποβολής των αιτήσεων, όσο και κατά τη διάρκεια εξέτασής τους.
50. Ένα από τα κύρια ερωτήματα που καλείται να απαντήσει το Δικαστήριο, ανέφερε, είναι εάν όντως οι αιτούντες είχαν επενδύσει δύο εκατομμύρια, όπως προνοούσε ρητά η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου. Η απάντηση στο ερώτημα, εισηγήθηκε, είναι αρνητική. Τα τρία εμβάσματα, συνολικά για €1.500.000, που έγιναν με βάση τις συμφωνίες διαχείρισης ύψους €450.000 έκαστη, ήταν επιστροφή χρημάτων και συνεπώς, οι αιτούντες δεν ικανοποιούσαν στην πραγματικότητα το οικονομικό κριτήριο που απαιτείτο. Δεν αγόρασαν τα διαμερίσματα στην τιμή πώλησης των δύο εκατομμυρίων, αλλά πολύ λιγότερα. Σε αυτό συνίσταται, ήταν η θέση της, και η ψευδής παράσταση που τους καταλογίζεται, σε όσους καταλογίζεται, στα αδικήματα της εγγραφής με ψευδείς παραστάσεις. Οι συμφωνίες διαχείρισης δεν ήταν καλόπιστες. Οι εν λόγω συμφωνίες καταρτίστηκαν με σκοπό να καταστεί δυνατή η επιστροφή του μέρους της επένδυσης και να χρησιμοποιηθούν κατ' επέκταση ως δικαιολογητικά για την επιστροφή αυτών των ποσών στα διάφορα πιστωτικά ιδρύματα. Η ύπαρξη τέταρτης συμφωνίας διαχείρισης, για €2.250.000 και για τα τρία διαμερίσματα, ανέφερε, είναι ακόμα μία απόδειξη του συντονισμένου τρόπου που δρούσαν οι κατηγορούμενοι. Ουδείς από τους κατηγορούμενους έδωσε οποιαδήποτε εξήγηση για αυτήν τη συμφωνία για να ανατρέψει το περιεχόμενο της.
51. Ως προς τις κατηγορίες πλαστογραφίας σε σχέση με το αγοραπωλητήριο του Β, ανέφερε ότι ουδέποτε εξασφαλίστηκε πολεοδομική άδεια για το εν λόγω διαμέρισμα και εν τέλει προωθήθηκε αίτηση προς αντικατάσταση όλου του ορόφου με γραφεία.
52. Η εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής αναφέρθηκε επίσης και στο νομικό πλαίσιο των αδικημάτων του ΦΠΑ.
53. Τέλος προέβη και σε απάντηση στους ισχυρισμούς που προέβαλαν οι κατηγορούμενοι για ζητήματα μη δίκαιης δίκης και κατάχρησης.
ΣΤ. ΟΙ ΘΕΣΕΙΣ ΤΩΝ ΣΥΝΗΓΟΡΩΝ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗΣ
54. Ο κατηγορούμενος 1 και ο συνήγορος για τους κατηγορούμενους 2 και 4 κατέθεσαν στο Δικαστήριο πολυσέλιδες αγορεύσεις (154 σελίδες ο κατηγορούμενος 1 και 236, οι κατηγορούμενοι 2 και 4). Ο συνήγορος των κατηγορουμένων 5, 6 και 7 υιοθέτησε τη αγόρευση του κατηγορούμενου 1 κάνοντας κάποιες προσθήκες. Ο συνήγορος για τον κατηγορούμενο 3 κατέθεσε δική του αγόρευση έκτασης 35 σελίδων.
55. Για σκοπούς εξοικονόμησης χώρου και μόνο θα αναφερθούμε πολύ συνοπτικά στις κύριες θέσεις που προέβαλαν. Εννοείται ότι έχουμε λάβει υπόψη μας την επιχειρηματολογία τους ως επίσης αυτή της εκπροσώπου της Κατηγορούσας Αρχής, στο σύνολο της. Το ίδιο πράξαμε και σε σχέση με τη νομολογία που παρέθεσαν προς υποβοήθηση του Δικαστηρίου, ως ήταν άλλωστε και καθήκον τους. Θα αναφερθούμε σε συγκεκριμένα επιχειρήματα όπου κρίνεται σκόπιμο και αναγκαίο.
56. Ο κατηγορούμενος 1, αφού ανέλυσε την προσκομισθείσα μαρτυρία, εισηγήθηκε ότι δεν έχει τύχει δίκαιης δίκης και ότι η Κατηγορούσα Αρχή απέτυχε να αποδείξει τα συστατικά στοιχεία των αδικημάτων πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, σημειώνοντας πρωτίστως ότι δεν αποδείχθηκε ότι η συνομολόγηση των συμφωνιών διαχείρισης απαγορευόταν δυνάμει οποιουδήποτε νόμου ή κανονισμού. Από τις εξηγήσεις των κατηγορουμένων, ανέφερε, μπορούν να εξαχθούν εύλογες διαζευκτικές πιθανότητες.
57. Ειδικώς ως προς το ζήτημα της δίκαιης δίκης, ήγειρε παραλείψεις κατά το στάδιο της διερεύνησης οι οποίες εμπόδισαν την εξασφάλιση μαρτυρίας η οποία μπορούσε να αποτελέσει θεμελιακή πτυχή της υπεράσπισης των κατηγορουμένων. Αντιθέτως οι ανακριτικές αρχές, επηρεασμένες από το πόρισμα, κινήθηκαν με προκατάληψη παραλείποντας να διερευνήσουν ισχυρισμούς των κατηγορουμένων. Έγιναν επίσης ενέργειες ώστε να μην παρουσιαστούν στο δικαστήριο ουσιώδεις μάρτυρες που δεν εξυπηρετούσαν την Κατηγορούσα Αρχή. Ταυτόχρονα επισήμανε ότι η Κατηγορούσα Αρχή προέβη σε τροποποιήσεις του κατηγορητηρίου, προσθήκες μαρτύρων και σε εξασφάλιση νέων καταθέσεων λίγες μέρες πριν την έναρξη της ακρόασης της υπόθεσης, κάτι που καταδεικνύει, ήταν η θέση του, τα κενά της υπόθεσης, και την καταδιωκτική στάση της.
58. Ο συνήγορος των κατηγορουμένων 5, 6 και 7 ανέφερε συμπληρωματικά στα όσα ανέφερε ο κατηγορούμενος 1, ότι για να θεμελιωθεί καταδίκη με βάση το άρθρο 302 ΠΚ πρέπει στις λεπτομέρειες του αδικήματος να αναφέρεται το αδίκημα το οποίο συνωμοτήσαν να διαπράξουν οι κατηγορούμενοι και όχι μόνο η πράξη ή πράξεις. Απαιτείται, ανέφερε, το αντικείμενο της συνωμοσίας να είναι ποινικό αδίκημα που προβλέπεται σε νόμο. Ομοίως, ανέφερε, και στις κατηγορίες των ουσιαστικών αδικημάτων οι καταλογιζόμενες στους κατηγορούμενους συμπεριφορές στις λεπτομέρειες των αδικημάτων είναι αόριστες και «δεν αποδίδουν ψεύδος αλλά συμπεριφορά δεικνύουσα ικανοποίηση του οικονομικού κριτηρίου της επένδυσης των επενδυτών». Τέλος σε σχέση με την κατηγορία πλαστογραφίας ανέφεραν ότι το γεγονός πώλησης διαμερίσματος στο κτήριο είναι αδιαμφισβήτητο.
59. Ο συνήγορος των κατηγορουμένων 2 και 4 στην αγόρευσή του αναφέρθηκε στη μαρτυρία που παρουσιάστηκε σε σχέση με τις κατηγορίες που αντιμετωπίζουν οι κατηγορούμενοι 2 και 4 διαχωρίζοντάς τις κατηγορίες σε τρία κεφάλαια ως επίσης και στο ότι δεν έτυχαν δίκαιης δίκης. Ανέφερε ότι όλες οι κατηγορίες είναι στην ουσία τους παντελώς αβάσιμες, ότι επιβάλλεται η διακοπή της δίκης και η απαλλαγή των κατηγορουμένων 2 και 4 για τον λόγο ότι δεν έτυχαν δίκαιης δίκης και λόγω κατάχρησης για να προστατευθεί το κύρος, η αξιοπιστία και η ακεραιότητα της απονομής της δικαιοσύνης.
60. Ως προς το πρώτο ζήτημα, δηλαδή της επάρκειας της μαρτυρίας, επισήμανε στην αγόρευσή του τα κενά, ως ήταν η θέση του, που εντοπίζονται. Μεταξύ των θεμάτων που έγειρε ήταν ότι η συνομολόγηση συμφωνιών διαχείρισης δεν απαγορευόταν, συνεπώς οι κατηγορούμενοι 2 και 4 δεν μπορούν να τιμωρηθούν για συμπεριφορά της οποίας η απαγόρευση δεν προβλέπεται (αρχή της νομιμότητας). Ανέφερε επίσης ότι δεν αποδείχθηκε η «πλασματικότητα» των συμφωνιών, δεν υπήρξε μαρτυρία για οποιαδήποτε συνωμοσία μεταξύ των κατηγορουμένων και πρωτίστως του Μ, ο οποίος ουδέποτε ανακρίθηκε. Ο συνήγορος Υπεράσπισης αναφέρθηκε επίσης και σε άλλα σημεία της μαρτυρίας όπως την εκτίμηση της αξίας των διαμερισμάτων που είχε γίνει ως επίσης και στην απουσία στοιχείων που να οδηγούν σε συμπέρασμα εταιρικής ποινικής ευθύνης.
61. Το δεύτερο ζήτημα που είχε εγείρει, αυτό της δίκαιης δίκης, το διαχώρισε σε οκτώ ενότητες. Η πρώτη ενότητα αφορούσε τον τρόπο με τον οποίο έγινε η διερεύνηση, δηλαδή την προειλημμένη απόφαση των ανακριτικών αρχών ότι επιστράφηκαν χρήματα στον επενδυτή από τον πωλητή αναγάγοντας δηλαδή ως δεδομένο το ζητούμενο προς διερεύνηση. Η δεύτερη ενότητα αφορά τη μη διερεύνηση σοβαρών επενδύσεων που έγιναν από την οικογένεια των επενδυτών μετά την πολιτογράφηση, γεγονός που καταδείκνυε ότι η πολιτογράφηση δεν ήταν αυτοσκοπός στην επένδυση στην αγορά των διαμερισμάτων. Τρίτη ενότητα, αποτέλεσε η μη αναζήτηση μαρτυρίας για την ενοικιαστική αξία των διαμερισμάτων σε οποιοδήποτε χρόνο της 15ετούς διάρκειας ισχύος των συμφωνιών διαχείρισης παραμένοντας η ανακριτική ομάδα μόνο στην εκτίμηση της αγοραίας αξίας. Η τέταρτη ενότητα αφορούσε στη μη συμπερίληψη και παρουσίαση ως μάρτυρα του κ. [Κ]. Ασκήθηκε, ήταν η θέση του, η διακριτική ευχέρεια της Κατηγορούσας Αρχής με κίνητρα και σκοπό που δεν προάγουν το συμφέρον της δικαιοσύνης. Η πέμπτη ενότητα αφορούσε στη μη επιδίωξη λήψης μαρτυρίας και εκδοχής του φερόμενου συνωμότη Μ τόσο προς τη τιμή πώλησης των διαμερισμάτων και ως προς το λόγο κατάρτισης των εν λόγω συμφωνιών διαχείρισης. Η έκτη ενότητα αφορούσε στη μη υποβολή οποιασδήποτε ερώτησης προς τους κατηγορούμενους όταν αυτοί ανακρίνοντο σε σχέση με συμφωνία διαχείρισης για €2.250.000. Η έβδομη ενότητα στηριζόταν στην προσθήκη κατηγοριών πλαστογραφίας και συνωμοσίας προς καταδολίευση χωρίς να δοθεί ευκαιρία στους κατηγορούμενους να δώσουν τη θέση τους ανακρινόμενοι. Τέλος, η όγδοη ενότητα αφορούσε στον τρόπο με τον οποίο διενεργήθηκε η έρευνα από τις φορολογικές αρχές και τη λήψη στοιχείων από την κατηγορούμενη 4 χωρίς προηγουμένως αυτή να προειδοποιηθεί ότι διερευνούσαν ποινικά αδικήματα εναντίον της.
62. Όσον αφορά στο ζήτημα της κατάχρησης εξουσίας, η αγόρευσή του επικεντρώθηκε σε δυο σημεία. Πρώτο, η φερόμενη συνάντηση του Α/Λοχ. ΜΚ 12, κ. [Κ] και (άλλου) εκπροσώπου της Κατηγορούσας Αρχής η οποία κρατήθηκε μυστική και αποκαλύφθηκε στο στάδιο επανεξέτασης του Α/Λοχ. ΜΚ 12. Το δεύτερο σημείο της κατάχρησης αφορά την αδιαφανή συνάντηση μεταξύ Κατηγορούσας Αρχής και ενδεχόμενου πρόσθετου μάρτυρα, του πρώην Υπουργού Οικονομικών.
63. Ο συνήγορος του κατηγορούμενου 3 ανέφερε ότι ο κατηγορούμενος 3 δεν ανακρίθηκε ποτέ σε σχέση με τα αδικήματα του ΦΠΑ (και συνωμοσίας σε σχέση με τον ΦΠΑ). Δεν διερευνήθηκε επίσης ποτέ, ήταν η θέση του, αν ο κατηγορούμενος 3 σχετιζόταν με τις υποβληθείσες αιτήσεις για μειωμένο συντελεστή ΦΠΑ, ως προς το ποια ήταν τα ακριβή καθήκοντα και εξουσίες του με αποτέλεσμα να έχουν μείνει κενά στην υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής. Δεν μπορεί, ανέφερε, να του καταλογιστεί ευθύνη μόνο με βάση την ιδιότητα του Γενικού Διευθυντή, χωρίς δηλαδή να αποδειχθούν η πραγματική εξουσία και συμμετοχή του στις αποδιδόμενες πράξεις. Σε σχέση με τα αδικήματα συνωμοσίας, ανέφερε ότι δεν έχουν αποδειχθεί η γνώση της παρανομίας της πράξης ως επίσης η επικοινωνία και η συνεργασία των κατηγορουμένων. Ισχυρίστηκε επίσης ότι η Κατηγορούσα Αρχή προώθησε αντικρουόμενες εκδοχές, ότι δηλαδή οι συμφωνίες διαχείρισης ήταν πλασματικές και από την άλλη (για σκοπούς ΦΠΑ) νόμιμη εκμίσθωση των διαμερισμάτων ώστε να αποκλείουν τους αιτούντες του δικαιώματος καταβολής ΦΠΑ με μειωμένο συντελεστή.
Ζ. ΤΟ ΒΑΡΟΣ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΡΧΕΣ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ
64. Το βάρος απόδειξης της κάθε κατηγορίας το φέρει η Κατηγορούσα Αρχή. Το επίπεδο απόδειξης είναι πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Το Δικαστήριο για να καταδικάσει θα πρέπει να είναι σίγουρο για την ενοχή του κατηγορουμένου (βλ. Woolmington v DPP [1935] AC 462(HL), R v Majid [2009] EWCA Crim 2563, ΓΕ v Ismail κ.α., (2016) 2Β ΑΑΔ 891, 943 και The Crown Court Compendium Part I: Jury and Trial Management and Summing Up, Judicial College, June 2023, σελ. 5 – 1 και 5 – 3, §§ 1 και 8).
65. Εάν το Δικαστήριο μετά την αξιολόγηση της μαρτυρίας και τα ευρήματα του, παραμένει με έστω υποβόσκουσα αμφιβολία η αθώωση είναι αναπόφευκτη (βλ. Munteanu v Δημοκρατίας (2013) 2 ΑΑΔ 459, 484 – 485). Ακόμη και η απόρριψη της εκδοχής ενός κατηγορουμένου δεν μεταβάλλει την ανάγκη απόδειξης των κατηγοριών πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας και δεν είναι δυνατόν να καταδικαστεί σε περίπτωση απόρριψης της μαρτυρίας της Κατηγορούσας Αρχής (βλ. ΓΕ v Ευριπίδου (2002) 2 ΑΑΔ 246, 250). Η απόρριψη της εκδοχής ενός κατηγορούμενου είναι μοιραία για την Υπεράσπιση, μόνο αν η υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής παραμένει ισχυρή στο τέλος ώστε να οδηγήσει με την απαιτούμενη ασφάλεια σε καταδίκη (βλ. Τρύφωνος v Αστυνομία, Ποινική Έφεση 41/2019, 8/4/2020, με αναφορά στην Kafalos v The Queen, 19 CLR 121).
66. Κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας δεν περιοριστήκαμε στην ατομική κρίση της αξιοπιστίας κάθε μάρτυρα ξεχωριστά αλλά την αντιπαραβάλαμε και την εξετάσαμε στο πλαίσιο του συνόλου της μαρτυρίας (βλ. Mustafa v [Κ] κ.α. (2002) 1Α ΑΑΔ 165, 172 και Στυλιανίδης v Χατζηπιέρα (1992) 1 ΑΑΔ 1056, 1061) αλλά και των αμοιβαίως αποδεκτών θέσεων.
67. Αμοιβαίως αποδεκτά γεγονότα τα οποία επίσης είναι αξιόπιστα, μπορούν να αποτελέσουν τη βάση ελέγχου της αξιοπιστίας των μαρτύρων (βλ. A Guide for the Magistrate in the Commonwealth: Fundamental Principles and Recommended Practice, January 2017, στη σελ. 83[1] και T. Bingham (LJ), The Judge as Juror: The Judicial Determination of Factual Issues, The Business of Judging, Selected Essays and Speeches (OUP 2000), σελ. 6[2]).
68. Το Δικαστήριο διατηρεί πάντα την ευχέρεια, νοουμένου ότι η σχετική προσέγγιση του αιτιολογείται επαρκώς και ικανοποιητικά, να δεχθεί τη μαρτυρία ενός μάρτυρα, είτε στο σύνολο της είτε εν μέρει (βλ. Kades v Nicolaou a.o. (1986) 1 CLR 212, 216, Ομήρου v Δημοκρατίας (2001) 2 AAΔ 506, 528, Magistrato Gardens Ltd v ΓΕ (2012) 1Α ΑΑΔ 220, 231, Μελικίδης v Παπαγεωργίου κ.α. (2013) 1Α ΑΑΔ 832, 844 και Λαγοποδίδης v Αναστασιάδη κ.α., Πολιτική Έφεση 250/2011, 18/5/2017).
Η. ΤΟ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΩΝ ΚΑΤ’ ΕΞΑΙΡΕΣΗ ΠΟΛΙΤΟΓΡΑΦΗΣΕΩΝ
Η.1. Η ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ
69. Το άρθρο 111Α του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου, Ν.141(Ι)/2002, («Ν.141(Ι)/2002»), όπως ίσχυε κατά τον επίδικο χρόνο μετά την τροποποίηση του Ν.36(Ι)/2013, προέβλεπε τα ακόλουθα:
«(1) Το Υπουργικό Συμβούλιο μπορεί σε πολύ εξαιρετικές περιπτώσεις παροχής υψίστου επιπέδου υπηρεσιών προς τη Δημοκρατία, οι οποίες αναφέρονται στη σχετική απόφαση, να επιτρέψει, για λόγους δημοσίου συμφέροντος, όπως τιμητικά πολιτογραφηθεί αλλοδαπός χωρίς να πληρούνται οι προϋποθέσεις που περιγράφονται στις παραγράφους (1)(α), (1)(β) και (1)(δ) του Τρίτου Πίνακα.
(2) Το Υπουργικό Συμβούλιο μπορεί, υπό όρους ως ήθελε κατά περίπτωση καθορίσει, να επιτρέψει την πολιτογράφηση αλλοδαπών επιχειρηματιών και επενδυτών χωρίς να ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις που περιγράφονται στις παραγράφους (1)(α), (1)(β) και (1)(δ) του Τρίτου Πίνακα.
(3) Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στα ως άνω εδάφια (1) και (2) απαιτείται όπως ενημερώνεται εκ των προτέρων η Βουλή των Αντιπροσώπων.» (Έμφασις δική μας)
70. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 117 του Ν.141(Ι)/2002:
«117.—(1) Το Υπουργικό Συμβούλιο μπορεί με Κανονισμούς που κατατίθενται στη Βουλή των Αντιπροσώπων για έγκριση και δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας να προνοήσει γενικά μεν για την πραγμάτωση των σκοπών του Νόμου αυτού και ειδικά-
(α) Για τον καθορισμό οποιουδήποτε θέματος το οποίο σύμφωνα με το Νόμο αυτό χρειάζεται να καθορισθεί,
….»
Η.2. ΟΙ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ
71. Κατ’ επίκληση του άρθρου 111Α(2) του Ν.141(Ι)/2002, το Υπουργικό Συμβούλιο, με αποφάσεις του, θέσπισε κριτήρια για παραχώρηση κυπριακής υπηκοότητας με κατ’ εξαίρεση πολιτογράφηση σε επενδυτές και σε μέλη των οικογενειών τους. Εν προκειμένω, αποτελεί κοινό έδαφος ότι κατά τους επίδικους χρόνους εφαρμοζόταν η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου με αρ. 81.292, ημερ. 13/9/2016 (ημερ. Δημοσίευσης στην Επίσημη Εφημερίδα Αρ. 4504, 16/9/2016, αρ. γνωστοποίησης 834) (Τεκμήριο 26) (Στο εξής «Απόφαση ΥΣ 13/9/2016») και 84.957, ημερ. 21/5/2018 (ημερ. Δημοσίευσης στην Επίσημη Εφημερίδα Αρ. 4581, 15/6/2018, αρ. γνωστοποίησης 706) (Τεκμήριο 27). Η τελευταία απόφαση αφορούσε τη μετονομασία του προγράμματος σε «Κυπριακό Επενδυτικό Πρόγραμμα» και την αναθεώρηση επί μέρους ζητημάτων, όπως την έκδοση αναθεωρημένου «Κώδικα Συμπεριφοράς» των παρόχων υπηρεσιών.
72. Σχετική με τα εκδικαζόμενα αδικήματα είναι η Απόφαση ΥΣ 13/9/2016. Παρατίθενται αποσπάσματα που αφορούν την επένδυση σε ακίνητα και αφορούν τα εκδικαζόμενα αδικήματα:
«Αναφορικά με τις Αποφάσεις με αρ. 75.148 και 76.668 και ημερ. 24.5.2013 και 19.3.2014, αντίστοιχα, το Συμβούλιο αποφάσισε:
α) Να εγκρίνει τα ακόλουθα αναθεωρημένα κριτήρια και τους όρους για κατ' εξαίρεση πολιτογράφηση αλλοδαπών επενδυτών/ επιχειρηματιών με βάση το εδάφιο (2) του άρθρου 111Α των περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμων του 2002 έως 2013:
i) Μη-Κύπριος πολίτης, ο οποίος πληροί ένα εκ των οικονομικών Κριτηρίων (Α), είτε προσωπικά, είτε μέσω εταιρείας/εταιρειών όπου συμμετέχει ως μέτοχος, αναλογικά με το ποσοστό συμμετοχής του, είτε μέσω επενδύσεων που έχει πραγματοποιήσει ο/η σύζυγός ή που έχουν πραγματοποιηθεί από κοινού με τον/τη σύζυγό του, είτε ως υψηλόβαθμο Διευθυντικό Στέλεχος εταιρείας/εταιρειών που πληροί ένα εκ των οικονομικών Κριτηρίων (Α) δύναται να αιτηθεί για απόκτηση της κυπριακής υπηκοότητας με κατ’ εξαίρεση Πολιτογράφηση.
ii) Υψηλόβαθμο Διευθυντικό Στέλεχος εταιρείας δύναται να υποβάλει αίτηση νοουμένου ότι έχει τέτοια αμοιβή στην εν λόγω εταιρεία/εταιρείες που να δημιουργεί φορολογικά έσοδα για τη Δημοκρατία της τάξης των €100,000 τουλάχιστον για περίοδο τριετίας και νοουμένου ότι αυτή η φορολογία έχει ήδη πληρωθεί ή προπληρωθεί.
iii) Ο αιτών θα πρέπει να είχε προβεί στις απαιτούμενες επενδύσεις κατά τα τρία έτη που προηγούνται της ημερομηνίας αίτησης και να διατηρεί την εν λόγω επένδυση για περίοδο τουλάχιστον τριών ετών από την ημερομηνία Πολιτογράφησης.
iv) Ακόμη, ο αιτών θα πρέπει απαραιτήτως να πληροί τους Όρους και τις Προϋποθέσεις που περιλαμβάνονται στο Μέρος Β.
v) Σε περίπτωση που από περιοδικούς ελέγχους διαπιστωθεί ότι το οποιοδήποτε Κριτήριο ή Όρος ή Προϋπόθεση καταστρατηγείται, η Πολιτογράφηση είναι δυνατόν να ανακληθεί.
Α. ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΚΡΙΤΗΡΙΑ
Α.1 Επένδυση σε ακίνητα, αναπτύξεις και έργα υποδομής:
Ο αιτών θα πρέπει να έχει προβεί σε επένδυση ύψους τουλάχιστον €2,0 εκ. για αγορά ή ανέγερση ακινήτων ή δημιουργία αναπτύξεων όπως οικιστικές ή εμπορικές αναπτύξεις, αναπτύξεις στον τουριστικό τομέα ή άλλα έργα υποδομής.
Στο εν λόγω κριτήριο περιλαμβάνεται και η επένδυση σε οικοδομήσιμη γη, νοούμενου ότι στην αίτηση θα περιλαμβάνεται επενδυτικό πλάνο για ανάπτυξη της. Νοείται ότι από το κριτήριο εξαιρείται η αγορά γης, που είναι ενταγμένη σε ζώνη μηδενικής ανάπτυξης.
Α.2 Αγορά ή σύσταση ή συμμετοχή σε κυπριακές επιχειρήσεις και εταιρείες:
….
Α.3 Επένδυση σε Οργανισμούς Εναλλακτικών Επενδύσεων ή χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία κυπριακών επιχειρήσεων ή κυπριακών οργανισμών που είναι αδειοδοτημένοι από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς:
…
Α.4 Συνδυασμός των ανωτέρω επενδύσεων
…
Β. ΟΡΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ
Λευκό Ποινικό Μητρώο: Ο αιτών πρέπει να έχει λευκό ποινικό μητρώο. Επίσης, το όνομα του δεν θα περιλαμβάνεται στον κατάλογο των προσώπων, των οποίων διατάσσεται η δέσμευση της περιουσίας εντός των ορίων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Μόνιμη Ιδιόκτητη Κατοικία στην Κύπρο: Σε όλες τις περιπτώσεις που απαριθμούνται στο Μέρος Α, ο αιτών πρέπει να είναι κάτοχος μόνιμης ιδιόκτητης κατοικίας στην Κυπριακή Δημοκρατία, αγοραίας αξίας τουλάχιστον €500.000, πλέον το ΦΠΑ.
Νοείται ότι μέλη της ίδιας οικογένειας, τα οποία υποβάλλουν ξεχωριστές αιτήσεις ως επενδυτές, μπορούν να αγοράσουν συλλογικά μία κατοικία, νοουμένου ότι η συνολική αξία της κατοικίας καλύπτει το ποσό των €500.000 για κάθε έκαστο αιτούντα.
Σε περίπτωση που η αγοραία αξία της μόνιμης ιδιόκτητης κατοικίας στην Κυπριακή Δημοκρατία υπερβαίνει τις €500.000, μέρος του πρόσθετου αυτού ποσού μπορεί να χρησιμοποιηθεί για σκοπούς συμπλήρωσης του ποσού της επένδυσης, που πραγματοποιήθηκε βάσει των κριτηρίων του Μέρους Α πιο πάνω.
Επιπρόσθετα, σημειώνεται ότι, σε περίπτωση που ο αιτών έχει προβεί σε επενδύσεις σε οικιστική/ές μονάδα/ες στη βάση του προαναφερθέντος κριτηρίου Α.1, δεν θα απαιτείται όπως προβεί σε αγορά άλλης μόνιμης ιδιόκτητης διαμονής στην Κυπριακή Δημοκρατία, εάν τουλάχιστον μία από αυτές τις οικιστικές μονάδες είναι αξίας τουλάχιστον €500.000, πλέον το ΦΠΑ και νοουμένου ότι θα διατηρήσει στην κατοχή του την εν λόγω μόνιμη ιδιόκτητη κατοικία εφ’ όρου ζωής.
Διαμονή στην Κύπρο: Ο αιτών, πριν την Πολιτογράφηση του ως Κύπριος πολίτης, θα πρέπει να είναι κάτοχος άδειας παραμονής στην Κυπριακή Δημοκρατία.
Σε περίπτωση που ο αιτών δεν είναι ήδη κάτοχος άδειας παραμονής θα μπορεί να υποβάλει αίτηση για χορήγηση άδειας μετανάστευσης, στη βάση του Κανονισμού 6(2) των περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμων, ταυτοχρόνως με την υποβολή της αίτησης για Πολιτογράφηση. Όσον αφορά στην υποβολή αίτησης για χορήγηση άδειας μετανάστευσης αποκλειστικά και μόνο για σκοπούς απόκτησης της κυπριακής υπηκοότητας σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Σχεδίου, δεν τίθενται οποιεσδήποτε άλλες προϋποθέσεις πέραν αυτών που προβλέπονται τόσο στο Μέρος Α όσο και στο Μέρος Β του παρόντος Σχεδίου.
Νοείται ότι τα ανωτέρω ισχύουν και για τα ενήλικα μέλη της οικογένειας του επενδυτή, τα οποία θα αιτηθούν Πολιτογράφησης.
Σε περίπτωση που η αίτηση για Πολιτογράφηση για οποιοδήποτε λόγο απορριφθεί, η άδεια μετανάστευσης, που αποκτήθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας Απόφασης, θα ακυρώνεται πάραυτα.
Γ. ΥΠΟΒΟΛΗ ΕΓΓΡΑΦΩΝ
Για εξέταση της αίτησης απαιτείται απαραιτήτως η υποβολή του εντύπου (Μ 127) και των ακολούθων:
Λευκό Ποινικό Μητρώο:
Πιστοποιητικό Λευκού Ποινικού Μητρώου από τη χώρα καταγωγής και από τη χώρα συνήθους διαμονής (εάν διαφέρει).
Μόνιμη ιδιόκτητη κατοικία στην Κύπρο:
(α) Αγοραπωλητήριο Συμβόλαιο.
(β) Τίτλος ιδιοκτησίας ή Απόδειξη υποβολής του Συμβολαίου στο Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας.
(γ) Αποδείξεις καταβολής του συμφωνημένου ποσού αγοράς.
(δ) Έμβασμα από το εξωτερικό στο κυπριακό εμπορικό τραπεζικό ίδρυμα επ’ ονόματι του πωλητή ή της εταιρείας του πωλητή.
(ε) Πιστοποιητικό εκτίμησης από Ανεξάρτητο Εγκεκριμένο Εκτιμητή μετά από απαίτηση του Υπουργείου Εσωτερικών ή του Υπουργείου Οικονομικών.
Οικονομικά κριτήρια (απαιτείται ότι εφαρμόζεται):
(α) Πιστοποιητικό Εγγραφής της εταιρείας/εταιρειών από τον Έφορο Εταιρειών.
(β) Πιστοποιητικό μετόχων από τον Έφορο Εταιρειών ή πιστοποιητικά που να αποδεικνύουν ότι ο επενδυτής είναι ο τελικός δικαιούχος της εταιρείας.
(γ) Ελεγμένοι λογαριασμοί της εταιρείας/εταιρειών για τα τελευταία τρία έτη που προηγούνται του έτους υποβολής της αίτησης.
(δ) Σε περίπτωση που ο αϊτών είναι υψηλόβαθμο διευθυντικό στέλεχος απαιτείται επιπρόσθετα η προσκόμιση του συμβολαίου εργοδότησης του και Βεβαίωση Είσπραξης από το Τμήμα Φορολογίας.
(ε) Σε περίπτωση που η επένδυση γίνεται από τον/την σύζυγο του απούντος ή από κοινού με αυτόν /αυτήν, απαιτείται η προσκόμιση του σχετικού πιστοποιητικού γάμου.
Επίσης απαιτούνται τα ακόλουθα, ανάλογα με την περίπτωση:
Επένδυση σε ακίνητα, αναπτύξεις και έργα υποδομής
(α) Αγοραπωλητήριο Συμβόλαιο.
(β) Τίτλος ιδιοκτησίας ή Απόδειξη υποβολής του Συμβολαίου στο Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας.
(γ) Αποδείξεις καταβολής του συμφωνημένου ποσού αγοράς.
(δ) Έμβασμα από το εξωτερικό σε κυπριακό εμπορικό τραπεζικό ίδρυμα επ' ονόματι του πωλητή ή της εταιρείας του πωλητή.
(ε) Πιστοποιητικό εκτίμησης από Ανεξάρτητο Εγκεκριμένο Εκτιμητή μετά από απαίτηση του Υπουργείου Εσωτερικών ή του Υπουργείου Οικονομικών.
(στ) Επενδυτικό πλάνο ανάπτυξης γης στις περιπτώσεις επένδυσης σε οικοδομήσιμη γη.….» (Έμφασις δική μας)
Η.3. Η ΑΚΟΛΟΥΘΗΤΕΑ ΠΡΑΚΤΙΚΗ
73. Η ΜΚ 2 προφορικά αναφέρθηκε στη διαδικασία που ακολουθείτο γενικά σε κατ’ εξαίρεση πολιτογραφήσεις. Ανέφερε τα ακόλουθα:
(1) Μετά την παραλαβή της αίτησης από γραμματειακή λειτουργό δημιουργείτο φάκελος για τον επενδυτή και τα εξαρτώμενα μέλη της οικογένειας του. Αν επένδυαν ξεχωριστά μέλη της ίδιας οικογένειας τότε ανοίγονταν διαφορετικοί φάκελοι. Η λειτουργός αφού έλεγχε ότι υποβάλλονταν τα αναγκαία έγγραφα και το τέλος των €2.000 εξέδιδε βεβαίωση παραλαβής.
(2) Από τις 9/1/2018 και μετά οι αιτήσεις μπορούσαν να υποβληθούν μόνο μέσω εξουσιοδοτημένου παρόχου. Το μητρώο τηρείτο από την Επιτροπή Εποπτείας και Ελέγχου για το ΚΕΠ.
(3) Ακολούθως, η αίτηση προωθείτο στη ΜΚ 2, η οποία απέστελλε επιστολές στις εμπλεκόμενες υπηρεσίες, δηλαδή στο ΥΠΟΙΚ, αναφορικά με τα οικονομικά κριτήρια και στην Αστυνομία, αναφορικά με το μητρώο. Από τον Ιανουάριο του 2019 ο έλεγχος των οικονομικών κριτηρίων αποτελούσε αποκλειστική αρμοδιότητα του ΥΠΟΙΚ. Στη συνέχεια γινόταν έλεγχος από το Τμήμα της μέσω του «World Check».
(5) Με την ολοκλήρωση των διαδικασιών αυτών ετοιμαζόταν σημείωμα προς τον Υπουργό Εσωτερικών, ο οποίος στη συνέχεια αποφάσιζε την προώθηση ή μη της αίτησης για έγκριση από το Υπουργικό Συμβούλιο. Η ΜΚ 2 ανέφερε ότι δεν υπήρχαν περιορισμοί ως προς το περιεχόμενο τέτοιου σημειώματος. Θεωρούσε ότι είχε την ευθύνη παρουσίασης στον Υπουργό Εσωτερικών μιας σφαιρικής εικόνας του αιτούντος ώστε αυτός να λάβει και απόφαση για τη συγκεκριμένη περίπτωση. Μπορούσε δηλαδή να περιλάβει και οποιαδήποτε άλλη πληροφορία έκρινε αναγκαία για τη λήψη της απόφασης του Υπουργού Εσωτερικών. Η απόφαση προώθησης ή μη της αίτησης στο Υπουργικό Συμβούλιο ήταν δική του. Σε περίπτωση που αποφάσιζε αρνητικά ετοιμαζόταν επιστολή προς τον αιτούντα στον οποίο και αναφέρονταν οι λόγοι απόρριψης.
(6) Σε περίπτωση που προωθείτο για έγκριση αποστελλόταν επιστολή στον Γενικό Διευθυντή της Βουλής των Αντιπροσώπων για την απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών και μετά αποστελλόταν η πρόταση με όλα τα παραρτήματα αυτής στη γραμματεία του Υπουργικού Συμβουλίου.
(7) Ακολούθως, μετά την έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου απέστελλαν επιστολή στον Διευθυντή του ΤΑΠΜ και του έδιδαν οδηγίες για την εφαρμογή της απόφασης.
74. Εξήγησε τον τρόπο εφαρμογής του κριτηρίου Α1 ως ακολούθως:
(1) Ο επενδυτής έπρεπε να προβεί σε επένδυση ύψους τουλάχιστον €2.000.000 για την αγορά ή ανέγερση ακινήτων (οικιστικών ή εμπορικών) ή δημιουργία άλλων αναπτύξεων ή έργων υποδομής.
(2) Ο αιτών έπρεπε να είναι κάτοχος μόνιμης ιδιόκτητης κατοικίας στη Δημοκρατία αξίας τουλάχιστον €500.000 πλέον το ΦΠΑ.
(3) Στις περιπτώσεις που υπήρχαν δύο ή περισσότεροι επενδυτές, μέλη της ίδιας οικογένειας, δηλαδή πατέρας και παιδί ή δύο αδέλφια ή τρία αδέλφια, θα μπορούσε να αγοράσουν μια κατοικία, η αξία της οποίας να ήταν σίγουρα μεγαλύτερη των €500.000 και να αντιστοιχούσε σε €500.000 για κάθε επενδυτή. Αν δηλαδή ήταν δύο επενδυτές θα ήταν τουλάχιστον €1.000.000, αν ήταν τρεις επενδυτές τουλάχιστον €1.500.000. Σ’ αυτήν την περίπτωση «θα έπρεπε να φαίνεται ξεκάθαρα ότι και οι τρεις επενδυτές είναι κάτοχοι της συγκεκριμένης κατοικίας, δηλαδή στο αγοραπωλητήριο συμβόλαιο να αναφέρονται τα ονόματα και των τριών επενδυτών ως αγοραστών, των δύο ή τρεις επενδυτών ως αγοραστών της συγκεκριμένης κατοικίας».
(4) Στην περίπτωση που ο επενδυτής αποφάσιζε να επενδύσει €2.000.000 στην αγορά ενός οικιστικού ακινήτου (κατοικίας ή διαμερίσματος) ή στην επένδυση συνολικά €2.000.000 στην αγορά επιπλέον οικιστικών μονάδων (κατοικιών ή διαμερισμάτων) εκ των οποίων το ένα από αυτά να έχει αξία τουλάχιστον €500.000, το οποίο θα θεωρούνταν μόνιμη ιδιόκτητη κατοικία τότε δεν ήταν υπόχρεος να αγοράσει επιπρόσθετη μόνιμη κατοικία, πέραν της επένδυσης δηλ. των €2.000.000, νοουμένου ότι η συγκεκριμένη κατοικία των €2.000.000 ή των €500.000 θα διατηρείτο εφ’ όρου ζωής.
75. Η ΜΚ 2 κατέθεσε επίσης κείμενο με τον τίτλο «Οδηγίες Υποβολής Αίτησης Επενδυτή/Επενδύτριας» (Τεκμήριο 38), «Κατάλογος Εγγράφων Αίτησης Επενδυτή/Επενδύτριας» (Τεκμήριο 39) και έγγραφο με τον τίτλο ‘Frequently Asked Questions’ (Τεκμήριο 40) από την ιστοσελίδα του ΥΠΕΣ. Θα αναφερθούμε σε κάποια σημεία των εγγράφων αυτών στη συνέχεια.
76. Ο ΜΚ 6 ανέφερε ότι το ΥΠΟΙΚ εμπλεκόταν στο πρόγραμμα πολιτογραφήσεων από την έναρξη του προγράμματος. Εξελικτικά αυτή η εμπλοκή ενισχύθηκε λαμβάνοντας και ρόλο στον καθορισμό των οικονομικών κριτηρίων που εγκρίνονταν κατά διαστήματα από το Υπουργικό Συμβούλιο.
77. Στην πορεία, τους ανατέθηκε επίσης η εξέταση των αιτήσεων όσον αφορά ικανοποίηση των οικονομικών κριτηρίων και το ΥΠΟΙΚ εξέφραζε την άποψή του στο ΥΠΕΣ. Ο ίδιος ο ΜΚ 6 είχε εμπλοκή στη διαδικασία εξέτασης αιτήσεων ως λειτουργός της διεύθυνσης μέχρι και τον Απρίλιο 2013.
78. Στη συνέχεια, μετά τη μετακίνησή του, του είχε ανατεθεί η διεύθυνση οικονομικών μελετών του ΥΠΟΙΚ μέχρι τον Οκτώβριο του 2019. Εκ της θέσεως του υπέβαλλε εισηγήσεις στον πολιτικό του προϊστάμενο για τη διαμόρφωση των νέων οικονομικών κριτηρίων. Στην πορεία, οι εν λόγω εισηγήσεις υποβάλλονταν από το ΥΠΟΙΚ στο ΥΠΕΣ και στην περίληψη τους σε σχετική πρόταση που υποβαλλόταν στο Υπουργικό Συμβούλιο για έγκριση. Τα κριτήρια προσαρμόζονταν σύμφωνα με τις οικονομικές συνθήκες που επικρατούσαν τη δεδομένη στιγμή. Ο ΜΚ 6, συνεπώς, ήταν γνώστης της Απόφασης ΥΣ 13/9/2016 (Τεκμήριο 26). Το κριτήριο Α1, ανέφερε, περιλήφθηκε με στόχο τη στήριξη του τομέα των κατασκευών, ο οποίος, τη δεδομένη χρονική περίοδο αντιμετώπιζε προκλήσεις και προβλήματα λόγω της ύπαρξης μεγάλου αριθμού μη εξυπηρετούμενων δανείων. Προηγουμένως για αγορά ακινήτων ίσχυαν τα όσα καταγράφονταν στην Απόφαση του ΥΣ 10/10/2011 (Τεκμήριο 62).
79. Εξήγησε ότι η διαδικασία υποβολής των αιτήσεων γινόταν πάντοτε στο ΥΠΕΣ. Το ΥΠΕΣ αφού εξέταζε την αίτηση ζητούσε από το ΥΠΟΙΚ τις απόψεις τους και τις εισηγήσεις τους επί των συγκεκριμένων οικονομικών κριτηρίων που ίσχυαν τον εν λόγω χρόνο. Το ΥΠΟΙΚ αφού διαμόρφωνε τις δικές του εισηγήσεις τις απέστελλε στο ΥΠΕΣ το οποίο ακολούθως με εσωτερικό σημείωμα προς τον Υπουργό Εσωτερικών υπέβαλλε ακολούθως σχετική πρόταση στο Υπουργικό Συμβούλιο. Κατά την εξέταση των κριτηρίων ήταν πολύ σημαντικό να εξετάζονται τα υποβαλλόμενα έγγραφα, δηλαδή τα αγοραπωλητήρια έγγραφα, τα εμβάσματα που καταδείκνυαν τη μεταφορά των χρημάτων, η αξία της σύμβασης και οτιδήποτε άλλο είχαν ενώπιον τους που καταδείκνυε την ικανοποίηση των εν λόγω κριτηρίων. Η κάθε περίπτωση κρίνονταν με βάση τα έγγραφα που τίθεντο ενώπιον τους.
80. Στην ιστοσελίδα του ΥΠΕΣ υπήρχαν αναρτημένες ερωτοαπαντήσεις («Frequently Asked Questions») σχετικά με το πρόγραμμα. Εκτύπωση κατατέθηκε από τη ΜΚ 2 ως Τεκμήριο 40 (κατατέθηκε και ως Τεκμήριο 106). Στην Ερώτηση – Απάντηση 4 στη σελ. 3, αναφέρονται τα ακόλουθα:
‘4. If there is a difference between the market value and the purchase value of a real estate, which amount is taken into consideration?
The purchase value.’
81. Η ίδια αναφορά εντοπίζεται και σε έγγραφο που κατατέθηκε στη συνέχεια ‘Information on the Cyprus Naturalization Scheme’ (Τεκμήριο 105) της Cyprus Investment Promotion Agency (CIPA) στη σελ. 19, ερώτηση – απάντηση 4.
82. Επίσης στη σελ. 6 του Τεκμηρίου 40, ερώτηση – απάντηση 2 αναφέρονται τα ακόλουθα:
‘2. Can the investor rent to someone else his/her privately owned residence?
Yes, he/ she may.’
83. Η ίδια αναφορά εντοπίζεται και στο Τεκμήριο 105, στη σελ. 21, ερώτηση – απάντηση 2.
84. Κατατέθηκε ως Τεκμήριο 28, ηλεκτρονική αλληλογραφία μεταξύ της ΜΚ 2 και της κατηγορούμενης 7. Η ανταλλαγή και το περιεχόμενο της δεν αμφισβητούνται. Η κατηγορούμενη 7 στις 17/10/2019 υπέβαλε την εξής ερώτηση:
«Αγαπητή …
Αναφορικά με την μόνιμη κατοικία ύψους €500.000 που θα πρέπει να αποκτήσει ένας επενδυτής στα πλαίσια του Κυπριακού Επενδυτικού Προγράμματος θα θέλαμε να γνωρίζουμε κατά πόσο ο επενδυτής, στα πλαίσια του Προγράμματος, έχει το δικαίωμα να ενοικιάζει την λόγω μόνιμη κατοικία ή όχι.»
85. Η ΜΚ 2 απάντησε στις 18/10/2019:
Αγαπητή …
Δεν υπάρχει καμία διάταξη στο Κυπριακό Επενδυτικό Πρόγραμμα που να το απαγορεύει.»
86. Η ΜΚ 2 δέχθηκε, ότι υπήρξαν περιπτώσεις πολιτογραφήσεων στις οποίες αν και η ίδια είχε τοποθετηθεί αρνητικά στο σημείωμα της ο Υπουργός Εσωτερικών προώθησε το αίτημα και αυτό είχε εγκριθεί στο Υπουργικό Συμβούλιο. Ανεξαρτήτως των εισηγήσεων της, η τελική απόφαση ήταν του Υπουργού Εσωτερικών και του Υπουργικού Συμβουλίου. Αυτό το είχε θέσει και ενώπιον της Ερευνητικής Επιτροπής. Υπήρχαν επίσης περιπτώσεις όπου ενώ απορριπτόταν η αίτηση μετά από την αποστολή διευκρινίσεων αυτή στη συνέχεια αξιολογείτο θετικά και εγκρινόταν. Αυτά τα ανέφερε ερωτηθείσα από την Υπεράσπιση σε σχέση με κατάθεση που είχε δώσει στην Αστυνομία για άλλες περιπτώσεις (Τεκμήριο 37, κατάθεση ημερ. 20/10/2020).
87. Οι όροι οι οποίοι επιβάλλονταν αφορούσαν τη μόνιμη κατοικία του επενδυτή και όχι τη διαμονή του. Όπως ετέθη, δεν απαγορευόταν, κάποιος «…να αγοράσει ένα θαυμάσιο διαμέρισμα για επένδυση στη Λεμεσό και να κατοικεί στο Μπουένος Άιρες της Αργεντινής» (σελ. 192 των πρακτικών). Σε συμπληρωματική κατάθεση που έδωσε (Έγγραφο Β (3)) επανέλαβε ότι δεν απαγορευόταν η ενοικίαση των ακινήτων ακόμη και αν αυτό αφορούσε «στη μόνιμη ιδιόκτητη κατοικία».
88. Η ΜΚ 2 ανέφερε επίσης μετά το έμβασμα από το εξωτερικό, ο πωλητής δεν είχε οποιοδήποτε περιορισμό και θεωρητικά μπορούσε να τα «βγάλει έξω» από την Κύπρο. Οι οδηγίες αναφέρονταν ρητώς στο τί επιτρεπόταν και δεν περιείχαν απαγορεύσεις. Οι συμφωνίες διαχείρισης δεν απαγορεύονταν, ούτε περιορισμοί στον χρόνο διάρκειας ή ποσά που θα καταβάλλονταν. Ήταν ζήτημα οικονομικού κριτηρίου που ενέπιπτε στις αρμοδιότητες του ΥΠΟΙΚ. Οι Αρχές δεν ενδιαφέρονταν για την «απόδοση» της επένδυσης.
89. Η ΜΚ 2 ανέφερε επίσης ότι από τις 13/2/2019 και μετά επιτρεπόταν η «αλλαγή» του ακινήτου με άλλο νοουμένου ότι εξασφαλιζόταν η προέγκριση του ΥΠΟΙΚ.
90. Ο ΜΚ 6, αναφερόμενος στο κριτήριο Α1, είπε ότι ένας επενδυτής θα μπορούσε να αγοράσει και 3 (ή και περισσότερα) ακίνητα συνολικής αξίας €2.000.000, με την προϋπόθεση ότι το ένα ήταν μόνιμη κατοικία αξίας €500.000. Θα μπορούσε να αγοράσει και εμπορικό ακίνητο. Τα ενοίκια θα ήταν η απόδοση της επένδυσης του. Μπορούσε μάλιστα να ενοικιάσει και τη μόνιμη κατοικία του. Δεν είχε οποιοδήποτε περιορισμό σε σχέση με το τί θα έπραττε με τα ενοίκια. Το ίδιο ίσχυε και για τον πωλητή, ο οποίος δεν είχε περιορισμό για το τί θα έκανε τα €2.000.000 που θα εισέπραττε.
91. Ως προς τον υπολογισμό της αξίας της επένδυσης για εφαρμογή του κριτηρίου Α1 ανέφερε ότι (σελ. 369 των πρακτικών):
«Τα έγγραφα που συνόδευαν την αίτηση δηλαδή το αγοραπωλητήριο έγγραφο, τα χρήματα που καταβάλλονταν μέσω εμβασμάτων εξωτερικών και ούτω καθεξής θεωρείτο ότι αντικατόπτριζε την αξία της σύμβασης και με την κατάθεση του αγοραπωλητηρίου εγγράφου στο Κτηματολόγιο με την αξία της συγκεκριμένες θεωρείτο ως ικανοποιητικό στοιχείο για την αξία της επένδυσης.»
92. Δεν ήταν σε θέση να επιβεβαιώσει αν κάποτε ζητούσαν και εκτίμηση.
93. Ως προς τον ρόλο του κ. [Κ] ανέφερε ότι, οι λειτουργοί υπέβαλλαν εισηγήσεις και αυτός την τελική έγκριση. Δεν ήταν σε θέση να αναφέρει ποιες ήταν οι ακριβείς οδηγίες που είχαν οι λειτουργοί το χρονικό εκείνο διάστημα.
94. Η πιο πάνω μαρτυρία των ΜΚ 2 και ΜΚ 6 αφορούσε την ακολουθητέα πρακτική, αποτέλεσε κοινό τόπο και ως εκ τούτου την κρίνουμε αξιόπιστη και την αποδεχόμαστε. Προβαίνουμε σε ευρήματα αναλόγως.
Θ. ΟΙ ΦΑΚΕΛΟΙ ΤΩΝ ΚΑΤ’ ΕΞΑΙΡΕΣΗ ΠΟΛΙΤΟΓΡΑΦΗΣΕΩΝ ΤΩΝ Μ, Β ΚΑΙ Ε ΚΑΙ ΤΩΝ ΜΕΛΩΝ ΤΩΝ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΩΝ ΤΟΥΣ
Θ.1. ΟΙ ΦΑΚΕΛΟΙ ΤΩΝ Μ, Β ΚΑΙ Ε
95. Στη διαδικασία κατατέθηκαν οι ακόλουθοι φάκελοι του ΥΠΕΣ, του ΥΠΟΙΚ και του ΤΑΠΜ που αφορούν τις αιτήσεις πολιτογράφησης των Μ, Β και Ε ως επίσης και μελών των οικογενειών τους:
(1) Τεκμήριο 1, φάκελος του ΥΠΕΣ που αφορά την κατ’ εξαίρεση πολιτογράφηση του Μ·
(2) Τεκμήριο 2, φάκελος του ΥΠΕΣ που αφορά την κατ’ εξαίρεση πολιτογράφηση του Β·
(3) Τεκμήριο 3, φάκελος του ΥΠΕΣ που αφορά την κατ’ εξαίρεση πολιτογράφηση της Ε·
(4) Τεκμήριο 4, φάκελος του ΥΠΟΙΚ που αφορά την κατ’ εξαίρεση πολιτογράφηση του Μ·
(5) Τεκμήριο 5, φάκελος του ΥΠΟΙΚ που αφορά την κατ’ εξαίρεση πολιτογράφηση του Β·
(6) Τεκμήριο 6, φάκελος του ΥΠΟΙΚ που αφορά την κατ’ εξαίρεση πολιτογράφηση της Ε·
(7) Τεκμήριο 7, φάκελος του ΤΑΠΜ που αφορά την κατ’ εξαίρεση πολιτογράφηση του Μ·
(8) Τεκμήριο 8, φάκελος του ΤΑΠΜ που αφορά την κατ’ εξαίρεση πολιτογράφηση του Β· και
(9) Τεκμήριο 9, φάκελος του ΤΑΠΜ που αφορά την κατ’ εξαίρεση πολιτογράφηση της Ε·
96. Το περιεχόμενο των φακέλων δεν αμφισβητείται.
Θ.2. Η ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΟΛΙΤΟΓΡΑΦΗΣΗΣ ΤΟΥ Μ, ΤΗΣ ΣΥΖΥΓΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΤΕΚΝΩΝ ΤΟΥ AS, HS ΚΑΙ DS
97. Σύμφωνα με τη μαρτυρία της ΜΚ 2 (Έγγραφο Β1, η κατάθεση της), αναφορικά με τον Μ, με αρ. φακ. ΥΠΕΣ 6.11.4.2.2245 (Τεκμήριο 1), υποβλήθηκε αίτηση στις 5/2/2018 μέσω της δικηγορικής εταιρείας κατηγορούμενης 5 (υπέγραψε η κατηγορούμενη 7 εκ μέρους της). Ο Μ εξουσιοδότησε τον κατηγορούμενο 1 να ενεργεί εκ μέρους του. Στις 20/2/2018 υπέβαλε επίσης αίτηση η σύζυγος του Μ, ES.
98. Η επένδυση αφορούσε στην αγορά διαμερίσματος με αρ. 203 από την κατηγορούμενη 4 στην υπό ανέγερση πολυκατοικία [C] στη Λεμεσό. Το αντίτιμο πώλησης συμφωνήθηκε στα €2.000.000 πλέον ΦΠΑ. Το πωλητήριο φέρει ημερομηνία υπογραφής την 24/11/2017. Κατατέθηκε στο Κτηματολόγιο στις 25/1/2018 (ΠΩΕ 187/18). Αναφορά στις πρόνοιες της συμφωνίας θα γίνει στη συνέχεια. Στην αίτηση υπήρχαν επίσης αντίγραφα τριών εμβασμάτων από λογαριασμό του Μ στην «Eurobank» σε λογαριασμό της κατηγορούμενης 5 για τα ποσά των €298.000 (30/11/2017), €203.000 (6/12/2017) και €1.999.000 (30/11/2017). Η κατηγορούμενη 4 εξέδωσε τις αποδείξεις 0013 (3/1/2018) για το ποσό των €1.280 και 0012 (άγνωστης ημερομηνίας) για το ποσό των €2.098.732,49.
99. Στις 22/3/2018, η ΜΚ 2, απέστειλε επιστολή προς τον Γενικό Διευθυντή ΥΠΟΙΚ με την οποία ζητούσε τις απόψεις του κατά πόσο ικανοποιούνται τα οικονομικά κριτήρια του ΚΕΠ. Το ΥΠΟΙΚ, μέσω της κας [A], απάντησε με επιστολή ημερομηνίας 4/4/2018 ότι η αίτηση ικανοποιεί το κριτήριο A1 της Απόφασης ΥΣ 13/9/2016. Σύμφωνα με τον ΜΚ 6, η θετική εισήγηση της κας [A] εγκρίθηκε από τον κ. [Κ]. Ζητήθηκε επίσης η υποβολή κατ’ έτος πιστοποιητικών προόδου των εργασιών.
100. Η ΜΚ 2 απευθύνθηκε επίσης με επιστολή της ημερ. 22/3/2018 στον Διευθυντή ΔΕΕ και ΔΑΣ του Αρχηγείου Αστυνομίας, ο οποίος με επιστολή του ημερ. 5/6/2018 ότι έγινε έλεγχος στις βάσεις δεδομένων της «Interpol» με αρνητικό αποτέλεσμα. Ακολούθως, η αίτηση έτυχε χειρισμού από την κα Τύμβιου, η οποία υπηρετούσε τότε στο ΥΠΕΣ. Η κα Τύμβιου στις 2/11/2018 ετοίμασε προσχέδιο πρότασης προς το Υπουργικό Συμβούλιο και σχετικό σημείωμα προς τον Υπουργό Εσωτερικών για την αίτηση πολιτογράφησης του επενδυτή. Στο σημείωμα ανέφερε τις απόψεις του ΥΠΟΙΚ και του Διευθυντή ΔΕΕ & ΔΑΣ καθώς επίσης και ότι o αιτών ελέγχθηκε μέσω της βάσης δεδομένων «World Check» και δεν εντοπίστηκαν οποιεσδήποτε πληροφορίες. Το προσχέδιο πρότασης εγκρίθηκε από τον τότε Υπουργό Εσωτερικών, κ. Πετρίδη. Στις 8/11/2018 διαβιβάστηκε η πρόταση προς τη Γραμματεία του Υπουργικού Συμβουλίου, αφού ενημερώθηκε προηγουμένως η Βουλή των Αντιπροσώπων. H αίτηση εγκρίθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο στις 13/11/2018.
101. Η ΜΚ 4 (Έγγραφο Γ, η κατάθεση της) ανέφερε ότι ο Μ, αφού διαβεβαίωσε πίστη στην Κυπριακή Δημοκρατία και σεβασμό προς τους Νόμους αυτής την 27/12/2018 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, απέκτησε την κυπριακή υπηκοότητα κατ’ εξαίρεση με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου και ως εκ τούτου του εκδόθηκε πιστοποιητικό πολιτογράφησης ημερομηνίας 4/12/2018 (Τεκμήριο 55). Για να εκδοθεί το πιστοποιητικό πολιτογράφησης καταβλήθηκε το ποσό των €5.000 ως δικαιώματα από τη δικηγορική εταιρεία κατηγορούμενη 5.
102. Ακολούθως, σύμφωνα με τη ΜΚ 2, στις 10/12/2018 η κα Τύμβιου ετοίμασε προσχέδιο πρότασης προς το Υπουργικό Συμβούλιο με σχετικό σημείωμα προς τον Υπουργό Εσωτερικών για την πολιτογράφηση της ES. Το προσχέδιο εγκρίθηκε από τον Υπουργό και στις 17/12/2018 η πρόταση διαβιβάστηκε στην Γραμματεία του Υπουργικού Συμβουλίου, αφού ενημερώθηκε προηγουμένως η Βουλή των Αντιπροσώπων. H αίτηση εγκρίθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο στις 18/12/2018. Στη συνέχεια αίτηση για πολιτογράφηση υπέβαλαν τα τρία ενήλικα τέκνα του ζεύγους. Ο AS στις 10/1/2019 και οι HS και DS στις 8/2/2019. Για τους αιτούντες η ΜΚ 2 απέστειλε δύο επιστολές ημερομηνίας 19/6/2019 και 10/7/2019 στον Διευθυντή ΔΕΕ & ΔΑΣ με τις οποίες ζητούσε να τους ενημερώσει κατά πόσο εντοπίζονταν οποιεσδήποτε πληροφορίες εναντίον των αιτούντων. H ΔΕΕ και ΔΑΣ απάντησε στις 12/8/2019 και 14/8/2019 ότι έγινε έλεγχος στις βάσεις δεδομένων της «Interpol» και για τους τρεις πιο πάνω με αρνητικό αποτέλεσμα. Ακολούθως οι αιτήσεις έτυχαν χειρισμού από την κα Τύμβιου. H αίτηση του AS εγκρίθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο στις 22/7/2020, ενώ οι άλλες δύο δεν έχουν ακόμη διεκπεραιωθεί.
103. Στις 8/10/2021 μετά από εισήγηση της Ερευνητικής Επιτροπής και πρόταση του ΥΠΕΣ το Υπουργικό Συμβούλιο αποφάσισε την αποστέρηση της υπηκοότητας του Μ με βάση το άρθρο 113 του Ν.141(Ι)/2002. Η εισήγηση της εν λόγω επιτροπής, σύμφωνα με τη ΜΚ 2, ήταν ότι η υπηκοότητα εξασφαλίστηκε με δόλο, απόκρυψη ουσιωδών στοιχείων και ψευδείς παραστάσεις. Ενημερώθηκε σχετικά και η κατηγορούμενη 5.
104. Τα πιο πάνω δεν έτυχαν αμφισβήτησης, αποτελούν αναντίλεκτη μαρτυρία και καθίστανται ευρήματα μας.
Θ.3. Η ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΟΛΙΤΟΓΡΑΦΗΣΗΣ ΤΟΥ B ΚΑΙ ΤΗΣ ΣΥΖΥΓΟΥ ΤΟΥ
105. Όσον αφορά στον Β, αρ. φακ. ΥΠΕΣ 6.11.4.2.2353, η ΜΚ 2 (Έγγραφο Β1) ανέφερε ότι υποβλήθηκε αίτηση στις 21/3/2018 μέσω της κατηγορούμενης 5. Κατά την ίδια ημερομηνία υπέβαλε, επίσης, αίτηση η σύζυγος του, ΝΚ.
106. Η επένδυση αφορούσε στην αγορά διαμερίσματος με αρ. 202 από την κατηγορούμενη 4 στην υπό ανέγερση πολυκατοικία [C] στη Λεμεσό. Το αντίτιμο πώλησης συμφωνήθηκε στα €2.000.000 πλέον ΦΠΑ. Το πωλητήριο φέρει ημερομηνία υπογραφής την 16/2/2018. Κατατέθηκε στο Κτηματολόγιο στις 20/3/2018 (ΠΩΕ 719/18). Αναφορά στις πρόνοιες της συμφωνίας θα γίνει στη συνέχεια. Στην αίτηση υπήρχαν επίσης αντίγραφα δύο εμβασμάτων από λογαριασμό του Μ στην «Eurobank» σε λογαριασμό της κατηγορούμενης 4 για τα ποσά των €590.000 (22/2/2018) και €1.510.000 (7/3/2018). Η κατηγορούμενη 4 εξέδωσε τις αποδείξεις 00001 (22/2/2018) για το ποσό των €590.000 και 00002 (7/3/2018) για το ποσό των €1.510.000.
107. Η ΜΚ 2 απέστειλε στις 30/4/2018 επιστολή προς τον Γενικό Διευθυντή ΥΠΟΙΚ με την οποία ζητούσε τις απόψεις του κατά πόσο ικανοποιούνται τα οικονομικά κριτήρια του ΚΕΠ. Σύμφωνα με τον ΜΚ 6, η θετική εισήγηση της κας [A] εγκρίθηκε από τον κ. [Κ].
108. Το ΥΠΟΙΚ απάντησε με επιστολή ημερομηνίας 14/5/2018 ότι η αίτηση ικανοποιούσε το κριτήριο A1 (Επένδυση σε ακίνητα, αναπτύξεις και έργα υποδομής) της απόφασης της Απόφασης ΥΣ 13/9/2016. Στις 30/4/2018 απέστειλε επιστολή στον Διευθυντή ΔΕΕ και ΔΑΣ του Αρχηγείου Αστυνομίας με την οποία ζητούσε να τους ενημερώσει κατά πόσο κατείχε οποιεσδήποτε πληροφορίες για τους αιτούντες. Ο Διευθυντής ΔΕΕ και ΔΑΣ απάντησε στις 19/6/2018 ότι έγινε έλεγχος στις βάσεις δεδομένων της «Interpol» με αρνητικό αποτέλεσμα.
109. Ακολούθως η αίτηση έτυχε χειρισμού από την κα Τύμβιου η οποία στις 8/1/2019 ετοίμασε προσχέδιο πρότασης προς το Υπουργικό Συμβούλιο και σχετικό σημείωμα προς τον ΥΠΕΣ για την αίτηση πολιτογράφησης του επενδυτή και της συζύγου του. Στο σημείωμα ανέφερε τις απόψεις του ΥΠΟΙΚ και του Διευθυντή ΔΕΕ και ΔΑΣ καθώς επίσης και ότι οι αιτούντες ελέγχθηκαν μέσω της βάσης δεδομένων «World Check» και δεν εντοπίστηκαν οποιεσδήποτε πληροφορίες. Το προσχέδιο πρότασης εγκρίθηκε από τον τότε Υπουργό Εσωτερικών, κ. Πετρίδη. Στις 14/1/2019 διαβιβάστηκε η πρόταση προς την γραμματεία του Υπουργικού Συμβουλίου, αφού πρώτα ενημερώθηκε η Βουλή των Αντιπροσώπων. H αίτηση εγκρίθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο στις 17/1/2019.
111. Τα πιο πάνω δεν έτυχαν αμφισβήτησης, αποτελούν αναντίλεκτη μαρτυρία και καθίστανται ευρήματα μας.
Θ.4. Η ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΟΛΙΤΟΓΡΑΦΗΣΗΣ ΤΗΣ Ε ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΖΥΓΟΥ ΤΗΣ
112. Όσον αφορά στην Ε, αρ. φακ. ΥΠΕΣ 6.11.4.2.2722, η ΜΚ 2 (Έγγραφο Β2) ανέφερε ότι υποβλήθηκε αίτηση στις 31/8/2018 μέσω της κατηγορούμενης 5. Στις 13/9/2018 υπέβαλε επίσης αίτηση ο σύζυγος της, ΗΜ.
113. Η επένδυση αφορούσε στην αγορά διαμερίσματος με αρ. 202 από την κατηγορούμενη 4 στην υπό ανέγερση πολυκατοικία [C] στη Λεμεσό. Το αντίτιμο πώλησης συμφωνήθηκε στα €2.000.000 πλέον ΦΠΑ. Το πωλητήριο φέρει ημερομηνία υπογραφής την 16/2/2018. Κατατέθηκε στο Κτηματολόγιο στις 12/6/2018 (ΠΩΕ 1571/18). Αναφορά στις πρόνοιες της συμφωνίας θα γίνει στη συνέχεια. Στην αίτηση υπήρχαν επίσης αντίγραφα τριών εμβασμάτων από το εξωτερικό σε λογαριασμό του Μ στην «Eurobank» για τα ποσά των €115.570 (13/4/2018), €337.832,83 (17/5/2018), €313.370 (21/5/2018), €1.050.000 (29/5/2018), €300.000 (29/5/2018) και €24.977 (13/7/2018) και τιμολόγιο (proforma) από την κατηγορούμενη 4 ημερομηνίας 6/6/2018 (DF 1800002). Υπήρχε απόδειξη πληρωμής ημερ. 6//6/2018 για το ποσό των €2.100.000.
114. Η ΜΚ 2 απέστειλε στις 21/11/2018 επιστολή προς τον Γενικό Διευθυντή ΥΠΟΙΚ με την οποία ζητούσε τις απόψεις του κατά πόσο ικανοποιούνται τα οικονομικά κριτήρια του ΚΕΠ. Σύμφωνα με τον ΜΚ 6, η θετική εισήγηση της κας [A] εγκρίθηκε από τον κ. [Κ].
115. Το ΥΠΟΙΚ απάντησε με επιστολή ημερομηνίας 20/12/2018 ότι η αίτηση ικανοποιούσε το κριτήριο A1 (Επένδυση σε ακίνητα, αναπτύξεις και έργα υποδομής) της Απόφασης ΥΣ 13/9/2016. Στις 21/11/2018 απέστειλε επιστολή στον Διευθυντή ΔΕΕ και ΔΑΣ του Αρχηγείου Αστυνομίας με την οποία ζητούσε να τους ενημερώσει κατά πόσο κατείχε οποιεσδήποτε πληροφορίες για τους αιτούντες. Ο Διευθυντής ΔΕΕ και ΔΑΣ απάντησε στις 13/2/2019 ότι έγινε έλεγχος στις βάσεις δεδομένων της «Interpol» με αρνητικό αποτέλεσμα.
116. Η αίτηση τους προωθήθηκε στον Υπουργό Εσωτερικών και το Υπουργικό Συμβούλιο στο πλαίσιο ομαδικής πρότασης που αφορούσε 51 πρόσωπα (Τεκμήρια 34Α και Β). Διαβιβάστηκε στο Υπουργικό Συμβούλιο στις 24/7/2019 και οι αιτήσεις εγκρίθηκαν στις 25/7/2019. Με επιστολή της ημερομηνίας 30/7/2019 ενημέρωσε και τον Αναπληρωτή Διευθυντή του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης για την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου. Η επιστολή κοινοποιήθηκε και στον πάροχο υπηρεσιών.
117. Η ΜΚ 4 στην κατάθεση της ανέφερε ότι εκδόθηκε πιστοποιητικό πολιτογράφησης της Ε στις 8/8/2019 (Τεκμήριο 57). Για να εκδοθεί το πιστοποιητικό πολιτογράφησης καταβλήθηκε το ποσό των €10.000 ως δικαιώματα. Το ποσό αφορούσε την ίδια και τον σύζυγό της ΗΜ.
118. Τα πιο πάνω δεν έτυχαν αμφισβήτησης, αποτελούν αναντίλεκτη μαρτυρία και καθίστανται ευρήματα μας.
Ι. ΤΑ ΑΓΟΡΑΠΩΛΗΤΗΡΙΑ ΕΓΓΡΑΦΑ
119. Τα τρία αγοραπωλητήρια έγγραφα (Τεκμήρια 14, 15 και 16 για τα διαμερίσματα 202, 203 και 204 αντίστοιχα) περιέχουν το ίδιο λεκτικό και όρους. Κρίνεται σκόπιμο να παρατεθούν μέρος του προοιμίου και κάποιοι από τους όρους που αφορούν τη πολεοδομική άδεια, την τιμή πώλησης, τον ΦΠΑ, μετατροπές, τον χρόνο παράδοσης και τη διαχείριση των κοινοχρήστων.
120. Στο προοίμιο της κάθε συμφωνίας αναφέρονται τα ακόλουθα:
«A. WHEREAS the Vendors are the registered owners, of the immovable Property under the registration [ ] situated at Agias Triadas, in the Limassol Municipality, in Limassol (hereinafter the “Plot”). A copy of the title of the PLOT and the topographical plans are attached hereto and marked as Appendix 1; and
B. WHEREAS the Vendors have undertaken to erect on the PLOT a building complex known as “Coriche" [sic] (hereinafter called the “Building Complex”) which will be composed of apartments, shops and common use areas; and
C. WHEREAS the Purchaser wishes to purchase a three (3) bedroom apartment situated on the 2nd floor of the Building Complex with number [ ] (hereinafter the “Apartment”) which is more specifically described in the attached architectural plans (attached hereto and marked as “Appendix 2”) and the General Specifications (attached hereto and marked as Appendix 3) and whereas the Apartment shall have the exclusive right of use of one (1) parking area which will be assigned and indicated to the Purchaser by the Vendor within 6 (six) months from the obtaining of a building permit authorized by the competent authority
C. WHEREAS the Vendors undertake to construct the Building Complex and the Apartment in accordance to the Town Planning Permit and the Building Permit to be issued by the relevant authorities as well as in accordance to the plans and specifications attached hereto as Appendix 3; and
D. WHERAS the Vendors declare that they have filed an Application for a Town Planning Permit with number ΠA392/16; ….» (Έμφασις δική μας)
121. Το αντίτιμο πώλησης και ο επιβαλλόμενος ΦΠΑ προβλέπονται στον όρο 2:
«2.1. The Vendors agree to sell and the Purchaser agrees to buy the Apartment at the agreed purchase price of Euro Two Million (€2,000,000) plus VAT which will be paid by the Purchaser to the Vendors as follows
2.1.1. Euro Two Million One Hundred Thousand (€2,100,000) within 30 days from the signing of the present agreement.
2.1.2. Euro Two Hundred and Eighty Thousand (€280,000) within 6 months from the signing of the Agreement.
(i) V.A.T. shall always be calculated at the appropriate applicable rate and paid in accordance with the applicable laws and regulations in the Republic of Cyprus at the time of payment with respect to the sale of real estate.
(ii) The abovementioned sum will bear no interest if they are paid by the Purchaser to the Vendors on the abovementioned manner and furthermore it is agreed between the parties that if any sum of the purchase price is not paid on the date of payment as mentioned above, it will bear 5% interest from the date it becomes overdue and until payment thereof in full.
(iii) Provided further that if the Purchasers are an eligible person in accordance with Law 73(l) 2012 and present to the Vendor a certified copy of the approval secured from the VAT Commissioner for the imposition of the reduced VAT rate of 5% such rate will be applied to the Purchase Price and any payments previously made at the rate of 19% VAT and/or at any other rate prevailing at the time of payment will be adjusted accordingly.»
122. Σύμφωνα με τον όρο 3:
«3.1. The Vendors by this agreement sell to the Purchaser and the Purchaser purchases from the Vendors the Apartment as defined above and the Vendors by this agreement are obliged and undertake to begin and continue the errection [sic] and/or construction of the Building Complex without any delay until final completion of the Building Complex and the Apartment.
3.2. The construction of the Apartment will be made according to the architectural plans and specifications as well as the terms of the Planning Permission and the Building Permission which will form an integral part of the present agreement.
3.3. The Vendors may prior to, during or after the erection of the Building Complex and/or the Apartment:
i. Alter or amend, at its discretion, the drawings and/or specifications, provided that the quality of the agreed works is not materially affected;
ii. Cause any alterations or amendments to the specifications or the plumbing, electrical, telephone or other installations of the Building Complex and/or the Apartment if, at the discretion of the supervising architect, this is reasonably necessary or desirable, provided that such alterations or amendments do not affect materially the Building Complex or the Apartment;
iii. Alter the position of blocks and generally of all or any buildings forming part of the Building Complex;
iv. Erect and/or add other or additional buildings and/or floors to the Building Complex.
v. Make any alteration and/or amendments to the Apartment, the Building Complex and that are required by any relevant authority in order to obtain a Planning Permission and/or a Building Permit subject to the below provisions.
3.4. The Vendor will be entitled at any time to complete the Building complex in such sequence, as the Vendor shall in their absolute discretion choose.
….
3.14. The Apartment will be completed and delivery will be offered to the Purchaser on or within 30 months from the signing of this agreement (“Delivery Date"). Provided that, if due to labour dispute, strikes, communal disturbances, riots, governmental restrictions which might be related or affect the construction work or due to war, extraordinary bad weather or damage from fire, delay in receiving materials or equipment from abroad or for any other reason whatsoever which cannot be reasonably foreseen by the Vendors or due to force majeure or other causes beyond the control of the Vendors, the Apartment is not completed within the time specified above, the Vendors shall not bear any responsibility but they will undertake to proceed with the completion of the renovation work and will be entitled to reasonable extension of time. Furthermore in the event that there are agreed any changes in the specifications or in the architectural plans the time of delivery of the Apartment will be delayed accordingly.
3.15. Further, the Vendors reserve the right to extend the Delivery Date by up to six (6) months by giving 1 (one) month written notice to the Purchaser prior to the Delivery Date, without such extension giving rise to any right to compensation, notwithstanding any other provision of this agreement. In addition, the Delivery Date may also be extended as provided below and without prejudice to the Vendors’ rights under this Agreement, especially those related to payments.» (Έμφασις δική μας)
123. Τέλος ο όρος 6 προέβλεπε τα ακόλουθα ως προς τη διαχείριση των κοινοχρήστων χώρων:
«6. On Delivery Date the Purchaser hereby undertakes to sign a Management Agreement with [D.Z.] Group Management Services Ltd by which the Purchaser will appoint [D.Z.] Group Management Services Ltd to manage the Building Complex and keep it in a good order, as well as to maintain the communal areas, swimming pool, gym, sauna, and other areas in a good and appropriate condition.»
124. Ο όρος 6 έχει ιδιαίτερη σημασία καθ’ ότι, σύμφωνα με την Υπεράσπιση, η μη ορθή ερμηνεία του στο πόρισμα αποτέλεσε και τον λόγο προσήλωσης των ανακριτικών αρχών σε λανθασμένη βάση διεξαγωγής των ανακρίσεων.
ΙΑ. ΟΙ ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ – MANAGEMENT AGREEMENTS
125. Οι συμφωνίες διαχείρισης (Τεκμήρια 10, 11 και 12) είχαν επίσης το ίδιο λεκτικό. Το παραθέτουμε αυτούσιο για να γίνουν κατανοητές οι προβαλλόμενες θέσεις. Στον όρο 5 σημειώνουμε και τις διορθώσεις (διαγραφές και προσθήκες) που είχαν γίνει χειρόγραφα:
«This Management Agreement made this 24th day of November 2017, in Limassol between:
LARINA ESTATES LTD, … (hereafter the “Service Provider'') of the one part
AND
[ ] (hereafter th? “Owner’’) of the other part
PREAMBLE
A. WHEREAS the Owner is the beneficial owner and/or entitled to be the registered owner and/or the legal possessor and/or the beneficial owner and/or has the rights of use of apartment with number [ ] situated on the 2nd floor of the building known as “[C]’’ which will be erected on the plot with registration number [ ] (hereinafter ‘building complex') (hereinafter the “Apartments").
B. AND WHEREAS the Owner wishes to give to the Service Provider an exclusive right to manage the Apartment and to take all necessary endeavours as to observe and keep the Owner informed at all material time about the status of the construction of the Apartment and/or the condition of the Apartment (hereinafter “Management Services") for a period of fifteen (15) years commencing the 24/11/2017 and ending on the 23/11/2032,
C. AND WHEREAS the Service Provider accepts and agrees to provide to the Owner the Management Services and/or has the skills knowhow and resources as to provide to the Owner the Management Services.
D. AND WHEREAS both parties wish to enter into this agreement under the following terms and conditions.
NOW IT IS HEREBY AGREED AS FOLLOWS:
1. The recitals of facts and representations, set forth In the Preamble above are true and correct and they are incorporated Into the body of this Agreement by reference.
2. The Owner hereby agrees to grant to the Service Provider an exclusive right to manage the Apartment and to provide the Management Services to the Owner in accordance to the terms and conditions contained in the present agreement.
3. The period for the provision of the Management Services will shall be for fifteen year [sic] commencing on the 24/11/2017 and ending on the 23/11/2032 (hereafter the "MANAGEMENT PERIOD“).
4. The consideration for the provision of the Management Services for the apartment [ ] will be the total sum of EURO 450,000 and will be paid in advance within two (2) months from the signing of this agreement (hereinafter “Management Fee’’)
5. In the event that the Owner Service Provider fails to pay the Management Fee as per the above clause 4, then the Service Provider Owner shall demand payment from the Owner Service Provider by a written notice giving to the Owner 30days to comply to with the payment terms of this agreement. Failure to do so, then the Service Provider shall have the right to change interest at the rate of 3%.
6. Any notice or letter sent from one Party to the other based on this Agreement will be considered as legally and regularly served if sent or delivered by ordinary post and/or by hand to the respective addresses as shown In this Agreement.
7. All terms and conditions of the present agreement are of the essence and breach of any of die terms by any of the. Parties gives the right to the innocent party to terminate the Agreement, proceed with legal actions and request damages.» (Έμφασις δική μας)
126. Πέραν των πιο πάνω συμφωνιών παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο και 4η συμφωνία διαχείρισης μεταξύ της κατηγορούμενης 4 και του Μ (Τεκμήριο 70). Η συμφωνία έχει πανομοιότυπους όρους με τις άλλες τρεις και φέρει ημερομηνία συνομολόγησης τις 24/11/2017. Αφορά και τα τρία διαμερίσματα και το ποσό των €2.250.000 ήταν καταβλητέο εντός 2 μηνών από την υπογραφή της. Ο όρος 5 έχει τις ίδιες χειρόγραφες διορθώσεις.
127. Είναι δεκτό και προβαίνουμε και σε εύρημα, ότι καμία από τις συμφωνίες διαχείρισης δεν υποβλήθηκε μαζί με τα έγγραφα πολιτογράφησης των Μ, Β και Ε.
ΙΒ. ΤΑ ΕΜΒΑΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΤΑ ΥΠΟΣΤΗΡΙΚΤΙΚΑ ΤΟΥΣ ΕΓΓΡΑΦΑ
ΙΒ.1. RCB BANK
128. Ο ΜΚ 5 μετά από διαταγή ημερομηνίας 13/2/2024 της Αστυνομίας συνέλλεξε τα δικαιολογητικά που δόθηκαν από την κατηγορούμενη 4 για την εκτέλεση του εξερχόμενου εμβάσματος ύψους €300.000 ημερομηνίας 6/2/2018. Συγκεκριμένα παρέδωσε στη Αστυνομία αγοραπωλητήριο συμβόλαιο μεταξύ της κατηγορούμενης 4 και του Μ, ημερ. 24/11/2017 (διαμ. 203 – Τεκμήριο 58), management agreement – συμφωνία διαχείρισης ημερ. 24/11/2017 (Τεκμήριο 60, για το διαμ. 203, αδιόρθωτη) και φωτοαντίγραφο του διαβατηρίου του Μ (Τεκμήριο 61).
129. Κατέθεσε επίσης, ως Τεκμήριο 58, την εντολή της κατηγορούμενης 4 ημερομηνίας 2/2/2018 για να εμβαστούν σε λογαριασμό του Μ στην Αγγλία €300.000. Είναι παραδεκτό ότι η εντολή φέρει την υπογραφή του κατηγορούμενου 2.
130. Προφορικά ανέφερε ότι όταν το 2021 έλαβαν διαταγή συμμόρφωσης, ο ίδιος ως προϊστάμενος, ζήτησε να δει τη συναλλαγή. Εκ πρώτης όψεως έκρινε ότι το κατάστημα ενήργησε σωστά αφού παρουσιάστηκαν τα απαραίτητα έγγραφα αφού η εντολή αναφερόταν σε «management agreement» σε σχέση με αγοραπωλητήριο έγγραφο. Τότε η έγκριση έγινε από το κατάστημα και δεν είχε καταλήξει στο «Compliance». Μετά όμως από πιο εξονυχιστική εξέταση διαπίστωσε ότι στη συμφωνία διαχείρισης φαινόταν ότι ο Μ ήταν αυτός που θα πλήρωνε την κατηγορούμενη 4 που αντίβαινε την τραπεζική εντολή. Του φάνηκε «περίεργο» ότι ο Μ έδιδε στην κατηγορούμενη 4 δικαίωμα να διαχειριστεί το ακίνητο για 15 χρόνια και να τον ενημερώνει για την εξέλιξη των εργασιών καταβάλλοντας €450.000 και μάλιστα ενώ το έργο δεν είχε ξεκινήσει. Σημειώνουμε ότι στη συμφωνία που είχε δοθεί στην RCB Bank δεν υπήρχαν οι διορθώσεις στον όρο 5 που εμφανίζονται στο Τεκμήριο 10.
131. Ακολούθησε αναφορά στην ΜΟΚΑΣ το 2021. Ήταν η θέση του ότι δεν υπάρχει χρονικός περιορισμός για το πότε μπορεί να γίνει η αναφορά. Δέχθηκε ότι αν εντοπιζόταν το πρόβλημα τότε ίσως να μπορούσαν να ληφθούν διορθωτικά μέτρα, αν και το ζήτημα ήταν λεπτό γιατί θα μπορούσε να θεωρηθεί «tipping off».
IΒ.2. ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ
132. Η ΜΚ 7 στην κατάθεση της Έγγραφο Ε1 («η 1η κατάθεση») αναφέρθηκε στην είσπραξη του αντίτιμου της πώλησης του διαμερίσματος 204 στον Β (Τεκμήριο 63, το αγοραπωλητήριο) με επιταγή ημερ. 8/6/2018 για €2.100.000 (Τεκμήριο 64) και την κατάθεση του σε λογαριασμό της κατηγορούμενης 4 στην Τράπεζα Κύπρου (15/6/2018) (επίσης Τεκμήριο 64). Αναγνώρισε επίσης αντίγραφο επιταγής για €2.100.000 ημερ. 17/4/2018 και στο Τεκμήριο 1 (ερυθρό 78) που είχε σταλεί από τη ΜΟΚΑΣ 7/9/2020 προς το ΥΠΕΣ που αφορούσε το διαμ. 203.
133. Η ΜΚ 7 ανέφερε στην 1η κατάθεση ότι, στις 26/4/2018, η κατηγορούμενη 4, μέσω του κατηγορούμενου 2, έδωσε αρχικά οδηγίες για μεταφορά του ποσού των €300.000 στον Μ. Το ποσό στάλθηκε στις 8/5/2018 σε τράπεζα στο Κατάρ, μέσω της «National Westminster Bank PLC» (Τεκμήριο 65). Υπογραφόταν από τον κατηγορούμενο 2. Ο λειτουργός εξυπηρέτησης ήταν ο κ. [Φ]. Στην κατάθεση Έγγραφο Ε2 («η 2η κατάθεση») ανέφερε συμπληρωματικά ότι το έμβασμα αφορούσε το διαμ. 203.
134. Παρέδωσε σχετικά φωτοαντίγραφα της ηλεκτρονικής επικοινωνίας ημερ. 2/5/2018 και 8/5/2018, μεταξύ του κ. [Φ] και του κατηγορούμενου 3 (με διαγραμμένα τα ονόματα) με επισυνημμένα δικαιολογητικά που παραδόθηκαν στην τράπεζα (Τεκμήριο 67Α και Β (αγοραπωλητήριο για το διαμ. 203), Γ, (συμφωνία διαχείρισης), Δ (βιογραφικό του Μ) και Ε (βεβαιωτικά πηγής πλούτου)).
135. Ακολούθως, συνεχίζει στην 1η κατάθεση, ο κατηγορούμενος 2 έδωσε εκ νέου οδηγίες για τη μεταφορά του ποσού των €450.000 από λογαριασμό της κατηγορούμενης 4 σε λογαριασμό του Μ στο Κατάρ μέσω της «National Westminster Bank PLC» (Τεκμήριο 66).
136. Η κατηγορούμενη 4 παρουσίασε ως δικαιολογητικά για τις μεταφορές, συμφωνία διαχείρισης για το διαμέρισμα 204, ημερ. 24/11/2017, μεταξύ της κατηγορούμενης 4 και του Β (Τεκμήριο 68). Στο δικαιολογητικό όμως αναγραφόταν διαμέρισμα 202. Το λάθος διαπιστώθηκε στην πορεία. Αναφέρθηκε ότι ο «Αιγύπτιος αγοραστής» προτίθετο να αγοράσει άλλα δύο διαμερίσματα. Η κατηγορούμενη 4 προσκόμισε άλλες δύο συμφωνίες διαχείρισης, μια αφορούσε το διαμ. 203 (Τεκμήριο 69 – διορθωμένη) και η άλλη τα διαμερίσματα 202, 203 και 204 (Τεκμήριο 70). Επιπρόσθετα παρουσιάστηκε συμφωνία διαχείρισης η οποία αφορούσε το διαμ. 202 ξεχωριστά με ημερ. 24/11/2017 μεταξύ της κατηγορούμενης 4 και της Ε (Τεκμήριο 71 – μη διορθωμένη). Όπως φαίνεται και στο Τεκμήριο 66 και όπως ανέφερε στην 2η κατάθεση της, το έμβασμα αφορούσε το διαμ. 202. Στο στάδιο αυτό, ήταν η θέση της, ήταν που εντοπίστηκε το λάθος στον όρο 5 της συμφωνίας διαχείρισης και έγινε η διόρθωση ώστε να εκτελεστεί το έμβασμα. Προφορικά ανέφερε ότι δεν ζητήθηκε να σταλούν διορθωμένα ώστε να εκτελεστεί το έμβασμα. Τα γεγονότα τα έμαθε από συνάδελφο της που το χειρίστηκε τότε. Οι πελάτες διευκρίνισε επανήλθαν με διορθωμένες συμφωνίες.
137. Στην 2η κατάθεση της ανέφερε επίσης ότι μετά τον εντοπισμό του λάθους στάλθηκαν διορθωμένες συμφωνίες διαχείρισης και για τα διαμ. 203 (Τεκμήρια 69) και 204. Επίσης, αποστάλθηκε διορθωμένη και συμφωνία διαχείρισης ημερομηνίας 24/11/2017 για όλα τα διαμερίσματα ύψους €2.250.000 (Τεκμήριο 70). Δεν γνώριζε γιατί στάλθηκε η τελευταία, αφού δεν έγινε οποιοδήποτε έμβασμα με βάση αυτή.
138. Η ΜΚ 7 στη 2η κατάθεση της παρέδωσε και εκτύπωση ηλεκτρονικής επικοινωνίας ημερ. 30/7/2018 (Τεκμήριο 72) με την οποία η κατηγορούμενη 4 «μαρκαρίστηκε για πιο στενή παρακολούθηση», ως «high risk» δηλαδή. Οι υποψίες ηγέρθησαν με βάση την τιμή πώλησης των διαμερισμάτων σε συνάρτηση με την εκτίμηση που κατείχε η Τράπεζα και την ύπαρξη των συμφωνιών διαχείρισης με τις οποίες επιστρέφονταν χρήματα στους αγοραστές. Παρέδωσε την έκθεση εκτίμησης (Τεκμήριο 75). Επειδή το έργο ήταν υποθηκευμένο ήταν αναγκαίο να προσκομιστούν στην Τράπεζα όλα τα πωλητήρια για να μπορεί η Τράπεζα να έχει έλεγχο στις καταθέσεις για την αποπληρωμή του δανεισμού. Κατέθεσε σχετικά αντίγραφα των συμβολαίων για τα διαμ. 202 και 203 (Τεκμήρια 73 και 74).
139. Αντεξεταζόμενη κατέθεσε επίσης τις εγκεκριμένες πιστωτικές διευκολύνσεις της κατηγορούμενης 4 (Τεκμήριο 76) και τρείς δηλώσεις άρσης εμπράγματων βαρών ημερ. 3/7/2018 (γνωστά ως waivers) προς όφελος των Μ, Β και Ε (Τεκμήρια 77, 78 και 79, αντίστοιχα). Δεν γνώριζε αν σήμερα υφίστατο υποθήκη. Αρνήθηκε εισήγηση ότι η πληρωμή χρημάτων από την κατηγορούμενη 4 αφορούσε τη διαχείριση και εκμετάλλευση των διαμερισμάτων και όχι επιστροφή χρημάτων. Η πραγματική αξία των ακινήτων, ανέφερε, ήταν πολύ πιο χαμηλή και τα λάθη στις συμφωνίες διαχείρισης καθιστούσαν την εγκυρότητα τους αμφίβολη.
ΙΒ.3. Η ΑΛΛΗΛΟΓΡΑΦΙΑ ΠΟΥ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕ Η ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗ
140. Το ζήτημα της πληρότητας της ηλεκτρονικής αλληλογραφίας ημερ. 2/5/2018 και 8/5/2018 που ανταλλάγηκε μεταξύ του κ. [Φ] και του κατηγορούμενου 3 προβλήθηκε από την Υπεράσπιση και αποτέλεσε αντικείμενο εξέτασης και επακόλουθης μαρτυρίας του ΜΥ 1.
141. Η έκθεση ημερ. 15/4/2024 (η οποία ολοκληρώθηκε 23/5/2024) (Έγγραφο Θ1) αφορά την εξαγωγή ηλεκτρονικής επικοινωνίας μεταξύ Τράπεζας Κύπρου και της «[Z] Group».
142. Συγκεκριμένα στην έκθεση – Έγγραφο Θ1 ανέφερε ότι στις 8/4/2024 κλήθηκε να διενεργήσει δικανικό έλεγχο (forensic investigation), αναφορικά με την αυθεντικότητα δύο συγκεκριμένων ηλεκτρονικών μηνυμάτων (emails) που του εξηγήθηκε ότι υποβλήθηκαν ως αποδεικτικά στοιχεία σε φυσική μορφή στο δικαστήριο (Τεκμήρια 165 και 166).
143. H έρευνα αφορούσε την αλληλογραφία που ανταλλάχθηκε μεταξύ των ακόλουθων ηλεκτρονικών διευθύνσεων:
- mΧΧΧΧ@XXXos.com
- cΧΧΧFΧΧΧΧ@bankofcyprus.com
- mΧΧΧΧ@bankofcyprus.com
- vΧΧΧΧ@XXXos.com
144. Η έρευνα, ανέφερε, ακολούθησε τις κατευθυντήριες οδηγίες του Συνδέσμου Γενικών Διευθυντών της Αστυνομίας του Ηνωμένου Βασιλείου (Association of Chief Police Officers) (ACPO) για τη διαχείριση ηλεκτρονικών αποδεικτικών στοιχείων. Εξασφαλίστηκε διαχειριστική πρόσβαση (administrative access) στον διακομιστή ηλεκτρονικών μηνυμάτων της Εταιρείας στο «Microsoft Office 365» και χρησιμοποιήθηκε το εργαλείο «eDiscovery» για τη διατήρηση, συλλογή και εξαγωγή του απαραίτητου περιεχομένου. Για την λεπτομερή ανάλυση των αποδεικτικών στοιχείων χρησιμοποιήθηκε η έκδοση 4.21 του «Autopsy», το οποίο είναι ένα διαπιστευμένο δικανικό λογισμικό που αναγνωρίζεται από αστυνομικές και δικαστικές αρχές ανά το παγκόσμιο.
145. Παραδόθηκε σύμφωνα με τον μάρτυρα σε 2 σκληρούς δίσκους (usb) η όλη διαδικασία σε ψηφιακή μορφή. Σκοπός ήταν να δοθεί στην Κατηγορούσα Αρχή ώστε να ελεγχθεί η εγκυρότητα της διαδικασίας. Είναι παραδεκτό ότι δόθηκε. Κατατέθηκε κατά την αντεξέταση ως Τεκμήριο 196.
146. Κατέληξε στα ακόλουθα συμπεράσματα σελ. 13 της έκθεσης – Έγγραφο Θ1:
«Επαλήθευση Μηνυμάτων:
Τα μεταδεδομένα (Metadata) των ηλεκτρονικών μηνυμάτων εξετάστηκαν και επιβεβαιώνουν τόσο την ώρα αποστολής όσο και τους παραλήπτες των εν λόγω ηλεκτρονικών μηνυμάτων.
Επίσης, από τη στιγμή που η Εταιρεία χρησιμοποιεί την πλατφόρμα Microsoft Office 365, οι διακομιστές της οποίας τυγχάνουν χειρισμού αποκλειστικά από την Microsoft, δεν μπορεί κάποιος τρίτος να παρέμβει πάνω τους. Το γεγονός ότι τα εν λόγω μηνύματα εντοπίστηκαν να έχουν αποσταλεί κατά τον ίδιο χρόνο και από τα ίδια πρόσωπα όπως αυτά που αναφέρονται στα Ηλεκτρονικά Μηνύματα του Παραρτήματος 1 επιβεβαιώνει την αυθεντικότητα τους.
Συμπέρασμα:
Ο δικανικός έλεγχος επιβεβαίωσε την αυθεντικότητα, τις λεπτομέρειες αποστολής και την ακεραιότητα των εν λόγω ηλεκτρονικών μηνυμάτων.»
147. Προφορικά συμπλήρωσε ότι, έχοντας ως δεδομένο ότι εντοπίστηκε το ηλεκτρονικό μήνυμα ημερ. 8/5/2018 (Τεκμήριο 67Α) το οποίο έστειλε ο κατηγορούμενος 3 στον κ. [Φ] θα μπορούσαν να εντοπίσουν και τα υπόλοιπα εκτός αν τα είχαν διαγράψει. Αντεξεταζόμενος ανέφερε ότι δεν γνώριζε τι ρυθμίσεις είχε η Τράπεζα Κύπρου. Με βάση του νόμου του Περί Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, ήταν η θέση του «πρέπει να κρατούν τα δεδομένα» τουλάχιστον 7 χρόνια.
148. Σύμφωνα με την Υπεράσπιση επομένως τα ηλεκτρονικά μηνύματα που στάλθηκαν είχαν το ακόλουθο περιεχόμενο:
(1) 3/5/2018 η ώρα 10:32 π.μ. – Από τον κατηγορούμενο 3 στον κ. [Φ]:
«Dear [Φ],
Please find attached scanned copy of the revised agreement for [C] 203
Regards,
[κατηγορούμενος 3]
General Manager»
(2) Η επισύναψη είναι συμφωνία διαχείρισης ημερ. 21/11/2017 για όλα τα διαμερίσματα (202, 203 και 204) για το ποσό των €2.250.000.
(3) 3/5/2018 η ώρα 11:18 π.μ. – Από τον κατηγορούμενο 3 στον κ. [Φ]:
«Dear [Φ],
I apologize for the mistake please ignore the previous e-mail and I am attaching the correct agreements for apartments 203 and 204
Regards,
[κατηγορούμενος 3]
General Manager»
(4) Στο ηλεκτρονικό μήνυμα επισυνάφθηκαν οι συμφωνίες διαχείρισης (διορθωμένες) για τα διαμερίσματα 203 και 204 για το ποσό των €450.000 η κάθε μια.
ΙΓ. ΟΙ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΕΣ ΤΗΣ ΜΚ 2 ΜΕ ΤΗ ΜΟΚΑΣ
149. Στις 25/9/2019 η ΜΟΚΑΣ απέστειλε επιστολή στο ΥΠΕΣ στην οποία αναφερόταν η κατηγορούμενη 4 πώλησε ακίνητο στον Μ στην τιμή των €2.100.000 και επισύναψε ως Παράρτημα Α το αγοραπωλητήριο έγγραφο. Επίσης, αναφερόταν ότι στη συνέχεια η κατηγορούμενη 4 διενήργησε δύο εξερχόμενα εμβάσματα προς όφελος του Μ συνολικού ύψους €750.000, ουσιαστικά επιστρέφοντας στον αγοραστή το εν λόγω ποσό. Ως δικαιολογητικό των συγκεκριμένων πράξεων προσκόμισαν συμφωνία διαχείρισης του ακινήτου για περίοδο 15 ετών. H εν λόγω συμφωνία επισυναπτόταν στην επιστολή της ΜΟΚΑΣ.
150. Κατά τη μελέτη της επιστολής της ΜΟΚΑΣ η ΜΚ 2 πρόσεξε ότι το αγοραπωλητήριο έγγραφο που είχε επισυναφθεί ως Παράρτημα A, δεν αφορούσε τον Μ αλλά τον γιο του, Β, ο οποίος επίσης είχε αποκτήσει την Κυπριακή υπηκοότητα ως επενδυτής στις 17/1/2019. Η ΜΚ 2 στις 28/1/2020 απέστειλε επιστολή στη ΜΟΚΑΣ στην οποία επεσήμανε το λάθος στο Παράρτημα A της επιστολής τους και τους ζητούσε να τους ενημερώσουν κατά πόσο διαφοροποιείτο το περιεχόμενο της επιστολής τους ημερομηνίας 25/9/2019.
151. Η ΜΟΚΑΣ έστειλε απαντητική επιστολή ημερομηνίας 7/9/2020 η οποία ήρθε εις γνώση της ΜΚ 2 στις 10/9/2020. Στην εν λόγω επιστολή αναφερόταν ότι η ΜΟΚΑΣ, το 2018 είχε λάβει αναφορά από την Τράπεζα Κύπρου σχετικά με την κατηγορούμενη 4. Σύμφωνα με την αναφορά η κατηγορούμενη 4 πώλησε στον Μ, διαμέρισμα στη Λεμεσό στην τιμή των €2.100.000. Η αγοραία αξία του ακινήτου όμως εκτιμήθηκε από την Τράπεζα στα €920.000. Στην εν λόγω επιστολή η ΜΟΚΑΣ αναφέρει εκ νέου ότι εντοπίστηκαν εξερχόμενα εμβάσματα στις 8/5/2018 και 3/7/2018, από την κατηγορούμενη 4 προς τον Μ πριν την απόκτηση δηλαδή της υπηκοότητας από τον Μ. Στην εν λόγω επιστολή επισυνάφθηκε η συμφωνία διαχείρισης ακινήτου μεταξύ του Μ και της κατηγορούμενης 4.
152. Στην επιστολή δεν γινόταν αναφορά στον Β. Δεδομένου ότι η επιστολή ήρθε σε γνώση της ΜΚ 2 μετά τον διορισμό της Ερευνητικής Επιτροπής και λαμβάνοντας υπόψη ότι η συγκεκριμένη υπόθεση ήταν ανάμεσα σε αυτές που σύμφωνα με τους όρους εντολής της θα διερευνούσε η Ερευνητική Επιτροπή, δεν προέβη σε οποιαδήποτε περαιτέρω ενέργεια αναμένοντας το τελικό πόρισμα της Επιτροπής.
153. Δεδομένου ότι οι πληροφορίες που είχαν ληφθεί από την ΜΟΚΑΣ τον Σεπτέμβριο του 2019, έχρηζαν διευκρίνησης, τις οποίες η ΜΟΚΑΣ δεν είχε αποστείλει μέχρι την ημερομηνία διεκπεραίωσης της αίτησης του υιού του Μ, AS και ότι δεν είχε εκδοθεί εναντίον του επενδυτή οποιαδήποτε καταδικαστική απόφαση ή απόφαση αποστέρησης της υπηκοότητας από το Υπουργικό Συμβούλιο, η αίτηση διεκπεραιώθηκε. Εξάλλου, ήταν η θέση της ΜΚ 2, σύμφωνα με την Νομοθεσία και συγκεκριμένα με το άρθρο 113 του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου, σε περίπτωση που αφαιρούνταν η Κυπριακή υπηκοότητα από τον επενδυτή, θα αφαιρούνταν και από όλα τα εξαρτώμενα μέλη της οικογένειας του.
ΙΔ. Η ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ
ΙΔ.1. ΟΙ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΤΟΥ Α/ΛΟΧ. ΜΚ12
154. Ο Α/Λοχ. ΜΚ 12, ανέφερε ότι αφού μελέτησαν το πόρισμα δόθηκαν οδηγίες στην πρώτη ομάδα να διερευνήσει γύρω στις 52 υποθέσεις και στη δεύτερη ομάδα, 47, σύνολο 99 υποθέσεις.
155. Παρέλαβαν τους φακέλους από τα αρμόδια Υπουργεία και τμήματα του Κράτους για να τους μελετήσουν και να προχωρήσουν στη διερεύνηση. Διερευνούν και υποθέσεις που είναι εκτός του πορίσματος, υποθέσεις που τους προωθήθηκαν από την Ελεγκτική Υπηρεσία και άλλες περιπτώσεις οι οποίες τους προωθήθηκαν από το ΥΠΕΣ.
156. Το πόρισμα, ανέφερε, αποτελείτο από 174 παραρτήματα. Το κάθε παράρτημα αφορούσε ξεχωριστή πολιτογράφηση συγκεκριμένου αιτούντα ως επίσης και εξαρτώμενων τους. Το πόρισμα δημοσιεύθηκε χωρίς τα παραρτήματα και με απαλειμμένα κάποια στοιχεία που αναφέρονταν σε προσωπικά δεδομένα. Δύο παραρτήματα αφορούσαν τον Μ και τον Β. Στο πόρισμα δεν υπήρχε οποιαδήποτε αναφορά για την τρίτη περίπτωση πολιτογράφησης που αφορούσε την E. Γινόταν επίσης αναφορά σε δύο επιστολές της ΜΟΚΑΣ, στις οποίες γινόταν επιστροφή χρημάτων στον Μ, σε λογαριασμούς του στο εξωτερικό, με 3 διαφορετικά εμβάσματα, δύο των €300.000 και ένα των €450.000. Οι επιστολές αυτές υπήρχαν μέσα στον φάκελο του ΥΠΕΣ για την πολιτογράφηση του Μ.
157. Ήταν η θέση του ότι τα όσα καταγράφονταν στο πόρισμα «δεν διαδραμάτισαν οποιονδήποτε σημαντικό ρόλο, απλά ήταν πληροφόρηση». Είχαν υποχρέωση να ξεκινήσουν τις έρευνες και ανακρίσεις για να διαπιστώσουν κατά πόσο διαπράχθηκαν οποιαδήποτε ποινικά αδικήματα.
158. Στις περιπτώσεις πολιτογραφήσεων, ανέφερε, που αφορούν αγοραπωλητήρια έγγραφα ακίνητης ιδιοκτησίας, η Αστυνομία έχει συνεργασία με το Τμήμα Φορολογίας. Προωθείται επιστολή στο Τμήμα Φορολογίας, για να διερευνήσουν τα θέματα που εμπίπτουν στην αρμοδιότητά τους και να τους ενημερώσουν για τα αποτελέσματά της. Συνεργάστηκαν με το εν λόγω Τμήμα για ακόμα 21 υποθέσεις. Ο Έφορος Φορολογίας σε αυτές τις περιπτώσεις δεν εξέδωσε βεβαίωση είσπραξης φόρου. Αναγνώρισε την σχετική επιστολή, Τεκμήριο 51, που στάλθηκε στον Έφορο Φορολογίας σε σχέση με την κατηγορούμενη 4. Δεν υπήρχε οποιαδήποτε μαρτυρία όσον αφορά φορολογικά αδικήματα, υπήρχε μόνο η πληροφόρηση για την επιστροφή χρημάτων και η σύναψη των πωλητηρίων συμβολαίων για την ακίνητη περιουσία που πωλήθηκε από την κατηγορούμενη 4 στους 3 επενδυτές. Ζητήθηκε από το Τμήμα Φορολογίας, να τους ενημερώσουν κατά πόσο υποβλήθηκαν στο Τμήμα δηλώσεις φόρου εισοδήματος από την κατηγορούμενη 4 για το έτος 2018. Απάντησαν ότι δεν είχε υποβληθεί (Τεκμήριο 126, επιστολή ημερομηνίας 15/11/2021). Οι οδηγίες που είχαν για να μην προχωρεί το Τμήμα σε διευθέτηση ήταν προφορικές, από τη νομική υπηρεσία.
159. Ο Α/Λοχ. ΜΚ 12 κατέθεσε επίσης δύο ανακριτικές καταθέσεις του κατηγορούμενου 2, ημερ. 24/9/2021 (Τεκμήριο 127 και έντυπο δικαιωμάτων υπόπτων, Τεκμήριο 128) και ημερ. 20/4/2022 (Τεκμήριο 138 και έντυπο δικαιωμάτων υπόπτων, Τεκμήριο 139).
160. Στο πλαίσιο της ανακριτικής κατάθεσης του κατηγορούμενου 2 (Τεκμήριο 127), υποδείχθηκαν στον κατηγορούμενο 2, αγοραπωλητήριο έγγραφο μεταξύ της κατηγορούμενης 4 και του Μ (Τεκμήριο 129), συμφωνία διαχείρισης μεταξύ της κατηγορούμενης 4 και του Μ (Τεκμήριο 130), αγοραπωλητήριο έγγραφο μεταξύ της κατηγορούμενης 4 και του Β (Τεκμήριο 131), συμφωνία διαχείρισης μεταξύ της κατηγορούμενης 4 και του Β (Τεκμήριο 132), έκθεση εκτίμησης της «Roussos & Angelides» (Τεκμήριο 133), δέσμη τριών «waiver» και επιστολή τραπεζικών διευκολύνσεων της Τράπεζας Κύπρου προς την κατηγορούμενη 4 (Τεκμήριο 134), έντυπο M.127 που αφορά τον M (Τεκμήριο 135), έντυπο M.127 που αφορά τον AS (Τεκμήριο 136) και έντυπο M.127 που αφορά την ES (Τεκμήριο 137).
161. Ο Α/Λοχ ΜΚ 12 επίσης κατέθεσε ως Τεκμήριο 140 τη διαταγή παρουσίασης εγγράφων προς την εταιρεία κατηγορούμενη 4, ημερ. 16/9/2021 για να του παρουσιάσει έγγραφα σχετιζόμενα με την πολιτογράφηση του Μ και του Β και ως Τεκμήριο 141 τη διαταγή παρουσίασης εγγράφων προς την κατηγορούμενη 5 ημερ. 16/9/2021. Τα μόνα έγγραφα που παρουσιάστηκαν ήταν αυτά που παραδόθηκαν κατά την ανάκριση των διευθυντών τους.
162. Ανέφερε ότι οι Μ, Β και Ε τοποθετήθηκαν στον κατάλογο «Alert List», με σκοπό όταν θα επισκέπτονταν την Κύπρο, να ανακριθούν για τις υπό διερεύνηση υποθέσεις ως ύποπτοι. Δεν εκδόθηκαν εντάλματα σύλληψης. Εκ πείρας του οι «Αραβικές χώρες δεν ανταποκρίνονται στα αιτήματα της Κυπριακής Δημοκρατίας».
163. Στις 20/5/2022, λήφθηκε κατάθεση από τον Β (Τεκμήριο 142Α στην Αραβική και Τεκμήριο 142Β, η μετάφραση στην Ελληνική). Σε προφορική συνομιλία που είχε μαζί του, ο Β του ανέφερε ότι στις διαπραγματεύσεις για την αγορά των ακινήτων, είχε τον πρώτο λόγο ο πατέρας του, ο οποίος πλήρωσε και για τα 3 διαμερίσματα. Όσον αφορά τις συμφωνίες διαχείρισης ανέφερε ότι του έδιδαν κάποια έγγραφα και υπέγραφε αλλά δεν ήταν υπόψη του, κατά πόσο υπόγραψε τις συμφωνίες διαχείρισης. Όσον αφορά την υποβολή των εγγράφων για τον μειωμένο συντελεστή, ο B ανέφερε ότι δεν είχε υπογράψει τέτοια έγγραφα. Λήφθηκαν δείγματα γραφής του Β και του ΜΚ 11. Ο Αν/Λοχ. 3285 αφού εξέτασε τα υπό αμφισβήτηση έγγραφα και τα δείγματα γραφής δεν μπόρεσε να συνδέσει τον Β ούτε τον ΜΚ 11 με τις υπογραφές που φαίνονταν στην υπεύθυνη δήλωση, αναφέροντας ότι υπάρχει υποψία ότι κάποιος που γνώριζε την υπογραφή του Β, προσπάθησε να αντιγράψει την γνήσια υπογραφή του (Τεκμήριο 143).
164. Στις 23/12/2021, και η ώρα 14:30, καθ' υπόδειξή του ο Αστ. 266, Α. Περικλέους έλαβε αριθμό φωτογραφιών του υπό ανέγερση κτηρίου «[C]», δέσμη 5 φωτογραφιών, εκτυπωμένες σε 3 φύλλα, κατατέθηκε ως Τεκμήριο 144.
165. Αποστάλθηκε επίσης επιστολή στο Κτηματολόγιο Λεμεσού και τους παρέδωσαν συνολικά άλλα 17 πωλητήρια έγγραφα, τα οποία είχαν κατατεθεί στο Κτηματολόγιο σε σχέση με το κτιριακό συγκρότημα «[C]». Αφορούν τα ακόλουθα, διαμέρισμα 502 – Τεκμήριο 145, διαμέρισμα 301 – Τεκμήριο 146, διαμέρισμα 402 – Τεκμήριο 147, διαμέρισμα 302 – Τεκμήριο 148, διαμέρισμα 304 – Τεκμήριο 149, διαμέρισμα 401 – Τεκμήριο 150, διαμέρισμα 303 – Τεκμήριο 151, διαμέρισμα 501 – Τεκμήριο 152, διαμέρισμα 403 – Τεκμήριο 153, διαμέρισμα 101 – Τεκμήριο 154, διαμέρισμα 602 – Τεκμήριο 155, διαμέρισμα 603 – Τεκμήριο 156, διαμέρισμα 102 – Τεκμήριο 157, διαμέρισμα 601 – Τεκμήριο 158, διαμέρισμα 103 – Τεκμήριο 159, κατάστημα υπ' αριθμόν 2 – Τεκμήριο 160 και κατάστημα υπ' αριθμόν 1 – Τεκμήριο 161.
167. Η μόνη μέτοχος της Lagerta Limited είναι η κα [Χ.Ζ.] θυγατέρα του κατηγορούμενου 2. Διευθυντής της είναι ο κατηγορούμενος 1 και Γραμματέας η κατηγορούμενη 6 (Τεκμήριο 162, πιστοποιητικά Εφόρου Εταιρειών).
168. Η Sky Callisto Holdings Ltd, είναι εταιρεία με μετόχους πρόσωπα από τη Σαουδική Αραβία.
169. Η Callisto Wave Ltd είναι διαγραμμένη (Τεκμήριο 163, εκτύπωση έρευνας από την ιστοσελίδα του Εφόρου Εταιρειών), επίσης εταιρεία με μετόχους πρόσωπα από τη Σαουδική Αραβία.
170. Αντεξεταζόμενος ανέφερε ότι η ανακριτική ομάδα ασχολήθηκε ξανά με αυτή την υπόθεση τον Φεβρουάριο 2024 μετά από οδηγίες της Νομικής Υπηρεσίας. Του ζητήθηκε η λήψη κατάθεσης από τον ΜΚ 6, Γενικό Διευθυντή του ΥΠΟΙΚ. Ήθελε να διευκρινιστεί η θέση του για τις συμφωνίες διαχείρισης (ως Τεκμήριο 169, 15/2/2024). Τον Μάιο του 2022 δεν του λήφθηκε κατάθεση αφού δεν εμπλεκόταν στη διαδικασία εξέτασης του κριτηρίου. Η μη πρόσαψη κατηγορίας κατά του Β ήταν απόφαση της Νομικής Υπηρεσίας. Αρνήθηκε ότι η μη έκδοση ενταλμάτων σύλληψης εναντίον των Μ, Β και Ε ήταν για λόγους σκοπιμότητας. Δεν ήταν δική του απόφαση να μη συμπεριληφθεί ως μάρτυρας ο Β.
171. Μεταξύ των προσώπων που κατέθεσαν ενώπιον της Ερευνητικής Επιτροπής ήταν η ΜΚ 2 του ΥΠΕΣ και ο κ. [Κ] του ΥΠΟΙΚ. Ο Α/Λοχ. ΜΚ 12 δήλωσε ότι διάβασε το πόρισμα και τη μαρτυρία τους. Οι κατηγορούμενοι δεν κατέθεσαν στην Ερευνητική Επιτροπή.
172. Δέχθηκε ότι η θέση της Ερευνητικής Επιτροπής ήταν ότι έγινε υπερεκτίμηση της αξίας των διαμερισμάτων και ότι έγινε επιστροφή χρημάτων βάσει των συμφωνιών διαχείρισης. Όπως ο ίδιος αντιλήφθηκε, με την επιστροφή των χρημάτων δεν πληρείτο το οικονομικό κριτήριο.
173. Ήταν σε γνώση του το περιεχόμενο της κατάθεσης του κ. [Κ] παρόλο που δεν την είχε λάβει ο ίδιος. Είχε δώσει οδηγίες για λήψη της κατάθεσης αφού προΐστατο της αρμόδιας διεύθυνσης στο ΥΠΟΙΚ. Δεν θυμόταν σε σχέση με πόσες πολιτογραφήσεις ασχολήθηκε ο κ. [Κ]. Δεν γνώριζε ότι ήταν μέλος του διοικητικού Συμβουλίου του Κυπριακού Οργανισμού Προώθησης Επενδύσεων στο εξωτερικό ως εκπρόσωπος του ΥΠΟΙΚ. Ρωτήθηκε αν ήταν και ο πρώτος Κύπριος που είχε διοριστεί αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, δεν γνώριζε, θυμόταν ότι διορίστηκε σε κάποια θέση στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ήταν προϊστάμενος της κας [A], και είχε τον τελικό λόγο έγκρισης των σημειωμάτων.
174. Ερωτηθείς για την αναζήτηση της αλληλογραφίας από την Τράπεζα Κύπρου τον Φεβρουάριο 2022, απάντησε ότι δεν είχε λόγο να θεωρήσει ότι υπήρχε επιπρόσθετη αλληλογραφία πέραν από αυτής που είχε καταθέσει η ΜΚ 7 (Τεκμήριο 67Α). Η υπόθεση είχε ήδη καταχωριστεί και θα άρχιζε η ακροαματική διαδικασία. Είχαν συμπληρωθεί οι εξετάσεις. Η ευθύνη των υπολοίπων ήταν της Νομικής Υπηρεσίας. Γνώριζε ότι η αλληλογραφία παραλήφθηκε κατόπιν διαταγής παρουσίασης. Κατατέθηκαν ως Τεκμήρια 165, ηλ. μήνυμα ημερ. 3/5/2018 με ώρα 10:32 και ως Τεκμήριο 166, ηλ. μήνυμα ημερ. 3/5/2018 με ώρα 11:18.
175. Μεγάλο μέρος της αντεξέτασης του αφορούσε την πληρότητα της διερεύνησης και ειδικότερα στην προκατειλημμένη αντιμετώπιση ζητημάτων που προέκυπταν κατά τις ανακρίσεις. Θα αναφερθούμε σ’ αυτά στη συνέχεια. Εδώ αυτό που ενδιαφέρει είναι οι ενέργειες του μάρτυρα ως ανακριτή.
ΙΔ.2. ΟΙ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΤΟΥ ΛΟΧ. ΜΚ10
176. Ο Λοχ. ΜΚ 10, μεταξύ άλλων, έλαβε ανακριτικές καταθέσεις από την κατηγορούμενη 7 στις 22/9/2021 (Τεκμήριο 87 – η κατάθεση, Τεκμήριο 88 – γραπτά δικαιώματα) και τον κατηγορούμενο 1 στις 24/9/2021 (Τεκμήριο 97 – η κατάθεση, Τεκμήριο 98 – γραπτά δικαιώματα).
177. Η λήψη της κατάθεσης της κατηγορούμενης 7 έγινε παρουσία του κατηγορούμενου 1 ως συνηγόρου της. Κατά την ανάκριση της υποδείχθηκαν, αγοραπωλητήριο έγγραφο μεταξύ της κατηγορούμενης 4 και του Μ (Τεκμήριο 89), συμφωνία διαχείρισης μεταξύ της κατηγορούμενης 4 και του Μ (Τεκμήριο 90), αγοραπωλητήριο έγγραφο μεταξύ της κατηγορούμενης 4 και του Β (Τεκμήριο 91), συμφωνία διαχείρισης μεταξύ της κατηγορούμενης 4 και του Β (Τεκμήριο 92), Έντυπο Μ 127 του Μ (Τεκμήριο 93), Έντυπο Μ 127 της συζύγου του Μ (Τεκμήριο 94), Έντυπο Μ 127 του Β (Τεκμήριο 95)∙ Έντυπο Μ 127 της συζύγου του Β (Τεκμήριο 96).
178. Ο κατηγορούμενος 1 κατά τη λήψη της κατάθεσης του παρέδωσε σ’ αυτόν εκτύπωση ηλεκτρονικού μηνύματος της κατηγορούμενης 7 προς τον Μ, ημερ. 27/11/2017 (Τεκμήριο 99), ένα αντίγραφο αγοραπωλητηρίου εγγράφου μεταξύ της κατηγορούμενης 4 και της Ε (Τεκμήριο 100), ένα αντίγραφο της συμφωνίας διαχείρισης ακινήτου μεταξύ της κατηγορούμενης 4 και της Ε για το διαμ. 202 (Τεκμήριο 101), δέσμη ηλεκτρονικών μηνυμάτων που ανταλλάγηκαν μεταξύ της κατηγορούμενης 7 και της ΜΚ 2 (Τεκμήριο 104), αντίγραφο εγγράφου που τιτλοφορείται «Information on the Cyprus Naturalization Scheme» (Τεκμήριο 105), έγγραφο που τιτλοφορείται «Frequently Asked Questions» (Τεκμήριο 106), αντίγραφα των σελ. 2 και 3 του πρωτότυπου αγοραπωλητηρίου εγγράφου (της πρωτότυπης συμφωνίας διαχείρισης είχε πει στην κατάθεση του) για το διαμ. 204 μεταξύ της κατηγορούμενης 4 και του Β (Τεκμήριο 107), εκτύπωση ηλεκτρονικού μηνύματος μεταξύ της κατηγορούμενης 7 και του Μ ημερ. 6/3/2018 (Τεκμήριο 108), εκτύπωση ηλεκτρονικού μηνύματος ημερ. 5/1/2021 που στάλθηκε από υπάλληλο της κατηγορούμενης 5, στις, μεταξύ άλλων, ΜΚ 2 και [A] για την πρόοδο των εργασιών του διαμ. του Μ (Τεκμήριο 111), εκτύπωση ηλεκτρονικού μηνύματος ημερ. 16/9/2021 που στάλθηκε από υπάλληλο της κατηγορούμενης 5, στη, μεταξύ άλλων, ΜΚ 2 για την πρόοδο των εργασιών του διαμ. της Ε (Τεκμήριο 112), δέσμη τριών δηλώσεων (waiver) από την Τράπεζα Κύπρου για τους Ε, Μ και Β (Τεκμήριο 113), βεβαιώσεις των πηγών εισοδήματος και περιουσιακών στοιχείων του Μ (Τεκμήρια 114 και 115) και δύο δέσμες από αντίγραφα τιμολογίων που εκδόθηκαν από την κατηγορούμενη 6 προς την κατηγορούμενη 4 αλλά και τον Μ (Τεκμήριο 116 και 117).
179. Του υποδείχθηκαν επίσης το αγοραπωλητήριο μεταξύ της κατηγορούμενης 4 και του Μ (Τεκμήριο 102), συμφωνία διαχείρισης μεταξύ της κατηγορούμενης 4 και του Μ (Τεκμήριο 103), αγοραπωλητήριο έγγραφο μεταξύ της κατηγορούμενης 4 και του Β (Τεκμήριο 109) και συμφωνία διαχείρισης μεταξύ της κατηγορούμενης 4 και του Β (Τεκμήριο 110).
180. Κατέθεσε επίσης την ανακριτική κατάθεση του κατηγορούμενου 3 ημερ. 24/9/2021 (Τεκμήριο 118). Κατά τη διάρκεια της ανάκρισης του, του υποδείχθηκαν, Έντυπο Μ 127 του Μ (Τεκμήριο 119), Έντυπο Μ 127 του ΑS (υιού του Μ) (Τεκμήριο 120), Έντυπο Μ 127 της συζύγου του Μ (Τεκμήριο 121), αγοραπωλητήριο έγγραφο μεταξύ της κατηγορούμενης 4 και του Μ (Τεκμήριο 122) και αγοραπωλητήριο έγγραφο μεταξύ της κατηγορούμενης 4 και του Β (Τεκμήριο 123).
181. Αντεξεταζόμενος ανέφερε ότι όταν τους παραδόθηκε το πόρισμα ξεκίνησε η διερεύνηση για την πιθανότητα διάπραξης αδικημάτων. Επικεφαλής της ομάδας του ήταν ο Α/Λοχ. ΜΚ 12 υπό την εποπτεία του Υπαστυνόμου Χ. Χρίστου. Είχε μελετήσει κάποια από τα παραρτήματα του πορίσματος. Αντιλήφθηκε ότι η παρούσα περίπτωση αφορούσε υπερτίμηση της αξίας των διαμερισμάτων για να ικανοποιήσουν το κριτήριο των €2.000.000 και αντίστοιχη επιστροφή χρημάτων στη βάση συμφωνιών διαχείρισης. Δέχθηκε ότι στο πόρισμα γινόταν αναφορά μόνο για τον Μ και τον Β. Για την αίτηση της Ε υπήρχε υποψία από κατάθεση που είχε ληφθεί από την Τράπεζα Κύπρου και επιβεβαιώθηκε από την κατηγορούμενη 7 η οποία παρέδωσε και το πωλητήριο έγγραφο. Οι κατηγορούμενοι 1 και 7 ανέφερε ότι απάντησαν όλες τις ερωτήσεις που τους υποβλήθηκαν κατά την ανάκριση.
ΙΔ.3. ΟΙ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΤΟΥ ΑΣΤ. ΜΚ 13
182. Ο Αστ. ΜΚ 13 κατέθεσε στο Δικαστήριο πιστοποιητικά του Εφόρου Εταιρειών που είχαν ληφθεί σε σχέση με την κατηγορούμενη 4 (Τεκμήριο 170), την κατηγορούμενη 5 (Τεκμήριο 171) και την κατηγορούμενη 6 (Τεκμήριο 172). Τα έγγραφα παραλήφθηκαν από τον Έφορο Εταιρειών στις 21/1/2024.
183. Επιβεβαίωσε ότι στο πλαίσιο διερεύνησης αδικημάτων σε υποθέσεις πολιτογραφήσεων ότι η Νομική Υπηρεσία είχε δώσει οδηγίες στον Έφορο Φορολογίας όταν υφίσταντο παράλληλα φορολογικά αδικήματα να μη διευθετούνται τα θέματα φορολογίας εξωδίκως ανεξαρτήτως αν τα υποκείμενα στον φόρο πρόσωπα επιθυμούσαν να τα διευθετήσουν. Την πληροφορία αυτή του την μετέφερε ο επικεφαλής της ανακριτικής ομάδας Α/Λοχ. ΜΚ 12.
184. Ανέφερε ότι όταν λαμβάνονταν η ανακριτική κατάθεση του κατηγορούμενου 4 ημερ. 22/4/2022 (Τεκμήριο 138) είχαν την έκθεση του ΜΚ 3 (Τεκμήριο 173, για περιορισμένο σκοπό).
185. Έλαβε επίσης ανακριτική κατάθεση του Β (Τεκμήριο 142Α, στην αραβική και 142Β, στην Ελληνική). Προέβη σε διευκρίνιση σε σχέση με υποβληθείσα ερώτηση στην οποία θα γίνει αναφορά στη συνέχεια. Αντεξετάστηκε επίσης σε σχέση με ερωτήσεις που υποβλήθηκαν στη ΜΚ 2 και σε αναφορές του κατηγορούμενου 1 και Β στις ανακριτικές τους καταθέσεις. Επειδή αφορούν την πληρότητα της όλης διερεύνησης θα αναφερθούμε στη μαρτυρία του γι’ αυτά τα ζητήματα στη συνέχεια.
ΙΔ.4. ΟΙ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΤΗΣ ΑΣΤ. ΜΚ 14
186. Η Αστ. ΜΚ 14 είχε προσφερθεί για αντεξέταση και αντεξετάστηκε από τους συνηγόρους Υπεράσπισης.
187. Η Αστ. ΜΚ 14 ήταν παρούσα στη λήψη της κατάθεσης του κ. [Κ] (Τεκμήριο 164). Κατέθεσε επίσης τα έγγραφα που του είχαν υποδειχθεί, δηλαδή συμφωνίες διαχείρισης της κατηγορούμενης 4 με τον Μ (Τεκμήριο 174) και με τον Β (Τεκμήριο 175), έγγραφο που τιτλοφορείται «Information on the Cyprus Naturalization Scheme 2014» (Τεκμήριο 176) και επιστολή της κατηγορούμενης 6 προς το ΥΠΟΙΚ ημερ. 18/2/2020 (Τεκμήριο 177), αναφορικά με την διατήρηση της επένδυσης και πρόοδο εργασιών της οικοδομής.
188. Τέλος κατέθεσε δέσμη εγγράφων, αφορούσαν email ημερομηνίας 7/1/2021 προς Ι. Καραγιάννη από S. Kurtisova, επιστολή ημερομηνίας 29/1/2019. Η πρώτη επιστολή είναι από το ΥΠΕΣ προς την κατηγορούμενη 5, η δεύτερη επιστολή ημερομηνίας 29/1/2019 είναι από τον Γενικό Διευθυντή του ΥΠΕΣ προς τον Αναπληρωτή Διευθυντή ΤΑΠΜ και η τελευταία, ημερομηνίας 4/1/2021, είναι βεβαίωση για την πρόοδο εργασιών κατασκευής του διαμερίσματος 204 (Τεκμήριο 178).
189. Ανέφερε ότι η κατάθεση του κ. [Κ] (Τεκμήριο 164) ήταν ανοικτή οπότε και οι ερωτήσεις δεν καταγράφηκαν.
190. Η Αστ. ΜΚ 14 έλαβε τις καταθέσεις της κας [A] (Τεκμήρια 124, 125 και 179) στην παρουσία του Λοχ. ΜΚ 10.
191. Δέχθηκε ότι η Ερευνητική Επιτροπή στο πόρισμα της είχε αναφερθεί στις συμφωνίες του Μ και Β εξ ου και η ανάκριση (Τεκμήριο 124) περιορίστηκε στα διαμ. 203 και 204. Ακολούθως, με την πάροδο 5 μηνών περίπου, επανήλθαν για το διαμ. 202 (Τεκμήριο 125). Η ίδια έμαθε για την τρίτη συμφωνία από την ανακριτική κατάθεση του κατηγορούμενου 2 (Τεκμήριο 127) και όχι της κατηγορούμενης 7 (Τεκμήριο 87).
ΙΕ. ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΓΙΑ ΤΑ ΑΔΙΚΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΦΠΑ
192. Ο ΜΚ 3 ήταν ο εξεταστής της υπόθεσης των φορολογικών θεμάτων που προέκυψαν με τους τρείς επενδυτές και την κατηγορούμενη 4.
193. Η μαρτυρία του αφορούσε τις τρείς αιτήσεις που έγιναν για την καταβολή μειωμένου συντελεστή ΦΠΑ από τους Μ (Τεκμήριο 43 – Αίτηση 50063/19), Β (Τεκμήριο 45 – Αίτηση 50064/19) και Ε (Τεκμήριο 44 – Αίτηση 51011/18) ως επίσης και τη μη συμπερίληψη στον λογαριασμό εκροών και εισροών ΦΠΑ της κατηγορούμενης 4 των τιμολογίων.
194. Πέραν των εγγράφων που λήφθηκαν από την Αστυνομία, ζητήθηκαν και στοιχεία από την κατηγορούμενη 4. Συγκεκριμένα ζητήθηκε λογαριασμός ΦΠΑ – εκροών και ΦΠΑ – εισροών (Τεκμήριο 50, περίοδος 1/1/2017 – 28/11/2021).
195. Αναγνώρισε επίσης τα τρία χαρτοσημασμένα πωλητήρια έγγραφα, ως Τεκμήριο 41. Το πωλητήριο του Μ φέρει ημερομηνία χαρτοσήμανσης 25/1/2018, του Β, 14/3/2018 και της Ε, 16/3/2018. Στα εν λόγω συμβόλαια γινόταν πρόβλεψη για καταβολή ΦΠΑ προς 19% και σε περίπτωση εγκρίσεως μειωμένου συντελεστή προς 5% θα γινόταν αναπροσαρμογή στον λογαριασμό του πελάτη. Τα εν λόγω συμβόλαια κατατέθηκαν στο Κτηματολόγιο (Τεκμήριο 42, έντυπο έρευνας 1/1/2016 – 9/2/2022).
196. Για τις αιτήσεις καταβολής μειωμένου συντελεστή η μαρτυρία του συνοψίζεται ως ακολούθως:
(1) Αίτηση μπορεί να υποβληθεί από την ημερομηνία υπογραφής αγοραπωλητηρίου εγγράφου, ακόμη δηλαδή και σε περιπτώσεις όπου η κατοικία είναι υπό ανέγερση.
(2) Οι αιτήσεις των Μ, Β και Ε υποβλήθηκαν στις 21/11/2018, με εξουσιοδοτημένο πρόσωπο να λειτουργήσει γι’ αυτούς τον Χ. Νουσιάδη (ΜΚ 11) υπαλλήλου της [D.Z.] Group Property Developments Ltd. Οι αιτήσεις των Μ και Β εγκρίθηκαν στις 21/1/2019, και της Ε στις 6/12/2018.
(3) Από την Αστυνομία παρέλαβε και τις συμφωνίες διαχείρισης (Τεκμήριο 46). Ήταν η θέση του ότι από τη στιγμή που ο αγοραστής δεν θα χρησιμοποιούσε πλέον το διαμέρισμα για ιδιοκατοίκηση η αίτηση θα απορριπτόταν. Τυχόν μεταβολή στα σχέδια ή δομής του κτηρίου δεν θα επηρέαζε την αίτηση εκτός αν άλλαζε χρήση.
197. Για τη μη συμπερίληψη τιμολογίων ανέφερε:
(1) Τα πρόσωπα που είναι εγγεγραμμένα στο ΦΠΑ οφείλουν να τηρούν βιβλία και αρχεία. Η υποβολή δήλωσης ΦΠΑ γίνεται κάθε τρείς μήνες. Η κατηγορούμενη 4 είναι εγγεγραμμένη στο ΦΠΑ.
(2) Τα τιμολόγια με αριθμό αναφοράς DF18000005 και DF18000006 για τα ποσά των €1.280.000 και €2.098.732,49 αντίστοιχα, τα οποία εκδόθηκαν στις 3/1/2018 και εισπράχθηκαν στις 3/1/2018 και 27/12/2017, αντίστοιχα, δεν συμπεριλήφθηκαν στη φορολογική δήλωση της κατηγορουμένης 4 που αφορούσε τη φορολογική δήλωση μεταξύ της 1/12/2017 και 28/2/2018 (Τεκμήριο 48). Η εν λόγω δήλωση υποβλήθηκε στις 10/4/2018. Τα δεδομένα αυτά δηλώθηκαν και ως παραδεκτά γεγονότα. Το οφειλόμενο ΦΠΑ για τα δύο τιμολόγια ήταν €335.296,11.
(3) Δηλώθηκε επίσης ως παραδεκτό γεγονός ότι στην ίδια φορολογική δήλωση της κατηγορουμένης 4, δεν συμπεριλήφθηκε το τιμολόγιο με αριθμό αναφοράς DF18000003 που αφορούσε στο ποσό των €590.000, εκδοθέν στις 22/2/2018 και το οποίο εισπράχθηκε αυθημερόν. Το οφειλόμενο ΦΠΑ για το εν λόγω τιμολόγιο ήταν €94.201,68.
(6) Στη φορολογική δήλωση της περιόδου 1/3/2018 – 31/5/2018 έπρεπε να συμπεριληφθεί επιπρόσθετα φόρος εκροών ύψους €241.092,44.
198. Η αντεξέταση του κ. Παπαϊωάννου επικεντρώθηκε στις συνθήκες κάτω από τις οποίες η υπηρεσία του ενεπλάκη στη διερεύνηση της υπόθεσης, τις ενέργειες τους αλλά και τη δυνατότητα συμβιβασμού τέτοιας φύσεως υποθέσεων.
199. Συγκεκριμένα σε σχέση με τη διερεύνηση ανέφερε ότι η Αστυνομία απέστειλε διαταγή παρουσίασης εγγράφων προς τον Έφορο Φορολογίας ημερ. 20/1/2022 (Τεκμήριο 51). Αναφέρονται τα ακόλουθα στην επιστολή:
«Θέμα: Διερεύνηση ποινικών αδικημάτων
Το Τ.Α.Ε Επιχειρήσεων του Τμήματος Καταπολέμησης Εγκλήματος Αρχηγείου Αστυνομίας, διερευνά το ενδεχόμενο διάπραξης ποινικών αδικημάτων που προκύπτουν σχετικά με τις κατ' εξαίρεση πολιτογραφήσεις ξένων επενδυτών/επιχειρηματιών και των εξαρτώμενων τους.
2. Συγκεκριμένα οι εξετάσεις της Αστυνομίας αφορούν μεταξύ άλλων στη διάπραξη ποινικών αδικημάτων από την εταιρεία LARINA ESTATES LTD, η οποία ανήκει στον όμιλο εταιρειών [D.Z.] GROUP. Η πιο πάνω εταιρεία σύναψε αγοραπωλητήρια συμβόλαια για πώληση των διαμερισμάτων αρ.202,203 και 204 στο υπό ανέγερση κτίριο [C] στην οδό [ ] στη Λεμεσό στους α) [M] β) [B] και γ) [E], έναντι του ποσού των 2 εκατομμυρίων ευρώ πλέον Φ.Π.Α αντίστοιχα για κάθε ένα διαμέρισμα. Κατά το ίδιο χρονικό διάστημα η εταιρεία LARINA σύναψε με τους ίδιους επενδυτές, συμβόλαια διαχείρισης των τριών πιο πάνω διαμερισμάτων για περίοδο 15 ετών, έναντι του ποσού των 450,000 ευρώ για κάθε διαμέρισμα με αποτέλεσμα η εταιρεία LARINA να επιστρέφει στους επενδυτές ποσό 1,050,000 ευρώ μέχρι σήμερα. Σημειώνεται ότι, οι οικοδομικές εργασίες των διαμερισμάτων δεν έχουν ολοκληρωθεί.
3. Με βάση τα πιο πάνω παρακαλώ, όπως αρμόδιος λειτουργός της υπηρεσίας σας, διενεργήσει έλεγχο προς απάντηση των ακόλουθων ερωτημάτων:
α) Κατά πόσο αποδόθηκε ο Φ.Π.Α στις τιμές πώλησης των τριών διαμερισμάτων;
β) Έχει υποβληθεί αίτημα για καταβολή μειωμένου συντελεστή Φ.Π.Α για σκοπούς ιδιοκατοίκησης (5%);
γ) Η επιστροφή των χρημάτων 450,000 με μορφή συμφωνίας διαχείρισης έχει φορολογική επιβάρυνση στην Κύπρο;
δ) Με βάση τα πιο πάνω γεγονότα επηρεάζεται οτιδήποτε από φορολογικής άποψης για τα τρία ακίνητα;
4. Μετά το πέρας του ελέγχου να μας κοινοποιηθούν τα ευρήματα σας, για σκοπούς συμπερίληψης τους στις Αστυνομικές έρευνες και ενημέρωσης της Νομικής Υπηρεσίας για τον περαιτέρω χειρισμό της υπόθεσης.
5. Για οποιεσδήποτε διευκρινίσεις …».
200. Τους είχαν σταλεί επίσης οι συμφωνίες διαχείρισης (Τεκμήριο 46).
201. Στη συνέχεια ζητήθηκε από την κατηγορούμενη 4, στις 2/2/2022 και στις 9/2/2022 η παράθεση στοιχείων. Υπήρξε ανταπόκριση στις 24/2/2024.
202. Εξηγήθηκε ότι ήταν αναγκαίο να ζητηθεί η κατάσταση για να εξεταστεί αν τα τιμολόγια είχαν περαστεί στους λογαριασμούς εκροών και εισροών ΦΠΑ Μέχρι το σημείο εκείνο αρνήθηκε εισήγηση ότι υπήρχε εύλογη υπόνοια διάπραξης αδικημάτων ώστε η κατηγορούμενη 4 να έπρεπε να προειδοποιηθεί. Τούτο ακόμη και όταν είχαν υπόψη τους πλέον τις συμφωνίες διαχείρισης.
203. Εισήγηση της Υπηρεσίας του ήταν ότι πιθανόν να είχαν διαπραχθεί αδικήματα, εξ ου και η επακόλουθη ανάκριση του κατηγορούμενου 2 στις 20/4/2022 (Τεκμήριο 138) και του Χρ. Νουσιάδη (βλ. Έγγραφο Η1, ημερ. 28/4/2022). Παρών στις ανακρίσεις ήταν και λειτουργός του Τμήματος, ο κ. Παπαδόπουλος.
204. Η δική του θέση ήταν ότι από τα στοιχεία που είχαν δεν προέκυπτε ποιο φυσικό πρόσωπο διέπραξε τα αδικήματα. Μπορούσε σύμφωνα με τον ίδιο να διωχθεί η κατηγορούμενη 4 και αξιωματούχοι της.
205. Όσον αφορά τις αιτήσεις για μειωμένο συντελεστή, σύμφωνα με τα δεδομένα που είχαν οι αγοραστές είχαν εξουσιοδοτήσει τον κ. Χρ. Νουσιάδη (ΜΚ 11). Οι αγοραστές ήταν αυτοί που θα επωφελούντο και όχι η κατηγορούμενη 4.
206. Δέχθηκε επίσης ότι εν προκειμένω, παρά τις επιθυμίες της κατηγορούμενης 4 (Τεκμήριο 52, επιστολή ημερ. 21/12/2022) και των επενδυτών, Μ, Β και Ε, (Τεκμήρια 53 και 54, επιστολές ημερ. 22/12/2022 και 24/2/2023) δεν ακολουθήθηκε η διαδικασία συμβιβασμού δυνάμει του περί Τελωνειακού Κώδικα Νόμου, Ν.94(Ι)/2004. Εξήγησε ότι από τη στιγμή που διερευνούσε την υπόθεση η Αστυνομία δεν μπορούσαν να αποπερατώσουν την υπόθεση με συμβιβασμό. Δεν γνώριζε τί έγιναν άλλες υποθέσεις που προέκυψαν από το ΚΕΠ και το πόρισμα. Σε κάποιες όντως είχαν γίνει εξώδικοι συμβιβασμοί, δεν ήταν όμως άμεσα εμπλεκόμενος ώστε να γνωρίζει λεπτομέρειες. Ο κύριος παράγων απόρριψης αιτήσεων μειωμένου συντελεστή ήταν η ενοικίαση των οικιστικών μονάδων.
207. Ο ΜΚ 11 έδωσε 2 ανακριτικές καταθέσεις στην Αστυνομία τις οποίες υιοθέτησε ως μέρος της κυρίως του εξέτασης (Έγγραφα Η1 και Η2, ημερ. 28/4/2022 και 24/5/2022). Η μαρτυρία του αφορούσε τα αδικήματα του ΦΠΑ. Υπενθυμίζουμε ότι εργοδοτείτο μέχρι το 2020 (2007 – 2015 και 2016 – 2020) στον όμιλο εταιρειών «[D.Z.] Group», ως Υπεύθυνος του Λογιστηρίου του ομίλου. Η κατηγορούμενη 4 δεν ήταν εργοδότρια του.
208. Στο λογιστήριο εργάζοντο συνήθως από 3 – 5 άτομα. Τα καθήκοντα του ήταν ο έλεγχος των εγγραφών και η λειτουργία γενικά του λογιστηρίου υπό την εποπτεία του Οικονομικού και Γενικού Διευθυντή, κατηγορούμενου 3, ο οποίος ενημέρωνε τη Διεύθυνση.
209. Ειδικά σε σχέση με τις φορολογικές υποχρεώσεις της κατηγορούμενης 4 δεν θυμόταν αν έλαβε οδηγίες, ότι έκαναν όμως ήταν με τη σύμφωνο γνώμη του κατηγορούμενου 3 και της Διεύθυνσης «η οποία ενημερωνόταν πάντοτε». Προσδιόρισε προφορικά ότι με τη λέξη «Διεύθυνση», εννοούσε τον κατηγορούμενο 2. Ο ίδιος δεν είχε συμμετοχή στις πωλήσεις των επίδικων διαμερισμάτων. Είχε διαχειριστεί «τον μειωμένο συντελεστή ΦΠΑ» κατόπιν εντολής του εκάστοτε πελάτη ο οποίος του υπέγραφε εξουσιοδότηση για να διαχειριστεί την αίτηση του. Η αρμοδιότητα χειρισμού αιτήσεων για μειωμένο συντελεστή ΦΠΑ του είχε ανατεθεί από τον κατηγορούμενο 2. Ο ΜΚ 11 ως εκ τούτου ενημερώθηκε σχετικά για τις πρόνοιες της νομοθεσίας. Γνώση των προϋποθέσεων είχαν και οι κατηγορούμενοι 2 και 3. Ο κατηγορούμενος 3, ως Οικονομικός Διευθυντής ασχολείτο με τα οικονομικά του ομίλου.
210. Αν γνώριζε την ύπαρξη συμφωνιών διαχείρισης δεν θα προωθούσε τις αιτήσεις για μειωμένο συντελεστή ΦΠΑ αφού θα ήταν λόγος απόρριψης τους. Δεν γνώριζε γιατί τα τιμολόγια (πλην του DF18000002) δεν είχαν δηλωθεί στις αντίστοιχες δηλώσεις ΦΠΑ ούτε θυμόταν να είχε λάβει κάποια οδηγία. Ανέφερε όμως ότι ο ίδιος δεν πήρε πρωτοβουλία να κάνει κάτι μόνος του χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του κατηγορούμενου 3 και της Διεύθυνσης, δηλαδή του κατηγορούμενου 2. Ανέφερε επίσης ότι λόγω της αφυπηρέτησης του δεν είχε πλέον πρόσβαση στα βιβλία και φακέλους των εταιρειών του ομίλου.
211. Στη 2η ανακριτική του κατάθεση ανέφερε ότι ο ίδιος υπέβαλε τη δήλωση για μειωμένο συντελεστή για τον B. Του υποδείχθηκαν το έντυπο εξουσιοδότησης (Τεκμήριο 17) και η υπεύθυνη δήλωση (Τεκμήρια 18, 45 και 45Α). Αναγνώρισε ότι έφεραν τον δικό του γραφικό χαρακτήρα και ανέφερε ότι τα συμπλήρωσε ο ίδιος. Αναγνώρισε επίσης την υπογραφή του στις αντίστοιχες αιτήσεις των M (Τεκμήριο 43) και E (Τεκμήριο 44). Ο B δεν υπέγραψε στην παρουσία του. Δεν γνώριζε αν ήταν όντως η υπογραφή του B. Συνήθως τα έγγραφα αυτά του δίδονταν κενά από τον κατηγορούμενο 3 είτε από το νομικό τμήμα της εταιρείας με τη σύμφωνη γνώμη του κατηγορούμενου 2, με την υπογραφή του αγοραστή/επενδυτή και συμπλήρωνε τα κενά πεδία. Ανέφερε ότι αφού λάμβανε εντολή να ξεκινήσει τη διαδικασία ερχότανε σε επαφή με τους αρχιτέκτονες και τους εργολήπτες να του δώσουν τα σχετικά έγγραφα. Εν προκειμένω η χαρτοσημασμένη συμφωνία του δόθηκε είτε από τον κατηγορούμενο 3 είτε από το νομικό τμήμα της εταιρείας. Τα συμβόλαια βρίσκονταν ασφαλισμένα στο γραφείο του κατηγορούμενου 3.
212. Τα δείγματα υπογραφής που έδωσε ο ΜΚ 11 (Τεκμήρια 24 και 25 – Έγγραφο Α) δεν αμφισβητούνται.
213. Ο ΜΚ 11 δεν αντεξετάστηκε.
214. Η έκθεση – Έγγραφο Θ2 του ΜΥ 1 αφορά την εξαγωγή ηλεκτρονικής επικοινωνίας μεταξύ της «[Z] Group» και των Φορολογικών Αρχών.
215. Αναφορικά με την Έκθεση – Έγγραφο Θ2, ανέφερε ότι στις 31/5/2024 κλήθηκε από τον συνήγορο των κατηγορουμένων 2 και 4, να διενεργήσει ένα επιπρόσθετο δικανικό έλεγχο για την αυθεντικότητα μιας αλυσίδας αλληλογραφίας (email) με ημερομηνίες από 2/2/2022 μέχρι 24/2/2022, μεταξύ των ακόλουθων ηλεκτρονικών διευθύνσεων:
– nΧΧΧΧ@XXXos.com
– yΧΧΧΧ@tax.mof.gov.cy
– cΧΧΧΧ @XXXos.com
216. Στη βάση των οδηγιών, η ανάλυση επικεντρώθηκε στο email που στάλθηκε από τον λογαριασμό yΧΧΧΧ@tax.mof.gov.cy στον nΧΧΧΧ@XXXos.com, που ήταν ο πρώτος παραλήπτης της αλληλογραφίας από την ηλεκτρονική διεύθυνση yΧΧΧΧ@tax.mof.gov.cy.
217. Για τον δικανικό έλεγχο ακολούθησε την ίδια μεθοδολογία, όπως αυτή περιγράφεται στην έκθεση, Έγγραφο Θ1. Τα ηλεκτρονικά μηνύματα που ανακτήθηκαν επισυνάφθηκαν ως παράρτημα 1 στην Έκθεση – Έγγραφο Θ2. Τα παραρτήματα των ηλεκτρονικών μηνυμάτων δεν εκτυπώθηκαν λόγω όγκου.
218. Τα ακόλουθα ηλεκτρονικά μηνύματα αναφέρονται στο παράρτημα 1. Όλα έχουν θέμα «Larina Estates Limited»:
(1) 2/2/2022 η ώρα 11:24 π.μ. – Από τον [Γ.Τ.] στον ΜΚ 11:
«Κ. [Χ.Κ.],
Παρακαλώ να μου αποστείλετε λογαριασμό ΦΠΑ εισροών και ΦΠΑ εκροών της εταιρείας, από την εγγραφή μέχρι και τις 30/11/2021.
Αν είναι εύκολο παρακαλώ να αποσταλεί σε excel.
Σας ευχαριστώ,
[Γ.Τ.]»
(2) 2/2/2022 η ώρα 2:04 μ.μ. – Από τον [Χ.Κ.] στον [Γ.Τ.]:
«Αγαπητέ [Γ.Τ.]
Σου επισυνάπτω τους λογαριασμούς εισροών και εκροών
Regards,
[Χ.Κ.] (ACCA) Financial Controller»
(3) 3/2/2022 η ώρα 8:21 π.μ. – Από τον [Γ.Τ.] στον [Χ.Κ.]:
«Σας ευχαριστώ,
[Γ.Τ.]»
(4) 9/2/2022 η ώρα 2:12 π.μ. – Από τον [Γ.Τ.] στον [Χ.Κ.]:
«Κ. [Χ.Κ.],
Σε συνέχεια του αρχείου που μας έχετε αποστείλει, παρακαλώ όπως έχω τα πιο κάτω έγγραφα:
Από το αρχείο IN (φόρος εισροών) τα 17 αρχεία σημειωμένα σε κύκλο.
Από το αρχείο OUT (φόρος εκροών) τα αρχεία στην κατάσταση.
Σας ευχαριστώ,
[Γ.Τ.]»
(5) 10/2/2022 η ώρα 9:03 π.μ. – Από τον [Γ.Τ.] στον [Χ.Κ.]:
«Κ. [Χ.Κ.],
Μπορείτε να μου στείλετε και την κατάσταση των πελατών της εταιρείας?
Σας ευχαριστώ,
[Γ.Τ.]»
(6) 10/2/2022 η ώρα 9:06 π.μ. – Από τον [Χ.Κ.] στον [Γ.Τ.]:
«Κ. [Γ.Τ.],
Θα τα μαζέψουμε και θα τα στείλουμε αρχές της επόμενης εβδομάδας.
Regards,
[Χ.Κ.] (ACCA) Financial Controller»
(7) 24/2/2022 η ώρα 3:24 π.μ. – Από τον [Γ.Τ.] στον [Χ.Κ.]:
«Χαίρεται!
Έχουμε κάποιο νεότερο με το αρχείο? Μπορείτε να μου το στείλετε το συντομότερο?
Θέλετε να περάσει κάποιος από εκεί να το παραλάβει?
Σας ευχαριστώ,
[Γ.Τ.]»
(8) 24/2/2022 η ώρα 11:29 π.μ. – Από τον [Χ.Κ.] στον [Γ.Τ.]:
«Καλημέρα
Είμαι σε 1 συνάντηση, θα τα στείλω σε λίγο»
(9) 24/2/2022 η ώρα 3:37 μ.μ. – Από τον [Χ.Κ.]στον [Γ.Τ.]:
«Επισυνάπτονται αυτά που ζητήσατε.
Απολογούμαι για την καθυστέρηση
Regards,
[Χ.Κ.] (ACCA) Financial Controller»
ΙΣΤ. ΟΙ ΠΡΟΒΛΗΘΕΙΣΕΣ ΘΕΣΕΙΣ ΤΩΝ ΜΑΡΤΥΡΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΩΝ
ΙΣΤ.1. Η ΥΠΟΛΟΙΠΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΗΣ ΜΚ 2
219. Η ΜΚ 2 ανέφερε ότι οι αιτούντες είχαν καταχωρίσει όλα τα αναγκαία έγγραφα. Με βάση τα όσα είχαν τεθεί ενώπιον τους οι Μ, Β και Ε πληρούσαν το κριτήριο Α1 αφού είχαν επενδύσει €2.000.000 ο καθένας στην αγορά κατοικίας.
220. Η ΜΚ 2 αναφέρθηκε στην κατάθεση της και στον όρο 6 αναφέροντας ότι δεν έγινε αντιληπτός, καθώς αυτό ήταν θέμα εξέτασης οικονομικού κριτηρίου από το ΥΠΟΙΚ. Αντεξεταζόμενη ανέφερε ότι υπήρξε παρανόηση, αφού αφορούσε διαχείριση κοινοχρήστων και όχι τη διαχείριση του ακινήτου.
221. Η ΜΚ 2 ανέφερε ότι δεν είχε αντιληφθεί, ότι με την υπογραφή της συμφωνίας διαχείρισης «θα μπορούσε να γίνει επιστροφή χρημάτων στον επενδυτή». Σε περίπτωση που ήταν εις γνώση της επιστροφή χρημάτων προς τον επενδυτή από τον πωλητή, κατά την εξέταση της αίτησης, θα ανέφερε το γεγονός στο σημείωμα προς τον Υπουργό Εσωτερικών και θα εισηγείτο την απόρριψη της αίτησης, καθότι θα διαφαινόταν ότι ο επενδυτής δεν είχε προβεί στην απαιτούμενη επένδυση (Έγγραφο Β1).
222. Ανέφερε ότι αν είχε υπόψη της την (αδιόρθωτη) συμφωνία διαχείρισης μεταξύ κατηγορουμένης 4 και Μ για το διαμ. 203 (Τεκμήριο προς Αναγνώριση 1 – στη συνέχεια Τεκμήριο 60Α) θα της δημιουργούνταν αμφιβολίες και θα εισηγείτο να μην προχωρήσει η αίτηση χωρίς προηγούμενη διερεύνηση από τη ΜΟΚΑΣ και την Αστυνομία. Ακόμη και η διορθωμένη συμφωνία που είχε σταλεί από τη ΜΟΚΑΣ θα της δημιουργούσε τις ίδιες αμφιβολίες αφού σε περίπτωση παράβασης ο «service provider» είχε δικαίωμα χρέωσης τόκου προς 3%. Σύμφωνα με τους όρους της συμφωνίας θα έπρεπε ο «service provider» να πληρώσει τον ιδιοκτήτη το «management fee» επομένως δεν ήταν λογικό.
ΙΣΤ.2. ΟΙ ΘΕΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥ 1
223. Ο κατηγορούμενος 1 υιοθέτησε την ανακριτική του κατάθεση (Τεκμήριο 97) ως μέρος της μαρτυρίας του.
224. Ως ανέφερε ασκεί το δικηγορικό επάγγελμα για 32 χρόνια. Είναι ο ιδρυτής και διευθυντής των κατηγορουμένων 5 και 6 εταιρειών. Η κατηγορούμενη 5, είναι δικηγορική εταιρεία. Η κατηγορούμενη 6 είναι εταιρεία διοικητικών υπηρεσιών. Το γραφείο του λειτουργεί στην ουσία με τέσσερις εταιρείες, την κατηγορουμένη 5 που είναι η κύρια δικηγορική εταιρεία και την κατηγορουμένη 6 που παρείχε υπηρεσίες γραμματέα και εγγεγραμμένου γραφείου σε εταιρείες. Η Fullserve Ltd, είναι αδειούχα εταιρεία διοικητικών υπηρεσιών που παρείχε υπηρεσίες εμπιστευματοδόχου και μεσεγγυούχου και η εταιρεία Fullserve Booking Ltd η οποία παρείχε λογιστικές και ελεγκτικές υπηρεσίες σε πελάτες τους. Εργοδοτούνται γύρω στους 15 δικηγόρους, λογιστές, βοηθητικό προσωπικό και άλλο προσωπικό, περίπου σύνολο 40 ατόμων. Το γραφείο είναι χωρισμένο σε τμήματα. Περίπου το μισό πελατολόγιο είναι ξένων συμφερόντων.
225. Το πρόγραμμα κατ’ εξαίρεση πολιτογραφήσεων, ανέφερε, ξεκίνησε από το 2008, αλλά δόθηκε ώθηση μετά την οικονομική κρίση του 2013 και ειδικά τα έτη 2014 με 2015. Το πρόγραμμα τροποποιείτο συχνά λόγω αδυναμιών και πιέσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Συνήθως τα κριτήρια γίνονταν πιο δύσκολα μετά από κάθε τροποποίηση. Πολλές φορές οι λειτουργοί του ΥΠΕΣ και του ΥΠΟΙΚ δεν ήξεραν το πρόγραμμα και δεν μπορούσαν να απαντήσουν σε σχετικές ερωτήσεις.
226. Η πλειοψηφία των αιτήσεων αφορούσε το κριτήριο A1 γιατί ήταν απλό στην εφαρμογή του. Τόσο οι εταιρείες ανάπτυξης γης στον σχεδιασμό τους για νέα και υφιστάμενα έργα, ήταν η θέση του, προσάρμοζαν τις τιμές τους γύρω από τα κριτήρια του προγράμματος. Δεν ήταν έκπληξη για τον ίδιο, παραλιακά ακίνητα στη Λεμεσό που πωλούνταν για €2.000.000, €3.000.000 και €5.000.000. Είχαν συμμετοχή σε συμβόλαιο πώλησης για ένα διαμέρισμα €15.000.000. Σε άλλη περίπτωση πωλήθηκαν 9 διαμερίσματα προς €38.000.000. Το γραφείο του, λόγω πελατολογίου, ασχολείται με τις νομικές συμβουλές σε σχέση με συμβάσεις ακινήτων. Την περίοδο 2016 – 2019, αλλά ακόμα και σήμερα, το γραφείο του κάνει περίπου 40 με 50 συμβόλαια τον μήνα με παρόμοιες τιμές.
227. Ανέφερε, ότι το αρχικό κατηγορητήριο αναφερόταν στην πώληση των ακινήτων σε αξία €2.000.000, ενώ δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα. Ήταν η θέση του ότι την τιμή ενός ακινήτου την καθορίζει η αγορά, η προσφορά και η ζήτηση. Δεν το καθορίζει ούτε κάποια εκτίμηση, ούτε η τράπεζα. Παρέπεμψε στα Τεκμήρια 40 και 106 (εκτύπωση από την ιστοσελίδα του ΥΠΕΣ) στη σελ. 3, ερώτηση 4, όπου αναφέρεται ότι αν διαφέρει η τιμή της αγοράς από την τιμή πώλησης, θα λαμβάνεται υπόψη για σκοπούς του προγράμματος το τίμημα πώλησης, δηλαδή η αξία που ήταν στο πωλητήριο έγγραφο. Η ερώτηση 6, συνέχισε επιτρέπει ρητά την ενοικίαση όχι μόνο των ακινήτων της επένδυσης, αλλά και της μόνιμης κατοικίας (παρέπεμψε επίσης και στο Τεκμήριο 29 και 105, εκτύπωση από την ιστοσελίδα του Κυπριακού Οργανισμού Προώθησης Επενδύσεων, σελ. 19, ερώτηση 4).
228. Το γραφείο του είχε έντονη δραστηριότητα σε ό,τι αφορά τα διαβατήρια, ο ίδιος προσωπικά, διοργάνωνε και συμμετείχε σε εκδηλώσεις στη Μόσχα, στο Κίεβο και στο Ντουμπάι με τη βοήθεια της Κυπριακής Πρεσβείας, στις οποίες εξηγούσε το επενδυτικό πρόγραμμα. Καλούσαν κόσμο, επενδυτές υψηλής εισοδηματικής τάξης, ώστε να επενδύσουν στην Κύπρο με οφέλη για την οικονομία της Κύπρου.
229. Με τον «όμιλο [Ζ]» είχαν μακρόχρονη συνεργασία, από 27 – 29 έτη. Η σχέση τους ήταν επαγγελματική. Σε σχέση με το επενδυτικό πρόγραμμα είχαν να κάνουν μόνο στις επίδικες πολιτογραφήσεις και σε ακόμη μία. Δεν υπήρχε αλληλεξάρτηση και το γραφείο του είναι ανεξάρτητο. Ως προς την αμοιβή τους αυτή καταβλήθηκε απευθείας από τους αιτούντες ή μέσω της κατηγορούμενης 4. Αρνήθηκε εισήγηση ότι η κατηγορούμενη 4 κατέβαλε την αμοιβή τους (σχετικά τα Τεκμήρια 116 και 117). Αρνήθηκε εισήγηση ότι οι πολιτογραφήσεις εξασφαλίστηκαν με δόλο και κατόπιν συνομωσίας με τον κατηγορούμενο 2 και τον Μ.
230. Όσον αφορά τους συγκεκριμένους επενδυτές, M, B και E, στις 24/11/2017 δέχθηκε τηλεφώνημα από τον κατηγορούμενο 2. Του ανέφερε ότι στο γραφείο του, είχε δύο ενδιαφερόμενους αγοραστές για τους οποίους είχαν καταλήξει σε συμφωνία πώλησης διαμερισμάτων και τον παρακάλεσε, αν μπορούσε, να επισκεφθεί το γραφείο του παρά το σύντομο της ειδοποίησης, για να εξηγήσει στους επενδυτές και το επενδυτικό πρόγραμμα, αφού πέραν της αγοράς των ακινήτων, ενδιαφέρονταν να υποβάλουν και αίτηση για πολιτογράφηση. Την ίδια ημέρα επισκέφθηκε με την κατηγορουμένη 7 το γραφείο του κατηγορούμενου 2 και συνάντησαν τον Μ και ακόμη έναν άλλον κύριο αραβικής καταγωγής, τον Ν. Ο κατηγορούμενος 2 τους ότι ο Μ είχε συμφωνήσει στην αγορά 3 διαμερισμάτων στο υπό ανέγερση έργο «[C]», ένα για τον ίδιο, ένα για την Ε και ένα για τον Β. Ο Ν παρά το αρχικό ενδιαφέρον δεν προχώρησε. Ήταν η πρώτη φορά που συναντούσε τον Μ. Του εξήγησε τις πρόνοιες του επενδυτικού προγράμματος. Το συμφωνημένο τίμημα ήταν €2.000.000 πλέον ΦΠΑ. Αφού του εξήγησε τις βασικές πρόνοιες του προγράμματος, «καθηκόντως» του υπέδειξε ότι θα μπορούσαν να αγοράσουν τα δύο παιδιά του ένα διαμέρισμα ο καθένας για €2.000.000 και ο ίδιος με βάση τις πρόνοιες του προγράμματος, θα μπορούσε να αγοράσει διαμέρισμα για €500.000. Δηλαδή αντί να κάνει συνολική επένδυση €6.000.000, θα μπορούσε να κάνει συνολική επένδυση €4.500.000. Ο Μ του ανέφερε ότι η επιθυμία του ήταν να κάνει «γνήσιες επενδύσεις», «αυτός ήταν ο τρόπος που επένδυε στο εξωτερικό» και του εξήγησε «ότι έχει ακίνητα σε πάρα πολλές χώρες πολύ σημαντικής αξίας, τα οποία τα αγοράζει και τα ενοικιάζει». Αρνήθηκε εισήγηση ότι ο Μ έπρεπε να αγοράσει 3 διαμερίσματα και όχι 2 ώστε να πολιτογραφηθούν οι εξαρτώμενοι του.
231. Το γραφείο του δεν είχε συμμετοχή στην εμπορική πτυχή της συμφωνίας. Αντεξεταζόμενος ανέφερε ότι δεν γνώριζε πότε θα έφευγε ο Μ. Τον Μ τον συνάντησε για πρώτη φορά στις 24/11/2017. Τον συνάντησε και άλλες φορές μεταγενέστερα. Αρνήθηκε εισήγηση ότι η αναφορά του στην κατάθεση του παρέπεμπε σε γνωριμία τους ενωρίτερα. Δέχθηκε ότι τα εμβάσματα σε λογαριασμό του Μ στην «Eurobank» έγιναν 8/11/2017, 10/11/2017 και 28/11/2017. Οι καταστάσεις τους δόθηκαν μετά από την τράπεζα.
232. Ζητήθηκε από τον Μ να δώσει στοιχεία για το μέγεθος και την πηγή του πλούτου του σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου. Διαπίστωσαν ότι ο Μ και οι άλλοι δύο αιτούντες όπως και πολλά μέλη της οικογένειας τους, είναι γιατροί με καταγωγή από την Αίγυπτο και διατηρούν 5 νοσοκομεία στη Ντόχα και το Κατάρ. Είναι άτομα υψηλής εισοδηματικής στάθμης, σοβαρά τα οποία έκαναν επενδύσεις σε όλον τον κόσμο (παρέπεμψε στο Τεκμήριο 115). Δεν ήταν «ευκαιριακός επενδυτής» ο οποίος ήθελε να εκμεταλλευτεί το επενδυτικό πρόγραμμα. Αυτή ήταν η επενδυτική του τακτική, αυτό έκανε πάντα και φαίνεται από δύο θέματα, ενώ μπορούσε να κάνει μικρότερη επένδυση στην Κύπρο για να πιάσει διαβατήριο, επέλεξε να κάνει τη μεγαλύτερη από το Τεκμήριο 115, φαίνεται ότι έχει επενδύσεις σε όλον τον κόσμο με τον ίδιο τρόπο. Κατά την αντεξέταση και με αναφορά στο Τεκμήριο 1, του υποβλήθηκε ότι ο Μ δεν ήταν γιατρός, ο κατηγορούμενος 1 επέμεινε στη θέση του.
233. Ο Μ, πέραν της αγοράς αυτού και της οικογένειας του των τριών διαμερισμάτων από τον κατηγορούμενο 2, προχώρησε στη συνέχεια και έκανε και άλλες επενδύσεις στην Κύπρο. Κατ' εντολή του Μ, ίδρυσε την εταιρεία M. Salem and Sons Group, η οποία είναι η «holding» εταιρεία με μετόχους, μέλη της οικογένειας του M (Τεκμήριο 180, Πιστοποιητικό μετόχων της M. Salem and Sons Group ημερομηνίας 15/2/2019). Κατέθεσε επίσης ως Τεκμήριο 181, έγγραφο το οποίο τιτλοφορείται Group Structure που αφορά την εταιρεία M. Salem and Sons Group και τη δομή του Ομίλου (Τεκμήριο 182, πιστοποιητικό μετόχων ημερομηνίας 19/3/2019 της Berofale Enterprises Ltd και Τεκμήριο 185, πιστοποιητικό μετόχων της Laremida Ventures Ltd ημερομηνίας 19/3/2019 και Τεκμήριο 188, πιστοποιητικό μετόχων της Lodares Investments Ltd ημερομηνίας 18/03/2019). Οι εν λόγω εταιρείες έχουν αποκτήσει ακίνητα μετά την έγκριση της πολιτογράφησης του Μ. Κατέθεσε σχετικά τίτλους ιδιοκτησίας (Τεκμήρια 183, 186 και 189) και πολεοδομικές άδειες για ανέγερση κτηρίων (Τεκμήρια 184, 187 και 190).
234. Τα έργα, ανέφερε, είναι υπό κατασκευή και έχουν γίνει και πωλήσεις. Οι επενδύσεις ήταν συνολικού ύψους €2.000.000. Η οικογένεια του Μ ήταν μέτοχοι κατά 50% όλων των εταιρειών μέσω της μητρικής εταιρείας. Ανέφερε επίσης ότι ο κατηγορούμενος 2 και ο Μ ήταν διευθυντές των εταιρειών και Γραμματέας η κατηγορούμενη 6. Το υπόλοιπο 50% ανήκε σε εταιρεία συμφερόντων της θυγατέρας του κατηγορούμενου 2. Κατατέθηκε ως Τεκμήριο 194 (και Τεκμήριο 194Α, το παράρτημα της), επιστολή που απέστειλε η κατηγορούμενη 5 στην Ανεξάρτητη Επιτροπή Εξέτασης Αποστέρησης Υπηκοότητας, ημερ. 29/12/2021, όπου γινόταν αναφορά σε επενδύσεις του Μ ύψους €846.575.
235. Εν προκειμένω, έπρεπε να συλλεγούν όλα τα αναγκαία πιστοποιητικά και έγγραφα. Όλα ήταν στην Αραβική γλώσσα. Έπρεπε να γίνουν μεταφράσεις. Όλα τα έγγραφα ήταν στην αραβική και μάλιστα σε διαλέκτους αραβικής. Αποτέλεσμα «είναι ότι γίνονταν λάθη. Γίνονταν λάθη πολλές φορές και στη σύνταξη των διάφορων εγγράφων και στον τρόπο υποβολής τους λόγω της πίεσης» την οποία είχαν.
236. Στην περίπτωση του Β, είχαν στείλει το πωλητήριο έγγραφο για να το υπογράψει και να τους το στείλει πίσω στην Κύπρο. Από λάθος του γραφείου του, το όνομα του πωλητή είχε αναγραφεί λανθασμένα. Το υπέγραψε και ο Β, το έστειλε πίσω στην Κύπρο. Διαπιστώθηκε το λάθος όταν θα κατέθεταν το έγγραφο αυτό στο Κτηματολόγιο. Έστειλαν ηλεκτρονικά στον B το σωστό έγγραφο το οποίο υπέγραψε και το έστειλε πίσω με «Courier». Στην Αστυνομία, ανέφερε ο κατηγορούμενος 1, παρέδωσε τις λανθασμένες σελίδες. Ειδικά για το διαμέρισμα του Β, για το οποίο η Κατηγορούσα Αρχή ισχυρίζεται ότι είναι πλαστό, δεν απαιτείτο να υπήρχε σε ισχύ πολεοδομική άδεια. Έγινε απαιτούμενο για σκοπούς του προγράμματος το 2019. Στην παρ. C της συμφωνίας γίνεται και σχετική αναφορά ενώ ο όρος 3.3 επιτρέπει και τις ανάλογες τροποποιήσεις στα σχέδια.
237. Για την εξασφάλιση του Μ ανοίχθηκε λογαριασμός πελάτη σε τράπεζα. Μεταφέρθηκαν τα χρήματα και μόλις συμφωνήθηκε το έγγραφο απαλλαγής υποθήκης (waiver) πληρώθηκε ο πωλητής.
238. Κατά τη συνάντηση στις 24/11/2017 τους ζητήθηκε να δώσουν μία πρότυπη συμφωνία διαχείρισης. Τους έστειλαν μία, αλλά ούτε στους εμπορικούς όρους, ούτε στην υπογραφή, ούτε στην τελική σύνταξη μετείχαν ως δικηγόροι. Τους επιστράφηκαν «πολύ μεταγενέστερα», μετά την έγκριση των διαβατηρίων, από το γραφείο του κατηγορούμενου 2 μόνο για σκοπούς πληρότητας του αρχείου τους. Δεν γνώριζαν αν έγιναν πληρωμές ούτε πότε έγιναν. Προσωπικά πληροφορήθηκε για τις πληρωμές όταν τον κάλεσαν στην Αστυνομία να δώσει ανακριτική κατάθεση και τότε πληροφορήθηκε για τις τρεις πληρωμές.
239. Είναι σύνηθες, ανέφερε, να δίδονται πρότυπες συμφωνίες σε πελάτες εταιρείες ανάπτυξης γης οι οποίο τα χρησιμοποιούν στις διάφορες πωλήσεις τους. Ήταν γι’ αυτό που τα έγγραφα εμφάνιζαν κάποτε και εν προκειμένω και το λογότυπο του γραφείου. Η συμφωνία είχε σταλεί ηλεκτρονικά. Δεν ήταν σίγουρος αν μπορούσε να εντοπίσει πλέον το ηλεκτρονικό μήνυμα. Η παράγραφος 5 της συμφωνίας στάλθηκε ευθύς εξαρχής διατυπωμένη εσφαλμένα. Ο ίδιος θεωρούσε πιο ορθό να άρχιζε η περίοδος των 15 ετών από την ημερομηνία παράδοσης. Του εξήγησε όμως ο κατηγορούμενος 2 ότι ήθελε να αποφύγει την πληρωμή αποζημιώσεων για καθυστερήσεις στην παράδοση. Όταν είδε και την τέταρτη συμφωνία για όλα τα διαμερίσματα παραξενεύτηκε, δεν είχε λογική. Δεν τη συζήτησε ποτέ με τον κατηγορούμενο 2. Ως προς την αναφορά της κατηγορούμενης 7, ότι έγινε εισήγηση «να ισχύσει από την ημερομηνία παράδοσης» ανέφερε ότι έγινε όταν αντιλήφθηκαν τη φύση των συμφωνιών. Αυτή είχε συντάξει τις συμφωνίες και τις αποστείλει ασυμπλήρωτες. Εξ όσων πληροφορήθηκε μετά, από τον κατηγορούμενο 2, ήταν ότι εισπράχθηκε το ποσό των €1.050.000 και όχι €1.350.000.
240. Ο Μ ξαναήρθε κάποιες φορές στην Κύπρο. Δεν συζήτησαν ποτέ τις συμφωνίες διαχείρισης.
241. Όσον αφορά την αναγκαιότητα και πληροφόρηση για διατήρηση της επένδυσης στάλθηκε μόνο μια επιστολή. Το ΥΠΟΙΚ ζητούσε μόνο έρευνα του Κτηματολογίου, ότι δηλαδή συνέχιζε να είναι κατατεθειμένο το πωλητήριο έγγραφο. Σε κάποιες περιπτώσεις έστειλαν οι ίδιοι ηλεκτρονικό μήνυμα με το οποίο ζητούσαν οδηγίες από το ΥΠΕΣ για να υποβάλουν ετήσιο πιστοποιητικό προόδου εργασιών (Τεκμήριο 191, εκτύπωση δύο ηλεκτρονικών μηνυμάτων ημερομηνίας 4/7/2020 και 7/4/2020).
242. Αναφορικά με το πόρισμα της Ερευνητικής Επιτροπής που εκδόθηκε το 2021, είπε ότι σ’ αυτό γινόταν μία αναφορά για την παρούσα υπόθεση «εντελώς λανθασμένη, παραπλανητικά γεγονότα, παραπλανητικό συμπέρασμα». Ουδείς των κατηγορουμένων κλήθηκε να πει τις θέσεις του. Στο πόρισμα, ήταν η θέση του, γινόταν αναφορά σε δύο αιτήσεις πολιτογράφησης, που στην πραγματικότητα ήταν τρεις. Οι ανακριτές το αντιλήφθηκαν όταν η κατηγορούμενη 7 και ο ίδιος έδωσαν καταθέσεις παρουσιάζοντας και τα σχετικά έγγραφα. Τα ποσά που αναφέρονται στο πόρισμα είναι λανθασμένα. Θεωρήθηκε ότι έγινε επένδυση €4.000.000 και ότι με βάση τη συμφωνία διαχείρισης, πληρώθηκε €1.050.000 επειδή δεν έγινε αντιληπτή η τρίτη συμφωνία πώλησης.
243. Είχε επίσης προκύψει σύγχυση στο πόρισμα στον όρο του πωλητηρίου εγγράφου που αφορά διαχείριση κοινόχρηστων χώρων πολυκατοικίας με τη συμφωνία διαχείρισης. Δεν σχετίζονταν. Οι ανακριτικές αρχές οδηγήθηκαν από αυτές τις εσφαλμένες αναφορές. Οι ίδιοι συνεργάστηκαν πλήρως με την Αστυνομία. Η δίωξη από πλευράς Νομικής Υπηρεσίας, ήταν η θέση του, έγινε «κάτω από την κατακραυγή των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης και ενόψει της υπόθεσης Al Jazeera, αποφάσισαν να προβούν σε ποινικές διώξεις παροχών υπηρεσιών όπως είμαστε εμείς και επιχειρηματιών ανάπτυξης γης, ώστε να δικαιολογήσουν την κατακραυγή και ως εύκολη λεία, βρήκαν τη δική μας την υπόθεση για την οποίαν συνεργαστήκαμε απόλυτα, πρόσωπα τα οποία δεν εμπλέκονται σε πολιτικά κόμματα, εύκολη δίωξη» (βλ. σελ. 876 των πρακτικών).
244. Τέλος, ανέφερε, ότι προϊστάμενοι της Νομικής Υπηρεσίας, είναι «δύο πολιτικά πρόσωπα τα οποία ουδέποτε εκλέγηκαν ούτε σε οποιοδήποτε αξίωμα. Διορίστηκαν από τον προηγούμενο Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας πρώτα σαν Υπουργοί μετέχοντας και στον καταρτισμό των προγραμμάτων και τις εγκρίσεις των πολιτογραφήσεων, περιλαμβανομένων και των επίδικων. Στη συνέχεια για να ελέγξει, είναι η θέση μου στη συνέχεια, για να ελέγξει φθονώ δίωξης του ιδίου του πρώην Προέδρου και των Υπουργών του, τους έχει διορίσει επικεφαλής της Νομικής Υπηρεσίας» (σελ. 876 των πρακτικών).
245. Σε κάθε περίπτωση, ήταν η θέση του, ότι συμμορφώθηκαν, ως πάροχοι υπηρεσιών, με την υποβολή όλων των εγγράφων που ήταν υπόχρεοι να υποβάλουν στο ΥΠΕΣ σύμφωνα και με τον κατάλογο εγγράφων. Αυτή ήταν και η υποχρέωση τους δυνάμει του Κώδικα Συμπεριφοράς (Τεκμήριο 30, παρ. 4.1. και 4.2).
246. Κατά την αντεξέταση κατατέθηκαν ως τεκμήρια τα βιογραφικά του ιδίου (Τεκμήριο 192) και της κατηγορούμενης 7 (Τεκμήριο 193).
ΙΣΤ.3. ΟΙ ΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΗΣ 7 ΣΤΗΝ ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑΘΕΣΗ
247. Η κατηγορούμενη 7 στην ανακριτική της κατάθεση ημερ. 22/9/2021 (Τεκμήριο 87) ανέφερε ότι η κατηγορούμενη 5 είχε ετοιμάσει τις αιτήσεις για πολιτογράφηση των Μ και Β, ως επίσης και της Ε, τρεις δηλαδή διαφορετικές επενδύσεις.
248. Τον Μ τον γνώρισε από τις επισκέψεις του στην Κύπρο που ήταν για σκοπούς υποβολής της αίτησης του ιδίου και μελών της οικογένειας του για πολιτογράφηση. Συγκεκριμένα τον γνώρισε γύρω στον Οκτώβρη του 2017. Τον είχε συναντήσει στο γραφείο για σκοπούς προώθησης της αίτησης του μια φορά από ότι θυμόταν πριν την υποβολή της αίτησης. Στη συνέχεια συναντήθηκαν και άλλες φορές. Τα τρία αγοραπωλητήρια τα συνέταξε η ίδια. Τα έστειλε ηλεκτρονικά στο εξωτερικό στον επενδυτή για υπογραφή και τα έστειλαν πίσω υπογραμμένα με «Courier».
249. Ερωτηθείσα για τον όρο 6 του αγοραπωλητηρίου, «On the delivery date the Purchaser hereby undertakes to sign a Management Agreement with [D.Z.] Group Management Services LTD, by which the Purchaser will appoint [D.Z.] Group Management Services Ltd to manage the building Complex and keep it in a good order, as well as to maintain the communal areas, swimming pool, gym, sauna, and other areas in a good and appropriate condition» (ερώτηση 11), απάντησε:
«Ο όρος αυτός αναφέρει ότι ο αγοραστής θα αναθέσει σε εταιρεία του ομίλου Ζαβός την διαχείριση των κοινόχρηστων χώρων του κτιριακού συγκροτήματος. Πρόκειται για ένα συνηθισμένο όρο που εμπεριέχεται πολύ συχνά σε αγοραπωλητήρια έγγραφα. Θα καταβέλλετο αντίτιμο το οποίο θα καθορίζετο όταν θα παραδίδετο το ακίνητο και θα υπογράφετο η γενική συμφωνία διαχείρισης του κτιρίου».
250. Όταν της υποδείχθηκε σχετικώς συμφωνία διαχείρισης ανέφερε (ερώτηση 12):
«…το έγγραφο αυτό δηλαδή το Management Agreement, δεν έχει καμία σχέση με τον όρο στην παράγραφό 6 της σελίδας 10 του αγοραπωλητήριου εγγράφου πέραν του ότι η συμφωνία αυτή μετέφερε την υποχρέωση καταβολής κοινόχρηστων εξόδων στην [κατηγορούμενη 4]. Η σύνταξη του εν λόγο εγγράφου έγινε από εμένα, στάλθηκε με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο στον [κατηγορούμενο 2] και δεν θυμάμαι κατά πόσο στάλθηκε και στον επενδυτή. Δεν γνωρίζω πως και πότε υπογράφηκε αλλά προφανώς υπογράφηκε από τους ίδιους, δηλαδή τον [κατηγορούμενο 2] και τον [Μ] και μου επιστράφηκε πίσω στο ηλεκτρονικό μου ταχυδρομείο μεταγενέστερα. Να σου αναφέρω ότι όταν το παρέλαβα διαπίστωσα ότι είχε γίνει χειρόγραφα αλλαγή στον όρο 5, δηλαδή η αναφορά στον όρο owner, έχει αντικατασταθεί με τον όρο service provider και αντίστοιχα η όρος service provider έχει αντικατασταθεί χειρόγραφα με τον όρο owner, που έτσι πρέπει να ήταν το ορθό. Η ουσία του Management Agreement αυτού ήταν για να γίνεται διαχείριση του διαμερίσματος αυτού από την [κατηγορούμενη 4] για περίοδο 15 ετών από την ημερομηνία έναρξης της συμφωνίας έναντι του ποσού των 450.000 ευρώ. Εμάς εισήγηση μας ήταν όπως η συμφωνία αυτή να ισχύει από την ημερομηνία παράδοσης του διαμερίσματος, όμως ο [κατηγορούμενος 2] ζήτησε να έχει άμεση ισχύ ώστε τυχόν καθυστερήσεις στην παράδοση να μην πληρώσει τυχόν αποζημιώσεις στον επενδυτή και επειδή ο [κατηγορούμενος 2] ήθελε να διατηρήσει την διαχείριση ολόκληρου του κτιρίου, ώστε να το εκμεταλλευτεί ως τουριστικά διαμερίσματα.»
251. Τον Β τον συνάντησε μια ή δυο φορές με σκοπό την προώθηση της αίτησης πολιτογράφησης. Έδωσε τις ακόλουθες εξηγήσεις για τον λόγο που το αγοραπωλητήριο έγγραφο είχε μεταγενέστερη ημερομηνία από τη συμφωνία διαχείρισης και συγκεκριμένα την 16/2/2018 (ερώτηση – απάντηση 22):
«Όπως έχω αναφέρει προηγουμένως στάλθηκαν με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο ημερομηνίας 27/11/2017 στους επενδυτές και τα τρία πωλητήρια έγγραφα με πρόθεση να υπογράψουν οι συμβαλλόμενοι τα πωλητήρια έγγραφα μαζί και να τα επιστρέφουν πίσω συμπληρωμένα και υπογραμμένα με κούριερ. Όταν λάβαμε πίσω και τα τρία έγγραφα υπογεγραμμένα, στο ένα από τα έγγραφα και συγκεκριμένα του [Β], διαπιστώθηκε ότι είχε γραφικό λάθος στο όνομα του πωλητή και στον αριθμό του διαμερίσματος στην σελίδα 3 και ως εκ τούτου δεν έγινε αποδεκτό από το κτηματολόγιο. Αφού διαπιστώθηκε το λάθος ζητήσαμε από τον αγοραστή να μονογράψει τις διορθωμένες σελίδες με τις οποίες αντικαταστήσαμε τις πρώτες καθώς και την ημερομηνία της νέας υπογραφής. Χαρτοσημάνθηκε και κατατέθηκε στο κτηματολόγιο το πωλητήριο. Έχουμε τις πρωτότυπες σελίδες που αντικαταστάθηκαν τις οποίες θα σας παραδώσει ο [κατηγορούμενος 1]. Σε σχέση με το έγγραφο αυτό δηλαδή το Management Agreement δεν υποβλήθηκε μαζί με την αίτηση γιατί δεν ήταν από τα έγγραφα που απαιτούνταν από το ΥΠ.ΕΣ να υποβληθούν μαζί με την αίτηση. Πέραν του ότι το έχουμε συντάξει δεν γνωρίζαμε αν υπογράφηκε η εκτελέστηκε. Αυτό μας στάλθηκε συμπληρωμένο και υπογεγραμμένο μεταγενέστερα αλλά δεν θυμάμαι τώρα ακριβώς πότε, ούτε αν ήταν πριν την υποβολή της αίτησης ή μετά».
252. Τα ποσά των συμφωνιών είχαν καθοριστεί μεταξύ του πωλητή και του επενδυτή. Δεν γνώριζε πότε έγιναν τα εμβάσματα συνολικού ύψους €1.050.000. Ούτε γιατί δεν καταβλήθηκαν €1.350.000. Οι ίδιοι δεν είχαν εμπλοκή. Ήταν οδηγίες από τον πωλητή και τον επενδυτή να ετοιμάσουν ένα «management agreement», για το οποίο ετοίμασαν ένα πρότυπο το οποίο απέστειλαν και διαμόρφωσαν μεταξύ τους οι ίδιοι. Οι εμπορικοί όροι ήταν αποτέλεσμα της μεταξύ τους διαπραγμάτευσης.
253. Δεν είχε γνώση της εκτίμησης της Τράπεζας Κύπρου για τις αξίες των διαμερισμάτων.
254. Δεν είχαν επίσης προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια σε σχέση με τη μη ολοκλήρωση της ανέγερσης του κτηρίου αφού δεν είχαν οποιαδήποτε εντολή από τον πελάτη τους.
255. Απ’ ότι γνώριζε ο Μ είχε προβεί και σε άλλες επενδύσεις στην Κύπρο αλλά δεν γνώριζε λεπτομέρειες αφού δεν ήταν κάτι που χειρίστηκε.
ΙΣΤ.4. ΟΙ ΘΕΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥ 2 ΣΤΙΣ ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΕΣ ΤΟΥ ΚΑΤΑΘΕΣΕΙΣ
256. Ο κατηγορούμενος 2 έδωσε δύο ανακριτικές καταθέσεις, η 1η, στις 29/4/2021 (Τεκμήριο 127) και 2η, στις 20/4/2022 (Τεκμήριο 138).
257. Τον Μ τον συνάντησε για πρώτη φορά το 2015 στο Κατάρ. Τον συνάντησε και άλλες φορές, περί τις 5 με 6, πριν την υπογραφή της συμφωνίας αλλά και μεταγενέστερα. Αναλόγως απάντησε και για τον Β τον οποίο γνώρισε μέσω του πατέρα του, Μ.
258. Ως προς τον όρο 6 του αγοραπωλητηρίου του διαμερίσματος του Μ, ανέφερε ότι αφορούσε τη διαχείριση και συντήρηση των κοινόχρηστων χώρων. Ερωτηθείς αν σχετιζόταν με τη συμφωνία διαχείρισης του διαμερίσματος του Μ και ως προς το ποιος τη συνέταξε απάντησε τα ακόλουθα:
«Απάντηση Αρ.12: Το management agreement προνοεί τα εξής: Παραχωρείτο το δικαίωμα διαχείρισης του διαμερίσματος 203 από τον αγοραστή στην [κατηγορούμενη 4] για περίοδο 15 ετών για αποκλειστική χρήση έναντι του ποσού των 450.000 ευρώ. Ο όρος στην παράγραφό 6 της σελίδας 10 του αγοραπωλητήριου εγγράφου δεν έχει καμία σχέση με το management agreement, αφού όπως σας εξήγησα ο συγκεκριμένος όρος αναφέρετο στην διαχείριση των κοινόχρηστων χώρων του κτιρίου, ενώ η συμφωνία διαχείρισης αφορά την διαχείριση και την αποκλειστική χρήση του διαμερίσματος 203. Το management agreement συντάχθηκε από το δικηγορικό γραφείο [της κατηγορούμενης 5] και υπογράφτηκε από εμένα ως διευθυντής εκ μέρους της κατηγορούμενης 4 και από τον αγοραστή [Μ], ενώ ως μάρτυρες υπέγραψαν ο [κατηγορούμενος 3], υπάλληλος της εταιρείας μου και κάποιος άλλος τον οποίο δεν θυμάμαι. Όταν ετοιμάστηκε το management agreement και μου προωθήθηκε από το δικηγορικό γραφείο [της κατηγορούμενης 5] πρόσεξα ότι στην σελίδα 3 παράγραφο 5 υπήρχαν δύο λάθη τα οποία απαλείψαμε και διορθώσαμε ιδιοχείρους και τα μονόγραψα εγώ για σκοπούς επιβεβαίωσης καθώς και ο αγοραστής [Μ]».
259. Σε ερώτηση για μη υποβολή της συμφωνίας διαχείρισης με το αγοραπωλητήριο στην αίτηση πολιτογράφησης ανέφερε ότι η υποβολή των εγγράφων ήταν ευθύνη της κατηγορούμενης 5.
260. Ερωτηθείς ως προς τον σκοπό της ανέφερε:
«Ερώτηση Αρ.14 : Κατά την υπογραφή του αγοραπωλητήριου εγγράφου και της συμφωνίας αγοράς του διαμερίσματος 203 ήταν ήδη αποφασισμένο να γίνει και η συμφωνία διαχείρισης του διαμερίσματος 203 (management agreement); Απάντηση Αρ.14: Η απάντηση είναι ναι για δυο βασικούς λόγους. Πρώτον με την συμφωνία αυτή εξασφαλίζαμε την χρήση του ακινήτου για 15 χρόνια με χαμηλό μηνιαίο τίμημα αφού η εταιρεία μας υποενοικιάζει και διαχειρίζεται τα ακίνητα αυτά με μεγαλύτερο αντίτιμο και δεύτερο επειδή γνωρίζαμε ότι θα υπήρχε καθυστέρηση στην ολοκλήρωση του έργου και παράδοση του διαμερίσματος και επειδή ο αγοραστής αξίωνε μεγαλύτερες αποζημιώσεις λόγω της επικείμενης καθυστέρησης, θεωρήσαμε ότι μας σύμφερε να υπογράφαμε τη συμφωνία διαχείρισης παράλληλα με το αγοραπωλητήριο έγγραφο για να έχουμε στην ουσία μικρότερο κόστος ζημιάς.»
261. Ο καταρτισμός των συμφωνιών διαχείρισης ήταν δική του εισήγηση.
262. Σε σχέση με το αγοραπωλητήριο του Β ανέφερε ότι «ήταν με την ίδια ημερομηνία 24/11/2017, όμως εάν δεν [τον απατούσε] η μνήμη [του] κάποιο τυπογραφικό λάθος έγινε στο αρχικό συμβόλαιο και δεν μπορούσε να προχωρήσει η διαδικασία στο Κτηματολόγιο και προφανώς χρειάστηκε να γίνει αλλαγή στην ημερομηνία υπογραφής του αγοραπωλητηρίου για να κατατεθεί εκ νέου στο Κτηματολόγιο χωρίς να υπάρχει πρόθεση εξαπάτησης οποιοδήποτε» (απάντηση 21).
263. Δεν θυμόταν αν στις 24/11/2017 βρισκόταν και ο Β όμως στην Κύπρο.
264. Ερωτηθείς για τα εμβάσματα συνολικού ύψους €1.050.000 ανέφερε:
«Απάντηση Αρ.30: Τα πιο πάνω ποσά πληρώθηκαν στον επενδυτή σύμφωνα με τα τρία management agreement που συνυπογράψαμε με την οικογένεια του [Μ] για τα διαμερίσματά 202,203 και 204 στο κτίριο [C]. Στο σημείο αυτό θέλω να σας αναφέρω ότι πέραν των διαμερισμάτων 203 και 204 τα οποία πωλήσαμε στον πατέρα και γιο, η εταιρεία μας πώλησε και το διαμέρισμα 202 στο πιο πάνω κτίριο στην θυγατέρα του [Ε] με βάση τα ίδια κριτήρια δηλαδή το ίδιο ποσό και ίδιες συμφωνίες διαχείρισης και πώλησης. Συνολικά με βάση τα τρία management agreement θα έπρεπε να καταλάβουμε το ποσό των 1.350.000 ευρώ στον πατέρα ο οποίος ήταν στην ουσία εκείνος ο οποίος πλήρωσε και τα τρία διαμερίσματα, ενώ του επιστρέψαμε 1.050.000 ευρώ καθότι στην πορεία συμφωνήσαμε προφορικά τις υπόλοιπες 300.000 να τις χρησιμοποιήσουμε για επίπλωση και εξοπλισμό και των τριών διαμερισμάτων.»
265. Αρνήθηκε ότι υπήρχε πρόθεση εξαπάτησης του κράτους. Ήταν «δυο διαφορετικές συμφωνίες, η μία αγοράς και η άλλη ενοικίασης και δεν τίθετο θέμα μη ικανοποίησης του οικονομικού κριτηρίου» (απάντηση 31).
266. Ερωτηθείς αν οι συμφωνίες διαχείρισης περάστηκαν στα λογιστικά βιβλία της κατηγορούμενης 4 απάντησε:
«Ερώτηση Αρ.42: Το ποσό των 1.050.000 εκατομμυρίων αποδόθηκε με οποιοδήποτε τρόπο ως έξοδο στα βιβλία της [κατηγορούμενης 4]; Σου εξέδωσε οποιοδήποτε τιμολόγιο ή απόδειξη ο [Μ]; Απάντηση Αρ.42: Στο παρόν στάδιο δεν το έχουμε δείξει ως έξοδο, καθότι δεν έχουν ακόμη παραδοθεί τα διαμερίσματα και θα το δείξουμε ως έξοδο της [κατηγορούμενης 4] όταν θα ολοκληρωθούν και παραδοθούν τα διαμερίσματα. Δεν μας έκδωσε οποιονδήποτε τιμολόγιο ή απόδειξη στο παρόν στάδιο. Ερώτηση Αρ.43: Γνωρίζεις εάν ο [Μ], δήλωσε στο Φόρο Εισοδήματος τα χρήματα που του επέστρεψες; Απάντηση Αρ,43: Δεν γνωρίζω.»
267. Σε σχέση με τις εκτιμήσεις της Τράπεζας Κύπρου απάντησε:
«Απάντηση Αρ.29: Ο λόγος που η τιμή καθορίστηκε στα 2 ευρώ ήταν τα πραγματικά έξοδα κατασκευής του έργου συν τα λειτουργικά έξοδα της εταιρείας μαζί με το κέρδος που έπρεπε να επωφεληθεί η εταιρεία. Οι εκτιμήσεις που έγιναν που την Τράπεζα δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματική αξία. Η εκτίμηση έγινε για εσωτερική χρήση για να εξυπηρετήσει την συμφωνία μεταξύ εμάς και της Τράπεζας Κύπρου και να αποπληρωθεί το δάνειο βάση των τιμών που επέδειξε ο εκτιμητής. Αν λάβουμε υπόψη την αξία που θα έπρεπε να ήταν και τα τετραγωνικά μέτρα των διαμερισμάτων που έχουν πωληθεί θεωρούνται πολύ λογικές τιμές, αν λάβει κανείς υπόψη τις τιμές που πωλούνται σε παραλιακά ακίνητα και ακίνητα υψηλής ποιότητας όπως είναι το έργο [C].»
268. Στην 2η ανακριτική του κατάθεση ανέφερε ότι, ο λόγος που είχαν πωληθεί σε πολύ χαμηλότερες τιμές τα υπόλοιπα διαμερίσματα ήταν γιατί πωλήθηκαν σε δύο εταιρείες για επενδυτικούς λόγους. Σκοπός ήταν η πώληση τους σε ειδικές τιμές για εξασφάλιση ρευστότητας και συμπλήρωσης του έργου. Τα ποσά πώλησης εξασφάλιζαν την αποπεράτωση του έργου, δηλαδή το κόστος κατασκευής. Οι αγοραστές των εν λόγω διαμερισμάτων είχαν προβεί στην αγορά τους με σκοπό το κέρδος.
269. Δεν γνώριζε αν είχαν δηλωθεί από τους επενδυτές ως «μόνιμη κατοικία» για σκοπούς πολιτογράφησης.
270. Οι εργασίες δεν είχαν ολοκληρωθεί μέχρι την ημερομηνία που είχε δώσει κατάθεση της αλλαγής των σχεδίων για την χρήση του κτηρίου.
271. Στη 2η ανακριτική του κατάθεση ανέφερε ότι ο ίδιος δεν ασχολείτο με τα λογιστικά της εταιρείας οπότε δεν γνώριζε γιατί δεν είχαν δηλωθεί στη φορολογική δήλωση για το ΦΠΑ οι δύο πωλήσεις. Τον επίδικο χρόνο αρμόδιο άτομο στο λογιστήριο ήταν ο ΜΚ 11 ο οποίος στο μεταξύ συνταξιοδοτήθηκε.
272. Ερωτηθείς για τον λόγο που έγινε αίτηση από τους αγοραστές για μειωμένο συντελεστή Φ.Π.Α αφού έγιναν συμφωνίες διαχείρισης για 15 έτη ανέφερε:
«Απάντηση 8: Επειδή το εν λόγω κτίριο θα είχε μεγάλη καθυστέρηση στην αποπεράτωση λόγω τεχνικών και άλλων προβλημάτων, οι συμφωνίες διαχείρισης υπογράφτηκαν για να καλύψουν τυχόν ζημιές και αποζημιώσεις που πιθανό να διεκδικούνταν από τους αγοραστές λόγω απώλειας χρήσης. Με αυτές τις συμφωνίες εξασφαλίζαμε συγκεκριμένο ποσό αποζημίωσης με μειωμένο ποσό. Θα ήθελα να προσθέσω ότι τα εν λόγω διαμερίσματα δεν έχουν μέχρι σήμερα αποπερατωθεί και παραδοθεί και συνεπώς δεν κατοικήθηκαν. Ο μειωμένος συντελεστής ΦΠΑ για 5%, ζητήθηκε από τους αγοραστές και ως εκ τούτου η εταιρεία μας δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά. Περαιτέρω η τελική απόφαση κατά πόσον θα ήταν η κύρια και μόνιμη κατοικία τους ή όχι, οι αγοραστές θα το αποφάσιζαν όταν θα συμπληρωνόταν το έργο και η παράδοση των διαμερισμάτων. Στην περίπτωση αυτή αναλόγως της τελικής απόφασης τους θα πληρώνονταν και οι ανάλογοι φόροι».
ΙΣΤ.5. ΟΙ ΘΕΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥ 3 ΣΤΗΝ ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΗ ΤΟΥ ΚΑΤΑΘΕΣΗ
273. Ο κατηγορούμενος 3 στην ανακριτική του κατάθεση ημερ. 24/9/2021 (Τεκμήριο 118) ανέφερε ότι τα καθήκοντα του ήταν «κυρίως θέματα οικονομικής φύσεως, θέματα λογιστηρίου, πωλήσεις, μεταβιβάσεις και άλλα» (απάντηση 9).
274. Ανέφερε ότι το επενδυτικό πρόγραμμα ήταν ένα πρόγραμμα το οποίο έγινε για την προσέλκυση ξένων επενδυτών βάση συγκεκριμένων κριτηρίων. Σε σχέση με την εμπλοκή του ανέφερε ότι «Ετοιμάζαμε συμβόλαια, ελέγχαμε τα στοιχεία των επενδυτών, στέλναμε διάφορα έγγραφα τους στην τράπεζα και περιμέναμε από την τράπεζα να μας πει ότι μπορούσαμε να προχωρήσουμε με τις συμφωνίες και να υπογράψουμε συμβόλαια» (απάντηση 11). Ο ίδιος έβλεπε τα έγγραφα που θα υποβάλλονταν στην Τράπεζα.
275. Το έργο [C] αρχικά θα ήταν εξαώροφο, μετά άλλαξαν σχέδια να γίνει δεκαώροφο Αποτελείται από καταστήματα, γραφεία και διαμερίσματα. Κατά τον χρόνο που έδιδε κατάθεση ολοκληρώθηκε ο σκελετός του κτηρίου μέχρι τον 4° όροφο. Τον M τον γνώρισε με την οικογένεια του όταν άρχισαν οι διαβουλεύσεις για την αγορά της ακίνητης περιουσίας από αυτόν και μέλη της οικογένειας του στο έργο «Corniche».
276. Του τέθηκαν οι ακόλουθες ερωτήσεις σε σχέση με τις συμφωνίες διαχείρισης των Μ και Β:
«Ερώτηση 38: Σύμφωνα με μαρτυρία, μετά την αγορά των διαμερισμάτων από τον επενδυτή, η κατασκευαστική εταιρεία [κατηγορούμενη 4] του ομίλου Ζαβός, του επέστρεψε το χρηματικό ποσό του €1,050,000.00 με αποτέλεσμα οι [Μ] και ο γιος του [Β], να αποκτήσουν την Κυπριακή Υπηκοότητα, χωρίς να πληρούν το οικονομικό κριτήριο για πολιτογράφηση τους. Γνωρίζεις οτιδήποτε για το γεγονός αυτό; Απάντηση 38: Η επιστροφή των χρημάτων αυτών αφορούσε συμφωνία ενοικίασης των διαμερισμάτων από την εταιρεία για περίοδο 15 ετών. Ερώτηση 39: Σου υποδεικνύω το αγοραπωλητήριο έγγραφο μεταξύ της [κατηγορούμενης 4] και του [Μ]. Στην σελίδα αριθμός 10, η παράγραφος 6 αναφέρετε σε συμφωνία διαχείρισης μεταξύ της εταιρείας [D.Z.] Group Management Services Ltd και του αγοραστή. Τί είναι η συμφωνία διαχείρισης και για ποιο λόγο έγινε; Απάντηση 39: Η παράγραφος αυτή αναφέρεται σε διαχείριση της πολυκατοικίας για τα πρώτα χρόνια μετά την πώληση των διαμερισμάτων. Παλαιότερα βάζαμε για περίοδο πέντε ετών και ο σκοπός μας είναι να έχουμε ευχαριστημένους τους πελάτες μας».
277. Σε σχέση με τις εκτιμήσεις της Τράπεζας Κύπρου ανέφερε ότι «δεν περιλαμβάνει τις προμήθειες και άλλα έξοδα που έπρεπε να πληρωθούν σε τρίτα πρόσωπα» (απάντηση 41).
278. Η κατηγορούμενη 5 ήταν δικηγόροι τους για 30 χρόνια και χειριζόταν το 99% των υποθέσεων του ομίλου.
279. Αρνήθηκε ότι ο σκοπός της σύναψης των αγοραπωλητηρίων εγγράφων ήταν η απόκτηση με ψευδείς παραστάσεις, της Κυπριακής Υπηκοότητας του Μ του Β.
ΙΖ. ΟΙ ΕΚΤΙΜΗΣΕΙΣ
ΙΖ.1. Η ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΠΟΥ ΕΓΙΝΕ ΓΙΑ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ ΤΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΚΥΠΡΟΥ
280. Ο ΜΚ 9 αναγνώρισε το Τεκμήριο 75, ως την έκθεση εκτίμησης που ετοίμασε για την Τράπεζα Κύπρου για το κτήριο «Corniche». Την εκτίμηση τη διενήργησε τον Μάρτιο του 2018 (12/3/2018) για σκοπούς δανειοδότησης της κατηγορούμενης 4. Τα διαμ. 203 και 204 είχαν εκτιμηθεί ως αξίας €820.000 και €920.000 αντίστοιχα. Προφορικά προέβη σε διόρθωση αντιστρέφοντας τις αξίες Επισήμανε ότι ήταν 3 υπνοδωματίων και όχι τεσσάρων. Την αντίστοιχη διόρθωση έκανε και για τα διαμερίσματα 304 και 304.
281. Η κατηγορούμενη 4 του είχε παραδώσει σχέδια τα οποία δεν ήταν στην κατοχή του πλέον.
282. Ως μεθοδολογία της εκτίμησης χρησιμοποιήθηκε η συγκριτική μέθοδος. Υπάρχουν 5 τρόποι εκτίμησης ανέφερε, η συγκριτική μέθοδος εκτίμησης, η μέθοδος καθαρών κερδών, η μέθοδος κεφαλοποίησης του εισοδήματος, η residual, δηλαδή υπολειμματική και η μέθοδος κόστους αντικατάστασης.
283. Εν προκειμένω προέβη σε εκτίμηση με τη συγκριτική μέθοδο. Έλαβε υπόψη του τη θέση του, τον σχεδιασμό του, τα υλικά κατασκευής, την ποιότητα δηλαδή του ακινήτου και συγκριτικές πωλήσεις παρόμοιων ακινήτων. Η συγκριτική μέθοδος, ανέφερε, είναι η καταλληλότερη μέθοδος για να εκτιμήσεις ένα διαμέρισμα εφόσον υπάρχουν πωλήσεις άλλων διαμερισμάτων είτε στο ίδιο κτήριο, είτε στην περιοχή.
284. Στις 9/3/2018 προέβη σε επιτόπια επιθεώρηση της γης στην οποία θα ανεγειρόταν το ακίνητο, είχε λάβει τα αρχιτεκτονικά σχέδια από την ιδιοκτήτρια εταιρεία, όπως και κατάλογο εμβαδών, είχε κάνει δειγματοληπτικό έλεγχο των εμβαδών των διαμερισμάτων και υιοθέτησε τα εμβαδά που του δόθηκαν από την εταιρεία. Μετά ανέτρεξε στην ιστοσελίδα του τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας στην οποία έχει πρόσβαση στις πωλήσεις ακινήτων και είχε εξεύρει 10 πωλήσεις που έγιναν στο ίδιο κτήριο πριν την ημερομηνία της εκτίμησης (Τεκμήριο 85, ο κατάλογος).
285. Υπήρχαν τυπικοί όροφοι διαμερίσματος στο κτήριο. Οι περισσότεροι όροφοι είχαν 3 διαμερίσματα, ενώ ο δεύτερος και ο τρίτος όροφος είχαν 4 διαμερίσματα. Στους ορόφους που ήταν 3 τα διαμερίσματα υπήρχε ένα διαμέρισμα τριών υπνοδωματίων νοτιοδυτικό που έβλεπε, δηλαδή τον παραλιακό δρόμο και τη θάλασσα. Ένα που ήταν βορειοδυτικό πάλι τριών υπνοδωματίων έβλεπε με περιορισμένη θέα τη θάλασσα, ήταν κοντά στο κτήριο που είναι κτισμένο δίπλα και υπήρχε και ένα διαμέρισμα τεσσάρων υπνοδωματίων το οποίο κάλυπτε τη βορειοανατολική και βορειοδυτική πλευρά του κτηρίου. Στους ορόφους που ήταν 4 τα διαμερίσματα υπήρχαν 2 διαμερίσματα προς τη θάλασσα και τον δρόμο, ένα νοτιοδυτικό και ένα νοτιοανατολικό τριών υπνοδωματίων και 2 πάλι τριών υπνοδωματίων, ένα βορειοδυτικό και ένα βορειοανατολικό τα οποία αυτά τα δύο πάλι είχαν περιορισμένη θέα.
286. Τα διαμ. 203 και 303, έχουν τον ίδιο προσανατολισμό και εμβαδά. Το διαμ. 303 βρίσκεται πιο ψηλά. Αν πωλούνταν την ίδια χρονική περίοδο θα μπορούσε να πωληθεί πιο ακριβά. Το 203 πωλήθηκε 11 μήνες μετά. Μπορούσε να πωληθεί πιο ακριβά.
287. Είχε εξεύρει 10 συγκριτικές πωλήσεις διαμερισμάτων στην ίδια πολυκατοικία η οποία θα ανεγειρόταν. Η συγκριτική πώληση του διαμ. 203 (αρ. 10) αγνοήθηκε γιατί ήταν πολύ πιο ψηλή από τις υπόλοιπες πωλήσεις. Οι πωλήσεις οι συγκεκριμένες ξεκινούσαν από €4.600 το τ.μ. και έφταναν μέχρι €6.300 το τ.μ.
288. Εκτίμησε το διαμ. 203 (νοτιοανατολικού προσανατολισμού) προς €5.600 το τ.μ, δηλαδή στις €920.000.
289. Εκτίμησε το διαμ. 204 (βορειανατολικού προσανατολισμού) προς €4.950 το τ.μ, δηλαδή στις €820.000.
290. Εκτίμησε το διαμ. 303 (νοτιοανατολικού προσανατολισμού) προς €5.800 το τ.μ, δηλαδή στις €970.000. Είχε πωληθεί προς €794.931.
291. Δεν έκανε έρευνα για διαμερίσματα που είχαν πωληθεί στη γύρω περιοχή.
292. Συμφώνησε με εισήγηση ότι στη διαδικασία εκτίμησης της αξίας των ακινήτων υπεισέρχονται πολλοί διαφορετικοί παράγοντες με αποτέλεσμα οι αξίες που δίδονται για τα ακίνητα από διαφορετικούς εκτιμητές για τον ίδιο χρόνο να δείχνουν στην πράξη και αποκλίσεις. Τα αποδεκτά όρια αποκλίσεων είναι 10% – 15%.
293. Δέχθηκε ότι ένας αγοραστής για υποκειμενικούς του λόγους μπορεί να αγοράσει ακίνητο πιο ακριβά π.χ. γειτνιάζον διαμέρισμα ή ακίνητο για να βελτιώσει υφιστάμενη περιουσία. Επίσης αγοραστής που αγοράζει πέραν του ενός διαμερίσματος από τον ίδιο πωλητή ενδεχομένως να απαιτήσει καλύτερη τιμή. Αυτά όμως ανέφερε είναι υποκειμενικοί παράγοντες. Διαφορετικά συγκριτικά δυνατόν να οδηγούν σε διαφορετικό προσδιορισμό της αγοραίας αξίας ενός ακινήτου γι’ αυτό ένας εκτιμητής πρέπει να κάνει μία σωστή επιλογή των συγκριτικών πωλήσεων που θα επιλέξει να χρησιμοποιήσει και να αναλύσει.
294. Αναγνώρισε ότι στις εκδόσεις των RICS εντοπίζεται ο όρος «special buyers», ειδικοί αγοραστές λόγω ειδικού κίνητρου.
295. Κατά τον χρόνο της έρευνας του δεν ήταν κατατεθειμένα τα πωλητήρια των διαμ. 202 κα 204. Αν υπήρχαν κατατεθειμένα θα έδινε βαρύτητα αλλά δεν θα μπορούσε να αγνοήσει τα άλλα 9.
296. Του επισημάνθηκε ότι οι 9 πωλήσεις, όλες 30/12/2016 είχαν γίνει στον ίδιο αγοραστή. Δεν είχε τέτοια πληροφόρηση, δεν είχε ούτε δικαιούτο να έχει τα ονόματα των αγοραστών. Εκ των πραγμάτων δεν αναλύθηκαν τα κίνητρα αγοραστή.
297. Στην υποβληθείσα θέση ότι «..η συγκεκριμένη εταιρεία του ενός ιδιόκτητη που πρώτη επένδυσε στο κτήριο και αγόρασε τα 9 διαμερίσματα, εκμεταλλεύτηκε το όφελος που θα είχε η [κατηγορούμενη 4] από τη χρηματοδότηση της ανέγερσης του κτηρίου από αυτές τις πωλήσεις και αγόρασε τα διαμερίσματα σε πολύ χαμηλές τιμές με επενδυτικό σκοπό το σημαντικό κέρδος από τη μεταπώλησή τους στον μεταγενέστερο χρόνο που τα διαμερίσματα θα έχουν αποπερατωθεί» απάντησε «Είναι πιθανόν».
298. Δεν απέκλεισε επίσης ότι την περίοδο εκείνη, δηλαδή 30/12/2016, υπήρχε η πρακτική σε μεγάλο βαθμό ο επιχειρηματίας ανάπτυξης γης να είναι διατεθειμένος να πωλήσει στον χάρτη, στο στάδιο πριν την κατασκευή του έργου φτηνά κάποιο μέρος του κτηρίου προκειμένου να εξασφαλίσει όσο αυτό ήταν δυνατόν το κόστος κατασκευής του συνολικού έργου. Έτσι ξεπερνιούνται τα προβλήματα της εξεύρεσης δανεισμού, αλλά ταυτόχρονα αποφεύγεται το κόστος δανεισμού από τις τράπεζες.
299. Με τούτο το δεδομένο ότι δηλαδή οι 9 πωλήσεις έγιναν σε ένα με σκοπό να εξασφαλιστεί χρηματοδότηση ανέφερε ότι θα επέκτεινε την έρευνα του και σε άλλα ακίνητα για να διασταυρώσει την αξιοπιστία των πωλήσεων.
300. Δέχθηκε επίσης ότι όταν μειώθηκε το ποσό που έπρεπε να επενδυθεί σε ακίνητα για σκοπούς πολιτογράφησης, από €5.000.000 σε €2.000.000 «βοήθησε στο να υπάρξουν περισσότερες πωλήσεις στα ακίνητα από τα προηγούμενα χρόνια». Από το 2017 και μετά παρατηρήθηκε αύξηση στις τιμές των ακινήτων που συνεχίζει ακόμη και σήμερα παρά τον τερματισμό του προγράμματος πολιτογραφήσεων, ειδικότερα στη Λεμεσό. Πολλές εταιρείες λόγω του προγράμματος αύξησαν τις τιμές. Αυτό δημιούργησε «μία κατάσταση δύο ταχυτήτων που τη βλέπεις στη Λεμεσό, δηλαδή βλέπεις κάποια ακίνητα να πωλούνται χαμηλά και κάποια παρόμοια να πωλούνται πιο ακριβά». Δέχθηκε επίσης ότι πολλές εταιρείες πλήρωναν μεσάζοντες. Δεν αποτελούσε βέβαια αυτό μέρος της αξίας ενός ακινήτου.
ΙΖ.2. Η ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΠΟΥ ΕΓΙΝΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗ
301. Ο ΜΥ 3 ανέφερε στην Έκθεση Εκτίμησης με ημερομηνία 17/6/2024, την οποία συνέταξε ο ίδιος (Τεκμήριο 199) ότι οι οδηγίες του ήταν (παρ. 1.4 του Τεκμηρίου 199, σελ. 5):
(1) να υπολογίσει την αγοραία αξία των επίδικων διαμερισμάτων κατά την 27/11/2017∙ και
(2) να υπολογίσει την αγοραίο ενοίκιο των επίδικων διαμερισμάτων κατά την 27/11/2017 καθώς και σήμερα.
302. Η εκτίμηση έγινε με την ειδική υπόθεση ότι ήταν αποπερατωμένα κατά τις ουσιώδεις ημερομηνίες και ότι θα χρησιμοποιούντο άριστης ποιότητας υλικά και ότι οι κατασκευαστικές εργασίες θα ήταν υψηλού επιπέδου.
303. Για τον υπολογισμό της αγοραίας αξίας και του αγοραίου ενοικίου των υπό εκτίμηση ακινήτων στις δοθείσες ημερομηνίες χρησιμοποιήθηκε η «Συγκριτική Μέθοδος Εκτίμησης» αφού εξευρέθηκαν αρκετές πωλήσεις παρόμοιων συγκριτικών διαμερισμάτων στην περιοχή και σε κοντινές ημερομηνίες με την ουσιώδη ημερομηνία, όπου μπορεί να γίνει απευθείας σύγκριση με τα υπό εκτίμηση – αφού διενεργήθηκαν πρώτα κάποιες αναπροσαρμογές (χρονικές και ποιοτικές) στα συγκριτικά όπου αυτό χρειαζόταν.
304. Η αγοραία αξία των 3 επιδίκων διαμερισμάτων κατά την 24/11/2017 υπολογίστηκαν ως ακολούθως (σελ. 22 και 23 του Τεκμηρίου 199):
– Διαμ. 202: €1,770.000
– Διαμ. 203: €2,015.000
– Διαμ. 204: €1,795.000
305. Οι πωλήσεις διαμερισμάτων επί του ιδίου έργου, καθώς και οι πωλήσεις των τριών επίδικων διαμερισμάτων (σελ. 57, 59 και 60 του Τεκμηρίου 199) δεν λήφθηκαν υπόψη για τον υπολογισμό της Αγοραίας Αξίας αφού πωλήθηκαν βάσει ειδικών συνθηκών στον ίδιο αγοραστή (βλ. σελ. 60 και 61 του Τεκμηρίου 199).
306. Η δική του ανεξάρτητη έρευνα (παρ. 3 της σελ. 61 του Τεκμηρίου 199), αποτυπώνεται στους πίνακες των σελ. 62 και 63, καθώς και στις παρατηρήσεις του που καταγράφονται στη σελ. 65. Για τον υπολογισμό της αγοραίας αξίας των τριών επιδίκων διαμερισμάτων κατά την 24/11/2017 έλαβε υπόψη του τα όσα καταγράφονται στους πίνακες συγκριτικών ακινήτων που παρατίθενται στις σελ. 66 – 72 του Τεκμηρίου 199. Ως εκ τούτου διαφώνησε με την εκτίμηση του κ. Μ. Αγγελίδη (Τεκμήριο 75) και τις αγοραίες τιμές που υιοθέτησε (Τεκμήριο 86)
307. Ανέφερε επίσης (σελ. 18 του Τεκμηρίου 199) ότι περί το 2016 και μεταγενέστερα παρατηρήθηκε σοβαρή υπερθέρμανση του κλάδου των ακινήτων και ειδικότερα στην κατηγορία των πολυτελών διαμερισμάτων στη Λεμεσό. Τα πιο πάνω έχουν εξαχθεί και από του Δείκτες Τιμών Ακινήτων τους οποίους εκδίδει το RICS, τους Δείκτες Τιμών Κατοικιών τους οποίους εκδίδει η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου καθώς και από την Στατιστική Υπηρεσία Κύπρου. Οι δείκτες του RICS και της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου παρατίθενται στο παράρτημα «Ε» του Τεκμηρίου 199 του Τεκμηρίου 199 στις σελίδες 45 – 56. Οι επιχειρηματίες ανάπτυξης γης εκμεταλλεύθηκαν το ΚΕΠ στις διάφορες επιχειρηματικές πράξεις με τους αγοραστές οι οποίοι επιθυμούσαν την απόκτηση κυπριακού διαβατηρίου. Παρατηρώντας, ανέφερε, τις πωλήσεις των συγκριτικών διαμερισμάτων (βλ. σελ. 70 του Τεκμηρίου 199), διαπιστώνεται ότι η τιμή πώλησης και των έξι πωλήσεων είναι στην τιμή των €2.000.000 ευρώ ή και κοντά στην τιμή αυτή.
308. Ανέφερε σχετικά (σελ. 3 του Εγγράφου ΙΑ):
«Αν δούμε, μάλιστα, τις πωλήσεις αρ. 2, 3 και 4 [αφορούν το κτήριο «ΟΝΕ»], θα δούμε ότι και οι τρεις πράξεις έγιναν στην τιμή των 2.000.000 ευρώ ακριβώς, παρά το γεγονός ότι το διαμέρισμα της πώλησης 4 βρισκόταν στον τρίτο όροφο και άρα υπερτερούσε έναντι των διαμερισμάτων που αποτέλεσαν το αντικείμενο των πωλήσεων 3 και 5, τα οποία ευρίσκοντο στον πρώτο όροφο και πωλήθηκαν σε πιο ψηλή τιμή. Αυτό αποτελεί και ένδειξη ότι όσο και αν υπάρχουν θεωρητικά κάποιες κατευθύνσεις που προσδιορίζουν την αγοραία αξία, εντούτοις τίποτε δεν είναι απόλυτο ή σταθερό και επίσης διαπιστώνεται καλύτερα το γεγονός ότι οι προτιθέμενοι αγοραστές παρόμοιων ακινήτων θα ήταν διατεθειμένοι να πληρώσουν το τίμημα των €2.000.000 για να μπορέσουν να αποκτήσουν Κυπριακό Διαβατήριο.»
309. Η ενοικιαστική αξία των 3 επιδίκων διαμερισμάτων κατά την 24/11/2017 (σελ. 24 και 25 του Τεκμηρίου 199) εκτιμήθηκε ως ακολούθως:
– Διαμ. 202: €3.867 μηνιαίως
– Διαμ. 203: €4.407 μηνιαίως
– Διαμ. 204: €3.919 μηνιαίως
310. Η αντίστοιχη ενοικιαστική αξία στις 17/6/2024 (σελ. 26 και 27 του Τεκμηρίου 199) εκτιμήθηκε ως ακολούθως:
– Διαμ. 202: €5.593 μηνιαίως
– Διαμ. 203: €6.373 μηνιαίως
– Διαμ. 204: €5.668 μηνιαίως
311. Για τον υπολογισμό του Αγοραίου Ενοικίου στις δύο δοθείσες ημερομηνίες, ήτοι την 24/11/2017 και την 17/6/2024, έλαβε υπόψη του τα όσα καταγράφονται στους πίνακες και τις παρατηρήσεις που παρατίθενται στις σελ. 79 – 86 με ποιοτικές αναπροσαρμογές στα συγκριτικά ενοίκια όπου αυτό κρίθηκε αναγκαίο.
312. Στη σελ. 85 του Τεκμηρίου 199 καταγράφεται ο μέσος όρος αναπροσαρμοσμένων τιμών ενοικίων όλων των συγκριτικών διαμερισμάτων, €26/τ.μ. για την ημερομηνία 24/11/2017 και €37,60/ τ.μ. για την ημερομηνία 17/6/2024, ο οποίος προέρχεται από τους μέσους όρους των συγκριτικών διαμερισμάτων των κτιρίων που αναφέρονται στις σελ. 79, 80, 82 και 83 του Τεκμηρίου 199, αντίστοιχα.
313. Ο μέσος όρος χρησιμοποιήθηκε για την εξεύρεση της ενοικιαστικής αξίας του διαμερίσματος 203, ενώ για τα διαμερίσματα 202 και 204 έγινε περαιτέρω ποιοτική αναπροσαρμογή της ενοικιαστικής αξίας τους κατά 15% και 10% αντίστοιχα, καθώς η θέα τους υστερεί έναντι του διαμερίσματος 203 (σελ. 86 του Τεκμηρίου 199).
314. Η αντεξέταση της εκπροσώπου του Γενικού Εισαγγελέα επικεντρώθηκε στον λανθασμένο, κατά τη θέση της καθορισμό ποσοστού φυσικής αύξησης, σε λανθασμένες αναπροσαρμογές ποιοτικές και χρονικές των συγκριτικών ακινήτων, στο ότι έπρεπε να ληφθούν υπόψη οι υφιστάμενες πωλήσεις με ποσοστιαίο καθορισμό και αναπροσαρμογή της ειδικής τιμής πώλησης, στη μη ορθή καταμέτρηση των τετραγωνικών, στη μη ορθή αναπροσαρμογή των αγοραίων και ενοικιαστικών αξιών, στο ότι δεν λήφθηκαν υπόψη άλλα κτήρια ως συγκριτικές πωλήσεις/ ενοίκια ή ότι λήφθηκαν υπόψη κατά τρόπο λανθασμένο (βλ. Τεκμήρια 200 και 201, στοιχεία που αφορούν το κτήριο «ΟΝΕ» και Τεκμήριο 202, πωλήσεις του «Address by the Sea», όλα για περιορισμένο σκοπό). Ο ΜΥ 3 αρνήθηκε όλες τις υποβολές της.
315. Σύμφωνα με την Κατηγορούσα Αρχή αν έκανε «την επενδυτική μέθοδο με την κεφαλαιοποίηση του 4,3% θα έβγαινε ότι η αγοραία αξία τότε του διαμερίσματος 202 ήταν €1.079.162,79 δηλαδή ένα εκατομμύριο. Για το διαμέρισμα 203 θα ήταν €1.229.860,47. Για το διαμέρισμα 204 θα ήταν €1.093.674,42.». Ο ΜΥ 3 διαφώνησε απαντώντας ότι ο συντελεστής που χρησιμοποιούσε ήταν εντελώς λανθασμένος
ΙΗ. Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΛΟΓΙΚΗ ΤΩΝ ΣΥΜΦΩΝΙΩΝ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ
ΙΗ.1. ΟΙ ΘΕΣΕΙΣ ΤΟΥ ΜΚ 6
316. Ο ΜΚ 6 τοποθετήθηκε ως προς την έννοια «απόδοση της επένδυσης» και ανέφερε (σελ. 355 των πρακτικών):
«Ο οικονομικός όρος απόδοση της επένδυσης έχει να κάνει με τα αποτελέσματα, με το τι επιφέρει μία επένδυση που πραγματοποιείται σε διάφορα περιουσιακά στοιχεία είτε αφορά ακίνητα, είτε μετοχές, είτε αφορά άλλα χρηματοοικονομικά στοιχεία. Άρα η επένδυση που πραγματοποιείται από ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο επιφέρει κάποια χρηματικά αποτελέσματα. Αυτά τα χρηματικά αποτελέσματα μπορούν να χαρακτηριστούν ως η απόδοση της επένδυσης. Για παράδειγμα μία κατάθεση έχει ένα, μία απόδοση που ανταποκρίνεται στον λόγο που επιφέρει αυτή η κατάθεση. Αυτή η απόδοση είναι απόδοση της επένδυσης. Το ίδιο μπορεί να συμβεί και με άλλα περιουσιακά στοιχεία.»
317. Ως προς τον τρόπο υπολογισμού της ανέφερε (σελ. 355 των πρακτικών):
«Εξαρτάται κάθε επένδυση έχει τα δικά της χαρακτηριστικά απόδοσης. Μπορεί όπως έχω πει μία κατάθεση να έχει μία απόδοση 3%, 4%, 5%, αναλόγως της κατάθεσης της χρονικής διάρκειας με τι συνδέεται και ούτω καθ΄ εξής, άλλη απόδοση μπορεί να συνδέεται με άλλον τρόπο. Δηλαδή ένα παράδειγμα επένδυσης σε ένα ακίνητο διαμέρισμα η απόδοση μπορεί να είναι το ενοίκιο που αποφέρει το εν λόγω ακίνητο. Υπάρχουν διάφορες μορφές απόδοσης και η κάθε απόδοση σχετίζεται και με την εν λόγω επένδυση. Τα χαρακτηριστικά της επένδυσης, τι ρίσκο έχει η επένδυση, ανάλογα με το ρίσκο υπάρχει και ανάλογη απόδοση.»
318. Σε ερώτηση της εκπροσώπου της Κατηγορούσας Αρχής ότι εν προκειμένω με βάση τη συμφωνία διαχείρισης για 15 έτη, όπου ο πωλητής καταβάλλει στον αγοραστή ποσό που αναλογεί στο ? του ποσού της αγοράς προκαταβολικά κατά πόσο η καταβολή του ποσού αυτού (δηλ. του ? του ποσού της αγοράς) «μπορεί να εμπίπτει στο οικονομικό ορισμό απόδοσης της επένδυσης του ποσού που καταβλήθηκε για την αγορά του εν λόγω διαμερίσματος», ήταν αρνητική. Ανέφερε σχετικά (σελ. 356 – 357 των πρακτικών):
«… Σύμφωνα με τα στοιχεία της ερώτησης τα βασικά χαρακτηριστικά της πράξης, της συναλλαγής, δηλαδή της αγοράς του ακινήτου στη βάση του αγοραπωλητηρίου εγγράφου και με την ταυτόχρονη υπογραφή της συμφωνίας διαχείρισης του ακινήτου πρέπει να πούμε ότι όπως έχει υποβληθεί η ερώτηση το σημαντικό είναι ότι το ακίνητο δεν ήταν, δεν είχε ανεγερθεί τη δεδομένη στιγμή. Άρα, η οποιαδήποτε απόδοση σε βάθος 15 ετών όπως έχει υποβληθεί η ερώτηση θα λάβει υπόψη πολλούς παραμέτρους. Το ρίσκο, τα διάφορα ρίσκα που εμπερικλείουν την ολοκλήρωση του ακινήτου, την ανέγερση του ακινήτου, τα ρίσκα ενοικίασης του ακινήτου, τα ρίσκα απόδοσης της επένδυσης μέσω της ενοικίασης του ακινήτου σε βάθος χρόνου. Και όλα αυτά μαζί αφού αξιολογηθούν και αφού λάβουμε υπόψη και το ύψος της σύμβασης διαχείρισης που όπως έχετε αναφέρει είναι γύρω στο 25% της αξίας της επένδυσης αυτό δημιουργεί αρκετά ερωτήματα κατά πόσο στον εναπομείναντα χρόνο μετά την ανέγερση του ακινήτου θα μπορούσε να αποδώσει η επένδυση, δηλαδή η εκμετάλλευση του ακινήτου στην αγορά, θα μπορούσε να αποδώσει το προσδοκώμενο όφελος που είναι 25% σήμερα τη δεδομένη στιγμή που έγινε η υπογραφή της σύμβασης 25% σήμερα σε βάθος χρόνου που θεωρητικά θα αποτιμείτο με πολύ πιο χαμηλά ποσά, διότι από όσο έχω αναφέρει έχει αρκετά ρίσκα η εν λόγω επένδυση. Η περίοδος εκμετάλλευσης θα συρρικνωθεί γιατί το ακίνητο δεν ήταν, δεν είχε ανεγερθεί. Άρα δεν θα μπορούσα να χαρακτηρίσω αυτήν τη σύμβαση ως σύμβαση που εμπίπτει στον ορισμό της απόδοσης της επένδυσης.»
319. Ανάλογη απάντηση έδωσε για το σύνολο των 3 συμφωνιών (€450.000 η κάθε μια) πλέον αυτής των €2.250.000. Εξήγησε ότι η απόδοση θα έπρεπε να ξεπεράσει σε βάθος 15 ετών την καταβολή του 60% τον πρώτο χρόνο για να έχει οικονομική λογική. Από τη στιγμή που δεν είχαν ανεγερθεί ακόμη η περίοδος εκμετάλλευσης είναι ακόμη πιο μικρή. Αυτό σημαίνει, ανέφερε, ότι η απόδοση από την εκμετάλλευση των ακινήτων θα έπρεπε να ξεπεράσει κατά πολύ της μέσες αποδόσεις που έχει αυτός ο τομέας γενικά.
320. Αντεξεταζόμενος από τον κατηγορούμενο 1 δέχθηκε ότι σε περίπτωση που δεν παραδιδόταν το ακίνητο την ημερομηνία που προβλεπόταν στη συμφωνία ο αγοραστής θα δικαιούτο αποζημίωση, η οποία θα μπορούσε να υπολογιστεί στη βάση της ενοικιαστικής του αξίας. Ήταν η θέση του ότι αν θα πρέπει να καταβληθεί και αποζημίωση στον αγοραστή τότε αυξάνεται ακόμη περισσότερο η απόδοση που πρέπει να επιτευχθεί στην μικρή χρονική περίοδο που απομένει. Κατά την άποψη του η πράξη δεν είχε οικονομική λογική. Ήταν η θέση του ΜΚ 6 ότι η επιστροφή χρημάτων από τον πωλητή αποτελούσε μείωση της επένδυσης και όχι απόδοση της.
321. Αντεξεταζόμενος από τον συνήγορο των κατηγορουμένων 2 και 4 ο ΜΚ 6 δέχθηκε ότι είναι σύνηθες σε αναπτύξεις όπως η παρούσα να υφίστανται καθυστερήσεις λόγω προσπαθειών των επιχειρηματιών ανάπτυξης γης να μεγιστοποιήσουν το κέρδος τους με αποτέλεσμα να υποβάλλονται αιτήσεις στις πολεοδομικές αρχές για παρεκκλίσεις ή και μετατροπές.
322. Αρνήθηκε εισήγηση ότι εν προκειμένω η καταβολή του €450.000, έστω και ως αποζημίωσης για καθυστερημένη παράδοση, θα μπορούσε να εξισωθεί με απόδοση επένδυσης στον επενδυτή. Αντιθέτως η καταβολή της από την αρχή μείωνε το αρχικό ποσό της επένδυσης. Ανέφερε επίσης ότι δεν μπορούσε να κρίνει την πράξη ως οικονομικά λογική από πλευράς πωλητή, αφού μακροπρόθεσμα έχοντας καταβάλει ήδη €450.000 στον αγοραστή θα έπρεπε, έχοντας κατά νου την απομείωση της αξίας του χρήματος να λάβει ποσό ίσο περίπου με το τριπλάσιο στον εναπομείναντα χρόνο των 15 ετών.
ΙΗ.2. ΟΙ ΘΕΣΕΙΣ ΤΟΥ ΜΥ 2
323. Ο ΜΥ 2 ανέφερε ότι παρείχε κατά καιρούς στον όμιλο «[D.Μ.Z.]» συμβουλευτικές υπηρεσίες, αναφορικά κυρίως με θέματα χρηματοδότησης επενδύσεων και αναδιαρθρώσεις δανειακών υποχρεώσεων εταιρειών του ομίλου.
324. Μεταξύ αυτών είχε εμπλοκή και παρείχε συμβουλευτικές υπηρεσίες αναφορικά με την αναδιάρθρωση των δανειακών υποχρεώσεων εταιρειών του ομίλου «[D.Z.]» σε σχέση με το έργο [C] το οποίο βρίσκεται στο παραλιακό μέτωπο της Λεμεσού. Συγκεκριμένα είχε αναλάβει την διαπραγμάτευση με την Gordian Holdings Limited του τρόπου και χρόνου αποπληρωμής των δανειακών υποχρεώσεων που σχετίζονται με το εν λόγω έργο, τις οποίες είχε αγοράσει από την Τράπεζα Κύπρου. Οι οικονομικές εκκρεμότητες του ομίλου «[D.Z.]» προς την Τράπεζα Κύπρου και στη συνέχεια προς την Gordian Holdings Limited, ήταν ένας από τους λόγους που προκάλεσαν την μεγάλη καθυστέρηση στην ολοκλήρωση της κατασκευής του έργου «[C]».
325. Ως πληροφορήθηκε, είχαν εγερθεί κάποια ερωτήματα σε σχέση με συναλλαγές που έγιναν περί το τέλος του 2017 και αρχές του 2018 μεταξύ της κατηγορούμενης 4, και των τριών αλλοδαπών επενδυτών που προχώρησαν στην αγορά τριών διαμερισμάτων, οι οποίοι απέκτησαν την κυπριακή υπηκοότητα.
326. Του παραδόθηκαν αντίγραφα τριών πωλητηρίων εγγράφων των Μ, Β και Ε (Τεκμήρια 102, 109 και 100) και τριών συμφωνιών διαχείρισης (Τεκμήρια 103, 110 και 101) από τον κατηγορούμενο 1, όπως και αντίγραφο των πρακτικών του Δικαστηρίου ημερομηνίας 27/2/2024 και 28/2/2024 που αφορούν στη μαρτυρία του ΜΚ 6 ώστε να τοποθετηθεί στα ακόλουθα ζητήματα:
(1) Του ζητήθηκε από τον κατηγορούμενο 1 να τις εξετάσει τόσο από τη σκοπιά του πωλητή όσο και του αγοραστή λαμβάνοντας υπόψη τα ακόλουθα δεδομένα:
(α) ότι τα διαμερίσματα κατά τον χρόνο σύναψης των συμφωνιών διαχείρισης ήταν υπό ανέγερση, και
(β) ότι ο πωλητής κατά την σύναψη των συμφωνιών διαχείρισης γνώριζε ότι θα υπήρχαν καθυστερήσεις στην ολοκλήρωση του έργου και σκοπός του ήταν να περιορίσει τυχόν αποζημιώσεις λόγω της αναμενόμενης καθυστέρησης στην ολοκλήρωση του και η υπενοικίαση των μονάδων όταν θα ολοκληρωνόταν το κτήριο.
(2) Περαιτέρω, του ζητήθηκε να τοποθετηθεί αναφορικά με την είσπραξη του ποσού των €450.000 εντός δύο μηνών από την υπογραφή των συμφωνιών διαχείρισης από την πλευρά του αγοραστή και κατά πόσο η είσπραξη αυτή επηρεάζει καθ’ οποιονδήποτε τρόπο την επένδυση ύψους €2.000.000 πλέον ΦΠΑ που είχε κάνει ο κάθε ένας από τους τρεις επενδυτές.
327. Παρατήρησε ότι η ημερομηνία παράδοσης των διαμερισμάτων στα τρία πωλητήρια έγγραφα ήταν εντός 30 μηνών από την υπογραφή της κάθε συμφωνίας, με δικαίωμα στον πωλητή να παρατείνει την περίοδο παράδοσης για ακόμη 6 μήνες χωρίς δικαίωμα αποζημίωσης για τον αγοραστή, δηλαδή σε μέγιστη περίοδο 36 μηνών από την υπογραφή της κάθε συμφωνίας. Δηλαδή το διαμέρισμα 203 θα παραδιδόταν το αργότερο μέχρι τις 23/11/2020, ενώ τα διαμερίσματα 202 και 204 θα παραδίδονταν μέχρι τις 15/02/2021.
328. Έχοντας κατά νου ότι σε περίπτωση που καθυστερεί η παράδοση ανεγειρόμενου ακινήτου ο αγοραστής δικαιούται να διεκδικήσει λογική αποζημίωση και ότι υπήρχε σοβαρός κίνδυνος να προκύψουν καθυστερήσεις στην παράδοση των διαμερισμάτων, θεώρησε απόλυτα λογική την προσπάθεια του πωλητή να περιορίσει το ύψος των αποζημιώσεων που τυχόν θα κατέβαλλε στους αγοραστές, συνάπτοντας τις Συμφωνίες Διαχείρισης.
329. Κατά την άποψη του η πώληση και αγορά των διαμερισμάτων για το ποσό των €2,000,000 πλέον ΦΠΑ για το καθένα και η ανάληψη της διαχείρισης και εκμετάλλευσης των τριών διαμερισμάτων για περίοδο 15 χρόνων έναντι του ποσού των €450,000, θα πρέπει να κριθούν ως δυο ανεξάρτητες και ξεχωριστές συναλλαγές συγκρινόμενες με τα αντίστοιχα χαρακτηριστικά και δεδομένα της αγοράς την δεδομένη χρονική στιγμή που είχαν συνομολογηθεί. Το γεγονός, ανέφερε, ότι οι δύο πράξεις έγιναν κατά τον ίδιο χρόνο η σε κοντινό χρονικό διάστημα είναι αδιάφορο.
330. Σύμφωνα με τις συμφωνίες διαχείρισης ο πωλητής, ο οποίος θα αναλάμβανε και την διαχείριση, θα είχε την εκμετάλλευση των τριών διαμερισμάτων για 15 χρόνια, δηλαδή μέχρι το 2032. Το ποσό των €450.000 που αναφέρεται στην κάθε συμφωνία διαχείρισης, ως καταβλητέο από τον πωλητή/διαχειριστή προς τον αγοραστή, εάν εξεταστεί από τη σκοπιά του πωλητή/διαχειριστή εξασφαλίζει προς αυτόν:
(1) προστασία από το ενδεχόμενο να κληθεί να καταβάλει αποζημιώσεις προς τον αγοραστή, που θα προκαλούνταν από τις καθυστερήσεις οι οποίες αναμένονταν και εκ των υστέρων ορθά είχαν προβλεφθεί, και
(2) έσοδα από την εκμετάλλευση/ενοικίαση των διαμερισμάτων, μετά την ολοκλήρωση της κατασκευής τους, και για το υπόλοιπο της περιόδου των 15 χρόνων. Αυτό θα έδιδε και στον πωλητή πρόσθετο κίνητρο να επισπεύσει, πάντοτε μέσα στα πλαίσια των δυνατοτήτων του την ολοκλήρωση της κατασκευής. Ο πωλητής/διαχειριστής, ανέφερε, όντας ένας επιτυχημένος επιχειρηματίας στον τομέα ανάπτυξης και ενοικίασης ακινήτων, χρησιμοποιώντας τις υποδομές και το δίκτυο πωλήσεων και ενοικιάσεων που διαθέτει θα ήταν σε πλεονεκτικότερη θέση, έναντι του αγοραστή να ενοικιάσει τα διαμερίσματα με πιο υψηλό τίμημα.
331. Από την σκοπιά του αγοραστή/επενδυτή, στην ουσία το ποσό των €450.000 που εισέπραξε, αποτελεί το αντάλλαγμα, για την παραχώρηση της χρήσης και εκμετάλλευσης του κάθε διαμερίσματος για 15 χρόνια από τον αγοραστή στον πωλητή/διαχειριστή. Προς αξιολόγηση της συναλλαγής αυτής, θα πρέπει να χρησιμοποιηθούν τα εξής κριτήρια, στη βάση των οποίων έκρινε αυτή ως λογική:
(1) η ενοικίαση των διαμερισμάτων δεν θα μπορούσε να ξεκινήσει πριν από την παρέλευση 30 ή 36 μηνών από την υπογραφή των συμφωνιών∙
(2) η ενοικίαση των διαμερισμάτων θα ήταν δύσκολο για τον αγοραστή/επενδυτή να είναι συνεχής λόγω έλλειψης υποδομών και αναμένεται ότι θα παρουσίαζε κενά και θα είχε κόστος λόγω της αναμενόμενης χρήσης μεσιτών για την ενοικίαση των διαμερισμάτων που υπολογίζεται να ήταν της τάξεως του 8% - 10% ανάλογα με την περίοδο ενοικίασης∙
(3) τα ενοίκια για αντίστοιχες οικιστικές μονάδες στην περιοχή.
(4) το γεγονός ότι ως εναλλακτική λύση για τον αγοραστή/επενδυτή θα ήταν να εισπράξει προκαταβολικά ένα ποσό και να αποφύγει την ταλαιπωρία που συνεπάγεται η προσπάθεια να το διατηρεί ενοικιασμένο και να εισπράττει τα ενοίκια χωρίς καθυστερήσεις.
332. Περαιτέρω, του ζητήθηκε να αξιολογήσει κατά πόσο η είσπραξη του ποσού των €450.000 από τον αγοραστή επηρέαζε ή μείωνε την επένδυση του. Θέση του ήταν ότι ήταν ότι αποτελούσε μια ξεχωριστή συναλλαγή αφού η είσπραξη από τον αγοραστή του ποσού των €450.000 αποτελεί το τίμημα για την αποστέρηση της εκμετάλλευσης του ακινήτου, από τον πωλητή για ένα πολύ σημαντικό χρονικό διάστημα, δηλαδή για 15 χρόνια και δεν μπορεί η είσπραξη του εν λόγω ποσού να θεωρηθεί μείωση της επένδυσης ούτε μειώνει την αξία του ακινήτου.
333. Αντεξεταζόμενος υπεραμύνθηκε των θέσεων του, εξηγώντας ότι είχε προβεί και στους αναγκαίους υπολογισμούς για την εξαγωγή των συμπερασμάτων του. Αυτοί αν και δεν τέθηκαν ενώπιον του δικαστηρίου επιθεωρήθηκαν από την εκπρόσωπο της Κατηγορούσας Αρχής.
334. Επεσήμανε ότι οι συμφωνίες έπρεπε να κριθούν, ως προς την οικονομική τους λογική, κατά το χρόνο που αυτές συνομολογήθηκαν και όχι εκ του αποτελέσματος. Επομένως αυτό που είχε σημασία ήταν τα δεδομένα που ίσχυαν κατά τη σύναψη των συμφωνιών. Ο κατηγορούμενος 2 είχε ήδη υπόψη του ότι θα είχε σημαντική καθυστέρηση λόγω των συμφωνιών διακανονισμού των χρεών της εταιρείας που είχε κάνει με την «Gordian». Στην πράξη ήταν και αιτία καθυστέρησης η συμφωνία διακανονισμού. Σημειώνουμε ότι αντεξεταζόμενος ανέφερε ότι τα χρέη προς την «Gordian» ανέρχονταν στα €70.000.000 τα οποία όμως, ανέφερε διευθετήθηκαν Ταυτόχρονα λάμβανε €2.000.000 για κάθε διαμέρισμα αμέσως μειώνοντας ως εκ τούτου το κόστος χρηματοδότησης του έργου. Με τη συμφωνία πληρωμής €450.000 για κάθε διαμέρισμα, απέφευγε την καταβολή αποζημιώσεων σε περίπτωση που δεν ολοκληρωνόταν το έργο εντός της τριετίας και θα είχε περιθώριο στην περίοδο των 15 ετών, να εκμεταλλευτεί τα ακίνητα. Το γεγονός ότι 7 χρόνια μετά δεν ολοκληρώθηκε το έργο δεν σημαίνει ότι τη δεδομένη περίοδο η απόφαση δεν ήταν λογική. Αντιθέτως αν επιτευχθεί η ολοκλήρωση του έργου το 2025, οι ενοικιαστικές αξίες στη Λεμεσό έχουν ανέβει σε τέτοιο βαθμό που δυνατόν κάθε διαμέρισμα να του αποδώσει €10.000 μηνιαίως. Υπάρχει ακόμη προοπτική για σοβαρό κέρδος.
335. Οι αγοραστές επίσης είχαν όφελος αφού η ενοικίαση από τους ίδιους των διαμερισμάτων θα συνεπαγόταν σε δυσκολίες αφού δεν διέθεταν τις απαραίτητες γνώσεις και υποδομές στην κυπριακή αγορά. Λάμβαναν επίσης το όφελος τους αμέσως και όχι σε βάθος χρόνου.
336. Δέχθηκε ότι η συμφωνία διαχείρισης για €2.250.000 (Τεκμήριο 70), δεν του είχε δοθεί και ότι αν την είχε υπόψη του αυτή θα διαφοροποιούσε τα δεδομένα.
ΙΘ. ΟΙ ΑΙΤΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΚΕΣ ΑΔΕΙΕΣ
337. Ο ΜΚ 8 ετοίμασε, σε σχέση με την επίδικη οικοδομή, επιστολή – έκθεση ημερομηνίας 12/2/2024 (Τεκμήριο 80) στην οποία επισυνάφθηκαν και παραρτήματα (Τεκμήριο 81).
338. Παραθέτουμε την έκθεση που ετοίμασε καταγράφοντας και τις προφορικές εξηγήσεις που έδωσε. Οι υπογραμμίσεις είναι στο κείμενο που ο ίδιος ετοίμασε. Διατηρούνται η σύνταξη και τα τυπογραφικά:
«(1) 04/11/16: Υποβάλλεται η αίτηση ΠΑ392/16 για εξασφάλιση Πολεοδομικής Άδειας η οποία αφορά 7όροφη οικοδομή με 2 υπόστεγους χώρους στάθμευσης, κτίριο με πισίνα και γυμναστήριο, 2 καταστήματα με μεσοδάπεδο στο ισόγειο και 18 διαμερίσματα στους ορόφους (στα σχέδια αυτά ο 2ος όροφος περιλαμβάνει μόνο 3 διαμερίσματα με αρ. 201, 202, 203). Η αίτηση εξασφάλισε την άδεια με αρ. 13144, ημερ. 19/06/18.»
339. Προφορικά συμπλήρωσε ότι του ζητήθηκε από την Αστυνομία να αναφερθεί μόνο στον δεύτερο όροφο. Τα σχέδια σύμφωνα με τα οποία εκδόθηκε η άδεια περιλάμβαναν αυτά τα 3 διαμερίσματα. Δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει αν περιλάμβανε 4 χωρίς να δει τα σχέδια. Η αίτηση έτυχε αξιολόγησης, ζητήθηκαν διορθωμένα σχέδια. Η αίτηση εξήγησε αφορούσε στο σύνολο 21 μονάδες και 2 καταστήματα.
340. Η εγκριθείσα πολεοδομική άδεια με αρ. 13144, ημερ. 19/6/2018 αφορούσε εγκεκριμένο σχέδιο για 3 διαμερίσματα το 201, 202 και 203. Αφορούσε στο σύνολο 18 διαμερίσματα και όχι 21, όπως ήταν αρχικά. Προσκομίστηκαν διορθωμένα σχέδια μετά από την εκφρασθείσα θέση του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως και την αφαίρεση ορόφου. Ο φάκελος κατατέθηκε ως Τεκμήριο 82.
«(2) 15/10/18: Υποβάλλεται η αίτηση ΠΑ502/18 για εξασφάλιση Πολεοδομικής Άδειας η οποία αφορά οικοδομή που περιλαμβάνει 8όροφη οικοδομή με 2 υπόστεγους χώρους στάθμευσης, κτίριο με πισίνα και γυμναστήριο, 2 καταστήματα με μεσοδάπεδο στο ισόγειο και 24 διαμερίσματα στους υπόλοιπους ορόφους (στα σχέδια αυτά ο 2ος όροφος περιλαμβάνει 4 διαμερίσματα με αρ. 201, 202, 203, 203). Η αίτηση δεν εξασφάλισε άδεια (αποσύρθηκε).»
341. Προφορικά ανέφερε ότι λανθασμένα αναγράφηκε 2 φορές το 203. Έπρεπε να αναγράφεται 201, 202, 203 και 204. Επρόκειτο για τυπογραφικό λάθος. Η αίτηση δεν είχε αποσυρθεί γραπτώς. Η αίτηση είχε εγκαταλειφθεί με την υποβολή της νέας στις 18/3/2019.
«(3) 18/03/19: Υποβάλλεται η αίτηση ΠΑ139/19 για εξασφάλιση Πολεοδομικής Άδειας η οποία αφορά 7όροφη οικοδομή με 2 υπόστεγους χώρους στάθμευσης, κτίριο με πισίνα και γυμναστήριο, 2 καταστήματα με μεσοδάπεδο στο ισόγειο, 3 γραφεία στον 1° όροφο και 19 διαμερίσματα στους υπόλοιπους ορόφους (στα σχέδια αυτά ο 2ος όροφος περιλαμβάνει 4 διαμερίσματα με αρ. 201, 202, 203, 204). Η αίτηση εξασφάλισε την πολεοδομική άδεια με αρ. 13144, ημερ. 19/06/18.»
342. Ανέφερε προφορικά ότι η αίτηση ΠΑ139/19 τελικά δεν είχε εγκριθεί αλλά είχε αποσυρθεί. Σημειώνουμε ότι η κάτοψη σχεδίου που αφορούσε τον 4ο όροφο είχε τρία διαμερίσματα.
343. Κατατέθηκε ο φάκελος που αφορούσε τις πολεοδομικές αιτήσεις ΠΑ 502/18, ΠΑ 139/19 και ΠΑ390/20 ως Τεκμήριο 84.
«(4) 29/08/18: Υποβάλλεται η αίτηση ΔΜ547/18 για εξασφάλιση άδειας οικοδομής για την ανάπτυξη που αναφέρεται πιο πάνω στον αρ. (1). Η αίτηση εξασφάλισε την άδεια οικοδομής με αρ. 5139, ημερ. 20/09/19 (αντίστοιχη πολεοδομική άδεια ΠΑ392/16)»
344. Όπως προκύπτει από το Τεκμήριο 83 που ήταν η σχετική άδεια στα σχέδια του 2ου ορόφου ήταν 3 διαμερίσματα το 201, 202 και 203.
«(5) 17/09/20: Υποβάλλεται αίτηση ΠΑ390/20 για εξασφάλιση Πολεοδομικής Άδειας η οποία αφορά οικοδομή που περιλαμβάνει 11όροφη οικοδομή με 2 υπόστεγους χώρους στάθμευσης, κτίριο με πισίνα και γυμναστήριο, 2 καταστήματα με μεσοδάπεδο στο ισόγειο γραφειακό χώρο στο 1° όροφο και 25 διαμερίσματα στους υπόλοιπους ορόφους (στα σχέδια αυτά ο 2ος όροφος περιλαμβάνει μόνο 3 διαμερίσματα με αρ. 201, 202, 203). Η αίτηση Η αίτηση δεν εξασφάλισε άδεια. Αποσύρθηκε με την επιστολή ημερομηνίας 20/01/22.»
345. Προφορικά σημείωσε ότι ο 2ος όροφος περιλάμβανε 4 διαμερίσματα και όχι 3, δηλαδή 201, 202, 203 και 204.
«(6) 24/01/23: Υποβάλλεται η αίτηση ΠΑ37/22 για εξασφάλιση Πολεοδομικής Άδειας που αφορά 6όροφη οικοδομή με 2 υπόστεγους χώρους στάθμευσης, 3 ορόφους ενιαία γραφειακή ανάπτυξη (ισόγειο, 1ος 2ος όροφος) και 3 ορόφους με 11 διαμερίσματα (3ος, 4ος , 5ος όροφος). Η αίτηση εξασφάλισε την πολεοδομική άδεια με αριθμό 15306, ημερ.19/01/22.»
346. Προφορικά διόρθωσε ότι η ημερομηνία 21/2/2022 και όχι η 19/2/2021 ήταν η ημερομηνία παραλαβής της αίτησης. Στις 24/1/2023 εκδόθηκε η πολεοδομική άδεια.
«(7) 11/12/23: Υποβάλλεται και εξετάζεται η αίτηση ΔΜ800/23 για έκδοση άδειας οικοδομής η οποία αφορά για την ανάπτυξη που εξασφάλισε την Πολεοδομική άδεια με αριθμό 15306 που αναφέρεται πιο πάνω στον αρ. (6).»
347. Αντεξεταζόμενος ανέφερε ότι σε αναπτύξεις αυτού του είδους οι επιχειρηματίες ανάπτυξης γης προσπαθούν να μεγιστοποιήσουν το κέρδος τους υποβάλλοντας διάφορες αιτήσεις με νέα σχέδια. Αυτό σημαίνει ότι ζητούνται εκ νέου απόψεις άλλων υπηρεσιών όπως της ΑΗΚ ή της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας. Είναι γι’ αυτό που καθιστούν τη διαδικασία χρονοβόρα. Είναι συχνό φαινόμενο.
348. Δεν ήταν ασύνηθες να υποβάλλονται αιτήσεις αυτής της φύσεως. Ειδικά όπου μεταβάλλονται οι συνθήκες της αγοράς λόγω των επενδυτών. Αναλόγως αυτών των αναγκών διαμερίσματα μετατρέπονται σε γραφεία και αντίστροφα με αποτέλεσμα να κατατίθενται και ανάλογες αιτήσεις. Οι αιτήσεις που καταχωρίστηκαν στην προκειμένη περίπτωση δεν ξένισαν τον Δήμο. Αντιθέτως, ανέφερε «οι πλείστες των μεγάλων αναπτύξεων αυτά έχουν».
349. Δεν κατέθεσε άλλος μάρτυρας για τα ίδια ζητήματα ούτε αντικρούστηκαν τα όσα ανέφερε από την Υπεράσπιση.
350. Η εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής μας κάλεσε στην τελική της αγόρευση να μην τον δεχθούμε ως αξιόπιστο μάρτυρα. Ήταν η θέση της ότι δέχθηκε επίδρασης με αποτέλεσμα να μεταβάλει τη μαρτυρία του. Ήρθε, ανέφερε, και εν τέλει επέδειξε διάθεση να βοηθήσει τους κατηγορουμένους. Δεν επιδιώχθηκε να χαρακτηριστεί εχθρικός μάρτυρας κατά την κυρίως του εξέταση. Η εισήγηση της μας προβλημάτισε.
351. Δεν μας διαφεύγει ότι η έκθεση του ετοιμάστηκε στις 12/2/2024, 7 μέρες δηλαδή πριν την έναρξη της ακροάσεως. Αφορούσε κυρίως τις προστεθείσες κατηγορίες 17 και 18, ότι δηλαδή η συμφωνία πώλησης του διαμ. 204 ήταν πλαστή αφού αφορούσε διαμέρισμα που δεν περιλαμβανόταν στα σχέδια που είχαν υποβληθεί στην αρμόδια αρχή. Η τροποποίηση είχε εγκριθεί χωρίς ένσταση. Το ίδιο και η προσθήκη του ως μάρτυρα.
352. Είναι γεγονός ότι όταν ο ΜΚ 8 κατέθεσε ενώπιον μας δεν είχε φέρει μαζί του αρχικώς τα σχέδια ούτε αντίγραφα. Η υπόθεση αναβλήθηκε για να τα προσκομίσει. Δεν αντιληφθήκαμε όμως να είχε τη διάθεση να πει ψέματα. Ανακρίβειες και λάθη είχε η έκθεση του. Φαίνονται ανωτέρω. Συμπλήρωσε προφορικά εκεί που χρειαζόταν διευκρίνιση. Δεν προσφέρθηκε άλλη μαρτυρία που να αναιρεί τα όσα κατέθεσε. Το γεγονός ότι δέχθηκε ότι επιχειρηματίες ανάπτυξης γης προβαίνουν σε αιτήσεις για να μεταβάλουν σχέδια και να μεγιστοποιήσουν το κέρδος τους δεν θεωρούμε ότι λέχθηκε με σκοπό να βοηθήσει τους κατηγορούμενους. Εν πάση περιπτώσει αυτό που θα κριθεί είναι η επίδικη περίπτωση. Τον κρίνουμε αξιόπιστο και αποδεχόμαστε τη μαρτυρία του. Από τα έγγραφα που κατέθεσε προκύπτουν τα ακόλουθα:
(1) Η εγκριθείσα πολεοδομική άδεια που αναφέρεται στο συμβόλαιο του Β, ΠΑ392/16, και είχε αρ. 13144, ημερ. 19/6/2018 αφορούσε 3 διαμερίσματα στον 2ο όροφο.
(2) Η αρχική αίτηση ήταν για συνολικά 21 διαμερίσματα και εγκρίθηκε η κατασκευή 18 μετά από την προσκόμιση διορθωμένων σχεδίων μετά από την εκφρασθείσα θέση του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως και την αφαίρεση ορόφου. Δεν γνωρίζουμε τι περιλάμβαναν τα αρχικά σχέδια, αλλά μόνο τα διορθωμένα, τα οποία δεν περιλάμβαναν το διαμ. 204.
(3) Ακολούθησαν διάφορες αιτήσεις με τελευταία αυτή που εξασφαλίστηκε 24/1/2023.
(4) Ουδέποτε φαίνεται να εξασφαλίστηκε άδεια που να αφορούσε σχέδιο με το διαμ. 204.
Κ. ΟΙ ΚΑΤΑΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ [Α], [Κ] ΚΑΙ Β
Κ.1 ΟΙ ΚΑΤΑΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ [Α]
353. Η κα [A] έδωσε τρεις καταθέσεις. Η πρώτη δόθηκε στις 2/7/2021 (Τεκμήριο 179), η δεύτερη στις 26/7/2021 (Τεκμήριο 124) και η τρίτη στις 29/12/21 (Τεκμήριο 125).
354. Στην κατάθεση της Τεκμήριο 179, ανέφερε ότι είναι Οικονομική Λειτουργός Ά στο ΥΠΟΙΚ. Αρχικά το 2003 ως έκτακτη και ακολούθως το 2006 και μετά ως μόνιμη Οικονομικός Λειτουργός. Από το 2014, μαζί με άλλα καθήκοντα που εκτελούσε, χειριζόταν και θέματα κατ' εξαίρεση πολιτογράφησης αλλοδαπών επενδυτών του ΚΕΠ. Δεν έτυχε οποιασδήποτε εκπαίδευσης απλώς τους δόθηκαν οδηγίες να ελέγχουν αν τα έγγραφα των αιτούντων που τους αποστέλλονταν από το ΥΠΕΣ πληρούσαν τα οικονομικά κριτήρια και μόνο σύμφωνα με τις εκάστοτε αποφάσεις.
355. Έβλεπαν εάν στην αίτηση υπήρχαν όλα τα απαιτούμενα έγγραφα όπως αγοραπωλητήρια συμβόλαια, αποδείξεις εξόφλησής από τους αιτούντες, αντίγραφο κατάθεσης των συμβολαίων στο κτηματολόγιο και εμβάσματα από το εξωτερικό σε λογαριασμό του πωλητή ή της εταιρείας του.
356. Μελετούσαν τα απαιτούμενα κριτήρια της σχετικής απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου, και αναλόγως απαντούσαν θετικά ή αρνητικά στο ΥΠΕΣ. Δεν είχαν αρμοδιότητα να ελέγχουν την πηγή των χρημάτων για τις επενδύσεις. Οι οδηγίες που είχαν από τους προϊσταμένους τους ήταν να ελέγχουν μόνο κατά πόσο υπήρχε έμβασμα χρημάτων από το εξωτερικό. Δεν είχαν οδηγίες στις περιπτώσεις που έβλεπαν ότι υπήρχε οποιαδήποτε παράξενη μεταφορά χρημάτων να αποταθούν σε άλλες υπηρεσίες του κράτους όπως την Κεντρική Τράπεζα ή τη ΜΟΚΑΣ. Ήταν αδιάφορο εάν τα κεφάλαια της επένδυσης προέρχονταν από τον ίδιο τον επενδυτή ή από δική του εταιρεία ή από τρίτα φυσικά πρόσωπα. Φτάνει να μην έρχονταν από λογαριασμό κυπριακής τράπεζας.
357. Αφού παραλάμβαναν την αίτηση από το ΥΠΕΣ ο προϊστάμενος τους τους ανέθετε να ελέγξουν αν η αίτηση πληρούσε τα οικονομικά κριτήρια, όπως αυτά καθορίζονταν κατά διαστήματα με αποφάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου. Ακολούθως, ετοίμαζε εσωτερικό σημείωμα προς τον προϊστάμενο της με τις απόψεις της κατά πόσο πληρούνταν ή όχι τα κριτήρια. Εάν υπήρχε έγκριση από τον προϊστάμενο, ο προϊστάμενος μονόγραφε το σημείωμα και τότε προχωρούσε με επιστολή προς το ΥΠΕΣ αναφέροντας τους κατά πόσο πληρούντο τα οικονομικά κριτήρια. Ο χρόνος εξέτασης μιας αίτησης δεν ήταν σταθερός, εξαρτιόταν από την κάθε περίπτωση. Με την αύξηση των αιτήσεων τα τελευταία χρόνια ο χρόνος εξέτασης επιμηκύνθηκε. Όταν παρατηρούσαν ελλείψεις ζητούσαν από τους παρόχους επιπρόσθετα στοιχεία. Δεν ενημέρωνε σχετικά το ΥΠΕΣ.
358. Από το 2019 ανατέθηκε στο ΥΠΟΙΚ ο έλεγχος της διατήρησης επενδύσεων προσώπων που πολιτογραφήθηκαν. Στις 5/12/2019 στάλθηκε επιστολή από τον κ. [Κ] προς όλους τους παρόχους όπως προσκομίσουν βεβαιώσεις. Δεν υπήρχαν εκ μέρους του Υπουργείου τους οδηγίες για φυσικό έλεγχο επενδύσεων σε ακίνητα. Δεν ήταν προαπαιτούμενο να εξακριβώνουν την πραγματική αξία του ακινήτου του οποίου γινόταν η επένδυση, εάν και σε ορισμένες περιπτώσεις ζητήθηκε εκτίμηση από τον πάροχο. Σε κάποιες περιπτώσεις αν και φαινόταν ότι η τιμή ήταν υπερβολικά ψηλή δεν αποτελούσε λόγος απόρριψης της αίτησης, από τη στιγμή που η επένδυση κάλυπτε τα κριτήρια του προγράμματος τη δεδομένη στιγμή.
359. Όσον αφορά τον Μ, παραλήφθηκε επιστολή στις 27/3/2018 από το ΥΠΕΣ και στις 29/3/2018 της ανατέθηκε να ελέγξει κατά πόσο πληρούντο τα οικονομικά κριτήρια τα οποία ήταν καθορισμένα στην Απόφαση ΥΣ 13/9/2016. Από έλεγχο στα επισυναπτόμενα έγγραφα διαπίστωσε ότι πληρείτο το οικονομικό κριτήριο Α1 και στις 2/4/2018 υπέβαλλε σημείωμα προς τον προϊστάμενο της, κ. [Κ], ο οποίος προέβη σε έγκριση, ιδιοχείρως, επί του σημειώματος της στις 4/4/2018. Στη συνέχεια με επιστολή της ημερομηνίας 4/4/2018 υπέβαλε σημείωμα προς τον Γενικό Διευθυντή του ΥΠΕΣ με το οποίο τους ενημέρωνε ότι ο αιτών πληρούσε το οικονομικό κριτήριο Α1. Αναφέρθηκε επίσης σε δύο επιστολές ημερομηνίας 15/7/2019 και 4/1/2021 σχετικά με την πρόοδο των εργασιών. Δεν φαινόταν κατά πόσο αποπερατώθηκε και παραδόθηκε στον ιδιοκτήτη το διαμέρισμα.
360. Στην κατάθεση της αναφέρει επίσης τα ακόλουθα:
«Σε σχέση με την ερώτηση που μου έθεσες εάν γνώριζα σχετικά με τη μεταφορά χρημάτων πίσω στον επενδυτή από τον εργολάβο μετά την υποβολή της αίτηση και κατάθεση των σχετικών εγγράφων, καθώς και μετά την θετική απάντηση μας, σου αναφέρω ότι δεν γνώριζα οτιδήποτε. Η συγκεκριμένη αίτηση εγκρίθηκε με βάση τα στοιχεία που υποβλήθηκαν την δεδομένη στιγμή και τα οποία πληρούσαν τα κριτήρια».
361. Η κατάθεση Τεκμήριο 124 λήφθηκε με ερωτοαπαντήσεις. Αφού της υποδείχθηκε το αγοραπωλητήριο έγγραφο για το διαμ. 203 μεταξύ της κατηγορούμενης 4 και του Μ ρωτήθηκε:
«… Στο συμβόλαιο υπάρχει ο εξής όρος «On Delivery date the Purchaser hereby undertakes to sign a Management Agreement with [D.Z.] Group Management Services LTD....». Όταν εξέταζες την αίτηση είδες τον όρο αυτό;
Απάντηση 1: Δεν θυμάμαι αν το είδα αλλά δεν μπαίναμε σε τέτοιες λεπτομέρειες αναφορικά με το αγοραπωλητήριο συμβόλαιο. Εκείνο που μας ενδιέφερε ήταν η αξία του ακινήτου και ότι είχε σχέση με τον αγοραστή και τον πωλητή.
Ερώτηση 2: Αντιλήφθηκες οποιαδήποτε σχέση μεταξύ της [κατηγορούμενης 4] και της εταιρείας [D.Z.];
Απάντηση 2: Δεν αντιλήφθηκα οποιαδήποτε σχέση μεταξύ των δυο πιο πάνω εταιρειών που μου ανάφερες.
Ερώτηση 3: Σε πληροφορώ ότι οι δύο εταιρείες για τις οποίες ρωτήθηκες ανήκουν στον όμιλο εταιρειών [D.Z.]. Τι έχεις να πεις;
Απάντηση 3: Δεν το γνώριζα.
Απάντηση 4: Όπως σου ανάφερα δεν μπαίναμε σε λεπτομέρειες. Αλλά και τώρα βλέποντας το δεν γίνεται αντιληπτό κατά πόσο θα υπήρχε επιστροφή χρημάτων στον επενδυτή για σκοπούς της διαχείρισης ώστε να ζητήσω περαιτέρω διευκρινήσεις.
Ερώτηση 5: Σύμφωνα με τον φάκελο του επενδυτή αυτός ικανοποιούσε το κριτήριο Α.1 αφού είχε επενδύσει σε ένα και μόνο διαμέρισμα το οποίο δηλώθηκε και ως μόνιμη κατοικία του για το ποσό των 2 εκατ. ευρώ. Το κριτήριο Α.1 καθορίζει ότι ο αιτητής έχει υποχρέωση να διατηρήσει την κατοχή της κατοικίας του εφόρου ζωής και κατά συνέπεια ο αιτητής πληρούσε οριακά το κριτήριο Α.1. Η συμπερίληψη του πιο πάνω όρου στο αγοραπωλητήριο συμβόλαιο το οποίο εξ υπακούει επιστροφή χρημάτων από τον πωλητή στον αγοραστή παραβιάζει το κριτήριο Α.1;
Απάντηση 5: Ναι παραβιάζει το κριτήριο Α.1 γιατί κάτι τέτοιο παραβιάζει τους όρους του Κυπριακού Επενδυτικού Προγράμματος ως αποτέλεσμα η εν λόγω αίτηση για κατ' εξαίρεση πολιτογράφηση θα απορριπτόταν.
Ερώτηση 6: Γνωρίζεις κατά πόσο οποιαδήποτε εταιρεία συμφερόντων του πωλητή δηλαδή του ομίλου [D.Z.] υπέγραψε οποιαδήποτε συμφωνία διαχείριση του διαμ. 203 με τον αγοραστή;
Απάντηση 8: Δεν γνωρίζω για την ύπαρξη συμφωνίας διαχείρισης.
Ερώτηση 7: Σου υποδεικνύω συμφωνία διαχείρισης τεσσάρων σελίδων μεταξύ της [κατηγορούμενης 4] και του [Μ] ημερ. 24/11/17. …. Σύμφωνα με το συμβόλαιο διαχείρισης η πωλήτρια εταιρεία αναλαμβάνει την διαχείριση του πωληθέντος διαμερίσματος για 15 χρόνια, δηλαδή από τις 24/11/17 μέχρι τις 23/11/32, έναντι του χρηματικού ποσού των 450.000 ευρώ το οποίο μάλιστα καθίστατο προπληρωτέο εντός δύο μηνών από τις 24/11/17. Έχει ξαναδεί το συμβόλαιο αυτό;
Απάντηση 7: Όχι είναι η πρώτη φορά που το βλέπω.
Ερώτηση 8: Το συμβόλαιο αυτό είχε τεθεί ενώπιον σου κατά την εξέταση της αίτησης του επενδυτή; Αν το συμβόλαιο αυτό ήταν σε γνώση σου κατά τον χρόνο εξέτασης της αίτησης ο αιτητής θα ικανοποιούσε το κριτήριο Α. 1.;
Απάντηση 8: Όχι δεν έχει τεθεί ενώπιον μου. Φυσικά δεν θα ικανοποιούσε το κριτήριο Α.1.
Ερώτηση 9: Λαμβάνοντας γνώση σήμερα για την ύπαρξη της συμφωνίας διαχείρισης θεωρείς ότι είχες ξεγελαστεί;
Απάντηση 9: Ναι φυσικά γιατί υπήρξε απόκρυψη στοιχείων.
Ερώτηση 10: Έλαβες οποτεδήποτε γνώση οποιωνδήποτε αναφορών της ΜΟΚΑΣ προς το ΥΠΕΣ που αναφερόταν σε επιστροφή χρημάτων από το ποσό της επένδυσής από τον πωλητή στον αγοραστή;
Απάντηση 10: Όχι, δεν ενημερώθηκα για κάτι τέτοιο.
Ερώτηση 11: Πέραν του αγοραπωλητήριου συμβολαίου ότι η αξία του διαμερίσματος ήταν 2 εκατ. ευρώ ζήτησες οποιαδήποτε άλλη εκτίμηση;
Απάντηση 11: Όχι δεν ζήτησα οποιαδήποτε άλλη εκτίμηση γιατί το ακίνητο δεν υπήρχε, υπήρχε στα σχέδια.»
362. Ανάλογες απαντήσεις σε ερωτήσεις έδωσε και όταν της υποδείχθηκαν οι συμφωνίες μεταξύ της κατηγορούμενης 4 και του Β και ακολούθως με νέα κατάθεση της (Τεκμήριο 125) για την Ε.
363. Το υπόβαθρο του αιτήματος του εντίμου Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα να μην κληθεί ως μάρτυρας η [A] στη διαδικασία συνοψίζεται στο ακόλουθο απόσπασμα (σελ. 304 – 305 των πρακτικών):
«Κατά την προετοιμασία της υπόθεσης και συγκεκριμένα στις 2.02.24 υπήρξε συνάντηση της εν λόγω μάρτυρας μαζί με την κυρία Κυθραιώτου μέσα στα θεμιτά πλαίσια για προετοιμασία της μάρτυρας, κατά την οποία η κυρία [A] διαφοροποίησε άρδην τη θέση που εξέφρασε στις καταθέσεις της, αναφέροντας ευθαρσώς ότι δεν υιοθετεί πλέον τις συγκεκριμένες απαντήσεις που έχω ήδη παραπέμψει στο Δικαστήριο σας. Ανέφερε στην κυρία Κυθραιώτου ότι η θέση της πλέον είναι ότι ακόμα και αν είχε υπόψη της τις συμφωνίες διαχείρισης στον τότε χρόνο δεν θα διαφοροποιείτο η άποψη της ως προς την ικανοποίηση των οικονομικών κριτηρίων σε σχέση με τις εκ διαμέτρου θέσεις που εξέφρασε στις καταθέσεις της, ανέφερε ότι έκανε λάθος, μπορεί να μην είχε χρόνο να σκεφτεί, ήταν η πρώτη φορά που έδινε καταθέσεις και αυτή μετά που το συζήτησε με ιδιώτη δικηγόρο, αλλά και με συναδέλφους της, δύο λειτουργούς του Υπουργείου, που χειρίζονταν θέματα πολιτογράφησης, το σκέφτηκε ξανά και θα ήταν ορθά να καταθέσει στην Αστυνομία γι' αυτό το ζήτημα. Η θέση της Κατηγορούσας Αρχής για σκοπούς αυτής της δήλωσης είναι ότι ξεκάθαρα υπήρχε επηρεασμός της από τρίτα πρόσωπα, η πρόθεση της ήταν ξεκάθαρη προς την κυρία Κυθραιώτου ότι δεν επιθυμεί να έρθει στο Δικαστήριο με αυτήν την κατάθεση της και ήθελε να ανατρέψει αυτά που έχει πει.»
Κ.2 Η ΚΑΤΑΘΕΣΗ ΤΟΥ [Κ]
364. Ο κ. [Κ] (Τεκμήριο 164, η κατάθεση του, ημερ. 22/10/2021) ανέφερε ότι είναι Οικονομικός Διευθυντής στο ΥΠΟΙΚ από τις 15 Ιανουαρίου 2019. Ανέλαβε καθήκοντα στο ΥΠΟΙΚ από τον Μάρτιο του 1993 αρχικά ως Οικονομικός Λειτουργός. Τα καθήκοντα του στο ΥΠΟΙΚ, σε γενικές γραμμές, ήταν να προΐσταται της Διεύθυνσης Διεθνών Χρηματοδοτικών Οργανισμών και Οικονομικής Διαχείρισης Κεντρικής Κυβέρνησης.
365. Βασικότερη αποστολή της Διεύθυνσης Οικονομικών είναι η εποικοδομητική συμμετοχή της Κυπριακής Δημοκρατίας σε διάφορους διεθνείς και ευρωπαϊκούς χρηματοδοτικούς οργανισμούς, με απώτερο σκοπό την προώθηση των καλώς νοούμενων συμφερόντων της Δημοκρατίας και την αξιοποίηση των χρηματοδοτικών ευκαιριών που προσφέρουν. Στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της Διεύθυνσης ήταν η εξέταση αιτήσεων αλλοδαπών επενδυτών που αιτούντο κατ’ εξαίρεση πολιτογράφηση με βάση το ΚΕΠ και να υποβάλλει απόψεις στο Υπουργείο Εσωτερικών, τόσο για τη διαμόρφωση των οικονομικών κριτηρίων του ΚΕΠ, όσο και για την εξέταση των οικονομικών στοιχείων των επενδύσεων των αιτήσεων που υποβάλλοντο για κατ' εξαίρεση πολιτογράφηση.
366. Συγκεκριμένα, το ΥΠΕΣ, το οποίο παραλάμβανε τις σχετικές αιτήσεις, διαβίβαζε τα οικονομικά στοιχεία της κάθε αίτησης στο ΥΠΟΙΚ, το οποίο εξέταζε κατά πόσο οι επενδύσεις στις οποίες έχουν προβεί οι αιτούντες, πληρούσαν τις προϋποθέσεις και τα κριτήρια του ΚΕΠ. Αφού ολοκληρωνόταν η εξέταση των οικονομικών στοιχείων μιας αίτησης, το ΥΠΟΙΚ ενημέρωνε γραπτώς το ΥΠΕΣ κατά πόσο η αίτηση πληρούσε ή όχι τα κριτήρια του ΚΕΠ.
367. Το 2016 του ανατέθηκαν τα καθήκοντα του Επικεφαλής της Διεύθυνσης λόγω της αφυπηρέτησης της προηγούμενης Οικονομικής Διευθύντριας, επισημαίνοντας το πόσο σημαντικό ήταν τον πρόγραμμα για την Κυπριακή Οικονομία τη δεδομένη στιγμή. Την περίοδο εκείνη υπήρχε συσσωρευμένος όγκος αιτήσεων και ξεκάθαρες οδηγίες για καθοδήγηση των λειτουργών και για να κάνει εισηγήσεις για αναθεώρηση του ΚΕΠ.
368. Ανέφερε τα ακόλουθα σε σχέση με τις υποδειχθείσες σ’ αυτόν συμφωνίες διαχείρισης:
«Όσο αφορά την συμφωνία διαχείρισης – management agreement για την οποία με ρωτάτε, ως ΥΠΟΙΚ για το συγκεκριμένο θέμα δεν υπήρχε οποιαδήποτε πρόνοια στο ΚΕΠ και ούτε ποτέ εκδόθηκαν οποιεσδήποτε κατευθυντήριες γραμμές επί του θέματος. Γενικότερα κατά την εξέταση των αιτήσεων όσο αφορά τα οικονομικά κριτήρια, δεν θυμάμαι να έχουμε συναντήσει τέτοιες περιπτώσεις οι οποίες περιλαμβάνουν συμφωνίες διαχείρισης. Ακόμα και να συναντούσαμε όμως τέτοιες περιπτώσεις με συμφωνίες διαχείρισης δεν θα ήταν ικανοποιητικός λόγος από μόνος του για μη έγκριση των οικονομικών κριτηρίων εκτός και εάν υπέπιπτε στην αντίληψη μας ότι με μια τέτοια συμφωνία με πλάγιο τρόπο και πέραν των συνθηκών της αγοράς, θα προέκυπτε ότι ο πωλητής θα επέστρεφε μέρος του τιμήματος για την αγορά κάποιου ακινήτου. Σε ερώτηση σας για το πώς αντιλαμβάνομαι τον όρο συμφωνία διαχείρισης – management agreement, σας απαντώ ότι είναι μια συμφωνία μεταξύ του ιδιοκτήτη ενός ακινήτου και κάποιου τρίτου ο οποίος θα διαχειρίζεται το συγκεκριμένο ακίνητο. Η συμφωνία διαχείρισης είναι σίγουρα κάτι εντελώς διαφορετικό από το αγοραπωλητήριο συμβόλαιο».
369. Για την κατ’ εξαίρεση πολιτογράφηση του Μ, του υποβλήθηκε σημείωμα από την Λειτουργό [A], ημερομηνίας 2/4/2018 για έλεγχο και έγκριση κατά πόσο η αίτηση του επενδυτή πληρούσε ή όχι τα απαιτούμενα οικονομικά κριτήρια. Ενέκρινε το συγκεκριμένο σημείωμα στις 4/4/2018 και αυθημερόν η Λειτουργός [A] έστειλε επιστολή στο ΥΠΕΣ όπου τους ενημέρωνε ότι η αίτηση του αιτούντα πληρούσε τα σχετικά οικονομικά κριτήρια.
370. Ειδικότερα σε σχέση με τη συμφωνία διαχείρισης που αφορούσε το διαμ. 203 του Μ ανέφερε:
«Η συγκεκριμένη συμφωνία διαχείρισης πρώτη φορά έρχεται στην αντίληψη μου καθότι δεν μας στάλθηκε από το ΥΠΕΣ και δεν εμπεριέχετο εντός του φακέλου του ΥΠΟΙΚ … Εάν για τη συγκεκριμένη συμφωνία λαμβάναμε γνώση δεν νομίζω ότι αυτό θα επηρέαζε την απόφαση για έγκριση της όσο αφορά τα οικονομικά κριτήριά καθότι όπως σας ανέφερα και προηγουμένως δεν υπήρχαν οποιεσδήποτε κατευθυντήριες γραμμές ή θεσμικό πλαίσιο».
371. Κατ’ ανάλογο τρόπο απάντηση και για τη συμφωνία διαχείρισης του διαμ. 204 του Β.
372. Ανέφερε τα ακόλουθα για τη δυνατότητα ενοικίασης με αναφορά ανάρτηση του Κυπριακού Οργανισμού Προώθησης Επενδύσεων (Cyprus Investment Promotion Agency) το οποίο περιλάμβανε πληροφορίες αναφορικά με το Κυπριακό Επενδυτικό Σχέδιο που ίσχυε το 2014:
«Στη σελίδα 21 των εγγράφων που μου υποδείξατε γίνεται αναφορά ότι ο επενδυτής μπορεί να ενοικιάσει την μόνιμη ιδιόκτητη κατοικία του σε άλλο πρόσωπο. Θεωρώ ότι ναι θα μπορούσε ο ιδιοκτήτης να ενοικιάσει την μόνιμη ιδιόκτητη του κατοικία σε άλλο πρόσωπο, καθώς δεν υπήρχε πουθενά ρητή απαγόρευση για κάτι τέτοιο αλλά και γιατί θεωρώ ότι ένας επενδυτής που πολιτογραφείται ως Κύπριος πολίτης έχει τα ίδια δικαιώματα με τον κάθε Κύπριο πολίτη.»
Κ.3 Η ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΗ ΚΑΤΑΘΕΣΗ ΤΟΥ Β
373. Ο Β έδωσε ανακριτική κατάθεση στις 20/5/2022 (Τεκμήριο 142Α, στην Αραβική και Τεκμήριο 142Β, το κείμενο στην Ελληνική.
374. Στην εν λόγω κατάθεση ο Β δεν ήταν σε θέση να αναγνωρίζει την υπογραφή ή το περιεχόμενου της συμφωνίας διαχείρισης που του υποδείχθηκε λόγω κακής ποιότητας του αντιγράφου που του υποδείχθηκε. Δεν γνώριζε γιατί υπογράφτηκε αφού δεν συμμετείχε στις διαπραγματεύσεις. Ότι του έστελναν το υπέγραφε. Δεν γνώριζε για τα εμβάσματα ούτε για επιστροφές χρημάτων. Επέμεινε στη θέση ότι η επένδυση του αφορούσε τα €2.100.000. Αναλόγως απάντησε και για την αίτηση για μειωμένο συντελεστή ΦΠΑ στην οποία δεν αναγνώρισε την υπογραφή του. Ο ίδιος είχε σκοπό να κατοικήσει στην Κύπρο με την ολοκλήρωση του διαμερίσματος. Δεν γνώριζε για την παραχώρηση του διαμερίσματος για 15 χρόνια στον πωλητή. Δεν θυμόταν αν το αρχικό πωλητήριο έγγραφο περιείχε τυπογραφικά λάθη.
375. Σε ερώτηση για την τιμή πώλησης απάντησε:
«Ερώτηση 25: Σύμφωνα με μαρτυρία, οι τιμές πώλησης των υπόλοιπων διαμερισμάτων στο έργο Corniche, ήταν πολύ χαμηλότερες από την τιμή των 2 εκατομμυρίων ευρώ που αγοράσθηκε το κάθε διαμέρισμα από εσένα και από μέλη της οικογένειας σου και πως σκοπός σας ήταν να εξασφαλίσετε την Κυπριακή υπηκοότητα. Τί έχεις να πεις; Απάντηση 25: Εγώ δεν γνωρίζω τις τιμές των υπόλοιπων ακινήτων στην Κύπρο και αυτό ήταν το ποσό που προσφέρθηκε από την εταιρεία για την αγορά των διαμερισμάτων για το λόγο του ότι το [C] βρισκόταν στον παραλιακό.»
376. Τέλος όταν ρωτήθηκε αν είχε να πει οτιδήποτε άλλο απάντησε:
«Απάντηση 33: Θα ήθελα να σας αναφέρω ότι ήρθαμε στην Κύπρο για να διαμείνουμε και να επενδύσουμε σύμφωνα με τους νόμους και τους κανονισμούς. Δεν είχαμε καμία πρόθεση να παραβιάσουμε τους νόμους σε ότι σχετίζεται με τις επενδύσεις στην Κύπρο ούτε και στους φόρους. Μέχρι στιγμής επενδύσαμε στην Κύπρο πάνω από 8.000.000,00 ευρώ και σκοπεύουμε να διαμείνουμε και να επενδύουμε στην Κύπρο σε μεγαλύτερο βαθμό. Σε καμία χώρα που επενδύουμε δεν είχαμε κανένα πρόβλημα νομικά και ειδικά σε ότι αφορά τους φόρους. Επενδύουμε στην Αμερική, στην Μεγάλη Βρετανία, στο Κατάρ, στην Αίγυπτο, στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και στη Σαουδική Αραβία. Σε κάποιες από αυτές τις χώρες πληρώνουμε φόρους πάνω από 30%. Αν γνωρίζαμε πως έπρεπε να πληρώσουμε φόρους 19% ήταν να τους πληρώσουμε. Ακόμα και τώρα είμαστε έτοιμοι να πληρώσουμε οποιοδήποτε ποσό ζητηθεί για το θέμα αυτό. Τέλος να σου αναφέρω ότι κανένας από εδώ στην Κύπρο δεν με ενημέρωσε εμένα είτε τον πατέρα μου ότι διεξάγονται ανακρίσεις για το θέμα της πολιτογραφήσης μας και απόκτησης διαβατηρίου καθώς και για φορολογικά θέματα. Είμαι απόλυτος για αυτό. Δεν τύχαμε καμίας ενημέρωσης. Το έμαθα πρώτη φορά όταν ήρθα προχτές στην Κύπρο και ζήτησε η αστυνομία τα στοιχεία μου κατά την άφιξη μου και μου ζήτησαν να έρθω σήμερα για κατάθεση».
377. Αποτέλεσε αντικείμενο εξέτασης του Αστ. ΜΚ 13 η ερώτηση 21 που υποβλήθηκε στον Β. Η ερώτηση και απάντηση καταγράφηκαν ως ακολούθως στο Τεκμήριο 142Β που είναι η ελληνική μετάφραση:
«Ερώτηση 21: Σύμφωνα με το πόρισμα της ερευνητικής επιτροπής των κατ' εξαίρεση πολιτογραφήσεων αλλοδαπών επενδυτών και επιχειρηματιών, με την επιστροφή του χρηματικού ποσού των 450.000 ευρώ που αφορούσε το διαμέρισμα που αγόρασες, δεν πληρούσες το οικονομικό κριτήριο για πολιτογράφηση καθότι το ποσό που επενδύθηκε ήταν χαμηλότερο από το απαιτούμενο ποσό των 2 εκατομμυρίων ευρώ. Τί έχεις να πεις; Απάντηση 21: Από ότι γνωρίζω επενδύσαμε περίπου 8.000.000,00 ευρώ μέχρι στιγμής. Δεν έχω γνώση για καμιά επιστροφή ή λεφτά που μπήκαν στο λογαριασμό μου ή σε οποιοδήποτε άλλο λογαριασμό. Γνωρίζω η επένδυση στο διαμέρισμα που αγόρασα με αριθμό 204 είναι για το ποσό των 2.100.000,00 ευρώ και αυτός ήταν ο λόγος που απέκτησα την υπηκοότητα. Δεν γνωρίζω αν έγινε επιστροφή στον δικό μου λογαριασμό ή σε οποιοδήποτε άλλο λογαριασμό χρηματικό ποσό που να αφορά αυτή την επένδυση.»
378. Ο Αστ. ΜΚ 13 ανέφερε ότι στην ερ. 21 της ανακριτικής κατάθεσης του Β – Τεκμήριο 142Β – την οποία είχε ο ίδιος λάβει δεν είχε υποβληθεί η φράση «Σύμφωνα με το πόρισμα της Ερευνητικής Επιτροπής των κατ' εξαίρεση πολιτογραφήσεων αλλοδαπών αιτητών και επιχειρηματιών». Το αντιλήφθηκε αργότερα όταν σε συνάντηση που είχε με την εκπρόσωπο του Γενικού Εισαγγελέα στις 21/4/2024 και σε ερώτηση της γιατί είχε χρησιμοποιήσει τη φράση αντιλήφθηκε, μετά από επιβεβαίωση και του διερμηνέα, ότι δεν είχε τεθεί στον ανακρινόμενο. Ενημέρωσε σχετικά την εκπρόσωπο του Γενικού Εισαγγελέα στις 11/5/2024. Το κείμενο, ανέφερε αντεξεταζόμενος, ελέγχθηκε ολόκληρο από τον διερμηνέα. Εξήγησε ότι η ερώτηση υποβάλλεται στα ελληνικά και μεταφράζεται και ακολούθως καταγράφεται η ερώτηση στη μητρική γλώσσα του ανακρινόμενου. Ακολούθως καταγράφεται η απάντηση στη μητρική του γλώσσα. Επέμεινε ότι η φράση δεν χρησιμοποιήθηκε παρέμεινε στη μετάφραση από τις σημειώσεις που είχε ο ίδιος.
ΚΑ. ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ
ΚΑ.1. ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΙ
379. Η βασική θέση που προέβαλε η Υπεράσπιση ήταν ότι η ανακριτική ομάδα ενήργησε δογματικά απορρίπτοντας άλλα πιθανά ενδεχόμενα με αποτέλεσμα οι ανακρίσεις να εκλαμβάνουν ως δεδομένη την επιστροφή χρημάτων στον Μ. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να μην στρέψουν τις έρευνες προς εξέταση ισχυρισμών των κατηγορουμένων ή άλλων μαρτύρων κατά τρόπο επιλεκτικό.
380. Ως έχει υποδειχθεί από το ΕΔΔΑ το διαδικαστικό στάδιο της διερεύνησης είναι εξέχουσας σημασίας στην όλη διαδικασία. Στην V.C.L. and A.N. v United Kingdom, Applications 77587/12 and 74603/12, 16/2/2021, στην § 195, λέχθηκαν τα ακόλουθα:
«The Court has repeatedly underlined the importance of the investigation stage for the preparation of the criminal proceedings, as the evidence obtained during this stage determines the framework in which the offence charged will be considered at the trial (see Salduz v. Turkey [GC], no. 36391/02, § 54, ECHR 2008, Dvorski v. Croatia [GC], no. 25703/11, § 108, ECHR 2015).»
381. Περαιτέρω, στην ίδια απόφαση στην § 200, κρίθηκε ότι η αποτυχία των Αρχών να συνυπολογίσουν ορθά τα δεδομένα της υπόθεσης, εμπόδισε αυτές από το να εξασφαλίσουν μαρτυρία, η οποία μπορούσε να αποτελέσει θεμελιακή πτυχή της υπεράσπισης των κατηγορουμένων. Η πιο πάνω παράλειψη κρίθηκε ότι παραβίαζε το άρθρο 6.1 της ΕΣΔΑ.
382. Προκύπτει από τα ανωτέρω ότι το στάδιο της διερεύνησης είναι θεμελιακό, καθότι καθορίζει το πλαίσιο στο οποίο εξετάζεται η υπόθεση κατά το στάδιο της ακρόασης. Επίσης προκύπτει ότι οι αρχές εκάστου κράτους θα πρέπει να σταθμίζουν τα δεδομένα εκάστης υπόθεσης με τρόπο που να μην εμποδίζουν τον εαυτό τους από το να εντοπίζει μαρτυρία, η οποία μπορεί να θεμελιώσει υπεράσπιση για τους κατηγορούμενους.
383. Η κυπριακή νομολογία κινείται στο ίδιο πλαίσιο. Στην Νικολάου v Δημοκρατίας (2014) 2Α ΑΑΔ 376, 389, αναφέρθηκε (με αναφορά στις Panovits v Cyprus, Application (No. 4) 268/04, 11/13/2008, Κάππελος v Δημοκρατίας (2007) 2 ΑΑΔ 241, Sofri a.ο. v Italy [2004] Crim LR 846 και Monat v DPP [2001] 2 Cr App R23) ότι το δικαίωμα για δίκαιη δίκη επεκτείνεται και στο στάδιο των ανακρίσεων και ότι στην κατάλληλη περίπτωση σοβαρές παραλείψεις των Ανακριτικών Αρχών δυνατόν να οδηγήσουν και σε απαλλαγή ενός κατηγορούμενου. Όμως, για να οδηγηθούν τα πράγματα σε τέτοια εξέλιξη, οι παραλείψεις πρέπει να θέτουν τον κατηγορούμενο σε μειονεκτική θέση έναντι της Κατηγορούσας Αρχής και, το βάρος απόδειξης, ότι όντως ο κατηγορούμενος έχει τεθεί σε μειονεκτική θέση, το φέρει η Υπεράσπιση και αποσείεται στη βάση του ισοζυγίου των πιθανοτήτων.
384. Στη Θεμιστοκλέους v Δημοκρατίας, Ποινικές Εφέσεις 176/2018 και 202/2018, 11/1/2019, αναφέρθηκε ότι:
«Αναγνωρίζεται ότι ο μηχανισμός δίωξης συνολικά (αστυνομία και κατηγορούσα αρχή) έχουν υποχρέωση για προσαγωγή ενώπιον του Δικαστηρίου όλης της ουσιώδους μαρτυρίας (R. v. Liverpool Crown Court, ex p. Roberts [1986] Crim.L.R. 622, R. v. Birmingham Crown Court, ex p. Ricketts [1991] RTR 105, 108). Η παράλειψη τέτοιας υποχρέωσης είναι δυνατό να οδηγήσει σε άδικη ή δυνητικά άδικη ετυμηγορία και συνεπώς σε παραβίαση του δικαιώματος για δίκαιη δίκη (Πέγκερος v. Δημοκρατίας (1995) 2 ΑΑΔ 143). Από μια άλλη σκοπιά, τέτοια παράλειψη μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να αφήνεται στο τέλος έστω και υποβόσκουσα αμφιβολία (lurking doubt) για την ενοχή του κατηγορούμενου (Fournaris v. Republic (1978) 2 CLR 20). …. Το ερώτημα όμως που τίθεται είναι το κατά πόσο στη συγκεκριμένη περίπτωση η παράλειψη να διενεργηθεί τέτοια εξέταση δημιουργεί έστω και δυνητικά κίνδυνο άδικης ετυμηγορίας ή αφήνει κενό στα ουσιώδη γεγονότα της υπόθεσης της κατηγορούσας αρχής (Οδυσσέα ν. Αστυνομίας (ανωτέρω), Ζαχαρία v. Δημοκρατίας (2002) 2 ΑΑΔ 180, Rana v. Δημοκρατίας (2004) 2 ΑΑΔ 489, Γιαλλούρης v. Αστυνομίας (2005) 2 ΑΑΔ 282, Τζιάμαλης v. Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ 542)».
385. Στην Καναδική νομολογία συναντάται η έννοια του «Tunnel Vision», η διεξαγωγή δηλαδή των ανακρίσεων με τρόπο που να επικεντρώνεται σε μαρτυρία που επιβεβαιώνει μια συγκεκριμένη εκδοχή και να παραγνωρίζεται μαρτυρία που συγκρούεται με αυτή. Στην R v Chapman (2013) BCPC 0232, 28/8/2013, (στην οποία αναφέρθηκαν oι συνήγοροι Υπεράσπισης) λέχθηκαν τα ακόλουθα:
«[28] Tunnel Vision is when people convince themselves a theory is true and then focus only on consistent evidence and disregard evidence that is inconsistent with the theory.»
386. Αν και πρόκειται για πρωτόδικη απόφαση φαίνεται να αποτελεί καθιερωμένη έννοια την οποία επικαλούνται συχνά στα Καναδικά Δικαστήρια για σκοπούς ελέγχου της επάρκειας και πληρότητας του ανακριτικού έργου ή προκατάληψης από πλευράς ανακριτικών αρχών (βλ. R v Richards (2015) ABQB 617, R v Iskander (2017) ABPC 191, R v Caron (2014) BCCA 11 και R v Zoraik (2012) BCCA 283). Όπως αναφέρθηκε στην R v Richards (2015) ABQB 617, § 369, ο όρος αποδίδεται στον Justice Kaufman οποίος στην ερευνητική επιτροπή, The Commission on Proceedings Involving Guy Paul Morin, όρισε το ‘Tunnel Vision’ ως ‘the single-minded and overly narrow focus on a particular investigative or prosecutorial theory, so as to unreasonably colour the evaluation of information received and one’s conduct in response to that information’. Όπου εντοπίζεται τέτοια συμπεριφορά η δίκη είτε τερματίζεται – στη βάση τη μη δίκαιης δίκης – είτε ο κατηγορούμενος αθωώνεται λόγω εύλογων αμφιβολιών.
387. Παρά την έρευνα μας δεν εντοπίσαμε απόφαση του Καναδικού Ανωτάτου Δικαστηρίου που να πραγματεύεται το ζήτημα με τη χρήση αυτού του όρου.
388. Κρίνουμε ότι η Κυπριακή νομολογία και η νομολογία του ΕΔΔΑ, που παραθέσαμε ανωτέρω, καλύπτει το θέμα κατά τον ίδιο τρόπο. Η επάρκεια της διερεύνησης είναι ζήτημα που κρίνεται κατά περίπτωση και μπορεί να έχει τις ίδιες επιπτώσεις που αναφέρονται στις Καναδικές αποφάσεις.
389. Εναπόκειται επομένως στις ανακριτικές αρχές να προσεγγίζουν το έργο τους με ανοικτό μυαλό. Η διερεύνηση πρέπει να είναι εξαντλητική και προς πάσα κατεύθυνση. Δεν νοείται καταδίκη αν υφίστανται εύλογες αμφιβολίες στην υπόθεση που έχει παρουσιάσει η Κατηγορούσα Αρχή.
390. Εν προκειμένω, η Υπεράσπιση ισχυρίστηκε ότι οι ανακριτές έχοντας κατά νου το πόρισμα εξέλαβαν ως δεδομένα ζητήματα που έχρηζαν διερεύνησης ή ήταν λανθασμένα και παραγνώρισαν μαρτυρία η οποία έτεινε να καταδείξει διαφορετική θεώρηση ή διαφορετικά ενδεχόμενα.
391. Προώθησαν τα ακόλουθα σημεία:
(1) οι ανακριτές εξέλαβαν ως δεδομένο ότι ο όρος 6 των αγοραπωλητηρίων εγγράφων αφορούσε τις συμφωνίες διαχείρισης, με αποτέλεσμα να ανακρίνουν τους κατηγορούμενους αλλά και να υποβάλλουν ερωτήσεις σε μάρτυρες με βάση τη λανθασμένη ερμηνεία του όρου.
(2) Στηριζόμενοι στο πόρισμα, εξέλαβαν ως δεδομένο ότι έγινε επιστροφή χρημάτων στον επενδυτή αποκλείοντας άλλο ενδεχόμενο ή εξήγηση ακόμη και όταν προέκυψε μαρτυρία για τρίτη αγοραπωλησία, αυτή του διαμερίσματος της Ε και τρίτης συμφωνίας διαχείρισης.
(3) Η προσέγγιση τους αυτή είχε ως αποτέλεσμα να θεωρήσουν ευθύς εξαρχής τον κ. [Κ] ως μάρτυρα που δεν έλεγε την αλήθεια ενώ οι μετέπειτα καταθέσεις της κας [A] έγιναν με καθοδηγητικές ερωτήσεις.
(4) Παρέλειψαν να διερευνήσουν ή να επιβεβαιώσουν άλλες επενδύσεις του Μ στην Κύπρο παρά το γεγονός ότι έγινε αναφορά από τους κατηγορούμενους 1, 2 και 7 και τον Β. Ούτε επιδιώχθηκε η ανάκριση του Μ.
392. Διαφαίνεται από τις καταθέσεις των ΜΚ 2 (Έγγραφο Β1), [A] (Τεκμήρια 124 και 125) και κατηγορουμένων 1, 2, 3 και 7 (Τεκμήρια 97, 127, 118 και 87) ότι ο όρος 6 της συμφωνίας στα αγοραπωλητήρια έγγραφα απασχόλησε ουσιωδώς την Αστυνομία. Είναι εμφανές ότι τα δύο, δηλαδή ο όρος 6 της συμφωνίας του αγοραπωλητηρίου και οι συμφωνίες διαχείρισης, δεν συσχετίζονται. Οι κατηγορούμενοι ανακρινόμενοι απάντησαν ευθέως ότι δεν συσχετίζονταν, ήταν σε θέση δηλαδή να αντιληφθούν τη διαφορά.
393. Όσον αφορά την κα [A] όμως, η γραμμή των ερωτήσεων που της είχαν τεθεί εκλάμβαναν ως δεδομένο ότι ο όρος 6 των αγοραπωλητηρίων εγγράφων αφορούσε επιστροφή χρημάτων στον επενδυτή, εξ ου και η αναφορά στην εταιρεία «[D.Z.]» ως συσχετιζόμενης με την κατηγορούμενη 4. Στις ερωτήσεις 4 και 5 του Τεκμηρίου 124 της είχαν τεθεί σχετικά:
«Ερώτηση 4: Δεδομένης της σχέσης των δυο εταιρειών της [κατηγορούμενης 4] και της εταιρείας [D. Z.], και της αναφοράς στο συμβόλαιο για υπογραφή συμφωνίας διαχείρισης του διαμερίσματος, δεν αντιλήφθηκες ότι θα επιστρεφόταν στον επενδυτή ένα ποσό από το ποσό της επένδυσης για σκοπούς πολιτογράφησης ώστε να ζητήσεις περαιτέρω διευκρινήσεις;
Απάντηση 4: Όπως σου ανάφερα δεν μπαίναμε σε λεπτομέρειες. Αλλά και τώρα βλέποντας το δεν γίνεται αντιληπτό κατά πόσο θα υπήρχε επιστροφή χρημάτων στον επενδυτή για σκοπούς της διαχείρισης ώστε να ζητήσω περαιτέρω διευκρινήσεις.
Ερώτηση 5: Σύμφωνα με τον φάκελο του επενδυτή αυτός ικανοποιούσε το κριτήριο Α.1 αφού είχε επενδύσει σε ένα και μόνο διαμέρισμα το οποίο δηλώθηκε και ως μόνιμη κατοικία του για το ποσό των 2 εκατ. ευρώ. Το κριτήριο Α.1 καθορίζει ότι ο αιτητής έχει υποχρέωση να διατηρήσει την κατοχή της κατοικίας του εφόρου ζωής και κατά συνέπεια ο αιτητής πληρούσε οριακά το κριτήριο Α.1. Η συμπερίληψη του πιο πάνω όρου στο αγοραπωλητήριο συμβόλαιο το οποίο εξ υπακούει επιστροφή χρημάτων από τον πωλητή στον αγοραστή παραβιάζει το κριτήριο Α.1;
Απάντηση 5: Ναι παραβιάζει το κριτήριο Α.1 γιατί κάτι τέτοιο παραβιάζει τους όρους του Κυπριακού Επενδυτικού Προγράμματος ως αποτέλεσμα η εν λόγω αίτηση για κατ' εξαίρεση πολιτογράφηση θα απορριπτόταν.»
394. Ακολούθως και με δεδομένο ότι επρόκειτο για όρο επιστροφής χρημάτων της ζητήθηκε να τοποθετηθεί για τη συμφωνία διαχείρισης. Συνεπώς η ερώτηση που ακολούθησε για τον αν «θεωρούσε ότι είχε ξεγελαστεί», τέθηκε αφού της είχε υποβληθεί ότι όντως έγινε επιστροφή χρημάτων.
395. Ο Λοχ. ΜΚ 10 αρνήθηκε ότι είχαν επηρεαστεί από εσφαλμένη αναφορά στο πόρισμα. Αναγνώρισε ότι ο συσχετισμός του όρου 6 με τις συμφωνίες διαχείρισης ήταν ενδεχομένως λανθασμένος και ότι η ερώτηση μπορεί να είχε υποβληθεί λανθασμένα. Απάντησε ως ακολούθως (σελ. 580 – 581 των πρακτικών):
«E. Πες μου τότε, πού σε εκείνον τον όρο φαινόταν επιστροφή χρημάτων; Αφού η ερώτηση σου είναι στον όρο 6, είμαι αναγκασμένος να σου πω ότι δεν λες την ακριβή εικόνα, να το θέσω έτσι, δεν είναι δυνατό, αφού η ερώτηση σου αναφέρεται στον όρο 6 που δεν έχει επιστροφή χρημάτων.
A. Επαναλαμβάνω, ενδεχόμενα το σκέλος Β της ερώτησης 4 που μιλά για επιστροφή χρημάτων να αφορούσε τα management agreement και να έπρεπε να υποβληθεί μεταγενέστερα. Δεν βλέπω άλλον λόγο και επαναλαμβάνω, είμαι ξεκάθαρος, εννοώ ότι ναι μεν η ερώτηση 4 αφορά τον όρο 6 του πωλητηρίου εγγράφου που μιλούσε για διαχείριση της πολυκατοικίας από την εταιρεία [D.Z.] με την καταβολή κάποιου αντίτιμου που θα συμφωνείτουν αργότερα απ' ό,τι έμαθα, ναι, ενδεχόμενα το σκέλος αυτό να με παρέσυρε ότι έπρεπε να υποβληθεί μετά για τα θέματα των management agreements που ήταν εις γνώση μας από την αρχή, άρα δεν συμφωνώ ότι παρασυρθήκαμε από το πόρισμα.» (Έμφασις δική μας)
396. Ο Λοχ. ΜΚ 10 αρνήθηκε επίσης ότι οι ερωτήσεις ήταν καθοδηγητικές. Ήταν όμως αφού εισηγούνταν απάντηση.
397. Η Αστ. ΜΚ 14 αρνήθηκε ότι οι ερωτήσεις που υποβάλλονταν σε σχέση με τον όρο 6 του αγοραπωλητηρίου εγγράφου στην κα [A] ήταν λόγω της λανθασμένης ερμηνείας της Ερευνητικής Επιτροπής. Σε κάθε περίπτωση, ήταν η θέση της δεν μεταβαλλόταν το γεγονός της επιστροφής χρημάτων. Δέχθηκε ότι η διατύπωση των ερωτήσεων, οι οποίες είχαν ετοιμαστεί προηγουμένως, δεν ήταν ορθή.
398. Υπενθυμίζουμε ότι οι καταθέσεις της κας [A] δεν κατατέθηκαν ως εξ ακοής μαρτυρία για την αλήθεια των δηλώσεων που αυτές περιέχουν. Είναι όμως δηλώσεις στις οποίες η ίδια έχει προβεί. Η δήλωση του εντίμου Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα ενώπιον του Δικαστηρίου ότι αυτή πλέον δεν θεωρείτο αξιόπιστη μάρτυρας για την Κατηγορούσα Αρχή δεν προέκρινε την τελική κρίση του δικαστηρίου για την αξιοπιστία της. Το γεγονός ότι η Κατηγορούσα Αρχή επέλεξε να μην καλέσει κάποιο μάρτυρα δεν σημαίνει ότι αυτός είναι ή ότι αναμένεται να κριθεί αναξιόπιστος σε περίπτωση που η Υπεράσπιση τον καλέσει ως δικό της μάρτυρα.
399. Η κα [A] όμως δεν κατέθεσε ενόρκως ενώπιον μας. Δεν γνωρίζουμε ποια θα ήταν η τελική της θέση επί των καταθέσεων που έδωσε. Αυτό το οποίο το Δικαστήριο μπορεί όμως να διαπιστώσει είναι τα ακόλουθα:
(1) ότι οι ερωτήσεις που της τέθηκαν είχαν λανθασμένο υπόβαθρο· και
(2) ότι εκλήφθηκε ως δεδομένη η επιστροφή χρημάτων στον επενδυτή.
400. Κρίνουμε ότι η λήψη των καταθέσεων της από την Αστυνομία έγινε με τέτοιο τρόπο με σκοπό την εκμαίευση συγκεκριμένης εκδοχής, η οποία ήταν στο μυαλό και την αντίληψη των ανακριτών, ότι δηλαδή υπήρξε επιστροφή χρημάτων στη βάση του όρου 6 των αγοραπωλητηρίων εγγράφων. Υπενθυμίζουμε, οι διαπιστώσεις μας δεν αφορούν την αλήθεια των ισχυρισμών της. Αφορούν τον τρόπο που λήφθηκαν οι καταθέσεις της. Την προσέγγιση δηλαδή της ανακριτικής ομάδας.
401. Ανάλογη θέση για τον όρο 6, υποβλήθηκε και στη ΜΚ 2 η οποία αντεξεταζόμενη αναφέρθηκε ότι υπήρξε παρανόηση. Αντεξεταζόμενος, ο Αστ. ΜΚ 13 ανέφερε ότι είχε υποβάλει και την ερώτηση στη ΜΚ 2 (Έγγραφο Β1 γραμμή 87) αναφορικά με τον όρο 6 του αγοραπωλητηρίου εγγράφου. Αφορούσε κατά την άποψη του «το management agreement που είχε γίνει με τα αγοραπωλητήρια έγγραφα» και ήταν σημαντικό να δώσει τη θέση της. Ο ίδιος αντιλήφθηκε ότι αφορούσε στην ημερομηνία παράδοσης και αφορούσε τη διαχείριση των κοινοχρήστων χώρων. Έγινε αντιληπτό ότι εκείνος ο όρος δεν συνδεόταν με επιστροφή χρημάτων.
402. Αν και αρνήθηκε ότι της υπέβαλε ως δεδομένο την επιστροφή χρημάτων η τοποθέτηση της ΜΚ 2 στη γραμμή 165 – Έγγραφο Β1 καταδεικνύει το αντίθετο:
«Επίσης, σε ερώτηση σου για το τί θα έπραττα σε περίπτωση που ήταν εις γνώση μου η επιστροφή χρημάτων προς τον επενδυτή από τον πωλητή, κατά την εξέταση της αίτησης, σου απαντώ ότι θα ανέφερα το γεγονός στο σημείωμα προς τον ΥΠΕΣ και θα εισηγούμουν την απόρριψη της αίτησης, καθότι θα διαφαινόταν ότι ο επενδυτής δεν είχε προβεί στην απαιτούμενη επένδυση».
403. Αν και η ΜΚ 2 κατέθεσε ενώπιον μας και διευκρίνισε τις θέσεις της έχουμε ικανοποιηθεί ότι οι αναφορές για δεδομένη επιστροφή χρημάτων κυριαρχούσε στο μυαλό τον ανακριτών με αποτέλεσμα να κατευθύνονται οι ανακρίσεις με τέτοιο τρόπο ώστε να λαμβάνονται και οι ανάλογες απαντήσεις.
404. Το ίδιο ισχύει και για την υποβληθείσα ερώτηση 21 στο Β (Τεκμήριο 142 Β). Ακόμη και να παραλείφθηκε η σχετική υποβολή περί πορίσματος, κρίνουμε ότι αποτελεί επιπρόσθετη ένδειξη ότι η επιστροφή χρημάτων είχε κατά το ανακριτικό έργο κριθεί ως δεδομένη.
405. Η περίπτωση του κ. [Κ], διαφέρει καθότι δεν ήταν ούτε μάρτυρας στο κατηγορητήριο. Δεν ήταν μάρτυρας ούτε στη διαδικασία παραπομπής. Η κατάθεση του είχε δοθεί στην Υπεράσπιση σε κατοπινό στάδιο.
406. Στην Σταυρινού v Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ 706 αναφέρθηκαν τα ακόλουθα στις σελ. 726 – 727:
«Αποτελεί πλέον αξίωμα μέσα από σχετικές αυθεντίες ότι η Κατηγορούσα Αρχή δεν έχει υποχρέωση να καλεί κάθε μάρτυρα, αλλά μόνο εκείνους που κρίνει ότι η μαρτυρία τους είναι ικανή να γίνει πιστευτή. Το καθήκον της Κατηγορούσας Αρχής να καλεί όλους τους μάρτυρες που μπορούν να δώσουν άμεση μαρτυρία ως προς τα ουσιώδη γεγονότα, δεν επεκτείνεται και σε υποχρέωση να παρουσιάσει μάρτυρα που δεν θεωρεί η ίδια αξιόπιστο. Δεν υπάρχει κανόνας που να υποχρεώνει την Κατηγορούσα Αρχή να καλέσει μάρτυρα απλώς για να βοηθήσει την υπεράσπιση να καταστρέψει την υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής. Σχετικές υποθέσεις είναι η R. v. Oliva [1965] Cr. App. R. 298, Brown v. Brown [1997] 1 Cr. App. R. 112, Ιωάννου και Ηρακλέους v. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 657 και Τυμπιώτης v. Δημοκρατίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 612. Το όλο ζήτημα σχολιάζεται εκτενώς στον Archbold: Criminal Pleading Evidence and Practice, έκδ. 2007 σελ. 468-469, παρ. 4-275 και 4-276. Με αναφορά στην απόφαση R. v. Russel-Jones [1995] 1 Cr. App. R. 538, καταγράφεται ότι εναπόκειται στην ίδια την Κατηγορούσα Αρχή να αποφασίσει ποιος μάρτυρας μπορεί να δώσει ικανοποιητική και πειστική μαρτυρία και σ’ αυτή την παράμετρο δεν πρέπει βέβαια να λαμβάνεται υπόψη η πιθανότητα ο μάρτυρας να είναι λιγότερο βοηθητικός προς την Κατηγορούσα Αρχή και περισσότερο προς την υπεράσπιση. Οι επτά παράμετροι που καθόρισε η πιο πάνω υπόθεση δεν θεωρούνται ως άκαμπτοι, εναπόκειται δε στην Κατηγορούσα Αρχή να ασκήσει ορθή και προς το συμφέρον της δικαιοσύνης κρίση και το Δικαστήριο θα επέμβει μόνο αν θεωρήσει ότι η Κατηγορούσα Αρχή ενήργησε πάνω σε λανθασμένη αρχή.»
407. Ο κ. [Κ], εκ της θέσεως του, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ουσιώδης μάρτυρας. Ήταν προϊστάμενος της κας [A] και είχε τον τελικό έλεγχο της ικανοποίησης των οικονομικών κριτηρίων στο ΥΠΟΙΚ. Συμμετείχε στην αλυσίδα λήψης αποφάσεων των επίδικων πολιτογραφήσεων.
408. Σε όλες τις περιπτώσεις που η Κατηγορούσα Αρχή δεν συμπεριλαμβάνει στον κατάλογο μαρτύρων ουσιώδεις μάρτυρες, ούτε καλεί τέτοιους μάρτυρες στο εδώλιο του μάρτυρα, πάντα πρέπει να δίδει εξήγηση (βλ. ΧΧ v Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση 177/2017, 18/12/2017). Όσον αφορά τη δυνατότητα της Υπεράσπισης να παρουσιάσει εκείνη τέτοιο μάρτυρα αναφέρθηκαν τα ακόλουθα στη ΧΧ, ανωτέρω:
«Τέλος, σ΄ ό,τι αφορά την επίκληση από το Κακουργιοδικείο της Θεοχάρους (ανωτέρω), είναι αρκετό να παρατηρήσουμε ότι και σε εκείνη την υπόθεση – όπως και στις Rana και Ιωάννου (ανωτέρω) – δόθηκαν ικανοποιητικές εξηγήσεις από την Κατηγορούσα Αρχή για τη μη κλήτευση συγκεκριμένου μάρτυρα και είναι στη βάση των εξηγήσεων αυτών που κρίθηκε πως η Υπεράσπιση θα μπορούσε να τους καλέσει.»
409. Βέβαια, όπως επισημάνθηκε στην Πέγκερος v Δημοκρατίας (1995) 2 ΑΑΔ 143, στη σελ. 160:
«Η δυνατότητα την οποία όντως είχε η Υπεράσπιση να καλέσει τον κ. Παπακώστα δεν πληρώνει το κενό στη υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής.»
410. Εν προκειμένω η εξήγηση για τη μη συμπερίληψη του κ. [Κ] στον κατάλογο μαρτύρων δόθηκε από τον Α/Λοχ. ΜΚ 12.
411. Αντεξεταζόμενος ανέφερε ότι ήταν σε γνώση του το περιεχόμενο της κατάθεσης του κ. [Κ] παρόλο που δεν την είχε λάβει ο ίδιος. Είχε δώσει οδηγίες για λήψη της κατάθεσης αφού προΐστατο της αρμόδιας διεύθυνσης στο ΥΠΟΙΚ. Ήταν προϊστάμενος της κας [A], και είχε τον τελικό λόγο έγκρισης των σημειωμάτων. Δεν θυμόταν σε σχέση με πόσες πολιτογραφήσεις ασχολήθηκε ο κ. [Κ] και δεν γνώριζε ότι ήταν μέλος του διοικητικού Συμβουλίου του Κυπριακού Οργανισμού Προώθησης Επενδύσεων στο εξωτερικό ως εκπρόσωπος του ΥΠΟΙΚ. Ρωτήθηκε αν ήταν και ο πρώτος Κύπριος που είχε διοριστεί αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, δεν γνώριζε, θυμόταν μόνο ότι διορίστηκε σε κάποια θέση στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αντεξεταζόμενος ανέφερε επίσης ότι γνώριζε ότι ο κ. [Κ] δεν είχε συμπεριληφθεί στο κατηγορητήριο. Δεν ήταν δική του απόφαση όμως.
412. Κατά την επανεξέταση του, η οποία έγινε μετά από διάστημα κάποιων ημερών, ανέφερε (σελ. 724 – 725 των πρακτικών):
«E. Είπες ότι αποφασίστηκε να μην συμπεριληφθεί ως μάρτυρας, δεν ήταν απόφαση δική σου, αλλά άλλων. Σε ποια αναφέρεσαι, όταν λέεις άλλων;
A. Της Νομικής Υπηρεσίας, των δικηγόρων της Δημοκρατίας που χειριζόταν την περίοδο εκείνην την υπόθεση.
E. Ποιος ήταν;
A. Ο κύριος [Α.Α].»
413. Και ακολούθως στις σελ. 726 – 727 των πρακτικών:
«E. Γνωρίζεις τον λόγο που η Νομική Υπηρεσία;
A. Σύμφωνα με αυτά που μου ανέφερε ο κύριος [Α.Α], θεωρούσαν ότι δεν ήταν αξιόπιστος και αντικειμενικός ο μάρτυρας και η απόφαση ήταν να μην συμπεριληφθεί στον κατάλογο μαρτύρων. Ο κύριος [Α.Α] με πήρε τηλέφωνο να μεταβούμε, εάν θυμάμαι καλά, μετά που διαβιβάσαμε την υπόθεση στη Νομική Υπηρεσία και πριν να καταχωρηθεί στο Δικαστήριο, με πήρε τηλέφωνο και μου ζήτησε να πάμε στο γραφείο του κύριου [Κ] να τον συναντήσουμε γιατί ήθελε να διευκρινίσει τις θέσεις του κύριου [Κ] με βάση την κατάθεσή του, γιατί δημιουργούνταν κάποια ερωτηματικά σε σύγκριση με το υπόλοιπο μαρτυρικό υλικό. Και έτσι μεταβήκαμε μαζί με τον κύριο Αριστείδη στο γραφείο του, εκεί του έθεσε κάποια ερωτήματα ο κύριος [Α.Α], ο κύριος [Κ] επέμενε στη θέση του χωρίς να δίνει ικανοποιητικές εξηγήσεις, όσον αφορούσε τη διαφορά των λεγομένων του με αυτά που υπήρχαν σε άλλη μαρτυρία. Και αφού επέμενε στη θέση του, θεωρήσαμε να αποχωρήσουμε. Κατά την αποχώρησή μας από το γραφείο του, ο κύριος [Κ] ανέφερε επί λέξη: ''Ελπίζω κύριοι, να μην θεωρείτε ότι τούτη η στάση μου είναι αλλότρια κίνητρα, επειδή ήμουν μαζί με τον κύριο Ζαβό σε κάποια διοικητικά συμβούλια''.»
414. Μας προβλημάτισε, όχι μόνο ο χρόνος επιλογής του Α/Λοχ. ΜΚ 12 να αναφερθεί στο εν λόγω συμβάν, κατά την επανεξέταση, αλλά και ο μη επαρκής χρονικά προσδιορισμός του συμβάντος. Θα έπρεπε να αποτελεί μέρος κατάθεσης του (ή έστω και ημερολογίου ενεργείας), ιδίως ο τελευταίος ισχυρισμός, αλλά και να διερευνηθεί αφού ακόμη δεν είχε καταχωριστεί η υπόθεση. Η προβολή τέτοιου ισχυρισμού, ότι δηλαδή ήταν σε διοικητικά συμβούλια με τον κατηγορούμενο 2, αποτελούσε σοβαρό ζήτημα που άφηνε εμμέσως εκτεθειμένο τον κατηγορούμενο 2. Αφορούσε ισχυρισμό που τον άφηνε προ εκπλήξεως και χωρίς δυνατότητα αντίκρουσης. Τέτοια αναφορά δεν εντοπιζόταν πουθενά στην υπόλοιπη ενώπιον μας μαρτυρία.
415. Τονίζουμε ότι, η ίδια η συνάντηση δεν μπορεί να χαρακτηριστεί μεμπτή. Δεν συμφωνούμε ότι οι ενέργειες αυτές απολήγουν σε κατάχρηση της διαδικασίας. Αυτό που μας προξένησε δυσμενή εντύπωση ήταν η μη διερεύνηση του ισχυρισμού και η συμπερίληψη της στο ανακριτικό έργο, ώστε να λάβει γνώση εγκαίρως και η Υπεράσπιση.
416. Κρίνουμε ότι ο τρόπος με τον οποίο προβλήθηκε ο εν λόγω ισχυρισμός, ο μη επαρκής χρονικός προσδιορισμός του και η μη διερεύνηση του δημιουργεί, ανασφαλές υπόβαθρο κατά τρόπο ώστε να μην μπορεί να γίνουν αποδεκτές οι τοποθετήσεις και οι ισχυρισμοί του Α/Λοχ ΜΚ 12 γι’ αυτό το ζήτημα.
417. Ως εκ τούτου, ο εν λόγω χειρισμός είχε ως αποτέλεσμα να μην κληθούν ενώπιον μας δύο μάρτυρες που είχαν να κάνουν με την αξιολόγηση των οικονομικών κριτηρίων μας επένδυσης από πλευράς ΥΠΟΙΚ και δη με τις επίδικες. Κρίνουμε ότι έχει δημιουργηθεί κενό στην υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής ιδιαιτέρως αφού οι συμφωνίες ενοικίασης ή διαχείρισης για τους λόγους που εξηγούμε κατωτέρω δεν αποκλείονταν σε επενδύσεις σύμφωνα με το κριτήριο Α1 της Απόφασης ΥΣ 13/9/2016. Η προβληθείσα εκδοχή επομένως των κατηγορουμένων ότι οι συμφωνίες διαχείρισης και τα πωλητήρια έγγραφα ήταν γνήσια δεν μπορεί να αποκλειστεί. Τούτο βέβαια, σε συνάρτηση και με τα ευρήματα μας σε σχέση με την υπόλοιπη μαρτυρία που παρουσιάστηκε και στην αξιολόγηση της αναφερόμαστε στη συνέχεια.
418. Οι υπόλοιπες ενέργειες του Α/Λοχ ΜΚ 12 (λήψη καταθέσεων παρουσίαση Τεκμηρίων) ασφαλώς δεν αποτέλεσαν αντικείμενο αντιπαράθεσης οπότε και γίνονται αποδεκτές.
419. Περαιτέρω, μας έκανε αρνητική εντύπωση ότι δεν διερευνήθηκαν οι θέσεις των κατηγορουμένων 1 και 2 και Β, ότι ο Μ είχε προβεί και σε άλλες επενδύσεις στην Κύπρο γιατί δεν σχετίζονταν με την υπόθεση. Αφορούσε ζήτημα κινήτρου διάπραξης των διερευνώμενων αδικημάτων όπως, πολύ ορθά, επεσήμαναν οι συνήγοροι Υπεράσπισης αλλά και ευρύτερης εικόνας και συμπεριφοράς του εν λόγω προσώπου. Δεν αφορούσε μόνο το ζήτημα της μη ικανοποίησης του κριτηρίου Α1 αλλά και της κατηγορίας περί πλαστότητας του αγοραπωλητηρίου εγγράφου του Β.
420. Επίσης, παρά το γεγονός ότι ο ΜΚ 11 έκανε αναφορές σε σχέση με τον κατηγορούμενο 3 για τα ζητήματα του ΦΠΑ, ο κατηγορούμενος 3 ουδέποτε ανακρίθηκε για να προβάλει την οποιαδήποτε θέση του, αν είχε. Δεν ανακρίθηκαν επίσης άλλοι υπάλληλοι του λογιστηρίου γιατί δεν κρίθηκε αναγκαίο. Τούτο ήταν αναγκαίο όμως, τουλάχιστον για σκοπούς διερεύνησης των αδικημάτων συνωμοσίας. Επισημαίνουμε ότι πέραν των δηλώσεων του ιδίου του κατηγορούμενου 3 για τη θέση του και καθεστώς εργοδοσίας του, δεν προσκομίστηκε ενώπιον μας άλλη μαρτυρία για τα ακριβή του καθήκοντα. Η μαρτυρία του ΜΚ 11 δεν κάλυψε αυτό το κενό.
421. Τέλος, δεν μας διαφεύγει ότι ζητήθηκε η αλληλογραφία της Τράπεζας Κύπρου σε κατοπινό στάδιο, λίγες μέρες πριν την έναρξη της δίκης, με αποτέλεσμα η αλληλογραφία που παραδόθηκε ως επισημαίνουμε και πιο κάτω να μη ήταν πλήρης.
ΚΑ.2. ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΩΝ ΥΠΟΛΟΙΠΩΝ ΜΑΡΤΥΡΩΝ
422. Το μεγαλύτερο μέρος της μαρτυρίας της ΜΚ 2 δεν αμφισβητήθηκε. Ήταν η βασική μάρτυρας από πλευράς ΥΠΕΣ. Κατέθεσε κατά τρόπο ακριβοδίκαιο χωρίς υπεκφυγές. Την κρίνουμε αξιόπιστη και δεχόμαστε τη μαρτυρία της στο σύνολο της για όλα τα ζητήματα για τα οποία κατέθεσε.
423. Ο ΜΚ 6 επίσης μας έκανε θετική εντύπωση ως μάρτυρας. Κρίνουμε ότι κατέθεσε επί των θεμάτων που του ζητήθηκε και ιδίως ως προς τη φύση και σκοπό του προγράμματος με σαφήνεια και καθαρότητα. Και αυτός ο μάρτυρας κρίνεται αξιόπιστος και η μαρτυρία του ως προς τα διαδικαστικά θέματα γίνεται αποδεκτή.
424. Ο ΜΚ 6 κατέθεσε επίσης και ως ειδικός σε οικονομικά ζητήματα. Τα προσόντα του ως ειδικού που μπορεί να καταθέσει μαρτυρία γνώμης τα δεχθήκαμε. Δεν είμαστε όμως διατεθειμένοι να δεχθούμε την ανάλυση του ως προς την οικονομική λογική των συμφωνιών διαχείρισης. Από το υπόβαθρο δεδομένων που αξιολόγησε απουσίαζε η γνώση του για τα οικονομικά δεδομένα της κατηγορούμενης 4 ως υφίσταντο τον χρόνο κατάρτισης των συμφωνιών αγοραπωλησίας των διαμερισμάτων.
425. Αντιθέτως, τα δεδομένα αυτά είχε υπόψη του ο ΜΥ 2, όπως δηλαδή τις οικονομικές δυσκολίες που είχε η κατηγορούμενη 4 με πιστωτές οι οποίες, σύμφωνα με την Υπεράσπιση θα οδηγούσαν και οδήγησαν σε σημαντική καθυστέρηση στο έργο. Τα οικονομικά δεδομένα της κατηγορούμενης 4 τη δεδομένη περίοδο δεν αποτέλεσαν αντικείμενο της διερεύνησης. Φερόταν σύμφωνα με τον ΜΥ 2 να είχε κάνει διακανονισμό με την Gordian Holdings Limited.
426. Κρίνουμε ότι ο ΜΥ 2 είχε καλύτερη εικόνα από τον ΜΚ 6 των δεδομένων ώστε να δώσει γνώμη για την οικονομική λογική των εν λόγω συμφωνιών την περίοδο συνομολόγησης τους. Επομένως δεχόμαστε ότι κατά τον χρόνο συνομολόγησης τους οι εν λόγω συμφωνίες διαχείρισης θα μπορούσαν να θεωρηθούν συμφέρουσες και για τις δύο πλευρές λόγω των καθυστερήσεων που αναμενόταν να προκύψουν στο έργο. Ως πολύ ορθά ανέφερε ο ΜΥ 2 το γεγονός ότι 7 χρόνια μετά δεν ολοκληρώθηκε το έργο δεν σημαίνει ότι τον χρόνο που συνομολογήθηκαν οι συμφωνίες δεν ήταν λογικές. Δεχόμαστε τη μαρτυρία του ΜΥ 2 στο σύνολο της και προβαίνουμε σε ευρήματα αναλόγως.
427. Ο ΜΥ 1 προέβη σε δικανικό έλεγχο αυθεντικότητας ηλεκτρονικών μηνυμάτων που είχαν ανταλλαγεί με την Τράπεζα Κύπρου και τον Έφορο Φορολογίας. Στην έκθεση που ετοίμασε αναφερθήκαμε πιο πάνω. Ο εν λόγω μάρτυρας παρέθεσε με λεπτομέρεια τη διαδικασία την οποία ακολούθησε και τα αποτελέσματά της. Έδωσε πλήρη και ξεκάθαρη εικόνα ώστε το Δικαστήριο να μπορεί να καταλήξει και στα δικά του συμπεράσματα. Ο ΜΥ 1 μας έκανε εξαιρετική εντύπωση, τον κρίνουμε αξιόπιστο και δεχόμαστε τη μαρτυρία του στο σύνολό της.
428. Η ΜΚ 7 έδωσε μαρτυρία σε σχέση με τις εισπράξεις για τις πωλήσεις των διαμερισμάτων 203 και 204 ως επίσης και των δυο εμβασμάτων που έγιναν.
429. Τα όσα κατέθεσε σε σχέση με αυτά τα ζητήματα δεν τέλεσαν υπό αμφισβήτηση και αποτελούν κοινό έδαφος. Δεν αμφισβητήθηκε επίσης ότι ο κ. [Φ] και ο κατηγορούμενος 3 αντάλλαξαν ηλεκτρονικά μηνύματα για την προσκόμιση δικαιολογητικών σε σχέση με τα εμβάσματα που έγιναν προς όφελος του Μ. Η αναφορά που η ίδια έκανε στην ΜΟΚΑΣ αλλά και η απόφαση της Τράπεζας στη συνέχεια να καθορίσει την κατηγορούμενη 4 ως πελάτη υψηλού ρίσκου επίσης δεν τελεί υπό αμφισβήτηση.
430. Εκείνο που αμφισβητήθηκε από τη μαρτυρία της ήταν η πληρότητα της αλυσίδας των ηλεκτρονικών μηνυμάτων που παρέδωσε στην Αστυνομία στις 15/2/2024. Η ύπαρξη επιπρόσθετης ηλεκτρονικής αλληλογραφίας έχει επιβεβαιωθεί από τον ΜΥ 1. Επισημαίνουμε ότι η μαρτυρία του αφορούσε τη δικανική επιβεβαίωσή της. Η ΜΚ 7 δεν ήταν παραλήπτης ή αποστολέας οποιουδήποτε των μηνυμάτων, ούτε είχε επικοινωνία με τον κατηγορούμενο 3. Δεν ήταν σε θέση επομένως να γνωρίζει τι ακριβώς διαμείφθηκε μεταξύ του κατηγορούμενου 3 και του κ. [Φ] για τις συμφωνίες διαχείρισης και ειδικότερα για τη συμφωνία διαχείρισης για το ποσό των €2.250.000.
431. Υπάρχει μαρτυρία ότι η αποστολή της συμφωνίας εκείνης ήταν από λάθος του κατηγορούμενου 3 (βλ. ηλεκτρονικό μήνυμα ημερομηνίας 3/5/2018 η ώρα 11:18) και ότι αποστάλησαν δυο διορθωμένες συμφωνίες για τα διαμερίσματα 203 και 204. Περαιτέρω η ΜΚ 7 δεν γνώριζε τίποτε περισσότερο σε σχέση με τη συμφωνία αυτή. Γνώριζε μόνο ότι δεν εμβάστηκε οποιοδήποτε ποσό με βάση αυτή. Ενώπιον μας δεν κατέθεσε ο κ. [Φ] για τις οποιεσδήποτε ενέργειες στις οποίες προέβη.
432. Ως εκ τούτου, αν και κρίνουμε την ΜΚ 7 αξιόπιστη, πέραν των όσων ανέφερε για την καταβολή των εμβασμάτων στον Μ και των γενικών ενεργειών της Τράπεζας σε σχέση με τη ΜΟΚΑΣ από τη μαρτυρία της δεν μπορεί να εξαχθεί οποιοδήποτε άλλο συμπέρασμα σε σχέση με τη συμφωνία διαχείρισης για το ποσό των €2.250.000. Ούτε η οποιαδήποτε αναφορά της για τη φύση των συμφωνιών διαχείρισης μπορεί να γίνει δεκτή, αφορά μη αποδεκτή μαρτυρία γνώμης.
433. Ο ΜΚ 5 αναφέρθηκε σε έμβασμα ύψους €300.000 που έγινε προς τον Μ από την RCB Bank. Τα έγγραφα τα οποία παρατέθησαν ως δικαιολογητικά για την πράξη δεν αμφισβητήθηκαν. Το έμβασμα σύμφωνα με αυτά έγινε για το διαμέρισμα 203. Ο ΜΚ 5 ανέφερε ότι το 2021 μετά τη διαταγή παρουσίασης εγγράφων εντόπισε ότι η συμφωνία διαχείρισης που είχε αποσταλεί ήταν λανθασμένη. Δεν περιείχε δηλαδή τις διορθώσεις στον όρο 5 οι οποίες αναφέρθηκαν πιο πάνω. Με αυτά τα δεδομένα προχώρησε σε καταγγελία στη ΜΟΚΑΣ. Σημειώνουμε ότι δεν αμφισβητήθηκε ο μάρτυρας ότι όντως του είχε σταλεί αδιόρθωτη η συμφωνία. Δεν διαπιστώνουμε λόγο να μην δεχθούμε τη μαρτυρία του, άλλωστε στηριζόταν σε έγγραφα που είχαν δοθεί στην εν λόγω τράπεζα. Το αν θα μπορούσαν ή όχι να ληφθούν διορθωτικά μέτρα δεν το απέκλεισε. Το δεδομένο είναι όμως ότι το έμβασμα, δηλαδή τα χρήματα, στάλθηκαν με βάση αδιόρθωτη συμφωνία διαχείρισης για το διαμέρισμα 203.
434. Ο ΜΚ 9 είχε ετοιμάσει εκτίμηση για την Τράπεζα Κύπρου και ο ΜΥ 3 για σκοπούς Υπεράσπισης.
435. Το Δικαστήριο έχει ικανοποιηθεί ως προς τα προσόντα τους, ως αναφέρθηκε πιο πάνω.
436. Και οι δυο εκτιμητές χρησιμοποίησαν τη συγκριτική μέθοδο εκτίμησης. Αποτέλεσε κοινή θέση ότι πωλήσεις που γίνονται κάτω από ειδικές συνθήκες είναι ζήτημα που πρέπει να ληφθεί υπόψη από εκτιμητή προτού δεχθεί μια τέτοια τιμή πώλησης ως συγκριτική. Αποτέλεσε επίσης θέση τους, ιδιαιτέρως του ΜΥ 3, ότι μετά το 2016 υπήρξε ανοδική τάση των τιμών ακριβώς λόγω του κυπριακού επενδυτικού προγράμματος. Η θέση του ΜΥ 3 στηρίχθηκε και σε στοιχεία της Κεντρικής Τράπεζας.
437. Αποτέλεσε θέση της Υπεράσπισης ότι οι πωλήσεις που έγιναν στο κτήριο «Corniche», αφορούσαν αγοραστές ειδικού κινήτρου, ότι δηλαδή ήταν πωλήσεις που έγιναν κάτω υπό ειδικές συνθήκες.
438. Τα εν λόγω πωλητήρια τέθηκαν ενώπιον μας ως Τεκμήρια στη συνέχεια από τον Α/Λοχ. ΜΚ 12. Αυτά ήταν μεταξύ της κατηγορούμενης 4 και της Sky Callisto Holdings Ltd (Τεκμήρια 145, 146, 147, 150, 151, 152 και 153) της Callisto Wave Ltd (Τεκμήρια 148 και 149) και της Lagerta Ltd (Τεκμήρια 154, 155, 156, 157, 158, 159, 160 και 161).
439. Η μόνη μέτοχος της Lagerta Limited είναι η κα [Χ.Ζ.] θυγατέρα του κατηγορούμενου 2. Διευθυντής της είναι ο κατηγορούμενος 1 και Γραμματέας η κατηγορούμενη 6 (Τεκμήριο 162, πιστοποιητικά Εφόρου Εταιρειών).
440. Η Sky Callisto Holdings Ltd, είναι εταιρεία με μετόχους πρόσωπα από τη Σαουδική Αραβία.
441. Η Callisto Wave Ltd είναι διαγραμμένη (Τεκμήριο 163, εκτύπωση έρευνας από την ιστοσελίδα του Εφόρου Εταιρειών), επίσης εταιρεία με μετόχους πρόσωπα από τη Σαουδική Αραβία.
442. Ο ΜΚ 9 δέχθηκε ότι αν είχε υπόψη του ότι έγιναν πωλήσεις σε αγοραστές ειδικού κινήτρου θα κατέληγε ενδεχομένως σε άλλο αποτέλεσμα. Ανέφερε βέβαια ότι η απόκλιση στις τιμές δεν αναμενόταν να είναι κάτω από το μισό της εκτιμώμενης αξίας.
443. Κρίνουμε ότι ο ΜΚ 9 ήλθε να πει στο Δικαστήριο με ειλικρίνεια τη γνώμη που σχημάτισε με τα δεδομένα που είχε ενώπιον του. Δεν μας διαφεύγει ότι η εκτίμηση έγινε για σκοπούς της Τράπεζας στο πλαίσιο της παροχής πιστωτικών διευκολύνσεων στην κατηγορούμενη 4. Με την αποδοχή του δεδομένου όμως ότι δεν λήφθηκε υπόψη το ενδεχόμενο οι πωλήσεις να ενέπιπταν στην κατηγορία ειδικού αγοραστή και στην απουσία εκ μέρους του ανάλυσης συγκριτικών πωλήσεων σε άλλα ανάλογα κτήρια, κρίνουμε ότι η βάση στην οποία στηρίχθηκε είναι επισφαλής. Ως εκ τούτου δεν μπορούμε να δεχτούμε τη μαρτυρία του ως ασφαλή βάση εξαγωγής οποιουδήποτε ευρήματος.
444. Αντιθέτως ο ΜΥ 3 προέβη σε ενδελεχή έρευνα και μελέτη. Λαμβάνοντας υπόψη του διάφορες παραμέτρους που αφορούσαν τα επίδικα διαμερίσματα τις οποίες επεξήγησε ικανά κατά τη μαρτυρία του προς τεκμηρίωση των θέσεων και εισηγήσεων του. Η αντεξέταση της εκπροσώπου της Κατηγορούσας Αρχής δεν κλόνισε καθ’ οιονδήποτε τρόπο το υπόβαθρο δεδομένων στο οποίο στηρίχθηκε για να εκφράσει τη γνώμη του στον τρόπο με τον οποίο προέβη σε σύγκριση τιμών σε άλλα κτήρια ως επίσης και στην αναπροσαρμογή των τιμών που έκανε. Το ίδιο ισχύει και για την εκτίμηση που έκανε σε σχέση με την ενοικιαστική αξία των επίδικων διαμερισμάτων. Αποδεχόμαστε τη μαρτυρία του στο σύνολό της και προβαίνουμε σε ευρήματα αναλόγως.
445. Ο ΜΚ 3 κατέθεσε τους φακέλους που αφορούσαν την έρευνα που έγινε σε σχέση με τον ΦΠΑ. Όπως έχει αναφερθεί κατά την παράθεση της μαρτυρίας του μεγάλο μέρος της του ήταν παραδεκτό ή δεν αμφισβητήθηκε. Οι φάκελοι αφορούσαν τις τρείς αιτήσεις για την καταβολή μειωμένου συντελεστή ΦΠΑ για τους Μ, Β και Ε. Κατέθεσε επίσης σε σχέση με το δηλώθηκε στις καταστάσεις λογαριασμών της κατηγορούμενης 4.
446. Ο ΜΥ 1 έχει παρουσιάσει και την αλληλογραφία με το Τμήμα του ΜΚ 3, η οποία προφανώς ήταν επακόλουθο της επιστολής της Αστυνομίας (Τεκμήριο 51, ημερ. 20/1/2022) για διερεύνηση φορολογικών αδικημάτων. Το πρώτο ηλεκτρονικό μήνυμα είχε σταλεί από το Τμήμα του στις 2/2/2022 (βλ. σχετικά Έγγραφο Θ2). Είναι γεγονός ότι τα ηλεκτρονικά μηνύματα δεν είχαν τεθεί στον ΜΚ 3 ώστε να τοποθετηθεί. Δεν θεωρούμε όμως ότι ο ΜΚ 3 τέθηκε σε μειονεκτική θέση, δέχθηκε άλλωστε ότι η όλη έρευνα είχε αρχίσει μετά την επιστολή της Αστυνομίας.
447. Ο κ. Παπαϊωάννου ανέφερε ότι από τη στιγμή που η Αστυνομία διερευνούσε ποινικά αδικήματα, με την επιστολή της Τεκμήριο 51, καθιστούσε και τους λειτουργούς του ΦΠΑ υπόχρεους να προειδοποιήσουν την κατηγορούμενη 4 προτού αναζητήσουν τους λογαριασμούς της περιόδου που τους δόθηκε. Η θέση του ήταν ότι πλέον οι λειτουργοί δεν ασκούσαν έλεγχο πλέον με βάση τις διοικητικές αρμοδιότητες που τους παρέχει ο Ν.95(Ι)/2000, αλλά αδικήματα με βάση το άρθρο 46, Παρέπεμψε σε απόσπασμα της Maharry Enterprises Ltd v Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Τμήματος Τελωνείων, Υπηρεσία ΦΠΑ, Υπόθεση 1319/2010, 14/3/2014, για να προωθήσει τη θέση του. Σε εκείνη την υπόθεση λειτουργοί του ΦΠΑ είχαν ασκήσει επιτόπιο έλεγχο σε υποστατικά και βιβλία των αιτούντων και ακολούθως επέβαλαν φορολογία. Το επιχείρημα ότι η διαδικασία ήταν αυθαίρετη και ότι έπρεπε να εφαρμοστεί ανάλογη διοικητική διαδικασία, το Δικαστήριο ανέφερε:
«Οι καθ’ ων η αίτηση στην προκειμένη περίπτωση άσκησαν διοικητικές αρμοδιότητες φορολογικού ελέγχου. Δεν λειτούργησαν ανακριτικά και δεν τίθεται θέμα αναλογικής εφαρμογής των προνοιών της Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155, αφού δεν προκύπτει οποιαδήποτε οιονεί ποινική διαδικασία. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως επισημαίνει και η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ΄ ων η αίτηση, εφαρμόστηκε η διοικητική διαδικασία συλλογής τεκμηρίων που προβλέπεται από την παρ. 6 του Δέκατου Παραρτήματος του Νόμου («Παροχή πληροφοριών και προσαγωγή εγγράφων») – βλ. ιδιαίτερα την παρ. 6(2)(β) και 6(5) & (6) - και την παρ. 8 («Είσοδος και έρευνα υποστατικών ή τόπων ή προσώπων») – βλ. παρ. 8(6)(α) & (β).
Πρέπει εξάλλου να σημειωθεί ότι η μόνη περίπτωση που λειτουργοί του Φ.Π.Α έχουν εξουσία να λειτουργούν ως ανακριτές και να λαμβάνουν καταθέσεις, είναι κατά τη διερεύνηση ποινικού αδικήματος που προνοείται στα άρθρα 46 ή 47 του Νόμου (παρ. 9(6) του Δέκατου Παραρτήματος του Νόμου). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως έχει ήδη σημειωθεί πιο πάνω, οι λειτουργοί περιορίστηκαν στην άσκηση διοικητικής εξουσίας με σκοπό την λήψη διοικητικής απόφασης, ήτοι της βεβαίωσης φόρου, και δεν λειτούργησαν ως ανακριτές στα πλαίσια διερεύνησης ποινικού αδικήματος.»
448. Στη Δημητρίου v Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου, Υπόθεση 159/2011, 29/4/2011, στην οποία επίσης παρέπεμψε, αναφορικά με τη δυνατότητα της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς να ζητήσει στοιχεία με βάση το άρθρο 32 (2) του περί Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου Νόμου Ν.73(Ι)/2009 αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:
«…Ούτε βέβαια το δικαίωμα της μη αυτοενοχοποίησης παραβιάζεται διότι, όπως έχει αποφασιστεί προηγουμένως, η Επιτροπή συμμορφώθηκε και τυπικά και ουσιαστικά με τα όσα προνοούνται στο εδάφιο (2) του άρθρου 32, εφόσον έχει καθορίσει τον σκοπό της έρευνας, τη διάταξη στην οποία βασιζόταν προς αυτή την κατεύθυνση η εξουσία της Επιτροπής, τάχθηκε προθεσμία για την παροχή των πληροφοριών και ρητά αναφέρθηκαν οι ενδεχόμενες κυρώσεις σε περίπτωση μη συμμόρφωσης. Αν ο αιτητής παρείχε τα ζητηθέντα στοιχεία, αυτά δε χρησιμοποιούνταν ανεπίτρεπτα από την Επιτροπή για απόδοση ποινικών ευθυνών, έξω από τα επιτρεπόμενα από το Νόμο πλαίσια, τότε ενδεχομένως να υπήρχε έδαφος για συζήτηση παράβασης του δικαιώματος αυτοενοχοποίησης. Όπως εξελίχθηκε όμως η υπόθεση, το θέμα αυτό παραμένει θεωρητικό».
449. Έχουμε εξετάσει το Τεκμήριο 51. Δεν διαπιστώνουμε πουθενά αναφορά ότι η Αστυνομία είχε υποψία για διάπραξη φορολογικών αδικημάτων από πλευράς κατηγορούμενης 4. Η επίδικη επιστολή τιτλοφορείτο μεν «Διερεύνηση ποινικών αδικημάτων», προσεκτική ανάγνωση της δε, αποκαλύπτει ότι η έρευνα επικεντρωνόταν στην επιστροφή χρημάτων. Τα ερωτήματα αφορούσαν τη φορολογική διαχείριση των πράξεων και όχι τη διερεύνηση φορολογικών αδικημάτων. Δεν μας διαφεύγει ότι οι φάκελοι για τις αιτήσεις καταβολής μειωμένου συντελεστή ήταν ήδη στην κατοχή της Υπηρεσίας του ΜΚ 3. Δεχόμαστε ότι όταν ο ΜΚ 3 ζήτησε στοιχεία από την κατηγορούμενη 4 δεν είχε υπόψη του την ενδεχόμενη διάπραξη αδικημάτων με βάση το άρθρο 46 του Ν.95(Ι)/2000.
450. Από την άλλη, είχαν δοθεί οδηγίες να μην γίνεται διευθέτηση οφειλών. Η έρευνα της Αστυνομίας αφορούσε τη διερεύνηση ποινικών αδικημάτων σε σχέση με πολιτογραφήσεις. Επομένως υπήρχε ενδεχόμενη πρόθεση χρήσης του υλικού που θα λαμβάνονταν από την κατηγορούμενη 4 σε ποινική διαδικασία.
451. Σημειώνουμε όμως ότι δεν υπήρξε οποιαδήποτε ένσταση στην κατάθεση των εν λόγω στοιχείων που παραλήφθηκαν. Επομένως, ακόμη και αν οι περιστάσεις δικαιολογούσαν τυχόν αποκλεισμό τους, αυτά έγιναν αποδεκτά. Μάλιστα τα στοιχεία που αναφέρονται είναι παραδεκτά. Η κατηγορούμενη 4 ζήτησε με επιστολή διευθέτηση της οφειλής με την επιβολή φόρου.
452. Δεν διαπιστώσαμε επομένως κατάχρηση ή δυσμενή επηρεασμό ώστε η δίκη σε σχέση με αυτά τα αδικήματα να μην κατέστη δίκαιη.
453. Ο ΜΚ 3 ήταν συνεπής στις θέσεις του, κατέθεσε κυρίως έγγραφη μαρτυρία η οποία δεν έτυχε αμφισβήτησης, τον κρίνουμε αξιόπιστο και δεχόμαστε τη μαρτυρία του στο σύνολο της.
454. Ο ΜΚ 11 δεν αντεξετάστηκε. Αναφέρθηκε πολύ γενικά στον τρόπο που κατέθεσε τις αιτήσεις των Μ, Β και Ε για μειωμένο συντελεστή. Η διαδικασία αυτή για να εκπληρωθεί χρειαζόταν ασφαλώς τη συνεργασία της κατηγορούμενης 4 αφού στις αιτήσεις επισυνάπτονται έγγραφα που μόνο αυτή είχε στην κατοχή της (λ.χ. το συμβόλαιο με τον εργολάβο του έργου).
455. Η μαρτυρία του ως προς τις ακριβείς οδηγίες του ή από που λάμβανε τέτοιες οδηγίες δεν ήταν ιδιαίτερα ξεκάθαρη, ενώ δεν μας διαφεύγει ότι υπήρχε και άλλο προσωπικό στο λογιστήριο που δεν ανακρίθηκε. Αν και δεχόμαστε τον μάρτυρα ως αξιόπιστο από τη μαρτυρία του δεν προκύπτει ξεκάθαρα ποιος ήταν ο ρόλος του κατηγορούμενου 3 σε οποιοδήποτε από τα ζητήματα που εγείρονται με το ΦΠΑ. Σε σχέση με τον κατηγορούμενο 2, ο ίδιος ο κατηγορούμενος 2 είχε γνώση για την κατάθεση των αιτήσεων για μειωμένο συντελεστή ως απαίτηση των πελατών. Εν προκειμένω από τη μαρτυρία του ΜΚ 11 μπορεί να εξαχθεί εύρημα ότι ο ΜΚ 11 ενεργούσε εκ μέρους της κατηγορούμενης 4 όταν συμπλήρωσε και παρέδωσε τις αιτήσεις των Μ, Β και Ε για την καταβολή μειωμένου συντελεστή ΦΠΑ.
456. Ο κατηγορούμενος 1 ήταν ο μόνος από τους κατηγορούμενος που κατέθεσε ενόρκως. Η μαρτυρία του κάλυψε εύρος ζητημάτων, η δε αντεξέταση του ήταν εκτενής.
457. Ο κατηγορούμενος 1 διατήρησε τις ίδιες θέσεις που είχε κατά την ανακριτική του κατάθεση. Παρέμεινε συνεπής στις θέσεις του. Οι αναφορές του για κακόβουλη δίωξη ασφαλώς αποτελούν υποκειμενική του αντίληψη και δεν μπορούν να αξιολογηθούν. Τα παράπονα του σε σχέση με τη διερεύνηση όμως, όπως τα παραθέσαμε ανωτέρω κατά την αξιολόγηση των Αστυνομικών, έχουν έρεισμα. Προσεγγίστηκε με την ίδια προκατάληψη ότι δηλαδή οι εν λόγω συμφωνίες αποτελούσαν πρόσχημα για επιστροφή χρημάτων και τίποτε άλλο.
458. Ο ίδιος ήταν συνεργάσιμος κατά τη διερεύνηση. Αναφέρθηκε στο σύνολο των πωλητηρίων ότι υπήρχε δηλαδή και αυτό της Ε. Αναφέρθηκε επίσης και σε επενδύσεις που έκανε ο Μ χωρίς να διερευνηθούν. Εξήγηση είχε και για τη διαφορά στις ημερομηνίες του πωλητηρίου εγγράφου του Β με τη συμφωνία διαχείρισης, δίδοντας στην Αστυνομία τις σελίδες του συμβολαίου που αντικαταστάθηκαν. Σε ότι αφορά τους όρους της συμφωνίας διαχείρισης και το λάθος που εντοπίστηκε στον όρο 5, δέχθηκε ότι ήταν λάθος που έγινε στην πρότυπη συμφωνία που έστειλε το γραφείο του τον κατηγορούμενο 2. Το γεγονός ότι το λάθος πέρασε απαρατήρητο τείνει να ενισχύσει τη θέση του ότι η συμφωνία ήταν πρότυπη και ότι δεν αποτελούσε τελικό επεξεργασμένο κείμενο για υπογραφή.
459. Η μαρτυρία του όσον αφορά τη συλλογή των αναγκαίων εγγράφων που αφορούσαν τους επενδυτές και τη γνωριμία του με τον Μ είχε κάποιες χρονικές ασάφειες, όχι όμως τέτοιες που να πλήττουν την αξιοπιστία του. Αποτελούσε δεδομένο για τον ίδιο ότι οι συμφωνίες διαχείρισης ή ενοικίασης επιτρέπονταν. Κρίνουμε ότι το ηλεκτρονικό μήνυμα που είχε αποστείλει η ΜΚ 2 στην κατηγορούμενη 7 δίνει έρεισμα για τέτοια πεποίθηση. Το ίδιο ισχύει και με τα αναρτημένα ερωτηματολόγια που αποτέλεσαν μέρος του μαρτυρικού υλικού. Ουδείς άλλωστε, κατέθεσε θετικά ότι τέτοια συμφωνία απαγορευόταν ή ακόμη ότι αν ήταν σε γνώση του τέτοια συμφωνία θα του δημιουργούσε κάποια επιπρόσθετη υποχρέωση έναντι του ΥΠΟΙΚ ή του ΥΠΕΣ.
460. Οι πρόνοιες επίσης στο αγοραπωλητήριο έγγραφο που αφορούσαν την πολεοδομική άδεια διατύπωναν ευθαρσώς ότι δεν υπήρχε ακόμη έγκριση. Αναφέρονται τα ακόλουθα στον όρο 3.5:
«3.5. The Vendor has yet to obtain a Planning Permission in respect of the Building and the Premises, by the relevant authority (hereinafter “Planning Permission”) and is in the process of obtaining all other permits required by any appropriate authorities in respect of the Building, the Project and the Premises….» (Έμφασις δική μας)
461. Κρίνουμε ότι ο κατηγορούμενος 1 κατέθεσε την αλήθεια και ως εκ τούτου αποδεχόμαστε τη μαρτυρία του στην ολότητα της.
ΚΒ. ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ
ΚΒ.1. ΣΥΝΩΜΟΣΙΑ ΓΙΑ ΚΑΤΑΔΟΛΙΕΥΣΗ
462. Το άρθρο 302 ΠΚ προβλέπει τα ακόλουθα:
«Όποιος συνωμοτεί με άλλο, όπως με απάτη ή με άλλο δόλιο μέσο, επηρεάσει την αγοραία τιμή πράγματος που πωλείται δημόσια, ή να καταδολιεύσει το κοινό ή οποιοδήποτε πρόσωπο, συγκεκριμένο ή όχι ή να αποσπάσει με εκβιασμό οποιαδήποτε περιουσία από άλλο πρόσωπο, είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση πέντε χρόνων».
463. Η Κατηγορούσα Αρχή θα πρέπει να αποδείξει (1) συνωμοσία μεταξύ δύο ή περισσότερων προσώπων όπως, (2) με απάτη ή με δόλιο μέσο, (3) καταδολιεύσουν οποιοδήποτε πρόσωπο, συγκεκριμένο ή όχι.
464. Το αδίκημα της συνωμοσίας γενικώς συντελείται από τη στιγμή που δύο ή περισσότεροι συμφωνούν να διαπράξουν αδίκημα ή να επιτύχουν νόμιμο σκοπό με παράνομα μέσα. Δεν είναι αναγκαίο για την συμπλήρωση του αδικήματος να έχει τελεστεί οτιδήποτε πέρα από τη συμφωνία. Το κατά πόσο οι συνωμότες μετάνιωσαν ή σταμάτησαν ή παρεμποδίστηκαν ή απέτυχαν ή δεν είχαν την ευκαιρία να προωθήσουν το σκοπό της συνωμοσίας, είναι αδιάφορο (βλ. Gani v Δημοκρατίας (1991) 2 ΑΑΔ 134, 142 – 143 με αναφορά στις Mulcany v R (1868) LR 3 HL 306, O'Connell v R (1844) 5 St Tr (NS) 1 και R v Aspinall (1876) 2 QBD 48, ως επίσης την Eminiyet κ.α. v Αστυνομίας (2007) 2 ΑΑΔ 216, 222). Αν ένας κατηγορούμενος αθωωθεί στην κατηγορία για τη διάπραξη ενός αδικήματος, δεν έπεται ότι θα πρέπει να απαλλαγεί και στην κατηγορία με την οποία κατηγορείται για συνωμοσία διάπραξης εκείνου του αδικήματος (βλ. Gani, ανωτέρω, σελ. 143, Λαζάρου κ.ά. v Δημοκρατίας (2010) 2 ΑΑΔ 633, 670, Παναγίδης κ.α. v Αστυνομίας, Ποινική Έφεση 197/2017, 8/10/2018).
465. Η ύπαρξη συμφωνίας συμπληρωμένης είναι συστατικό του αδικήματος της συνωμοσίας. Ακολουθεί πως στις περιπτώσεις που φαίνεται ή δεν αποκλείεται να παράμειναν οι επίδοξοι συνωμότες στο στάδιο των διαπραγματεύσεων ή διαφορετικά στο στάδιο της εξέτασης της πιθανότητας να διαπράξουν αδίκημα δεν υπάρχει τελική συμφωνία, και, επομένως, ούτε συνωμοσία. Το πότε συμβαίνει το ένα και πότε το άλλο και η διαχωριστική γραμμή μεταξύ των δύο μπορεί να είναι πολύ λεπτή, δεν είναι δυνατό να καθοριστεί. Το ζήτημα είναι πραγματικό και εξαρτάται από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης (βλ. Gani, ανωτέρω, σελ. 144, με αναφορά στις R v King and King [1966] Crim LR 280, R v Mills [1963] 1 All ER 202, R v Walker [1962] Cirm LR 458 και R v O'Brien [1974] 59 Cr App R 222).
466. Η συμφωνία αποτελεί το actus reus και η πρόθεση υλοποίησης της παράνομης πράξης την ένοχη σκέψη mens rea. Και τα δύο στοιχεία είναι απαραίτητα για τη διάπραξη του αδικήματος (βλ. Χαραλάμπους κ.α. v Δημοκρατίας, Ποινικές Εφέσεις 96/2016, 100/2016 και 101/2016, 28/11/2017) και για τούτο, η Κατηγορούσα Αρχή θα πρέπει να αποδεικνύει όχι μόνο τη συμφωνία μεταξύ των κατ’ ισχυρισμό συνωμοτών να εκτελέσουν ένα παράνομο σκοπό (αποδεικνυόμενης είτε με λόγια είτε άλλο τρόπο επικοινωνίας μεταξύ τους), αλλά επιπρόσθετα θα πρέπει να αποδεικνύει την πρόθεση στη σκέψη καθενός κατ’ ισχυρισμό συνωμότη να εκτελέσει τον παράνομο σκοπό (Λαζάρου, ανωτέρω, σελ. 671 με αναφορά στην R v Thompson [1966] 50 Cr App R 1).
467. Για το αδίκημα του άρθρου 302 ΠΚ απαιτείται και η απόδειξη πρόθεσης καταδολίευσης από τα εμπλεκόμενα μέρη. Ως προς την έννοια της πρόθεσης καταδολίευσης αναφορά γίνεται κατωτέρω.
468. Η συμφωνία σπανίως αποδεικνύεται μέσω άμεσης μαρτυρίας, αλλά συνήθως με την εξαγωγή ευλόγων συμπερασμάτων από τη συντονισμένη δράση, είτε αυτή συνίσταται σε πράξεις, είτε σε δηλώσεις των κατηγορουμένων. Επισημαίνεται ότι το αδίκημα δεν συνίσταται στη συντονισμένη δράση, αλλά στην εξυπακουόμενη προηγούμενη συμφωνία και η συντονισμένη δράση συνιστά μαρτυρία για το αδίκημα της συνωμοσίας (βλ. Χαραλάμπους, ανωτέρω).
ΚΒ.2 ΕΞΑΣΦΑΛΙΣΗ ΕΓΓΡΑΦΗΣ ΜΕ ΨΕΥΔΕΙΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ
469. Σύμφωνα με το άρθρο 305 ΠΚ:
«Όποιος εσκεμμένα εξασφαλίζει ή αποπειράται να εξασφαλίσει για τον εαυτό του ή άλλον, εγγραφή, άδεια ή πιστοποιητικό δυνάμει οποιουδήποτε νόμου ή κανονισμού, με οποιαδήποτε ψευδή παράσταση, είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση τριών χρόνων.»
470. Στο άρθρο 297 ΠΚ, η ψευδής παράσταση, ορίζεται ως ακολούθως:
«Ψευδής παράσταση είναι οποιαδήποτε παράσταση γεγονότος, παρελθόντος ή παρόντος, που γίνεται με λόγια, με έγγραφο ή με συμπεριφορά, η οποία είναι ψευδής στην πραγματικότητα και την οποία εκείνος που παριστάνει γνωρίζει ότι είναι ψευδής ή δεν πιστεύει ότι είναι αληθινή.»
471. Καθοδηγητική ως προς την ανάλυση των συστατικών στοιχείων του αδικήματος είναι η νομολογία που αφορά το αδίκημα του άρθρου 298 (1) ΠΚ και η Αγγλική νομολογία σε σχέση με το s 32, Larceny Act 1916[3].
472. Για να διαπραχθεί το αδίκημα ο κατηγορούμενος πρέπει εσκεμμένα να προβεί σε παράσταση παρελθόντος ή παρόντος γεγονότος ως υφιστάμενου, εν γνώση του ψευδούς (ή την οποία δεν πιστεύει ως αληθινή), και να εξασφαλίσει (ή να αποπειραθεί να εξασφαλίσει) συνεπεία της παράστασης, για τον εαυτό ή για άλλον, εγγραφή, άδεια ή πιστοποιητικό δυνάμει οποιουδήποτε νόμου ή κανονισμού (βλ. επίσης κατ’ αναλογία για χρήματα ή αγαθά, H A Palmer and H Palmer, Harris’s Criminal Law (19th edn Sweet & Maxwell, London 1954), σελ. 345[4]).
473. Όπως αναφέρθηκε στην Κυπριανού v Αστυνομίας, Ποινική Έφεση 318/2015, 7/9/2017:
«…., μια παράσταση είναι ψευδής, όταν η παρουσίαση γεγονότος του παρελθόντος ή του παρόντος γίνεται με σκοπό την παράσταση του ως υπαρκτού, ενώ στην πραγματικότητα αυτό δεν υφίσταται. Η έκφραση γνώμης ή υπόσχεση ή παράσταση ως προς την εκπλήρωση μια πράξης στο μέλλον, δεν στοιχειοθετεί το αδίκημα της ψευδούς παράστασης. Για να θεωρηθεί μια παράσταση ως ψευδής θα πρέπει το πρόσωπο το οποίο προβαίνει στην εν λόγω παράσταση να γνωρίζει ότι είναι ψευδής ή να μην πιστεύει ότι είναι αληθής.»
474. Η παράσταση μπορεί να γίνει με λόγια ή με πράξεις και πρέπει να γίνει στο πρόσωπο από το οποίο εξασφαλίστηκε η εγγραφή, άδεια ή πιστοποιητικό δυνάμει οποιουδήποτε νόμου ή κανονισμού. Πρέπει να αφορά ψευδή παράσταση γεγονότος παρελθόντος ή παρόντος και όχι γνώμη (βλ. Κυπριανού, ανωτέρω). Στην Ευθυμίου v Αστυνομίας (2008) 2 ΑΑΔ 861, λέχθηκαν τα ακόλουθα στις σελ. 866 – 867:
«Όμως η παράλειψη τήρησης συμβατικών υποσχέσεων, και δη που έχουν κάποια έκταση σε αριθμό και χρόνο, συχνά συνοδευόμενη και από παράλληλες διαβεβαιώσεις εκπλήρωσης, αφ’ εαυτής δεν μπορεί να παρέχει στίγμα σε ποινική ευθύνη αφού η υπόσχεση δεν συνιστά «παρόν» γεγονός που μόνο μπορεί να αποτελέσει «παράσταση». Το ψευδές της παράστασης, όπως και της πρόθεσης καταδολίευσης, που θα μπορούσε να στοιχειοθετήσει ποινική ευθύνη σε τέτοιες περιπτώσεις ανάγεται στην ίδια την εξ αρχής βέβαια πρόθεση του παρασπονδούντος μέρους να μην εκπληρώσει τις υποσχέσεις που δίδει, όπως ήταν και η αποδιδόμενη στο κατηγορητήριο στον Εφεσείοντα πρόθεση. Και τούτο διότι, για να θυμηθούμε το χαρακτηριστικότατο τρόπο που το έθεσε ο Bowen, L.J. (Edgington v Fitzmaurice (1885) 29 Ch.D. 459, 483), “The state of a man?s mind is as much a fact as the state of his digestion”. Το ψευδώς παριστάμενο γεγονός είναι λοιπόν η ίδια η υποκειμενική πρόθεση του παρασπονδούντος μέρους κατά το χρόνο της παράστασης και όχι η εκ των υστέρων ένοχη συμπεριφορά του. Η τέτοια υποκειμενική πρόθεση μπορεί βεβαίως να αποδειχθεί με αντικειμενικά στοιχεία που συναρτώνται προς αυτή, περιλαμβανομένης της όλης μετέπειτα συμπεριφοράς, τα στοιχεία αυτά όμως πρέπει να είναι τόσο σαφή και μονοσήμαντα ώστε να μην αφήνουν, στο τέλος της ημέρας, την αμφιβολία εκείνη που αναιρεί ποινική καταδίκη».
475. Απλή παράσταση γεγονότος για μελλοντική πρόθεση, επομένως, δεν στοιχειοθετεί το αδίκημα (βλ. Ευθυμίου και Κυπριανού, ανωτέρω). Παράσταση του κατηγορουμένου να πράξει κάτι στο μέλλον δυνατό να στοιχειοθετήσει το αδίκημα, εάν η παράσταση αφορά δήλωση ότι μπορεί ή έχει εξουσία να πράξει αυτό που υπόσχεται ενώ κάτι τέτοιο δεν υφίσταται όταν προβαίνει στη δήλωση (βλ. Harris’s Criminal Law, ανωτέρω, σελ. 347[5], με αναφορά στην R v Giles (1865) L & C 502). Στην R v Jennison (1862) L & C 157, ο κατηγορούμενος απέσπασε χρήματα από την παραπονούμενη υποσχόμενος ότι θα την νυμφευόταν και ότι το ποσό που του έδωσε θα χρησιμοποιείτο για την επίπλωση της οικίας τους. Ο κατηγορούμενος ήταν ήδη νυμφευμένος και εξαφανίστηκε. Κρίθηκε ένοχος, γιατί στην ουσία η υπόσχεση του να νυμφευθεί την παραπονούμενη εμπεριείχε παράσταση ότι ήταν ελεύθερος, γεγονός ψευδές.
476. Όπως και σε υποθέσεις απόσπασης χρημάτων, η εξασφάλιση της εγγραφής, άδειας ή πιστοποιητικού πρέπει να είναι απόρροια της παράστασης, ότι ο παραπονούμενος δηλαδή, στηριζόμενος στη ψευδή παράσταση, πείστηκε να προβεί στην εγγραφή (βλ. κατ’ αναλογία Ι.Π.Κ. Ηχοκίνηση Λτδ v Σιεγγέρη κ.α. (2016) 2Β ΑΑΔ 1335, 1342, με αναφορά στην R v Sullivan [1945] 30 Cr App R 132 και Police v Petrou (1971) 12 JSC 1524, 1526 – 1527). Εάν ο παραπονούμενος στηρίχθηκε στη δική του κρίση και όχι στην παράσταση τότε ο κατηγορούμενος δεν μπορεί να καταδικαστεί (βλ. Harris’s Criminal Law, ανωτέρω, σελ. 348[6], με αναφορά στην R v Roebuck, D & B 24). Το γεγονός ότι ο παραπονούμενος στηρίχθηκε στη ψευδή δήλωση αποδεικνύεται, κατά κανόνα, με άμεση μαρτυρία (βλ. R v Laverty [1970] 3 All ER 432, 433). Στην απουσία άμεσης μαρτυρίας τέτοιο συμπέρασμα όμως δύναται να εξαχθεί αν τα γεγονότα είναι τέτοια που η ψευδής παράσταση μπορεί να θεωρηθεί ως ο μόνος λόγος παρακίνησης (βλ. Sullivan, ανωτέρω ως εξηγήθηκε στην Laverty, ανωτέρω, σελ. 433). Ως προς τη γνώση του ψευδούς της παράστασης η μαρτυρία μπορεί να είναι περιστατική και όχι κατ’ ανάγκη άμεση (βλ. Harris’s Criminal Law, ανωτέρω, σελ. 348[7]).
477. Τέλος, απαιτείται η ψευδής παράσταση να έγινε εσκεμμένα (wilfully), δηλαδή ηθελημένα και με πρόθεση. Κατ’ αναλογία με το αδίκημα του άρθρου 298 (1) ΠΚ, θα πρέπει να αποδειχθεί πρόθεση καταδολίευσης από πλευράς κατηγορουμένου. Πρόθεση καταδολίευσης είναι η πρόθεση επηρεασμού του παραπονούμενου να πράξει κάτι (προς όφελος του κατηγορούμενου) που διαφορετικά δεν θα έπραττε (βλ. Law Commission, ‘Criminal Law Report on Forgery and Counterfeit Currency’ (Law Com No 55, 1973), σελ. 14 – 15, § 30[8] με αναφορά στην Re London & Globe Finance Corporation Ltd [1903] 1 Ch 728, 732). Η πρόθεση καταδολίευσης πρέπει να υφίσταται κατά το χρόνο της παράστασης (βλ. Ευθυμίου και Κυπριανού, ανωτέρω).
478. Το άρθρο 331 ΠΚ ορίζει την Πλαστογραφία ως εξής:
«Πλαστογραφία είναι ο καταρτισμός πλαστού έγγραφου με σκοπό καταδολίευσης.»
479. Τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος είναι επομένως:
(1) Ο καταρτισμός πλαστού εγγράφου∙
(2) με σκοπό καταδολίευσης.
480. Στο άρθρο 333 ΠΚ ορίζεται, ο καταρτισμός πλαστού εγγράφου ως εξής:
«Καταρτίζει πλαστό έγγραφο όποιος-
(α) καταρτίζει έγγραφο που εμφανίζεται ως να μην είναι στην πραγματικότητα
…….»
481. Η πλαστογραφία είναι αδίκημα πρόθεσης. Το ουσιώδες χαρακτηριστικό του νοητικού στοιχείου στην πλαστογραφία είναι η πρόθεση να παρακινηθεί άλλος να αποδεχθεί το πλαστό έγγραφο ως γνήσιο και, ως εκ τούτου, να κάνει ή να απέχει από κάποια πράξη (βλ. Law Commission, Criminal Law Report on Forgery and Counterfeit Currency (Law Com No 55, 1973), σελ. 16, § 32[9]).
482. Στη Georghiou v Republic (1984) 2 CLR 65, το Ανώτατο Δικαστήριο ανέλυσε εκτενώς την Αγγλική νομολογία επί του θέματος (αναφορικά με το τότε ισχύον Forgery Act 1913) και ειδικότερα τα όσα αναφέρθηκαν στην Welham v DPP [1960] 1 All ER 805 (HL). Η εν λόγω απόφαση υιοθετήθηκε και από το Ανώτατο Δικαστήριο στην Petri v The Police (1968) 2 CLR 40. Η Georghiou, ανωτέρω, υιοθετήθηκε και στις Ioannou v Police (1985) 2 CLR 14 και Τσιέλεπος v Αστυνομίας (2008) 2 ΑΑΔ 457 (βλ. Απόφαση Κραμβή Δ.) και πιο πρόσφατα στη Λεωνίδου v Αστυνομίας, Ποινική Έφεση 85/2020, 28/6/2021.
483. Όσον αφορά την έννοια της λέξης «έγγραφο», αυτή δεν ερμηνεύεται ούτε ορίζεται ρητά στον ΠΚ. Το άρθρο 332, εξαιρεί από την έννοια του εγγράφου, «εμπορικό σήμα ή οποιοδήποτε άλλο σήμα που χρησιμοποιείται σε συνάφεια με εμπορικά είδη και αν ακόμη αυτό είναι γραπτό ή εκτυπωμένο.»
484. Στο άρθρο 336 ΠΚ περιλαμβάνονται κατηγορίες εγγράφων για τα οποία προβλέπεται αυξημένη ποινή. Συγκεκριμένα:
«336. Όποιος πλαστογραφεί διαθήκη, έγγραφο τίτλου γης, δικαστικό πρακτικό, πληρεξούσιο έγγραφο, τραπεζογραμμάτιο, συναλλαγματική, γραμμάτιο εις διαταγή ή άλλο διαπραγματεύσιμο έγγραφο, ασφαλιστήριο, τραπεζιτική επιταγή ή άλλη εξουσιοδότηση πληρωμής χρημάτων από πρόσωπο που διεξάγει εργασία ως τραπεζίτης, περιλαμβανομένης πιστωτικής κάρτας, υπόκειται σε φυλάκιση δεκατεσσάρων χρόνων.»
485. Στη Χατζηλούκα v Δημοκρατίας (1992) 2 ΑΑΔ 294, κρίθηκε ότι αποδείξεις πληρωμής και παραλαβής χρημάτων δεν ενέπιπταν στο άρθρο 336 ΠΚ.
486. Στο Αγγλικό δίκαιο, πριν τη θέσπιση του Forgery and Counterfeiting Act 1981, η κρατούσα άποψη, για το τί συνιστά έγγραφο, για τους σκοπούς του αδικήματος, υποστήριζε ότι ακόμη και αν το πράγμα που φερόταν ότι είναι πλαστό ήταν γραπτό (writing), εάν προοριζόταν να έχει χρησιμότητα άλλη από το γεγονός ότι το περιεχόμενό του μετέφερε πληροφορίες ή κατέγραφε μια υπόσχεση, δεν ήταν έγγραφο (document), λ.χ. η ψευδής επιγραφή σε περιτύλιγμα (R v Smith (1858) Dears & B 566) ή η ψευδής υπογραφή καλλιτέχνη σε πίνακα (R v Closs (1858) Dears & B 460) (βλ. Criminal Law Report on Forgery and Counterfeit Currency, σελ. 10, § 19[10]).
487. Εν προκειμένω δεν αμφισβητείται ότι τα επίδικα έγγραφα ήταν έγγραφα εν τη εννοία του άρθρου 331 ΠΚ.
488. Δεν αρκεί να αποδειχθεί ότι το έγγραφο περιέχει κάποια ψευδή δήλωση (βλ. R v Windsor (1865) Cox 118, 123[11]). Το ίδιο το έγγραφο πρέπει να ψεύδεται για το τι αυτό είναι. Στη Georghiou, ανωτέρω, αναφέρθηκαν τα ακόλουθα στη σελ. 91:
‘‘No forgery is committed unless the document tells a lie about itself. This proposition is generally sound in law and is reflected in the definition of “forgery” in R. v. Ritson [1869] L.R. 1 C.С.R. 200, defining the crime as the fraudulent making of an instrument which purports to be that which it is not’’.
489. Η αποστολή επομένως ενός τηλεγραφήματος σε εφημερίδα που περιέχει ψευδή είδηση δεν είναι πλαστογραφία (βλ. R v Horner (1910) 74 JP 216). Αν όμως είχε αποσταλεί επ’ ονόματι δημοσιογράφου που ουδέποτε απέστειλε ή εξουσιοδότησε την αποστολή του εν λόγω τηλεγραφήματος, η πράξη θα συνιστούσε πλαστογραφία, αφού το τηλεγράφημα θα παρουσιαζόταν ως δικό του, χωρίς να είναι (βλ. JWC Turner, Kenny’s Outlines of Criminal Law (18th ed Cambridge University Press, Cambridge 1962) σελ. 375, § 387[12])
490. Το άρθρο 334 ΠΚ καθορίζει πότε τεκμαίρεται η πρόθεση καταδολίευσης, η οποία αποτελεί με βάση το άρθρο 331 ΠΚ, συστατικό στοιχείο για το αδίκημα της πλαστογραφίας. Παρόλα αυτά, η διατύπωση του άρθρου 334 ΠΚ δεν αναφέρει με σαφήνεια την έννοια του όρου πρόθεση καταδολίευσης. Παρέχει όμως κάποιες ενδείξεις για την ερμηνεία του σε σχέση με το αδίκημα της πλαστογραφίας. Αναφέρονται στο άρθρο 334 ΠΚ τα ακόλουθα:
«Πρόθεση καταδολίευσης τεκμαίρεται, αν φαίνεται ότι κατά το χρόνο όταν καταρτίστηκε το πλαστό έγγραφο υπήρχε συγκεκριμένο πρόσωπο, εξακριβωμένο ή όχι, που δύναται να καταδολιευθεί με το έγγραφο, και το τεκμήριο αυτό δεν ανατρέπεται με την απόδειξη ότι ο υπαίτιος έλαβε ή προετίθετο να λάβει μέτρα για να αποτρέψει την καταδολίευση στην πράξη τέτοιου προσώπου, ή για το γεγονός ότι ο υπαίτιος είχε ή νόμιζε ότι είχε δικαίωμα στο πράγμα που θα αποκτώταν με το πλαστό έγγραφο».
491. Με βάση τη νομολογία (βλ. Georghiou, Ioannou, Τσιέλεπος και Welham, ανωτέρω) η πρόθεση καταδολιεύσεως, που προβλέπεται στο άρθρο 331 ΠΚ, δεν συνεπάγεται στην ύπαρξη προθέσεως προκλήσεως βλάβης σε συγκεκριμένο πρόσωπο. Το αδίκημα της πλαστογραφίας αποδεικνύεται εφόσον η απάτη που προκαλείται με το πλαστό έγγραφο μπορεί να οδηγήσει κάποιο πρόσωπο – όχι ένα συγκεκριμένο πρόσωπο – να ενεργήσει σε βλάβη του, όχι κατ’ ανάγκη οικονομικής φύσεως. Η πιθανότητα βλάβης, είναι αρκετή.
492. Στην R v Allsop (1977) 64 Cr App R 29 (βλ. Τσιέλεπος, ανωτέρω, σελ. 471 και Ioannou, ανωτέρω, σελ. 27), υπογραμμίστηκε ότι ο στόχος των πλαστογράφων είναι γενικά να ωφελήσουν τον εαυτό τους· η βλάβη στα θύματα είναι δευτερεύουσας σημασίας. Ο κύριος στόχος των πλαστογράφων που έχουν την απαιτούμενη εγκληματική πρόθεση είναι να αλλοιώσουν μια εικόνα πραγμάτων προς όφελος τους. Αν, ως αποτέλεσμα αυτής της εξαπατήσεως, ένα άλλο πρόσωπο οδηγείται στο να ενεργήσει σε βλάβη του, όπως τούτο έχει καθορισθεί προηγουμένως, τότε διαπράττεται το έγκλημα της πλαστογραφίας.
493. Όπως αναφέρθηκε στη Georghiou, ανωτέρω, σελ. 96, η Αγγλική νομολογία, ταυτίζεται με τα όσα αναφέρονται και στο άρθρο 334 ΠΚ, όπου, πρόθεση καταδολίευσης τεκμαίρεται, αν φαίνεται ότι κατά το χρόνο όταν καταρτίστηκε το πλαστό έγγραφο υπήρχε συγκεκριμένο πρόσωπο, εξακριβωμένο ή όχι, που ήταν δυνατό να καταδολιευθεί με το έγγραφο. Το τεκμήριο αυτό δεν ανατρέπεται με την απόδειξη ότι ο υπαίτιος έλαβε ή προτίθετο να λάβει μέτρα για να αποτρέψει την καταδολίευση στην πράξη τέτοιου προσώπου, ή για το γεγονός ότι ο υπαίτιος είχε ή νόμιζε ότι είχε δικαίωμα στο πράγμα που θα αποκτάτο με το πλαστό έγγραφο.
ΚΒ.4. ΔΟΛΙΑ ΑΠΟΦΥΓΗ ΦΠΑ – ΑΡΘΡΟ 46(1) ΤΟΥ Ν.95(Ι)/2000:
494. Σύμφωνα με το άρθρο 46(1) του Ν.95(Ι)/2000:
«46.—(1) Οποιοδήποτε πρόσωπο ενέχεται σε δόλια αποφυγή καταβολής ΦΠΑ ή προβαίνει σε ενέργειες με σκοπό τη δόλια αποφυγή καταβολής ΦΠΑ, είτε από το ίδιο είτε από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και υπόκειται σε χρηματική ποινή μέχρι το τριπλάσιο του ποσού του ΦΠΑ που οφείλεται ή σε φυλάκιση μέχρι τρία έτη ή και στις δύο αυτές ποινές.»
495. Η εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής ανέφερε ότι για την έννοια του δόλου (σε αδικήματα φόρου γενικά) σχετική είναι η Hodfield v Διευθύντριας Τμήματος Τελωνείων (2002) 2 ΑΑΔ 414, όπου υιοθετήθηκε η Αγγλική νομολογία επί του θέματος. Στην εν λόγω απόφαση γίνεται παραπομπή και στην A–G’s Ref (No. 1 of 1981) [1982] 2 All ER 417. Σημειώνουμε ότι η υπόθεση αφορούσε αδίκημα με βάση το s. 170 (2) του Customs and Excise Management Act 1979. Οι ίδιες αρχές όμως εφαρμόζονται και για τα αντίστοιχα αδικήματα του ΦΠΑ στην Αγγλία (βλ. Value Added Tax Act 1994, s.72, Blackstone’s Criminal Practice 2025, ηλεκτρονική έκδοση, Section B, §§ B16.10, B16.44 και B16.48). Συμφωνούμε με την Εκπρόσωπο της Κατηγορούσας Αρχής ότι το άρθρο 46 (1) του Ν.95(Ι)/2000, ταυτίζεται με το αντίστοιχο Αγγλικό s.72 (1) του Value Added Tax Act 1994.
496. Στην A–G’s Ref (No. 1 of 1981), ανωτέρω, αναφέρθηκαν τα ακόλουθα στη σελ. 422:
‘In the result we have come to the conclusion that the presence of the word 'fraudulent' in s 170(2) of the Customs and Excise Management Act 1979 has the effect that, in prosecutions under that provision for fraudulent evasion or attempted evasion of a prohibition or restriction with respect to goods or duty chargeable thereon, the prosecution must prove fraudulent conduct in the sense of dishonest conduct deliberately intended to evade the prohibition or restriction with respect to, or the duty chargeable on, goods as the case may be. There is no necessity for the prosecution to prove acts of deceit practised on a customs officer in his presence.’
497. Σε σχέση με το actus reus του αδικήματος, δεν απαιτείται η απόδειξη πράξεων καταδολίευσης κατά λειτουργού (βλ. Blackstone’s Criminal Practice 2025, ανωτέρω, § B16.44). Η αποφυγή (evasion) απαιτεί την αποφυγή πράξης από υπόχρεο πρόσωπο (βλ. R v Bajwa and others [2012] 1 All ER 348, 376, § 91[13]).
498. Σε σχέση με το απαιτούμενο mens rea, η Κατηγορούσα Αρχή πρέπει να αποδείξει δόλια συμπεριφορά εν τη εννοία της ανέντιμης συμπεριφοράς που αποσκοπεί να αποφύγει την απαγόρευση ή τον περιορισμό όσον αφορά ή τον φόρο που επιβάλλεται ανάλογα με την περίπτωση (βλ. Blackstone’s Criminal Practice 2025, ανωτέρω, § B16.48). Ένα άτομο αποφεύγει μια υποχρέωση με δόλο εάν, τη στιγμή που προκύπτει η υποχρέωση, σκοπεύει ανέντιμα να μην την εκπληρώσει (βλ. Bajwa, στη σελ. 376, § 91[14]). Ένα άτομο μπορεί να αποφύγει να πράξει κάτι μόνο αν γνωρίζει ότι είναι υποχρεωμένο να το πράξει. Θα αποφύγει την υποχρέωση εάν εσκεμμένα οργανώνει τις υποθέσεις του έτσι ώστε να είναι σε θέση να αποφύγει να πράξει αυτό που γνωρίζει ότι είναι υπόχρεο να πράξει (βλ. Bajwa, στη σελ. 376, § 91[15]). Το ερώτημα είναι αν έχει λάβει μέτρα για να αποφύγει μια (φορολογική) υποχρέωση που γνωρίζει ότι πρέπει να καταβάλει (βλ. Bajwa, στη σελ. 376, § 92[16]).
ΚΒ.5. ΔΟΛΙΑ ΑΠΟΦΥΓΗ ΦΠΑ – ΑΡΘΡΟ 46(3) ΤΟΥ Ν.95(Ι)/2000
499. Σύμφωνα με το άρθρο 46(3) του Ν.95(Ι)/2000:
«(3) Οποιοδήποτε πρόσωπο—
(α) Με πρόθεση εξαπάτησης, προσάγει, παραδίδει ή αποστέλλει για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου ή κατ' άλλον τρόπο χρησιμοποιεί για εκείνους τους σκοπούς οποιοδήποτε έγγραφο που είναι αναληθές σε ουσιώδες στοιχείο˙ ή
(β) κατά την παροχή οποιωνδήποτε πληροφοριών για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου προβαίνει σε οποιαδήποτε δήλωση που γνωρίζει ότι είναι αναληθής σε ουσιώδες στοιχείο ή απερίσκεπτα προβαίνει σε δήλωση που είναι αναληθής σε ουσιώδες στοιχείο,
είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και υπόκειται σε χρηματική ποινή μέχρι το τριπλάσιο του ποσού του ΦΠΑ που οφείλεται ή σε φυλάκιση μέχρι τρία έτη ή και στις δύο αυτές ποινές.
(4) Η αναφορά του εδαφίου 3 (α) πιο πάνω σε προσαγωγή, παράδοση, αποστολή ή κατ' άλλο τρόπο χρησιμοποίηση εγγράφου που είναι αναληθές σε ουσιώδες στοιχείο, με πρόθεση εξαπάτησης, περιλαμβάνει αναφορά σε παράδοση, αποστολή ή χρησιμοποίηση κατ' άλλο τρόπο τέτοιου εγγράφου, με πρόθεση εξασφάλισης ότι μια συσκευή θα ανταποκριθεί στο έγγραφο ωσάν να ήταν αληθινό έγγραφο.
(5) Η αναφορά στα εδάφια (3) (α) και (4) πιο πάνω σε προσαγωγή, παράδοση ή αποστολή εγγράφου περιλαμβάνει και αναφορά σε οποιαδήποτε πράξη που έχει ως αποτέλεσμα έγγραφο να προσαχθεί, παραδοθεί ή αποσταλεί.»
500. Το αδίκημα είναι το ίδιο με αυτό που προβλέπεται στο s.72 (3) του Value Added Tax Act 1994. Το αδίκημα διαπράττεται με την προσαγωγή ή παράδοση ή αποστολή ή κατ’ άλλον τρόπο χρησιμοποιεί για εκείνους τους σκοπούς, εγγράφου που περιέχει αναληθή δήλωση σε ουσιώδες στοιχείο με πρόθεση εξαπάτησης (βλ. άρθρο 46 (3) (α)) ή αν κατά την παροχή πληροφοριών (για τους σκοπούς του νόμου) προβαίνει, εν γνώση του ή απερίσκεπτα, σε δήλωση αναληθή σε ουσιώδες στοιχείο (βλ. άρθρο 46 (3) (β)).
501. Η Κατηγορούσα Αρχή οφείλει να αποδείξει γνώση του κατηγορουμένου για τις σχετικές – με το αδίκημα – περιστάσεις (relevant circumstances) (βλ. Blackstone’s Criminal Practice 2025, ανωτέρω, § B16.48).
ΚΒ.6. ΑΥΣΤΗΡΗ ΕΥΘΥΝΗ ΑΞΙΩΜΑΤΟΥΧΩΝ
502. Σύμφωνα με το άρθρο 48 (1) του Ν.95(Ι)/2000:
«48.—(1) Όταν διαπράττεται ποινικό αδίκημα που αναφέρεται στον παρόντα Νόμο από νομικό πρόσωπο, την ευθύνη για το αδίκημα αυτό φέρουν εκτός από το ίδιο το νομικό πρόσωπο, οι σύμβουλοι ή οι διευθύνοντες αξιωματούχοι του νομικού προσώπου.
(2) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου "διευθύνων αξιωματούχος", σε σχέση με νομικό πρόσωπο, σημαίνει οποιοδήποτε διευθυντή, γραμματέα ή άλλο παρόμοιο αξιωματούχο του νομικού προσώπου ή οποιοδήποτε πρόσωπο που φέρεται ότι ενεργεί σε σχέση με οποιαδήποτε τέτοια ιδιότητα ή ως σύμβουλος.»
503. Το λεκτικό αυτό δημιουργεί αδίκημα αυστηρής ευθύνης (βλ. ΓΕ v Σπύρου, Ποινικές Εφέσεις 276/2015 και 277/2015, 12/4/2017). Όπως επισημαίνεται στη Μαρκίδης v Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Νομικό Ερώτημα) (2002) 2 ΑΑΔ 316, 320, ο σκοπός του νομοθέτη είναι ο καταλογισμός ευθύνης και τιμωρίας σε αξιωματούχους ενός νομικού προσώπου, ώστε να διασφαλίζεται η εκπλήρωση των νομικών υποχρεώσεων του νομικού προσώπου, μέσω του κολασμού των αξιωματούχων του (βλ. επίσης Μελάς v ΓΕ (2008) 2 ΑΑΔ 412, 427 και Σπύρου, ανωτέρω). Στις περιπτώσεις που ο νόμος δημιουργεί αδίκημα αυστηρής ή απόλυτης ευθύνης δεν απαιτείται απόδειξη ένοχης διάνοιας (mens rea) εφόσον η ένοχη διάνοια δεν είναι συστατικό στοιχείο του αδικήματος (βλ. Σπύρου, ανωτέρω με αναφορά στις Sea Island & Tours Ltd v KOT (1995) 2 AAΔ 196, ΓΕ v Δημητρίου (2010) 2 ΑΑΔ 298 και Aestas Trading Ltd κ.α. v ΚΟΤ (2015) 2Β Α.Α.Δ 570). Κατά συνέπεια, οποτεδήποτε ένα νομικό πρόσωπο διαπράττει αδίκημα προνοούμενο από τον Ν.95(Ι)/2000, ποινικώς υπεύθυνοι είναι και οι Διευθύνοντες Σύμβουλοι του. Πρόκειται δηλαδή για απόλυτο αδίκημα (absolute offence) και αποτελεί καταστρατήγηση του νόμου η εξέταση από το Δικαστήριο ύπαρξης ή ανυπαρξίας ένοχης διάνοιας (mens rea) (βλ. Σπύρου, ανωτέρω).
504. Σημειώνεται ότι δεν υπάρχουν τυπικοί Διευθύνοντες Σύμβουλοι ενός νομικού προσώπου. Από τη στιγμή που ένα άτομο διορίζεται Διευθύνων Σύμβουλος εταιρείας έχει όλες τις ευθύνες και υποχρεώσεις ενός Διευθύνοντος Συμβούλου όπως αυτές καθορίζονται από τον περί Εταιρειών Νόμο, Κεφ. 113 (βλ. ΓΕ v Σολομωνίδη κ.α., Ποινικές Εφέσεις 323/2015, 324/2015 και 325/2015, 18/12/2018). Δεν καθίστανται όμως οφειλέτες του οφειλόμενου φόρου (βλ. Ασσιώτης κ.α. v Εφόρου Φορολογίας, Ποινική Έφεση 143/2020, 12/4/2021 και Μαρκίδης, ανωτέρω, στη σελ. 319, ως προς την ερμηνεία χρέωστη δυνάμει του άρθρου 9 του περί Πτωχεύσεως Νόμου, Κεφ. 5).
ΚΓ. ΕΥΡΗΜΑΤΑ – ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
ΚΓ.1. ΣΥΝΩΜΟΣΙΑ ΓΙΑ ΚΑΤΑΔΟΛΙΕΥΣΗ ΚΑΙ ΕΞΑΣΦΑΛΙΣΗ ΕΓΓΡΑΦΗΣ ΜΕ ΨΕΥΔΕΙΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ (ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ 1, 2, 3, 8, 9 ΚΑΙ 10 – ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΙ 1, 2, 4, 5, 6 ΚΑΙ 7)
505. Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες των κατηγοριών 1 – 3, οι κατηγορούμενοι 1, 2, 4, 5, 6 και 7, συνωμότησαν μεταξύ τους και με άλλο πρόσωπο όπως, με δόλιο μέσο, καταδολιεύσουν την Κυπριακή Δημοκρατία, δηλαδή να εξασφαλίσουν την κατ’ εξαίρεση πολιτογράφηση των αλλοδαπών M, σε άγνωστη ημερομηνία, μεταξύ της 24/11/2017 και της 13/11/2018, (κατηγορία 1), του B, σε άγνωστη ημερομηνία, μεταξύ της 24/11/2017 και της 17/1/2019 (κατηγορία 2) και της E, σε άγνωστη ημερομηνία, μεταξύ της 24/11/2017 και της 22/8/2019 (κατηγορία 3) παρουσιάζοντας στοιχεία που να δείχνουν ότι ικανοποιείτο το οικονομικό κριτήριο της επένδυσης ύψους τουλάχιστον €2.000.000, όπως αυτό καθοριζόταν ως κριτήριο Α1 στην απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ημερομηνίας 13/9/2016, με σκοπό να εκδοθεί πιστοποιητικό πολιτογράφησης των πιο πάνω προσώπων, ενώ στην πραγματικότητα δεν θα ικανοποιείτο το εν λόγω κριτήριο.
506. Με τις κατηγορίες 8 – 10, οι κατηγορούμενοι 1, 2, 4, 5, 6 και 7, κατηγορούνται ότι εσκεμμένα και με ψευδή παράσταση, εξασφάλισαν τις εν λόγω εγγραφές.
507. Αποτελούσε καίρια για την Κατηγορούσα Αρχή θέση ότι οι συμφωνίες διαχείρισης ήταν πλασματικές, ότι δηλαδή ήταν προκάλυμμα επιστροφής του ποσού των €1.050.000 στους επενδυτές οι οποίοι εξασφάλισαν Κυπριακή Υπηκοότητα χωρίς να επενδύσουν το ποσό των €2.000.000 που απαιτείτο από τον καθένα από αυτούς.
508. Από την ενώπιον μας μαρτυρία έχει γίνει δεκτό ότι συμφωνίες ενοικίασης ή διαχείρισης, ακόμη και της μόνιμης ιδιόκτητης κατοικίας, δεν απαγορεύονταν για επενδύσεις με βάση το κριτήριο Α1 της Απόφασης ΥΣ 13/6/2016. Αυτό αναφέρθηκε από τη ΜΚ 2 και τον ΜΚ 6 αλλά και υπήρχε σε απαντήσεις του ΥΠΕΣ σε έντυπα ερωτοαπαντήσεων (βλ. Τεκμήριο 40, σελ. 6, ερ. 2).
509. Το γεγονός ότι δεν απαγορεύονταν δεν σημαίνει βεβαίως ότι συμφωνία που απέληγε σε επιστροφή χρημάτων επιτρεπόταν. Τούτο όμως ήταν το ζητούμενο που όφειλε να αποδείξει η Κατηγορούσα Αρχή και εσφαλμένα όπως αναφέραμε, αποτέλεσε το δεδομένο με βάση το οποίο κινήθηκε η διερεύνηση.
510. Θα έπρεπε επομένως να αποδειχθεί, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας ότι στη φύση της η συναλλαγή δεν ήταν γνήσια, στο σύνολο της και ότι οι Μ, Β και Ε δεν είχαν επενδύσει €2.000.000 έκαστος ως αναφερόταν στα αγοραπωλητήρια έγγραφα και στις αιτήσεις τους.
511. Αυτό ασφαλώς, με την απουσία άμεσης μαρτυρίας, θα μπορούσε να γίνει με την παρουσίαση περιστατικής μαρτυρίας που στο σύνολο της δεν θα άφηνε κανένα άλλο εύλογο ενδεχόμενο.
512. Εν προκειμένω:
(1) Με την απόρριψη της μαρτυρίας του ΜΚ 9 και την αποδοχή της μαρτυρίας του ΜΥ 3 δεν αποδείχθηκε η θέση της Κατηγορούσας Αρχής ότι η αξία των διαμερισμάτων υπερεκτιμήθηκε, ότι δηλαδή πωλήθηκαν σε τιμή που δεν ανταποκρινόταν στην πραγματική τιμή.
(2) Επί τούτου εμφαντικά σημειώνεται ότι και στο κείμενο ερωτοαπαντήσεων του ΥΠΕΣ (Τεκμήριο 40) η πραγματική αξία ήταν αδιάφορη, αυτό που είχε σημασία ήταν η τιμή πώλησης.
(3) Με την αποδοχή της μαρτυρίας του ΜΥ 2, καταδείχθηκε ότι οι πράξεις είχαν οικονομική λογική (όχι μόνο για σκοπούς πολιτογράφησης), ήταν ευνοϊκές δηλαδή κατά τον χρόνο συνομολόγησης για τον επενδυτή και τον πωλητή. Ως ορθά, κατά την άποψη μας, ανέφερε ο ΜΥ 2, οι συμφωνίες πρέπει να κριθούν από οικονομικής άποψης κατά τον χρόνο σύναψης των συμφωνιών και όχι από το αποτέλεσμα. Η καθυστέρηση, λόγω οικονομικών δυσκολιών του πωλητή αλλά και προσπάθειας του να εξασφαλίσει μεγαλύτερη κάλυψη ορόφων για μεγιστοποίηση του κέρδους ήταν εύλογα ορατή. Τα προβλεπόμενα ενοίκια σε περίπτωση έγκαιρης ανέγερσης, όπως κατέδειξε ο ΜΥ 3 ενίσχυαν την οικονομική λογική της πράξης.
(4) Περαιτέρω, ουδέποτε παρουσιάστηκε ενώπιον μας από πλευράς ΥΠΟΙΚ ποια ήταν η ακολουθητέα πρακτική τους σε σχέση με αυτά τα ζητήματα. Η κατάθεση του κ. [Κ], θέτει εν αμφιβόλω, το αν τέτοιες συμφωνίες διαχείρισης ως οι επίδικες θα έθεταν τέρμα στην πορεία των αιτήσεων και θα απέληγαν σε απόρριψη τους. Δεν τέθηκε ενώπιον μας ότι η καταβολή προκαταβολικά του ποσού διαχείρισης επίσης θα έθετε την αίτηση για πολιτογράφηση εν αμφιβόλω. Αν δηλαδή υπήρχε χρονικός περιορισμός ως προς το πότε η έναρξη ενοικίασης ή διαχείρισης επιτρεπόταν.
(5) Υπενθυμίζεται ότι στη σελ. 6, ερ. 4 του Τεκμηρίου 40, η απάντηση για τη δυνατότητα ενοικίασης είναι θετική. Τούτο συνάδει και με τη μαρτυρία των ΜΚ 2 και ΜΚ 6. Σημειώνουμε σε σχέση με αυτό ότι ουδείς των μαρτύρων μας ανέφερε αν οποιαδήποτε συμφωνία ενοικίασης ή διαχείρισης θα έπρεπε να τεθεί σε γνώση του ΥΠΕΣ ή του ΥΠΟΙΚ, και αν ναι, πότε. Αυτό που διαπιστώνουμε είναι ότι ζητούντο, βεβαιώσεις για την πρόοδο εργασιών σε ανεγειρόμενες οικοδομές, βεβαιώσεις ότι το πωλητήριο ήταν ακόμη καταχωρισμένο στο Κτηματολόγιο, ή ότι ο επενδυτής συνέχιζε να ήταν κατά νόμο ιδιοκτήτης.
(6) Η μη διερεύνηση των άλλων επενδύσεων του Μ στη Δημοκρατία, θέτει εν αμφιβόλω, την πρόθεση καταδολίευσης από πλευράς κατηγορουμένων, αφού τίθεται το εύλογο ερώτημα γιατί να κάνει άλλη επένδυση και να υπονομεύσει την αρχική του επένδυση (που ήταν και η καίρια για εξασφάλιση υπηκοότητας).
513. Το γεγονός ότι υπήρχαν λάθη στη διατύπωση των συμφωνιών διαχείρισης, ή ότι στάλθηκαν λανθασμένα κείμενα σε τράπεζες θα μπορούσαν να αποτελέσουν μέρος της αλυσίδας για απόδειξη της υπόθεσης. Από μόνα τους όμως δεν αποδεικνύουν τίποτε. Η δε συμφωνία διαχείρισης των €2.250.000 δεν καταδείχθηκε ότι είχε αποτελέσει βάση για οποιαδήποτε συναλλαγή. Η ύπαρξη της μας προβλημάτισε. Η συμφωνία όμως δεν διερευνήθηκε. Αξίζει να σημειωθεί ότι ουδείς των κατηγορουμένων ανακρίθηκε ποτέ σε σχέση με αυτή.
514. Ως εκ τούτου δεν αποδείχθηκε η ύπαρξη συνωμοσίας των κατηγορουμένων 1, 2, 4, 5, 6 και 7 με άλλο πρόσωπο, όπως με δόλιο μέσο αποκτήσουν οι Μ, Β και Ε υπηκοότητα χωρίς να πληρούν το κριτήριο Α1 της Απόφασης ΥΣ 13/9/2016. Ως εκ τούτου οι κατηγορίες 1 – 3 δεν έχουν αποδειχθεί.
515. Το ίδιο ισχύει και για τις κατηγορίες 8 – 10, ότι δηλαδή η μη παρουσίαση των συμφωνιών διαχείρισης στο ΥΠΕΣ και στο ΥΠΟΙΚ και ότι η εν γένει συμπεριφορά των κατηγορουμένων, συνιστούσε ψευδείς παραστάσεις ότι τα εν λόγω πρόσωπα πληρούσαν τα κριτήρια πολιτογράφησης.
ΚΓ.2. ΣΥΝΩΜΟΣΙΑ ΓΙΑ ΚΑΤΑΔΟΛΙΕΥΣΗ ΚΑΙ ΠΛΑΣΤΟΓΡΑΦΙΑ ΕΓΓΡΑΦΟΥ (ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ 17 ΚΑΙ 18 – ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΙ 1, 2, 4, 5 ΚΑΙ 7)
516. Αναφορικά με τις κατηγορίες 17 και 18, η υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής ήταν ότι οι κατηγορούμενοι 1, 2, 4, 5 και 7 κατήρτισαν πλαστό έγγραφο με σκοπό να καταδολιεύσουν την Κυπριακή Δημοκρατία, δηλαδή κατήρτισαν τη συμφωνία πώλησης ημερομηνίας 16/2/2018 που αφορούσε στην αγορά διαμερίσματος με αριθμό 204 στην υπό ανέγερση πολυκατοικία [C] στη Λεμεσό στη βάση σχεδίων που αποτελούσαν μέρος της πιο πάνω συμφωνίας, ενώ στην πραγματικότητα το εν λόγω διαμέρισμα δεν υφίστατο επί των σχεδίων που υποβλήθηκαν στην αρμόδια αρχή για εξασφάλιση πολεοδομικής άδειας, με σκοπό αυτή να αποτελέσει μέρος της αίτησης για κατ’ εξαίρεση πολιτογράφηση του αλλοδαπού Β και εγκριθεί.
517. Από τη μαρτυρία του ΜΚ 8 δεχθήκαμε ότι, παρά τις διάφορες αιτήσεις για πολεοδομική άδεια που υποβλήθηκαν κατά καιρούς, ουδέποτε φαίνεται να εξασφαλίστηκε άδεια που να αφορούσε σχέδιο με το διαμ. 204. Είναι γεγονός ότι δεν γνωρίζουμε αν η αρχική αίτηση των 21 διαμερισμάτων το περιλάμβανε. Το κενό αυτό θεωρούμε είναι καίριας σημασίας στην απόδειξη των κατηγοριών. Αυτό που επίσης διαφάνηκε από τη μαρτυρία του ΜΚ 8 ήταν ότι διάφορες αιτήσεις καταχωρίστηκαν κατά καιρούς με σκοπό την αύξηση των ορόφων. Από την άλλη στο ίδιο το πωλητήριο και δη στον όρο 3.5. γίνεται αναφορά ότι κατά τον χρόνο συνομολόγησης της συμφωνίας δεν υπήρχε σε ισχύ άδεια για το εν λόγω διαμέρισμα.
518. Μας δημιουργείται αμφιβολία κατά πόσο τα δεδομένα αυτά μπορούν να οδηγήσουν σε συμπέρασμα ότι το αγοραπωλητήριο ήταν πλαστό ότι δηλαδή δεν ήταν αυτό που παρουσιαζόταν ότι ήταν, ήτοι πώληση του διαμερίσματος 204 στο κτήριο «Corniche». Κρίνουμε ότι οι κατηγορίες 17 και 18 δεν έχουν αποδειχθεί.
ΚΓ.3. ΣΥΝΩΜΟΣΙΑ ΓΙΑ ΚΑΤΑΔΟΛΙΕΥΣΗ ΚΑΙ ΔΟΛΙΑ ΑΠΟΦΥΓΗ ΦΠΑ (ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ 4, 5, 6, 11, 12 ΚΑΙ 13 – ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΙ 2, 3 ΚΑΙ 4)
519. Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες των κατηγοριών 4 – 6, οι κατηγορούμενοι 2, 3 και 4 κατηγορούνται ότι σε άγνωστη ημερομηνία μεταξύ της 24/11/2017 και της 21/11/2018 συνωμότησαν μεταξύ τους και με άλλο πρόσωπο όπως, με δόλιο μέσο, καταδολιεύσουν την Κυπριακή Δημοκρατία, δηλαδή να υποβάλουν αιτήσεις στο Τμήμα Φορολογίας του Υπουργείου Οικονομικών ότι τα διαμερίσματα, στην υπό ανέγερση πολυκατοικία [C] στη Λεμεσό, με αριθμό 203, θα χρησιμοποιούνταν, από τον M (κατηγορία 4), με αριθμό 204, από τον B (κατηγορία 5), με αριθμό 202, από την E (κατηγορία 6), ως κύριες και μόνιμες κατοικίες ώστε να εφαρμοστεί μειωμένος συντελεστής κατά τον υπολογισμό του οφειλόμενου ΦΠΑ για την αγορά του εν λόγω διαμερίσματος, αποκρύπτοντας την ύπαρξη συμφωνιών διαχείρισης των εν λόγω διαμερισμάτων, με σκοπό το Τμήμα Φορολογίας να πειστεί ότι ικανοποιούνταν οι εκ του νόμου προϋποθέσεις και εγκρίνει τις αιτήσεις.
520. Με τις κατηγορίες 11 – 13, οι κατηγορούμενοι 2, 3 και 4 κατηγορούνται ότι την 21/11/2018 προέβησαν σε ενέργειες με σκοπό την δόλια αποφυγή καταβολής ΦΠΑ, δηλαδή συνέταξαν και υπέβαλαν στο Τμήμα Φορολογίας, εκ μέρους του M (κατηγορία 11), του B (κατηγορία 12) και της E (κατηγορία 13), Υπεύθυνες Δηλώσεις για επιβολή μειωμένου συντελεστή ΦΠΑ αναφορικά με την αγορά διαμερισμάτων, ενώ γνώριζαν την ύπαρξη συμφωνιών διαχείρισης για τα εν λόγω διαμερίσματα.
521. Η εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής διευκρίνισε ότι «το άλλο πρόσωπο» ήταν ο Μ.
522. Οι αιτήσεις των Μ, Β και Ε υποβλήθηκαν στις 21/11/2018, με εξουσιοδοτημένο πρόσωπο να λειτουργήσει γι’ αυτούς τον ΜΚ 11. Ο ΜΚ 11 συμπλήρωσε τις αιτήσεις και επισύναψε τα αναγκαία έγγραφα. Αν και ενήργησε υπό τις οδηγίες της διεύθυνσης δεν έχει διευκρινιστεί ο ακριβής ρόλος του κατηγορούμενου 3 στην όλη διαδικασία.
523. Οι αιτήσεις των Μ και Β εγκρίθηκαν στις 21/1/2019, και της Ε στις 6/12/2018. Σύμφωνα με παραδοχή του κατηγορούμενου 2, στην κατάθεση του, ο μειωμένος συντελεστής ΦΠΑ για 5%, ζητήθηκε από τους αγοραστές. Ως εκ τούτου η κατηγορούμενη 4 συνεργάστηκε, έστω και αν η θέση του ήταν στο μέλλον ότι αν αποφάσιζαν ότι θα «ήταν η κύρια και μόνιμη κατοικία τους με την παράδοση των διαμερισμάτων θα πληρώνονταν και οι ανάλογοι φόροι».
524. Σημειώνουμε ότι σύμφωνα με το Παράρτημα 5 του Ν.95(Ι)/2000:
«‘δικαιούχο πρόσωπο’ σημαίνει κάθε φυσικό πρόσωπο, το οποίο:
(i) έχει συμπληρώσει το δέκατο όγδοο (18ο) έτος της ηλικίας του κατά την ημερομηνία που υποβάλλει αίτηση για επιβολή μειωμένου συντελεστή για την ανέγερση ή την παράδοση κατοικίας·
(ii) αποκτά κατοικία για χρήση της ως κύριο και μόνιμο χώρο διαμονής στη Δημοκρατία˙
(iii) δεν έχει οποιαδήποτε άλλη κατοικία στη Δημοκρατία, την οποία έχει αποκτήσει με την επιβολή μειωμένου συντελεστή ΦΠΑ·
(iv) σε περίπτωση που έχει λάβει οποιαδήποτε χορηγία για την απόκτηση κατοικίας με βάση τον περί Ειδικής Χορηγίας (Αγορά ή Ανέγερση Κατοικίας) Νόμο, την έχει επιστρέψει όπως προνοούσαν οι διατάξεις αυτού.
‘ιδιοκατοίκηση’ σημαίνει την κατοίκηση σε ιδιόκτητη κατοικία· ‘κατοικία’ σημαίνει ειδικά σχεδιασμένο και διαμορφωμένο, στεγασμένο κτίριο, το οποίο χρησιμοποιείται ή προορίζεται να χρησιμοποιηθεί από το δικαιούχο πρόσωπο ως κύριος και μόνιμος χώρος διαμονής στη Δημοκρατία·»
525. Το γεγονός ότι είχαν υπογραφεί οι εν λόγω συμφωνίες διαχείρισης δεν τους καθιστούσαν δικαιούχους για καταβολή μειωμένου συντελεστή ΦΠΑ.
526. Ο φόρος που θα οφειλόταν εάν ακυρωνόταν η έγκριση ανέρχεται στα €235.294,12 για κάθε διαμέρισμα, σύνολο €705.882,36.
527. Από τα πιο πάνω προκύπτει ότι ο ΜΚ 11, ως εκπρόσωπος της κατηγορούμενης 4, εν γνώση του κατηγορούμενου 2 υπέβαλε εκ μέρους των Μ, Β και Ε τις αιτήσεις. Εκείνο που δεν έχει καταδειχθεί είναι η ακριβής συμμετοχή του κατηγορούμενου 3 η αυτή του Μ. Η παραδοχή του κατηγορούμενου 2, που δεν υιοθετήθηκε ενόρκως, δεσμεύει μόνο τον ίδιο. Οι κατηγορίες της συνωμοσίας (κατηγορίες 4, 5 και 6) επομένως δεν έχουν αποδειχθεί. Δεν έχουμε ικανοποιηθεί ότι η ενώπιον μας μαρτυρία επαρκεί ώστε να προβούμε σε εύρημα συνεννόησης με πρόθεση καταδολίευσης, όπως αυτή εξηγήθηκε ανωτέρω, του κατηγορούμενου 2 με τον Μ.
528. Έχουμε όμως ικανοποιηθεί για την απόδειξη των ουσιαστικών αδικημάτων όσον αφορά την κατηγορούμενη 4 και τον κατηγορούμενο 2, ως αξιωματούχου της. Με την υποβολή των αιτήσεων δια του ΜΚ 11, και εν γνώση του κατηγορούμενου 2, οι κατηγορούμενοι 2 και 4 ενέχονταν σε πράξη αποφυγής (evasion) καταβολής του οφειλόμενου φόρου αφού γνώριζαν ότι τα διαμερίσματα δεν θα χρησιμοποιούνταν για ιδιοκατοίκηση από τους Μ, Β και Ε, λόγω των συμφωνιών διαχείρισης που στο μεταξύ είχαν υπογραφεί.
529. Με την απόδειξη της ενοχής της κατηγορούμενης 4, ο κατηγορούμενος 2 ως Διευθύνων Σύμβουλος θα έχει ποινική ευθύνη. Οι κατηγορούμενοι 2 και 4 κρίνονται ένοχοι πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας σε σχέση με τις κατηγορίες 11, 12 και 13.
ΚΓ.4. ΔΟΛΙΑ ΑΠΟΦΥΓΗ ΦΠΑ (ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ 14, 15 ΚΑΙ 16 – ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΙ 2 ΚΑΙ 4)
530. Όσον αφορά την κατηγορία 14, είναι παραδεκτό ότι τα τιμολόγια με αριθμό αναφοράς DF18000005 και DF18000006 για τα ποσά των €1.280.000 και €2.098.732,49 αντίστοιχα, τα οποία εκδόθηκαν στις 3/1/2018 και εισπράχθηκαν στις 3/1/2018 και 27/12/2017, αντίστοιχα, δεν συμπεριλήφθηκαν στη φορολογική δήλωση της κατηγορουμένης 4 που αφορούσε τη φορολογική δήλωση μεταξύ της 1/12/2017 και 28/2/2018 (Τεκμήριο 48). Η εν λόγω δήλωση υποβλήθηκε στις 10/4/2018. Το οφειλόμενο ΦΠΑ για τα δύο τιμολόγια ήταν €335.296,11.
531. Όσον αφορά την κατηγορία 15, δηλώθηκε επίσης ως παραδεκτό γεγονός ότι στην ίδια φορολογική δήλωση της κατηγορουμένης 4, δεν συμπεριλήφθηκε στις εκροές το τιμολόγιο με αριθμό αναφοράς DF18000003 που αφορούσε στο ποσό των €590.000, εκδοθέν στις 22/2/2018 και το οποίο εισπράχθηκε αυθημερόν. Το οφειλόμενο ΦΠΑ για το εν λόγω τιμολόγιο ήταν €94.201,68.
532. Στη φορολογική δήλωση της περιόδου 1/12/2017 – 28/2/2018 έπρεπε να συμπεριληφθεί επιπρόσθετα φόρος εκροών ύψους €429.497,79.
533. Τέλος, σε σχέση με την κατηγορία 16, είναι επίσης παραδεκτό ότι στη φορολογική δήλωση της κατηγορουμένης 4 που αφορούσε στη φορολογική περίοδο μεταξύ της 1/3/2018 και 31/5/2018, δεν συμπεριλήφθηκε το τιμολόγιο με αριθμό αναφοράς DF18000004 το οποίο αφορούσε στο ποσό των €1.510.000 και το οποίο εκδόθηκε στις 7/3/2018, και ποσό το οποίο εισπράχθηκε αυθημερόν (Τεκμήριο 49).
534. Στη φορολογική δήλωση της περιόδου 1/3/2018 – 31/5/2018 έπρεπε να συμπεριληφθεί επιπρόσθετα φόρος εκροών ύψους €241.092,44.
535. Ως εκ τούτου η κατηγορούμενη 4 προέβη σε δηλώσεις που ήταν αναληθείς σε ουσιώδη σημεία.
536. Περαιτέρω, δεν αμφισβητήθηκε ότι οι εν λόγω δηλώσεις στάλθηκαν εκ μέρους της από πρόσωπο που είχε την εξουσία να το πράξει. Οι εν λόγω δηλώσεις στάλθηκαν μέσω της υπηρεσίας Taxisnet (Τεκμήρια 48 και 49). Οι διευκρινίσεις και λογαριασμοί από υπάλληλο του λογιστηρίου της. Αυτό προκύπτει και από τα ηλεκτρονικά μηνύματα που κατατέθηκαν από τον ΜΥ 1. Οι πωλήσεις, εκδόσεις τιμολογίων και εισπράξεις που αφορούσαν τις επίδικες πωλήσεις και οι οποίες αφορούν σχετικές με το αδίκημα περιστάσεις ήταν εν γνώση της, αφού ο κατηγορούμενος 2, Διευθύνων Σύμβουλος της, ήταν ενήμερος για τις συναλλαγές.
537. Ο κατηγορούμενος 2 φέρει ποινική ευθύνη σε κάθε περίπτωση εκ της θέσεως του δυνάμει του άρθρου 48 (1) του Ν.95(Ι)/2000.
538. Ως εκ τούτου οι κατηγορούμενοι 2 και 4 κρίνονται ένοχοι πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας σε σχέση με τις κατηγορίες 14, 15 και 16.
ΚΔ. ΚΑΤΑΛΗΞΗ
539. Ο κατηγορούμενος 1 αθωώνεται και απαλλάσσεται σε σχέση με όλες τις κατηγορίες που αντιμετωπίζει ήτοι τις κατηγορίες 1, 2, 3, 8 , 9, 10, 17 και 18.
540. Ο κατηγορούμενος 2 αθωώνεται και απαλλάσσεται σε σχέση με τις κατηγορίες 1, 2, 3, 8, 9, 10, 17 και 18. Κρίνεται ένοχος στις κατηγορίες 11, 12, 13, 14, 15 και 16.
541. Ο κατηγορούμενος 3 αθωώνεται και απαλλάσσεται σε σχέση με όλες τις κατηγορίες που αντιμετωπίζει ήτοι, τις κατηγορίες 4, 5, 6, 11, 12, 13.
542. Η κατηγορούμενη 4 αθωώνεται και απαλλάσσεται σε σχέση με τις κατηγορίες 1, 2, 3, 8, 9, 10, 17 και 18. Κρίνεται ένοχη στις κατηγορίες 11, 12, 13, 14, 15 και 16.
543. Η κατηγορούμενη 5 αθωώνεται και απαλλάσσεται σε σχέση με όλες τις κατηγορίες που αντιμετωπίζει ήτοι, τις κατηγορίες 1, 2, 3, 8, 9, 10, 17 και 18.
544. Η κατηγορούμενη 6 αθωώνεται και απαλλάσσεται σε σχέση με όλες τις κατηγορίες που αντιμετωπίζει ήτοι, τις κατηγορίες 1, 2, 3, 8, 9, 10, 17 και 18.
545. Η κατηγορούμενη 7 αθωώνεται και απαλλάσσεται σε σχέση με όλες τις κατηγορίες που αντιμετωπίζει ήτοι, τις κατηγορίες 1, 2, 3, 8, 9, 10, 17 και 18.
(Υπ.) Ν. Α. Π. Γεωργιάδης, Π.Ε.Δ.
(Υπ.) Ν. Οικονόμου, Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
[1] ‘As indicated in Fox v Percy there are other techniques for assessing the credibility and reliability of a witness other than that based on a personal assessment of demeanour:
1. Assess the evidence of a witness by reference to undisputed or indisputable facts. The witness is likely to be considered to be unreliable if their evidence is, in any serious respect, inconsistent with those facts; ...’
[2] ‘The main tests needed to determine whether a witness is lying or not are, I think, the following, although their relative importance will vary widely from case to case:
(1) the consistency of the witness's evidence with what is agreed, or clearly shown by other evidence, to have occurred; ....’
[3] Ο νόμος αυτός καταργήθηκε με το Theft Act 1968.
[4] ‘To constitute the offence of obtaining by false pretences ‘‘a man must make a pretence or representation as to existing facts; it must be false to his knowledge; money or goods must be obtained thereby and with intent to defraud’’.
[5] ‘But ‘‘a promise to do a thing in future may involve a false pretence that the promisor has power to do that thing, for which false pretence the promisor may be indictable’’.’
[6] ‘So, also, the prisoner cannot be convicted of obtaining by false pretences if the prosecutor relied on his own judgment and not on the representations’.
[7] ‘… nor it is necessary to prove the falsity by direct evidence if it can be inferred from the circumstances of the case’.
[8] ‘…an intent to defraud is an intent to induce another to act (to his advantage) in a way he would not otherwise have done.’
[9] The essential feature of the mental element in forgery is an intention to induce another to accept the forged instrument as genuine and, by reason of that, to do or refrain from doing some act.
[10] ‘The one school, while accepting the proposition that a document is a writing, contends that if the thing alleged to be forged is intended to have utility apart from the fact that its contents convey information or record a promise, it is not a document. To this school belong Professor Cross and Mr. Jones, Professors Smith and Hogan and Professor Glanville Williams, and the view is based on a common rationalisation of the difficult decisions of R. v. Closs and R. v. Smith. Smith and Hogan and Glanville Williams also suggest as an alternative test that the writing must be an instrument, that is to say, a document made for the purpose of creating or modifying or terminating a right. The editor of Kenny, on the other hand, suggests that a document is a writing in any form on any material which communicates to some person or persons a human statement whether of fact or fiction. He maintains that Closs was wrongly decided, not because the picture with the false signature was a document, but because the signature was a writing intended to convey the information that the apparent signatory had painted the picture, just as if there were a certificate to that effect signed by him pasted on the back.’
[11] 'forgery is the false making of an instrument purporting to be that which it is not, it is not the making of an instrument which purports to be what it really is, but which contains false statements. Telling a lie does not become a forgery because it is reduced into writing'
[12] ‘And a letter or telegram sent to a newspaper containing false news is not a forged document; (R v Horner (1910) 74 JP 216) although it would be if it were sent falsely in the name of one (e.g. the official reporter) who did not sent or authorize the sending of it, for in such a case it would purport to be his message, which it is not.’
[13] ‘… it seems to us that 'evasion' involves avoiding doing something which a person is under an obligation to do.’
[14] ‘…a person fraudulently evades an obligation if, at the time the obligation arises, he dishonestly intends not to fulfil it.’
[15] ‘A person can only avoid doing something if he knows that he is obliged to do it. The person will 'evade' the obligation if he deliberately so organises affairs that he is able to avoid doing what he knows he has to do.’
[16] ‘The question is whether the person concerned (the appellants in this case) has taken steps to avoid an obligation he knows he has to pay the duty.’
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο