ΜΟΝΙΜΟ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
ΣΥΝΘΕΣΗ: Ν. Α. Π. Γεωργιάδης, Π.Ε.Δ.
Μ. Κ. Λοΐζου, Α.Ε.Δ.
Ν. Οικονόμου, Α.Ε.Δ.
Υπόθεση Αρ.: 19600/2022
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
v.
1. VB
2. KD
3. AA
4. RMS
5. ΓΚ
6. ΣΧ
7. ΣΓ
Κατηγορούμενων
Ημερομηνία: 10 Σεπτεμβρίου 2025
Εμφανίσεις:
Για την Κατηγορούσα Αρχή: Η κα Χ. Καραολίδου για τον Γενικό Εισαγγελέα.
Για τον Κατηγορούμενο 1: Η κα Κ. Πιερούδη.
Για τον Κατηγορούμενο 4: Η κα Ο. Οικονόμου.
Για τους Κατηγορούμενους 5 και 6: Ο κ. Η. Στεφάνου μαζί με τον κ. Ε. Ζαχαράκη.
Για τον Κατηγορούμενο 7: Η κα Λ. Μούζουρου και η κα Ι. Νεοφύτου.
Κατηγορούμενοι 1, 4, 5, 6 και 7 παρόντες.
------------------------------------------
ΠΟΙΝΗ
(Αναφορικά με τους Κατηγορούμενους 1, 4, 5, 6 και 7)
(Απόφαση Πλειοψηφίας)
Α. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
1. Οι κατηγορούμενοι 1, 4, 5, 6 και 7 κρίθηκαν ένοχοι μετά από ακρόαση σε όλες τις κατηγορίες που αντιμετώπιζαν.
2. Ο κατηγορούμενος 1 κρίθηκε ένοχος στην κατηγορία για τον φόνο εκ προμελέτης του κατάδικου [T.C.] (στο εξής το «θύμα») μεταξύ των ημερομηνιών 26/10/2022 και 27/10/2022, καθ’ όν χρόνο αυτός ήταν υπόδικος και κρατείτο στην πτέρυγα 1Α των Κεντρικών Φυλακών (κατηγορία 1).
3. Κρίθηκε ένοχος επίσης στην κατηγορία κατοχής άγνωστης ποσότητας ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως Α, δηλαδή μεθαμφεταμίνης στις 26/10/2022, (κατηγορία 2) ως επίσης και για χρήση μεθαμφεταμίνης κατά την ίδια ημερομηνία (κατηγορία 3).
4. Ο κατηγορούμενος 4, επίσης κατάδικος που εξέτιε και εκτίει ποινή φυλάκισης στις Κεντρικές Φυλακές, κρίθηκε ένοχος στην κατηγορία κατοχής άγνωστης ποσότητας ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως Α, δηλαδή μεθαμφεταμίνης στις 26/10/2022 (κατηγορία 8) και για την προμήθεια της κατά την ίδια ημερομηνία 26/10/2022 (κατηγορία 9).
5. Οι κατηγορούμενοι 5 και 6, οι οποίοι ήταν οι επί καθήκοντι δεσμοφύλακες στη πτέρυγα 1Α, κρίθηκαν ένοχοι σε κατηγορία ανθρωποκτονίας του θύματος, κατά παράβαση του άρθρου 205 ΠΚ, λόγω παράλειψης εκτέλεσης καθήκοντος (κατηγορία 10) ως επίσης, μαζί με τον κατηγορούμενο 7 επίσης δεσμοφύλακα με το βαθμό του λοχία, στην κατηγορία πρόκλησης θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης κατά παράβαση του άρθρου 210 ΠΚ (κατηγορία 11) και παραμέλησης υπηρεσιακού καθήκοντος, κατά παράβαση των άρθρων 134 και 35 ΠΚ (κατηγορία 12).
Β. ΣΥΝΟΨΗ ΤΩΝ ΕΥΡΗΜΑΤΩΝ ΜΑΣ
6. Τα ευρήματα μας καταγράφονται λεπτομερώς στην απόφαση μας. Περιοριζόμαστε να αναφέρουμε ότι ο κατηγορούμενος 1 προκάλεσε τον θάνατο του θύματος χτυπώντας τον βάναυσα σε όλο του το σώμα μεταξύ των ημερομηνιών 26/10/2022 και 27/10/2022. Ο θάνατος του θύματος επήλθε, λόγω τραυματικής κάκωσης του εγκεφάλου, της παρεγκεφαλίδας και του στελέχους. Οι πράξεις του κατηγορούμενου 1 ήταν παράνομες και έγιναν με πρόθεση και προμελέτη.
7. Περαιτέρω, σύμφωνα με τα ευρήματα μας, ο κατηγορούμενος 1 στις 26/10/2022, περί ώρα 13:05, ζήτησε από τον κατηγορούμενο 4 να κάνει χρήση κρύσταλ, δηλαδή μεθαμφεταμίνης, ήτοι ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως Α. Ο κατηγορούμενος 4 έφυγε περί ώρα 13:08 για να επανέλθει η ώρα 13:12. Σ’ αυτό το χρονικό σημείο, ο κατηγορούμενος 4 παρέδωσε κρύσταλ στον κατηγορούμενο 1 για να κάνει χρήση και ακολούθως έκανε χρήση. Η ποσότητα που του δόθηκε ήταν άγνωστη.
8. Στη βάση των πιο πάνω γεγονότων και ως επεξηγούμε περαιτέρω στην απόφαση μας κρίθηκε ένοχος και ο κατηγορούμενος 4, για την κατοχή της εν λόγω άγνωστης ποσότητας μεθαμφεταμίνης (κατηγορία 8) και για την προμήθεια της στον κατηγορούμενο 1 (κατηγορία 9).
9. Σημειώνουμε ότι με βάση τα ευρήματα μας ο κατηγορούμενος 1 και το θύμα διακινούσαν ναρκωτικά στις φυλακές. Ο κατηγορούμενος 4 ήταν το πρόσωπο που διακινούσε εκ μέρους του κατηγορούμενου 1 ναρκωτικά σε κρατούμενους.
10. Όπως αναφέρθηκε, οι κατηγορούμενοι 5 και 6 κρίθηκαν ένοχοι στην κατηγορία της ανθρωποκτονίας, κατά παράβαση του άρθρου 205 ΠΚ (κατηγορία 10).
11. Αναφορικά με τους κατηγορούμενους 5, 6 και 7 κρίναμε ότι είχαν καθήκον προστασίας του θύματος. Οι κατηγορούμενοι 5, 6 και 7 ήταν σε υπηρεσία την 27/10/2022 από η ώρα 12:45 – 18:45. Το θύμα ήταν κατάδικος. Οι κατηγορούμενοι 5, 6 και 7 είχαν επομένως καθήκον ασφαλούς φύλαξης του θύματος και προστασίας της σωματικής του ακεραιότητας.
12. Λεπτομερείς αναφορές στα καθήκοντα των δεσμοφυλάκων γίνεται στην απόφαση μας στις §§ 709 (1) – (22). Περιοριζόμαστε να αναφέρουμε ότι υπήρχαν συγκεκριμένες οδηγίες και διαδικασίες όσον αφορά τον τρόπο διεξαγωγής της καταμέτρησης, περιπολιών και ελέγχων ως επίσης και τον χειρισμό περιστατικών αυτοτραυματισμού ή τραυματισμού. Υπήρξε όμως γενική και ευρύτερη αποτυχία εφαρμογής των οδηγιών στην οποία θα αναφερθούμε στη συνέχεια.
13. Οι κατηγορούμενοι 5 και 6 ανταποκρινόμενοι σε κλήση που έγινε με το σύστημα ειδοποίησης του κελιού 4, όπου βρισκόταν το θύμα στις 27/10/2022, περί ώρα 15:00 είχαν την ευκαιρία και τον είδαν εντός του κελιού. Έχουμε δεχθεί ότι τα τραύματα ήταν εμφανή στο κεφάλι και στο σώμα του θύματος και ότι ο κατηγορούμενος 6 προβληματίστηκε αν θα έπρεπε να τον στείλουν ιατρείο. Εξ ου και στη συνέχεια δόθηκε γάζα και «betadine».
14. Επίσης σημειώσαμε ότι ακόμα και αυτή η αναφορά από άλλους κρατούμενους προς τους κατηγορούμενους 5 και 6 ότι επρόκειτο για περίπτωση αυτοτραυματισμού έστω και εάν αυτό δεν ήταν η κατάσταση πραγμάτων, θα έπρεπε να προβληματίσει τους κατηγορούμενους 5 και 6 και να τύχει επισταμένης διερεύνησης. Τούτο αποτέλεσε ακόμα μια έκφανση της παράλειψης των κατηγορουμένων 5 και 6.
15. Υπήρχε επομένως ορατός κίνδυνος πρόκλησης θανάτου ή σοβαρού τραυματισμού, ευλόγως προβλέψιμου αν δεν λαμβάνονταν μέτρα σε συνάρτηση με το καθήκον τους για ασφαλή φύλαξη κρατουμένων. Η απόφαση τους να μην τον μεταφέρουν στο ιατρείο τη δεδομένη στιγμή αποτελούσε ενσυνείδητη ανάληψη κινδύνου, αφού στην ουσία άφηναν το θύμα στην ευθύνη των συγκρατουμένων του γνωρίζοντας ότι είχαν τουλάχιστον περιστατικό αυτοτραυματισμού κρατουμένου και για το οποίο υπήρχαν σαφείς οδηγίες για τον τρόπο διαχείρισης.
16. Η παράλειψη τους αυτή συνεχίστηκε με τη μη ανταπόκριση, ως όφειλαν, στο δεύτερο κάλεσμα του θύματος, λίγο αργότερα. Επίσης η ώρα 17:00, όταν έγινε καταμέτρηση, χρησιμοποιήθηκε κρατούμενος να βοηθήσει. Και τούτο μάλιστα ενώ γνώριζαν ότι είχε προηγηθεί τραυματισμός ή αυτοτραυματισμός, αμέλησαν εκ νέου να ελέγξουν το κελί και την κατάσταση του θύματος. Ουδεμία αναφορά έγινε στο ημερολόγιο της πτέρυγας.
17. H παράλειψη τους να απομακρύνουν το θύμα τη δεδομένη στιγμή αλλά και στη συνέχεια, αποτέλεσε ενεργό και ουσιαστική αιτία του θανάτου. Η ασφάλεια του θύματος εξαρτιόταν απολύτως από αυτούς τον δεδομένο χρόνο και κανένα άλλο. Η μη απομάκρυνση του, η απουσία ελέγχου στη συνέχεια ή ενημέρωσης της επόμενης βάρδιας προδιέγραψε και τη μοίρα του θύματος.
18. Ο κατηγορούμενος 7 δεν μετέβη σε κανένα στάδιο σε περιπολία ή έλεγχο. Ως εν υπηρεσία Λοχίας μπορούσε να παραμείνει στο Γραφείο και να στέλνει τους άλλους δύο δεσμοφύλακες για έλεγχο. Μπορούσε και ήταν αποδεκτή πρακτική να στηριχθεί στα λεχθέντα τους.
19. Με βάση τα ευρήματα μας, ο κατηγορούμενος 7, ήταν παρών στις συνομιλίες που έγιναν μεταξύ κρατουμένων και των κατηγορουμένων 5 και 6 στο γραφείο των δεσμοφυλάκων όταν ανταποκρίθηκαν στο πρώτο κάλεσμα του θύματος μέσω του συστήματος ειδοποίησης. Όταν ήχησε για 2η φορά το σύστημα ειδοποίησης ήταν στο γραφείο και δεν έστειλε δεσμοφύλακα να ελέγξει τί έγινε. Απέτυχε επομένως ο ίδιος, ως προϊστάμενος, να ασκήσει τον αναγκαίο έλεγχο στους υφισταμένους του θέτοντας σε λειτουργία τις αναγκαίες διαδικασίες που θα προστάτευαν το θύμα. Επέδειξε αδιαφορία στην εκτέλεση των καθηκόντων του. Η μη άσκηση των καθηκόντων του δημιούργησε επικίνδυνη κατάσταση. Αυτή εντάθηκε όταν δεν λήφθηκε κανένα μέτρο μετά την ενεργοποίηση του συστήματος 2η φορά. Επέδειξε δηλαδή αδιαφορία στο ενδεχόμενο κρατούμενος να κινδύνευε. Ο πλημμελής έλεγχος φαίνεται και από την απουσία καταγραφής του περιστατικού στο ημερολόγιο πτέρυγας.
Γ. ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΣ 1
20. Το άρθρο 203 (2) του ΠΚ επιτάσσει την επιβολή ποινής δια βίου φυλάκισης σε κάθε πρόσωπο που κρίνεται ένοχο για φόνο εκ προμελέτης. Όπως έχει νομολογηθεί, «η ιερότητα της ζωής και η προστασία της αποτελούν την πρώτη σε ιεράρχηση μέριμνα της κάθε πολιτισμένης κοινωνίας. Η αφαίρεση της με εγκληματική πρόθεση αποτελεί κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες σοβαρό έγκλημα.» [βλ. Σάββα v Δημοκρατίας (1992) 2 ΑΑΔ 231, 239 – 240]. Δεν χωρεί να αναφερθεί τίποτε άλλο σε σχέση με το αδίκημα αυτό.
21. Η κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως Α τιμωρείται με ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα 12 έτη ή πρόστιμο ή και με τις δύο ποινές. Η χρήση, με ποινή φυλάκισης δια βίου ή πρόστιμο ή και με τις δύο ποινές.
22. Η συνήγορος του αναφέρθηκε μόνο στις προσωπικές του περιστάσεις. Ο κατηγορούμενος 1 είναι ηλικίας 31 ετών. Κατάγεται από την Τουρκία. Προτού καταδικαστεί σε φυλάκιση διέμενε με την πρώην συμβία του και το παιδί τους ηλικίας 4 ετών. Ο κατηγορούμενος 1 είναι το μικρότερο παιδί πολυμελούς οικογένειας. Έχει οχτώ μεγαλύτερα αδέλφια. Ένας εξ αυτών ζει στην Κύπρο. Οι υπόλοιποι ζουν στην Τουρκία. Ο πατέρας του είναι ηλικίας σήμερα 72 ετών και η μητέρα του 65 ετών.
23. Ο κατηγορούμενος 1 ήλθε στην Κύπρο πριν 6 – 7 χρόνια περίπου με σκοπό να αποφύγει τη στρατιωτική θητεία. Εργάστηκε ως οικοδόμος. Ενόσω ήταν στην Κύπρο σύναψε δεσμό με γυναίκα με την οποία απέκτησαν παιδί. Μετά τη φυλάκισή του χώρισαν, συνέχισε όμως να διατηρεί επικοινωνία με το παιδί του. Ως έχει αναφερθεί και δεν έχει αμφισβητηθεί, η μητέρα του κατηγορούμενου 1 αντιμετωπίζει σοβαρά καρδιολογικά προβλήματα και η κατάσταση της υγείας της το τελευταίο χρονικό διάστημα έχει επιδεινωθεί. Η επιδείνωση της κατάστασης της υγείας της είχε και συνεχίζει να έχει επιπτώσεις στην ψυχική κατάσταση του κατηγορούμενου 1.
24. Εν προκειμένω, επενεργούν επιβαρυντικά ως προς τις συνθήκες διάπραξης των αδικημάτων των ναρκωτικών ότι η κατοχή και η χρήση των εξαρτησιογόνων ουσιών έλαβε χώρα εντός του σωφρονιστικού ιδρύματος και ότι η χρήση έγινε, σύμφωνα με την ενώπιον μας αποδεχθείσα μαρτυρία, ενώ ο κατηγορούμενος 1 κακοποιούσε το θύμα. Προφανώς έγινε και επενέργησε προς απομάκρυνση οποιουδήποτε φόβου ή αναστολής κατά τον βίαιο βασανισμό του θύματος και της τελικής θανάτωσης του. Η κατοχή και χρήση επομένως, έστω και μικρής ποσότητας, πρέπει να ιδωθεί και κάτω από αυτή την οπτική. Δεν μας διαφεύγει επίσης ότι σύμφωνα με την αποδειχθείσα μαρτυρία ο κατηγορούμενος 1 διακινούσε ναρκωτικά εντός των Φυλακών. Υφίστανται επομένως οι επιβαρυντικοί παράγοντες που προβλέπονται στο άρθρο 30 (4) (α) (iii), (iv) και (vii) του Ν.29/77, ήτοι η ανάμειξη σε παράνομες δραστηριότητες, η χρήση βίας και η διάπραξη του αδικήματος εντός των Φυλακών. Ουδείς εκ των μετριαστικών παραγόντων του άρθρου 30 (4) (β) έτυχε επίκλησης ούτε διαπιστώνουμε να υφίσταται.
26. Όπως έχει αναφερθεί, κατά τον χρόνο διάπραξης των επίδικων αδικημάτων, ήταν υπόδικος. Στις 16/3/2023 του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 4½ ετών για αδικήματα κατοχής πυροβόλου όπλου και 3 ετών για κατοχή εκρηκτικών υλών από το Κακουργιοδικείο Λευκωσίας στην Υπ. 8297/2022 (Έγγραφο 1, το ποινικό του μητρώο). Η ποινές του μειώθηκαν κατά τον χρόνο που αυτός τελούσε υπό κράτηση ήτοι από τις 6/4/2022. Η καταδίκη του κατηγορουμένου 1 αυτή κρίνεται ότι αποτελεί προηγούμενη καταδίκη [βλ. Τσιάκκα κ.α. v Δημοκρατίας (2011) 2 ΑΑΔ 282, 292 και Μουσικός v Αστυνομίας (1992) 2 ΑΑΔ 286, 291 – 292] κατά τρόπο ώστε να μην μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι λευκού ποινικού μητρώου.
27. Σημειώνουμε ότι σε σχέση με την παρούσα τελεί σε προφυλάκιση από την 28/10/2022.
Δ. ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΣ 4
28. Ο κατηγορούμενος 4 διέπραξε τα αδικήματα για τα οποία βρέθηκε ένοχος εντός των φυλακών και ενώ ο ίδιος εξέτιε ποινή φυλάκισης για τη διάπραξη αδικημάτων όμοιας φύσης. Διαφαίνεται συνεπώς ροπή.
29. Υπήρξε εύρημα μας ότι ο κατηγορούμενος 4 ήταν το πρόσωπο που προμήθευε γενικά ναρκωτικά στους κρατούμενους για λογαριασμό του κατηγορούμενου 1. Ήταν δηλαδή μέρος οργανωμένης ομάδας που δρούσε εντός των φυλακών με ιδιαίτερα μεθοδευμένο τρόπο ώστε να επιτευχθεί ο σκοπός. Δεν μπορεί να αγνοηθεί επίσης ότι η διακίνηση των ναρκωτικών εντός χώρου όπου οι περιορισμένες επιλογές των συγκρατουμένων του και ο εγκλεισμός τους μειώνουν τις αντιστάσεις τους και εν τέλει τους καθιστούν εξαρτημένους όχι μόνο από τις ουσίες αλλά και από τον προμηθευτή τους ο οποίος αποκτά εξουσία επί των ιδίων λόγω ακριβώς της εξάρτησης τους.
30. Δεν έχει προβληθεί οποιοσδήποτε μετριαστικός παράγοντας σε ό,τι αφορά τις συνθήκες διάπραξης του αδικήματος παρά μόνο έγινε επίκληση των προσωπικών του περιστάσεων.
31. Σύμφωνα με τα όσα τέθηκαν ενώπιον μας, ο κατηγορούμενος 4 είναι ηλικίας 41 ετών. Κατάγεται από το Ιράν. Είναι μοναχοπαίδι. Ο πατέρας του απεβίωσε το 2021 σε ηλικία 59 ετών, από εγκεφαλικό επεισόδιο, όταν ο κατηγορούμενος 4 καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης στην οποία θα αναφερθούμε κατωτέρω. Διατηρούσε ταξιδιωτικό γραφείο στο Ιράν. Η μητέρα του είναι δικηγόρος και παρουσιάζει σοβαρά καρδιολογικά προβλήματα, έχει υποβληθεί σε εγχείρηση ανοικτής καρδίας και είναι καρκινοπαθής.
32. Ο κατηγορούμενος 4 δεν κατάφερε να ολοκληρώσει το σχολείο στη χώρα καταγωγής του. Αποφοίτησε στην Κύπρο από το Νυχτερινό Λύκειο το 1997. Ακολούθησε σπουδές στον κλάδο διακοσμητικής σε ιδιωτικό πανεπιστήμιο. Διέκοψε όμως τη φοίτηση του 6 μήνες πριν ολοκληρώσει τις σπουδές του.
33. Το 2002 τέλεσε γάμο με κύπρια, σήμερα ηλικίας 41 ετών. Μαζί απέκτησαν ένα υιό, σήμερα ηλικίας 21 ετών. Με τη σύζυγο του χώρισαν όταν αυτή απέκτησε τέκνο εκτός γάμου και ενώ αυτός εξέτιε ποινή φυλάκισης. Εργάστηκε κατά καιρούς ως αποθηκάριος, οδηγός φορτηγού και στην τοποθέτηση γυψοσανίδων.
34. Είναι χρόνιος χρήστης ναρκωτικών ουσιών. Λάμβανε υποκατάστατα για 7 έτη, υποτροπίασε όμως λόγω του χωρισμού του με τη σύζυγο του το 2011. Η συνήγορος του ανέφερε ότι σήμερα έχει απεξαρτηθεί.
35. Οι προσωπικές περιστάσεις του κατηγορουμένου 4 ως έχουν τεθεί ενώπιον μας και οι όποιοι προσωπικοί μετριαστικοί παράγοντες λαμβάνονται υπόψη ωστόσο εφόσον αφορά σε αδικήματα που σχετίζονται με τα ναρκωτικά και για τους λόγους που η νομολογία έχει καταδείξει αποτελούν παράγοντες ήσσονος σημασίας.
36. Ο κατηγορούμενος 4 έχει προηγούμενες καταδίκες. Στις 15/7/2021 του επιβλήθηκαν ποινές φυλάκισης στην Υπ. 2776/21 από το Κακουργιοδικείο Λεμεσού, με μεγαλύτερη αυτής των 12 ετών για κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως Β με σκοπό την προμήθεια. Ποινές φυλάκισης, με μεγαλύτερη αυτή του ενός μηνός, του επιβλήθηκαν επίσης από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού στην Υπ. 5407/23, την 4/3/2023, για παράνομη κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως Α, αδίκημα που διαπράχθηκε στις 11/1/2020. Η ποινή αυτή συντρέχει με την προηγούμενη του καταδίκη. Τέλος του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 6 μηνών για κλοπή που διαπράχθηκε το 2018 από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας την 20/11/2024 στην υπόθεση 8790/21, η οποία επίσης συντρέχει με την επιβληθείσα ποινή στην Υπ. 2776/21.
37. Η συνήγορος του κατηγορούμενου 4 αναφερόμενη στις προσωπικές συνθήκες του κατηγορούμενου 4, στην έξη του στα ναρκωτικά ως τον αποκλειστικό λόγο που αυτός βρίσκεται έγκλειστος στις φυλακές, στην προσπάθεια απεξάρτησης του τόσο εντός όσο και εκτός των φυλακών κάλεσε το δικαστήριο να επιδείξει τη μέγιστη δυνατή επιείκεια στο πλαίσιο εξατομίκευσης της ποινής. Εισηγήθηκε επίσης, με αναφορά στη νομολογία επί του θέματος, όπως η όποια επιβληθείσα ποινή συντρέχει με την ποινή που ήδη εκτίει ώστε να του δοθεί, όπως είπε, μια δεύτερη ευκαιρία.
38. Ο κατηγορούμενος 4, σε σχέση με την παρούσα, τελεί σε προφυλάκιση από την 28/10/2022.
Ε. ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΙ 5, 6 ΚΑΙ 7
Ε.1. ΟΙ ΠΡΟΒΛΕΠΟΜΕΝΕΣ ΠΟΙΝΕΣ
39. Το κακούργημα της ανθρωποκτονίας τιμωρείται με μέγιστη ποινή την ποινή φυλάκισης διά βίου [βλ. το άρθρο 205 (3) ΠΚ].
40. Το αδίκημα της πρόκλησης θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης, ή επικίνδυνης πράξης ή συμπεριφοράς, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι 4 έτη ή με χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει €4.271 (βλ. άρθρο 210 ΠΚ).
41. Το αδίκημα της παραμέλησης υπηρεσιακού καθήκοντος τιμωρείται ως πλημμέλημα (βλ. άρθρο 134 ΠΚ) με φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα δύο χρόνια, ή με χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τα €2,562, ή και με τις δύο αυτές ποινές (βλ. άρθρο 35 ΠΚ).
42. Όταν κατηγορούμενος κρίνεται ένοχος σε αριθμό κατηγοριών και τα συστατικά στοιχεία του σοβαρότερου αδικήματος αποτελούν και συστατικά στοιχεία αδικημάτων μικρότερης βαρύτητας, η σωστή πρακτική είναι να καταχωρούνται καταδίκες για τέτοια δευτερεύοντα αδικήματα, αλλά να μην επιβάλλεται ποινή [βλ. Pefkos v R (1961) CLR 340, 352 και G M Pikis, Sentencing in Cyprus (2007, 2nd edn), σελ. 18].
43. Εν προκειμένω, όσον αφορά τους κατηγορούμενους 5 και 6, οι λεπτομέρειες των κατηγοριών 11 και 12 περιλαμβάνονται στις λεπτομέρειες του αδικήματος της ανθρωποκτονίας, της κατηγορίας 10. Ως εκ τούτου θα επιβληθεί ποινή μόνο στην κατηγορία 10. Όσον αφορά τον κατηγορούμενο 7, οι λεπτομέρειες της κατηγορίας 12 περιλαμβάνονται στις λεπτομέρειες του αδικήματος της κατηγορίας 11. Ως εκ τούτου θα επιβληθεί ποινή μόνο στην κατηγορία 11.
Ε.2. Η ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΚΤΟΝΙΑΣ
44. Από τον ορισμό του αδικήματος της ανθρωποκτονίας με βάση το άρθρο 205 ΠΚ είναι προφανές ότι μια μεγάλη ποικιλία παράνομων πράξεων διαφορετικής σημασίας, συνέπειας και σοβαρότητας χαρακτηρίζονται ως ανθρωποκτονίες, που κυμαίνονται από πράξεις υπαίτιας αμέλειας έως οριακές περιπτώσεις ανθρωποκτονίας εκ προμελέτης. Οι ποινές που επικυρώθηκαν ή επιβλήθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο κατά καιρούς ποικίλλουν σημαντικά, γεγονός που καθιστά την κατηγοριοποίηση δύσκολη (βλ. Sentencing in Cyprus, ανωτέρω, σελ. 105 – 106). Όσο η υπαιτιότητα του κατηγορούμενου απομακρύνεται από πρόθεση φόνευσης του θύματος, τόσο μειώνεται και η σοβαρότητα του αδικήματος [βλ. Ντιμιτρένκο v Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση 124/2021, 18/4/2024 (Εφ) και Sentencing in Cyprus, ανωτέρω, σελ. 110 – 111).
45. Στη Λοϊζίδης κ.α. v Δημοκρατίας (2014) 2Β ΑΑΔ 965 (Απόφαση Ερωτοκρίτου Δ.) στη σελ. 1172, αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:
«Πάντοτε όπου υπάρχει απώλεια ζωής, η επιβολή ποινής είναι ένα εξαιρετικά δύσκολο εγχείρημα. Καμιά ποινή δεν είναι ποτέ ικανοποιητική για την απώλεια ανθρώπινης ζωής. Ομολογουμένως δεν ήταν εύκολη υπόθεση για το Κακουργιοδικείο. Όμως τελικά κατάφερε να ξεπεράσει τα διλήμματα και να σταθμίσει ορθά από τη μια την απώλεια ζωής και από την άλλη τους σοβαρούς μετριαστικούς παράγοντες που υπήρχαν για κάθε Εφεσίβλητο, χωρίς βέβαια να αγνοεί το γενικότερο πλαίσιο μέσα στο οποίο διαδραματίστηκαν τα γεγονότα, ούτε βέβαια και το γεγονός ότι μπορεί να υπήρχε αμέλεια και απερισκεψία αλλά δεν υπήρχε πρόθεση εκ μέρους των Εφεσιβλήτων για την απώλεια ανθρωπίνων ζωών.»
46. Αυτό που οφείλει να πράξει το Δικαστήριο είναι να σταθμίσει τον βαθμό υπαιτιότητας του κατηγορουμένου με το αποτέλεσμα, το θάνατο του θύματος. Η πρόκληση θανάτου, από μόνη της καθιστά το αδίκημα ύψιστης σοβαρότητας. Τούτο αναφέρεται ρητά και στις Αγγλικές κατευθυντήριες γραμμές επιβολής ποινής, στις οποίες παρέπεμψε ο συνήγορος των κατηγορουμένων 5 και 6 και στις οποίες αναφορά θα γίνει στη συνέχεια (βλ. Sentencing Guideline, Gross Negligence Manslaughter, Definitive Guideline, 1/11/2018).
47. Σύμφωνα με την Κυπριακή νομολογία ποινές ισόβιας ή πολυετούς φυλάκισης επιβλήθηκαν σε περιπτώσεις όπου η υπαιτιότητα του κατηγορουμένου ήταν στο μεταίχμιο της προμελέτης [βλ. Mouzouris v R (1966) 2 CLR 9 – ισόβια, Ioannides v R (1968) 2 CLR 169 – ισόβια, Lemonas v R (1986) 2 CLR 25 – ισόβια, ΓΕ v Ιωάννου (1999) 2 ΑΑΔ 603 – 12 έτη και Bistriceanu v Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση 76/2017, 26/4/2018, ECLI:CY:AD:2018:B199 – 15 έτη] ή όπου υπήρξε άμεση και εκ προθέσεως άσκηση βίας [βλ. Aristeidou v R (1967) 2 CLR 43 – 25 έτη, Τσιάκκας v Αστυνομίας (1997) 2 ΑΑΔ 349 – 15 έτη, Pernel a.o. v Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1998) 2 ΑΑΔ 417 – 25 έτη, Μωϋσίδης v Δημοκρατίας (2007) 2 ΑΑΔ 34 – 14 έτη, Καλανίδης κ.ά. v Αστυνομίας (2009) 2 ΑΑΔ 298 – 15 έτη, Radyan v Δημοκρατίας (2015) 2B ΑΑΔ 664 – 20 έτη, Samoila v Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2016) 2Β ΑΑΔ 1321 – 15 έτη, Bistriceanu v Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση 76/2017, 26/4/2018, ECLI:CY:AD:2018:B199 – 15 έτη, T.M. v Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση 89/2021, 9/12/2022, ECLI:CY:AD:2022:B469 – 12 έτη, Okmelashvili v Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση 146/2020, 22/12/2021 – 17 έτη και Moustafa v Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση 98/2021, 3/2/2023, ECLI:CY:AD:2023:B44 – 17 έτη].
48. Μετριαστικοί παράγοντες θεωρούνται, μεταξύ άλλων, από την κυπριακή νομολογία η πρόκληση [βλ. Fostieri v R (1969) 2 CLR 105 – 7 έτη, Χριστοδούλου v Δημοκρατίας (1989) 2 ΑΑΔ 352 – 8 έτη Selim v Δημοκρατίας (2011) 2 ΑΑΔ 199 – 20 έτη και Μαυρολουκά v Δημοκρατία (2015) 2Α ΑΑΔ 30 – 15 έτη], η διάπραξη των αδικημάτων όταν κατηγορούμενος διέπραξε τα αδικήματα ενώ αντιμετώπιζε ψυχιατρικά προβλήματα [βλ. Afxenti v R (1966) 2 CLR 116 – 12 έτη, Pantelis v R (1969) 2 CLR 92 – 20 έτη, Kyprianou v R (1971) 2 CLR 158 – 10 έτη, Kentas v R (1971) 2 CLR 305 – 10 έτη, Λεμής v Δημοκρατίας (1989) 2 ΑΑΔ 340 – 8 έτη, Παναγή v Δημοκρατίας (1997) 2 ΑΑΔ. 445 – 12 έτη, Νικολάου v Αστυνομίας (2006) 2 ΑΑΔ 309 – 14 έτη, Πεπέκκος v Δημοκρατίας (2012) 2 ΑΑΔ 86 – 9 έτη και Abdo v Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση 230/2016, 31/1/2018, ECLI:CY:AD:2018:B51 – 8 έτη] και κάτω από ορισμένες περιστάσεις, η δράση υπό επήρεια αλκοόλης [βλ. Μωυσίδης v Δημοκρατίας (2007) 2 ΑΑΔ 34, 14 έτη]. Η άσκηση υπέρμετρης αυτοάμυνας επίσης αναγνωρίζεται ως μετριαστικός παράγων [βλ. R v Sava, 7 CLR 99 – 6 μήνες].
49. Πρόκληση θανάτου άνευ προθέσεως, αναλόγως των περιστάσεων, συνήθως τιμωρείται με ποινή φυλάκισης κάτω των 10 ετών [βλ. Ντιμιτρένκο, ανωτέρω Νικολάου v Δημοκρατίας (2000) 2 ΑΑΔ 482 – 7 έτη και Sentencing in Cyprus ανωτέρω, στη σελ. 110].
50. Γενικά, ο αριθμός των προσώπων που απεβίωσαν συνεπεία της παράνομης πράξης επίσης επιδρά επιβαρυντικά, όπως καταδεικνύεται στις, Αρέστη v Δημοκρατίας (2009) 2 ΑΑΔ 613, ΓΕ v Αυξεντίου (2005) 2 ΑΑΔ 197 και Λοϊζίδης κ.α. v Δημοκρατίας (2014) 2Β ΑΑΔ 965. Στην R v Johnson [2009] 2 Cr App Rep (S) 28, στην οποία έγινε αναφορά πρωτοδίκως στην απόφαση του Κακουργιοδικείου στη Δημοκρατία v Κυπριανού κ.α., Υπ. 4904/2012, 2/8/2013, η οποία επικυρώθηκε κατ’ έφεση στην Λοϊζίδης, ανωτέρω (Απόφαση Ερωτοκρίτου Δ.), αναφέρθηκαν ως επιβαρυντικοί παράγοντες, πέραν των πολλαπλών θανάτων, η μακρά και εσκεμμένη επικίνδυνη συμπεριφορά, η επίγνωση σοβαρού κινδύνου ζωής ή πραγματικά σοβαρής βλάβης, η παραγνώριση προειδοποιήσεων για το ότι η συμπεριφορά του κατηγορούμενου είναι επικίνδυνη ή δυνητικά επικίνδυνη και η επιδίωξη οικονομικού οφέλους από τέτοια συμπεριφορά.
Ε.3. ΟΙ ΑΓΓΛΙΚΕΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΗΡΙΕΣ ΟΔΗΓΙΕΣ ΓΙΑ ΕΠΙΒΟΛΗ ΠΟΙΝΗΣ
51. Σύμφωνα με τις Αγγλικές κατευθυντήριες οδηγίες η ποινική ευθύνη κατηγοριοποιείται σε 4 επίπεδα (Categories A – D). Το Επίπεδο Α (very high culpability – πολύ σοβαρής υπαιτιότητας) είναι το πιο σοβαρό (10 – 18 έτη). Το Επίπεδο Β είναι το αμέσως επόμενο επίπεδο (high culpability – σοβαρής υπαιτιότητας) (6 – 12 έτη), ακολουθεί το Επίπεδο C (medium culpability – μέτριας υπαιτιότητας) (3 – 7 έτη) και τέλος το Επίπεδο D (lower culpability – χαμηλότερης υπαιτιότητας) (1 – 4 έτη).
52. Το Επίπεδο Α περιλαμβάνει συνδυασμό παραγόντων που εντοπίζονται στο Επίπεδο Β ή και ακραία έκφανση παράγοντα ή παραγόντων που εντοπίζονται στο Επίπεδο Β. Το Επίπεδο C αφορά περιπτώσεις που εμπίπτουν μεταξύ Επιπέδου Β και Επιπέδου D επειδή παράγοντες που εμπίπτουν στο σοβαρότερης υπαιτιότητας επίπεδο και στο χαμηλότερης υπαιτιότητας επίπεδο αλληλοεξισορροπούνται ή/και επειδή η υπαιτιότητα του κατηγορούμενου εμπίπτει μεταξύ των παραγόντων που περιγράφονται στο σοβαρότερο και χαμηλότερο επίπεδο.
53. Προσμετρούν επιβαρυντικά στην υπαιτιότητα κατηγορούμενου (Factors indicating high culpability) εάν υφίστανται τα ακόλουθα:
(1) ο κατηγορούμενος συνέχισε ή επανέλαβε την αμελή συμπεριφορά παρά την προφανή ταλαιπωρία που προκλήθηκε στον αποθανόντα από αυτήν τη συμπεριφορά∙
(2) η αμελής συμπεριφορά εντάσσεται στο πλαίσιο άλλης σοβαρής εγκληματικής συμπεριφοράς∙
(3) ο κατηγορούμενος έδειξε κατάφωρη αδιαφορία για τον πολύ υψηλό κίνδυνο θανάτου που προέκυπτε από την αμελή συμπεριφορά∙
(4) η αμελής συμπεριφορά υποκινήθηκε από οικονομικό κέρδος (ή αποφυγή κόστους)∙
(5) ο κατηγορούμενος είχε ηγετικό ρόλο εάν ενεργούσε μαζί με άλλους στην παράβαση∙ και
(6) απόκρυψη, καταστροφή, βεβήλωση ή διαμελισμός του σώματος (όπου δεν κατηγορείται ειδικά).
54. Η υπαιτιότητα κατηγορουμένου κατατάσσεται σε χαμηλότερης σοβαρότητας (Factors indicating lower culpability) όπου:
(1) η αμελής συμπεριφορά αφορούσε παράλειψη στο κατά τα άλλα ικανοποιητικό επίπεδο επιμέλειας του κατηγορούμενου∙
(2) ο κατηγορούμενος είχε υποδεέστερο ή δευτερεύοντα ρόλο όπου ο θάνατος προκλήθηκε και από άλλα πρόσωπα∙ και
(3) η ευθύνη του κατηγορούμενου μειώθηκε σημαντικά λόγω ψυχικής διαταραχής, μαθησιακής δυσκολίας ή έλλειψης ωριμότητας.
55. Ακολούθως το Δικαστήριο, αφού κατηγοριοποιήσει την υπαιτιότητα του κατηγορουμένου, εξετάζει αν υφίστανται οι ακόλουθοι επιβαρυντικοί παράγοντες (δεν θα αναφερθούμε σε επιβαρυντικούς παράγοντες που προβλέπονται από Αγγλικούς Νόμους), όπως ιστορικό βίας ή κακοποίησης προς το θύμα από τον δράστη (το οποίο μπορεί να περιλαμβάνει καταναγκαστική ή χειριστική συμπεριφορά), χρήση στραγγαλισμού ή πρόκληση ασφυξίας, εμπλοκή άλλων μέσω εξαναγκασμού, εκφοβισμού ή εκμετάλλευσης, σημαντική ψυχική ή σωματική ταλαιπωρία που προκλήθηκε στον αποθανόντα, αν ο κατηγορούμενος αγνόησε προηγούμενες προειδοποιήσεις, αν τέλεσε το αδίκημα υπό την επήρεια αλκοόλης ή ναρκωτικών, αν χρησιμοποιήθηκε όπλο, αν τέθηκαν άλλα πρόσωπα σε κίνδυνο, αν έγιναν ενέργειες μετά το συμβάν συγκάλυψης/απόκρυψης αποδεικτικών στοιχείων, αν η έρευνα παρεμποδίστηκε ή/και άλλοι υπέφεραν ως αποτέλεσμα ψευδούς κατηγορίας από τον κατηγορούμενο και αν το αδίκημα διαπράχθηκε ενόσω ο κατηγορούμενος ήταν ελεύθερος (στο πλαίσιο άλλης υπόθεσης) με εγγύηση.
56. Επενεργούν μετριαστικά, το λευκό ποινικό μητρώο, η μεταμέλεια, η συνεργασία με την αστυνομία, προσπάθειες βοήθειας του θύματος, αν για λόγους πέρα από τον έλεγχο του κατηγορούμενου, αυτός δεν διέθετε την απαραίτητη εμπειρογνωμοσύνη, εξοπλισμό, υποστήριξη ή εκπαίδευση που συνέβαλαν στην αμελή συμπεριφορά, αν για λόγους πέρα από τον έλεγχο του κατηγορούμενου, αυτός υπέστη πίεση και άγχος που σχετίζονταν και συνέβαλαν στην αμελή συμπεριφορά, αν για λόγους πέρα από τον έλεγχο του κατηγορούμενου, η αμελής συμπεριφορά έλαβε χώρα σε συνθήκες όπου υπήρχε μειωμένο περιθώριο για την άσκηση συνήθους φροντίδας και ικανότητας, αν η αμελής συμπεριφορά επιδεινώθηκε από ενέργειες ή παραλείψεις άλλων πέρα από τον έλεγχο του κατηγορούμενου, ο καλός του χαρακτήρας ή/και υποδειγματική συμπεριφορά (ανεξάρτητα από προηγούμενες καταδίκες), σοβαρές ιατρικές παθήσεις που απαιτούν επείγουσα, εντατική ή μακροχρόνια θεραπεία, ψυχική διαταραχή ή μαθησιακή δυσκολία, η ηλικία ή/και έλλειψη ωριμότητας (η οποία μπορεί να ισχύει για δράστες ηλικίας 18 – 25 ετών), είναι ο μόνος ή κύριος φροντιστής εξαρτώμενων συγγενών, εγκυμοσύνη και μεταγεννητική φροντίδα, δύσκολες προσωπικές και προβληματικές οικογενειακές συνθήκες και τυχόν προοπτικές για εργασία, κατάρτιση ή εκπαίδευση.
57. Σημειώνουμε ότι στη Λευκαρίτης v Δημοκρατίας (2016) 2Β ΑΑΔ 1165, 1179 – 1180, αναφέρθηκε ότι οι Αγγλικές κατευθυντήριες οδηγίες για επιβολή ποινών δεν είναι δεσμευτικές, είναι όμως υποβοηθητικές, κατά τρόπο ανάλογο με τη μη δεσμευτική καθοδήγηση που παρέχει η Αγγλική νομολογία σε θέματα επιβολής ποινής.
Ε.4. ΠΡΟΚΛΗΣΗ ΘΑΝΑΤΟΥ ΛΟΓΩ ΑΛΟΓΙΣΤΗΣ, ΑΠΕΡΙΣΚΕΠΤΗΣ, Ή ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΗΣ ΠΡΑΞΗΣ Ή ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ
58. Εν αντιθέσει με το άρθρο 205 (2) ΠΚ, και βάσει του λεκτικού του άρθρου 210 ΠΚ, η αλόγιστη, απερίσκεπτη ή επικίνδυνη πράξη ή συμπεριφορά του κατηγορουμένου δεν πρέπει να ανάγεται σε υπαίτια αμέλεια (culpable negligence). Οι όροι, αλόγιστη, απερίσκεπτη ή επικίνδυνη πράξη ή συμπεριφορά υποδηλώνουν διαζευκτικούς τρόπους διάπραξης του ιδίου αδικήματος [βλ. Ζυπιτής κ.α. v Αστυνομίας (2003) 2 ΑΑΔ 220, 230].
59. Αρκεί η αντίληψη του κινδύνου ως μίας δυνατότητας («possibility») παρά πραγματικής ή ουσιαστικής πιθανότητας («probability»). Δεν απαιτείται δηλαδή υποκειμενική επίγνωση και ενσυνείδητη ανάληψη συγκεκριμένου κινδύνου όπως θα απαιτείτο στην περίπτωση του άρθρου 205 (2) ΠΚ [βλ. Ιωάννου v Δημοκρατίας (2015) 2Α ΑΑΔ.256, 274 – 275].
60. Όπως αναφέρθηκε στη ΓΕ v Αντωνίου (2015) 2Α ΑΑΔ 358, 361, η σοβαρότητα του αδικήματος είναι προφανής εκ του αποτελέσματος της. Τα δικαστήρια είναι υποχρεωμένα να επιβάλλουν τις αρμόζουσες ποινές σε τέτοιου είδους αδικήματα με σκοπό την προστασία της κοινωνίας.
61. Στη ΓΕ v Σωτηρίου (2003) 2 ΑΑΔ 331, 335, αναφέρθηκε ότι δεν υπάρχει καθιερωμένο μέτρο για την ποινή. Στην αρμόζουσα ποινή το δικαστήριο καταλήγει ανάλογα με τα περιστατικά της υπόθεσης και την έκταση της ευθύνης του κατηγορουμένου. Η επιμέτρηση της ποινής είναι άμεσα σχετιζόμενη με την έκταση της αμέλειας, δηλαδή με τη συμπεριφορά και τις πράξεις του κατηγορουμένου που οδήγησαν στη διάπραξη του αδικήματος και την πρόκληση του θανάτου, σε συνάρτηση βέβαια με τις προσωπικές του συνθήκες, οι οποίες θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη [βλ. επίσης Παμπακάς κ.α. v Αστυνομίας (1990) 2 ΑΑΔ 487, 491].
62. Όταν ο θάνατος ήταν απόρροια αδιαφορίας ή εγωιστικής παραγνώρισης της ασφάλειας άλλων προσώπων ή επικίνδυνης ή απερίσκεπτης συμπεριφοράς τότε επιβάλλεται ποινή φυλάκισης [βλ. ΓΕ v Αβρααμίδης (1993) 2 ΑΑΔ 355, 360, Σωτηρίου, ανωτέρω, σελ. 336, ΓΕ v Κουκκίδης (2013) 2 ΑΑΔ 191, 198, Νικολάου v Αστυνομίας (2015) 2Α ΑΑΔ 103, 114, Δημοκρατία v Γερολέμου (2017) 2Α ΑΑΔ 219, 225 και Αστυνομία v Νικολάου, Ποινική Έφεση 217/2016, 11/5/2017, ECLI:CY:AD:2017:B168]. Αν η αμέλεια ήταν στιγμιαία, συνήθως δεν επιβάλλεται ποινή φυλάκισης [βλ. Αντωνίου, ανωτέρω, στη σελ. 361].
63. Στην Αντωνίου, ανωτέρω, επιβλήθηκε κατ’ έφεση και μετά από ανατροπή αθωωτικής απόφασης, ποινή φυλάκισης 18 μηνών η οποία ανεστάλη, σε κατηγορούμενο που είχε κληθεί να επιδιορθώσει ηλεκτρική βλάβη στο σπίτι του θύματος. Η επισκευή έγινε αμελώς με αποτέλεσμα το θύμα να υποστεί ηλεκτροπληξία. Κρίθηκε ότι η αμέλεια του δεν ήταν στιγμιαία, αφού παραγνώριζε τους κινδύνους για τη ζωή του θύματος και της οικογένειας του. Λήφθηκε όμως υπόψη ότι ήταν λευκού ποινικού μητρώου, άμεμπτου χαρακτήρα, οικογενειάρχης με παιδί με ειδικά προβλήματα. Περιπλέον είχε διαπράξει το αδίκημα χωρίς οποιοδήποτε οικονομικό όφελος για τον ίδιο, σε μια ατυχή στιγμή και μετά από παράκληση του θύματος να επιδιορθώσει την ηλεκτρική βλάβη στο σπίτι του. Η καθυστέρηση 5½ ετών μέχρι την επιβολή ποινής ήταν από τους βασικούς λόγους που οδήγησε σε αναστολή της.
64. Στη Λοϊζίδης, ανωτέρω, επιβλήθηκαν ποινές 2 ετών στους κατηγορούμενους 5 και 6, Υποδιευθυντή της Πυροσβεστικής και Διοικητή της ΕΜΑΚ αντίστοιχα. Απώλεσαν τη ζωή τους 13 πρόσωπα μετά από τη φονική έκρηξη στη Ναυτική Βάση στο Μαρί. Οι δύο βρέθηκαν ένοχοι με βάση το άρθρο 210 ΠΚ, καθότι ενώ είχαν καθήκον φύλαξης των παρευρισκομένων στη Βάση σε περίπτωση κλήσης της Πυροσβεστικής και της ΕΜΑΚ αντίστοιχα και ενώ γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν ότι υπήρχε κίνδυνος έκρηξης των 98 εμπορευματοκιβωτίων, παρέλειψαν να ενημερώσουν τα μέλη της Πυροσβεστικής και της ΕΜΑΚ για τον κίνδυνο έκρηξης και περαιτέρω παρέλειψαν, υπό τις περιστάσεις, να δώσουν οδηγίες για απομάκρυνση όλων των προσώπων από το χώρο των εμπορευματοκιβωτίων, με αποτέλεσμα τον θάνατο από την έκρηξη, τόσο πυροσβεστών, όσο και άλλων παρευρισκομένων στη Βάση.
Ε.5. ΟΙ ΠΡΟΣΩΠΙΚΕΣ ΠΕΡΙΣΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥ 5
65. Ο κατηγορούμενος 5 είναι 39 ετών. Είναι άγαμος. Πριν να τεθεί υπό κράτηση, διέμενε με τον πατέρα του, τη μητριά του και την ετεροθαλή αδελφή του. Ο πατέρας του, ηλικίας 72 ετών, είναι συνταξιούχος κτηνίατρος. Η μητριά του, ηλικίας 60 ετών, είναι ιδιωτική υπάλληλος.
66. Ο κατηγορούμενος 5 έχασε τη μητέρα του λίγες μέρες μετά τη γέννηση του. Μέχρι την ηλικία των 8 ετών, ο κατηγορούμενος 5 μεγάλωσε με τη μητρική του θεία, ηλικίας σήμερα 85 ετών. Όταν ο πατέρας του τέλεσε 2ο γάμο επέστρεψε στην πατρική οικία. Θεωρεί τη μητριά του μητέρα του. Με τη θεία του συνεχίζει να διατηρεί πολύ στενή επαφή.
67. Ο κατηγορούμενος 5 αφού ολοκλήρωσε τη φοίτηση του στο Λύκειο, υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία. Ακολούθως απέκτησε δίπλωμα «Ιατρικού Επισκέπτη» από ιδιωτικό κολέγιο. Το 2009 άρχισε να εργάζεται στις Κεντρικές Φυλακές ως δεσμοφύλακας. Το 2022, λόγω του επίδικου συμβάντος τέθηκε σε διαθεσιμότητα. Έκτοτε λαμβάνει μόνο το ήμισυ του μισθού του, περί τα €615. Σύμφωνα με τον συνήγορο του ο κατηγορούμενος 5 έχει εξουθενωθεί οικονομικά λόγω της μακράς διάρκειας της ακροαματικής διαδικασίας. Ο κατηγορούμενος 5 πάσχει από μέτριας σοβαρότητας κατάθλιψη και γενικευμένη αγχώδη διαταραχή, με συμπτώματα έντονου άγχους, χαμηλής αυτοεκτίμησης και ενοχής. Από το 2020 παρακολουθείται από ψυχολόγο. Ο πατέρας του πάσχει από καρκίνο. Παρουσιάστηκαν έκθεση της Ε. Σωτηρίου, Κλινικής Ψυχολόγου και βεβαίωση του Δρ. Πρόδρομου Φιλίππου.
Ε.6. ΟΙ ΠΡΟΣΩΠΙΚΕΣ ΠΕΡΙΣΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥ 6
68. Ο κατηγορούμενος 6 είναι ηλικίας 40 ετών. Είναι νυμφευμένος. Με τη σύζυγο του απέκτησαν ένα παιδί ηλικίας σήμερα 4½ ετών. Η σύζυγος του, ηλικίας 39 ετών, εργάζεται ως νοσηλεύτρια. Λόγω οικονομικών δυσκολιών δημιουργήθηκαν προβλήματα και στη σχέση του ζευγαριού. Οι σχέσεις τους όμως έχουν βελτιωθεί. Το παιδί τους πάσχει από χρόνιο αναπνευστικό άσθμα μετά από νόσηση του με κορονοϊό.
69. Ο κατηγορούμενος 6 μετά το Λύκειο υπηρέτησε κανονικά τη στρατιωτική του θητεία. Παρά τις προσπάθειες του να σπουδάσει μηχανολογία, αρχικά στην Ελλάδα και μετά στην Κύπρο δεν κατάφερε να ολοκληρώσει λόγω οικονομικών δυσκολιών. Εργάστηκε ως ιδιώτης φύλακας και από το 2011 μέχρι το 2022, οπότε και τέθηκε σε διαθεσιμότητα, ως δεσμοφύλακας. Έκτοτε λαμβάνει μόνο το ήμισυ του μισθού του. Λόγω της παρούσας υπόθεσης αντιμετωπίζει οικονομικά προβλήματα και έχει αναγκαστεί να δανειστεί χρήματα από συγγενείς του. Δυσκολίες αντιμετωπίζει και λόγω καταβολής δόσεων για δάνειο. Ποινή φυλάκισης θα επιδεινώσει την οικονομική του κατάσταση.
70. Ο κατηγορούμενος 6 αντιμετωπίζει πρόβλημα υψηλής χοληστερόλης και υψηλών ενζύμων στο συκώτι.
71. Ο πατέρας του κατηγορούμενου 6 είναι ηλικίας 67 ετών. Προτού αφυπηρετήσει εργαζόταν ως Αστυνομικός. Σήμερα εργάζεται σε εταιρεία πώλησης εξαρτημάτων αυτοκινήτων. Η μητέρα του, εργαζόταν ως καθαρίστρια. Και οι δύο γονείς του αντιμετωπίζουν προβλήματα υγείας. Και οι δύο υπέστησαν ελαφρά εγκεφαλικά επεισόδια. Ο πατέρας του αντιμετωπίζει αναπνευστικά προβλήματα. Η αδελφή του κατηγορούμενου είναι έγγαμη και διαβιεί με τη δική της οικογένεια.
72. Ο πιθανός εγκλεισμός του θα επηρεάσει αρνητικά το παιδί και τη σύζυγό του, οι οποίοι είναι ψυχολογικά εξαντλημένοι.
Ε.7. ΟΙ ΠΡΟΣΩΠΙΚΕΣ ΠΕΡΙΣΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥ 7
73. Ο κατηγορούμενος 7 είναι ηλικίας 56 ετών. Και οι δύο γονείς του απεβίωσαν. Έχει ακόμη ένα αδελφό ηλικίας 55 ετών. Ο κατηγορούμενος 7 τέλεσε γάμο το 1997 ο οποίος λύθηκε μετά από 5 χρόνια. Από τον γάμο απέκτησε με τη σύζυγο του ένα υιό ηλικίας 27 ετών σήμερα. Οι σχέσεις του με την πρώην σύζυγο και τον υιό του αναφέρθηκαν ως «εξαιρετικές».
74. Ο κατηγορούμενος 7, μετά την ολοκλήρωση της στρατιωτικής του θητείας, σπούδασε στην Αθήνα, Διοίκηση Επιχειρήσεων. Το 1993 έλαβε υποτροφία από την Ε.Ο.Κ. και έκανε πρακτική εξάσκηση σε μεγάλη Ελεγκτική Εταιρεία στο Λονδίνο. Επέστρεψε στην Κύπρο το 1994 και έκτοτε εργάζεται ως δεσμοφύλακας. Από τον Νοέμβριο του 2022 βρίσκεται σε διαθεσιμότητα και λαμβάνει περί τα €1000 μηνιαίως, το ήμισυ δηλαδή του μισθού του. Ο κατηγορούμενος 7 είχε την ευθύνη καταβολής των διδάκτρων του υιού του σε πτυχιακό και μεταπτυχιακό επίπεδο μέχρι και το περασμένο έτος.
75. Ο κατηγορούμενος 7 διατηρεί συνεργασία με ψυχίατρο τα τελευταία 26 χρόνια και λαμβάνει φαρμακευτική αγωγή λόγω Συναισθηματικής Διαταραχής (Έγγραφα Β και Γ στην αγόρευση είναι σχετικά).
Ε.8. ΠΟΙΝΙΚΑ – ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΑ ΜΗΤΡΩΑ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΩΝ 5 – 7
77. Αποτέλεσε επίσης κοινή θέση μαρτύρων κατηγορίας και προϊσταμένων των κατηγορουμένων 5, 6 και 7 ότι ήταν καλοί χαρακτήρες, έμπιστοι και πολύ καλοί στη δουλειά τους με θετικές αξιολογήσεις. Παρουσιάστηκαν από αυτούς ως πρόθυμοι να εξυπηρετήσουν την υπηρεσία τους όταν παρουσιάζονταν κενά στη στελέχωση.
78. Οι κατηγορούμενοι 5, 6 και 7 τέλεσαν υπό κράτηση 11/11/2022 μέχρι και τις 25/11/2022 και ακολούθως τέθηκαν εκ νέου υπό κράτηση στις 29/7/2025 μετά την καταδίκη τους.
Ε.9. ΜΕΤΡΙΑΣΤΙΚΟΙ – ΕΠΙΒΑΡΥΝΤΙΚΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ
79. Και οι δύο συνήγοροι, στις αγορεύσεις τους, ανέπτυξαν τους παράγοντες που, κατά τη θέση τους θα πρέπει να προσμετρήσουν προς μετριασμό των ποινών που θα επιβληθούν. Κρίναμε σκόπιμο να αναφερθούμε σ’ αυτούς τους παράγοντες ανά θέμα. Πρώτα θα ασχοληθούμε με τους παράγοντες που επενεργούν επιβαρυντικά ή ελαφρυντικά σε σχέση με τις περιστάσεις διάπραξης των αδικημάτων και ακολούθως με τους υπόλοιπους μετριαστικούς παράγοντες.
Ε.9.1. ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΠΟΥ ΑΦΟΡΟΥΝ ΤΗ ΔΙΑΠΡΑΞΗ ΤΩΝ ΑΔΙΚΗΜΑΤΩΝ
80. Με βάση την Απόφαση του Δικαστηρίου, ήταν η εισήγηση του συνηγόρου των κατηγορουμένων 5 και 6, ότι οι κατηγορούμενοι 5 και 6 ανέλαβαν ενσυνείδητα κίνδυνο, καθώς άφησαν το θύμα στην ευθύνη των συγκρατούμενών του, γνωρίζοντας ότι υπήρχε περιστατικό τουλάχιστον αυτοτραυματισμού. Θα πρέπει επομένως, ήταν η θέση του, να κριθούν με βάση αυτά τα δεδομένα και όχι με βάση το ότι περιήλθε στην αντίληψη τους ότι το θύμα κακοποιείτο από τον κατηγορούμενο 1.
81. Η εισήγηση του συνηγόρου μας βρίσκει σύμφωνους. Με βάση την ενώπιον μας μαρτυρία δεν διαπιστώσαμε ότι περιήλθε σε γνώση τους ότι το θύμα υφίστατο κακοποίηση. Αυτό που διαπιστώσαμε ήταν ότι αντιλήφθηκαν την ύπαρξη εμφανών τραυμάτων και ότι πληροφορήθηκαν αναληθώς την ύπαρξη αυτοτραυματισμού χωρίς να λάβουν οποιοδήποτε μέτρο διασφάλισης της ζωής του, έστω και με αυτό το ψευδές δεδομένο. Ταυτόχρονα κρίνουμε ότι δεν υφίσταντο επιβαρυντικοί παράγοντες, όπως η αποκόμιση οφέλους από τη συμπεριφορά τους, συμμετοχή στη διάπραξη άλλου αδικήματος ή άλλης εγκληματικής συμπεριφοράς. Η συμπεριφορά τους περιορίστηκε στη μη λήψη των ενδεδειγμένων μέτρων προστασίας της υγείας του θύματος, αφήνοντας τον στη φροντίδα συγκρατουμένων του.
82. Αυτό που καθιστά την αμέλεια τους σοβαρή, είναι όχι μόνο η ενσυνείδητη απόρριψη του κινδύνου κατά της ζωής του θύματος, αλλά η αποτυχία τους να ασκήσουν τον ρόλο τους δηλαδή να προστατεύσουν το θύμα ακόμη και από το ίδιο του τον εαυτό. Τούτο προκύπτει από τη μετέπειτα συμπεριφορά τους, να μην ανταποκριθούν όταν ήχησε για δεύτερη φορά το σύστημα ειδοποίησης, τη μη επίδειξη ενδιαφέροντος κατά την καταμέτρηση στη συνέχεια και τη μη ενημέρωση του ημερολογίου της πτέρυγας. Με αυτά τα δεδομένα ορθά εισηγήθηκε ο συνήγορος των κατηγορουμένων 5 και 6 ότι η υπαιτιότητα τους εντάσσεται στο Επίπεδο C των Αγγλικών κατευθυντήριων οδηγιών.
83. Όσον αφορά τον κατηγορούμενο 7 η ευθύνη του προκύπτει από την αποτυχία του να ασκήσει τον αναγκαίο έλεγχο στους υφισταμένους του ιδίως μετά την ενεργοποίηση του συστήματος 2η φορά. Επέδειξε δηλαδή αδιαφορία στο ενδεχόμενο κρατούμενος να κινδύνευε. Η συνήγορος του εισηγήθηκε ότι η επικίνδυνη κατάσταση που είχε προκληθεί δεν αφορούσε συγκεκριμένη παράλειψη του αλλά αποτυχία άσκησης των γενικών αρμοδιοτήτων του. Δεν μας βρίσκει σύμφωνους αυτή η θέση. Η παράλειψη του ήταν συγκεκριμένη. Ενώ ήχησε το σύστημα ειδοποίησης 2η φορά δεν απέστειλε τους υφισταμένους του να προβούν σε αναγκαίο έλεγχο. Δεν έθεσε σε λειτουργία δηλαδή την αναγκαία διαδικασία ως όφειλε. Δεχόμαστε βέβαια ότι η υπαιτιότητα του εκ των πραγμάτων δεν είναι η ίδια με τους κατηγορουμένους 5 και 6, αφού ενώπιον μας δεν αποδείχθηκε τι ακριβώς είχε τεθεί υπόψη του, ούτε η ακριβής έκταση του κινδύνου.
Ε.9.2. ΥΠΟΛΟΙΠΟΙ ΜΕΤΡΙΑΣΤΙΚΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ
84. Ο συνήγορος των κατηγορουμένων 5 και 6 υποστήριξε ότι οι κατηγορούμενοι 5 και 6 παραδέχθηκαν την παράλειψη υπηρεσιακού καθήκοντος, όχι όμως τη σύνδεση με τον θάνατο του θύματος. Είναι γεγονός ότι κατά την έναρξη της ακρόασης έγινε αναφορά από πλευράς συνηγόρου ότι η κατηγορία παράλειψης υπηρεσιακού καθήκοντος θα γινόταν παραδεκτή όχι όμως στη βάση των λεπτομερειών που παρατίθεντο. Η θέση τους ήταν ότι διέπραξαν άλλο αδίκημα από αυτό που τους καταλόγιζε η Κατηγορούσα Αρχή. Δεν θεωρούμε ότι αυτό μπορεί να προσμετρήσει ως μετριαστικός παράγων. Σε κάθε περίπτωση δεν περιορίστηκαν τα επίδικα θέματα ή εξοικονομήθηκε δικαστικός χρόνος. Θα είχε σημασία αν, εν τέλει, οι κατηγορούμενοι 5 και 6 απαλλάττονταν σε σχέση με το αδίκημα της ανθρωποκτονίας γιατί δεν αποδεικνυόταν η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράλειψης και του θανάτου.
85. Προβλήθηκε ως μετριαστικός παράγοντας από αμφότερους τους συνηγόρους των κατηγορουμένων 5, 6 και 7 ότι έχουν υποστεί εξωδικαστηριακή τιμωρία. Βρίσκονται ήδη σε διαθεσιμότητα με μειωμένο εισόδημα και αντιμετωπίζουν πειθαρχική δίωξη, η οποία αναμένεται να οδηγήσει σε απώλεια της εργασίας τους.
86. Ως λέχθηκε στην Ιωάννου v Αστυνομίας (2010) 2 ΑΑΔ 243 [με αναφορά στις Zak κ.ά. v Αστυνομίας (1990) 2 ΑΑΔ 6, Riley v Αστυνομίας (1989) 2 ΑΑΔ 335, Chehab v R (1986) 2 CLR 197), αναφέρθηκαν τα ακόλουθα στη σελ. 248:
«Σε περιπτώσεις κατηγορουμένων κατά τις οποίες, πέραν της όποιας ποινής την οποία καλείται να επιβάλει το Δικαστήριο, καθίσταται γνωστό ότι ο καταδικασθείς θα έχει περαιτέρω και σοβαρές επιπτώσεις στην εργασία, επιτήδευμα, σταδιοδρομία ή θέση την οποία κατέχει κατ’ εφαρμογή νόμου, κανονισμών ή συμβατικών όρων λόγω της επιβολής ποινής φυλάκισης, είναι επιτρεπτό για το Δικαστήριο όπως εξετάσει κατά πόσο υπό τις περιστάσεις κάθε υπόθεσης, η ποινή φυλάκισης θα μπορούσε να αποφευχθεί και να επιβληθεί εναλλακτική ποινή ως ικανοποιητικό τιμωρητικό μέτρο.
Το σκεπτικό αυτής της προσέγγισης προκύπτει από την αναγκαιότητα της διασφάλισής του ότι ο συνδυασμός της επιβαλλόμενης ποινής μαζί με τις σοβαρές παρελκόμενες επιπτώσεις που δυνατόν αυτή να επιφέρει στο άτομο του καταδικασθέντα δεν πρέπει να είναι υπέρμετρα αυστηρές και δυσανάλογες προς τη σοβαρότητα του αδικήματος, λαμβανομένης βέβαια πάντα υπόψη και της αναγκαιότητας προς επιβολή αποτρεπτικών ποινών, εκεί όπου αυτή υπάρχει.»
[βλ. επίσης Yeates κ.α. v Αστυνομίας (2000) 2 ΑΑΔ 320, 326 – 327]
87. Χωρίς να μας διαφεύγει ότι το αδίκημα διαπράχθηκε στο πλαίσιο άσκησης των εργασιακών τους καθηκόντων, οπότε και η σημασία του παράγοντα αυτού μειώνεται, συμφωνούμε ότι η καταδίκη τους και η επιβολή ποινή φυλάκισης θα έχει ως αποτέλεσμα τον τερματισμό της απασχόλησης τους ενώ ήδη τελούν σε διαθεσιμότητα για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα με επίπτωση στις απολαβές τους. Σημειώνουμε επίσης ότι η συμπεριφορά τους δεν περιείχε στοιχεία καταχρηστικής συμπεριφοράς ή κατάχρησης της θέσεως τους. Η απόλυση τους θα θέσει τέρμα στη σταδιοδρομία τους με αναπόφευκτη επίπτωση στα συνταξιοδοτικά τους δικαιώματα αλλά και στη μετέπειτα επαναδραστηριοποίηση τους. Tο ίδιο ισχύει και για τον κατηγορούμενο 7, ο οποίος υπηρετούσε στις Φυλακές για 31 έτη και είναι και βαθμοφόρος.
88. Υπήρξε επίσης εισήγηση ότι ως πρώην δεσμοφύλακες, η έκτιση ποινής σε ένα χώρο όπου ασκούσαν εξουσία και έλεγχο αποτελεί ιδιαίτερα δυσμενή συνέπεια και κίνδυνο. Η εισήγηση αυτή γίνεται αποδεκτή και προσμετράται.
89. Ο συνήγορος των κατηγορουμένων 5 και 6 ανέφερε επίσης ότι υφίσταντο κατά τον επίδικο χρόνο συστημικά προβλήματα στις φυλακές. Το Δικαστήριο, ήταν η θέση του, διαπίστωσε ότι κατά τον επίμαχο χρόνο υπήρχε υπερπληθυσμός και υποστελέχωση, προβλήματα που επηρέαζαν την ορθή εκτέλεση των καθηκόντων των δεσμοφυλάκων. Ενδεικτικά, ανέφερε, παρουσιάστηκε μαρτυρία ότι το 2022, με 1000 κρατούμενους, υπήρχαν μόνο δύο δεσμοφύλακες ανά πτέρυγα, όπως και πριν 37 χρόνια όταν οι κρατούμενοι ήταν 187. Στην πτέρυγα 1Α τον επίδικο χρόνο υπήρχαν 94 κρατούμενοι. Περαιτέρω, παρά τις υφιστάμενες οδηγίες, υπήρξε διαπίστωση από το Δικαστήριο ότι στην πράξη αυτές είτε δεν εφαρμόζονταν καθόλου είτε εφαρμόζονταν διαφορετικά, με την ανοχή της Διεύθυνσης των Φυλακών. Συγκεκριμένα, οι κουρτίνες δεν αφαιρούνταν από τα κελιά και οι κρατούμενοι χρησιμοποιούσαν δικές τους κλειδαριές. Επίσης, ιατρικά αναλώσιμα και φάρμακα υπήρχαν στα γραφεία των δεσμοφυλάκων και στις πτέρυγες, χωρίς να προέρχονται από το ιατρείο. Οι καταμετρήσεις δεν γίνονταν ορθά, δεν υπήρχε οπτική επαφή με τους κρατούμενους, και οι ωριαίες περιπολίες συχνά παραλείπονταν. Επίσης κρατούμενοι δεν διανυκτέρευαν στα κελιά στα οποία ήταν υπόχρεοι.
90. Οι αναφορές του συνηγόρου είναι σε γενικές γραμμές ορθές. Είναι γεγονός ότι υπήρχε κατά τον επίδικο χρόνο πρόβλημα υπερπληθυσμού στις Κεντρικές Φυλακές. Αυτό από μόνο του δημιουργεί πρόβλημα ορθής επιτήρησης, ιδίως αν δεν υπάρχει επαρκές προσωπικό. Αν και δεν διασυνδέθηκε το πρόβλημα του υπερπληθυσμού στις φυλακές καθ’ οιονδήποτε τρόπο με την παράλειψη των κατηγορουμένων 5 και 6 να λάβουν μέτρα προστασίας του θύματος εντούτοις δεν μπορεί να παραγνωριστεί ότι η δυναμική και οι ισορροπίες διαταράσσονται κατά τρόπο ώστε να επέρχεται και επηρεασμός στα καθήκοντα των εργαζομένων στις φυλακές και δη όσων βρίσκονται στην πρώτη γραμμή και καλούνται να έρχονται σε άμεση επαφή με τους κρατούμενους ήτοι των απλών δεσμοφυλάκων. Εν προκειμένω όμως δεν διαφάνηκε να δημιουργείτο κώλυμα στο να κινήσουν οι κατηγορούμενοι 5 και 6 τις διαδικασίες εκείνες ώστε να παραπεμφθεί το θύμα στο ιατρείο ή και να τον μεταχειριστούν ως όφειλαν. Το ίδιο ισχύει και για τον κατηγορούμενο 7.
91. Ως προς το ζήτημα της χαλαρότητας τήρησης των οδηγιών για τον τρόπο εκτέλεσης των καθηκόντων των δεσμοφυλάκων γενικότερα, από τα ευρήματα μας προέκυψε ότι στις 26/10/2022, κανένας έλεγχος, περιπολία ή καταμέτρηση έγινε ορθά. Στην απόφαση μας γίνεται λεπτομερής αναφορά σε συγκεκριμένες χρονικές στιγμές που δεσμοφύλακες (άλλης βάρδιας) περνούσαν έξω από το κελί 7 (όπου βρισκόταν και κακοποιείτο το θύμα) για έλεγχο ή περιπολία χωρίς κανένας από αυτούς να εισέλθει εντός αυτού για να διαπιστώσει το τι γινόταν (βλ. §§716 – 717). Εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι σε βάρδια της προηγούμενης μέρας κρατούμενος περιφερόταν έξω από το γραφείο των δεσμοφυλάκων κρατώντας τραυματιοφορέα, χωρίς ο δεσμοφύλακας εντός του γραφείου ή οποιοσδήποτε επί καθήκοντι δεσμοφύλακας να αντιδρά. Ούτε φάνηκε να έγινε αντιληπτό το γεγονός [βλ. §716 (9)]. Ομοίως δεν υπήρξε οποιαδήποτε αντίδραση από τους εν υπηρεσία δεσμοφύλακες και είναι άγνωστο εάν έγινε αντιληπτή η μεταφορά του θύματος το προηγούμενο βράδυ των επίδικων συμβάντων υποβασταζόμενου και καλυμμένου με κουβέρτα. Δεν έγινε περιπολία κατά τη βραδινή βάρδια στις 26/10/2022 ή σχετική καταχώριση. Ακόμα και όταν το πρωί της 27/10/2022, δεσμοφύλακας ξεκλείδωσε το κελί 4 όπου βρισκόταν το θύμα και εισήλθε εντός αυτού. Δεν υπήρξε οποιαδήποτε αναφορά του για τραυματισμό [βλ. §718 (1)]. Διαπιστώνεται συνεπώς ότι ουδείς έλεγχος και ουδεμία περιπολία ή καταμέτρηση έγιναν ορθά από τις βάρδιες, πριν και μετά, αυτής των κατηγορουμένων 5 και 6. Εξ ου και τέθηκαν αρχικά άλλοι δεσμοφύλακες σε διαθεσιμότητα αφού οι κατηγορούμενοι 5 και 6 είχαν εκτελέσει περιπολίες και καταμετρήσεις [βλ. § 718 (27)].
92. Τα πιο πάνω αποτελούν στοιχεία ιδιαίτερης σημασίας. Σχετίζονται με δύο σημεία στα οποία εστίασε ο συνήγορος Υπεράσπισης των κατηγορουμένων 5 και 6, αλλά αφορούν και τον κατηγορούμενο 7:
(1) την απουσία του στοιχείου ειδικής αποτροπής που αφορά το ποιόν των κατηγορουμένων 5, 6 και 7 και επομένως ότι η ανάγκη γενικής αποτροπής δεν θα πρέπει να οδηγήσει στην επιβολή υπέρμετρης σ’ αυτούς ποινής· και
(2) στην παραβίαση της αρχής της ισότητας μεταξύ των κατηγορουμένων 5, 6 και 7 και των άλλων δεσμοφυλάκων.
93. Ως προς το πρώτο σημείο, συμφωνούμε ότι απουσιάζει οποιοδήποτε στοιχείο ειδικής αποτροπής σε σχέση με το πρόσωπο του καθενός από τους κατηγορούμενους 5, 6 και 7. Τα λεχθέντα στην, επικυρωθείσα κατ’ έφεση στη Λοϊζίδης, ανωτέρω, Δημοκρατία v Κυπριανού κ.α., Υπ. 4904/2012, 2/8/2013 (Απόφαση Κακουργιοδικείου Λάρνακας), μας βρίσκουν απολύτως σύμφωνους και εφαρμόζονται εν προκειμένω:
«Άλλη ιδιαιτερότητα σ’ αυτής της φύσεως τις υποθέσεις έγκειται στο εξής:
Ένας από τους βασικούς σκοπούς της ποινής είναι η επιδίωξη να αναμορφωθεί ο κατηγορούμενος και να αποτραπεί από παρόμοιες συμπεριφορές στο μέλλον (ειδική αποτροπή). Σε περιπτώσεις όμως όπως η παρούσα, δεν υπάρχει ανάγκη για ειδική αποτροπή. Οι κατηγορούμενοι δεν είναι εγκληματικά ή παράνομα στοιχεία που θα πρέπει να τιμωρηθούν με τέτοιο τρόπο, ώστε να μην επαναλάβουν την ίδια συμπεριφορά ή ώστε να αναμορφωθούν. Αυτό σημαίνει ότι η ποινή δεν χρειάζεται να είναι αποτρεπτική με αναφορά στο πρόσωπο των κατηγορουμένων.
Η σημασία έγκειται περισσότερο στην ανάγκη για γενική αποτροπή. Όμως και πάλι είναι ορθό να έχουμε κατά νου, ότι η ανάγκη για γενική αποτροπή δεν θα πρέπει να οδηγήσει σε μεταχείριση των κατηγορουμένων τέτοια ώστε να μετατραπούν σε απλά αντικείμενα προς παραδειγματισμό. Το μέτρο της ποινής θα πρέπει να παραμείνει σε συνάρτηση με το βαθμό υπαιτιότητας αφενός και το αποτέλεσμα αφετέρου, λαμβανομένων υπόψη των σχετικών επιβαρυντικών ή ελαφρυντικών παραγόντων.»
94. Οι παραλείψεις που έχουν παρατηρηθεί ευρύτερα δεν θα πρέπει να προσμετρήσουν κατά τέτοιο τρόπο ώστε να επιβληθεί ποινή αποτρεπτικής φύσεως στους κατηγορούμενους 5, 6 και 7 ώστε να παραδειγματιστούν άλλοι.
95. Ως προς το ζήτημα της ίσης μεταχείρισης, ο συνήγορος των κατηγορουμένων 5 και 6 ανέφερε ότι οι κατηγορούμενοι 5 και 6 ήταν οι μόνοι δεσμοφύλακες που αντιμετώπισαν ποινικές κατηγορίες, παρόλο που άλλοι 11 δεσμοφύλακες παραμέλησαν επίσης τα καθήκοντά τους, στις 26/10/2022 αλλά και στις 27/10/2022, μετά το τέλος της βάρδιας των κατηγορουμένων 5, 6 και 7. Εναντίον τους επίσης δεν προωθήθηκαν ακόμη ούτε οι πειθαρχικές διώξεις. Όπως αναφέρθηκε από την εκπρόσωπο της Κατηγορούσας Αρχής οι πειθαρχικές διαδικασίες δεν προωθήθηκαν εν αναμονή του αποτελέσματος της παρούσας. Σημειώνουμε ότι αναφέρθηκε στην ενώπιον μας μαρτυρία (ΜΚ 15 στην § 245 και ΜΚ 33 στην § 179) ότι είχαν σχηματιστεί ποινικοί φάκελοι, οι υποθέσεις όμως δεν προωθήθηκαν.
96. Ο συνήγορος Υπεράσπισης συνέδεσε το θέμα επίσης με τη μεταχείριση των πρώην κατηγορουμένων 2 και 3. Οι συγκρατούμενοι πρώην κατηγορούμενοι 2 και 3, ήταν η θέση του, οι οποίοι είχαν μεγαλύτερη ευθύνη συνεργώντας στα βασανιστήρια και τη δολοφονία, καταδικάστηκαν μόνο για το αδίκημα του άρθρου 210 ΠΚ και τους επιβλήθηκε ποινή 3 ετών, σε αντίθεση με τους κατηγορούμενους 5 και 6, οι οποίοι κρίθηκαν ένοχοι για ανθρωποκτονία εξ αμελείας με βάση το άρθρο 205 ΠΚ. Ο συνήγορος υποστήριξε ότι η άνιση μεταχείριση πρέπει να λειτουργήσει ως μετριαστικός παράγων για τη μείωση της ποινής.
97. Στη ΓΕ v Λοΐζου (2000) 2 ΑΑΔ 371 αναφέρθηκαν τα ακόλουθα σε σχέση με το ζήτημα της άνισης μεταχείρισης και την προστασία που παρέχει το Άρθρο 28 του Συντάγματος (στις σελ. 380 – 382):
«Η ίση μεταχείριση των παραβατών βαρύνει εξίσου όλες τις αρχές της Δημοκρατίας. Η αρχή της ισότητας επιβάλλει τη χωρίς διάκριση και χωρίς εξαίρεση, προσαγωγή των παραβατών ενώπιον της Δικαιοσύνης. Η μεταχείριση και η τιμωρία των παραβατών αποτελεί πτυχή της δικαστικής λειτουργίας και αποκλειστική ευθύνη των δικαστικών αρχών. (Βλ. μεταξύ άλλων, Δημοκρατία ν. Σαμψών (1991) 1 Α.Α.Δ. 858· Δημητράκης Χατζησάββα (1992) 1 Α.Α.Δ. 1134.)
Το Σύνταγμα παρέχει δικαίωμα στο Γενικό Εισαγγελέα να διακόπτει ποινική δίωξη (nolle prosequi). Ιστορική αναδρομή στην προέλευση του δικαιώματος μας οδηγεί στο Αγγλικό δίκαιο όπου ανάλογο δικαίωμα παρέχεται στο Γενικό Εισαγγελέα. Το ίδιο δικαίωμα παρεχόταν στο Γενικό Εισαγγελέα στην Κύπρο βάσει του ισχύοντος δικαίου πριν την εγκαθίδρυση της Δημοκρατίας. (Βλ. Άρθρο 154.1 του Κεφ. 155.) Στην Αγγλία, το δικαίωμα του Γενικού Εισαγγελέα να αναστέλλει ή ανακόπτει ποινική δίωξη, έχει ως αντικείμενο την παροχή εξουσίας σ’ αυτόν να αναστέλλει ποινική δίωξη όπου η διεξαγωγή της είναι αδύνατη. Τέτοια αδυναμία υφίσταται, (α) όταν ο κατηγορούμενος είναι αδύνατο να εντοπισθεί, και (β) όπου ο κατηγορούμενος λόγω διαπιστωμένης μόνιμης πνευματικής ανικανότητας, δεν είναι σε θέση να υπερασπίσει τον εαυτό του. (R. v. Rowlands 17 Q.B. 671.)
Στην Police v. Athienitis (1983) 2 C.L.R. 194 (απόφαση πλειοψηφίας), κρίθηκε ότι η απόφαση του Γενικού Εισαγγελέα να διακόψει ποινική δίωξη δεν ελέγχεται δικαστικά· ούτε χωρεί περιορισμός του τρόπου άσκησής της. Αφετέρου στην Charilaos Xenophontos v. The Republic (Minister of Interior) 2 R.S.C.C. 89, αποφασίστηκε ότι η άσκηση της εξουσίας του Γενικού Εισαγγελέα να προβαίνει ή μή σε ποινική δίωξη, εκφεύγει του πλαισίου της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου κάτω από το Άρθρο 146 του Συντάγματος λόγω της συνάφειας της (εξουσίας) με τη δικαστική ποινική διαδικασία.
Σε αριθμό αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου αναγνωρίστηκε ότι η αναστολή ποινικής δίωξης άπτεται του τρόπου μεταχείρισης των παραβατών και κατά συνέπεια λαμβάνεται υπόψη στον καθορισμό της τιμωρίας των ατόμων οι οποίοι συγκατηγορούνται με τα άτομα των οποίων η δίωξη αναστέλλεται. Η νομολογία επί του θέματος αναλύεται και οι αρχές που προκύπτουν από αυτή εξηγούνται στην πρόσφατη απόφασή μας στη Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 141. Στην ίδια απόφαση υπογραμμίζεται ότι, «Η αρχή της ισότητας, όπως καθιερώνεται στο Άρθρο 28 του Συντάγματος είναι καθολική. Η ισονομία και ισοπολιτεία αποτελούν την πεμπτουσία της Δικαιοσύνης.» Η επιλεκτική μεταχείριση των παραβατών αποδυναμώνει το δίκαιο και καταστρατηγεί το κράτος δικαίου.
Προϋπόθεση για την καταχώρηση του κατηγορητηρίου αποτελεί η έγκρισή του από το Δικαστήριο (Άρθρο 43, Κεφ. 155.) Η έναρξη της ποινικής δίωξης υποδηλώνει ότι οι διωκτικές αρχές κατέχουν στοιχεία τα οποία δικαιολογούν την προσαγωγή του κατηγορουμένου ενώπιον της Δικαιοσύνης. Εφόσον η κατηγορούσα Αρχή μεταβάλλει τη θέση της αναφορικά με την αποδεικτική αξία της μαρτυρίας την οποία κατέχει ή έρχονται σε φως νέα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία ανατρέπουν το βάθρο της κατηγορίας, η ενδεδειγμένη οδός για την εγκατάλειψη της ποινικής δίωξης είναι εκείνη η οποία διαγράφεται από το Άρθρο 91 του Κεφ. 155. Γνώμονα για την παροχή της άδειας του Δικαστηρίου για την απόσυρση της κατηγορίας, αποτελεί η διαπίστωση αδυναμίας απόδειξης της υπόθεσης. Εφόσον το Δικαστήριο εγκρίνει την απόσυρση της κατηγορίας διακρίνεται η θέση του κατηγορουμένου ο οποίος απαλλάσσεται από τη θέση των συγκατηγορουμένων του. Το Άρθρο 91 του Κεφ. 155, όπως και όλες οι προϊσχύουσες διατάξεις της Ποινικής Δικονομίας τυγχάνουν εφαρμογής, εναρμονιζόμενες προς το Σύνταγμα, περιλαμβανομένης της αρχής της ισότητας. Εφόσον δεν ακολουθείται αυτή η οδός, ανακύπτει τεκμήριο, για τη διάφορη μεταχείριση του κατηγορουμένου του οποίου αναστέλλεται η δίωξη σε σύγκριση προς τους συγκατηγορουμένους του. Ανατρέπεται η αρχή της ισοπολιτείας. Είναι προς αποκατάσταση της ανισοσκέλειας στη μεταχείριση των παραβατών, που λαμβάνεται υπόψη η αναστολή της ποινικής δίωξης κατηγορουμένων στον καθορισμό της τιμωρίας των συγκατηγορουμένων τους. Και στην προκείμενη περίπτωση δημιουργείται τεκμήριο διάφορης, σε σύγκριση με τους συγκατηγορουμένους τους, μεταχείρισης των κατηγορουμένων 5 και 6.
Η Δικαιοσύνη δεν μπορεί να μείνει ουδέτερη μπροστά στη χρήση διάφορου μέτρου στη μεταχείριση των παραβατών. Το Άρθρο 35 του Συντάγματος δεν το επιτρέπει. Όπως δεν το επιτρέπει η φύση της δικαστικής αποστολής συνυφασμένη κατά πάντα χρόνο με την ισότητα. Δεν διαγράφει βέβαια το έγκλημα των καταδικασθέντων ούτε αφίσταται του καθήκοντος να τους τιμωρήσει για το αδίκημα το οποίο διέπραξαν. Μπορεί να μειώσει την ποινή των καταδικασθέντων στο βαθμό που να μετριάζει το αίσθημα αδικίας το οποίο προκαλεί η διάφορη μεταχείριση των παραβατών. Με τον τρόπο αυτό μετριάζεται αφενός η ανισότητα στη μεταχείριση των παραβατών και αφετέρου η Δικαιοσύνη εκπληρώνει, στο βαθμό που της παρέχεται η δυνατότητα, το καθήκον το οποίον επιβάλλει το Άρθρο 35 του Συντάγματος, που δεσμεύει τις Δικαστικές όπως και τις άλλες αρχές (νομοθετική και εκτελεστική) να διασφαλίζουν τα ανθρώπινα δικαιώματα περιλαμβανομένου του δικαιώματος της ισότητας (Άρθρο 28 του Συντάγματος).»
98. Οι πρώην κατηγορούμενοι 2 και 3 αντιμετώπιζαν αρχικώς κατηγορία και με βάση το άρθρο 205 ΠΚ (κατηγορία 4). Στις 20/12/2022 ο κατηγορούμενος 2 παραδέχθηκε όλες τις κατηγορίες που αντιμετώπιζε. Ακολούθως η τότε εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής ανέστειλε την κατηγορία 4 εναντίον του και ζήτησε σύντομη ημερομηνία για παράθεση γεγονότων για επιβολή ποινής αφού αυτός είχε ενταχθεί σε πρόγραμμα προστασίας μαρτύρων. Ακολούθως στις 22/12/2022, ο κατηγορούμενος 3, δήλωσε μη παραδοχή στην κατηγορία 4 και παραδέχθηκε τις υπόλοιπες κατηγορίες. Η εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής ανέστειλε την κατηγορία 4, προχώρησε στην παράθεση γεγονότων και για τους δύο κατηγορούμενους. Τους επιβλήθηκε ποινή τριετούς φυλάκισης για την κατηγορία 5 που αφορούσε το αδίκημα του άρθρου 210 ΠΚ.
99. Από τη μαρτυρία τους ενώπιον μας διαφάνηκε ότι ήταν παρόντες κατά την άσκηση βίας κατά του θύματος, ότι συμμετείχαν στη φύλαξη του, σε καθαρισμό των κελιών αλλά και μεταφορά αντικειμένων. Δέχθηκαν ότι, έστω και υπό το καθεστώς απειλής, κτύπησαν και αυτοί το θύμα. Γνώριζαν τις προθέσεις του κατηγορούμενου 1 εξ αρχής και μάλιστα ο κατηγορούμενος 3 θα αναλάμβανε και την ευθύνη σε περίπτωση θανάτου. Ουδείς των κατηγορουμένων 2 και 3 απευθύνθηκε σε δεσμοφύλακα για βοήθεια.
100. Όπως αναφέρθηκε στη Νικήτα v Δημοκρατίας (2012) 2 ΑΑΔ 156 στη σελ. 163:
«Στην προκειμένη περίπτωση ο Γενικός Εισαγγελέας, ως είχε δικαίωμα, διέκοψε τις κατηγορίες κατά των Κατηγορουμένων 1 και 4 και, ως είχε δικαίωμα, δεν έδωσε λόγους για την ενέργειά του. Η έλλειψη λόγων όμως αφήνει τα πράγματα εκεί που ήσαν, δηλαδή ότι πρόσωπα για τα οποία εθεωρήθη ότι υπήρχε επαρκής υπόθεση εναντίον τους ώστε να κατηγορήθησαν έχουν τώρα απαλλαγεί. Το Δικαστήριο δεν μπορεί να κάνει εικασίες ως προς τους λόγους της διακοπής των κατηγοριών ώστε να κρίνει αν αυτή εδικαιολογείτο και έτσι να μην μπορεί να τίθεται θέμα αντίληψης του μέσου πολίτη για ευνοϊκή μεταχείριση, οπότε η διακοπή δεν θα επενεργούσε ως μετριαστικός παράγοντας (ίδε Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Σατανά κ.ά. (1996) 2 Α.Α.Δ. 257, όπου η απόσυρση των κατηγοριών οφείλετο στην αδυναμία ανεύρεσης των συγκατηγορουμένων ως εκ της διαφυγής τους στο εξωτερικό παρά τις προσπάθειες ανεύρεσης τους που καθυστέρησαν και την εκδίκαση της υπόθεσης. Η ίδια αρχή διέπει και την Παναγή v. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 115, όπου εκρίθη ότι η αθώωση συγκατηγορουμένου μετά από ακρόαση διαφέρει από την απόσυρση της κατηγορίας, αφού δεν προκύπτει διαφορετική μεταχείριση εκ μέρους της εισαγγελικής αρχής, και έτσι δεν επενεργεί ως μετριαστικός παράγων).»
101. Ισχύουν το ίδια εν προκειμένω. Το Δικαστήριο δεν μπορεί να γνωρίζει τους λόγους διακοπής της αρχικής κατηγορίας. Ούτε μπορεί να γνωρίζει τους λόγους που αποφασίστηκε η μη δίωξη άλλων δεσμοφυλάκων για τον πλημμελή τρόπο άσκησης των καθηκόντων τους στις 26/10/2022 και στις 27/10/2022 και όπως αυτή διαπιστώθηκε με τα ευρήματα μας. Η μεταχείριση των πρώην κατηγορουμένων 2 και 3 αλλά και των υπολοίπων δεσμοφυλάκων δικαίως μπορεί να δημιουργήσει αισθήματα αδικίας στους κατηγορούμενους 5, 6 και 7. Σε κάθε περίπτωση, όπως έχει διαφανεί από τα γεγονότα, η ποινική τους υπαιτιότητα διαφέρει ουσιωδώς και δεν εξισούται με αυτή των πρώην κατηγορουμένων 2 και 3.
102. Θεωρούμε επομένως ότι η παράμετρος αυτή επενεργεί καθοριστικά ως προς το ύψος της ποινής που θα επιβληθεί στους κατηγορούμενους 5, 6 και 7.
103. Τέλος λάβαμε υπόψη μας σε σχέση με τον καθένα από τους κατηγορούμενους 5, 6 και 7 τις προσωπικές, οικονομικές και οικογενειακές περιστάσεις όπως αυτές εκτέθηκαν ανωτέρω. Δεν παραβλέπουμε ότι και στους τρεις, επιβολή ποινών φυλάκισης θα έχουν όχι μόνο επιπτώσεις στους ιδίους προσωπικά αλλά και σε μέλη των οικογενειών τους. Θετικά επενεργεί και το γεγονός ότι πρόκειται για πρόσωπα τα οποία ήταν πρόθυμα να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες της υπηρεσίας τους με θετικές αξιολογήσεις. Αυτή ήταν και η εικόνα που προέβαλαν οι ανώτεροι και τους στο Δικαστήριο.
ΣΤ. ΠΟΙΝΕΣ
104. Επιβάλλονται οι ακόλουθες ποινές στον κατηγορούμενο 1:
- στην κατηγορία 1, ποινή δια βίου φυλάκισης∙
- στην κατηγορία 2, ποινή φυλάκισης 2 ετών∙ και
- στην κατηγορία 3, ποινή φυλάκισης 2 ετών.
105. Επιβάλλονται οι ακόλουθες ποινές στον κατηγορούμενο 4:
- στην κατηγορία 8, ποινή φυλάκισης 1 έτους∙ και
- στην κατηγορία 9, ποινή φυλάκισης 1 έτους.
106. Στον κατηγορούμενο 5 επιβάλλεται στην κατηγορία 10 ποινή φυλάκισης 3 ετών. Στις κατηγορίες 11 και 12 δεν επιβάλλεται οποιαδήποτε ποινή για τους λόγους που αναφέρθηκαν ανωτέρω.
107. Στον κατηγορούμενο 6 επιβάλλεται στην κατηγορία 10 ποινή φυλάκισης 3 ετών. Στις κατηγορίες 11 και 12 δεν επιβάλλεται οποιαδήποτε ποινή για τους λόγους που αναφέρθηκαν ανωτέρω.
108. Στον κατηγορούμενο 7 επιβάλλεται στην κατηγορία 11 ποινή φυλάκισης 18 μηνών. Στην κατηγορία 12 δεν επιβάλλεται οποιαδήποτε ποινή για τους λόγους που αναφέρθηκαν ανωτέρω.
Ζ. ΕΞΟΔΑ – ΤΕΚΜΗΡΙΑ
109. Έξοδα €870 να καταβληθούν από τη Δημοκρατία.
110. Τα Τεκμήρια 1 μέχρι 33, 35 μέχρι 101, 103 μέχρι 105, 106 μέχρι 122, 123 μέχρι 131, 133, το 151, το 189 μέχρι το 191, το 217, 218 μέχρι 220, 235, 244, 250 και 251 να κατασχεθούν και να καταστραφούν. Όσον αφορά το Τεκμήριο 221, να επιστραφεί στον νόμιμο δικαιούχο και τα υπόλοιπα τεκμήρια να παραμείνουν στην κατοχή της Αστυνομίας.
Η. ΔΙΑΔΟΧΙΚΟΤΗΤΑ ΠΟΙΝΩΝ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΩΝ 1 ΚΑΙ 4
Η.1. ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΣ 1
111. Με δεδομένο ότι όλα τα αδικήματα τελέστηκαν στο πλαίσιο μιας ενιαίας συμπεριφοράς, κρίνουμε ορθότερο όπως οι ποινές φυλάκισης συντρέχουν μεταξύ τους.
112. Σύμφωνα με το άρθρο 117 (2) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 («ΠΔ»), ποινή φυλάκισης που επιβλήθηκε σε πρόσωπο που ήδη καταδικάστηκε σε φυλάκιση, αρχίζει να εκτίεται μετά τη λήξη της προηγούμενης ποινής, εκτός αν το Δικαστήριο διατάξει διαφορετικά.
113. Η επιλογή της διαδοχικότητας εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου [βλ. Ν.Ν. v Δημοκρατίας (2012) 2 ΑΑΔ762, 770] και εξετάζεται στη βάση της αρχής της συνολικότητας της ποινής.
114. Στη Χριστοφόρου v Αστυνομίας (2004) 2 ΑΑΔ 443, 446 – 447, αναφέρθηκε ότι η αρχή της συνολικότητας επεκτείνεται πέραν της περίπτωσης διαδοχικών ποινών που επιβάλλονται από το ίδιο δικαστήριο την ίδια ώρα στην ίδια ή σε διαφορετικές υποθέσεις και καλύπτει περιπτώσεις στην οποία οι ποινές επιβάλλονται από διαφορετικό δικαστήριο σε διαφορετικό χρόνο και σε διαφορετικές υποθέσεις. Δεν περιορίζεται σε αδικήματα που είναι όμοια ή σχετίζονται μεταξύ τους ως μέρος μίας ενιαίας ενέργειας, ως προς τα οποία ο γενικός κανόνας είναι ότι δεν πρέπει να επιβάλλονται διαδοχικές ποινές [βλ. επίσης Αχιλλέως v Αστυνομίας (1989) 1 ΑΑΔ 331, 334]. Επίκεντρο της είναι ο τιμωρούμενος και προοπτική της η αποφυγή υπέρμετρης ή δυσανάλογης ποινής ως προς τη συνολική ποινική ευθύνη του. Και υπόβαθρο της είναι οι ευρύτεροι παράμετροι που διέπουν την αναλογικότητα της τιμωρίας προς το έγκλημα και που έχουν έρεισμα στις θεμελιακές αρχές του δικαίου και αναγνώριση στο Σύνταγμα και στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, υπό το φως των οποίων και θα πρέπει να εφαρμόζεται το άρθρο 117(2) ΠΔ και να ασκείται η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ως προς το ύψος της επιβληθησομένης ποινής. Εφόσον πρόκειται για στέρηση της ελευθερίας του ατόμου για σκοπούς τιμωρίας, η ποινική ευθύνη του τιμωρούμενου πρέπει να αντικρίζεται διαχρονικά σαν σύνολο σε κάθε δεδομένη περίπτωση φυλάκισής του.
115. Στην Κουφού κ.α. v Αστυνομίας (1993) 2 ΑΑΔ 396, 441 λήφθηκε υπόψη ότι η ποινή που εξέτιε ο κατηγορούμενος ήταν για εγκλήματα εντελώς διαφορετικής φύσεως από το έγκλημα στο οποίο είχε βρεθεί ακολούθως ένοχος και συνεπώς η έκδοση διαφορετικής διαταγής από τη γενική πρόνοια του άρθρου 117 (2) ΠΔ δεν δικαιολογείτο από τη φύση, το χαρακτήρα και τα περιστατικά της υπόθεσης.
116. Στην R v Watts [2000] 1 Cr App R (S) 460, στην οποία παρέπεμψε η συνήγορος του κατηγορούμενου 4, η οποία υιοθετήθηκε στη Χριστοφόρου, ανωτέρω, επισημάνθηκε πως ειδικά στην περίπτωση που επιβάλλεται ποινή ενώ ο τιμωρούμενος εκτίει άλλη ποινή, αποτελούν καλό κανόνα τα λεχθέντα στην υπόθεση και συγκεκριμένα:
"If the offence had fallen to be dealt with at the same time would the same total sentence have resulted. If not, then the total produced by making the sentences consecutive may be disproportionate and excessive."
Σε δική μας ελεύθερη μετάφραση:
«Εάν το αδίκημα έπρεπε να αντιμετωπιστεί ταυτόχρονα, θα είχε προκύψει η ίδια συνολική ποινή; Εάν όχι, τότε η συνολική χρονική διάρκεια που προκύπτει από τη διαδοχικότητα των ποινών μπορεί να είναι δυσανάλογη και υπερβολική.»
117. Το ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσον στην παρούσα υπάρχουν περιστάσεις στη βάση των οποίων θα πρέπει να δοθεί διαφορετική διαταγή με βάση το άρθρο 117(2) ΠΔ.
118. Είναι αδιαμφισβήτητο πως τα αδικήματα της παρούσας έχουν διαπραχθεί σε διαφορετικό χρόνο από τα αδικήματα της Υπ. 8297/2022. Εκεί η καταδίκη αφορούσε αδικήματα κατοχής πυροβόλου όπλου και φυσιγγίων. Αφορά τελείως διαφορετικά γεγονότα, που διαπράχθηκαν κάτω από άλλες περιστάσεις και σε διαφορετικό χρόνο. Ο κατηγορούμενος 1 διέπραξε τα αδικήματα της παρούσας ενώ ήταν υπόδικος.
119. Έχοντας κατά νουν τα πιο πάνω, κρίνουμε ότι η προσθήκη των ποινών που επιβλήθηκαν στην παρούσα υπόθεση στην ποινή που ήδη εκτίει ο κατηγορούμενος 1, δεν απολήγει σε ποινές αθροιστικά υπερβολικές ή δυσανάλογες προς τη συνολική αξιόποινη συμπεριφορά του. Καταλήγουμε, συνεπώς, ότι δεν δικαιολογείται υπό τις περιστάσεις η έκδοση διαφορετικής διαταγής, αφού ως εξηγήσαμε δεν βρίσκουμε εν προκειμένω οποιοδήποτε λόγο να αποκλίνουμε από τον κανόνα της διαδοχικότητας των ποινών που θέτει το άρθρο 117(2) ΠΔ.
120. Ως εκ τούτου οι πιο πάνω ποινές για τον κατηγορούμενο 1 θα συντρέχουν μεταξύ τους αλλά θα εκτιθούν διαδοχικά με την έκτιση των ποινών του στην Υπ. 8297/2022 του Κακουργοδικείου Λευκωσίας.
121. Κρίνουμε επίσης ότι επειδή ο κατηγορούμενος 1 ήταν υπόδικος στο πλαίσιο άλλης υπόθεσης, σε σχέση με την οποία εν τέλει καταδικάστηκε και εκτίει ποινή, δεν θα πρέπει να ληφθεί υπόψη η περίοδος κράτησης του στο πλαίσιο της παρούσας. Τα λεχθέντα της Χαραλάμπους v Διευθυντή Φυλακών (2004) 1Β ΑΑΔ 1273, στις σελ. 1276 – 1277, ότι μείωση των ποινών σε τέτοια περίπτωση θα καθιστούσε την ποινή μη αποτελεσματική, αν και μη δεσμευτικά, μας βρίσκουν απολύτως σύμφωνους και κρίνουμε ότι εφαρμόζονται και στην παρούσα περίπτωση.
Η.2. ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΣ 4
122. Με δεδομένο ότι όλα τα αδικήματα τελέστηκαν στο πλαίσιο μιας ενιαίας συμπεριφοράς, κρίνουμε ορθότερο όπως οι ποινές φυλάκισης συντρέχουν μεταξύ τους.
123. Είναι αδιαμφισβήτητο πως τα αδικήματα της παρούσας έχουν διαπραχθεί σε διαφορετικό χρόνο από τα αδικήματα της Υπ. 2776/21. Εκεί η καταδίκη αφορούσε αδικήματα ναρκωτικών όπως και η παρούσα. Στην Υπ. 5407/23, που αφορούσε αδίκημα του 2020 διατάχθηκε όπως η ποινή συντρέχει με αυτή της 2776/21. Αυτό που μας απασχόλησε όμως και συνυπολογίσαμε ήταν οι ευρύτερες περιστάσεις διάπραξης του αδικήματος. Δεν ήταν μόνο ζήτημα κατοχής και προμήθειας για χρήση. Υπήρχε ευρύτερο πλαίσιο εμπορίας ναρκωτικών εντός της πτέρυγας. Και αυτό ενώ εξέτιε ποινές φυλάκισης.
124. Διαταγή όπως οι ποινές του συντρέχουν εκτός από μεταξύ τους αλλά και αυτές που ήδη εκτίει θα οδηγούσε σε μη τιμωρία του και θα εξουδετέρωνε τη σοβαρότητα των αδικημάτων που διέπραξε. Καταλήγουμε, συνεπώς, ότι οι ποινές του, αν και θα συντρέχουν μεταξύ τους, θα εκτιθούν διαδοχικά με τις ποινές που του επιβλήθηκαν στις Υπ. 2776/2021, Κακουργιοδικείου Λεμεσού, 5407/2023, Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού και 8970/2021, Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας.
125. Κρίνουμε επίσης ότι επειδή καθότι ο κατηγορούμενος 4 εξέτιε ποινή δεν θα πρέπει να ληφθεί υπόψη η περίοδος κράτησης του στο πλαίσιο της παρούσας για τους ίδιους λόγους που αναφέρθηκαν για τον κατηγορούμενο 1, ανωτέρω.
Η. ΑΝΑΣΤΟΛΗ – ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΙ 5, 6 ΚΑΙ 7
126. Δεδομένου του είδους και του ύψους των ποινών που επιβλήθηκαν προχωρούμε να εξετάσουμε κατά πόσο συντρέχουν τέτοιες περιστάσεις ώστε να πληρούνται οι προϋποθέσεις του Περί της Υφ' Όρον Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλακίσεως εις Ωρισμένας Περιπτώσεις Νόμου του 1972, Ν.95/72 («Ν.95/72»), όπως τροποποιήθηκε, ως τούτες έχουν ερμηνευθεί από τη Νομολογία για αναστολή εκτέλεσης της ποινής.
127. Η αναστολή της ποινής φυλάκισης προβλέπεται από το άρθρο 3(2) του Ν.95/72. Η Νομολογία έχει καταδείξει ότι τυχόν αναστολή της επιβληθείσας ποινής φυλάκισης δεν επιβάλλεται από δικαστήριο ως μέτρο επιείκειας, αλλά το Δικαστήριο αποφασίζει το ύψος της ποινής, και μετά εξετάζει κατά πόσο συντρέχουν οι προϋποθέσεις που να δικαιολογούν την αναστολή της [βλ. ΓΕ v Περατικού (1997) 2 ΑΑΔ 373, 378].
128. Η διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου για αναστολή της ποινής φυλάκισης έχει διευρυνθεί, έτσι ώστε αυτή αποφασίζεται, εάν δικαιολογείται, στη βάση του συνόλου των περιστάσεων της υπόθεσης και των προσωπικών περιστατικών του κατηγορουμένου [βλ. Siminoiu v Αστυνομίας (2012) 2 ΑΑΔ 699, 702 και Κωνσταντίνου v Αστυνομίας (2009) 2 ΑΑΔ 583, 584]. Τα όρια της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου δεν περιορίζονται με αναφορά σε συγκεκριμένους παράγοντες και δη με αναφορά σε παράγοντες οι οποίοι έχουν ήδη ληφθεί υπόψη κατά την επιμέτρηση της ποινής [βλ. Παπαπαντελή v Δημοκρατίας (2016) 2Β ΑΑΔ 988, 996]. Παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη είναι, η σοβαρότητα των περιστατικών και το κίνητρο, το μητρώο του κατηγορούμενου [βλ. ΓΕ v Τζιαουχάρη (2005) 2 ΑΑΔ 161, 166] και η αναγκαιότητα αποτροπής, η διαγωγή του κατηγορούμενου μετά τη διάπραξη του αδικήματος, ιδιαίτερα η παρουσία ή απουσία στοιχείων μεταμέλειας [βλ. Demetriou v R (1976) 2 JSC 386, 388 – 389 και ΓΕ v Φανιέρου (1996) 2 ΑΑΔ 303, 309 – 310].
129. Έχουμε εξετάσει στο σύνολο τους, όλα όσα αναφέρθηκαν σε σχέση με τις προσωπικές περιστάσεις των κατηγορουμένων 5 και 6, το λευκό ποινικό μητρώο και τον καλό τους χαρακτήρα σε συνάρτηση με τις περιστάσεις διάπραξης του αδικήματος στο ευρύτερο πλαίσιο παραλείψεων που έγιναν από άλλους δεσμοφύλακες και των συνθηκών που επικρατούσαν τον δεδομένο χρόνο. Δεν διαπιστώνουμε περιστάσεις που θα δικαιολογούσαν αναστολή εκτέλεσης. Αντίθετα, τέτοια μεταχείριση θα απέληγε σε υποβάθμιση της σημασίας που πρέπει να αποδοθεί στη σοβαρότητα των παραλείψεων των κατηγορουμένων 5 και 6 και στη σοβαρότητα των συνεπειών που είχαν οι παραλείψεις αυτές.
130. Οι ποινές φυλάκισης τους θα είναι άμεσες. Η έκτιση της ποινής φυλάκισης για τον καθένα από αυτούς μειώνεται, σύμφωνα με το άρθρο 117(1) ΠΔ, κατά το χρονικό διάστημα που οι κατηγορούμενοι 5 και 6 βρίσκονταν σε προφυλάκιση, ήτοι από την 11/11/2022 μέχρι και τις 25/11/2022 και από 29/7/2025 μέχρι σήμερα [βλ. Παυλίδης κ.α. v Αστυνομίας (1996) 2 ΑΑΔ 220, 224, 226 και Re Demetriades (1982) 1 CLR 855, 857].
131. Η περίπτωση του κατηγορούμενου 7 διαφέρει. Λάβαμε υπόψη μας:
(2) τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες διέπραξε το αδίκημα, που αναγόταν σε αμέλεια ελέγχου υφισταμένων του και τη μη λήψη ενέργειας σε δεδομένη στιγμή ως όφειλε· και
(3) τη μη ανάγκη επιβολής ποινής με σκοπό την ειδική αποτροπή∙
132. Καταλήγουμε στο ότι όλα τα πιο πάνω σωρευτικά εκτιμώμενα δημιουργούν περίπτωση για την οποία, παρά τη σοβαρότητα των αδικημάτων, το σύνολο των γεγονότων της υπόθεσης και οι προσωπικές περιστάσεις του είναι τέτοιες, ώστε να ασκήσουμε τη διακριτική μας ευχέρεια και να διατάξουμε την αναστολή της ποινής φυλάκισης που του επιβλήθηκε.
133. Η επιβληθείσα συνεπώς ποινή φυλάκισης του κατηγορούμενου 7 αναστέλλεται για περίοδο τριών ετών από σήμερα.
(Εξηγούνται στον κατηγορούμενο 7 οι επιπτώσεις διάπραξης αδικήματος την περίοδο αναστολής)
(Υπ.) Ν. Α. Π. Γεωργιάδης, Π.Ε.Δ.
(Υπ.) Ν. Οικονόμου, Α.Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο