ΜΟΝΙΜΟ ΚΑΚΟΥΡΓΟΔΙΚΕΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
ΣΥΝΘΕΣΗ: Ν. Α. Π. Γεωργιάδης, Π.Ε.Δ.
Μ. Κ. Λοΐζου, Α.Ε.Δ.
Ν. Οικονόμου, Ε.Δ.
Υπόθεση Αρ.: 13065/2022
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
v.
1. Φ.Τ.
2. Μ.Ζ.
3. Μ.Μ.
4. LARINA ESTATES LTD
5. PHC TSANGARIDES LLC
6. FULLSERVE SECRETARIAL LTD
7. Ε.Μ,
Κατηγορούμενων
Ημερομηνία: 23 Ιανουαρίου 2025.
Εμφανίσεις:
Για την Κατηγορούσα Αρχή: Η κα. Χρ. Κυθραιώτου, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας για Γενικό Εισαγγελέα.
Ο Κατηγορούμενος 1 εμφανίζεται αυτοπροσώπως.
Για τους Κατηγορούμενους 2 και 4: Ο κ. Γ. Παπαϊωάννου μαζί με τον κ. Χρ. Παπαϊωάννου.
Για τον Κατηγορούμενο 3: Ο κ. Μ. Αποστολίδης.
Για τους Κατηγορούμενους 5, 6 και 7: Ο κ. Κωστόπουλος για τον κ. Κ. Ευσταθίου.
Κατηγορούμενοι 1, 2, 3 και 7 παρόντες.
------------------------------------------
ΑΠΟΦΑΣΗ
(Μειοψηφίας)
Α. Το κατηγορητήριο
Σύμφωνα με το ενώπιον μας κατηγορητήριο οι κατηγορίες μπορούν να υπαχθούν σε τέσσερεις ενότητες. Συνομωσίες προς καταδολίευση της Δημοκρατίας με τους τρόπους που αναφέρεται στις επί μέρους κατηγορίες, Εξασφάλιση εγγραφής πολιτογράφησης τριών (3) ατόμων δια ψευδών παραστάσεων, παραβάσεις της περί Φ.Π.Α. νομοθεσίας και πλαστογραφία αγοραπωλητηρίου και πάλιν προς απατηλή καταδολίευση της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Οι κατηγορούμενοι 1, 2, 4, 5, 6 και 7 κατηγορούνται για συνωμοσία προς καταδολίευση κατά παράβαση του άρθρου 302 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154, ότι δηλαδή σε άγνωστη ημερομηνία μεταξύ της 24.11.2017 και 13.11.2018 συνωμότησαν μεταξύ τους και με τον Επενδυτή [Μ] όπως με δόλιο μέσο καταδολιεύσουν την Κυπριακή Δημοκρατία, δηλαδή να εξασφαλίσουν την κατ’ εξαίρεσιν πολιτογράφηση του αλλοδαπού [M.A.M.S.] (στο εξής «ο [Μ]» ή «Μ») (1η κατηγορία), του γιου του [B.M.A.M.S.] (στο εξής «ο [Μπ]» ή «Β») (2η κατηγορία) και της κόρης του Μ [E.M.A.M.S.] (στο εξής «η [Ε]» ή «Ε») (3η κατηγορία) παρουσιάζοντας στοιχεία που να δείχνουν ότι ικανοποιείτο το οικονομικό κριτήριο της επένδυσης ύψους τουλάχιστον €2 εκ. όπως αυτό καθοριζόταν ως κριτήριο Α1 στην απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ημερομηνίας 13.9.2016, με σκοπό να εκδοθεί πιστοποιητικό πολιτογράφησης των πιο πάνω προσώπων, ενώ στην πραγματικότητα δεν ικανοποιείτο το εν λόγω κριτήριο.
Οι κατηγορούμενοι 2 και 4 κατηγορούνται για συνωμοσία προς καταδολίευση κατά παράβαση του άρθρου 302 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154, ότι δηλαδή σε άγνωστη ημερομηνία μεταξύ της 24.11.2017 και 21.11.2018 συνωμότησαν μεταξύ τους και με τον Επενδυτή [Μ] όπως με δόλιο μέσο καταδολιεύσουν την Κυπριακή Δημοκρατία, δηλαδή να υποβάλουν αίτηση στο τμήμα φορολογίας του Υπουργείου Οικονομικών παρουσιάζοντας ότι το διαμέρισμα με αριθμό 203 στην υπό ανέγερση πολυκατοικία Corniche στη Λεμεσό θα χρησιμοποιείτο από τον αγοραστή αυτής ως κύρια και μόνιμη κατοικία ώστε να εφαρμοστεί μειωμένος συντελεστής κατά τον υπολογισμό του οφειλόμενου Φ.Π.Α. για την αγορά του εν λόγω διαμερίσματος (4η κατηγορία). Ομοίως η 5η κατηγορία για τον επενδυτή [Μπ] και το διαμέρισμα 204 και ομοίως η 6η κατηγορία για την επενδυτή [Ε] και το διαμέρισμα 202.
Οι κατηγορούμενοι 1, 2, 4, 5, 6 και 7 κατηγορούνται πως κατά παράβαση των άρθρων 305 και 20 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 μεταξύ της 24.11.2107 και 28.12.2018 στην Κυπριακή Δημοκρατία εσκεμμένα και με ψευδή παράσταση εξασφάλισαν την πολιτογράφηση του Μ (8η κατηγορία), του Β (9η κατηγορία) και της Ε (10η κατηγορία) υποβάλλοντας στην αρμόδια αρχή αιτήσεις για κατ’ εξαίρεσιν πολιτογράφηση των προσώπων αυτών, περιέχουσες στοιχεία που να έδειχναν ότι ικανοποιείτο το οικονομικό κριτήριο της επένδυσης ύψους τουλάχιστον €2 εκ. όπως αυτό καθοριζόταν ως κριτήριο Α1 στην απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ημερομηνίας 13.9.2016 και δείχνοντας με τη συμπεριφορά τους ότι αυτό ικανοποιείτο καθ’ όλη τη διάρκεια εξέτασης των αιτήσεων πολιτογράφησης και γνωρίζοντας ότι αυτό δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα.
Οι κατηγορούμενοι 2 και 4 κατηγορούνται για δόλια αποφυγή καταβολής Φ.Π.Α., κατά παράβαση του άρθρου 46(1) του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου (Ν.95(Ι)/2000) και του άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα Κεφ.154, ότι δηλαδή την 21.11.2018 στην ΚΔ προέβηκαν σε ενέργειες με σκοπό την δόλια αποφυγή καταβολής Φ.Π.Α. δηλαδή συνέταξαν και υπέβαλαν στο τμήμα φορολογίας εκ μέρους του [Μ], υπεύθυνη δήλωση για επιβολή μειωμένου συντελεστή Φ.Π.Α. αναφορικά με την αγορά διαμερίσματος, ενώ γνώριζαν την ύπαρξη συμφωνίας διαχείρισης του εν λόγω διαμερίσματος (11η κατηγορία). Ομοίως η 12η κατηγορία σχετικά με τον [Μπ] και η 13η σχετικά με την [Ε].
Οι κατηγορούμενοι 2 και 4 κατηγορούνται για παροχή αναληθών πληροφοριών κατά παράβαση του άρθρου 46(3) του περί Φ.Π.Α. Νόμου (Ν.95(Ι)/2000) και του άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154, ότι δηλαδή στις 10.04.2018 στην ΚΔ κατά την παροχή πληροφοριών για σκοπούς υπολογισμού του καταβλητέου Φ.Π.Α. προέβησαν σε δήλωση που γνώριζαν ότι ήταν αναληθής σε ουσιώδες σημείο της, δηλαδή υπέβαλαν φορολογική δήλωση για την φορολογική περίοδο μεταξύ της 1/12/2017 και τις 28/2/2018 χωρίς να συμπεριλάβουν στις εκροές τα τιμολόγια με αριθμό αναφοράς DF18000005 και DF18000006 για τα ποσά των €1.280 και €2.098.732,49 αντίστοιχα εκδοθέντα στις 3.1.2018 που αφορούσαν την πώληση του διαμερίσματος 203 και τα οποία εισπράχθηκαν στις 3.1.2018 και 27.12.2017 (14η κατηγορία). Ομοίως σχετικά με το τιμολόγιο με αριθμό αναφοράς DF18000003 για το ποσό των €990.000 εκδοθέν στις 22.2.2018 που αφορούσε την πώληση του διαμερίσματος 204 και το οποίο εισπράχθηκε αυθημερόν (15η κατηγορία). Ομοίως στις 9.7.2018 και σχετικά με την φορολογική δήλωση για την φορολογική περίοδο μεταξύ της 1.3.2018 και 31.5.2018 για το τιμολόγιο με αριθμό αναφοράς DF18000004 για το ποσό των €1.510.000 εκδοθέν στις 7.3.2018 που αφορούσε την πώληση του διαμερίσματος 204 και το οποίο εισπράχθηκε αυθημερόν (16η κατηγορία).
Οι κατηγορούμενοι 1, 2, 4, 5 και 7 κατηγορούνται επίσης για συνωμοσία προς καταδολίευση κατά παράβαση του άρθρου 302 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154, ότι δηλαδή μεταξύ των μηνών Νοεμβρίου 2017 και Φεβρουαρίου 2018 στην Κυπριακή Δημοκρατία συνωμότησαν όπως με δόλιο μέσο υποβάλουν αίτηση για κατ’ εξαίρεσιν πολιτογράφηση του [Μπ] παρουσιάζοντας ως μέρος αυτής την πλαστή συμφωνία πώλησης ημερομηνίας 16.2.2018 με σκοπό να εκδοθεί πιστοποιητικό πολιτογράφησης αυτού (18η κατηγορία). Σχετική είναι και η 17η κατηγορία για πλαστογραφία εγγράφου, κατά παράβαση του άρθρου 331, 333(α), 334, 335 και 20 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154, ότι δηλαδή κατάρτησαν την πλαστή συμφωνία πώλησης που αφορούσε τον [Μπ] και την αγορά διαμερίσματος με αριθμό 204 στη βάση σχεδίων που υποβλήθηκαν στην αρμόδια αρχή για εξασφάλιση πολεοδομικής άδειας, ενώ στην πραγματικότητα το εν λόγω διαμέρισμα δεν υφίστατο επί αυτών (17η κατηγορία).
Β. Σύνοψη των επίδικων θεμάτων
Εμπορική τράπεζα στα πλαίσια διερεύνησης της γνησιότητας της συναλλαγής μεταφερόμενων χρημάτων από την Κατηγορούμενη 4 εταιρεία προς τον επενδυτή [Μ.Α.Μ.Σ.] (στο εξής «ο Επενδυτής» ή «ο Μ»), υποπτεύθηκε μη γνήσια συναλλαγή. Ενημέρωσε σχετικά την Μονάδα Καταπολέμησης Αδικημάτων Συγκάλυψης της Δημοκρατίας (στο εξής «η ΜΟΚΑΣ»). Η ΜΟΚΑΣ στη συνέχεια ενημέρωσε το Υπουργείο Εσωτερικών (στο εξής ΥΠΕΣ), το οποίο με τη σειρά του ενημέρωσε το Υπουργείο Οικονομικών (στο εξής ΥΠΟΙΚ), το οποίο ήταν υπεύθυνο για έλεγχο του οικονομικού κριτηρίου των αιτήσεων για κατ’ εξαίρεσιν πολιτογραφήσεις αλλοδαπών επενδυτών ως Κυπρίων πολιτών βάσει επένδυσης στην Κυπριακή Δημοκρατία άνω των €2.000.000 πλέον Φ.Π.Α. Πριν από την προαναφερθείσα ενημέρωση τα ΥΠΕΣ και ΥΠΟΙΚ δεν είχαν υποπτευθεί οτιδήποτε διότι τα στοιχεία που είχαν μέχρι τότε στα χέρια τους και βάσει των οποίων τελικά εγκρίθηκαν οι κατ’ εξαίρεσιν πολιτογραφήσεις των τριών επενδυτών εν προκειμένω δεν παρείχαν έρεισμα για υποψία.
Έτσι προέκυψαν τα επίδικα εν προκειμένω θέματα.
Σε σχετική διερεύνηση των δύο εκ των τριών επίδικων πολιτογραφήσεων προέβη πριν την Αστυνομία και η Ερευνητική Επιτροπή των κατ’ εξαίρεσιν πολιτογραφήσεων αλλοδαπών επενδυτών και επιχειρηματιών, υπό την προεδρία Νικολάτου (στο εξής «η Επιτροπή Νικολάτου»), η οποία διερεύνησε μόνο τις υποθέσεις κατ’ εξαίρεσιν πολιτογράφησης του Μ και του γιου του, ήτοι του [B.Μ.Α.Μ.Σ.] (στο εξής «ο Β»). Από την αστυνομική διερεύνηση που ακολούθησε κατόπιν της έκδοσης του πορίσματος Νικολάτου, προέκυψε και μαρτυρία σχετικά με την κατ’ εξαίρεσιν πολιτογράφηση της κόρης του Μ, ήτοι [Ε.Μ.Α.Μ.Σ.] (στο εξής «η Ε») (πατέρας και παιδιά θα αναφέρονται συλλογικά ως « οι Επενδυτές»).
Η κύρια θέση της Κατηγορούσας Αρχής (στο εξής «ΚΑ») ενώπιον μας ήταν πως ο επενδυτής Μ, που ενεργούσε εκ μέρους και για λογαριασμό των παιδιών του Β και Ε, ουδείς εκ των οποίων βρίσκεται ενώπιόν μας, δια ψευδών παραστάσεων και πρόθεσης καταδολίευσης, και σε συνέργεια με τους Κατηγορούμενους 1-7 εξασφάλισαν κατ’ εξαίρεσιν πολιτογράφηση ως κύπριοι υπήκοοι βάσει του άρθρου 111Α του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου, Ν.141(Ι)/2002 και της σχετικής απόφασης του ΥπΣυ ημερομηνίας 13.9.16. Οι ψευδείς αυτές παραστάσεις συνίσταντο στο ότι δεν ικανοποιείτο το οικονομικό κριτήριο για την κατ’ εξαίρεσιν πολιτογράφηση τους, ήτοι το κριτήριο της επένδυσης €2 εκατομμυρίων στη Δημοκρατία ανά έκαστο επενδυτή. Δηλαδή, ενώ τα αγοραπωλητήρια συμβόλαια μεταξύ των Επενδυτών και της Κατηγορούμενης 4 εταιρείας (στο εξής «τα ΑΓ»), που περιλαμβάνεται στον Ομίλο Εταιρειών του Κατηγορούμενου 2, κατέγραφαν τίμημα πώλησης των επίδικων διαμερισμάτων 202, 203 και 204, στο υπό ανέγερση κτίριο με την ονομασία «Corniche» στο παραλιακό μέτωπο της Λεμεσού ως €2.000.000 πλέον Φ.Π.Α. έκαστο, εν τέλει επιστράφηκαν χρήματα στον Μ δια συμφωνιών διαχείρισης των εν λόγω διαμερισμάτων (στο εξής συλλογικά «οι Συμφωνίες Διαχείρισης» ή «οι ΣΔ»), οι οποίες ήταν πλασματικές και ουδέποτε υπήρξε πρόθεση τίμησης τους. Οι ΣΔ ήταν ουσιαστικά το μέσο δια του οποίου η επιστροφή χρημάτων στον Μ σε λογαριασμούς του στο εξωτερικό μπόρεσε να γίνει κατορθωτή, μέσω κυπριακών εμπορικών τραπεζών.
Αντιθέτως, οι κύριες θέσεις της Υπεράσπισης ήταν ότι, οι ΣΔ μεταξύ της Κατηγορούμενης 4 και των Επενδυτών καταρτίστηκαν νόμιμα και ήταν καθ’ όλα έγκυρες κατά νόμο συμφωνίες, αλλά, αφενός, η ύπαρξη τους δεν απαγορευόταν από το Κυπριακό Επενδυτικό Πρόγραμμα για κατ’ εξαίρεσιν πολιτογραφήσεις (στο εξής «το ΚΕΠ») και αφετέρου ήταν καθ’ όλα γνήσιες, εφαρμόσιμες και σύμφωνες με τη θέληση των μερών κατά το χρόνο καταρτισμού τους.
Τα εμβάσματα που οι τρεις (3) ΣΔ δικαιολόγησαν είναι παραδεκτό πως έγιναν από την Κ4 στον Μ και αφορούσαν συνολικά €1.050.000 (€450.000 + €300.000 Χ 2). Οι ΣΔ προνοούσαν για την παραχώρηση από τους Επενδυτές της διαχείρισης των τριών (3) επίδικων διαμερισμάτων στην Κ4, για ορισμένη περίοδο 15 χρόνων από την ημερομηνία υπογραφής τους και με αντίτιμο πληρωτέο από τους Επενδυτές προς την Κ4 €450.000 έκαστη.
Ήταν η περαιτέρω θέση της Υπεράσπισης πως, οι ΣΔ ήταν ένας τρόπος τα επίδικα ακίνητα να αποφέρουν έσοδα στους Επενδυτές ως, λόγου χάριν, εάν τα ενοικίαζαν. Η ενοικίαση επιτρεπόταν, βάσει της ισχύουσας κατά τον ουσιώδη χρόνο πρακτικής του ΥΠΕΣ, ισχυρίστηκαν οι Κατηγορούμενοι ακόμα και στην περίπτωση που η αγορά οικίας ήταν η μόνη επένδυση τους στη Δημοκρατία, δηλαδή η οικία ήταν άνω των €2 εκ. Οι ΣΔ, ήταν κατά τη θέση της Υπεράσπισης ένας τρόπος για απόδοση της επένδυσης των Επενδυτών στα επίδικα ακίνητα, ώστε, δηλαδή να τους αποφέρουν έσοδα στο μέλλον.
Η ΚΑ αντέτεινε πως τα χαρακτηριστικά των ΣΔ, συγκρινόμενα με τις πρόνοιες των ΑΓ, κατά την ορθή τους ερμηνεία, τις περιστάσεις υπό τις οποίες οι ΣΔ και τα ΑΓ συνήφθηκαν και του τρόπου με τον οποίο οι ΣΔ χρησιμοποιήθηκαν, ήτοι για να δικαιολογηθούν στις τράπεζες οι μεταφορές χρημάτων από την Κ4 προς τον Μ σε λογαριασμούς του στο Λονδίνο, και ενώ κατ’ ουσίαν και κατά το γράμμα των ΣΔ δεν δικαιολογούσαν τέτοιες συναλλαγές, δεικνύουν προς ένα και μόνο συμπέρασμα: ότι, δηλαδή, η σύναψή τους έγινε για σκοπό άλλον από αυτόν που οι ίδιες οι ΣΔ προνοούσαν. Συγκεκριμένα για να καταστεί δυνατή η επιστροφή χρημάτων από την Κ4 προς τον Μ εκ μέρους και για λογαριασμό όλων των Επενδυτών, ώστε να μειωθεί και μειώθηκε το τίμημα πώλησης έκαστου διαμερίσματος σε κάτω από €2 εκ., ήτοι κατά τρόπο που δεν πληρούνταν το οικονομικό κριτήριο του ΚΕΠ, το οποίο συνυπολογίστηκε για να εγκριθούν οι αιτήσεις πολιτογράφησης των Επενδυτών.
Σύμφωνα, όμως, με τις αντίθετες θέσεις της Υπεράσπισης των Κ2 και Κ4, της οποίας ο Κ2 είναι διευθυντής, τα λεφτά που παραδεχτά επεστράφηκαν από την Κ4 στον Μ για λογαριασμό όλων των Επενδυτών, δεν ήταν πράγματι για τη διαχείριση των διαμερισμάτων για 15 χρόνια από την ημερομηνία σύναψής τους, ήτοι της 24.11.17 αλλά διότι ο Κ2 εκ μέρους της Κ4 είχε υπόψη του πως λόγω της πιθανολογούμενης καθυστέρησης στην ολοκλήρωση ανέγερσης του κτιρίου Corniche – το οποίο μέχρι και σήμερα δεν έχει ακόμη ανεγερθεί πλήρως – θα καλούνταν τελικά να καταβάλει αποζημιώσεις, τις οποίες αποφάσισε να προπληρώσει, μειώνοντας το μελλοντικό του ρίσκο. Περαιτέρω, οι θέσεις των Κ1 και Κ7, δικηγόρων, ήταν ότι δεν είχαν γνώση των εμπορικών όρων των ΣΔ, ούτε του τρόπου με τον οποίο εν τέλει χρησιμοποιήθηκαν, ήτοι για να επιστραφούν χρήματα στον Μ, διότι αυτοί μόνο συνέταξαν τα ΑΓ και μια πρότυπη ΣΔ, η οποία στάληκε στην Κ2, πελάτη τους, για τα περαιτέρω και εκ των υστέρων έμαθαν τόσο για τη σύναψη αυτών, όσο και για τη μεταφορά λεφτών από την Κ4 στον Μ.
Περαιτέρω ο Κ3 αρνείται κάθε ανάμειξη στην υπόθεση.
Ουσιαστικά το ερώτημα, εν προκειμένω, είναι ο νομικός χαρακτηρισμός της συναλλαγής, δια της οποίας ο Μ εισέπραξε λεφτά από την Κ4. Η ΚΑ την χαρακτηρίζει ως επιστροφή μέρους του ποσού της επένδυσης των Επενδυτών, ενώ οι Κ την χαρακτηρίζουν ως απόδοση της επένδυσης των Επενδυτών και ως τρόπο μείωσης του ρίσκου της Κ4 από μελλοντικές καθυστερήσεις στην ολοκλήρωση του Έργου.
Γ. Παραδεκτά ή και μη αμφισβητούμενα γεγονότα
Τα ακόλουθα έγιναν ρητώς παραδεκτά μεταξύ των μερών ή προέκυψαν ως παραδεκτά ή μη αμφισβητούμενα γεγονότα με το πέρας της ακρόασης:
1. Ο σχετικός Νόμος
Οι επίδικες πολιτογραφήσεις έγιναν σύμφωνα με το άρθρο 111Α(2) του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου, Ν.141(Ι)/2002. Το άρθρο 111Α, όπως ίσχυε κατά τον επίδικο χρόνο, προέβλεπε τα ακόλουθα:
«(1) Το Υπουργικό Συμβούλιο μπορεί σε πολύ εξαιρετικές περιπτώσεις παροχής υψίστου επιπέδου υπηρεσιών προς τη Δημοκρατία, οι οποίες αναφέρονται στη σχετική απόφαση, να επιτρέψει, για λόγους δημοσίου συμφέροντος, όπως τιμητικά πολιτογραφηθεί αλλοδαπός χωρίς να πληρούνται οι προϋποθέσεις που περιγράφονται στις παραγράφους (1)(α), (1)(β) και (1)(δ) του Τρίτου Πίνακα.
(2) Το Υπουργικό Συμβούλιο μπορεί, υπό όρους ως ήθελε κατά περίπτωση καθορίσει, να επιτρέψει την πολιτογράφηση αλλοδαπών επιχειρηματιών και επενδυτών χωρίς να ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις που περιγράφονται στις παραγράφους (1)(α), (1)(β) και (1)(δ) του Τρίτου Πίνακα.
(3) Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στα ως άνω εδάφια (1) και (2) απαιτείται όπως ενημερώνεται εκ των προτέρων η Βουλή των Αντιπροσώπων.» (Έμφασις δική μας)
Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 117 του Ν.141(Ι)/2002:
«117.—(1) Το Υπουργικό Συμβούλιο μπορεί με Κανονισμούς που κατατίθενται στη Βουλή των Αντιπροσώπων για έγκριση και δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας να προνοήσει γενικά μεν για την πραγμάτωση των σκοπών του Νόμου αυτού και ειδικά-
(α) Για τον καθορισμό οποιουδήποτε θέματος το οποίο σύμφωνα με το Νόμο αυτό χρειάζεται να καθορισθεί,
….»
2. Η επίδικη απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου
- Η απόφαση ΥπΣυ ημερ. 13.9.2016 υπ’ αρ. 81.292 δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Κυπριακής Δημοκρατίας στις 16.9.2016 και ίσχυε από τότε μέχρι 13.2.2019. Όλες, δηλαδή, οι επίδικες αιτήσεις πολιτογράφησης υποβλήθηκαν, εξετάστηκαν και εκδόθηκαν βάσει της προαναφερθείσας απόφασης του ΥπΣυ (Τεκμήριο 26).
- Σύμφωνα με Απόσπασμα από τα Πρακτικά της Συνεδρίας του Υπουργικού Συμβουλίου Ημερομηνίας 13/9/2016, στο βαθμό που εδώ ενδιαφέρει:
«Παραχώρηση της κυπριακής υπηκοότητας με κατ’ εξαίρεσιν πολιτογράφηση σε μη Κύπριους επενδυτές/επιχειρηματίες στη βάση του εδαφίου (2) του άρθρου 111Α του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου 141(1)12002 και παραχώρηση της κυπριακής υπηκοότητας με κατ’ εξαίρεσιν πολιτογράφηση στα μέλη οικογένειας επιχειρηματία/επενδυτή/τριας πολιτογραφηθέντος βάσει Απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου.
α) Να εγκρίνει τα ακόλουθα αναθεωρημένα κριτήρια και τους όρους για κατ’ εξαίρεσιν πολιτογράφηση αλλοδαπών επενδυτών/επιχειρηματιών με βάση το εδάφιο (2) του άρθρου 111Α των περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμων του 2002 έως 2013:
i. Μη-Κύπριος πολίτης, ο οποίος πληροί ένα εκ των οικονομικών Κριτηρίων (Α), είτε προσωπικά, είτε μέσω εταιρείας/εταιρειών όπου συμμετέχει ως μέτοχος, αναλογικά με το ποσοστό συμμετοχής του, είτε μέσω επενδύσεων που έχει πραγματοποιήσει ο/η σύζυγός ή που έχουν πραγματοποιηθεί από κοινού με τον/τη σύζυγό του, είτε ως υψηλόβαθμο Διευθυντικό Στέλεχος εταιρείας/εταιρειών που πληροί ένα εκ των οικονομικών Κριτηρίων (Α) δύναται να αιτηθεί για απόκτηση της κυπριακής υπηκοότητας με κατ' εξαίρεση Πολιτογράφηση.
ii.Υψηλόβαθμο Διευθυντικό Στέλεχος εταιρείας δύναται να υποβάλει αίτηση νοουμένου ότι έχει τέτοια αμοιβή στην εν λόγω εταιρεία/εταιρείες που να δημιουργεί φορολογικά έσοδα για τη Δημοκρατία της τάξης των €100,000 τουλάχιστον για περίοδο τριετίας και νοουμένου ότι αυτή η φορολογία έχει ήδη πληρωθεί ή προπληρωθεί.
iii. Ο αιτών θα πρέπει να έχει προβεί στις απαιτούμενες επενδύσεις κατά τα τρία έτη που προηγούνται της ημερομηνίας αίτησης και να διατηρεί την εν λόγω επένδυση για περίοδο τουλάχιστον τριών ετών από την ημερομηνία Πολιτογράφησης.
iv. Ακόμη, ο αιτών θα πρέπει απαραιτήτως να πληροί τους Όρους και τις Προϋποθέσεις που περιλαμβάνονται στο Μέρος B.
v. Σε περίπτωση που από περιοδικούς ελέγχους διαπιστωθεί ότι το οποιοδήποτε Κριτήριο ή Όρος ή Προϋπόθεση καταστρατηγείται, η Πολιτογράφηση είναι δυνατόν να ανακληθεί
Α. ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΚΡΙΤΗΡΙΑ
Α.1 Επένδυση σε ακίνητα, αναπτύξεις και έργα υποδομής:
O αιτών θα πρέπει να έχει προβεί σε επένδυση ύψους τουλάχιστον €2,0 εκ. για αγορά ή ανέγερση ακινήτων ή δημιουργία αναπτύξεων όπως οικιστικές ή εμπορικές αναπτύξεις, αναπτύξεις στον τουριστικό τομέα ή άλλα έργα. υποδομής.
Στο εν λόγω κριτήριο περιλαμβάνεται και η επένδυση σε οικοδομήσιμη γη, νοουμένου ότι στην αίτηση θα περιλαμβάνεται επενδυτικά πλάνο για ανάπτυξη της. Νοείται ότι από το κριτήρια εξαιρείται η αγορά γης, που είναι ενταγμένη σε ζώνη μηδενικής ανάπτυξης.
[………………]
Β. ΟΡΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ
Λευκό Ποινικό Μητρώο: [………………]
Μόνιμη Ιδιόκτητη Κατοικία στην Κύπρο: Σε όλες τις περιπτώσεις που απαριθμούνται στο Μέρος Α, ο αιτών πρέπει να είναι κάτοχος μόνιμης ιδιόκτητης κατοικίας στην Κυπριακή Δημοκρατία, αγοραίας αξίας τουλάχιστον €500.000, πλέον το Φ.Π.Α..
Νοείται ότι μέλη της ίδιας οικογένειας, τα οποία υποβάλλουν ξεχωριστές αιτήσεις ως επενδυτές, μπορούν να αγοράσουν συλλογικά μία κατοικία, νοουμένου ότι η συνολική αξία της κατοικίας καλύπτει το ποσό των €500.000 για κάθε έκαστο αιτούντα.
Σε περίπτωση που η αγοραία αξία της μόνιμης ιδιόκτητης κατοικίας στην Κυπριακή Δημοκρατία υπερβαίνει τις €500.000, μέρος του πρόσθετου αυτού ποσού μπορεί να χρησιμοποιηθεί για σκοπούς συμπλήρωσης του ποσού της επένδυσης, που πραγματοποιήθηκε βάσει των κριτηρίων του Μέρους Α πιο πάνω.
Επιπρόσθετα, σημειώνεται ότι, σε περίπτωση που ο αιτών έχει προβεί σε επενδύσεις σε οικιστική/ές μονάδα/ες στη βάση του προαναφερθέντος κριτηρίου Α.1, δεν θα απαιτείται όπως προβεί σε αγορά άλλης μόνιμης ιδιόκτητης διαμονής στην Κυπριακή Δημοκρατία, εάν τουλάχιστον μία από αυτές τις οικιστικές μονάδες είναι αξίας τουλάχιστον €500.000, πλέον το Φ.Π.Α. και νοουμένου ότι θα διατηρήσει στην κατοχή του την εν λόγω μόνιμη ιδιόκτητη κατοικία εφ’ όρου ζωής.
Διαμονή στην Κύπρο: O αιτών, πριν την Πολιτογράφηση του ως Κύπριος πολίτης, Θα πρέπει να είναι κάτοχος άδειας παραμονής στην Κυπριακή Δημοκρατία.
Σε περίπτωση που ο αιτών δεν είναι ήδη κάτοχος άδειας παραμονής Θα μπορεί να υποβάλει αίτηση για χορήγηση άδειας μετανάστευσης, στη βάση του Κανονισμού 6(2) των περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμων, ταυτοχρόνως με την υποβολή της αίτησης για Πολιτογράφηση. Όσον αφορά στην υποβολή αίτησης για χορήγηση άδειας μετανάστευσης αποκλειστικά και μόνο για σκοπούς απόκτησης της κυπριακής υπηκοότητας σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Σχεδίου, δεν τίθενται οποιεσδήποτε άλλες προϋποθέσεις πέραν αυτών που προβλέπονται τόσο στο Μέρος Α όσο και στο Μέρος Β του παρόντος Σχεδίου.
Νοείται ότι τα ανωτέρω ισχύουν και για τα ενήλικα μέλη της οικογένειας του επενδυτή, τα οποία Θα αιτηθούν Πολιτογράφησης.
Σε περίπτωση που η αίτηση για Πολιτογράφηση για οποιοδήποτε λόγο απορριφθεί, η άδεια μετανάστευσης, που αποκτήθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας Απόφασης, Θα ακυρώνεται πάραυτα.
Γ. ΥΠΟΒΟΛΗ ΕΓΓΡΑΦΩΝ
Για εξέταση της αίτησης απαιτείται απαραιτήτως η υποβολή του εντύπου (Μ127) και των ακολούθων:
Λευκό Ποινικό Μητρώο:
Πιστοποιητικό Λευκού Ποινικού Μητρώου από τη χώρα καταγωγής και από τη χώρα συνήθους διαμονής (εάν διαφέρει).
Μόνιμη ιδιόκτητη κατοικία στην Κύπρο:
(α) Αγοραπωλητήριο Συμβόλαιο.
(β) Τίτλος ιδιοκτησίας ή Απόδειξη υποβολής του Συμβολαίου στο Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας.
(γ) Αποδείξεις καταβολής του συμφωνημένου ποσού αγοράς.
(δ) Έμβασμα από το εξωτερικό στο κυπριακό εμπορικό τραπεζικό ίδρυμα επ’ ονόματι του πωλητή ή της εταιρείας του πωλητή.
(ε) Πιστοποιητικό εκτίμησης από Ανεξάρτητο Εγκεκριμένο Εκτιμητή μετά από απαίτηση του Υπουργείου Εσωτερικών ή του Υπουργείου Οικονομικών.
[………………]»
- Δηλαδή, επενδυτής ικανοποιούσε το Α1 κριτήριο εάν, μεταξύ άλλων, επένδυε σε ακίνητα ύψους €2 εκ. πλέον Φ.Π.Α. και άνω. Στην περίπτωση που το ακίνητο που επέλεγε ήταν για σκοπούς ιδιοκατοίκησης δεν όφειλε να αγοράσει επιπλέον, άλλη ιδιωτική οικία άνω των €500.000.
- Δεν υπήρχε καμία πρόνοια του ΚΕΠ που να απαγόρευε την ενοικίαση της ιδιόκτητης οικίας των Επενδυτών σε τρίτους. Μάλιστα, σε ανάρτηση στο διαδίκτυο περίληψης των προνοιών του ΚΕΠ σε ιστοσελίδα του Κυπριακού Οργανισμού Προώθησης Επενδύσεων, αναφερόταν ρητά πως τούτο ήταν δυνατό (σελ. 21 σε σχετικό συνημμένο του Εγγράφου Β(3)).
- Ούτε υπήρχε πρόνοια στο ΚΕΠ που να απαγόρευε τη σύναψη νόμιμης συμφωνίας διαχείρισης ή χρήσης του ακίνητου αντικειμένου της αίτησης πολιτογράφησης (Έγγραφο Β(3)).
- «Σε σχέση με την ερώτησή σου ότι αν η κατοχή και χρήση της κατοικίας θα έπρεπε να ήταν αποκλειστικά από τον επενδυτή, θέλω να σου αναφέρω ότι αυτό δεν αναφερόταν ξεκάθαρα στο ΚΕΠ», ήταν τα ακριβή λόγια της ΜΚ2.
- Στην αίτηση πολιτογράφησης της Ε το ΥΠΟΙΚ απάντησε πως ικανοποιείτο το οικονομικό κριτήριο Α1 νοουμένου ότι η Κ5, εκ μέρους της Ε, θα υπέβαλλε κάθε χρόνο στα ΥΠΕΣ και ΥΠΟΙΚ πιστοποιητικό προόδου ανέγερσης του ακινήτου και μετά την αποπεράτωσή του βεβαίωση ότι έχει ανεγερθεί και παραδοθεί το ακίνητο στην επενδύτρια. Η Κ5 συμμορφωνόταν εκ μέρους της Ε με αυτή της την υποχρέωση.
3. Ιδιότητες των μερών
- Ο Κ1 είναι δικηγόρος, διευθύνων σύμβουλος της δικηγορικής εταιρείας Κ5 και της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης Κ6 η οποία παρέχει διοικητικές υπηρεσίες. Είναι και στις δυο εταιρείες ο μοναδικός διευθυντής.
- Η Κ5 είναι κατά μερίδιο 100% μέτοχος της Κ6.
- Οι αιτήσεις πολιτογράφησης μπορούσαν να υποβληθούν από τα ίδια τα φυσικά πρόσωπα ή από εγκεκριμένους «Παρόχους Υπηρεσιών».
- Οι Κ5 και Κ6 είναι εγγεγραμμένες ως πάροχοι υπηρεσιών για σκοπούς του μητρώου πολιτογραφήσεων του ΚΕΠ.
- Οι Κ5 και Κ6 ενεργούσαν, πότε η μία και πότε η άλλη, ως πάροχοι υπηρεσιών για τους Επενδυτές στην επίδικη υπόθεση. Από κοινού υπέβαλαν συνολικά 62 αιτήσεις πολιτογράφησης.
- Ο Κ1 υπέγραψε εκ μέρους και για λογαριασμό των Κ5 και Κ6, το Τεκμήριο 30, ήτοι τον Κώδικα Συμπεριφοράς Παροχέων Υπηρεσιών για σκοπούς τους ΚΕΠ, ο οποίος άρχισε να εφαρμόζεται από 1.8.2018.
- Η Κ7 είναι δικηγόρος και εργάζεται στην Κ5 ως συνέταιρος επί μισθώ (salary partner). Παρέχει επίσης διοικητικές υπηρεσίες μέσω της Κ6. Ο Κ1 είναι προϊστάμενος της.
- Ο Μ διόρισε τον Κ1 ως πληρεξούσιο αντιπρόσωπό του στην Κύπρο δια πληρεξουσίου εγγράφου ημερ. 28.11.2017 ώστε να προβεί στα απαραίτητα διαβήματα για απόκτηση της κυπριακής υπηκοότητας. Το ίδιο έπραξε ο Β στις 25.02.18 και η Ε στις 21.12.2017 (Τεκμήρια 1, 2 και 3).
- Στις 8.1.2019 η Κ7 εκ μέρους της Κ6 παρέστησε δια του εγγράφου που τιτλοφορείται «Self-declaration by the Service Provider for the purposes of the Cyprus Investment Program» ότι, μεταξύ άλλων, επεξήγησε στον Μ τις πρόνοιες του προγράμματος και καμία παράνομη συμπεριφορά αυτού δεν ήρθε σε γνώση της, αλλά και ότι δεν επέτρεψε εν γνώσει της οποιαδήποτε παράνομη συμπεριφορά εκ μέρους του επενδυτή σχετικά με το ΚΕΠ.
- Η Κ7 υπέγραψε το ίδιο έγγραφο για την Ε στις 31.07.2018.
- Το τίμημα πωλήσεως και των τριών επίδικων διαμερισμάτων οι Επενδυτές το κατέβαλαν στο Λογαριασμό Πελατών (clients account) της Κ5, η οποία τα μετέφερε στην Κ4.
- Η Κ4 ανήκει στον όμιλο εταιρειών που διατηρεί ο Κ2 ως ιδιοκτήτης/πραγματικός δικαιούχος. Ο Κ2 είναι μοναδικός διευθυντής της Κ4.
- Ο Κ1 και Κ2 διατηρούν επαγγελματικές σχέσεις επί σχεδόν τρεις δεκαετίες.
4. Οι επίδικες Αιτήσεις Πολιτογράφησης
- Οι Αιτήσεις Πολιτογράφησης των Μ, Β και Ε υποβλήθηκαν στις 05.02.2018, 21.03.2018 και 30.08.2019 αντίστοιχα και εγκρίθηκαν στις 13.11.2018, 17.1.2019 και 25.7.2019 αντίστοιχα.
- Στις 8.10.2021 το ΥΣ αποφάσισε την αποστέρηση της υπηκοότητας των Μ, Β και Ε, οι οποίοι διαφωνώντας με την απόφαση αυτή προσέφυγαν μέσω της δικηγόρου τους, Κ5, σε επιτροπή, ως προνοείται στο άρθρο 113 του σχετικού Νόμου.
- Τις αιτήσεις πολιτογράφησης των Μ, Β και Ε υπέγραψε η Κ7, εκ μέρους της Κ5 δικηγορικής εταιρείας.
- Από την ημερ. υποβολής της αίτησης πολιτογράφησης οποιουδήποτε επενδυτή, αυτός λάμβανε προσωρινή άδεια παραμονής από το ΤΑΠΜ, η οποία ίσχυε μέχρι και την έγκριση ή απόρριψη της αίτησης του από το ΥΣ.
5. Τα εμβάσματα από την Κ4 προς τον Μ
- Ο Κ2, ως εξουσιοδοτημένος υπογράφων για την Κ4, εξουσιοδότησε έμβασμα €300.000 από την Κ4 προς τον Μ με δικαιολογητικό “Management Agreement”. Το έμβασμα εκτελέστηκε στις 6.2.2018. Η πληρωμή έγινε από την RCB Bank Cyprus σε λογαριασμό του Μ στην National Westminster Bank Plc στο Λονδίνο.
- Ο Κ2, ως ο εξουσιοδοτημένος υπογράφων για την Κ4, εξουσιοδότησε τα εμβάσματα €300.000 και €450.000 από την Κ4 προς τον Μ με δικαιολογητικά ΣΔ ημερομηνίας 24.11.17. Τα εμβάσματα εκτελέστηκαν στις 8.5.18 και 3.7.18 αντίστοιχα. Τα εμβάσματα έγιναν από την Τράπεζα Κύπρου σε λογαριασμό του Μ στην Qatar National Bank S.A.Q. στο Λονδίνο.
Σχετικό σχεδιάγραμμα ιχνηλάτησης των χρημάτων που εκπόνησε η ΜΟΚΑΣ επισυνάπτεται στην παρούσα ως Παράρτημα (Τεκμήριο 1, μέρος 2, τελευταία σελίδα ερυθρού 51).
6. Τα επίδικα αγοραπωλητήρια συμβόλαια
- Το αγοραπωλητήριο της Κ4 και του Μ ήταν ημερομηνίας 24.11.17, για την Ε και τον Β τα αγοραπωλητήρια (στο εξής «ΑΓ») ήταν αμφότερα ημερ. 16.2.2018.
- Δια των ΑΓ των Μ, Β και Ε η Κ4 πωλούσε και οι Επενδυτές αγόραζαν προς €2 εκ. πλέον Φ.Π.Α. έκαστος τα διαμερίσματα 203, 204 και 202 αντίστοιχα. Τα ΑΓ προνοούσαν επίσης τον τρόπο πληρωμής του τιμήματος, ήτοι €2.100.000 τριάντα (30) ημέρες από την υπογραφή τους και €280.000 – που αντιστοιχούσε στο 5% Φ.Π.Α. μαζί με τις πιο πάνω €100.000 = €380.000 – εντός 6 μηνών από την ημερομηνία υπογραφής τους. Προνοούσαν περαιτέρω στον όρο 2.1.2.iii πως οι Επενδυτές αν κρίνονταν ως δικαιούχο πρόσωπο στη βάση του νόμου 73(Ι)/2012 προς μειωμένο συντελεστή Φ.Π.Α., ήτοι από 19% σε 5%, τότε οποιοδήποτε ποσό πέραν τούτου εισέπραξε η Κ4 θα τους επιστρεφόταν.
- Είχαν περαιτέρω τους ακόλουθους όρους:
«D. WHERAS the Vendors declare that they have filed an Application for a Town Planning Permit with number ΠA392/16; and
[…]
2. PURCHASE PRICE:
2.1. The Vendors agree to sell and the Purchaser agrees to buy the Apartment at the agreed purchase price of Euro Two Million (€2,000,000 ) plus VAT which will be paid by the Purchaser to the Vendors as follows
2.1.1. Euro Two Million One Hundred Thousand (€2,100,000) within 30 days from the signing of the present agreement.
2.1.2. Euro Two Hundred and Eighty Thousand (€280,000) within 6 months from the signing of the Agreement.
(i) V.A.T. shall always be calculated at the appropriate applicable rate and paid in accordance with the applicable laws and regulations in the Republic of Cyprus at the time of payment with respect to the sale of real estate.
(ii) The abovementioned sum will bear no interest if they are paid by the Purchaser to the Vendors on the abovementioned manner and furthermore it is agreed between the parties that if any sum of the purchase price is not paid on the date of payment as mentioned above, it will bear 5% interest from the date it becomes overdue and until payment thereof in full.
(iii) Provided further that if the Purchasers are an eligible person n accordance with Law 73(I) 2012 and present to the Vendor a certified copy of the approval secured from the VAT Commissioner for the imposition of the reduced VAT rate of 5% such rate will be applied to the Purchase Price and any payments previously made at the rate of 19% VAT and/or at any other rate prevailing at the time of payment will be adjusted accordingly.
[…]
3.5. The Vendor has yet to obtain a Planning Permission in respect of the Building and the Premises, by the relevant authority (hereinafter: "Planning Permission") and is in the process of obtaining all other permits required by any appropriate authorities in respect of the Building, the Project and the Premises
[…]
3.12. It is understood that in the event of the Purchaser requiring any alterations in the construction whether in the nature of extras or otherwise such requirements shall be notified in writing by the Purchaser to the Vendors and these should be executed at the agreed price and the Vendors will be allowed an extension of time beyond the completion date equivalent to the time needed by the Vendors for executing such alterations and/or changes.
[…]
3.15. Further, the Vendors reserve the right to extend the Delivery Date by up to six (6) months by giving 1 (one) month written notice to the Purchaser prior to the Delivery Date, without such extension giving rise to any right to compensation, notwithstanding any other provision of this agreement. In addition, the Delivery Date may also be extended as provided below and without prejudice to the Vendors rights under this Agreement, especially those related to payments.
[…]
3.20. As from the deemed delivery of the Apartment, the Purchaser shall be responsible for the payment of all immovable Property taxes, common expenses, insurance premiums, and generally all taxes, dues and levies related to the Apartment. Any amount or amounts paid by the Vendors as aforesaid shall be added to the purchase price and shall be payable by the Purchaser to the Vendors. In the event that the Purchaser fails to pay any amount specified in this paragraph for a period of more than 10 days from the date that the said amount has fallen due, then the Vendor shall have the right to charge interest at the rate of 5% per annum.
6. On Delivery Date the Purchaser hereby undertakes to sign a Management Agreement with D. Zavos Group Management Services Ltd by which the Purchaser will appoint D. Zavos Group Management Services Ltd to manage the Building Complex and keep it in a good order, as well as to maintain the communal areas, swimming pool, gym, sauna, and other areas in a good and appropriate condition.
[………………]»
7. Οι επίδικες Συμφωνίες Διαχείρισης
- Οι Συμφωνίες Διαχείρισης (στο εξής «ΣΔ») μεταξύ της Κ4 και των Μ, Β και Ε ήταν όλες ημερομηνίας 24.11.17.
- Δια των Συμφωνιών Διαχείρισης, η Κ4 (ως Παρόχοι Υπηρεσιών, ήτοι Service Providers) και οι Επενδυτές (ως οι Ιδιοκτήτες, ήτοι owners) συμφώνησαν μεταξύ άλλων, τα εξής:
«B. WHEREAS the Owner wishes to give to the Service Provider an exclusive right to manage the Apartment and to take all necessary endeavours as to observe and keep the Owner informed at all material time about the status of the construction of the Apartment and/or the condition of the Apartment (hereinafter “Management Service”) for a period of fifteen (15) years commencing on the 24/11/2017 and ending on the 23/11/2032.
[….]
4. The consideration for the provision of the Management Services for the apartment 203 will be the total sum of EURO 450,000 and will be paid in advance within two (2) months from the signing of this agreement (hereinafter “Management Fee”).
5. In the event that the Owner falls to pay the Management Fee as per the above clause 4, then the Service Provide shall demand payment from the Owner by a written notice giving to the Owner 30days to comply to with the payment terms of this agreement. Failure to do so, then the Service Provider shall have the right to charge interest at the rate of 3%».»
- Υπήρξε και μία 4η ΣΔ μεταξύ του Μ και της Κ4 ημερ. 24.11.2017, η οποία είχε τον ίδιο τύπο και περιεχόμενο με τις προαναφερθείσες με τη μόνη όμως διαφορά ότι προνοούσε ως τίμημα το ποσό των €2.250.000, αφορούσε τον Μ και αναφερόταν και στα τρία (3) διαμερίσματα. Ήταν και αυτή υπογεγραμμένη από τα μέρη.
- Σε κάποιες ΣΔ, ως θα επεξηγηθεί στη συνέχεια, ο όρος 5 ήταν τροποποιημένος χειρόγραφα, ώστε να διαβάζει:
«In the event that the Owner (SERVICE PROVIDER) falls to pay the Management Fee as per the above clause 4, then the Service Provide (OWNER) shall demand payment from the Owner (SERVICE PROVIDER) by a written notice giving to the Owner 30days to comply to with the payment terms of this agreement. Failure to do so, then the Service Provider shall have the right to charge interest at the rate of 3%».»
- Το ΥΠΕΣ και το ΥΠΟΙΚ κατά την εξέταση όλων των επίδικων αιτήσεων πολιτογραφήσεων δεν είχαν υπόψιν τους καμία από τις 4 (τέσσερεις) ΣΔ.
8. Οι επιστολές της ΜΟΚΑΣ
- Στις 25.09.2019 η ΜΟΚΑΣ έστειλε επιστολή στο ΥΠΕΣ σχετικά με την Κ4 Larina Estates Ltd αναφέροντας πως έλαβε πληροφορίες ότι έγιναν τρία εμβάσματα για σύνολο €1.050.000 και λαμβάνοντας υπόψη πως «η αγοραία αξία του συγκεκριμένου ακινήτου εκτιμήθηκε από την τράπεζα στις €920.000» δημιουργήθηκαν «υποψίες ότι ενδεχομένως γίνεται προσπάθεια εξαπάτησης της Δημοκρατίας και απόκτησης κυπριακών διαβατηρίων, χωρίς να πληρούνται οι προϋποθέσεις».
- Κατόπιν ανταλλαγής κάποιων επιστολών μεταξύ της ΜΟΚΑΣ και της ΜΚ2, η ΜΟΚΑΣ της απέστειλε επιστολή ημερ. 07.09.20, η οποία αναφέρει μεταξύ άλλων ότι:
«Η Τράπεζα Κύπρου ζήτησε εξηγήσεις σχετικά με την απόκλιση της τιμής. Η εξήγηση που δόθηκε από την LARINA ESTATES LIMITED προς την Τράπεζα Κύπρου σχετικά με την απόκλιση μεταξύ της τιμής πώλησης και της αξίας της αποτίμησης είναι ότι ο αγοραστής έχει υποβάλλει αίτηση για το πρόγραμμα πολιτογράφησης.
Όπως αναφέρεται στην περιγραφή της υποψίας, στις 08/05/2018, η εταιρεία LARINA ESTATES LIMITED ζήτησε να διενεργηθεί εξερχόμενο έμβασμα αξίας €300.000,00 από τον λογαριασμό της με αριθμό [……………], προς τον λογαριασμό [……………], του [M.A.M.S.] στο Ηνωμένο Βασίλειο. Για να μπορέσουν να τεκμηριώσουν την συγκεκριμένη πράξη, έδωσαν στην τράπεζα, ως δικαιολογητικό, μια Συμφωνία διαχείρισης του πωληθέντος ακινήτου για περίοδο 15 ετών συνολικής αξίας 450.000,00 ευρώ.
Κατά τον έλεγχο των παραστατικών, η τράπεζα εντόπισε λάθη. Συνολικά η τράπεζα έλαβε 3 διαφορετικές εκδοχές της Συμφωνίας διαχείρισης (επισυνάπτονται ως Παράρτημα «1») προτού μπορέσει να αποδεχθεί το έγγραφο ως αποδεικτικό στοιχείο της συναλλαγής. Επίσης η τράπεζα αναφέρει ότι εντόπισε μια επιπρόσθετη εξερχόμενη πληρωμή ημερομηνίας 03/07/2018 από τον λογαριασμό της LARINA ESTATES LTD με αριθμό [……………] προς τον λογαριασμό [……………], [M.A.M.S.] αξίας €450.000 στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Με βάση τα όσα αναφέρονται ανωτέρω, η τράπεζα ανησύχησε ότι με αυτή τη μέθοδο ο αγοραστείς δεν επενδύει €2.000.000, αφού επιστρέφονται πίσω χρήματα στον αγοραστή και έτσι υπόβαλαν Αναφορά υποψίας στην Μονάδα.»
9. Σχετικά με τον Φ.Π.Α.
- Τα τιμολόγια με αριθμό αναφοράς DF18000005 και DF18000006 για τα ποσά των €1.280 και €2.098.732,49 αντίστοιχα, τα οποία εκδόθηκαν στις 03.01.18 και εισπράχθηκαν στις 03.01.18 και 27.12.17, αντίστοιχα, δεν συμπεριλήφθηκαν στη φορολογική δήλωση της Κατηγορουμένης εταιρείας 4 που αφορούσε τη φορολογική περίοδο μεταξύ της 01.12.17 και 28.02.18.
- Στην ίδια φορολογική δήλωση της Κατηγορουμένης 4, δεν συμπεριλήφθηκε το τιμολόγιο με αριθμό αναφοράς DF18000003 που αφορούσε στο ποσό των €590.000 εκδοθέν στις 22.02.18 και το οποίο εισπράχθηκε αυθημερόν.
- Επίσης στη φορολογική δήλωση της Κατηγορουμένης εταιρείας 4 που αφορούσε στη φορολογική περίοδο μεταξύ την 01.03.18 και 31.05.18, δεν συμπεριλήφθηκε το τιμολόγιο με αριθμό αναφοράς DF18000004 το οποίο αφορούσε στο ποσό των €1.510.000 και το οποίο εκδόθηκε στις 07.03.18, και ποσό το οποίο εισπράχθηκε αυθημερόν.
- Οι αιτήσεις για μειωμένο συντελεστή Φ.Π.Α. βάσει ιδιοκατοίκησης καταχωρίστηκαν στις 21.11.18 για όλους τους Επενδυτές και εγκρίθηκαν στις 21.1.19 για τους Μ και Β και στις 7.12.18 για την Ε.
10. Λοιπά
- Το κτίριο Corniche δεν έχει αποπερατωθεί μέχρι και σήμερα. Κατ’ ακρίβεια η επί του παρόντος ισχύουσα Πολεοδομική Άδεια είναι η υπ’ αρ. 15306, ΠΑ37/2022 και ημερ. 24/01/2023 και ισχύει μέχρι το 2024. Βάσει αυτής προχωρούν οι εργασίες προς αποπεράτωση του κτιρίου.
- Η υπόθεση του Μ ήταν ανάμεσα σε αυτές που σύμφωνα με τους όρους εντολής της θα διερευνούσε η Ερευνητική Επιτροπή Νικολάτου.
- Η εν λόγω επιτροπή αποφάσισε την αποστέρηση της υπηκοότητας του Μ και του Β, βάσει των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον της.
- Η Επιτροπή Νικολάτου δεν διερεύνησε καθόλου την υπόθεση της Ε. Η σχετική αστυνομική διερεύνηση επεκτάθηκε όμως και σε αυτήν.
- Η κατάθεση του [Κ.Κ.] παραλήφθηκε από την Υπεράσπιση στις 5.9.2022, κατόπιν αιτήματος της Υπεράσπισης για αποκάλυψη πρόσθετου μαρτυρικού υλικού.
- Δυνάμει της Πολεοδομικής άδειας ημερομηνίας 24.01.23 και αρ. Φακ. ΠΑ37/22 το διαμ. των Μ και Β, ήτοι αρ. 203 και 204 αντίστοιχα, στις 12.06.2023 δεν είχε ακόμα ολοκληρωθεί και η χρήση του θ’ άλλαζε από οικιστική σε εμπορική. Συμφωνήθηκε μεταξύ Κ4 και Μ και Β και Ε η ανταλλαγή των αρ. 203, 204 και 202 με άλλα διαμερίσματα στον 3ο και 5ο όροφο του ίδιου κτιρίου.
Δ. Η μαρτυρία και η αξιολόγησή της
Είχα την ευκαιρία μέσα από την ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης να παρακολουθήσω με ιδιαίτερη προσοχή τους μάρτυρες που κατέθεσαν ενώπιον μου και είμαι σε θέση να αξιολογήσω τα λεγόμενά τους και την εν γένει συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα. Προβαίνω σε αυτή την αξιολόγηση με γνώμονα, μεταξύ άλλων, την ύπαρξη προσωπικού συμφέροντος καθενός στην υπόθεση, τις ευκαιρίες που είχαν να γνωρίζουν ή να παρακολουθήσουν τα διαδραματισθέντα, τη γενική συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα, τη μνήμη και τους λόγους που είχαν να θυμούνται ή να πιστεύουν αυτά για τα οποία κατέθεταν και την αμεσότητα των απαντήσεων τους (βλ. Ζερβού v. Χαραλάμπους, (1996) 1 Α.Α.Δ. 447, Καρεκλά v. Κλεάνθους, (1997) 1 Α.Α.Δ. σελ. 1119 και Αθανασίου και άλλος v. Κουνούνη (1997) 1 Α.Α.Δ. σελ. 614). Επίσης κατά την αξιολόγηση υπόψη μου είχα και τις εισηγήσεις των δύο πλευρών κατά το στάδιο των τελικών αγορεύσεων.
Αντιπαρέβαλα επίσης τις θέσεις κάθε μάρτυρα με τη λοιπή μαρτυρία που κατατέθηκε στην υπόθεση, γραπτή και προφορική και τη συνοχή και συνέπεια της εκδοχής καθενός, με το σύνολο και τη λογική της υπάρχουσας μαρτυρίας. Στην υπόθεση Ομήρου v. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. σελ. 506, υποδεικνύεται ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας κάθε μάρτυρα, δεν πρέπει να περιορίζεται μόνο στην ατομική κρίση της αξιοπιστίας του ξεχωριστά, αλλά πρέπει να γίνεται με βάση το περιεχόμενο της, την ποιότητα και πειστικότητα της και τη σύγκριση της με την υπόλοιπη μαρτυρία. Είναι επιθυμητό η μαρτυρία να συσχετίζεται, να αντιπαραβάλλεται και να διερευνάται με την αντικειμενική υπόσταση των εκατέρωθεν θέσεων, προσέγγιση η οποία επαυξάνει το κύρος των ευρημάτων του Δικαστηρίου και ενισχύει την πίστη του κοινού στη δικαστική αποστολή (βλ. Στυλιανίδης v. Χ¨Πιέρα (1992) 1 Α.Α.Δ. 1056 και Mustafa v. Κακουρή κ.ά. (2002) 1(Α) Α.Α.Δ. σελ. 162).
Κατά την αξιολόγηση των μαρτύρων στην παρούσα ποινική υπόθεση είχα υπόψη μου και το εξής σαφές και περιεκτικό απόσπασμα από την απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου στη Monteanu v. Δημοκρατίας (2013) 2 ΑΑΔ 459:
«Το έργο του Δικαστηρίου στην αναζήτηση της αλήθειας στο μέτρο βεβαίως του ανθρωπίνως δυνατού, είναι έργο περίπλοκο, περίτεχνο και ιδιαίτερα λεπτό. Η ανθρώπινη εμπειρία, την αντικειμενική συνισταμένη της οποίας εκφράζει το κάθε Δικαστήριο, διδάσκει ότι είναι απροσδιόριστα απεριόριστη η περιπτωσιολογία της ανθρώπινης έκφρασης μ' όλες τις εκφάνσεις της. Είναι γι' αυτό που ένα Δικαστήριο, ιδιαιτέρως ποινικής δικαιοδοσίας, οφείλει να διυλίζει, να διηθίζει και να φιλτράρει την όλη μαρτυρία με περισσή επιμέλεια και τέτοια προσοχή έτσι ώστε αν καταλήξει σε ενοχή, αυτή να είναι συμβατή με το διαχρονικό αξίωμα και θεμέλιο στην ποινική δίκη, ότι ουδείς καταδικάζεται εκτός εάν κριθεί ένοχος πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.»
Παρατίθεται κατωτέρω η μαρτυρία που δόθηκε από τους ΜΚ και ΜΥ στο βαθμό που αυτή δεν επαναλαμβάνει τα ανωτέρω παραδεκτά και μη αμφισβητούμενα γεγονότα.
Μαρτυρία στην υπόθεση έδωσαν ο Αστ. 3554 Ανδρέας Χατζηλύρας (ΜΚ1), Χριστίνα Καούλλα (ΜΚ2), Γιώργος Γεωργίου (ΜΚ3), Μαρίλια Λευκάτου (ΜΚ4), Λίνος Σιακαλλής (ΜΚ5), Παντελής Γεωργίου (ΜΚ6), Μιράντα Σκέττου (ΜΚ7), Αντώνης Χαραλάμπους (ΜΚ8), Μάριος Αγγελίδης (ΜΚ9), Λοχ. 1954 Χάρης Θεμιστοκλέους (ΜΚ10), Χρίστος Λεωνίδας Νουσιάδης (ΜΚ11), Α/Λοχίας 819 Μάριος Ηροδότου (ΜΚ12), Αστ. 2952 Νικόλας Χειμώνας (ΜΚ13), Αστ. 251 Καίτη Χάννα (ΜΚ14). Εκ μέρους της Υπεράσπισης μαρτύρησαν οι [Φ.Τ.] (Κατηγορούμενος 1), Μιχάλης Ιωάννου (ΜΥ1), Νίκος Κυριακίδης (ΜΥ2) και Κωνσταντίνος Γεωργίου (ΜΥ3). Οι Κ2, Κ3 και Κ7, ως ήταν δικαίωμά τους, τήρησαν σιωπή στο Δικαστήριο, παρόλο που έδωσαν καταθέσεις στην Αστυνομία.
Δ1. Η μαρτυρία των αστυνομικών
Οι ΜΚ1, 10, 12, 13 και 14 μαρτύρησαν σχετικά με τις ενέργειές τους στα πλαίσια των καθηκόντων τους για την παρούσα υπόθεση.
Ο ΜΚ1 είχε στην κατοχή του κατάλογο τεκμηρίων και τα τεκμήρια της υπόθεσης. Τα αποσφράγισε και τα κατέθεσε στο Δικαστήριο. Δεν αντεξετάστηκε ουσιωδώς.
Ο ΜΚ12 ήταν ο επικεφαλής της διερεύνησης της υπόθεσης. Η διερεύνηση είχε ως έναυσμά της το Πόρισμα Νικολάτου. Καθοδηγούσε τα μέλη της ανακριτικής ομάδας και συντόνιζε τη διερεύνηση καθ’ όλα τα στάδιά της.
Σύμφωνα με την γραπτή του κατάθεση ο ίδιος έλαβε την ανακριτική κατάθεση της Κ7 στις 22.9.21 και του Κ1 στις 24.9.21.
Στην κυρίως εξέτασή του στο Δικαστήριο εξήγησε ο ΜΚ12 πως εξέτασε και συνεχίζει μέχρι σήμερα να εξετάζει 97 στο σύνολό τους υποθέσεις κατ’ εξαίρεσιν πολιτογραφήσεων. Μέχρι σήμερα έχουν καταχωριστεί 5 υποθέσεις. Το Πόρισμα Νικολάτου ήταν το έναυσμα και όχι το αποτέλεσμα της διερεύνησης της Αστυνομίας. Στα παραρτήματα του εν λόγω πορίσματος υπήρχαν πληροφορίες για τον Μ και Β αλλά όχι για την Ε. Τούτες ήταν τα βασικά στοιχεία που άρχισαν να διερευνούνται από την Αστυνομία σε ανεξάρτητη και αυτόνομη έρευνα από αυτήν της Επιτροπής Νικολάτου. Μέχρι τότε δεν υπήρχε καμιά υπόνοια για διάπραξη φορολογικών αδικημάτων εκ μέρους της Κ4. Η σχετική διερεύνηση άρχισε με αποστολή επιστολής εκ της αστυνομίας προς το Τμήμα Φορολογίας (βλ. Τεκμήριο 126). Υπήρξε συνεργασία με το εν λόγω Τμήμα σε συνολικά ακόμη 21 υποθέσεις. Σε καμία από αυτές ο Έφορος Φορολογίας δεν έκδωσε βεβαίωση είσπραξης φόρου διότι οι οδηγίες από τον Ανώτερο του Χρυσοστόμου ήταν αυτή να μην εκδίδεται σε παρόμοιες υποθέσεις ώστε να δύναται να προχωρήσει απρόσκοπτα η διερεύνηση.
Οι Επενδυτές Μ, Β και Ε τοποθετήθηκαν στο alert list της Δημοκρατίας για να ανακριθούν ως ύποπτοι κατόπιν αναζήτησης εκ της Αστυνομίας σχετικής βοήθειας από τον Κ1, δικηγόρο τους. Αυτός συνεργάστηκε και είπε πως θα προσπαθήσει να έρθουν οι Επενδυτές στην Κύπρο για να ανακριθούν. Τελικά ήρθε μόνο ο Β από τον οποίο λήφθηκε ανακριτική κατάθεση. Διενεργήθηκε έρευνα από γραφολόγο της Αστυνομίας, ο οποίος συνέταξε και σχετική έκθεση πραγματογνωμοσύνης (Τεκμήριο 143), το οποίο κατέθεσε ο ΜΚ12.
Στο Τεκμήριο 143 οι αρμόδιοι αστυνομικοί ανέλυσαν τις υπογραφές του ΜΚ11 και του Β ως εμφαίνονται στην επιστολή εξουσιοδότησης του Β ημερομηνίας 16.2.2018 και στην υπεύθυνη δήλωση του ιδίου ατόμου ιδίας ημερομηνίας που κατατέθηκαν για σκοπούς μειωμένου συντελεστή Φ.Π.Α.. Η έκθεση καταλήγει πως «η εκφορά απόλυτης γνώμης ως προς τον καθορισμό του προσώπου που υπέγραψε είναι επισφαλής». Το μόνο που μπορεί να καταγραφεί, και καταγράφεται σε αυτήν, είναι μια υποψία πως οι υπογραφές του Β επί των παραπάνω εγγράφων είναι αποτέλεσμα προσπάθειας αντιγραφής ή απομίμησης της γνήσιας υπογραφής του, από πρόσωπο που γνώριζε ή είχε στην κατοχή του τη γνήσια υπογραφή του. Περαιτέρω, οι υπογραφές που αποδίδονται στον ΜΚ11 παρουσιάζουν μεταξύ τους διαφορές και ο ΜΚ11 δεν μπορεί να συνδεθεί με αυτές.
Επομένως, τα πιο πάνω συμπεράσματα δεν προσφέρουν απαντήσεις σε βαθμό σιγουριάς που απαιτείται σε ποινική δίκη ως προς την αυθεντικότητα των υπογραφών του Β και ΜΚ11 στα έντυπα σχετικά με τις αιτήσεις για μειωμένο συντελεστή Φ.Π.Α. Το μόνο για το οποίο μπορώ να προβώ σε εύρημα και προβαίνω, είναι ότι είναι επισφαλές να προβώ σε εύρημα για την αυθεντικότητα των υπογραφών του ΜΚ11 και του Β επί των σχετικών εγγράφων στην έκθεση Τεκμήριο 143.
Ο λόγος που δεν εκδόθηκαν εντάλματα σύλληψης των Επενδυτών προς διεθνή εκτέλεσή τους ήταν διότι η δυνατότητα εκτέλεσής τους αξιολογήθηκε ως μικρή, αλλά και διότι οι Αραβικές Χώρες, δεν συνηθίζουν να ανταποκρίνονται σε σχετικά αιτήματα της ΚΔ. Σημειωτέον πως οι Επενδυτές είναι όλοι Αιγύπτιοι.
Κατά την αντεξέταση του, ο ΜΚ2 ανέφερε ότι όταν ολοκληρώθηκε η διερεύνηση προώθησε την υπόθεση στη Νομική Υπηρεσία τον Μάιο του 2022. Σε σχέση με τον ΜΚ6 είπε πως αυτός δεν ανακρίθηκε από την αστυνομία και δεν μαρτύρησε στην Επιτροπή Νικολάτου διότι δεν εμπλέκετο άμεσα στην εξέταση του οικονομικού κριτηρίου στην παρούσα υπόθεση. Του πήρε κατάθεση μόνο κατόπιν οδηγιών της εκπροσώπου της ΚΑ βάσει των οποίων ζητήθηκε από το μάρτυρα η θέση του σε σχέση με τις ΣΔ. Η κατάθεση αυτή κατατέθηκε ενώπιον μας, όχι όμως για την αλήθεια του περιεχομένου της, αλλά μόνο για το ότι πράγματι λήφθηκε και τα περιεχόμενά της είναι λεγόμενα του ΜΚ6.
Ο ΜΚ12 εξήγησε πως το Πόρισμα Νικολάτου ήταν το έναυσμα για τη δική τους διερεύνηση αλλά δεν περιορίστηκαν στα όσα αυτό ανέφερε στις ανακρίσεις της αστυνομίας. Το Πόρισμα Νικολάτου, εξήγησε, το οποίο ας σημειωθεί ουδέποτε κατατέθηκε ενώπιον μας, ουσιαστικά ανέφερε την υπερεκτίμηση της αξίας των διαμερισμάτων του Μ και Β και την επιστροφή χρημάτων στον Μ. Δεν υπήρχε οποιαδήποτε αναφορά για το επίδικο στην παρούσα υπόθεση διαμέρισμα της Ε. Απέρριψε σθεναρά την τοποθέτηση πως η διερεύνηση επηρεάστηκε ουσιωδώς και περιορίστηκε στα όσα το Πόρισμα Νικολάτου αποφάσισε, εξηγώντας πως η αστυνομία έκανε τη δική της διερεύνηση από την οποία προέκυψαν τα στοιχεία που κατατέθηκαν στην παρούσα υπόθεση και το Δικαστήριο μπορεί να εκτιμήσει.
Αντεξετάστηκε και επί του ότι η διερεύνηση ήταν πλημμελής αφού, κατ’ ισχυρισμόν:
(1) Ουδέποτε εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης για τον Μ ή τον Β, ούτε ενεργοποιήθηκε η διμερής συμφωνία που έχει η Κύπρος με την Αίγυπτο ώστε να ληφθεί κατάθεση από τον Μ. Ο λόγος προς τούτο, είπε ο μάρτυρας, ήταν αφενός διότι ο Κ1 διαβεβαίωνε πως ο Μ θα ερχόταν στην Κύπρο για να του ληφθεί κατάθεση, αλλά εντέλει ήλθε μόνο ο Β (Τεκμήριο 142). Αφετέρου οι Αραβικές χώρες σύμφωνα με την εμπειρία του δεν εκδίδουν τους πολίτες τους και ούτε δείχνουν προθυμία στη συνεργασία για λήψη καταθέσεων από αυτούς. Βεβαίως και θα τον ανέκρινε αν βρισκόταν στην Κύπρο είπε, όπως άλλωστε ανακρίθηκε και ο Β μόλις εισήλθε στη χώρα. Ο Μ και η Ε μπήκαν στο alert list της Δημοκρατίας ώστε μόλις εισέλθουν σε αυτή να ανακριθούν, ανέφερε. Ουδέποτε εισήλθαν όμως.
(2) Δεν επικεντρώθηκε στις μεταγενέστερες επενδύσεις του Μ στην Κύπρο, στοιχείο σημαντικό εν προκειμένω. Ο ΜΚ12 ανέφερε πειστικά πως ο τρόπος με τον οποίο ο Μ, και οι λοιποί επενδυτές, απέκτησαν την πολιτογράφηση είναι ο επίδικος και όχι οι άλλες μεταγενέστερες επενδύσεις. Οι ανακριτές ήθελαν να εξαντλήσουν το ζήτημα του κατά πόσο υπήρξε εν προκειμένω δόλος κατά την πολιτογράφηση και όχι σε μεταγενέστερο χρονικό σημείο. Είπε πως οι άλλες του επενδύσεις δεν είχαν σχέση με την υπό εξέταση υπόθεση. Αρνήθηκε πεισματικά πως η διερεύνηση ήταν προσκολλημένη στο Πόρισμα Νικολάτου χωρίς άλλη διερεύνηση που ήταν σχετική.
(3) Το Πόρισμα Νικολάτου δημιούργησε στο μυαλό των ανακριτών προκατάληψη ως προς την ενοχή των Μ και Β. Όμως ο ΜΚ12, όπως και οι λοιποί ανακριτές, ανέφεραν πως διερεύνησαν με ανοικτό μυαλό και λαμβάνοντας υπόψη όλα τα ενδεχόμενα. Εξ ου και διερεύνησαν και την ανάμειξη της Ε η οποία καθόλου δεν αναφερόταν στο Πόρισμα Νικολάτου. Εξ ου και έλαβαν καταθέσεις μαρτύρων που ουδέποτε μαρτύρησαν ενώπιον της Επιτροπής Νικολάτου, όπως του ΜΚ6, του ΜΚ3 και του ΜΚ11.
Αντεξετάστηκε και επί τω ότι με σκοπιμότητα δεν έγιναν δεκτές οι εκκλήσεις της Κ4 για διευθέτηση των φορολογικών της υποχρεώσεων προς το τμήμα Φ.Π.Α.. Εξήγησε με πειστικότητα, πως δόθηκαν προφορικές οδηγίες όταν υπάρχει διερεύνηση ποινικών αδικημάτων, όπως στην παρούσα υπόθεση, να μην διευθετούνται εξωδικαστηριακά οι φορολογικές υποθέσεις μέχρις ότου τελεσιδικήσουν οι πρώτες. Αυτό δεν έγινε μόνο στην παρούσα υπόθεση. Σε τουλάχιστον ακόμα 21 υποθέσεις οι φορολογικές υποχρεώσεις των φορολογουμένων δεν διευθετήθηκαν εξώδικα, αν και αυτοί το ζήτησαν, διότι αυτοί διερευνούνταν και ποινικά.
Σε σχέση με την κατάθεση [Κ.Κ.], για την οποία έγινε πολύς λόγος στην ακρόαση και εγείρεται από την Υπεράσπιση ως αυτοτελής λόγος μη δίκαιης δίκης, ο ίδιος ο ΜΚ12 έδωσε οδηγίες για να ληφθεί, αφού ήταν ο προϊστάμενος του αρμόδιου τμήματος του ΥΠΟΙΚ κατά τον επίδικο χρόνο, όμως ο τότε δικηγόρος που χειριζόταν την υπόθεση της ΚΑ ήθελε διευκρινίσεις επί των τοποθετήσεων του [Κ.] και έτσι ο ΜΚ12 μαζί με τον κ. [Α.] πήγαν να δουν τον [Κ.]. Η απάντησή του στα πρακτικά ως προς τον λόγο για τον οποίο ο μάρτυρας αυτός δεν συμπεριλήφθηκε στο κατηγορητήριο δίδει περαιτέρω εξηγήσεις: «Σύμφωνα με αυτά που μου ανέφερε ο κύριος [Α.], θεωρούσαν ότι δεν ήταν αξιόπιστος και αντικειμενικός ο μάρτυρας και η απόφαση ήταν να μην συμπεριληφθεί στον κατάλογο μαρτύρων. Ο κύριος [Α.] με πήρε τηλέφωνο να μεταβούμε, εάν θυμάμαι καλά, μετά που διαβιβάσαμε την υπόθεση στη Νομική Υπηρεσία και πριν να καταχωρηθεί στο Δικαστήριο, με πήρε τηλέφωνο και μου ζήτησε να πάμε στο γραφείο του κύριου [Κ.] να τον συναντήσουμε γιατί ήθελε να διευκρινίσει τις θέσεις του κύριου [Κ.] με βάση την κατάθεσή του, γιατί δημιουργούνταν κάποια ερωτηματικά σε σύγκριση με το υπόλοιπο μαρτυρικό υλικό. Και έτσι μεταβήκαμε μαζί με τον κύριο [Α.] στο γραφείο του, εκεί του έθεσε κάποια ερωτήματα ο κύριος [Α.], ο κύριος [Κ.] επέμενε στη θέση του χωρίς να δίνει ικανοποιητικές εξηγήσεις, όσον αφορούσε τη διαφορά των λεγομένων του με αυτά που υπήρχαν σε άλλη μαρτυρία. Και αφού επέμενε στη θέση του, θεωρήσαμε να αποχωρήσουμε. Κατά την αποχώρησή μας από το γραφείο του, ο κύριος [Κ.] ανέφερε επί λέξη: ''Ελπίζω κύριοι, να μην θεωρείτε ότι τούτη η στάση μου είναι αλλότρια κίνητρα, επειδή ήμουν μαζί με τον κύριο [κατηγορούμενο 2] σε κάποια διοικητικά συμβούλια'' (γραμμή 18 σελ. 726 πρακτικά 22/4/2024 μέχρι γραμμή 3 σελ. 727).
Συμπληρωματικά ανέφερε πως οι ανακριτές συμπεριέλαβαν την κατάθεση κ. [Κ.] στο υλικό που έστειλαν στην Νομική Υπηρεσία και δεν ήταν απόφασή τους αν αυτός θα συμπεριλαμβανόταν στον κατάλογο μαρτύρων στο κατηγορητήριο. Αυτή τη στιγμή, είπε, ο [Κ.] βρίσκεται εκτός Δημοκρατίας κατέχοντας θέση στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ήταν η θέση της Υπεράσπισης των Κ2 και Κ4 κατά την αντεξέταση του ΜΚ12 πως εκ λάθους στάληκε η τέταρτη ΣΔ για €2.250.000 στην Τράπεζα Κύπρου προς δικαιολόγηση των εμβασμάτων από την Κ4 προς τον Μ, θέση την οποία ο ΜΚ12 δεν ήταν σε θέση ούτε να επιβεβαιώσει ούτε να απορρίψει. Ουδεμία όμως εξήγηση δόθηκε, οποτεδήποτε, ως προς το γιατί αυτή υπήρξε εξαρχής και ήταν μάλιστα υπογεγραμμένη και από τα δυο μέρη αυτής φέροντας τη σφραγίδα της Κ5 όπως και οι λοιπές ΣΔ. Είχε δηλαδή και αυτή η τέταρτη ΣΔ τα εξωτερικά γνωρίσματα μιας έγκυρης συμφωνίας, όπως και οι άλλες τρεις. Αφ’ ης στιγμής η ΚΑ παρουσίασε την τέταρτη ΣΔ ως ένα ακόμα στοιχείο μαρτυρίας που καταδεικνύει την προχειρότητα με την οποία αυτές καταρτίστηκαν και υπεγράφησαν αφού, συνέχισε ο ισχυρισμός της ΚΑ, επί της ουσίας τους ουδέποτε θα τιμούνταν και ήταν προσχηματικές ώστε να επιστραφούν χρήματα στον Μ, η Υπεράσπιση έφερε το αποδεικτικό βάρος (evidential burden) να δώσει έστω μια πειστική εξήγηση για την ύπαρξή της αποσείοντας το βάρος αυτό, στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων. Αυτή η εξήγηση ουδέποτε δόθηκε, ούτε από τους Κ2 και Κ4 ούτε εκ μέρους του Κ3 που ήταν παραδεκτά αυτός που την απέστειλε στον [Κ.Φ.] της Τράπεζας Κύπρου και αργότερα την ίδια μέρα έστειλε και τις «ορθές» κατά τη θέση του.
Ο ΜΚ12 θεωρώ πως ήταν μάρτυρας της αλήθειας. Ήταν ήρεμος και συγκροτημένος στο εδώλιο του μάρτυρα, έδινε συγκεκριμένες απαντήσεις και μαρτύρησε καθηκόντως χωρίς διάθεση υπεκφυγής. Η μαρτυρία του συνάδει και με την λογική των πραγμάτων, αντικειμενικά ομιλούντες. Δεν κρίνω ότι διακατείχετο από υπερβάλλοντα ζήλο ή οδηγείτο από καταδιωκτικά (και όχι απλώς διερευνητικά) κίνητρα. Θεωρώ πως είναι αξιόπιστος και προβαίνω σε ευρήματα ως οι τοποθετήσεις του.
Ο ΜΚ13 ήταν μέλος της ανακριτικής ομάδας. Από τις 3.6.2021 ασχολείται με διερεύνηση υποθέσεων κατ’ εξαίρεσιν πολιτογραφήσεων που προέκυψαν από το Πόρισμα Νικολάτου. Η μαρτυρία του, στις ουσιώδεις πτυχές της, επιβεβαίωσε τα όσα ο ΜΚ12 επικεφαλής των ανακρίσεων είπε. Πήρε τις καταθέσεις των Κ2, ΜΚ3 και Μ αλλά και του ΜΚ6. Αρνήθηκε και ο ίδιος πως ήταν επηρεασμένος από το Πόρισμα Νικολάτου. Είπε πως η ανακριτική ομάδα διερεύνησε δίκαια, ασχέτως εάν αυτή η δίκαιη διερεύνηση θα έβλαπτε την υπόθεση της ΚΑ. Γνώριζε όπως και οι λοιποί ανακριτές, πως ο όρος 6 των ΑΓ δεν είχε σχέση με τις επίδικες ΣΔ, άρα ούτε και με την υπόθεση. Δέχθηκε όμως την πιθανότητα, ερωτήσεις περί τούτου να διαμορφώθηκαν λανθασμένα κατά τις ανακρίσεις τους. Εν πάση περιπτώσει, τούτο είναι ζήτημα που μπορεί και πρέπει το Δικαστήριο να προβεί σε σχετικό εύρημα βάσει όλης της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον του. Αφού αποτελεί νομικό ζήτημα, το Δικαστήριο θα αποφανθεί πρωτογενώς, χωρίς αναφορά σε, τοποθετήσεις μη νομικών, μαρτύρων.
Ήταν και ο ΜΚ13 σαφής και θετικός στις απαντήσεις του. Θεωρώ πως μαρτύρησε καθηκόντως και δίχως διάθεση παραποίησης των ενεργειών του. Στην αντεξέταση υπεραμύνθηκε χωρίς αμφιταλάντευση των αρχικών του θέσεων. Προβαίνω σε ευρήματα ως η μαρτυρία του.
Ο ΜΚ10 ήταν επίσης μέλος της ανακριτικής ομάδας και έλαβε την κατάθεση της Κ7, του Κ1 και του Κ3. Επανέλαβε και ο ίδιος ότι το Πόρισμα Νικολάτου ήταν το έναυσμα για την διερεύνησή τους και όχι ο προορισμός της διερεύνησης. Πολλά περισσότερα στοιχεία προέκυψαν από την διερεύνηση που δεν υπήρχαν στον Πόρισμα, είπε, και η ανακριτική ομάδα σχημάτισε τη δική της άποψη. Ότι δηλαδή με την επιστροφή των χρημάτων των ΣΔ στον Μ καταστρατηγήθηκαν οι όροι του ΚΕΠ.
Η ΜΚ14 (η οποία προσφέρθηκε για αντεξέταση) ήταν παρούσα όταν έδωσαν τις καταθέσεις τους, τόσο ο κ. [Κ.] όσο και η [Α.Α.] Όπως και ο ΜΚ10 έτσι και η ίδια αντεξετάστηκε επί του τρόπου λήψης της κατάθεσης της [Α.Α.], ο οποίος χαρακτηρίστηκε από την Υπεράσπιση ως πλημμελής, προκατειλλημένος και παράλογος, ειδικά σε σχέση με θέση καθοδηγητικών ερωτήσεων και την αντίληψη της ανακριτικής ομάδας περί της σημασίας στην υπόθεσή του όρου 6 των επίδικων ΑΓ.
Τόσο ο ΜΚ10 όσο και η ΜΚ14 αντεξετάστηκαν επί μακρώ για τον τρόπο λήψης κατάθεσης της [Α.Α.]. Θεωρώ, ως εξελίχθηκαν τα πράγματα, πως δεν υπήρχε αναγκαιότητα προς τούτο και ούτε αυτή η γραμμή αντεξέτασης προσέφερε οτιδήποτε προς όφελος της Υπεράσπισης για τον εξής λόγο. Η ΚΑ ζήτησε και η Υπεράσπιση συναίνεσε, ώστε παρόλο που η [Α.Α.] βρισκόταν ως μάρτυρας στο κατηγορητήριο να θεωρηθεί ως αναξιόπιστη, κατά τρόπο που η ΚΑ δεν υποχρεούτο ούτε να την παρουσιάσει ούτε να την προσφέρει προς αντεξέταση. Σχετική ενδιάμεση απόφαση εκδόθηκε και από το Δικαστήριο στις 27.2.24.
Αφού λοιπόν η μαρτυρία της [Α.Α.], ως συμφωνήθηκε από τα μέρη και επισφραγίστηκε από το Δικαστήριο, δεν θα λαμβανόταν υπόψη ως μέρος του μαρτυρικού υλικού της υπόθεσης, δεν διακρίνω την αναγκαιότητα έκφρασης από το Δικαστήριο αξιολογικής κρίσης επί του περιεχομένου της ή του τρόπου λήψης της. Αντιλαμβάνομαι πως η Υπεράσπιση συνέχισε να προωθεί αυτή τη γραμμή ως άλλο ένα στοιχείο της κατ’ ισχυρισμό της πλημμελούς διερεύνησης. Αφού όμως η κατάθεσή της, ουσιαστικά δεν βρίσκεται ενώπιον του Δικαστηρίου και δεν μπορώ να την λάβω υπόψη, δεν μπορώ ούτε και να προβώ σε οποιοδήποτε σχετικό εύρημα, ούτε καν για μόνο το λόγο της ισχυριζόμενης πλημμελούς διερεύνησης.
Τόσο οι ΜΚ10 και ΜΚ14 θεωρώ πως μαρτύρησαν ειλικρινά και χωρίς διάθεση παραποίησης των γεγονότων. Μαρτύρησαν καθηκόντως υπεραμυνόμενοι των ανακριτικών τους ενεργειών. Δεν έχω αμφιβολία να τους αποδεχθώ ως μάρτυρες της αλήθειας. Προβαίνω σε ευρήματα ως η μαρτυρία τους.
Δ2. Η μαρτυρία δημοσίων λειτουργών
Η ΜΚ2 είναι Διοικητική λειτουργός Α’ στην διοίκηση του ΥΠΕΣ από το 2011 και ασχολείται με πολιτογραφήσεις ξένων επενδυτών στην Κύπρο. Ήταν η επικεφαλής της μονάδας του Κυπριακού Επενδυτικού Προγράμματος από τον 11ο του 2017 και υπηρέτησε στην μονάδα Ελέγχου Πολιτογραφήσεων από το 2020 μέχρι και την κατάργηση του Σχεδίου Πολιτογραφήσεων. Στον παρόντα χρόνο ασχολείται με θέματα ελέγχου των αιτήσεων και αποστερήσεων υπηκοότητας.
Εξήγησε τόσο στις καταθέσεις της όσο και προφορικά τη διαδικασία υποβολής αιτήσεων, τον τρόπο που αυτές εξετάζονταν από τα αρμόδια τμήματα και τη δική της συνεισφορά στην σύνταξη δικών της σημειωμάτων που έθετε ενώπιον του Υπουργού Εσωτερικών, τα οποία, εάν εγκρίνονταν, τίθεντο ενώπιον του Υπουργικού Συμβουλίου προς έγκριση. Είχε ευθύνη, ανέφερε, στα σημειώματά, να παρουσιάζει στον Υπουργό Εσωτερικών μια σφαιρική εικόνα των θέσεων όλων των εμπλεκόμενων τμημάτων και όλων των πληροφοριών που έρχονταν στην αντίληψή της, ώστε ο Υπουργός να είναι σε θέση να τα εγκρίνει και να θέσει το ζήτημα ενώπιον του Υπουργικού Συμβουλίου (στο εξής «ΥπΣυ») ή να τα απορρίψει και να μην το θέσει ενώπιον του ΥπΣυ. Εξήγησε πως ο ρόλος της δεν ήταν τυπικός, αλλά ουσιαστικός. Ήταν καθήκον και ευθύνη της να εξετάζει όσα στοιχεία έρχονταν στην κατοχή της επί της ουσίας τους, διότι βάσει αυτών θα αποφάσιζε ο Υπουργός. Ανάμεσα στα στοιχεία που έπρεπε να περιλαμβάνονταν στην αίτηση κατ’ εξαίρεσιν πολιτογράφησης ήταν και υπεύθυνη δήλωση του παροχέα υπηρεσιών ότι εξήγησε στον αιτητή και κατάλαβε τους όρους και προϋποθέσεις του ΚΕΠ. Το εν λόγω έγγραφο και για τους τρεις επενδυτές υπεγράφη από την Κ7 εκ μέρους της Κ5. Επίσης ο πάροχος υπηρεσιών, όφειλε να προβεί σε δέουσα επιμέλεια (due diligence) προς διακρίβωση ότι τα στοιχεία που έδινε ο επενδυτής ήταν ορθά και αληθή.
Εξήγησε πως όλες οι επίδικες αιτήσεις καταχωρήθηκαν, εξετάστηκαν και εγκρίθηκαν στη βάση της επίδικης απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου, υπ’ αριθμό 81.292 ημερομηνίας 13.9.2006 η οποία ίσχυε μέχρι και τις 13.2.2019. Ανέφερε πως έλαβε τις επιστολές της ΜΟΚΑΣ (Ερυθρά 51-53 και 75-78 στο Τεκμήριο 1) βάσει των οποίων ηγέρθηκε υποψία πως η Κ4 επέστρεφε κεφάλαια στον Μ, ενώ τίποτα δεν είχε υποπτευθεί προηγουμένως.
Ανέφερε επίσης πως στη βάση νέας πολεοδομικής άδειας (βλ. Τεκμήρια 31-33) τα επίδικα διαμερίσματα δεν θα ανεγείρονταν αλλά θα αντικαθιστούνταν από εμπορικές αναπτύξεις και θα δίδονταν στους Επενδυτές, εις αντικατάσταση των πρώτων, αλλά διαμερίσματα στον 3ο και 5ο όροφο αντίστοιχα του κτιρίου Corniche. Ανέφερε πως η Επιτροπή Νικολάτου εισηγήθηκε την αποστέρηση της υπηκοότητας των επενδυτών Μ και Β βάσει του σχετικού Νόμου, ήτοι βάσει απόκτησης αυτής με δόλο, απόκρυψη ουσιωδών στοιχείων και ψευδείς παραστάσεις. Το Υπουργικό Συμβούλιο στις 8.10.2021 αποφάσισε την αποστέρηση της υπηκοότητας όλων των Επενδυτών Μ και Ε. Ενημερώθηκε σχετικά η Κ5, δικηγόρος και πάροχος υπηρεσιών τους, η οποία προσέφυγε εναντίον της εν λόγω απόφασης στην Ανεξάρτητη Επιτροπή που προνοείται στο άρθρο 113 του Νόμου. Αναμένεται η τελική απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου.
Εξήγησε ότι ουδέποτε ήρθαν εις γνώση της οι ΣΔ μέχρι και τη λήψη των επιστολών της ΜΟΚΑΣ. Με τα δεδομένα που το ΥΠΕΣ γνώριζε μέχρι και τη σύνταξη του σημειώματός της για έγκριση του αιτήματος πολιτογράφησης ήτοι βάσει των ΑΓ, την απόδειξη κατάθεσης αυτών στο Κτηματολόγιο, τις αποδείξεις πληρωμής των ποσών σε κυπριακή τράπεζα στο λογαριασμό της Κ4, όλων των λοιπών απαραίτητων στοιχείων και βάσει των απόψεων του ΥΠΟΙΚ, εγκρίθηκαν οι αιτήσεις, αφού πληρούνταν τα κριτήρια. Εξήγησε πως στη βάση της σχετικής απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου το κριτήριο Α1 πληρείτο όταν επενδυτής αγόραζε οικία για σκοπούς ιδιοκατοίκησης που υπερέβαινε τα €2 εκ. νοουμένου ότι το ακίνητο αυτό ήταν τουλάχιστον €500.000 και νοουμένου ότι ο επενδυτής θα το διατηρούσε εφόρου ζωής.
Στην κατάθεσή της ημερομηνίας 11.8.2021 (έγγραφο Β1) ανέφερε «Επίσης, σε ερώτησή σου για το τι θα έπραττα σε περίπτωση που ήταν εις γνώση μου η επιστροφή χρημάτων προς τον επενδυτή από τον πωλητή κατά την εξέταση της αίτησης, σου απαντώ ότι θα ανέφερα το γεγονός στο σημείωμα προς τον ΥΠΕΣ και θα εισηγούμουν την απόρριψη της αίτησης, καθότι θα διαφαινόταν ότι ο επενδυτής δεν είχε προβεί στην απαιτούμενη επένδυση.» (γραμμές 165-169). Την ίδια θέση είχε και σε προφορική ερώτηση κατά την κυρίως εξέτασή της. Ανέφερε συγκεκριμένα πως εάν γνώριζε τα όσα ανέφεραν οι δυο επιστολές της ΜΟΚΑΣ κατά την εξέταση των αιτήσεων των Επενδυτών οπωσδήποτε θα της εγείρονταν υποψίες. Θα της δημιουργούνταν «το λιγότερο αμφιβολίες», είπε αυτολεξεί, για την ικανοποίηση του οικονομικού κριτηρίου Α1. Θα εισηγείτο, είπε, στον ΥΠΕΣ να μην προχωρήσει άμεσα με την κατάθεση της σχετικής πρότασης στο Υπουργικό Συμβούλιο και να σταλεί η υπόθεση στην Αστυνομία και στην ΜΟΚΑΣ για περαιτέρω διερεύνηση. Της φαίνεται, είπε, παράδοξο να πληρώνεται το τίμημα των ΣΔ προκαταβολικά για 15 έτη, πριν την ολοκλήρωση της ανέγερσης του κτιρίου και πριν την παράδοση στον Επενδυτή. Παράδοξο, επίσης, της φαίνεται πως στην παράγραφο 5 των ΣΔ υπάρχει χειρόγραφη σημείωση, δια της οποίας τα μέρη καταγράφονται ως αντίθετα από το τι θα ήταν το λογικό. Ήτοι, αντί ο Ιδιοκτήτης-Επενδυτής να πληρώνει για τη διαχείριση του διαμερίσματος του, που παραχωρεί στην Κ4, ήτοι διαχειρίστρια εταιρεία, τον πληρώνει η Κ4. Και τούτο ενώ είναι τυπογραφημένο ορθά, γίνεται χειρόγραφη σημείωση προς το αντίθετο.
Αντεξεταζόμενη η ΜΚ2 ανέφερε πως, σύμφωνα με το ΚΕΠ το ακίνητο που αγοραζόταν θα μπορούσε να τύχει ενοικίασης, σύμφωνα και με σχετική τοποθέτησή της σε ερώτηση της Κ7 ημερομηνίας 17.10.2019 (και επομένως κατά πολύ μεταγενέστερη των επίδικων θεμάτων), Τεκμήριο 29, νοουμένου ότι ο επενδυτής διατηρούσε για 3 συνεχόμενα έτη την επένδυσή του και νοουμένου ότι η αγορασθείσα κατοικία ήταν για ιδιοκατοίκηση εφόρου ζωής. Της υπεβλήθη κατά την αντεξέταση πως οι ΣΔ ήταν καθόλα νόμιμες, δεσμευτικές και σύμφωνες με τη θέληση των μερών. Οι χειρόγραφες σημειώσεις αφορούσαν σε διόρθωση λαθών στο δαχτυλογραφημένο κείμενο και έγιναν καλόπιστα από τον Κ3. Δεν μπορούσε, είπε, ούτε να απορρίψει αλλά ούτε και να επιβεβαιώσει αυτά, και επέμεινε στην αρχική της άποψη περί του ότι αν γνώριζε την ύπαρξη των ΣΔ θα της εγείρονταν τουλάχιστον υποψίες περί μη γνήσιας συναλλαγής. Επιβεβαίωσε πως τίποτα στο ΚΕΠ δεν απαγόρευε την ενοικίαση των αγορασθέντων ακινήτων ή τη σύναψη γνήσιων ΣΔ γι’ αυτά. Κριτήρια, είπε, ήταν ο επενδυτής να διατηρεί κατοικία στην Κύπρο για σκοπούς ιδιοκατοίκησης και όχι απαραίτητα να διαμένει στην πραγματικότητα στην Κύπρο.
Επανέλαβε πολλάκις πως η γνήσια ενοικίαση και η γνήσια διαχείριση ακινήτου δεν απαγορευόταν από το ΚΕΠ. Η μόνη προϋπόθεση για τον επενδυτή ήταν η διατήρηση της επένδυσης για τρία χρόνια μετά την απόκτηση της κυπριακής υπηκοότητας και η διατήρηση μόνιμης ιδιόκτητης κατοικίας στην Κύπρο εφόρου ζωής. Με την απόφαση του ΥΠΣΥ ημερομηνίας 21.5.2018 τέθηκε επιπρόσθετα η προϋπόθεση πως στην περίπτωση των υπό ανέγερση ακινήτων η τρίχρονη περίοδος υποχρεωτικής διατήρησης της επένδυσης θα ξεκινούσε από την ημερομηνία έκδοσης της πολεοδομικής άδειας και όχι από την ημερομηνία πολιτογράφησης.
Υπήρξαν περιπτώσεις, είπε, στις οποίες οι αιτούντες επενδυτές δεν πληρούσαν τα οικονομικά κριτήρια αλλά το ΥΠΣΥ αποφάσισε να παραχωρήσει υπηκοότητα λόγω μεγάλης συνεισφοράς των επενδυτών αυτών στην κυπριακή οικονομία. Υπήρχαν επίσης περιπτώσεις πολιτογράφησης όπου δεν υπήρχε καν μόνιμη κατοικία στην Κύπρο για τον επενδυτή. Σε κάποιες από αυτές τις περιπτώσεις, η ΜΚ2 διαφωνούσε, εν τούτοις τέθηκαν ενώπιον του ΥΠΣΥ και εγκρίθηκαν. Αντεξετάστηκε επί περιπτώσεων όπου τούτο έγινε (βλ. τεκμήριο για περιορισμένο σκοπό Β(3)).
Ο τρόπος αξιολόγησης εκ της ιδίας των αιτήσεων πολιτογράφησης ήταν βάσει οδηγιών των προϊσταμένων της που ανέφεραν πως θα επικεντρωνόταν σε θέματα ικανοποίησης των οικονομικών κριτηρίων και λευκού ποινικού μητρώου. Αναφορικά με τις επίδικες πολιτογραφήσεις δεν είχε καμία επικοινωνία ούτε με την [Α.Α.] ούτε με τον [Κ.Κ.]. Στο έντυπο απόδειξης πληρωμής για την αίτηση του Β το τέλος εισπράχθηκε από την Κ6 εκ μέρους και για λογαριασμό του ενώ ο παροχέας υπηρεσιών για σκοπούς του ΚΕΠ ήταν η Κ5. Της υπεβλήθη ότι οι ΣΔ συντάχθηκαν από τον Κ1 και διορθώθηκαν χειρόγραφα από τον Κ2 χωρίς ένοχη διάνοια, κακοπιστία ή πρόθεση καταδολίευσης. Της υπεβλήθη περαιτέρω πως τα όποια ποσά πλήρωσε η Κ4 ήταν στα πλαίσια νόμιμων και έγκυρων συμφωνιών διαχείρισης οι οποίες καταρτίστηκαν στα πλαίσια της αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων και βάση των οποίων η Κ4 μπορούσε να κατέχει και να εκμεταλλεύεται τα διαμερίσματα για 15 έτη χωρίς τούτο να απαγορεύεται ρητώς από το ΚΕΠ. Βεβαίως δεν ήταν σε θέση απαντήσει. Επεσήμανε εν τέλει πως η τελική απόφαση για πολιτογράφηση δεν άνηκε στην ίδια αλλά άνηκε σε πρώτο στάδιο στον Υπουργό Εσωτερικών και σε τελικό στάδιο το ΥΠΣΥ. Συμφώνησε δε πως η αναφορά σε μόνιμη κατοικία του επενδυτή στην Κύπρο αναφερόταν σε ιδιοκτησία κατοικίας εφόρου ζωής και όχι απαραίτητα σε μόνιμη διαμονή του επενδυτή στην Κύπρο.
Η ΜΚ2 ήταν πειστική από το εδώλιο του μάρτυρα. Ήταν συγκροτημένη, μετρημένη και σοβαρή. Απαντούσε στις ερωτήσεις που της υποβάλλονταν με την απαραίτητη τεκμηρίωση και μετά λόγου γνώσεως, γνωρίζοντας δηλαδή το βάρος και τις συνέπειες των λεγομένων της. Μαρτύρησε εμπεριστατωμένα για ό,τι ενέπιπτε στην σφαίρα γνώσης και αρμοδιότητάς της και χωρίς ουδέποτε να εκφύγει του θέματος. Τοποθετείτο με σαφήνεια, ήταν ξεκάθαρα έμπειρη στον τομέα της και με ηρεμία και υπομονή έπαιρνε το χρόνο της να θυμηθεί και να απαντήσει ολοκληρωμένα στις ερωτήσεις που της υποβάλλονταν. Ήταν μάρτυρας της αλήθειας και τη βρίσκω πλήρως αξιόπιστη. Εξάλλου η αξιοπιστία της δεν αμφισβητήθηκε επί της ουσίας από την Υπεράσπιση. Προβαίνω σε ευρήματα ως η μαρτυρία της.
Ο ΜΚ3 είναι προϊστάμενος της Μονάδας Διερεύνησης Φορολογικής Απάτης από τον 12ο του 2018 μέχρι και σήμερα. Ήταν ο άμεσα υπεύθυνος εξέτασης των φορολογικών θεμάτων μεταξύ των επενδυτών Μ, Β και Ε και της Κ4. Σχετικά με όλα τα αγοραπωλητήρια συμβόλαια των Μ, Β και Ε, είπε πως αυτοί ζήτησαν να εγκριθεί μειωμένος συντελεστής Φ.Π.Α., δηλαδή από 19% σε 5% λόγω χρησιμοποίησης των επίδικων διαμερισμάτων ως μόνιμη και κύρια κατοικία των Επενδυτών και για σκοπούς ιδιοκατοίκησης. Οι αιτήσεις των Μ, Β και Ε εγκρίθηκαν στις 21.1.2019, 21.1.2019 και 6.12.2018, προφανώς διότι πληρούνταν τα απαιτούμενα κριτήρια. Εάν περιέρχονταν στην αντίληψη του τμήματος του ΜΚ3 η ύπαρξη των ΣΔ δυνάμει των οποίων ήταν ξεκάθαρο πως οι Επενδυτές δεν θα τα χρησιμοποιούσαν για ιδιοκατοίκηση αλλά τα παραχωρούσαν στην Κ4 για διαχείριση, δεν θα μπορούσε εκ των πραγμάτων να εφαρμοστεί ο μειωμένος συντελεστής Φ.Π.Α. προς 5% και οι αιτήσεις θα απορρίπτονταν δίχως άλλο.
Ζητήθηκαν, είπε, από το τμήμα του πληροφορίες από την Αστυνομία το οποίο ζήτησε με τη σειρά του στοιχεία περί Φ.Π.Α. εκροών (πωλήσεων) και Φ.Π.Α. εισροών (αγορών) από την Κ4. Η Κ4 για την φορολογική περίοδο μεταξύ της 1.12.2017 και 28.2.2018 δήλωσε ότι δεν πραγματοποίησε οποιεσδήποτε φορολογικές πωλήσεις. Αντιθέτως ανέφερε πως σε σχέση με το αγοραπωλητήριο συμβόλαιο της Ε έγιναν όλα ορθά και νόμιμα, δηλαδή σχετική καταχώριση υπάρχει στη φορολογική δήλωση για τις εκροές της Κ4 σχετικά με την Ε, σε αντίθεση με τους Μ και Β. Δηλαδή η Κ4 δήλωσε μόνο μία από τις πωλήσεις που έκανε στους Επενδυτές. Αυτήν της Ε. Τις πωλήσεις στους Μ και Β τις απέκρυψε από την Υπηρεσία Φ.Π.Α.. Τούτο επιβεβαιώθηκε διότι με οδηγίες του ΜΚ3 έγινε σχετική έρευνα στο Κτηματολόγιο και βρέθηκαν κατατεθειμένα τα τρία (3) ΑΓ, όχι μόνο αυτό της Ε.
Εξήγησε πως αποκρύβηκαν τιμολόγια εκροών από την Υπηρεσία Φ.Π.Α.. Σε σχέση με τα τέσσερα τιμολόγια εκροών Φ.Π.Α. που δεν συμπεριλήφθηκαν στις φορολογικές δηλώσεις της Κ4, και τα οποία αναφέρονται στην Ενότητα Β.8 της παρούσας, αποφεύχθηκε Φ.Π.Α. ύψους €670.590,23.
Εάν το τμήμα του ΜΚ3 γνώριζε πως τα τρία διαμερίσματα για τα οποία υποβλήθηκε αίτηση μειωμένου συντελεστή Φ.Π.Α. δεν κτίστηκαν ποτέ, αλλά αντίθετα άλλαξε η χρήση τους σε εμπορική οι Επενδυτές όφειλαν να επιστρέψουν στο Φ.Π.Α. για κάθε διαμέρισμα ποσό €235.294,12, ήτοι συνολικό ποσό €705.882,36 αφού ποτέ δεν χρησιμοποιήθηκαν για ιδιοκατοίκηση.
Στην αντεξέταση του ΜΚ3, του υπεβλήθη πως όφειλε κατά την αναζήτηση στοιχείων από την Κ4 να την προειδοποιήσει για τα αδικήματα που διερευνούσε, ώστε να έχει την επιλογή της τήρησης σιωπής και επομένως να επωφεληθεί του δικαιώματος της μη αυτοενοχοποίησης. Εξήγησε πως το τμήμα του δεν διερευνούσε την υπόθεση πρωτογενώς. Ο έλεγχός του τμήματός του ήταν προκαταρκτικός ώστε να διερευνηθεί αν δημιουργείτο εύλογη υπόνοια διάπραξης φορολογικών αδικημάτων. Κατά τα λοιπά, θα αναλάμβανε η αστυνομία. Δηλαδή η διερεύνηση άρχισε λόγω αναζήτησης στοιχείων από την αστυνομία και ολοκληρώθηκε όταν τα στοιχεία που το Φ.Π.Α. περισυνέλλεξε στάληκαν πίσω στην αστυνομία. Του ζητήθηκε απλώς να εξετάσουν από φορολογικής απόψεως συγκεκριμένα ερωτήματα που έθεσε η αστυνομία. Βοηθούσαν δηλαδή στη διερεύνηση χωρίς να έχουν τον χειρισμό ή την ευθύνη της. Εξ ου και παρά το ότι η Κ4 δήλωσε πρόθυμη να συμβιβάσει τις οφειλές που παραδέχθηκε πως είχε προς το τμήμα Φ.Π.Α., τούτο δεν έγινε αποδεκτό αφού τους δόθηκαν σαφείς οδηγίες προς το αντίθετο. Ότι, δηλαδή, οφειλές σχετικά με φορολογητέες συναλλαγές για κατ’ εξαίρεσιν πολιτογραφήσεις αλλοδαπών δεν θα διευθετούνταν εξώδικα. Εάν το ζήτημα ήταν αμιγώς φορολογικό είπε, δηλαδή εάν η αστυνομία δεν εξέταζε περαιτέρω αδικήματα με βάση τον Ποινικό Κώδικα, εξέφρασε την άποψη πως τα αιτήματα για εξώδικο συμβιβασμό των οφειλών προς το Φ.Π.Α. της Κ4 και των Επενδυτών θα μπορούσαν να γίνουν αποδεκτά, ώστε να εισπράξει η Δημοκρατία το λαβείν της. Το γεγονός, εξήγησε, πως το Τμήμα Φ.Π.Α. δεν άσκησε τις νομοθετικά προβλεπόμενες εξουσίες του για εξώδικο συμβιβασμό δεν αλλάζει το γεγονός ότι η Κ4 απέφυγε να καταβάλει οφειλόμενο Φ.Π.Α. και ότι οι Επενδυτές Β, Μ και Ε επωφελήθηκαν συντελεστή 14% Φ.Π.Α. (η διαφορά μεταξύ του 19% και του 5%) χωρίς να το δικαιούνται αφού τα διαμερίσματα ουδέποτε χρησιμοποιήθηκαν μέχρι και σήμερα για σκοπούς ιδιοκατοίκησης.
Ουδέποτε το τμήμα φορολογίας γνώριζε για την ύπαρξη των ΣΔ. Τα τεκμήρια 43, 44, και 45, περιλαμβάνουν στοιχεία των φακέλων που τηρείται στην Υπηρεσία Φ.Π.Α. για τους Μ, Β και Ε αλλά τις ΣΔ δεν τις περιλαμβάνουν διότι ουδέποτε αποκαλύφθηκαν στο Φ.Π.Α., γεγονός που η Υπεράσπιση δεν αμφισβήτησε.
Σε σχέση με τον ΜΚ11, Χρήστο Λεωνίδα Νουσιάδη, ο ΜΚ3 είπε ότι ήταν το άτομο που υπέβαλε τις αιτήσεις για μειωμένο συντελεστεί Φ.Π.Α. εκ μέρους των Επενδυτών, εργοδοτείτο για τα έτη 2017 και 2018 στην εταιρεία D. Zavos Group Property Developments Limited και για τα έτη 2019 και 2020 από την εταιρεία Kartas Limited, οι οποίες έχουν τον ίδιο αριθμό φορολογικού μητρώου, που σημαίνει πως άλλαξε απλώς η ονομασία του νομικού προσώπου που τον εργοδοτούσε.
Βρίσκω τον ΜΚ3 ως μάρτυρα της αλήθειας. Με συνοχή και λεπτομέρεια επεξήγησε τις σχετικά τεχνικές πρόνοιες της περί Φ.Π.Α. νομοθεσίας και επέτρεψε στο Δικαστήριο να αντιληφθεί τις θέσεις του. Η αξιοπιστία του δεν αμφισβητήθηκε ουσιωδώς και έτσι δεν έχω αμφιβολία ότι μπορώ με ασφάλεια να βασιστώ στα λεγόμενά του. Προβαίνω σε ευρήματα ως η μαρτυρία του.
Η ΜΚ4 δεν αντεξετάστηκε και τα λεγόμενα της δεν αμφισβητήθηκαν και έτσι καθίστανται αυτόματα ευρήματά μου. Είναι τα εξής:
1. Για τον Μ εκδόθηκε πιστοποιητικό πολιτογράφησης με αριθμό 012388 ημερ. 4.12.2018. Τα δικαιώματα της Κυπριακής Δημοκρατίας καταβλήθηκαν από την Κ5 εκ μέρους του Μ.
2. Για τον Β εκδόθηκε πιστοποιητικό πολιτογράφησης με αριθμό 012562 ημερ. 6.2.2019. Τα δικαιώματα της Κυπριακής Δημοκρατίας καταβλήθηκαν από την Κ6 εκ μέρους του Β.
Ο ΜΚ8 είναι ο Δημοτικός Μηχανικός και προϊστάμενος των Τεχνικών Υπηρεσιών του Δήμου Λεμεσού. Προσκόμισε στο Δικαστήριο την αρχική αίτηση που υπεβλήθη από την Κ4 για το επίδικο κτίριο, καθώς και την Πολεοδομική Άδεια που ο Δήμος Λεμεσού εξέδωσε βάσει αυτής, δηλαδή την Πολεοδομική Άδεια με αριθμό [Ε]13144 και Π.Α. 392/16. Ο ΜΚ8 είπε ότι, ούτε στα αρχιτεκτονικά σχέδια που περιλαμβάνονταν στην εν λόγω αίτηση (Τεκμήριο 81), ούτε στα αρχιτεκτονικά σχέδια της εγκεκριμένης από τον Δήμο Λεμεσού Πολεοδομικής Άδειας (Τεκμήριο 82) δεν υπάρχει διαμέρισμα υπ’ αριθμό 204. Υπάρχουν μόνο τρία διαμερίσματα στον 2ο όροφο, ήτοι τα διαμερίσματα υπ’ αριθμό 201, 202 και 203.
Σε μεταγενέστερο χρόνο, εξήγησε, υπεβλήθηκαν άλλες τέσσερις αιτήσεις για Πολεοδομική άδεια από την Κ4, με αρ. Π.Α.502/18, Π.Α.139/19, Π.Α.390/20 και Π.Α.37/22. Οι τρεις πρώτες αιτήσεις, οι οποίες περιλάμβαναν και το Διαμέρισμα 204 αποσύρθηκαν από την αιτήτρια. Η τέταρτη, η Π.Α.37/22 είναι αυτή που σήμερα υφίσταται και βάσει της οποίας εξασφαλίστηκε πράγματι η νέα Πολεοδομική Άδεια με αρ. 15306 ημερ. 24.1.23. Βάσει αυτής προχωρά η ανέγερση του κτιρίου. Στη βάση της άδειας αυτής, ο 2ος όροφος περιλαμβάνει μόνο γραφεία και όχι διαμερίσματα.
Κατά την αντεξέταση, δεν αμφισβητήθηκε από τους συνηγόρους Υπεράσπισης. Ερωτήθηκε, μόνο, εάν είναι σύνηθης η αλλαγή αρχιτεκτονικών σχεδίων για επικείμενες αναπτύξεις ακινήτων. Απάντησε θετικά. Είπε πως δεν είναι σύνηθες μόνο για μεγάλες αναπτύξεις σε προνομιακές περιοχές όπως το Corniche. Είναι λογικό ο κάθε επιχειρηματίας, είπε, να επιθυμεί μεγιστοποίηση των πολεοδομικών ωφελημάτων της τοποθεσίας μιας ανάπτυξης.
Δεν έχω αμφιβολία πως μπορώ να αποδεχτώ τις τοποθετήσεις του ΜΚ8, αφού αυτές συνάδουν με τα έγγραφα που προσκόμισε στο Δικαστήριο. Η αντικειμενική δηλαδή, υπόσταση της μαρτυρίας του είναι δεδομένη και δεν αμφισβητήθηκε. Η στάση του από το εδώλιο του μάρτυρα κατά την πρώτη του εμφάνιση στο Δικαστήριο δεν ήταν και η καλύτερη αφού έμπαινε σε αχρείαστη αντιπαράθεση με την ΚΑ. Κατά τη δεύτερη του, όμως, εμφάνιση προσκόμισε όλα τα απαραίτητα έγγραφα, ήταν πιο συνεργάσιμος και συγκεκριμένος και έδωσε στο Δικαστήριο να καταλάβει επ’ ακριβώς το τι περιείχαν οι σχετικοί φακέλου του Δήμου Λεμεσού και πώς τα λεγόμενά του είχαν σχέση με τα επίδικα θέματα. Προβαίνω σε σχετικά ευρήματα.
Δ3. Μαρτυρία των λειτουργών της Τράπεζας Κύπρου και της RCB BANK
Ο ΜΚ5 εργάζεται ως υπεύθυνος λειτουργός συμμόρφωσης από 30.7.2018 στην εταιρεία Finstella Limited πρώην RCB Bank Limited. Επιβεβαίωσε πως εντολή για πληρωμή €300.000 προς τον Μ δόθηκε από τον Κ2, εκ μέρους της Κ4, στις 2.2.2018 με δικαιολογητικό “Management Agreement”. Η εντολή εκτελέστηκε και τα λεφτά εμβάστηκαν σε λογαριασμό του Μ στην National Westminster Bank Plc Λονδίνου. Ως δικαιολογητικά τούτης της συναλλαγής δόθηκαν το επίδικο ΑΓ μεταξύ Κ4 και Μ, καθώς και η ΣΔ μεταξύ Κ4 και Μ, χωρίς τις χειρόγραφες σημειώσεις στην παράγραφο 5 της ΣΔ που αντάλλασσαν τα μέρη, ως προς το ποιος θα κατέβαλε και ποιος θα εισέπραττε το τίμημα αυτής εκτελέστηκε. Ο ΜΚ5 παραδέχτηκε πως ενώ στην όψη της η συναλλαγή φαινόταν νόμιμη και η τράπεζα προχώρησε με το έμβασμα, όταν η Αστυνομία το 2021 του ζήτησε σχετικά στοιχεία και εξέτασε τις πρόνοιες των πιο πάνω εγγράφων πιο προσεκτικά, του δημιουργήθηκε αμφιβολία για το γνήσιο της συναλλαγής. Ο ίδιος δεν ήταν στην RCB Bank όταν εκτελέστηκε η εντολή αυτή, αλλά όταν το 2021 ήλθε στην αντίληψή του έκανε αναφορά στην ΜΟΚΑΣ για ύποπτη συναλλαγή, ως όφειλε ως λειτουργός συμμόρφωσης της εταιρείας. Έκτοτε έκανε εκπαιδεύσεις στους υπαλλήλους των καταστημάτων της τράπεζας, ώστε να κοιτάζουν πιο προσεκτικά τις συναλλαγές που εγκρίνουν και να μελετούν εις βάθος τα έγγραφα που δίδονται ως δικαιολογητικά αυτών, ώστε να μπορούν να επιτελούν τον ρόλο τους για διακρίβωση της γνησιότητας των συναλλαγών.
Ο λόγος που ο ΜΚ5 είδε τη συναλλαγή για πρώτη φορά το 2021 ήταν διότι η αστυνομία ζήτησε από την εταιρεία του σχετικά έγγραφα και όφειλε να ανατρέξει σε παλιά αρχεία για να τα βρει. Όταν είδε τα δικαιολογητικά βάσει των οποίων προχώρησε το έμβασμα το 2018 θεώρησε περίεργα ή και ύποπτα τα εξής στοιχεία που προκύπτουν από τα ΑΓ και τις ΣΔ του Μ.
· Οι δυο συμφωνίες υπεγράφησαν την ίδια μέρα ή σε κοντινό χρονικό διάστημα, ενώ η πολυκατοικία δεν είχε καν ξεκινήσει να ανεγείρεται.
· Ενώ η ΣΔ λέει ότι ο Μ θα πληρώσει την Κ4, και τούτο είναι το λογικό βάση του ότι είναι ο Μ που εισπράττει υπηρεσίες διαχείρισης, η εντολή πληρωμής και το έμβασμα ήταν αντίθετα, δηλαδή από την Κ4 προς τον Μ.
· Γιατί ο Μ να πληρώσει λεφτά ώστε να ενημερώνεται πως προχωρά η εξέλιξη των εργασιών του έργου από την Κ4, αφού ήδη πλήρωσε €2 εκ. για να αγοράσει το ακίνητο;
Όταν του υπεβλήθη κατά την αντεξέταση πως υπήρξε τυπογραφικό λάθος και προς διόρθωση του έγινε χειρόγραφη σημείωση, αλλάζοντας τα μέρη στον όρο 5 της ΣΔ, είπε πως η ΣΔ που αυτός είχε στην κατοχή του δεν έφερε τέτοια χειρόγραφη διόρθωση. Αλλά και να έφερε οι υποψίες του θα εντείνονταν, είπε, διότι θα διερωτάτο πώς και πριν ολοκληρωθεί το έργο υπήρχε συμφωνία διαχείρισης του;
Βρίσκω τον ΜΚ5 ως ακριβή στις τοποθετήσεις του και συνεπή στα λεγόμενά του. Η λογική του ως λειτουργού συμμόρφωσης βρίσκω πως είναι ορθή και τα ερωτήματα που έθεσε στον εαυτό του το 2024, όταν ο ίδιος είδε τη συναλλαγή του 2018 ήταν απολύτως έγκυρα. Εξ ου και ορθά, κατά την άποψή μου, προέβη έστω και εκ των υστέρων σε σχετική καταγγελία της συναλλαγής ως ύποπτη στην ΜΟΚΑΣ, σύμφωνα με το εκ του νόμου απορρέον καθήκον του ως λειτουργός συμμόρφωσης.
Η ΜΚ7 στις καταθέσεις της (Έγγραφα Ε1 και Ε2) ανέφερε τα εξής: Εργάζεται στην Τράπεζα Κύπρου ως λειτουργός εξυπηρέτησης στην Υπηρεσία Αναδιάρθρωσης Χρεών. Εξήγησε πως στο πλαίσιο των απαραίτητων ελέγχων για την προέλευση των χρημάτων και την πηγή πλούτου του Μ, ζητήθηκαν όχι από την ίδια αλλά από τον συνάδελφό της [Κ.Φ.] , ο οποίος ήταν ο αρμόδιος λειτουργός κατά τον επίδικο χρόνο, δικαιολογητικά για τα εμβάσματα από την Κ4 στον Μ ποσών €300.000 και €450.000 στις 8.5.2018 και 3.7.2018 αντίστοιχα (Τεκμήρια 65, 66 και 67). Εξήγησε πως αρχικά και εκ λάθους στάληκε στον [Κ.Φ.] ως δικαιολογητικό για το πρώτο έμβασμα η συμφωνία διαχείρισης για το διαμέρισμα 204 του Β. Ο [Κ.Φ.] διαπίστωσε πως στην παράγραφο 5 της εν λόγω ΣΔ (τεκμήριο 68) προνοείτο πως ο Β ως ιδιοκτήτης του διαμερίσματος υπ’ αριθμό 204 όφειλε να στείλει λεφτά στην Κ4 για τη διαχείριση εκ μέρους της του διαμερίσματος του, ενώ το έμβασμα που ζητείτο ήταν αντίθετο. από την Κ4 στον Μ δηλαδή. Όταν ζήτησε διευκρινίσεις, ο Κ3 του έστειλε τη «σωστή» ΣΔ μεταξύ Κ4 και Β, όπου για πρώτη φορά υπήρχαν διορθωμένα χειρόγραφα στην παράγραφο 5 τα μέρη ώστε η εντολή του εμβάσματος από τη Κ4 προς τον Μ να δικαιολογείται λογικά (Τεκμήριο 68). Ο [Κ.Φ.] θεώρησε πως τούτο ήταν επαρκές και εξουσιοδότησε το έμβασμα.
Ως δικαιολογητικό του 2ου εμβάσματος στάληκε στον [Κ.Φ.] μια ΣΔ μεταξύ της Κ4 και του Μ για το ποσό των €2.250.000 που αφορούσε σε διαχείριση και των τριών διαμερισμάτων 202, 203 και 204 με χειρόγραφα διορθωμένα τα μέρη στην παράγραφο 5 αυτής ώστε να συνάδουν με την εντολή του εμβάσματος από την Κ4 προς τον Μ (τεκμήριο 70). Όταν ο [Κ.Φ.] υπέδειξε τη διαφορά του ποσού του εμβάσματος και της ΣΔ (τεκμήριο 70) τότε του στάληκε η «ορθή» ΣΔ μόνο για το διαμέρισμα 203 του Μ (τεκμήριο 69). Επιπρόσθετα προσκομίστηκε συμφωνία διαχείρισης μεταξύ της Κ4 και της Ε για το διαμέρισμα 202. Τα εμβάσματα δεν εξουσιοδοτήθηκαν στη βάση των τεκμηρίων 70 και 68 – πρώτες ΣΔ και «λανθασμένες» που στάληκαν στον [Κ.Φ.] – αλλά στη βάση των τεκμηρίων 68 και 69 (δεύτερες και «ορθές» ΣΔ).
Βάσει των πιο πάνω ηγέρθηκαν υποψίες γνησιότητας για τις εν λόγω συναλλαγές και έγιναν οι απαραίτητες ενέργειες με βάσει τους κανονισμούς της Κεντρικής Τράπεζας συμπεριλαμβανομένης και της αναφοράς στη ΜΟΚΑΣ, των υπόπτων συναλλαγών. Περαιτέρω, η Κ4 τέθηκε σε λίστα της Τράπεζας Κύπρου υψηλού ρίσκου, ώστε οι συναλλαγές της να παρακολουθούνται στενότερα, δηλαδή με την ένδειξη branch close monitory (Τεκμήριο 73). Οι συναλλαγές ήταν ύποπτες για τον περαιτέρω λόγο ότι η τιμή πώλησης των διαμερισμάτων σε συνάρτηση με την τιμή εκτίμησης που είχε η Τράπεζα Κύπρου (αυτή που εκπόνησε ο ΜΚ9) αλλά και λόγω της ύπαρξης των ΣΔ, με τις οποίες επιστρέφονταν χρήματα στους Επενδυτές.
Προφορικά στο Δικαστήριο, η ΜΚ7 εξήγησε κατά την αντεξέταση της, πως τα αντικειμενικά εξωτερικά γνωρίσματα των εμβασμάτων με βάση τα δικαιολογητικά που δόθηκαν από την Κ4 ήταν αυτά που ήγειραν τις υποψίες της Τράπεζας. Δηλαδή, η συνάρτηση της τιμής πώλησης των διαμερισμάτων με την πραγματική αξία αυτών ως προκύπτει μέσα από την εκτίμηση του ΜΚ9 (Τεκμήριο 75) και ότι το κτίριο ήταν ατέλειωτο οπόταν δεν μπορούσε να εισπραχθεί ενοίκιο, για να δικαιολογούνται τα εμβάσματα. Αυτά, είπε, παραπέμπουν σε επιστροφή χρημάτων από την Κ4 στον Μ εξ ου και η πρώτη τέθηκε υπό στενή παρακολούθηση για ύποπτες συναλλαγές από την Τράπεζα Κύπρου. Δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει αν το κτίριο Corniche έχει σήμερα οποιαδήποτε υποθήκη επ’ αυτού. Γνωρίζει μόνο πως η υποθήκη της Τράπεζας Κύπρου δεν υπάρχει διότι εκχωρήθηκε μέσω πώλησης δανείου στην Gordian Holdings Ltd.
Η ΜΚ7 κατά την αντεξέταση της επανέλαβε τα λεγόμενά της στην κυρίως εξέτασή της. Οι τοποθετήσεις της ήταν σαφείς και χωρίς διάθεση υπεκφυγής. Είπε και επανέλαβε την άποψή της με σταθερότητα ως προς την αμφιβολία της για την εγκυρότητα των ΣΔ. Διευκρίνισε τόσο με τη δεύτερη κατάθεση της όσο και κατά την κυρίως εξέτασή της όσα παρέμειναν αδιευκρίνιστα μετά την πρώτη της κατάθεση. Τα εμβάσματα ήταν εξ αρχής παραδεκτά από την Υπεράσπιση. Μέσω της μη σχετικής αντεξέτασης της ΜΚ7 επί των δικαιολογητικών που δόθηκαν γι’ αυτά, κατέστησαν και τα τελευταία ως αδιαμφισβήτητα γεγονότα. Τα όσα η μάρτυς ανέφερε αποτελούν ευρήματά μου.
Στις δυο καταθέσεις του, ο ΜΚ11 ανέφερε πως κατά τον επίδικο χρόνο ήταν υπεύθυνος λογιστηρίου του Ομίλου [Ζ], υπό την εποπτεία του Κ3, ο οποίος ενημέρωνε τον Κ2. Ό,τι έπραττε το λογιστήριο του Ομίλου ήταν πάντοτε με τη σύμφωνη γνώμη των Κ2 και Κ3, είπε. Ήταν το άτομο που διαχειριζόταν τις αιτήσεις προς μειωμένο συντελεστή Φ.Π.Α. από τους πελάτες. Αν γνώριζε την ύπαρξη των ΣΔ για τα επίδικα διαμερίσματα δεν θα προωθούσε τις εν λόγω αιτήσεις, αφού η μη ιδιοκατοίκηση των διαμερισμάτων εκ των Επενδυτών θα ήταν λόγος για απόρριψή τους. Δεν θυμάται να είχε πάρει οδηγίες, ώστε τα τιμολόγια πώλησης των επίδικων διαμερισμάτων να μην καταχωριστούν στα βιβλία της εταιρείας για σκοπούς Φ.Π.Α. και εν πάση περιπτώσει ουδέποτε πήρε πρωτοβουλία να κάνει κάτι τέτοιο χωρίς τη σύμφωνη γνώμη των Κ2 και Κ3. Ο ίδιος, είπε, υπέβαλε τη δήλωση μειωμένου συντελεστή Φ.Π.Α. του Β, κάτι το οποίο θυμήθηκε μόνο βλέποντας τα έντυπα που του υπέδειξε ο αστυνομικός, διότι έφεραν την υπογραφή του. Όταν η αίτηση για μειωμένο συντελεστή δόθηκε στον ίδιο για καταχώριση στο Φ.Π.Α. ήταν ήδη υπογεγραμμένη από τον Β, ανέφερε, και ο ίδιος συμπλήρωσε μόνο τα κενά πεδία. Τις αιτήσεις και τα σχετικά έντυπα τα λάμβανε είτε από το νομικό τμήμα της εταιρείας, είτε από τον Κ3, πάντοτε με τη σύμφωνη γνώμη του Κ2. Δεν ήταν σε θέση να αναγνωρίσει την υπογραφή του Β, αλλά συγκατατέθηκε και έδωσε δείγματα γραφής για τον έλεγχο της αυθεντικότητας της δικής του υπογραφής.
Στο Δικαστήριο επιβεβαίωσε πως οι Κ2 και Κ3, όπως και ο ίδιος, ήταν γνώστες του πότε πρόσωπο δικαιούτο σε μειωμένο συντελεστή Φ.Π.Α., ήτοι μόνο για σκοπούς ιδιοκατοίκησης. Τα χαρτοσημασμένα ΑΓ των Επενδυτών, ως φαίνονται στα Τεκμήρια 43, 44 και 45 (φακέλους του Φ.Π.Α. για τους Επενδυτές) τα έλαβε από το γραφείο του Κ3 για να τα επισυνάψει στις υπεύθυνες δηλώσεις των Επενδυτών για σκοπούς μειωμένου συντελεστή Φ.Π.Α.
Αξιολογώντας τον ΜΚ11 δεν έχω λόγο να τον αμφισβητήσω με δεδομένο ότι καθόλου δεν αντεξετάστηκε. Η μαρτυρία του, επομένως, κατέστη αδιαμφισβήτητη και ως εκ τούτου υιοθετείται ως αληθής και προβαίνω σε σχετικά ευρήματα.
Δ4. Μαρτυρία εμπειρογνωμόνων
Δ4(1). Υπήρχε οικονομική ή χρηματοοικονομική λογική στη σύναψη των ΣΔ;
Επί του ερωτήματος αυτού τοποθετήθηκαν κατά τρόπο εκ διαμέτρου αντίθετο ο ΜΚ6 και ο ΜΥ2.
Ο ΜΚ6 Γιώργος Παντελή υπηρετεί στο ΥΠΟΙΚ από τον Μάρτιο του 1993 και στις 15.10.2019 διορίστηκε ως Γενικός Διευθυντής του. Όταν υπηρετούσε στη διεύθυνση προϋπολογισμού του ΥΠΟΙΚ ήταν ένας από τους λειτουργούς που εξέταζαν αιτήσεις πολιτογράφησης. Μεταξύ 2011 και 2013 εφάρμοζε προσωπικά την απόφαση του ΥΠΣΥ, περί κατ’ εξαίρεσιν πολιτογραφήσεις, ως ίσχυαν τότε. Είχε ενεργή ανάμειξη στη διαμόρφωση και επικαιροποίηση των οικονομικών κριτηρίων του ΚΕΠ, ειδικά μετά το 2013 που μετακινήθηκε στο Τμήμα Οικονομικών Μελετών του ΥΠΟΙΚ. Γνωρίζει την επίδικη απόφαση του ΥΣ και συνείσφερε από τις εκάστοτε θέσεις που κατείχε στη διαμόρφωση ή και επικαιροποίηση των κριτηρίων της. Η εμπειρογνωμοσύνη του ως οικονομικού εμπειρογνώμονα δεν αμφισβητήθηκε από την Υπεράσπιση. Έδωσε κατάθεση το 2023 γι’ αυτή την υπόθεση και από τη θέση πλέον του Γενικού Διευθυντή του ΥΠΟΙΚ και έχοντας επιθεωρήσει τους σχετικούς διοικητικούς φακέλους. Η κατάθεσή του δεν κατατέθηκε για την αλήθεια του περιεχομένου της, αλλά μόνο προς αντεξέταση και έλεγχο της αξιοπιστίας άλλου μάρτυρα στην υπόθεση και έτσι δεν θα αποτελέσει βάση για εξαγωγή ευρημάτων μου.
Του ζητήθηκε να εξηγήσει πώς νοείται στην επιστήμη των οικονομικών ο όρος «απόδοση της επένδυσης», ώστε προφανώς να καταδειχθεί πως τα όσα προέβαλε η Υπεράσπιση σε σχέση με το ότι οι ΣΔ καταρτίστηκαν ώστε τα ακίνητα των επενδυτών να αποφέρουν μελλοντικά κέρδη, δεν ευσταθούν. Ο ΜΚ6 εξήγησε πως «απόδοση της επένδυσης» είναι τα χρηματικά αποτελέσματα που μια επένδυση επιφέρει σε βάθος χρόνου λαμβάνοντας υπόψη όλα της τα χαρακτηριστικά και το ρίσκο που ενέχει αυτή. Δεχόμενος πως η ενοικίαση ενός ακινήτου μπορεί να εμπίπτει στον οικονομικό ορισμό απόδοση της επένδυσης, δηλαδή μεγιστοποίηση του ποσού που καταβλήθηκε για την αγορά του, όμως σημείωσε πως στη βάση των εν προκειμένω χαρακτηριστικών των ΣΔ και κυρίως του γεγονότος πως το ακίνητο δεν έχει μέχρι στιγμής ανεγερθεί, η τυχόν ενοικίαση ή και διαχείριση στη βάση των ΣΔ δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως απόδοση της επένδυσης. Αντιθέτως, στη βάση των ίδιων χαρακτηριστικών, οι ΣΔ μπορούν μόνο να χαρακτηριστούν ως επιστροφή μέρους του τιμήματος πώλησης των επίδικων διαμερισμάτων. Και εξήγησε περαιτέρω. Λαμβάνοντας υπόψη πως τα τιμήματα των τεσσάρων ΣΔ (3 Χ €450.000 + €2.250.000) ανέρχονταν σε σύνολο €3,6 εκ. ενώ τα ΑΓ ανέρχονταν σε €6 εκ. και άρα αποτελούσαν το 60% της επένδυσης των ΑΓ, η απόδοση της επένδυσης θα έπρεπε να ξεπεράσει κατά πολύ το 60% κατά τη διάρκεια των 15 χρόνων ισχύος των ΣΔ, ήτοι η ενοικίαση θα έπρεπε να αποφέρει κέρδη κατά πολύ πέραν των €3.6 εκ. Συνέχισε επίσης πως πρέπει να ληφθούν υπόψη τα ρίσκα και κυρίως ότι:
- το κτίριο δεν είχε αρχίσει να ανεγείρεται κατά την ημερομηνία των ΣΔ
- η μείωση της αξίας του χρήματος σε βάθος χρόνου λόγω πληθωρισμού και
- η μείωση του χρόνου εκμετάλλευσης και αξιοποίησης των επίδικων διαμερισμάτων αφού μέχρι σήμερα, 7 χρόνια μετά τις ΣΔ, δεν έχουν ακόμα ανεγερθεί ώστε η ενοικίασή τους ή η διαχείρισή τους να δύναται να αποφέρει κέρδη.
Προέβη, επίσης, στον τον ίδιο συλλογισμό χωρίς να λάβει υπόψη την τέταρτη ΣΔ των €2,25 εκ. Οι υπόλοιπες τρεις, εις σύνολο €1.350.000, αποτελούν περίπου το 22,5% του τιμήματος αγοράς των €6 εκ. Επέμεινε ότι ούτε αυτή η πράξη έχει οικονομική λογική ως απόδοση της επένδυσης των επενδυτών και δύναται μόνο να νοηθεί ως μείωση της αξίας αγοράς των επίδικων διαμερισμάτων. Είπε σχετικά «Άλλο να έχεις ένα ακίνητο και το ενοικιάζεις και άλλο να έχει μια ανέγερση η οποία δεν έχει ολοκληρωθεί, είναι στα χαρτιά, καταβάλλεται ένα ποσό για την απόκτησή της και ταυτόχρονα επιστρέφεται ένα ποσό πίσω. Αυτό θεωρείται ότι μειώνεται η αξία της επένδυσης, δεν έχει απόδοση, αφού είναι στα χαρτιά τι απόδοση έχει η επένδυση;». Δεν έχει οικονομική λογική, επανέλαβε, να αγοράζεται ένα ακίνητο που ακόμη δεν υπάρχει και την ίδια ημέρα να δίνονται πίσω το 60% ή το 22,5% από την πρώτη μέρα που γίνεται η συναλλαγή «Αυτό δεν είναι απόδοση της επένδυσης, είναι η αξία της επένδυσης».
Και ο ίδιος αντιλαμβανόταν πως το κριτήριο της μόνιμης ιδιόκτητης κατοικίας ενός επενδυτή, πως η κατοικία θα έπρεπε να παρέμενε στην ιδιοκτησία του επενδυτή εφ’ όρου ζωής, μη αποκλειόμενης της ευχέρειας ενοικίασης της. Σημείωσε, δε, ότι δηλαδή το χρονικό σημείο εξέτασης του οικονομικού κριτηρίου, είναι ο χρόνος εξέτασης της αίτησης και όχι οποιοδήποτε άλλο χρονικό σημείο. Παραδέχθηκε επίσης πως, τότε, στο ΥΠΟΙΚ δεν υπήρχε οποιοσδήποτε μηχανισμός ελέγχου της αξίας των ακινήτων που αγοράζονταν για σκοπούς πολιτογράφησης. Εξήγησε πως αφ’ ης στιγμής δηλώνεται από επενδυτή πως η επένδυσή του είναι ύψους €2 εκατομμυρίων και άνω, χωρίς ταυτόχρονα να αποκαλύπτει πως υπήρξε επιστροφή χρημάτων προς τον Επενδυτή, τεκμαίρεται πως δεν ικανοποιείται το οικονομικό κριτήριο.
Κατά την αντεξέταση δόθηκε στον ΜΚ6 η ευκαιρία να επεξηγήσει πολλές από τις θέσεις του και να εμπεριστατώσει αυτές. Παρόλο, είπε, που δεν απαγορεύετο ρητά από την απόφαση του ΥΠΣΥ ο καταρτισμός σύμβασης διαχείρισης, τούτη έπρεπε αφενός να ήταν νόμιμη και αφετέρου να έχει οικονομική λογική, δηλαδή να μην συνίστατο σε επιστροφή του τιμήματος πώλησης. Ήταν η θέση που του υπεβλήθη πως οι ΣΔ δεν μείωναν την αξία της επένδυσης των επενδυτών, αλλά ήταν ένας τρόπος για να αποφέρουν έσοδα στους επενδυτές μελλοντικά, να απέδιδε δηλαδή η επένδυσή τους. Εξήγησε, πειστικά, πως αφ’ ης στιγμής τα επίδικα διαμερίσματα δεν υπήρχαν τότε, μειωνόταν κατά πολύ ο χρόνος που θα μπορούσε η Κ4 να τα εκμεταλλευτεί και να της αποφέρουν έσοδα τέτοια που να υπερκαλύπτεται το ποσό των €450.000 για κάθε επενδυτή και άρα να νοείται ως κέρδος. Στην επιχειρηματολογία της Υπεράσπισης πως οι ΣΔ ήταν τρόπος απόσβεσης της επένδυσης σημείωσε «Πρώτη φορά ακούω επένδυση να αποσβένεται από τον πρώτο χρόνο […] αφού η πράξη έγινε την ίδια χρονική στιγμή, η αγορά και η επιστροφή του ποσού που αντιστοιχεί στη σύμβαση διαχείρισης». Με βάση τις ΣΔ και με γνώμονα πως απομένουν ακόμα σε αυτές 8 από τα 15 χρόνια εκμετάλλευσής τους αφού το κτίριο δεν ανεγέρθηκε ακόμα και λαμβάνοντας υπόψη πως η απομείωση του χρήματος σε βάθος χρόνου είναι 5 - 7% ανά έτος ανάλογα με τον πληθωρισμό, τότε η Κ4 θα έπρεπε να εισπράξει πολύ περισσότερα από το 22,5% για να κάνει κέρδος. Αφ’ ης στιγμής, εξήγησε, ένα λογικό ενοίκιο θα ήταν μεταξύ 3 - 5% της αξίας του ακινήτου, η απόδοση αυτή ποτέ δεν θα ξεπερνούσε το συνολικό ποσό των ΣΔ.
Ανέφερε επίσης πως με το να μην έχει ολοκληρωθεί ένα κτίριο, αυξάνεται το ρίσκο που αναλαμβάνει ο διαχειριστής αυτού, δηλαδή ρίσκο σχετικά με πολεοδομικές άδειες, σχετικές εγκρίσεις, δάνεια και άλλα κατασκευαστικά και χρηματοοικονομικά ρίσκα που συντείνουν στις καθυστερήσεις. Άρα η απόδοση πρέπει να είναι υπερβολικά ψηλή για να μπορεί να υπερβαίνει το ποσό των €450.000 που δόθηκε προκαταβολικά από τον πρώτο χρόνο. Ούτε δέχθηκε πως είχε οικονομική λογική η εξήγηση που έδωσε ο Κ2 ότι δηλαδή πλήρωνε προκαταβολικά αποζημιώσεις που θα όφειλε να πληρώσει στους επενδυτές λόγω καθυστέρησης της ολοκλήρωσης του κτιρίου. Αφενός διότι οι αποζημιώσεις καθορίζονται ρητά από τη σύμβαση είπε και αφετέρου διότι το πότε θα ολοκληρωθεί το έργο δεν μπορεί με ακρίβεια να προβλεφθεί εκ των προτέρων, ώστε να είναι δυνατός ο υπολογισμός των καθυστερήσεων και κατ’ επέκταση των αποζημιώσεων. Όταν κατά την αντεξέταση του υπεβλήθη πως ποσό €450.000 μπορεί να αποσβεστεί σε 15 έτη με €2.500 το μήνα ενοίκιο, συμφώνησε υπό τον όρο ότι το ακίνητο είναι ήδη κτισμένο ώστε να μπορεί να αποφέρει κέρδη από την πρώτη ημέρα της σύμβασης διαχείρισης. Κάτι που δεν ισχύει εδώ εν προκειμένω. Το πιο κάτω απόσπασμα από τα πρακτικά συνοψίζει, εν πολλοίς, τις θέσεις του.
“A. Όχι δεν είναι αυτό που λέω. Λέω ότι μιλούμε για μία επένδυση η οποία όταν έγινε από τον επενδυτή κατέβαλλε τα δύο εκατομμύρια, τα ακίνητα δεν έχουν ανεγερθεί, άρα μιλούμε για μία στα εισαγωγικά όπως το αποκαλείται απόδοση από τον πρώτο χρόνο που δόθηκε από τον πωλητή προς τον αγοραστή. 22,5% η αξία του ακινήτου η οποία έπρεπε να αντικατοπτρίζει από τις εκμεταλλεύσεις που θα γίνονταν από τον διαχειριστή ακινήτου. Τον πωλητή δηλαδή σε βάθος 15ετία όπως έχω πει η 15ετία δεν είναι 15 χρόνια. Στην προκειμένη περίπτωση είναι πολύ πιο μικρή περίοδος, που εξυπακούει ότι το ενοίκιο που έπρεπε να καταβαλλόταν προς όφελος του διαχειριστή θα έπρεπε να ήταν πολύ πιο ψηλό από τους κανόνες της αγοράς για να μπορέσει να δικαιολογηθεί αυτή η πράξη. Γι’ αυτό σας έχω πει στην αρχή δεν έχει οικονομική λογική να καταβάλλει κάποιος από τον πρώτο χρόνο με όλα τα ρίσκα που έχετε αναφέρει εσείς πολεοδομικές άδειες, εγκρίσεις κατασκευαστικά ρίσκα, χρηματοοικονομικά ρίσκα, δάνεια, είναι πολλά τα ρίσκα που έχει κάποιος developer για να κτίσει ένα κτίριο, πολλές οι καθυστερήσεις. Άρα οι αποδόσεις πρέπει να είναι υπέρμετρα ψηλές για να μπορεί να δημιουργηθεί το ποσό των 400 χιλιάδων που δόθηκε προκαταβολικά τονίζω από τον πρώτο χρόνο.”
Επεξήγησε, επίσης, πως εάν το ΥΠΟΙΚ είχε ενώπιον του όλα τα δεδομένα κατά τον επίδικο χρόνο σίγουρα θα ζητούσε επιπρόσθετες πληροφορίες για να μπορέσει η αίτηση να αξιολογηθεί ορθά, συμφωνώντας κατ’ ουσία με την τοποθέτηση της ΜΚ2 επί τούτου. Εξήγησε, δε, αντεξεταζόμενος πως, υπήρξε μια περίπτωση που ο ίδιος γνώριζε στην οποία δίχως να πληρούνται τα κριτήρια του ΥΠΣΥ πολιτογραφήθηκαν οι διευθυντές μιας εταιρείας. Τούτο έγινε διότι η επένδυση ήταν πολύ μεγάλη και έγινε ώστε να στηριχθεί συγκεκριμένη τράπεζα και άρα είχε αυξημένη σημασία για την κυβέρνηση. Για λόγους πολιτικούς δόθηκε η έγκριση, σε εκείνη την περίπτωση, όχι βάσει των κριτηρίων του ΚΕΠ.
Αντεξετάζοντας τον ΜΚ6, ο δικηγόρος των Κ2 και Κ4 του υπέβαλε ότι τα ακίνητα που θα αγοράζονταν για σκοπούς του ΚΕΠ θα μπορούσε να ήταν και εμπορικά, εννοώντας πως τέτοια ήταν η επένδυση των πελατών του, ήτοι του Κ2 και των Επενδυτών, παρακάμπτοντας ότι στην περίπτωση αγοράς εμπορικού ακινήτου, ο επενδυτής όφειλε ν’ αγοράσει επιπρόσθετα οικιακή μονάδα αξίας €500.000. Γενικά αντεξέτασε τον ΜΚ6 κυρίως επί της ανεπάρκειας του ΥΠΟΙΚ και ΥΠΕΣ να εφαρμόσουν κατά γράμμα την επίδικη απόφαση του ΥΠΣΥ, ενώ το ζητούμενο ήταν άλλο, ήτοι αν οι Κατηγορούμενοι με δόλο παρέστησαν ότι πληρούσαν τα κριτήρια, ενώ στην πραγματικότητα δεν τα πληρούνταν, λόγω της επιστροφής χρημάτων στον Μ.
Ο ΜΥ2 Νίκος Κυριακίδης, ήταν εμπειρογνώμονας στην παροχή χρηματοοικονομικών υπηρεσιών με εμπειρία 40 ετών σε μεγάλους λογιστικούς και ελεγκτικούς οίκους. Δεν αμφισβητήθηκε από την ΚΑ η εμπειρογνωμοσύνη του στο πιο πάνω πεδίο. Μαρτύρησε κατ’ ουσία υπέρ της επιχειρηματικής λογικής του καταρτισμού των ΣΔ. Εξήγησε γιατί τόσο η πωλήτρια εταιρεία Κ4 όσο και οι Επενδυτές είχαν να κερδίσουν από τη συναλλαγή αυτή. Έλαβε ως δεδομένα τα όσα του αναφέρθηκαν από τους πελάτες του, ότι δηλαδή (α) κατά το χρόνο σύναψης των ΣΔ τα επίδικα διαμερίσματα ήταν υπό ανέγερση και (β) ότι ο Κ2 γνώριζε πως θα υπήρχαν καθυστερήσεις στην ολοκλήρωση του έργου και σκοπός του ήταν να περιορίσει τυχόν πληρωτέες μελλοντικές αποζημιώσεις προς τους Επενδυτές. Το γεγονός είπε πως τα ΑΓ και οι ΣΔ καταρτίστηκαν κατά τον ίδιο χρόνο ή σε κοντινό χρονικό διάστημα ήταν αδιάφορο για τον ίδιο.
Ανέφερε πως η σύναψη των ΣΔ συνέφερε στον πωλητή διότι (α) προπλήρωνε για τις καθυστερήσεις που θα υπήρχαν μελλοντικά, (β) λαμβάνοντας έσοδα από την εκμετάλλευση των επίδικων διαμερισμάτων μετά την ολοκλήρωση της κατασκευής του και για το υπόλοιπο της περιόδου των 15 χρόνων, ενώ (γ) οι Κ2 και Κ4 ήταν σε πλεονεκτικότερη θέση έναντι των Επενδυτών να ενοικιάσουν τα διαμερίσματα αφού δραστηριοποιούνταν και στον τομέα διαχείρισης ακινήτων.
Συνέχισε πως η πράξη αυτή συνέφερε και στους Επενδυτές, διότι: (α) θα εισέπρατταν αμέσως ποσό €450.000 ενώ παράλληλα θα αποκτούσαν και υπηκοότητα, (β) οι ίδιοι έτσι κι αλλιώς δεν μπορούσαν να ενοικιάσουν τα διαμερίσματα από την ημερομηνία υπογραφής των ΣΔ, αφού δεν υπήρχαν ακόμα και διότι (γ) οι Επενδυτές που δεν δραστηριοποιούνταν στην κυπριακή αγορά διαχείρισης ακινήτων θα είχαν επιπρόσθετο κόστος υπολογιζόμενο σε 8-10% για να ενοικιάσουν τα ακίνητα.
Αντέκρουσε έτσι τη θέση του ΜΚ6 πως η είσπραξη συνολικού ποσού €1,35 εκ. σύμφωνα με τις ΣΔ ουσιαστικά ισοδυναμεί με μείωση της αξίας επένδυσης των Επενδυτών. Ήταν, είπε, μια ανεξάρτητη και ξεχωριστή συναλλαγή, η οποία ουδόλως μείωνε την αξία των επίδικων διαμερισμάτων και βασιζόταν στην επιχειρηματική λογική που ανέφερε. Ο ΜΥ2 ανέφερε επίσης πως ο πωλητής ήταν ενημερωμένος για το ρίσκο που αναλάμβανε κατά τη σύναψη των ΣΔ, αλλά το ρίσκο υπερκαλύπτετο από το ότι θα είχε την εκμετάλλευση των διαμερισμάτων για 15 έτη.
Αντεξεταζόμενος φάνηκε πως δεν γνώριζε πολλά από τα δεδομένα που ίσχυαν εν προκειμένω, αλλά αντίθετα βασίστηκε για τα συμπεράσματά του στα όσα του ανέφεραν οι κατηγορούμενοι και τα οποία εν πολλοίς αμφισβητούνται.
Βρίσκω πως, οι πελάτες του ΜΥ2 ουσιαστικά του ζήτησαν την εμπειρογνωμοσύνη του επί λανθασμένης βάσης. Συμφώνησε, πάντως, με την ΚΑ πως τα συμπεράσματά του θα ήταν οπωσδήποτε διαφορετικά εάν γνώριζε πως υπήρχε και μια τέταρτη συμφωνία διαχείρισης ύψους €2,25 εκ. Δέχθηκε επίσης πως ουδέποτε είδε τις αρχικές ΣΔ χωρίς τις χειρόγραφες αλλαγές και παραδέχθηκε πως δίχως τις χειρόγραφες αλλαγές δεν υπάρχει λογική στις ΣΔ, αφού αν η Κ4 είχε την εκμετάλλευση των διαμερισμάτων τότε οι Επενδυτές δεν όφειλαν να την πληρώνουν, αλλά η Κ4 να πλήρωνε αυτούς. Δέχθηκε πως οι ΣΔ μπορούσαν να ήταν πολύ καλύτερα διατυπωμένες και όχι τόσο γενικά ως προς το τι ορίζονται σε αυτές ως υπηρεσίες διαχείρισης (management services). Δέχθηκε, επίσης, πως δεν ήταν λογικό χωρίς τη δυνατότητα εκμετάλλευσης από την Κ4 και πριν ανεγερθούν τα επίδικα διαμερίσματα, το τίμημα των ΣΔ να ήταν για ενημέρωση των επενδυτών εκ της Κ4 για την πρόοδο των εργασιών. Σε αυτή την περίπτωση οι Επενδυτές θα έπρεπε να πληρώνουν την Κ4 και όχι το αντίστροφο. Παραδέχθηκε, περαιτέρω, πως θα ήταν πιο λογικό η έναρξη ισχύος των ΣΔ να ήταν η ημερομηνία ολοκλήρωσης ανέγερσης των διαμερισμάτων. Ανέφερε, δε, πως δεν γνώριζε ότι έγιναν αιτήσεις για μειωμένο συντελεστή Φ.Π.Α..
Θεωρώ πως η μαρτυρία του ΜΥ2 στο βαθμό και έκταση που διαφώνησε με την ΚΑ, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Και τούτο διότι δεν φαίνεται να ήταν ανεξάρτητος ως εμπειρογνώμονας, αλλά να έλαβε λανθασμένα από τους Κατηγορούμενους δεδομένα που αποτέλεσαν την βάση εξαγωγής των συμπερασμάτων του. Αυτό που θεώρησε ως δεδομένο, επειδή οι πελάτες του το παρουσίασαν ως τέτοιο, ήταν το ζητούμενο, αν δηλαδή οι ΣΔ, παρά τους όρους τους ήταν τρόπος προκαταβολικής εξόφλησης μελλοντικών αποζημιώσεων. Ο ίδιος ενεργούσε επί της παραδοχής πως οι Επενδυτές δεν θα χρησιμοποιούσαν τα επίδικα διαμερίσματα για ιδιοκατοίκηση. Επίσης, θεώρησε τις ΣΔ ως νόμιμες και έγκυρες εξηγώντας την επιχειρηματική τους λογική, αλλά η εισήγηση της ΚΑ ήταν ακριβώς πως ποτέ δεν υπήρξε πρόθεση τίμησής τους και ήταν το όχημα μέσω του οποίου μπόρεσαν να επιστραφούν λεφτά στους Επενδυτές χωρίς εκείνοι να εισπράττουν οτιδήποτε σε αντάλλαγμα, αλλά απλώς να μειώνεται η επένδυσή τους.
Ο ΜΥ2 ήταν ειλικρινής όταν δεχόταν τα πιο πάνω δεδομένα που του έθετε η ΚΑ αλλά τούτο δεν εξ υπακούει πως είναι ταυτόχρονα και αξιόπιστος σε όλες του τις τοποθετήσεις.
Προτιμώ τη μαρτυρία του ΜΚ6 για τους εξής λόγους: (α) γνώριζε όλα τα δεδομένα της υπόθεσης όταν μαρτυρούσε, όχι μόνο κάποια αποσπασματικά, (β) ήταν σε θέση να γνωρίζει εκ της θέσεως του τόσο τον τρόπο εφαρμογής των κριτηρίων του ΥΠΣΥ όσο και την οικονομική λογική που οδήγησε στον καθορισμό αυτών και (γ) διότι τα στοιχεία που δόθηκαν στον ΜΥ2, χωρίς τη δυνατότητα επαλήθευσης τους ή τη δυνατότητα επικοινωνίας με τους Επενδυτές ήταν λανθασμένα. Κατά το χρόνο σύναψης των ΣΔ το έργο δεν είχε καν αρχίσει ν’ ανεγείρεται. Ενώ η καταβολή αποζημιώσεων για καθυστέρηση ολοκλήρωσης του έργου, δεν ήταν δεδομένη, ούτε πραγματικά ούτε νομικά, κατά το χρόνο εκείνο. Επίσης, υπήρξαν και περιπτώσεις όπου ο ΜΥ2 δεν μου άφησε καλή εντύπωση όπως:
(1) αρχικά είπε πως δεν θα τοποθετηθεί για το πόσα χρωστούσαν οι Κ2 και Κ4 στην τράπεζα, διότι έδωσαν προς εξόφληση κάποιων οικονομικών τους υποχρεώσεων ακίνητα στην Gordian, έπειτα είπε πως δεν γνώριζε περί τούτου και κατά το τέλος της αντεξέτασής του πως οι οφειλές τους ήταν περί τα €70 εκ.
(2) Επίσης, δεν δέχθηκε την απόλυτα λογική τοποθέτηση της ΚΑ πως ουδείς ήταν σε θέση να προβλέψει εκ των προτέρων τις αποζημιώσεις που θα καλείτο η Κ4 να πληρώσει στους Επενδυτές, αφενός διότι το δικαίωμα αποζημιώσεων δεν προβλέπετο στα ΑΓ αλλά μάλιστα προνοείτο ακριβώς το αντίθετο – ότι ο Αγοραστής δεν θα είχε δικαίωμα σε τέτοιες αποζημιώσεις – και αφετέρου διότι το έργο δεν έχει καν ολοκληρωθεί μέχρι σήμερα.
(3) Αναφέρθηκε ο ΜΥ2 σε δικαίωμα του αγοραστή για «νόμιμη αποζημίωση», ενώ δεν είναι νομικός και δεν εξήγησε τι εννοεί με τη φράση αυτή.
(4) Προχώρησε σε περαιτέρω νομική ερμηνεία, ενώ τούτη αρμόζει μόνο στο Δικαστήριο, ως προς το ότι είναι αδιάφορο πως η σύναψη των ΑΓ και ΣΔ έγινε στον ίδιο χρόνο ή σε κοντινό χρονικό διάστημα.
(5) Δέχτηκε τελικά ότι η ενοικίαση των διαμερισμάτων δεν θα μπορούσε να ξεκινήσει πριν από την παρέλευση 30 ή 36 μηνών από την υπογραφή των ΑΓ, ενώ οι ίδιες οι ΣΔ δεν αναφέρουν κάτι τέτοιο αλλά αντίθετα αναφέρουν για την άμεση ισχύ τους από την ημερομηνία της υπογραφής τους. Δηλαδή, παρόλο που παρατήρησε διαβάζοντας τα ΑΓ πως η μέγιστη περίοδος ολοκλήρωσης των επίδικων διαμερισμάτων καθοριζόταν στους 36 μήνες από την υπογραφή τους χωρίς δικαίωμα αποζημίωσης προς τον Επενδυτή σε περίπτωση καθυστέρησης, εντούτοις δέχτηκε την εξήγηση του Κ2 πως γνώριζε το ύψος των αποζημιώσεων που θα καλείτο εντέλει να καταβάλει και τις οποίες κατέβαλε προκαταβολικά μέσω των ΣΔ. Τούτο κατ’ εμένα δεν έχει ούτε επιχειρηματική λογική ούτε νομική λογική.
Όλα τα πιο πάνω με οδηγούν στο αναπόφευκτο συμπέρασμα πως ο ΜΥ2 δεν ήταν αντικειμενικός, αλλά ήθελε να βοηθήσει και ήταν σαφώς επηρεασμένος από τον εντολέα του στις τοποθετήσεις του. Προσπάθησε, δε, να εκλογικεύσει εκ των υστέρων τις αναφορές του εντολέα του, χωρίς να καταφέρει να πείσει.
Η μαρτυρία του ΜΥ2 εγείρει μάλιστα στο μυαλό μου τα εξής εύλογα ερωτήματα τα οποία παρέμειναν αναπάντητα:
Αφού, σύμφωνα με τα λεγόμενά του, σκοπός του Κ2 ήταν να προκαταβάλει αποζημιώσεις που θα δημιουργούνταν μελλοντικά, γιατί στα ΑΓ υπάρχει ρητή πρόνοια ότι ο αγοραστής δεν δικαιούται σε τέτοιες αποζημιώσεις; Και αν σκοπός ήταν αυτός, γιατί δεν καταρτίστηκε συμφωνία που να λέει ακριβώς αυτό, αλλά καταρτίστηκαν οι ΣΔ, οι οποίες ρητά αναφέρουν άλλον ως το σκοπό τους; Και πως γνώριζε ο Κ2 εκ των προτέρων το ύψος των οφειλόμενων καθυστερήσεων, αφού το πότε το έργο θα τελείωνε, ήταν τότε αβέβαιο αφού δεν είχε καν αρχίσει ν’ ανεγείρεται; Ο ΜΥ2 ουδόλως απάντησε στα ερωτήματα αυτά που εγείρουν οι τοποθετήσεις του Κ2, τις οποίες υιοθέτησε ανερώτητα. Δεν με έπεισε με τις τοποθετήσεις του.
Προτιμώ, ως απόρροια της λογικής των πραγμάτων εν προκειμένω, τις τοποθετήσεις του ΜΚ6, ότι δηλαδή η σύναψη των ΣΔ, κατά το χρόνο που αυτές συνήφθηκαν και με τις πρόνοιες που είχαν, σε σύγκριση με τις πρόνοιες των ΑΓ, δεν είχαν οικονομική λογική και ισοδυναμούσαν με επιστροφή μέρους της επένδυσης εκάστου Επενδυτή, κατά τρόπο που δεν πληρείτο για κανένα από αυτούς το οικονομικό κριτήριο του ΚΕΠ.
Δ4(2) Ποιά η αγοραία αξία των επίδικων διαμερισμάτων στις 24.11.17;
Κανενός εκ των δυο εκτιμητών που μαρτύρησαν ενώπιον μας, ΜΚ9 και ΜΥ3, δεν αμφισβητήθηκαν τα προσόντα. Οι διαφορές τους στην εκτίμηση της αγοραίας αξίας των τριών επίδικων διαμερισμάτων ήταν τεράστιες (Τεκμήριο 75 και 199 αντίστοιχα)
Ο ΜΚ9 εκτίμησε τον Μάρτιο του 2018 τα διαμερίσματα 202 (της Ε), 203 (του Μ) και 204 (του Β) σε €700.000, €920,000 και €820,000 αντίστοιχα. Ήταν εντεταλμένος από την Τράπεζα Κύπρου για σκοπούς εξασφάλισης του δανείου που αυτή παρείχε στην Κ4. Όταν ο ΜΚ9 εκτίμησε τα επίδικα διαμερίσματα τον Μάρτιο του 2018, δεν είχε ακόμη αρχίσει η ανέγερση του κτιρίου Corniche. Επισκέφθηκε ένα άδειο οικόπεδο. Τούτο δεν αμφισβητήθηκε και καθίσταται αυτόματα εύρημα μου.
Ενώ, ο ΜΥ3 εξέδωσε την εκτίμησή του στις 17.06.24, αναπροσαρμόζοντας τις τιμές για να αντικατοπτρίζουν την αγοραία αξία των διαμερισμάτων στις 24.11.2017, τις οποίες υπολόγισε σε €1.770.000, €2.015,000 και €1.795,000 αντίστοιχα.
Προέκυψε, μέσα από τα λεγόμενα των δυο αυτών εκτιμητών το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι χρησιμοποίησαν και οι δύο την ίδια μέθοδο εκτίμησης, ήτοι την συγκριτική. Εν τούτοις, χρησιμοποίησαν διαφορετικά ακίνητα ως συγκρίσιμα.
Ο ΜΚ9 εκτίμησε στη βάση προγενέστερων πωλήσεων στο ίδιο κτίριο, ενώ ο ΜΥ3 αγνόησε τις πωλήσεις, προγενέστερες και μεταγενέστερες των επίδικων θεμάτων, στο επίδικο κτίριο και εκτίμησε στη βάση πωλήσεων με παρόμοια χαρακτηριστικά σε άλλα πολυτελή κτίρια του παραλιακού μετώπου της Λεμεσού. Όμως, ο ΜΚ9 δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει - διότι ουδέποτε του λέχθηκε - ένα δεδομένο που στον ΜΥ3 δόθηκε εξαρχής από τους Κατηγορούμενους - εντολείς του και καθόρισε την επιλογή του περί συγκρίσιμων ακινήτων. Ότι, δηλαδή, οι εννέα προηγούμενες πωλήσεις στο επίδικο κτίριο Corniche έγιναν υπό «ειδικές συνθήκες», δηλαδή προς δύο εταιρείες, κοινών όμως συμφερόντων, ήτοι από τις εταιρείες Sky Callisto Ltd και Callisto Wave Ltd και από τα σχέδια (Off plan), σε πολύ χαμηλότερες τιμές από την αγοραία τους αξία, με σκοπό να καλυφθεί κατά το δυνατό το κατασκευαστικό κόστος του κτιρίου (βλ. σελ. 57-60 του Τ. 199). Στο Τ. 199 ο ΜΥ2, επίσης, ανέφερε ότι 6 μεταγενέστερες πωλήσεις έγιναν προς την εταιρεία Lagerta LTD (έγιναν όλες στις 3/01/2019 και φέρουν αριθμούς κατάθεσης στο Κτηματολόγιο ΠΩΕ 6,7 και 9-12/2019), η οποία είναι συνδεδεμένη με την Κ4 εταιρεία και τα διαμερίσματα έχουν πωληθεί σε τιμές πολύ χαμηλότερες από την αγοραία τους αξία. Έτσι, ο ΜΥ2 παρόλη την ύπαρξη 15 πωλήσεων επί του ίδιου κτιρίου (9 προγενέστερων και 6 μεταγενέστερων) γνώριζε πως αυτές έγιναν υπό τις ανωτέρω ειδικές συνθήκες και δεν τις έλαβε υπόψιν.
Και οι δύο εκτιμητές συμφώνησαν πως η ταυτόχρονη πώληση ακινήτων στον ίδιο – ουσιαστικά - αγοραστή αυξάνει τη διαπραγματευτική ισχύ του αγοραστή και συνεπώς μειώνει αρκετά την τιμή πώλησης.
Ο ΜΚ9 δέχθηκε πως αν γνώριζε αυτό το δεδομένο, οπωσδήποτε θα το ενσωμάτωνε στο σκεπτικό της έκθεσης εκτίμησης του και θα το λάμβανε υπόψη για τα τελικά του συμπεράσματα. Ο ΜΚ9 συμφώνησε ότι αν γνώριζε περί ειδικών συνθηκών πώλησης θα τις λάμβανε υπόψη ως προς το ποια διαμερίσματα θα χρησιμοποιούσε ως συγκρίσιμα. Υπάρχει όμως και η παραδοχή του ΜΥ3 ότι αν ο ΜΚ9 δεν γνώριζε αυτό το δεδομένο, ήταν λογικό να χρησιμοποιήσει τα συγκρίσιμα στοιχεία που χρησιμοποίησε.
Οι ΜΚ9 και ΜΥ3 μου άφησαν θετική εντύπωση, ως αντικειμενικοί και δίκαιοι στις τοποθετήσεις τους, χωρίς να υπεισέρχονται σε πεδία που ήταν εκτός της εμπειρογνωμοσύνης τους. Έδωσαν και οι δύο με τις τοποθετήσεις τους τα αναγκαία επιστημονικά εφόδια στο Δικαστήριο να αξιολογήσει την γνώμη τους.
Εν τούτοις, δεν μπορώ να βασιστώ στα αποτελέσματα της έκθεσης κανενός.
Ο ΜΚ9 είχε κενά στις πληροφορίες που έλαβε από την Κ4. Δεν γνώριζε εξαρχής, ως γνώριζε ο ΜΥ3 επειδή του λέχθηκε σαφώς, ότι οι εννέα (9) προγενέστερες πωλήσεις έγιναν «υπό ειδικές συνθήκες». Όπως ο ίδιος παραδέχθηκε, η ελλείπουσα αυτή πληροφόρηση, ήτοι ότι διαμερίσματα με τα οποία σύγκρινε τα επίδικα ώστε να καταλήξει σε αγοραία αξία πώλησης, πωλήθηκαν ταυτόχρονα σε δύο (2) εταιρείες, κοινών ουσιαστικά συμφερόντων, ήταν σημαντική για την ορθή επιλογή των συγκρίσιμων ακινήτων. Με άλλα λόγια, εάν γνώριζε πως τα εννέα αυτά ακίνητα δεν πωλήθηκαν στην ελεύθερη αγορά, σε τιμές δηλαδή που καθορίζονται από τις δυνάμεις του ελεύθερου ανταγωνισμού, αλλά έγιναν υπό ειδικές συνθήκες διότι ο αγοραστής είχε αυξημένη διαπραγματευτική ισχύ και ο πωλητής είχε κίνητρο να χαμηλώσει την τιμή λόγω των εννέα μονάδων που πωλήθηκαν ταυτόχρονα, θα χρησιμοποιούσε άλλες συγκριτικές πωλήσεις.
Από την άλλη, αυτό που ο ΜΥ3 έλαβε ως δεδομένο, επειδή του λέχθηκε από τους πελάτες του, ότι δηλαδή οι 15 πωλήσεις στο ίδιο κτίριο, προγενέστερες και μεταγενέστερες των επίδικων ΑΓ δεν αποτελούσαν συγκρίσιμα ακίνητα, διότι πωλήθηκαν υπό ειδικές συνθήκες, παρέμεινε ενώπιον μας ένας απλός ισχυρισμός. Ουδέποτε αποδείχθηκε ενώπιον μας, με ικανή μαρτυρία, ώστε να αναχθεί σε αληθινό γεγονός. Παρέμεινε μέχρι τέλους ένας αυτοεξυπηρετικός ισχυρισμός του Κ2. Συγκεκριμένα, δεν αποδείχθηκε ενώπιον μας ότι οι εννέα πωλήσεις που έγιναν όλες στις 30.12.16 από την Κ4 προς τις εταιρείες Sky Callisto Ltd και Callisto Wave Ltd, οι οποίες έχουν ως Διευθυντές τους ίδιους δύο Σαουδάραβες (βλ. Τ.162 και 163) έγιναν «υπό ειδικές συνθήκες», κατά τρόπο που δεν έπρεπε να ληφθούν υπόψη για σκοπούς σύγκρισης. Δεν αποδείχθηκε δηλαδή ότι, οι τιμές πώλησης των εννέα (9) αυτών διαμερισμάτων κατά το χρόνο πώλησης τους ήταν ως φαίνεται στο Τεκμήριο 199, σελ. 57 όχι διότι εκείνες ήταν οι αγοραίες αξίες τους κατά τον εν λόγω χρόνο, αλλά διότι η Κ4 χαμήλωσε την τιμή τους επειδή τα διαμερίσματα πωλήθηκαν ως σύνολο την ίδια ημέρα και σε δυο συνδεδεμένες μεταξύ τους εταιρείες. Αυτός δηλαδή παρέμεινε μέχρι τέλους ένας αναπόδεικτος ισχυρισμός του Κ2, τον οποίο ο ΜΥ3 θεώρησε δεδομένο.
Οι μεταγενέστερες έξι (6) πωλήσεις στο ίδιο κτίριο έγιναν από την Κ4 στην εταιρεία Lagerta Ltd, που ως μοναδική μέτοχο έχει την κόρη του Κ2 και μοναδικό διευθυντή τον Κ1.
Οι Κ1 – στο Δικαστήριο – και Κ2 – στην ανακριτική του κατάθεση – είχαν διαφορετικές θέσεις ως προς τον λόγο ύπαρξης των ΑΓ με την LAGERTA Ltd, στην οποία η κόρη του Κ1 είναι διευθύντρια. Τούτη η διάσταση έχει την αξία της. Ο καθένας τοποθετήθηκε κατά τρόπο που του συνέφερε. Ο Κ1 κατά την αντεξέτασή του, είπε ότι ήταν ο τρόπος ώστε ο Κ2 να θέσει κάποια διαμερίσματα εκτός της πιθανότητας επιβολής διαχειριστή από την τράπεζα στην Κ4 (προς αποπληρωμή του δανείου της τράπεζας προς την Κ4), ώστε να έχει ρευστότητα αν αυτό το ενδεχόμενο καθίστατο πράξη όπως και εν τέλει συνέβη. Ο Κ1 παραδέχθηκε κατ’ ουσίαν ότι, ο Κ2 έλεγχε την LAGERTA Ltd, μέσω της κόρης του.
Είπε συγκεκριμένα:
«Μια νόμιμη αμυντική πράξη από επιχειρηματίες, είναι ακριβώς εάν με την τράπεζα έχουν διαφορές, να δημιουργήσει μια εταιρεία ελεγχόμενη από τον ίδιο, με σκοπό να κάνει πωλητήρια έγγραφα και στη συνέχεια εάν η τράπεζα πραγματοποιήσει το δικαίωμα αυτό που έχει να διορίσει διαχειριστή, να μπορεί ο επιχειρηματίας χωρίς τη συγκατάθεση της τράπεζας να κάνει εκχωρήσεις των πωλητηρίων εγγράφων, να εισπράττει τα χρήματα που θέλει η τράπεζα για να απαλλάξει με αυτόν τον τρόπο να σώσει την εταιρεία του. […]»
«Αυτό έχει κάνει ο κύριος [Ζ] και δεν είναι μόνο ο κύριος [Ζ] που το έχει κάνει, όλοι οι developer οι οποίοι νιώθουν ότι η τράπεζα είτε τους πιέζει είτε τους υπερτοκίζει, είτε έχουν διαφορές […]»
«Αυτός είναι ο λόγος δημιουργίας της Lacerta»
Ο Κ2, όμως, είπε στη δεύτερη του κατάθεση ότι πωλήθηκαν 18 διαμερίσματα στο Corniche προς τρεις εταιρείες – συμπεριλαμβανομένης και της LAGERTA Ltd – πιο κάτω από την πραγματική τους τιμή, ώστε αφενός να φανεί ότι υπήρχαν εισπράξεις και να τους δώσει η τράπεζα δάνειο και αφετέρου ώστε οι εταιρείες αυτές να τα μεταπωλήσουν αργότερα κάνοντας κέρδη. Δεν μπορώ να βασιστώ σε κανενός την τοποθέτηση ως προς τον πραγματικό λόγο σύναψης των συμφωνιών αυτών. Το βέβαιο είναι πως οι τιμές των διαμερισμάτων αυτών που η Κ4 πώλησε στην LAGERTA Ltd δεν μπορούν να θεωρηθούν, βάσει των πιο πάνω, ως επαρκώς αξιόπιστες ώστε να μπορεί να εξαχθεί, βάσει αυτών, συμπέρασμα.
Υπό τα ανωτέρω δεδομένα δεν είμαι σε θέση να καταλήξω σε εύρημα περί της αγοραίας αξίας των επίδικων διαμερισμάτων κατά τον επίδικο χρόνο, αφού σε κανενός εκτιμητή την άποψη δεν μπορώ με ασφάλεια να βασιστώ ώστε να εξαγάγω πέραν λογικής αμφιβολίας συμπέρασμα για την αγοραία αξία των επίδικων διαμερισμάτων κατά τον επίδικο χρόνο. Μπορώ, όμως, να προβώ σε εύρημα και προβαίνω, ότι στις 9.3.18 που ο ΜΚ9 έκανε επιτόπια εξέταση στο επίδικο ακίνητο, δεν είχε ακόμα αρχίσει να κτίζεται το κτίριο. Τούτο δεν αμφισβητήθηκε από την Υπεράσπιση.
Δ4(3). Ήταν οι ηλεκτρονικές επικοινωνίες (emails) μεταξύ της Τράπεζας Κύπρου και του Κ3, Τεκμήρια 165 και 166 και μεταξύ του Τμήματος Φ.Π.Α. και εργαζομένων στον Όμιλος Ζαβός αυθεντικές;
Η ΚΑ ισχυρίστηκε πως όχι.
Ο ΜΥ1 επιβεβαίωσε με την πρώτη έκθεσή του (Έγγραφο Θ(1)) την αυθεντικότητα των emails ημερομηνίας 3.5.2018 και ωρών 10:32 και 11:18 (Τεκμήρια 165 και 166), τα οποία ανταλλάγηκαν μεταξύ του Κ3 και κάποιου [Κ.Φ.] της Τράπεζας Κύπρου. Στο τεκμήριο 165 επισυναπτόταν η συμφωνία διαχείρισης μεταξύ της Κ4 και του Μ για όλα τα διαμερίσματα 202, 203 και 204 και είχε ως αντιπαροχή της ποσό €2.250.000. Αυτή, μετά από λίγα λεπτά, αναφέρθηκε από τον Κ3 ως λανθασμένη και ο Κ3 έστειλε τις ορθές κατά τον ίδιο ΣΔ, οι οποίες ήταν ξεχωριστές για τον Μ και Β αντίστοιχα, για ποσό €450.000 έκαστη και για τα διαμερίσματα 203 και 204 αντίστοιχα (βλ. Τεκμήριο 166).
Ο ΜΥ1 με τη δεύτερη έκθεσή του (Έγγραφο Θ(2)) επιβεβαίωσε την αυθεντικότητα των emails που ανταλλάγηκαν μεταξύ κάποιου [Τ.], υπαλλήλου της Υπηρεσίας Φ.Π.Α. και κάποιου [Χ.Κ.] Financial Controller της Κ4 αλλά και μεταξύ του ΜΚ11, κάποιας υπαλλήλου του Ομίλου Ζαβός ονόματι [N.S.] και του Κ3 στις 2, 3, 9, 10 και 24.2.2022, σχετικά με τους λογαριασμούς εισροών και εκροών Φ.Π.Α. της Κ4 από την εγγραφή αυτής μέχρι τις 30.11.2021. Από τις επικοινωνίες αυτές, προκύπτει πως αυτοβούλως η Κ4 συνεργάστηκε με την Υπηρεσία Φ.Π.Α. και παρέδωσε τις καταστάσεις εισροών και εκροών Φ.Π.Α. για τις ζητηθείσες περιόδους.
Τα συμπεράσματα του ΜΥ1, ως πιο πάνω αναφέρονται, αμφισβητήθηκαν από την ΚΑ, μέσω της αμφισβήτησης της μεθοδολογίας του. Χωρίς όμως επιτυχία. Η αντεξέταση της ΚΑ δεν έφερε τα επιθυμητά, για αυτήν, αποτελέσματα. Μέσα από τις απαντήσεις του ΜΥ1, οι οποίες ήταν λογικές, ευθείς και δίχως διάθεση υπεκφυγής, δεν αντιλήφθηκα ότι η μεθοδολογία του ΜΥ1 ήταν λανθασμένη. Ήταν απλώς διαφορετική από εκείνην που θα χρησιμοποιούσε ο εμπειρογνώμονας της ΚΑ (ο οποίος συμβούλευε την συνήγορο της κατά την αντεξέταση). Οι δυο μεθοδολογίες, όμως, δεν φάνηκε πως θα κατέληγαν κατ’ ανάγκη σε διάφορο αποτέλεσμα. Δεν καταδείχθηκε, δηλαδή, ότι η μεθοδολογία του ΜΥ1 τον οδήγησε σε λανθασμένο συμπέρασμα.
Εν πάση περιπτώσει, δεν έχω αντιληφθεί πως η αμφισβήτηση της αυθεντικότητας αυτών των emails βοηθούσε τις θέσεις που η ΚΑ προώθησε στο Δικαστήριο, αφού δια του Τεκμηρίου 165 η Υπεράσπιση παραδεχόταν σε αποστολή τριών (3) ΣΔ προς δικαιολόγηση ενός εμβάσματος, ως ήταν η θέση της ΜΚ7. Ο ΜΥ1, δηλαδή, επιβεβαίωσε, όχι αντέκρουσε, την ΜΚ7.
Βάσει του πιο πάνω σκεπτικού, λοιπόν, προβαίνω σε ευρήματα ως οι πιο πάνω διαπιστώσεις του ΜΥ1 και επιπρόσθετα, ως εξής:
Τρεις διαφορετικές ΣΔ μεταξύ Κ4 και Μ στάληκαν στις τράπεζες ως δικαιολογητικά των εμβασμάτων:
(α) το τεκμήριο 166 (κατατέθηκε από τον ΜΚ12) και ανταλλάγηκε μεταξύ Κ3, ο οποίος το έστειλε, μεταξύ άλλων, και στον [Κ.Φ.] , ο οποίος το έλαβε στις 3.5.2018 και η ώρα 11:18 π.μ. Είναι αλλαγμένος χειρόγραφα ο όρος 5 της συνημμένης ΣΔ με μονογραφές και σφραγίδες της Κ4 και του Μ. Ο Κ3 έγραψε εντός του ηλεκτρονικού μηνύματος αυτού πως οι προηγούμενες ΣΔ στάληκαν κατά λάθος. Μαζί στάληκε και η ΣΔ για τον Β η οποία ήταν χειρόγραφα αλλαγμένη στον όρο 5 αυτής και έφερε μόνο τη σφραγίδα της Κ4 και τη μονογραφή του Κ2 εκ μέρους της Κ4.
(β) το τεκμήριο 165 (κατατέθηκε από τον ΜΚ12) και ανταλλάγηκε μεταξύ Κ3, ο οποίος το έστειλε, μεταξύ άλλων, και στον [Κ.Φ.] , ο οποίος το έλαβε στις 3.5.2018 και η ώρα 10:32 π.μ. Είναι αλλαγμένος χειρόγραφα ο όρος 5 της συνημμένης ΣΔ με μονογραφές και σφραγίδα της Κ4, αλλά χωρίς σφραγίδα του Μ.
Το 165 είναι, δηλαδή, διαφορετικό έγγραφο από το Τεκμήριο 166 αφού οι σφραγίδες της Κ4 και οι μονογραφές των μερών είναι αλλού τοποθετημένες απ’ ότι στο Τεκμήριο 166. Ακόμα και τα χειρόγραφα γράμματα με τα οποία έγιναν αλλαγές είναι διαφορετικά μεταξύ των δυο. Το τεκμήριο 165 είναι μικρά ενώ στο 166 κεφαλαία.
Δ5. Η μαρτυρία του Κατηγορούμενου 1
Ο Κ1 στην γραπτή του κατάθεση στην αστυνομία ημερ. 24.9.21 (Τεκμήριο 97) ανέφερε πως ο Όμιλος Ζαβός είναι πελάτης του εδώ και 27 χρόνια. Η αμοιβή του για κάθε αίτηση πολιτογράφησης ήταν €15.000 συν Φ.Π.Α.. Γνώρισε τον Μ υπό την επαγγελματική του ιδιότητα και όταν πήγε στο γραφείο του Κ2 να τον συναντήσει στις 24.11.17. Ο Μ συνέχιζε μέχρι το 2021 να ήταν πελάτης του Κ1 και ο τελευταίος διαχειριζόταν όλες του τις υποθέσεις στην Κύπρο για νέες επενδύσεις που έκανε μετά την πολιτογράφηση. Είχε μαζί του έκτοτε πολλές συναντήσεις, τόσο για το θέμα της κυπριακής πολιτογράφησης όσο και για άλλες επιχειρηματικές του δραστηριότητες σε διάφορα μέρη του κόσμου.
Τα ΑΓ τα συνέταξε η Κ7, μετά από δικές του οδηγίες, και στάληκαν ηλεκτρονικά στο εξωτερικό για να υπογραφούν από τους Β και Ε. Τα υπέγραψαν και τα επέστρεψαν με courier. Ο όρος 6 των ΑΓ είναι τυπικός όρος που περιέχεται σε όλα τα πωλητήρια έγγραφα και δεν συσχετίζεται με τις ΣΔ. Με οδηγίες και των δυο συμβαλλομένων του Κ2, εκ μέρους της Κ4 από τη μια και του Μ από την άλλη, το γραφείο του ετοίμασε μια πρότυπη συμφωνία διαχείρισης η οποία απεστάλη ηλεκτρονικά και στους δυο συμβαλλόμενους. Τους εμπορικούς όρους της συμφωνίας τους διαπραγματεύθηκαν μεταξύ τους οι συμβαλλόμενοι, οι οποίοι συμπλήρωσαν και προσάρμοσαν το αρχικό κείμενο που τους είχε σταλεί.
Ούτε ο ίδιος ο Κ1, ούτε η Κ7 ήταν παρόντες κατά την διαπραγμάτευση ή την υπογραφή των ΣΔ. Σε μεταγενέστερη ημερομηνία τους παραδόθηκε αντίγραφο αυτών και έτσι έμαθαν για τη συνομολόγησή τους. Στο φωτοαντίγραφο των ΣΔ που τους παραδόθηκε υπάρχει χειρόγραφη διόρθωση του τυπωμένου κειμένου, με αντικατάσταση της λέξης «owner» με τις λέξεις «service provider» και το αντίστροφο. Θεώρησε αυτό εύλογο βάσει της λογικής των ΣΔ.
Οι λόγοι μη υποβολής των ΣΔ μαζί με τις αιτήσεις πολιτογράφησης, είπε, ήταν:
(α) αυτές δεν βρίσκονταν στη λίστα των εγγράφων που απαιτούσε το ΥΠΕΣ για πολιτογράφηση,
(β) δεν υπήρχε οποιαδήποτε απαγόρευση και ούτε ήταν επιλήψιμο τα ακίνητα της επένδυσης να ενοικιάζονται. Αντιθέτως, η Κ7 ρώτησε ρητά την ΜΚ2 προς τούτο και της απάντησε ότι δεν υπάρχει καμία διάταξη στο ΚΕΠ που να απαγορεύει την ενοικίαση (Τεκμήριο 28).
(γ) υπάρχει συγκεκριμένη αναφορά στον (οδηγό) για το ΚΕΠ (Τεκμήριο 176) ότι οι Επενδυτές μπορούν να ενοικιάσουν τα ακίνητα της επένδυσής τους.
(δ) ούτε ο ίδιος ούτε η Κ7, είχαν νομική υποχρέωση να γνωστοποιήσουν στο ΥΠΕΣ τις ΣΔ.
Δεν γνωρίζει γιατί το έργο δεν ολοκληρώθηκε μέχρι σήμερα. Έχει πληροφορηθεί εκ των υστέρων από τον Κ2 την καταβολή των ποσών των ΣΔ στον Μ. Δεν είχε ούτε ο ίδιος ούτε η Κ7 εμπλοκή στην εκτέλεση των ΣΔ, ούτε ήταν δική τους επιθυμία να υπογραφούν ή δική τους δουλειά να προτείνουν τις εμπορικές πρόνοιες αυτών. Εκτελούσαν οδηγίες και των δυο συμβαλλομένων όταν έστελναν την πρότυπη ΣΔ.
Πέραν των διαδικασιών KYC (know your client) οι εταιρείες του με δικές του οδηγίες ζήτησαν και έλαβαν σωρεία πληροφοριών για τους επενδυτές, όπως ποινικά μητρώα, πηγή εισοδημάτων, πηγή πλούτου και περιουσιακή κατάσταση τους. Ο Μ ως γιατρός και επιχειρηματίας, είναι άτομο με μεγάλη οικονομική επιφάνεια και πολύ μεγάλη περιουσία και εισοδήματα. Μέσω των επενδύσεων του φαίνεται πως είναι πάγια τακτική και πολιτική του να επενδύει σε ακίνητα ανά τον κόσμο και να τα ενοικιάζει και να εισπράττει ενοίκια, όπως και στην παρούσα περίπτωση. Πάντως, μετά την πολιτογράφησή του και μέσω κυπριακών εταιρειών στις οποίες είναι μέτοχος επένδυσε σε ακίνητη περιουσία στην Κύπρο για ανάπτυξη οικοδομικών έργων στη Λεμεσό.
Στη μαρτυρία του στο Δικαστήριο υπογράμμισε τις φανερές αδυναμίες και τα μεγάλα κενά που είχε το ΚΕΠ. Αν η πρόθεση του ΚΕΠ ήταν να παραμένει το σύνολο των €2 εκ. στην Κύπρο, είπε, έπρεπε η κυβέρνηση να φροντίσει με κανονισμούς να μην επιτρέπεται η εξαγωγή συναλλάγματος ή η ενοικίαση των ακινήτων της επένδυσης και η είσπραξη ενοικίων από τον επενδυτή από το εξωτερικό. Ανέφερε πως οι επιχειρηματίες ανάπτυξης γης προσάρμοζαν τις τιμές τους ώστε να πληρούνται τα κριτήρια του εκάστοτε σε ισχύ ΚΕΠ. Ο ίδιος και οι εταιρείες του, καθώς και η Κ7, είχαν έντονη δραστηριότητα στο εξωτερικό σε σχέση με το ΚΕΠ. Ο Κ1 έκανε παρουσιάσεις σε διάφορες χώρες με την υποστήριξη των προξενικών αρχών. Παρόλη την μακρόχρονη επαγγελματική του συνεργασία με τον Όμιλο Ζαβός, για πολιτογραφήσεις συνεργάστηκαν μόνο για τις επίδικες τρεις περιπτώσεις, συν ακόμα μια. Ουδεμία οικονομική αλληλεξάρτηση υπήρχε μεταξύ των εταιρειών του και του Κ2. Ο Μ δεν ήταν ευκαιριακός επενδυτής, είπε. Τα όσα επένδυσε στο ΚΕΠ, ήταν μέρος της παγκόσμιας επενδυτικής του στρατηγικής σε ακίνητα. Κατέθεσε μάλιστα το τεκμήριο 181, όπου φαίνεται πως μέσω τριών εγγεγραμμένων στην Κύπρο εταιρειών, ο Μ επένδυσε μεταγενέστερα της έγκρισης των επίδικων πολιτογραφήσεων περί τις €900.000 σε ακίνητα στη Λεμεσό. Όσον αφορά την πρώτη του συνάντηση με τον Μ ανέφερε πως αυτή έγινε στις 24.11.2017 και ο Κ1 εισηγήθηκε να επενδύσει μόνο €4,5 εκ. για να λάβει τρεις (3) υπηκοότητες αλλά ο Μ ήθελε να επενδύσει €6 εκ. ώστε να κάνει γνήσιες επενδύσεις.
Τίποτε δεν είχε να κρύψει, εν προκειμένω, γιατί ουδέν μεμπτό έπραξε ο ίδιος ή οι εταιρείες του ή η Κ7. Προς τούτο ανέφερε πως η πρώτη φορά που η αστυνομία έμαθε ότι υπήρξε και τρίτη αίτηση πολιτογράφησης ήταν όταν ο ίδιος και η Κ7 στις καταθέσεις τους ανέφεραν την Ε. Αυτό δεν έγινε ούτε μέσω της Επιτροπής Νικολάτου, ούτε με οποιοδήποτε άλλο τρόπο, είπε.
Υπογράμμισε πως η ποινική του δίωξη έχει αλλότρια κίνητρα. Ότι δηλαδή οι μη εκλελεγμένοι, αλλά διορισμένοι από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας προϊσταμένοι της Νομικής Υπηρεσίας αποφάσισαν τη δική του δίωξη και όχι άλλων κομματοποιημένων δικηγόρων ώστε να βρουν αποδιοπομπαίους τράγους για σκοπούς ικανοποίησης της κοινής γνώμης. Ήταν δίωξη σκοπιμότητας είπε, εννοώντας πως ήταν πολιτικά υποκινούμενη για να ελέγξει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας τη δική του μη δίωξη. Με έκπληξή του είπε, είδε δικηγόρο παροχέα υπηρεσιών και πολύ δραστήριο στον τομέα των πολιτογραφήσεων να ενεργεί ως δικηγόρος του Γενικού Εισαγγελέα σε ακροαματική διαδικασία που ο τελευταίος είχε με άλλο κρατικό αξιωματούχο. Διερωτήθηκε αν ο δικηγόρος αυτός θα διωχθεί ποτέ ποινικά, αφήνοντας την αρνητική απάντηση να υπονοηθεί.
Αντεξεταζόμενος ο Κ1, επανέλαβε τα αρχικώς λεγόμενά του δίνοντας όπου θεωρούσε αναγκαίο περισσότερες λεπτομέρειες. Πριν τη συνομολόγηση των ΣΔ, οι συμβαλλόμενοι δεν του είπαν ούτε το σκοπό τους, ούτε τη χρονική τους διάρκεια ούτε και το τίμημά τους. Εκ των υστέρων και όταν ο Κ2 του έστειλε τις ΣΔ υπογεγραμμένες, του έθεσε το λογικό κατά τον ίδιο ερώτημα πως και αυτές άρχιζαν να ισχύουν από την ημερομηνία υπογραφής τους και όχι από την ημερομηνία ολοκλήρωσης του κτιρίου; Ο Κ2 του είπε πως ο σκοπός του ήταν διττός, αφενός να πληρώσει προκαταβολικά τις αποζημιώσεις για τις διαφαινόμενες καθυστερήσεις και αφετέρου να δοθεί δικαίωμα στην ΚΑ να διαχειρίζεται τα διαμερίσματα των Επενδυτών προς αποκόμιση κέρδους. Δέχτηκε τις απαντήσεις αυτές ως εύλογες.
Επέμεινε πως έστειλε απλά μια πρότυπη συμφωνία διαχείρισης ως του ζήτησαν τα μέρη. Ανέφερε πως για τον Μ η ΣΔ υπεγράφη στις 24.11.17 ενώ για τον Β και την Ε, που δεν ήταν παρόντες στη συνάντηση της εν λόγω ημερομηνίας, τα ΑΓ υπεγράφηκαν αργότερα και στο εξωτερικό, ενώ οι ΣΔ ακόμη πιο μετά χωρίς να γνωρίζει ακριβώς πότε αφού το μόνο που ο ίδιος, η Κ7 και το γραφείο του έπραξαν ήταν να στείλουν ηλεκτρονικά στην Κ4 πρότυπη συμφωνία διαχείρισης. Εξήγησε πως τα ΑΓ για τους Β και Ε ήταν ημερομηνίας 16.2.18 διότι είχαν κάποια τυπογραφικά λάθη και τους στις έστειλαν πίσω στο εξωτερικό να τις ξαναυπογράψουν για να μπορούν να κατατεθούν στο κτηματολόγιο. Ούτε γνωρίζει οτιδήποτε περί επιστροφής Φ.Π.Α. στους επενδυτές. Δεν ήταν αναμεμιγμένος στην υποβολή των αιτήσεων ή στην ετοιμασία και κατάθεση λογαριασμών της Κ4 στο Τμήμα Φ.Π.Α.
Είπε, περαιτέρω, πως η Κ7 ως συνέταιρος επί μισθώ λαμβάνει 5% επί των ετησίων καθαρών εισπράξεων του δικηγορικού γραφείου. Ουδέν άλλο όφελος πέραν της αμοιβής τους για τις αιτήσεις εισέπραξε είτε ο ίδιος είτε η Κ7 από τις τρεις επίδικες αιτήσεις πολιτογράφησης.
Η αντεξετάζουσα συνήγορος της ΚΑ του απέδωσε συνωμοσία προς καταδολίευση με τους λοιπούς κατηγορουμένους, πράττοντας κατ’ επίφαση νομιμότητας. Απάντησε πως δεν θα διακινδύνευε την επαγγελματική του φήμη για να εξυπηρετήσει κάποιον που δεν γνώριζε μέχρι τότε και με μηδαμινό όφελος. Χαρακτήρισε τα ποσά που επιστράφηκαν σύμφωνα με τις ΣΔ διαφορετικά από τον Κ2, δηλαδή ως προπληρωτέο εισόδημα των Επενδυτών. Όταν ερωτήθηκε πως θα μπορούσε κάτι τέτοιο να ίσχυε αφού τα διαμερίσματα δεν υπήρχαν και δεν υπάρχουν ακόμα, εξήγησε πως κάτι παρόμοιο συμβαίνει στο παζάρι συχνά, χωρίς όμως να πει ότι εάν η πρακτική αυτή είναι νόμιμη. Αρνήθηκε τις τοποθετήσεις της ΚΑ πως ο πραγματικός σκοπός πίσω από τις ΣΔ ήταν η μείωση του τιμήματος πώλησης των επίδικων διαμερισμάτων δια της επιστροφής χρημάτων στον Μ. Αρνήθηκε, επίσης, ότι η προχειρότητα σύνταξης όλων των ΣΔ καταδεικνύει πως κανένα δεν ενδιέφερε αν αυτές παρήγαγαν έννομα αποτελέσματα, αφού ο σκοπός τους ήταν η επιστροφή χρημάτων στον Μ και η καταστρατήγηση των προνοιών του ΚΕΠ.
Αξιολόγηση και ευρήματα από τη μαρτυρία του Κ1:
Η εντύπωση που άφησε ο Κ1 από το εδώλιο του μάρτυρα ήταν φτωχή. Συχνά χρησιμοποιούσε επιχειρηματολογία για να δικαιολογήσει τα λεγόμενά του, αντί να περιορίζεται στα γεγονότα. Αυτό δεν είναι από μόνο του επαχθές για την αξιοπιστία του, αφού το θεωρώ αναμενόμενο από δικηγόρο της δικής του πείρας, ο οποίος έχει εκπαίδευση και εμπειρία στην επιχειρηματολογία επί νομικών σημείων. Ειδικά στην παρούσα υπόθεση όπου, εν πολλοίς, το επίδικο θέμα είναι η νομική ερμηνεία των πεπραγμένων. Εν τούτοις, βρίσκω πως κατέφευγε στην επιχειρηματολογία ως μέσο υπεκφυγής ή για να θέσει μία εκδοχή, η οποία θα εισήγαγε αμφιβολία στο μυαλό του Δικαστηρίου, ενώ αυτή ήταν εκ των υστέρων σκέψη, η οποία ήταν προς το συμφέρον του. Συνυπολογίζοντας τη συμπεριφορά του στο εδώλιο του μάρτυρα και την αντικειμενική υπόσταση των λεγομένων του, καταλήγω σε συμπέρασμα ότι μπορώ μόνο να βασιστώ στα όσα ανέφερε και είναι εναντίον του συμφέροντος του, αλλά όχι σε όσα είπε και είναι υπέρ του.
Αξιολογώντας τον Κ1, στη μαρτυρία του εντόπισα τις εξής ανακολουθίες, αντιφάσεις ή σε ορισμένες περιπτώσεις αντικρουόμενες εκδοχές:
- Αναφέρω εξαρχής ότι δεν μου δημιούργησε καλή εντύπωση πως όταν του ζητήθηκε, κατά την αντεξέταση, να παρουσιάσει το email με την πρότυπη ΣΔ που έστειλε στην Κ4, δεν το παρουσίασε. Αν το έπραττε θα ήταν ο καλύτερος τρόπος να πείσει για τα λεγόμενα του και, ενδεχομένως να απαλλαγεί των κατηγοριών εν προκειμένω. Ενώ, η μη προσκόμιση τους ήταν βολική για την εκδοχή του.
- Ενώ στην κατάθεση του Κ1, ο ίδιος ανέφερε πως ο σκοπός υπογραφής των ΣΔ ήταν η «παρακολούθηση της ανέγερσης του διαμερίσματος» για 15 χρόνια, κατά την ακρόαση ενώπιόν μας έδωσε μία άλλη εξήγηση. Όρισε τις «υπηρεσίες διαχείρισης» ως τη δυνατότητα ενοικίασης των διαμερισμάτων για σκοπούς απόδοσης της επένδυσης των Επενδυτών. Τούτη η εκ των υστέρων αλλαγή χαρακτηρισμού, ήταν ουσιώδης. Δεν εξήγησε όμως, το πιο ουσιαστικό και προφανές ερώτημα που προκύπτει από αυτόν τον συλλογισμό. Πώς απέδιδαν κέρδη τα διαμερίσματα χωρίς ακόμα να υπάρχουν; Και ενώ δεν υπάρχουν ούτε καν σήμερα, 8 χρόνια μετά την υπογραφή των ΑΓ; Και 7 χρόνια μετά την είσπραξη χρημάτων του Μ από Κ4;
- Ουδέποτε εξήγησε γιατί, αφού υπήρχε ήδη όρος στα ΑΓ που προνοούσε για παρακολούθηση της ανέγερσης του διαμερίσματος, ήταν αναγκαία η επιπρόσθετη υπογραφή των ΣΔ για, εν μέρει, τον ίδιο σκοπό.
- Ενώ ως νομικός ήταν σε θέση να γνωρίζει πως η ενοικίαση ενός διαμερίσματος είναι έννοια διαφορετική και στενότερη από την έννοια της διαχείρισης ενός διαμερίσματος (βλ. τη ξεχωριστή αναφορά του σε «συμφωνίες διαχείρισης» και «ενοικιαστήρια των ακινήτων που αγοράστηκαν ως επένδυση» (γρ. 118-119, Τεκμήριο 79)), ενώπιόν μας προώθησε κατ’ ουσίαν πως τα δύο είναι όροι εναλλάξιμοι, με το ίδιο νομικό νόημα. Ενώ σαφώς δεν είναι.
- Στην κυρίως του εξέταση ανέφερε πως οι τιμές των ακινήτων στη Λεμεσό προσαρμόζονται από τους developers προς τα πάνω, ώστε οι όποιοι επενδυτές να πληρούν το οικονομικό κριτήριο Α1 του ΚΕΠ. Αργότερα, όμως, σημείωσε ως αυταπόδεικτο ότι την τιμή ενός ακινήτου την καθορίζει η προσφορά και η ζήτηση, οι δυνάμεις δηλαδή της ελεύθερης αγοράς.
- Το ότι οι λειτουργοί του ΥΠΕΣ αρνούντο να παραλάβουν έγγραφα πέραν των απαιτουμένων, ήταν κατά τη γνώμη μου, εκ των υστέρων σκέψη του, την οποία ο Κ1 δεν ανέφερε στην κατάθεσή του, αλλά μόνο στη μαρτυρία του στο Δικαστήριο.
- Ουδέποτε είπε στην κατάθεσή του ότι συναντήθηκε με τον Κ1 και τον Μ, στην παρουσία του Κ3 και της Κ7, στις 24.11.2017 ενώ ερωτήθηκε σχετικά από την Αστυνομία. Πρώτη φορά το ανέφερε στην προφορική μαρτυρία του.
- Ανέφερε ότι στη συνάντηση αυτή εισηγήθηκε στον Μ να επενδύσει €4.5 εκ. και δυο παιδιά του να λάβουν δυο (2) υπηκοότητες και μέσω αυτών να πολιτογραφηθεί και ο ίδιος ως γονέας τους.
- Δεν έδωσε επαρκείς απαντήσεις, όταν του υπεβλήθη πως ο λόγος που ο Μ ήθελε να πάρει τρεις υπηκοότητες και όχι δυο δεν ήταν διότι επιθυμούσε γνήσιες επενδύσεις, αλλά διότι μέσω της τρίτης δικής του υπηκοότητας μπορούσαν να πολιτογραφηθούν και πολιτογραφήθηκαν και άλλα εξαρτώμενα ενήλικα τέκνα του.
- Απέφυγε επανειλημμένα να τοποθετηθεί στο σαφές ερώτημα εάν κατά την άποψή του ως νομικού, είναι το ίδιο να αποκρύπτονται ουσιώδη στοιχεία για σκοπούς απόκτησης υπηκοότητας και απλά να μην αποκαλύπτονται περιττά στοιχεία, ως ήταν κατά τη γνώμη του οι ΣΔ, προφανώς γιατί η δική του θέση ήταν πως τέτοιος διαχωρισμός εν προκειμένω δεν μπορούσε να υπάρξει.
- Πως και στα ΑΓ που συνέταξε η Κ7, κατόπιν οδηγιών του, υπήρχε πρόνοια για απόδοση Φ.Π.Α. σε ποσοστό 5% αντί 19%, ενώ ταυτόχρονα υπεραμύνθηκε της νομιμότητας των ΣΔ; Πως γίνεται δηλαδή για σκοπούς Φ.Π.Α. να δηλώνεται ιδιοκατοίκηση αλλά για σκοπούς επένδυσης να δηλώνεται διαχείριση από άλλον επ’ αμοιβής; Τα δυο είναι αλληλοαναιρούμενα. Δεν μπορούν να ισχύουν ταυτόχρονα.
- Η οπτική του γωνία σαφώς επηρεάστηκε από την μακροχρόνια επαγγελματική συνεργασία του με τον Κ2.
- Γιατί ως νομικός του φάνηκε λογική η εξήγηση που δόθηκε από τον Κ2 στην κατάθεσή του, ότι ήταν για προπληρωμή μελλοντικών αποζημιώσεων για καθυστερήσεις, αφού το ΑΓ αποστερούσαν τέτοιο δικαίωμα από τους Επενδυτές με τον όρο 6 αυτών;
- Οι επενδύσεις στην Κύπρο στις οποίες προέβη ο Μ, μετά την πολιτογράφησή του μέσω τριών συνδεδεμένων εταιρειών που ενεγράφηκαν στην Κύπρο (BEROFALE ENTERPRISES LTD, LODARES INVESTMENTS LTD και LAREMIDA VENTURES LTD) ανέρχονταν συνολικά σε €846.575 (βλ. Τεκμήριο 194Α και Τεκμήριο 194). Η εκ των υστέρων επένδυση του ποσού αυτού στην Κύπρο από τον Μ όμως, δεν επαρκεί, ως ο Κ1 εισηγήθηκε, για να καταδειχθεί ότι αυτός ήταν «γνήσιος» επενδυτής, κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησής του. Ούτε επαρκεί για να καταδειχθεί ότι οι τρεις υπηκοότητες λήφθηκαν νόμιμα και σύμφωνα με τα θεσμοθετημένα κριτήρια.
- Το ότι δεν ήταν ευκαιριακός Επενδυτής, αλλά έκανε επενδύσεις και σε άλλες χώρες και μετά την πολιτογράφηση περαιτέρω επενδύσεις στην Κύπρο, δεν είναι από μόνο του απόδειξη ότι εν προκειμένω δεν υπήρξε δόλος. Έτσι κι αλλιώς, είναι μέσω των επενδύσεων του Μ που απέκτησαν υπηκοότητα αυτός και τα παιδιά του, στην παρούσα περίπτωση.
- Δέχθηκε ότι στα σχέδια που καταχωρίστηκαν για λήψη της αρχικής πολεοδομικής άδειας του κτιρίου Corniche δεν συμπεριλήφθηκε το διαμ. 204 του Β, ενώ τέτοια σχέδια ήταν συνημμένα ως παράρτημα στο ΑΓ του Β. Θεώρησε τη διαφορά μεταξύ αυτών των δύο ως άνευ σημασίας, ενώ ενόψει των κατηγοριών 17 και 18, η διαφορά αυτή είναι, για το μέσο λογικό νομικό, ειδοποιός.
- Παραδέχτηκε, επίσης, ότι για την αγορά διαμερισμάτων στο ίδιο κτίριο CORNICHE, το γραφείο του έκανε τα αγοραπωλητήρια συμβόλαια για την εταιρεία LAGERTA LTD. Για αυτά της LAGERTA LTD υπέγραψε μάλιστα και τα αγοραπωλητήρια ως Διευθυντής. Είπε πως για εκείνα δεν υπεγράφη συμφωνία διαχείρισης διότι η LAGERTA LTD δεν επενδύει σε ακίνητα όπως ο Μ. Η απάντησή του, όμως, αυτή δεν με έπεισε. Και αργότερα, όταν ερωτήθηκε τι απέγιναν εκείνα τα διαμερίσματα ιδιοκτησίας της LAGERTA LTD τώρα που ο 1ος και 2ος όροφος έγιναν γραφεία, απάντησε ότι: «δεν υφίσταται λόγος για αυτά τα πωλητήρια έγγραφα» πλέον, αφού όπως εξήγησε πριν εξυπηρέτησαν το σκοπό τους που ήταν να παραμείνουν τα διαμερίσματα που αγόρασε η LAGERTA LTD υπό την επιρροή του Κ2 μέσω της κόρης του και να μην περιέλθουν υπό την διαχείριση της τράπεζας σε πιθανή μελλοντική αναδιάρθρωση δανείων της Κ4. Παραδέχθηκε, δηλαδή, ο Κ1 σε καταρτισμό συμφωνιών τις οποίες ο ίδιος υπέγραψε ως διευθυντής, που ο σκοπός τους ήταν άλλος από αυτός που αναφερόταν στους όρους τους (βλ. Τεκμήρια 154-161).
- Με βάση τα μεταγενέστερα λεχθέντα του, ότι κατ’ ουσίαν δεν έχει νόημα ο προκαθορισμός μελλοντικών αποζημιώσεων διότι το ποσό των αποζημιώσεων για καθυστέρηση παράδοσης εξαρτάται από την ενοικιαστική αξία του διαμερίσματος κατά το χρόνο της καθυστέρησης, γιατί βρήκε λογική την εξήγηση που του έδωσε ο Κ2 για την υπογραφή των ΣΔ; Δεν αντιλήφθηκα τη θέση του.
- Υπάρχει διάσταση των λεγομένων του και της αντικειμενικής υπόστασης των πραγμάτων, ήτοι: Ανέφερε ότι οι ΣΔ για τους Β και Ε υπεγράφηκαν πολύ πιο μετά από τις 24.11.17, ενώ φέρουν αμφότερες την ημερομηνία αυτή. Και ενώ στις 24.11.17 ο Β και Ε δεν βρίσκονταν καν στην Κύπρο, σύμφωνα με τα λεγόμενά του.
Στη βάση όλων των πιο πάνω και κρίνοντας πως τα λεχθέντα του Κ1 αφορούν σε μικτές δηλώσεις, κάποιες εναντίον και κάποιες υπέρ του, θεωρώ πως είναι ασφαλές για σκοπούς εξαγωγής συμπερασμάτων σε ποινική δίκη να βασιστώ μόνο στα όσα ο Κ1 ανέφερε και ήταν ενάντια στο συμφέρον του (Λαζάρου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2010) 2 ΑΑΔ 633). Απορρίπτω όλη την υπόλοιπή του μαρτυρία. Επομένως αποτελούν ευρήματά μου τα ακόλουθα:
- Ο Κ1 συναντήθηκε με τον Κ2 και τον Μ στα γραφεία του Ομίλου Ζαβός στις 24.11.2017. Παρόντες στη συνάντηση ήταν ο Κ3 και Κ7. Εκεί οι τρεις τους συμφώνησαν όπως ο Κ1 ενεργήσει ως δικηγόρος τόσο της Κ4 όσο και του Μ και ετοιμάσει τα επίδικα ΑΓ.
- Τα συνέταξε η Κ7 με οδηγίες του Κ1 και στάληκαν στα μέρη για υπογραφή στις 27.11.17. Η Κ7, και πάλιν με οδηγίες του Κ1, ετοίμασε και έστειλε στον Κ2 τουλάχιστον μία συμφωνία διαχείρισης των επίδικων διαμερισμάτων, η οποία απεστάλη άγνωστο πότε. Οι Β και Ε βρίσκονταν εκτός Κυπριακής Δημοκρατίας στις 24.11.17 και δεν ήταν παρόντες στην εν λόγω συνάντηση.
- Ο Κ1 είχε με τον Κ2 επαγγελματική συνεργασία σχεδόν τριών δεκαετιών. Οι επιχειρηματίες ανάπτυξης γης προσαρμόζουν τις τιμές τους ώστε να πληρούνται τα κριτήρια του εκάστοτε σε ισχύ ΚΕΠ.
- Στις 24.11.17 εκείνη συμφωνήθηκε μεταξύ του Κ2, εκ μέρους της Κ4, και του Μ, η αγοραπωλησία τριών διαμερισμάτων εκ του Μ, εκ μέρους του ιδίου και των παιδιών του Β και Ε, στην παρουσία του Κ1 και του Κ3.
- Οι Κ1 και Κ7 θα συνέβαλαν υπό τη νομική τους ιδιότητα και μέσω του Κ5 και Κ6 όπου χρειαζόταν, ώστε να υλοποιηθεί η συμφωνία του Μ και Κ2.
- Γνωρίζοντας τι συμφωνήθηκε μεταξύ των μερών ο Κ1 έδωσε οδηγίες στην Κ7 να συντάξει τα τρία ΑΓ. Η Κ7 έπραξε ως οι οδηγίες του Κ1.
- Φάνηκε στον Κ1 παράξενο, ότι η ημερομηνία έναρξης της ισχύος τους ήταν η ημερομηνία υπογραφής τους και όχι η ημερομηνία ολοκλήρωσης της ανέγερσης των διαμερισμάτων και το ανέφερε στον Κ2.
- Δέχθηκε την μεταγενέστερη εξήγηση του Κ2 περί του ότι ήθελε προκαταβολικά να πληρώσει τις αποζημιώσεις για τις διαφαινόμενες καθυστερήσεις, ενώ τούτο ήταν νομικά παράλογο, αφενός διότι τα ΑΓ αποστερούσαν από τους Επενδυτές το δικαίωμα να αξιώσουν τέτοιες αποζημιώσεις και αφετέρου διότι ο υπολογισμός των εν λόγω αποζημιώσεων βασίζεται, απαραίτητα, και στον ακριβή χρόνο παράδοσης των διαμερισμάτων, ο οποίος ήταν αδύνατο στις 24.11.17 να ήταν γνωστός, αφού το κτίριο δεν είχε ακόμα αρχίσει να χτίζεται. Ο Κ1, γνώριζε πως οι αποζημιώσεις για καθυστέρηση παράδοσης στην οικοδομική βιομηχανία βασίζεται, αναγκαστικά, και στον πραγματικό χρόνο παράδοσης ενός έργου σε σχέση με τον συμβατικό. Μόνο έτσι εξηγούνται οι σχετικές τοποθετήσεις του προς το τέλος της αντεξέτασης του (βλ. γραμμές 17-29, σελ. 986 πρακτικών).
Δ.6. Οι ανακριτικές καταθέσεις των Κ2, Κ3 και Κ7 καθώς και του Β
Ως προς τον τρόπο αξιολόγησης καταθέσεων Κατηγορουμένων που στο Δικαστήριο τήρησαν σιωπή σημειώνω τα εξής:
Η κατάθεση κατηγορουμένου (ή εξωδικαστική δήλωση) που έγινε στην απουσία συγκατηγορουμένου του δεν μπορεί να αποτελέσει μαρτυρία εναντίον του συγκατηγορούμενου (βλ. Nestoros v The Republic (1961) CLR 217, 218 – 219, Vrakas a.o. v The Republic (1973) 2 CLR 139, 174, Νεάρχου v Αστυνομίας (1996) 2 ΑΑΔ 38, 39, Αριστοφάνους v Αστυνομίας (2011) 2 ΑΑΔ 450, 415 και Petrov v Αστυνομία, Ποινική Έφεση 162/2020, 8/6/2021), εκτός εάν ο εν λόγω κατηγορούμενος καταθέσει ενόρκως ενώπιον του Δικαστηρίου (βλ. Miliotis v Police (1971) 2 CLR 292, 296) ή την υιοθετήσει ενόρκως δυνάμει του άρθρου 25 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9 (βλ. Petrov, ανωτέρω, αναφορικά με κατάθεση στην αστυνομία). Αυτό ισχύει ακόμα και στην περίπτωση που η δήλωση που δεν κατατέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου ενόρκως, καταχωριστεί στην ακροαματική διαδικασία ως τεκμήριο, και ακόμα κι αν περιέχει παραδοχές ή ενοχοποιητική μαρτυρία κατά συγκατηγορουμένου του ατόμου που έκανε την αρχική δήλωση (βλ. Petrov, ανωτέρω και P Fallon, Crown Court Practice: Trial (Butterworths, London 1978) σελ. 648 με αναφορά στις R v Moore [1956] 40 Cr App Rep 50 και R v Daniel and Watson [1973] Crim LR 627 για την ιστορική ανάλυση του κανόνα).
Ο πιο πάνω κανόνας έχει τις ακόλουθες εξαιρέσεις (βλ. Ηλιάδης & Σάντης, Το Δίκαιο της Απόδειξης: Δικονομικές και Ουσιαστικές Πτυχές (2η έκδοση Hippasus Publishing, Λευκωσία 2016), στη σελ. 907):
(1) όταν ο συγκατηγορούμενος του αρχικώς δηλούντα, με λόγια ή συμπεριφορά, αποδέχεται την αλήθεια του περιεχομένου της μαρτυρίας του τελευταίου, έτσι που να θεωρείται ως δική του (με αναφορά στις Miliotis, ανωτέρω, Nestoros, ανωτέρω και R v Rudd (1948) 32 Cr App R 138). και
(2) σε υποθέσεις συνωμοσίας, όταν δηλώσεις ή πράξεις συνωμότη που λέγονται ή εκτελούνται για υλοποίηση του κοινού σκοπού, γίνονται αποδεκτές εναντίον του άλλου συνωμότη, για να αποδείξουν τη φύση και έκταση της συνωμοσίας, νοουμένου ότι υπάρχει κάποια άλλη ανεξάρτητη μαρτυρία για τη συνωμοσία (με αναφορά στις R v Hayter [2005] 2 All ER 209 και R v Shellard (1840) 9 C & P 277).
Στην Κυπρίζογλου κ.α. v Δημοκρατίας, Ποινικές Εφέσεις 53/2017, 64/2017, 66/2017 και 68/2017, 15/12/2017 (με αναφορά στις R v Williams [2002] EWCA Crim 2208, R v Jones (Brian) [1997] 2 Cr App R 119, R v Walters [1979] 69 Cr App R 115, R v A Ltd and others [2017] 1 Cr App R 1, κρίθηκε ως ορθή η θέση ότι «ενέργειες και δηλώσεις ενός συνωμότη μπορεί να ληφθούν ως μαρτυρία εναντίον άλλου συνωμότη, εάν λαμβάνουν χώρα προς προώθηση του κοινού τους σκοπού, νοουμένου ότι υπάρχει και άλλη ανεξάρτητη μαρτυρία που να καταδεικνύει ότι ο άλλος εμπλέκεται ως μέρος της συνομωσίας.»
Η προσέγγιση αυτή επιβεβαιώθηκε πρόσφατα από το Ανώτατο Δικαστήριο στη Farooq κ.α. v Δημοκρατίας, Ποινικές Εφέσεις 165/2018, 166/2018, 169/2018 και 170/2018, 7/9/2020.
Στη βάση των ανωτέρω, μόνο για τις κατηγορίες 1-6 και την κατηγορία 18 που αφορούν σε συνωμοσίες οι καταθέσεις των Κ2, Κ3 και Κ7 μπορούν να χρησιμοποιηθούν εναντίον άλλου ατόμου που αντιμετωπίζει την ίδια κατηγορία και μόνο, νοουμένου ότι υπάρχει και άλλη ανεξάρτητη μαρτυρία για τις συνωμοσίες αυτές.
Ο Κ2 στις δύο ανακριτικές του καταθέσεις (Τεκμήρια 127 και 138) ανέφερε ως εξής:
Είναι διευθυντής της Κ4, η οποία ασχολείται με την ανάπτυξη γης και είναι μέλος του Ομίλου Εταιρειών Ζαβός. Η παράγραφος 6 των ΑΓ έχει την έννοια, σύμφωνα με τον ίδιο, πως η εταιρεία D. Zavos Group Management Services Ltd αναλαμβάνει τη διαχείριση και συντήρηση των κοινόχρηστων χώρων του κτιρίου. Δεν καθορίζεται αντίτιμο για τις εν λόγω υπηρεσίες, διότι αυτό θα γινόταν με την υπογραφή ξεχωριστής συμφωνίας διαχείρισης. Οι ΣΔ παραχωρούν το δικαίωμα διαχείρισης από τον εκάστοτε αγοραστή στην Κ4 για περίοδο 15 ετών από την ημερομηνία υπογραφής τους για αποκλειστική χρήση έναντι τιμήματος €450.000. Αυτή αφορά στη διαχείριση και στην αποκλειστική χρήση των επίδικων διαμερισμάτων από την Κ4 για 15 έτη, όχι στη διαχείριση των κοινόχρηστων χώρων ως προνοείται στην παράγραφο 6 των ΑΓ. Όταν οι ΣΔ στάληκαν στον ίδιο υπήρχαν δυο λάθη, τα οποία απαλείφθηκαν και διορθώθηκαν ιδιοχείρως και μονογράφηκαν από τον ίδιο και τον Μ. Η υπογραφή των ΑΓ και ΣΔ αποφασίστηκε ταυτόχρονα. Ο ίδιος εισηγήθηκε τον καταρτισμό των ΣΔ με σκοπό να πεισθούν οι Επενδυτές να αγοράσουν τα διαμερίσματα. Ο λόγος γι’ αυτό ήταν «Πρώτον, με τη συμφωνία αυτή εξασφαλίζαμε τη χρήση του ακινήτου για 15 χρόνια με χαμηλό μηνιαίο τίμημα αφού η εταιρεία μας υποενοικιάζει και διαχειρίζεται τα ακίνητα αυτά με μεγαλύτερο αντίτιμο και δεύτερο επειδή γνωρίζαμε ότι θα υπήρχε καθυστέρηση στην ολοκλήρωση του έργου και παράδοση του διαμερίσματος και επειδή ο αγοραστής αξίωνε μεγαλύτερες αποζημιώσεις λόγω της επικείμενης καθυστέρησης, θεωρήσαμε ότι μας σύμφερε να υπογράφαμε τη συμφωνία διαχείρισης παράλληλα με το αγοραπωλητήριο έγγραφο για να έχουμε στην ουσία μικρότερο κόστος ζημιάς».
Δεν γνωρίζει τους λόγους για τους οποίους οι ΣΔ δεν υπεβλήθηκαν μαζί με τις αιτήσεις πολιτογράφησης των επενδυτών. Όταν ερωτήθηκε γιατί ο μέσος όρος της τιμής πώλησης 18 διαμερισμάτων στο ίδιο κτίριο ήταν €850.000 ενώ για τα επίδικα διαμερίσματα συμφωνήθηκε τιμή €2 εκ. έκαστο απάντησε πως τα 18 διαμερίσματα πωλήθηκαν σε δυο εταιρείες για επενδυτικούς λόγους και σκοπός της εταιρείας του ήταν η πώληση σε ειδικές τιμές για εξασφάλιση ρευστότητας και αποπεράτωσης του έργου καλύπτοντας το κόστος κατασκευής. Οι αγοραστές αυτών έχουν προβεί στην αγορά τους με σκοπό το κέρδος κατά την μεταπώληση. Η εκτίμηση του ΜΚ9 δεν έχει σχέση με την πραγματική αξία των διαμερισμάτων, είπε. Έγινε μόνο για σκοπούς της τράπεζας και αποπληρωμής του δανείου της Κ4, ισχυρίστηκε. Τα εμβάσματα έγιναν στον Μ και πληρώθηκε συνολικό ποσό €1.050.000 αντί €1.350.000, διότι στην πορεία συμφώνησε με τον Μ προφορικά τις υπόλοιπες €300.000 να τις χρησιμοποιήσουν για επίπλωση και εξοπλισμό και των τριών διαμερισμάτων. Ο Μ δεν εξέδωσε οποιοδήποτε τιμολόγιο ή απόδειξη είσπραξης μέχρι τότε.
Συνέχισε πως οι ΑΓ και ΣΔ ήταν ξεχωριστές και ασύνδετες, μεταξύ τους, συμφωνίες, η μια αγοράς και η άλλη ενοικίασης και δεν τίθετο ζήτημα μη ικανοποίησης του οικονομικού κριτηρίου του ΚΕΠ. Στη βάση των ΑΓ μετά την καταβολή του ποσού €2.100.000 ήταν καταβλητέο υπόλοιπο €280.000 το οποίο ακόμη αναμένεται να καταβληθεί από τους επενδυτές με την ολοκλήρωση και παράδοση των διαμερισμάτων. Δεν γνωρίζει αν τα επίδικα διαμερίσματα δηλώθηκαν ως μόνιμη κατοικία των Επενδυτών. Παρέπεμψε προς τούτο στον Κ1 «ο οποίος ενεργούσε ως εκπρόσωπος των επενδυτών». Δεν έδειξε μέχρι στιγμής ως έξοδο της Κ4 στα βιβλία της το ποσό των €1.050.000 διότι δεν έχουν ακόμη παραδοθεί τα διαμερίσματα και θα το δείξουν όταν αυτά ολοκληρωθούν και παραδοθούν. Δεν είναι λογιστής και δεν ασχολείται με θέματα τιμολογίων, Φ.Π.Α. ή αιτήσεις για μειωμένο συντελεστή. Δεν γνωρίζει τις σχετικές λεπτομέρειες. Ο μειωμένος συντελεστής Φ.Π.Α. για 5% ζητήθηκε από τους αγοραστές και η εταιρεία του δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά. Δεν γνωρίζει ότι οι ΣΔ δεν είναι χαρτοσημασμένες ούτε γνώριζε πως η εταιρεία του είχε τέτοια υποχρέωση. Στο Δικαστήριο ως ήταν δικαίωμά του τήρησε σιωπή.
Ο Κ3 στην ανακριτική του κατάθεση Τεκμήριο 118 ανέφερε πως εργαζόταν στον Όμιλο Ζαβός από το 2012 μέχρι και το 2020. Ήταν αρχικά οικονομικός και αργότερα γενικός διευθυντής του Ομίλου. Τα καθήκοντά του ήταν κυρίως θέματα οικονομικής φύσεως, λογιστηρίου, πωλήσεων, μεταβιβάσεων και άλλα. Η εμπλοκή του Κ3 με το ΚΕΠ ήταν η ετοιμασία συμβολαίων για τους πελάτες του Ομίλου, ο έλεγχος των στοιχείων των επενδυτών και η επικοινωνία με την τράπεζα ώστε να προχωρούν οι αγοραπωλησίες. Ανέφερε πως η επιστροφή των χρημάτων δια των ΣΔ ήταν ουσιαστικά συμφωνία ενοικίασης αυτών από την Κ4 για περίοδο 15 ετών. Η παράγραφος 6 στα ΑΓ αναφέρεται σύμφωνα με την τοποθέτησή του σε διαχείριση της πολυκατοικίας για τα πρώτα χρόνια μετά την πώληση των διαμερισμάτων. Σκοπός της ήταν να ήταν ευχαριστημένοι οι πελάτες. Διαφώνησε πως σκοπός των ΑΓ και ΣΔ ήταν η απόκτηση υπηκοότητας εκ του Μ και Β με ψευδείς παραστάσεις. Ανέφερε και άλλα τα οποία δεν αφορούν στα επίδικα με την υπόθεση θέματα. Στο Δικαστήριο ως ήταν δικαίωμά του τήρησε σιωπή.
Η Κ7, στην ανακριτική της κατάθεση ανέφερε ότι, είναι δικηγόρος στην Κ5 και σε κάποιες περιπτώσεις εκτελούσε και καθήκοντα για την Κ6 κατόπιν οδηγιών του Κ1, χωρίς να έχει οποιαδήποτε θέση στην εταιρική δομή της Κ6 ή συμφέρον στα εισοδήματά της. Ο Κ1 χειριζόταν το θέμα πολιτογραφήσεων των επενδυτών, της έδινε σχετικές οδηγίες και ήταν ενήμερος για τα διαβήματα, στα οποία αυτή προέβαινε. Η ίδια ετοίμασε τα ΑΓ και τα έστειλε ηλεκτρονικά στο εξωτερικό για να υπογραφούν από τους επενδυτές. Όταν υπεγράφηκαν και στάληκαν πίσω με courier υπεγράφηκαν και από τον Κ2.
Ο όρος 6 στη σελίδα 10 των ΑΓ προνοεί για τη διαχείριση των κοινόχρηστων χώρων του κτιρίου. Πρόκειται για ένα σύνηθη όρο που περιλαμβάνεται συχνά σε τέτοιου είδους συμβόλαια «θα καταβάλλετο αντίτιμο το οποίο θα καθορίζετο όταν θα παραδίδετο το ακίνητο και θα υπογράφετο η γενική συμφωνία διαχείρισης του κτιρίου». Ο όρος αυτός δεν έχει καμία σχέση με τη ΣΔ, εν προκειμένω, είπε. Η ίδια συνέταξε μια συμφωνία διαχείρισης και την έστειλε ηλεκτρονικά στον Κ2. Δεν θυμάται αν την έστειλε και στον Μ. Δεν γνωρίζει πώς και πότε αυτή υπεγράφη, αλλά της επιστράφηκε υπογεγραμμένη μεταγενέστερα με email. Όταν την παρέλαβε διαπίστωσε ότι είχε γίνει χειρόγραφη αλλαγή στον όρο 5. Είπε: «Η ουσία του Management Agreement αυτού ήταν για να γίνεται διαχείριση του διαμερίσματος αυτού από την Larina Estates Ltd για περίοδο 15 ετών από την ημερομηνία έναρξης της συμφωνίας έναντι του ποσού των 450.000 ευρώ. Εμάς εισήγηση μας ήταν όπως η συμφωνία αυτή να ισχύει από την ημερομηνία παράδοσης του διαμερίσματος, όμως ο Μιχάλης Ζαβός ζήτησε να έχει άμεση ισχύ ώστε τυχόν καθυστερήσεις στην παράδοση να μην πληρώσει τυχόν αποζημιώσεις στον επενδυτή και επειδή ο Ζαβός ήθελε να διατηρήσει την διαχείριση ολόκληρου του κτιρίου, ώστε να το εκμεταλλευτεί ως τουριστικά διαμερίσματα.». Πέραν του ότι την συνέταξε, δεν γνώριζε αν η ΣΔ υπεγράφη ή εκτελέστηκε. Της στάληκε συμπληρωμένη και υπογεγραμμένη μεταγενέστερα. Ο λόγος που η ΣΔ δεν υπεβλήθη στο ΥΠΕΣ μαζί με την αίτηση πολιτογράφησης του Μ ήταν γιατί αυτό δεν απαιτείτο.
Τα όσα ανέφερε πιο πάνω για τον Μ ισχύουν και για τον Β. Όταν ερωτήθηκε γιατί το ΑΓ του Β έχει μεταγενέστερη ημερομηνία από την ΣΔ του Β, ήτοι το ΑΓ είναι ημερομηνίας 16.2.2018 ενώ η ΣΔ είναι ημερομηνίας 24.11.2017, απάντησε ότι υπήρχε κάποιο γραφικό λάθος στο όνομα του πωλητή και στον αριθμό του διαμερίσματος για το ΑΓ του Β και ως εκ τούτου δεν έγινε αποδεκτό από το Κτηματολόγιο. Τότε ζήτησαν από τον Β να μονογράψει τις διορθωμένες σελίδες με τις οποίες αντικατέστησαν τις πρώτες καθώς και την ημερομηνία της νέας υπογραφής. Δεν έχει γνώση για τους εμπορικούς όρους της συμφωνίας μεταξύ των δυο μερών, ούτε γνωρίζει γιατί το έργο δεν έχει ολοκληρωθεί, ούτε και προέβη σε οποιαδήποτε ενέργεια αφού δεν είχε εντολή από τον πελάτη της. Δεν γνωρίζει πότε και εάν έγιναν οι πληρωμές που προνοούνται από τις ΣΔ. Η επιθυμία για σύναψη των ΣΔ δεν ήταν δική της ιδέα ή των Κ1, Κ5 και Κ6 (παρόχων υπηρεσιών). Ήταν οδηγίες από τον Κ2 και τον Μ η ετοιμασία πρότυπης συμφωνίας διαχείρισης της οποίας τους εμπορικούς όρους διαμόρφωσαν με μεταξύ τους διαπραγμάτευση. Δεν θεωρεί πως οι ΣΔ μείωναν την αξία της επένδυσης των επενδυτών και ο λόγος που δεν υπεβλήθηκαν στο ΥΠΕΣ, ήταν διότι ο τρόπος διαχείρισης των ακινήτων στα οποία επένδυε επενδυτής βάσει του ΚΕΠ δεν ενέπιπτε στις πρόνοιες αυτού. Στο Δικαστήριο, ως ήταν δικαίωμά της, τήρησε σιωπή.
Βάσει όλων των πιο πάνω προκύπτουν ως ευρήματά μου, μόνο για τις κατηγορίες συνωμοσίας και μόνο για όσους κατηγορούμενους αντιμετωπίζουν από κοινού τις κατηγορίες αυτές, τα εξής:
- Η υπογραφή των ΑΓ και ΣΔ αποφασίστηκε μεταξύ Κ2 και Μ ταυτόχρονα.
- Ο Κ2 εισηγήθηκε τον καταρτισμό των ΣΔ με σκοπό να πεισθούν οι Επενδυτές να αγοράσουν τα διαμερίσματα.
- Ο Μ ποτέ δεν κατέβαλε το υπόλοιπο των €280.000 που οφείλονται για έκαστο διαμέρισμα δυνάμει των ΣΔ. (προκύπτουν από καταθέσεις Κ2)
- Ο Κ3 εργαζόταν στον Όμιλο Εταιρειών των οποίων τελικός δικαιούχος είναι ο Κ2 από το 2012-2020, ως οικονομικός διευθυντής αρχικά και ως γενικός διευθυντής αργότερα.
- Τα καθήκοντά του ήταν κυρίως θέματα οικονομικής φύσεως, λογιστηρίου, πωλήσεων και άλλα. Ετοίμαζε μεταξύ άλλων συμβόλαια για τους πελάτες. (προκύπτουν από καταθέσεις Κ3)
Σύμφωνα με την κατάθεση του Β στην αστυνομία (Τεκμήριο 142) που κατατέθηκε για το λόγο απόδειξης των ενεργειών της Αστυνομίας στο πλαίσιο διερεύνησης της υπόθεσης, ο πατέρας του είναι που αγόρασε το διαμέρισμα 204 στο κτίριο Corniche για τον ίδιο. Σκοπός του ήταν η επένδυση στην Κύπρο ώστε να διαμένει στο μέλλον ο ίδιος και η οικογένειά του. Η οικογένειά του έχει κάνει επενδύσεις με την εταιρεία του Κ2. Αναγνωρίζει την υπογραφή του στο ΑΓ ημερομηνίας 16.2.2018. Δεν είναι όμως σε θέση να αναγνωρίσει την υπογραφή του στην αντίστοιχη ΣΔ για το διαμέρισμα 204 ημερομηνίας 24.11.2017. Δεν γνωρίζει ούτε τι αυτή προνοεί, ούτε ποιος αποφάσισε να γίνει. Ούτε γνωρίζει ποιος τη συνέταξε και το μόνο που έχει να πει είναι πως ό,τι έγγραφα του έστελναν τα υπέγραφε. Δεν είχε εμπλακεί σε καμία φάση της διαπραγμάτευσης για την αγορά του επίδικου του διαμερίσματος ή για την απόκτηση της αντίστοιχης υπηκοότητας. Δεν γνωρίζει αν έγινε επιστροφή, σε δικό του λογαριασμό ή σε οποιοδήποτε άλλο λογαριασμό, χρηματικού ποσού σε σχέση με την επίδικη ΣΔ. Το μόνο που γνωρίζει είναι πως αγόρασε το διαμέρισμα 204 για το ποσό των €2.100.000 και αυτός ήταν ο λόγος που απέκτησε την υπηκοότητα. Δεν γνώριζε ούτε και για την καταβολή ποσού ύψους €1.050.000 σε τρία διαφορετικά εμβάσματα από την Κ4 προς τον πατέρα του. Απ’ ότι γνωρίζει, ως οικογένεια, επένδυσαν περίπου €8 εκ. μέχρι στιγμής στην Κύπρο. Δεν γνωρίζει τίποτα για τις αιτήσεις για μειωμένο συντελεστή Φ.Π.Α.. Πρώτη φορά είδε τη σχετική αίτηση όταν του υποδείχθηκε κατά την ανάκριση και αμφισβητεί ότι η υπογραφή επ’ αυτής και επί της σχετικής εξουσιοδότησης είναι δικές του. Δεν του επεξηγήθηκε ούτε από τους δικηγόρους, ούτε από την εταιρεία Ζαβός ότι θα υποβαλλόταν τέτοια αίτηση. Σε όλες τις επενδύσεις που η οικογένεια του κάνει παγκόσμια πληρώνει όλους τους απαραίτητους φόρους μέχρι και 30% και δεν είχε λόγο, εν προκειμένω, να προσπαθήσει να αποφύγει φόρο μόλις 19%. Δεν γνωρίζει τον τρόπο με τον οποίο υποβλήθηκε η συγκεκριμένη αίτηση. Είχε και έχει την πρόθεση να μείνει στο εν λόγω διαμέρισμα όταν ολοκληρωθεί.
Η κατάθεση του Β, ως κατατέθηκε ενώπιον μας, ήταν, κατά πρώτον, όχι για την αλήθεια του περιεχομένου της, αλλά για την απόδειξη του ότι η Αστυνομία πράγματι του έλαβε κατάθεση και ο Β ανέφερε ό,τι εμφαίνεται σ’ αυτήν. Επομένως, το περιεχόμενό της δεν μπορεί να υπαχθεί σε δικαστική αξιολόγηση. Κατά δεύτερον, ακόμα και εάν η πρώτη σκόπελος ξεπερνιόταν, η μαρτυρία του Β εντός αυτής, αποτελεί εξ ακοής μαρτυρία αφού ο Β ουδέποτε μαρτύρησε ενώπιον μας, χωρίς οποιαδήποτε προς τούτο εξήγηση. Ως εκ τούτου και βάσει των διαλαμβανομένων στο άρθρο 27 του Κεφ. 9, αλλά και λαμβάνοντας υπόψιν πως ο Β είχε ξεκάθαρα λόγο να μην πει την αλήθεια, δηλαδή για να προστατεύσει τον εαυτό του, τον πατέρα του και την αδερφή του δεν είμαι διατεθειμένη να αποδώσω σε αυτήν οποιαδήποτε ικανή αποδεικτική αξία ή βαρύτητα.
Ε. Περαιτέρω Ευρήματα
Στη βάση της ανωτέρω αξιολόγησης προβαίνω στα εξής επιπρόσθετα ευρήματα.
- Ταυτόχρονα με την υπογραφή των ΑΓ συμφωνήθηκε μεταξύ Μ και Κ2 και η υπογραφή των ΣΔ.
- Ο Κ2 εξουσιοδότησε με την υπογραφή του τρία συνολικά εμβάσματα από λογαριασμούς της Κ4 προς τον Μ, συνολικού ύψους 1.050.000 Ευρώ.
- Για το πρώτο χρονολογικά έμβασμα, μέσω της RCB, δόθηκε η ΣΔ του Μ για το διαμ. 203. Βάσει αυτής, η Κ4 θα παρείχε στον Μ «υπηρεσίες διαχείρισης» (βλ. Τ.60). Αυτή δεν έφερε χειρόγραφες διορθώσεις, δηλ. δεν ήταν διορθωμένη χειρόγραφα στον όρο 5 αυτής. Προέβλεπε, δηλαδή, ότι ο Ιδιοκτήτης, δηλαδή ο Επενδυτής θα πλήρωνε την Κ4 για τις υπηρεσίες διαχείρισης που θα λάμβανε. Τα λεφτά του εμβάσματος όμως είχαν την αντίθετη πορεία. Από την Κ4 στον Επενδυτή. Παρά ταύτα η συναλλαγή προχώρησε και το ποσό εμβάσθηκε σε λογαριασμό του Μ στο Λονδίνο. Το 2024 όταν η Αστυνομία ζήτησε στοιχεία για τη συναλλαγή αυτή, ο ΜΚ5 αντιλήφθηκε το λάθος που έγινε, ότι δηλαδή το λεκτικό της ΣΔ δεν μπορούσε να δικαιολογήσει τη συναλλαγή. Έστω και εκ των υστέρων κατήγγειλε τη συναλλαγή ως ύποπτη.
- Τα δύο επόμενα χρονολογικά εμβάσματα έγιναν ως εξής:
- Για το έμβασμα ημερ. 8.05.2018 για τις 300.000 ευρώ δόθηκε ως δικαιολογητικό στην Τράπεζα Κύπρου η ΣΔ που αφορούσε τον Μ και το διαμ. 203. Αυτή δεν είχε χειρόγραφες διορθώσεις αρχικά (βλ. Τ.67Γ). Όταν ο αρμόδιος λειτουργός της Τράπεζας αντιλήφθηκε ότι η εντολή για το έμβασμα που του δόθηκε (από την Κ4 προς τον Μ), ήταν ακριβώς αντίθετη από την πορεία των χρημάτων που προνοούσε η ΣΔ (από τον Μ προς την Κ4), υπέδειξε το λάθος. Τότε, ο Κ3 του έστειλε την ΣΔ του Μ με χειρόγραφες διορθώσεις στον όρο 5 αυτής, ότι δηλ. η Κ4 πληρώνει τον Μ για τις «υπηρεσίες διαχείρισης», που ο Μ λαμβάνει (Βλ. Τ.69). Υπάρχουν επί του Τ. 69 χειρόγραφες οι λέξεις «Σωστή 203».
- Για το έμβασμα ημερ. 3.7.18 για τις 450.000 ευρώ δόθηκε ως δικαιολογητικό στην Τράπεζα Κύπρου η ΣΔ που αφορούσε τον Β και το διαμ. 204. Αυτή δεν είχε χειρόγραφες διορθώσεις αρχικά (βλ. πρώτες δύο σελίδες του Τ.68). Όταν ο αρμόδιος λειτουργός της Τράπεζας αντιλήφθηκε ότι η εντολή για το έμβασμα που του δόθηκε (από την Κ4 προς τον Μ), ήταν ακριβώς αντίθετη από την πορεία των χρημάτων που προνοούσε η ΣΔ (από τον Μ προς την Κ4), υπέδειξε το λάθος. Υπάρχουν, δε, επί του Τεκμηρίου 68 χειρόγραφες οι λέξεις «204 Λάθος». Τότε, ο Κ3 του έστειλε την ΣΔ του Β με χειρόγραφες διορθώσεις στον όρο 5 αυτής, ότι δηλ. η Κ4 πληρώνει τον Μ για τις «υπηρεσίες διαχείρισης», που ο Β λαμβάνει (βλ. Τ.68, τελευταίες 4 σελίδες του Τ. 68). Υπάρχουν, δε, επί του Τεκμηρίου αυτού χειρόγραφες οι λέξεις «204 Σωστή».
- Ανάμεσα στα έγγραφα που δόθηκαν στην Τράπεζα Κύπρου προς δικαιολόγηση των εμβασμάτων, δόθηκε και η 4η ΣΔ, μεταξύ της Κ4 και του Μ, η οποία αναφερόταν σε υπηρεσίες διαχείρισης και των τριών διαμερισμάτων συλλογικά, ήτοι 202, 203 και 204 με συνολικό τίμημα 2.250.000 Ευρώ. Υπήρχαν επ΄αυτής χειρόγραφες αλλαγές στον όρο 5 αυτής, δια των οποίων διορθώνεται χειρόγραφα το αρχικά τυπογραφημένο κείμενο, ώστε να φαίνεται ότι τα λεφτά πάνε από την Κ4 στον Μ και όχι αντίστροφα ως το αρχικό κείμενο (βλ. Τ.70). Δόθηκε επίσης στην Τράπεζα Κύπρου, η ΣΔ της Ε για το διαμέρισμα 202 χωρίς χειρόγραφες αλλαγές (βλ. Τ. 71).
- Από τα πιο πάνω προκύπτει ότι, ανάμεσα στα έγγραφα που δόθηκαν στην Τράπεζα Κύπρου, υπήρχαν πέντε (5) διαφορετικές ΣΔ, οι οποίες δόθηκαν κατά καιρούς, προς δικαιολόγηση εμβασμάτων της Κ4 προς τον Μ.
1. Υπήρχε μία ΣΔ για τον Μ και το διαμ. 203 χωρίς χειρόγραφες διορθώσεις (Τ. 67Γ)
2. Υπήρχε μία ΣΔ για τον Β και το διαμ. 204 χωρίς χειρόγραφες διορθώσεις (Τ. 68, πρώτες δύο σελίδες).
3. Υπήρχε μία ΣΔ για τον Β και το διαμ. 204 με χειρόγραφες διορθώσεις (Τ. 68, τελευταίες τέσσερεις σελίδες).
4. Υπήρχε μία ΣΔ για τον Μ και όλα τα διαμερίσματα μαζί για 2.250.000 ευρώ χωρίς χειρόγραφες διορθώσεις (Τ. 70).
5. Μία ΣΔ για την Ε και το διαμ. 202 χωρίς χειρόγραφες διορθώσεις (Τ. 71).
- Επίσης συγκρίνοντας το Τεκμήριο 165 που κατέθεσε ο ΜΥ1 (με επισυνημμένη αρχικά στην 4η ΣΔ για €2.250.000 και αργότερα τις ΣΔ για Μ και Β με τις χειρόγραφες διορθώσεις που παραδεκτά έστειλε ο Κ3 στον [Κ.Φ.] της Τράπεζας Κύπρου) με το Τεκμήριο 67(Γ) (ΣΔ του Μ χωρίς χειρόγραφες σημειώσεις) επιβεβαιώνεται και από την Υπεράσπιση, δια της αξιόπιστης μαρτυρίας του ΜΥ1 και της μη αμφισβήτησης του Τεκμηρίου 67(Γ) μέσω της αντεξέτασης της ΜΚ7 – η ύπαρξη πολλών και διαφορετικών ΣΔ μεταξύ Κ4 και Μ και Β.
- Η ΣΔ που δόθηκε στην RCB Bank προς δικαιολόγηση του πρώτου χρονολογικά εμβάσματος, ήταν η ίδια με την υπ. αριθμόν 1 πιο πάνω ΣΔ. Δηλαδή, προς δικαιολόγηση δύο διαφορετικών εμβασμάτων δόθηκε η ίδια ακριβώς ΣΔ, ήτοι του Μ για το διαμ. 203, χωρίς χειρόγραφες αλλαγές.
- Προκύπτει, συνεπώς, αβίαστα ότι οι ΣΔ χρησιμοποιούνταν κατ’ επίφαση νομιμότητας και όχι διότι πράγματι δικαιολογούσαν τα εμβάσματα που έγιναν. Δηλαδή, εκ μέρους και για λογαριασμό της Κ4, δόθηκαν στις δύο τράπεζες η ίδια ΣΔ για €450.000 του Μ προς δικαιολόγηση εμβασμάτων συνολικού ύψους €600.000 και ενώ οι πρόνοιες τους (ως είχαν και χωρίς τη χειρόγραφη διόρθωση) προνοούσαν ότι το ποσό αυτό ήταν πληρωτέο από τον Μ στην Κ4 και όχι το αντίθετο. Οι δε, χειρόγραφες σημειώσεις, οδηγούν τις ΣΔ σε παράλογη ερμηνεία και κόντρα στις λοιπές πρόνοιες τους.
- Προκύπτει από τη συνδυασμένη μαρτυρία της ΜΚ2 και του ΜΚ6 πως ήταν ξεκάθαρο στους λειτουργούς που εφάρμοζαν τα κριτήρια του ΥπΣυ, ότι εάν κάποιος Επενδυτής αγόραζε, επιπρόσθετα από άλλη επένδυσή του στη Δημοκρατία και οικία €500.000, ώστε να πληροί το επιπρόσθετο κριτήριο της μόνιμης κατοικίας στη Δημοκρατία, τότε αυτός ο επενδυτής μπορούσε να ενοικιάζει την οικία αυτή. Η έννοια της «μόνιμης ιδιόκτητης κατοικίας στην Κύπρο» εντός της σχετικής απόφασης του ΥπΣυ δεν ήταν ότι ο επενδυτής όφειλε να διαμένει μόνιμα σε αυτή την οικία, αλλά ότι η οικία θα ήταν στην ιδιοκτησία του εφόρου ζωής. Τούτη η ερμηνεία προκύπτει όχι μόνο από τα ίδια τα κριτήρια στο σημείο Β της σχετικής Ενότητας πιο πάνω και την ενώπιον μας συνδυασμένη μαρτυρία, αλλά και από τη χρήση του αγγλικού όρου «privately owned residence» στις πληροφορίες προς επενδυτές του ΚΕΠ Τεκμήριο 176 στα αγγλικά, σελίδα 21. Εάν όμως ο επενδυτής αγόραζε οικία €2 εκ. ικανοποιώντας έτσι, δίχως άλλη επένδυση, το κριτήριο Α1 δεν όφειλε να αγοράσει επιπρόσθετη οικία για €500.000. Την οικία όμως αυτή, αφού ήταν το αντικείμενο της ίδιας της επένδυσης και με αυτή πληρούνταν δυο σχετικά κριτήρια, δηλαδή το οικονομικό κριτήριο και το κριτήριο της μόνιμης ιδιόκτητης κατοικίας στην Κύπρο, δεν μπορούσε να την ενοικιάζει.
- Ο τρόπος που εφαρμόζονταν τα κριτήρια του ΚΕΠ δεν ήταν πάντα τέλειος. Για παράδειγμα, οι αρμόδιοι λειτουργοί κατόπιν οδηγιών των προϊσταμένων τους ότι τη μεγαλύτερη σημασία είχε η πλήρωση του οικονομικού κριτηρίου, δέχονταν υπογραφές για τον καλό χαρακτήρα των επενδυτών από τους ίδιους τους παρόχους υπηρεσιών ή αξιωματούχων ή υπαλλήλων των εταιρειών που δραστηριοποιούνταν στην ανάπτυξη ακινήτων χωρίς επαρκή έλεγχο του πόσο καλά αυτοί γνώριζαν εκ των προτέρων τους επενδυτές (βλ. σχετική μαρτυρία της ΜΚ2 βάσει της οποίας αντιλήφθηκα, αποσύρθηκε από την ΚΑ η κατηγορία 7 στο κατηγορητήριο στο εκ πρώτης όψεως στάδιο).
- Περαιτέρω κάποιοι επενδυτές λόγω επένδυσης τεραστίων ποσών στην Κυπριακή Δημοκρατία πολιτογραφήθηκαν βάσει πολιτικής απόφασης του ΥπΣυ και δίχως εφαρμογή των προνοιών του εκάστοτε ΚΕΠ. Όμως εν προκειμένω οι κατηγορούμενοι δικάζονται περί του αν παρέστησαν με δόλο και απατηλά πως οι Επενδυτές πληρούσαν αλλά στην πραγματικότητα δεν πληρούσαν τα σχετικά κριτήρια. Όχι εάν άλλοι επενδυτές πολιτογραφήθηκαν στη βάση πολιτικών ή άλλων λόγων ή της παραγράφου (α) και δίχως αναφορά στις εκάστοτε εν ισχύ αποφάσεις του ΚΕΠ.
- Το ότι οι ΣΔ των Β και Ε έφεραν ως ημερομηνία υπογραφής τους την 24.11.2017, ενώ οι Β και Ε δεν βρίσκονταν καν στην Δημοκρατία τότε με οδηγεί στο συμπέρασμα πως μόνο δύο τρόποι υπήρχαν να γίνει. Είτε κάποιος πλαστογράφησε την υπογραφή τους στις ΣΔ την 24.11.2017 (κάτι που συνάδει με την υποψία που εκφράζεται περί της μη αυθεντικότητας της υπογραφής του Β στο Τεκμήριο 143), είτε ότι οι Β και Ε υπέγραψαν αυτές σε χρόνο μεταγενέστερο της εν λόγω συνάντησης και ενώ βρίσκονταν στο εξωτερικό, χωρίς ν’αλλάξουν την ήδη τεθείσα ημερομηνία, υπέγραψαν δηλαδή προχρονολογημένο έγγραφο. Σε κάθε περίπτωση, δεν υπάρχει επαρκής μαρτυρία ώστε να γνωρίζουμε τι πράγματι συνέβη. Μπορεί, όμως, να εξαχθεί συμπέρασμα περί, κατά το ελάχιστον, προχειρότητας στην υπογραφή και εκτέλεση των ΣΔ, η οποία είναι διάχυτη στην υπόθεση.
Στ. Νομική Πτυχή
Πριν την εξέταση των επί μέρους κατηγοριών είναι αναγκαίο να εξεταστεί κατά πόσον, σύμφωνα με τα ευρήματά μου, μπορεί να εξαχθεί το αναπόδραστο συμπέρασμα ότι οι ΣΔ χρησιμοποιήθηκαν ως το πρόσχημα για την επιστροφή χρημάτων από την Κ4 στον Μ και ουδέποτε τα μέρη είχαν την πρόθεση να τιμήσουν τις πρόνοιές τους, ή να δεσμευτούν από αυτές, σύμφωνα με την τοποθέτηση της ΚΑ.
Προς τούτο λαμβάνω υπόψη και τα εξής:
- Ενώ στις 24.11.19, ημερομηνία υπογραφής των ΣΔ, το κτίριο Corniche δεν είχε καν αρχίσει ν’ ανεγείρεται και τα διαμερίσματα δεν υπήρχαν στην πραγματικότητα, αλλά μόνο στα σχέδια, οι ΣΔ προνοούσαν τη διαχείρισή τους από την Κ4 για ορισμένη χρονική περίοδο 15 ετών, αρχόμενη από 24.11.11, όχι από την ημερομηνία ολοκλήρωσης ανέγερσης των διαμερισμάτων.
- Μέχρι σήμερα η ανέγερση του κτίριου δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί. Με βάση την επί του παρόντος ισχύουσα Πολεοδομική άδεια, στον 2ο όροφο δεν υπάρχουν καν στα σχέδια πλέον διαμερίσματα, αλλά μόνο γραφεία.
- Οι Β και Ε δεν βρίσκονταν εντός της Κυπριακής Δημοκρατίας την ημερομηνία που οι ΣΔ φέρεται να υπογράφηκαν από αυτούς.
- Ενώ τα ΑΓ για τους Β και Ε είναι ημερομηνίας 16.2.2018, οι ΣΔ είναι προγενέστερης ημερομηνίας. Τούτο είναι πρωθύστερο και παράλογο, ακόμα και εάν ισχύει η εξήγηση που έδωσαν οι Κ1 και Κ7 προς τούτο, ήτοι ότι χρειάστηκε να σταλούν για δεύτερη φορά στο εξωτερικό για να υπογραφούν, κάτι που εν πάση περιπτώσει δεν αποτέλεσε εύρημά μου.
- Δεν ορίζεται στις ΣΔ σε τι ακριβώς συνίστανται οι υπηρεσίες διαχείρισης, πέραν από το ότι η Κ4 θα τηρούσε τους Επενδυτές ενήμερους για την πρόοδο των εργασιών, που έτσι κι αλλιώς είναι θέμα που ρυθμίζεται με τον όρο 6 των ΑΓ.
- Είχαν υποχρέωση με την ολοκλήρωση των εργασιών να υπογράψουν ξεχωριστή συμφωνία με την εταιρεία D. Zavos Group Management Services Ltd, βάσει της οποίας η τελευταία θα διαχειριζόταν το συγκρότημα, ήτοι να τα διατηρεί σε καλή κατάσταση καθώς και να συντηρεί τους κοινόχρηστους χώρους, την πισίνα, το γυμναστήριο, τη σάουνα και άλλους χώρους και να διατηρεί αυτά σε καλή κατάσταση. Επομένως, λόγω της ύπαρξης τούτης της πρόνοιας στα ΑΓ, ποια η ανάγκη για υπογραφή ξεχωριστών ΣΔ για να ρυθμιστεί, εν μέρει, το ίδιο πράγμα, ήτοι η διατήρηση των κοινόχρηστων χώρων σε καλή κατάσταση; Η πρόνοια αυτή υπήρχε ήδη στα ΑΓ και βάσει αυτών θα ίσχυε μετά την παράδοση των διαμερισμάτων.
- Η συμπερίληψη της ίδιας πρόνοιας στις ΣΔ αλλά με ημερομηνία έναρξης τις 24.11.17, πριν καν αρχίσει η ανέγερση των διαμερισμάτων δεν έχει λογική. Οι ΣΔ είχαν σύμφωνα με τις πρόνοιές τους, ως σκοπό την μεταβίβαση της διαχείρισης των διαμερισμάτων από τους Επενδυτές στην Κ4, από την ημερομηνία υπογραφής τους, όχι από την ημερομηνία αποπεράτωσης τους, και για 15 έτη με τίμημα €450.000 έκαστη.
- Τα ίδια τα ΑΓ προνοούσαν στον όρο 3.15 αυτών ότι, τυχόν παράταση της ημερομηνίας παράδοσης των διαμερισμάτων πέραν των 6 μηνών, δεν θα έδινε δικαίωμα αποζημιώσεων στους αγοραστές, ασχέτως οποιαδήποτε έτερης πρόνοιας στο ΑΓ. Μάλιστα, η ημερομηνία παράδοσης μπορούσε να παραταθεί σύμφωνα με τα ΑΓ, χωρίς τούτο να επηρεάζει οποιαδήποτε δικαιώματα της Κ4, ειδικά αυτά που αφορούν σε πληρωμές.
- Επομένως, η θέση των Κ2 και Κ4, ότι οι επιστροφές χρημάτων που έγιναν ήταν, κατ’ ισχυρισμό ώστε να πληρωθούν προκαταβολικά τυχόν αποζημιώσεις για καθυστέρηση ανέγερσης των διαμερισμάτων προς τους Επενδυτές, δεν βρίσκει έρεισμα στα ΑΓ. Κατ’ ακρίβεια, τα ΑΓ προνοούν ακριβώς το αντίθετο. Ότι δηλαδή οι Επενδυτές δεν κέκτηντο δικαίωμα αποζημιώσεων σε περίπτωση καθυστέρησης παράδοσης και μάλιστα η ημερομηνία παράδοσης δεν θα επηρέαζε το δικαίωμα της Κ4 σε πληρωμή.
- Όμως, στις χειρόγραφα τροποποιημένες ΣΔ, και συγκεκριμένα στον όρο 5 αυτών, η Κ4 παρουσιάζεται ως η Ιδιοκτήτρια των Διαμερισμάτων (Owner), ενώ ξεκάθαρα δεν είναι σύμφωνα με τα ΑΓ, και οι Επενδυτές παρουσιάζονται ως οι Παρόχοι Υπηρεσιών (Service Provider), ενώ ξεκάθαρα δεν είναι. Είναι οι Ιδιοκτήτες σύμφωνα με τα ΑΓ. Αλλάζουν τα μέρη, δηλαδή, καπέλα κατά το δοκούν και χωρίς αντικειμενικό ή λογικό έρεισμα βάσει των προνοιών των ΣΔ.
- Ενώ βάσει των ΣΔ οι Επενδυτές είναι οι ιδιοκτήτες και οφείλουν να πληρώσουν την Κ4 για τις υπηρεσίες διαχείρισης που λαμβάνουν, τα εμβάσματα ακολουθούν την αντίθετη πορεία. Από την Κ4 προς τον Μ.
- Τα εμβάσματα δεν στάληκαν εντός 2 μηνών ως προνοουσαν οι ΣΔ, αλλά κατά τον 2ο, τον 5ο και τον 7ο μήνα του επόμενου έτους.
- Καμία ΣΔ δεν αποκαλύφθηκε ούτε στο ΥΠΕΣ, ούτε στο ΥΠΟΙΚ, ούτε στην Υπηρεσία Φ.Π.Α., κατά την υποβολή σχετικών αιτήσεων, αποστερώντας τους έτσι τη δυνατότητα άσκησης κρίσης επί όλων των υπαρχόντων πραγματικών δεδομένων.
- Οι ΣΔ δεν είναι χαρτοσημασμένες, όπως τα ΑΓ – που έπρεπε να είναι αφού κατατέθηκαν στο Κτηματολόγιο για σκοπούς ειδικής εκτέλεσης - οδηγώντας σε εύλογο συμπέρασμα πως οι ΣΔ δεν προορίζονταν για επίσημη χρήση, σε οποιαδήποτε κρατική υπηρεσία.
- Ουδέποτε δόθηκε από την Υπεράσπιση οποιαδήποτε εξήγηση για την ύπαρξη της 4ης ΣΔ.
Τα πράγματα βοούν. Ενώ κανένα πιο πάνω στοιχείο δεν θα οδηγούσε από μόνο του σε συμπέρασμα πως οι ΣΔ χρησιμοποιήθηκαν για να δικαιολογήσουν απλώς τα εμβάσματα της Κ4 προς τον Μ, όλα μαζί οδηγούν σε αναπόδραστο σχετικό συμπέρασμα.
Οι ΣΔ αλλάζονταν κατά το δοκούν, ώστε να μπορούν να εξυπηρετήσουν τον σκοπό των Κ2 και του Μ, που ήταν ο Μ να πληρώσει λιγότερα από €6.000.000 και ο Κ2 να εισπράξει λιγότερα, για τα 3 διαμερίσματα. Συμφωνώντας και πράττοντας έτσι, οι Κ2 και Μ συμφώνησαν οι Επενδυτές να επωφεληθούν τριών (3) υπηκοοτήτων, ενώ δεν τις δικαιούνταν.
Καταλήγω, λοιπόν, πως η μόνη λογική εξήγηση για την ύπαρξη των αρχικών ΣΔ, αλλά και των ιδιοχείρως τροποποιηθέντων ΣΔ στον αριθμό που ανέφερε πιο πάνω, ήταν ότι αυτές δεν ήταν γνήσιες, ούτε αντανακλούσαν τις επιθυμίες των μερών κατά τον καταρτισμό τους. Χρησιμοποιήθηκαν με αποκλειστικό σκοπό να πραγματοποιηθεί η πραγματική συμφωνία μεταξύ Κ2 και Μ που ήταν η εξασφάλιση τριών (3) υπηκοοτήτων με τίμημα λιγότερο των €6 εκ. Ένας τρόπος για να γίνει τούτο ήταν η επιστροφή μέρους του τιμήματος των ΑΓ χρησιμοποιώντας ως πρόσχημα τις ΣΔ.
Ζ. Εταιρική Ποινική Ευθύνη
Ο ιθύνων νούς μιας εταιρείας θα πρέπει να αναζητηθεί σε κάποιο άτομο που μπορεί να ονομάζεται αντιπρόσωπος της και ενεργεί και σκέφτεται ως να ήταν η ίδια η εταιρεία. Τα φυσικά πρόσωπα που ελέγχουν και ή διαχειρίζονται τις υποθέσεις μιας εταιρείας θεωρούνται, κατά κάποιο τρόπο, η ίδια η εταιρεία.
Σύμφωνα με το σύγγραμμα ARCHBOLD (2024), σελ.2140, παράγραφο 17Β-29:
«The conventional view and starting point for any analysis is that a company will have imputed to it the acts and state of mind of those of its directors and managers who represent its "directing mind and will" ...In Andrews Weatherfoil Ltd (1972) 56 Cr.App.R.31, CA, it was stated that it was not every "responsible agent" or `high executive" or "agent acting on behalf of the company" who could by their actions make the company criminally responsible; and that it was necessary for the judge to invite the jury to consider whether or not there were established those facts which the judge decides as a matter of law were necessary to Identify the person concerned with the company.»
Με το ζήτημα της εταιρικής ποινικής ευθύνης ασχολήθηκε και το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Ρίκκος Ερωτοκρίτου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Ποινικές Εφέσεις 53/2017, 64/2017, 66/2017 και 68/2017, ημερομηνίας 15.12.17. Αναφέρθηκαν, μεταξύ άλλων τα ακόλουθα:
«Τα παραπάνω σχετίζονται με το ουσιώδες ζήτημα της εταιρικής ποινικής ευθύνης, ειδικότερα με τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες οι ενέργειες και η νοητική στάση ενός(φυσικού) προσώπου μπορούν να αποδοθούν σε εταιρεία προς στοιχειοθέτηση δικής της ποινικής ευθύνης.
Κατά την παραδοσιακή προσέγγιση, γνωστή ως «the identification doctrine» (ιιαρχή της ταύτισης»), με αφετηρία την Lennard's Carrying Co Ltd v. Asiatic Petroleum Co Ltd (1915] AC 705, 713, σε μια εταιρεία μπορούν να αποδοθούν οι ενέργειες και η νοητική στάση προσώπου που μπορεί να θεωρηθεί ως o «ιθύνων νους και βούληση» της εταιρείας (iidirecting mind and ωίΙΙ»). Ως κλασική απόφαση επί του θέματος θεωρείται η Tesco Supermarkets Ltd v. Naitrass [1972] AC 153.
… Εκείνο που τώρα πρέπει να λεχθεί είναι ότι, όπως υποδείχθηκε στην υπόθεση Tesco, η «αρχή της ταύτισης» προϋποθέτει δύο στάδια ανάλυσης ως ακολούθως.
«a two step analysis first identifies the perpetrator of the crime and then asks whether he or she is a person who can be said to embody the company's mind and will.»
Διευκρινίζουμε κατ’ αρχάς ότι o προσδιορισμός του δράστη για τους παραπάνω σκοπούς, δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκη τη συμπερίληψη του στο κατηγορητήριο. Στην υπόθεση R. v. A. Ltd (2017] 1 Cr.App.R. 1, CA, Θεωρήθηκε ως «ιθύνων νους» της εταιρείας, σε κατηγορία για διαφθορά/δωροδοκία, διευθυντής της o οποίος δεν βρισκόταν στο κατηγορητήριο. Επρόκειτο μεν στην περίπτωση εκείνη για άτομο πέραν της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου, όμως εκείνο που έχει σημασία είναι ότι δεν απαιτείται απαραιτήτως να κατηγορηθεί και το φυσικό πρόσωπο για δωροδοκία, αλλά αρκεί, πλην απαιτείται, η διαπίστωση ότι θα μπορούσε, τουλάχιστον, να καταδικαστεί. (Η αρχή αυτή κωδικοποιήθηκε στο άρθρο 7 του Bribery Act 2010).»
Εταιρεία ως μέρος σε συνωμοσία
Το ζήτημα αυτό έχει αναλυθεί σε έκταση στην υπόθεση του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας, Δημοκρατία ν. Ρίκκου Ερωτοκρίτου κ.α., Ποινική Υπόθεση 9208/15, ημερομηνίας 8.2.17. Παρατίθεται και υιοθετείται η σχετική ανάλυση.
«H ακόλουθη περικοπή από το Σύγγραμμα Corporate Criminal Liability 3rd edition θέτει το όλο ζήτημα στη σωστή του διάσταση. Το παραθέτουμε.
"Conspiracy
6-4
There is no doubt that an indictment for a common law conspiracy to defraud will lie against a limited company. A limited company being a (legal) person can conspire with other persons both at common law and under statute. Where one of the co-conspirators is the managing director and effective owner of a company, the company can be prosecuted for conspiracy, provided that there are other conspirators, even if they be indicted as "persons unknown". In R. v McDonnell a company and its managing director were indicted with offences of conspiracy to defraud; the director was, in reality, solely responsible for the acts of the company. In a preliminary ruling before trial, Nield J. held that the counts were bad:
“in the particular circumstances here, where the sole responsible person in the company is the defendant himself, it would not be right to say that there were two persons or two minds. If it were otherwise, I feel that it would 22offend against the basic concept of a conspiracy, namely, an agreement of two or more to do an unlawful act, and 1 think it would be artificial to take the view that the company, although it/s clearly a separate legal entity, can be regarded here as a separate person or a separate mind, in view of the admitted fact that the defendant acts alone so far as these companies are concerned."
Summarising the rule in a sentence, Nield J. stated:
". the true position is that a company and a director cannot be convicted of conspiracy when the only human being who is said to have broken the law or intended to do so is the one director."
If it were otherwise, a company director would be guilty of criminal conspiracy without ever agreeing with another person. This is equally applicable to statutory conspiracy as at common law. "
Παρομοίως στο Σύγγραμμα Archbold Criminal Pleading Evidence and Practice 2017 Ed. στην παράγραφο 33-31 καταγράφονται τα ακόλουθα:
"Companies
33-31
A company may be convicted of an offence of conspiracy: R. v. I.C.R. HaulaqeCo. Ltd [1944] K.B. 551, 30 Cr.App.R. 31, CCA. Where the sole responsible person in a company is the defendant, an indictment for conspiracy between the defendant and that company will not lie, since there are not two or more persons or minds acting: R. v. McDonnell [19661 1 Q.B. 233, 50 Cr.App.R. 5, Assizes (Nield J.). It may be otherwise if the defendant brings his company into combination with himself in his capacity not as the person solely responsible for his company, but as a person responsible for 23 the acts of another corporation: see the Canadian cases cited in McDonnell, ante"
Στην υπόθεση R. v. I.C.R. HaulaqeCo. Ltd (1944] Κ.B. 551, 30 CrApp.R. 31, CCA[114] μια εταιρεία, ο διευθύνων σύμβουλος της και άλλοι 8 κατηγορούνταν για το αδίκημα της συνωμοσίας. Κρίθηκε ότι καλώς είχε διατυπωθεί το κατηγορητήριο και ότι η ένοχη διάνοια (mens rea) του διευθύνοντος συμβούλου της μπορούσε να αποδοθεί στην εταιρία.
Κρίνουμε σκόπιμο εδώ να παραθέσουμε τα πιο κάτω σχόλια που καταγράφονται στο Σύγγραμμα Textbook of Criminal Law του Glanville Williams 3rd edition αναφορικά με την υπόθεση αυτή στην nαρα.38-007 (σελ. 1322):
"The leading case on the criminal side is /CR Haulage Ltd., where a company, its managing director, and others were indicted for conspiracy to defraud. The Court of Criminal Appeal upheld the indictment. Although the crime charged required a state of mind, and although a corporation has no mind of its own, yet the state of mind of its managing director is imputed to it, so that his fraud is Its fraud.
Notice that other persons were involved in the conspiracy; if there had not been there could have been no conviction. A company, through its director, may conspire with another person. But a director who does something illegal on behalf of the company cannot be convicted on that account of conspiring with the company, because then there is only one mind at work, whereas conspiracy needs two.”
Παρομοίως στο Σύγγραμμα CorporateCriminalLiability, 3rd Edn. Στη παρα. 1- 1 καταγράφονται τα ακόλουθα σχετικά με το υπό συζήτηση θέμα:
"Α company may be a criminal conspirator_; although it cannot conspire only with its sole director because a conspiracy requires the agreement of two
separate minds. If the mind of the director is treated as being the mind of the company, there would have to be a separate natural defendant with whom it is alleged he (and so the company) conspired"
Να επισημάνουμε τέλος ότι εκεί όπου μία εταιρεία είναι υπόλογη στη βάση της αρχής της ταύτισης o διευθυντής ή άλλος διευθύνων αξιωματούχος της σχεδόν πάντοτε θεωρείται συνεργός στο αδίκημα.»
(Υπογραμμίσεις και έμφαση στο πρωτότυπο)
Έχοντας αυτά κατά νου προχωρώ να εξετάσω τις επί μέρους κατηγορίες.
Η. Κατηγορίες 1, 2, 3 - Συνομωσία προς καταδολίευση
Σύμφωνα με το άρθρο 302 του Π.Κ.:
«302. Όποιος συνωμοτεί με άλλο, όπως με απάτη ή με άλλο δόλιο μέσο, επηρεάσει την αγοραία τιμή πράγματος που πωλείται δημόσια, ή να καταδολιεύσει το κοινό ή οποιοδήποτε πρόσωπο, συγκεκριμένο ή όχι ή να αποσπάσει με εκβιασμό οποιαδήποτε περιουσία από άλλο πρόσωπο, είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση πέντε χρόνων.»
Εν προκειμένω και σύμφωνα με τις λεπτομέρειες στο κατηγορητήριο, για να αποδειχθούν οι εν λόγω κατηγορίες πρέπει να αποδειχθεί ότι:
i) Οι Κατηγορούμενοι 1,2,4,5,6 και 7 συνωμότησαν μεταξύ τους, ή και με τον Μ,
ii) όπως με απάτη ή άλλο δόλιο μέσο,
iii) καταδολιεύσουν την Κυπριακή Δημοκρατία.
Λεπτομερής νομική ανάλυση έγινε από το Κακουργοδικείο Λευκωσίας στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Γεωργία Αντρέου κ.ά., Αρ. Υπ.: 8708/15, ημερομηνίας 6.3.2018. Η παραπομπή είναι μακρά, όμως αναγκαία και χρήσιμη:
«Είναι γνωστές οι αρχές που αφορούν το γενικότερο αδίκημα της συνωμοσίας προς διάπραξη άλλων αδικημάτων (Άρθρα 371 και 372 του Ποινικού Κώδικα).
Όπως τονίσθηκε στην υπόθεση Λαζάρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ 633, το αδίκημα της συνωμοσίας συντελείται από τη στιγμή που δύο ή περισσότερα πρόσωπα συμφωνούν να διαπράξουν αδίκημα ή να επιτύχουν νόμιμο σκοπό με παράνομα μέσα. Δεν είναι αναγκαίο για τη συμπλήρωση του αδικήματος να έχει τελεστεί οτιδήποτε πέραν από τη συμφωνία[46]. Το κατά πόσον οι συνωμότες μετάνιωσαν, σταμάτησαν, παρεμποδίστηκαν, απέτυχαν ή δεν είχαν την ευκαιρία να προωθήσουν το σκοπό της συνωμοσίας, είναι αδιάφορο[47]. Είναι χωρίς σημασία το κατά πόσο αυτό που τελικά πραγματοποιείται διαφέρει από αυτά που έχουν συμφωνηθεί. Στη Λαζάρου (ανωτέρω) επισημάνθηκε, ακόμη, ότι η συνωμοσία, εκτός της ύπαρξης συμφωνίας περιλαμβάνει και το στοιχείο της πρόθεσης (mens rea) και για τούτο η Κατηγορούσα Αρχή θα πρέπει να αποδεικνύει όχι μόνο τη συμφωνία μεταξύ των κατ' ισχυρισμό συνωμοτών να εκτελέσουν ένα παράνομο σκοπό (αποδεικνυόμενης είτε με λόγια, είτε με άλλο τρόπο επικοινωνίας μεταξύ τους), αλλά επιπρόσθετα θα πρέπει να αποδεικνύει την πρόθεση στη σκέψη καθενός κατ' ισχυρισμό συνωμότη να εκτελέσει τον παράνομο σκοπό[48]. Σημειώνουμε ότι η πρόθεση δεν είναι δεκτική άμεσης απόδειξης και κατά κανόνα αναδύεται ως εξυπακουόμενο στοιχείο μέσα από τα παρουσιαζόμενα γεγονότα τα οποία και αποτελούν τα ευρήματα του Δικαστηρίου[49]. H συμφωνία σπανίως αποδεικνύεται μέσω άμεσης μαρτυρίας (direct evidence) αλλά συνήθως με την εξαγωγή ευλόγων συμπερασμάτων από τη συντονισμένη δράση (concerted action) - είτε αυτή συνίσταται σε πράξεις (acts), είτε σε δηλώσεις (declarations) - των κατηγορουμένων[50]. Eπισημαίνεται ότι το αδίκημα δεν συνίσταται στη συντονισμένη δράση (concerted action) αλλά στην εξυπακουόμενη προηγούμενη συμφωνία (inferred anterior agreement) και η συντονισμένη δράση συνιστά μαρτυρία για το αδίκημα της συνωμοσίας.
Το πιο κάτω απόσπασμα από το Σύγγραμμα Smith and Hogan's Criminal Law 13ed, στις σελίδες 431-432 είναι σχετικό:
"Direct evidence of it, even in an era of covert surveillance and telephone tapping, will rarely be available. Agreements are frequently proved by showing that the parties concerted in the pursuit of a common object in such manner as to show that their actions must have been coordinated by arrangement beforehand. The danger is that the importance attached to the acts done may obscure the fact that these acts do not in themselves constitute a conspiracy, but are only evidence of it. If the jury are left in reasonable doubt, when all the evidence is in, whether the two or more accused persons were acting in pursuance of an agreement, they should acquit, even though the evidence shows that they were simultaneously pursuing the same object".
(Η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)
Η συντονισμένη δράση που αναφέρθηκε ανωτέρω αφορά σε ενέργειες και πράξεις γνωστές στο Αγγλικό δίκαιο ως "overt acts"[51] από τις οποίες δύναται να συναχθεί η ύπαρξη της συμφωνίας αντικείμενο της συνωμοσίας.
Παρόλο λοιπόν που μια συνωμοσία δύναται να αποδειχθεί μέσω περιστατικής μαρτυρίας, το γεγονός ότι διαφορετικά πρόσωπα έχουν ακολουθήσει τον ίδιο παράνομο σκοπό (same unlawful end), από μόνο του δεν συνεπάγεται ότι προηγήθηκε η ύπαρξη συμφωνίας μεταξύ τους. Με άλλα λόγια, το απλό γεγονός ότι δυο άτομα ανεξάρτητα επιδιώκουν τον ίδιο στόχο (same end), δεν τους καθιστά συνωμότες.
Σχετική παραπομπή μπορεί να γίνει στο Σύγγραμμα Glanville Williams Criminal Law, The General Part, (2nd edition) σελ. 667 όπου αναφέρεται, μεταξύ άλλων, "The mere fact that two persons independently persue the same end does not render them conspirators".
Και τούτο είναι λογικό ενόψει του ότι ενώ από τις πράξεις κάποιων προσώπων δύναται να συναχθεί μεταξύ τους εξυπακουόμενη προηγούμενη συμφωνία παραμένει η ανάγκη προς απόδειξη της αναγκαίας ένοχης διάνοιας (mens rea), ήτοι του κατά πόσον ένα πρόσωπο έχει πράγματι συμφωνήσει στην προώθηση του παράνομου σκοπού.
Υπενθυμίζουμε στο σημείο αυτό τη βασική αρχή του δικαίου της Απόδειξης ότι πράξεις και ή δηλώσεις δύο ή περισσοτέρων προσώπων που ενεργούν από κοινού για την επίτευξη ενός κοινού σκοπού οι οποίες γίνονται στο πλαίσιο της επιδίωξης ή προαγωγής του κοινού σκοπού γίνονται δεκτές ενάντια στον άλλο ή τους άλλους[52].
Όπως αναφέρεται στο Σύγγραμμα Russell on Crime Vol. 3, p.166:
"It is a mistake to say that a conspiracy must be proved before the acts of the alleged conspirators can be given in evidence; . that species of evidence [i.e., that of a person present when the parties conspired] is hardly ever to be adduced before a jury; but the unlawful conspiracy is to be inferred from the conduct of the parties; and if several men are seen taking several steps, all tending towards one obvious purpose, and they are seen through a continued portion of time taking steps that lead to one end, it is for the jury to say whether those persons had not combined together to bring about that end, which their conduct seems so obviously adapted to effectuate."
Σχετικές με όλα τα πιο πάνω είναι και οι ακόλουθες περικοπές από το Σύγγραμμα Archbold (2016) στις παραγράφους 33-15 και 33-14:
«33-15
Mens rea is an essential element in conspiracy only in that there must be an intention to be a party to an agreement to do an unlawful act. In R. v. Anderson [1986] A.C. 27, HL, Lord Bridge said:
"But, beyond the mere fact of agreement, the necessary mens rea of the crime is, in my opinion, established if, and only if, it is shown that the accused, when he entered into the agreement, intended to play some part in the agreed course of conduct in furtherance of the criminal purpose which the agreed course of conduct was intended to achieve. Nothing less will suffice; nothing more is required"(at p. 39E
The point was emphasised in Yip Chiu-Cheung v. R. , 99 Cr.App.R. 406, PC, where an undercover officer who entered into an agreement to export drugs was held to have had the necessary mens rea for conspiracy. Lord Griffiths said
The crime of conspiracy requires an agreement between two or more persons to commit an unlawful act with the intention of carrying it out. It is the intention to carry out the crime that constitutes the necessary mens rea for the offence. As Lord Bridge pointed out, an undercover agent who has no intention of committing the crime lacks the necessary mens rea to be a conspirator"(at p. 410).
Proving the agreement
33-14
The agreement may be proved in the usual way or by proving circumstances from which the jury may presume it: R. v. Parsons (1763) 1 W.Bl. 392; R. v. Murphy (1837) 8 C. & P. 297. Proof of the existence of a conspiracy is generally a "matter of inference, deduced from certain criminal acts of the parties accused, done in pursuance of an apparent criminal purpose in common between them»
(Η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)
Η αντικειμενική υπόσταση (actus reus) του αδικήματος της συνωμοσίας συνίσταται στη συμφωνία δύο ή περισσοτέρων προσώπων να διαπράξουν αδίκημα ή να επιτύχουν νόμιμο σκοπό με παράνομα μέσα. Η συμφωνία δεν είναι τίποτα άλλο παρά το αποτέλεσμα της εξωτερίκευσης της κρυφής πρόθεσης (secret intention) που ο καθένας έχει στο μυαλό του η οποία εκδηλώνεται μέσω της προώθησης της δια κοινών και αμοιβαίων διαβουλεύσεων οι οποίες έχουν ως κατάληξη τη συμφωνία. Επομένως δεν είναι αρκετό δύο ή περισσότερα άτομα να επιδιώκουν τον ίδιο παράνομο σκοπό. Η ύπαρξη, απλώς, πρόθεσης δεν στοιχειοθετεί το αδίκημα της συνωμοσίας.
Παραπέμπουμε σχετικά στα ακόλουθα αποσπάσματα από την υπόθεση Mulcahy v. The Queen, (1868) L.R. 3 H.L. 306:
"..A conspiracy consists not merely in the intention of two or more, but in the agreement of two or more to do an unlawful act, or to do a lawful act by unlawful means. So long as such a design rests in intention only, it is not indictable. When two agree to carry it into effect, the very plot is an act in itself, and the act of each of the parties, promise against promise, actus contra actum, capable of being enforced, if lawful, punishable if for a criminal object or for the use of criminal means.........................
...It is a mistake to say that conspiracy rests in intention only. It cannot exist without the consent of two or more persons, and their agreement is an act in advancement of the intention which each of them has conceived in his mind. The argument confounds the secret arrangement of the conspirators amongst themselves with the secret intention which each must have previously had in his own mind, and which did not issue in act until it displayed itself by mutual consultation and agreement."
(Η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)
Παρομοίως στην υπόθεση R. v. Thomson (1966) 50 Cr.App.Rep. σελ. 1, αφού επαναλήφθηκαν τα ανωτέρω, λέχθηκαν και τα εξής:
"When a man makes an agreement, he assents with his mind to the offer of the other party and communicates his assent to the other party by words or conduct. For the purposes of the law of contract, the words or conduct by which a man manifests his assent are binding on him and the law does not allow him to say that his mind did not go with his conduct. The criminal law, however, is concerned with punishing wrongdoing; the essential element in any crime, other than in the limited class of absolute offences, is a guilty mind. Evidence that the accused person acted and spoke as if he was making and had made an agreement may provide cogent evidence of a guilty mind; but it is only evidence and can be rebutted by other evidence".
Σχετική με τα πιο πάνω είναι και η ακόλουθη περικοπή από το Σύγγραμμα Archbold (2016) στην παράγραφο 33-8:
"Uncommunicated intentions
33-8
The offence of conspiracy cannot exist without the agreement, consent or combination of two or more persons: Mawji v. R. [1957] A.C. 126, PC; R. v. Plummer [1902] 2 K.B. 339. So long as a design rests in intention only, it is not indictable: there must be agreement. Accordingly a secret and uncommunicated intention to join an illegal enterprise, should the occasion arise, does not amount to an agreement: R. v. Scott (Valerie), 68 Cr.App.R. 164, CA."
Τα πιο πάνω αποτελούν γενικότερες αρχές οι οποίες έχουν εφαρμογή και στο ειδικότερο επίδικο αδίκημα συνωμοσίας προς καταδολίευση.
Η έννοια του συστατικού στοιχείου της πρόθεσης καταδολίευσης που περιλαμβάνεται στο πιο πάνω αδίκημα δεν καθορίζεται με οποιαδήποτε ρητή πρόνοια στον Ποινικό Κώδικα. Με βάση τη σχετική αγγλική νομολογία όπως αποκρυσταλλώθηκε στην υπόθεση Welham v. D.P.P. (1961) A.C.103, H.L., η «πρόθεση καταδολίευσης» σημαίνει πρόθεση προκλήσεως ή κίνδυνο προκλήσεως βλάβης σε ένα πρόσωπο ως αποτέλεσμα εξαπατήσεως. Η υπόθεση Welham ξεκαθάρισε ότι η πρόθεση καταδολίευσης δεν περιορίζεται στην πρόκληση ή στον κίνδυνο πρόκλησης οικονομικής ζημιάς στο θύμα της απάτης αλλά καλύπτει γενικά και οποιαδήποτε άλλη βλάβη στο θύμα, έστω και αν αυτή δεν είναι χρηματικής ή οικονομικής φύσεως. Επισημαίνεται δε ότι προηγούμενες αγγλικές αποφάσεις στις οποίες λέχθηκε ότι η πρόθεση καταδολίευσης σημαίνει πρόθεση να προκληθεί βλάβη σε δικαίωμα ιδιοκτησίας (proprietary right) ενός προσώπου ή οικονομική ζημιά αναφέρθηκαν «εν παρόδω» (obiter).
Κρίνουμε σκόπιμο στο σημείο αυτό να παραπέμψουμε στο Σύγγραμμα Archbold 2016 παρ.17-62 και 17-63 όπου συνοψίζεται αυθεντικά, κατά την άποψη μας, η ερμηνεία της επίμαχης φράσης:
«17-62
(a) "To defraud" or to act "fraudulently" is dishonestly to prejudice or to take the risk of prejudicing another's right, knowing that you have no right to do so: Welham v. DPP [1961] A.C. 103, HL....The word "dishonestly" is inserted in deference to opinions, mostly obiter, expressed in several cases (e.g. R. v. Sinclair , 52 Cr.App.R. 618, CA; Wai Yu Tsang v. R. [1992] 1 A.C. 269, PC). In the leading case of Welham, however, there is no mention of any need to tell the jury that they must be satisfied that the accused was acting dishonestly. It is submitted that the reason for this is that their Lordships considered it beyond argument that intentionally to take the risk of prejudicing another's right, knowing that there is no right to do so, is dishonest. In Scott v. Metropolitan Police Commr [1975] A.C. 819, HL, Lord Diplock suggested, obiter, that where the intended victim of a conspiracy to defraud is a private individual, the purpose of the conspirators must be to cause economic loss; this view is inconsistent with Welham and has been rejected by the Court of Appeal (R. v. Alsop, 64 Cr.App.R. 29) and the Privy Council (Wai Yu Tsang v. R., ante). In general, fraudulent conspirators neither desire nor foresee loss or injury to another; the fraud consists in taking the risk of injuring another's right which the accused know they have no right to take.
17-63
(b) It is not confined to a risk of possible injury resulting in economic loss, though most cases do involve this: Welham v. DPP, ante; Adams v. R. [1995] 2 Cr.App.R. 295, PC. In Scott, ante, Lord Diplock also suggested, obiter, that where the intended victim of a conspiracy to defraud is a private individual, the risk must be of economic loss. It is submitted, however, that this is wrong as being inconsistent with Welham (see per Lord Radcliffe at p. 124, and per Lord Denning at p. 131) and with the obiter opinion of the remainder of their Lordships in Scott (see per Viscount Dilhorne at p. 839). Where, however, an allegation of conspiracy to defraud is based on economic loss, it is necessary for the prosecution to prove that the victim had a right or interest which was capable of being prejudiced either by actual loss or by being put at risk: Adams v. R., ante".
Ανάλυση του όρου πρόθεση καταδολίευσης (intent to defraud) έγινε στην Ioannou v. The Police (1985) 2 C.L.R. 14 όπου αναφέρθηκε με επιδοκιμασία η αγγλική υπόθεση Welham (ανωτέρω) σύμφωνα με την οποία η έννοια του εν λόγω όρου δεν συνεπαγόταν ούτε περιορίζετο στην πρόκληση οικονομικής ζημιάς στο θύμα.
«......................................................... The important thing about this definition is that it is not limited to the idea of economic loss, nor to the idea of depriving someone of something of value. It extends generally to the purpose of fraud and deceit. Put shortly, 'with intent to defraud' means 'with intent to practise a fraud' on someone or other. It need not be anyone in particular someone in general will suffice. If anyone may be prejudiced in any way by the fraud, that is enough".
In Rex v. Allsop [1977] 64 Cr. App. R. 29 (C.A.) in which the appellant was convicted of conspiracy to defraud by false hire purchase applications, Shaw, L.J. in delivering the judgment of the Court of Appeal dismissing the appeal, said the following at page 31:
«Generally the primary objective of fraudsmen is to advantage themselves. The detriment that results to their victims is secondary to that purpose and incidental. It is 'intended' only in the sense that is a contemplated outcome of the fraud that is perpetrated. If the deceit which is employed imperils the economic interest of the person deceived, this is sufficient to constitute fraud even though in the event no actual loss is suffered and notwithstanding that the deceiver did not desire to bring about an actual loss».
(Η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)
Καταληκτικά όσον αφορά στο θέμα της στοιχειοθέτησης συνωμοσίας παραπέμπουμε στο Σύγγραμμα Kenny's Outlines of Criminal Law, 9η έκδοση, όπου στις σελ. 431-432, αναφέρεται ότι:
".it rarely happens that the actual fact of the conspiring, can be proved by direct evidence, since such agreements are usually entered into both swiftly and secretly. Hence they ordinarily can be proved only by an inference from the subsequent conduct of the parties, in committing some overt acts which tend so obviously towards the alleged unlawful result as to suggest that they must have arisen from an agreement to bring it about".
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι προς απόδειξη των Κατηγοριών τέθηκε ενώπιον μας τόσο άμεση μαρτυρία όσο και περιστατική μαρτυρία. Η περιστατική μαρτυρία αφορά τόσο σε γεγονότα που περιστοιχίζουν τη διάπραξη των αδικημάτων όσο και στην συμπεριφορά της Κ.1 μετά τη διάπραξη των αδικημάτων. Σε σχέση με το τελευταίο παραπέμπουμε στα επιμέρους ζητήματα 1 έως 5 πιο πάνω.
Επισημαίνουμε ότι η συμπεριφορά του Κατηγορουμένου μετά τη διάπραξη του αδικήματος είναι δυνατόν να θεωρηθεί ως περιστατική μαρτυρία ενοχής. Όπως αναφέρεται στο Σύγγραμμα «Το Δίκαιο της Απόδειξης Δικονομικές και Ουσιαστικές Πτυχές» Ηλιάδη & Σάντη στις σελίδες 570-571, τέτοιο συμπέρασμα μπορεί να συναχθεί από ενέργειες του δράστη όπως να αποκρύψει ή καταστρέψει μαρτυρία ή να επηρεάσει μάρτυρες.»
(Έμφαση, υπογραμμίσεις και υποσημειώσεις στο πρωτότυπο)
Το ερώτημα, εν προκειμένω, είναι εάν υπάρχει μαρτυρία, έστω και περιστατική, που να δεικνύει ότι οι Κ1, 2, 4, 5, 6 και 7 συμφώνησαν μεταξύ τους και με τον Μ, όπως καταδολιεύσουν το ΥΠΕΣ, το ΥΠΟΙΚ και το ΥπΣυ και κατά συνέπεια τη Δημοκρατία, ώστε οι Μ, Β και Ε να δείξουν ψευδώς και απατηλά ότι πληρούσαν το οικονομικό κριτήριο της επίδικης απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου, ενώ δεν το πληρούσαν.
Η μόνη άμεση σχετική μαρτυρία που υπάρχει είναι αυτή του Κ1, επί της οποίας βασίστηκε το εύρημα ότι υπήρξε συνάντηση την 24.11.17 μεταξύ του Μ και των Κ1, Κ2, Κ3 και Κ7 και κατόπιν αυτής η Κ7, με οδηγίες του Κ1, συνέταξε τα ΑΓ και τα έστειλε στον Κ2 στις 27.11.17. Η Κ7 συνέταξε τουλάχιστον μία ΣΔ την οποία έστειλε στον Κ2 μεταγενέστερα της 24.11.17.
Επίσης, ως περιστατική μαρτυρία υπάρχουν τα συμπεράσματα της Ενότητας Στ της παρούσης και τα ευρήματά μου, ιδιαιτέρως αυτά της Ενότητας Ε, από τα οποία προκύπτει, αβίαστα και κατ’ αποκλεισμό οποιουδήποτε άλλου λογικού συμπεράσματος ότι ο Κ2 και ο Μ συμφώνησαν ο τελευταίος να πληρώσει και ο Κ2 να εισπράξει λιγότερα από €6.000.000 και ο Μ να επωφεληθεί τριών (3) υπηκοοτήτων, καταδολιεύοντας, αναγκαστικά, τη Δημοκρατία.
Το ότι η ίδια η ΣΔ του Μ, χωρίς αλλαγές, χρησιμοποιήθηκε για να δικαιολογήσει δυο διαφορετικά εμβάσματα, από διαφορετικές κυπριακές τράπεζες, την RCB και την Τράπεζα Κύπρου για ποσό εις σύνολο περισσότερο από το τίμημά της, ότι οι ΣΔ μετατράπηκαν ιδιοχείρως ώστε να πεισθεί η Τράπεζα Κύπρου να τις δεχθεί, ότι περισσότερες από μία ΣΔ παρουσιάστηκαν σε διαφορετικές χρονικές στιγμές στην Τράπεζα Κύπρου, ως οι «αυθεντικές» και το ότι υπήρξε 4η ΣΔ, για το 60% περίπου, του συνόλου του τιμήματος των ΑΓ, χωρίς περί τούτου εξήγηση από την Υπεράσπιση, είναι μόνο μερικές από τις ενδείξεις που οδηγούν σε αναπόδραστο συμπέρασμα απατηλής και δόλιας συμφωνίας των Μ και Κ2 να εξαπατήσουν την Κυπριακή Δημοκρατία. Η συνομωσία αυτή προκύπτει από τα ευρήματα μου και από το συμπέρασμά μου περί του ότι οι ΣΔ χρησιμοποιήθηκαν κατά τρόπο που εξυπηρετούσε την προγενέστερη συμφωνία των Κ2 και Μ, ο Κ2 να εισπράξει και ο Μ να πληρώσει, λιγότερα από €6. εκ. ώστε ο Μ να επωφεληθεί τριών (3) υπηκοοτήτων, για εκείνον και τα παιδιά του. Οι ΣΔ ήταν προσχηματικές και ουδέποτε τα μέρη είχαν την πρόθεση να τιμήσουν τις πρόνοιές τους. Ήταν το όχημα, μέσω του οποίου, μπόρεσαν να γίνουν τα εμβάσματα προς τον Μ, επιστρέφοντας έτσι μέρος του τιμήματος για τα τρία διαμερίσματα, κατά τρόπο που δεν πληρείτο το οικονομικό κριτήριο του ΚΕΠ. Τούτη η συντονισμένη δράση τους ήταν αναγκαστικά απατηλή και δόλια, αφού ήξεραν εξαρχής πως επένδυση λιγότερη των €2 εκ. καθιστούσε τον Επενδυτή μη δυνάμενο να επωφεληθεί των προνοιών του ΚΕΠ.
Επομένως, ο Κ2 και η Κ4 εταιρεία, της οποίας μοναδικός διευθυντής, αντιπρόσωπος και ιθύνων νους ήταν ο Κ2, καταδικάζονται στις κατηγορίες 1, 2 και 3.
Ήταν, όμως, οι Κ1 και Κ7 συνωμότες του Κ2 και του Μ; Ήταν γνώστες και κοινωνοί της συμφωνίας μεταξύ Κ2 και Μ και συναίνεσαν στο να πράξουν το κομμάτι που τους αναλογούσε, δηλαδή το νομικό, προς εκπλήρωση του παράνομου σκοπού, ήτοι της πολιτογράφησης των Μ, Β και Ε ενώ αυτοί δεν τις δικαιούνταν;
Έχω αμφιβολία προς τούτο, η οποία βασίζεται στα εξής:
- Η ίδια η ΣΔ, κατά την ορθή της ερμηνεία, δεν είναι νομικώς μεμπτή, νοουμένου ότι το αντικείμενο της διαχείρισης υπάρχει ή θα υπάρξει σε σαφή μελλοντικό χρόνο. Είναι μία συνήθης συμφωνία δια της οποίας, η διαχείριση ακίνητης περιουσίας δίδεται από έναν ιδιοκτήτη σε κάποιο διαχειριστή για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα και έναντι αντιτίμου.
- Ο τρόπος που χρησιμοποιήθηκε η ΣΔ από τον Κ2 και την Κ4, όμως, είναι μεμπτός, ήτοι αλλάζοντάς την για να δικαιολογήσει εμβάσματα από την Κ4 προς τον Μ, ενώ αυτά δεν μπορούσαν να δικαιολογηθούν από το ίδιο το λεκτικό της, είτε το αρχικό, είτε το τροποποιημένο. Η ΣΔ, με λίγα λόγια δεν χρησιμοποιήθηκε κατά τη «φυσική της χρήση». Χρησιμοποιήθηκε κατά τρόπο αδόκιμο. Αμφιβάλλω, δηλαδή, εάν η πρόθεση των Κ1 και Κ7 όταν έστελναν την, τουλάχιστον, 1 ΣΔ στον Κ2 ήταν να συμβάλουν στην επιστροφή λεφτών προς τον Μ, αφού η ΣΔ προνοούσε ακριβώς το αντίθετο. Την καταβολή λεφτών από τον Μ προς την Κ4. Ούτε, καν, μετά τις χειρόγραφες μετατροπές δεν μπορούσαν οι ΣΔ, να δικαιολογήσουν τα εμβάσματα.
To έμβασμα της RCB δεν μπορούσε να δικαιολογηθεί από την αρχική ΣΔ που στάληκε στην τράπεζα. Αφού αυτή προνοούσε όπως ο Μ πληρώσει την Κ4 για τις υπηρεσίες διαχείρισης που θα λάμβανε και όχι το αντίστροφο. Εν τούτοις, η ΣΔ του Μ έγινε δεκτή από την RCB Bank Ltd, ως ήταν τότε προς δικαιολόγηση του εμβάσματος.
Στα, δε, εμβάσματα της Τράπεζας Κύπρου, έγινε χειρόγραφη αλλαγή στα μέρη, από ποίον προς ποίον κινούνταν τα λεφτά, κατά τρόπο που ήταν παράλογος βάσει των λοιπών προνοιών της ΣΔ. Δηλαδή τροποποιήθηκε χειρόγραφα ο όρος 5 ώστε τα λεφτά να κινούνται προς τον Μ, που αγόραζε τις «υπηρεσίες διαχείρισης» και όχι προς την Κ4 που τις πωλούσε. Αυτό είναι παράλογο, κατά την κοινή, την επιχειρηματική, την εμπορική και τη νομική λογική. Εν τούτοις, οι τροποποιημένες ΣΔ έγιναν δεκτές από την Τράπεζα Κύπρου, προς δικαιολόγηση των εμβασμάτων.
- Δεν υπάρχει μαρτυρία, άμεση ή περιστατική, στην υπόθεση που να δεικνύει υπέρ του ότι οι Κ1 και Κ7 γνώριζαν ότι οι ΣΔ που έστειλαν θα χρησιμοποιούντο κατά τον τρόπο που τελικά χρησιμοποιήθηκαν, δηλ. για να δικαιολογήσουν εμβάσματα της Κ4 προς τον Μ. Ούτε ήταν αυτός ένας εύλογος τρόπος χρήσης της ΣΔ, σύμφωνα με τους αρχικούς όρους της. Πόσω μάλλον πως συνωμότησαν με τον Κ2 και τον Μ προς τούτο.
Επωφελούνται, λοιπόν, οι Κ1 και Κ7 του ευεργετήματος της αμφιβολίας. Δεν είμαι βέβαιη, στον απαιτούμενο βαθμό για ποινική δίκη, περί της γνώσης τους για τον τρόπο που οι ΣΔ εν τέλει χρησιμοποιήθηκαν, ήτοι για να δικαιολογηθούν τα εμβάσματα ημερ. 6.2.18, 8.5.18 και 3.7.18 της Κ4 προς τον Μ, συνολικού ύψους €1.050.000.
Συνεπώς, οι Κ1 και Κ7 και συνακόλουθα οι Κ5 και Κ6, των οποίων ο Κ1 είναι μοναδικός διευθυντής και τις οποίες η Κ7, καθ’ όλους τους ουσιώδεις χρόνους εκπροσωπούσε, αθωώνονται και απαλλάσσονται από τις κατηγορίες 1,2 και 3.
Θ. Κατηγορίες 8, 9 και 10 – Εξασφάλιση εγγραφής με ψευδείς παραστάσεις
Οι κατηγορίες αυτές αποδίδουν στους Κ1,2,4,5,6 και 7 ότι εσκεμμένα και με ψευδή παράσταση εξασφάλισαν την πολιτογράφηση των Μ, Β και Ε, δηλαδή παρουσίασαν στοιχεία που έδειχναν ότι αυτοί επένδυσαν στην Κύπρο το ποσό των 2 εκατομμυρίων Ευρώ έκαστος και ότι καθ΄αυτό τον τρόπο ικανοποιείτο το οικονομικό κριτήριο της σχετικής απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου ημερ. 13.9.16, ενώ γνώριζαν ότι αυτό δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα.
Σχετικά είναι τα άρθρα 305, 20 και 297 του Ποινικού Κώδικα, ΚΕΦ. 154 τα οποία προνοούν ως εξής:
Άρθρο 305:
«Όποιος εσκεμμένα εξασφαλίζει ή αποπειράται να εξασφαλίσει για τον εαυτό του ή άλλον, εγγραφή, άδεια ή πιστοποιητικό δυνάμει οποιουδήποτε νόμου ή κανονισμού, με οποιαδήποτε ψευδή παράσταση, είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση τριών χρόνων.»
Άρθρο 20:
«Όταν διαπράττεται ποινικό αδίκημα, καθένας από τους ακόλουθους θεωρείται ότι συμμετέσχε στη διάπραξη και θεωρείται ότι είναι ένοχος για αυτό και δύναται να διωχτεί ως αυτουργός σύμφωνα με τα ακόλουθα:
(α) εκείνος που διενεργεί πράγματι την πράξη ή παράλειψη, η οποία συνιστά το ποινικό αδίκημα
(β) εκείνος που διαπράττει ή παραλείπει να διαπράξει κάτι με σκοπό να καταστήσει δυνατή τη διάπραξη ποινικού αδικήματος από άλλο ή να παρέχει βοήθεια για τη διάπραξη τέτοιου αδικήματος από άλλον
(γ) εκείνος που παρέχει βοήθεια σε άλλον ή που παρακινεί αυτόν κατά τη διάπραξη ποινικού αδικήματος
(δ) εκείνος που συμβουλεύει ή που προάγει άλλον για διάπραξη ποινικού αδικήματος.
Στην τέταρτη περίπτωση ο υπαίτιος δύναται να διωχτεί είτε ως αυτουργός του ποινικού αδικήματος είτε σε ποινικό αδίκημα της παροχής συμβουλής ή της προαγωγής για διάπραξη τέτοιου αδικήματος.
Καταδίκη για το αδίκημα της παροχής συμβουλής ή της προαγωγής για διάπραξη ποινικού αδικήματος, συνεπάγει ίδιες συνέπειες από κάθε άποψη, καθώς και καταδίκη για διάπραξη τέτοιου αδικήματος.
Εκείνος που προάγει άλλο στη διενέργεια πράξης ή παράλειψης τέτοιας φύσης ώστε, αν γινόταν από τον ίδιο θα διενεργείτο από αυτό κάποιο ποινικό αδίκημα, είναι ένοχος ποινικού αδικήματος του ίδιου είδους και υπόκειται στην ίδια ποινή, όπως αν είχε διενεργήσει ο ίδιος τέτοια πράξη ή παράλειψη δύναται να διωχτεί δε όπως αν είχε διενεργήσει το ίδιος τέτοια πράξη ή παράλειψη.»
Άρθρο 297:
«Ψευδής παράσταση είναι οποιαδήποτε παράσταση γεγονότος, παρελθόντος ή παρόντος, που γίνεται με λόγια, με έγγραφο ή με συμπεριφορά η οποία είναι ψευδής στην πραγματικότητα και την οποία εκείνος που παριστάνει γνωρίζει ότι είναι ψευδής ή δεν πιστεύει ότι είναι αληθινή».
Εκ του λεκτικού των πιο πάνω διατάξεων σε συνδυασμό με τις λεπτομέρειες των κατηγοριών 8, 9 και 10 συνάγεται ότι τα συστατικά στοιχεία που η Κατηγορούσα Αρχή πρέπει να αποδείξει είναι τα ακόλουθα:
1. Οι Κ1, 2, 4, 5, 6 και 7,
2. εσκεμμένα,
3. με ψευδή παράσταση,
4. εξασφαλίσαν για τους Μ, Β και Ε,
5. πολιτογράφηση δυνάμει της επίδικης απόφασης του ΥπΣυ.
Το ψευδές της παράστασης δύναται, εν προκειμένω, να αποδειχθεί εάν τα εξής στοιχεία είναι παρόντα:
1. οποιαδήποτε παράσταση γεγονότος,
2. που γίνεται με λόγια ή με έγγραφο ή με συμπεριφορά,
3. η οποία είναι ψευδής στην πραγματικότητα,
4. και την οποία εκείνος που παριστάνει γνωρίζει ότι είναι ψευδής ή δεν πιστεύει ότι είναι αληθινή.
H ψευδής παράσταση στον Ποινικό Κώδικα μπορεί να ερμηνευτεί με αναφορά στον αγγλικό όρο false pretence ως απαντάται στο παλαιό άρθρο 32 του Larceny Act 1916. Το σύγγραμμα Archbold, Criminal Pleading, Evidence and Practice 35th ed. σημειώνει σχετικά:
“1943. The pretence. It is sufficient to show that the pretence was made, that the money, etc., was obtained thereby, with intent to defraud, and that the pretence was false to the knowledge of the prisoner: Hamilton v. R., 9 Q.B. 271; R. v. Dutt, 8 Cr.App.R. 51”. The prosecutor must prove the making of the pretence, as stated in the indictment;
1945. As to existing fact. It may be laid down as a general rule for the interpretation of the statute, that wherever a person fraudulently represents as an existing fact that which is not an existing fact, and so gets money, etc., that is an offence within the Act. See R. v. Woolley, 1 Den. 559; R. v. Carpenter, 75 J.P. 158.
1956. Form of pretence. It is not necessary that the pretence should be by words; the conduct and acts of the party will be sufficient, without any verbal or written representation.
………..
The statement of existing fact, whether made verbally or in writing, need not be made expressly: it is sufficient if the statement may be naturally and reasonably, although not necessarily, inferred from such words or writing, and the prisoner intended the prosecutor to put upon them a construction supporting the pretences charged in the indictment: R. v. King [1897] 1 Q.B. 214.
1957. When the false pretences are by letter, the prosecutor may be asked his opinion as to its meaning, and as to his belief when he received it with respect to the truth of the statements contained in it; but the proper inferences to be drawn from the letter are for the jury: R. v. King [1897] 1 Q.B. 214; and not for the judge: R. v. Rosenson, 12 Cr.App.R. 235.
1960. The inducement. It must also be proved that the goods, etc. (a), named in the indictment, or some part of them (for the rule in this respect is the same as in larceny; se ante, § 1526), were obtained by means of the pretences alleged; in other words, the prosecution must prove that the alleged false pretence(s) operated on the mind of the person alleged to have been defrauded and induced him either wholly or in part to part with his money or property. R. v. Grail, 30 Cr.App.R. 81; R. v. Sullivan, 30 Cr.App.R. 132. To prove this, counsel for the prosecution should ask the person alleged to have been defrauded “Why did you part with your money (or property)?” or at least “Did you believe what the prisoner told you?” R. V. Grail, ante: but proof that the false pretence operated on the mind of the prosecutor need not in every case be afforded by the direct evidence of a withness to that effect, if the facts are such that the alleged false pretence is the only reason which could be such that the alleged false pretence is the only reason which could be suggested as having been the operative inducement. R. v. Sullivan, ante. As to conviction of an attempt to obtain by false pretences where the prosecutor has not been deceived, se ante, § 1941.
1961. Intent to defraud. This is an essential ingredient of the offence, though in many cases it may be inferred from the facts of the case: R. v. Ferguson, 9 Cr.App.R. 113.”
Η έννοια της ψευδούς παράστασης δεν περιλαμβάνει υπόσχεση για μελλοντική συμπεριφορά ή δράση, ούτε έκφραση άποψης ως προς την επέλευση μελλοντικού γεγονότος.
Η ψευδής παράσταση αυτή δεν είναι ανάγκη να είναι με λέξεις, ως ορίζεται άλλωστε στον Ποινικό Κώδικα. Είναι αρκετό εάν αυτή γίνεται είτε με έγγραφο είτε με συμπεριφορά, χωρίς προφορική επικοινωνία. Περαιτέρω η παράσταση αυτή πρέπει να αφορά γεγονός του παρελθόντος ή του παρόντος δηλ. παράσταση ότι ένα γεγονός υπάρχει ή υπήρξε. Μια απλή έκθεση γνώμης ή υπόσχεση ή παράσταση ότι θα εκπληρωθεί κάποια πράξη στο μέλλον δεν επαρκεί για στοιχειοθέτηση ψευδούς παράστασης. Δήλωση πρόθεσης για μελλοντική συμπεριφορά, είτε πρόκειται για παράσταση υπαρκτού γεγονότος είτε όχι, επίσης δεν αποτελεί ψευδή παράσταση. Περαιτέρω, υπόσχεση για μελλοντική συμπεριφορά για την οποία δεν υπάρχει πρόθεση τήρησης της, δεν αποτελεί από μόνη της ψευδή παράσταση. Αν όμως παράσταση για υπάρχοντα γεγονότα συνοδεύεται και από υπόσχεση ότι ο κατηγορούμενος θα πράξει κάτι στο μέλλον τότε είναι αρκετή για απόδειξη του στοιχείου αυτού. Ψευδής παράσταση μπορεί επίσης να υπάρχει όταν δίδεται υπόσχεση για μελλοντική συμπεριφορά σε συνδυασμό με ψευδή παράσταση ότι αυτός που υπόσχεται έχει την εξουσία να πράξει το υποσχεθέν.
(Για τα πιο πάνω βλ. Archbold 35th ed. σελ. 758-780, Russel on Crime Τόμος 2, σελ. 1171 - 1184, Police v. Kyzas (1982) 1 J.S.C. 202 και Police v. Petrou (1971) 12 J.S.C. 1524, όπου γίνεται αναφορά στη σχετική αγγλική νομολογία, R v Dent [1955] 2 AllER 806 και R v Laverty [1970] 3 AllER 432 ).
Η λέξη «εσκεμμένα» σημαίνει επί σκοπού και με πρόθεση καταδολίευσης εκ των Κατηγορουμένων. Αν η ψευδής παράσταση έγινε με ειλικρινή πεποίθηση ότι ήταν αληθινή, τότε αυτό δείχνει την έλλειψη πρόθεσης καταδολίευσης (βλ. Police v. Petrou alias Yiatros (1971) 12 J.S.C. 1524).
Η πρόθεση, ως κατάσταση μυαλού, δεν μπορεί να αποδειχθεί ως γεγονός. Μπορεί όμως να συναχθεί από αποδεδειγμένα γεγονότα.
Στην R v Sullivan (1945) 30 CrAppR 132 ο Δικαστής Humphreys J, σημείωσε της σελ. 134 – 136 της απόφασής του:
«In order that a person may be convicted of that offence [ie., ‘false pretences’] it has been said hundreds of times that it is necessary for the prosecution to prove to the satisfaction of the jury that there was some misstatement which in law amounts to a pretence, that is, a misstatement as to an existing fact made by the accused person; that it was false and false to his knowledge; that it acted upon the mind of the person who parted with the money, and that the proceeding on the part of the accused person was fraudulent. That is the only meaning to be applied to the words "with intent to defraud". […]
It is, we think, undoubtedly good law that the question of inducement acting upon the mind of the person who may be described as the prosecutor is not a matter which can only be proved by the direct evidence of the witness. It can be, and very often is, proved by the witness being asked some question which brings the answer “I believed that statement and that is why I parted with my money”; but it is not necessary that there should be that question and answer if the facts are such that it is patent that there was only one reason which anybody could suggest for the person alleged to been defrauded parting with his money, and that is the false pretence, if it was a false pretence.»
Στη μεταγενέστερη R v Kritz (1949) 33 CrAppR 169 ο Λόρδος Lord Goddard CJ, ανέφερε στις σελ. 173 – 174 της απόφασής του Δικαστηρίου:
«This Court desires to lay down in the clearest possible terms that they approve of the judgment of Channell J in CARPENTER (1911) 22 CoxCC 618, at p.624. This is the locus classius on this point. […] The learned Judge said this: "If the defendant made statements of fact which he knew to be untrue, and made them for the purpose of inducing persons to deposit with him money which he knew they would not deposit but for their belief in the truth of his statements, and if he was intending to use the money so obtained for purposes different from those for which he knew the depositors understood from his statements that he intended to use it, them gentlemen, we have the intent to defraud, although he may have intended to repay the money if he could, and although he may have honestly believed, and may even have had good reason to believe, that he would be able to repay it. You see it is the fraud in the mode of getting the money, because you may by fraud get hold of money, even if you mean to repay it, and thoroughly believe that you can repay it – you are still defrauding the depositor." Now mark the next passage: "You are not defrauding him out of the money if you eventually do repay it, but you are defrauding the man because you are giving him something different from what he thinks he is getting, and you are getting his money by your false statement. In such a case as that the false statement would not be honestly made, and this question as to the intent to defraud substantially comes to this: whether or not the statements were honestly made.»
Πρέπει, επίσης, να αποδειχτεί ότι η εξασφάλιση εγγραφής ήταν το αποτέλεσμα της ψευδούς παράστασης. Το στοιχείο αυτό, αποδεικνύεται κατά κανόνα με άμεση μαρτυρία (βλ. R. v Laverty [1970] 3 All ER 432, 434). Κατ' εξαίρεση, μπορεί να αποδειχθεί και με περιστατική μαρτυρία αν τα πραγματικά περιστατικά είναι τέτοια ώστε η προβαλλόμενη ψευδής παράσταση, να είναι ο μόνος λόγος για τον οποίο το θύμα θα μπορούσε να ενεργήσει όπως ενήργησε (βλ. Sullivan (1945) 30 Cr.App.R. 132).
Σχετική είναι και η μεταγενέστερη υπόθεση R v Lambie [1981] 2 All ER 776, η οποία επέκτεινε την εξαίρεση που καθιέρωσε η Sullivan . Λέχθηκε στην Lambie πως το στοιχείο της επίδρασης των ψευδών παραστάσεων μπορεί να στοιχειοθετηθεί και μέσω περιστατικής μαρτυρίας, νοουμένου ότι η κατάληξη περί της επίδρασης των ψευδών παραστάσεων, προκύπτει ως το μοναδικό, εύλογο και ακαταμάχητο συμπέρασμα (irresistible inference). Λέχθηκαν συγκεκριμένα τα εξής:
«It is true that in R v Laverty [1970] 3 All ER 432 at 434 Lord Parker CJ said that the Court of Appeal, Criminal Division, was anxious not to extend the principle in Sullivan further than was necessary. Of course, the Crown must always prove its case and one element which will always be required to be proved in these cases is the effect of the dishonest representation on the mind of the person to whom it is made. But I see no reason why in cases such as the present, where what Humphreys J called the direct evidence of the witness is not and cannot reasonably be expected to be available, reliance on a dishonest representation cannot be sufficiently established by proof of facts from which an irresistible inference of such reliance can be drawn.»
Καθ’ υπαγωγή του Νόμου στα γεγονότα εν προκειμένω και με δεδομένα τα ευρήματα και διαπιστώσεις μου, ανωτέρω, προκύπτουν τα ακόλουθα:
Ο Κ2, ενεργώντας εκ μέρους, για λογαριασμό και ως ο ιθύνων νους της Κ4, δόλια και γνωρίζοντας πως τούτο ήταν παράνομο, παρέστησε ψευδώς ότι εισέπραξε από τον Μ, ποσό ίσο με €2.000.000 πλέον Φ.Π.Α. για έκαστο Επενδυτή, ενώ μετά την υποβολή της αίτησης και πριν την πολιτογράφηση για έκαστο Επενδυτή, ήτοι στις 6.2.18 (μια ημέρα μετά την υποβολή της 1ης αίτησης), στις 8.5.18 και 3.7.18, η Κ4, με την εξουσιοδότηση του Κ2, έκανε εμβάσματα συνολικού ύψους €1.050.000 στον Μ, τα οποία μόνο ως επιστροφή του ποσού της επένδυσης μπορούν να λογιστούν και όχι ως οτιδήποτε άλλο. Έτσι, έκαστη επένδυση μειώθηκε κατά τρόπο που δεν πληρείτο το οικονομικό κριτήριο Α.1. του ΚΕΠ. Συνεπώς, η εξασφάλιση υπηκοοτήτων εκ των Επενδυτών που επακολούθησε λογίζεται ως εγγραφή δια ψευδών παραστάσεων.
Ο λόγος απόκρυψης των ΣΔ από κάθε τμήμα της Δημοκρατίας που ενέχετο στην εξασφάλιση υπηκοότητας ήταν ακριβώς για να μην υποπτευθούν ότι επιστρέφονταν, μέσω αυτών, χρήματα στον Μ. Θεωρώ αυταπόδεικτο πως εάν τα αρμόδια τμήματα γνώριζαν την ύπαρξη των επίδικων ΣΔ και/ή την επιστροφή λεφτών στον Μ μέσω αυτών, θα ενεργούσαν πολύ διαφορετικά και ως ευρήματά μου, στη βάση της μαρτυρίας των ΜΚ2, ΜΚ3 και ΜΚ6.
Οι Κ2 και Κ4 συνεπώς καταδικάζονται στις κατηγορίες 8, 9 και 10.
Για τους ίδιους λόγους που αναφέρθηκαν στην Ενότητα Η, πιο πάνω, οι Κ1, Κ5, Κ6 και Κ7 αθωώνονται και απαλλάσσονται από τις εν λόγω κατηγορίες.
Θ. Οι κατηγορίες σχετικές με Φ.Π.Α.
Όλες οι κατηγορίες Φ.Π.Α. θα κριθούν υπό το πρίσμα των πιο κάτω νομικών αρχών.
Μειωμένος συντελεστής Φ.Π.Α. για οικία
Ο Πίνακας Γ – 5ο Παράρτημα – του Ν. 95(Ι)/2000 προβλέπει για μειωμένο συντελεστή Φ.Π.Α. για οικία από 19% σε 5% υπό προϋποθέσεις, μεταξύ αυτών και η οικία που αγοράζεται από τον αιτητή να είναι ο χώρος κύριας και μόνιμης διαμονής του στη Δημοκρατία. Προβλέπει επίσης πως «ιδιοκατοίκηση» σημαίνει την «κατοίκηση σε ιδιόκτητη οικία».
Το άρθρο 48 του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου, Ν. 95(Ι)/2000, ως τροποποιήθηκε, προνοεί ως εξής:
«48.—(1) Όταν διαπράττεται ποινικό αδίκημα που αναφέρεται στον παρόντα Νόμο από νομικό πρόσωπο, την ευθύνη για το αδίκημα αυτό φέρουν εκτός από το ίδιο το νομικό πρόσωπο, οι σύμβουλοι ή οι διευθύνοντες αξιωματούχοι του νομικού προσώπου.
(2) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου "διευθύνων αξιωματούχος", σε σχέση με νομικό πρόσωπο, σημαίνει οποιοδήποτε διευθυντή, γραμματέα ή άλλο παρόμοιο αξιωματούχο του νομικού προσώπου ή οποιοδήποτε πρόσωπο που φέρεται ότι ενεργεί σε σχέση με οποιαδήποτε τέτοια ιδιότητα ή ως σύμβουλος.»
Το άρθρο 48 του Ν.95(Ι)/2000
Στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Σπύρου, Ποινική Έφεση Αρ. 276/2015, ημερομηνίας 12.4.2017, η οποία αφορούσε παραβάσεις του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου 95(Ι)/2000 υπογραμμίστηκε ότι η δυνάμει του άρθρου 48(1) ευθύνη των αξιωματούχων εταιρείας προκύπτει αυτομάτως και άνευ άλλου τινός από μόνο το γεγονός της στοιχειοθέτησης της ευθύνης της εταιρείας. Τα όσα ισχύουν στην περίπτωση δίωξης, δυνάμει του άρθρου 20 Κεφ. 154, προσώπου το οποίο εμπλέκεται ως συνεργός δεν ισχύουν εν προκειμένω.
Ήταν αναντίλεκτο ενώπιον μας γεγονός ότι ο Κ2 είναι διευθυντής της Κ4, ενώ ο Κ3 δεν είναι αξιωματούχος της Κ4.
Στην υπόθεση Σπύρου (ανωτέρω) λέχθηκαν συναφώς τα ακόλουθα:
«Όπως είναι νομολογημένο (Sea Island & Tours Ltd v. K.O.T. (1995) 2 A.A.Δ. 196, Γενικός Εισαγγελέας ν. Δημητρίου (2010) 2 Α.Α.Δ. 298 και Aestas Trading Ltd κ.α. v. Kυπριακός Οργανισμός Τουρισμού, Ποιν. Εφ. 78/15 και 79/15 ημερ. 3.9.15, οι οποίες παραπέμπουν και σε αγγλική νομολογία), στις περιπτώσεις που ο Νόμος δημιουργεί αδίκημα αυστηρής ή απόλυτης ευθύνης δεν απαιτείται απόδειξη ένοχης διάνοιας (mens rea) εφόσον η ένοχη διάνοια δεν είναι συστατικό στοιχείο του αδικήματος. Όπως δε επισημάνθηκε στη Sea Island & Tours Ltd (ανωτέρω), το κατά πόσο ο Νόμος δημιουργεί τέτοιο αδίκημα είναι θέμα που «κρίνεται κατ' αρχήν από το λεκτικό της διάταξης και έπειτα, εν αμφιβολία, από τη φύση του νομοθετήματος - ρυθμιστικής ή αυστηρώς ποινικής - όπως και από το πρόβλημα προς το οποίο το νομοθέτημα απευθύνεται για επίλυση - αν π.χ. ανάγεται σε τομέα που αφορά, γενικά θα λέγαμε, την κοινή ευημερία: βλ. σχετικά την πολύ σημαντική απόφαση της Νομικής Επιτροπής της Βουλής των Λόρδων στην υπόθεση Alphacell Ltd v. Woodward [1972] 2 All E.R. 475, απόφαση που επιβεβαιώθηκε πρόσφατα στην National Rivers Authority v. Yorkshire Water Services Ltd [1995] 1 All E.R. 225».
Στην παρούσα περίπτωση δεν χωρεί αμφιβολία ότι το λεκτικό του Νόμου δημιουργεί αδίκημα αυστηρής ευθύνης εφόσον ρητώς προνοεί πως «Όταν διαπράττεται ποινικό αδίκημα που αναφέρεται στον παρόντα Νόμο από νομικό πρόσωπο, την ευθύνη για το αδίκημα αυτό φέρουν εκτός από το ίδιο νομικό πρόσωπο, οι σύμβουλοι ή οι διευθυντές αξιωματούχοι του νομικού προσώπου» (άρθρο 48). Τοσούτω μάλλον που πρόκειται για ένα εξαιρετικής σημασίας νομοθέτημα που αφορά την εθνική οικονομία και ο καταλογισμός ευθύνης στους αξιωματούχους ενός νομικού προσώπου από το Νόμο αποβλέπει στο να διασφαλιστεί η εκπλήρωση των νομικών υποχρεώσεων του νομικού προσώπου μέσω του κολασμού των αξιωματούχων του (Μελάς ανωτέρω)» [βλ. Μελάς ν. Γενικού Εισαγγελέα (2008) 2 Α.Α.Δ. 412].
[……..]
Κατά συνέπεια προς τα ανωτέρω οποτεδήποτε ένα νομικό πρόσωπο διαπράττει αδίκημα προνοούμενο από το Νόμο, ποινικώς υπεύθυνοι είναι και οι διευθυντές του. Πρόκειται δηλαδή για απόλυτο αδίκημα (absolute offence) και αποτελεί καταστρατήγηση του Νόμου η εξέταση από το Δικαστήριο ύπαρξης ή ανυπαρξίας ένοχης διάνοιας (mens rea) [του αξιωματούχου]
[……..]
Ο Νόμος λοιπόν (άρθρο 48) κατά τρόπο που δεν επιδέχεται άλλης ερμηνείας καθιστά προσωπικώς ποινικώς υπεύθυνους τους διευθυντές (και άλλους αξιωματούχους) για τα αδικήματα ενός νομικού προσώπου που προνοούνται από το Νόμο [……]».
Εάν, με λίγα λόγια εταιρεία βρεθεί υπόλογη για παράνομη αποφυγή ΦΠΑ, αδίκημα που είναι αυστηρής ευθύνης, τότε οι αξιωματούχοι της είναι, άνευ ετέρου, επίσης υπόλογοι, χωρίς να απαιτείται απόδειξη ένοχης διάνοιας εκ μέρους τους. Μόνο έτσι μπορεί ο Νόμος να πετύχει τους σκοπούς του, που είναι η πάταξη της διαφυγής, η οποία πλήττει την εθνική οικονομία.
Κατηγορίες 4, 5 και 6
Οι αρχές που σχετίζονται με την νομική πτυχή της συνομωσίας προς καταδολίευση αναφέρθηκαν πιο πάνω.
Εν προκειμένω, σύμφωνα με τις λεπτομέρειες στο κατηγορητήριο, πρέπει να αποδειχθεί ότι οι Κ2 και Κ3 και ο Μ συμφώνησαν μεταξύ τους να υποβάλουν αίτηση στο Τμήμα Φορολογίας για μειωμένο συντελεστή Φ.Π.Α. για την αγορά των τριών (3) επίδικων διαμερισμάτων, που θα παρουσίαζαν ψευδώς ότι αυτά θα ήταν η κύρια και μόνιμη κατοικία των Επενδυτών ενώ υπήρχαν για αυτά τρεις (3) ΣΔ που προνοούσαν το αντίθετο, ότι δηλαδή οι Επενδυτές παραχωρούσαν στην Κ4 τη διαχείριση των διαμερισμάτων για 15 χρόνια. Ότι περαιτέρω η συνωμοσία έγινε με σκοπό το Τμήμα Φορολογίας να πειστεί ότι ικανοποιούνταν οι εκ του νόμου προϋποθέσεις και εγκρίνει την αίτηση.
Αναφορικά με τον Κ2 και τον Μ
Η συμφωνία τους αποδεικνύεται μέσα από τη συντονισμένη τους δράση. Εξηγώ:
Οι ΣΔ δεν αποκαλύφθηκαν ποτέ στην Υπηρεσία Φ.Π.Α..
Ο Κ2, ως διευθυντής και αντιπρόσωπος της Κ4 και ο Μ, εκπροσωπώντας και τα παιδιά του, είχαν κοινό σκοπό. Να μειώσουν όσο μπορούσαν το τίμημα αγοράς των τριών (3) διαμερισμάτων – αλλά ταυτόχρονα να επωφελούνταν τριών υπηκοοτήτων. Τούτο ήταν προς το κοινό τους συμφέρον. Ο Κ2 πωλούσε ταυτόχρονα τρία (3) διαμερίσματα και ο Μ εισέπραττε τρεις (3) υπηκοότητες ξοδεύοντας λιγότερα από €2 εκ. ανά άτομο. Το τίμημα αγοράς μπορούσε να μειωθεί, πέραν της επιστροφής λεφτών δια των εμβασμάτων και με την επιβολή μειωμένου συντελεστή Φ.Π.Α. Κατ’ ακρίβειαν δεν επρόκειτο για διόλου ευκαταφρόνητο ποσό, πέραν των €700.000. Αυτό το ποσό είναι όσα τελικά εξοικονόμησε ο Μ για κάθε διαμέρισμα.
Με την μη αμφισβήτηση της μαρτυρίας του ΜΚ11, η Υπεράσπιση κατ’ ουσίαν δέχθηκε ότι αυτός ήταν αθώος μεσάζοντας (innocent agent) μεταξύ της Κ4, για την οποία ενεργούσε και της Υπηρεσίας Φ.Π.Α.
Δεν επρόκειτο για δυο άτομα που ανεξάρτητα επιδίωξαν τον ίδιο στόχο. Επωφελούνταν και οι δυο από την εν λόγω ενέργεια. Ο Μ θα υπέγραφε την υπεύθυνη δήλωση για τον εαυτό του, ενδεχομένως και για τα παιδιά του (βλ. την υποψία που εκφράζει ο γραφολόγος στο Τεκμήριο 143 για την υπογραφή του Β) και μέσω της Κ4, και του αθώου μεσάζοντα, ΜΚ11 η σχετική αίτηση θα καταχωρούνταν στην Υπηρεσία Φ.Π.Α. Και ενώ, επαναλαμβάνω, οι τρεις (3) ΣΔ παρέμεναν κρυφές ώστε να μην φανεί ότι οι Επενδυτές δεν είχαν σκοπό να χρησιμοποιήσουν τα εν λόγω διαμερίσματα ως κύρια και μόνιμή τους κατοικία, τουλάχιστον για 15 χρόνια. Ο καθένας έπαιξε το δικό του ρόλο στην επιδίωξη του κοινού τους σκοπού. Τούτο δεν μπορεί να έγινε παρά με προηγούμενη συμφωνία των Κ2 και Μ.
Οι Κ2 και Κ4 καταδικάζονται συνεπώς στις κατηγορίες 4, 5 και 6.
Αντιθέτως, δεν μπορώ να πω με βεβαιότητα, ότι ο Κ3 ήταν μέρος αυτής της προγενέστερης, της καταχώρισης των αιτήσεων, για μειωμένο συντελεστή Φ.Π.Α., συμφωνίας. Το ότι γνώριζε την ύπαρξη των ΣΔ τουλάχιστον, από τις 3.5.18, ημερομηνία του 1ου του email στον [Κ.Φ.] είναι σίγουρο (Τεκμήρια 165 και 166). Το εάν συμφώνησε, όμως, είτε προγενέστερα, είτε μεταγενέστερα της πιο πάνω ημερομηνίας είτε με τον Κ2, είτε με τον Μ, είτε και με τους δυο ότι θα έπρατταν παρανόμως προς επιδίωξη κοινού σκοπού καταδολίευσης της Δημοκρατίας, δηλαδή με την καταχώριση αίτησης για μειωμένο συντελεστή Φ.Π.Α. δεν είναι βέβαιο από την ενώπιον μας μαρτυρία. Δεν αποκλείεται ο Κ3, να ενημερώθηκε απλώς για τη συμφωνία μεταξύ Κ2 και Μ προς καταδολίευση της Δημοκρατίας ή και να μην ενημερώθηκε ρητά αλλά να του ζητήθηκε από τον Κ2 να παίξει το ρόλο του στην υλοποίηση της. Ήτοι, να στείλει στον [Κ.Φ.] της Τράπεζας Κύπρου τις ΣΔ προς δικαιολόγηση των εμβασμάτων.
Λόγω αμφιβολιών, συνεπώς ο Κ3 αθωώνεται και απαλλάσσεται από τις κατηγορίες 4, 5 και 6.
Κατηγορίες 11, 12 και 13
Το άρθρο 46(1) του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου, Ν. 95(Ι)/2000 ως τροποποιήθηκε, προνοεί ως εξής:
«46.—(1) Οποιοδήποτε πρόσωπο ενέχεται σε δόλια αποφυγή καταβολής Φ.Π.Α. ή προβαίνει σε ενέργειες με σκοπό τη δόλια αποφυγή καταβολής Φ.Π.Α., είτε από το ίδιο είτε από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και υπόκειται σε χρηματική ποινή μέχρι το τριπλάσιο του ποσού του Φ.Π.Α. που οφείλεται ή σε φυλάκιση μέχρι τρία έτη ή και στις δύο αυτές ποινές.»
Συστατικά στοιχεία του εν λόγω αδικήματος είναι, επομένως, τα εξής:
1. Οποιοδήποτε πρόσωπο,
2. να ενέχεται ή να προβαίνει σε ενέργειες με σκοπό τη,
3. δόλια αποφυγή καταβολής Φ.Π.Α.,
4. είτε από το ίδιο, είτε από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο.
(βλ. τηρουμένων των αναλογιών Tinker Paul Michael ν. Διευθύντριας Τμήματος Τελωνείων (2006) 2 ΑΑΔ 411).
Βάσει των πιο πάνω η Κ4 απέφυγε να καταβάλει τον αναλογούντα σε έκαστο διαμέρισμα 19%Φ.Π.Α., πληρώνοντας μόνο το 5%, του οποίου μπορούσε να επωφεληθεί μόνο εάν οι Επενδυτές/Αγοραστές το χρησιμοποιούσαν για ιδιοκατοίκηση, ενώ βάσει των ΣΔ οι Επενδυτές δεν θα το χρησιμοποιούσαν για δικούς τους σκοπούς για 15 χρόνια μετά τις 24.11.17, ημερομηνία υπογραφής και έναρξης ισχύος των ΣΔ. Η Κ4, λοιπόν, απέφυγε να καταβάλει φόρο προς 14%, ήτοι €235.294,12 για έκαστο διαμέρισμα (βάσει της μαρτυρίας του ΜΚ3). Τούτο, ο Κ2 – εκπροσωπώντας και όντας ο μοναδικός διευθυντής της Κ4 – έπραξε ενεχόμενος και ο ίδιος στο αδίκημα.
Οι Κ2 και 4 κρίνονται, συνεπώς, ένοχοι για τις κατηγορίες 11,12 και 13.
Ο Κ3 ήξερε και αυτός ότι μεταξύ της Κ4 και των Επενδυτών, υπήρχαν οι ΣΔ, τουλάχιστον από τις 3.5.18 που ο ίδιος έστειλε και τις ΣΔ στον [Κ.Φ.] της Τράπεζας Κύπρου προς δικαιολόγηση του εμβάσματος ημερομηνίας 8.5.18. Έστειλε και τις αρχικές ΣΔ και τις χειρόγραφα αλλαγμένες ΣΔ. Επομένως, η ύπαρξη συμφωνιών διαχείρισης των τριών (3) διαμερισμάτων, αποκλείει εξ ορισμού την ιδιοκατοίκηση τους από τους Επενδυτές. Έτσι, όταν στις 21.11.18 ο ΜΚ11 καταχωρούσε τις αιτήσεις για μειωμένο συντελεστή Φ.Π.Α., ο Κ3 γνώριζε ότι οι αιτήσεις περιείχαν λανθασμένα στοιχεία.
Καθ’ αυτό τον τρόπο ο Κ3, κατά το ελάχιστον, ενεπλάκη σε ενέργειες ώστε η Κ4 ν’ αποφύγει δολίως την καταβολή Φ.Π.Α.
Έτσι, ο Κ3 καταδικάζεται στις κατηγορίες αυτές.
Κατηγορίες 14, 15 και 16
Η κατηγορία 14 αφορά σε 2 ξεχωριστά τιμολόγια, και τα δύο για το διαμέρισμα 203 του Μ, και αποδίδει στους Κ2 και Κ4 ότι προέβησαν σε αναληθή δήλωση για την φορολογική περίοδο μεταξύ της 1.12.17 και της 28.02.18 χωρίς να συμπεριλάβουν στις εκροές τα τιμολόγια DF18000005 και DF18000006 που αφορούσαν σε συνολικό ποσό €2.100.012,49.
Οι κατηγορίες 15 και 16 αφορούν έκαστη σε διαφορετικό τιμολόγιο σχετικά με το διαμέρισμα 204 του Β.
Η κατηγορία 15 αποδίδει, δηλαδή, στους Κ2 και 4, ότι παρέλειψαν να συμπεριλάβουν στις εκροές της φορολογικής περιόδου 1.12.2007 - 28.02.2018 το τιμολόγιο DF18000003, ημερ. 22.02.2018, για ποσό 590.000 ευρώ.
Η κατηγορία 16 αποδίδει το ίδιο στους Κ2 και 4, σχετικά όμως με το τιμολόγιο DF18000004, ημερ. 7.03.2018, για ποσό 1.510.000 ευρώ και για τη φορολογική περίοδο 1.3.18 – 31.5.18.
Το άρθρο 46(3) του Ν.95(Ι)/2000 προνοεί:
«(3) Οποιοδήποτε πρόσωπο—
(α) Με πρόθεση εξαπάτησης, προσάγει, παραδίδει ή αποστέλλει για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου ή κατ' άλλον τρόπο χρησιμοποιεί για εκείνους τους σκοπούς οποιοδήποτε έγγραφο που είναι αναληθές σε ουσιώδες στοιχείο˙ ή
(β) κατά την παροχή οποιωνδήποτε πληροφοριών για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου προβαίνει σε οποιαδήποτε δήλωση που γνωρίζει ότι είναι αναληθής σε ουσιώδες στοιχείο ή απερίσκεπτα προβαίνει σε δήλωση που είναι αναληθής σε ουσιώδες στοιχείο,
είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και υπόκειται σε χρηματική ποινή μέχρι το τριπλάσιο του ποσού του Φ.Π.Α. που οφείλεται ή σε φυλάκιση μέχρι τρία έτη ή και στις δύο αυτές ποινές.»
Σύμφωνα, επομένως, με το ως άνω άρθρο 46(3)(β) συστατικά στοιχεία του αδικήματος που αποδίδεται στους Κ2 και 4 στις λεπτομέρειες των κατηγοριών 14, 15 και 16 είναι:
1. Οποιοδήποτε πρόσωπο,
2. προβαίνει σε οποιαδήποτε δήλωση,
3. που γνωρίζει ότι είναι αναληθής,
4. σε ουσιώδες στοιχείο της
είναι ένοχο αδικήματος.
Κατέστησαν ρητώς παραδεκτά γεγονότα κατά τη μαρτυρία του ΜΚ3, ότι:
- Τα τιμολόγια με αριθμό αναφοράς DF18000005 και DF18000006 για τα ποσά των €1.280.000 και €2.098.732,49 αντίστοιχα, τα οποία εκδόθηκαν στις 03.01.18 και εισπράχθηκαν στις 03.01.18 και 27.12.17, αντίστοιχα, δεν συμπεριλήφθηκαν στη φορολογική δήλωση της Κατηγορουμένης εταιρείας 4 που αφορούσε τη φορολογική δήλωση μεταξύ της 01.12.17 και 28.02.18.
- Όπως επίσης στην ίδια φορολογική δήλωση της Κατηγορουμένης 4, δεν συμπεριλήφθηκε το τιμολόγιο με αριθμό αναφοράς DF18000003 που αφορούσε στο ποσό των €590.000 εκδοθέν στις 22.02.18 και το οποίο εισπράχθηκε αυθημερόν.
- Επίσης στη φορολογική δήλωση της Κατηγορουμένης εταιρείας 4 που αφορούσε στη φορολογική περίοδο μεταξύ την 01.03.18 και 31.05.18, δεν συμπεριλήφθηκε το τιμολόγιο με αριθμό αναφοράς DF18000004 το οποίο αφορούσε στο ποσό των €1.510.000 και το οποίο εκδόθηκε στις 07.03.18, και ποσό το οποίο εισπράχθηκε αυθημερόν.
Τα πιο πάνω παραδεκτά γεγονότα είναι από μόνα τους επαρκή για στοιχειοθέτηση των συστατικών στοιχείων των σχετικών κατηγοριών για την Κ4, και συνεπώς και του Κ2 ως αξιωματούχου της.
Επομένως, οι Κ2 και Κ4 κρίνονται ένοχοι και σε αυτές τις κατηγορίες.
ΙΑ. Κατηγορίες17 και 18
Οι κατηγορίες αυτές αποδίδουν στους Κατηγορούμενους 1, 2, 4, 5 και 7 πλαστογραφία (17η κατηγορία) και συνομωσία για καταδολίευση (18η κατηγορία) της Κυπριακής Δημοκρατίας χρησιμοποιώντας πλαστό έγγραφο, ήτοι το ΑΓ του Β, ενώ το διαμέρισμα 204 που ήταν το αντικείμενό του, δεν υπήρχε στα αρχιτεκτονικά σχέδια του κτιρίου που υποβλήθηκαν στο Δήμο Λεμεσού προς εξασφάλιση πολεοδομικής άδειας, με σκοπό ο Β να επωφεληθεί υπηκοότητας.
Υιοθετώ για σκοπούς της παρούσης τη σχετική με αυτό το αδίκημα νομική πτυχή στην απόφαση της πλειοψηφίας.
Κατηγορία 17
Κατ’ αρχή βάσει των ευρημάτων μου το διαμέρισμα 204 δεν υφίστατο επί των σχεδίων που εγκρίθηκαν από τον Δήμο Λεμεσού και βάσει των οποίων εκδόθηκε η πρώτη και τότε ισχύουσα Πολεοδομική Άδεια για το κτίριο.
Τα αρχιτεκτονικά σχέδια που επισυνάφθηκαν στο ΑΓ του Β, δείχνουν το διαμέρισμα 204. Μάλιστα, ο αριθμός είναι διορθωμένος χειρόγραφα, ενώ όλα τα υπόλοιπα επί των σχεδίων έχουν ξεκάθαρα παραχθεί μέσω ηλεκτρονικού υπολογιστή. Επίσης, τα ίδια αρχιτεκτονικά σχέδια, δηλ. αυτά με χειρόγραφο τον αριθμό 204 έχουν κατατεθεί και στο Κτηματολόγιο με ΠΩΕ 719/18 στις 20.3.2018 (βλ. Τεκμήριο 16).
Βάσει όλων των προλεχθέντων πληρούνται τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της πλαστογραφίας.
Δεν έχω αμφιβολία πως ο Κατηγορούμενος 2 γνώριζε για την χειρόγραφη αλλαγή του διαμερίσματος 201 σε 204, ενώ διαμέρισμα 204 στον 2ο όροφο του Corniche κατ’ εκείνο το χρόνο δεν υπήρχε. Μόνο και μόνο:
- ότι ο ίδιος είναι ο μοναδικός διευθυντής και ιθύνων νους της Κ4,
- η ύπαρξη της χειρόγραφης αλλαγής σε συμβόλαιο που διαπραγματεύτηκε ο ίδιος ο Κ2 με τον Μ,
- ότι τα αλλαγμένα χειρογράφως σχέδια ήταν αυτά που κατατέθηκαν επισήμως στο Κτηματολόγιο, εκ μέρους και για λογαριασμό της Κ4 και
- ότι το διαμ. 204 δεν συμπεριλαμβανόταν καν στην αρχική πολεοδομική άδεια που εξασφαλίστηκε για το κτίριο,
δεν αφήνουν άλλη λογική επιλογή ανοιχτή.
Οι Κ2 και η Κ4, για την οποία ο Κ2, ενεργούσε ως αντιπρόσωπος και ιθύνων νους, καταδικάζονται για την κατηγορία 17.
Γνώριζαν, όμως, οι Κ1 και Κ7 για την πλαστογραφία; Δεν ικανοποιούμαι, με την απαραίτητη βεβαιότητα ότι οι Κ1 και Κ7 γνώριζαν πράγματι ότι τα αρχιτεκτονικά σχέδια που καταχωρίστηκαν στο Δήμο Λεμεσού, για σκοπούς λήψης της αρχικής πολεοδομικής άδειας δεν περιλάμβαναν το διαμέρισμα 204 του Β. Ούτε υπάρχει μαρτυρία ότι αυτοί γνώριζαν πως η αρχική Πολεοδομική άδεια που η Κ4 εξασφάλισε δεν περιλάμβανε το διαμέρισμα 204.
Έτσι οι Κ1, Κ5, Κ6 και Κ7 απαλλάσσονται από την κατηγορία 17.
Κατηγορία 18
Για τους ίδιους λόγους που δεν ικανοποιήθηκα ότι οι Κ1, 5 και 7 γνώριζαν περί της πλαστογραφίας, ως ανωτέρω, δεν ικανοποιούμαι ούτε ότι συνωμότησαν με τους Κ2 και Μ με σκοπό να καταδολιεύσουν τη Δημοκρατία βάσει του πλαστογραφημένου ΑΓ του Β.
Περαιτέρω, προβληματίστηκα επί του αν ο Μ γνώριζε ότι το διαμέρισμα 204 δεν υπήρχε καν στα σχέδια την ώρα που διαπραγματευόταν με τον Κ2 για την αγορά του, ως το μέσο εξασφάλισης της κυπριακής υπηκοότητας από τον υιό του, Β. Δεν εντόπισα μαρτυρία στην υπόθεση που να μου επιτρέπει με την απαιτούμενη ασφάλεια να αποφασίσω το ερώτημα θετικά. Δεν αποκλείεται ο Κ2 να ξεγέλασε κι αυτόν, παριστάνοντας πως το διαμέρισμα 204 υπήρχε τότε. Ούτε αποκλείεται να μην τον ξεγέλασε, να γνώριζε δηλαδή ο Μ ότι το διαμ.204 δεν υπήρχε, αλλά να συναίνεσε στην πλαστογραφία ώστε ο Β να επωφεληθεί υπηκοότητας, με δεδομένη και την επιστροφή λεφτών στον ίδιο που εξ αρχής συμφώνησε με τον Κ2. Εν πάση περιπτώσει, δίχως επαρκή μαρτυρία περί γνώσης του Μ για την πλαστογραφία, δεν μπορεί να αποδοθεί στον Μ, πέραν λογικής αμφιβολίας, γνώση για την μη ύπαρξη του διαμ. 204 κατά το χρόνο κατάρτισης του ΑΓ του Β.
Με την αμφιβολία μου περί της γνώσης των Κ1, Κ7 και Μ και την σιγουριά μου περί της γνώσης του Κ2 για την πλαστογραφία, ο Κ2 δεν μπορεί να καταδικαστεί για το συνδεδεμένο αδίκημα της συνομωσίας προς καταδολίευση της Δημοκρατίας βάσει του πλαστογραφημένου εγγράφου. Αντιμετωπίζει και η Κ4 την ίδια κατηγορία. Δεν μπορεί, βάσει της προαναφερθείσας νομολογίας όμως, να καταδικαστούν για συνωμοσία εταιρεία και ο διευθυντής της. Για να συντελεστεί συνομωσία απαιτούνται δύο άνθρωποι και δύο ένοχα μυαλά. Αφού το μόνο φυσικό πρόσωπο που απομένει, βάσει των λεπτομερειών της 18ης κατηγορίας, και βάσει του πιο πάνω συλλογισμού μου, είναι ο Μ και αφού δεν μπορεί να εξαχθεί με σιγουριά η γνώση του Μ για την πλαστογραφία, τότε ο Κ2 δεν δύναται να καταδικαστεί για την κατηγορία της συνομωσίας.
Όλοι οι Κατηγορούμενοι συνεπώς, αθωώνονται και απαλλάσσονται από την κατηγορία 18.
ΙΒ. Ισχυρισμοί Περί Μη Δίκαιης Δίκης Και Ελλιπούς Διερεύνησης
Θα εξετάσω τους εν λόγω ισχυρισμούς έχοντας υπόψιν τη νομολογιακή αρχή ότι η θεμελίωση της παραβίασης των αρχών σχετικά με τη δίκαιη δίκη δεν μπορεί να αποφασιστεί με τρόπο αφηρημένο, αλλά αποτελεί ζήτημα το οποίο πρέπει να εξεταστεί υπό το φως των ειδικών περιστάσεων της κάθε υπόθεσης. Τα Κυπριακά Δικαστήρια, εξετάζοντας το θέμα παραβίασης των αρχών της δίκαιης δίκης έχουν εναρμονιστεί πλήρως με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Λαμβάνουν δε υπόψιν τόσο το Άρθρο 30.3 του Συντάγματος, όσο και το Άρθρο 6(3) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων των Ανθρώπων (ΕΣΔΑ), Kouppis v. Republic (1977) 2 C.L.R. 361, 388, Δημοκρατία ν. Ford κ.α. (Αρ.2) (1995) 2 Α.Α.Δ. 232, 244, Κορέλλης ν. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας (1998) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1718, Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 746, 757-759. Πρέπει να θεωρείται δεδομένο ότι ισχυρισμοί περί του δικαίου της δίκης δύνανται να επεκταθούν και στο θέμα της διερεύνησης, πριν καν την καταχώριση της ποινικής υπόθεσης που εξετάζεται (βλ. Νικολάου v. Δημοκρατίας (2014) 2Α ΑΑΔ 376, 389, Panovits v. Cyprus, Application (No. 4) 268/04, ημερ. 11/13/2008, Κάππελος v. Δημοκρατίας (2007) 2 ΑΑΔ 241 και V.C.L. and A.N. v. United Kingdom, Αιτήσεις υπ’ αρ. 77587/12 and 74603/12, ημερ. 16/2/2021).
Όπως αναφέρθηκε στην Ονουφρίου ν. Δημοκρατίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 505, 511, το θέμα της δίκαιης δίκης, αποτιμάται από το Δικαστήριο στο τέλος της δίκης μετά από θεώρησή της στο σύνολό της. Ο ισχυρισμός για παράβαση του δικαιώματος της δίκαιης δίκης δεν εξετάζεται in abstracto, αλλά συγκεκριμένα. Σε κάθε τέτοια περίπτωση ο Κατηγορούμενος έχει το βάρος να καταδείξει ότι επηρεάστηκε δυσμενώς η υπεράσπισή του (βλ. επίσης Bασιλείου ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 104, Α.Α. ν. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 140, 145-146).
Στις τελικές τους αγορεύσεις οι Κ2 και Κ4 επικεντρώθηκαν στα εξής σημεία, ως στοιχεία μη δίκαιης δίκης και ελλιπούς διερεύνησης. Αναφέρονται κατωτέρω συνοπτικά και κατά σειρά αναφοράς τους από τον κ. Παπαϊωάννου.
1. Οι ΜΚ καθοδηγήθηκαν για να τοποθετηθούν υπέρ της επιστροφής χρημάτων.
Οι μάρτυρες στο Δικαστήριο απάντησαν ό,τι ερωτήθηκαν και στο οποίο δεν υπήρξε ένσταση ή υπήρξε ένσταση και απορρίφθηκε από το Δικαστήριο. Η σημασία των απαντήσεών τους, φαίνεται στην αξιολόγηση από το Δικαστήριο.
2. Δεν διερευνήθηκαν οι επενδύσεις του Μ, που έγιναν αργότερα από τις επίδικες, ενώ ήταν στοιχείο αθωωτικό για τους Κατηγορούμενους.
Το σημείο αυτό είναι κατά την άποψή μου, δευτερεύουσας σημασίας διότι επίδικες εν προκειμένω, ήταν οι επενδύσεις των Επενδυτών που παρουσιάστηκαν ενώπιον μας επί παραδεκτών γεγονότων. Το εάν, αργότερα από τον επίδικο χρόνο, ο Μ έκανε περαιτέρω επενδύσεις στην Κυπριακή Δημοκρατία, δεν δύναται να επιδράσει επί των επίδικων ζητημάτων εν προκειμένω. Ειδικά λαμβάνοντας υπόψη αφ’ ενός ότι ακόμα κι αν κριθούν στο απώγειο τους οι ισχυρισμοί των Κατηγορουμένων, οι μεταγενέστερες επενδύσεις του Μ υπολείπονται των €2 εκατομμυρίων που απαιτούνται για μία μόνο πολιτογράφηση, πόσω μάλλον για τρεις. Και αφ’ ετέρου το γεγονός ότι δεν ήταν ευκαιριακός επενδυτής, δεν λέει πολλά από μόνο του αφού βάσει των επενδύσεων του πολιτογραφήθηκε εν προκειμένω.
3. Μη αναζήτηση μαρτυρίας για την ενοικιαστική αξία των επίδικων διαμερισμάτων.
Ζητούμενο, εν προκειμένω, δεν είναι ούτε η αγοραία ούτε η ενοικιαστική αξία των επίδικων διαμερισμάτων. Είναι εάν με ψευδείς παραστάσεις και πρόθεση καταδολίευσης οι Επενδυτές απέκτησαν υπηκοότητα, ενώ δεν την δικαιούνταν. Η ΚΑ θέλησε να αποδείξει την αγοραία αξία των διαμερισμάτων, ώστε τούτο το στοιχείο να συνυπολογιζόταν στην περιστατική μαρτυρία που δείκνυε υπέρ της χρήσης των ΣΔ για επιστροφή χρημάτων στον Μ. Στην απουσία απόδειξης του στοιχείου αυτού, απλώς ελλείπει ο ένας αυτός παράγοντας. Δεν γίνεται επομένως, αποδεκτή η σχετική θέση της Υπεράσπισης.
Το επιχείρημα των Κ2 και Κ4 για το ότι η διερεύνηση πάσχει λόγω του ότι ουδέποτε επικεντρώθηκε στην ενοικιαστική αξία των επίδικων ακινήτων επίσης, σφάλλει κατά τη λογική των πραγμάτων. Ο λόγος έγερσης του επιχειρήματος αυτού, ήταν για να καταδειχθεί ότι το συνολικό τίμημα των ΣΔ, ήτοι €1,35 εκατομμύρια, ήταν λογικό βάσει της υψηλής ενοικιαστικής αξίας που θα είχαν τα διαμερίσματα κατά το χρόνο ολοκλήρωσής τους. Διότι το ενοίκιο για τα τρία διαμερίσματα κατά το χρόνο ολοκλήρωσης, θα υπερέβαινε κατά πολύ την προαναφερθείσα αξία. Αφού ακόμα τα διαμερίσματα δεν έχουν ολοκληρωθεί και έχουν μάλιστα στη θέση τους ανεγερθεί εμπορικές μονάδες/γραφεία, πώς θα μπορούσε να εκτιμηθεί η μελλοντική, σε απροσδιόριστο χρόνο, ενοικιαστική αξία τους; Κατά τη λογική τούτο δεν μπορεί να γίνει. Ακόμα και ο ΜΥ3 εκτίμησε την ενοικιαστική αξία στο σήμερα, εάν ήταν ολοκληρωμένα.
4. Η μη κλήση του [Κ.Κ.] ως μάρτυρα κατηγορίας.
Ο [Κ.Κ.] σύμφωνα με την κατάθεσή του Τεκμήριο 164 κατά τον επίδικο χρόνο ήταν επικεφαλής της διεύθυνσης Διεθνών Χρηματοδοτικών Οργανισμών και Οικονομικής Διαχείρισης Κεντρικής Κυβέρνησης του ΥΠΟΙΚ. Δεν θυμόταν κατά την εξέταση αιτήσεων πολιτογραφήσεων να συνάντησε περιπτώσεις όπου υπήρχαν συμφωνίες διαχείρισης των αγορασθέντων ακινήτων. Ακόμα όμως κι αν αυτές υπήρχαν δεν θα ήταν λόγος, είπε, ικανοποιητικός από μόνος του, για απόρριψη της αίτησης βάσει του οικονομικού κριτηρίου «εκτός και εάν υπέπιπτε στην αντίληψή μας ότι με μια τέτοια συμφωνία με πλάγιο τρόπο και πέραν των συνθηκών της αγοράς θα προέκυπτε ότι ο πωλητής θα επέστρεφε μέρος του τιμήματος για την αγορά κάποιου ακινήτου». Οι ΣΔ του Μ και Β δεν εμπεριέχοντο στο σχετικό φάκελο του ΥΠΟΙΚ, είπε, ως προκύπτει και από τα Τεκμήρια 1 και 2 που κατατέθηκαν ενώπιον μας. Εξέφρασε την άποψη ότι «Εάν για τη συγκεκριμένη συμφωνία διαχείρισης λαμβάναμε γνώση δεν νομίζω ότι αυτό θα επηρέαζε την απόφαση για έγκριση της αίτησης όσον αφορά τα οικονομικά κριτήρια καθότι όπως σας ανέφερα και προηγουμένως δεν υπήρχαν οποιεσδήποτε κατευθυντήριες γραμμές ή θεσμικό πλαίσιο».
Η Κατηγορούσα Αρχή, στη βάση της μαρτυρίας του ΜΚ12, εξήγησε γιατί θεώρησε τον [Κ.] αναξιόπιστο μάρτυρα και δεν τον συμπεριέλαβε εξαρχής στον κατάλογο μαρτύρων του κατηγορητήριου. Ο [Κ.] κρίθηκε ουσιαστικά ως μη αντικειμενικός μάρτυρας, αφού βρισκόταν ταυτόχρονα με τον Κατηγορούμενο 2 σε διοικητικά συμβούλια εταιρειών. Έτσι, η Κατηγορούσα Αρχή ισχυρίζεται ότι δεν είχε υποχρέωση να τον προσθέσει στο κατηγορητήριο ως μάρτυρα.
Αντιθέτως, η Υπεράσπιση διατείνεται ότι η Κατηγορούσα Αρχή είχε υποχρέωση να τον προσθέσει στο κατηγορητήριο ως μάρτυρα ώστε να είναι ακριβοδίκαιη με την Υπεράσπιση, να συμμορφωθεί με την αρχή της ισότητας των όπλων και να προάγει την απονομή της δικαιοσύνης.
Το ερώτημα, επομένως, είναι εάν η Κατηγορούσα Αρχή είχε υποχρέωση να προσθέσει τον [Κ.] στο κατηγορητήριο που καταχωρίστηκε στο Κακουργοδικείο ως μάρτυρα, με γνώμονα ότι η κατάθεση του δυνατόν να απόβαινε ασυμβίβαστη με την εκδοχή της και ενώ τον είχε ήδη κρίνει ως μη αντικειμενικό μάρτυρα.
Κατά δεύτερον πρέπει να απαντηθεί και το περαιτέρω ερώτημα εάν με τη μη πρόσθεση του προκαλείται αδικαιολόγητη δυσμένεια στη θέση της Υπεράσπισης, η οποία απολήγει σε μη δίκαιη δίκη.
Το ζήτημα ρυθμίστηκε από πολύ νωρίς από το Ανακτοσυμβούλιο στην Seneviratne v. R. [1936] 3 All E.R. 36, όπου λέχθηκαν τα ακόλουθα στη σελ. 49:
"Their Lordships do not desire to lay down any rules to fetter discretion on a matter such as this which is so dependent on the particular circumstances of each case. Still less do they desire to discourage the utmost candour and fairness on the part of those conducting prosecutions; but at the same time they cannot, speaking generally, approve of an idea that the prosecution must call witnesses irrespective of considerations of number and of reliability, or that a prosecution ought to discharge the functions both of prosecution and of defence. If it does so confusion is apt to result ... witnesses essential to the unfolding of the narratives on which the prosecution is based, must, of course, be called by the prosecution, whether in the result the effect of their testimony is for or against the case for the prosecution."
Σε ελληνική μετάφραση:
"Το δικαστήριο δεν επιθυμεί να θέσει οποιουσδήποτε κανόνες περιορισμού της διακριτικής ευχέρειας πάνω σε ένα ζήτημα όπως αυτό το οποίο εξαρτάται τόσο πολύ από τα συγκεκριμένα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Ακόμη λιγότερη είναι η επιθυμία του Δικαστηρίου να αποθαρρύνει την Κατηγορούσα Αρχή από του να ενεργεί δίκαια και με ειλικρίνεια· όμως ταυτόχρονα, γενικώς ομιλούντες, δεν μπορεί να εγκριθεί η ιδέα ότι η Κατηγορούσα Αρχή πρέπει να καλεί μάρτυρες ανεξάρτητα από τους παράγοντες του αριθμού και αξιοπιστίας ή ότι η Κατηγορούσα Αρχή πρέπει να εκτελεί τόσο τις λειτουργίες της Κατηγορούσας Αρχής όσο και της Υπεράσπισης. Αν κάμνει κάτι τέτοιο σίγουρα θα προκύψει σύγχιση... Μάρτυρες απαραίτητοι για το ξεδίπλωμα των αφηγήσεων επί των οποίων βασίζεται η ποινική δίωξη πρέπει βέβαια να καλούνται από την Κατηγορούσα Αρχή έστω και αν στο τέλος το αποτέλεσμα της μαρτυρίας τους είναι υπέρ ή εναντίον της υπόθεσης της Κατηγορούσας Αρχής."
Σύμφωνα με την ΧΧ ν. Δημοκρατίας Ποιν. Έφ. 177/2017, ημερ. 20.12.2018 αλλά και τις παλαιότερες Σταυρινός ν. Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ 706 και Κλεοβούλου ν. Αστυνομίας (2012) 2 ΑΑΔ 17 η Κατηγορούσα Αρχή έχει υποχρέωση να καλεί όλους τους μάρτυρες που μπορούν να δώσουν μαρτυρία ως προς τα ουσιώδη γεγονότα της υπόθεσης πλην εκείνων τους οποίους θεωρεί αναξιόπιστους. Περαιτέρω και με αναφορά στις Fournaris v. The Republic (1978) 2 C.L.R. 20 και έκτοτε παγιώθηκε από τις Πέγκερος ν. Δημοκρατίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 143, Ισίδωρου ν. GM Christofi Enterprises Ltd (1998) 2 Α.Α.Δ. 204, Κλεοβούλου (ανωτέρω), Ιωάννου κ.α. ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 657, Τυμπιώτης ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 612, Rana κ.α. (ανωτέρω), Κυριάκου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. 15/2013 ημερ. 20.3.14, και Ομήρου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 9/17 ημερ. 2.5.2018, με την επισήμανση ότι η κυπριακή νομολογία επί του θέματος υιοθέτησε αντίστοιχη αγγλική. Κυρίως τις R v. Oliva [1965] Vol. 49 Cr. App. R. 298, R v. Liverpool Crown Court, ex p. Roberts [1986] 622 Crim. L. R., R. v. Russel Jones [1995] Cr. App. R. 538 και Brown v. R. [1997] 1 Cr. App. R. 112., το Εφετείο στην ΧΧ σημείωσε πως σε όλες τις περιπτώσεις που η Κατηγορούσα Αρχή δεν συμπεριελάμβανε στον κατάλογο μαρτύρων ουσιώδης μάρτυρες, ούτε καλούσε τέτοιους μάρτυρες στο εδώλιο κατά τη δίκη, πάντα έδιδε εξήγηση.
Περαιτέρω, η μέχρι στιγμής νομολογία δεικνύει πως αφ’ ης στιγμής η μαρτυρία ενός μάρτυρα είναι ουσιώδης για την υπόθεση, η Κατηγορούσα Αρχή δύναται να μην τον συμπεριλάβει στον κατάλογο μαρτύρων της υπόθεσης μόνο εάν παρέχει επαρκή προς τούτο δικαιολογία. Το επαρκές της δικαιολογίας είναι για το Δικαστήριο να το κρίνει με αναφορά στα γεγονότα κάθε υπόθεσης (Σ.Σ. ν. Δημοκρατίας και άλλες, Ποιν. Εφ. 97/22(Σχ. με 98/2022, 114/2022, 115/2022), ημερ. 16/11/22).
Εν προκειμένω, η Κατηγορούσα Αρχή έκανε εξαρχής ξεκάθαρη τη θέση της. Ουδέποτε έβαλε στο κατηγορητήριο τον [Κ.], διότι δεν τον θεώρησε ούτε αντικειμενικό μάρτυρα, ούτε δυνάμενο να γίνει πιστευτός. Προέκυψε ξεκάθαρα από τον χειρισμό του ζητήματος ενώπιον μας, πως η επιδίωξη της ΚΑ της δεν ήταν να αποκρύψει από την Υπεράσπιση την ύπαρξη της κατάθεσης [Κ.], εξ ου και την παρέδωσε στην Υπεράσπιση στα πλαίσια αποκάλυψης του μαρτυρικού υλικού της υπόθεσης. Η Υπεράσπιση την είχε στην κατοχή της πολύ πριν την έναρξη της ακρόασης, γνώριζε τί ο [Κ.] είπε σε αυτήν και η ίδια η Υπεράσπιση την κατέθεσε στο Δικαστήριο, έστω για περιορισμένο σκοπό, κατά την αντεξέταση του ΜΚ6. Ήγειρε δε και σχετική επιχειρηματολογία στο στάδιο των τελικών αγορεύσεων. Περαιτέρω, ενώ η Υπεράσπιση είχε το δικαίωμα να καλέσει τον [Κ.] ως μάρτυρα, ή έστω να τον κλητεύσει, δεν το έπραξε.
Επομένως, ο [Κ.] δεν ήταν η περίπτωση που αρχικά έγινε πιστευτός από την Κατηγορούσα Αρχή και στην πορεία κατέστησε τον εαυτό του αναξιόπιστο, όπως ήταν η περίπτωση της [Α.Α.]. Για την [Α.Α.] κατόπιν ακρόασης των μερών και απόσυρσης της αρχικής ένστασης που ήγειρε η Υπεράσπιση, αποφασίστηκε από το Δικαστήριο ότι δικαιολογημένα η Κατηγορούσα Αρχή άσκησε τη διακριτική της ευχέρεια να μην την καλέσει ως μάρτυρα, αν και βρισκόταν στο κατηγορητήριο, ούτε να την προσφέρει προς αντεξέταση, διότι κατέστη αναξιόπιστη. Ο χειρισμός της Κατηγορούσας Αρχής ήταν διάφορος για τον [Κ.], ο οποίος δεν προστέθηκε εξαρχής στο κατηγορητήριο.
Επί της ουσίας της, η εκδοχή του [Κ.] δεν είναι αθωωτική για την Υπεράσπιση. Ούτε είναι και καταδικαστική βέβαια. Κατ’ αρχάς ο [Κ.] εξέφρασε άποψη εντός αυτής, ενώ αυστηρά ομιλούντες είναι μάρτυρας γεγονότων. Εν τούτοις, η άποψή του, ως προϊστάμενος της [Α.]και υφιστάμενος του Υπουργού Οικονομικών, θα είχε κάποια αποδεικτική αξία διότι ασκούσε, καθηκόντως, κρίση επί του εάν πληρείτο το οικονομικό κριτήριο αιτήσεων πολιτογράφησης. Κατά δεύτερο και σημαντικότερο, όμως, η άποψή του ότι στην περίπτωση που υπήρχε συμφωνία διαχείρισης αυτός δεν θα ήταν λόγος ικανοποιητικός από μόνος του για απόρριψη της αίτησης βάσει του οικονομικού κριτηρίου, τέθηκε υπό μία προϋπόθεση, η οποία είναι το μήλον της έριδος εν προκειμένω. Είπε: «εκτός και εάν υπέπιπτε στην αντίληψή μας ότι με μια τέτοια συμφωνία με πλάγιο τρόπο και πέραν των συνθηκών της αγοράς θα προέκυπτε ότι ο πωλητής θα επέστρεφε μέρος του τιμήματος για την αγορά κάποιου ακινήτου».
Τούτη η εκδοχή του [Κ.] είναι, κρίνω, όσο αθωωτική είναι και καταδικαστική. Δηλαδή, άνευ ετέρου και δίχως περαιτέρω διευκρινίσεις, είναι ουδέτερης σημασίας. Θα έλεγα πως, από μόνη της, δεν προσφέρει κάτι ουσιώδες στην υπόθεση. Εκτός από το έτσι κι αλλιώς μη αμφισβητούμενο γεγονός, ότι οι Κατηγορούμενοι δεν βρίσκονταν υπό καθήκον, νομικό ή πραγματικό, αποκάλυψης των ΣΔ, αφού τέτοιες συμφωνίες δεν συμπεριλαμβάνονταν στον κατάλογο εγγράφων που έπρεπε να κατατεθούν μαζί με τις αιτήσεις πολιτογράφησης.
Βάσει των πιο πάνω, κρίνω ότι η Κατηγορούσα Αρχή έδωσε επαρκή δικαιολογία για τη μη πρόσθεση του [Κ.] στο κατηγορητήριο, ήτοι ότι, βάσει της μαρτυρίας του ΜΚ12, τον θεώρησε μη αντικειμενικό και μη δυνάμενο να γίνει πιστευτός.
Περαιτέρω, το ότι δεν παρουσιάστηκε ο [Κ.] ως μάρτυρας της Κατηγορούσας Αρχής, δεν απέληξε σε αδικία ή σε δυσμενή επηρεασμό της πλευράς της Υπεράσπισης. Η ίδια η Υπεράσπιση κατέθεσε την κατάθεσή του κατά την αντεξέταση του ΜΚ6, αντεξέτασε τον ΜΚ6 επ’ αυτής και το Δικαστήριο δύναται με όσα, πραγματικά και νομικά, τέθηκαν ενώπιόν του ν’ αποφασίσει δίκαια το ζήτημα. Εν πάση περιπτώσει, η Υπεράσπιση επέλεξε να μην τον καλέσει ως δικό της μάρτυρα, ενώ δύνατο να το πράξει.
5. Η μη επιδίωξη της Αστυνομίας για λήψη της μαρτυρίας του Μ.
Ο ΜΚ12 κρίθηκε αξιόπιστος και οι τοποθετήσεις του ως προς το θέμα αυτό κατέστηκαν ευρήματά μου. Ο Μ τοποθετήθηκε στο alert list της Δημοκρατίας, δηλαδή μόλις αποπειράτο να εισέλθει της Δημοκρατίας η Αστυνομία θα ειδοποιείτο για να του πάρει κατάθεση. Δεν προσπάθησε όμως να εισέλθει. Περαιτέρω, αιτήματα δικαστικής συνδρομής, είπε ο πιο πάνω ΜΚ δεν αντιμετωπίζονται θετικά από την Αίγυπτο και το θεώρησε περιττό να δοκιμάσει καν. Εάν υπήρχε η μαρτυρία του Μ, θα ήταν πράγματι διαφωτιστική ως προς την αλήθεια εν προκειμένω. Η απουσία της μαρτυρίας του Μ καθιστά, όμως, την διερεύνηση ελλιπή; Η απάντησή μου είναι και πάλιν αρνητική. Εν πάση περιπτώσει, η Υπεράσπιση είχε κάθε ευχέρεια, εάν επιθυμούσε, να τον προσκομίσει ως μάρτυρα δικό της για να διαφωτίσει το Δικαστήριο αφού ήταν πελάτης των Κ1, και 2 κατά τον επίδικο χρόνο και επιχειρηματικός συνεργάτης τους αργότερα. Αλλά δεν το έπραξε.
6. Μη υποβολή ερωτήματος από την αστυνομία σχετικά με την ΣΔ των €2.250.000.
Πράγματι τέτοιο ερώτημα δεν υπεβλήθη στους Κατηγορούμενους, κατά το ανακριτικό στάδιο. Εν τούτοις, ενώ η ύπαρξη της εν λόγω 4ης ΣΔ δεν αμφισβητήθηκε από την Υπεράσπιση, η ύπαρξή της και μόνο δημιουργεί ερωτηματικά. Το αποδεικτικό βάρος (evidential burden) για παροχή κάποιας εξήγησης επί αυτής ήταν στους ώμους της Υπεράσπισης, το οποίο θα μπορούσε να αποσείσει στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων. Στην απουσία τέτοιας εξήγησης και με δεδομένη την τοποθέτηση του ΜΚ3 ότι αυτή ως εκ λάθους στάληκε στην Τράπεζα Κύπρου, για να δικαιολογήσει τα εμβάσματα, το ελάχιστο συμπέρασμα που μπορεί να εξαχθεί είναι αυτό που εισηγείται η ΚΑ. Ότι δηλαδή όλες οι ΣΔ, συμπεριλαμβανομένης και της 4ης, δεν συνήφθηκαν με σκοπό να τηρηθούν, αλλά με σκοπό να δικαιολογήσουν επιστροφή χρημάτων από την Κ4 προς τον Μ. Εν πάση περιπτώσει, οι Κ είχαν κάθε ευκαιρία, έστω και μέσω των συνηγόρων τους και έστω και ενώπιον μας να δώσουν κάποια εξήγηση για την ύπαρξη της 4ης αυτής ΣΔ. Δεν το έκαναν.
7. Προσθήκη κατηγοριών 17 και 18, χωρίς να έχει υπάρξει ανάκριση των Κατηγορουμένων επί αυτών.
Αναφέρω αφενός ότι οι εν λόγω κατηγορίες προστέθηκαν χωρίς ένσταση από οποιονδήποτε Κατηγορούμενο και αφετέρου, και πάλιν, ότι οι Κατηγορούμενοι δεν τέθηκαν σε δυσμένεια ή μειονεκτική θέση λόγω της μη υποβολής σχετικής ερώτησης, διότι μπορούσαν να αμφισβητήσουν τη μαρτυρία του ΜΚ8 του Δήμου Λεμεσού, ο οποίος μαρτύρησε ενώπιον μας, αλλά δεν την αμφισβήτησαν επί της ουσίας της. Μπόρεσαν και έθεσαν τις σχετικές θέσεις τους για τις κατηγορίες αυτές, τόσο στην ακρόαση όσο και με τις τελικές τους αγορεύσεις, οι οποίες λήφθηκαν υπόψη από το Δικαστήριο πριν την απόφαση του επ’ αυτών.
8. Οι Κ2 και Κ4 δεν γνώριζαν εξαρχής ότι τα στοιχεία που ζητούντο από την Υπηρεσία Φ.Π.Α. αφορούσαν στην παρούσα υπόθεση και έτσι τα έδωσαν ανυποψίαστοι και χωρίς την επίστησή τους στον Νόμο. Τούτο τους έθεσε σε δυσμένεια έναντι των ανακριτικών αρχών.
Σημασία, κατά την γνώμη μου έχει, το τι ο ΜΚ3 παραδέχθηκε και κατέστη εύρημα του Δικαστηρίου. Ότι, δηλαδή, η Κ4 αναγνωρίζοντας τις οφειλές της προς το Φ.Π.Α. κατέστησε σαφή την πρόθεση της να τις εξοφλήσει, αλλά τούτο δεν έγινε αποδεκτό για τους λόγους που ο ΜΚ3 και οι ΜΚ – αστυνομικοί είπαν. Αφού λοιπόν, η οφειλή της Κ4 είναι παραδεκτή από την ίδια ως αληθινή οφειλή, σε ποια δυσμενέστερη θέση θα μπορούσαν οι ισχυριζόμενες ελλείψεις των ανακριτών να φέρουν την Κ4; Ως εκ τούτου, και αυτή η θέση της Υπεράσπισης απορρίπτεται.
ΙΓ. Κατάληξη
Οι Κ1, Κ5, Κ6 και Κ7 αθωώνονται και απαλλάσσονται από όλες τις κατηγορίες που αντιμετωπίζουν.
Οι Κ2 και Κ4 καταδικάζονται στις κατηγορίες 1, 2, 3, 4, 5, 6, 8, 9, 10, 11, 12, 13, 14, 15, 16 και 17. Αθωώνονται και απαλλάσσονται στην κατηγορία 18.
Ο Κ3 αθωώνεται και απαλλάσσεται στις κατηγορίες 4, 5 και 6 και καταδικάζεται στις κατηγορίες 11, 12 και 13.
Ως κατακλείδα, οφείλω να πως το εξής. Εάν δηλώνονταν εν προκειμένω εξ αρχής ως παραδεκτά γεγονότα, αυτά που εν τέλει και μέσα από τη διαδικασία ακρόασης προέκυψαν ως παραδεκτά ή μη αμφισβητούμενα, ο χρόνος ολοκλήρωσης της ακρόασης θα ήταν κατά πολύ μικρότερος. Ο δικαστικός χρόνος είναι δημόσιος χρόνος. Όσος χρόνος εξοικονομηθεί από μία υπόθεση, θ’ αναλογισθεί σε άλλη. Οι δικηγόροι, ως συλλειτουργοί της δικαιοσύνης οφείλουν να τον περιφρουρούν. Προτρέπονται στο μέλλον να προβαίνουν στις αναγκαίες ενέργειες, ώστε να το πράττουν.
(Υπ.) Μ. Κ. Λοΐζου, Α.Ε.Δ.
ΠΙΣΤΟΝ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ
ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο