ΜΟΝΙΜΟ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
ΣΥΝΘΕΣΗ: Χρ. Παρπόττα, Π.Ε.Δ.
Χρ. Ρασπόπουλος, Α.Ε.Δ.
Π. Σαββίδης, Ε.Δ.
Αρ. Υπόθεσης: 349/2024
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Κατηγορούσα Αρχή
v.
1. C. J. P.
2. B. G.
Κατηγορούμενοι
03 Οκτωβρίου, 2025
Εμφανίσεις:
Για την Κατηγορούσα Αρχή: κα Ε. Νικολάου
Για τον Κατηγορούμενο: κος Λ. Κυριακίδης
Κατηγορούμενη 1 παρούσα
ΠΟΙΝΗ
Η Κατηγορούμενη 1 [στο εξής η «Κατηγορούμενη»], με δική της παραδοχή, βρέθηκε ένοχη σε μια (1) κατηγορία, για το αδίκημα της πρόκλησης βαριάς σωματικής βλάβης, κατά παράβαση των άρθρων 4 και 231 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 και των άρθρων 2, 4 (1) και 2(ι) του Περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία θυμάτων) Νόμου του 2000 [Ν.119(Ι)/2000], όπως τροποποιήθηκαν [5η κατηγορία].
Σημειώνεται ότι η Κατηγορούμενη αντιμετώπιζε άλλες τέσσερις (4) κατηγορίες που αφορούσαν αδικήματα κοινής επίθεσης [1η και 2η κατηγορία] και άσκησης βίας [3η κατηγορία], καθώς και μία κατηγορία κακόβουλης ζημιάς [6η κατηγορία], κατηγορίες οι οποίες αναστάλθηκαν.
Σύμφωνα με τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, κατά τον επίδικο χρόνο, η κόρη της Κατηγορουμένης, Βασιλική [στο εξής η «Βασιλική»], μαζί με το ανήλικο τέκνο της και τον συμβίο της [στο εξής ο «Παραπονούμενος»], διέμεναν προσωρινά μαζί με την Κατηγορούμενη. Κατά τις πρωινές ώρες της 22ης Φεβρουαρίου του 2023, η Κατηγορούμενη και η Βασιλική τσακώθηκαν, με αφορμή θέματα καθαριότητας του σπιτιού. Η Βασιλική, το ανέφερε στον Παραπονούμενο, ζητώντας του να ετοιμάσουν τα πράγματα τους για να μετακομίσουν. Ο Παραπονούμενος, αφού έβαλε τα πράγματα τους σε μαύρες σακούλες, άρχισε να τις μεταφέρει στον διάδρομο, έξω από το διαμέρισμα. Τότε, η Κατηγορούμενη έκλεισε την εξώπορτα, αφήνοντας έξω τον Παραπονούμενο. Εκείνη τη στιγμή, αφού ο Παραπονούμενος άκουσε την Βασιλική να κλαίει και να φωνάζει, κάλεσε στον Αστυνομικό Σταθμό Λακατάμιας, ζητώντας όπως παραστεί στο σημείο κάποιος αστυνομικός, για να επιλύσει το ζήτημα. Τη δεδομένη στιγμή, η Βασιλική άνοιξε την εξώπορτα, ζητώντας από τον Παραπονούμενο να καλέσει την Αστυνομία, ενώ παράλληλα, προτού κλείσει πάλι την εξώπορτα, τον ενημέρωσε ότι η Κατηγορούμενη τους έκρυψε το laptop και τα δύο tablets τους, αρνούμενη να τους τα δώσει. Μετά από κάποια δευτερόλεπτα, η Βασιλική άνοιξε πάλι την εξώπορτα δίνοντας στον Παραπονούμενο το laptop και το ένα εκ των δύο tablets τους και μετά ξαναμπήκε στο διαμέρισμα.
Η Κατηγορούμενη και η Βασιλική συνέχισαν να τσακώνονται μέσα στο διαμέρισμα, ενώ ο Παραπονούμενος προσπαθούσε να επικοινωνήσει ξανά με την Αστυνομία. Εκείνη τη στιγμή, ο τελευταίος βρισκόταν μπροστά από τις σκάλες που οδηγούσαν στον κάτω όροφο. Τότε η Κατηγορούμενη όρμησε έξω από το διαμέρισμα, έσπρωξε απότομα στο στήθος τον Παραπονούμενο και αμέσως, αρπάζοντας τον από την μπλούζα, στο σημείο του στήθους, τον τράβηξε προς τα μπροστά. Καθώς τον τραβούσε, ο Παραπονούμενος έχασε την ισορροπία του και έπεσε στο πάτωμα, παρασύροντας μαζί του και την Κατηγορούμενη.
Ο Παραπονούμενος ένιωσε αμέσως πόνο και δεν μπορούσε να σηκωθεί, ενώ ταυτόχρονα, ενημέρωνε την Αστυνομία για την κατάσταση του, ζητώντας όπως παραστεί στο σημείο κάποιος αστυνομικός. Η Κατηγορούμενη, αφού σηκώθηκε, κλωτσούσε με μανία τον Παραπονούμενο, επιχειρώντας να τον σπρώξει, με τα πόδια της, κάτω από τη σκάλα του ορόφου. Ταυτόχρονα, η Βασιλική τραβούσε την Κατηγορούμενη, προσπαθώντας να τη σταματήσει, όμως δυσκολευόταν να τη συγκρατήσει. Εντέλει, μπήκε αναμεταξύ τους και τους χώρισε.
Η Κατηγορούμενη μπήκε για μερικά δευτερόλεπτα στο διαμέρισμα της και αφού εξήλθε εκ νέου, πλησίασε τον Παραπονούμενο, ο οποίος βρισκόταν ακόμα στο πάτωμα και άρχισε πάλι να του επιτίθεται, κλωτσώντας τον στο σώμα και τα πόδια. Στη συνέχεια η Κατηγορούμενη πήρε το laptop και το έριξε προς τον Παραπονούμενο, χωρίς όμως να τον πετύχει. Έπειτα, η Κατηγορούμενη μπήκε ξανά στο διαμέρισμα της και μετά από 2-3 λεπτά, ξαναβγήκε έξω κρατώντας στα χέρια της ένα από τα tablets, το οποίο χρησιμοποίησε για να χτυπήσει, με δύναμη, τον Παραπονούμενο στο σώμα και στα πόδια, λέγοντας του θυμωμένα «Να σε θωρώ τζιαμέ ανάπηρο».
Σημειώνεται εδώ ότι η Κατηγορούμενη, κατά τον επίδικο χρόνο, γνώριζε ότι ο Παραπονούμενος, ηλικίας 28 ετών, πάσχει, εκ γενετής, από ατελή οστεογένεση, η οποία προκαλεί ευθραυστότητα στα οστά, καθώς και ότι, περίπου ένα χρόνο πριν το επίδικο περιστατικό, είχε υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση στο δεξιό γόνατο.
Μέσα σε λίγα λεπτά, έφτασαν στο σημείο δύο αστυφύλακες, όπου εντόπισαν τον Παραπονούμενο να βρίσκεται στο πάτωμα. Ο τελευταίος τους ανέφερε ότι ένιωθε έντονο πόνο στο αριστερό χέρι και πόδι, καθώς και ότι δεν μπορούσε να σηκωθεί. Ο Παραπονούμενος μεταφέρθηκε με ασθενοφόρο στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας.
Ο Παραπονούμενος νοσηλεύτηκε για περίοδο περίπου πέντε (5) εβδομάδων στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας και διαπιστώθηκε ότι, εν όψει του πιο πάνω περιστατικού, υπέστη: (α) συντριπτικό κάταγμα κεφαλής, βραχιονίου δεξιά (β) κάταγμα επιγονατίδας δεξιά (γ) μικρό κάταγμα στην εγγύς φάλαγγα του πέμπτου δακτυλίου, στο δεξιό άκρο πόδα (δ) συντριπτικό υπερκονδύλιο κάταγμα αριστερού βραχιονίου και τέλος (ε) κάταγμα κεφαλής τρίτου μεταταρσίου δεξιού άκρου ποδός.
Στις 24.02.2023 κρίθηκε αναγκαίο όπως ο Παραπονούμενος, λόγω της κρισιμότητας της κατάστασης του, υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση για αποκατάσταση και βελτίωση της ποιότητας ζωής του, με το μέλλον του όμως, εν σχέσει με τα ζητήματα κινητικότητας του, να διαγράφεται αβέβαιο, αφού, τόσο η κλινική του εικόνα, όσο και η ψυχολογία του ήταν αρνητική.
Στις 16.03.2023, ο Παραπονούμενος υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση για σκοπούς αποκατάστασης των καταγμάτων που αναφέρονται στα σημεία (α), (β) και (δ), ανωτέρω. Ειδικότερα, αναφορικά με το δεξιό βραχιόνιο υπεβλήθη σε ημιολική αρθροπλαστική, δηλαδή τοποθετήθηκε τεχνητή άρθρωση η οποία θα παραμείνει εφ’ όρου ζωής. Όσον δε αφορά τη δεξιά επιγονατίδα έγινε ανοιχτή ανάταξη του κατάγματος με ταινία ελκυσμού η οποία ίσως παραμείνει και αυτή εφ’ όρου ζωής, αλλά με ενδεχόμενο μελλοντικά να αφαιρεθεί. Έπειτα, αναφορικά με το υπερκονδύλιο κάταγμα, ο Παραπονούμενος υπεβλήθη σε ανοιχτή ανάταξη με οστεοτομία ωλεκράνου στον αριστερό αγκώνα και τοποθετήθηκαν δύο (2) πλάκες (πλατίνες).
Ως προς τα υπόλοιπα κατάγματα που υπέστη, ήτοι του δεξιού άκρου ποδός, τούτα αντιμετωπίστηκαν συντηρητικά με οδηγίες του θεράποντος ιατρού, ο οποίος συνέστησε τη μη φόρτωση τους για περίπου 3 μήνες. Σε αυτό το διάστημα, ο Παραπονούμενος μετακινείτο αποκλειστικά με τη χρήση τροχοκαθίσματος, αφού, ένεκα της κατάστασης των χεριών του, δεν μπορούσε να χρησιμοποιήσει πατερίτσες.
Από τον Οκτώβριο του 2023, ο Παραπονούμενος ξεκίνησε σταδιακά, βοηθούμενος από άλλους, να κάνει μερικά βήματα. Όμως για μεγαλύτερες αποστάσεις, συνέχισε μέχρι τον Δεκέμβριο του 2023, να χρησιμοποιεί τροχοκάθισμα.
Στις 05.10.2023, ο Παραπονούμενος εισήχθη εκ νέου στον ορθοπεδικό θάλαμο του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας όπου υπεβλήθη σε νέα χειρουργική επέμβαση για αφαίρεση πλατίνας του αριστερού ωλεκράνου, λόγω μετακίνησης προς τα έξω. Πέραν από τις προαναφερόμενες σωματικές βλάβες, το περιστατικό επηρέασε και άλλους τομείς της ζωής του Παραπονούμενου. Κατά την περίοδο που αυτός βρισκόταν καθηλωμένος σε τροχοκάθισμα, η ψυχολογική του κατάστασή ήταν πολύ αρνητική διακατεχόμενος από άγχος, απόγνωση και θλίψη. Ωστόσο, παρά τις παροτρύνσεις της οικογένειας του, δεν απευθύνθηκε σε ειδικό γιατρό.
Τέλος, ο Παραπονούμενος, κατά την προαναφερθείσα χρονική περίοδο, λόγω της κακής κατάστασης της υγείας του, δεν μπορούσε να εργαστεί. Ωστόσο, τώρα δηλώνει ψυχολογικά και σωματικά καλύτερα και καταβάλλει προσπάθειες για ανεύρεση εργασίας, καθότι θέλει να αισθάνεται χρήσιμος στην κοινωνία και όχι να λαμβάνει Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα, ως κρατικό επίδομα.
Προς συμπλήρωση των γεγονότων, η κα Νικολάου ανέφερε ότι η Κατηγορούμενη είναι λευκού ποινικού μητρώου.
Για σκοπούς μετριασμού της ποινής, ο κος Κυριακίδης κατέθεσε στο Δικαστήριο εμπεριστατωμένη γραπτή αγόρευση. Μέσω αυτής, αφού πρώτα αναγνώρισε τη σοβαρότητα του αδικήματος και την ανάγκη για αποτροπή, κάλεσε το Δικαστήριο να λάβει υπόψη, την άμεση παραδοχή της Κατηγορούμενης, τη συνεργασία της με τις Αστυνομικές Αρχές, την εκ τούτων προκύπτουσα έμπρακτη μεταμέλεια της, το λευκό ποινικό της μητρώο, τον πρότερο έντιμο βίο της, όπως και τη συναισθηματική φόρτιση και αγωνία της για την έκβαση της υπόθεσης. Επιπλέον, δεν άφησε ασχολίαστο και τον χρόνο που μεσολάβησε από τη διάπραξη του αδικήματος μέχρι και σήμερα που το Δικαστήριο καλείται να επιβάλει ποινή στην Κατηγορούμενη.
Περαιτέρω, ο κος Κυριακίδης έκανε αναφορά και στην ανάγκη για εξατομίκευση της ποινής της Κατηγορούμενης, ώστε τούτη να συνάδει με τις προσωπικές της συνθήκες, καταλήγοντας, ουσιαστικά, ότι οι προσωπικές περιστάσεις της τελευταίας θα πρέπει να συνεκτιμώνται σωστά μαζί με άλλους παράγοντες στον καθορισμό της ποινής, ζητώντας, πέραν των όσων ανωτέρω ανέφερε, να ληφθεί υπόψη και η προγενέστερη αλλά και μεταγενέστερη συμπεριφορά της από την ημέρα διάπραξης του αδικήματος.
Ο κος Κυριακίδης κάλεσε το Δικαστήριο, σε περίπτωση που τούτο πρόκειται να επιβάλει στην Κατηγορούμενη στερητική της ελευθερίας ποινή, όπως εξετάσει το κατά πόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις εκείνες ώστε η ποινή φυλάκισης ανασταλεί. Αφού μας παρέπεμψε σε κάθε τι σχετικό, το οποίο τίθεται στον Νόμο και στη Νομολογία, εισηγήθηκε ότι, εν προκειμένω, η άμεση παραδοχή της Κατηγορούμενης, η συνεργασία της με την Αστυνομία, το λευκό της ποινικό μητρώο και το γεγονός ότι το επίδικο περιστατικό είναι μεμονωμένο, μπορούν σωρευτικά, να αποτελέσουν ικανά στοιχεία ώστε να ανασταλεί τυχόν στερητική της ελευθερίας ποινή.
Προτού προχωρήσουμε με τις προσωπικές περιστάσεις της Κατηγορούμενης, σημειώνουμε εδώ ότι ο κος Κυριακίδης, μέσω της γραπτής αγόρευσης του, παρέπεμψε το Δικαστήριο, για κάθε τι που επικαλέστηκε, και στη σχετική προς τούτο Νομολογία, την οποία και λαμβάνουμε υπόψη.
Τώρα, ως προς τις προσωπικές περιστάσεις της Κατηγορούμενης, ο κος Κυριακίδης υιοθέτησε την έκθεση του Τμήματος Κοινωνικής Ευημερίας που ετοιμάστηκε για σκοπούς εξέτασης του αιτήματος για χορήγηση νομικής αρωγής. Συνοψίζοντας το περιεχόμενο αυτής και όσα συμπληρωματικά ανέφερε ο συνήγορος Υπεράσπισης, η Κατηγορούμενη είναι ηλικίας 51 ετών, κατάγεται από τη Ρουμανία και διαμένει στη Δημοκρατία από το 1997, οπόταν και είχε έρθει για να εργαστεί ως καλλιτέχνιδα. Το 1997, γνώρισε και σύναψε δεσμό με άντρα κυπριακής καταγωγής. Από τη σχέση τους απέκτησαν δύο παιδιά, τον Γιώργο και την Βασιλική, ηλικίας σήμερα 25 και 24 ετών, αντίστοιχα. Από την αρχή της σχέσης τους, υπήρχαν σοβαρά προβλήματα επικοινωνίας, τα οποία, συχνά, οδηγούσαν σε καβγάδες και τσακωμούς, με την Κατηγορούμενη να έχει υποστεί, πολλές φορές, βία. Τα πιο πάνω, αποτέλεσαν τον λόγο για τον οποίο επήλθε ρήξη στη σχέση τους, με αποτέλεσμα να χωρίζουν, αλλά και να συμφιλιώνονται ξανά. Οριστική διάσταση επήλθε κατά το έτος 2004, μετά από περιστατικό βίας, όπου η Κατηγορούμενη, μαζί με τα τότε ανήλικα τέκνα της, εγκατέλειψαν την οικία τους. Από τότε ζουν χωριστά. Τη φύλαξη και φροντίδα των ανηλίκων είχε η Κατηγορούμενη, ενώ ο πρώην συμβίος της διατηρούσε μαζί τους, σύμφωνα με δικαστικό διάταγμα, επικοινωνία. Οι σχέσεις τους παρέμειναν τεταμένες και μετά τον χωρισμό τους. Τεταμένες είναι και οι σχέσεις της Κατηγορουμένης με τα ενήλικα πλέον τέκνα της, αφού, τόσο όταν ήταν ανήλικα, όσο και σήμερα, υπάρχουν μεταξύ τους συχνές αντιπαραθέσεις και ενστάσεις.
Μετά τον οριστικό χωρισμό τους, η Κατηγορούμενη συνήψε δεσμό με άντρα Ρουμανικής καταγωγής. Το 2008 απέκτησαν ένα παιδί, το οποίο όμως ο τελευταίος δεν αναγνώρισε και το οποίο εντέλει δόθηκε για υιοθεσία. Ακολούθως, συμβίωσαν και απέκτησαν ακόμα ένα τέκνο, το οποίο σήμερα είναι ηλικίας 18 ετών. Εντέλει, μετά από σοβαρά προβλήματα στη σχέσης τους, ο συμβίος της εγκατέλειψε τη Δημοκρατία, διαμένοντας πλέον μόνιμα στη Ρουμανία. Η επικοινωνία του πλέον πρώην συμβίου της με το ανήλικο τέκνο τους είναι σπάνια.
Η Κατηγορούμενη, μέχρι τον Απρίλιο του 2024, συντηρείτο οικονομικά από δημόσιο βοήθημα, το οποίο όμως διακόπηκε. Έπειτα, συντηρείτο από έκτακτη οικονομική βοήθεια μέσω των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας (ΥΚΕ). Η Κατηγορούμενη δεν λαμβάνει διατροφή, ούτε και επίδομα μονογονιού και τέκνου. Στις 11.07.2025, μετά από σχετική αίτηση την οποία υπέβαλε για σκοπούς λήψης Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος, η Κατηγορούμενη αξιολογήθηκε και πιστοποιήθηκε με σοβαρή ψυχική αναπηρία, δηλαδή ως «άτομο αναπηρίας» όπως αυτό καθορίζεται στο άρθρο 2 του Περί Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος και Γενικότερα περί Κοινωνικών Παροχών Νόμου (Ν.109(Ι)/2014) [βλ. Τεκμήριο 1].
Ενώπιον μας έχει τεθεί και το Τεκμήριο 2, το οποίο αφορά σε ιατρική βεβαίωση της Δρ. Άννας Πολυνείκη, Ψυχιάτρου, ημερομηνίας 09.09.2020, με τη διευκρίνιση από τον κο Κυριακίδη ότι παρά το παλαιό της έκδοσης της, τα όσα σε αυτήν αναφέρονται εξακολουθούν να ισχύουν. Σύμφωνα λοιπόν με το περιεχόμενο αυτής, η Κατηγορούμενη παρακολουθείτο συστηματικά από την εν λόγω ψυχίατρο από τον Δεκέμβριο του 2019, λόγω διαταραχής, πανικού και κατάθλιψης. Προς τούτο, η Κατηγορούμενη λαμβάνει φαρμακευτική θεραπεία, ωστόσο, συνεχίζει να πάσχει από κατάθλιψη, αντικοινωνικότητα, έχοντας δυσκολίες συγκέντρωσης, καθώς και μνήμης, με αποτέλεσμα η λειτουργικότητα της να έχει δυσμενώς επηρεαστεί σε όλα τα επίπεδα, αδυνατώντας στην ουσία να μπορεί να εργαστεί.
Από πλευράς Δικαστηρίου, η πρώτη μας επισήμανση αφορά τη σοβαρότητα του αδικήματος που έχει διαπράξει η Κατηγορούμενη, το οποίο είναι αναμφίβολα σοβαρό, όπως άλλωστε επιμαρτυρείται, κατ’ αρχάς από την προβλεπόμενη εκ του Νόμου μέγιστη ποινή, η οποία υπενθυμίζουμε ότι συνιστά τη «…βάση από την οποία ξεκινά το Δικαστήριο για να επιμετρήσει την ποινή» [βλ. Λεβέντης v. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 63].
Ειδικότερα, στην περίπτωση του άρθρου 231 του Κεφ. 154 προνοείται ποινή φυλάκισης μέχρι και 7 χρόνια ή χρηματική ποινή ή και οι δύο αυτές ποινές. Ωστόσο, με βάσει το άρθρο 4(1) και (2) (ι) του Ν.119(Ι)/2000, και ενόψει του ότι ο Παραπονούμενος, εν προκειμένω, θεωρείτο μέλος της οικογένειας της Κατηγορούμενης, η ποινή φυλάκισης που προβλέπεται στο άρθρο 231 του Κεφ. 154 αυξάνεται από 7 σε 10 χρόνια, αφού, εκ του Νόμου, το αδίκημα λογίζεται ως αυξημένης σοβαρότητας.
Πέραν όμως της προβλεπόμενης εκ του Νόμου ποινής, η σοβαρότητα του εν λόγω αδικήματος προκύπτει και από την ίδια τη φύση του, αφού η εν γένει άσκηση βίας, πλήττει το συνταγματικό κατοχυρωμένο δικαίωμα της σωματικής ακεραιότητας και καταρρακώνει την αξιοπρέπεια του προσώπου που δέχεται την επίθεση. Ενέργειες άσκησης βίας με σκοπό την επικράτηση, ή για λόγους εκδίκησης, ή τιμωρίας, δεν γίνονται αποδεκτές από την κοινωνία μας και θα πρέπει να τιμωρούνται αυστηρά [βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Τόκκαλου (2001) 2 Α.Α.Δ. 95].
Η σοβαρότητα του υπό κρίση αδικήματος, έχει σκιαγραφηθεί και σε σειρά αποφάσεων, τόσο του Ανωτάτου Δικαστηρίου, όσο και του Εφετείου. Ειδικότερα στη Γεωργίου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 221/17, ημερ. 15.10.2019, ECLI:CY:AD:2019:B428, αναφέρθηκε ότι τέτοιας φύσεως αδικήματα «τα οποία διαπράττονται με απαράδεκτα μεγάλη συχνότητα και τα οποία ενέχουν το στοιχείο της αυθαιρεσίας, της αυτοδικίας και της βίαιης επιθετικότητας έναντι συνανθρώπου, η οποία συνιστά παράλληλα βάναυση προσβολή της προσωπικότητας του, θα πρέπει να τιμωρούνται αυστηρά και αποτρεπτικά, ιδιαίτερα όταν δεν ακολουθεί έμπρακτη μεταμέλεια.» [βλ. επίσης Αστυνομία v. Μ.Ι. Μιχαήλ, Ποιν. Έφ. Αρ. 78/2019, ημερ. 15.10.2020].
Στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Γεωργίου (2002) 2 Α.Α.Δ. 464 το Ανώτατο Δικαστήριο τόνισε ότι «Η σοβαρότητα εγκλημάτων βίας στην οικογένεια είναι αυτόδηλη. Εκτός από το τραύμα που επιφέρουν, τείνουν να πλήξουν τη συνοχή της οικογένειας και την υπόσταση των μελών της.».
Πέραν των πιο πάνω, θα πρέπει να υποδειχθεί ότι η σοβαρότητα του εν λόγω αδικήματος έγκειται επιπλέον και στην ανησυχητικά διαχρονική έξαρση που η διάπραξη του παρουσιάζει, γεγονός το οποίο, επίσης, αποτέλεσε αντικείμενο σχολιασμού σε διάφορες αποφάσεις. Ενδεικτικά, το Ανώτατο Δικαστήριο στην σχετικά πρόσφατη υπόθεση Δημοκρατία v. Λαζαρή, Ποιν. Έφ. 25/2021, ημερ. 08.03.2022, ECLI:CY:AD:2022:D89, εκφράζοντας την αγωνία του για την έξαρση που παρουσιάζουν τα αδικήματα που σχετίζονται με την επίδειξη βίας, επεσήμανε τα εξής:
«τα αδικήματα που στρέφονται εναντίον της σωματικής ακεραιότητας του ατόμου, όχι μόνον δεν παρουσιάζουν κάμψη αλλά συνεχίζουν να βρίσκονται στην πρώτη γραμμή της εγκληματικότητας κάτι που δικαιολογεί την επιβολή ακόμη πιο αυστηρών ποινών».
Για όλους τους λόγους που εξηγούνται πιο πάνω, θεωρούμε ότι προέχει το στοιχείο της αποτροπής και η ανάγκη προστασίας της κοινωνίας από πρόσωπα που επιδίδονται σε τέτοιου είδους σοβαρά αδικήματα. Το στοιχείο της γενικής αποτροπής είναι έντονο και προκειμένου τα Δικαστήρια να επιτελέσουν τον σημαντικό τους ρόλο στην κοινωνία, αλλά και να στείλουν τα σωστά μηνύματα, οφείλουν να επιβάλλουν, κάτω από τις δοσμένες συνθήκες, αυστηρές και αποτρεπτικές ποινές.
Στο πλαίσιο άντλησης καθοδήγησης, από τη νομολογία αναφορικά με τον τρόπο που αντιμετωπίστηκαν, στο παρελθόν, αδικοπραγούντες του εν λόγω αδικήματος, παραπέμπουμε στις πιο κάτω αποφάσεις στις οποίες και θα γίνει συνοπτική αναφορά.
Στην Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 463, επικυρώθηκε φυλάκιση 4 ετών κατόπιν παραδοχής για πρόκληση καταγμάτων στα ρινικά οστά και στην οφθαλμική κόγχη, εκδορές, αιματώματα, περιοφθαλμικές κακώσεις και κακώσεις στα γεννητικά όργανα, για τα οποία η παραπονούμενη νοσηλεύτηκε για 11 μέρες και ανέπτυξε μετατραυματικό σύνδρομο. Στην εν λόγω περίπτωση συνυπήρχε και αδίκημα άσεμνης επίθεσης σε γυναίκα.
Στην Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Γεωργίου ((ανωτέρω), ο Εφεσίβλητος είχε κριθεί ένοχος βάσει της δικής του παραδοχής, για την πρόκληση, σε δύο περιπτώσεις, βαριάς σωματικής βλάβης κατά παράβαση των διατάξεων του Ν. 119(Ι)/00. Ο εφεσίβλητος βαρυνόταν με προηγούμενη καταδίκη για επίθεση, επαγόμενη στην πρόκληση σωματικής βλάβης, κατά παράβαση των διατάξεων του Ποινικού Κώδικα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο του επέβαλε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 12 μηνών για το κάθε ένα αδίκημα, αλλά ανέστειλε την ποινή γιατί ο εφεσίβλητος υπέβαλε τον εαυτό του σε απεξάρτηση από ναρκωτικά και δέχθηκε θεραπεία για την ενίσχυση των μηχανισμών αυτοελέγχου του. Το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι οι πιο πάνω λόγοι μπορούσαν να καταστήσει ανεκτή, έστω με κάποια δυσκολία, την επιβολή φυλάκισης μόνο 12 μηνών, αλλά δεν μπορούσαν να αιτιολογήσουν την αναστολή της ποινής φυλάκισης, διατάζοντας την άμεση εκτέλεση της ποινής φυλάκισης, τονίζοντας ιδιαίτερα, πέραν των περιστατικών της υπόθεσης, την ύπαρξη προηγούμενης καταδίκης του Εφεσίβλητου, για ομοειδές αδίκημα εις βάρος της συζύγου του.
Στην Αχτάρ κ.ά. v. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 397, στον έναν εκ των Εφεσειόντων, (Ποιν. Εφ. 209/08), πρωτοδίκως είχε επιβληθεί, κατόπιν ακρόασης, φυλάκιση 3,5 ετών για το αδίκημα του άρθρου 231 του Ποινικού Κώδικα που ήταν το σοβαρότερο που αντιμετώπιζε. Τα γεγονότα αφορούσαν την πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης σε αστυνομικούς που εισήλθαν στην οικία τους για εκτέλεση ενταλμάτων έρευνας σε σχέση με τον ίδιο και τον συγκατηγορούμενο αδελφό του [για αδικήματα του άρθρου 228(α) του Ποινικού Κώδικα]. Ένας εκ των αστυνομικών, ο οποίος είχε υποστεί τους σοβαρότερους τραυματισμούς, παρουσίαζε σοβαρής μορφής αστάθεια του αριστερού αγκώνα, με πλήρη ρήξη των έσω πλαγίων συνδέσμων και της έσω πλευράς του θύλακος αριστερού αγκώνα, οπότε απαιτείτο εγχείρηση για σταθεροποίηση του αγκώνα. Το Εφετείο έκρινε ότι έπρεπε να είχε δοθεί περισσότερη σημασία στις περιστάσεις διάπραξης και η ποινή μειώθηκε σε 2,5 έτη φυλάκισης.
Στην Αντώνης Χαραλάμπους v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 136/2024, ημερ. 31.03.2025, επικυρώθηκε η ποινή φυλάκισης 3,5 ετών που επιβλήθηκε, κατόπιν ακρόασης, για το αδίκημα της πρόκλησης βαριάς σωματικής βλάβης. Ο Εφεσείων, άνευ λόγου και αιτίας, εισήλθε με το αυτοκίνητο του σε υποστατικό γραφείο ταξί και ακινητοποιήθηκε. Ο παραπονούμενος, ο οποίος κινείτο περπατητός προς το πιο πάνω υποστατικό, βλέποντας την κίνηση του αυτοκινήτου του Εφεσείοντα, το απέφυγε. Στη συνέχεια και αφού το όχημα του Εφεσείοντα ακινητοποιήθηκε σε απόσταση ενός μέτρου μπροστά από τον παραπονούμενο, ξαφνικά, ένα με δύο δευτερόλεπτα μετά που σταμάτησε, ο Εφεσείων επανεκκίνησε το αυτοκίνητο με ταχύτητα και κτύπησε τον παραπονούμενο, τον πέταξε προς τα πίσω, μέσα από το ανοικτό τμήμα της τζαμαρίας του υποστατικού. Συνεπεία των πιο πάνω, προκλήθηκαν ζημιές στο γραφείο ταξί και ο παραπονούμενος τραυματίστηκε. Συγκεκριμένα έφερε υποδόριο αιμάτωμα αριστερής άκρας χειρός και ανοικτό κάταγμα (Gustilo II) διάφυσης δεξιάς κνήμης. Το προκληθέν κάταγμα έχει, μετά από εγχείρηση και επτάμηνη αναρρωτική άδεια, πορωθεί πλέον, πλην όμως ο παραπονούμενος δεν μπορεί να γονατίσει με το δεξί πόδι, ούτε να περπατήσει σε ανώμαλο έδαφος, με αποτέλεσμα να του έχουν ανατεθεί γραφειακά καθήκοντα στα πλαίσια της εργασίας του στην Εθνική Φρουρά (ως Μόνιμος Υπαξιωματικός).
Στην πρόσφατη απόφαση στην Γενικός Εισαγγελέας ν. Ivaylo Slavchev Ivanov, Ποιν. Έφ. Αρ. 210/2024, ημερ. 10.04.2025, η ποινή των 2,5 ετών που επιβλήθηκε για το αδίκημα της βαριάς σωματικής βλάβης, αυξήθηκε κατ' έφεση σε ποινή φυλάκισης 3 ετών. Σημειώνεται ότι σε εκείνη την υπόθεση, ο Εφεσείων, στην προσπάθεια του να απομακρυνθεί από σημείο όπου είχε μεταβεί με σκοπό την κλοπή, κτύπησε με το αυτοκίνητο του το θύμα, προκαλώντας του σοβαρούς τραυματισμούς οι οποίοι άφησαν κατάλοιπα. Κρίθηκε ένοχος μετά από ακρόαση. Είχε προηγούμενες καταδίκες, ενώ η βαριά σωματική βλάβη προκλήθηκε με το αυτοκίνητο και ήταν απρόκλητη. Το Εφετείο με παραπομπή στην Αντώνης Χαραλάμπους v. Δημοκρατίας (ανωτέρω) ανάφερε ότι η καταλληλότερη ποινή θα ήταν αυτή των 3,5 χρόνων, αλλά επειδή δεν ήταν ενώπιον του ο άλλος συγκατηγορούμενος του Εφεσείοντα περιορίστηκε στην αύξηση της ποινής στα 3 χρόνια.
Στο σημείο αυτό κρίνουμε σκόπιμο να διευκρινίσουμε ότι έχουμε υπόψη ότι οι πιο πάνω αποφάσεις, πλην της υπόθεσης Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Γεωργίου (ανωτέρω), δεν αφορούν στο αδίκημα της πρόκλησης βαριάς σωματικής βλάβης στα πλαίσια οικογενειακής βίας με ανώτατο όριο τα 7 έτη και όχι τα 10 έτη ως είναι εν προκειμένω η προβλεπόμενη ποινή φυλάκισης, πλην όμως παρέχουν ένδειξη του μέτρου τιμωρίας και των παραμέτρων καθορισμού της ποινής του συγκεκριμένου αδικήματος, παρά το ότι προηγούμενες αποφάσεις δεν αποτελούν σταθερό δείκτη καθορισμού της ποινής, καθότι η ποινή, σε κάθε υπόθεση, εξαρτάται από τα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης και τα δεδομένα του παραβάτη [βλ. Χαραλάμπους v. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 1 και Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 123]. Δεν υπάρχουν όμοιες υποθέσεις για να υπάρχουν όμοιες ποινές. Στην Μαυρολουκά ν. Δημοκρατίας (2015) 2(Α) Α.Α.Δ. 30, τονίστηκε ωστόσο ότι η προηγηθείσα νομολογιακή προσέγγιση είναι χρήσιμη προς την κατεύθυνση ελαφρυντικών ή επιβαρυντικών λόγων, αλλά και καθορισμού του γενικότερου πλαισίου της ποινής σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Παραπομπή σε δικαστικό προηγούμενο, ιδίως στις περιπτώσεις όπου επιβάλλεται ποινή φυλάκισης, θωρακίζει τη δικαστική κρίση με την απαραίτητη πειστικότητα και εξαλείφει την οποιανδήποτε υπόνοια για αυθαιρεσία ή τυχόν αίσθημα αδικίας του καταδικασθέντα.
Κατόπιν των πιο πάνω, επιστρέφουμε στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης και ειδικά στους παράγοντες που θα πρέπει να ληφθούν υπόψη στη διαμόρφωση της ποινής που θα επιβληθεί στην Κατηγορούμενη.
Για προσδιορισμό, λοιπόν, της ποινής, πρώτα και πάνω απ’ όλα λαμβάνουμε υπόψη, αφενός τη σοβαρότητα του αδικήματος, ως προκύπτει από την προβλεπόμενη ποινή, που ως έχουμε προαναφέρει, αποτελεί και την αφετηρία από την οποία ξεκινά το Δικαστήριο προς αναζήτηση της αρμόζουσας ποινής για τον Κατηγορούμενο που έχει ενώπιον του και αφετέρου την ανάγκη επιβολής αποτρεπτικής ποινής, ενόψει της έξαρσης που παρατηρείται στη διάπραξη του. Έπειτα, έχοντας εξετάσει με πολλή προσοχή τα γεγονότα που περιστοιχίζουν το επίδικο αδίκημα, σημειώνουμε εξαρχής ότι τα ζητήματα καθαριότητας, τα οποία εμμέσως ο κος Κυριακίδης, πρόβαλε ως λόγο για τον οποίο η Κατηγορούμενη καταφέρθηκε εναντίον του Παραπονούμενου, λέγοντας ότι η Κατηγορουμένη «πλήρωσε την καλοσύνη της» για τη φιλοξενία της Βασιλικής, του ανήλικου τέκνου της και του Παραπονούμενου, σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να ιδωθούν ως αιτιολογία για τις μετέπειτα έκνομες πράξεις της. Είναι δε αξιοσημείωτο ότι η Κατηγορούμενη, στα πλαίσια της πιο πάνω εγκληματικής της πράξης, δεν περιορίστηκε απλά και μόνο στο να σπρώξει τον Παραπονούμενο, ο οποίος έπεσε στο πάτωμα, κάτι που επίσης είναι επιλήψιμο, αλλά συνέχισε να τον κλωτσά και να τον σπρώχνει με μανία, έχοντας την πρόθεση να τον ρίξει από τις σκάλες. Ο θυμός της Κατηγορουμένης δεν εξανεμίστηκε ούτε μετά την παρέμβαση της Βασιλικής αλλά ούτε μετά που η ίδια ξαναμπήκε στο διαμέρισμα της, αφού ενώ δύο φορές εισήλθε σε αυτό εξερχόμενη την πρώτη φορά επιτέθηκε στον Παραπονούμενο, ενώ βρισκόταν στο πάτωμα κλωτσώντας τον στο σώμα και τα πόδια και τη δεύτερη φορά αφού εξήλθε κρατώντας ένα tablet, το χρησιμοποίησε για να χτυπήσει με δύναμη, στο σώμα και στα πόδια, τον Παραπονούμενο, λέγοντας του θυμωμένα «Να σε θωρώ τζιαμέ ανάπηρο». Η όλη συμπεριφορά της Κατηγορούμενης καταμαρτυρεί το μένος της προς το πρόσωπο του Παραπονούμενου και την αναλγησία με την οποία ενήργησε.
Οι πιο πάνω πράξεις της Κατηγορουμένης ήταν αρκετές για να προκαλέσουν σοβαρούς τραυματισμούς του Παραπονούμενου. Επιβαρυντικό αποτελεί και το γεγονός ότι η Κατηγορούμενη, καθ’ όν χρόνο επιδόθηκε στις πράξεις αυτές εναντίον του Παραπονούμενου, γνώριζε τα εκ γενετής προβλήματα υγείας του, όπως και ότι στο πρόσφατο παρελθόν υπεβλήθη σε χειρουργική επέμβαση στο δεξιό γόνατο, χωρίς όμως τούτο, να αποτελεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο, για την ίδια, ικανό λόγο για να σταματήσει την όποια επίθεση εναντίον του. Το μένος που έδειξε εναντίον του Παραπονούμενου, φανερώνεται και από το γεγονός ότι ενώ αυτός βρισκόταν στο πάτωμα, ανήμπορος να σηκωθεί, συνέχισε να του επιτίθεται, λέγοντας του ότι έτσι θέλει να τον βλέπει, ανάπηρο.
Ουσιώδες ζήτημα, ενόψει και της φύσης του αδικήματος που διέπραξε η Κατηγορούμενη, αποτελεί, πέραν των περιστάσεων διάπραξης του, και η έκταση των σωματικών βλαβών που προκλήθηκαν στο θύμα, καθώς και οι επιπτώσεις τους σε αυτό [βλ. Σακαρίδης κ.ά. v. Αστυνομίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 272]. Εν προκειμένω, η βία που υπέστη ο Παραπονούμενος από την Κατηγορούμενη είχε ως αποτέλεσμα, αφενός τη δημιουργία σοβαρών καταγμάτων στα χέρια και στα πόδια και αφετέρου τη δημιουργία δυσμενών συνεπειών στην ψυχολογία του. Ειδικότερα, οι εν λόγω σωματικές βλάβες τον κατέστησαν ανίκανο, έστω για κάποιο χρονικό διάστημα, να περπατά, απαιτώντας έτσι για τη μετακίνηση του τη χρήση τροχοκαθίσματος. Όσο δε για την αποκατάσταση τούτων των καταγμάτων υπεβλήθη σε χειρουργική επέμβαση, με τα όποια τεχνικά μέλη (τεχνητή άρθρωση, ταινία ελκυσμού, πλατίνες), είτε αυτά να παραμένουν εφ’ όρου ζωής, είτε να αφαιρέθηκαν ή και μελλοντικά να αφαιρεθούν. Είναι δε σημαντικό να αναφερθεί ότι αρχικά παρέμεινε στο Γενικό Νοσοκομείο για 5 βδομάδες, ενώ μέχρι και τις 05.10.2023, υπεβλήθη σε χειρουργική επέμβαση για αφαίρεση της πλατίνας του αριστερού ωλεκράνου, λόγω μετακίνησης της προς τα έξω. Δεν έχει τεθεί ενώπιον μας οτιδήποτε το οποίο να δεικνύει ότι τα τραύματα που ο Παραπονούμενος υπέστη από την εν λόγω επίθεση, θα επηρεάζουν τη λειτουργικότητα του επί μονίμου βάσεως. Τουναντίον, ευτυχώς, σήμερα ο Παραπονούμενος, δηλώνει ψυχολογικά και σωματικά καλύτερα, καταβάλλοντας προσπάθειες ανεύρεσης εργασίας, αφού όλο αυτό το διάστημα συντηρείται από το Κράτος.
Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω, καταλήγουμε ότι, η όλη συμπεριφορά της Κατηγορουμένης συνιστά πράξη ωμής βίας, χωρίς να παραγνωρίζουμε ότι δεν προκύπτει προσχεδιασμός. Η Κατηγορούμενη προέβη σε εγκληματικές πράξεις εναντίον του Παραπονούμενου, χωρίς να προηγηθεί οποιαδήποτε συμπεριφορά από πλευράς του τελευταίου που να συνηγορεί έστω και σε ελάχιστο βαθμό, σε πρόκληση, σύμφωνα πάντοτε με τη νομική έννοια του όρου. Τουναντίον, ο Παραπονούμενος μετά από ενημέρωση της Βασιλικής για να μαζέψουν τα πράγματα τους για να φύγουν, αδιαμαρτύρητα ξεκίνησε να μαζεύει τα πράγματα τους και να τα βγάζει έξω από το διαμέρισμα της Κατηγορουμένης. Δεν υπάρχει οποιαδήποτε αμφιβολία πως η όλη συμπεριφορά της Κατηγορούμενης ήταν απαράδεκτη, απάνθρωπη και δεν έχει θέση σε μια σύγχρονη πολιτισμένη κοινωνία όπως είναι η δική μας, πόσο μάλλον όταν τούτη γίνεται σε βάρος μέλους οικογένειας και μάλιστα στην παρουσία τρίτων προσώπων.
Τα ανωτέρω, σε συνάρτηση με την έξαρση που παρουσιάζουν τα αδικήματα αυτού του είδους, συνηγορούν υπέρ της επιβολής αυστηρής τιμωρίας που να ενέχει και το στοιχείο της αποτροπής.
Παρά την εν γένει σοβαρότητα του διαπραχθέντος αδικήματος, την έξαρση που παρατηρείται και τη συνακόλουθη ανάγκη για αποτροπή, αναγνωρίζουμε ότι θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη και τα μετριαστικά στοιχεία, ώστε στο τέλος της υπόθεσης να επιτυγχάνεται εξατομίκευση και η ποινή που επιβάλλεται να είναι δίκαιη για τον συγκεκριμένο άνθρωπο που στέκεται στο εδώλιο του κατηγορούμενου.
Προς όφελος λοιπόν της Κατηγορουμένης λαμβάνουμε υπόψη την παραδοχή της, η οποία δείχνει μεταμέλεια και εξοικονομεί σημαντικό δικαστικό χρόνο. Η παραδοχή της έλαβε χώρα πριν από την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας [βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Αναστασίου (2005) 2 Α.Α.Δ. 125] . Όπως τονίστηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Ανδρέου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 163/2015, 11.07.2016, «… η παραδοχή είναι ο μόνος απτός τρόπος για να "μεταφερθεί" στο Δικαστήριο η μεταμέλεια ενός κατηγορουμένου και γι' αυτό το λόγο έχει δεσπόζουσα σημασία στην επιμέτρηση της ποινής.» [βλ. επίσης, M. C. T. ν Δημοκρατίας, Ποιν.Έφ. Αρ. 222/2020, 14.10.2022, ECLI:CY:AD:2022:B386]. Πρέπει δε, με βάση τη νομολογία, να αμείβεται ο κατηγορούμενος και με την ανάλογη έκπτωση στην ποινή [βλ. Χαρτούπαλλος ν. Δημοκρατίας (2002) 1 Α.Α.Δ. 28].
Προς περαιτέρω μετριασμό της ποινής της Κατηγορουμένης, η οποία σήμερα είναι ηλικίας 51 ετών, προσμετρά και το γεγονός ότι είναι λευκού ποινικού μητρώου. Σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, το λευκό ποινικό μητρώο ενός κατηγορουμένου, σε συσχετισμό αυτό και με την ηλικία του, αποτελούν σημαντικό παράγοντα μετριασμού της ποινής, γιατί αποτελεί ένδειξη της στάσης και του σεβασμού του προς τη νομιμότητα [βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Ματθαίου (1994) 2 Α.Α.Δ. 1].
Ως προς τις προσωπικές περιστάσεις της Κατηγορούμενης, λαμβάνουμε υπόψη όλα όσα έχουν τεθεί ενώπιον μας και ειδικότερα τα δύσκολα χρόνια βίας που υπέστη από τους πρώην συντρόφους της, καθώς και ότι αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα ψυχικής υγείας, τα οποία σήμερα την καθιστούν ως «άτομο αναπηρίας». Όπως έχει λεχθεί στην υπόθεση Ψύλλας ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 430, «Είναι καλά θεμελιωμένο ότι τα ιδιαίτερα ψυχολογικά προβλήματα που αντιμετωπίζει ο παραβάτης είναι παράγοντας που πρέπει να συνυπολογίζεται κατά την επιλογή της κατάλληλης ποινής και την επιμέτρηση της. Πολύ περισσότερο όταν αυτά τα προβλήματα συναρτώνται προς το ίδιο το αδίκημα που διαπράχθηκε, έτσι που να εμφανίζουν την ευθύνη του παραβάτη μειωμένη». Σχετικές επίσης είναι οι υποθέσεις Ιωάννου ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 382 και Παναγιώτου v. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 478.
Εν προκειμένω, τα προβλήματα ψυχικής υγείας της Κατηγορουμένης δεν έχουν συνδεθεί άμεσα με το επίδικο αδίκημα. Δεν παραγνωρίζουμε όμως ότι τέτοια προβλήματα καθιστούν κάθε άνθρωπο ευάλωτο, χωρίς βεβαίως να δικαιολογείται η προσφυγή στην παρανομία. Υπό αυτό το πρίσμα, η ψυχική κατάσταση της Κατηγορουμένης, τόσο κατά τον χρόνο διάπραξης του αδικήματος, όσο και η σημερινή, λαμβάνονται υπόψη προς όφελος της, σε συνάρτηση με το γενικότερο άγχος και αγωνία που βιώνει αναμένοντας την έκβαση της παρούσας υπόθεσης.
Πέραν των πιο πάνω, συνυπολογίζουμε ότι, όπως προκύπτει από τα ενώπιον μας δεδομένα, η οικονομική αλλά και πρακτική συνεισφορά της Κατηγορούμενης στο δεκαοκτάχρονο τέκνο της είναι ιδιαίτερα σημαντική. Από την άλλη, πρέπει να σημειωθεί ότι οι προσωπικές περιστάσεις υποχωρούν σημαντικά σε αδικήματα της σοβαρότητας αυτού που διέπραξε η Κατηγορούμενη [βλ. Παναγιώτου v. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 540 και Memic v. Δημοκρατίας (2014) 2(Α) Α.Α.Δ. 276]. Οι επιπτώσεις που ενδεχόμενη ποινή φυλάκισης θα επιφέρει στην οικογένεια της Κατηγορούμενης, αν και λαμβάνεται υπόψη ως μετριαστικός παράγοντας, δεν είναι αποφασιστικής σημασίας [βλ. Domotov κ.α. ν. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 328]. Αυτός ο παράγοντας θα επηρεάσει βεβαίως το εύρος της ποινής που θα επιβληθεί στην Κατηγορούμενη, πλην όμως δεν μπορεί να επηρεάσει το είδος της ποινής.
Στρεφόμαστε στον χρόνο που παρήλθε από τη διάπραξη του αδικήματος, παράγοντας που λαμβάνεται σοβαρά υπόψη κατά την επιμέτρηση της ποινής [βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Αβρααμίδη (1993) 2 Α.Α.Δ. 355]. Το επίδικο αδίκημα διαπράχθηκε στις 22.02.2023 και η ποινική υπόθεση καταχωρήθηκε σχεδόν ένα χρόνο μετά, ήτοι στις 16.02.2024 και τέθηκε ενώπιον Κακουργιοδικείου, για πρώτη φορά, στις 13.06.2024. Η υπόθεση παρέμεινε για απάντηση στις κατηγορίες μέχρι και τις 04.09.2024, οπόταν και ορίστηκε, για πρώτη φορά, για ακρόαση στις 09.12.2024. Ακολούθησαν όμως αναβολές, κατόπιν αιτημάτων είτε της Υπεράσπισης, είτε από κοινού με την Κατηγορούσα Αρχή, με την Κατηγορούμενη να αλλάζει απάντηση από μη παραδοχή σε παραδοχή στις 22.05.25. Το Κατηγορητήριο έλαβε την τελική του μορφή στις 10.06.2025, όπου ανεστάλησαν οι λοιπές κατηγορίες που την αφορούσαν. Έχουμε την άποψη ότι η καθυστέρηση δεν μπορεί να βαρύνει, τουλάχιστον κατά το μεγαλύτερο της μέρος, την Κατηγορούμενη. Πέραν τούτου, είναι αντικειμενικό γεγονός ότι έχουν παρέλθει 2 έτη και 7 μήνες από τη διάπραξη του αδικήματος. Η πάροδος μεγάλου χρονικού διαστήματος μειώνει ουσιαστικά την ανάγκη για αποτρεπτικότητα της ποινής και για αναμόρφωση του παραβάτη. Από την άλλη, σημειώνεται ότι ο παράγοντας χρόνος δεν μπορεί, από μόνος του, να εξουδετερώσει κάθε σχετικό και επιβαρυντικό παράγοντα, όπως τη σοβαρότητα του αδικήματος και την ανάγκη επιβολής ποινής για γενική αποτροπή [βλ. Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 123 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Γενεθλίου, Ποιν. Έφ. 5/2016, ημερ. 01.03.2016). Υπάρχουν περιπτώσεις, όπου επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης παρά την ύπαρξη μεγάλης καθυστέρησης. Παραπέμπουμε ενδεικτικά στη Λεωνίδου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 85/20, ημερ. 28.06.2021, ECLI:CY:AD:2021:B284 (καθυστέρηση 12 ετών), στην Φελλά ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 8/21, ημερ. 03.06.2021 (καθυστέρηση 14 ετών) και στη Διεθνές Κέντρο Υγείας Ολιστικής Ιατρικής Βιόραμα Λτδ ν. Καρβελλά, Ποιν. Εφ. 288 και 289/19, ημερ. 12.03.2019 (καθυστέρηση 7 και πλέον ετών, με ουσιαστική αλλαγή στις προσωπικές περιστάσεις του Κατηγορούμενου). Πρέπει να σημειωθεί εξάλλου, ότι ένας από τους βασικούς λόγους για τον οποίο η καθυστέρηση προσμετράται ως ελαφρυντικό στοιχείο, είναι διότι στο μεταξύ οι προσωπικές συνθήκες ενός Κατηγορούμενου έχουν αλλάξει. Εν προκειμένω, δεν τέθηκε οτιδήποτε ενώπιον μας που να δεικνύει ουσιαστική διαφοροποίηση στις προσωπικές περιστάσεις της Κατηγορούμενης. Κρίνουμε λοιπόν ότι στην παρούσα, λόγω της σοβαρότητας του αδικήματος και των περιστατικών της υπόθεσης, η καθυστέρηση, αν και είναι σοβαρός μετριαστικός παράγοντας, δεν είναι αρκετή για να διαφοροποιήσει το είδος της ποινής που πρέπει να επιβληθεί. Θα ληφθεί ωστόσο υπόψη στο εύρος της ποινής.
Έχοντας κατά νου όλα τα ανωτέρω, κρίνουμε ότι οι μετριαστικοί παράγοντες της Κατηγορούμενης δεν είναι τέτοιας έκτασης και φύσης που να υπερφαλαγγίζουν την αναγκαιότητα επιβολής αποτρεπτικής ποινής, ενόψει και της εν γένει σοβαρότητας του αδικήματος που διέπραξε και ειδικότερα, των περιστάσεων που τούτα εξελίχθηκαν.
Είμαστε της άποψης ότι, οποιαδήποτε ποινή, πλην της στερητικής της ελευθερίας, δεν θα εξυπηρετούσε καθόλου το στοιχείο της αποτροπής που θα πρέπει, συν τοις άλλοις, να διέπει την ποινή. Τουναντίον κρίνουμε ότι, τυχόν επιλογή άλλου είδους ποινής θα έστελνε λανθασμένα μηνύματα σε επίδοξους, νέους, παραβάτες.
Συνεκτιμώντας όλους τους πιο πάνω παράγοντες επιβάλλουμε στην Κατηγορούμενη στην 5η Κατηγορία, ποινή φυλάκισης 3 ½ ετών.
Ενόψει του ύψους της ποινής που επιβλήθηκε στην Κατηγορούμενη, δεν εγείρεται θέμα εξέτασης της εισήγησης του συνηγόρου της για αναστολή της.
(Υπ.) …………………………………
Χρ. Παρπόττα, Π.Ε.Δ.
(Υπ.) …………………………………
Χρ. Ρασπόπουλος, Α.Ε.Δ.
(Υπ.) …………………………………
Π. Σαββίδης, Ε.Δ.
ΠΙΣΤΟ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ
ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο