ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ν. Α. Α. κ.α., Αρ. Υπόθεσης: 285/2024, 24/9/2025
print
Τίτλος:
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ν. Α. Α. κ.α., Αρ. Υπόθεσης: 285/2024, 24/9/2025

ΜΟΝΙΜΟ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

ΣΥΝΘΕΣΗ:      Χρ. Παρπόττα, Π.Ε.Δ.

                 Χρ. Ρασπόπουλος, Α.Ε.Δ.

                 Π. Σαββίδης, Ε.Δ.

 

Αρ. Υπόθεσης:  285/2024

 

                                                   ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

 

                                                               v.

 

1.       Α. Α.

2.       Α. Μ.

3.       Α. Θ.

4.       Α. Μ.

Κατηγορούμενοι

 

 

24 Σεπτεμβρίου, 2025

 

Εμφανίσεις:

Για τη Δημοκρατία:  κα Μ. Φωτιάδου

Για τον Κατηγορούμενο: Αυτοπροσώπως

 

Κατηγορούμενος παρών

 

Π Ο Ι Ν Η

 

Κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας, ο Κατηγορούμενος 1 (στο εξής «ο Κατηγορούμενος») κρίθηκε ένοχος, σε δύο κατηγορίες, οι οποίες αφορούν τα αδικήματα, κατοχής και μεταφοράς πυροβόλου όπλου, τύπου πιστόλι άγνωστής κατηγορίας χωρίς άδεια από τον Αρχηγό Αστυνομίας, κατά παράβαση των άρθρων 4 και 51 του περί Πυροβόλων και μη Πυροβόλων Όπλων Νόμου του 2004 (Ν.113(Ι)/2004) (κατηγορία 2) και κατοχής εκρηκτικών υλών χωρίς άδεια από τον Επιθεωρητή Εκρηκτικών Υλών, ήτοι 6 φυσιγγίων, κατά παράβαση των άρθρων 4(1)(ε), 4(4)(δ) και 4(5) του περί Εκρηκτικών Υλών Νόμου, Κεφ. 54.

 

Τα γεγονότα σε σχέση με τις πιο πάνω κατηγορίες, εκτίθενται λεπτομερώς στην καταδικαστική απόφαση μας, ημερομηνίας 5.9.2025 και θεωρούμε ότι δεν απαιτείται επαναληπτική λεπτομερή καταγραφή τους. Εν συντομία, τούτα έχουν ως ακολούθως:

 

 Στις 29.12.2023 και ώρα 09:15 ο Κατηγορούμενος απολύθηκε από κατάδικος, μετά από καταδίκη του στις 26.11.2014 για το αδίκημα της ανθρωποκτονίας, όπου του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 17 ετών. Ακολούθως, την ίδια ημέρα μετέβηκαν στις Κεντρικές Φυλακές φιλικά του πρόσωπα, με τρία διαφορετικά αυτοκίνητα, για να τον παραλάβουν. Ο Κατηγορούμενος, αφού χαιρέτησε τα φιλικά του πρόσωπα, συνομίλησε μαζί τους και έβγαλαν φωτογραφίες μπροστά από την πύλη εισόδου/εξόδου των Κεντρικών Φυλακών, εισήλθε στη θέση του οδηγού του αυτοκινήτου [ ], με  συνεπιβάτες τους πρώην Κατηγορούμενους 2, 3 και 4. Αναχωρώντας από τις Κεντρικές Φυλακές κατευθύνθηκε προς την οδό Κορυτσά και περί ώρα 11:17 εισήλθε στην οδό Μακεδονίας, στην Λευκωσία, από την οδό Ελευθέριου Βενιζέλου με στροφή αριστερά, έχοντας κατεύθυνση προς την οδό Νόρμαν. Αφού κατευθύνεται προς το τέλος της οδού Μακεδονίας, ακολούθως κινήθηκε με όπισθεν στην εν λόγω οδό, σταμάτησε για λίγο μπροστά από το υποστατικό που βρισκόταν πριν από την οικία της οδού Μακεδονίας 20 και ακολούθως αφού κινήθηκε προς τα μπροστά και με κίνηση ελαφρώς δεξιά σταμάτησε για σύντομο χρονικό διάστημα στη δεξιά πλευρά του δρόμου, έξω από την οικία της οδού Μακεδονίας 20, μπροστά από την είσοδο του χώρου στάθμευσης της. Αφού παρέμεινε στο ίδιο σημείο για κάποια λεπτά, ακολούθως, ο Κατηγορούμενος έβγαλε το χέρι του από το παράθυρο της θέσης του οδηγού, κρατώντας πιστόλι χρώματος μαύρου, έχοντας το στραμμένο προς τα πάνω. Την κίνηση αυτή του χεριού του την επανέλαβε ακόμα τέσσερεις φορές. Σε κάποιες από αυτές τις φορές ο Κατηγορούμενος έριξε έξι πυροβολισμούς. Ακολούθως αποχώρησε από την οδό Μακεδονίας με κατεύθυνση την οδό Νόρμαν.

 

Η ένοικος της οικίας επί της οδού Μακεδονίας 20, στο άκουσμα του πρώτου δυνατού κρότου, η ώρα 11:20, βγήκε από την οικία της και κατευθύνθηκε προς το υπόστεγο του γκαράζ της οικίας της, αφού ο κρότος αντιλήφθηκε να προέρχετο από εκείνη την πλευρά, για να δει τι συνέβη. Φτάνοντας στο υπόστεγο του γκαράζ, είδε το πίσω μέρος του αυτοκινήτου το οποίο βρισκόταν σταματημένο στο δρόμο, μπροστά από το γκαράζ. Αμέσως μετά, ακούστηκαν ακόμη 4 με 5 κρότοι. Η ένοικος της εν λόγω οικίας, λόγω του ότι φοβήθηκε μπήκε εντός της οικίας της και μετά από πάροδο περίπου ενός λεπτού, αφού άκουσε το εν λόγω αυτοκίνητο να φεύγει, βγήκε ξανά έξω από την οικία της, όπου και εντόπισε, μπροστά από το γκαράζ, κάλυκες φυσιγγίων, ενώ διάκρινε και μυρωδιά από μπαρούτι. Οι κρότοι ακούστηκαν στη γύρω περιοχή. Ενημερώθηκε σχετικά με τα ανωτέρω η Αστυνομία. Περί ώρα 12:00 μέλος της Αστυνομίας μετέβηκε στην οδό Μακεδονίας 20, για φρούρηση της σκηνής, η οποία είχε αποκλειστεί.  Στη σκηνή  εντοπίστηκαν 6 κάλυκες φυσιγγίων πυροβόλου όπλου, οι οποίοι παραλήφθηκαν από την Αστυνομία ως τεκμήρια.

 

Στις 29.12.2023 εκδόθηκε εναντίον του Κατηγορούμενου ένταλμα σύλληψης για τα αδικήματα της συνομωσίας για διάπραξη κακουργήματος, παράνομης κατοχής και μεταφοράς πυροβόλου όπλου κατηγορίας Β’ και παράνομης κατοχής και μεταφοράς εκρηκτικών υλών. Την ίδια ημέρα εκδόθηκε ένταλμα έρευνας της οικίας όπου διαμένει ο Κατηγορούμενος, στην Λάρνακα και του αυτοκινήτου με αριθμούς εγγραφής [ ].

 

Στις 30.12.2023, ο Κατηγορούμενος συνελήφθηκε δυνάμει του ένταλμα σύλληψης και αφού του εξηγήθηκαν οι λόγοι της σύλληψης του και του επιστήθηκε η προσοχή του στον Νόμο, αυτός απάντησε «Έκαμα κακό κανενού με αυτό που έγινε.

 

Οι 6 κάλυκες φυσιγγίων πυροβόλου όπλου εξετάστηκαν από τον Μ.Κ.20 του Εργαστηρίου Εξέτασης Όπλων, Πυρομαχικών, Ιχνών Εργαλείων – Κερμάτων και Εντυπωμάτων, της Υπηρεσίας Εγκληματολογικών Ερευνών. Οι 6 κάλυκες φυσιγγίων πυροβόλου όπλου ήταν διαμετρήματος 9χ19 χιλιοστά και πυροβολήθηκαν  μέσα σε ένα και το αυτό πυροβόλο όπλο ιδίου διαμετρήματος.

 

Στις 5.1.2024 λήφθηκε ανακριτική κατάθεση από τον Κατηγορούμενο, (Τεκμήριο 93) στην οποία άσκησε το δικαίωμα της σιωπής.

 

Συμπληρωματικά, η συνήγορος της Κατηγορούσας Αρχής πληροφόρησε το Δικαστήριο ότι ο Κατηγορούμενος βαρύνεται με προηγούμενες καταδίκες και συναφώς, παρουσίασε σχετικό έντυπο Ποινικού Μητρώου, του Αρχηγείου Αστυνομίας Κύπρου (βλ. Τεκμήριο 1). Από το έντυπο Ποινικού Μητρώου του Κατηγορούμενου και όσα συμπληρωματικά ανέφερε η συνήγορος της Κατηγορούσας Αρχής, προκύπτει ότι ο Κατηγορούμενος βαρύνεται με τρεις προηγούμενες καταδίκες, ως ακολούθως:

 

1.         Υπόθεση 403/13, του Ε.Δ. Λάρνακας, η οποία αφορά τα αδικήματα κλοπής, απόπειρας κλοπής, συνωμοσίας προς διάπραξη κακουργήματος, κλοπής, κλοπής από πρόσωπο, κλοπής, ληστείας, διάρρηξης εκκλησίας και κλοπής, συνωμοσίας προς διάπραξη πλημμελήματος, κλοπής από κατοικία, παράνομης κατοχής περιουσίας, εμπρησμού, διάρρηξης κατοικίας και κλοπής, κλεπταποδοχής και παράνομης κατοχής περιουσίας, όπου στις 29.03.2013 επιβλήθηκαν στον Κατηγορούμενο ποινές φυλάκισης, με μέγιστη αυτή των 3 ετών,  με τριετή αναστολή.

 

          Στα πλαίσια επιβολής ποινής στην ως άνω υπόθεση, λήφθηκαν υπόψη άλλες τρείς υποθέσεις του Ε.Δ. Λάρνακας, ήτοι:

-           η Υπόθεση 14833/2012, η οποία αφορά τα αδικήματα συνωμοσίας προς διάπραξη κακουργήματος και διάρρηξης κατοικίας εν καιρώ νυκτός και κλοπής,

-           η Υπόθεση 14834/2012, η οποία αφορά τα αδικήματα της παράνομης συνάθροισης και οχλαγωγίας, και

-           η Υπόθεση 14796/2012, η οποία αφορά τα αδικήματα της συνωμοσίας προς διάπραξη πλημμελήματος και κακόβουλης βλάβης.

 

2.         Υπόθεση 16022/14, Μόνιμου Κακουργιοδικείου Λάρνακας, η οποία αφορά το αδίκημα της ανθρωποκτονίας, όπου στις 03.07.2015, επιβλήθηκε στον Κατηγορούμενο ποινή φυλάκισης 17 ετών.

          Την 01.03.2018, με την εγκατάσταση της νέας Προεδρίας, ο Κατηγορούμενος έλαβε αναστολή του ¼  της ποινής που εξέτιε με τον εξής όρο, «Αναστέλλονται οι ποινές για περίοδο τριών ετών από την ημέρα αποφυλάκισής του. Εάν οποτεδήποτε προ της παρόδου της περιόδου αναστολής οποιοσδήποτε κατάδικος διαπράξει νέο αδίκημα και καταδικαστεί γι' αυτό, είτε μετά τη λήξη της εν λόγω περιόδου των τριών ετών σε ποινή φυλάκισης, η ανασταλείσα κατά τα ανωτέρω ποινή θα ενεργοποιηθεί αυτόματα εις τρόπο ώστε μετά την έκτιση της οποιασδήποτε τέτοιας νέας ποινής ο κατάδικος να εκτίσει εν συνεχεία το υπόλοιπό της δυνάμει του παρόντος εντάλματος ανασταλθείσας ποινής».

 

          Ο Κατηγορούμενος αποφυλακίστηκε στις 29.12.2023 και επομένως, δυνάμει των ανωτέρω, με την επιβολή ποινής φυλάκισης στα πλαίσια της παρούσας υπόθεσης, η οποία αφορά αδικήματα που διαπράχθηκαν στις 29.12.2023, δηλαδή προ της παρόδου της περιόδου αναστολής, θα ενεργοποιηθεί ποινή φυλάκισης 679 ημερών.

 

3.         Υπόθεση 10383/2019, Ε.Δ. Λευκωσίας, η οποία αφορά το αδίκημα της βαριάς σωματικής βλάβης, όπου στις 24.02.2020, επιβλήθηκε στον Κατηγορούμενο, ποινή φυλάκισης 3 ετών με οδηγίες όπως η εν λόγω ποινή συντρέχει με την ποινή φυλάκισης που έκτιε στα πλαίσια της Υπόθεσης 16022/14.

 

          Στα πλαίσια επιβολής ποινής στην ως άνω υπόθεση λήφθηκε υπόψη η Υπόθεση 564/2019, του Ε. Δ. Λευκωσίας, η οποία αφορά το αδίκημα της επίθεσης και πρόκλησης πραγματικής σωματικής βλάβης.

Αγορεύοντας προς μετριασμό, ο Κατηγορούμενος ανέγνωσε και κατέθεσε στο Δικαστήριο εμπεριστατωμένη γραπτή αγόρευση, καλώντας το Δικαστήριο να λάβει υπόψη μετριαστικά τα ακόλουθα:

 

(α) Τις προσωπικές του περιστάσεις ως προκύπτουν από την έκθεση των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας, που ετοιμάστηκε για σκοπούς επιβολής ποινής κατόπιν οδηγιών του Δικαστηρίου, το περιεχόμενο της οποίας υιοθέτησε. Από την εν λόγω έκθεση προκύπτει ότι ο Κατηγορούμενος είναι 28 ετών, άγαμος και προέρχεται από συγκροτημένη οικογένεια, μέτριας κοινωνικοοικονομικής κατάστασης. Είναι το μικρότερο παιδί της οικογένειας. Έχει δύο αδέλφια, τα οποία είναι άγαμα. Η αδελφή του διαμένει στην Ελλάδα και ο αδελφός του διαμένει στην πατρική τους οικία. Ο πατέρας του είναι συνταξιούχος, ενώ η μητέρα του εργάζεται ως πωλήτρια. Οι σχέσεις του Κατηγορούμενου με τους γονείς και τα αδέλφια του, περιγράφονται ως πολύ ικανοποιητικές.

 

Ο Κατηγορούμενος, φοίτησε μέχρι τη Β’ τάξη Γυμνασίου και έπειτα εγκατέλειψε το σχολείο λόγω έλλειψης ενδιαφέροντος και παραβατικής συμπεριφοράς. Κατά την εφηβική του ηλικία εργάστηκε για μικρό χρονικό διάστημα στις οικοδομές, παρουσιάζοντας όμως επαγγελματική αστάθεια. Ενώ από μικρή ηλικία, έτυχε κατάλληλης στήριξης, καθοδήγησης και συναισθηματικής κάλυψης από τους γονείς του, ανέπτυξε παραβατική συμπεριφορά.  Από νεαρή ηλικία καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης, καθώς επίσης στο παρελθόν, τέθηκε από το Ε.Δ. Λάρνακας υπό κηδεμονία για περίοδο 2 ετών με όρους κοινοτικής εργασίας.  Από την ηλικία των 12 ετών, άρχισε τη χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών. Αρκετές φορές, λόγω επιδείνωσης της ψυχικής του υγείας, γινόταν απειλητικός και επιθετικός απέναντι στα μέλη της οικογένειας του. Η συνεργασία του, στο παρελθόν με ειδικούς, με σκοπό την απεξάρτηση του, δεν επέφερε θετικά αποτελέσματα. Κατά την κράτηση του στις Κεντρικές Φυλακές, δεν είχε σταθερή συνεργασία με Ψυχίατρο, ούτε με το πρόγραμμα απεξάρτησης.  

 

(β) Ότι από την προσκομισθείσα μαρτυρία και τα ευρήματα του Δικαστηρίου,  δεν προκύπτει μαρτυρία για προσχεδιασμό της κατοχής του όπλου ή των εκρηκτικών υλών από τον ίδιο.

 

(γ) Ότι δεν υπάρχει μαρτυρία ούτε και διαφάνηκε ότι η κατοχή του όπλου ή των εκρηκτικών υλών, χρησιμοποιήθηκε από αυτόν για οποιαδήποτε εγκληματική ενέργεια ή ότι το κατείχε με σκοπό τη διάπραξη οποιασδήποτε εγκληματικής ενέργειας.

(δ) Ότι από τα γεγονότα διαφάνηκε ότι η κατοχή ήταν περιορισμένης χρονικής διάρκειας και συνδέθηκε με το γεγονός του χρόνου της αποφυλάκισης του, δηλαδή αμέσως μετά, στο αυτοκίνητο το οποίο τον μετέφερε από τις Κεντρικές Φυλακές προς τον προορισμό του μετά την αποφυλάκιση του, γεγονός που καταδεικνύει την έλλειψη προσχεδιασμού και την επιπολαιότητα που διακατείχε την όλη σκηνή. Επίσης, ότι διαφαίνεται ξεκάθαρα από το κλίμα και τα γεγονότα που παρουσιάστηκαν ότι επρόκειτο για μία στιγμιαία επιπόλαια ενέργεια που δεν αποσκοπούσε στην πρόκληση οποιασδήποτε βλάβης σε οποιονδήποτε.

 

(ε) Ότι από τη μαρτυρία διαφάνηκε ότι δεν ήταν μόνος του και άρα δεν είναι ξεκάθαρος ο βαθμός συμμετοχής άλλων ατόμων.

 

(στ) Τη μη δίωξη των συναυτουργών και/ή την αναστολή ποινικής δίωξης αυτών και/ή την άνιση μεταχείριση αυτού σε σχέση με τους πρώην συγκατηγορούμενους του.

 

(ζ) Ότι μετά την έκτιση της ποινής που θα του επιβάλει το παρών Δικαστήριο θα κληθεί να εκτίσει διαδοχικά άλλες 679 μέρες οι οποίες θα ενεργοποιηθούν, αφού του δόθηκε Προεδρική χάρη στο πλαίσιο της έκτισης της προηγούμενης ποινής.

 

(η) Ότι ο χρόνος που βρίσκεται υπόδικος στα πλαίσια της παρούσας υπόθεσης έχει συμπληρώσει και έχει υπερβεί κατά πολύ την ποινή που θα αντανακλούσε ορθά στο πρόσωπο του κατόπιν εξατομίκευσης της και λαμβάνοντας υπόψη όλα τα γεγονότα της υπόθεσης.

 

Τέλος, ο Κατηγορούμενος, στη βάση όλων των ανωτέρω,  εισηγήθηκε ότι, σε περίπτωση που το Δικαστήριο κρίνει ότι η μόνη αρμόζουσα υπό τις περιστάσεις ποινή είναι η στερητική της ελευθερίας ποινής, θα πρέπει αυτή να ανασταλεί. 

 

Νομική Πτυχή

 

Η σοβαρότητα των αδικημάτων στα οποία κρίθηκε ένοχος ο Κατηγορούμενος, αντανακλάται κατ’ αρχάς από τις προβλεπόμενες στον Νόμο ποινές.  Για το αδίκημα της παράνομης κατοχής και μεταφοράς πυροβόλου όπλου (κατηγορία 2), προνοείται ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα 15 έτη ή χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις €42.715 ή και οι δύο αυτές ποινές (βλ. άρθρο 51 του Ν.113(Ι)/2004). Για δε το αδίκημα της παράνομης κατοχής εκρηκτικών υλών (κατηγορία 3), προνοείται ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα 15 έτη ή πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις €5.000 ή και οι δύο αυτές ποινές [βλ. άρθρο 4(4) του Κεφ. 54 και περί Αυξήσεως των Ποινών (Πυροβόλα Όπλα και Εκρηκτικαί Ύλαι) Νόμου του 1978 (Ν.27/78)].

 

Όπως δε είναι νομολογημένο το ανώτατο όριο ποινής που προβλέπεται στον Νόμο αντανακλά αφενός τη σοβαρότητα που προσδίδεται από το Νομοθέτη σε ένα αδίκημα και αφετέρου αποτελεί και την αφετηρία από την οποία ξεκινά το Δικαστήριο για σκοπούς επιμέτρησης της ποινής (βλ. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Evans (2005) 2 Α.Α.Δ. 639). Πέραν όμως της προβλεπόμενης ποινής, η σοβαρότητα των εν λόγω αδικημάτων είναι προφανές ότι προκύπτει και από τη φύση τους, λόγω της καταρράκωσης του αισθήματος ασφάλειας των πολιτών και των συνεπειών που δυνατόν να επιφέρει η παράνομη οπλοχρησία. Από πολύ παλιά το Ανώτατο Δικαστήριο είχε τονίσει τη σοβαρότητα των πιο πάνω αδικημάτων και την ανάγκη για επιβολή αποτρεπτικών ποινών σε τέτοιου είδους αδικήματα.

 

Στην υπόθεση Athinis v. The Republic (1982) 2 C.L.R. 145, λέχθηκαν τα ακόλουθα (σε ελεύθερη μετάφραση):

 

«Χωρίς αμφιβολία η παράνομη κατοχή και χρήση πυροβόλων όπλων και πυρομαχικών αποτελούν σοβαρά αδικήματα γιατί αναμφισβήτητα υπονομεύουν την έννομη τάξη και ανοίγουν το δρόμο προς την αναρχία, κάτι που ισοδυναμεί με τον χειρότερο εχθρό της Δημοκρατίας και μιας ευτυχισμένης ζωής μέσα σε συνθήκες Δημοκρατίας η οποία θα είναι ασφαλής και ελεύθερη από φόβο και εκφοβισμό. Η πρόσφατη ιστορία της Κύπρου αποτελεί συνεχή υπενθύμιση για το τίμημα που έχει πληρώσει αυτό το νησί και ο λαός του λόγω της ανεύθυνης και παράνομης κατοχής και χρήσης όπλων. Κατά συνέπεια παρόμοια αδικήματα πρέπει να τιμωρούνται με αυστηρότητα από τα Δικαστήρια τα οποία τελικά βαρύνονται με την ευθύνη του νόμου και την προστασία της πολιτείας και των πολιτών της από τα κακά τα οποία προέρχονται από τη διάπραξη τέτοιων αδικημάτων.»

 

Επίσης στην υπόθεση Gasteratos v. The Republic (1986) 2 C.L.R. 170, λέχθηκαν τα εξής (σε ελεύθερη μετάφραση):

 

«Το Δικαστήριο αυτό έχει επανειλημμένως και επιμόνως τονίσει τη σοβαρότητα των αδικημάτων που σχετίζονται με την παράνομη και χωρίς εξουσιοδότηση κατοχή, μεταφορά και χρησιμοποίηση πυροβόλων όπλων. Οι οδυνηρές συνέπειες αυτών των αδικημάτων είναι γνωστές και πρέπει να υπάρξει μια γενική επαγρύπνηση και εκτός αν εξαπολυθεί ένας ανελέητος πόλεμος εναντίον τέτοιων εγκληματιών, η προστασία των νομοταγών πολιτών και οι δημοκρατικές διαδικασίες σ’ αυτή την πολιτεία θα βρίσκονται σε συνεχή κίνδυνο.».

 

Στην υπόθεση Θεοδούλου ν. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 206, με αναφορά στις παλαιότερες υποθέσεις, σημειώθηκε ότι «Η παράνομη κατοχή όπλων υπονομεύει την έννομη τάξη, οδηγεί στην αναρχία και δημιουργεί ένα αίσθημα ανασφάλειας στους φιλήσυχους και νομοταγείς πολίτες, στοιχείο που δεν έχει θέση στη ζωή σε μία Δημοκρατική κοινωνία.».

Οι ίδιες επισημάνσεις έγιναν και σε άλλες μεταγενέστερες υποθέσεις όπως η Γενικός Εισαγγελέας ν. Chronyy (2006) 2 Α.Α.Δ. 117, Μάμας Προκοπίου Κίτας ν. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 433, Κυριάκος Παναγή ν. Δημοκρατίας (2015) 2(Β) Α.Α.Δ.875, Μπενάκης ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 73/2016, 13.03.2018, αλλά και στην πολύ πρόσφατη απόφαση του Εφετείου στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Ates, Ποιν. Έφ.  Αρ. 234/2024, 25.02.2025.

 

Θα πρέπει δε να υποδειχθεί ότι η σοβαρότητα των εν λόγω αδικημάτων έγκειται επιπλέον στην ανησυχητικά διαχρονική έξαρση που η διάπραξη τους παρουσιάζει, κάτι για το οποίο λαμβάνουμε δικαστική γνώση λόγω της συχνότητας με την οποία παρουσιάζονται ενώπιον Δικαστηρίων υποθέσεις που τα αφορούν, και το οποίο, επίσης, αποτέλεσε αντικείμενο σχολιασμού σε διάφορες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Στην υπόθεση Νικολεττή ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 279 τονίστηκε πως, «Η έξαρση εγκλημάτων οπλοφορίας γενικά …... καθιστά το καθήκον αποτροπής τους μέσω της τιμωρίας των παραβατών πλέον επιβεβλημένο.» Επίσης στην εν λόγω υπόθεση  επισημάνθηκε ότι «Η μεταφορά όπλου είναι, κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες σοβαρό έγκλημα· καθίσταται δε σοβαρότερο όταν συνοδεύεται με την κατοχή πυρομαχικών που καθιστούν δυνατή τη χρήση του.».

 

Η ανησυχητική δε συχνότητα με την οποία διαπράττονται αδικήματα που σχετίζονται με την κατοχή και μεταφορά πυροβόλων όπλων, καθιστά το καθήκον αποτροπής τους μέσω της τιμωρίας των παραβατών πλέον επιβεβλημένο (βλ. Vero κ.α. v. Δημοκρατίας (2015) 2Α Α.Α.Δ. 315). Δυστυχώς, παρά τη διαχρονική αυστηρή αντιμετώπιση από τα Δικαστήρια, τέτοιων αδικημάτων, εντούτοις μέχρι σήμερα υπάρχει έξαρση στη διάπραξη τους, καθώς  και αντίστοιχη ανάγκη για επιβολή αυστηρών και αποτρεπτικών ποινών.

 

Στο πλαίσιο  άντλησης καθοδήγησης, από τη νομολογία αναφορικά με τον τρόπο που αντιμετωπίστηκαν, στο παρελθόν, αδικοπραγούντες των εν λόγω αδικημάτων, παραπέμπουμε στις πιο κάτω αποφάσεις στις οποίες και θα γίνει συνοπτική αναφορά.

 

Στην Ανδρέου ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 166, ο κατηγορούμενος είχε κριθεί ένοχος, κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας, σε κατηγορίες για κατοχή και μεταφορά πυροβόλου όπλου G3, για τις οποίες του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 4 ετών στην κάθε μία. Στην κατηγορία για κατοχή εκρηκτικών υλών, του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 3 ετών. Είχε δύο προηγούμενες καταδίκες που αφορούσαν σε διαρρήξεις, κλοπές, πλαστογραφίες και άλλα ομοειδή αδικήματα, και έπασχε από μεσογειακή αναιμία. Το Ανώτατο Δικαστήριο επικύρωσε τις ως άνω ποινές, τονίζοντας τη σοβαρότητα των αδικημάτων και ότι ο κατηγορούμενος δεν μπορεί κάθε φορά που παρανομεί να προβάλλει τα θέματα της υγείας του.

 

 Στην Titos v. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 409, επικυρώθηκαν οι επιβληθείσες ποινές φυλάκισης 4 ετών για οπλοκατοχή, ήτοι 3 πιστολιών, 2 ετών για κατοχή πυρομαχικών, ήτοι 183 σφαιρών και 2 ετών για καλλιέργεια 23 φυτών κάνναβης.

 

Στην Νικολεττή (ανωτέρω), επικυρώθηκαν οι συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 4 ετών για κατοχή πιστολιού, 3 ετών για κατοχή εκρηκτικών υλών, ήτοι 7 φυσιγγίων με τα οποία το πιστόλι ήταν οπλισμένο, 2 ετών για μεταφορά αντικειμένου κατασκευασμένου προς εκτόξευση επιβλαβούς υγρού και 4 μηνών για μεταφορά μάχαιρας. Ο Εφεσείων ήταν λευκού ποινικού μητρώου και προέβη σε παραδοχή.

 

 Στην Παπαγεωργίου (Γιάγκος) ν. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 646, επικυρώθηκαν οι επιβληθείσες συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 3 ετών για κατοχή και μεταφορά ενός πιστολιού τύπου «Tapiq» και 6 μηνών για κατοχή εκρηκτικών υλών, δηλαδή 52 πλήρων φυσιγγίων, που επιβλήθηκαν στον Εφεσείοντα, λευκού ποινικού μητρώου, κατόπιν παραδοχής. 

 

Στη Γενικός Εισαγγελέας ν. Βασιλείου κ.α. (2007) 2 Α.Α.Δ. 84, επικυρώθηκαν οι επιβληθείσες συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 3 ½ ετών για τα αδικήματα της κατοχής πυροβόλου όπλου, 1 έτους για κατοχή φυσιγγιοθήκης, 6 μηνών για κατοχή σιγαστήρα όπλου και 2 ετών για κατοχή 17 φυσιγγίων. Οι Εφεσίβλητοι ήταν λευκού ποινικού μητρώου, παραδέχθηκαν ενοχή τόσο στην Αστυνομία όσο και ενώπιον του Κακουργιοδικείου.

 

Στην Μάμας Προκοπίου Κίτας (ανωτέρω), επικυρώθηκαν οι επιβληθείσες, μετά από παραδοχή, ποινές φυλάκισης 3 ½ ετών για την κατηγορία της κατοχής πυροβόλου όπλου, ήτοι πιστόλι και 3 ½ ετών για τη μεταφορά πυροβόλου όπλου, το οποίο να σημειωθεί ότι δεν ήταν έμφορτο. Ο Εφεσείων βαρύνετο με μία προηγούμενη καταδίκη.

 

Τέλος στην Γενικός Εισαγγελέας ν. Ates (ανωτέρω) το Εφετείο, ακύρωσε και αντικατέστησε τις πρωτοδίκως επιβληθείσες συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 18 μηνών για τα αδικήματα της κατοχής πυροβόλου όπλου κατηγορίας Β, και της μεταφοράς πυροβόλου όπλου κατηγορίας Β, οι οποίες επιβλήθηκαν στον Εφεσίβλητο μετά από ακρόαση, με συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 3 ετών.

 

Στο σημείο αυτό κρίνουμε σκόπιμο να διευκρινίσουμε ότι η αναφορά σε προηγούμενες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου σχετικά με τις επιβληθείσες ποινές είναι ενδεικτικές του μέτρου τιμωρίας, αλλά δεν αποτελούν σταθερό δείκτη καθορισμού της ποινής, καθότι η ποινή, σε κάθε υπόθεση, εξαρτάται από τα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης και τα δεδομένα του παραβάτη (βλ. Χαραλάμπους v. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 1 και Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 123). Δεν υπάρχουν όμοιες υποθέσεις για να υπάρχουν όμοιες ποινές. Στην Μαυρολουκά ν. Δημοκρατίας (2015) 2(Α) Α.Α.Δ. 30, τονίστηκε ωστόσο ότι η προηγηθείσα νομολογιακή προσέγγιση είναι χρήσιμη προς την κατεύθυνση ελαφρυντικών ή επιβαρυντικών λόγων, αλλά και καθορισμού του γενικότερου πλαισίου της ποινής σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Παραπομπή σε δικαστικό προηγούμενο, ιδίως στις περιπτώσεις όπου επιβάλλεται ποινή φυλάκισης, θωρακίζει τη δικαστική κρίση με την απαραίτητη πειστικότητα και εξαλείφει την οποιανδήποτε υπόνοια για αυθαιρεσία ή τυχόν αίσθημα αδικίας του καταδικασθέντα.

 

Κατόπιν των πιο πάνω, επιστρέφουμε στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης και ειδικά στους παράγοντες που θα πρέπει να ληφθούν υπόψη στη διαμόρφωση της ποινής που θα επιβληθεί στον Κατηγορούμενο.

 

Για προσδιορισμό, λοιπόν, της ποινής, πρώτα και πάνω απ’ όλα λαμβάνουμε υπόψη αφενός τη σοβαρότητα των αδικημάτων, ως προκύπτει από τις προβλεπόμενες ποινές, που ως έχουμε προαναφέρει, αποτελούν και την αφετηρία από την οποία ξεκινά το Δικαστήριο προς αναζήτηση της αρμόζουσας ποινής για τον Κατηγορούμενο που έχει ενώπιον του και αφετέρου την ανάγκη επιβολής αποτρεπτικών ποινών, ενόψει της έξαρσης που παρατηρείται στη διάπραξη τους. Βεβαίως, τούτων λεχθέντων, δεν λησμονούμε ότι οι περιστάσεις διάπραξης ενός ποινικού αδικήματος, είναι ένας παράγοντας που επιδρά καθοριστικά στο ζήτημα της ποινής. Όπως εξηγήθηκε στην υπόθεση Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 391, «…ο χαρακτηρισμός κάποιου αδικήματος ως σοβαρού δεν εξαρτάται αποκλειστικά από το ανώτατο όριο ποινής που ο νόμος προνοεί για τη διάπραξη του.  Εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το σύνολο των περιστάσεων που περιβάλλουν τη διάπραξη του και διαγράφουν το μέγεθος της βλάβης και τις εν γένει συνέπειες που η διάπραξη του μπορεί να επιφέρει στην κοινωνία και οι οποίες δυνατόν είτε να υποβιβάζουν ένα αδίκημα για το οποίο προνοείται πολυετής φυλάκιση σε απλή και τυπική παράβαση, είτε να καθιστούν εξαιρετικά σοβαρό ένα αδίκημα για το οποίο δεν προνοείται αυστηρή ποινή υπό μορφή πολυετούς φυλάκισης».

 

Έχοντας συνεπώς εξετάσει με πολλή προσοχή τα γεγονότα που περιστοιχίζουν τα επίδικα αδικήματα, όπως αυτά προκύπτουν από τα ευρήματα και συμπεράσματα μας, αυτό που αναδύεται έντονα είναι η επιπολαιότητα και απερισκεψία με την οποία ενήργησε ο Κατηγορούμενος, αμέσως μετά την αποφυλάκιση του, χωρίς, στην ουσία, να αναλογιστεί τις συνέπειες των πράξεων του. Ωστόσο, σε καμία περίπτωση τούτο δεν μπορεί να αποτελέσει λόγο ή και ικανή δικαιολογία για την εγκληματική συμπεριφορά που επέδειξε ο Κατηγορούμενος. Βέβαια,  δεν παραγνωρίζουμε ότι, από την ενώπιον μας προσαχθείσα μαρτυρία, δεν προέκυψε ότι ο Κατηγορούμενος  διαπράττοντας τα αδικήματα της κατοχής και μεταφοράς πυροβόλου όπλου, και της κατοχής εκρηκτικών υλών ενήργησε εσκεμμένα, έχοντας δηλαδή πρόθεση να προκαλέσει σωματική βλάβη ή  εκφοβισμό τρίτου προσώπου, αλλά ούτε και υπάρχουν οποιεσδήποτε ενδείξεις ότι η κατοχή των ανωτέρω προοριζόταν για χρήση στο πλαίσιο διάπραξης άλλων αδικημάτων. Από την άλλη, τα ανωτέρω δεν είναι ικανά να αμβλύνουν καθ’ οιονδήποτε τρόπο τη σοβαρότητα των αδικημάτων που διέπραξε ο Κατηγορούμενος, αφού παραμένει ως γεγονός ότι ο Κατηγορούμενος σε κατοικημένη περιοχή κατείχε πυροβόλο όπλο τύπου πιστόλι μαζί με έξι φυσίγγια πυροβόλου όπλου, με όλους τους εγγενείς κινδύνους που μια τέτοια ενέργεια εγκυμονεί. Άλλωστε, ως και η νομολογία μας υποδεικνύει, η κατοχή όπλου καθίσταται ακόμη σοβαρότερο αδίκημα όταν συνοδεύεται από την κατοχή πυρομαχικών, όπως στην προκειμένη περίπτωση [βλ. Νικολεττή (ανωτέρω)] και τέτοια αδικήματα δημιουργούν μεγάλη αναταραχή, φόβο, όπως συνέβηκε και στην ένοικο της κατοικίας επί της οδού Μακεδονίας 20 στην προκείμενη, και ανασφάλεια στην κοινωνία και είναι για τούτο που τα Δικαστήρια δεν επιδεικνύουν ανοχή σε τέτοιου είδους αδικήματα (βλ. Ανδρέου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 270/17, ημερ. 18.06.2019), ECLI:CY:AD:2019:B255. Η απαξία επομένως της αξιόποινης συμπεριφοράς του Κατηγορούμενου, έγκειται στον δυνητικό κίνδυνο τραυματισμού ή εκφοβισμού άλλων, ο οποίος και δικαιολογεί την επιβολή αποτρεπτικής ποινής στην προκειμένη περίπτωση, αφού ο Κατηγορούμενος αναμφίβολα συνέλαβε με τον τρόπο που ενήργησε σε ένα τέτοιο κίνδυνο. 

 

Δεν διαφεύγει της προσοχής μας ότι δεν τέθηκε ενώπιον μας μαρτυρία, ούτε καταλήξαμε σε οποιοδήποτε εύρημα που να δείχνει τον τρόπο με τον οποίο περιήλθε στην κατοχή του Κατηγορουμένου, τόσο το πιστόλι, όσο και τα έξι φυσίγγια πυροβόλου όπλου. Το μόνο βέβαιο είναι ότι δεν θα μπορούσε να τα είχε στην κατοχή του πριν και κατά την αποφυλάκιση του από τις Κεντρικές Φυλακές. Σε συνέχεια τούτου, επισημαίνουμε ότι δεν τέθηκε ενώπιον μας μαρτυρία, αλλά ούτε καταλήξαμε σε οποιοδήποτε εύρημα που να καταδεικνύει προσχεδιασμό στη διάπραξη των αδικημάτων. Εκείνο το οποίο ωστόσο παραμένει ως γεγονός στην παρούσα περίπτωση είναι ότι ο Κατηγορούμενος έλαβε κατοχή του πυροβόλου όπλου και των φυσιγγίων.

 

Για όλους τους λόγους που εξηγούνται πιο πάνω, καθίσταται αναμφισβήτητο ότι στην παρούσα υπόθεση,  προέχει το στοιχείο της αποτροπής και η ανάγκη προστασίας της κοινωνίας από πρόσωπα που επιδίδονται σε τέτοιου είδους σοβαρά αδικήματα. Το στοιχείο της γενικής αποτροπής είναι έντονο και προκειμένου τα Δικαστήρια να επιτελέσουν τον σημαντικό τους ρόλο στην κοινωνία, αλλά και να στείλουν τα σωστά μηνύματα, οφείλουν να επιβάλλουν, κάτω από τις δοσμένες συνθήκες, αυστηρές και αποτρεπτικές ποινές (βλ. Αντωνίου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 74/2020, ημερ. 31.07.2020).

 

Παρά την εν γένει σοβαρότητα των διαπραχθέντων αδικημάτων, την έξαρση που παρατηρείται και την συνακόλουθη ανάγκη για αποτροπή, υπάρχει πάντοτε και το καθήκον προς εξατομίκευση της, ούτως ώστε αυτή να προσιδιάζει στις περιστάσεις της υπόθεσης και του κατηγορούμενου, το οποίο δεν ατονεί.

 

Στα πλαίσια εξατομίκευσης της ποινής, σημειώνουμε και λαμβάνουμε υπόψη τις προσωπικές, οικογενειακές και άλλες περιστάσεις του Κατηγορούμενου, όπως αυτές κατεγράφησαν στην έκθεση των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας και σημειώνονται ανωτέρω. Ειδικότερα λαμβάνουμε υπόψη ότι ο Κατηγορούμενος είναι ηλικίας 28 ετών και παρόλο ότι αναγνωρίζει ότι έτυχε της κατάλληλης στήριξης, καθοδήγησης και συναισθηματικής κάλυψης από τους γονείς του, από μικρή ηλικία ανέπτυξε παραβατική συμπεριφορά και από την ηλικία των 12 ετών άρχισε τη χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών, χωρίς οι προσπάθειες του στο παρελθόν με ειδικούς με σκοπό την απεξάρτηση του να επιφέρει θετικά αποτελέσματα. Από την άλλη, πρέπει να σημειωθεί ότι οι προσωπικές περιστάσεις υποχωρούν σημαντικά σε αδικήματα της σοβαρότητας αυτών που διέπραξε ο Κατηγορούμενος. Εξάλλου, όπως έχει νομολογηθεί, οι προσωπικές περιστάσεις – υπό την ευρύτερη έννοια – λαμβάνονται μεν υπόψη, αλλά, για αδικήματα που βρίσκονται σε έξαρση, υπερτερεί σαφώς η ανάγκη για επιβολή αυστηρής και αποτρεπτικής ποινής.

 

Σε σχέση με την ηλικία του Κατηγορουμένου, δεν παραγνωρίζουμε καθόλου ότι είναι 28 ετών και πως σε ποινικές υποθέσεις άτομα πλησίον αυτής της ηλικίας έχουν αντιμετωπιστεί ως νεαρής ηλικίας.  Οφείλουμε όμως από την άλλη να επαναλάβουμε ότι παρότι η ηλικία λαμβάνεται υπόψιν εντούτοις δεν αφήνεται να εξουδετερώσει την ανάγκη για προστασία της κοινωνίας. Σημειώνουμε βέβαια ότι το νεαρό της ηλικίας ενός παραβάτη αποτελεί, σύμφωνα με την νομολογία, παράμετρο, που το Δικαστήριο θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη του στην επιμέτρηση της ποινής. Σε άτομα νεαρής ηλικίας πρέπει να δίδεται έμφαση στην αναμόρφωση παρά στην τιμωρία (βλ. σύγγραμμα Sentencing in Cyprus, 2nd ed, G. M. Pikis, σελ. 88). Η νομολογία δεν καθορίζει όριο ηλικίας για κατάταξη ατόμου ως νεαρού. Αυτό πιθανόν να οφείλεται, στο γεγονός, ότι, υπάρχουν και άλλοι παράγοντες, εκτός της ηλικίας, που μπορούν να καθορίσουν το ζήτημα. Όπως είναι, για παράδειγμα, οι, ανεξαρτήτως ηλικίας, εμπειρίες ενός ατόμου της ζωής (βλ. σύγγραμμα Sentencing in Cyprus, (ανωτέρω), σελ. 89[[1]]). Το βέβαιο είναι, ότι, όσο μεγαλώνει κάποιος ηλικιακά, η σημασία του νεαρού της ηλικίας, ως μετριαστικού παράγοντα, μειώνεται (βλ. Akkarkili v R (1987) 2 C.L.R. 125 και Chanine v R (1987) 2 C.L.R. 183). Εν προκειμένω, έχουμε την άποψη ότι, ένα πρόσωπο ηλικίας 28 ετών, το οποίο βρέθηκε από πολύ νεαρή ηλικία στις Κεντρικές Φυλακές θα έπρεπε να είχε πολύ περισσότερη αντίληψη της σοβαρότητας και των συνεπειών που συνεπάγεται η διάπραξη της φύσης των αδικημάτων που διέπραξε.

 

Όσον αφορά το ιστορικό του Κατηγορούμενου δεν διαφεύγει της προσοχής μας ότι δεν έχει προς όφελος του το λευκό ποινικό μητρώο εφόσον βαρύνεται με τρεις προηγούμενες καταδίκες. Βεβαίως, επισημαίνουμε ότι σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει πως θα τιμωρηθεί για δεύτερη φορά για τα παλαιότερα αδικήματα του. Το βεβαρημένο μητρώο είναι στοιχείο το οποίο έχει σημασία και λαμβάνεται υπόψη κατά την επιμέτρηση, διότι οι παλαιές καταδίκες αποτελούν ένδειξη της στάσης και του σεβασμού του Κατηγορούμενου προς τους Νόμους της Πολιτείας (βλ. Σωκράτης Παναγιώτου (Αντάρτης) ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 138). Η σημασία των προηγούμενων καταδικών έγκειται στο ότι η ύπαρξη τους τείνει να μειώσει σε κάποιο βαθμό, μεγάλο ή μικρό ανάλογα με τον αριθμό, τον χρόνο και τη φύση των παλαιών αδικημάτων, την επιείκεια η οποία δύναται να επιδειχθεί (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Αεροπόρος (1997) 2 Α.Α.Δ. 17).

 

Οι προηγούμενες καταδίκες του Κατηγορούμενου αφορούν αδικήματα κατά της προσβολής του ιδιοκτησιακού δικαιώματος τρίτων και της σωματικής ακεραιότητας άλλων προσώπων. Εμπεριέχουν ασέβεια προς τους Νόμους και προς τα δικαιώματα άλλων. Πρόκειται για αδικήματα που προκαλούν ρήγματα στην έννομη τάξη και διαβίωση, ενώ συνάμα  διαβρώνουν το αίσθημα ασφάλειας του πολίτη. Επίσης τα αδικήματα που αφορούν την πρώτη προηγούμενη καταδίκη του Κατηγορούμενου διαπράχθηκαν κατά την περίοδο των ετών 2011 έως 2013. Το αδίκημα που αφορά στη δεύτερη προηγούμενη καταδίκη του Κατηγορούμενου διαπράχθηκε το 2014 και το αδίκημα που αφορά την τρίτη προηγούμενη καταδίκη του Κατηγορούμενου διαπράχθηκε το 2017. Δυστυχώς, οι προηγούμενες καταδίκες του Κατηγορούμενου καταδεικνύουν μία επαναλαμβανόμενη σοβαρής μορφής εγκληματική συμπεριφορά η οποία καταλαμβάνει ευρεία έκταση από απόψεως χρόνου. Παράλληλα καταδεικνύεται ότι, παρά την επιβολή άμεσης ποινής φυλάκισης το 2014, σημαντικής μάλιστα έκτασης, και παρά το χρόνο που είχε ο Κατηγορούμενος στις φυλακές για να αναλογιστεί τις πράξεις του και να αναμορφώσει τη συμπεριφορά του, εντούτοις την ίδια ημέρα της αποφυλάκισης του και εντός της περιόδου αναστολής δυνάμει προεδρικής χάρης, διέπραξε τα αδικήματα της παρούσας. Φαίνεται δυστυχώς ότι η στάση του απέναντι στην τήρηση των Νόμων είναι περιφρονητική και ότι οι ποινές φυλάκισης που του είχαν επιβληθεί δεν έχουν πετύχει τον σκοπό της αναμόρφωσης του. Υπό το φως όλων των ανωτέρω οι προηγούμενες καταδίκες στην προκειμένη περίπτωση μειώνουν ουσιωδώς την επιείκεια που μπορεί να του επιδειχθεί.

 

Ως προς την εισήγηση του Κατηγορούμενου όπως προσμετρήσουμε προς όφελος του το γεγονός ότι η υπόθεση αναστάλθηκε εναντίον των πρώην συγκατηγορούμενων του, οι οποίοι σύμφωνα με τη μαρτυρία βρέθηκαν τόσο στις Κεντρικές Φυλακές κατά την αποφυλάκιση του Κατηγορούμενου καθώς επίσης και εντός του αυτοκινήτου μαζί με τον Κατηγορούμενο, αφήνοντας να νοηθεί εμμέσως πλην σαφώς ότι εμπλέκονται στον τρόπο με τον οποίο βρέθηκε το πιστόλι και τα 6 φυσίγγια πυροβόλου όπλου εντός του αυτοκινήτου,  γεγονός που αποτελεί κατά τον Κατηγορούμενο δυσμενή και άνιση μεταχείριση, σημειώνουμε τα ακόλουθα. Στη σχετικά πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου  Δικαστηρίου, στην υπόθεση Κυριάκου ν Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 35/2022, 25.01.2023, ECLI:CY:AD:2023:B24 λέχθηκαν τα ακόλουθα επί τούτου, «Περί άνισης μεταχείρισης ο λόγος. Να επαναλάβουμε ότι οι αρμόδιες αρχές του Κράτους, οφείλουν να προσάγουν ενώπιον των ανεξάρτητων δικαστικών αρχών, όλους τους παραβάτες. Αυτό υπαγορεύει η αρχή της ίσης μεταχείρισης των παραβατών (Άρθρο 28 του Συντάγματος και Gagloshvili v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 33/21, ημερ. 21.12.2021, ECLI:CY:AD:2021:D575). Η αναστολή ποινικής δίωξης είναι άσκηση εξουσίας του Γενικού Εισαγγελέα, συνταγματικά κατοχυρωμένη. Η άσκηση των εξουσιών του βάσει του Άρθρου 113.2 του Συντάγματος, δεν ελέγχεται δικαστικά. Ωστόσο, όπως επαναλήφθηκε στην Γενικός Εισαγγελέας ν. Λοίζου κ.ά. (2000) 2 ΑΑΔ 371, 381:

 

          «… η αναστολή ποινικής δίωξης άπτεται του τρόπου μεταχείρισης των παραβατών και κατά συνέπεια λαμβάνεται υπόψη στον καθορισμό της τιμωρίας των ατόμων οι οποίοι συγκατηγορούνται με τα άτομα των οποίων η δίωξη αναστέλλεται. Η νομολογία επί του θέματος αναλύεται και οι αρχές που προκύπτουν από αυτή εξηγούνται στην πρόσφατη απόφασή μας στη Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 141. Στην ίδια απόφαση υπογραμμίζεται ότι, «Η αρχή της ισότητας, όπως καθιερώνεται στο Άρθρο 28 του Συντάγματος είναι καθολική. Η ισονομία και ισοπολιτεία αποτελούν την πεμπτουσία της Δικαιοσύνης.» Η επιλεκτική μεταχείριση των παραβατών αποδυναμώνει το δίκαιο και καταστρατηγεί το κράτος δικαίου.»»

 

Στην προκειμένη περίπτωση ό,τι προκύπτει από όσα τέθηκαν υπόψη του Δικαστηρίου, είναι ότι ο Γενικός Εισαγγελέας αποφάσισε την αναστολή της ποινικής δίωξης εναντίον των πρώην συγκατηγορούμενων του, μετά την εκ νέου θεώρηση του συνόλου της μαρτυρίας, όταν παραλήφθηκε όλο το μαρτυρικό υλικό, αφού η μαρτυρία εναντίον τους κρίθηκε ότι είναι ανεπαρκής. Προκύπτει συνεπώς, στη βάση των ανωτέρω ότι, η αναστολή της ποινική δίωξης των πρώην Κατηγορουμένων 2, 3 και 4, έγινε λόγω μεταβολής της θέσης της Κατηγορούσας Αρχής αναφορικά με την αποδεικτική αξία του συνόλου του μαρτυρικού υλικού που αυτή κατείχε εναντίον τους και δεν εντοπίζουμε οποιαδήποτε προσπάθεια ευνοϊκότερης μεταχείρισης των πρώην συγκατηγορούμενων του Κατηγορούμενου, ούτε και κατ’ επέκταση τίθεται ζήτημα άνισης μεταχείρισης αδικοπραγούντων, για απόδοση προς τον Κατηγορούμενο του αντίστοιχου ελαφρυντικού.

 

Με δεδομένο ότι σε περίπτωση επιβολής φυλάκισης, οποιουδήποτε ύψους, τότε αυτομάτως θα ενεργοποιηθεί και η ανασταλείσα υπό του Προέδρου της Δημοκρατίας ποινή των 679 ημερών, οφείλουμε να σημειώσουμε πως καθηκόντως έχουμε υπόψη μας και τις εφαρμοστέες σε τέτοιες περιπτώσεις αρχές της συνολικότητας και της αναλογικότητας. Οι αρχές αυτές, για ό,τι ενδιαφέρει στην παρούσα, ορίζουν ότι όταν επιβάλλεται ποινή και ταυτόχρονα ενεργοποιείται άλλη ανασταλείσα ποινή, διαδοχικά προς την πρώτη, το Δικαστήριο έχει καθήκον αφενός να βεβαιωθεί ότι το σύνολο των διαδοχικών ποινών δεν είναι υπερβολικό και αφετέρου ότι αυτό το σύνολο ποινών είναι ανάλογο προς το διαπραχθέν αδίκημα, ούτως ώστε η συνολική ποινή να είναι δίκαιη για τον κατηγορούμενο (βλ. Παπαχρίστου ν. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ.62, Ηρακλέους ν. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 327, Σωτηριάδου ν. Αστυνομίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 356, Γρηγορίου ν. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 628, Ηρακλέους ν. Αστυνομίας (2019) 2 Α.Α.Δ. 534, Ηρακλέους ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ.175/18, ημερ. 15.05.2019, ECLI:CY:AD:2019:B185, Γλυκερίου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ.171/20, ημερ. 08.07.2022, ECLI:CY:AD:2022:B287 και Γιαννακού ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ.235/2023, ημερ. 19.07.2024).

 

Λαμβάνουμε λοιπόν υπόψη, ότι σε περίπτωση επιβολής φυλάκισης στην παρούσα, τότε αυτομάτως θα ενεργοποιηθεί και η ανασταλείσα ποινή φυλάκισης την οποία ο Κατηγορούμενος υποχρεωτικά θα εκτίσει διαδοχικά με την επιβληθείσα για τα νέα αδικήματα ποινή, ήτοι τις 679 ημέρες φυλάκισης που είχαν απομείνει κατά την αναστολή της. Επομένως λαμβάνουμε υπόψη, ως έχουμε καθήκον, τις σωρευτικές επιπτώσεις που θα προκύψουν από το συνδυασμό των δύο ποινών και συγκεκριμένα ότι σε οποιαδήποτε τυχόν ποινή φυλάκισης επιλέξουμε, θα προστεθεί διαδοχικά φυλάκιση 679 ημερών, συνεπεία της ενεργοποίησης.

 

Συνεκτιμώντας όλα όσα αναφέρθηκαν ανωτέρω, σε συνδυασμό με τη σοβαρότητα των αδικημάτων και το στοιχείο της αποτροπής που προέχει σε τέτοιες υποθέσεις, κρίνουμε ότι η επιβολή στον Κατηγορούμενο στερητικής της ελευθερίας του ποινής προβάλλει ως αναπόφευκτη. Επισημαίνουμε ότι η διαδικασία εξατομίκευσης της ποινής δεν πρέπει να συνεπάγεται εξουδετέρωση της σοβαρότητας των αδικημάτων που ο Κατηγορούμενος έχει διαπράξει.

 

Όσον αφορά το ύψος της, αυτή θα αντανακλά, κατά τρόπο ισοζυγισμένο, όλους τους πιο πάνω παράγοντες και ειδικότερα τις συνθήκες διάπραξης των αδικημάτων, τις προσωπικές περιστάσεις του Κατηγορουμένου και τους ελαφρυντικούς παράγοντες που επισημάνθηκαν ανωτέρω. Στο ίδιο πλαίσιο, σε εφαρμογή και της αρχής της συνολικότητας της ποινής, λαμβάνουμε υπόψη και το γεγονός, ότι, ως αποτέλεσμα της καταδίκης του Κατηγορούμενου στην παρούσα υπόθεση, αυτόματα, ενεργοποιείται και η ανασταλείσα περίοδος ποινής φυλάκισης 679 ημερών στο πλαίσιο της υπόθεσης 16022/2014  του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Λάρνακας, την οποία θα εκτίσει διαδοχικά της ποινής που θα του επιβάλουμε στην παρούσα υπόθεση.

 

Στη βάση λοιπόν όλων των πιο πάνω κρίνουμε ως αρμόζουσες και επιβάλλουμε στον Κατηγορούμενο  τις ακόλουθες ποινές:

 

Στην Κατηγορία 2, ποινή φυλάκισης 2 ½ ετών.

Στην Κατηγορία 3, ποινή φυλάκισης 2 ½ ετών.


Οι ποινές να συντρέχουν.

 

Θα εξετάσουμε στο στάδιο αυτό κατά πόσο συντρέχουν λόγοι για αναστολή της ποινής φυλάκισης που έχουμε ήδη επιβάλει στον Κατηγορούμενο. Κατ’ αρχάς σημειώνουμε ότι η ποινή φυλάκισης με αναστολή δεν επιβάλλεται σαν μέτρο επιείκειας ή εναλλακτικό μέτρο τιμωρίας του παραβάτη και η επιλογή της ποινής φυλάκισης δεν πρέπει να συσχετίζεται με τη δυνατότητα αναστολής της.  Τα δύο θέματα είναι ξεχωριστά. Το Δικαστήριο αποφασίζει το ύψος της ποινής και αποφασίζει κατά πόσο συντρέχουν οι προϋποθέσεις που δικαιολογούν την αναστολή της. 

 

Η βασική νομολογιακή αρχή, όπως έχει αποκρυσταλλωθεί στις υποθέσεις Ιωσήφ ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ.930 και Αργυρίδης κ.ά. ν. Αστυνομίας (2013) 2 Α.Α.Δ.449, είναι ότι επανεξετάζεται κάθε παράγοντας ο οποίος δυνατόν να έχει σημασία ως προς την αναστολή. Το βασικό ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο, ισοζυγίζοντας το σύνολο των περιστάσεων, μπορούν ή πρέπει αυτοί οι παράγοντες να επενεργήσουν κατά τρόπο ο οποίος να δικαιολογεί την παροχή μίας δεύτερης ευκαιρίας στον κατηγορούμενο (βλ. Χριστοδούλου ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 22). Αυτό απαιτεί την εκ νέου θεώρηση των συνθηκών διάπραξης του αδικήματος και των προσωπικών περιστάσεων του κατηγορούμενου – είτε επιβαρυντικές είτε μετριαστικές – οι οποίες δυνατόν να καθοδηγήσουν την άσκηση της σχετικής διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου. Εν τέλει το ουσιώδες ερώτημα είναι κατά πόσο η ανασταλείσα ποινή θα αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και θα εξυπηρετήσει τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας.

 

Έχουμε επανεξετάσει με προσοχή όλους τους παράγοντες και περιστάσεις που αφορούν τόσο τις περιστάσεις διάπραξης των αδικημάτων, όσο και τις προσωπικές συνθήκες του Κατηγορούμενου και που, νομολογιακά, υπέχουν σημασίας στην εξέταση του κατά πόσο θα ανασταλεί, ή όχι η εκτέλεση της ποινής φυλάκισης. Μετά το εγχείρημα αυτό, κρίνουμε ότι, στην παρούσα περίπτωση δεν υφίστανται τέτοια περιστατικά που να δικαιολογούν την αναστολή, ιδιαίτερα λόγω της σοβαρότητας των αδικημάτων και της ανάγκης για πρόσδοση αποτρεπτικού χαρακτήρα στην ποινή, ως ανωτέρω έχει επεξηγηθεί. Έχουμε την άποψη ότι αναστολή της ποινής που επιβλήθηκε στην παρούσα υπόθεση, δε θα εξυπηρετήσει αυτή την ανάγκη και τα ελαφρυντικά στοιχεία που τέθηκαν δεν είναι αρκετά ώστε να δικαιολογούν την αναστολή της επιβληθείσας ποινής φυλάκισης. Όλοι οι σχετικοί μετριαστικοί παράγοντες έχουν ληφθεί σοβαρά υπόψη στην κανονική ροή διαμόρφωσης της ποινής, οδηγώντας σε ουσιαστική μείωση της. Τυχόν δε αναστολή των ποινών φυλάκισης, κρίνουμε πως θα εξουδετέρωνε τη σοβαρότητα των αδικημάτων και θα έστελνε λανθασμένα μηνύματα σε νέους επίδοξους παραβάτες.

 

Ως εκ των ανωτέρω, η σχετική εισήγηση για αναστολή απορρίπτεται.

 

Οι συντρέχουσες ποινές φυλάκισης συνεπώς αρχίζουν από σήμερα. Βάσει του άρθρου 117 του Κεφ.155 οι πιο πάνω ποινές να μειωθούν κατά το χρονικό διάστημα που ο Κατηγορούμενος τελεί σε προφυλάκιση, ήτοι από τις 09.02.2024.

Αναφορικά με τα τεκμήρια της υπόθεσης, ήτοι το Τεκμήριο 9 το οποίο πρόκειται για 6 κάλυκες φυσιγγίων, να  παραμείνει στην κατοχή της Αστυνομίας. Τα Τεκμήρια 10 - 12, 41 - 50, 52, 53 και 56 τα οποία πρόκειται για προσωπικά αντικείμενα, να επιστραφούν στους νόμιμους δικαιούχους τους. Τα Τεκμήρια 3 - 7 τα οποία πρόκειται για ψηφιακούς δίσκους και usb, να παραμείνουν στην κατοχή της Αστυνομίας μέχρι την αποπεράτωση τυχόν Έφεσης ή μέχρι τη λήξη της προθεσμίας καταχώρησης της Έφεσης και όλα τα υπόλοιπα Τεκμήρια να καταστραφούν.

 

Τα έξοδα ύψους €690 να καταβληθούν από τη Δημοκρατία.

 

 

 

 

(Υπ.)      …………………………………

                                                                                          Χρ. Παρπόττα, Π.Ε.Δ.

 

 

 

(Υπ.)   …………………………………

                                                                                      Χρ. Ρασπόπουλος, Α.Ε.Δ.

 

 

 

(Υπ.)      …………………………………

                                                                        Π. Σαββίδης, Ε.Δ.

 

 

 

ΠΙΣΤΟ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ

 

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ



[1] There is no authority establishing the age limit of individuals qualifying as young persons; probably because considerations other than the number of years enter into equation, such as a person’s experience in life.’


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο