ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ν. MOHAMMAD SERAQ κ.α., Αρ. Υπόθεσης: 20127/2024, 17/10/2025
print
Τίτλος:
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ν. MOHAMMAD SERAQ κ.α., Αρ. Υπόθεσης: 20127/2024, 17/10/2025

ΜΟΝΙΜΟ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ          

ΣΥΝΘΕΣΗ: Χρ. Παρπόττα, Π.Ε.Δ.

                    Χρ. Ρασπόπουλος, Α.Ε.Δ.

                  Π. Σαββίδης, Ε.Δ.

Αρ. Υπόθεσης: 20127/2024

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

 

v.

 

1.   MOHAMMAD SERAQ

2.   SALIM BERISH

3.   MOHAMAD HATANI

4.   JOMAA HATANI

5.   MUNEER MOHAMMAD MAHMOUD ABUHAKMAH

6.   KHALIL HATANI

7.   ORHAN ZIYA BEIDOGLU

8.   YAZAN AYMAN M ABURAS

Κατηγορούμενοι

 

17 Οκτωβρίου, 2025.

 

Εμφανίσεις:

Για την Κατηγορούσα Αρχή: κα Ε. Νικολάου

Για τους Κατηγορούμενους 1 και 3: κ. Ν. Κορομίας

Για τους Κατηγορούμενους 2 και 7: κ. Δ. Τσολακίδης

Για τον Κατηγορούμενο 4: κ. Ρ. Βραχίμης

Για τον Κατηγορούμενο 5: κ. Α. Γιαλελή μαζί με κα Μ. Κουλέντη

Για τον Κατηγορούμενο 6: κ. Π. Παφίτης

Για τον Κατηγορούμενο 8: κ. Α. Τσεντίδης

 

Κατηγορούμενοι 1 – 8 παρόντες

 

Π Ο Ι Ν Η

 

Oι Κατηγορούμενοι 1 έως 8, κατόπιν δικής τους παραδοχής, κρίθηκαν ένοχοι σε δύο κατηγορίες οι οποίες αφορούν τα αδικήματα, πρόκλησης βαριάς σωματικής βλάβης, κατά παράβαση των άρθρων 4, 231 και 20 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154 (Κατηγορία 2) και ανησυχίας, κατά παράβαση των άρθρων 4, 95 και 20 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154 (Κατηγορία 3).

 

Γεγονότα

 

Τα γεγονότα που περιστοιχίζουν την υπόθεση έχουν εκτεθεί με λεπτομέρεια από την Κατηγορούσα Αρχή σε γραπτό κείμενο (Έγγραφο 1) και δεν έχουν αμφισβητηθεί από τους συνηγόρους Υπεράσπισης. Αυτά έχουν ως ακολούθως:

 

Στις 17.10.2024 περί ώρα 01:02, ο παραπονούμενος βρισκόταν σε νυχτερινό κέντρο στη Λευκωσία, συνοδευόμενος από γυναίκα. Οι Κατηγορούμενοι, βρίσκονταν επίσης στο εν λόγω νυχτερινό κέντρο. Σε κάποια στιγμή, ο παραπονούμενος με τη συνοδό του, κινήθηκαν προς την πίστα του κέντρου, οπόταν δύο άγνωστα πρόσωπα, με νεύμα κάλεσαν τη συνοδό του να τους πλησιάσει. Την ίδια στιγμή ο Κατηγορούμενος 4, ανέκοψε την πορεία του παραπονούμενου, λέγοντας του «ρε που πάεις» και έσπρωξε με δύναμη τον παραπονούμενο, ο οποίος ως αποτέλεσμα, παραπάτησε προς τα πίσω και, εν συνεχεία, αντέδρασε, χτυπώντας τον Κατηγορούμενο 4 στο πρόσωπο με γροθιά. Η αντιπαράθεση συνεχίστηκε. Οι Κατηγορούμενοι 2 και 8 συγκρατούσαν τον Κατηγορούμενο 4, ώστε να μην επιτεθεί ξανά στον παραπονούμενο, όμως άλλα πρόσωπα της παρέας του Κατηγορούμενου 4, προσπαθούσαν να δώσουν συνέχεια στην αντιπαράθεση. Ένας από αυτούς ήταν ο Κατηγορούμενος 1, ο οποίος έριξε προς την κατεύθυνση του παραπονούμενου μπουκάλι, αστοχώντας όμως, ενώ στη συνέχεια επιχείρησε να του ρίξει και καρέκλα. Ταυτόχρονα, άγνωστα πρόσωπα προσπαθούσαν να συγκρατήσουν τον παραπονούμενο ώστε και αυτός να μην αντεπιτεθεί ξανά.

 

Στη συνέχεια, παρενέβη το προσωπικό ασφαλείας του κέντρου και οδήγησαν τον παραπονούμενο έξω, βοηθώντας τον να απομακρυνθεί με ασφάλεια, συνοδεύοντας τον μέχρι ενός σημείου στην περιοχή.  Από τα κλειστά κυκλώματα παρακολούθησης του νυχτερινού κέντρου και της γύρω περιοχής, φαίνεται ότι, ενώ το προσωπικό ασφαλείας συνόδευε τον παραπονούμενο, ο Κατηγορούμενος 5 βγήκε από το νυχτερινό κέντρο και έτρεξε, με επιθετική διάθεση, προς τον παραπονούμενο. Το προσωπικό ασφαλείας παρενέβη εκ νέου, απομακρύνοντας τον Κατηγορούμενο 5 και τους προέτρεψε να ακολουθήσουν διαφορετικές κατευθύνσεις.

 

Ακολούθως, ενώ ο παραπονούμενος στεκόταν σε δρόμο κοντά στο νυχτερινό κέντρο και συνομιλούσε με το προσωπικό ασφαλείας, οι Κατηγορούμενοι 1 και 8 βγήκαν από το νυχτερινό κέντρο και κινήθηκαν προς την κατεύθυνση του. Μερικά δευτερόλεπτα αργότερα τους ακολούθησε ο Κατηγορούμενος 7, όπως και ο Κατηγορούμενος 6, ο οποίος, για να προλάβει τους άλλους Κατηγορούμενους, κινήθηκε τρέχοντας. Ακολούθησαν, βγαίνοντας από το νυχτερινό κέντρο και οι Κατηγορούμενοι 2, 3 και 4, οι οποίοι επίσης κινήθηκαν προς την κατεύθυνση του παραπονούμενου. Μόλις ο παραπονούμενος αντιλήφθηκε τους Κατηγορούμενους τράπηκε σε φυγή. Με πρωτοστάτη τον Κατηγορούμενο 8, οι Κατηγορούμενοι καταδίωξαν τον παραπονούμενο, τρέχοντας και αυτοί. Αφού διένυσαν κάποια απόσταση, ο Κατηγορούμενος 8, όταν δεν μπορούσε πια να ακολουθήσει με την ίδια ταχύτητα τους άλλους Κατηγορούμενους, ξεκίνησε να περπατά από πίσω τους, ακολουθώντας και αυτός τον παραπονούμενο. Περί ώρα 02:01:17, ο Κατηγορούμενος 1 έφτασε τον παραπονούμενο και αρπάζοντας τον από τη φανέλα και χτυπώντας τον με το χέρι, τον έριξε στο έδαφος.  Σε ελάχιστο χρόνο, πλησίασαν, τρέχοντας και οι Κατηγορούμενοι 2 και 3 και, εν συνεχεία, οι Κατηγορούμενοι 4, 5, 6 και 7. Περί ώρα 02:01:40, αφίχθη και ο Κατηγορούμενος 8, συμμετέχοντας και αυτός στην επίθεση εναντίον του παραπονούμενου.

 

Ο παραπονούμενος, πεσμένος στο έδαφος, δέχθηκε σφοδρή επίθεση από τους Κατηγορούμενους, με γροθιές και κλωτσιές στο σώμα και το κεφάλι.  Έβαλε τα χέρια του στο πρόσωπο για να προστατευθεί. Φοβήθηκε ότι οι Κατηγορούμενοι θα τον σκότωναν. Η επίθεση εναντίον του παραπονούμενου σταμάτησε η ώρα 02:02:53, όταν τρία άγνωστα πρόσωπα περπατούσαν τυχαία στον δρόμο με πορεία το σημείο όπου βρίσκονταν οι Κατηγορούμενοι με τον παραπονούμενο.  Ένα από τα τρία άγνωστα πρόσωπα ειδοποίησε την αστυνομία, η οποία αμέσως μετέβη στη σκηνή.

 

Ο Κατηγορούμενος 2, η ώρα 02:01:36, απομακρύνθηκε για λίγο, σε μικρή απόσταση από το σημείο όπου βρισκόταν ο παραπονούμενος με τους άλλους Κατηγορούμενους και επέστρεψε ξανά, ενώ, 40 δευτερόλεπτα προτού σταματήσει η επίθεση ο Κατηγορούμενος 2, απομακρύνθηκε με κατεύθυνση προς το νυχτερινό κέντρο. Κανένας εκ των Κατηγορούμενων δεν προσπάθησε να σταματήσει την επίθεση εναντίον του παραπονούμενου. Τουναντίον, εγκατέλειψαν τον παραπονούμενο αιμόφυρτο και βαριά κτυπημένο.

 

Οι κινήσεις όλων των Κατηγορούμενων και του παραπονούμενου, καταγράφηκαν από κλειστά κυκλώματα παρακολούθησης της περιοχής, χωρίς όμως να διακρίνεται ο βαθμός συμμετοχής ενός εκάστου των Κατηγορουμένων στη διάπραξη των αδικημάτων. Όλοι, όμως, ενήργησαν ως ομάδα.

 

Μετά την επίθεση, ο παραπονούμενος μεταφέρθηκε με ασθενοφόρο στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας, όπου νοσηλεύτηκε στη χειρουργική πτέρυγα. Η κατάσταση του κρίθηκε σοβαρή, αλλά εκτός κινδύνου. Συνεπεία της επίθεσης, ο παραπονούμενος υπέστη πολλαπλά αιματώματα και εκχυμώσεις στο πρόσωπο γύρω από τα μάτια και εκδορές στα χείλη, μικρόν πνευμονοθώρακα δεξιά, δηλαδή τρύπα στον πνεύμονα, κατάγματα δεύτερης, τέταρτης και πέμπτης πλευράς πνευμονοθώρακα δεξιά, κάταγμα δεξιού ιγμορείου και μικρή ποσότητα αιμορραγικού υλικού στο δεξί ιγμόρειο.

 

Στις 20.10.2024, εκδόθηκαν εντάλματα σύλληψης εναντίον των Κατηγορούμενων, τα  οποία εκτελέστηκαν στις 21.10.2024.

 

Οι Κατηγορούμενοι κατά την εκτέλεση των ενταλμάτων σύλληψης, αφού τους εξηγήθηκαν οι λόγοι της σύλληψης και τους επιστήθηκε η προσοχή τους στον Νόμο απάντησαν, ο Κατηγορούμενος 1 «Όχι δεν έχω να πω», ο Κατηγορούμενος 2 «Ήταν τα γενέθλια μου ρε φίλε.», ο Κατηγορούμενος 3 δεν έδωσε καμία απάντηση, ο Κατηγορούμενος 4 δεν έδωσε καμία απάντηση, ο Κατηγορούμενος 5 «Εντάξει», ο Κατηγορούμενος 6 «Εντάξει ρε, ήρεμα», ο Κατηγορούμενος 7 «Δεν θέλω να πω τίποτε» και ο Κατηγορούμενος 8 «Εγώ δεν έχω καμιά σχέση με τον καυγά». Κατά την ανακριτική κατάθεση τους οι Κατηγορούμενοι 1, 2, 4, 5, 6, 7 και 8 διατήρησαν το δικαίωμα της σιωπής, ενώ ο Κατηγορούμενος 3, παραδέχθηκε ότι ήταν και αυτός μέλος της παρέας στο συγκεκριμένο τραπέζι, όμως αναφορικά με τα γεγονότα δήλωσε ότι δεν θυμόταν οτιδήποτε και ότι, κατά τον ουσιώδη χρόνο, ήταν μεθυσμένος.

 

Κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης, έγιναν γενετικές εξετάσεις σε τεκμήρια. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα του Ινστιτούτου Γενετικής και Νευρολογίας Κύπρου, στα παπούτσια του Κατηγορούμενου 5, εντοπίστηκε αίμα, το γενετικό υλικό του οποίου ταυτίζεται με το αίμα του παραπονούμενου.

 

Υπόθεση που λαμβάνεται υπόψη για τον Κατηγορούμενο 1

 

Στην παρούσα υπόθεση, κατόπιν αιτήματος του συνηγόρου Υπεράσπισης του Κατηγορούμενου 1 και σχετικής συγκατάθεσης της Κατηγορούσας Αρχής, λαμβάνεται υπόψη, για σκοπούς επιβολής ποινής, ακόμα μία υπόθεση, ήτοι η ποινική Υπόθεση Αρ. 257/2025, του Ε.Δ. Λευκωσίας, στην οποία ο Κατηγορούμενος 1 έχει κριθεί ένοχος, κατόπιν δικής του παραδοχής, σε πέντε κατηγορίες οι οποίες αφορούν τα αδικήματα, συνωμοσία προς διάπραξη κακουργήματος, ήτοι το αδίκημα της κλοπής (Κατηγορία 1), κλοπή από πρόσωπο (Κατηγορίες 2 και 3), πλαστοπροσωπία μέλους της Αστυνομίας (Κατηγορία 6) και πλαστοπροσωπία από δημόσιο λειτουργό (Κατηγορία 7).

 

Τα γεγονότα της εν λόγω υπόθεσης, έχουν επίσης εκτεθεί με λεπτομέρεια από την Κατηγορούσα Αρχή στο Έγγραφο 1 και δεν έχουν αμφισβητηθεί από τον συνήγορο Υπεράσπισης του Κατηγορούμενου 1.Συνοπτικά έχουν ως κατωτέρω.

 

Στις 11.02.2025 οι δύο παραπονούμενοι, ήτοι ο Χριστοδούλου και ο Παπαναστασίου, κατήγγειλαν στην Αστυνομία ότι την ίδια ημέρα και ώρα 21:30 είχαν πέσει θύματα ληστείας. Έδωσαν γραπτές καταθέσεις, στις οποίες περιέγραψαν τα γεγονότα, τα οποία κατ’ ισχυρισμό τους έλαβαν χώρα το επίδικο βράδυ. Ωστόσο στην πορεία των ερευνών, και αφού μέλος της Αστυνομίας αναγνώρισε από προκαταρκτική επιθεώρηση κλειστού κυκλώματος παρακολούθησης, ένα εκ των εμπλεκόμενων προσώπων (στο εξής «το Πρόσωπο»), το οποίο κλήθηκε στην Αστυνομία και ανακρίθηκε τόσο προφορικά όσο και γραπτώς, οι παραπονούμενοι, αφού ενημερώθηκαν από την Αστυνομία για τα όσα το εν λόγω πρόσωπο ανέφερε σε σχέση με τα γεγονότα καθώς επίσης ότι συγκεκριμένοι ισχυρισμοί τους δεν επιβεβαιώνονταν από το κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης που κατέγραψε το συμβάν, παραδέχθηκαν ότι οι καταθέσεις τους περιείχαν ανακριβείς αναφορές και προέβησαν σε θεληματικές καταθέσεις περιγράφοντας τα γεγονότα με ακρίβεια.

 

Συγκεκριμένα, τα γεγονότα είναι ως ακολούθως:

 

Το βράδυ της 11ης Φεβρουαρίου 2025, περί ώρα 21:00, και ενώ οι παραπονούμενοι ήταν μαζί, κάποιο πρόσωπο τηλεφώνησε στον Χριστοδούλου και του ζήτησε, μεταξύ άλλων, να μεταβεί στην περιοχή της Λεωφόρου Κέννετυ, στο κατάστημα «EPIC», για να παραδώσει σε πελάτη ένα από οκτώ γραμμάρια κάνναβης, τα οποία είχε στην κατοχή του. Οι παραπονούμενοι πήγαν με το αυτοκίνητο του Χριστοδούλου, στο προαναφερθέν σημείο. Κατά την άφιξη τους στο μέρος, είδαν ένα ψηλό, φαλακρό άνδρα με γένια, ισχυρής σωματικής διάπλασης, ήτοι το Πρόσωπο, να στέκεται στο πεζοδρόμιο και να τους γνέφει να σταματήσουν, πράγμα που έπραξαν. Το Πρόσωπο πλησίασε το παράθυρο της πόρτας του οδηγού και ζήτησε από τον Χριστοδούλου ποσότητα κάνναβης για χρηματικό αντάλλαγμα ύψους €15. Έπειτα, το Πρόσωπο κατευθύνθηκε προς όχημα, μάρκας Audi, το οποίο βρισκόταν και αυτό σταματημένο σε εκείνο το σημείο και συνομίλησε με τον Κατηγορούμενο 1, ο οποίος βρισκόταν εντός του εν λόγω οχήματος. Το Πρόσωπο, ακολούθως, επέστρεψε στο όχημα που βρίσκονταν τα παραπονούμενα πρόσωπα, ζητώντας από τον Χριστοδούλου να αυξήσει την ποσότητα κάνναβης, ώστε αυτή να είναι χρηματικής αξίας €20. Όταν ο Χριστοδούλου άνοιξε το παράθυρο του οχήματος τελείως, το Πρόσωπο έβαλε γρήγορα το χέρι του μέσα στο όχημα και έβγαλε τα κλειδιά από τη μίζα. Αμέσως, υπέδειξε στους παραπονούμενους σήμα, το οποίο είχε τα αρχικά «NYPD» και τους είπε: «Αστυνομία έλεγχος».  Ακολούθως, τους ζήτησε να βγουν από το αυτοκίνητο για να διενεργήσει έλεγχο, πράγμα το οποίο έπραξε. Ταυτόχρονα, ο Κατηγορούμενος 1 βγήκε από το αυτοκίνητο του και πλησίασε το αυτοκίνητο του Χριστοδούλου. Εκείνη τη στιγμή, κατέφθασε στο σημείο ένα άλλο όχημα, από το οποίο κατέβηκαν τρία πρόσωπα. Οι παραπονούμενοι φοβήθηκαν ότι τα πρόσωπα αυτά ήταν πράγματι αστυνομικοί και βγήκαν από το αυτοκίνητο. Ο Κατηγορούμενος 1, μαζί με τους άλλους δράστες προέβηκαν σε σωματικό έλεγχο στους παραπονούμενους, κατά τον οποίο πήραν από αυτούς τα τσαντάκια που είχαν στην κατοχή τους και τα άδειασαν στο καπό του αυτοκίνητου. Από τον Παπαναστασίου πήραν το κινητό του τηλέφωνο, μάρκας Redmi Note13, αξίας €300 και από τον Χριστοδούλου πήραν το πορτοφόλι του, αξίας €20, μέσα στο οποίο βρισκόταν, η ταυτότητα του, η άδεια οδήγησης του, μία χρεωστική κάρτα Revolut,  χρηματικό ποσό ύψους €420, όπως και δύο κινητά τηλέφωνα μάρκας iPhone, το ένα αξίας €1.000 και το άλλο αξίας €200.

 

Ακολούθως, ένας από τους δράστες είπε στους παραπονούμενος να μπουν ξανά στο αυτοκίνητο και να κάνουν επαναστροφή, ως και έπραξαν. Το όχημα στο οποίο επέβαινε ο Κατηγορούμενος 1 και το Πρόσωπο, καθώς επίσης και το άλλο όχημα, στο οποίο επέβαιναν οι άλλοι τρεις δράστες, έφυγαν από το σημείο ακολουθώντας αντίθετη πορεία από αυτήν που ακολούθησαν οι παραπονούμενοι.

 

Στις 12.02.2025, κλήθηκε το Πρόσωπο για ανάκριση. Τόσο στην προφορική όσο και στη γραπτή του ανάκριση, ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι ο ίδιος γνώριζε ότι οι δύο παραπονούμενοι διακινούσαν ναρκωτικά στην περιοχή όπου διέμενε. Εξήγησε ότι επικοινώνησε τηλεφωνικώς με κάποιον, ο οποίος του ανέφερε ότι κατά τον εν λόγω τόπο και χρόνο οι παραπονούμενοι θα τον προμήθευαν με ναρκωτικά. Μετέβη στο σημείο συνάντησης με τον Κατηγορούμενο 1 και μαζί ερεύνησαν το όχημα των παραπονούμενων. Παραδέχθηκε ότι τους πήρε τα κινητά τηλέφωνα και ότι από τον Χριστοδούλου πήρε επίσης το πορτοφόλι του.

 

Στις 12.02.2025 διενεργήθηκε έρευνα στο όχημα του Προσώπου, εντός του οποίου εντοπίστηκε το πορτοφόλι του Χριστοδούλου, το οποίο περιείχε τα προαναφερόμενα προσωπικά έγγραφα του. Την ίδια ημέρα και ώρα 18:25, συνελήφθηκε ο Κατηγορούμενος 1, στα γραφεία του ΤΑΕ Λευκωσίας, στην παρουσία του δικηγόρου του. Ανακρινόμενος προφορικά, ο Κατηγορούμενος 1, ουδέν ανέφερε. Στις 16.2.2025, λήφθηκε ανακριτική κατάθεση από τον Κατηγορούμενο 1 στην οποία διατήρησε το δικαίωμα σιωπής.

 

Προηγούμενη Καταδίκη Κατηγορούμενου 2

   

Συμπληρωματικά, η συνήγορος της Κατηγορούσας Αρχής πληροφόρησε το Δικαστήριο ότι οι Κατηγορούμενοι 1, 3, 4, 5, 6, 7 και 8 είναι λευκού ποινικού μητρώου, ενώ ο Κατηγορούμενος 2 βαρύνεται με μία προηγούμενη καταδίκη. Συγκεκριμένα καταδικάστηκε στην ποινική Υπόθεση Αρ. 81/2025, του Ε.Δ. Λευκωσίας, η οποία αφορά το αδίκημα μεταφοράς επιθετικού όπλου σε δημόσιο χώρο, το οποίο διαπράχθηκε στις 26.03.2024. Για το εν λόγω αδίκημα του επιβλήθηκε, στις 24.06.2025, ποινή προστίμου ύψους €300.

 

Αγορεύσεις προς Μετριασμό

 

   Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των Κατηγορουμένων αγόρευσαν για μετριασμό της ποινής που θα τους επιβληθεί. Έχουμε μελετήσει και λαμβάνουμε υπόψη όσα είπαν τόσο στις γραπτές αγορεύσεις τους οι συνήγοροι των Κατηγορουμένων 1, 2, 3, 5, 7 και 8 και δια ζώσης όλοι οι συνήγοροι Υπεράσπισης. Κατωτέρω, τα συνοψίζουμε με τη μέγιστη δυνατή πληρότητα.

 

Ο συνήγορος Υπεράσπισης εκ μέρους των Κατηγορουμένων 1 και 3, αναφέρθηκε στη μεταμέλεια των εν λόγω Κατηγορουμένων για τα αδικήματα που διέπραξαν, μεταφέροντας την απολογία τους προς το Δικαστήριο. Ζήτησε να ληφθεί υπόψη το λευκό ποινικό μητρώο τους, η παραδοχή τους ενώπιον του Δικαστηρίου, η οποία όπως επισήμανε, είναι σοβαρό στοιχείο μεταμέλειας. Παράλληλα, τόνισε ότι με την παραδοχή τους, δεν θα χρειαστεί το θύμα να βρεθεί αντιμέτωπο ξανά με όσα τραυματικά συνέβηκαν κατά τη διάρκεια των αδικημάτων.

 

Περαιτέρω, στα πλαίσια της αγόρευσης του για τον Κατηγορούμενο 1, μετέφερε την απολογία του και προς το παραπονούμενο πρόσωπο και την οικογένεια του με την υπόσχεση ότι δεν πρόκειται να εκδηλώσει ποτέ ξανά οποιαδήποτε βίαιη συμπεριφορά. Επίσης, κάλεσε το Δικαστήριο να λάβει ιδιαίτερα υπόψη του, το νεαρό της ηλικίας του, αφού είναι μόλις 19 ετών, ότι ήρθε στη Δημοκρατία το 2022 ως ανήλικος ασυνόδευτος και μέχρι την ενηλικίωση του φιλοξενήθηκε σε δομή ανηλίκων. Παλεύει από πολύ μικρή ηλικία για να επιβιώσει κοινωνικά και οικονομικά, μέσα σε ένα ανισόρροπο, κατά τον κ. Κορομία, περιβάλλον, το οποίο, εν πολλοίς, ευθύνεται για την αντικοινωνική του συμπεριφορά. Οι δε δυσκολίες που έχει αντιμετωπίσει από πολύ νεαρή ηλικία, κατά τον συνήγορο του, έχουν κάνει τον Κατηγορούμενο 1 να προβεί σε κάποιες πράξεις οι οποίες ήταν λανθασμένες, ενώ είναι καλός χαρακτήρας. Ως προς τις προσωπικές περιστάσεις του Κατηγορούμενου 1, έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στο νεαρό της ηλικίας του, τα προβλήματα ψυχικής υγείας και στις τραγικές στιγμές που βίωσε στη Συρία, λόγω της εμπόλεμης κατάστασης, οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα ο Κατηγορούμενος 1 να πάσχει από μετατραυματικό στρες. Επεσήμανε δε την προσπάθεια του Κατηγορούμενου 1 να γίνει καλά, λαμβάνοντας ψυχολογική στήριξη και φαρμακευτική αγωγή και να επανενταχθεί στην κοινωνία. Επιπλέον, ως προς τις προσωπικές περιστάσεις του Κατηγορουμένου 1, υιοθέτησε την έκθεση των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας. Συνοψίζοντας το περιεχόμενο της εν λόγω έκθεσης, αναφέρουμε ότι από αυτή προκύπτει ότι ο Κατηγορούμενος 1 έχει τρία αδέλφια τα οποία διαμένουν με τους γονείς τους στη Συρία. Φοίτησε στη Μέση Εκπαίδευση μέχρι την ηλικία των 15 ετών. Ακολούθως, άρχισε εκπαίδευση για να εξασφαλίσει άδεια καπετάνιου, αλλά στην ηλικία των 17 ετών διέκοψε τη φοίτηση του. Στην Κύπρο εργάστηκε ως οικοδόμος και κουρέας. Εδώ και ενάμιση χρόνο διατηρεί δεσμό με κοπέλα. Περαιτέρω, ο κ. Κορομίας ζήτησε να ληφθεί υπόψη ο χρόνος που ο Κατηγορούμενος 1 βρίσκεται υπόδικος στα πλαίσια της παρούσας υπόθεσης, υποστηρίζοντας ότι ο συνεχόμενος εγκλεισμός του στις Κεντρικές Φυλακές, μακροχρόνια, δεν θα έχει θετικές επιπτώσεις για τον ίδιο.

 

Ως προς τις προσωπικές περιστάσεις του Κατηγορούμενου 3, ο κ. Κορομίας επίσης υιοθέτησε το περιεχόμενο της έκθεσης των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας. Από το περιεχόμενο αυτής, συνοπτικά, προκύπτει ότι προέρχεται από πολύτεκνη οικογένεια, είναι ηλικίας 25 ετών, άγαμος, κατάγεται από τον Λίβανο  και βρίσκεται στη Δημοκρατία υπό το καθεστώς  του αιτητή πολιτικού ασύλου. Οι γονείς του δεν εργάζονται. Σε ηλικία 17 ετών έφυγε από το σχολείο και εργάστηκε σε καφετέρια. Ήρθε στην Κύπρο το 2020 μαζί με δύο από τα αδέλφια του, λόγω του πολέμου και έκτοτε εργάζεται περιστασιακά. Αντιμετωπίζει πρόβλημα με το πόδι του μετά από ατύχημα.

 

Ως προς τις συνθήκες διάπραξης των αδικημάτων, ο κος Κορομίας, ζήτησε να ληφθεί υπόψη ότι ο Κατηγορούμενος 1 λειτούργησε κάτω από συναισθηματική ένταση και εκείνο το διάστημα, βρισκόταν κάτω από ψυχολογική πίεση, τονίζοντας ότι δεν διέπραξε τα αδικήματα ύστερα από εγκληματικό σχεδιασμό αλλά υπό συναισθηματική φόρτιση. Το γεγονός δε ότι κατανάλωσε αλκοόλ, σε συνδυασμό με τη φαρμακευτική αγωγή που λαμβάνει, ήταν η θέση του ότι δημιούργησε στον Κατηγορούμενο 1, κατά τη διάρκεια του επεισοδίου, συμπεριφορά παρανοϊκή με αποτέλεσμα, όντας θολωμένος, να διαπράξει τα αδικήματα,  χωρίς να ήταν σε θέση να ελέγξει τον εαυτό του και τις πράξεις του. Κάλεσε δε το Δικαστήριο να λάβει υπόψη του για τον Κατηγορούμενο 1 ότι η παρούσα υπόθεση μπορεί να θεωρηθεί ως ένα μεμονωμένο περιστατικό. Για τον Κατηγορούμενο 3, ζήτησε επίσης να ληφθεί υπόψη ότι  λειτουργούσε κάτω από συναισθηματική ένταση, καθώς επίσης ότι κατά την ώρα του επεισοδίου ήταν μεθυσμένος με αποτέλεσμα να μη θυμάται κάτι από το επεισόδιο. Σημείωσε ότι ο Κατηγορούμενος 3 βρισκόταν υπό κατάσταση μέθης πολύ πριν από το επεισόδιο και ο ρόλος του ήταν πολύ μειωμένος.  

 

Τέλος, εισηγήθηκε ότι συντρέχουν τέτοιες προϋποθέσεις που συνηγορούν υπέρ της αναστολής της ποινής φυλάκισης που τυχόν το Δικαστήριο θα επιβάλει στους Κατηγορούμενους 1 και 3.

 

   Σε σχέση με τους Κατηγορούμενους 2 και 7, ο συνήγορος τους, κ. Τσολακίδης, ανέφερε ότι έχουν μετανοήσει ειλικρινά για το αδίκημα που διέπραξαν, έχουν πλήρη αντίληψη του λάθους τους, αλλά και της σοβαρότητας που ενέχει η φύση του αδικήματος που διέπραξαν. Μετέφερε την απολογία τους προς το Δικαστήριο και προς την κοινωνία γενικότερα, αλλά και την υπόσχεση τους ότι αυτή θα είναι η τελευταία φορά που απασχολούν οποιοδήποτε Δικαστήριο με οποιαδήποτε παραβατική συμπεριφορά. Αναγνωρίζοντας τη σοβαρότητα των αδικημάτων που αντιμετωπίζουν οι Κατηγορούμενοι 1 και 2, αλλά και τη σημασία επιβολής αποτρεπτικών ποινών σε τέτοιας φύσης αδικήματα, υποστήριξε ότι δικαιολογείται, στην προκειμένη περίπτωση, η επίδειξη της μεγαλύτερης δυνατής επιείκειας από το Δικαστήριο κατά την επιβολή ποινής στη βάση των ακόλουθων παραγόντων. Την παραδοχή τους, η οποία καταδεικνύει την έμπρακτη μεταμέλεια τους, καθώς και ότι πρόκειται για άτομα που αναλαμβάνουν τις συνέπειες των πράξεων τους. Ότι ο Κατηγορούμενος 7 είναι πρόσωπο λευκού ποινικού μητρώου, ενώ σε σχέση με την προηγούμενη καταδίκη με την οποία βαρύνεται ο Κατηγορούμενος 2, ότι τούτη δεν θα πρέπει να ληφθεί υπόψη για να τιμωρηθεί εκ νέου για αδικήματα στα οποία έχει ήδη καταδικασθεί.

 

 Ως προς τις συνθήκες διάπραξης των αδικημάτων, τόνισε ότι σύμφωνα με τα γεγονότα υπήρξε πρόκληση από το θύμα, το οποίο, πριν από την επίθεση που δέχθηκε, είχε γρονθοκοπήσει έναν εκ των Κατηγορούμενων, επισημαίνοντας προς τούτο ότι ο παραπονούμενος δεν έχει αντιμετωπίσει οποιαδήποτε ποινική δίωξη για την επίθεση του στην παρέα των Κατηγορουμένων. Επίσης, σημείωσε ότι οι Κατηγορούμενοι 2 και 7 διέπραξαν τα αδικήματα υπό την επήρεια μέθης, χωρίς προσχεδιασμό και με πλήρη παρορμητικότητα, αλλά και παρασυρόμενοι από τον όχλο που είχε δημιουργηθεί. Επισήμανε ακόμη, ότι το επεισόδιο άρχισε εντός του νυχτερινού κέντρου από μία ασήμαντη αφορμή, με το θύμα να επιτίθεται πρώτο στην παρέα των Κατηγορουμένων, ενώ δεν έγινε χρήση οποιουδήποτε επιθετικού οργάνου κατά την επίθεση. Ως προς τον σοβαρό τραυματισμό του θύματος, σημείωσε ότι δεν φαίνεται να προκλήθηκε οποιαδήποτε μόνιμη ζημιά και δεν του παρέμειναν οποιαδήποτε μόνιμα κατάλοιπα, τονίζοντας ότι το θύμα εξήλθε από το νοσοκομείο δύο ημέρες μετά την επίθεση. Επίσης, υποστήριξε ότι το θύμα είναι πρόσωπο με ισχυρή σωματική διάπλαση και σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να κριθεί ως ευάλωτο πρόσωπο, ούτε ότι υπήρξε στοχοποίηση του από τους Κατηγορούμενους. Ως προς τον ρόλο των Κατηγορουμένων 2 και 7 στην επίθεση κατά του θύματος, υποστήριξε ότι δεν είχαν ηγετικό ρόλο, επισημαίνοντας παράλληλα ότι ο Κατηγορούμενος 2 ήταν το πρόσωπο που προσπαθούσε να κατευνάσει τα πνεύματα και να αποτρέψει τη συνέχιση των επιθέσεων εντός  του νυχτερινού κέντρου, ενώ κατά τη διάρκεια της επίθεσης αποχωρεί και/ή αποσύρεται σύντομα μετά την επίθεση που εξαπέλυσαν προς το θύμα.

 

Περαιτέρω, ο κ. Τσολακίδης ζήτησε όπως ληφθούν υπόψη οι προσωπικές περιστάσεις των Κατηγορουμένων 2 και 7, υιοθετώντας προς τούτο τις  εκθέσεις των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας. Συνοψίζοντας το περιεχόμενο των εν  λόγω εκθέσεων κατόπιν κάποιων διορθώσεων που έγιναν από την Υπεράσπιση, προκύπτουν τα ακόλουθα. Ο Κατηγορούμενος 2 είναι ηλικίας 29 ετών, κατάγεται από τη Συρία και έχει δύο αδέλφια. Ο αδελφός του βρίσκεται στην Κύπρο, ενώ η αδελφή του βρίσκεται μαζί με τους γονείς τους στην Αγγλία. Ο Κατηγορούμενος 2 βρίσκεται στην Κύπρο τα τελευταία 15 χρόνια. Φοίτησε για ένα χρόνο στην Τεχνική Σχολή στον κλάδο μηχανικός αυτοκινήτων, αλλά αναγκάστηκε να διακόψει τη φοίτηση του για να εργαστεί. Εργάστηκε 4 με 5 χρόνια ως μάγειρας, 4 χρόνια σε ταχυφαγείο, ενώ πρόσφατα λειτούργησε το δικό του κομμωτήριο, το οποίο φαίνεται να έκλεισε. Το 2017, παντρεύτηκε και η σύζυγος του έχει ένα παιδί από προηγούμενο γάμο, το οποίο είναι ανήλικο. Ο Κατηγορούμενος 7, είναι ηλικίας 25 ετών γεννήθηκε στην Αγγλία, αλλά από την ηλικία των 4 ετών βρίσκεται στην Κύπρο. Οι γονείς του χώρισαν το 2013. Με τον πατέρα του δεν διατηρεί οποιαδήποτε επαφή. Έχει άλλα τέσσερα αδέλφια. Ο Κατηγορούμενος 7, μετά την αποφοίτηση του από το Γυμνάσιο, φοίτησε για μικρό διάστημα στην Προπαρασκευαστική Μαθητεία, χωρίς όμως να ολοκληρώσει. Ακολούθως, φοίτησε σε νυχτερινό Λύκειο, για 2 με 3 μήνες, αλλά και πάλι εγκατέλειψε τη φοίτηση του. Πριν από τη σύλληψη του, εργαζόταν σε ταχυφαγείο. Είναι πατέρας ενός ανήλικου παιδιού. Είναι αφοσιωμένος στην οικογένεια του και η ανατροφή του παιδιού του αποτελεί ισχυρό κίνητρο για τη συνέχιση της θετικής του πορείας, με στόχο να προσφέρει στο παιδί του ένα περιβάλλον ασφάλειας και φροντίδας. Πριν από τη σύλληψη του διέμενε με τη συμβία του και το ανήλικο παιδί τους. Από νεαρή ηλικία ήταν χρήστης ναρκωτικών ουσιών, όμως τώρα έχει πετύχει να απεξαρτηθεί. Παράλληλα και συναφώς, ο κ. Τσολακίδης, μας κάλεσε να λάβουμε υπόψη ότι ο Κατηγορούμενος 7, παρά το γεγονός ότι έχει απεξαρτηθεί από τις ναρκωτικές ουσίες, εντάχθηκε στο πρόγραμμα απεξάρτησης «ΔΑΝΑΗ» με κίνητρο τη διαχείριση της εξαρτητικής συμπεριφοράς και της προσαρμοστικότητας του σε ένα έγκλειστο περιβάλλον.

 

Πέραν των πιο πάνω, ζητήθηκε από το Δικαστήριο να λάβει υπόψη τη χρονική διάρκεια που οι Κατηγορούμενοι 2 και 7 βρίσκονται υπόδικοι στις Κεντρικές Φυλακές, χρόνος κατά τον οποίο, σύμφωνα με τον κ. Τσολακίδη, τους δόθηκε η ευκαιρία να αναλογιστούν την πράξη τους και να αντιληφθούν τις συνέπειες αυτής. Πρόσθετα, ζητήθηκε να ληφθεί υπόψη μετριαστικά η συμπεριφορά των Κατηγορούμενων 2 και 7 από την ημερομηνία ένταξης τους στις Κεντρικές Φυλακές, τονίζοντας ότι επιδεικνύουν καλή διαγωγή, ευγένεια και άψογη συνεργασία με το προσωπικό των φυλακών, αλλά και με τους συγκρατούμενους τους.

 

Ο κ. Τσολακίδης εισηγήθηκε, στη βάση, τόσο των προσωπικών περιστάσεων των Κατηγορουμένων 2 και 7, όσον και των περιστάσεων που περιβάλουν τη διάπραξη των αδικημάτων, ότι αυτοί δικαιούνται μία δεύτερη ευκαιρία, τονίζοντας ότι έχουν κατανοήσει τις συνέπειες του εγκλεισμού. Ήταν δε η θέση του ότι στην παρούσα υπόθεση, πληρούνται οι προϋποθέσεις της νομοθεσίας, έτσι ώστε η ποινή φυλάκισης που θα επιβληθεί στους Κατηγορούμενους να ανασταλεί, με την ταυτόχρονη έκδοση διατάγματος επιτηρήσεως. Τέλος, ζήτησε όπως το Δικαστήριο επιδείξει τη μέγιστη δυνατή, υπό τις περιστάσεις, επιείκεια.

 

Ο συνήγορος του Κατηγορούμενου 4, κ. Βραχίμης, εν πρώτοις, μετέφερε στο Δικαστήριο τη μεταμέλεια και απολογία του και ζήτησε όπως ληφθούν υπόψη η παραδοχή του, το λευκό ποινικό μητρώο του και οι προσωπικές του περιστάσεις, υιοθετώντας σε σχέση με αυτές την έκθεση των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας. Συνοψίζοντας το περιεχόμενο της εν λόγω έκθεσης και όσα ο συνήγορος Υπεράσπισης ανέφερε, προκύπτουν τα ακόλουθα. Ο Κατηγορούμενος 4 είναι ηλικίας 23 ετών, άνεργος και κατάγεται από τον Λίβανο. Προέρχεται από εννιαμελή, φτωχή οικογένεια. Οι γονείς του και τέσσερα από τα αδέλφια του διαμένουν στον Λίβανο, ενώ τα άλλα δύο αδέλφια του διαμένουν στην Κύπρο. Ήρθε στην Κύπρο το 2020 μαζί με τα αδέλφια του και αιτήθηκε διεθνή προστασία. Η αίτηση του έχει απορριφθεί από την Υπηρεσία Ασύλου, πλην όμως έχει δικαίωμα εντός ενός μηνός να κάνει προσφυγή. Σήμερα διαμένει στη Λάρνακα και αναζητεί εργασία. Είναι απόφοιτος Δημοτικού και στο Λίβανο εργάστηκε ως ξυλουργός. Στην Κύπρο εργαζόταν περιστασιακά.

 

Ως προς τις περιστάσεις διάπραξης των αδικημάτων, ο κ. Βραχίμης, απέδωσε τα γεγονότα που εκτυλίχθηκαν εντός του νυχτερινού κέντρου, μετά που ο Κατηγορούμενος 4 σταμάτησε το θύμα λέγοντας του «εσύ πού πάεις;», στον εκνευρισμό και εξαγρίωση, τόσο του θύματος, όσο και του Κατηγορούμενου 4, ενώ αναγνωρίζει ότι το θύμα υπέστη τις σωματικές βλάβες που αναφέρθηκαν από την Κατηγορούσα Αρχή, επισημαίνει ότι ο Κατηγορούμενος 4 είναι ο μόνος που δέχθηκε τη γροθιά από το θύμα. Η δε γροθιά, υποστηρίζει ότι δεν είναι αναλογική του σπρωξίματος, καθώς επίσης ότι τούτη «άναψε τα αίματα» με τον Κατηγορούμενο 4 να ακολουθεί τους υπόλοιπους Κατηγορούμενους και παρασυρόμενος να πηγαίνει να χτυπήσει το θύμα. Ανέφερε περαιτέρω, ότι ήταν όλοι μεθυσμένοι και επομένως δεν υπήρχε κανένας προσχεδιασμός, αλλά αντίθετα η επίθεση ήταν μία παρορμητική συνέπεια όλων των προηγούμενων γεγονότων. Παρόλο ότι αναγνωρίζει ότι ο Κατηγορούμενος 4 είναι το άτομο που «άναψε το σπίρτο», υποστηρίζει ότι ο ρόλος του στη συνέχεια ήταν πιο επικουρικός. Τέλος, ζήτησε από το Δικαστήριο, στη βάση τόσο των προσωπικών περιστάσεων του Κατηγορούμενου 4, όσο και των περιστάσεων διάπραξης των αδικημάτων, να εξετάσει τη δυνατότητα μη επιβολής άμεσης ποινής φυλάκισης σε περίπτωση που κριθεί ότι δικαιολογείται η επιβολή τέτοιας ποινής.

 

Ο  κ. Γιαλελής, αγορεύοντας για μετριασμό της ποινής του Κατηγορούμενου 5 κάλεσε το Δικαστήριο να λάβει υπόψη ότι ο τελευταίος αντιλαμβάνεται τη σοβαρότητα των αδικημάτων τα οποία διέπραξε και απολογείται. Έχει μετανιώσει και δείχνει την έμπρακτη μεταμέλεια του μέσα από την άμεση παραδοχή του και τη συνεργασία του με τις Αρχές.

 

Αναφορικά με τις προσωπικές περιστάσεις του Κατηγορούμενου 5, ο συνήγορος υιοθέτησε την έκθεση των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας. Συνοψίζοντας το περιεχόμενο αυτής και όσα συμπληρωματικά ανέφερε ο κ. Γιαλελής, σημειώνουμε ότι ο Κατηγορούμενος 5 είναι 28 ετών, κατάγεται από την Ιορδανία και έχει δύο αδέλφια που διαμένουν στην Αμερική μαζί με τη μητέρα τους. Ο πατέρας του απεβίωσε το 2019 από καρδιακό επεισόδιο και ένα από τα αδέλφια του απεβίωσε από καρκίνο το 2024. Ο Κατηγορούμενος 5 φοίτησε στην Τεχνική σχολή, στον κλάδο Κουρέα. Πήρε απαλλαγή από την Εθνική Φρουρά. Διατηρεί δύο κουρεία. Το 2018 παντρεύτηκε και απέκτησε ένα παιδί το οποίο είναι ανήλικο. Η σύζυγος του κατάγεται από τη Ρουμανία. Οι μεταξύ τους σχέσεις δεν είναι καλές γιατί τον έχει καταγγείλει για άσκηση ψυχολογικής βίας μετά που ανακάλυψε την παράνομη σχέση της με ομοεθνή της. Παρόλα αυτά, διατηρεί συχνή επαφή με το παιδί του και καταβάλει χρήματα για τη διατροφή του.

 

Πέραν των πιο πάνω, ο συνήγορος του Κατηγορουμένου 5, ζήτησε να ληφθούν υπόψη η καλή διαγωγή του και το λευκό ποινικό του μητρώο, δεδομένα τα οποία αποτελούν ισχυρές ενδείξεις ότι η παρούσα υπόθεση συνιστά ένα μεμονωμένο μελανό σημείο. Επίσης, την άμεση παραδοχή του και τη συνεργασία του με τις Αρχές. Τις οικονομικές επιπτώσεις που θα έχει στον Κατηγορούμενο 5 η επιβολή άμεσης ποινής φυλάκισης και δη στην εργασία του, η οποία έχει ήδη επηρεαστεί συνεπεία του ότι βρίσκεται υπόδικος στα πλαίσια της παρούσας υπόθεσης, οι οποίες θα είναι καταστροφικές για την πορεία της ζωής του, σε βαθμό που δεν θα μπορεί να ανακάμψει.

 

Σε σχέση με τα γεγονότα, ο κ. Γιαλελής, ανέφερε ότι η συμμετοχή του Κατηγορούμενου 5, στη διάπραξη των αδικημάτων ήταν μεμονωμένη, αφού είχε τη μικρότερη συμμετοχή από όλους τους Κατηγορούμενους. Αναφέρει επίσης ότι υπήρξε ισχυρότατη πρόκληση από τον παραπονούμενο, ο οποίος ξεκίνησε την αντιπαράθεση, χτυπώντας πρώτος τον Κατηγορούμενο 4. Η γροθιά, κατά τον συνήγορο, ήταν το έναυσμα του όλου επεισοδίου. Επιπροσθέτως, και σε συνάφεια με τις περιστάσεις διάπραξης των αδικημάτων, ο συνήγορος κάλεσε το Δικαστήριο να λάβει υπόψη ότι ο Κατηγορούμενος 5 ήταν υπό την επήρεια μέθης. Ως προς τις σωματικές βλάβες που υπέστηκε ο παραπονούμενος, επισήμανε ότι θα πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι επήλθε πλήρης αποκατάσταση των τραυμάτων του.

 

Τέλος, εισηγήθηκε ότι όλα τα ανωτέρω, δικαιολογούν, υπό τις περιστάσεις, την αναστολή της ποινής φυλάκισης.

 

Ο κ. Παφίτης, συνήγορος του Κατηγορούμενου 6, ζήτησε όπως ληφθούν υπόψη οι προσωπικές περιστάσεις του τελευταίου, ως εμφαίνονται στην έκθεση των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας. Συνοψίζοντας το περιεχόμενο αυτής και όσα συμπληρωματικά ανέφερε ο συνήγορος του, σημειώνουμε ότι ο Κατηγορούμενος 6 είναι ηλικίας 26 ετών, άνεργος και κατάγεται από τον Λίβανο. Φοίτησε μέχρι το Δημοτικό και στη συνέχεια εργάστηκε ως ταπετσάρης στο Λίβανο. Προέρχεται από εννιαμελή φτωχή οικογένεια. Οι γονείς του και τέσσερα από τα αδέλφια του διαμένουν στον Λίβανο, ενώ τα άλλα δύο αδέλφια του διαμένουν στην Κύπρο. Με όλα τα μέλη της οικογένειας του διατηρεί πολύ καλές σχέσεις. Ήρθε στην Κύπρο παράνομα και αιτήθηκε διεθνή προστασία. Το 2021 σύναψε σχέση με Ελληνοκύπρια. Από τη σχέση του απέκτησε ένα παιδί, ηλικίας σήμερα 2,5 ετών. Η σχέση του με τη συμβία του και τον γιο του είναι πολύ καλή. Η συμβία του αντιμετωπίζει κινητικά προβλήματα και γι’ αυτό εργάζεται εξ αποστάσεως. Αν και ο ίδιος είναι εγγεγραμμένος άνεργος, περιστασιακά εκτελεί όποια εργασία βρει. Διαμένει με την οικογένεια του σε διαμέρισμα, στο οποίο φιλοξενούνται.

 

Ο κ. Παφίτης κάλεσε επίσης το Δικαστήριο να λάβει υπόψη το λευκό ποινικό μητρώο του, την απολογία του, καθώς και ότι το ατυχές περιστατικό ήταν μεμονωμένο και ότι το θύμα δεν αποκόμισε οποιαδήποτε μόνιμη βλάβη και έχει πλήρως αποκατασταθεί. Ανέφερε επίσης, ότι θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι ο Κατηγορούμενος 6 ήταν σε κατάσταση μέθης καθώς και ότι δεν υπήρξε προσχεδιασμός. Καταληκτικά, ο κ. Παφίτης ζήτησε από το Δικαστήριο να επιδείξει κάθε δυνατή επιείκεια και όπως η ποινή που θα επιβληθεί ανασταλεί, στη βάση των προσωπικών περιστάσεων του Κατηγορούμενου 6 και ότι επρόκειτο για ένα μεμονωμένο περιστατικό.

 

Ο κ. Τσεντίδης, αγορεύοντας για μετριασμό της ποινής του Κατηγορούμενου 8, κάλεσε το Δικαστήριο να λάβει υπόψη τις προσωπικές περιστάσεις του τελευταίου. Συνοψίζοντας όσα ο ίδιος ανέφερε, όπως και όσα καταγράφονται στην έκθεση των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας, το περιεχόμενο της οποίας υιοθέτησε, προκύπτει ότι ο Κατηγορούμενος 8 είναι ηλικίας 30 ετών και κατάγεται από την Ιορδανία. Το 2008, μαζί με την οικογένεια του, ήρθε στην Κύπρο, όπου εργάζεται ως κουρέας και διατηρεί δικό του κουρείο. Είναι απόφοιτος της Τεχνικής στο κλάδο Κουρέα και έχει αποκτήσει δίπλωμα Πανεπιστημίου στην Ιορδανία, στον κλάδο Airport Management. Σε ηλικία 20 ετών τέλεσε τον πρώτο του γάμο, ο οποίος διήρκησε δύο χρόνια και σε ηλικία 25 ετών τέλεσε δεύτερο γάμο, ο οποίος επίσης διήρκησε δύο χρόνια.

 

Επιπροσθέτως, ο κ. Τσεντίδης, ζήτησε να ληφθεί υπόψη η έμπρακτη μεταμέλεια η οποία προκύπτει από την παραδοχή του. Ότι η παραδοχή του συμβάλει στην ταχύτερη και ομαλή επίλυση της υπόθεσης, βοηθά στην εξοικονόμηση πόρων και χρόνου και αποδεικνύει την ειλικρινή του διάθεση να αναλάβει την ευθύνη των πράξεων του, διαβεβαιώνοντας το Δικαστήριο ότι δεν πρόκειται να απασχολήσει ξανά την κοινωνία και τα Δικαστήρια με οποιαδήποτε αλλά αδικήματα. Το λευκό ποινικό μητρώο του, καθώς δείχνει ότι ο Κατηγορούμενος 8 έχει διατηρήσει έναν τρόπο ζωής που συμμορφώνεται με τους νόμους και τους κανονισμούς της κοινωνίας μας. Παράλληλα και συναφώς, καταδεικνύει ότι η συγκεκριμένη συμπεριφορά του ήταν μεμονωμένο περιστατικό.

 

Ως προς τις περιστάσεις διάπραξης των αδικημάτων, ο συνήγορος ζήτησε να ληφθεί υπόψη ότι ο Κατηγορούμενος 8 τελούσε υπό την επήρεια μέθης, δεν διέθετε την ίδια διαύγεια σκέψης και ικανότητα αυτοελέγχου που θα είχε υπό φυσιολογικές συνθήκες, γεγονός που συνέβαλε στην προσωρινή συναισθηματική του έξαρση. Ο δε ρόλος του Κατηγορούμενου 8, σύμφωνα με τον κ. Τσεντίδη, ήταν δευτερεύοντας και μειωμένος σε σύγκριση με τους λοιπούς κατηγορούμενους. Ανέφερε, σχετικά, ότι κατά την έναρξη του επεισοδίου ο Κατηγορούμενος 8 δεν επέδειξε επιθετική, ή επιβαρυντική συμπεριφορά, αλλά αντιθέτως, προσπάθησε να αποτρέψει άλλον Κατηγορούμενο από το να επιτεθεί στον παραπονούμενο, γεγονός που φανερώνει διάθεση αποκλιμάκωσης και όχι κλιμάκωσης της ένστασης. Ως προς τη θέση της Κατηγορούσας Αρχής ότι ο Κατηγορούμενος 8 ήταν πρωτοστάτης, επισήμανε ότι παρότι κινήθηκε προς την ίδια κατεύθυνση, τελικώς κατέληξε τελευταίος στο σημείο του επεισοδίου. Σημειώνει επίσης ότι υπήρξε πρόκληση από πλευράς του θύματος.

 

Τέλος, ζήτησε όπως το Δικαστήριο λάβει υπόψη τον ήδη εκτιθέντα χρόνο κράτησης και να εξετάσει το ενδεχόμενο αναστολής της ποινής φυλάκισης.

 

 

Νομική Πτυχή

 

Όσον αφορά τη νομική πτυχή είναι προφανές ότι από πλευράς προβλεπόμενων ποινών το σοβαρότερο από τα αδικήματα που αντιμετωπίζουν οι Κατηγορούμενοι είναι αυτό της βαριάς σωματικής βλάβης, κατά παράβαση του άρθρου 231 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154 (Κατηγορία 2). Συγκεκριμένα, για το εν λόγω αδίκημα, προβλέπεται ποινή φυλάκισης 7 χρόνων ή χρηματική ποινή ή και οι δύο αυτές ποινές. Για δε το αδίκημα της ανησυχίας (Κατηγορίας 3), σύμφωνα με το άρθρο 95 του Ποινικού Κώδικα, προβλέπεται ποινή φυλάκισης 3 μηνών. Αποτελεί δε πάγια νομολογιακή αρχή ότι η ανώτατη προβλεπόμενη από τον Νόμο ποινή, συνιστά τη βάση από την οποία ξεκινά το Δικαστήριο το έργο της επιμέτρησης της ποινής και παράλληλα σημαντικό στοιχείο που λαμβάνεται υπόψη κατά τη διεργασία αυτή (βλ. Δημοκρατία ν. Λαζαρή, Ποιν. Έφ. 25/21, ημερ. 08.03.2022), ECLI:CY:AD:2022:D89.

 

Στην υπόθεση Αστυνομία ν. Μιχαήλ, Ποιν. Εφ. 78/2019, ημερ. 15.10.2020, όπου έγινε μνεία στην κλασσική, επί του θέματος, υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Τόκκαλου (2001) 2 Α.Α.Δ. 95, λέχθηκαν τα ακόλουθα σε σχέση με τη σοβαρότητα του αδικήματος του άρθρου 231 και γενικά με αδικήματα  που σχετίζονται με την επίδειξη βίας:

 

«Η σοβαρότητα της κατηγορίας που αντιμετώπιζε ο εφεσίβλητος είναι έκδηλη ως εκ της προβλεπόμενης ποινής των επτά χρόνων φυλάκισης. Όπως έχει λεχθεί στη Γενικός Εισαγγελέας ν. Τόκκαλου (2001) 2 ΑΑΔ 95: «Η χρήση βίας κατά του συνανθρώπου συνιστά αδίκημα ιδιάζουσας σοβαρότητας· πλήττει το θεμελιώδες δικαίωμα της σωματικής ακεραιότητας του ατόμου το οποίο κατοχυρώνει το Άρθρο 7.1 του Συντάγματος και καταρρακώνει την αξιοπρέπειά του. Η ωμή χρήση βίας είτε ως μέσο επικράτησης, είτε ως μέσο εκδίκησης, είτε ως μέσο τιμωρίας, δεν έχει θέση στην κοινωνία των ανθρώπων. Η εκδήλωσή της πρέπει να τιμωρείται με την αυστηρότητα που επιβάλλει η σοβαρότητα του εγκλήματος και η ανάγκη για τη γενική καταστολή τέτοιας συμπεριφοράς».»

 

Στην υπόθεση Γεωργίου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 221/17, ημερ. 15.10.2019, ECLI:CY:AD:2019:B428, έχει υποδειχθεί ότι τέτοιας φύσεως αδικήματα, «τα οποία διαπράττονται με απαράδεκτα μεγάλη συχνότητα και τα οποία ενέχουν το στοιχείο της αυθαιρεσίας, της αυτοδικίας και της βίαιης επιθετικότητας έναντι συνανθρώπου, η οποία συνιστά παράλληλα βάναυση προσβολή της προσωπικότητας του, θα πρέπει να τιμωρούνται αυστηρά και αποτρεπτικά, ιδιαίτερα όταν δεν ακολουθεί έμπρακτη μεταμέλεια.».

 

Στην υπόθεση Urgur v. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 189, το Ανώτατο Δικαστήριο, εκφράζοντας την αγωνία του για την έξαρση που παρουσιάζουν τα αδικήματα που σχετίζονται με την επίδειξη βίας, επεσήμανε τα εξής:

 

«Τα φαινόμενα βίας που συχνά παρατηρούνται τον τελευταίο καιρό σε διάφορες εκφάνσεις της κοινωνικής ζωής, μας προκαλούν ιδιαίτερη ανησυχία. Η βία στα γήπεδα, στους δρόμους, στην οικογένεια ακόμη και στα σχολεία είναι πλέον θέματα της καθημερινότητας. Προτού αυτά τα φαινόμενα προσλάβουν μεγαλύτερες διαστάσεις και με ολέθριες συνέπειες, κάποιοι πρέπει να προβληματιστούν ώστε εγκαίρως και με τα κατάλληλα μέτρα να αντιμετωπιστεί όσο μπορεί πιο αποτελεσματικά η κατάσταση. Τα δικαστήρια από τη δική τους πλευρά, οφείλουν να μεριμνούν ώστε οι υποθέσεις αυτού του είδους να εκδικάζονται χωρίς καθυστέρηση και να επιβάλλονται στους δράστες αποτρεπτικές ποινές, στέλλοντας έτσι μήνυμα μηδενικής ανοχής.»

 

Είναι δε νομολογημένο πως όπου διαπιστώνεται έξαρση, στη διάπραξη συγκεκριμένου αδικήματος, σε συνάρτηση βέβαια και με τη σοβαρότητα του εγκλήματος,  δικαιολογείται η επιβολή ακόμη πιο αυστηρών ποινών προς αποτροπή (βλ. Abunazha v. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 551, Selmani κ.ά. v. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 235/13 και 236/13 ημερ. 05.10.2016 και Cotorceanu κ.ά. v. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 84/20 και 87/20, ημερ. 17.02.2021). Στην υπόθεση Δημοκρατία v. Λαζαρή (ανωτέρω), το Ανώτατο Δικαστήριο σημείωσε τη θλιβερή διαπίστωση του ότι «αδικήματα που στρέφονται εναντίον της σωματικής ακεραιότητας του ατόμου, όχι μόνον δεν παρουσιάζουν κάμψη αλλά συνεχίζουν να βρίσκονται στην πρώτη γραμμή της εγκληματικότητας κάτι που δικαιολογεί την επιβολή ακόμη πιο αυστηρών ποινών».

Η χρήση βίας έναντι συνανθρώπων μας, δυστυχώς έχει πλέον καταστεί, καθημερινό φαινόμενο, κάτι για το οποίο έχουμε δικαστική γνώση λόγω της σωρείας υποθέσεων που οδηγούνται ενώπιον μας, γεγονός που καθιστά ακόμα πιο επιτακτική την ανάγκη επιβολής αυστηρότερων ποινών με σκοπό την αποτροπή (βλ. Ε.Γ. ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ.  221/2017, ημερ. 15.10.2019).

 

Υπάρχει πλούσια νομολογία, η οποία μπορεί να προσφέρει χρήσιμη καθοδήγηση σε σχέση με τον τρόπο που τα Δικαστήρια αντιμετώπισαν το αδίκημα της πρόκλησης βαριάς σωματικής βλάβης, κατά παράβαση του άρθρου 231 του Κεφ.154. Ανασκόπηση της νομολογίας φανερώνει ότι, η ποινή που επιβάλλεται για το αδίκημα του άρθρου 231, ποικίλλει και είναι άμεσα συνυφασμένη με τα χαρακτηριστικά και συνθήκες διάπραξης του αδικήματος ως επίσης και τις προεκτάσεις του στο θύμα. Όπως αναφέρθηκε στην Γεώργιος Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 463:

 

«Δεν υποστηρίζεται από τη νομολογία η άποψη ότι για το αδίκημα του Άρθρου 231 υπάρχει η οροφή των 3 ή 4 ετών. Ας σημειωθεί ότι, κατ' ανώτατο όριο, επιβάλλεται ποινή φυλάκισης 7 χρόνων. Για παράδειγμα, στην υπόθεση Demitris M. Kontos v. The Police (1965) 2 C.L.R. 115, που ήταν περίπτωση διανοητικά ανισόρροπου εγκληματήσαντος με προηγούμενα, επικυρώθηκε φυλάκιση 6 ετών. Από ένα γενικό βλέμμα στη νομολογία, μπορεί να διαπιστωθεί πως οι ποινές φυλάκισης κυμαίνονται από μερικούς μήνες μέχρι 6 χρόνια. Υπήρχαν περιπτώσεις που αγγίζουν ουσιαστικά το ανώτατο όριο. Σημασία για το μέγεθος της ποινής έχουν οι συνθήκες και περιστάσεις της κάθε υπόθεσης».

 

Όπως δε υποδεικνύεται και στο σύγγραμμα του Γεωργίου Πική, Sentencing in Cyprus, 2η έκδοση, σελ. 116, η πλέον συνηθισμένη ποινή για τέτοιου είδους αδικήματα είναι η ποινή φυλάκισης, η οποία δυνατόν να ανέρχεται σε ημέρες, μήνες ή και έτη (βλ. Αντώνης Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 136/2024, ημερ. 31.03.2025).

 

Στο σημείο αυτό κρίνουμε σκόπιμο να διευκρινίσουμε πως οι προηγούμενες αποφάσεις, αναφορικά με επιβληθείσες ποινές, είναι ενδεικτικές του μέτρου τιμωρίας συγκεκριμένων αδικημάτων και των παραμέτρων καθορισμού της ποινής. Δεν έχουν όμως τον δεσμευτικό χαρακτήρα που ενέχει ο καθορισμός αρχών δικαίου. Και τούτο γιατί, η ποινή που επιβάλλεται σε κάθε υπόθεση είναι αλληλένδετη με τις ιδιαιτερότητες των γεγονότων που τη συνθέτουν και με τις ιδιαιτερότητες των συνθηκών του παραβάτη, (βλ. Χαραλάμπους κ.ά. v. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 127/19 και 130/19, ημερ. 10.03.2021). Στην Μαυρολουκά ν. Δημοκρατίας (2015) 2(Α) Α.Α.Δ. 30, τονίστηκε ωστόσο ότι η προηγηθείσα νομολογιακή προσέγγιση είναι χρήσιμη προς την κατεύθυνση ελαφρυντικών ή επιβαρυντικών λόγων, αλλά και καθορισμού του γενικότερου πλαισίου της ποινής σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Παραπομπή σε δικαστικό προηγούμενο, ιδίως στις περιπτώσεις όπου επιβάλλεται ποινή φυλάκισης, θωρακίζει τη δικαστική κρίση με την απαραίτητη πειστικότητα και εξαλείφει την οποιανδήποτε υπόνοια για αυθαιρεσία ή τυχόν αίσθημα αδικίας του καταδικασθέντα, αλλά δεν προοιωνίζει ότι θα πρέπει να ακολουθηθεί η ίδια ποινή (βλ. Valdez κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2017) 2Α Α.Α.Δ. 178).

 

Με τα ανωτέρω κατά νου παραπέμπουμε στις πιο κάτω αποφάσεις στις οποίες και θα γίνει συνοπτική αναφορά.

 

Στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Evans (2005) 2 Α.Α.Δ. 639, η ποινή των 14 μηνών που είχε επιβληθεί πρωτοδίκως στον Εφεσίβλητο, κατόπιν άμεσης παραδοχής και λαμβανομένου υπόψη του λευκού του ποινικού μητρώου, κρίθηκε έκδηλα ανεπαρκής και αυξήθηκε σε 2 έτη από το Ανώτατο Δικαστήριο, υπό περιστάσεις όπου, χωρίς οργάνωση ή σχεδιασμό, ο τελευταίος ο οποίος είχε προηγουμένως καταναλώσει οινοπνευματώδη ποτά, αφενός γρονθοκόπησε τον παραπονούμενο ρίχνοντας τον στο έδαφος και αφετέρου του έτριψε με το πόδι το πρόσωπο στο έδαφος, προκαλώντας κάταγμα στο πρόσωπο, καθώς και υπαραχνοειδή αιμορραγία, με περαιτέρω συνέπειες στην υγεία και στη ζωή του, όπως η μείωση της διανοητικής ικανότητάς του και η ανικανότητα ενασχόλησής του με το ποδόσφαιρο και συνέχισης των σπουδών του. Λήφθηκαν υπόψη ως μετριαστικοί παράγοντες η πρόκληση που δέχθηκε προηγουμένως ο εφεσίβλητος, η κατάσταση μέθης στην οποία τελούσε καθώς και το νεαρό της ηλικίας του. Αποτέλεσαν δε, επιβαρυντικούς παράγοντες, η δυσανάλογη της πρόκλησης βία, που άσκησε ο Εφεσίβλητος στο θύμα, ως επίσης και οι επιπτώσεις που επέφεραν στο θύμα, τα χτυπήματα.

 

Στην Σακαρίδης ν. Αστυνομίας κ.ά. (2011) 2 Α.Α.Δ. 272, οι Εφεσείοντες και οι παραπονούμενοι, που δεν γνωρίζονταν μεταξύ τους, συνεπλάκησαν για ασήμαντη αφορμή. Μεταξύ των πολλών τραυμάτων που υπέστη ο ένας παραπονούμενος ήταν συντριπτικό κάταγμα ρινικού οστού, τρία κατάγματα στους μετωπιαίους κόλπους δεξιά και μικρό κάταγμα κρανίου. Υποβλήθηκε σε εγχείρηση από ειδικό νευροχειρούργο και  χειρουργήθηκε από ειδικό ωτορινολαρυγγολόγο. Από τους υπόλοιπους δύο παραπονούμενους, ο ένας υπέστη παρόμοιους τραυματισμούς και ο άλλος ελαφρύτερους. Στους Εφεσείοντες, κατόπιν παραδοχής σε 5 κατηγορίες επιβλήθηκαν, πρωτόδικα, ποινές φυλάκισης, με μεγαλύτερη εκείνη των 2 ½  ετών για το αδίκημα του άρθρου 231, του Κεφ. 154. Το Εφετείο μείωσε τις ποινές σε 18 μήνες, λόγω του ότι έκρινε πως το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν συνεκτίμησε τον παράγοντα πρόκληση, το νεαρό της ηλικίας των κατηγορουμένων (23 ετών) και το λευκό ποινικό μητρώο τους.

 

Τέλος, στην Urgur v. Αστυνομίας (ανωτέρω), ο Εφεσείων παραδέχθηκε ενοχή σε τέσσερις κατηγορίες, μεταξύ των οποίων δύο κατηγορίες για πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης, στις οποίες του επιβλήθηκαν ποινές φυλάκισης 2 ετών. Τα πραγματικά γεγονότα αφορούσαν σε δύο επεισόδια βίας που άσκησε ο Εφεσείων εναντίον του παραπονούμενου προσώπου, προκαλώντας του βαριές σωματικές βλάβες. Ο τελευταίος ήταν ο πρώην συμβίος γυναίκας, από την οποία Εφεσείων και παραπονούμενος, ανέμεναν να επιλέξει με ποιον από τους δύο θα συζούσε. Κατά το πρώτο επεισόδιο, ο παραπονούμενος μεταφέρθηκε στο Γενικό Νοσοκομείο όπου διαπιστώθηκε κάταγμα κάτω γνάθου αριστερά, κάταγμα ζυγωματικού αριστερά, καθώς και εκχυμώσεις σε διάφορα μέρη του σώματός του. Κρατήθηκε για νοσηλεία στο χειρουργικό τμήμα του Νοσοκομείου από το οποίο εξήλθε λίγες μέρες αργότερα. Στο δεύτερο επεισόδιο, ο παραπονούμενος μεταφέρθηκε με ασθενοφόρο στο Νοσοκομείο όπου διαπιστώθηκε ότι έφερε θλαστικό τραύμα στον τράχηλο δεξιά, τραυματισμό γλώσσας, αποκόλληση δοντιών, οίδημα και εκχυμώσεις τραχήλου, οίδημα αριστερού αυτιού, αιμάτωμα στη βάση της γλώσσας και στοματικές κακώσεις. Διαπιστώθηκε επίσης επιπλοκή στα κατάγματα που είχε υποστεί κατά το προηγούμενο επεισόδιο. Το Εφετείο απέρριψε την έφεση κατά των ποινών και θεώρησε τις ποινές που επέβαλε το πρωτόδικο Δικαστήριο, υπό τις περιστάσεις, επιεικείς.

 

Σοβαρό είναι και το αδίκημα της ανησυχίας που αντιμετωπίζουν οι Κατηγορούμενοι και σημειώνεται ότι η μη ειδική αναφορά του ανωτέρω δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση υποτίμηση της σοβαρότητας του.

 

Ως προς την υπόθεση που λαμβάνεται υπόψη για τον Κατηγορούμενο 1, οφείλουμε να σημειώσουμε ότι αφορά επίσης σοβαρά αδικήματα τα οποία δυστυχώς, όπως διαπιστώνουμε από τη συχνότητα των υποθέσεων που επιλαμβανόμαστε, οι οποίες αφορούν, τα αδικήματα της συνωμοσίας για διάπραξη κακουργήματος και της κλοπής από πρόσωπο, βρίσκονται σε έξαρση και πρέπει να αντιμετωπίζονται αυστηρά από τα Δικαστήρια (βλ. Hussein v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 252/2018, ημερ. 31.05.2019, ECLI:CY:AD:2019:B206, Balampanidis v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 210/2018, ημερ. 10.05.2019, ECLI:CY:AD:2019:B178 και Γρηγόριος Αλιχανίδης ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 45/2024, ημερ. 29.11.2024). Τα ίδια ισχύουν και για τα αδικήματα της πλαστοπροσωπίας από δημόσιο λειτουργό και πλαστοπροσωπίας μέλους της Αστυνομίας. Πρόκειται για αδικήματα που ενέχουν στοιχεία δόλου και απάτης, η διάπραξη των οποίων επίσης παρουσιάζει ανοδική τάση. Αμφότερα αποσκοπούν στην εξαπάτηση ατόμων. Απώτερος στόχος του παραβάτη είναι η δόλια απόκτηση πλεονεκτήματος και προσωπικού οφέλους εις βάρος άλλων ατόμων με την ενσυνείδητη παρουσίαση ενός προσώπου και μίας κατάστασης που, εν γνώση του, δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Πρόκειται για αδικήματα που έκδηλα υποτιμούν τους νόμους, κανονισμούς και θεσμούς ενός δημοκρατικού κράτους.

 

Με όλα τα πιο πάνω κατά νου, στρεφόμαστε στην παρούσα υπόθεση. Ό,τι αναδύεται έντονα από τα γεγονότα είναι πως επί μιας ασήμαντης αφορμής, οι Κατηγορούμενοι προκάλεσαν στον παραπονούμενο σοβαρούς τραυματισμούς. Μας προκαλεί αλγεινή εντύπωση ο βάναυσος τρόπος δράσης των Κατηγορουμένων έναντι του παραπονούμενου, όταν μετά από καταδίωξη του, δέχθηκε σφοδρή επίθεση από όλους, με γροθιές και κλωτσιές στο σώμα και στο κεφάλι.  Θεωρούμε ότι η πράξη αυτή, ενόσω ο παραπονούμενος  κειτόταν αβοήθητος στο έδαφος, καθιστούν την επίθεση εξόχως σοβαρή. Είναι αδιανόητο ότι, μετά την πτώση του παραπονούμενου στο έδαφος, 8 άτομα συνέχισαν να τον γρονθοκοπούν και να τον κλωτσούν, προκαλώντας του τους τραυματισμούς που προαναφέρθηκαν,  αλλά και φόβο για τη ζωή του. Η δε χρήση τέτοιας έκτασης βίας συνιστά απαράδεκτη κοινωνική συμπεριφορά και βάναυσο τραυματισμό της προσωπικότητας του παραπονούμενου. Η ομαδική, σφοδρή επίθεση προς τον παραπονούμενο διήρκησε 1 λεπτό και 36 δευτερόλεπτα και τούτο δεν θεωρούμε ότι ήταν αποτέλεσμα αυτόβουλης απόφασης των Κατηγορούμενων να τερματίσουν την εγκληματική και απάνθρωπη συμπεριφορά τους, αφού ως προκύπτει από τα γεγονότα, η επίθεση εναντίον του παραπονούμενου σταμάτησε την ώρα που τρία άγνωστα πρόσωπα περπατούσαν τυχαία στον δρόμο, με πορεία το σημείο όπου λάμβανε χώρα η επίθεση. Υπό αυτές τις περιστάσεις, δεν θα ήταν υπερβολή να λεχθεί ότι είναι από τύχη που αποφεύχθηκαν τα χειρότερα, ένεκα της σφοδρής επίθεσης των Κατηγορούμενων οι οποίοι αδιαφόρησαν πλήρως για τις σωματικές βλάβες που θα προξενούσαν στον παραπονούμενο. Η πλήρης αδιαφορία και αναλγησία των Κατηγορουμένων για τις συνέπειες του συνόλου των πράξεων τους επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι εγκατέλειψαν τον παραπονούμενο αιμόφυρτο και βαριά κτυπημένο.

 

Αναφορικά με τον βαθμό συμμετοχής κάθε Κατηγορούμενου στην επίθεση, οφείλουμε να σημειώσουμε ότι δεν έχει σημασία ποιος κατέφερε ποιο χτύπημα ή ποιος προκάλεσε ποια βλάβη στον παραπονούμενο. Το ουσιώδες είναι ότι όλοι οι Κατηγορούμενοι συμμετείχαν σε κοινή επίθεση έναντι του παραπονούμενου.  

 

Επιβαρυντικός παράγοντας, στην προκειμένη περίπτωση, είναι το γεγονός ότι το αδίκημα διαπράχθηκε σε δημόσιο χώρο. Συνεκτιμούμε βεβαίως ότι δεν προκύπτει οργάνωση και προσχεδιασμός στην διάπραξη του αδικήματος.

 

Σε ότι αφορά την πρόκληση από πλευράς του παραπονούμενου, η οποία σύμφωνα με τους συνηγόρους Υπεράσπισης των Κατηγορουμένων 2, 4, 5 και 7, προκύπτει από το γεγονός ότι ο παραπονούμενος επέφερε στον Κατηγορούμενο 4 μία γροθιά στο πρόσωπο, ενόσω βρίσκονταν εντός του νυχτερινού κέντρου, σημειώνουμε ότι η συνήγορος της Κατηγορούσας Αρχής απέρριψε την ως άνω θέση της Υπεράσπισης, σημειώνοντας ότι ο παραπονούμενος αντέδρασε αμυνόμενος, καθώς επίσης ότι η ύπαρξη πρόκλησης θα πρέπει να εξεταστεί μόνο σε σχέση με τον Κατηγορούμενο 4 και όχι με όλους τους Κατηγορούμενους, αφού η εμπλοκή τους στην υπόθεση δεν σημαίνει ότι εμπλέκονταν και στο πρώτο περιστατικό, ήτοι στα γεγονότα που έλαβαν χώρα εντός του νυχτερινού κέντρου.

 

Όπως προκύπτει από την πλούσια επί του θέματος αυτού νομολογία, η πρόκληση, για να λειτουργήσει ως μετριαστικός παράγοντας, θα πρέπει να έχει αντικειμενικό έρεισμα. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρθηκε στην υπόθεση Πισκόπου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 342, «η πρόκληση, ως παράγοντας μετριαστικός της ποινής, δεν αποτιμάται αόριστα αλλά συγκεκριμένα, στο πλαίσιο στο οποίο εκδηλώνεται και σε συνάρτηση πάντα με τις αντιδράσεις του προκληθέντα». (βλ. επίσης Selim v. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 199 και Hussain Radyan v. Δημοκρατίας (2015) 2Β Α.Α.Δ. 664).

 

Στην παρούσα υπόθεση, με βάση τα γεγονότα, ο παραπονούμενος αντέδρασε επιφέροντας μία γροθιά στο πρόσωπο του Κατηγορούμενου 4 όταν ο τελευταίος του ανέκοψε την πορεία, ενώ εκινείτο με τη συνοδό του προς την πίστα του νυχτερινού κέντρου, λέγοντας του «ρε πού πάεις» και σπρώχνοντας τον με δύναμη με αποτέλεσμα ο παραπονούμενος να παραπατήσει προς τα πίσω. Έχουμε την άποψη πως η ως άνω αντίδραση του παραπονούμενου, αντικειμενικά κρινόμενη, στο πλαίσιο των γεγονότων, ήταν λανθασμένη. Απ’ εκεί και πέρα όμως η λανθασμένη αντίδραση του παραπονούμενου δεν μπορεί να συσχετιστεί με τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν έξω από το νυχτερινό κέντρο. Η σφοδρή επίθεση των Κατηγορούμενων εναντίον του παραπονούμενου, ως ανωτέρω την έχουμε αναλύσει, ήταν αποστασιοποιημένη χρονικά και τοπικά από τα γεγονότα που έλαβαν χώρα εντός του νυχτερινού κέντρου. Η επίθεση των Κατηγορουμένων που ακολούθησε εκτός του νυχτερινού κέντρου κατά του θύματος, όταν κατάφεραν να τον φτάσουν μετά από καταδίωξη, ήταν εντελώς αδικαιολόγητη και δεν μπορεί παρά να χαρακτηρισθεί ως πράξη αυτοδικίας. Δεν συμφωνούμε, επομένως, με την εισήγηση της Υπεράσπισης των Κατηγορούμενων ότι υπήρξε πρόκληση από τον παραπονούμενο.

 

Πέραν της πρόκλησης όμως, ο συνήγορος Υπεράσπισης των Κατηγορουμένων 1 και 3 επικαλέστηκε ως μετριαστικό παράγοντα και τη συναισθηματική φόρτιση και ένταση που τους διακατείχε κατά τον ουσιώδη χρόνο, καθώς επίσης και ότι βρίσκονταν υπό την επήρεια αλκοόλης, επήρεια υπό την οποία επικαλέστηκαν ότι βρισκόταν  και οι Κατηγορούμενοι 2, 4, 5 έως 8.

 

Όσον αφορά τη συναισθηματική φόρτιση και ένταση ενός δράστη από την οποία διακατέχεται όταν διαπράττει ένα έγκλημα, όπως τονίστηκε στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Ιωάννου (1999) 2 Α.Α.Δ. 603, η οποία αφορούσε ανθρωποκτονία, συνιστά παράγοντα μετριαστικό της ποινής. Ο λόγος έγκειται στην αποδυνάμωση, κάτω από την ένταση, των μηχανισμών αυτοελέγχου που τείνουν να καταστείλουν την οργή και να μετριάσουν το πάθος. Επισημαίνουμε πως είναι μόνο υπό αυτή την έννοια που το στοιχείο της συναισθηματικής φόρτισης λαμβάνεται υπόψη, καθότι κάτι τέτοιο δεν δύναται υπό οποιεσδήποτε συνθήκες να αποτελέσει βάσιμη δικαιολογία για την καταφυγή στο έγκλημα και κυρίως με τέτοιο βάναυσο τρόπο.

 

Επίσης, για το ζήτημα της μέθης, στην υπόθεση Pernell κ.ά. v. Δημοκρατίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 417, τονίστηκε ότι στον βαθμό που η μέθη αμβλύνει τον αυτοέλεγχο και η χαλαρότητα που επιφέρει επιδρά στις πράξεις του παραβάτη, μπορεί να προσμετρήσει ως ελαφρυντικός παράγοντας, νοουμένου ότι η κατανάλωση αλκοόλης δεν έχει ως λόγο τη διευκόλυνση της υλοποίησης απόφασης για τη διάπραξη του εγκλήματος.

 

Εν προκειμένω είναι αποδεκτό ότι οι Κατηγορούμενοι κατανάλωσαν αλκοόλ το επίδικο βράδυ στο νυχτερινό κέντρο όπου βρίσκονταν, αφού όπως τέθηκε ενώπιον μας και δεν αμφισβητήθηκε, βρίσκονταν εκεί για εορτασμό γενεθλίων και ο λογαριασμός ανήλθε στις €2.000.

 

Ωστόσο, τίποτα από τα πιο πάνω δεν δεικνύει ή έστω δύναται να υποστηρίξει ότι οι Κατηγορούμενοι 1 και 3 ενήργησαν ως ανωτέρω έχουμε αναλύσει, υπό το καθεστώς συναισθηματικής φόρτισης, ή έντασης. Το μόνο σίγουρο είναι ότι η κατανάλωση προηγουμένως ποσότητας αλκοόλης από όλους τους Κατηγορούμενους επέδρασε σε κάποιο βαθμό στις αντιδράσεις τους, όπως και ότι επηρέασε  τη δυνατότητα αυτοελέγχου τους κατά τον ουσιώδη χρόνο, γεγονός το οποίο λαμβάνουμε υπόψη.

 

Παρά τη διαπιστωθείσα σοβαρότητα των αδικημάτων που οι Κατηγορούμενοι διέπραξαν και την ανάγκη για επιβολή αυστηρής και αποτρεπτικής ποινής, το καθήκον προς εξατομίκευση υπάρχει πάντοτε και δεν ατονεί, ούτως ώστε αυτή να προσιδιάζει στις περιστάσεις της υπόθεσης και των Κατηγορούμενων.

 

Στα πλαίσια του καθήκοντος μας αυτού λαμβάνουμε υπόψη προς όφελος των Κατηγορουμένων 1 και 3 έως 8 το λευκό ποινικό μητρώο τους, καθώς και το γεγονός ότι η παρούσα περίπτωση για τους Κατηγορούμενους 3 έως 8 είναι ένα μεμονωμένο περιστατικό. Τούτο βέβαια δεν ισχύει εν σχέσει με τους  Κατηγορούμενους 1 και 2. Για τον Κατηγορούμενο 1 εν προκειμένω, λαμβάνεται υπόψη η ποινική Υπόθεση Αρ. 257/2025, του Ε.Δ. Λευκωσίας, τα αδικήματα της οποίας διαπράχθηκαν μετά τη διάπραξη των αδικημάτων της κύριας υπόθεσης, ήτοι στις 11.02.2025 και προτού διαταχθεί η κράτηση του στα πλαίσια της παρούσας, γεγονός που εντείνει, σε κάποιο βαθμό, τη σοβαρότητα της υπόθεσης. Όπως είναι καλώς νομολογημένο, όταν ένα Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη και αδικήματα άλλων υποθέσεων, μπορεί να επιβάλει μεγαλύτερη ποινή στις κατηγορίες που περιλαμβάνονται στο κατηγορητήριο, από εκείνη που θα επέβαλλε αν είχε ενώπιον του μόνο αυτές (βλ. Ιωάννου ν. Γενικού Εισαγγελέα (2005) 2 Α.Α.Δ. 598 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Cham & άλλων (1993) 2 Α.Α.Δ. 129). Ο Κατηγορούμενος 2 βαρύνεται με μία προηγούμενη καταδίκη. Επισημαίνουμε ότι η προηγούμενη καταδίκη αυτού δεν συνιστά βέβαια επιβαρυντικό παράγοντα (βλ. Dygdalowicz v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 11/21 ημερ. 04.11.2022) αλλά η σημασία αυτής έγκειται στο ότι, αναλόγως πάντοτε της περίπτωσης, δύναται να μειώσει την επιείκεια που μπορεί να επιδειχθεί από το Δικαστήριο. Και αυτό διότι αποτελεί ένδειξη της στάσης και σεβασμού του Κατηγορούμενου 2 στην τήρηση των νόμων της πολιτείας (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Ματθαίου (1994) 2 Α.Α.Δ. 1 και Γεωργίου, άλλως Καμμούγιαρος ν. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 565).

 

Στην προκειμένη περίπτωση, χωρίς να διαλανθάνει της προσοχής μας η σοβαρότητα του αδικήματος που αφορά την προηγουμένη καταδίκη που αντιμετωπίζει ο Κατηγορούμενος 2, σημειώνουμε ότι αυτή είναι σαφώς μειωμένη, εν σχέσει με το αδίκημα της Κατηγορίας 1 της παρούσας υπόθεσης, πράγμα το οποίο εξάλλου αντανακλάται και στην προβλεπόμενη γι’ αυτό ποινή. Συνακόλουθα η προηγούμενη καταδίκη του Κατηγορούμενου 2 δεν θα επηρεάσει την ποινή που θα του επιβληθεί.

 

Εν σχέσει δε με τους Κατηγορούμενους 2 και 7,  λαμβάνουμε υπόψη και την καλή διαγωγή που επιδεικνύουν στις Κεντρικές Φυλακές, καθ’ ον χρόνο βρίσκονται υπόδικοι.

 

Επιπλέον, προς όφελος όλων των Κατηγορουμένων, λαμβάνουμε υπόψη την παραδοχή τους, η οποία δείχνει μεταμέλεια και εξοικονομεί σημαντικό δικαστικό χρόνο, κάτι το οποίο, με βάση την νομολογία, πρέπει να αμείβεται με ανάλογη έκπτωση στην ποινή (βλ. Χαρτούπαλλος ν. Δημοκρατίας (2002) 1 Α.Α.Δ. 28). Παράλληλα και συναφώς, λαμβάνουμε υπόψη τη μεταμέλεια των Κατηγορουμένων, όπως αυτή εκφράστηκε και μέσω των συνηγόρων τους.

 

Υπόψη λαμβάνουμε και τα όσα αφορούν στις προσωπικές, οικογενειακές, οικονομικές και άλλες περιστάσεις των Κατηγορουμένων, όπως αναφέρθηκαν από τους συνηγόρους Υπεράσπισης στα πλαίσια της αγόρευσης τους και στις εκθέσεις των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας. Έχουμε ξεχωρίσει και καταγράψει ανωτέρω ό,τι θεωρούμε πιο σημαντικό στο πλαίσιο αυτό, χωρίς όμως να παραγνωρίζουμε οτιδήποτε άλλο έχει λεχθεί. Θα πρέπει δε να επισημάνουμε ότι, σύμφωνα με τη νομολογία, οι προσωπικές περιστάσεις, λαμβάνονται μεν υπόψη, αλλά, για αδικήματα που βρίσκονται σε έξαρση, ως τα επίδικα, υπερτερεί σαφώς η ανάγκη για επιβολή αυστηρής και αποτρεπτικής ποινής (βλ. Zahra Ali Gholi v. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 30, Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 577 και Χρυσάνθου v. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 221).

 

Ως προς τον Κατηγορούμενο 1, λαμβάνουμε υπόψη τα προβλήματα ψυχικής υγείας τα οποία αντιμετωπίζει λόγω όσων βίωσε, σε μικρή ηλικία, ένεκα της εμπόλεμης κατάστασης στη χώρα του. Ως προς την ηλικία του κάτι στο οποίο έδωσε ιδιαίτερη έμφαση ο συνήγορος του, σημειώνουμε ότι λαμβάνεται δεόντως υπόψη το γεγονός ότι είναι πρόσωπο νεαρής ηλικίας. Όπως έχει αναγνωριστεί μέσα από τη νομολογία, το νεαρό της ηλικίας ενός κατηγορούμενου θεωρείται ως ένας ισχυρός μετριαστικός παράγοντας. Σημειώνουμε ωστόσο ότι, παρόλο που η νεαρή ηλικία ενός κατηγορούμενου λαμβάνεται υπόψη μετριαστικά, εντούτοις δεν αφήνεται να εξουδετερώσει την ανάγκη για προστασία της κοινωνίας. Ιδιαίτερα στην προκειμένη περίπτωση, όπου ο Κατηγορούμενος 1, παρά το νεαρό της ηλικίας του, έχει διαπράξει μέχρι σήμερα διάφορα αδικήματα σε δύο ξεχωριστές περιπτώσεις, κάτι που εν προκειμένω δικαιολογεί τη διαφοροποίηση του ύψους της ποινής που θα του επιβληθεί εν σχέσει με τους λοιπούς Κατηγορούμενους.

 

Επίσης σε σχέση με τους Κατηγορούμενους  5, 6 και 7 λαμβάνουμε υπόψη το γεγονός ότι έκαστος εξ αυτών είναι γονέας ενός ανήλικου παιδιού. Συνυπολογίζουμε ως εκ τούτου τις όποιες αρνητικές επιπτώσεις που δύναται να επιφέρει τυχόν επιβολή ποινής φυλάκισης στους εν λόγω Κατηγορούμενους, τόσο στη συναισθηματική κατάσταση των παιδιών τους, όσο και τις τυχόν οικονομικές δυσκολίες που ενδέχεται να αντιμετωπίσουν. Οφείλουμε όμως, από την άλλη, να επισημάνουμε ότι τυχόν επιπτώσεις στις οικογένειες των Κατηγορουμένων  5, 6 και 7 από ενδεχόμενη ποινή φυλάκισης που θα τους επιβληθεί, αν και λαμβάνονται υπόψη ως μετριαστικός παράγοντας, δεν μπορούν και πάλι, υπό τις περιστάσεις της παρούσας και ειδικά λόγω της σοβαρότητας των αδικημάτων και της ανάγκης για αποτροπή, να είναι αποφασιστικής σημασίας και δη να επηρεάσουν το είδος της ποινής (βλ. Domotov κ.ά. ν. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 328).

 

Στη βάση των ανωτέρω λαμβάνουμε υπόψη και τις δυσμενείς επιπτώσεις της ενδεχόμενης φυλάκισης στους ίδιους τους Κατηγορούμενους. Σε συνάφεια με αυτό λαμβάνουμε υπόψη σε σχέση με τους Κατηγορούμενος 2, 5 και 8 ότι δεδομένου ότι διατηρούν δικές τους επιχειρήσεις, αυτές θα επηρεαστούν, τουλάχιστον για όσο χρόνο αυτοί θα εκτίουν ποινή φυλάκισης.

 

Ιδιαίτερη βαρύτητα προσδίδουμε και στο γεγονός ότι ο Κατηγορούμενος 7 παρόλο ότι έχει απεξαρτηθεί από τα ναρκωτικά εντάχθηκε στο πρόγραμμα απεξάρτησης «ΔΑΝΑΗ»  με κίνητρο τη διαχείριση της εξαρτητικής συμπεριφοράς και της προσαρμοστηκότητας του σε ένα έγκλειστο περιβάλλον.

 

Επιπλέον, συνυπολογίζουμε και το διάστημα κατά το οποίο έκαστος εκ των Κατηγορουμένων 1, 2, 5, 7 και 8 τελεί υπό κράτηση και τη γενικότερη αγωνία που όλοι οι Κατηγορούμενοι βιώνουν αναμένοντας την ολοκλήρωση της παρούσας διαδικασίας.

 

Αναφορικά με τις περιστάσεις διάπραξης των αδικημάτων λαμβάνουμε υπόψη προς όφελος όλων των Κατηγορούμενων ότι στην προκειμένη περίπτωση, όπως προέκυψε από τα ενώπιον μας τεθέντα γεγονότα, δεν υπήρξε από πλευράς των Κατηγορούμενων οποιοσδήποτε προσχεδιασμός ή προμελέτη του εγκλήματος το οποίο διέπραξαν με αποτέλεσμα να ελλείπει ένας επιβαρυντικός παράγοντας. Περαιτέρω, λαμβάνουμε υπόψη ότι οι Κατηγορούμενοι δεν χρησιμοποίησαν κάποιο επιθετικό όπλο, ή αντικείμενο κατά την επίθεση έναντι του παραπονούμενου.

 

Σε ό,τι αφορά τα τραύματα του παραπονούμενου, δεν παραβλέπουμε το γεγονός ότι δεν φαίνεται να του έχουν απομείνει οποιαδήποτε μόνιμα κατάλοιπα, εντούτοις αυτό από μόνο του, δεν αμβλύνει την ιδιάζουσα σοβαρότητα της συμπεριφοράς των Κατηγορούμενων, ή έστω να μειώσει τον πόνο και την ταλαιπωρία που υπέστη ο παραπονούμενος, όπως και τον φόβο που βίωσε.

 

Εξετάσαμε λοιπόν με προσοχή όλα τα στοιχεία που συνθέτουν την παρούσα υπόθεση, ήτοι τα γεγονότα που συνιστούν και περιβάλλουν τα αδικήματα, τους ελαφρυντικούς και μετριαστικούς για την ποινή παράγοντες, περιλαμβανομένων των προσωπικών περιστάσεων έκαστου Κατηγορούμενου και σταθμίσαμε, κατά το δυνατόν, όλους τους παράγοντες που επιδρούν στον καθορισμό της ποινής. Έχουμε κατά νου ότι η αποστέρηση της ελευθερίας αποτελεί το έσχατο μέτρο τιμωρίας και πρέπει να επιβάλλεται μόνο όπου οποιαδήποτε άλλη ποινή κρίνεται ανεπαρκής. Στην προκειμένη περίπτωση, συνεκτιμώντας όλα όσα έχουν αναφερθεί πιο πάνω, έχουμε την άποψη ότι οποιαδήποτε άλλη ποινή εκτός από ποινή φυλάκισης, θα ήταν ατελέσφορη και θα έστελνε λανθασμένα μηνύματα τόσο στους Κατηγορούμενους, όσο και σε άλλους επίδοξους παραβάτες. Βεβαίως, όλοι οι μετριαστικοί παράγοντες που αναφέρθηκαν θα επηρεάσουν το εύρος της ποινής που θα επιβληθεί.

 

Ισοζυγίζοντας και σταθμίζοντας όλα τα ανωτέρω, κρίνουμε ως αρμόζουσες και επιβάλλουμε τις ακόλουθες ποινές:

 

Στον Κατηγορούμενο 1:

Στην Κατηγορία 2 ποινή φυλάκισης 2 ετών.

Στην Κατηγορία 3 ποινή φυλάκισης 20 ημερών.

 

Σε έκαστο εκ των Κατηγορουμένων  2, 3, 4, 5, 6, 7 και 8:

Στην Κατηγορία 2 ποινή φυλάκισης 20 μηνών.

Στην Κατηγορία 3 ποινή φυλάκισης 15 ημερών.

 

Οι επιβληθείσες ποινές φυλάκισης για έκαστο Κατηγορούμενο θα συντρέχουν.

 

Προχωρούμε στην εξέταση της εισήγησης για αναστολή της ως άνω ποινής. Η εξουσία του Δικαστηρίου για αναστολή της ποινής φυλάκισης διέπεται από το άρθρο 3(2) του Υφ’  Όρων Αναστολής της Εκτέλεσης της Ποινής Φυλακίσεως εις Ωρισμένας Περιπτώσεις Νόμου (Ν.95/72) όπως τροποποιήθηκε από το Ν. 186(Ι)/2003.

 

Η βασική νομολογιακή αρχή, όπως εν τέλει έχει αποκρυσταλλωθεί στις υποθέσεις Ιωσήφ ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ.930 και Αργυρίδης κ.ά. ν. Αστυνομίας (2013) 2 Α.Α.Δ.449, είναι ότι επανεξετάζεται κάθε στοιχείο και κάθε παράγοντας ο οποίος δυνατόν να έχει σημασία ως προς την αναστολή. Το βασικό ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο, ισοζυγίζοντας το σύνολο των περιστάσεων, μπορούν ή πρέπει αυτοί οι παράγοντες να επενεργήσουν κατά τρόπο ο οποίος να δικαιολογεί την παροχή μιας δεύτερης ευκαιρίας (βλ. Χριστοδούλου ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ.22). Αυτό συνεπάγεται την εκ νέου θεώρηση των συνθηκών διάπραξης του αδικήματος και των προσωπικών περιστάσεων του κατηγορούμενου, καθώς και την απόδοση «διπλής βαρύτητας» σε όλους τους σχετικούς με το αδίκημα και τον αδικοπραγούντα παράγοντες – είτε επιβαρυντικούς είτε μετριαστικούς – οι οποίοι δυνατόν να επηρεάσουν την απόφαση του δικαστηρίου για αναστολή ή όχι της ποινής. Εν τέλει το ουσιώδες ερώτημα είναι κατά πόσο η ανασταλείσα ποινή θα αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και θα εξυπηρετεί τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας.

 

Έχουμε την άποψη πως, οι μετριαστικοί παράγοντες που έχουν ληφθεί υπόψη για τον καθορισμό της ποινής για κάθε ένα εκ των Κατηγορουμένων, αναθεωρούμενοι σε αυτό το στάδιο, δεν είναι τέτοιοι που να υπερφαλαγγίζουν την ανάγκη απόδοσης αποτρεπτικού χαρακτήρα στην ποινή, υπό το φως της σοβαρότητας των αδικημάτων που έχουν διαπράξει ως την έχουμε προδιαγράψει σε συνάρτηση με τις ιδιαίτερες περιστάσεις διάπραξης τους. Χρήζει ιδιαίτερης αναφοράς το γεγονός ότι οι Κατηγορούμενοι, στο σύνολο 8, άσκησαν βία εναντίον ενός προσώπου, μη επιδεικνύοντας οποιοδήποτε οίκτο και σταμάτησαν μόνον και εφόσον τυχαία από το σημείο πέρασαν άλλα πρόσωπα, αποτρέποντας πιθανόν τα χειρότερα. Τυχόν αναστολή των ποινών φυλάκισης, κρίνουμε πως θα εξουδετέρωνε τη σοβαρότητα των αδικημάτων και θα έστελνε λανθασμένα μηνύματα σε νέους επίδοξους παραβάτες.

 

Ως εκ των ανωτέρω η σχετική εισήγηση για αναστολή απορρίπτεται.

 

Συνεπώς οι ποινές φυλάκισης που έχουν επιβληθεί στους Κατηγορούμενους θα είναι άμεσες.

 

Αναφορικά με τους με τους Κατηγορούμενους 1, 2, 6, 7 και 8 οι ποινές φυλάκισης θα αρχίζουν από σήμερα, αλλά η διάρκεια τους μειώνεται κατά το χρονικό διάστημα που οι εν λόγω Κατηγορούμενοι τελούν υπό προφυλάκιση, στα πλαίσια της παρούσας υπόθεσης, ήτοι για τον Κατηγορούμενο 1 από τις 27.02.2025, για τους Κατηγορούμενους 2, 7 και 8 από τις 24.01.2025 και για τον Κατηγορούμενο 5 από τις 24.06.2025.

 

Κατά την επιμέτρηση της ποινής για τον Κατηγορούμενο 1 στην παρούσα, λήφθηκε υπόψη και η ποινική Υπόθεση Αρ. 257/2025 του Ε.Δ. Λευκωσίας.

 

 

 

 

 

Υπ.)       …………………………………………

  Χρ. Παρπόττα, Π.Ε.Δ.

 

 

(Υπ.)      …………………………………………

Χρ. Ρασπόπουλος, Α.Ε.Δ.

 

 

(Υπ.)      …………………………………………

Π. Σαββίδης, Ε.Δ.

 

 

 

Πιστό Αντίγραφο

 

 

Πρωτοκολλητής

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο