ΜΟΝΙΜΟ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
ΣΥΝΘΕΣΗ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ: Χρ. Παρπόττα, Π.Ε.Δ.
Χρ. Ρασπόπουλος, Α.Ε.Δ.
Π. Σαββίδης, Ε.Δ.
Αρ. Υπόθεσης: 10806/2024
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Κατηγορούσα Αρχή
v.
SHIMON MISTRIEL AYKOUT
Κατηγορούμενος
-------------
28 Ιουλίου, 2025
Εμφανίσεις:
Για Κατηγορούσα Αρχή: κ. Α. Αριστείδης μαζί με κ. Χριστοδούλου και κα Κωνσταντίνου
Για Κατηγορούμενο: κ. Χρ. Τριανταφυλλίδης μαζί με κ. Ε. Μάνουλο και κα Ν. Χαραλαμπίδου
Κατηγορούμενος παρών
Ε Ν Δ Ι Α Μ Ε Σ Η Α Π Ο Φ Α Σ Η
(Αίτημα Κράτησης)
Ο Κατηγορούμενος τελεί υπό κράτηση, στα πλαίσια της παρούσας υπόθεσης, από τις 19.6.2024, όπου και η υπόθεση καταχωρήθηκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο. Το Επαρχιακό Δικαστήριο, αφού παρέπεμψε την υπόθεση για εκδίκαση στο Κακουργιοδικείο, είχε διατάξει την κράτηση του Κατηγορουμένου με απόφαση ημερομηνίας 20.6.2024. Το αίτημα κράτησης επαναλήφθηκε και ενώπιον του Κακουργιοδικείου. Με απόφαση μας ημερομηνίας 11.9.2024, εγκρίναμε, στη βάση του κινδύνου φυγοδικίας, το αίτημα για κράτηση του Κατηγορούμενου, μέχρι την επόμενη δικάσιμο, ήτοι στις 27.9.2024. Η εν λόγω απόφαση εφεσιβλήθηκε και στις 10.10.2024 επικυρώθηκε, με απόφαση του Εφετείου (βλ. Aykout v. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 237/2024, ημερ. 10.10.2024). Έκτοτε, για τους λόγους που φαίνονται στα πρακτικά της διαδικασίας, η υπόθεση ορίστηκε σε διάφορες δικασίμους με το Δικαστήριο να εγκρίνει, κάθε φορά, αιτήματα της Κατηγορούσας Αρχής για περαιτέρω κράτηση του Κατηγορούμενου. Από πλευράς Υπεράσπισης υποβλήθηκε ένσταση στα αιτήματα κράτησης του Κατηγορούμενου στις δικασίμους 22.11.2024, 20.12.2024 και 6.2.2025. Με αποφάσεις μας ημερομηνίας 25.11.2024, 20.12.2024 και 13.2.2025, αντίστοιχα, εγκρίναμε, κάθε φορά, το αίτημα της Κατηγορούσας Αρχής διατάζοντας την περαιτέρω κράτηση του Κατηγορουμένου. Οι δύο τελευταίες εκ των προαναφερόμενων αποφάσεων μας, εφεσιβλήθηκαν και με αποφάσεις του Εφετείου, ημερομηνίας 10.1.2025 και 24.3.2025, επικυρώθηκαν (βλ. Aykout v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 316/24, ημερ. 10.1.2025 και Aykout v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 47/25, ημερ. 24.3.2025).
Κατά την ορισθείσα δικάσιμο στις 9.7.2025, που η υπόθεση ήταν ορισμένη για συνέχιση της ακρόασης, ο κ. Τριανταφυλλίδης δήλωσε εμφάνιση εκ μέρους του Κατηγορούμενου μαζί με την κα Νεοφύτου, διασαφηνίζοντας ότι η εμφάνιση του αφορά μόνο ένα συγκεκριμένο αίτημα το οποίο αφορά τους όρους υπό τους οποίους κρατείται ο Κατηγορούμενος και τη δυνατότητα να υπάρξει τροποποίηση για συγκεκριμένο λόγο. Αιτήθηκε όπως η υπόθεση οριστεί σε νέα δικάσιμο για να αναπτύξει το αίτημα του. Από πλευράς Κατηγορούσας Αρχής, ο κ. Αριστείδης συμφώνησε όπως η υπόθεση οριστεί για τον σκοπό αυτό σε νέα δικάσιμο. Αφού η συνέχιση της ακρόασης αναβλήθηκε για τους λόγους που εμφαίνονται στο πρακτικό ίδιας ημερομηνίας, η υπόθεση ορίστηκε για σκοπούς συνέχισης της ακρόασης στις 29.7.2025. Ακολούθησε αίτημα εκ μέρους του συνηγόρου της Κατηγορούσας Αρχής για συνέχιση της κράτησης του Κατηγορουμένου. Εκ μέρους της Υπεράσπισης δεν υπήρξε ένσταση, δεδομένου του αιτήματος που προτίθετο να υποβάλει ο κ. Τριανταφυλλίδης. Το Δικαστήριο παρόλο ότι έκρινε ότι δικαιολογείτο η κράτηση του Κατηγορούμενου μέχρι τις 29.7.2025, με δεδομένο ότι για σκοπούς του αιτήματος που επιθυμούσε να εγείρει ο κ. Τριανταφυλλίδης η υπόθεση ορίστηκε στις 24.7.2025, διέταξε την κράτηση του Κατηγορουμένου μέχρι την εν λόγω ορισθείσα δικάσιμο.
Κατόπιν των πιο πάνω, στις 24.7.2025, δόθηκε πρώτα ο λόγος στον κ. Τριανταφυλλίδη. Συνοψίζοντας την επιχειρηματολογία του, σημειώνουμε ότι, εν πρώτοις, κατέστησε σαφές ότι το αίτημα του αφορά, στην ουσία, απόλυση του Κατηγορούμενου με εγγύηση. Διασαφήνισε περαιτέρω ότι το αίτημα αυτό δεν έχει ως υπόβαθρο τον ισχυρισμό ότι ο Κατηγορούμενος έχει ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας και ως εκ τούτου θα πρέπει να αφεθεί ελεύθερος με εγγύηση, για να μπορέσει να το αντιμετωπίσει, αλλά τη δυνατότητα να διαπιστωθεί επιστημονικά στην Κύπρο, εάν ο Κατηγορούμενος αντιμετωπίζει ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας και αν ναι, σε ποιο βαθμό. Επί τούτου επικαλέστηκε αλληλογραφία που είχε ο ίδιος, ο κ. Τριανταφυλλίδης, υπό την ιδιότητά του ως Προέδρου του Ογκολογικού Κέντρου της Τράπεζας Κύπρου, με τον διευθυντή του τμήματος του Ογκολογικού Κέντρου της Τράπεζας Κύπρου Δρ. Δημήτριο Βόμβα, όσον αφορά τις μεθόδους διενέργειας βιοψίας του προστάτη στην Κύπρο (βλ. ηλεκτρονική αλληλογραφία ημερ. 3.7.2025 και 7.7.2025 μέρος του Τεκμηρίου 1). Ο κ. Τριανταφυλλίδης, επισήμανε ότι σύμφωνα με τον Δρ. Βόμβα, στην Κύπρο χρησιμοποιούνται δύο μέθοδοι βιοψίας. Συγκεκριμένα, χρησιμοποιείται η παραδοσιακή – κλασική και η ΜRI fusion – στοχευμένη βιοψία. Ωστόσο, ο κ. Τριανταφυλλίδης αναφέρθηκε και σε μια τρίτη μέθοδο, την ρομποτικά καθοδηγούμενη βιοψία, η οποία ως αναφέρεται από τον Δρ. Βόμβα, θεωρείται ότι «τεχνολογικά» υπερέχει των μεθόδων που προσφέρονται στην Κύπρο. Ήταν τελικώς η θέση του κ. Τριανταφυλλίδη ότι προέκυψαν νέα στοιχεία τα οποία δικαιολογούν την απόλυση του Κατηγορούμενου υπό όρους εγγύησης και ειδικότερα, με δεδομένη την ύπαρξη υποψίας καρκίνου, με βάση τα ιατρικά πιστοποιητικά, το γεγονός ότι στην Κύπρο δεν υπάρχει η πιο προηγμένη μέθοδος διάγνωσης καρκίνου του προστάτη μέσω της οποίας θα μπορεί να διαφανεί εάν όντως ο Κατηγορούμενος έχει καρκίνο ή όχι, ως αναφέρεται από τον Δρ. Βόμβα, στοιχείο που, ως υπέδειξε, δεν υπήρχε προηγουμένως.
Αφού διαφάνηκε μέσα από την αγόρευση του κ. Τριανταφυλλίδη ότι, εν τέλει, αιτείται την απόλυση του Κατηγορούμενου με εγγύηση, στη βάση νέων δεδομένων και όχι τη διενέργεια ιατρικής εξέτασης ενώ τελεί υπό κράτηση, ο κ. Αριστείδης, υπέβαλε αίτημα για συνέχιση της κράτησης του Κατηγορούμενου μέχρι την επόμενη δικάσιμο, ήτοι στις 29.7.2025. Ο κ. Τριανταφυλλίδης, με δεδομένο το αίτημα από πλευράς του συνηγόρου της Κατηγορούσας Αρχής, επέμεινε στο αίτημα του για απόλυση του Κατηγορούμενου με εγγύηση, επιχειρηματολογώντας περαιτέρω προς τούτο, προβάλλοντας ουσιαστικά ένσταση στο αίτημα της Κατηγορούσας Αρχής. Ειδικότερα ο κ. Τριανταφυλλίδης παρέπεμψε σε νομολογία του ΕΔΑΔ, αφορώσα παραβιάσεις των Άρθρων 3 και 2 της ΕΣΔΑ, καθώς επίσης και σε έγγραφο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Πρόληψη των Βασανιστηρίων και της Απάνθρωπης ή Ταπεινωτικής Μεταχείρισης ή Τιμωρίας (ΕΠΒ) που αφορά Απόσπασμα από τη 3η Γενική Έκθεση, που δημοσιεύθηκε το 1993, με θέμα «Υγειονομικές Υπηρεσίες στις Φυλακές», σημειώνοντας ότι το θεμέλιο του αιτήματος του είναι η αποφυγή όσων αναφέρονται στην νομολογία του ΕΔΑΔ, τα οποία συνιστούν παραβιάσεις των Άρθρων 3 και 2 της ΕΣΔΑ.
Καταληκτικά, ο κ. Τριανταφυλλίδης, προβάλλοντας, εν ολίγοις, ότι ο Κατηγορούμενος, ενδεχομένως, έχει καρκίνο, ότι είναι ηλικίας 75 ετών, ότι βρίσκεται υπό κράτηση για 400 και πλέον μέρες με την ακρόαση της υπόθεσης να βρίσκεται σε πολύ αρχικό στάδιο, ότι η δοθείσα μαρτυρία κατά την τελευταία δικάσιμο πιθανότατα εγείρει κάποιο σοβαρό νομικό πρόβλημα σε σχέση με την απόδειξη των κατηγοριών, καθώς επίσης και ότι στην Κύπρο δεν υπάρχει τρόπος να διαπιστωθεί εάν ο Κατηγορούμενος έχει καρκίνο, κάλεσε το Δικαστήριο να αφήσει τον Κατηγορούμενο ελεύθερο με οποιουσδήποτε όρους εγγύησης, για να έχει τη δυνατότητα να εξεταστεί σε χώρα που διενεργείται η μέθοδος διάγνωσης με ρομποτική καθοδηγούμενη βιοψία.
Στον αντίποδα, ο κ. Αριστείδης εκ μέρους της Κατηγορούσας Αρχής, αφού σημείωσε ότι το ζήτημα της υγείας του Κατηγορούμενου έτυχε εξέτασης σε πολλές ενδιάμεσες αποφάσεις του παρόντος Δικαστηρίου, επισήμανε ότι το πιο σημαντικό που προέκυψε από την τελευταία διαδικασία όπου ακούστηκε μαρτυρία, ήταν η παραδοχή και των δύο εμπειρογνωμόνων, τόσο του Δρ. Κυριακίδη, όσο και του Dr. Kay ότι απαιτείτο να γίνει βιοψία για να διαφανεί κατά πόσον υπάρχουν καρκινικά κύτταρα στον προστάτη αδένα, τονίζοντας ότι ήταν αναντίλεκτο και από τους δύο, πως είναι η μόνη μέθοδος για να διαπιστωθεί ξεκάθαρα αυτό το γεγονός. Ωστόσο, ως υπέδειξε ο κ. Αριστείδης, έκτοτε ουδέποτε ζητήθηκε εκ μέρους του Κατηγορούμενου, επίσημα από τις Κυπριακές αρχές, ήτοι από τις Κεντρικές Φυλακές, ή το Υπουργείο Δικαιοσύνης και το Υπουργείο Υγείας, να υποβληθεί σε οποιαδήποτε μέθοδο βιοψίας, παρόλο που τότε παρουσιαζόταν από την Υπεράσπιση ως μια κατεπείγουσα κατάσταση.
Ο κ. Αριστείδης, δεν διαφώνησε ότι υπάρχουν πιο εξελιγμένα μέσα διάγνωσης σε άλλες χώρες, από αυτά που υπάρχουν στην Κύπρο. Σημείωσε όμως ότι το ζήτημα είναι εάν με τα μέσα που διατίθενται στην Κυπριακή Δημοκρατία μπορεί να γίνει ασφαλής διάγνωση. Σε σχέση με τα δύο ηλεκτρονικά μηνύματα του Δρ. Βόμβα, πρόβαλε ότι αυτό που αναφέρεται είναι η ύπαρξη δύο εξίσου εξελιγμένων και αξιόπιστων μεθόδων βιοψίας στην Κύπρο, με τη ρομποτική μέθοδο εντούτοις, να είναι η πλέον αξιόπιστη. Παρουσίασε αλληλογραφία που είχε με την Αναπληρώτρια Γενική Διευθύντρια του Υπουργείου Υγείας (Τεκμήριο 2) και σημείωσε ότι σύμφωνα με την Δρ. Μόνικα Κυριάκου, Γενική Διευθύντρια του ΟΑΥ, στην Κύπρο δεν διενεργείται είτε εντός είτε εκτός Γ.Ε.Σ.Υ. βιοψία προστάτη με την καθοδήγηση ρομποτικού συστήματος, αλλά διενεργούνται δύο άλλες μέθοδοι βιοψίας, ήτοι η βιοψία του προστάτη καθοδηγούμενη από διορθικό υπέρηχο και ΜRI fusion καθοδηγούμενη βιοψία του προστάτη. Πρόσθετα, επισήμανε ότι σύμφωνα με την Δρ. Κυριάκου δεν υπάρχουν στον ΟΑΥ οποιαδήποτε επιστημονικά δεδομένα τα οποία να υποστηρίζουν ότι οι μέθοδοι που διενεργούνται στην Κύπρο υπολείπονται διαγωνιστικά σε σχέση με τη ρομποτικά καθοδηγούμενη βιοψία. Σύμφωνα όμως με τον Δρ. Κλεάνθη Ιωαννίδη, ο οποίος είναι μέλος Διοικητικού Συμβουλίου Ακτινολογικής Εταιρείας Κύπρου, και Διευθυντής της Διαγωνιστικής και Επεμβατικής του Διαγνωστικού και Επεμβατικού Ακτινολογικού Τμήματος του Γερμανικού Ογκολογικού Κέντρου στη Λεμεσό, η βιοψία προστάτη με καθοδήγηση ρομποτικού συστήματος, δεν παρουσιάζει υψηλότερη ακρίβεια στην προσέγγιση του στόχου και δεν φαίνεται να υπερτερεί έναντι της πλέον διαδεδομένης μεθόδου της Stereotactic Fusion MRI/US, τονίζοντας παράλληλα ότι η μέθοδος Stereotactic Fusion MRI/US καθοδηγούμενη διαπερινεϊκή βιοψία προστάτη διενεργείται τα τελευταία πέντε χρόνια στο Γερμανικό Ινστιτούτο, προσφέρει τη μέγιστη διαγνωστική ακρίβεια, χωρίς μεγαλύτερη ιατρική επιβάρυνση του ασθενή, καθώς η ρομποτική βιοψία διενεργείται διορθικά, κάτι που σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο λοιμώξεων. Επίσης, σημείωσε ότι, ως αναφέρει ο Δρ. Ιωαννίδης, στο συγκεκριμένο κέντρο σε εξαιρετικές περιπτώσεις όπου η διαπερινεϊκή βιοψία δεν είναι εφικτή για ιατρικούς λόγους, προσφέρεται η δυνατότητα διενέργειας live MRI – guided biopsy εντός μαγνητικού τομογράφου, μέθοδος η οποία εφαρμόζεται σε ελάχιστα νοσοκομεία παγκοσμίως και αποτελεί ιδιαίτερα εξειδικευμένη προσέγγιση (βλ. Τεκμήριο 2). Υπέδειξε δε ότι στην επιστολή του Dr. Neumann Gad Rafael του Rabin Medical Center (μέρος της δέσμης εγγράφων του Τεκμηρίου 1), που παρουσίασε η Υπεράσπιση, αναφέρεται ότι για να προσδιοριστεί η σοβαρότητα και η επιθετικότητα του καρκίνου, απαιτείται στοχευμένη βιοψία προστάτη της συγκεκριμένης βλάβης και αυτή η διαδικασία αναφέρεται MRI – Guided Fusion Biopsy. Ήταν ως εκ τούτου, η θέση του κ. Αριστείδη, ότι το ιατρικό κέντρο που επικαλείται η Υπεράσπιση κρίνει ότι η εν λόγω μέθοδος, δηλαδή αυτή που προσφέρεται στην Κύπρο δίνει ακριβή αποτελέσματα.
Από εκεί και πέρα, ο κ. Αριστείδης, ενώ αναγνώρισε την υποχρέωση όλων των αρμοδίων αρχών να παρέχουν κάθε δυνατή διευκόλυνση και στήριξη στον Κατηγορούμενο για να γίνει η διάγνωση που επιθυμεί μέσω της μεθόδου που επιθυμεί και να δοθεί σε αυτόν κάθε δυνατή διευκόλυνση και στήριξη, τόσο ιατρική, όσο και ψυχολογική, σημείωσε ότι θα πρέπει να γίνει στάθμιση δύο έννομων συμφερόντων, ήτοι της απονομής της δικαιοσύνης από τη μία και του δικαιώματος του Κατηγορούμενου στην υγεία που καλύπτεται από το Άρθρο 8 της Σύμβασης της ΕΣΔΑ, από την άλλη. Τόνισε ότι, γνώμονας θα πρέπει να είναι κατά πόσον υπάρχουν ικανοποιητικές μέθοδοι διάγνωσης στην Κύπρο. Επί τούτου ήταν η θέση του ότι δεν τέθηκε οτιδήποτε ενώπιον του Δικαστηρίου που να καθιστά αδύνατη και να αποκλείει παντελώς τη διάγνωση στη Δημοκρατία. Αντίθετα, ως ανέφερε, τη δεδομένη στιγμή η διενέργεια βιοψίας μπορεί να γίνει στην Κύπρο, χωρίς να υπολείπεται της μεθόδου με την καθοδήγηση ρομπότ. Ως εκ των ανωτέρω υποστήριξε ότι πρέπει να εγκριθεί το αίτημα της Κατηγορούσας Αρχής για συνέχιση της κράτησης του Κατηγορούμενου.
Προτού εξετάσουμε τις εκατέρωθεν εισηγήσεις όπως προβλήθηκαν μέσα από τις αγορεύσεις των ευπαιδεύτων συνηγόρων, θα επαναλάβουμε ότι, σε όλες τις πτυχές της ποινικής πορείας μιας υπόθεσης, ένα άτομο είτε είναι ύποπτο, είτε είναι κατηγορούμενο, είτε είναι υπόδικος, θεωρείται και παραμένει αθώος μέχρι και την τυχόν καταδίκη του από Δικαστήριο με το δικαίωμα ελευθερίας και προσωπικής ασφάλειας να αποστερούνται μόνο σε σαφείς και ρητές περιπτώσεις (βλ. Άρθρα 11 και 12 του Συντάγματος). Η κράτηση ενός υποδίκου μέχρι τη δίκη, ή η επιβολή όρων για σκοπούς εξασφάλισης της παρουσίας του στο Δικαστήριο, εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου στη βάση του άρθρου 157(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 (βλ. Σπανού ν Δημοκρατίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 281). Το δικαίωμα ενός υποδίκου να αφεθεί ελεύθερος με όρους, στη βάση του τεκμηρίου της αθωότητας, υποχωρεί μπροστά στο δημόσιο συμφέρον, όποτε διαφαίνεται (1) κίνδυνος μη προσέλευσης του κατηγορουμένου στη δίκη, (2) κίνδυνος διάπραξης άλλων αδικημάτων, (3) κίνδυνος επηρεασμού μαρτύρων.
Εν προκειμένω, επαναλαμβάνουμε ότι το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι δικαιολογείται η κράτηση του Κατηγορουμένου, λόγω του κινδύνου μη προσέλευσης του στη δίκη.
Υπενθυμίζουμε στο σημείο αυτό την πολύ σημαντική αρχή ότι το διάταγμα κράτησης υπόδικου ισχύει μέχρι την επόμενη ημερομηνία εμφάνισης του στο Δικαστήριο, ενώ η παράταση κράτησης συναρτάται με νέα απόφαση του Δικαστηρίου (βλ. Ψύλλας ν. Δημοκρατίας (Αρ.3) (2002) 2 Α.Α.Δ. 338). Παράλληλα, η νομολογία καταδεικνύει ότι, μετά από την πρώτη διαταγή του Δικαστηρίου για κράτηση, το Δικαστήριο δεν εξετάζει το θέμα της περαιτέρω κράτησης εξ’ υπαρχής, αλλά μόνο με αναφορά σε οποιαδήποτε νέα δεδομένα ήθελαν προκύψει και τα οποία ενδεχομένως να διαφοροποιούν την κρίση του επί του θέματος της κράτησης και όχι με αναφορά σε δεδομένα τα οποία υφίσταντο ευθύς εξαρχής (βλ. Δημητρίου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 146, Μαυρομιχάλης κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 165/20 και 166/20, ημερ. 22.10.2020, S.M. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 75/21, ημερ. 6.7.2021, ECLI:CY:AD:2021:B299, D.R.M. v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 138/23, ημερ. 30.6.2023, ECLI:CY:AD:2023:B233 και Μιχαλάκης Λυσάνδρου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 97/24, ημερ. 26.4.2024). Επίσης, όπως λέχθηκε και στην Μαυρομιχάλης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω), «…η εξέταση ενστάσεως σε επαναλαμβανόμενο αίτημα κράτησης διενεργείται με αφετηρία το τελευταίο διαφοροποιητικό γεγονός, εάν υπάρχει τέτοιο… Άλλως πως, δε δικαιολογείται η εξέταση, εκ νέου, του πλαισίου, νομικού ή και πραγματικού, εντός του οποίου είχε εκδοθεί προηγούμενο διάταγμα κράτησης».
Έχοντας κατά νου την πιο πάνω νομολογία και με δεδομένο ότι η απόφαση μας, ημερομηνίας 11.9.2024 έχει τελεσιδικίσει, καθίσταται σαφές ότι διαφοροποίηση της εν λόγω απόφασης δύναται να επιτραπεί μόνο κατ’ επίκληση, πλέον, νέων δεδομένων τα οποία να διαφοροποιούν τις περιστάσεις επί των οποίων αυτή βασίστηκε.
Εξετάζοντας προσεκτικά όσα τέθηκαν ενώπιον μας, από τον συνήγορο Υπεράσπισης είναι προφανές, ότι, στην ουσία, το νέο γεγονός που επικαλείται ώστε να αφεθεί ελεύθερος ο Κατηγορούμενος, είναι η αδυναμία διενέργειας βιοψίας του προστάτη στην Κύπρο με τη μέθοδο καθοδήγησης ειδικού ρομποτικού συστήματος. Ωστόσο δεν περιορίζεται μόνο σε αυτό, αλλά μας καλεί επίσης να αποτιμήσουμε στο πλαίσιο της άσκησης της κρίσης μας για την παράταση ή μη της κράτησης του Κατηγορούμενου, τη δυναμική της μαρτυρίας που υπάρχει εναντίον του Κατηγορούμενου, με δεδομένη τη μαρτυρία της τελευταίας μάρτυρος που κατέθεσε στα πλαίσια της ακροαματικής διαδικασίας.
Αρχίζοντας από το τελευταίο, κατά την κρίση μας, η μαρτυρία της τελευταίας μάρτυρος που κατέθεσε στα πλαίσια της ακροαματικής διαδικασίας, δεν αποτελεί νέα διαφοροποιητική μαρτυρία, που να επιδρά στον βαθμό που η Υπεράσπιση ισχυρίζεται, στην αποδεικτική αξία του συνόλου της υπάρχουσας, κατά τις 11.9.2024, μαρτυρίας της Κατηγορούσας Αρχής και η οποία να εξαλείφει ή να μειώνει την πιθανότητα καταδίκης σε βαθμό που να εξαφανίζει ή έστω να μειώνει τον κίνδυνο φυγοδικίας. Περαιτέρω, οι αναφορές του κ. Τριανταφυλλίδη επί τούτου, προϋποθέτουν εις βάθος αξιολόγηση της μαρτυρίας, αλλά και ερμηνείας Νόμου κάτι το οποίο δεν αρμόζει σε αυτό το στάδιο.
Το μόνο νέο δεδομένο που έθεσε ενώπιον μας η Υπεράσπιση προκύπτει από την επιστολή ημερομηνίας 3.7.2025 του Dr. Neumann Gad Rafael του Rabin Medical Center (ανωτέρω), όπου αναφέρεται ότι o Κατηγορούμενος υποβλήθηκε σε πολυπαραμετρική μαγνητική τομογραφία του προστάτη, εξέταση, η οποία κατά την έκδοση της απόφασης μας ημερομηνίας 13.2.2025, σε προηγούμενο αίτημα κράτησης του Κατηγορούμενου, αναμενόταν να διεξαχθεί εντός ολίγων ημερών. Σημειωτέον ότι τα αποτελέσματα της εν λόγω εξέτασης δεν τέθηκαν ενώπιον μας, παρόλο που γίνεται αναφορά στην προαναφερόμενη επιστολή, ότι το εύρημα της μαγνητικής τομογραφίας έδειξε μια σαφή βλάβη στον προστάτη που αξιολογήθηκε ως «PIRADS 4», περίπου 5-6 χιλιοστά. Ωστόσο, επισημαίνουμε ότι η Υπεράσπιση δεν ήγειρε ζήτημα επιδείνωσης, ή υποτροπής της υγείας του Κατηγορούμενου, αλλά ούτε κάτι τέτοιο προβάλλεται στην προαναφερόμενη επιστολή. Το ουσιώδες επί τούτης είναι ότι πρέπει να γίνει βιοψία του προστάτη με τη μέθοδο MRI-Guided Fusion Biopsy, σημειώνοντας ότι για να διεξαχθεί μια τόσο ακριβής βιοψία, απαιτείται πολύ υψηλό επίπεδο εμπειρογνωμοσύνης, καθώς και η χρήση ενός ροπτοτικού συστήματος όπως το MONA LISA, μέθοδος που σύμφωνα με τον Δρ. Βόμβα, δεν διενεργείται στην Κύπρο
Είναι γεγονός, όπως πολύ ορθά σημείωσε ο συνήγορος της Κατηγορούσας Αρχής, και σημειώνεται και στην απόφαση του Εφετείου στην Shimon Mistriel Aykout ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 47/2025, ημερ. 24.3.2025, σε σχέση με προηγούμενη απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, ημερομηνίας 13.2.2025, σε προηγούμενο αίτημα κράτησης του Κατηγορούμενου, ότι «..υπήρξε ομογνωμία μεταξύ των ιατρών ότι οριστική διάγνωση για την ύπαρξη καρκίνου του προστάτη θα μπορεί να γίνει μετά την διεξαγωγή πολυπαραμετρικής μαγνητικής τομογραφίας του προστάτη. [……] έλαβε ήδη χώρα στις 26.2.2025, και αναμενόταν να δοθεί το πιστοποιητικό εξέτασης και ψηφιακός δίσκος (CD) της μαγνητικής τομογραφίας στον Εφεσείοντα.». Πέραν τούτου, υπενθυμίζουμε ότι ομογνωμία των ιατρών υπήρξε και ως προς το ότι η βιοψία, είναι η μόνη που μπορεί να παρέχει την οριστική διάγνωση. Υπογραμμίζεται ότι από πλευράς Κατηγορούσας Αρχής, δεν υπήρξε άρνηση στο αίτημα της Υπεράσπισης να διενεργηθεί βιοψία του προστάτη στον Κατηγορούμενο, ώστε να διαγνωστεί το ενδεχόμενο καρκίνου του προστάτη. Ωστόσο, ο κ. Αριστείδης υποστήριξε ότι η διενέργεια βιοψίας μπορεί να γίνει στην Κύπρο, υπεραμυνόμενος της ακρίβειας των αποτελεσμάτων των μεθόδων βιοψίας του προστάτη που διενεργούνται στην Κύπρο.
Σημειώνουμε ότι το Εφετείο στην υπόθεση Shimon Mistriel Aykout ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 47/2025, ημερ. 24.3.2025, ανέφερε τα ακόλουθα, τα οποία κρίνουμε απόλυτα σχετικά με την παρούσα:
«Υπογραμμίζεται ότι η διασφάλιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ελευθεριών που διασφαλίζει το Μέρος ΙΙ του Συντάγματος αποτελεί επιτακτική υποχρέωση της δικαστικής λειτουργίας (βλ. Γιάλλουρος ν. Νικολάου (2001) 1 Α.Α.Δ. 558, Κυριακίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 485, Βασικές Πτυχές Κυπριακού Δικαίου (2003), Γ.Μ. Πική, σελ. 62).
Στην Κώστα ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 205/20, ημερ. 22.12.2021, στην οποία αναφέρθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, γίνεται εκτενής ανάλυση της νομολογίας του ΕΔΑΔ ως προς το πότε το Άρθρο 3 της ΕΣΔΑ επιτάσσει την αποφυλάκιση καταδικασθέντος για λόγους υγείας, από τον Οικονόμου Δ.:
«Σύμφωνα με την νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου υφίσταται θετική υποχρέωση των κρατών να οργανώσουν το σωφρονιστικό τους σύστημα με τέτοιο τρόπο, ώστε να εξασφαλίζεται στους κρατούμενους ο σεβασμός της ανθρώπινης αξιοπρέπειας (μεταξύ άλλων Tsokas and others v. Greece, Αρ. Υποθ. 41513/12, 18.5.2014). Δεν έχει, όμως, αναγνωριστεί γενική υποχρέωση αποφυλάκισης, ακόμα και αν ο φυλακισμένος πάσχει από μια ιδιαίτερα δύσκολη πάθηση ως προς την αντιμετώπιση της. Παρά ταύτα, δεν αποκλείεται ότι σε «ιδιαίτερα σοβαρές περιπτώσεις, το Κράτος μπορεί να βρεθεί αντιμέτωπο με καταστάσεις στις οποίες η ορθή απονομή της δικαιοσύνης απαιτεί τη λήψη μέτρων ανθρωπιστικής φύσης για τη θεραπεία του κρατούμενου ασθενούς. Συνεπώς, σε εξαιρετικές περιστάσεις, όπου η κατάσταση της υγείας του ασθενούς είναι απολύτως ασυμβίβαστη με την κράτηση του, το Άρθρο 3 μπορεί να επιτάσσει την αποφυλάκιση του υπό ορισμένες προϋποθέσεις.» (βλ. Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Ερμηνεία κατ' άρθρο, 2η έκδοση ενημερωμένη και εμπλουτισμένη, Διεύθυνση έκδοσης Λίνος-Αλέξανδρος Σισιλιάνος, σελίδα 37 επ.), με αναφορά στις εξής υποθέσεις ΕΔΔΑ, Mouisel κ. Γαλλίας, ό.π., Űrfi çetinkaya κ. Τουρκίας, 23.7.2013, παρ.90, ΕΔΔΑ, Matencio κ. Γαλλίας, 15.1.2004, παρ. 76, Sakkopoulos κ. Ελλάδας, 15.1.2004, παρ.38, ΕΔΔΑ, Rojkov κ. Ρωσσίας, 19.7.2007, παρ. 104, Scoppola κ. Ιταλίας, 10.6.2008, παρ. 50, GϋlayÇetin κ. Τουρκίας, 5.3.2013, παρ.102, ΕΔΔΑ, Sawoniuk κ. Ηνωμένου Βασιλείου (απόφαση επί του παραδεκτού), 29.5.2001, Papon κ. Γαλλίας (απόφαση επί του παραδεκτού), 7.6.2001.
Παρομοίως, το Ανώτατο Δικαστήριο της Κύπρου δεν έχει αναγνωρίσει γενική υποχρέωση απελευθέρωσης κρατουμένου, με δεδομένη βέβαια την υποχρέωση του κράτους να μεριμνά ώστε να παρέχεται η αναγκαία ιατρική διάγνωση και φροντίδα. Όπως υποδείχθηκε πρόσφατα αναφορικά με το Άρθρο 3 της ΕΣΔΑ στην Στυλιανού ν. Διευθυντής Τμήματος Κεντρικών Φυλακών, Πολ. Έφ. Αρ. 273/20, ημερ.6.10.2021, ECLI:CY:AD:2021:A440, CLI:CY2021:A440, με αναφορά στην Rozhkov v. Russia, Application No.64140/00, 19.7.2007;
«Το Άρθρο 3 δεν καθιερώνει γενική υποχρέωση στα Κράτη να απελευθερώνουν κρατούμενους για λόγους υγείας, επιβάλλει μάλλον υποχρέωση προστασίας της σωματικής τους υγείας, παρέχοντας, για παράδειγμα, την απαιτούμενη ιατρική αρωγή. Όπως τέθηκε στην Rozhkov v. Russia, ανωτέρω, η οποία αναφέρεται στην πρωτόδικη απόφαση:
«However, Article 3 cannot be construed as laying down a general obligation to release detainees on health grounds. It rather imposes an obligation on the State to protect the physical well-being of persons deprived of their liberty»
(Βλ. επίσης, R (VC) v SSHD [2018] EWCA Civ.57)».
[Ιδία υπογράμμιση]
(βλ. και Kudla v. Poland [GC], Application No.30210/96, ημερ. 26.10.2000, παρ.93, Melnik v. Ukraine, Application No. 72286/01, ημερ. 28.6.2006, παρ.93-94, Hummatov v. Azerbaijan, Applications No.9852/03, 13413/04, ημερ. 29.2.2008, παρ.106, Ξηρός κ. Ελλάδας, Προσφυγή 1033/07, ημερ. 9.9.2010, παρ. 73-74).
Στην Aykout v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 237/24, ημερ. 10.10.2024, όπου εξετάστηκε κατά πόσο δικαιολογείτο η απελευθέρωση του Εφεσείοντος με βάση το Άρθρο 3 της ΕΣΔΑ λόγω των συνθηκών κράτησης του στις Κεντρικές Φυλακές, αποφασίστηκε, μεταξύ άλλων, ότι οι αρχές της νομολογίας του ΕΔΑΔ οι οποίες υιοθετούνται στην Κώστα (ανωτέρω) για την αποφυλάκιση καταδικασθέντος ισχύουν κατ’ αναλογίαν και για την απόλυση κρατούμενου.
Στην υπόθεση Enea v. Italy [GC], Application No. 74912/01, ημερ. 17.9.2009, όπου επαναλαμβάνονται (παρ.57,58) οι αρχές οι οποίες υιοθετούνται στην Κώστα (ανωτέρω), αναφέρονται τα ακόλουθα σε σχέση με το κατά πόσο συνέχιση της κράτησης είναι συμβατή με την κατάσταση υγείας του κρατούμενου:
«59 ... the Court must take account of three factors in particular in assessing whether the continued detention of an applicant is compatible with his or her state of health where the latter is giving cause for concern. These are: (a) the prisoner’s condition; (b) the quality of care provided; and (c) whether or not the applicant should continue to be detained in view of his or her state of health (see Farbtuhs v. Latvia, no. 4672/02, § 53, 2 December 2004, and Sakkopoulos, cited above, § 39)».
Επομένως, η ποιότητα της ιατρικής φροντίδας και περίθαλψης είναι ένας από τους παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη στο κατά πόσον η κράτηση είναι συμβατή με την κατάσταση υγείας του κρατούμενου, όπου αυτή δίνει λόγο για ανησυχία, σε συνάρτηση πάντοτε με το κατά πόσον ο κρατούμενος θα πρέπει να συνεχίσει να κρατείται εν όψει της κατάστασης της υγείας του. Εάν για οποιοδήποτε λόγο διαπιστωθεί ότι το Κράτος δεν δύναται να παρέχει ή συστηματικά δεν τηρεί την υποχρέωση παροχής της αναγκαίας ιατρικής περίθαλψης και φροντίδας στον κρατούμενο κατά τον τρόπο που αυτή ερμηνεύεται από τη νομολογία του ΕΔΑΔ (βλ., μεταξύ άλλων, Blokhin v. Russia [GC], Application No. 4752/06, ημερ.23.3.2016, παρ. 137), και ο κρατούμενος πάσχει από σοβαρή σωματική ασθένεια με αποτέλεσμα ο φυσικός ή σωματικός πόνος που υφίσταται να ξεπερνά τον ελάχιστο βαθμό σοβαρότητας που απαιτείται για να εμπίπτει στο πεδίο του Άρθρου 3 της ΕΣΔΑ, καθιστώντας την κατάσταση της υγείας απολύτως ασυμβίβαστη με την κράτηση του, τότε βάσει του Άρθρου 3 μπορεί να απαιτείται η απόλυση του κρατούμενου. Εάν δε υπάρχει άρνηση παροχής της αναγκαίας ιατρικής περίθαλψης σε βαθμό που να θέτει σε κίνδυνο τη ζωή του κρατούμενου, τότε το Άρθρο 2 της ΕΣΔΑ μπορεί να αποτελέσει πρόσθετο λόγο απόλυσης.
Η θέση της νομολογίας του ΕΔΑΔ επί του προκειμένου συνοψίζεται στο σύγγραμμα Law of the European Convention on Human Rights, Harris, O Boyle and Warbrick, 5th edn, (2023), σελ. 272:
«The fact that imprisonment is not in the best interest of a prisoner’s health is not of itself sufficient to require their release or transfer to an outside hospital to avoid liability under Article 3 where imprisonment is otherwise allowed by the Convention, for example following conviction or on remand (Article 5(1), (3)). In most cases, the Court has found that adequate medical assistance has been available in prison or made available by way of visits to an outside hospital for treatment. The detention over a lengthy period of an elderly person even with serious problems of health or infirmity will not be in breach of Article 3 if medical care can be provided. However, as stated in Wedler v Poland, should a prisoner’s state of health become such that adequate medical or nursing assistance cannot be provided in detention, Article 3 requires that a person be released subject to conditions that the state reasonably imposes in the public interest».
[Ιδία υπογράμμιση]»
Ο κ. Τριανταφυλλίδης, μας παρέπεμψε, προς υποστήριξη της επιχειρηματολογίας του, στην υπόθεση Dzieciak v. Poland, Application nο. 77766/01, ημερ. 9.3.2009, και ειδικότερα στις παραγράφους 89 και 90 της εν λόγω απόφασης, στις οποίες γίνεται αναφορά στις αρχές και τους παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο για να αποφασίσει κατά πόσο προκύπτει θέμα παραβίασης του Άρθρου 2 της ΕΣΔΑ, και στις οποίες επαναλαμβάνεται ότι το άρθρο 2(1) επιβάλλει στο Κράτος όχι μόνο να απέχει από την εκούσια και παράνομη αφαίρεση ζωής, αλλά και να λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα για την προστασία της ζωής όσων βρίσκονται εντός της δικαιοδοσίας του, καθώς και ότι η υποχρέωση των αρχών «να λογοδοτούν για τη μεταχείριση ενός ατόμου που τελεί υπό κράτηση είναι ιδιαίτερα αυστηρή σε περίπτωση θανάτου του». Στην εν λόγω υπόθεση το ΕΔΑΔ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η συμπεριφορά των αρχών ήταν ιδιαίτερα μη ικανοποιητική, δεδομένης της σοβαρής κατάστασης της υγείας του αιτούντος και την αδικαιολόγητη συνολική διάρκεια της κράτησής του. Έκρινε δε ότι η μη λήψη υπόψη της υγείας του αιτούντα κατά τις παρατάσεις της κράτησής του, ο οποίος αντιμετώπιζε καρδιακά προβλήματα πριν από τη σύλληψη του και τα οποία είχαν επιδεινωθεί κατά τη διάρκεια της κράτησης του, ισοδυναμούσε με ανεπαρκή ιατρική περίθαλψη και συνιστούσε παραβίαση της υποχρέωσης του Κράτους να προστατεύει τη ζωή των κρατουμένων.
Επίσης, έγινε αναφορά από τον κ. Τριανταφυλλίδη στις υποθέσεις. Holomiov v. Moldova, Application no. 30649/05, ημερ. 7.2.2007, Slawomir Musial v. Poland, Application No. 28300/06, ημερ. 5.6.2009 και Mouisel v. France, Application No. 67263/01, ημερ. 21.5.2003, στις οποίες διαπιστώθηκε παραβίαση του Άρθρου 3 της ΕΣΔΑ, παραπέμποντας ουσιαστικά στις αρχές και τους παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη.
Στην υπόθεση Holomiov v. Moldova (ανωτέρω), στην οποία μας παρέπεμψε ο κ. Τριανταφυλλίδης, σημειώνεται (παράγραφος 120) ότι ένας σημαντικός παράγοντας που πρέπει να ληφθεί υπόψη είναι ο χρόνος που πέρασε ο αιτών υπό κράτηση χωρίς την κατάλληλη ιατρική περίθαλψη. Ο αιτών έπασχε από μια σειρά σοβαρών ουρολογικών παθήσεων. Κατά τη διάρκεια της κράτησής του, του συνταγογραφήθηκε ιατρική περίθαλψη, ακόμη και επείγουσα χειρουργική επέμβαση στα νεφρά. Ωστόσο, αυτές οι συστάσεις δεν ακολουθήθηκαν ποτέ. Το ΕΔΑΔ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, ενώ έπασχε από σοβαρές νεφρικές παθήσεις που συνεπάγονταν σοβαρούς κινδύνους για την υγεία του, ο αιτών κρατήθηκε για σχεδόν τέσσερα χρόνια χωρίς την κατάλληλη ιατρική περίθαλψη. Διαπίστωσε ότι η ταλαιπωρία του αιτούντος συνιστούσε απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση και έκρινε, ότι υπήρξε παραβίαση του Άρθρου 3 της Σύμβασης.
Στην υπόθεση Slawomir Musial v. Poland, (ανωτέρω) και ειδικότερα στην παράγραφο 89 στην οποία μας παρέπεμψε ο κ. Τριανταφυλλίδης, σημειώνεται ότι η υπόθεση εγείρει το ζήτημα της συμβατότητας της κατάστασης της υγείας του αιτούντος με την κράτησή του σε εγκατάσταση σχεδιασμένη για υγιείς κρατούμενους, όπου δεν λαμβάνει θεραπεία ή παρακολουθείται σε καθημερινή βάση από εξειδικευμένο ιατρικό προσωπικό. Το ΕΔΑΔ, στην εν λόγω υπόθεση, έκρινε ότι οι συνθήκες κράτησης δεν ήταν κατάλληλες για τους κοινούς κρατούμενους και ακόμη λιγότερο κατάλληλες για ένα άτομο με ψυχικές διαταραχές, ως ήταν ο αιτών, ο οποίος χρειαζόταν εξειδικευμένη θεραπεία. Το ΕΔΑΔ σημείωσε ότι η παράλειψη των αρχών, κατά το μεγαλύτερο μέρος της κράτησής του σε κατάλληλο ψυχιατρικό νοσοκομείο ή σε κέντρο κράτησης με εξειδικευμένο ψυχιατρικό θάλαμο, τον είχε εκθέσει άσκοπα σε κίνδυνο για την υγεία του και πρέπει να είχε οδηγήσει σε άγχος και στρες. Το ΕΔΑΔ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η μεταχείριση στην οποία υποβλήθηκε ήταν απάνθρωπη και εξευτελιστική και, ως εκ τούτου, το Άρθρο 3 της Σύμβασης είχε παραβιαστεί.
Στην Mouisel v. France (ανωτέρω) στην οποία ο κ. Τριανταφυλλίδης μας παρέπεμψε, στις παραγράφους 36-48 διατυπώνεται η εκτίμηση του ΕΔΑΔ, με αναφορά στις αρχές και τους παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο για να αποφασίσει κατά πόσο προκύπτει θέμα παραβίασης του Άρθρου 3 της ΕΣΔΑ, ότι υπήρξε παραβίαση του εν λόγω άρθρου της Σύμβασης. Ο αιτών είχε διαγνωστεί με λευχαιμία κατά τη διάρκεια της φυλάκισής του και υποβλήθηκε σε αρκετές χημειοθεραπείες για το θέμα αυτό. O αιτών ισχυρίστηκε ότι η χρήση χειροπεδών κατά τη διάρκεια της χημειοθεραπείας παραβίαζε το Άρθρο 3 της Σύμβασης. Το ΕΔΑΔ έκρινε ότι η χρήση χειροπέδων ήταν δυσανάλογη προς τις ανάγκες ασφαλείας. Επίσης σημείωσε ότι, παρά το ποινικό μητρώο του αιτούντος, δεν υπήρχε προηγούμενη συμπεριφορά ή άλλα στοιχεία που να παρείχαν σοβαρούς λόγους φόβου ότι υπήρχε σημαντικός κίνδυνος διαφυγής, ή προσφυγής σε βία. Κατέληξε δε στο συμπέρασμα ότι η συνέχιση της κράτησης του από τον Ιούνιο του 2000 και έπειτα, όπου η ασθένεια του επιδεινωνόταν και η φυλακή ήταν ελάχιστα εξοπλισμένη για να την αντιμετωπίσει, υπονόμευσε την αξιοπρέπεια του και συνεπαγόταν ιδιαίτερα οξείες κακουχίες που προκάλεσαν ταλαιπωρία πέρα από αυτήν που αναπόφευκτα συνδέεται με την ποινή φυλάκισης και τη θεραπεία για καρκίνο. Θεώρησε, ως εκ των ανωτέρω, ότι ο αιτών υπέστη απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση λόγω της συνεχιζόμενης κράτησης υπό τις προαναφερόμενες συνθήκες και, ως εκ τούτου, υπήρξε παραβίαση του Άρθρου 3 της Σύμβασης.
Έχοντας όλα τα πιο πάνω κατά νου, στρεφόμαστε στην παρούσα περίπτωση. Σε σχέση με τη μέθοδο της βιοψίας του προστάτη αδένα με καθοδήγηση ρομποτικού συστήματος, η οποία δεν διενεργείται στην Κύπρο και στην οποία ο Κατηγορούμενος θέλει να υποβληθεί, επισημαίνουμε κατ’ αρχάς ότι υπάρχει απόκλιση απόψεων μεταξύ Υπεράσπισης και Κατηγορούσας Αρχής ως προς το εάν αυτή η μέθοδος υπερτερεί έναντι των μεθόδων που διενεργούνται στην Κύπρο. Επί τούτου, σημειώνουμε ότι κατόπιν διευκρινιστικής ερώτησης του Δικαστηρίου η θέση της Υπεράσπισης είναι ότι οι μέθοδοι βιοψίας που σύμφωνα με τον Δρ. Βόμβα διενεργούνται στην Κύπρο, ήτοι η διορθική βιοψία και η ΜRI Fusion καθοδηγούμενη βιοψία του προστάτη, δεν είναι αξιόπιστες στον βαθμό που είναι η ρομποτικά καθοδηγούμενη βιοψία. Από την άλλη η θέση της Κατηγορούσας Αρχής είναι ότι η βιοψία του προστάτη με καθοδήγηση ρομποτικού συστήματος, δεν παρουσιάζει υψηλότερη ακρίβεια στην προσέγγιση του στόχου και δεν φαίνεται να υπερτερεί έναντι της μεθόδου στερεοτακτικής Fusion MRI/US-guided διαπερινεϊκή βιοψία προστάτη, η οποία ήταν η θέση της ότι προσφέρει τη μέγιστη διαγνωστική ακρίβεια, χωρίς επιβάρυνση στον ασθενή. Στο σημείο αυτό να υπενθυμίσουμε ότι και ο Dr. Neumann Gad Rafael του Rabin Medical Center, στην επιστολή του αναφέρεται στη η μέθοδο MRI Guided Fusion Biopsy για σκοπούς στοχευμένης βιοψίας προστάτη. Σημειωτέον ότι ο κ. Τριανταφυλλίδης δεν αμφισβητεί ότι διενεργούνται στην Κύπρο τόσο οι προαναφερόμενες δύο μέθοδοι βιοψίας του προστάτη, όσο και η τρίτη μέθοδος που αναφέρει ο Δρ. Ιωαννίδης, ήτοι της μεθόδου live MRI – guided transgluteal biopsy εντός μαγνητικού τομογράφου.
Είναι εμφανές από τα πιο πάνω ότι δεν υπάρχει ανάμεσα στα μέρη κοινό υπόβαθρο ως προς την υπεροχή της μιας ή της άλλης μεθόδου διάγνωσης καρκίνου του προστάτη. Ανεξαρτήτως όμως αυτού, εκείνο που προκύπτει από τις τοποθετήσεις της Υπεράσπισης είναι ότι υπάρχουν διαθέσιμες στην Κύπρο αναγνωρισμένες μέθοδοι διάγνωσης καρκίνου, στις οποίες ο Κατηγορούμενος ουδέποτε υποβλήθηκε.
Το σημαντικό επομένως, εν προκειμένω, στη βάση και της νομολογίας που θα παραθέσουμε κατωτέρω, είναι πρώτον κατά πόσον ο Κατηγορούμενος αιτήθηκε να προβεί σε βιοψία του προστάτη και του αρνήθηκαν και δεύτερον κατά πόσον υπάρχει διαθέσιμη στη Κύπρο επαρκής διαγνωστική μέθοδος βιοψίας του προστάτη για διάγνωση καρκίνου.
Όπως λέχθηκε στην Blokhin v. Russia, Application no. 47152/06, ημερ. 23.3.2016, (σε ελεύθερη μετάφραση):
«136. Το Άρθρο 3 επιβάλλει περαιτέρω την υποχρέωση στο Κράτος να προστατεύει τη σωματική ευεξία των ατόμων που στερούνται της ελευθερίας τους, μεταξύ άλλων, παρέχοντάς τους την απαραίτητη ιατρική περίθαλψη (βλ. Kudła v. Poland [GC], αριθ. 30210/96 , § 94, ΕΔΑΔ 2000 - XI· Mouisel v. France, αριθ. 67263/01, § 40, ΕΔΑΔ 2002-IX· και Khudobin v. Russia, αριθ. 59696/00, § 93, 26 Οκτωβρίου 2006). Έτσι, το Δικαστήριο έχει κρίνει σε πολλές περιπτώσεις ότι η έλλειψη κατάλληλης ιατρικής περίθαλψης μπορεί να συνιστά μεταχείριση αντίθετη με το Άρθρο 3 (βλ., για παράδειγμα, M.S. v. the United Kingdom, ό.π., §§ 44-46 · Wenerski v. Poland, αριθ. 44369/02, §§ 56-65, 20 Ιανουαρίου 2009· και Popov v. Russia, αριθ. 26853/04, §§ 210-13 και 231-37, 13 Ιουλίου 2006).
137. Στο πλαίσιο αυτό, η «επάρκεια» της ιατρικής βοήθειας παραμένει το πιο δύσκολο στοιχείο προς προσδιορισμό. Το Δικαστήριο επαναλαμβάνει ότι το απλό γεγονός ότι ένας κρατούμενος εξετάζεται από γιατρό και του συνταγογραφείται μια συγκεκριμένη μορφή θεραπείας δεν μπορεί να οδηγήσει αυτόματα στο συμπέρασμα ότι η ιατρική βοήθεια ήταν επαρκής (βλ . Hummatov v. Azerbaijan, αριθ. 9852/03 και 13413/04, § 116, 29 Νοεμβρίου 2007). Οι αρχές πρέπει επίσης να διασφαλίζουν ότι τηρείται ένα πλήρες αρχείο σχετικά με την κατάσταση της υγείας του κρατουμένου και τη μεταχείρισή του κατά τη διάρκεια της κράτησής του (βλ. Khudobin, ό.π., § 83), ότι η διάγνωση και η φροντίδα είναι άμεσες και ακριβείς (βλ . Melnik v. Ukraine, αριθ. 72286/01, §§ 104-06, 28 Μαρτίου 2006, και Hummatov, ό.π., § 115), και ότι, όπου απαιτείται από τη φύση μιας ιατρικής πάθησης, η εποπτεία είναι τακτική και συστηματική και περιλαμβάνει μια ολοκληρωμένη θεραπευτική στρατηγική που στοχεύει στην επαρκή αντιμετώπιση των προβλημάτων υγείας του κρατουμένου ή στην πρόληψη της επιδείνωσής τους, αντί να τα αντιμετωπίζει σε συμπτωματική βάση (βλ. Popov, ό.π., § 211· Hummatov, ό.π., §§ 109 και 114· και Amirov v. Russia, αριθ. 51857/13, § 93, 27 Νοεμβρίου 2014). Οι αρχές πρέπει επίσης να αποδείξουν ότι δημιουργήθηκαν οι απαραίτητες συνθήκες για την πραγματική τήρηση της συνταγογραφούμενης θεραπείας (βλ. Holomiov v. Moldova, αριθ. 30649/05, § 117, 7 Νοεμβρίου 2006, και Hummatov, ό.π., § 116). Επιπλέον, η ιατρική περίθαλψη που παρέχεται εντός των φυλακών πρέπει να είναι κατάλληλη, δηλαδή σε επίπεδο συγκρίσιμο με αυτό που οι κρατικές αρχές έχουν δεσμευτεί να παρέχουν στον πληθυσμό στο σύνολό του. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι σε κάθε κρατούμενο πρέπει να διασφαλίζεται το ίδιο επίπεδο ιατρικής περίθαλψης που είναι διαθέσιμο στα καλύτερα ιδρύματα υγείας εκτός των φυλακών (βλ. Cara-Damiani v. Italy, αριθ. 2447/05, § 66, 7 Φεβρουαρίου 2012).»
(Υπογράμμιση δική μας)
Επίσης στην Khudobin v. Russia, Application no. 59696/00, ημερομηνίας 26.1.2007, λέχθηκε ότι (σε ελεύθερη μετάφραση):
«92. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όπου η κατάσταση της υγείας ενός κρατουμένου είναι απολύτως ασυμβίβαστη με την κράτηση, το Άρθρο 3 μπορεί να απαιτεί την απελευθέρωση ενός τέτοιου προσώπου υπό ορισμένες προϋποθέσεις (βλ. Papon v. France (αρ. 1) (απόφαση), αρ. 64666/01, CEDH 2001-VI · Priebke v. Italy (απόφαση), αρ. 48799/99, 5 Απριλίου 2001). Υπάρχουν τρία συγκεκριμένα στοιχεία που πρέπει να ληφθούν υπόψη σε σχέση με τη συμβατότητα της υγείας του αιτούντος με την κράτησή του: (α) η ιατρική κατάσταση του κρατουμένου, (β) η επάρκεια της ιατρικής βοήθειας και φροντίδας που παρέχεται κατά την κράτηση· και (γ) η σκοπιμότητα διατήρησης του μέτρου κράτησης ενόψει της κατάστασης της υγείας του αιτούντος (βλ . Mouisel v. France, αρ. 67263/01, §§ 40-42, ΕΔΑΔ 2002 - IX).
93. Ωστόσο, το Άρθρο 3 δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως επιβάλλον γενικής υποχρέωσης αποφυλάκισης κρατουμένων για λόγους υγείας. Αντίθετα, επιβάλλει στο Κράτος την υποχρέωση να προστατεύει τη σωματική ευεξία των ατόμων που στερούνται της ελευθερίας τους. Το Δικαστήριο δέχεται ότι η ιατρική βοήθεια που διατίθεται στα νοσοκομεία των φυλακών ενδέχεται να μην είναι πάντα στο ίδιο επίπεδο με αυτή που παρέχεται στα καλύτερα ιατρικά ιδρύματα για το ευρύ κοινό. Παρ' όλα αυτά, το Κράτος οφείλει να διασφαλίζει επαρκώς την υγεία και την ευημερία των κρατουμένων, μεταξύ άλλων, παρέχοντάς τους την απαραίτητη ιατρική βοήθεια (βλ. Kudła v. Poland [GC], αριθ. 30210/96, § 94, ΕΔΑΔ 2000 - XI· βλ. επίσης Hurtado v. Switzerland, απόφαση της 28ης Ιανουαρίου 1994, Σειρά A αριθ. 280-A, γνωμοδότηση της Επιτροπής, σελ. 15-16, § 79· και Kalashnikov v. Russia, αριθ. 47095/99 , §§ 95 και 100, ΕΔΑΔ 2002 - VI)…».
(Υπογράμμιση δική μας)
Ερχόμενοι στην παρούσα υπόθεση, από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον μας προκύπτει ότι υπάρχουν τρεις διαθέσιμες μέθοδοι βιοψίας του προστάτη στο σύστημα υγείας της Δημοκρατίας ώστε να μπορεί να διενεργηθεί η εξέταση αυτή στον Κατηγορούμενο στην Κύπρο. Έχουμε την άποψη ότι η θέση που προώθησε η Υπεράσπιση, ότι δηλαδή οι μέθοδοι βιοψίας που διενεργούνται στην Κύπρο υστερούν στην ακρίβεια της διάγνωσης του καρκίνου του προστάτη έναντι της βιοψίας προστάτη με καθοδήγηση ρομποτικού συστήματος δεν τεκμηριώθηκε επαρκώς. Εξάλλου, ουδέποτε η Υπεράσπιση προώθησε τη θέση ότι οι μέθοδοι που προσφέρονται στην Κύπρο, οι οποίες είναι διαθέσιμες σε ολόκληρο τον πληθυσμό της χώρας μας, δεν είναι αξιόπιστες. Τουναντίον, απαντώντας σε σχετική ερώτηση του Δικαστηρίου, ο κ. Τριανταφυλλίδης, αν και επέμεινε στη μεγαλύτερη ακρίβεια της ρομποτικής μεθόδου, δεν αμφισβήτησε την αξιοπιστία των εν λόγω μεθόδων. Όπως ήδη επισημάνθηκε με αναφορά στην υπόθεση Blokhin v. Russia (ανωτέρω), το επίπεδο ιατρικής περίθαλψης και κατ’ επέκταση και διάγνωσης που παρέχεται εντός των φυλακών πρέπει να είναι σε επίπεδο συγκρίσιμο με αυτό που οι κρατικές αρχές έχουν δεσμευτεί να παρέχουν στον πληθυσμό στο σύνολό του. Είναι δε σημαντικό να σημειωθεί ότι η μέθοδος MRI Fusion καθοδηγούμενη βιοψία του προστάτη που διενεργείται στην Κύπρο είναι η μέθοδος που υποδεικνύει και ο Dr. Neumann Gad Rafael του Rabin Medical Center, διαχωρίζοντας βεβαίως τον τρόπο διενέργειας της ανάμεσα σε χειροκίνητη και ρομποτική. Ως προκύπτει από τις αναφορές του συνηγόρου Υπεράσπισης και της Κατηγορούσας Αρχής, ο Κατηγορούμενος πέραν από το MRI scan, δεν προέβη στη διενέργεια βιοψίας του προστάτη, αλλά ούτε υπέβαλε αίτημα να προβεί σε οποιαδήποτε τέτοια εξέταση, τουλάχιστον μέσω της Διεύθυνσης των Φυλακών. Αξίζει επίσης να σημειωθεί, επί τούτου, ότι σύμφωνα με τους περί Φυλακών (Γενικοί) Κανονισμοί Κ.Δ.Π.121/1997 (βλ. Κανονισμούς 71 και 72) ο Κατηγορούμενος μπορεί να ζητήσει να εξεταστεί από γιατρό της δικής του επιλογής, καθώς επίσης να γίνει παραπομπή του για θεραπεία σε ιδιωτική κλινική. Συνακόλουθα, ο Κατηγορούμενος μπορεί να υποβληθεί σε βιοψία του προστάτη στην Κύπρο, είτε επισκεπτόμενος ιατρό της επιλογής του, είτε ακολουθώντας τους κανονισμούς περί επίσκεψης σε κυβερνητικούς ιατρούς.
Υπό το φως όλων των πιο πάνω, κρίνουμε ότι η Υπεράσπιση του Κατηγορουμένου δεν έχει καταδείξει ότι η μη διενέργεια βιοψίας του προστάτη με καθοδήγηση ρομποτικού συστήματος θα οδηγήσει σε παραβίαση των Άρθρων 2 και 3 της ΕΣΔΑ, ούτε έχει προβάλει τέτοια εξαιρετική περίσταση που να καθιστά την κράτηση του Κατηγορουμένου ασυμβίβαστη με τα εν λόγω Άρθρα. Συνεπώς, καταλήγουμε ότι δεν υπάρχει κάποιο νέο δεδομένο το οποίο να είναι ικανό να δικαιολογήσει τη διαφοροποίηση της προηγούμενης απόφασης μας για κράτηση του Κατηγορουμένου.
Το μόνο δεδομένο που απομένει να εξεταστεί είναι κατά πόσο η επιμήκυνση του χρόνου κράτησης, η οποία συνιστά εξ αντικειμένου νέο γεγονός, θα μπορούσε να επενεργήσει με ροπή αντίθετη προς την περαιτέρω κράτηση. Επί τούτου, σημειώνουμε ότι η υπόθεση έχει οριστεί για Ακρόαση στις 29.7.2025. Λαμβάνουμε υπόψη τον χρόνο που μεσολαβεί μέχρι την επόμενη ορισθείσα δικάσιμο, αλλά και τον συνολικό χρόνο κράτησης. Περαιτέρω, λαμβάνουμε υπόψη ότι η όποια καθυστέρηση παρατηρήθηκε μέχρι σήμερα, οφείλεται, εν πολλοίς, σε ενδιάμεσες διαδικασίες που προηγήθηκαν κατόπιν προδικαστικών ενστάσεων που δικαιωματικά πρόβαλε ο Κατηγορούμενος. Στη βάση των πιο πάνω και έχοντας κατά νου τη σχετική νομολογία, κρίνουμε ότι ο χρόνος που μεσολαβεί μέχρι την επόμενη ορισθείσα δικάσιμο, αλλά και ο συνολικός χρόνος κράτησης δεν είναι δυσανάλογος του σκοπού της κράτησης, ώστε να δικαιολογεί άνευ άλλου την απόλυση του υπό όρους (βλ. Kalfat κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 125/20 κ.ά., ημερ. 8.10.2020, V.B. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 113/22, ημερ. 21.6.2022, Μ.Α. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 274/22, ημερ. 23.1.2023, ECLI:CY:AD:2023:B14 και Χαράλαμπος Χαμπή ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 231/2023, 13.12.2023).
Ενόψει του πιο πάνω σκεπτικού, ο Κατηγορούμενος θα παραμείνει υπό κράτηση μέχρι την επόμενη ορισθείσα δικάσιμο.
(Υπ.) …………………………………………
Xρ. Παρπόττα, Π.Ε.Δ.
(Υπ.) …………………………………………
Χρ. Ρασπόπουλος, Α.Ε.Δ.
(Υπ.) …………………………………………
Π. Σαββίδης, Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο