ΜΟΝΙΜΟ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
ΣΥΝΘΕΣΗ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ: Χρ. Παρπόττα, Π.Ε.Δ.
Χρ. Ρασπόπουλος, Α.Ε.Δ.
Π. Σαββίδης, Ε.Δ.
Αρ. Υπόθεσης: 20044/2024
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Κατηγορούσα Αρχή
v.
1. ZOLTANNE LESKO
2. MELINDA LADANYI
Κατηγορούμενες
-------------
9 Μαΐου, 2025
Εμφανίσεις:
Για την Κατηγορούσα Αρχή: κος Β. Μπίσσας
Για την Κατηγορούμενη 1: κος Ρ. Μαππουρίδης
Για την Κατηγορούμενη 2: κος Α. Κληρίδης
Κατηγορούμενες παρούσες
ΠΟΙΝΗ
Η Κατηγορούμενη 1, κατόπιν δικής της παραδοχής, κρίθηκε ένοχη στις κατηγορίες 3, 13, 15, 17, 19, 21, 23, 29, 31, 33, 35, 39, 41, 45, 47, 49, 53, 55, 57, 59 και 61, ενώ η Κατηγορούμενη 2, επίσης με δική της παραδοχή, κρίθηκε ένοχη στις κατηγορίες 5, 21, 23, 31, 33 και 37. Όλες οι πιο πάνω κατηγορίες αφορούν το αδίκημα δόλιας συναλλαγής σε σχέση με ακίνητη περιουσία που ανήκει σε άλλους, κατά παράβαση των άρθρων 303Α(2)(β)(3), 20 και 5(1)(ε)(vi) του Ποινικού Κώδικα Κεφ.154. Με βάση τις λεπτομέρειες των ως άνω κατηγοριών, οι Κατηγορούμενες, σε άγνωστο για την Κατηγορούσα Αρχή χρόνο, μέχρι την 26.9.2024, στη Δημοκρατία, με σκοπό καταδολίευσης, διαφήμισαν και προώθησαν διάφορα τεμάχια γης, τα στοιχεία των οποίων εμφαίνονται σε κάθε κατηγορία και στα οποία είχαν ανεγερθεί, ή βρίσκονταν υπό ανέγερση συγκροτήματα κατοικιών, ενώ γνώριζαν, ή υπό τις περιστάσεις έπρεπε εύλογα να γνωρίζουν ότι δεν είχαν τη συγκατάθεση των ιδιοκτητών των τεμαχίων. Σημειωτέον ότι τα τεμάχια που αφορούν οι ως άνω κατηγορίες βρίσκονται σε μη ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές και συγκεκριμένα σε χωριά της Αμμοχώστου και της Κερύνειας.
Πρέπει να σημειωθεί ότι, αρχικά, οι δύο Κατηγορούμενες αντιμετώπιζαν, από κοινού, 63 κατηγορίες οι οποίες αφορούν αδικήματα συνωμοσίας, δόλιας συναλλαγής σε σχέση με ακίνητη περιουσία άλλων, παράνομης νομής και χρήσης γης άλλων και νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Μετά την παραδοχή τους στις κατηγορίες που αναφέρθηκαν πιο πάνω, οι λοιπές κατηγορίες, στις οποίες είχαν δηλώσει μη παραδοχή, αναστάλθηκαν από τον Γενικό Εισαγγελέα.
Τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα, ως έχουν εκτεθεί από τον συνήγορο της Κατηγορούσας Αρχής, έχουν ως ακολούθως:
Η ούτω καλούμενη «Cyprus Constructions», είναι «εταιρεία» ανάπτυξης γης, η οποία λειτουργεί υπό τον έλεγχο Τουρκοκυπρίων και έχει σαν βάση εργασιών της, περιοχές της Κυπριακής Δημοκρατίας, που βρίσκονται υπό τον έλεγχο των τουρκικών δυνάμεων κατοχής. Η Κατηγορούμενη 1 κατάγεται από την Ουγγαρία και τα τελευταία 16 χρόνια διαμένει και κατοικεί στο χωριό Πύλα. Συνεργαζόταν δε, ως μεσίτρια, με την «Cyprus Constructions» και διαφήμιζε, προς πώληση, οικιστικά συγκροτήματα της πιο πάνω «εταιρείας», τα οποία είχαν ανεγερθεί εντός ακινήτων που βρίσκονται στις κατεχόμενες περιοχές και ανήκουν σε Ελληνοκύπριους, εν αγνοία και χωρίς την συγκατάθεση των τελευταίων. Συγκεκριμένα, η Κατηγορούμενη 1 είχε δημιουργήσει ιστοσελίδα στο διαδίκτυο, η οποία λειτουργούσε με τη σύνδεση [ ] και έφερε την επωνυμία [ ], της οποίας ήταν η μοναδική διαχειρίστρια. Μέσω της ιστοσελίδας αυτής, αλλά και των προσωπικών της λογαριασμών στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης Facebook, Instagram και Tik-Tok και λογαριασμών που διαχειρίζεται η ίδια στο Facebook με την ονομασία [ ], από τον Ιούνιο του 2023 μέχρι 26.9.2024, διαφήμιζε οικιστικές μονάδες στα πιο κάτω τουριστικά συγκροτήματα:
1) Το υπό ανέγερση συγκρότημα κατοικιών με την ονομασία Bahamas Homes, που βρίσκεται στην τοποθεσία Τράχωνας στον Άγιο Αμβρόσιο και στην κοινότητα Καλογραίας της Επαρχίας Κερύνειας και ανεγείρεται εντός των τεμαχίων που αναφέρονται στις κατηγορίες 3, 21, 23, 31, 33, 35, 41, 45 και 49.
2) Το υπό ανέγερση συγκρότημα κατοικιών με την ονομασία Aloha Homes, που βρίσκεται στην τοποθεσία Λαξιά και Γεροκόλυμπος στον Δήμο Ακανθού και ανεγείρεται εντός των τεμαχίων που αναφέρονται στις κατηγορίες 15, 17, 19 και 29.
3) Το υπό ανέγερση συγκρότημα κατοικιών με ονομασία Phuket Health & Wellness που βρίσκεται στην Αγία Μαρίνα, Δήμο Ακανθού και ανεγείρεται εντός των τεμαχίων που αναφέρονται στις κατηγορίες 13, 39 και 47.
4) Το υπό ανέγερση συγκρότημα κατοικιών με την ονομασία Hawaii Homes, που βρίσκεται στις περιοχές Βασιλιτζιές, Λαξιά και Φουρνί, στον Δήμο Ακανθού και ανεγείρεται εντός των τεμαχίων που αναφέρονται στις κατηγορίες 53, 55, 57, 59 και 61.
Κανείς από τους εγγεγραμμένους ιδιοκτήτες των πιο πάνω τεμαχίων δεν είχε δώσει τη συγκατάθεση του για ανέγερση και διαφήμιση τους. Σημειώνεται ότι εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης των τεμαχίων που αφορούν οι κατηγορίες 57, 59 και 61 είναι η Κυπριακή Δημοκρατία.
Στις 26.9.2024, η Κατηγορούμενη 1 συνελήφθη δυνάμει δικαστικού εντάλματος και στην κατοχή της εντοπίστηκε μεταξύ άλλων, ένας διαφημιστικός χάρτινος φάκελος της «Cyprus Constructions». Περαιτέρω, στην οικία της εντοπίστηκε φάκελος εντός του οποίου υπήρχαν χάρτινοι φάκελοι της «Cyprus Constructions» με διαφημιστικά φυλλάδια για τα τουριστικά συγκροτήματα που αναφέρονται πιο πάνω. Επίσης, στην κινητή συσκευή της Κατηγορούμενης 1, εντοπίστηκε έγγραφο τριών σελίδων που φέρει την ονομασία «Marketing and Agency Agreement», ημερομηνίας 8.6.2023 και αφορά συμφωνία μεταξύ της Κατηγορούμενης 1 και της «Cyprus Constructions» για προμήθεια ποσού 20% του μεσίτη για πώληση ακίνητης περιουσίας. Εντοπίστηκαν επίσης, έγγραφα της «Cyprus Constructions» σε σχέση με πώληση ακινήτων από τα συγκροτήματα τα οποία ανεγείρονται από την πιο πάνω «εταιρεία», συμφωνία μεταξύ πελατών της πιο πάνω «εταιρείας» με υπογράφοντα ως διευθυντή πωλήσεων συγκεκριμένο πρόσωπο, ο οποίος βρίσκεται στις κατεχόμενες περιοχές. Εντοπίστηκαν επίσης, έγγραφα της «Cyprus Constructions» με τίτλο «Reservation Agreement», με όνομα αγοραστή και πωλητή, αριθμό και είδος ακινήτου, αριθμό συγκροτήματος και τιμή πώλησης, ενώ στη θέση του ατζέντη των ιδίων εγγράφων βρίσκεται η υπογραφή της Κατηγορούμενης 1. Μετά από διευκρίνιση που ζητήθηκε από το Δικαστήριο, ο κ. Μπίσσας ανέφερε ότι τα εν λόγω «Reservation Agreement» αφορούν 6 διαφορετικά υποστατικά επί των συγκροτημάτων κατοικιών Aloha Homes, Bahamas Homes και Phuket Health & Wellness, που αφορούν κατηγορίες που παραδέχθηκε η Κατηγορούμενη 1. Ένα εκ των «Reservation Agreement» αφορά το ίδιο υποστατικό που αφορά και η προαναφερόμενη συμφωνία πώλησης. Βρέθηκαν επίσης αποδείξεις πληρωμής πελατών προς την πιο πάνω «εταιρεία», όπου αναγράφεται η ημερομηνία πληρωμής, το χρηματικό ποσό που καταβλήθηκε, ο αριθμός και το είδος ακινήτου και το όνομα συγκροτήματος. Τέλος, εντοπίστηκε έγγραφο που φέρει την ονομασία «Marketing and Agency Agreement» ημερομηνίας 27.3.2024 που αφορά συμφωνία μεταξύ της Κατηγορούμενης 2 και της «Cyprus Constructions» για προμήθεια ποσού 5% του μεσίτη για πώληση ακίνητης περιουσίας.
Στις ανακριτικές καταθέσεις που της λήφθηκαν, η Κατηγορούμενη 1 παραδέχθηκε ότι, τα τελευταία τρία χρόνια, συνεργάζεται στον τομέα ανάπτυξης γης με συγκεκριμένο Τουρκοκύπριο, ο οποίος είναι ο διευθυντής της «Cyprus Constructions». Παραδέχθηκε επίσης ότι διαφήμιζε, προς πώληση, ακίνητα και αναπτύξεις της πιο πάνω εταιρείας, στην ιστοσελίδα της [ ] καθώς και σε άλλους προσωπικούς της λογαριασμούς στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Όπως ανέφερε, όταν κάποιος ενδιαφερόταν για αγορά ακινήτου από την «Cyprus Constructions», τον παρέπεμπε στην «εταιρεία» στα κατεχόμενα για τα περαιτέρω.
Η Κατηγορούμενη 2 κατάγεται από την Ουγγαρία και διαμένει στην Κύπρο τα τελευταία 15 χρόνια. Μέσω του προσωπικού της λογαριασμού στο Facebook, προωθούσε, ως μεσίτρια, προς πώληση, οικιστικά συγκροτήματα της «Cyprus Constructions», τα οποία ανεγέρθηκαν εντός ακινήτων, τα οποία ανήκουν σε Ελληνοκύπριους και τα οποία βρίσκονται στις κατεχόμενες περιοχές, εν αγνοία τους και χωρίς τη συγκατάθεσης τους. Συγκεκριμένα, η Κατηγορούμενη 2, σε άγνωστο για την Κατηγορούσα Αρχή χρόνο, μεταξύ των ημερομηνιών 27.3.2024 μέχρι 27.9.2024, διαφήμισε, προς πώληση, οικιστικές μονάδες στα ακόλουθα συγκροτήματα:
1) Το συγκρότημα κατοικιών με ονομασία Maldives Homes, που βρίσκεται στην τοποθεσία ΛΙΣΣΙΕΣ στην κοινότητα Καλογραίας της επαρχίας Κερύνειας, μέρος του οποίου ανεγέρθηκε εντός του τεμαχίου που αναφέρεται στην κατηγορία 5, ενώ άλλο μέρος του ιδίου συγκροτήματος βρίσκεται υπό ανέγερση εντός του τεμαχίου που αναφέρεται στην κατηγορία 37.
2) Το υπό ανέγερση συγκρότημα κατοικιών με ονομασία Bahama Homes, που βρίσκεται στην τοποθεσία Τράχωνας στον Άγιο Αμβρόσιο και στην κοινότητα Καλογραίας της Επαρχίας Κερύνειας και ανεγείρεται εντός των τεμαχίων που αναφέρονται στις κατηγορίες 21, 23, 31 και 33.
Κανείς από τους εγγεγραμμένους ιδιοκτήτες των πιο πάνω τεμαχίων δεν είχε δώσει τη συγκατάθεση του για ανέγερση και διαφήμιση τους.
Στις 27.9.2024, η Κατηγορούμενη 2 συνελήφθη, δυνάμει δικαστικού εντάλματος, στο αεροδρόμιο Λάρνακας. Στην ανακριτική κατάθεση που της λήφθηκε, τήρησε, ως επί το πλείστον, το δικαίωμα σιωπής, ενώ σε ερώτηση για συγκρότημα που είχε ανεγερθεί από την «Cyprus Constructions» απάντησε τα εξής: «Θέλω να τονίσω ότι είχα την ιδέα ότι αυτό είναι νόμιμο και ότι οι τρείς χώρες, Ελλάδα, Κύπρος και Τουρκία υπέγραψαν συμβόλαιο και οι Ελληνοκύπριοι αποζημιώθηκαν. Αν το ήξερα ότι δεν είναι έτσι δεν θα διαφήμιζα και δεν θα μοίραζα όλα αυτά στη σελίδα μου στο Facebook».
Προς συμπλήρωση των γεγονότων, ο συνήγορος της Κατηγορούσας Αρχής πληροφόρησε το Δικαστήριο ότι οι Κατηγορούμενες είναι λευκού ποινικού μητρώου.
Για μετριασμό της ποινής, οι συνήγοροι των Κατηγορουμένων υιοθέτησαν το περιεχόμενο της γραπτής τους αγόρευσης και επικεντρώθηκαν προφορικά σε κάποια σημεία. Έχουμε μελετήσει όλα όσα ανέφεραν και τα λαμβάνουμε υπόψη στο σύνολο τους, χωρίς να παρίσταται ανάγκη να τα παραθέσουμε στην πλήρη τους έκταση. Προβαίνουμε δε, σε μια, κατά το δυνατό, συνοπτική καταγραφή των κύριων σημείων για κάθε Κατηγορούμενη.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος της Κατηγορουμένης 1 αναφέρθηκε, κατ’ αρχάς, στη σοβαρότητα των αδικημάτων που παραδέχθηκε η τελευταία, σημειώνοντας ωστόσο ότι, στα πλαίσια εξατομίκευσης της ποινής, το Δικαστήριο θα πρέπει να λάβει υπόψη τον περιορισμένο ρόλο της Κατηγορουμένης 1, που έγκειτο μόνο στη διαφήμιση και όχι σε αυτή καθαυτή την πώληση, ή διάθεση ακινήτων με οποιοδήποτε άλλο τρόπο. Προς επίρρωση της θέσης του, παρέπεμψε σε σχετική νομολογία, στην οποία θα αναφερθούμε κατωτέρω.
Ως προς τις προσωπικές περιστάσεις της Κατηγορουμένης 1, ο συνήγορος της ανέφερε ότι αυτή γεννήθηκε στην Ουγγαρία και είναι ηλικίας 61 ετών. Τον Δεκέμβριο του 2009, μαζί με τον σύζυγο της, επίσης Ουγγρικής καταγωγής, ήρθε στην Κυπριακή Δημοκρατία, όπου και διαμένει έκτοτε, ταξιδεύοντας, για σκοπούς αναψυχής, στο εξωτερικό και στην χώρα καταγωγής της. Διαμένει με τον σύζυγο της στο χωριό Πύλα. Έχει δύο θυγατέρες, η μια εκ των οποίων βρίσκεται στην Κύπρο από το 2009 και είναι παντρεμένη με Κύπριο πολίτη και μητέρα ενός παιδιού ηλικίας, σήμερα, 4 ετών. Οι σχέσεις της Κατηγορούμενης 1 με την οικογένεια της χαρακτηρίζονται εξαίρετες. Η ίδια έχει αφιερωθεί, σε καθημερινή βάση, στην φροντίδα του εγγονιού της, όταν η θυγατέρα της εργάζεται. Η έτερη θυγατέρα της Κατηγορούμενης 1 διαμένει μόνιμα στην Ουγγαρία μαζί με τα 2 της παιδιά και τον σύζυγο της και οι οικογενειακές τους σχέσεις είναι επίσης εξαίρετες. H Κατηγορούμενη 1, από το 2009, εργάζεται ως αισθητικός, κατά διαστήματα ως εργοδοτούμενη σε σπα και κέντρα ευεξίας ξενοδοχείων και κατά περιόδους διατηρώντας το δικό της ινστιτούτο αισθητικής. Σήμερα, είναι συνταξιούχος και σκοπός της είναι να συνεχίσει να αφιερώνει τον χρόνο της στην ανατροφή του εγγονιού της, στηρίζοντας την οικογένεια της. Τα επαγγελματικά της προσόντα περιορίζονται στον τομέα της αισθητικής και ουδέποτε απέκτησε εκπαίδευση, ή εμπειρία σε κτηματομεσιτικές, ή διαφημιστικές εργασίες.
Πέραν των πιο πάνω, ο κ. Μαππουρίδης τόνισε το λευκό ποινικό μητρώο και έντιμο πρότερο βίο της Κατηγορουμένης 1, καλώντας το Δικαστήριο να αξιολογήσει τις πράξεις της ως μεμονωμένο περιστατικό, το οποίο δεν εντάσσεται σε συστηματική παραβατική συμπεριφορά. Επίσης, κάλεσε το Δικαστήριο να λάβει υπόψη την άμεση παραδοχή της, καθώς και τη συνεργασία της με τις διωκτικές αρχές, τόσο κατά τη συλλογή τεκμηρίων, όσο και κατά τη λήψη των ανακριτικών της καταθέσεων. Τέλος, σημείωσε την εξαιρετική διαγωγή που επιδεικνύει κατά την κράτηση της στις Κεντρικές Φυλακές, αφού συμμετέχει σε επιμορφωτικά μαθήματα και άλλες δραστηριότητες, καταδεικνύοντας τη διάθεση της για προσωπική βελτίωση και κοινωνική επανένταξη.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος της Κατηγορουμένης 2 αναφέρθηκε, επίσης, στη σοβαρότητα των αδικημάτων που παραδέχθηκε η εν λόγω Κατηγορούμενη, καθώς και στην ανάγκη εξατομίκευσης της ποινής, ειδικά λόγω του ότι οι ενέργειες της περιορίστηκαν σε διαφήμιση και όχι σε αυτή καθαυτή τη διάθεση των περιουσιών, χωρίς να παρουσιάζουν την ένταση, μεθοδικότητα, ή έκταση που παρουσιάζουν άλλες υποθέσεις. Σημείωσε δε ότι η Κατηγορούμενη 2, ως κομμώτρια, στερείται επαγγελματικής γνώσης σε κτηματομεσιτικά θέματα και δεν ενεργούσε ως επαγγελματίας μεσίτης, ή διαχειριστής ακινήτων. Επίσης, ως πρόσωπο που δεν γεννήθηκε και δεν μεγάλωσε στην Κύπρο, είχε μειωμένη αντίληψη ως προς την ιστορία της κατοχής και της περιουσίας Ελληνοκυπρίων στα κατεχόμενα. Ο κ. Κληρίδης ισχυρίστηκε περαιτέρω ότι υπάρχει περιουσία στα κατεχόμενα, η οποία μπορεί νόμιμα να πωληθεί μέσω κτηματολογίου που υπάρχει εκεί. Επομένως, δεν θα ήταν εύκολο για την Κατηγορούμενη 2 να αντιληφθεί το παράνομο των ενεργειών της. Εν πάση περιπτώσει, η διαφήμιση στην οποία προέβαινε ήταν τυποποιημένη. Αντίγραφε δε τον τρόπο διαφήμισης στην οποία προέβαινε η Κατηγορούμενη 1. Για αυτό και στις αναδημοσιεύσεις που έκανε η Κατηγορούμενη 2, υπήρχε το κινητό τηλέφωνο της Κατηγορουμένης 1. Περαιτέρω, έκανε τις εν λόγω διαφημίσεις, με την ελπίδα ότι αν προκύψει κάποια πώληση, θα λάβει κάποια πληρωμή, πλην όμως, εν τέλει, δεν αποκόμισε οποιοδήποτε όφελος.
Αναφορικά με τις προσωπικές της περιστάσεις, ο κ. Κληρίδης ανέφερε ότι η Κατηγορούμενη 2 είναι ηλικίας 54 ετών και διαμένει νόμιμα στην Κυπριακή Δημοκρατία τα τελευταία 15 χρόνια, όπου εργάζεται ως κομμώτρια, χωρίς να έχει απασχολήσει με οποιοδήποτε τρόπο τις αρχές και τα Δικαστήρια. Έχει ένα γιο ο οποίος διαμένει στην Κύπρο και είναι παντρεμένος με Κύπρια, αναμένοντας το πρώτο τους παιδί, δηλαδή το πρώτο εγγόνι της Κατηγορουμένης 2. Πρόσφατα, η Κατηγορούμενη 2 έχασε τον πατέρα της χωρίς να μπορέσει να μεταβεί στην κηδεία του, αφού βρισκόταν υπό κράτηση στα πλαίσια της παρούσας υπόθεσης. Ο κ. Κληρίδης σημείωσε ότι τυχόν ποινή φυλάκισης που θα επιβληθεί στην Κατηγορούμενη 2, ενδεχομένως να επηρεάσει το δικαίωμά της είτε να εργάζεται, είτε να παραμένει στην Κύπρο, σε περίπτωση που η ποινή αυτή δεν θα μπορεί να αποκατασταθεί.
Πέραν των πιο πάνω, ο συνήγορος της Κατηγορουμένης 2 επισήμανε ότι αρχικά, η Κατηγορούμενη 2 αντιμετώπιζε 63 κατηγορίες, γεγονός που ήταν καθοριστικό στο να παραμείνει υπό κράτηση για 7 μήνες μέχρι και σήμερα. Κατά την κράτηση της, δεν υπέπεσε σε οποιοδήποτε πειθαρχικό παράπτωμα, ή ποινικό αδίκημα και συνεργάζεται πλήρως με το πρόγραμμα των φυλακών, παρά την δυσκολία που αντιμετωπίζει, λόγω του ότι δεν γνωρίζει την ελληνική γλώσσα. Ο κ. Κληρίδης σχολίασε και το γεγονός ότι η Κατηγορούμενη 2 παρουσιάστηκε από μέσα μαζικής ενημέρωσης ως μέρος ομάδας που παράνομα έκτιζε και πωλούσε περιουσία Ελληνοκυπρίων στα κατεχόμενα, ενώ κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Ήταν η εισήγηση του ότι τα πιο πάνω αποτέλεσαν ήδη επαρκή τιμωρία για την Κατηγορούμενη 2. Τέλος, ο συνήγορος της Κατηγορουμένης 2 επισήμανε το λευκό της ποινικό μητρώο, καθώς και την παραδοχή της.
Η επιλογή της ποινής που θα επιβληθεί αποτελεί πολύ λεπτό έργο, αφού απαιτείται, από τη μια, η εξατομίκευση της ποινής στο πλαίσιο ενός εκάστου παραβάτη και, από την άλλη, η εξισορρόπηση του συμφέροντος της δικαιοσύνης.
Δε χωρεί αμφιβολία ότι τα αδικήματα, στα οποία οι Κατηγορούμενες 1 και 2 κρίθηκαν ένοχες, είναι πολύ σοβαρά. Η σοβαρότητα τους αντανακλάται στις προβλεπόμενες στον Νόμο ποινές, οι οποίες αποτελούν την αφετηρία από την οποία το Δικαστήριο εκκινεί για την επιμέτρηση της ποινής που, εν τέλει, θα επιβάλει. Ειδικότερα, το άρθρο 303Α(1) του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154, προνοεί ότι:
«303 Α.-(1) Πρόσωπο το οποίο, με σκοπό καταδολίευσης, συναλλάττεται σε ακίνητη περιουσία που ανήκει σε άλλο είναι ένοχο κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση εφτά χρόνων.»
Το εν λόγω αδίκημα εντάσσεται στην κατηγορία αδικημάτων που στρέφονται εναντίον περιουσίας και ειδικότερα στην ενότητα αδικημάτων υπό τον τίτλο «Ψευδείς Παραστάσεις». Πρόκειται για αδίκημα που, εξ ορισμού, περιέχει το στοιχείο του δόλου. Η σοβαρότητα τέτοιας φύσης αδικημάτων έχει τονισθεί σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Αυτή έγκειται στο ότι εμπεριέχουν το στοιχείο εξαπάτησης άλλων προσώπων, προς εξυπηρέτηση ιδιοτελών σκοπών, υπονομεύοντας τις οικονομικές συναλλαγές. Στην Ιωάννου άλλως Μουσικός ν. Αστυνομία (1992) 2 Α.Α.Δ. 286, λέχθηκαν συναφώς τα ακόλουθα:
"Αδικήματα που ενέχουν το στοιχείο της απάτης είναι σοβαρά διότι υπονομεύουν τις συναλλαγές και τις δοσοληψίες μεταξύ των πολιτών. Έχει δε τονισθεί από το Δικαστήριο τούτο σε σειρά αποφάσεων ότι οι ποινές σε τέτοιες περιπτώσεις πρέπει να είναι αποτρεπτικού χαρακτήρα, όταν δε ένα δικαστήριο αντιμετωπίζει την επιβολή ποινής σε περιπτώσεις που από τη φύση τους απαιτούν αποτροπή, τότε η εξατομίκευση της ποινής δεν μπορεί να έχει τέτοια επίδραση εις την ποινή που θα επιβληθεί ώστε να υπονομεύεται ή να καταστρέφεται ο αποτρεπτικός χαρακτήρας της ποινής."
Τα πιο πάνω, στην ουσία, επιβεβαιώνονται και στην Κύπρος Κυπριανού ν. Αστυνομίας, Ποιν.Έφ. 318/2015, ημερ. 7.9.2017, ECLI:CY:AD:2017:B285, η οποία αφορούσε, μεταξύ άλλων, και αδίκημα κατά παράβαση του άρθρου 303Α του Κεφ.154. Σε εκείνη την υπόθεση, ο εφεσείων συμφώνησε με ένα πρόσωπο, την πώληση μιας μεζονέτας. Μετά από δύο περίπου έτη, ο εφεσείων τερμάτισε, με επιστολή, την πιο πάνω συμφωνία, χωρίς όμως να λάβει δικαστικά μέτρα για ακύρωση του συμβολαίου, το οποίο παρέμεινε κατατεθειμένο στο Κτηματολόγιο. Την ίδια περίοδο, ο εφεσείων πώλησε την ίδια μεζονέτα σε δύο άλλα πρόσωπα. Προχώρησε δε με κατάθεση στο Κτηματολόγιο πλαστογραφημένου πωλητήριου εγγράφου για μεζονέτα άλλη από εκείνη που τα δύο αυτά πρόσωπα πίστευαν ότι αγόρασαν. Μετά από ακρόαση, ο εφεσείων βρέθηκε ένοχος σε αδικήματα πλαστογραφίας και κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου, εξασφάλισης εκτέλεσης αξιογράφου με ψευδείς παραστάσεις και δόλιων συναλλαγών κατά παράβαση των άρθρων 303Α(1)(2)(α)(γ) του Κεφ.154. Του επιβλήθηκαν ποινές φυλάκισης 10, 12 και 18 μηνών αντίστοιχα. Επικυρώνοντας τις ποινές, το Ανώτατο Δικαστήριο ανέφερε, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:
«Ο εφεσείων ενήργησε κατά τρόπο που έπληξε καίρια τις συναλλαγές, ιδιαιτέρως όταν αυτές στηρίζονται στην εμπιστοσύνη που ένα καλόπιστος αγοραστής γης εναποθέτει στον πωλητή. Αυτή την εμπιστοσύνη που του έδειξαν οι Μ.Κ. 5 και 6 ο εφεσείων την εκμεταλλεύτηκε εξαπατώντας τους ως προς τη διαθεσιμότητα της μεζονέτας αρ. 6. Περαιτέρω, υλοποιώντας το σχέδιο του, εξαπάτησε το ζεύγος Νησιώτη καταθέτοντας στο Κτηματολόγιο αγοραπωλητήριο έγγραφο για μεζονέτα άλλη από εκείνη που αγόρασαν, πλήττοντας καίρια τα δικαιώματα τους, και στη συνέχεια τους παρέδωσε φωτοαντίγραφο συμβολαίου στο οποίο αναγραφόταν ο αριθμός της μεζονέτας που υποτίθεται ότι αγόρασαν, με σκοπό να τελούν υπό πλάνη ως προς τα πραγματικά γεγονότα».
Ξεκάθαρα λοιπόν το αδίκημα του άρθρου 303Α του Κεφ.154 εντάσσεται στην κατηγορία αδικημάτων που εμπεριέχουν το στοιχείο δόλου και εξαπάτησης άλλων προσώπων, με σκοπό το προσωπικό όφελος. Η έξαρση που παρατηρείται στη διάπραξη τέτοιας φύσης αδικημάτων, κάτι για το οποίο έχουμε δικαστική γνώση λόγω της συχνότητας με την οποία παρουσιάζονται ενώπιον Δικαστηρίων υποθέσεις που τα αφορούν, είναι ένας πρόσθετος λόγος, ο οποίος, σε συνδυασμό με τη σοβαρότητα τους, επιβάλλει την αντιμετώπιση τους με αποτρεπτικές ποινές. Όπως λέχθηκε στην υπόθεση Παγιαβλάς ν Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 240:
«Η ανάγκη για την αποτελεσματική εφαρμογή του νόμου δικαιολογείται, όλως ιδιαίτερα, όπου συγκεκριμένη κατηγορία εγκλημάτων προσλαμβάνει ανησυχητικές διαστάσεις, γεγονός που οριοθετεί και το πλαίσιο αντιμετώπισής τους».
Πέραν όμως από τα πιο πάνω, υπό τις περιστάσεις της παρούσας, η ανάγκη για επιβολή αποτρεπτικής ποινής, πηγάζει και από ένα πρόσθετο γεγονός. Είναι δικαστική γνώση ότι από το 1974, με την τούρκικη εισβολή, κατακτήθηκε και κατέχεται μέχρι σήμερα, από την Τουρκία, μεγάλο μέρος του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας. Αυτό έχει, άλλωστε, αναγνωριστεί και από το ΕΔΑΔ (βλ. Loizidou v. Turkey, Application No.15318/89, Judgment 18 December 1996). Ως αποτέλεσμα της τούρκικης κατοχής, η Κυπριακή Δημοκρατία δεν δύναται να ασκεί αποτελεσματικό έλεγχο στις περιοχές αυτές. Το γεγονός όμως αυτό, δεν ακυρώνει τα κυριαρχικά της δικαιώματα στο σύνολο της επικράτειας της χώρας (βλ. Latomia Estates Ltd και Άλλοι ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ.391, Ιωάννης Σεκερσάββας κ.ά ν. Τουρκικής Δημοκρατίας, Πολ. Έφ. Αρ. 415/2019, ημερ. 31.10.2024).
Δυστυχώς, ως φαίνεται από τα γεγονότα που τέθηκαν ενώπιον μας στην παρούσα υπόθεση, η αδυναμία άσκησης αποτελεσματικού ελέγχου από την Κυπριακή Δημοκρατία σε περιοχές που βρίσκονται υπό κατοχή, δίδει τη δυνατότητα σε άλλα πρόσωπα, φυσικά ή μη, προφανώς υπό τις «ευλογίες», της κατοχικής δύναμης, να σφετεριστούν περιουσίες που ανήκουν σε Κύπριους, εκτοπισθέντες, χωρίς τη συγκατάθεση των τελευταίων. Εμφανώς, ένας από τους βασικούς σκοπούς των σφετεριστών είναι η αποκόμιση οικονομικού οφέλους διά της εκμετάλλευσης μιας de facto και όχι de jure κατάστασης. Η κερδοσκοπική εκμετάλλευση περιουσιών που ανήκουν σε Κύπριους, εκτοπισθέντες, για προσπορισμό ιδίου οφέλους είναι από κάθε άποψη απαράδεκτη και κατακριτέα. Πρόσθετα όμως της οικονομικής πτυχής του θέματος, υπάρχει και μια άλλη παράμετρος που προσδίδει σοβαρότητα σε τέτοια αδικήματα και αυτή δεν είναι άλλη από τον κίνδυνο δημιουργίας περαιτέρω παράνομων τετελεσμένων στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας, σε σχέση με τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα εκτοπισθέντων. Τα αδικήματα αυτής της φύσης, κατά περιουσιών που ανήκουν σε Κύπριους, εκτοπισθέντες, δυστυχώς έχουν προσλάβει ανησυχητικές διαστάσεις τα τελευταία χρόνια γεγονός για το οποίο αντλούμε δικαστική γνώση από τον αριθμό υποθέσεων που άγονται ενώπιον μας, με αποτέλεσμα τα Δικαστήρια που είναι οι φρουροί της Νομιμότητας, να οφείλουν να αντιμετωπίζουν τους δράστες με την επιβολή αυστηρών, αποτρεπτικών ποινών. Τα Δικαστήρια πρέπει, με τις ποινές που επιβάλλουν, να σταθούν αρωγοί στην προσπάθεια της πολιτείας για ανακοπή τέτοιους είδους ενεργειών, με σκοπό την προστασία των περιουσιακών δικαιωμάτων των πολιτών της. Έχουμε την άποψη ότι αυτός ήταν και ένας από τους σκοπούς για τον οποίο θεσπίστηκε το άρθρο 303Α του Κεφ.154. Είναι δε αξιοσημείωτο το γεγονός ότι το Άρθρο 303Α του Κεφ.154 περιλαμβάνει στα πρόσωπα που συναλλάσσονται σε περιουσία διάφορα πρόσωπα, μεταξύ των οποίων και πρόσωπα που προβαίνουν σε διαφήμιση ακίνητης περιουσίας άλλου, ως εν προκειμένω. Ειδικότερα, το εδάφιο (2) του Άρθρου 303Α του Κεφ.154 προνοεί τα εξής:
(2) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου πρόσωπο συναλλάττεται σε ακίνητη περιουσία όπου –
(α) πωλεί σε άλλο, ή ενοικιάζει σε άλλο, ή υποθηκεύει σε άλλο ή επιβαρύνει με οποιοδήποτε τρόπο, ή διαθέτει προς χρήση σε άλλο ακίνητη περιουσία, ή
(β) διαφημίζει ή άλλως πως προωθεί τη σε άλλο πώληση ή ενοικίαση ή υποθήκευση ή επιβάρυνση με οποιοδήποτε τρόπο ή την από άλλο χρήση ακίνητης περιουσίας, ή
(γ) συνάπτει συμφωνία για την πώληση σε άλλο, ή την ενοικίαση σε άλλο, ή την υποθήκευση σε άλλο, ή την επιβάρυνση με οποιοδήποτε τρόπο προς όφελος άλλου, ή τη χρήση από άλλον ακίνητης περιουσίας, ή
(δ) αποδέχεται την ακίνητη περιουσία η οποία αποτελεί το αντικείμενο της συναλλαγής όπως αυτή ορίζεται στο παρόν εδάφιο.
(υπογράμμιση του Δικαστηρίου)
Έχουμε ανατρέξει στις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου και του Εφετείου και δεν έχουμε εντοπίσει κάποια απόφαση η οποία να καταπιάνεται με την εφαρμογή του άρθρου 303Α του Κεφ.154 σε υπόθεση, όπου η δόλια συναλλαγή αφορούσε περιουσία που βρίσκεται στις μη ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές. Σχετική όμως με το θέμα θεωρούμε την υπόθεση Robb Gary John ν. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 201. Σε εκείνη την υπόθεση, ο εφεσείων, διευθυντικό στέλεχος εταιρείας, προχώρησε σε οικοδομικές εργασίες για την ανέγερση 335 πολυτελών κατοικιών στο κατεχόμενο χωριό Κλεπίνη της επαρχίας Κερύνειας, σε γη η οποία, κατά το μεγαλύτερο της μέρος, ανήκε σε Ελληνοκύπριους. Η εν λόγω ανέγερση στόχευε στην πώληση των κατοικιών σε Άγγλους υπηκόους, πράγμα το οποίο είχε επιτευχθεί κατά 85%. Ο εφεσείων, καταδικάστηκε, μετά από παραδοχή, σε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 10 μηνών, για το αδίκημα της παράνομης κατοχής και χρήσης γης στο όνομα άλλου χωρίς τη συναίνεση του εγκεκριμένου ιδιοκτήτη, κατά παράβαση του Άρθρου 281(1)(α) του Κεφ.154. Σημειωτέον ότι το Άρθρο 281(1)(α) του Κεφ.154, διαρκούσης της διάπραξης από τον εφεσείοντα του αδικήματος, τροποποιήθηκε και αντί 6 μήνες φυλάκισης και/ή πρόστιμο, προνοούσε ποινή φυλάκισης μέχρι δύο έτη ή πρόστιμο μέχρι €8.543, ή και τις δύο αυτές ποινές. Το Ανώτατο Δικαστήριο επικυρώνοντας τις ποινές ανέφερε, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:
«Βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια συντονισμένη και οργανωμένη ενέργεια από πλευράς του εφεσείοντα να χρησιμοποιήσει προς όφελος του, ακίνητη περιουσία που ανήκει κυρίως σε ελληνοκύπριους στο χωριό Κλεπίνη. Η αδυναμία των ελληνοκυπρίων να χρησιμοποιήσουν την περιουσία τους, λόγω της κατοχής της γης τους από τα τουρκικά στρατεύματα συνδυαζόμενη με την έκταση της παραβίασης από τον εφεσείοντα ήταν ένα στοιχείο που δεν μπορούσε παρά να οδηγήσει σε επιβολή στερητική της ελευθερίας ποινή».
Υπό το φως όλων των πιο πάνω, η ανάγκη για επιβολή αποτρεπτικής ποινής στην παρούσα περίπτωση, πρέπει να θεωρείται δεδομένη. Όμως, ακόμα και όταν το έγκλημα είναι σοβαρό και η ανάγκη για αποτροπή μεγάλη, το καθήκον του Δικαστηρίου να εξατομικεύσει την ποινή δεν ατονεί. Η ποινή δεν πρέπει να συνιστά μόνο τιμωρία, αλλά να αρμόζει στον παραβάτη που βρίσκεται ενώπιον του Δικαστηρίου, χωρίς από την άλλη να εξουδετερώνεται η σοβαρότητα ενός αδικήματος ή ο αποτρεπτικός χαρακτήρας της ποινής.
Προς εξατομίκευση λοιπόν της ποινής που θα επιβάλουμε λαμβάνουμε υπόψη, κατ’ αρχάς, την παραδοχή των Κατηγορουμένων 1 και 2, πριν την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας, η οποία δείχνει μεταμέλεια και παράλληλα εξοικονομεί σημαντικό δικαστικό χρόνο. Πρέπει δε, σύμφωνα με τη νομολογία, να αμείβεται με ανάλογη έκπτωση στην ποινή (βλ. Χαρτούπαλλος ν. Δημοκρατίας (2002) 1 Α.Α.Δ. 28). Μεταμέλεια δείχνει επίσης και η συνεργασία της Κατηγορούμενης 1 με τις αστυνομικές αρχές, καθώς, στις ανακριτικές της καταθέσεις, στην ουσία, παραδέχθηκε τη διάπραξη των αδικημάτων κατονομάζοντας μάλιστα συγκεκριμένο Τουρκοκύπριο, ως διευθυντή της ούτω καλούμενης «Cyprus Constructions», και δηλώνοντας προθυμία να καταθέσει εναντίον του, όταν αυτός συλληφθεί, κάτι που επίσης προσμετράται προς όφελος της (βλ. Πισσάς ν Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 229/2016, ημερ. 14.3.2018), ECLI:CY:AD:2018:B114. Προς όφελος των Κατηγορουμένων λαμβάνεται υπόψη και η διαγωγή τους καθ’ ον χρόνο αυτές βρίσκονται στις Κεντρικές Φυλακές, ως υπόδικες στα πλαίσια της παρούσας υπόθεσης.
Υπόψη λαμβάνουμε και το λευκό ποινικό μητρώο των Κατηγορουμένων, καθώς και το γεγονός ότι η παρούσα περίπτωση φαίνεται να αποτελεί ένα μεμονωμένο περιστατικό, μολονότι σημαντικής διάρκειας, στην, κατά τα άλλα, νόμιμη διαγωγή τους.
Τούτο μας φέρνει στις προσωπικές περιστάσεις των Κατηγορουμένων, ως αυτές εκτέθηκαν από τους συνήγορους τους, τις οποίες λαμβάνουμε υπόψη και συνεκτιμήσαμε μαζί με όλα τα ενώπιον μας δεδομένα. Σημειώνουμε βέβαια ότι, με βάση τη νομολογία, οι προσωπικές περιστάσεις λαμβάνονται μεν υπόψη, αλλά, για αδικήματα που βρίσκονται σε έξαρση, ως τα επίδικα, υπερτερεί η ανάγκη για επιβολή αυστηρής και αποτρεπτικής ποινής (βλ. Zahra Ali Gholi v. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 30, Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 577 και Χρυσάνθου v. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 221). Από την άλλη, οι προσωπικές περιστάσεις δεν πρέπει να παραγνωρίζονται πλήρως, ειδάλλως θα δινόταν η εντύπωση ότι η επιβολή ποινής γίνεται μηχανικά.
Με τούτο κατά νου, σημειώνουμε ότι και οι δύο Κατηγορούμενες είναι πρόσωπα ώριμης ηλικίας που διαμένουν για αρκετά χρόνια στην Κυπριακή Δημοκρατία. Παρά την ηλικία τους, είναι η πρώτη φορά που απασχολούν την δικαιοσύνη. Από την άλλη, δεν μπορούμε παρά να επισημάνουμε ότι το ώριμο της ηλικίας τους, αλλά και το γεγονός ότι φιλοξενούνται στην χώρα μας εδώ και πολλά χρόνια, ήταν στοιχεία που έπρεπε να είχαν επενεργήσει ώστε αυτές να απέχουν από τις πράξεις για τις οποίες καταδικάστηκαν. Δεν αποδεχόμαστε τον ισχυρισμό που πρόβαλε ο συνήγορος υπεράσπισης της Κατηγορουμένης 2 ότι, ως αλλοδαπή, η Κατηγορούμενη 2 είχε μειωμένη αντίληψη της κατάστασης κατοχής στην Κυπριακή Δημοκρατία. Ξενίζει επίσης η αναφορά του κ. Κληρίδη σε νόμιμες μεταβιβάσεις περιουσιών που γίνονται σε «κτηματολόγιο» των κατεχομένων. Δεν παραγνωρίζουμε ότι οι Κατηγορούμενες δεν είναι πρόσωπα που, στο παρελθόν, είχαν ως επάγγελμα την «μεσιτεία» σε σχέση με ακίνητη ιδιοκτησία αφού η Κατηγορούμενη 1 ήταν αισθητικός, ενώ η Κατηγορούμενη 2 κομμώτρια. Ακόμα όμως και υπό αυτό το πρίσμα, δεν παύει η ενασχόληση τους με τις πράξεις για τις οποίες καταδικάστηκαν, να είχε ως σκοπό το εύκολο και ευκαιριακό κέρδος, εις βάρος δικαιωμάτων άλλων.
Αξίζει να σημειωθεί ότι με βάση τον περί Κτηματομεσιτών Νόμο Ν.66/1987 (βλ. άρθρο 9), ουδείς ασκεί το επάγγελμα του κτηματομεσίτη, ούτε και δικαιούται αμοιβής εκτός εάν είναι εγγεγραμμένος κτηματομεσίτης. Προφανώς, οι ιθύνοντες πίσω από τις επίδικες παράνομες αναπτύξεις, ήτοι τα πρόσωπα πίσω από την ούτω καλούμενη «Cyprus Constructions», δεν θα μπορούσαν με την ίδια ευκολία που εξασφάλισαν τη συνεργασία των Κατηγορουμένων 1 και 2, να εξασφαλίσουν τη συνεργασία κτηματομεσιτών, νόμιμα εγγεγραμμένων στη Δημοκρατία. Είναι για αυτό ακριβώς τον λόγο που θεωρούμε ότι οι Κατηγορούμενες, αν και δεν κατατάσσονται στην κορυφή της πυραμίδας σφετερισμού ελληνοκυπριακών περιουσιών, εντούτοις αποτελούν σημαντικό κρίκο στην όλη αλυσίδα της παράνομης δράσης.
Παρά τα πιο πάνω, θα διαχωρίσουμε την περίπτωση των Κατηγορουμένων από αυτή των προσώπων που, πρωτογενώς, σφετερίζονται περιουσίες άλλων, ανεγείροντας τα οικιστικά και τουριστικά συγκροτήματα, ή και νέμονται, ή και κατέχουν την ακίνητη ιδιοκτησία προσώπων χωρίς τη συγκατάθεση των τελευταίων. Ο ρόλος των Κατηγορουμένων 1 και 2, αν και σημαντικός, είναι σαφώς πιο περιορισμένος από τον ρόλο των εν λόγω προσώπων, οι οποίοι στο τέλος της ημέρας, επωφελούνται και το μεγαλύτερο ποσοστό κέρδους. Η πιο πάνω διαφοροποίηση θα αντανακλάται βεβαίως και στην ποινή που θα επιβληθεί στις Κατηγορούμενες.
Διαφοροποίηση όμως θα υπάρξει ως προς την ποινική μεταχείριση και αναμεταξύ των δύο Κατηγορουμένων. Σχετικά με την διαφοροποίηση στην ποινική μεταχείριση παραβατών παραπέμπουμε στην Παναγιώτου Xριστάκης ν. Aστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 354, όπου λέχθηκαν τα εξής:
«Όταν δύο περιπτώσεις δεν τελούν "υπό τας αυτάς συνθήκας" ή όταν τα υποκείμενα ή αντικείμενα της ρύθμισης δεν είναι ομοιογενή επιτρέπεται η διαφοροποίηση στην αντιμετώπιση τους και δεν προκύπτει παραβίαση της αρχής της ισότητας.
Ειδικά και σε σχέση με την μεταχείριση των παραβατών στο "Sentencing References 1998" του David Thomas, σελ. 45, το θέμα τίθεται ως εξής:
… …
Σε μετάφραση:
"Δεν προκύπτει ανισότητα εάν η διαφορά στην ποινή αντανακλά τη διαφορά στις αντίστοιχες ευθύνες των παραβατών, ή διαφορά στην ηλικία τους, προηγούμενες καταδίκες, ή την ύπαρξη προσωπικών μετριαστικών παραγόντων οι οποίοι σχετίζονται με ένα από αυτούς. Όπου ένας παραβάτης διαθέτει το ευεργέτημα προσωπικών ελαφρυντικών περιστάσεων, το οποίο δεν διαθέτουν οι άλλοι παραβάτες, στους άλλους παραβάτες δεν πρέπει να δοθεί το ευεργέτημα εκείνου του ελαφρυντικού."»
Με τα πιο πάνω κατά νου, σημειώνουμε ότι η Κατηγορούμενη 1 έχει κριθεί ένοχη στις 21 από τις 63 κατηγορίες που αρχικά αντιμετώπιζε, ενώ η Κατηγορούμενη 2, μόνο σε 6. Είναι σαφές ότι η δράση της Κατηγορουμένης 1 έχει μεγαλύτερη έκταση από αυτή της Κατηγορουμένης 2. Από όσα τέθηκαν ενώπιον μας, προκύπτει ότι η Κατηγορούμενη 1 ενεργούσε με πιο μεθοδικό και επαγγελματικό τρόπο αφού διέθετε ιστοσελίδα, την οποία διαχειριζόταν αποκλειστικά η ίδια, ενώ χρησιμοποιούσε ευρέως και διάφορα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για προώθηση των παράνομων δραστηριοτήτων της. Επιπρόσθετα η δράση της, χρονικά, εκτείνεται, από τον Ιούνιο του 2023 μέχρι τις 26.9.2024. Πέραν τούτων, από όσα τέθηκαν ενώπιον μας, προκύπτει ότι όντως η Κατηγορούμενη 1 παρείχε τις παράνομες υπηρεσίες της σε σχέση με 6 διαφορετικές οικιστικές μονάδες που ανήγειρε η «Cyprus Constructions», αφού στην κατοχή της, βρέθηκαν 6 συμφωνίες κράτησης (Reservation Agreement) υποστατικών επί των συγκροτημάτων κατοικιών Aloha Homes, Bahamas Homes και Phuket Health & Wellness, που αφορούν κατηγορίες που παραδέχθηκε. Μάλιστα, σε σχέση με ένα εκ των ως άνω «Reservation Agreement», εντοπίστηκε και η σχετική συμφωνία πώλησης. Βρέθηκαν επίσης αποδείξεις πληρωμής χρηματικών ποσών από πελάτες. Βαρύνουσας σημασίας είναι και το γεγονός ότι, με βάση έγγραφο που φέρει την ονομασία «Marketing and Agency Agreement», η Κατηγορούμενη 1 λάμβανε, ή θα λάμβανε για τις υπηρεσίες της το, ουκ ευκαταφρόνητο, ποσοστό 20% επί του τιμήματος πώλησης. Το στοιχείο αυτό δεν μπορεί παρά να ληφθεί υπόψη επιβαρυντικά εναντίον της.
Από την άλλη, ο ρόλος της Κατηγορουμένης 2 ήταν πιο τυποποιημένος, αφού, ως ανέφερε ο συνήγορος της, χωρίς να αμφισβητηθεί από την Κατηγορούσα Αρχή, αυτή αντέγραφε διαφημίσεις στις οποίες προέβαινε η Κατηγορούμενη 1, στις οποίες μάλιστα, δεν φαινόταν το τηλέφωνο της ίδιας, αλλά το τηλέφωνο της Κατηγορουμένης 1. Περαιτέρω, με βάση αντίστοιχο έγγραφο με την ονομασία «Marketing and Agency Agreement» που αφορά την Κατηγορούμενη 2, η τελευταία θα λάμβανε από την «Cyprus Constructions» προμήθεια 5% για την πώληση ακίνητης περιουσίας. Πρόκειται και πάλι για σημαντικό ποσοστό, πλην όμως κατά πολύ μικρότερο από το ποσοστό που θα λάμβανε η Κατηγορούμενη 1. Περαιτέρω, δεν έχει τεθεί οτιδήποτε ενώπιον μας που να δείχνει ότι η Κατηγορούμενη 2 κατάφερε να αποκομίσει ποσοστό «μεσιτείας» σε συγκεκριμένη πώληση. Τουναντίον, ως ανέφερε ο συνήγορος της, εν τέλει, δεν αποκόμισε οποιοδήποτε όφελος, κάτι που δεν αμφισβητήθηκε από την Κατηγορούσα Αρχή. Δεν μπορεί επίσης να παραγνωριστεί ότι η Κατηγορουμένη 2 προέβαινε σε προώθηση των επίδικων περιουσιών για 6 μήνες, που αν και δεν μπορεί να θεωρηθεί ευκαταφρόνητό χρονικό διάστημα, είναι πιο περιορισμένο από το διάστημα που δρούσε η Κατηγορουμένη 1. Επί τούτου βεβαίως, ιδιαίτερη σημασία έχει ότι η δράση της Κατηγορουμένης 2, ουσιαστικά, ανακόπηκε μόνο μετά που εντοπίστηκε από τις διωκτικές αρχές, κάτι στο οποίο οφείλεται προφανώς και το γεγονός ότι δεν πρόλαβε να πετύχει τον σκοπό των παράνομων ενεργειών της, ήτοι την αποκόμιση ευκαιριακού κέρδους εις βάρος δικαιωμάτων άλλων. Το γεγονός ότι τελικά δεν υλοποιήθηκε ο σκοπός, ουδόλως υποβαθμίζει τη σοβαρότητα της πράξης της και την ανάγκη για επιβολή αυστηρής ποινής.
Σε σχέση με την εισήγηση της υπεράσπισης της Κατηγορουμένης 2 ότι υπήρξαν δυσμενή δημοσιεύματα για το πρόσωπο της, αν και χωρίς να αναφέρεται το όνομά της, σημειώνουμε ότι δεν τέθηκε ενώπιον μας οτιδήποτε το οποίο να τεκμηριώνει μια τέτοια θέση. Εν πάση περιπτώσει, στον βαθμό που η εισήγηση του κ. Κληρίδη αφορά πλήγμα στην υπόληψη και προσωπικότητα της Κατηγορουμένης 2, παραπέμπουμε στην υπόθεση Σουτζιής ν. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 424, όπου το Ανώτατο Δικαστήριο επικρότησε την προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο θεώρησε πως τα δημοσιεύματα εναντίον του εφεσείοντα σε μέσα μαζικής ενημέρωσης ήταν εξωγενής παράγοντας που δεν μπορούσε να ληφθεί υπόψη στην επιμέτρηση της ποινής για να δικαιολογεί μείωσή της, εν όψει της σοβαρότητας των αδικημάτων.
Τέλος, όσον αφορά την αναφορά του κ. Κληρίδη ότι τυχόν ποινή φυλάκισης που θα επιβληθεί στην Κατηγορούμενη 2, ενδεχομένως να επηρεάσει το δικαίωμά της είτε να εργάζεται, είτε να παραμένει στην Κύπρο, σε περίπτωση που η ποινή αυτή δεν θα μπορεί να αποκατασταθεί, επισημαίνουμε ότι δεν τέθηκε οτιδήποτε ενώπιον μας που να υποστηρίζει αυτή την τοποθέτηση. Υπενθυμίζουμε ότι η Κατηγορούμενη 2 κατάγεται από την Ουγγαρία και όσον αφορά τη διαμονή της στην Κυπριακή Δημοκρατία τυγχάνουν εφαρμογής οι πρόνοιες του περί του Δικαιώματος των Πολιτών της Ένωσης και των Μελών των Οικογενειών τους να Κυκλοφορούν και να Διαμένουν Ελεύθερα στη Δημοκρατία Νόμου Ν. 7(I)/2007.
Εξετάσαμε με προσοχή όλα τα στοιχεία που συνθέτουν την παρούσα υπόθεση, ήτοι τα γεγονότα που συνιστούν και περιβάλλουν τα αδικήματα, τους ελαφρυντικούς και μετριαστικούς παράγοντες, συμπεριλαμβανομένων των προσωπικών περιστάσεων έκαστης Κατηγορούμενης και σταθμίσαμε, κατά το δυνατόν, όλα όσα επιδρούν στον καθορισμό της ποινής. Έχοντας περαιτέρω κατά νου ότι η επιβολή ποινής φυλάκισης πρέπει να είναι το ύστατο μέτρο και πρέπει να χρησιμοποιείται με φειδώ και όπου οι περιβάλλουσες το αδίκημα και τον παραβάτη συνθήκες, δεν αφήνουν άλλη επιλογή, διότι κάθε άλλη ποινή θα ήταν επιεικέστερη του ορθού, καταλήγουμε ότι στην παρούσα περίπτωση η εν γένει σοβαρότητα των αδικημάτων και η διαπιστωθείσα ανάγκη για επιβολή αποτρεπτικών ποινών, λόγω της έξαρσης που παρατηρείται, δεν αφήνουν άλλη επιλογή στο Δικαστήριο, από την επιβολή ποινής φυλάκισης. Όλοι οι ελαφρυντικοί και μετριαστικοί παράγοντες για έκαστη Κατηγορούμενη θα αντανακλώνται στην έκταση της ποινής που θα τους επιβληθεί.
Συνυπολογίζοντας λοιπόν όλα τα πιο πάνω, επιβάλλουμε τις ακόλουθες ποινές:
Στην Κατηγορούμενη 1 σε κάθε μία από τις κατηγορίες 3, 13, 15, 17, 19, 21, 23, 29, 31, 33, 35, 39, 41, 45, 47, 49, 53, 55, 57, 59 και 61, ποινή φυλάκισης 2 ½ ετών.
Στην Κατηγορούμενη 2 σε κάθε μία από τις κατηγορίες 5, 21, 23, 31, 33 και 37, ποινή φυλάκισης 15 μηνών.
Οι ποινές για έκαστη Κατηγορούμενη να συντρέχουν.
Θα εξετάσουμε στο στάδιο αυτό κατά πόσο συντρέχουν λόγοι για αναστολή της ποινής φυλάκισης που έχουμε ήδη επιβάλει στις Κατηγορούμενες.
Η ποινή φυλάκισης με αναστολή δεν επιβάλλεται σαν μέτρο επιείκειας ή εναλλακτικό μέτρο τιμωρίας του παραβάτη και η επιλογή της ποινής φυλάκισης δεν πρέπει να συσχετίζεται με τη δυνατότητα αναστολής της. Τα δύο θέματα είναι ξεχωριστά. Το Δικαστήριο αποφασίζει το ύψος της ποινής και αποφασίζει κατά πόσο συντρέχουν οι προϋποθέσεις που δικαιολογούν την αναστολή της.
Η διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου για αναστολή της ποινής φυλάκισης έχει διευρυνθεί, έτσι ώστε αυτή αποφασίζεται, εάν δικαιολογείται, στη βάση του συνόλου των περιστάσεων της υπόθεσης και των προσωπικών περιστατικών του κατηγορουμένου (βλ. Siminoiou v. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 699 και Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 583).
Μεταξύ των παραγόντων που επιμετρούν ως προς το επιθυμητό ή όχι της αναστολής της ποινής φυλάκισης είναι η σοβαρότητα των περιστατικών και το κίνητρο για τη διάπραξη του εγκλήματος, το μητρώο του κατηγορουμένου ως δείκτης για την ανάγκη αποτροπής και η διαγωγή του κατηγορουμένου μετά τη διάπραξη του αδικήματος και ιδιαίτερα η παρουσία ή απουσία στοιχείων μεταμέλειας (βλ. Demetriou v. R. (1976) 2 J.S.C. 386 και Γενικός Εισαγγελέας v. Φανιέρου (1996) 2 Α.Α.Δ. 303).
Έχουμε επανεξετάσει με προσοχή όλους τους παράγοντες και περιστάσεις που αφορούν τόσο τις περιστάσεις διάπραξης των αδικημάτων, όσο και τις προσωπικές συνθήκες των Κατηγορουμένων και που, νομολογιακά, υπέχουν σημασίας στην εξέταση του κατά πόσο θα ανασταλεί, ή όχι η εκτέλεση της ποινής φυλάκισης. Μετά το εγχείρημα αυτό, κρίνουμε ότι στην παρούσα περίπτωση δεν υφίστανται τέτοια περιστατικά που να δικαιολογούν την αναστολή, ιδιαίτερα λόγω της σοβαρότητας των αδικημάτων και της ανάγκης για πρόσδοση αποτρεπτικού χαρακτήρα στην ποινή, ως ανωτέρω έχει επεξηγηθεί. Έχουμε την άποψη ότι αναστολή της ποινής που επιβλήθηκε στην παρούσα υπόθεση, δε θα εξυπηρετήσει αυτή την ανάγκη και τα ελαφρυντικά στοιχεία που τέθηκαν δεν είναι αρκετά ώστε να δικαιολογούν την αναστολή της επιβληθείσας ποινής φυλάκισης. Όλοι οι σχετικοί μετριαστικοί παράγοντες έχουν ληφθεί σοβαρά υπόψη στην κανονική ροή διαμόρφωσης της ποινής, οδηγώντας σε ουσιαστική μείωση της.
Οι συντρέχουσες ποινές φυλάκισης συνεπώς αρχίζουν από σήμερα. Βάσει του άρθρου 117 του Κεφ.155 οι πιο πάνω ποινές να μειωθούν κατά το χρονικό διάστημα που οι Κατηγορούμενες τελούν σε προφυλάκιση, ήτοι από τις 11.10.2024.
(Υπ.) …………………………………
Χρ. Παρπόττα, Π.Ε.Δ.
(Υπ.) …………………………………
Χρ. Ρασπόπουλος, Α.Ε.Δ.
(Υπ.) …………………………………
Π. Σαββίδης, Ε.Δ.
ΠΙΣΤΟ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ
ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο