ΜΟΝΙΜΟ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
ΣΥΝΘΕΣΗ: Χρ. Παρπόττα, Π.Ε.Δ.
Χρ. Ρασπόπουλος, Α.Ε.Δ.
Π. Σαββίδης, Ε.Δ.
Αρ. Υπόθεσης: 20505/2023
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ν.
1. M. A.
2. M. I. N.
Κατηγορούμενοι
06 Μαΐου, 2025
Εμφανίσεις:
Για την Κατηγορούσα Αρχή: κα Ε. Νικολάου
Για τον Κατηγορούμενο 1: κα Μ. Κόκκινου μαζί με κα L. Sargun
Για τον Κατηγορούμενο 2: κος Γ. Λοΐζου
Κατηγορούμενοι παρόντες
Π Ο Ι Ν Η
Κ Α Τ Η Γ Ο Ρ Ο Υ Μ Ε Ν Ω Ν 1 και 2
Μετά από ακροαματική διαδικασία, οι Κατηγορούμενοι, κρίθηκαν ένοχοι στην 1η κατηγορία, η οποία αφορά στο αδίκημα της συνωμοσίας προς διάπραξη κακουργήματος, ενώ ο Κατηγορούμενος 1 κρίθηκε ένοχος στις κατηγορίες 3, 4 και 7, οι οποίες αφορούν, αντίστοιχα, στα αδικήματα της παράνομης κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως Β΄, της παράνομης κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως Β΄ με σκοπό την προμήθεια του σε άλλα πρόσωπα και της εισαγωγής ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως Β΄. Η ποσότητα του ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως Β΄, η οποία αφορά στις πιο πάνω κατηγορίες, ανέρχεται στα 676,7 γραμμάρια κάνναβης.
Επιπλέον, ο Κατηγορούμενος 2, κατόπιν δικής του παραδοχής, βρέθηκε ένοχος στις κατηγορίες 2, 3, 4, 5 και 6. Η κατηγορία 2 αφορά στο αδίκημα της εισαγωγής ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως Β΄ και μετά από τροποποίηση της από την Κατηγορούσα Αρχή, είναι, στην ουσία, ταυτόσημη με την κατηγορία 7. Οι κατηγορίες 5 και 6, τις οποίες αντιμετώπιζε μόνο ο Κατηγορούμενος 2, αφορούν, αντίστοιχα, στα αδικήματα της παράνομης κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως Β’ και της παράνομης κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως Β΄ με σκοπό την προμήθεια σε άλλα πρόσωπα. Η ποσότητα του ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως Β΄, ως αναφέρεται στις κατηγορίες 5 και 6, ανέρχεται στα 277,3 γραμμάρια κάνναβης.
Τα ευρήματα μας, σε σχέση με τις κατηγορίες που οδηγήθηκαν σε ακρόαση για κάθε Κατηγορούμενο, εκτίθενται λεπτομερώς στην καταδικαστική απόφαση μας. Πρόσθετα, η ευπαίδευτη συνήγορος της Κατηγορούσας Αρχής κατέθεσε γραπτό κείμενο γεγονότων (βλ. Έγγραφο 1) εν σχέσει με τη διάπραξη από τον Κατηγορούμενο 2, των αδικημάτων στα οποία αυτός είχε δηλώσει παραδοχή. Τόσο τα ευρήματα μας όσο και το κείμενο γεγονότων παρουσιάζουν σημαντικό βαθμό αλληλοεπικάλυψης για αυτό και δεν θα γίνει χωριστή αναφορά σε αυτά, εκτός όπου κριθεί αναγκαίο. Εν συντομία, τα γεγονότα της υπόθεσης έχουν ως ακολούθως:
Περί τον Οκτώβριο του 2023, οι Κατηγορούμενοι συνωμότησαν μεταξύ τους να εισάγουν, από τον Καναδά στην Κύπρο, ελεγχόμενο φάρμακο Τάξεως Β’, ήτοι κάνναβη. Στα πλαίσια αυτά, ο Κατηγορούμενος 2 επικοινώνησε με τον Κατηγορούμενο 1 και του ζήτησε να χρησιμοποιήσει τα στοιχεία του, προκειμένου να διευθετήσει την αποστολή. Ο Κατηγορούμενος 1, πέραν του ονοματεπωνύμου του, έδωσε στον Κατηγορούμενο 2 ως διεύθυνση του, την οδό Αγίου Γεωργίου 51Β, 2224, στην Λευκωσία με την οποία δεν είχε οποιαδήποτε σχέση, αφού δεν ήταν ούτε ο τόπος διαμονής του, ούτε ο χώρος εργασίας του.
Ο Κατηγορούμενος 2 χρησιμοποίησε τα στοιχεία του Κατηγορούμενου 1 και διευθέτησε την αποστολή του πακέτου υπ’ αριθμό ΕΕ 222 515 175 CA στην Κύπρο. Το πακέτο αναχώρησε από τον Καναδά στις 28.10.2023 και ο Κατηγορούμενος 2, σε διάσπαρτες ημερομηνίες, ενημέρωνε τον Κατηγορούμενο 1 σχετικά με την πορεία του. Το πακέτο αφίχθηκε στην Κυπριακή Δημοκρατία στις 31.10.2023. Δικαιούχος αυτού ήταν ο Κατηγορούμενος 1, με δηλωθείσα διεύθυνση την Αγίου Γεωργίου 51Β, 2224, Λευκωσία.
Στις 09.11.2023, το ως άνω πακέτο μεταφέρθηκε στο Ανταλλακτήριο Ταχυδρομείου του παλιού Αεροδρομίου Λάρνακας, όπου ο Μ.Κ.2 (τελωνειακός λειτουργός), προέβη στον φυσικό του έλεγχο. Εντός αυτού εντόπισε, μεταξύ άλλων, δύο συσκευασίες τυλιγμένες με άσπρη κολλητική ταινία, σε αλουμινόχαρτο, στις οποίες έκανε μια μικρή τομή και διαπίστωσε ότι περιείχαν ξηρή φυτική ύλη, ομοιάζουσα με κάνναβη. Προς τούτο ενημέρωσε, σχετικά, την Υ.ΚΑ.Ν. Την ίδια μέρα, οι Μ.Κ.1 και Μ.Κ.7 μετέβησαν στο Ανταλλακτήριο, όπου επιθεώρησαν τις συσκευασίες και αντιλήφθηκαν ότι εντός αυτών, υπήρχε ξηρή φυτική ύλη κάνναβης. Ακολούθησε διαδικασία ελεγχόμενης παράδοσης, σύμφωνα με τον Νόμο και οι δύο συσκευασίες αντικαταστάθηκαν με ομοίωμα.
Στις 13.11.2023, ο Κατηγορούμενος 2 ενημέρωσε τον Κατηγορούμενο 1 ότι το πακέτο ήταν έτοιμο για παραλαβή από το Ταχυδρομείο Λατσιών. Ο Κατηγορούμενος 1, την ίδια μέρα, μετέβη στο Ταχυδρομείο Λατσιών και αφού πλήρωσε τους σχετικούς δασμούς, ζήτησε και παρέλαβε από τον λειτουργό του Ταχυδρομείου, το εν λόγω πακέτο. Στη συνέχεια ακολούθησε η σύλληψη του Κατηγορούμενου 1, ο οποίος, εξ αρχής, ανέφερε ότι το πακέτο προοριζόταν για τον Κατηγορούμενο 2 και εξέφρασε την πρόθεση να συνεργαστεί με την Αστυνομία, για υπόδειξη του τελευταίου. Κατόπιν τούτου, την ίδια ημέρα, έγινε διαδικασία δεύτερης ελεγχόμενης παράδοσης, στα πλαίσια της οποίας, ο Κατηγορούμενος 1, μεταφέρθηκε στην Καθολική Εκκλησία Τίμιου Σταυρού στην παλιά Λευκωσία. Όταν έφτασαν στο σημείο, ο Κατηγορούμενος 1 υπέδειξε στους αστυνομικούς τον Κατηγορούμενο 2, ως το πρόσωπο στο οποίο θα παρέδιδε το πακέτο. Ο Μ.Κ.7 υπέδειξε στον Κατηγορούμενο 2 το πακέτο και ο τελευταίος απάντησε «I don’t Know». Ο Κατηγορούμενος 2 μετέβη οικειοθελώς στο Αστυνομικό Τμήμα και αργότερα, την ίδια μέρα, συνελήφθη, δυνάμει δικαστικού εντάλματος σύλληψης, από τον Μ.Κ.7. Κατά τη σύλληψη του, αφότου του επεστήθη η προσοχή του στο Νόμο, απάντησε «I’ m not the owner of the drugs, I will tell you who is the owner».
Την ίδια ημέρα, ο Κατηγορούμενος 2 έδωσε στην αστυνομία συγκατάθεση για διεξαγωγή έρευνας στην οικία του που, ως ισχυρίστηκε, αρχικά, βρισκόταν στην οδό Κρήτης αρ.3, στην Παλλουριώτισσα. Αφού μεταφέρθηκε στην εν λόγω διεύθυνση, ο Κατηγορούμενος 2 έσπρωξε την πόρτα εισόδου της εν λόγω οικίας, η οποία άνοιξε χωρίς τη χρήση κλειδιού. Όταν εισήλθε εντός της εν λόγω οικίας, απευθύνθηκε σε κάποιο πρόσωπο που βρισκόταν εκεί, λέγοντας του «Don’ t shout. Tell them I’ m living here». Ένεκα αυτής της αναφοράς του Κατηγορούμενου 2, δεν διεξήχθη οποιαδήποτε έρευνα στην οικία αυτή. Στις 17.11.2023, η αστυνομία εντόπισε την πραγματική οικία του Κατηγορουμένου 2, ήτοι το διαμέρισμα με αρ.104, επί της οδού Σωκράτους 16, στον Άγιο Δομέτιο. Στις 18.11.2023, η εν λόγω οικία ερευνήθηκε δυνάμει δικαστικού εντάλματος έρευνας. Για την είσοδο στο διαμέρισμα, έγινε επιτυχής χρήση κλειδιών που είχαν ανευρεθεί πλησίον του σημείου που καθόταν ο Κατηγορούμενος 2 κατά τον εντοπισμό του στην Καθολική Εκκλησία Τίμιου Σταυρού. Κατά την έρευνα στην εν λόγω οικία, εντοπίστηκε ένα άσπρο νάιλον σακούλι, το οποίο περιείχε ξηρή φυτική ύλη η οποία ομοίαζε με κάνναβη, μικτού βάρους 307 γραμμαρίων. Ο Μ.Κ.5 επέστησε την προσοχή του Κατηγορούμενου 2 στο Νόμο, με τον τελευταίο να απαντά «I don’t Know».
Οι δύο συσκευασίες, που ανευρέθηκαν στο πακέτο που εισήχθη από τον Καναδά, εξετάστηκαν από το Γενικό Χημείο του Κράτους και διαπιστώθηκε ότι περιείχαν ελεγχόμενο φάρμακο Τάξεως Β’, ήτοι κάνναβη συνολικού καθαρού βάρους 676,7 γραμμαρίων.
Επίσης, από τον σχετικό επιστημονικό έλεγχο που έγινε από το Γενικό Χημείου του Κράτους, στο τεκμήριο που ανευρέθη στο διαμέρισμα διαμονής του Κατηγορούμενου 2, διαπιστώθηκε ότι επρόκειτο για ελεγχόμενο φάρμακο Τάξεως Β’, ήτοι κάνναβη συνολικού καθαρού βάρους 277,3 γραμμαρίων.
Πρόσθετα με τα πιο πάνω, η συνήγορος της Κατηγορούσας Αρχής, στα πλαίσια έκθεσης των γεγονότων για τον Κατηγορούμενο 2, ανέφερε ότι για τις ενέργειες του Κατηγορουμένου 1 σε σχέση με την αποστολή και παραλαβή του πακέτου που εστάλη από τον Καναδά, προσφέρθηκε από τον Κατηγορούμενο 1 στον Κατηγορούμενο 2 κάποια αμοιβή.
Τέλος, η κα Νικολάου δήλωσε ότι ουδείς εκ των Κατηγορουμένων βαρύνεται με προηγούμενες καταδίκες.
Για μετριασμό της ποινής, οι συνήγοροι των Κατηγορουμένων υιοθέτησαν τόσο το περιεχόμενο της Έκθεσης του Γραφείου Ευημερίας που ετοιμάστηκε, για σκοπούς επιβολής ποινής, για έκαστο εξ αυτών, όσο και το περιεχόμενο της γραπτής τους αγόρευσης. Τα έχουμε μελετήσει και τα λαμβάνουμε υπόψη στο σύνολο τους, χωρίς να παρίσταται ανάγκη να τα παραθέσουμε στην πλήρη έκταση τους. Προβαίνουμε δε, σε μια, κατά το δυνατό, συνοπτική καταγραφή των κύριων σημείων για κάθε Κατηγορούμενο.
Ο Κατηγορούμενος 1 είναι ηλικίας 44 ετών, άγαμος, άτεκνος και έχει έναν μικρότερο αδελφό. Προέρχεται από μια συγκροτημένη και αγαπημένη οικογένεια, έχοντας ως προτεραιότητα να φροντίζει και να στηρίζει οικονομικά τους συνταξιούχους γονείς του. Σπούδασε αρχιτεκτονική και τεχνικό σχέδιο και αφότου ολοκλήρωσε τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις διορίστηκε στο, ούτω καλούμενο, «Δημαρχείο Κερύνειας», στο τμήμα Δημόσιας Υγείας. Στο εν λόγω τμήμα, μέχρι και τη σύλληψη του για σκοπούς της παρούσας, συμπλήρωσε 18 χρόνια εργασίας, λαμβάνοντας μηνιαίως μισθό ύψους 1.170 ευρώ. Το μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματος του το κατέβαλλε για σκοπούς πληρωμής δανείων τόσο του ιδίου, όσο και των γονιών του.
Τα τελευταία 5 έτη διατηρούσε σχέση με Τουρκοκύπρια, ηλικίας 38 ετών και μητέρα δύο ανήλικων παιδιών. Ενόψει της κράτησης του, για σκοπούς της παρούσας, επήλθε αποξένωση στις διαπροσωπικές τους σχέσεις, με αποτέλεσμα να χωρίσουν, γεγονός το οποίο, σε συνδυασμό με το άγχος που του επέφερε το γεγονός της κράτησης του στις Κεντρικές Φυλακές, επηρέασε δυσμενώς την ψυχική του υγεία. Παρακολουθείται από ψυχίατρο και λαμβάνει προς τούτο, σχετική, φαρμακευτική αγωγή.
Επακόλουθο της κράτησης του ήταν και το ότι οι γονείς του αναγκάστηκαν να αιτηθούν από το, ούτω καλούμενο, «Δημαρχείο Κερύνειας» άδεια άνευ απολαβών εν σχέσει με την εργασία του, αίτημα το οποίο εγκρίθηκε μέχρι τις 02.05.2025. Κατά την ημερομηνία αυτή, εάν δεν επιστρέψει στην εργασία του θα απολυθεί, με επακόλουθο να καταστραφεί η επαγγελματική του καριέρα. Επιπλέον, η πιο πάνω κατάσταση προκάλεσε και αρκετές οικονομικές δυσκολίες στους συνταξιούχους γονείς του Κατηγορούμενου 1, οι οποίοι πλέον δεν μπορούν να καταβάλλουν τις μηνιαίες δόσεις των δανείων που εκκρεμούν είτε στο όνομα του τελευταίου, είτε στο όνομα των ιδίων.
Επίσης, η πιο πάνω κατάσταση προκάλεσε σοβαρά προβλήματα υγείας και στους γονείς του Κατηγορούμενου 1 και ειδικότερα, η μητέρα του υποφέρει από λιποθυμικά επεισόδια και κρίσεις πανικού, ενώ ο πατέρας του χρειάστηκε να υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση αφαίρεσης όζου στον θυροειδή. Το γεγονός αυτό αποτέλεσε ακόμα ένα λόγο επιβάρυνσης της ψυχολογικής κατάστασης του Κατηγορούμενου 1.
Επιπλέον των πιο πάνω, η κα Κόκκινου ανέφερε, εν σχέσει με την συμπεριφορά του Κατηγορούμενου 1 στις Κεντρικές Φυλακές, ότι, αυτός, δεν έχει προκαλέσει οποιοδήποτε πρόβλημα, αποτελώντας υπόδειγμα κρατουμένου, αφού επιδεικνύει άριστη διαγωγή, ευγένεια και άψογη συνεργασία τόσο με το προσωπικό των φυλακών, όσο και με τους συγκρατούμενους του.
Εν σχέσει με τις συνθήκες διάπραξης των αδικημάτων για τα οποία ο Κατηγορούμενος 1 κρίθηκε ένοχος από το Δικαστήριο, η κα Κόκκινου ανέφερε ότι αυτό που προκύπτει από τα ευρήματα του Δικαστηρίου, είναι ότι ο Κατηγορούμενος 1 δεν ήταν ο ιθύνων νους, αλλά εκτελούσε χρέη απλού μεταφορέα, υπογραμμίζοντας έτσι το υποδεέστερο των πράξεων του. Επίσης, τόνισε ότι δεν προκύπτει οτιδήποτε που να υποδηλοί ότι ο Κατηγορούμενος 1 αποκόμισε οποιοδήποτε όφελος για τις εν λόγω πράξεις του.
Περαιτέρω, η κα Κόκκινου αναφέρθηκε στην εξαρχής άψογη συνεργασία του Κατηγορούμενου 1 με την Αστυνομία, γεγονός το οποίο αποτέλεσε, ίσως, τη σημαντικότερη πηγή πληροφοριών για σκοπούς πλήρης εξιχνίασης της υπόθεσης. Εξήγησε ότι η συνεργασία του Κατηγορούμενου 1 με την Αστυνομία δεν περιορίστηκε μόνο στο να κατονομάσει τον Κατηγορούμενο 2, ως τον τελικό παραλήπτη του επίδικου πακέτου, αλλά καθοδήγησε την Αστυνομία και στο σημείο όπου θα παρέδιδε στον τελευταίο, το εν λόγω πακέτο με τα ναρκωτικά.
Πρόσθετα των πιο πάνω, η κα Κόκκινου εισηγήθηκε ότι δεν συντρέχει κάποια από τις επιβαρυντικές περιστάσεις που προνοούνται στο άρθρο 30(4)(α) του Ν.29/77, αλλά συντρέχουν κάποιες περιστάσεις που σύμφωνα με το άρθρο 30(4)(β) του ιδίου Νόμου, καθιστούν τα αδικήματα λιγότερο σοβαρά, ήτοι ότι ο Κατηγορούμενος 1 διέπραξε τα εν λόγω αδικήματα παρασυρόμενος από τον Κατηγορούμενο 2, ο οποίος εκμεταλλεύτηκε τις οικονομικές του δυσκολίες, ότι έμπρακτα έχει μεταμεληθεί, αφού έχει συνεργαστεί άψογα με την Αστυνομία και τέλος ότι το είδος ναρκωτικών που εντοπίστηκαν στην κατοχή του, αφορούσαν κάνναβη, ήτοι ναρκωτική ουσία Τάξεως Β’.
Περαιτέρω, ήταν η θέση της κας Κόκκινου ότι η επίδικη κάνναβη που εισήγαγε ο Κατηγορούμενος 1, ήταν χαμηλής αγοραστικής αξίας και δραστηριότητας, υπό το πρίσμα του ότι κατά τον ποιοτικό προσδιορισμό των δύο συσκευασιών, η περιεκτικότητα σε τετραϋδροκανναβινόλη (THC) ήταν μειωμένη (8,26% και 8,63%, αντίστοιχα). Προς αιτιολόγηση της πιο πάνω θέσης της παρέπεμψε, γενικά, σε νομολογία του Ηνωμένου Βασιλείου (χωρίς ειδική αναφορά κάποιας υπόθεσης), όπου θεωρήθηκε ότι το ποσοστό 15 - 20% τετραϋδροκανναβινόλης (THC) αποτελεί αυξημένο ποσοστό, κάτι το οποίο προσδίδει ψηλότερη αγοραστική αξία, συγκριτικά με κάνναβη μικρότερης δραστικότητας και ως εκ τούτου δικαιολογείται η επιβολή αυστηρότερης ποινής, ενόψει της αυξημένης δραστικότητας του ναρκωτικού.
Τέλος, η κα Κόκκινου ανέφερε ότι ο Κατηγορούμενος 1 έχει μετανοήσει για τα αδικήματα για τα οποία έχει καταδικαστεί, εκφράζοντας, μέσω της, την ειλικρινή του μεταμέλεια, υποσχόμενος ότι δεν θα απασχολήσει ξανά, στο μέλλον, τα Δικαστήρια, ζητώντας τη μέγιστη δυνατή επιείκεια.
Εν σχέσει με τον Κατηγορούμενο 2, εξαρχής, ο κος Λοΐζου, ανάφερε ότι ο πελάτης του έχει αντιληφθεί τη σοβαρότητα των αδικημάτων για τα οποία κρίθηκε ένοχος και απολογείται για τις πράξεις του, τόσο προς το Δικαστήριο όσο και προς την κοινωνία. Επίσης, ο κος Λοΐζου, προσέδωσε ιδιαίτερη βαρύτητα στο λευκό ποινικό μητρώο του Κατηγορούμενου 2. Πρόσθεσε ότι η παρούσα υπόθεση αποτελεί ένα μεμονωμένο περιστατικό, κάτι το οποίο του δίδει το περιθώριο να ζητά την επιείκεια του Δικαστηρίου εν σχέσει με τις πράξεις του.
Ως προς τις προσωπικές του περιστάσεις, ο κος Λοΐζου ανέφερε ότι ο Κατηγορούμενος 2 είναι ηλικίας 43 ετών και πατέρας τριών τέκνων, εκ των οποίων τα δύο είναι ανήλικα. Ο πατέρας του απεβίωσε περί το έτος 2011 και η μητέρα του, σήμερα, είναι ηλικίας 82 ετών. Αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο στον κλάδο Διοίκησης Επιχειρήσεων και διατηρούσε ιδιωτική επιχείρηση πώλησης μεταχειρισμένων οχημάτων. Λόγω απειλών κατά της ζωής του, μετοίκισε στη Δημοκρατία αναζητώντας πολιτικό άσυλο τον Ιούνιο του 2023. Στη Δημοκρατία εργαζόταν, περιστασιακά, ως οικοδόμος, λαμβάνοντας το ποσό των 40 ευρώ ημερησίως.
Μετά τη σύλληψη του, για σκοπούς της παρούσας υπόθεσης, ένεκα και των στενών οικονομικών δυνατοτήτων, η επικοινωνία του με την οικογένεια έγινε πολύ αραιή. Περί τον Αύγουστο του 2024, σε τηλεφωνική επικοινωνία που είχε με τη σύζυγο του, η τελευταία του ανακοίνωνέ ότι προχώρησε στην έκδοση διαζυγίου και ότι δεν επιθυμεί τη συνέχιση της μεταξύ τους σχέσης. Ο Κατηγορούμενος 2 ένιωσε καταρρακωμένος από αυτή την εξέλιξη. Από την άλλη, αντιλαμβανόμενος το μερίδιο ευθύνης του για τις πράξεις του, προσπάθησε να κρατήσει, όσο το δυνατό καλύτερη, επαφή με τα τέκνα του.
Περαιτέρω, ο κος Λοΐζου αναφέρθηκε στην άμεση παραδοχή του Κατηγορούμενου 2 στις κατηγορίες 2 έως και 6. Πρόσθετα, ο κος Λοΐζου επισήμανε ότι η ποινή δεν πρέπει να είναι δυσανάλογη προς το σκοπό της αναμόρφωσης ενός κατηγορούμενου, αναγνωρίζοντας, από την άλλη, το είδος της ποινής που, σε τέτοιες περιπτώσεις, συνήθως, επιβάλλεται από τα Δικαστήρια.
Ως προς τον ρόλο του Κατηγορούμενου 2, ο κος Λοΐζου ανέφερε ότι αυτός εκτελούσε χρέη αποθηκάριου και όχι πωλητή, ή ιδιοκτήτη των ναρκωτικών ουσιών που ανευρέθησαν. Επανέλαβε, στη βάση της πιο πάνω αναφοράς του, το μεμονωμένο της πράξης του Κατηγορούμενου 2, επισημαίνοντας ότι ουδέποτε στο παρελθόν ενέπλεξε τον εαυτό του σε οποιαδήποτε διαδικασία πώλησης ναρκωτικών ουσιών, πάρα μόνο, λειτουργούσε ως αποθηκάριος αυτών, αφού τα φύλαγε για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, κατόπιν οδηγιών τρίτου ατόμου, το οποίο δεν μπορεί να κατονομάσει ένεκα φόβου για τη ζωή του ιδίου, αλλά και της ασφάλειας της οικογένειας του.
Αναφορά έγινε και στην εξαίρετη διαγωγή του Κατηγορούμενου 2 στις Κεντρικές Φυλακές και συγκεκριμένα ότι δεν προκαλεί, ή εμπλέκεται σε καυγάδες, εντάσεις και παρεξηγήσεις, αναμένοντας υπομονετικά την ημέρα αποφυλάκισης του. Επίσης, ανέφερε ότι ο Κατηγορούμενος 2, εργάζεται στις Κεντρικές Φυλακές ως μάγειρας, λαμβάνοντας μηνιαίως το ποσό των 42 ευρώ.
Ολοκληρώνοντας, ο κος Λοΐζου ανέφερε ότι οι πράξεις του Κατηγορούμενου 2, έγιναν σε μια στιγμή επιπολαιότητας, εφόσον βρισκόταν σε άθλια ψυχολογική και οικονομική κατάσταση, κάτι το οποίο το Δικαστήριο θα πρέπει να λάβει υπόψη του κατά την επιβολή της ποινής. Εισηγήθηκε δε ότι, στη βάση όλων όσων ανέπτυξε στη γραπτή του αγόρευση, δικαιολογείται, σε περίπτωση που το Δικαστήριο καταλήξει ότι η πρέπουσα ποινή για τον Κατηγορούμενο 2 είναι αυτή της φυλάκισης, όπως τούτη ανασταλεί.
Πρώτη και σημαντικότερη επισήμανση του Δικαστηρίου είναι ότι τα αδικήματα που έχουν διαπράξει οι Κατηγορούμενοι είναι εξαιρετικά σοβαρά, κάτι που προκύπτει μέσα από τις προβλεπόμενες στον Νόμο ποινές. Θα ήταν αρκετό να λεχθεί ότι για τα αδικήματα της εισαγωγής ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως Β’ και κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως Β’ με σκοπό την προμήθεια σε τρίτα πρόσωπα προβλέπεται ποινή φυλάκισης μέχρι και διά βίου, ή πρόστιμο, ή και οι δύο αυτές ποινές. Το ανώτατο όριο ποινής που προνοείται στον Νόμο αντανακλά αφενός τη σοβαρότητα που προσδίδει ο Νομοθέτης σε ένα αδίκημα και αφετέρου αποτελεί την αφετηρία από την οποία ξεκινά το Δικαστήριο για σκοπούς επιμέτρησης της ποινής [βλ. Δημοκρατία ν. Ομήρου, Ποιν. Έφ. 351/18, ημερ. 20.01.2020, ECLI:CY:AD:2020:B23 και Δημοκρατία ν. Hungaun, Ποιν. Έφ.130/20, ημερ. 20.07.2021, ECLI:CY:AD:2021:B348].
Πέραν όμως από την προβλεπόμενη ποινή, το Ανώτατο Δικαστήριο έχει επανειλημμένα υποδείξει την ανάγκη για επιβολή αυστηρών και αποτρεπτικών ποινών σε αδικήματα που σχετίζονται με ναρκωτικές ουσίες, λόγω της έξαρσης που παρουσιάζουν [βλ. Ανδρέας Γεωργιάδης ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 1/2023, ημερ. 06.07.2023]. Το ακόλουθο απόσπασμα από την Παντελή Λαζάρου κ.ά ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 633 το οποίο υιοθετήθηκε στην Αριστείδου ν. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 32 αντικατοπτρίζει με ακρίβεια την ανησυχητική εξάπλωση των ναρκωτικών και την επιτακτική ανάγκη για αυστηρή μεταχείριση των παραβατών:
«Πιστεύουμε ότι κοινοτυπούμε και επαναλαμβάνουμε εαυτούς και τα τετριμμένα, επισημαίνοντας πως τα ναρκωτικά έχουν εξελιχθεί σε μάστιγα και καρκίνωμα της κοινωνίας μας, πληγές οι οποίες δυστυχώς, όπως διαπιστώνουμε από τη συχνότητα των υποθέσεων που έρχονται ενώπιον των δικαστηρίων, όχι μόνο δεν φαίνεται να υποχωρούν, αλλά επιδεινώνονται ραγδαία. Και στη συντριπτική πλειοψηφία τους οι παραβάτες είναι πρόσωπα νεαρής ηλικίας. Είναι πραγματικό λυπηρό, οδυνηρό και τραγικό να διαπιστώνουμε πως η απώλεια ζωών, νέων κυρίως ανθρώπων, έχει γίνει μέρος της καθημερινής μας πραγματικότητας και πως η λίστα των νέων που έχουν εθιστεί στα ναρκωτικά μεγαλώνει μέρα με τη μέρα. Η σκληρή αυτή πραγματικότητα επιτάσσει την επιβολή αποτρεπτικών ποινών και καθιστά τη αυστηρή μεταχείριση των παραβατών επιτακτική. Όπως έχει κατ’ επανάληψη λεχθεί οι έμποροι των ναρκωτικών θα πρέπει να κατανοήσουν ότι δεν μπορούν να αποφύγουν τις συνέπειες των απεχθών πράξεων τους. Θα πρέπει να υπολογίζουν τις επιπτώσεις της σύλληψης και καταδίκης τους».
Αποτελεί θλιβερή διαπίστωση πως η κατάσταση αυτή, δυστυχώς, δεν έχει αλλάξει μέχρι σήμερα, κάτι το οποίο προκύπτει από παρόμοιες διαπιστώσεις που έγιναν και σε μεταγενέστερες υποθέσεις, στις οποίες παραπέμπουμε [βλ. Ismen Bora v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 79/2017, ημερ. 13.03.2018, ECLI:CY:AD:2018:B110, Ιωάννου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 110/20, ημερ. 29.09.2020, Παττίχης ν. Δημοκρατίας, Ποιν.Εφ.193/19, ημερ. 02.06.2021, ECLI:CY:AD:2021:B221, Γλυκερίου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ.171/20, ημερ. 08.07.2022, ECLI:CY:AD:2022:B287, Ανδρέας Νικολάου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ.2/2022, ημερ. 19.12.2022 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Πέτρου, Ποιν. Έφ. Αρ. 71/22, ημερ. 01.12.2022].
Στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας v. Πέτρου, (ανωτέρω), το Ανώτατο Δικαστήριο, μετά από την επισήμανση ότι η κατάρα των ναρκωτικών έχει για τα καλά ριζώσει στη χώρα μας και όλο και περισσότερα πρόσωπα, δυστυχώς νεαρά, εμπλέκονται στην κατοχή, χρήση και διακίνηση τους, με ολέθριες συνέπειες, όχι μόνο για τους παραβάτες, αλλά και για την ίδια την κοινωνία, επανέλαβε, ακόμα μια φορά, ότι επιβάλλεται η επιβολή αυστηρών ποινών, ιδίως εκεί όπου η κατοχή των ναρκωτικών συνοδεύεται με πρόθεση εμπορίας ή με πρόθεση προμήθειας σε τρίτα πρόσωπα.
Είναι επίσης πάγια νομολογιακή αρχή, ότι όπου παρατηρείται έξαρση και επιμονή στη διάπραξη παρόμοιας φύσης αδικημάτων παρά τις επιβληθείσες από τα Δικαστήρια αυστηρές ποινές, δικαιολογείται η επιβολή ακόμα αυστηρότερων (βλ. Selmani κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2016) 2Β Α.Α.Δ. 854). Σε αρκετές δε αποφάσεις, έχει τονισθεί ότι οι επιβαλλόμενες ποινές θα πρέπει να καταστούν αυστηρότερες για να επενεργούν αποτρεπτικά στο είδος αυτό των αδικημάτων, τα οποία κλονίζουν τα υγιή θεμέλια της κοινωνίας (βλ. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Mehmet Sak (2005) 2 Α.Α.Δ. 377).
Θεώρηση της νομολογίας καταδεικνύει την αυστηρή αντιμετώπιση τέτοιας φύσης αδικημάτων με την επιβολή πολύχρονων ποινών φυλάκισης, το ύψος των οποίων εξαρτάται από διάφορους παράγοντες, μεταξύ των οποίων, το είδος, η ποσότητα και ο σκοπός κατοχής των ναρκωτικών [βλ. Μάρκος Brayan Berne v. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 437 και Mallouk ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 711].
Η νομολογία μπορεί να προσφέρει χρήσιμη καθοδήγηση σε σχέση με τον τρόπο που τα Δικαστήρια αντιμετώπισαν αδικήματα, όμοια με αυτά που διέπραξαν οι Κατηγορούμενοι. Σημειώνεται όμως ότι προηγούμενες αποφάσεις σε σχέση με ποινές είναι ενδεικτικές του μέτρου τιμωρίας, αλλά δεν αποτελούν σταθερό δείκτη καθορισμού της ποινής, καθότι η ποινή, σε κάθε υπόθεση, εξαρτάται από τα ιδιαίτερα περιστατικά της και δεδομένα του παραβάτη [βλ. Χαραλάμπους v. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ.1]. Σπάνια υπάρχει ταυτοσημία γεγονότων [βλ. Αναστασιάδης ν. Δημοκρατίας Ποιν. Έφ. 242/18, ημερ. 31.05.2019, ECLI:CY:AD:2019:B205]. Με τούτο κατά νου, παραπέμπουμε στις ακόλουθες υποθέσεις:
Στην υπόθεση Πολυδώρου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 492 (2007) 2 Α.Α.Δ. 492, επικυρώθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης με μέγιστη αυτή των 8 ετών στον Κατηγορούμενο 1 και 6 ετών στον Κατηγορούμενο 2, για τα αδικήματα της κατοχής και της κατοχής με σκοπό την προμήθεια 733 γραμμαρίων κάνναβης και συνωμοσίας για διάπραξη των εν λόγω αδικημάτων.
Στην υπόθεση Χαρίτου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 225, το Ανώτατο Δικαστήριο επικύρωσε, μεταξύ άλλων, ποινή φυλάκισης 3 και 5 ετών που επιβλήθηκε μετά από ακροαματική διαδικασία για κατοχή και για κατοχή με σκοπό την προμήθεια σε άλλο πρόσωπο, 305,7714 γρ. κάνναβης αντιστοίχως. Ο εφεσείων ήταν νεαρής ηλικίας με λευκό ποινικό μητρώο.
Στην υπόθεση Πιτσιλλίδη κ.ά. ν. Δημοκρατίας, (2009) 2 Α.Α.Δ. 662, το Ανώτατο Δικαστήριο επικύρωσε, μεταξύ άλλων, ποινή φυλάκισης 5 ετών που επιβλήθηκε μετά από ακροαματική διαδικασία για κατοχή με σκοπό την προμήθεια 326,14 γρ. φυτού κάνναβης, τονίζοντας παράλληλα ότι «οι ποινές σ' αυτές τις περιπτώσεις πρέπει να είναι αποτρεπτικές έτσι ώστε αυτοί που αποφασίζουν να εμπλακούν σε κάθε είδος παρανομία που έχει σχέση με τα ναρκωτικά, να υπολογίζουν όλες τις επιπτώσεις της σύλληψης και καταδίκης τους.»
Στην υπόθεση Mustafa κ.ά. v. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 801, για το αδίκημα της κατοχής με σκοπό την προμήθεια σε άλλα πρόσωπα 974 γρ. ρητίνης κάνναβης, επικυρώθηκε ποινή φυλάκισης 6 ετών που επιβλήθηκε πρωτόδικα, παρά το λευκό ποινικό μητρώο, το νεαρό της ηλικίας και τις προσωπικές περιστάσεις των εφεσειόντων, καθώς και το γεγονός ότι ο ιθύνων νους ήταν άλλο πρόσωπο, με το Δικαστήριο να υποδεικνύει, ανάμεσα σε άλλα, ότι η εγκληματική ενέργεια δεν θα μπορούσε να υλοποιηθεί χωρίς τη συνδρομή των εφεσειόντων.
Στην Κυριάκου ν. Δημοκρατίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 746, το Εφετείο αντικατέστησε με ποινή φυλάκισης 5 ετών την πρωτοδίκως επιβληθείσα ποινή φυλάκισης 6 ετών σε κατηγορούμενο, μετά από παραδοχή, για την κατοχή 688,2684 γραμμαρίων ξηρής φυτικής ύλης κάνναβης με σκοπό την προμήθεια, διότι έκρινε ότι το Κακουργιοδικείο δεν προσέδωσε σημασία στη συνεργασία του κατηγορουμένου με τις ανακριτικές αρχές.
Μετά την πιο πάνω αναφορά σε νομολογία, επιστρέφουμε στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης και ειδικά στους παράγοντες που θα πρέπει να ληφθούν υπόψη στη διαμόρφωση της ποινής που θα επιβληθεί στους Κατηγορούμενους.
Για προσδιορισμό, λοιπόν, της ποινής, πρώτα και πάνω απ’ όλα λαμβάνουμε υπόψη τη σοβαρότητα των αδικημάτων, ως προκύπτει από τις προβλεπόμενες εκ του Νόμου ποινές και την ανάγκη επιβολής αποτρεπτικών ποινών, ενόψει της έξαρσης που παρατηρείται στη διάπραξη τους, ως ανωτέρω υπογραμμίστηκε. Παράλληλα, έχοντας εξετάσει με προσοχή τα γεγονότα που περιστοιχίζουν τα επίδικα αδικήματα, λαμβάνουμε υπόψη το γεγονός ότι η επίδικη ποσότητα κάνναβης που ανευρέθηκε τόσο στο επίδικο πακέτο, όσο και στο διαμέρισμα του Κατηγορούμενου 2, θεωρείται και στις δύο περιπτώσεις αρκετά μεγάλη, με αποτέλεσμα η τυχόν διοχέτευση της στην αγορά, να προκαλούσε βλάβη τόσο σε πλειάδα χρηστών, όσο και στην κοινωνία γενικότερα.
Παρά τη διαπιστωθείσα σοβαρότητα των αδικημάτων και την ανάγκη για αποτρεπτική ποινή, το καθήκον του Δικαστηρίου για εξατομίκευση της ποινής, ώστε αυτή να προσιδιάζει στις περιστάσεις της υπόθεσης και των συγκεκριμένων Κατηγορουμένων, δεν ατονεί.
Στα πλαίσια του καθήκοντος αυτού, λαμβάνουμε, εξαρχής, υπόψη ότι δεν συντρέχει οποιοσδήποτε από τους επιβαρυντικούς παράγοντες του άρθρου 30(4)(α)(ii)-(vii) του Ν.29/77, εν σχέσει με τους Κατηγορούμενους. Από τους παράγοντες του άρθρου 30(4)(β) του ίδιου Νόμου, οι οποίοι καθιστούν το αδίκημα λιγότερο σοβαρό, συνυπολογίζουμε προς όφελος των Κατηγορούμενων το είδος των απαγορευμένων ουσιών που βρέθηκαν στην κατοχή τους, το οποίο ήταν Τάξεως Β´, μη παραγνωρίζοντας την ποσότητα, ενώ για τον Κατηγορούμενο 1, λαμβάνεται επιπλέον υπόψη, προς όφελος του, ότι συνεργάστηκε με τις αρχές, για δίωξη του Κατηγορούμενου 2, του οποίου η εμπλοκή, ως θα επεξηγηθεί κατωτέρω, ήταν πιο σημαντική από αυτή του Κατηγορούμενου 1. Ωστόσο, ως προς τον έτερο ισχυρισμό ότι ο Κατηγορούμενος 1 διέπραξε τα αδικήματα παρασυρόμενος από τον Κατηγορούμενο 2, ο οποίος εκμεταλλεύτηκε τις οικονομικές δυσκολίες του Κατηγορούμενου 1, ως πρόσωπο δυνάμενο να ενεργήσει τοιουτοτρόπως, θεωρούμε ότι από τα ενώπιον μας γεγονότα, δεν προκύπτει κάτι τέτοιο. Τουναντίον, θα λέγαμε ότι μέσα από το σύνολο των γεγονότων της υπόθεσης, προκύπτει ότι οι Κατηγορούμενοι δεν ήταν στενοί φίλοι, οι σχέσεις τους ήταν περιορισμένες και επομένως ο Κατηγορούμενος 2 δεν προκύπτει να αποτελούσε πρόσωπο δυνάμενο να ασκήσει τέτοια επιρροή στον Κατηγορούμενο 1. Είναι διαφορετικό κάποιος να έχει ανάγκη οικονομικής ενίσχυσης και να επιλέγει με εύκολο, αλλά παράνομο, τρόπο να αποκομίσει οικονομικό κέρδος και πολύ διαφορετικό να διέπραξε τα επίδικα αδικήματα παρασυρόμενος από πρόσωπα δυνάμενα να ασκήσουν επιρροή σ΄ αυτόν, προφανώς ως απόρροια της μεταξύ τους σχέσης.
Στην υπόθεση Rafael Alexis Valdez κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 144/16 και 145/2016, ημερ. 21.02.2017 σημειώθηκε ότι το Δικαστήριο που θα επιβάλει ποινή σε υπόθεση ναρκωτικών πρέπει να διαχωρίσει σε τι είδους μεταφορείς ναρκωτικών θα επιβάλει ποινή, με αναφορά στην ανάμειξη του δράστη στην πυραμίδα διακίνησης, όχι αυστηρά με το να τον «κατατάξει» σε κατηγορίες, ή υποκατηγορίες, αλλά να διακρίνει κάποια χαρακτηριστικά του που καθορίζουν αφενός τον βαθμό υπαιτιότητας του και αφετέρου το είδος και την ποσότητα των ναρκωτικών που μεταφέρει.
Εν προκειμένω, λαμβάνουμε υπόψη ότι δεν προσφέρθηκε μαρτυρία, ούτε προκύπτει από τα εκτεθέντα γεγονότα, αλλά ούτε και εξήχθησαν ευρήματα που να δύνανται να οδηγήσουν σε συμπέρασμα ότι οι Κατηγορούμενοι κατατάσσονται στους οργανωμένους εμπόρους ναρκωτικών. Ανεξαρτήτως όμως αυτού, εκείνο που έχει σημασία, σύμφωνα και με όσα λέχθηκαν στην υπόθεση Κωνσταντίνου ν Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 466, είναι πως είτε τα ναρκωτικά προωθούνται με σκοπό το κέρδος, είτε για οποιοδήποτε άμεσο ή έμμεσο όφελος, η κατάληξη είναι η ίδια, δηλαδή η διάδοση των ναρκωτικών σε άλλα πρόσωπα. Ουσιαστικά αυτό ήταν το νόημα και στην υπόθεση Salaryand v. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 541 όπου λέχθηκε ότι: «Κατ΄ ουσίαν, η εγκληματικότητα του προμηθευτή ναρκωτικών και του διαμεσολαβητή για τη διάθεση τους δε διαφέρει. Κοινός είναι ο σκοπός και κοινό το αντικείμενο. Σκοπός είναι η μόλυνση της κοινωνίας και αντικείμενο το κέρδος».
Κρίνουμε πως η ορθή προσέγγιση συμπληρώνεται με ενάργεια και στο ακόλουθο απόσπασμα από την εν λόγω υπόθεση Salaryand (ανωτέρω), όπου λέχθηκαν τα εξής:
«Έχει λεχθεί - και μπορεί να το επαναλάβουμε - ότι αυστηρή τιμωρία ατόμων που ενέχονται στη χρήση ναρκωτικών, όλως ιδιαίτερα των εμπόρων ναρκωτικών και των συνεργών τους, αποτελεί στοιχειώδη άμυνα της κοινωνίας και πράξη συμβάλλουσα στην παγκόσμια εκστρατεία καταπολέμησης και, ει δυνατόν, εκρίζωσης του κακού, που έχει επανειλημμένα χαρακτηριστεί ως η «μάστιγα των ναρκωτικών.»
(Η υπογράμμιση δική μας).
Στην προκειμένη περίπτωση, είναι γεγονός ότι οι Κατηγορούμενοι, αναμφίβολα, κατέστησαν τον εαυτό τους συνεργούς εμπόρων ναρκωτικών. Με τις δικές τους ενέργειες, είτε τούτες ήταν μικρότερης είτε μεγαλύτερης εμπλοκής, προσέφεραν σημαντική συνδρομή σε αυτούς. Το αποτέλεσμα των πράξεων τους, δεν ήταν άλλο από τη συνδρομή στη διακίνηση και διάδοση των ναρκωτικών σε άλλα πρόσωπα. Οφείλουμε να επισημάνουμε ότι παρά το ότι αυτός ο τρόπος δράσης δεν μετατρέπει κάποιο συνεργό αυτού του είδους σε ιθύνοντα νουν και ούτε εξισώνει την ευθύνη μεταξύ τους, εντούτοις δεν καθιστά άνευ σπουδαιότητας και σημασίας τη συνδρομή και βοήθεια την οποία παρέχουν τέτοιοι ενδιάμεσοι συνεργάτες προς πραγματοποίηση του τελικού στόχου, που δεν είναι άλλος από την ολοκλήρωση του εγκλήματος, χωρίς τον κίνδυνο σύλληψης των οργανωμένων εμπόρων από την Αστυνομία.
Στην Soleimani ν. Αστυνομίας (2006) 2 Α.Α.Δ. 476, λήφθηκε υπόψη ότι ο κατηγορούμενος δεν ήταν ο ιθύνων νους, αλλά λέχθηκε περαιτέρω ότι ο ρόλος του ως μεταφορέα, ήταν «…ιδιαιτέρως σημαντικός, θα προσθέταμε απαραίτητος, πράγμα που δικαιολογεί και την περαιτέρω παρατήρηση του Κακουργιοδικείου πως η δράση του δεν διέφερε από τη δράση οποιουδήποτε προσώπου που ενεργεί ως έμπορος ναρκωτικών».
Εν προκειμένω, ο ρόλος του Κατηγορούμενου 1 ήταν προφανώς πιο περιορισμένος από εκείνον που είχε ο Κατηγορούμενος 2. Θα συμφωνήσουμε με την κα Κόκκινου ότι ο Κατηγορούμενος 1, στην ουσία, εκτελούσε χρέη μεταφορέα. Από την άλλη, ως προς το ρόλο του Κατηγορούμενου 2 στην όλη επιχείρηση εισαγωγής των επίδικων ναρκωτικών, ο κος Λοΐζου ανέφερε ότι τούτος περιορίζεται σε ρόλο αποθηκάριου. Με κάθε σεβασμό, δεν συμφωνούμε με τη θέση αυτή, αφού από τα ευρήματα του ίδιου του Δικαστηρίου, η εμπλοκή του Κατηγορούμενου 2 δεν ήταν τόσο περιορισμένη. Συγκεκριμένα, ήταν το πρόσωπο που προσέγγισε τον Κατηγορούμενο 1, ζήτησε και συμφώνησε μαζί του όπως λάβει τα προσωπικά του στοιχεία για σκοπούς παραλαβής του πακέτου, προέβαινε, σε διάσπαρτες ημερομηνίες, σε ενημερώσεις ως προς την πορεία του πακέτου και τέλος έδωσε εντολές στον Κατηγορούμενο 1 εν σχέσει με την παραλαβή του από το Ταχυδρομείο και την παράδοση του στον ίδιο. Εξάλλου δεν πρέπει να λησμονείται ότι η εισαγωγή του εν λόγω πακέτου από τον Καναδά δεν αποτελεί για τον Κατηγορούμενο 2 τη μοναδική περίπτωση εμπλοκής του με την κατοχή τέτοιων ουσιών, αφού κατά την έρευνα στο διαμέρισμα, όπου εντέλει διεφάνη ότι διέμενε, ανευρέθη και άλλη, αρκετά μεγάλη, ποσότητα ξηρής φυτικής ύλης κάνναβης, που κατά τεκμήριο σκοπός ήταν η προμήθεια της σε τρίτα πρόσωπα. Βέβαια, δεν λέμε ότι ανήκε ή συμμετείχε στην ομάδα εμπόρων, αλλά η συμμετοχή του ήταν ουσιώδης αφού πέραν από το να τα έχει υπό τη φύλαξη του, ως αποθηκάριος, συμμετείχε ενεργά και στη διαδικασία εισαγωγής τους και δη με την ανεύρεση τρίτων προσώπων, εξυπηρετώντας έτσι τον ιδιοκτήτη των ναρκωτικών. Κατά συνέπεια, θεωρούμε ότι ο ρόλος του διαφοροποιείται ουσιωδώς από τον συγκατηγορούμενο του, του οποίου ήταν μικρότερος. Η ουσία όμως είναι ότι ο ρόλος έκαστου Κατηγορούμενου, είτε αυτός ήταν μικρότερος ή μεγαλύτερος, ως ήδη αναφέρθηκε ανωτέρω, αποτελούσε αναγκαίο κρίκο στην αλυσίδα της υλοποίησης του ουσιαστικού αδικήματος, ήτοι της διασποράς των ναρκωτικών.
Λαμβάνοντας λοιπόν υπόψη το είδος και την ποσότητα των ναρκωτικών που είχαν στην κατοχή τους οι Κατηγορούμενοι, ότι προορίζονταν να διατεθούν στο κοινό και ότι εν γνώσει τους συνέδραμαν, με τον τρόπο που εξηγήθηκε ανωτέρω, στην κάθε περίπτωση ξεχωριστά, κρίνουμε ότι η ανάγκη για αυστηρή ποινή είναι δεδομένη, ώστε, μεταξύ άλλων, να σταλεί και μήνυμα αποτροπής. Τα Δικαστήρια οφείλουν, μέσω των επιβαλλόμενων ποινών, να σταθούν αρωγοί της κοινωνίας ώστε να αντιμετωπιστεί η μάστιγα των ναρκωτικών, η οποία εξακολουθεί να βρίσκεται σε έξαρση (βλ. Βαρδάκη v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 186/21, ημερ. 14.07.2022), ECLI:CY:AD:2022:B302.
Βέβαια, δεν μας διαφεύγουν και τα όσα έθεσε η κα Κόκκινου εν σχέσει με το ότι η κάνναβη που ανευρέθη στις δύο συσκευασίες του επίδικου πακέτου από τον Καναδά ήταν μειωμένης περιεκτικότητας σε τετραϋδροκανναβινόλη (THC) και επομένως χαμηλής αγοραστικής αξίας και δραστικότητας, γεγονός το οποίο θα πρέπει να προσμετρήσει προς όφελος των Κατηγορουμένων. Επί τούτου σημειώνουμε ότι έχουμε δει περιπτώσεις με μεγαλύτερα ποσοστά τετραϋδροκανναβινόλης από ότι της περιεκτικότητας της προαναφερθείσας ποσότητας. Συνεπώς με τα πιο πάνω κατά νου και με δεδομένο ότι για την ξηρή φυτική ύλη κάνναβης που ανευρέθηκε στο διαμέρισμα του Κατηγορούμενου 2 δεν υπήρξε ποσοτικός προσδιορισμός της τετραϋδροκανναβινόλης θα θεωρήσουμε την επίδικη κάνναβη «χαμηλής περιεκτικότητας», κάτι που επενεργεί - σε πολύ μικρό βέβαια βαθμό - ως ελαφρυντικό για τους Κατηγορούμενους. Προς τούτο, παραπέμπουμε σχετικά, στα όσα λέχθηκαν στην υπόθεση Μαυρολουκά ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφεση 74/2021(Σχετ. Ποιν.Εφ.95/21), ημερ. 31.10.2023, τα οποία και υιοθετούμε, κατ’ αναλογία, για σκοπούς της παρούσας. Συγκεκριμένα αναφέρθηκε ότι:
«Η καθαρότητα των ναρκωτικών ουσιών, ως σχετικός παράγοντας στην επιμέτρηση της ποινής, αναγνωρίστηκε από την Αγγλική νομολογία, η οποία υιοθετείται από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Memic v. Δημοκρατίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 276. Σχετικό είναι το κάτωθι απόσπασμα:
«Σύμφωνα με την αγγλική νομολογία, στην οποία ο ευπαίδευτος συνήγορος μας παρέπεμψε για να υποστηρίξει τη θέση του, η καθαρότητα των ναρκωτικών στα οποία αφορούν οι κατηγορίες, όπως αυτές που αντιμετώπισε ο εφεσείων, αποτελεί πράγματι σχετικό παράγοντα, ο οποίος λαμβάνεται υπόψη, (βλ. R. v. Aranguren a.ο. [1994] 99 Cr. App. R. 347, R. v. Patel [1995] 16 Cr. App. R.(S.) 267, R. v. Morris [2001] 1 Cr. App. R. 4, R. v. Mashaollahi [2001] Cr. App. R. 6, R. v. Xherahi, [2003] EWCA Crim 1614 και R. v. Stephens [2012] EWCA Crim 829).
[…]
Υπογραμμίζεται ότι η ανάγκη για ποιοτικό προσδιορισμό της καθαρότητας της απαγορευμένης ουσίας στην οποία αναφέρεται η Αγγλική νομολογία, με αφετηρία την υπόθεση Aranguren (1994) 99 Cr. App. R. 347, σχετίζεται με ναρκωτικά Τάξης «Α». Δεν αφορά ναρκωτικά τάξης «Β» όπως είναι η ρητίνη κάνναβης, ούτε επηρεάζει την θέση της νομολογίας πριν την εν λόγω υπόθεση, σε σχέση με ναρκωτικά τάξης «Β» ή «Γ» (βλ. Misuse of Drugs and Drug Trafficking Offences 6η έκδοση (2012), Rudi Fortson QC, σελ. 902). Από την άλλη, σύμφωνα με την Αγγλική νομολογία το αυξημένο ποσοστό (15 - 20%), τετραϋδροκανναβινόλης (THC) στη ρητίνη κάνναβης, γνωστό και ως "skank", δικαιολογεί την επιβολή αυστηρότερης ποινής λόγω της αυξημένης δραστικότητας (potency) του ναρκωτικού (R. ν. Dung [2014] EWCA Crim 348). Γενικά, το αυξημένο ποσοστό τετραϋδροκανναβινόλης σε ορισμένα είδη κάνναβης, προσδίδει ουσιωδώς ψηλότερη αγοραστική αξία συγκριτικά με κάνναβη μικρότερης δραστικότητας (R. v. Auton [2011] EWCA Crim 76).
[…]
Η αυξημένη περιεκτικότητα τετραϋδροκανναβινόλης (THC) της ρητίνης κάνναβης, λαμβάνεται υπόψη ως επιπρόσθετος επιβαρυντικός παράγοντας, δικαιολογώντας την επιβολή ψηλότερης ποινής, ένεκα της αυξημένης δραστικότητας και μεγαλύτερης αγοραστικής αξίας της ναρκωτικής ουσίας. Προκύπτει από την απόφαση ότι επειδή δεν υπήρξε ποσοτικός προσδιορισμός της τετραϋδροκανναβινόλης, η επίδικη κάνναβη λήφθηκε υπόψη ως χαμηλής αγοραστικής αξίας, το οποίο προσμέτρησε υπέρ του Εφεσείοντος (βλέπε Γλυκερίου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 171/20, ημερ. 8.7.2022, ECLI:CY:AD:2022:B287, ECLI:CY:AD:2022:B287, Γεωργίου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 38/19 (Σχ.50/19) ημερ. 20.1.2022).».
Εν συνεχεία, προς όφελος των Κατηγορουμένων λαμβάνουμε υπόψη τις προσωπικές, οικογενειακές, οικονομικές και άλλες περιστάσεις τους, όπως αναφέρονται στην αγόρευση των συνηγόρων τους, αλλά και στην έκθεση του Γραφείου Ευημερίας για έκαστο εξ αυτών. Έχουμε ξεχωρίσει και καταγράψει ανωτέρω ό,τι θεωρούμε πιο σημαντικό στο πλαίσιο αυτό, χωρίς όμως να παραγνωρίζουμε οτιδήποτε άλλο έχει λεχθεί. Όλα έχουν συνεκτιμηθεί και διαδραματίσει τον ρόλο τους στη διαμόρφωση της ποινής.
Λαμβάνουμε υπόψη το λευκό ποινικό τους μητρώο, καθώς και ότι στην 4η δεκαετία της ζωής τους είναι η πρώτη φορά που βρίσκονται αντιμέτωποι με τη Δικαιοσύνη. Επιπλέον, προσμετρούμε προς όφελος τους, τη δήλωση τους, η οποία εκφράστηκε μέσω των δικηγόρων τους, ότι έχουν μετανοήσει για τις πράξεις τους, εκφράζοντας ο μεν Κατηγορούμενος 1 την ειλικρινή του μεταμέλεια, υποσχόμενος ότι δεν θα απασχολήσει στο μέλλον τα Δικαστήρια, ο δε Κατηγορούμενος 2 την απολογία του προς το Δικαστήριο και την κοινωνία. Ο μεν πρώτος, στην ουσία, ζητά από το Δικαστήριο να θεωρήσει την αξιόποινη συμπεριφορά του, ως ένα εσφαλμένο χειρισμό (παρασυρόμενος) λόγω της οικονομικής του δυσπραγίας, ενώ ο δεύτερος, την αποδίδει σε μια στιγμή επιπολαιότητας, εφόσον ήταν σε άθλια ψυχολογική και οικονομική κατάσταση.
Είναι γνωστό βέβαια ότι «η έκφραση μεταμέλειας κατ’ αρχήν, εν τοις πράγμασι, ισοδυναμεί με έστω και εκ των υστέρων παραδοχή» [βλ. John v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφεση 201/13, ημερ. 17.06.2016] και ως τέτοια εξασφαλίζει έκπτωση στην ποινή που θα επιβληθεί σε ένα κατηγορούμενο, έστω και αν τηρήθηκε αντίθετη στάση, καθ' όλη τη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου [βλ. TABRAZV v. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση 8/2017, ημερ. 04.05.2018, Αθανασίου ν. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 325, Mukhabbat ν. Αστυνομίας, Πoιν. Εφ. 136/15, ημερ. 08.05.2016 και Wu Chun-piu v. The Queen (P.C.) (1966) 1 W.L.R. 1113].
Επιπλέον, εν σχέσει με τον Κατηγορούμενο 1, λαμβάνουμε ιδιαίτερα υπόψη τις δυσμενείς συνέπειες που επήλθαν τόσο στον ίδιο, όσο και στην οικογένεια του γενικότερα, κατά το χρόνο που τούτος τελεί υπό κράτηση. Ειδικότερα, ότι χώρισε με την Τουρκοκύπρια φίλη του που διατηρούσε δεσμό, επηρεάστηκε η υγεία του ιδίου αλλά και των γονιών του, όπως και τα οικονομικά του δεδομένα, καθώς επίσης και ότι η άδεια που έλαβε, άνευ απολαβών, από την εργασία του ήταν μέχρι τις 02.05.2025, ημερομηνία κατά την οποία, εάν δεν επέστρεφε, θα απολυόταν. Από την άλλη βέβαια, δεν πρέπει να λησμονείται ότι είναι ο ίδιος ο Κατηγορούμενος 1, που με τις δικές του έκνομες ενέργειες, έφερε τον εαυτό του σε αυτή τη δυσμενή θέση. Αυτού λεχθέντος, θα πρέπει όμως να επισημάνουμε ότι οι προσωπικές περιστάσεις ενός κατηγορούμενου, σύμφωνα με τη νομολογία, λαμβάνονται μεν υπόψη, αλλά, για αδικήματα που βρίσκονται σε έξαρση, ως τα επίδικα, υπερτερεί σαφώς η ανάγκη για επιβολή αυστηρής και αποτρεπτικής ποινής [βλ. Zahra Ali Gholi v. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 30, Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 577 και Χρυσάνθου v. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 221].
Περαιτέρω, δεν μας διαφεύγει ότι δεν έχει προκύψει, από τα όσα τέθηκαν ενώπιον μας, πιο ήταν το οικονομικό όφελος που έλαβε ή θα λάμβανε ο Κατηγορούμενος 1 από την εμπλοκή του στην εισαγωγή της εν λόγω ποσότητας. Το μόνο σίγουρο είναι ότι ο λόγος της εμπλοκής του, ως προκύπτει και από τις αγορεύσεις της συνηγόρου του, ήταν προς αποκόμιση οικονομικού οφέλους. Επί τούτου σημειώνουμε ότι η οικονομική δυσπραγία του Κατηγορούμενου 1, παρότι κατανοητή, εντούτοις δεν αποτελεί ελαφρυντικό, ούτε μπορεί να δικαιολογήσει την καταφυγή του στο έγκλημα και ιδιαίτερα ενόψει της φύσης των αδικημάτων [βλ. Σταύρου «Φάντης» ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ.61, Μακρή ν. Δημοκρατίας (2013) 2 Α.Α.Δ.15, Περικλέους ν. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ.397, Κυριάκου ν. Δημοκρατίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 154 και Evtim Rumerov Iliev v Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ.218/16, ημερ. 18.1.2018].
Τέλος, σημασία δίνεται και στη διαγωγή του Κατηγορούμενου 1 καθ’ ον χρόνο τούτος βρίσκεται στις Κεντρικές Φυλακές,
Εν σχέσει με τον Κατηγορούμενο 2, λαμβάνουμε επίσης υπόψη την άμεση παραδοχή του στις πλείστες εκ των κατηγοριών που τον αφορούσαν. Έχει επανειλημμένα τονιστεί ότι η παραδοχή πρέπει να αμείβεται με σχετική έκπτωση στην ποινή. Αυτό ενθαρρύνει τους αδικοπραγούντες να παραδέχονται ενοχή με αποτέλεσμα να μην σπαταλείται πολύτιμος χρόνος στην εκδίκαση υποθέσεων [βλ. Χαρτούπαλλος ν. Δημοκρατίας (2002) 1 Α.Α.Δ. 28]. Η παραδοχή του Κατηγορούμενου 2 ήταν άμεση στις πλείστες εκ των κατηγοριών που των αφορούν [βλ. Gorko κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 458, 463]. Ωστόσο, δεν μας διαφεύγει ότι σε υποθέσεις ναρκωτικών, ως έχει νομολογηθεί, η παραδοχή δεν πρέπει να υπερτιμάται, εφόσον τέτοιας φύσεως παράνομη συμπεριφορά δεν βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με άλλες περιπτώσεις παραβατικής συμπεριφοράς [βλ. Mustapha Kemal Firat ν. Δημοκρατίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 402].
Λαμβάνουμε επίσης, τις συνέπειες που επήλθαν στην οικογένεια του, ενόψει των έκνομων πράξεων του και συγκεκριμένα ότι η σύζυγος του προχώρησε με την έκδοση διαζυγίου, καθώς και ότι διαταράχθηκε η επικοινωνία του με τα τέκνα του. Επαναλαμβάνουμε βέβαια, ότι και ο Κατηγορούμενος 2 είναι εξαιτίας των δικών του ενεργειών που έφερε τον εαυτό του σε αυτή τη θέση.
Πέραν των πιο πάνω και έχοντας υπόψη τη θέση της Υπεράσπισης του Κατηγορούμενου 2, ως προκύπτει από την γραπτή αγόρευση του συνηγόρου του, ο Κατηγορούμενος 2 δεν ήταν ιδιοκτήτης των ναρκωτικών. Βέβαια, το πρόσωπο αυτό, δεν κατονομάστηκε από τον Κατηγορούμενο 2, ένεκα φόβου για τη ζωή τόσο του ιδίου όσο και της ασφάλειας της οικογένειας του. Δεν είναι δύσκολο κάποιος να αναγνωρίσει τους λόγους και ταυτόχρονα να κατανοήσει τους φόβους για τους οποίους ο Κατηγορούμενος 2 δεν κατονόμασε τα πρόσωπα αυτά. Ωστόσο, παραμένει ως γεγονός ότι τα πρόσωπα αυτά παραμένουν ελεύθερα και απρόσκοπτα συνεχίζουν το ανησυχητικό και επικίνδυνο φαινόμενο της εξάπλωσης των ναρκωτικών, κάτι το οποίο θα ήταν ένα πρόσθετο στοιχείο που θα προσμετρούσε προς όφελος του σε περίπτωση που προέβαινε στη σχετική υπόδειξη τους [βλ. Ανδρέας Γεωργιάδης (ανωτέρω)].
Παράλληλα με όλα τα πιο πάνω, λαμβάνουμε υπόψη, προς όφελος των Κατηγορουμένων, τον χρόνο που έχει παρέλθει από τη διάπραξη των αδικημάτων της παρούσας υπόθεσης, ήτοι σχεδόν 1 ½ έτος, πλην όμως σημειώνουμε ότι αυτός δεν είναι τέτοιος που να μπορεί να οδηγήσει σε διαφοροποίηση του είδους της ποινής.
Εξετάσαμε λοιπόν με προσοχή όλα τα στοιχεία που συνθέτουν την παρούσα υπόθεση, ήτοι τα γεγονότα που συνιστούν και περιβάλλουν τα αδικήματα, τους ελαφρυντικούς και μετριαστικούς για την ποινή παράγοντες, συμπεριλαμβανομένων των προσωπικών περιστάσεων έκαστου Κατηγορούμενου και σταθμίσαμε, κατά το δυνατόν, όλους τους παράγοντες που επιδρούν στον καθορισμό της ποινής και κρίνουμε ότι η μόνη αρμόζουσα ποινή είναι αυτή της φυλάκισης. Όλοι οι ελαφρυντικοί παράγοντες για ένα έκαστο των Κατηγορούμενων θα αντανακλούνται στην έκταση της ποινής που θα τους επιβληθεί.
Συνυπολογίζοντας λοιπόν όλα τα πιο πάνω, επιβάλλουμε στους Κατηγορούμενους τις ακόλουθες ποινές:
Στον Κατηγορούμενο 1:
Στην κατηγορία 4 (παράνομη κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως Β’ με σκοπό την προμήθεια του σε άλλα πρόσωπα), ποινή φυλάκισης 6 ½ ετών.
Στην κατηγορία 7 (εισαγωγή ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως Β’), ποινή φυλάκισης 6 ½ ετών.
Στην κατηγορία 1 (συνωμοσία προς διάπραξη κακουργήματος), κρίνουμε ορθό και δίκαιο όπως μην επιβληθεί ποινή, καθότι έχει επιβληθεί ποινή στο ουσιαστικό αδίκημα.
Στην κατηγορία 3 (παράνομη κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως Β’) δεν επιβάλλεται ποινή, εν όψει του ότι τα γεγονότα αυτής καλύπτονται από αυτά της κατηγορίας 4.
Στον Κατηγορούμενο 2:
Στην κατηγορία 2 (εισαγωγή ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως Β’), ποινή φυλάκισης 7 ετών.
Στην κατηγορία 4 (παράνομη κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως Β’ με σκοπό την προμήθεια του σε άλλα πρόσωπα), ποινή φυλάκισης 7 ετών.
Στην κατηγορία 6 (παράνομη κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως Β’ με σκοπό την προμήθεια του σε άλλα πρόσωπα), ποινή φυλάκισης 5 ετών.
Στην κατηγορία 1 (συνωμοσία προς διάπραξη κακουργήματος), κρίνουμε ορθό και δίκαιο όπως μην επιβληθεί ποινή, καθότι έχει επιβληθεί ποινή στο ουσιαστικό αδίκημα.
Στις κατηγορίες 3 και 5 (παράνομη κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως Β’), δεν επιβάλλεται ποινή, εν όψει του ότι τα γεγονότα αυτών καλύπτονται από αυτά των κατηγοριών 4 και 6 αντίστοιχα.
Οι ποινές για ένα έκαστο των Κατηγορουμένων, να συντρέχουν. Ενόψει του ύψους της ποινής που επιβλήθηκε στον Κατηγορούμενο 2, δεν εγείρεται θέμα εξέτασης της εισήγησης του συνηγόρου του, για αναστολή της.
Τέλος, βάσει του άρθρου 117 του Κεφ.155 οι πιο πάνω ποινές να μειωθούν κατά το χρονικό διάστημα που οι Κατηγορούμενοι τελούν σε προφυλάκιση, ήτοι από τις 22.11.2023.
(Υπ.) …………………………………
Χρ. Παρπόττα, Π.Ε.Δ.
(Υπ.) …………………………………
Χρ. Ρασπόπουλος, Α.Ε.Δ.
(Υπ.) …………………………………
Π. Σαββίδης, Ε.Δ.
ΠΙΣΤΟ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ
ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο