ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ν. SHIMON MISTRIEL AYKOUT, Αρ. Υπόθεσης: 10806/24, 13/2/2025
print
Τίτλος:
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ν. SHIMON MISTRIEL AYKOUT, Αρ. Υπόθεσης: 10806/24, 13/2/2025

ΜΟΝΙΜΟ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

ΣΥΝΘΕΣΗ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ:  Χρ. Παρπόττα, Π.Ε.Δ.

                                                    Χρ. Ρασπόπουλος, Α.Ε.Δ.

                                                     Π. Σαββίδης, Ε.Δ.

 

Αρ. Υπόθεσης:  10806/2024

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

Κατηγορούσα Αρχή

 

v.

 

SHIMON MISTRIEL AYKOUT

 

                                                                                    Κατηγορούμενος

 

-------------

 

13 Φεβρουαρίου, 2025

 

Εμφανίσεις:

Για την Κατηγορούσα Αρχή: κος Α. Αριστείδης

Για τον Κατηγορούμενο: κα Μ. Νεοφύτου μαζί με κα Ν. Χαραλαμπίδου

 

Κατηγορούμενος παρών

 

Ε Ν Δ Ι Α Μ Ε Σ Η  Α Π Ο Φ Α Σ Η

(Αίτημα Κράτησης)

 

Η παρούσα υπόθεση ήταν ορισμένη στις 6.2.2025, ημερομηνία κατά την οποία απαγγέλθηκαν στον Κατηγορούμενο οι κατηγορίες που αντιμετωπίζει, με τον τελευταίο να απαντά μη παραδοχή. Κατόπιν τούτου, η υπόθεση ορίστηκε για ακρόαση στις 26.3.2025.

 

Σημειωτέον ότι ο Κατηγορούμενος τελεί υπό κράτηση, στα πλαίσια της παρούσας υπόθεσης, από τις 19.6.2024, οπότε και η υπόθεση καταχωρήθηκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο. Το Επαρχιακό Δικαστήριο, παραπέμποντας την υπόθεση στο Κακουργιοδικείο, είχε διατάξει την κράτηση του Κατηγορουμένου με απόφαση ημερομηνίας 20.6.2024. Το αίτημα κράτησης επαναλήφθηκε και ενώπιον του Κακουργιοδικείου. Το Κακουργιοδικείο, με απόφαση ημερομηνίας 11.9.2024, ενέκρινε το αίτημα, στη βάση του κινδύνου φυγοδικίας. Έκτοτε, για τους λόγους που φαίνονται στα πρακτικά της διαδικασίας και κατόπιν διαφόρων προδικαστικών θεμάτων που ήγειρε η Υπεράσπιση, η υπόθεση αναβλήθηκε σε διάφορες δικασίμους, με το Δικαστήριο να εγκρίνει, κάθε φορά, αίτημα της Κατηγορούσας Αρχής για περαιτέρω κράτηση του Κατηγορουμένου.

 

Αφότου η υπόθεση ορίστηκε για ακρόαση, ο συνήγορος της Κατηγορούσας Αρχής υπέβαλε εκ νέου αίτημα για παράταση της κράτησης του Κατηγορούμενου μέχρι την επόμενη δικάσιμο, στη βάση προηγούμενης διαταγής του Δικαστηρίου. Στο αίτημα υπήρξε ένσταση από μέρους του Κατηγορούμενου. Πολύ συνοπτικά, οι συνήγοροι Υπεράσπισης ισχυρίστηκαν παραβίαση του καθήκοντος των φυλακών για άμεση και επαρκή διάγνωση ασθενείας από την οποία ισχυρίζονται ότι πάσχει ο Κατηγορούμενος και παροχή κατάλληλης ιατρικής φροντίδας. Ένεκα τούτου, ισχυρίζονται ότι υπάρχει παραβίαση των άρθρων 2 και 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), και έτσι η κράτηση δεν μπορεί να συνεχιστεί. Η κα Νεοφύτου αναφέρθηκε στο ιστορικό επί του οποίου εδράζει τα επιχειρήματα της. Συνοψίζοντας, η θέση της Υπεράσπισης είναι ότι, παρά το γεγονός ότι οι Κεντρικές Φυλακές είχαν ενώπιον τους δεδομένα που καταδείκνυαν την ύπαρξη της ως άνω ασθένειας, εντούτοις δεν έδρασαν έγκαιρα και αποτελεσματικά. Στον αντίποδα, η Κατηγορούσα Αρχή αμφισβήτησε τη διάγνωση ότι ο Κατηγορούμενος πάσχει από καρκίνο καθώς επίσης ότι δεν παρασχέθηκε στον Κατηγορούμενο κάθε απαραίτητη ιατρική φροντίδα και σε κάθε περίπτωση υποστήριξε ότι η κατάσταση της υγείας του Κατηγορούμενου δεν είναι ασυμβίβαστη με τις συνθήκες κράτησης του.

 

Στη βάση των πιο πάνω και με δεδομένο ότι υπάρχουν αντικρουόμενες θέσεις επί του πραγματικού υποβάθρου, τα μέρη συμφώνησαν ότι θα πρέπει να ακουστεί μαρτυρία για τα εγειρόμενα θέματα και υπέβαλαν σχετικό αίτημα στο Δικαστήριο, το οποίο το ενέκρινε, κατ’ εξαίρεση του γενικού κανόνα ότι δεν προσκομίζεται συνήθως μαρτυρία σε τέτοιου είδους διαδικασίες (βλ. Todorov v. Αστυνομικό Διευθυντή Πάφου, Ποιν. Εφ. Αρ. 293/2015 και 294/2015, ημερ. 19.11.2015 και S. M. V. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 75/2021, ημερ. 6.7.2021), ECLI:CY:AD:2021:B299καθορίζοντας παράλληλα και με τη σύμφωνη γνώμη των διαδίκων, τη διαδικασία που θα ακολουθηθεί. Προς υποστήριξη των θέσεων της, η Κατηγορούσα Αρχή κάλεσε δύο μάρτυρες, ήτοι την Δρ. Ελένη Αντωνίου (Μ.Κ.1) και τον Δρ. Ανδρέα Κυριακίδη (Μ.Κ.2). Η Υπεράσπιση κάλεσε έναν μάρτυρα, ήτοι τον Dr. George Kaye (Μ.Υ.1).  

 

Έχουμε ακούσει τη μαρτυρία των εν λόγω μαρτύρων και τη λαμβάνουμε υπόψη στο σύνολο της. Προτού όμως αναφερθούμε σε αυτή, θα καταγράψουμε όσα φαίνεται να προκύπτουν ως κοινό έδαφος ανάμεσα στα μέρη, πλείστα εκ των οποίων προκύπτουν και από έγγραφα που κατατέθηκαν ως τεκμήρια, ώστε στη συνέχεια να περιοριστούμε στην καταγραφή του μέρους εκείνου της μαρτυρίας, που κρίνεται αναγκαίο για σκοπούς εξέτασης των εγειρόμενων ζητημάτων. Τα ακόλουθα λοιπόν αποτελούν κοινό τόπο:

 

Έχουμε ήδη αναφέρει ότι ο Κατηγορούμενος τελεί υπό κράτηση από τις 19.6.2024. Πριν την άφιξη του στις Κεντρικές Φυλακές και ενώ τελούσε υπό κράτηση σε αστυνομικά κρατητήρια, είχε εξεταστεί από καρδιολόγο, ο οποίος δεν διαπίστωσε οποιοδήποτε καρδιολογικό πρόβλημα. Στις 21.6.2024, μετά από την άφιξη του στις Κεντρικές Φυλακές, ο Κατηγορούμενος εξετάστηκε από τη Μ.Κ.1, η οποία εργάζεται στις Κεντρικές Φυλακές, εκτελώντας χρέη ιατροδικαστή και γενικού ιατρικού λειτουργού. Ο Κατηγορούμενος της ανέφερε ότι χρησιμοποιεί μηχανή άπνοιας, την οποία είχε στην κατοχή του. Έτσι, η Μ.Κ.1 τον παρέπεμψε στην πνευμονολόγο Δρ. Γιόφκα, που τον εξέτασε, χωρίς να εντοπίσει οτιδήποτε ανησυχητικό πνευμονολογικά. Στις 9.8.2024, κατόπιν επιθυμίας του ίδιου του Κατηγορουμένου, τον επισκέφθηκε ο Δρ. Στεφάνου. Ο εν λόγω ιατρός ετοίμασε έκθεση (Τεκμήριο 11), όπου αναφέρει ότι εξέτασε τον Κατηγορούμενο και εισηγείται να γίνουν διάφορες εξετάσεις, μεταξύ των οποίων μέτρηση PSA, ήτοι του ειδικού προστατικού αντιγόνου. Ο Δρ. Στεφάνου εισηγείται επίσης αξιολόγηση από ειδικό ουρολόγο λόγω πιθανής παρουσίας καλοήθους υπερπλασίας προστάτη. Παρεμβάλλουμε εδώ ότι ήταν, επίσης, κοινό έδαφος, ανάμεσα στους μάρτυρες κάθε πλευράς, ότι η μέτρηση PSA αποτελεί μια ένδειξη για πιθανή παρουσία καρκίνου, χωρίς όμως να είναι καθοριστική για τη διάγνωση αυτού, καθώς απαιτείται να ληφθούν υπόψη και άλλες παράμετροι, ώστε να τεθεί τέτοια διάγνωση. Ο Κατηγορούμενος παραπέμφθηκε από την Μ.Κ.1 σε ειδικό ουρολόγο και όντως, στις 25.11.2024, επισκέφθηκε τον Μ.Κ.2 που εργάζεται στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας. Εκείνη την ημέρα όμως δεν κατέστη δυνατή η πλήρης ουρολογική εξέταση, καθότι ο Κατηγορούμενος δεν ήταν σε θέση να συνεννοηθεί με τον γιατρό στην αγγλική γλώσσα. Παρά ταύτα, ο Μ.Κ.2  συνέστησε να γίνει αιματολογική εξέταση για το PSA και να διευθετηθεί νέα εξέταση στην παρουσία διερμηνέα. Σημειωτέον ότι εξέταση για το PSA είχε γίνει και τον Αύγουστο του 2024 και τα αποτελέσματα της είχαν τεθεί υπόψη του Μ.Κ.2, ο οποίος διέταξε να γίνει η ως άνω επαναληπτική εξέταση. Στις 26.11.2024, έγινε η νέα εξέταση PSA. Κατόπιν άδειας που ζήτησε ο Κατηγορούμενος από τις Κεντρικές Φυλακές, διευθετήθηκε όπως υποβληθεί σε αιματολογικές εξετάσεις και από ιδιωτικό χημείο, όπερ και έγινε στις 13.12.2024 (Τεκμήριο 1). Την ίδια ημέρα, έγιναν αιματολογικές εξετάσεις και εκ μέρους των Φυλακών, μέσω του χημείου του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας. Τα αποτελέσματα των εν λόγω εξετάσεων καταγράφονται σε σχετικές εκθέσεις (Τεκμήρια 1, 8 και 8Α). Στις 20.12.2024, η Μ.Κ.1 ετοίμασε ιατρική έκθεση (Τεκμήριο 7), όπου ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι τα αποτελέσματα των εξετάσεων είναι απολύτως φυσιολογικά. Όπως είπε χαρακτηριστικά «είναι τόσο καλά που κανείς δεν μπορεί να πιστέψει ότι ένας άνθρωπος της ηλικίας των 74 ετών είναι τόσο υγιής».

 

Στις 10.1.2025 επισκέφθηκε τον Κατηγορούμενο ο Μ.Υ.1, ο οποίος είναι γενικός ιατρός, επικεφαλής διαγνωστικής κλινικής σε νοσοκομείο του Λονδίνου, που σκοπό έχει, ως υποστήριξε, την έγκαιρη διάγνωση καρκίνων, ιδιαίτερα σε σχέση με τον προστάτη, το πάγκρεας και τις ωοθήκες. Κατά την εξέταση που έγινε από τον Μ.Υ.1 στις 10.1.2025, στις Κεντρικές Φυλακές, ο τελευταίος έλαβε από τον Κατηγορούμενο το ιστορικό, τον εξέτασε κλινικά, καθώς επίσης συνέλεξε δείγματα αίματος και ούρων, προκειμένου να τα στείλει για αναλύσεις. Συγκεκριμένα, ο Μ.Υ.1 συνεργάζεται με την εταιρεία Datar Cancer Genetics, η οποία έχει δημιουργήσει κάποιες ειδικές εξετάσεις ανίχνευσης κυκλοφορούντων καρκινικών κυττάρων (circulating tumor cells), με στόχο τη διάγνωση καρκίνου. Στο Δικαστήριο παρουσιάστηκαν αποτελέσματα που έγιναν από την εν λόγω εταιρεία (Τεκμήριο 16), όπου αναφέρεται θετική ένδειξη στην ύπαρξη κυκλοφορούντων καρκινικών κυττάρων στον προστάτη. Κατά τη θέση του Μ.Υ.1, μέσα από το σύνολο των εξετάσεων στις οποίες προέβη, η διάγνωση του είναι ότι ο Κατηγορούμενος πάσχει από καρκίνο του προστάτη.

 

Μετά την παράθεση των πιο πάνω, προχωρούμε στη σύνοψη της μαρτυρίας που δόθηκε ενώπιον μας.

 

Κατά τη μαρτυρία της στο Δικαστήριο, η Μ.Κ.1, σε σχέση με τον λόγο που η εξέταση από τον Μ.Κ.2 έγινε στις 5.2.2025 και όχι νωρίτερα, είπε ότι μετά την πρώτη επίσκεψη στον Μ.Κ.2, έγινε προσπάθεια να ανευρεθεί διερμηνέας και ο Κατηγορούμενος παραπέμφθηκε εκ νέου στον ίδιο γιατρό, με το ραντεβού να διευθετείται στις 5.2.2025. Σε ερώτηση γιατί δεν διευθετήθηκε νωρίτερα είπε ότι τα ραντεβού καθορίζονται από τον ΟΚΥΠΥ και το ΓΕΣΥ, χωρίς εμπλοκή της ίδιας. Πρόσθεσε όμως ότι, αν ένας Κατηγορούμενος το επιθυμεί, υπάρχει πάντα η δυνατότητα να γίνουν άμεσα εξετάσεις, με δικά του έξοδα. Είπε επίσης ότι δεν υπήρχε εν προκειμένω κάτι τόσο επείγον που να την έθετε σε εγρήγορση, ώστε να επιμένει σε ραντεβού, μέσω του ΟΚΥΠΥ, νωρίτερα. Αναφορικά με την αξονική τομογραφία κάτω κοιλιάς και πυέλου (Τεκμήριο 2) και υπέρηχο του προστάτη (Τεκμήριο 3), που έγιναν στις 5.2.2025 (Τεκμήρια 9 και 10) είπε ότι δεν τις είχε ζητήσει ο Μ.Κ.2, αλλά η ίδια, ως είθισται, για την προετοιμασία του ασθενή, προκειμένου να αποφευχθεί η πολύπλοκη διαδικασία διακομιδής του από και προς το νοσοκομείο σε άλλη μέρα.

 

Σε σχέση με τα αποτελέσματα των αιματολογικών εξετάσεων που έγιναν στις 13.12.2024 από ιδιωτικό χημείο (Τεκμήριο 1), η Μ.Κ.1 είπε, μεταξύ άλλων, ότι από αυτά προκύπτει ότι η κατάσταση της υγείας του Κατηγορούμενου, με βάση και την ηλικία του (74 ετών), ήταν πολύ καλή. Σε σχέση με την αναφορά της στην έκθεση ημερομηνίας 20.12.2024 ότι ο Κατηγορούμενος είναι υγιής, η Μ.Κ.1 είπε ότι κατέληξε σε αυτό το συμπέρασμα, με βάση τα αποτελέσματα των αιματολογικών εξετάσεων, αλλά και με βάση την εικόνα που παρουσιάζει στις φυλακές, δηλαδή ότι είναι ευδιάθετος, γυμνάζεται, τρώει σωστά και δεν έχει ακράτεια. Πρόσθεσε ότι ο Κατηγορούμενος ουδέποτε επισκέφθηκε το ιατρείο των φυλακών για να παραπονεθεί για οποιοδήποτε πρόβλημα. Κατά την αντεξέταση της ανέφερε ότι η ίδια δεν είναι ειδικός ουρολόγος και δεν θέλησε να εκφράσει άποψη σε σχέση με τις τιμές PSA που φαίνονται στις διάφορες αναλύσεις στις οποίες υπεβλήθη ο Κατηγορούμενος. Ήταν όμως η θέση της ότι με βάση την έκθεση του Μ.Κ.2 (Τεκμήριο 4), δεν προκύπτει οποιαδήποτε κατάσταση, η οποία να μην μπορεί να αντιμετωπιστεί εντός των φυλακών. Πρόσθεσε ότι αν ο Μ.Κ.2 διαπίστωνε τέτοια κατάσταση, είχε υποχρέωση να διατάξει εισαγωγή του Κατηγορουμένου στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας, όπου οι φυλακές διαθέτουν δωμάτια νοσηλείας για την περίθαλψη κρατουμένων. Η μάρτυρας είπε επίσης ότι ακόμα και ο Δρ. Στεφάνου, της είχε αναφέρει  ότι ο Κατηγορούμενος είναι καλά και το πρόβλημα έγκειται στη ψυχολογία του. Αργότερα, ο εν λόγω ιατρός έστειλε την επιστολή με την οποία ζήτησε να γίνουν κάποιες εξετάσεις, μεταξύ των οποίων και η εξέταση PSA για πιθανή υπερπλασία προστάτη. Σε ερώτηση γιατί δεν αντέδρασε άμεσα στην αναφορά του Δρ. Στεφάνου σε υπερπλασία προστάτη, με τον ίδιο τρόπο που αντέδρασε και για το ζήτημα της άπνοιας, είπε ότι η συσκευή άπνοιας έπρεπε να ελεγχθεί ώστε να αποφασίσει ο ειδικός γιατρός κατά πόσον θα του επέτρεπε να την κατέχει. Στον αντίποδα, το ζήτημα του προστάτη δεν κρίθηκε από την ίδια τόσο επείγον.

 

Κατά τη δική του μαρτυρία, ο Μ.Κ.2 είπε ότι όταν είδε τον Κατηγορούμενο στις 5.2.2025, έλαβε το ιστορικό του, τον υπέβαλε σε κλινική εξέταση, προέβη σε δακτυλική εξέταση προστάτη και έκανε δικό του υπέρηχο μετά την ούρηση. Ο Κατηγορούμενος είχε κάποια ήπια συμπτώματα στο κατώτερο ουροποιητικό, τα οποία πιθανό να σχετίζονται με καλοήθη υπερπλασία του προστάτη, η οποία είναι νόσος που αφορά αύξηση του μεγέθους του προστάτη αδένα και μόνο σε παραμελημένες περιπτώσεις μπορεί να αποτελέσει κίνδυνο για τη ζωή ενός ανθρώπου. Εν προκειμένω, η δακτυλική εξέταση έδειξε ότι ο προστάτης είναι μεγάλος σε μέγεθος, αλλά δεν υπήρχε ψηλαφητή σκληρία, κάτι που συνήθως συμβαίνει σε καρκίνο. Συνέστησε φαρμακευτική αγωγή με «Α» αναστολείς, που είναι η συνήθης αγωγή στην καλοήθη υπερπλασία του προστάτη και βελτιώνει τα συμπτώματα. Παράλληλα συνέστησε να προγραμματιστεί μια πολυπαραμετρική μαγνητική τομογραφία (MRI) προστάτη και επανάληψη αιματολογικών εξετάσεων PSA σε 3 μήνες. Πέραν από τα πιο πάνω δεν διαπίστωσε κάτι που να χρήζει άμεσου χειρισμού. Σε σχέση με τη νυκτουρία δύο φορές, για την οποία παραπονέθηκε ο Κατηγορούμενος, είπε ότι θεωρείται μέσα στα αναμενόμενα πλαίσια και μπορεί να θεωρηθεί φυσιολογική.

 

Ο Μ.Κ.2 είπε ότι δεν γνωρίζει πότε διευθετήθηκε το ραντεβού για τον Κατηγορούμενο, αλλά ο ίδιος το γνώριζε κάποιες μέρες, πριν τις 5.2.2025. Σε σχέση με την αναφορά της Δρ. Γιόφκα περί υπερτροφίας του προστάτη, ο Δρ. Κυριακίδης είπε ότι δεν εμπίπτει στην ειδικότητα της εν λόγω γιατρού τέτοια διάγνωση και υπέθεσε ότι το ανέγραψε λόγω του ότι της το είχε αναφέρει ο Κατηγορούμενος. Σε σχέση με την εξέταση CT scan άνω και κάτω κοιλίας και πυέλου, είπε ότι δεν τη ζήτησε ο ίδιος και δεν είναι εξέταση εκλογής για τον προστάτη. Εν πάση περιπτώσει, έλεγξε τα αποτελέσματα του CT scan και του υπερήχου και δεν εντόπισε κάποιο ιδιαίτερο εύρημα στο ουροποιητικό, πέραν της αύξησης του μεγέθους του προστάτη, κάτι το οποίο ήταν αναμενόμενο λόγω της ηλικίας του Κατηγορουμένου. Ο μάρτυρας αρνήθηκε ότι ζήτησε από τον Κατηγορούμενο να υποβληθεί σε βιοψία, εξέταση στην οποία ο τελευταίος αρνήθηκε να υπβοληθεί.

 

Υποβλήθηκαν στον μάρτυρα ερωτήσεις σε σχέση με τα αποτελέσματα του PSA, στις διάφορες αιματολογικές εξετάσεις του Κατηγορούμενου. Εξήγησε τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να διαβάζονται τα εν λόγω αποτελέσματα. Ειδικότερα, όπως είπε, οι τιμές που αναγράφουν τα χημεία αφορούν τον γενικό πληθυσμό και δεν αξιολογούνται απομονωμένα. Είπε επίσης ότι έχει σημασία αν στις διάφορες αναλύσεις η τιμή του PSA είναι σταθερή. Συνεπώς, η αναγραφή στο έντυπο του χημείου για πιθανότητα καρκίνου μέχρι 54,5% είναι ελλιπής και δημιουργεί εντυπώσεις στο άπειρο μάτι. Η πιθανότητα, ένας άντρας πάνω των 70 να έχει καρκίνο του προστάτη δεν είναι μικρή, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι θα του προκαλέσει πρόβλημα στην υπόλοιπη ζωή. Ο ουρολόγος με τις γνώσεις και την εμπειρία του αξιολογεί τα αποτελέσματα και βγάζει τα συμπεράσματα του. Εν προκειμένω, λόγω της διακύμανσης του PSA του Κατηγορούμενου, ζήτησε όπως γίνει επαναληπτική εξέταση PSA. O M.K.2 είπε τέλος ότι αν δεν είχε ενημερωθεί ότι κάποιος άλλος γιατρός είχε αναφερθεί σε διάγνωση καρκίνου του προστάτη, πιθανόν να μην είχε ζητήσει πολυπαραμετρική μαγνητική του προστάτη (MRI), αλλά θα είχε αρκεστεί στην επαναληπτική εξέταση PSA, καθότι δεν θεωρεί ότι υπάρχει υψηλή πιθανότητα καρκίνου. Σε κάθε περίπτωση, μετά το MRI, θα χρειαστεί να γίνει βιοψία για να διαγνωστεί καρκίνος. Ο Μ.Κ.2 είπε ότι δεν γνωρίζει να υπάρχει τεχνική ανάλυση αίματος, πλην της βιοψίας που να θέτει διάγνωση καρκίνου του προστάτη.

 

Ακολούθως, κατέθεσε στο Δικαστήριο ο Μ.Υ.1, ο οποίος παρουσίασε το βιογραφικό του (Τεκμήριο 13) και δύο εκθέσεις που ετοίμασε (Τεκμήρια 14-15 και 17-18), στις οποίες αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι ο Κατηγορούμενος πάσχει από καρκίνο του προστάτη και επεξηγεί ότι η διάγνωση προέκυψε από τις ενδείξεις στο ιστορικό που έδωσε ο Κατηγορούμενος, τη σωματική του εξέταση και τις αναλύσεις αίματος, ήτοι εξέταση PSA και των εξειδικευμένων ορολογικών δεικτών καρκίνου του προστάτη. Ο Μ.Υ.1 είπε ότι κατά τις εξετάσεις από την Datar Cancer Genetics, βρέθηκαν μέσα στο αίμα του Κατηγορουμένου κύτταρα που δεν βρίσκονται σε άτομα τα οποία είναι υγιή. Το πλεονέκτημα της εξέτασης αυτής, ήτοι εξέτασης των κυκλοφορούντων καρκινικών κυττάρων είναι ότι μπορούν να ανιχνευθούν πολύ πρώιμοι καρκίνοι, πριν τη μετάσταση. Δήλωσε δε βέβαιος ότι αν οι γιατροί που εξέτασαν τον Κατηγορούμενο, πριν από τον ίδιο, είχαν αυτή την τεχνολογία, θα κατέληγαν στο ίδιο συμπέρασμα. Ο Μ.Υ.1 είπε επίσης ότι το πρώτο βήμα (μετά την εξέταση κυκλοφορούντων καρκινικών κυττάρων) είναι η πολυπαραμετρική απεικόνιση με μαγνητική τομογραφία (MP-MRI)), έπειτα η στοχευμένη βιοψία των ύποπτων περιοχών σε εξειδικευμένη μονάδα και τέλος το υλικό να αξιολογείται από ιστοπαθολόγους ειδικούς στις προστατικές παθήσεις. Σε σχέση με τη διενέργεια CT scan και υπερηχογραφίας της πυελικής χώρας, ο Μ.Υ.1 είπε ότι αυτά δεν είναι αποδεκτές εξετάσεις για διάγνωση καρκίνου του προστάτη. Σε σχέση με την αναφορά στην έκθεση του ότι θα έπρεπε να υπήρχε πιο έγκαιρη προσοχή και εξονυχιστικός έλεγχος κατά την αξιολόγηση του Κατηγορουμένου, εξήγησε ότι ο λόγος είναι διότι το ζήτημα του καρκίνου είναι τόσο σημαντικό που δεν πρέπει να αφήνεται στην τύχη και πρέπει να υπάρχει κατηγορηματική απάντηση το συντομότερο. Σε σχέση με τα αποτελέσματα PSA που έγιναν σε διάφορες περιόδους για τον Κατηγορούμενος, ο Μ.Υ.1 είπε ότι εάν είχε αυτά τα αποτελέσματα σε κάποιον ασθενή του, θα ένιωθε ανησυχία, αφού αναφέρεται 25‑50% πιθανότητα καρκίνου. Πρόσθεσε όμως ότι η εξέταση PSA πρέπει να αξιολογείται με ιδιαίτερη προσοχή. Αν όμως ο ειδικός ουρολόγος είχε τα συγκεκριμένα αποτελέσματα, οπωσδήποτε θα έπρεπε να αναλάβει δράση εντός ημερών και όχι μηνών.

 

Κατά την αντεξέταση, ο Μ.Υ.1 υπεβλήθη σε ερωτήσεις αναφορικά με την εγγραφή του στο Γενικό Ιατρικό Συμβούλιο της Βρετανίας. Συμφώνησε ότι είναι γενικός γιατρός και όχι ουρολόγος ή ογκολόγος, ασχολείται όμως με ασθενείς οι οποίοι έχουν ογκολογικά προβλήματα στον προστάτη. Δεν έχει δημοσιεύσει κάποια επιστημονική έρευνα αναφορικά με τη διάγνωση, ή τη θεραπεία του καρκίνου του προστάτη, καθώς δεν έχει ακόμα μαζέψει στοιχεία τέτοιου αριθμού ασθενών για να τα συμπεριλάβει στην έρευνα. Έγιναν επίσης ερωτήσεις για την αναγκαιότητα ύπαρξης κατά τη διενέργεια αναλύσεων αίματος  , ακρίβειας των δεδομένων που αναλύθηκαν, π.χ. η ημερομηνία λήψης του αίματος από τον ασθενή. Ως ανέφερε ο μάρτυρας, τα στοιχεία τα αναγράφουν στα δοχεία που περιέχουν το δείγμα. Ανέφερε ότι η ανάγκη γρήγορης παράδοσης του δείγματος στο χημείο, εξαρτάται και από το είδος των εξετάσεων. Ήταν κατηγορηματικός ότι, στην προκειμένη περίπτωση, παρέλαβε τα δείγματα από τον Κατηγορούμενο και τα χειρίστηκε με τον ενδεδειγμένο τρόπο μέχρι την παράδοση τους στα χημεία για ανάλυση. Δεν γνωρίζει γιατί, εν προκειμένω, δεν αναφέρεται στις εκθέσεις των χημείων ως ημερομηνία λήψης του δείγματος η 10.1.2025. Εν πάση περιπτώσει, ανάλογα με την εξέταση, μπορεί κάποιος να λάβει δείγματα και να παραμείνουν δύο εβδομάδες μέσα στο ψυγείο και να είναι απολύτως ακριβή τα αποτελέσματα. Είπε επίσης ότι αν το χημείο έκρινε ότι το δείγμα αίματος δεν βρισκόταν στην κατάλληλη κατάσταση για να τύχει ανάλυσης, τότε θα το απέρριπτε κάτι που δεν έγινε. Σε σχέση με την ύπαρξη αποδεικτικού ότι τα δείγματα που παρέδωσε στα εργαστήρια ανήκαν όντως στον Κατηγορούμενο είπε ότι δεν το έχει στην κατοχή του, αλλά εξήγησε την αλυσίδα διακίνησης τους.

 

               Σε σχέση με τα αποτελέσματα PSA, o M.Y.1 είπε ότι το δείγμα εξετάζεται με εξειδικευμένο τρόπο, τον οποίο και εξήγησε. Πέρα όμως από τα στατιστικά που αναφέρονται στις εκθέσεις των χημείων, είπε ότι πρέπει να ληφθούν υπόψη όλες οι παράμετροι ενός ασθενή. Ως προς την τιμή του PSA, ενός προσώπου, επιβεβαίωσε ότι αυτή μπορεί να αυξηθεί και για λόγους που δεν αφορούν τον καρκίνο. Σε ερώτηση αν η αύξηση PSA μπορεί να προκληθεί από καλοήθη υπερπλασία προστάτη απάντησε  «όχι αν η αναλογία μεταξύ του free PSA και του συνολικού PSA είναι μη φυσιολογική». Στη συνέχεια, ο Μ.Υ.1 διαφώνησε με τη θέση της Κατηγορούσας Αρχής ότι τα αποτελέσματα από το Datar Cancer Genetics, δεν αποτελούν διάγνωση για καρκίνο. Πέραν αυτού, είπε ότι το επόμενο βήμα που θα ακολουθούσε για σκοπούς διάγνωσης του καρκίνου, θα ήταν η διενέργεια μιας πολυπαραμετρικής μαγνητικής τομογραφία και έπειτα βιοψία, στοχευμένα. Εν τέλει, συμφώνησε ότι η βιοψία είναι ο μοναδικός τρόπος για να υπάρχει οριστική διάγνωση.

 

Μετά το πέρας της μαρτυρίας που δόθηκε στο Δικαστήριο, οι δύο πλευρές αγόρευσαν προς υποστήριξη των θέσεων τους, παραπέμποντας και σε σχετική νομολογία. Δεν θεωρούμε αναγκαίο να εκθέσουμε, στην πλήρη τους έκταση, όσα ανέφεραν. Τα έχουμε βεβαίως μελετήσει και τα λαμβάνουμε υπόψη στο σύνολο τους και όπου δει θα κάνουμε αναφορά πιο κάτω. 

 

Πριν προχωρήσουμε στην εξέταση των υπό εξέταση εγειρόμενων ζητημάτων, θα επαναλάβουμε για άλλη μια φορά ότι η κράτηση ενός υποδίκου μέχρι τη δίκη, ή η επιβολή όρων για σκοπούς εξασφάλισης της παρουσίας του στο Δικαστήριο, εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου. Το δικαίωμα ενός υποδίκου να αφεθεί ελεύθερος με όρους, στη βάση του τεκμηρίου της αθωότητας, υποχωρεί μπροστά στο δημόσιο συμφέρον, όποτε διαφαίνεται κίνδυνος μη προσέλευσης του κατηγορουμένου στη δίκη, (2) κίνδυνος διάπραξης άλλων αδικημάτων, (3) κίνδυνος επηρεασμού μαρτύρων. Εν προκειμένω, το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι δικαιολογείται η κράτηση του Κατηγορουμένου λόγω του κινδύνου μη προσέλευσης του στη δίκη.

 

Υπενθυμίζουμε επίσης ότι το διάταγμα κράτησης υπόδικου ισχύει μέχρι την επόμενη ημερομηνία εμφάνισης του στο Δικαστήριο, ενώ η παράταση κράτησης συναρτάται με νέα απόφαση του Δικαστηρίου (βλ. Ψύλλας ν. Δημοκρατίας (Αρ.3) (2002) 2 Α.Α.Δ. 338). Παράλληλα, η νομολογία καταδεικνύει ότι, μετά από την πρώτη διαταγή του Δικαστηρίου για κράτηση, το Δικαστήριο δεν εξετάζει το θέμα της περαιτέρω κράτησης εξ’ υπαρχής, αλλά μόνο με αναφορά σε οποιαδήποτε νέα δεδομένα ήθελαν προκύψει και τα οποία ενδεχομένως να διαφοροποιούν την κρίση του επί του θέματος της κράτησης και όχι με αναφορά σε δεδομένα τα οποία υφίσταντο ευθύς εξαρχής (βλ. Δημητρίου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 146, Μαυρομιχάλης κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 165/20 και 166/20, ημερ. 22.10.2020, S.M. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 75/21, ημερ. 06.07.2021, ECLI:CY:AD:2021:B299, D.R.M. v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 138/23, ημερ. 30.06.2023, ECLI:CY:AD:2023:B233 και Μιχαλάκης Λυσάνδρου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 97/24, ημερ. 26.04.2024). 

 

Έχοντας κατά νου την πιο πάνω νομολογία και με δεδομένο ότι η απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, ημερομηνίας 11.9.2024, έχει τελεσιδικίσει, καθίσταται σαφές ότι διαφοροποίηση της εν λόγω απόφασης μας δύναται να επιτραπεί μόνο κατ’ επίκληση, πλέον, νέων δεδομένων τα οποία να διαφοροποιούν τις περιστάσεις επί των οποίων αυτή βασίστηκε.

 

Εν προκειμένω, το νέο γεγονός που, στην ουσία, επικαλείται η Υπεράσπιση ώστε να αφεθεί ελεύθερος ο Κατηγορούμενος, είναι παραβίαση των άρθρων 2 και 3 της ΕΣΔΑ, στη βάση του ότι η κατάσταση της υγείας του Κατηγορουμένου είναι τέτοια που έπρεπε να θέσει σε εγρήγορση τους μηχανισμούς κράτησης του Κατηγορουμένου για περαιτέρω, ή πιο έγκαιρες ιατρικές εξετάσεις, διάγνωση και παροχή θεραπείας. Σημειώνουμε ότι ως προς το πότε δικαιολογείται απόλυση ενός κρατουμένου για λόγους υγείας σχετική είναι η υπόθεση Κώστα ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 205/20, ημερ. 22.12.2021, όπου λέχθηκε ότι το ερώτημα που τίθεται, υπό αυτές τις περιστάσεις, είναι κατά πόσο η κατάσταση της υγείας καθιστά την εκτέλεση μιας ποινής απάνθρωπη μεταχείριση εν τη εννοία του Άρθρου 3 και του Άρθρου 8 της ΕΣΔΑ αντίστοιχα.

 

Στην υπόθεση  Shimon Mistriel Aykout ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 237/2024, ημερ. 10.10.2024 που αφορούσε απόφαση του Εφετείου σε σχέση με προηγούμενη απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου σε προηγούμενο αίτημα κράτησης του Κατηγορούμενου, λέχθηκε ότι οι αρχές της νομολογίας οι οποίες αναφέρονται στην Κώστα ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω) εν σχέσει με τις εξαιρετικές περιστάσεις κάτω από τις οποίες δικαιολογείται η απόλυση φυλακισθέντος για λόγους υγείας βάσει του Άρθρου 3 της ΕΣΔΑ, ισχύουν κατ' αναλογία (mutatis mutandis) και για την κράτηση υποδίκου.

 

 Στην Κώστα ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω) λοιπόν, γίνεται παραπομπή σε  νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, από την οποία προκύπτει ότι υφίσταται θετική υποχρέωση των κρατών να οργανώσουν το σωφρονιστικό τους σύστημα με τέτοιο τρόπο, ώστε να εξασφαλίζεται στους κρατούμενους ο σεβασμός της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Λέχθηκαν περαιτέρω τα εξής τα οποία παραθέτουμε αυτολεξεί:

 

«Δεν έχει, όμως, αναγνωριστεί γενική υποχρέωση αποφυλάκισης, ακόμα και αν ο φυλακισμένος πάσχει από μια ιδιαίτερα δύσκολη πάθηση ως προς την αντιμετώπιση της. Παρά ταύτα, δεν αποκλείεται ότι σε «ιδιαίτερα σοβαρές περιπτώσεις, το Κράτος μπορεί να βρεθεί αντιμέτωπο με καταστάσεις στις οποίες η ορθή απονομή της δικαιοσύνης απαιτεί τη λήψη μέτρων ανθρωπιστικής φύσης για τη θεραπεία του κρατούμενου ασθενούς. Συνεπώς, σε εξαιρετικές περιστάσεις, όπου η κατάσταση της υγείας του ασθενούς είναι απολύτως ασυμβίβαστη με την κράτηση του, το Άρθρο 3 μπορεί να επιτάσσει την αποφυλάκιση του υπό ορισμένες προϋποθέσεις» (βλ. Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Ερμηνεία κατ' άρθρο, 2η έκδοση ενημερωμένη και εμπλουτισμένη, Διεύθυνση έκδοσης Λίνος-Αλέξανδρος Σισιλιάνος, σελίδα 37 επ.), με αναφορά στις εξής υποθέσεις ΕΔΔΑ, Mouisel κ. Γαλλίας, ό.π., Űrfi çetinkaya κ. Τουρκίας, 23.7.2013, παρ.90, ΕΔΔΑ, Matencio κ. Γαλλίας, 15.1.2004, παρ. 76, Sakkopoulos κ. Ελλάδας, 15.1.2004, παρ.38, ΕΔΔΑ, Rojkov κ. Ρωσσίας, 19.7.2007, παρ. 104, Scoppola κ. Ιταλίας, 10.6.2008, παρ. 50, Gϋlay Çetin κ. Τουρκίας, 5.3.2013, παρ.102, ΕΔΔΑ, Sawoniuk κ. Ηνωμένου Βασιλείου (απόφαση επί του παραδεκτού), 29.5.2001,  Papon  κ. Γαλλίας (απόφαση επί του παραδεκτού), 7.6.2001.

 

Παρομοίως, το Ανώτατο Δικαστήριο της Κύπρου δεν έχει αναγνωρίσει γενική υποχρέωση απελευθέρωσης κρατουμένου, με δεδομένη βέβαια την υποχρέωση του κράτους να μεριμνά ώστε να παρέχεται η αναγκαία ιατρική διάγνωση και φροντίδα. Όπως υποδείχθηκε πρόσφατα αναφορικά με το Άρθρο 3 της ΕΣΔΑ στην Στυλιανού ν. Διευθυντής Τμήματος Κεντρικών Φυλακών, Πολ. Έφ. Αρ. 273/20, ημερ. 6.10.2021, ECLI:CY:AD:2021:A440, με αναφορά στην Rozhkov v. Russia, Application No. 64140/00, 19.7.2007:

 

«Το Άρθρο 3 δεν καθιερώνει γενική υποχρέωση στα Κράτη να απελευθερώνουν κρατούμενους για λόγους υγείας, επιβάλλει μάλλον υποχρέωση προστασίας της σωματικής τους υγείας, παρέχοντας, για παράδειγμα, την απαιτούμενη ιατρική αρωγή».

 

Σχετικές με το υπό εξέταση ζήτημα είναι βεβαίως και οι αποφάσεις του ΕΔΔΑ, στις οποίες μας παρέπεμψαν οι συνήγοροι των δύο πλευρών, τις οποίες έχουμε μελετήσει και στις οποίες επαναλαμβάνονται στην ουσία τα πιο πάνω (βλ. Wenerski v. Πολωνίας, Προσφυγή αρ. 44369/02, ημερομηνίας 20.4.2009, Krivolapov v. Ουκρανίας, αριθμός προσφυγής 5406/07, ημερομηνίας 2.1.2019, Enea v. Italy, Προσφυγή αρ. 74912/11, ημερομηνίας  17.9.2009, Hurtado v. Switzerland, Αρ. 37/1993/432/511, ημερομηνίας 26.1.1994, Melnik v. Ukraine, Προσφυγη Αρ 72286/01, ημερομηνίας 28.3.2006, Hummatov v. Azerbaijan, Αρ. Προσφυγής 9852/03 και 13413/04, ημερομηνίας 29.11.2007). Θεωρούμε χρήσιμο να παραπέμψουμε σε αποσπάσματα από κάποιες εξ αυτών.

 

Στην Krivolapov v Ουκρανίας, (ανωτέρω),) παραγρ. 76, στην οποία μας παρέπεμψαν και οι δύο πλευρές, αναφέρονται τα εξής:

 

«The Court furthermore reiterates that an unsubstantiated allegation that medical care has been non-existent, delayed or otherwise unsatisfactory is normally insufficient to disclose an issue under Article 3 of the Convention. A credible complaint should normally include, among other things, sufficient reference to the medical condition in question; medical treatment that was sought, provided, or refused; and some evidence – such as expert reports – which is capable of disclosing serious failings in the applicant’s medical care».

 

Στην υπόθεση Enea v. Italy, (ανωτέρω),) παραγρ. 55 λέχθηκε ότι:

 

«55. In accordance with the Court’s settled case-law, ill-treatment must attain a minimum level of severity if it is to fall within the scope of Article 3. The assessment of this minimum is relative; it depends on all the circumstances of the case, such as the duration of the treatment, its physical and mental effects and, in some cases, the sex, age and state of health of the victim.

 

Στην παράγραφο 57 της ίδιας απόφασης αναφέρονται τα εξής:

 

«57.  With particular reference to persons deprived of their liberty, Article 3 imposes a positive obligation on the State to ensure that a person is detained in conditions which are compatible with respect for his human dignity, that the manner and method of the execution of the measure do not subject him to distress or hardship of an intensity exceeding the unavoidable level of suffering inherent in detention and that, given the practical demands of imprisonment, his health and well-being are adequately secured by, among other things, providing him with the requisite medical assistance (see Kudła v. Poland [GC], no. 30210/96, § 94, ECHR 2000‑XI, and Rivière v. France, no. 33834/03, § 62, 11 July 2006). Hence, a lack of appropriate medical care and, more generally, the detention in inappropriate conditions of a person who is ill may in principle amount to treatment contrary to Article 3»

 

Στην Hummatov v. Azerbaijan, (ανωτέρω),) παραγρ. 116 λέχθηκε ότι:

 

«116.  Moreover, the mere fact that the applicant was seen by a doctor and prescribed a certain form of treatment cannot automatically lead to the conclusion that the medical assistance was adequate. The authorities had to ensure not only that the applicant be attended by a doctor and his complaints be heard, but also that the necessary conditions be created for the prescribed treatment to be actually followed through.» 

 

Έχοντας όλα τα πιο πάνω κατά νου, στρεφόμαστε στην παρούσα περίπτωση. Σημειώνουμε κατ’ αρχάς ότι, μέσα από τη μαρτυρία που παρουσιάστηκε ενώπιον μας, δεν έχει καταδειχθεί ότι ο Κατηγορούμενος πάσχει από ασθένεια η οποία, από μόνη της, είναι ασυμβίβαστη με τις συνθήκες κράτησης του. Με άλλα λόγια, ακόμα και να δεχθούμε ότι ο Κατηγορούμενος πάσχει από καρκίνο του προστάτη, δεν τέθηκε οτιδήποτε ενώπιον μας που να συνηγορεί στο ότι πρέπει να αφεθεί ελεύθερος εξαιτίας και μόνο του δεδομένου αυτού. Εξάλλου, αυτό είναι κάτι που και η ίδια η κα Νεοφύτου παραδέχθηκε κατά την αγόρευση της. Συγκεκριμένα, ανέφερε ότι η εισήγηση της Υπεράσπισης δεν είναι ότι η κατάσταση υγείας του Κατηγορουμένου είναι τέτοια, π.χ. επίκειται θάνατος, ώστε να πρέπει να αφεθεί ελεύθερος για ανθρωπιστικούς λόγους. Η εισήγηση τους, όπως είπε, εδράζεται στο ότι ενώ υπήρχε υποψία για κάποιο πρόβλημα υγείας και δη καρκίνο του προστάτη, δεν λήφθηκαν άμεσα τα ενδεδειγμένα μέτρα.

 

Σημειώνουμε δε ότι, παρά την προσπάθεια των δύο πλευρών να πείσουν, η μεν Υπεράσπιση για την ύπαρξη καρκίνου του προστάτη, η δε Κατηγορούσα Αρχή για την ανυπαρξία αυτής της ασθένειας, δεν καθίσταται αναγκαία, στα περιορισμένα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας, να αποφασίσουμε επί αυτού του ζητήματος. Και τούτο διότι, πέρα από το ότι το ζήτημα είναι πολύπλοκο και πολύπλευρο ιατρικά, το ζητούμενο εν προκειμένω δεν είναι να αποφασίσουμε περί της ύπαρξης της ασθένειας, αλλά για το κατά πόσον υπήρχαν ενδείξεις για ύπαρξη της, που επέβαλλαν πιο ταχεία δράση εκ μέρους του σωφρονιστικού συστήματος.

 

Επί τούτου, σημειώνουμε ότι από την πλευρά του, ο Μ.Υ.1 υποστήριξε ότι οι τιμές PSA που είχαν ενώπιον τους οι Κεντρικές Φυλακές ήταν τέτοιες που επέβαλλαν ταχεία δράση και εν πάση περιπτώσει όχι παρέλευση μηνών. Από την άλλη, ο Μ.Κ.2, ο οποίος, ειρήσθω εν παρόδω, είναι ειδικός ουρολόγος και κατά την κρίση μας, σε καλύτερη θέση τόσο από την Μ.Κ.1 όσο και από τον Μ.Υ.2 να εκφέρει άποψη επί του ζητήματος αυτού, ανέφερε ότι οι τιμές PSA δεν ήταν τέτοιες που να επιβάλλουν άμεση δράση, χωρίς τούτο να σημαίνει ότι παραγνωρίστηκαν από τον εν λόγω ιατρό. Σημειωτέον ότι, παρά το ότι, κατά την εξέταση που είχε προγραμματιστεί τον Νοέμβριο του 2024, δεν κατέστη δυνατή η συνεννόηση με τον Κατηγορούμενο, δεν παύει ο Μ.Κ.2 να είχε ενώπιον του αποτελέσματα PSA που είχαν γίνει ήδη από τον Αύγουστο του 2024 και δεν έκρινε ότι υπήρχε επείγουσα κατάσταση. Συνέστησε δε να επαναληφθούν οι εξετάσεις PSA και να διευθετηθεί νέο ραντεβού στην παρουσία διερμηνέα, χωρίς όμως να προβεί σε οποιεσδήποτε παραστάσεις για επίσπευση του εν λόγω ραντεβού. Σημειώνουμε δε και το γεγονός ότι υπάρχει ομοφωνία ανάμεσα στους μάρτυρες των δύο πλευρών ότι οι τιμές του PSA, ιδωμένες απομονωμένα, δεν είναι διαγνωστικό κριτήριο ως προς την ύπαρξη καρκίνου του προστάτη. Προσθέτουμε επίσης ότι ακόμα και ο γιατρός ο οποίος εξέτασε τον Κατηγορούμενο τον Αύγουστο του 2024, κατόπιν επιθυμίας του ιδίου, δεν έκανε αναφορά σε καρκίνο του προστάτη, αλλά σε πιθανή καλοήθη υπερπλασία προστάτη.

 

Τι ήταν λοιπόν εκείνο που έπρεπε να θέσει σε περαιτέρω εγρήγορση την ιατρό των φυλακών, ήτοι την Μ.Κ.1, ώστε να ζητήσει η ίδια επίσπευση της νέας εξέτασης από ουρολόγο; Δεν εντοπίζουμε, μέσα από την μαρτυρία, να υπήρχαν τέτοια στοιχεία.

 

Εν πάση περιπτώσει ακόμα και το Δικαστήριο να κατέληγε σε εύρημα ότι οι Φυλακές δεν ενήργησαν ως θα έπρεπε, και πάλι δεν τέθηκε οτιδήποτε  ενώπιον μας το οποίο θα απέληγε στην απελευθέρωση του Κατηγορούμενου. Όπως αναφέρθηκε στην Κώστα ν. Δημοκρατίας  (ανωτέρω) κατ’ εξαίρεση απελευθέρωση ενός κρατουμένου θα μπορούσε να εξεταστεί μόνον και εφόσον η κατάσταση της υγείας ήταν τέτοια που στην ουσία η συνέχιση της κράτησης του να αποτελούσε πλέον απάνθρωπη μεταχείριση.

 

Είναι επίσης σημαντικό να επισημάνουμε ότι η όλη μαρτυρία του Μ.Υ.1 αφορά στη διενέργεια εξετάσεων με βάση μια, νέα ουσιαστικά, μέθοδο που σκοπό έχει την διάγνωση καρκίνου του προστάτη πριν από οποιαδήποτε άλλη μέθοδο, διαθέσιμη στην ιατρική επιστήμη και πιο εξελιγμένη από την εξέταση του PSA. Εξ όσων έχουμε αντιληφθεί από τις αναφορές του Μ.Υ.1, πρόκειται για μια τεχνολογική εξέλιξη, η οποία δεν έχουμε υπόψη μας να ήταν διαθέσιμη στο σύστημα υγείας της Δημοκρατίας ώστε να ζητηθεί η διενέργεια της εξέτασης αυτής στην προκειμένη περίπτωση. Προσθέτουμε και το ότι δεν έχουμε μαρτυρία ότι ο Κατηγορούμενος ζήτησε τη διενέργεια εξετάσεων κυκλοφορούντων καρκινικών κυττάρων νωρίτερα και έτυχε αρνητικής απάντησης. Επί τούτου, τονίζουμε ότι η διεύθυνση των Φυλακών δεν φαίνεται να αρνήθηκε οποτεδήποτε στον Κατηγορούμενο να εξεταστεί από ιατρό της επιλογής του, όπερ και εγένετο τον Αύγουστο του 2024 από τον Δρ. Στεφάνου και τον Ιανουάριο του 2025 από τον Μ.Υ.1. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη μαρτυρία της Μ.Κ.1, αν κάποιος κρατούμενος επιθυμεί να εξεταστεί νωρίτερα έχει πάντοτε τη δυνατότητα να απευθυνθεί σε ιδιώτη ιατρό και να αναλάβει τα έξοδα τέτοιας εξέτασης, ή ανάλυσης.  Αυτό εξάλλου προκύπτει και από τους περί Φυλακών (Γενικοί) Κανονισμοί Κ.Δ.Π.121/1997 (βλ. Κανονισμούς 71 και 72).

 

Όταν όμως, ένας κρατούμενος δεν ασκήσει το πιο πάνω δικαίωμα, η Μ.Κ.1 ήταν σαφής ότι τα ραντεβού σε ειδικούς γιατρούς διευθετούνται μέσω του ΟΚΥΠΥ και μόνο όταν υπάρχει κάποια επείγουσα κατάσταση, ζητείται επίσπευση. Εν προκειμένω, η Μ.Κ.1 δεν είχε ενώπιον της στοιχεία για κάποια επείγουσα κατάσταση. Δεν μπορεί η δράση της Μ.Κ.1 να κριθεί εκ του αποτελέσματος και δη την ισχυριζόμενη από τον Κατηγορούμενο διάγνωση καρκίνου, αφού το ζητούμενο είναι κατά πόσον, υπό τα δεδομένα, υπήρξε συμπεριφορά εκ μέρους των αρμοδίων που να συνηγορεί σε απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση. Δεν εντοπίζουμε κάτι τέτοιο στην παρούσα περίπτωση.

 

Παρεμβάλλουμε εδώ ότι στην υπόθεση Στυλιανού ν. Διευθυντής Τμήματος Κεντρικών Φυλακών, Πολ. Έφ. Αρ. 273/20, ημερ. 6.10.2021, ECLI:CY:AD:2021:A440, λέχθηκε ότι το επίπεδο απόδειξης παραβίασης του Άρθρου 3 της ΕΣΔΑ είναι ψηλό, προφανώς γιατί η υποχρέωση που εναποτίθεται στο Κράτος, σε αντιδιαστολή με υποχρεώσεις που προβλέπονται από κάποια άλλα άρθρα της ΕΣΔΑ, είναι απόλυτη. Το ίδιο προκύπτει και από την απόφαση Enea v. Italy, (ανωτέρω), παραγρ. 55 από την οποία παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα:

 

«Allegations of ill-treatment must be supported by appropriate evidence (see, mutatis mutandis, Klaas v. Germany, 22 September 1993, § 30, Series A no. 269). To assess this evidence, the Court adopts the standard of proof “beyond reasonable doubt” but adds that such proof may follow from the coexistence of sufficiently strong, clear and concordant inferences or of similar unrebutted presumptions of fact (see Ireland v. the United Kingdom, 18 January 1978, § 161 in fine, Series A no. 25, and Labita v. Italy [GC], no. 26772/95, § 121, ECHR 2000‑IV).»

 

(υπογράμμιση δική μας)

 

Επίσης στην Krivolapov v. Ουκρανίας, (ανωτέρω) και συγκεκριμένα στο απόσπασμα που παραθέσαμε πιο πάνω, αναφέρεται ότι το Άρθρο 3 ενεργοποιείται μόνο όταν το παράπονο περιλαμβάνει σοβαρή αποτυχία στην ιατρική φροντίδα του Αιτητή. Στην υπόθεση Wenerski v. Poland (ανωτέρω), παραγρ. 58, λέχθηκε ότι σε τέτοιες περιπτώσεις εκείνο που είναι αναγκαίο να εδραιωθεί είναι κατά πόσον ο Αιτητής είχε στην πραγματικότητα αποστερηθεί ιατρικής βοήθειας που είχε ως συνέπεια την πρόκληση ταλαιπωρίας (suffering). 

 

Δεν έχουμε ακούσει τίποτε από την Υπεράσπιση σε σχέση με το ότι η ισχυριζόμενη παράλειψη διευθέτησης ραντεβού σε ουρολόγο νωρίτερα της 5.2.2025 είχε για τον Κατηγορούμενο ως συνέπεια αναπότρεπτα αποτελέσματα. Ούτε έχουμε μαρτυρία περί επιδείνωσης της κατάστασης υγείας του Κατηγορουμένου, λόγω των ισχυριζόμενων παραλείψεων. Επαναλαμβάνουμε ότι η εξέταση κυκλοφορούντων καρκινικών κυττάρων στην οποία υπέβαλε τον Κατηγορούμενο ο Μ.Υ.1, αποσκοπεί, σύμφωνα πάντα με τον Μ.Υ.1 στην έγκαιρη διάγνωση καρκίνου, εκεί που άλλες μέθοδοι ίσως να μην μπορούν. Αν όντως τα αποτελέσματα της εν λόγω εξέτασης είναι ορθά, ο Κατηγορούμενος μπορεί να υποβληθεί σε οποιαδήποτε θεραπευτική αγωγή επιθυμεί, είτε επισκεπτόμενος ιατρό της επιλογής του, είτε ακολουθώντας τους κανονισμούς περί επίσκεψης σε κυβερνητικούς ιατρούς. Ας μην ξεχνάμε ότι και ο ίδιος Μ.Κ.2, παρά το ότι εξέφρασε τη γνώμη ότι δεν υπάρχει ισχυρή υποψία περί καρκίνου του προστάτη, εντούτοις άφησε όλα τα ενδεχόμενα ανοικτά, λέγοντας ότι θα μπορεί να δώσει απόλυτη γνώμη μετά την πολυπαραμετρική μαγνητική τομογραφία (MRI), που αναμένεται να γίνει εντός λίγων ημερών και βιοψίας που θα ακολουθήσει, αν και εφόσον χρειαστεί. Εξάλλου και ο ίδιος ο Μ.Υ.1 ανέφερε ότι τα επόμενα βήματα περιλαμβάνουν πολυπαραμετρική μαγνητική τομογραφία (MRI) και ενδεχομένως βιοψία, η οποία είναι και η μόνη που μπορεί να παρέχει την οριστική διάγνωση.

 

Υπό το φως όλων των πιο πάνω, κρίνουμε ότι η Υπεράσπιση του Κατηγορουμένου δεν έχει καταδείξει ότι υπάρχει παραβίαση των Άρθρων 2 και 3 της ΕΣΔΑ, ή τέτοια εξαιρετική περίσταση που να καθιστά την κράτηση του Κατηγορουμένου ασυμβίβαστη με τα εν λόγω Άρθρα. Συνεπώς, καταλήγουμε ότι δεν υπάρχει κάποιο νέο δεδομένο το οποίο να είναι ικανό να δικαιολογήσει τη διαφοροποίηση της προηγούμενης απόφασης μας για κράτηση του Κατηγορουμένου.

 

Το μόνο δεδομένο που απομένει να εξεταστεί είναι κατά πόσο η επιμήκυνση του χρόνου κράτησης, η οποία συνιστά εξ αντικειμένου νέο γεγονός, θα μπορούσε να επενεργήσει με ροπή αντίθετη προς την περαιτέρω κράτηση. Επί τούτου, σημειώνουμε ότι η υπόθεση έχει οριστεί για Ακρόαση στις 26.3.2025. Λαμβάνουμε υπόψη τον χρόνο που μεσολαβεί μέχρι την επόμενη ορισθείσα δικάσιμο, αλλά και τον συνολικό χρόνο κράτησης. Περαιτέρω, λαμβάνουμε υπόψη ότι η όποια καθυστέρηση παρατηρήθηκε μέχρι σήμερα, οφείλεται, εν πολλοίς, σε ενδιάμεσες διαδικασίες που προηγήθηκαν κατόπιν προδικαστικών ενστάσεων που δικαιωματικά πρόβαλε ο Κατηγορούμενος. Στη βάση των πιο πάνω και έχοντας κατά νου τη σχετική νομολογία, κρίνουμε ότι ο χρόνος που μεσολαβεί μέχρι την επόμενη ορισθείσα δικάσιμο, αλλά και ο συνολικός χρόνος κράτησης δεν είναι δυσανάλογος του σκοπού της κράτησης, ώστε να δικαιολογεί άνευ άλλου την απόλυση του υπό όρους (βλ. Kalfat κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 125/20 κ.ά., ημερ. 08.10.2020, V.B. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 113/22, ημερ. 21. 606.2022, Μ.Α. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 274/22, ημερ. 23.1.2023, ECLI:CY:AD:2023:B14 και, Χαράλαμπος Χαμπή ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 231/2023, 13.12.2023).

 

Ενόψει του πιο πάνω σκεπτικού, ο Κατηγορούμενος θα παραμείνει υπό κράτηση μέχρι την επόμενη ορισθείσα δικάσιμο.

 

 

 

 

(Υπ.) …………………………………………

Xρ. Παρπόττα, Π.Ε.Δ.

 

 

 

(Υπ.) …………………………………………

             Χρ. Ρασπόπουλος, Α.Ε.Δ.

 

 

 

(Υπ.) …………………………………………

             Π. Σαββίδης, Ε.Δ.

 

 

Πιστό Αντίγραφο

 

 

Πρωτοκολλητής

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο