Αναφορικά με την Αίτηση των Παναγιώτη Μιχαήλ κ.α., Αρ. Αίτησης: 90/25, 19/11/2025
print
Τίτλος:
Αναφορικά με την Αίτηση των Παναγιώτη Μιχαήλ κ.α., Αρ. Αίτησης: 90/25, 19/11/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Ενώπιον: Π. Αγαπητού, Ε.Δ.

Αρ. Αίτησης: 90/25

Αναφορικά με την Απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ημερομηνίας 19.9.2025 που εκδόθηκε στα πλαίσια της Μονομερούς Αίτησης υπ’ αριθμό 90/2025, στη βάση της οποίας διατάχθηκε η ανανέωση κράτησης και/ή η κράτηση των Τεκμηρίων που αναφέρονται στην ένορκη δήλωση

-και-

Αναφορικά με τα Άρθρα 2, 25, 27, 28, 32, 32Α, 33 και 170 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155 και με τα Άρθρα 12, 15, 16, 23, 25, 28, 30, 33 και 25 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας

-και-

Αναφορικά με την Αίτηση των 1. Παναγιώτη Μιχαήλ, 2. Μάριου Ανδρέου και Σέργιου Σεργίου για ακύρωση της Απόφασης – Διατάγματος κράτησης Τεκμηρίων των Ε.Δ. Λευκωσίας, ημερομηνίας 19.9.2025

Ημερομηνία:                                    19η Νοεμβρίου, 2025

Εμφανίσεις:

Για Αιτητές 1 – 3:                κος. Ακάμας

Για Καθ’ ων η Αίτηση:       κα. Κωνσταντίνου

Απόφαση στην Αίτηση ημερομηνίας 2.10.25

Εισαγωγή

Με την κρίσιμη Αίτηση ζητούνται:

(α) η ακύρωση διατάγματος ανανέωσης προηγούμενου διατάγματος κατακράτησης τεκμηρίων – αντικειμένων και

(β) η επιστροφή τους στους νόμιμους δικαιούχους των.

Το θέμα ρυθμίζεται ειδικώς από τα Άρθρα 27 έως και 33 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155 κι έχει ερμηνευθεί από τη Νομολογία. Προτού εμβαθύνω στη νομική πτυχή και συνοψίσω τις εκατέρωθεν θέσεις, δυο λόγια για το ιστορικό, όπως προκύπτει από το φάκελο που σχηματίστηκε αναφορικά με την κρίσιμη Αίτηση:

Η Αστυνομία διερευνά υπόθεση εμπρησμού και κατοχής εκρηκτικών υλών, τα γεγονότα της οποίας φαίνεται να εκτυλίχθηκαν περί την 30.4.25 στο χωριό Κοράκου. Κατά τη διερεύνηση, εκδόθηκαν εντάλματα σύλληψης και έρευνας υποστατικών των εδώ Αιτητών 1 - 3 και κατασχέθηκαν αντικείμενά τους, μεταξύ άλλων και 2 κινητά τηλέφωνα του Αιτητή 1, 8 κινητά τηλέφωνα του Αιτητή 2 και 2 κινητά τηλέφωνα του Αιτητή 3[1]. Ακολούθησε και διαδικασία προσωποκράτησης των Αιτητών, αλλά κατέληξε σε απόρριψη των σχετικών αιτημάτων.

Στις 20.6.25 το Δικαστήριο, υπό άλλη σύνθεση, εξέδωσε Διάταγμα Κατακράτησης Τεκμηρίων που παραλήφθηκαν κατά την εκτέλεση ενταλμάτων έρευνας σε υποστατικά των Αιτητών και διέταξε όπως τα πιο πάνω κατακρατηθούν για περίοδο 3 μηνών. 

Πριν την εκπνοή του, στις 19.9.25. η Αστυνομία αιτήθηκε μονομερώς την ανανέωση διατάγματος κατακράτησης τεκμηρίων μέχρι τη συμπλήρωση των αστυνομικών εξετάσεων ή μέχρι την εκδίκαση ποινικής υπόθεσης εάν καταχωρηθεί (η «Αίτηση Ανανέωσης»). Την ίδια μέρα, το παρόν Δικαστήριο ενέκρινε το αίτημα ανανέωσης για περίοδο 2 μηνών και διέταξε όπως το Διάταγμα ανανέωσης επιδοθεί στους Αιτητές εντός 5 ημερών (το «Διάταγμα Κατακράτησης»).

Η Αίτηση

Στις 2.10.25 καταχωρίστηκε η παρούσα κρίσιμη Αίτηση των Αιτητών 1 – 3 με την οποία, ως ανέφερα, ζητούν ακύρωση του Διατάγματος Κατακράτησης και επιστροφή των αντικειμένων τους. Η νομική βάση της Αίτησης είναι τ’ Άρθρα 2, 25, 27, 28, 32, 32Α, 33 και 170 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155, οι Διαταγές 48 και 64 των παλαιών θεσμών πολιτικής Δικονομίας, τ’ Άρθρα 2, 29 και 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου Ν. 14/60, τ’ Άρθρα 12, 15, 16, 23, 25, 28, 30, 33 και 25 του Συντάγματος, τ’ Άρθρα 6(1) και 8 της ΕΣΔΑ και το Άρθρο 1 του πρόσθετού της πρωτοκόλλου, ο περί Διατήρησης Τηλεπικοινωνιακών Δεδομένων με Σκοπό τη Διερεύνηση Σοβαρών Ποινικών Αδικημάτων Ν. 183(Ι)/2007, ο περί Προστασίας του Απορρήτου της Ιδιωτικής Επικοινωνίας (Παρακολούθηση Συνδιαλέξεων και Πρόσβαση σε Καταγεγραμμένο Περιεχόμενο Ιδιωτικής Επικοινωνίας) Ν. 92(Ι)/1996, ο περί Προστασίας των Φυσικών Προσώπων Έναντι της Επεξεργασίας των Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και της Ελεύθερης Κυκλοφορίας των Δεδομένων Ν. 125(Ι)/2018.

Οι Αιτητές παραπονούνται ότι η Αστυνομία απέκρυψε από το Δικαστήριο ότι πριν να καταχωριστεί η Αίτηση Ανανέωσης, δηλαδή στις 18.9.25, την ενημέρωσαν δια δικηγόρων ότι επιθυμούσαν να εμφανιστούν και ν’ ακουστούν σε περίπτωση διαδικασίας ανανέωσης. Παραπονούνται επίσης ότι η κατακράτηση των αντικειμένων, εν όψει του ότι πρόκειται για κινητά τηλέφωνα και κάρτες κινητής τηλεφωνίας, παραβιάζει Συνταγματικά δικαιώματά τους, ενώ ουδέποτε εκδόθηκε και δεν θα μπορούσε να εκδοθεί – με αναφορά και στα υπό διερεύνηση αδικήματα - οποιοδήποτε Διάταγμα πρόσβασης ή αποκάλυψης των πληροφοριών που τ’ αντικείμενα περιέχουν.

Στη συνοδευτική ένορκη δήλωση που γίνεται από τον Αιτητή 1, επισυνάπτονται Τεκμήρια και αναφέρεται μεταξύ άλλων το ιστορικό που οδήγησε στην Αίτηση Ανανέωσης, δηλαδή η ακύρωση των ενταλμάτων σύλληψης κατόπιν σχετικών αιτήσεων στο Ανώτατο Δικαστήριο και η απόρριψη της διαδικασίας προσωποκράτησης.

Έπειτα ο ομνύοντας αναφέρεται στους λόγους για τους οποίους ζητείται η ακύρωση του Διατάγματος Κατακράτησης, δηλαδή η απόκρυψη της προαναφερθείσας επιστολής των δικηγόρων των Αιτητών 18.9.25 καθώς και η - κατ’ εκείνον - παράνομη επεξεργασία δεδομένων των κατασχεθέντων και η θέση ότι το Διάταγμα Κατακράτησης χρησιμοποιείται ως συγκεκαλυμμένο διάταγμα πρόσβασης και αποκάλυψης. Επισυνάπτονται δε και σχετικές επιστολές που οι συνήγοροι των Αιτητών απηύθυναν επί τούτου.

Την Αίτηση στηρίζουν άλλες δύο ένορκες δηλώσεις, εκείνες των Αιτητών 2 και 3, οι οποίες ουσιαστικά παραπέμπουν στο πραγματικό υπόβαθρο της ένορκης δήλωσης του Αιτητή 1.

Συμπληρωματική ένορκη δήλωση

            Κατόπιν σχετικής άδειας του Δικαστηρίου και προτού καταχωριστεί Ένσταση από την πλευρά της Αστυνομίας, καταχωρίστηκε εκ μέρους των Αιτητών συμπληρωματική ένορκη δήλωση, στην οποία καταγράφεται ότι στις 7.10.25 η Αστυνομία απέστειλε επιστολή στο δικηγόρο του Αιτητή 1, στην οποία επιβεβαιώνεται ότι πράγματι δεν έχει εκδοθεί διάταγμα πρόσβασης σε περιεχόμενο ιδιωτικής επικοινωνίας και ότι η εξέταση κι ο έλεγχος στα κατασχεθέντα έγιναν «στο πλαίσιο της νομιμότητας» και ότι σε περίπτωση που εξασφαλιστεί σχετικό διάταγμα τότε θα επιδοθεί.

Η Ένσταση

Στις 29.10.25 καταχωρίστηκε ένταση από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, αποτελούμενη από 8 λόγους, η οποία εδράζεται στ’ Άρθρα 2, 27, 32 και 33 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155. Συνοπτικά, η ενιστάμενη πλευρά ισχυρίζεται ότι δεν καταδεικνύεται λόγος ακύρωσης του Διατάγματος Κατακράτησης ούτε λόγος επιστροφής των τεκμηρίων. Επίσης αναφέρεται ότι από τη στιγμή που δεν έχει καταχωρηθεί ποινική υπόθεση εναντίον των Αιτητών εκείνοι δεν νομιμοποιούνται να αιτούνται επιστροφή. Υπεραμύνεται επίσης τόσο των ενεργειών της Αστυνομίας όσο και της νομιμότητας του επίμαχου Διατάγματος Κατακράτησης.

Πραγματικό υπόβαθρο για την Ένσταση παρέχεται δια της ενόρκου δηλώσεως του Βασίλη Βορκά. Εν πρώτοις ο ομνύοντας υιοθετεί την ένορκη δήλωση στη βάση της οποίας εκδόθηκε το Διάταγμα Κατακράτησης ημερομηνίας 19.9.25 και ισχυρίζεται ότι οι έρευνες της Αστυνομίας βρίσκονται σε εξέλιξη. Ύστερα, γίνεται αναφορά στον ισχυρισμό των Αιτητών περί απόκρυψης της επιστολής των δικηγόρων τους και τονίζεται ότι οι ίδιοι δεν έχουν καταδείξει το ουσιώδες που θα προσέφερε η εμφάνισή τους στο Δικαστήριο κατά την ακρόαση της αίτησης για έκδοση του εν λόγω Διατάγματος. Επιπρόσθετα επί τούτου, ο ομνύοντας αναφέρει ότι η ένορκη δήλωση γι’ ανανέωση του αρχικού Διατάγματος έγινε λιγότερα μια μέρα μετά την επιστολή των δικηγόρων των Αιτητών και δεδομένου ότι το Διάταγμα εξέπνεε την επόμενη, δεν παρεχόταν χρόνος, σε κάθε περίπτωση, για να επιδοθεί η Αίτηση στους Αιτητές. Τέλος ο ομνύοντας επαναλαμβάνει ότι η επεξεργασία των κατασχεθέντων, όπως άλλωστε επιβεβαιώθηκε και με την απαντητική επιστολή που αποστάλθηκε προς τους δικηγόρους των Αιτητών, γίνεται στο πλαίσιο της νομιμότητας και σε περίπτωση που απαιτηθεί να εκδοθεί διάταγμα αποκάλυψης ή πρόσβασης στο μέλλον τότε τούτο θα επιδοθεί δεόντως. Είναι η θέση του ότι εάν επιστραφούν τα κατασχεθέντα υπάρχει κίνδυνος ν’ αλλοιωθούν ή να καταστραφούν και η οποία περαιτέρω διερεύνηση να μην μπορεί να συνεχίσει.

Αγορεύσεις

            Άκουσα έπειτα και τους συνηγόρους των διαδίκων. Αμφότεροι παρέδωσαν εμπεριστατωμένα κείμενα αγορεύσεων και συνόψισαν τις θέσεις του και προφορικά.

            Στην πολυσέλιδη αγόρευσή του ο ευπαίδευτος συνήγορος των Αιτητών αναλύει τους λόγους για τους οποίους το Διάταγμα Κατακράτησης θα πρέπει ν’ ακυρωθεί και να διαταχθεί η επιστροφή των Κατασχεθέντων. Εστιάζει, μ’ εκτενείς αναφορές σε Νομολογία, στο ζήτημα της μη αποκάλυψης στο Δικαστήριο σειράς από θεμάτων, αλλά επεκτείνει και τις αναφορές του στην παράλειψη των Αρχών ν’ αποκαλύψουν τη φύση των εν εξελίξει ερευνών και επεξεργασίας των Κατασχεθέντων ούτως ώστε να επιβεβαιωθεί ότι πράγματι αυτή γίνεται στο πλαίσιο της νομιμότητας, μια και παραδέχονται ότι δεν έχουν εκδώσει οποιοδήποτε διάταγμα πρόσβασης ή αποκάλυψης. Ως προς το ρόλο του Δικαστηρίου για την προστασία φυσικών προσώπων από την επεξεργασία δεδομένων επικοινωνίας παραπέμπει σε σχετική Απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (το «ΔΕΕ») καθώς και σε Κυπριακή Νομολογία.

            Εξ αντιθέτου η ευπαίδευτη συνήγορος εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα αντιπροτείνει ότι η μη αποκάλυψη της επιστολής των δικηγόρων των Αιτητών στο στάδιο της μονομερούς αίτησης γι’ ανανέωση δεν αποτελεί ουσιώδες γεγονός που θα επιδρούσε καθ’ οιονδήποτε τρόπο στην κρίση του Δικαστηρίου, κι επικαλείται επί του ζητήματος καθοδηγητική πρωτόδικη απόφαση. Προβάλλει παράλληλα και τη θέση ότι η εξέταση της Αίτησης εκφεύγει της εξουσίας του Δικαστηρίου και παραπέμπει σ’ άλλη πρωτόδικη απόφαση προς σχετική καθοδήγηση. Είναι επίσης θέση της ευπαίδευτης συνηγόρου ότι ουδέποτε οι Αιτητές συγκεκριμενοποίησαν αναφορικά με το που συνίσταται εν προκειμένω η κατάχρηση από πλευράς των Αρχών. Καταληκτικά, εισηγείται ότι δεν πληρούνται εν προκειμένω οι προϋποθέσεις για την ενεργοποίηση της εξουσίας του Δικαστηρίου για επιστροφή των Κατασχεθέντων, μια και δεν έχει ακόμα προσαφθεί κατηγορία εναντίον οποιουδήποτε.

Ανάλυση και κρίση Δικαστηρίου

    Για καλύτερη παρακολούθηση των όσων ακολουθούν παραθέτω το σχετικό Άρθρο 32 του Κεφ. 155 τ’ οποίο διέπει το υπό συζήτηση θέμα:

«32.-(1) Όταν, κατά την εκτέλεση εντάλματος έρευνας, κατασχεθεί οτιδήποτε και προσκομιστεί ενώπιον Δικαστή, όπως προβλέπεται στο άρθρο 27, το πράγμα αυτό, τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2) του άρθρου αυτού, δύναται να κατακρατηθεί από τέτοιο πρόσωπο ως ο Δικαστής ήθελε ορίσει, λαμβανόμενης πάντοτε εύλογης φροντίδας για τη διατήρηση του μέχρι την αποπεράτωση οποιασδήποτε ποινικής διαδικασίας η οποία είναι δυνατό να διεξαχθεί σε σχέση με αυτό.

(2) Όταν οτιδήποτε που κατασχέθηκε δυνάμει εντάλματος έρευνας και προσκομίστηκε ενώπιον Δικαστή υπόκειται σε φθορά ή είναι επιβλαβές, το πράγμα αυτό δύναται αμέσως να διατεθεί με τέτοιο τρόπο όπως ο Δικαστής ήθελε ορίσει.

(3) Αν ο Δικαστής είναι της γνώμης ότι οτιδήποτε που κατασχέθηκε δυνάμει εντάλματος έρευνας δεν απαιτείται πλέον για οποιαδήποτε ποινική διαδικασία, τότε εκτός αν εξουσιοδοτείται ή υποχρεώνεται από αυτόν ή οποιοδήποτε άλλο Νόμο να διαθέσει αυτό διαφορετικά, διατάσσει-

(α) όπως το πράγμα ή οποιοδήποτε μέρος του επιστραφεί στο πρόσωπο το οποίο φαίνεται στο Δικαστή ότι έχει δικαίωμα σε αυτό και, αν το εν λόγω πρόσωπο είναι ο κατηγορούμενος, όπως επιστραφεί στον ίδιο ή σε τέτοιο άλλο πρόσωπο ως ο κατηγορούμενος ήθελε ορίσει ή

(β) όπως το πράγμα αυτό, αν ανήκει στον κατηγορούμενο, ή μέρος αυτού, χρησιμοποιηθεί για την πληρωμή οποιωνδήποτε εξόδων ή αποζημιώσεων τα οποία ο κατηγορούμενος διατάχτηκε να πληρώσει.»

Ευελπιστώντας να εξηγήσω με όση περισσότερη σαφήνεια μπορώ το σκεπτικό μου, πρόκειται να παραθέσω αποσπάσματα από την επί του θέματος Νομολογία κάποιος έκτασης. Κάθε συζήτηση που σχετίζεται με τη διαδικασία των Άρθρων 27, και 32 - 34 του Κεφ. 155, ξεκινά με την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Concrete Mix Limited v Της Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 360, στην οποία ο Δικαστής Πικής, ως ήταν τότε, ανέφερε τα εξής:

«Οι διατάξεις που αφορούν την κατάσχεση και κράτηση αντικειμένων (για ανακριτικούς και αποδεικτικούς σκοπούς) είναι ταξινομημένες με χρονολογική σειρά η οποία αντανακλά τα τρία ξεχωριστά στάδια που οριοθετούνται και ρυθμίζονται από το νόμο. Το άρθρο 27 διέπει την εξουσία για την κατάσχεση αντικειμένων. Αυτά μπορεί να κατασχεθούν κατά την εκτέλεση εντάλματος ερεύνης εφόσο η εξέτασή τους κρίνεται αναγκαία για τους σκοπούς της αστυνομικής έρευνας. Η κατάσχεση αντικειμένου, βάσει του άρθρ. 27, παρέχει μόνο περιορισμένο δικαίωμα κράτησης, μέχρι την παρουσίασή του, το συντομότερο δυνατό, ενώπιον του Δικαστηρίου, όπως προβλέπεται στο άρθρο 32 (1) του νόμου. Κριτής της αναγκαιότητας της περαιτέρω κράτησης του αντικειμένου για τους σκοπούς των ανακρίσεων και μελλοντικής ποινικής διαδικασίας, είναι το Δικαστήριο. Οι πρόνοιες του άρθρ. 32 (1) παρέχουν διακριτική ευχέρεια στο Δικαστήριο να διατάξει την κράτηση και φύλαξη κατασχεθέντος αντικειμένου από τις αστυνομικές Αρχές μέχρι και την αποπεράτωση ποινικής διαδικασίας η οποία ήθελε προκύψει από τις αστυνομικές έρευνες. […]

Οι διατάξεις του άρθρ. 32 (1) παρέχουν εξουσία στο Δικαστήριο να διατάξει την κράτηση και φύλαξη αντικειμένων από τις αστυνομικές Αρχές, που κατασχέθηκαν βάσει του άρθρ. 27 για καθορισμένο χρονικό διάστημα ή μέχρι την αποπεράτωση ποινικής διαδικασίας η οποία ήθελε προκύψει από τις ανακρίσεις. Η εξουσία η οποία παρέχεται από το άρθρο 32 (3) για αποδέσμευση των αντικειμένων από την αστυνομική φύλαξη, συναρτάται άμεσα με την προσαγωγή του υπόπτου στο Δικαστήριο με τη διατύπωση κατηγορίας εναντίον του. Η πρόσαψη κατηγορίας οριοθετεί το τρίτο στάδιο της διαδικασίας για την κράτηση κατασχεθέντων αντικειμένων. Το εδάφιο 3 του άρθρ. 32 του νόμου, παρέχει εξουσία για επιστροφή του αντικειμένου στον κάτοχο ή ιδιοκτήτη του, νοουμένου ότι η κράτηση και φύλαξή του δεν απαιτείται για τους σκοπούς της εγερθείσας ποινικής δίωξης. […]

Προς την ερμηνεία του άρθρ. 32 (3) που οριοθετεί η ορολογία του, συγκλίνει και η ταξινόμηση, στο πλαίσιο του Κεφ. 155, των διατάξεων που διέπουν την κατάσχεση και κράτηση αντικειμένων για τους σκοπούς των ανακρίσεων και της δίκης - άρθρα 27, 32 (1) και 32 (3) - καθώς και η σκοπιά των προνοιών κάθε μιας από αυτές τις νομοθετικές διατάξεις. Το άρθρο 27 διέπει και καθορίζει την κατάσχεση αντικειμένων στο προκαταρκτικό στάδιο της έρευνας, το άρθρο 32 (1) την κράτηση και φύλαξή τους από τις αστυνομικές Αρχές μετά την κατάσχεσή τους, και το άρθρο 32 (3) την αποδέσμευσή τους μετά την πρόσαψη κατηγορίας επί δικαστηρίω εάν η περαιτέρω κράτησή τους δεν απαιτείται για τους σκοπούς εγερθείσας ποινικής δίωξης.

Προκύπτει από την πιο πάνω ανάλυση, ότι η αίτηση των εφεσειόντων, που αποτέλεσε το επίδικο θέμα της πρωτόδικης απόφασης, εδραζόταν σε ακροσφαλές βάθρο. Όπως έχουμε εξηγήσει, η κράτηση και φύλαξη των αντικειμένων μέχρι την αποπεράτωση των ανακρίσεων, και ενδεχομένως μέχρι την αποπεράτωση μελλοντικής ποινικής διαδικασίας, διατάχθηκε στις 14/11/90. Το διάταγμα εκείνο ίσχυε στις 8/12/90 όταν υποβλήθηκε η αίτηση για αποδέσμευσή τους χωρίς να είχαν προκύψει οι προϋποθέσεις που θα νομιμοποιούσαν τους εφεσείοντες να επικαλεσθούν τις πρόνοιες του άρθρ. 32(3), δηλαδή ποινική δίωξη των κατηγορουμένων*».

Η κατακλείδα της θεμελιακής τούτης απόφασης είναι ότι η Αίτηση που καταχωρίστηκε πριν την ποινική δίωξη των κατηγορούμενων δεν πληροί τις προϋποθέσεις ούτως ώστε οι εφεσείοντες να δύναντο ν’ απευθυνθούν στο Δικαστήριο γι’ αποδέσμευση στη βάση του Άρθρου 32(3) του Κεφ. 155. Η προσέγγιση υιοθετήθηκε και σε μεταγενέστερες αποφάσεις. Όπως όμως θα διαφανεί πιο κάτω, η εξέλιξη της Νομολογίας επί του θέματος διεύρυνε το πλαίσιο εντός του οποίου αίτηση στη βάση του Άρθρου 32(3) μπορεί να καταχωρηθεί. 

Προτού παραθέσω τη, διευρυμένη πλέον, ερμηνεία, κρίνω σκόπιμο να συζητήσω την εμβέλεια των εξουσιών που παρέχονται στο Δικαστήριο με τη συνδυασμένη ανάγνωση των σχετικών νομοθετικών προνοιών. Στην Πολιτική Αίτηση 15/22, ημερομηνίας 23.2.22 η οποία αφορούσε αίτηση για έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari, η Δικαστής Δημητριάδου ανέφερε τα εξής:

«Έχοντας κατά νου το πιο πάνω νομικό πλαίσιο και τις σχετικές διατάξεις, είναι φανερό ότι, στο πλαίσιο του Άρθρου 32(1) του Κεφ.155, η μόνη εξουσία που παρέχεται στο Δικαστήριο είναι να διατάξει ή να μην διατάξει την κατακράτηση και φύλαξη αντικειμένων που κατασχέθηκαν από τις Αστυνομικές αρχές στη βάση του Άρθρου 27, για καθορισμένο χρονικό διάστημα ή μέχρι και την αποπεράτωση ποινικής διαδικασίας η οποία ήθελε προκύψει από τις αστυνομικές έρευνες και ανακρίσεις*. Στο στάδιο αυτό το Δικαστήριο αναλαμβάνει αρμοδιότητα για το ζήτημα και ειδικά για την αναγκαιότητα της περαιτέρω κράτησης των κατασχεθέντων αντικειμένων, αφού προηγήθηκε η πρώτη φάση μέσω της κατάσχεσης κατά την εκτέλεση εντάλματος έρευνας η οποία παρέχει, ως ήδη πιο πάνω επισημάνθηκε, περιορισμένο δικαίωμα κράτησης τους μέχρι την παρουσίαση τους, το συντομότερο δυνατόν ενώπιον του Δικαστηρίου. Δεν παρέχεται, με βάση το Άρθρο 32(1), εξουσία στο Δικαστήριο να πράξει οτιδήποτε άλλο και σίγουρα δεν προκύπτει από το κείμενο του Νόμου, αλλά και την υπάρχουσα νομολογία, τέτοια εξουσία όπως το κατώτερο Δικαστήριο την αντιλήφθηκε, ήτοι για επιστροφή ή αποδέσμευση των αντικειμένων που κατασχέθηκαν που ήταν εν προκειμένω η Διαταγή του κατώτερου Δικαστηρίου. Τέτοια εξουσία, για επιστροφή, παρέχεται στο Δικαστήριο υπό τους όρους και προϋποθέσεις που τίθενται στο εδάφιο (3) του Άρθρου 32, ήτοι με την πρόσαψη κατηγορίας εναντίον προσώπων και εφόσον η κράτηση των τεκμηρίων δεν απαιτείται για σκοπούς της εγερθείσας ποινικής δίωξης*».

Ο ευπαίδευτος συνήγορος των Αιτητών με παρέπεμψε και στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα (2010) 1Α Α.Α.Δ. 181, ημερομηνίας 16.2.2010, στην οποία ο Δικαστής Φωτίου, ως ήταν τότε, ανέφερε τα εξής ως προς το θέμα της διαταγής που το Δικαστήριο μπορεί να εκδώσει, καθώς και αναφορικά με το ζήτημα της μη αποκάλυψης σε γεγονότα που προσομοιάζουν αυτά μάλιστα και αυτά της παρούσας:

«Είναι φανερό από τις πρόνοιες του άρθρου αυτού ότι ο ισχυρισμός του αιτητή στην παρούσα ότι η καθ' ης η αίτηση εταιρεία δεν είχε δικαίωμα να αποταθεί στο Δικαστήριο για επιστροφή των τεκμηρίων (ηλεκτρονικών υπολογιστών κλπ.), δεν ευσταθεί. Είναι σαφές ότι μπορεί να υποβάλει αίτηση και πρόσωπο άλλο από τον κατηγορούμενο. Απλώς το Δικαστήριο κατά την εξέταση τέτοιας αίτησης έχει εξουσία απλώς να διατάξει την επιστροφή τεκμηρίων και όχι ακύρωση του αρχικού διατάγματος του με βάση το οποίο διατάχθηκε η κράτηση.

Το πρωτόδικο δικαστήριο στην παρούσα περίπτωση διέταξε (α) την ακύρωση του διατάγματος κράτησης όσο και (β) την επιστροφή των τεκμηρίων. Αν περιοριζόταν το διάταγμα μόνο στην επιστροφή τους, τότε δε θα υπήρχε πρόβλημα εφόσον η εξουσία αυτή υπάρχει στο Αρθρο 32(3) και η λέξη «ακυρώνεται» δε θα πρόσθετε οτιδήποτε το ουσιαστικό*. Όμως το πρωτόδικο δικαστήριο ακύρωσε το διάταγμα για το λόγο ότι τούτο είχε εκδοθεί σε μονομερή αίτηση κατά την οποία ο αιτητής (Αστυνομία) δεν είχε προβεί σε πλήρη αποκάλυψη ουσιωδών γεγονότων. Από τη νομολογία που επικαλέστηκε ο πρωτόδικος δικαστής όπως επίσης και από αρκετή άλλη νομολογία […] είναι σαφές ότι σε μονομερείς αιτήσεις ο αιτητής έχει καθήκον να προβεί σε πλήρη αποκάλυψη όλων των ουσιωδών γεγονότων. Τέτοια γεγονότα είναι αυτά που αν τα είχε υπόψη το δικαστήριο, δυνατό να επηρέαζαν την απόφαση του αν θα εκδώσει ή όχι το αιτούμενο διάταγμα.

Στην παρούσα υπόθεση αν ληφθεί υπόψη ότι αμέσως μετά την εκτέλεση του εντάλματος έρευνας και κατάσχεση των τεκμηρίων, η καθ' ης η αίτηση ζήτησε από την Αστυνομία να την πληροφορήσει πότε θα ζητούσε από το δικαστήριο την περαιτέρω κράτηση των τεκμηρίων διότι ήθελε να ακουστεί, ώφειλε να αποκαλύψει το γεγονός αυτό στο πρωτόδικο δικαστήριο. Σε παρόμοια διαδικασία η μονομερής αίτηση είχε επιδοθεί στην άλλη πλευρά με οδηγίες του Δικαστηρίου. (Βλ. C.T. Tobacco Ltd κ.ά. v. Τμήματος Τελωνείων (2003) 2 Α.Α.Δ. 212). Επομένως, αν ο πρωτόδικος δικαστής γνώριζε για το ενδιαφέρον και αίτημα της καθ' ης η παρούσα αίτηση να ακουστεί, δυνατό να μην ενέκρινε την αίτηση για κράτηση των τεκμηρίων και να διέτασσε επίδοση της μονομερούς αίτησης. Καταλήγω λοιπόν ότι το πρωτόδικο δικαστήριο είχε εξουσία να ακυρώσει το διάταγμά του που εκδόθηκε σε μονομερή αίτηση στην οποία αποκρύβηκαν ή να το θέσω διαφορετικά, δεν αποκαλύφθηκαν ουσιώδη γεγονότα*. Το Δικαστήριο διέταξε την ακύρωση του διατάγματος και για λόγους κατάχρησης της διαδικασίας από την αστυνομία λόγω μεγάλης καθυστέρησης να προωθήσουν ποινική υπόθεση στο Δικαστήριο […] Ενόψει των πιο πάνω καθώς και της κατάληξης μου ότι είχε εξουσία το Δικαστήριο να ακυρώσει το διάταγμα για τον προαναφερθέντα λόγο, δεν το θεωρώ αναγκαίο να εξετάσω το κατά πόσο ορθά ακυρώθηκε και για κατάχρηση της διαδικασίας από την αστυνομία.»

Στην πιο πάνω απόφαση, και παρά τον αρχικό εντοπισμό σφάλματος στην κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να αναφερθεί σε «ακύρωση», εν τέλει διαφαίνεται ότι αναγνωρίστηκε εξουσία του Δικαστηρίου ν’ αναθεωρήσει διάταγμα στη βάση της γενικής και συμφυούς εξουσίας του για περιστολή της κατάχρησης διαδικασίας και τούτο όχι αυστηρά σε σχέση με τον παράγοντα χρόνο, αλλά και ως προς την υποχρέωση πλήρους και ειλικρινούς αποκάλυψης ουσιωδών γεγονότων.

Στη μεταγενέστερη απόφαση στην υπόθεση Ανδρέας Ησαΐα κ.α. ν. Αστυνομίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 669 έγιναν χρήσιμες αναφορές στ’ ότι η επίδοση Αίτησης Κατακράτησης δεν αποτελεί αναγκαίο διάβημα, μια κι οι ενδιαφερόμενοι λαμβάνουν γνώση αναφορικά με το Διάταγμα αφού αυτό τους επιδίδεται μεταγενέστερα και στα μέτρα που έχουν στη διάθεσή τους προς αντιμετώπισή του, αλλά κι αναγνωρίστηκε ότι το Διάταγμα που εκδίδεται στη βάση του Άρθρου 32(1), δεν ορίζεται επιστρεπτέο. Αναφορικά τώρα με τα διαθέσιμα μέτρα, το Δικαστήριο αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο και την δυνατότητα στους εκεί ενδιαφερόμενους «είτε να αιτηθούν από το πρωτόδικο δικαστήριο την ακύρωση του διατάγματος, είτε να εφεσιβάλουν την πρωτόδικη απόφαση, σύμφωνα με το Άρθρο 32Α του Κεφ. 155, πράγμα που έπραξαν». Επισημαίνεται, για σκοπούς πληρότητας, ότι σε άλλα μέρη της ίδιας απόφασης παραλείπεται αναφορά στη δυνατότητα ακύρωσης, αλλά επαναλαμβάνονται οι αναφορές σ’ έφεση και σε αίτηση επιστροφής στη βάση του Άρθρου 32(3).

Παρά τις αναφορές στις Αναφορικά με την Αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα (2010) και Ησαΐας (αμφότερες ανωτέρω) ως προς τη δυνατότητα αναθεώρησης του Διατάγματος, αλλά και στο δικαίωμα σ’ επιστροφή όταν η κατακράτηση απολήγει σε κατάχρηση, στην συγκριτικά πιο πρόσφατη Απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Ch. & G. Emporium Cars Ltd v. Αστυνομίας (2016) 2 Α.Α.Δ. 741 το Δικαστήριο υιοθέτησε διαφορετική προσέγγιση: έκρινε ότι αίτηση για επιστροφή, εδραζόμενη στο Άρθρο 32(3), ήταν πρόωρη και καταδικασμένη σε αποτυχία καθότι - με αναφορά στην Concrete Mix Ltd (ανωτέρω) - δεν είχε συμπληρωθεί το 3ο στάδιο, δηλαδή δεν καταχωρίστηκε ποινική δίωξη. Αποτέλεσε δε αναφορά του Δικαστηρίου ότι οι επιλογές των Αιτητών, μετά και την έκδοση του Διατάγματος στη βάση του Άρθρου 32(1), ήταν είτε να προσβάλουν το Διάταγμα με προνομιακό ένταλμα, είτε ν’ ασκήσουν έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης στη βάση του Άρθρου 32Α. Επισημαίνεται ότι και στην Ch. & G. Emporium Cars Ltd. (ανωτέρω), η αίτηση ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου βασιζόταν σε ισχυρισμούς μη αποκάλυψης ουσιωδών γεγονότων από τις διωκτικές Αρχές κατά την έκδοση Διατάγματος κατακράτησης μονομερώς, ζήτημα που σχετίζεται και με τα εδώ εξεταζόμενα. Παρά τον προβαλλόμενο ισχυρισμό περί μη αποκάλυψης πρωτοδίκως, το Ανώτατο Δικαστήριο, κατέληξε στην προαναφερθείσα Απόφαση περί του πρόωρου Αίτησης στη βάση του Άρθρου 32(3) και περί της δυνατότητας έφεσης ή επιδίωξης ακύρωσης με προνομιακό ένταλμα και μόνον κατόπιν, έκδοσης διατάγματος στη βάση του Άρθρου 32(1).       

Ακόμα πιο πρόσφατα, στην Αστυνομικός Διευθυντής Λευκωσίας ν Ανδρέας Δημητριάδης & Σια ΔΕΠΕ, Ποινική Έφεση 205/21, ημερομηνίας 26.10.22, η πρωτόδικη κρίση ν’ απορριφθεί αίτηση γι’ ανανέωση διατάγματος κατακράτησης κατόπιν inter partes διαδικασίας που προηγήθηκε, ανατράπηκε, με το Ανώτατο Δικαστήριο ν’ αναφέρει ότι το «ένα και ουσιώδες» είναι εάν τίθενται ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία που να δικαιολογούν την περαιτέρω κατακράτηση, διευκρινίζοντας ότι σε περίπτωση που δεν καταχωρίζεται ποινική υπόθεση εντός εύλογου χρόνου ενυπάρχει, μεταξύ άλλων, και δικαίωμα του ενδιαφερόμενου στα κατασχεθέντα ν’ αποταθεί στο Δικαστήριο για επιστροφή τους.». Σημαντική για το ενώπιον μου επίμαχο ζήτημα κρίνεται και η ακόλουθη αναφορά του Δικαστηρίου αναφορικά με την εκ του Νόμου εξουσία Πρωτόδικου Δικαστηρίου:

«Η προηγούμενη απόφαση κατακράτησης ημερ. 2.8.2021, επίσης πρωτόδικη, δεν μπορούσε να ανατραπεί από Πρωτόδικο Δικαστήριο με την αιτιολογία ότι εμφανίστηκε δικηγόρος με αποτέλεσμα να υπάρχει «μια σφαιρικότερη άποψη ως προς το κατά πόσο δικαιολογείται ή όχι η κατακράτηση των τεκμηρίων». […] Το Πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την Αίτηση για ανανέωση κατακράτησης τεκμηρίων επικαλούμενο εξουσίες που δεν είχε από το Νόμο*».

*Εμφάσεις και τυχόν υπογραμμίσεις στα πιο πάνω αποσπάσματα δοθείσες

Συγκεφαλαιώνοντας τη Νομολογία κι ερμηνεύοντας τις σχετικές Νομοθετικές πρόνοιες, διαπιστώνω ότι δεν παρέχεται εκ του Νόμου εξουσία στο Δικαστήριο ν’ ακυρώσει το Διάταγμα Κατακράτησης που εξέδωσε. Με βάση το Άρθρο 32(1) του Κεφ. 155 το Δικαστήριο είτε εκδίδει Διάταγμα Κατακράτησης είτε όχι, ενώ με βάση Άρθρο 32(3) του Κεφ. 155 παρέχεται μόνον εξουσία για επιστροφή των Τεκμηρίων όταν κι εφόσον το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν χρειάζονται πλέον για τους σκοπούς της ποινικής διαδικασίας ή όταν επιδειχθεί ολιγωρία που ισοδυναμεί με κατάχρηση. Ούτε προνοείται διαδικασία επίδοσης της αίτησης για κατακράτηση, αν και η επίδοση ενδεχομένως να είναι ενίοτε επιθυμητή (βλ. Ησαΐας (ανωτέρω)). Το Διάταγμα, ως ζήτημα δικονομικό, δεν ορίζεται - άμα τη εκδόσει του - επιστρεπτέο ούτως ώστε ν’ αναθεωρηθεί από το Δικαστήριο που το εξέδωσε (βλ. επίσης Ησαΐας (ανωτέρω)) αφότου λάβει γνώση το πρόσωπο που ενδιαφέρεται στα Τεκμήρια, όπως, λόγου χάριν, προνοείται από τους κανονισμούς πολιτικής δικονομίας. Αντίθετα, το μόνο που αναφέρεται σχετικώς είναι στο Άρθρο 32Α του Κεφ. 155 – τ’ οποίο εισήχθη στο Νόμο με τροποποίηση το έτος 2004 – όπου και προβλέπεται ότι η απόφαση Δικαστηρίου που λαμβάνεται στη βάση του Άρθρου 32(1) του Κεφ. 155 υπόκειται σ’ έφεση κατά τον τρόπο που καθορίζεται στο ίδιο υπό αναφορά Άρθρο 32Α. Δεν γίνεται, εν προκειμένω, δικονομικός διαχωρισμός αποφάσεων που λήφθηκαν στη βάση μονομερούς αίτησης ή δια κλήσεως αίτησης και υπόκεινται σ’ έφεση.

Με τα πιο πάνω κατά νου, το πρώτο ερώτημα που πρέπει ν’ απαντηθεί - και απαντάται - είναι κατά πόσο παρέχεται δικαίωμα στους Αιτητές και κατ’ επέκταση εάν ενυπάρχει εξουσία του Δικαστηρίου γι’ ακύρωση του Διατάγματος Κατακράτησης. Εάν δηλαδή προβλέπεται διαδικασία αναθεώρησης ισχύοντος διατάγματος από το ίδιο Δικαστήριο που το εξέδωσε, ανεξάρτητα από την εξουσία επιστροφής στη βάση του Άρθρου 32(3). Συνδυασμένη ανάγνωση της πιο πρόσφατης Νομολογίας, δηλαδή των όσων αναφέρθηκαν στις  Ch. & G. Emporium Cars Ltd. και Ανδρέας Δημητριάδης & Σια ΔΕΠΕ (αμφότερες ανωτέρω), καταδεικνύει ότι, κατόπιν έκδοσης Διατάγματος Κατακράτησης, οι επιλογές των επηρεαζόμενων είναι είτε ν’ ασκήσουν έφεση στη βάση του Άρθρου 32Α, είτε να προσβάλουν το επίμαχο Διάταγμα με προνομιακό ένταλμα, νοουμένου ότι συντρέχουν τέτοιες προϋποθέσεις που να το δικαιολογούν. Επίσης οι επηρεαζόμενοι δύνανται να υποβάλουν Αίτηση για επιστροφή στη βάση του Άρθρου 32(3), η οποία χωρεί μόνον όταν: είτε έχει συμπληρωθεί το 3ο στάδιο της διαδικασίας που προκύπτει από τα σχετικά Άρθρα, είτε όταν το στάδιο τούτο δεν έχει συμπληρωθεί εντός εύλογου χρόνου.

Καταλήγω επομένως ότι δεν παρέχεται εξουσία του Δικαστηρίου ν’ ακυρώσει διάταγμα που εξέδωσε, αφού το ζήτημα μέλλει να εξεταστεί είτε στο πλαίσιο έφεσης στη βάση του Άρθρου 32Α, είτε στο πλαίσιο προνομιακού εντάλματος. Η φυσική δικαιοσύνη, εν προκειμένω, εξυπηρετείται, θεωρώ, με το δικαίωμα έφεσης κατά απόφασης, παρά την απουσία αναθεωρητικής εξουσίας έξω από τα διαλαμβανόμενα στο Άρθρο 32(3). Ενδεχομένως εκ του περισσού, αλλά για σκοπούς πληρότητας, είμαι της άποψης ότι το Άρθρο 32(3) δεν παρέχει αυστηρά ομιλούντες πλαίσιο αναθεώρησης υφιστάμενου Διατάγματος, αλλά εξουσία επιστροφής κατασχεθέντων κατόπιν μεταβολής συνθηκών, όταν δηλαδή κριθεί ότι αυτά πλέον δεν είναι απαραίτητα για το σκοπό που διατάχθηκε η κατάσχεσή τους εξ αρχής ή όταν, κατ’ εφαρμογή της Απόφασης στην Ανδρέας Δημητριάδης & Σια ΔΕΠΕ (ανωτέρω) επιδεικνύεται από τις διωκτικές αρχές καταχρηστική καθυστέρηση ή ολιγωρία.

Προς αποφυγή παρεξήγησης διακρίνεται το αιτούμενο υπό το στοιχείο Α διάταγμα ακύρωσης από τυχόν απόφαση του Δικαστηρίου να μην επεκτείνει το χρόνο κράτησης στη βάση του Άρθρου 32(1). Τέτοιο ζήτημα δεν προβάλλεται προς επίλυση με την κρίσιμη Αίτηση. Τα αιτητικά αφορούν μόνον σε ακύρωση και επιστροφή και το ζήτημα της επέκτασης ή όχι τίθεται μόνον όταν ζητείται τέτοια επέκταση.

Πέραν τούτου θεωρώ σκόπιμο να επισημάνω ότι η θέση του ενιστάμενου Γενικού Εισαγγελέα ότι η εξέταση του τρόπου μεταχείρισης των κατασχεθέντων και οι ισχυρισμοί περί παράνομης ή συγκεκαλυμμένης προσπάθειας εξαγωγής δεδομένων εκφεύγουν του πλαισίου του Άρθρου 32(1), με βρίσκει σύμφωνο. Το ζήτημα ανάγεται στο κατά πόσο οι Αρχές ενήργησαν παράνομα ενόσω τα Τεκμήρια βρίσκονταν υπό την κράτησή τους, χωρίς να παρέχεται τέτοια εξουσία στο Δικαστήριο που απλώς εκδίδει ή δεν εκδίδει διαταγή για κατακράτηση των εν λόγω Τεκμηρίων. Επιπρόσθετα, τυχόν ενασχόλησή μου με τη φύση των κατασχεθέντων αντικειμένων και με το κατά πόσο, εν όψει της φύσης τους αυτής, προκύπτει ότι μοναδική επεξεργασία που θα μπορούσαν να τύχουν στο πλαίσιο των ερευνών είναι τέτοια που θα απαιτούσε, το δίχως άλλο, και πρόσβαση στα δεδομένα, θα αποτελούσε θεωρώ, εκτός από λογικό άλμα και θεωρητική άσκηση εν τη απουσία οποιουδήποτε απτού στοιχείου που να επιβεβαιώνει τούτο, και υπέρβαση των εξουσιών που προνοεί ο Νόμος, παρόμοια μ’ εκείνη που διαπίστωσε η Δικαστής Ψαρά – Μιλτιάδου στην απόφασή της στην Πολιτική Αίτηση 10/22, της 17.2.22, ECLI:CY:AD:2022:D71, η οποία αφορούσε αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα για έκδοση εντάλματος φύσης prohibition κατά απόφασης για επιθεώρηση τεκμηρίων στο πλαίσιο διαδικασίας κατακράτησής τους.

Έχοντας καταλήξει ως ανωτέρω για τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω, το Αιτητικό Α απορρίπτεται.     

Η κατάληξή μου τούτη, μια και άπτεται της εκ του Νόμου εξουσίας του Δικαστηρίου να επιληφθεί αίτησης γι’ ακύρωση διατάγματος, καθιστά και την ενασχόλησή μου με το ζήτημα της μη αποκάλυψης ουσιωδών γεγονότων ακαδημαϊκό. Σε κάθε όμως περίπτωση, έστω και να κατέληγα - παρά τη ρητή αναφορά του Άρθρου 32Α και των αντίστοιχων αρχών της Νομολογίας - ότι θα μπορούσα να εξετάσω το ζήτημα στο πλαίσιο της ευρύτερης συμφυούς εξουσίας του Δικαστηρίου, η θέση των Αιτητών δεν με βρίσκει σύμφωνο ούτε επί της ουσίας. Η απόκρυψη στην οποία οι Αιτητές αναφέρονται εν προκειμένω περιορίζεται στην επιστολή των δικηγόρων τους και την εκδηλωθείσα επιθυμία τους να παρευρεθούν και ν’ ακουστούν σε διαδικασία ανανέωσης του Διατάγματος Κατακράτησης. Τα λοιπά ζητήματα που ο ευπαίδευτος συνήγορος των Αιτητών εγείρει ως μη αποκαλυφθέντα στην αγόρευσή του εκτός του ότι δεν εγείρονται στην ίδια την Αίτηση, δεν αποτελούν, με όλο σεβασμό, γεγονότα τα οποία σχετίζονται με τη διαδικασία παρέκτασης του χρόνου κατακράτησης αντικειμένων, αλλ’ άπτονται της πιθανότητας η έρευνα να μιαίνεται από παρανομία. Όπως κατέληξα προηγουμένως, το ζήτημα εκφεύγει του πλαισίου. Καίριο επομένως ερώτημα είναι εάν η αποκάλυψη της εν λόγω επιστολής θα ήταν δυνατό να επενεργήσει καθ’ οιονδήποτε τρόπο στην απόφαση επί της ανανέωσης του Διατάγματος Κατακράτησης, έχοντας κατά νου το σύνολο των γεγονότων που τέθηκαν προς εξέταση. Η απάντηση θα πρέπει να είναι αρνητική: Από το ίδιο το περιεχόμενο της επιστολής (Τεκμήριο 4 στην ένορκη δήλωση που συνόδευσε την Αίτηση) διαφαίνεται αφενός η ανησυχία των Αιτητών αναφορικά με το χρόνο συμπλήρωσης των ερευνών και της καταχώρισης ποινικής δίωξης, ζήτημα που όμως ήταν εμφανές από τους χρόνους που αναφέρονταν στην ίδια της ένορκη δήλωση που στήριξε την μονομερή Αίτηση Ανανέωσης και αφετέρου αναδεικνύεται η θέση των Αιτητών περί μη δυνατότητας επέμβασης στο περιεχόμενο των κατασχεθέντων, ζήτημα που ουδέποτε αποτέλεσε αντικείμενο προς εξέταση. Επομένως, αλλά και για τους λόγους που ο ίδιος ο ομνύοντας στην ένορκη δήλωση που στήριξε την Ένσταση ανέφερε, το γεγονός της αποστολής επιστολής από τους συνηγόρους των Αιτητών προς την Αστυνομία με την οποία ζητούσαν να εμφανιστούν, θεωρώ δεν αποτελεί ουσιώδες γεγονός, η απόκρυψη του οποίου απέδωσε οποιοδήποτε πλεονέκτημα στην πλευρά των Αρχών. Αυτά ως προς το ζήτημα της αποκάλυψης.  

Παραμένει προς εξέταση το δικαίωμα των Αιτητών ν’ αποταθούν στο παρόν Δικαστήριο για επιστροφή των τεκμηρίων, όπως προνοείται στο Άρθρο 32(3) του Κεφ. 155 και το αντίστοιχο αιτητικό υπό στοιχείο Β της παρούσας Αίτησης. Εκ της ανάλυσης που προηγήθηκε, το Δικαστήριο καλείται ν’ απαντήσει δύο ερωτήματα:

(α) εάν τα κατασχεθέντα δεν απαιτούνται πλέον για οποιαδήποτε ποινική διαδικασία, αλλά και

(β) εάν οι διωκτικές αρχές έχουν ενεργήσει εντός εύλογου χρόνου, προς διαφύλαξη του υπό του Άρθρου 23 του Συντάγματος προστατευόμενου δικαιώματος των Αιτητών στην περιουσία τους ή εάν η περιουσία τούτη κατακρατείται πέραν του αναγκαίου κι εύλογου για σκοπούς ποινικής διαδικασίας χρονικού διαστήματος.

Ως προς το στοιχείο (α), εν όψει του σταδίου που εγείρεται το ζήτημα, δηλαδή προτού καταχωριστεί ποινική διαδικασία, τυχόν εξέτασή του είναι πρόωρη, κατ’ εφαρμογή και υπό το φως των αρχών της Concrete Mix Ltd. (ανωτέρω). Νοείται όμως ότι εάν οι εξετάσεις της Αστυνομίας περατωθούν πριν την καταχώριση ποινικής υπόθεσης ή εάν δεν πρόκειται να προωθηθεί οποιαδήποτε ποινική δίωξη, τότε τα Κατασχεθέντα θα πρέπει, χωρίς καθυστέρηση, να επιστραφούν.

Το πιο πάνω με φέρνει και στο τελευταίο ερώτημα. Είναι γεγονός ότι οι αναφορές της Αστυνομίας σχετικά με την επεξεργασία που απομένει να διενεργηθεί στα Κατασχεθέντα δεν εξειδικεύονται πέραν του ισχυρισμού περί νόμιμης επεξεργασίας. Σίγουρα η γενικότητα της αναφοράς δεν βοηθά ούτε στην κατανόηση του χρονικού ορίζοντα που τίθεται για ολοκλήρωση των διαδικασιών ούτε και προς το καθορισμό του κατά πόσο θα υπάρξει άλλο αίτημα για κατακράτηση των εν λόγω αντικειμένων, είτε αυτό θ’ αφορά σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα είτε μέχρι τη δίκη. Παρά ταύτα το ζήτημα εξετάζεται στο σύνολο των περιστάσεων, δηλαδή εν σχέση προς το διερευνώμενο  αδίκημα, με τη λοιπή υπάρχουσα μαρτυρία, αλλά και με το χρόνο που έχει διαρρεύσει από την ημέρα κατάσχεσης μέχρι και την ημέρα που το ζήτημα εξετάζεται από το Δικαστήριο. Είναι κοινώς αποδεκτό ότι η κατάσχεση των αντικειμένων έγινε στις 18.6.25. Έχουν παρέλθει δηλαδή έκτοτε 5 μήνες. Στο σύνολο των περιστάσεων δεν θεωρώ ότι ο χρόνος τούτος έχει ξεπεράσει τον εύλογο. Το αδίκημα που διερευνά η Αστυνομία είναι σοβαρό και ανεξάρτητα του κατά πόσο εν τέλει θα κατηγορηθούν για οποιαδήποτε συμμετοχή σ’ αυτό οι Αιτητές, θα πρέπει θεωρώ να επιτραπεί στην Αστυνομία να ολοκληρώσει τις απαιτούμενες εξετάσεις, χωρίς να παραγνωρίζεται η επιθυμία των Αιτητών να τους επιστραφεί η περιουσία τους. Καταλήγοντας ως ανωτέρω, συνυπολόγισα και το γεγονός ότι πουθενά στην Αίτησή τους, αλλ’ ούτε και στην επιστολή τους προς την Αστυνομία, οι Αιτητές συγκεκριμενοποίησαν με τη σειρά τους οποιουσδήποτε λόγους που καθιστούν απαραίτητη - ή καλύτερα απαραίτητη κατά τον παρόντα χρόνο - την επιστροφή των εν λόγω αντικειμένων, νοείται, εκτός από την καθόλα κατανοητή επιθυμία οποιουδήποτε να κατέχει την περιουσία του.

Με το πιο πάνω σκεπτικό, δεν έχω ικανοποιηθεί ότι, μέχρι στιγμής, έχει επιδειχθεί τέτοια ολιγωρία από πλευράς της Αστυνομίας ούτως ώστε να δικαιολογείται η επέμβασή μου στη συνέχιση της κράτησης των κατασχεθέντων.

Γι’ αυτό το λόγο και το Αιτητικό Β της Αίτησης απορρίπτεται.

Η Αίτηση απορρίπτεται.

Ως προς τα έξοδα, εν όψει της αποτυχίας της Αίτησης κρίνω ορθό όπως η κάθε πλευρά επωμιστεί τα δικά της.

 

……………………………

Π. Αγαπητός

Επαρχιακός Δικαστής

Πιστό Αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής

 

 



[1] Ακριβείς και πλήρεις περιγραφές των πιο πάνω, τα οποία περιλαμβάνουν και κάρτες κινητής τηλεφωνίας και τα οποία θ’ αναφέρονται στο εξής ως τα «Κατασχεθέντα», δίδονται στην Αίτηση.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο