Αστυνομίας ν. Β. Θ., Αρ. Υπόθεσης: 20385/24, 2/12/2025
print
Τίτλος:
Αστυνομίας ν. Β. Θ., Αρ. Υπόθεσης: 20385/24, 2/12/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Π. Αγαπητού, Ε.Δ.

Αρ. Υπόθεσης: 20385/24

Μεταξύ:

Αστυνομίας

Κατηγορούσας Αρχής

-και-

Β. Θ.

Κατηγορούμενης

Ημερομηνία:                                                2η Δεκεμβρίου, 2025

Εμφανίσεις:

Για την Κατηγορούσα Αρχή:      κα. Γρηγορίου

Για την Κατηγορούμενη:              κα. Χαραλάμπους

Κατηγορούμενη παρούσα

Ποινή

Η κατηγορούμενη κατόπιν παραδοχής της, βρέθηκε ένοχη σε δύο κατηγορίες που αφορούν σε κοινή επίθεση (1η Κατηγορία) και σε πρόκληση ψυχικής βλάβης (2η Κατηγορία), σε μέλος της οικογένειας αμφότερα τ’ αδικήματα κατά παράβαση των άρθρων 2, 3, 4(1)(2)(ιβ), 15, 16, 22, 23 και 24 του Περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη Προστασία Θυμάτων) Νόμου 119(Ι)/2000 - στο εξής ο «Ν. 119(Ι)/2000». Ο Νόμος 119(Ι)/2000 αντικατοπτρίζει την έγνοια του Νομοθέτη να περιστείλει την ενδοοικογενειακή βία και προνοεί για αυξημένες ποινές για περιστατικά βίας από ένα μέλος της οικογένειας προς άλλο. Συγκεκριμένα στο Άρθρο 4(2)(ιβ) του Ν. 119(Ι)/2000, αναφέρεται ότι αντί για την ποινή τους 1 έτους φυλάκιση ή του σχετικού προστίμου ως προνοείται στο Άρθρο 242 του ποινικού Κώδικα Κεφ. 154, κοινή επίθεση που διαπράττεται από ένα μέλος της οικογένειας προς άλλο τιμωρείται με 2 χρόνια φυλάκιση ή το προβλεπόμενο πρόστιμο ή και τις δύο ποινές. Το δε Άρθρο 3 του Ν. 119(Ι)/2000 καθορίζει ότι στον ορισμό της βίας συμπεριλαμβάνεται πράξη, παράλειψη και συμπεριφορά που προκαλεί και ψυχική βλάβη, ενώ ο ένοχος δύναται, εκτός των περιπτώσεων κοινής επίθεσης, να τιμωρηθεί με ποινή φυλάκισης έως και 5 έτη και χρηματική ποινή ΛΚ3,000.    

Σύμφωνα με τα γεγονότα που παρέθεσε η Κατηγορούσα Αρχή και δεν αμφισβήτησε η Υπεράσπιση, στις 26.4.23 η Κατηγορούμενη χτύπησε την τότε δεκάχρονη κόρη της στο κεφάλι και την άρπαξε στο πίσω μέρος του κεφαλιού. Στο ΤΑΕΠ, όπου μεταφέρθηκε μετά την επίθεση η ανήλικη, δεν ανευρέθηκαν οποιαδήποτε τραύματα. Κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης λήφθηκε οπτικογραφημένη κατάθεση από την ανήλικη και διαφάνηκε ότι υπήρξε κι άλλο περιστατικό βίας εναντίον της από την Κατηγορούμενη στο παρελθόν, όταν η πρώτη ήταν πέντε ετών. Πέραν τούτων, η ψυχολογική αξιολόγηση της ανήλικης κατέδειξε ότι παρουσιάζει διαταραχή που χαρακτηρίζεται ως πρόβλημα «σχέσης γονέα – παιδιού». Ανακρινόμενη εξ αρχής η Κατηγορούμενου αρνήθηκε το συμβάν. Τέλος αναφέρθηκε από τη συνήγορο της Κατηγορούσας αρχής ότι αυτή είναι λευκού ποινικού μητρώου.

Για σκοπούς μετριασμού της ποινής που πρόκειται να της επιβάλω, άκουσα τη συνήγορο της Κατηγορούμενης. Αγορεύοντας η συνήγορος ανέφερε ότι η Κατηγορούμενη είναι διαζευγμένη δύο φορές. Ανέδειξε το λευκό ποινικό της μητρώο και την άμεση παραδοχή της στο Δικαστήριο και παρέπεμψε και στις οικογενειακές της συνθήκες όπως καταγράφονται στην έκθεση του γραφείου ευημερίας που την αφορά. Εστίασε στα προβλήματα ψυχικής υγείας που ταλαιπωρούν την Κατηγορούμενη και προσκόμισε σχετικό πιστοποιητικό, στο οποίο επιβεβαιώνεται ότι η Κατηγορούμενη παρακολουθείται συστηματικά από ψυχίατρο και παρουσιάζει συναισθηματική διαταραχή για την οποία λαμβάνει φαρμακευτική αγωγή και λόγω της οποίας δεν μπορεί να εργαστεί. Ως προς τις συνθήκες διάπραξης του αδικήματος, η συνήγορος της Κατηγορούμενης ανέφερε ότι το παρόν ήταν ένα μεμονωμένο περιστατικό.

Ως προανέφερα για την Κατηγορούμενη ετοιμάστηκε έκθεση του γραφείου ευημερίας. Μέσα από αυτή αναδύονται με σχετική λεπτομέρεια οι οικογενειακές της περιστάσεις. Για ό,τι εδώ ενδιαφέρει, καταγράφεται ότι η Κατηγορούμενη ολοκλήρωσε τις σπουδές της κι εργάστηκε μέχρι και το έτος 2022. Έκτοτε και λόγω του ότι διαγνώστηκε με οριακή διαταραχή προσωπικότητας και καταθλιπτική και αγχώδη συμπεριφορά, δεν μπορεί ν’ ανταποκριθεί σε περιβάλλον εργασίας κι είναι άνεργη. Διαμένει με τους γονείς της και τη μεγάλη της κόρη την οποία απέκτησε κατά τον πρώτο της γάμο. Ο γάμος αυτός διαλύθηκε λόγω περιστατικών βίας. Ο πρώτος σύζυγός της εγκατέλειψε την Κύπρο όταν η κόρη τους ήταν μόλις 1 έτους κι έκτοτε δεν έχει επικοινωνία μαζί της. Η Κατηγορούμενη απέκτησε άλλη μια κόρη - το θύμα του παρόντος αδικήματος - από το γάμο της με το δεύτερο σύζυγό της. Και ο δεύτερος γάμος διαλύθηκε λόγω περιστατικών βίας, με αποτέλεσμα ο δεύτερος σύζυγος της Κατηγορούμενης να διαμένει έκτοτε στο υπόγειο της οικίας των γονιών της με την ανήλικη κόρη τους. Σημειώνεται ότι η οικογένεια, η οποία παρακολουθείται από τις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας, συντηρείται από τις συντάξεις των γονιών της Κατηγορούμενης και ότι η ίδια η Κατηγορούμενη δεν οδηγεί και τις μετακινήσεις της οικογένειας της αναλαμβάνει ο πατέρας της.   

Η σοβαρότητα του αδικήματος που διέπραξε η Κατηγορούμενη έχει αναγνωριστεί και μέσα από τη Νομολογία. Στη Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν Τοκκαλλου (2001) 1 Α.Α.Δ. 95, το Ανώτατο Δικαστήριο, ανατρέποντας την πρωτόδικη κρίση ως προς το είδος της ποινής κι αντικαθιστώντας την ποινή προστίμου με ποινή φυλάκισης, ανέδειξε την επίδραση του αδικήματος με γλαφυρότητα. Ο Πικής Δ. ως ήταν τότε έγραψε:

«Η χρήση βίας κατά του συνανθρώπου συνιστά αδίκημα ιδιάζουσας σοβαρότητας·  πλήττει το θεμελιώδες δικαίωμα της σωματικής ακεραιότητας του ατόμου το οποίο κατοχυρώνει το Άρθρο 7.1 του Συντάγματος και καταρρακώνει την αξιοπρέπειά του. Η ωμή χρήση βίας είτε ως μέσο επικράτησης, είτε ως μέσο εκδίκησης, είτε ως μέσο τιμωρίας, δεν έχει θέση στην κοινωνία των ανθρώπων. Η εκδήλωσή της πρέπει να τιμωρείται με την αυστηρότητα που επιβάλλει η σοβαρότητα του εγκλήματος και η ανάγκη για τη γενική καταστολή τέτοιας συμπεριφοράς».

Το ίδιο έτος, και μετά τη θέσπιση και του Ν. 119(Ι)/2000, το Ανώτατο Δικαστήριο αναγνώρισε την αύξηση στα περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας και την ανάγκη γι’ αποτροπή. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρθηκε στη Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν Ζήνωνας Γεωργίου (2001) 2 Α.Α.Δ. 272:

«Η αύξηση που έχει παρατηρηθεί τα τελευταία χρόνια στα περιστατικά βίας που ασκείται από μέλος οικογένειας προς άλλο μέλος της ίδιας οικογένειας, κατέστησε αναγκαία την αντιμετώπιση του κοινωνικά απαράδεκτου αυτού φαινομένου με τη θέσπιση του περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμου (Ν. 47(1)/94 - στο εξής "ο νόμος"). Οι αυστηρές ποινές που προβλέπει ο νόμος, καθιστούν τα εγκλήματα βίας στην οικογένεια ακόμα πιο σοβαρά από ανάλογα εγκλήματα εναντίον προσώπων που βρίσκονται εκτός του κύκλου της οικογένειας και τιμωρούνται από τον Ποινικό Κώδικα. […] Η διάκριση είναι εμφανής. Η αποδοκιμασία του κοινωνικού συνόλου προς τους ενόχους αδικημάτων βίας στην οικογένεια εκφράζεται μέσω της αυστηρότερης ποινής που προβλέπει ο νόμος ενώ, ταυτόχρονα επιδιώκεται, μέσω της ποινής, και η εξυπηρέτηση του σκοπού της αποτροπής».

Στην Αβραάμ ν Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 365 - η οποία αφορούσε υπό τις συνθήκες που περιγράφονται το Νόμο που ο Ν.119(Ι)/2000 αντικατέστησε - αναφέρθηκε ότι η ποινή φυλάκισης για αδικήματα αυτού του είδους, ως θέμα αρχής, είναι ορθή.

Όπως είμαι σε θέση να διαπιστώσω κι εγώ, ο χειρισμός υποθέσεως που αφορούν σε ενδοοικογενειακή βία αποτελεί καθημερινή ενασχόλησή μου. Παρά την πάροδο 25 σχεδόν ετών από την ανάδειξη του φαινομένου ως κοινωνικά απαράδεκτου μέσα από τη Νομολογία, η συχνότητα διάπραξης δεν φαίνεται να έχει μειωθεί.

Μόλις πριν από 2 μήνες, το Εφετείο εξέδωσε απόφαση στην Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν Λαμπράκη Καλλικά, στην οποία αύξησε τις πρωτοδίκως επιβληθείσες ποινές φυλάκισης από 14 και 11 μήνες σε 2 έτη στην 1η κατηγορία και 18 μήνες στη 2η αντίστοιχα. Σημειώνεται ότι στην Καλλικά (ανωτέρω) ο Κατηγορούμενος είχε παραδεχθεί αδικήματα βίας με πρόκληση πραγματικής σωματικής βλάβης, τα οποία διαπράχθηκαν με απειλές με μαχαίρι, ενώ λήφθηκαν υπόψη και άλλες υποθέσεις που εκκρεμούσαν κι αφορούσαν άλλα περιστατικά με δράστη και πάλι τον Κατηγορούμενο.

Έχοντας αναφέρει τα πιο πάνω, τα οποία θεωρώ αρκούντως επεξηγηματικά ως προς τη σοβαρότητα των επίμαχων αδικημάτων, το καθήκον του Δικαστηρίου να εξατομικεύει την ποινή και να διακρίνει τα επίπεδα σοβαρότητας των γεγονότων που περιβάλλουν μια υπόθεση, δεν ατονεί. Ακόμα κι εκεί όπου εντοπίζεται ανάγκη για γενική και ειδική αποτροπή. Όπως ομοίως χαρακτηριστικά αναφέρθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Lidiya Staripavlova v Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 627:

«Πιστεύουμε ότι υπάρχει λανθασμένη προσέγγιση του Δικαστηρίου στη βάση αυτή, με την έννοια ότι απεδόθη σημασία μόνο στη νομική σοβαρότητα του αδικήματος και δεν απεδόθη σημασία στη μειωμένη σοβαρότητα των δεδομένων του αδικήματος τα οποία και το χαρακτηρίζουν ανεξαρτήτως της νομικής ονομασίας των πραγμάτων. Δεν υπάρχει μαγεία στις λέξεις και η ονομασία ή ο χαρακτηρισμός ενός αδικήματος ως αδικήματος που αφορά βία στην οικογένεια δεν πρέπει να αποτρέπει το Δικαστήριο από του να εξετάσει την πραγματική σοβαρότητα του αδικήματος ως προς τα δικά του δεδομένα […]».

Στη Staripavlova (ανωτέρω) το Δικαστήριο κατέταξε το συγκεκριμένο αδίκημα που αφορούσε σε επίθεση προκαλούσα εκδορές στο μέτωπο και στους βραχίονες του θύματος ως μειωμένης σοβαρότητας εν σχέση προς την επιδίωξη του Νομοθέτη, λαμβανομένων υπόψη των συγκεκριμένων περιστατικών της υπόθεσης και κατέληξε στην αντικατάσταση της πρωτοδίκως επιβληθείσας ποινής φυλάκισης με ποινή προστίμου. Ενώ στην Καλλικάς (επίσης ανωτέρω) ενώ το Εφετείο αύξησε τις ποινές, δεν επενέβη στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας υπέρ της αναστολής εκτέλεσης των ποινών, αναγνωρίζοντας ότι αυτή ασκήθηκε ορθά.

Επιστρέφω στην παρούσα υπόθεση. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η επίθεση της Κατηγορούμενης προς το ανήλικο παιδί της είναι, αφ’ εαυτής, αποτρόπαια ενέργεια, μια και στρέφεται εις βάρος του πλέον ευάλωτου μέλους της οικογένειας, του παιδιού. Πόσο δε μάλλον όταν η επίθεση προκάλεσε - σύμφωνα με τα γεγονότα - και ψυχική βλάβη στην ανήλικη, σε βαθμό που ανέπτυξε διαταραχή προβλήματος γονέα – παιδιού. Μπορεί μεν η εξέταση στο ΤΑΕΠ να μην έδειξε ότι το δεκάχρονο τότε παιδί έφερε εξωτερικά τραύματα, αλλ’ απομένει να διαφανεί εάν τα ψυχικά τραύματα, τα οποία, επιστημονικώς αποδεδειγμένα, φέρει, πρόκειται να επουλωθούν. Στον προβληματισμό του Δικαστηρίου τούτο, συμβάλλει και το γεγονός ότι, πάντα σύμφωνα με τα γεγονότα, αυτό δεν είναι το πρώτο περιστατικό βίας εις βάρος της ανήλικης παραπονούμενης.

Έχοντας αναφέρει αυτά και προκειμένου όμως η παρούσα υπόθεση να τεθεί στο ορθό πλαίσιο, δεν μου διέφυγε ότι από το χτύπημα και τράβηγμα που η ανήλικη δέχθηκε από την Κατηγορούμενη δεν τραυματίστηκε κι επομένως θα πρέπει να σημειωθεί ότι η επίθεση, παρά την εν γένει σοβαρότητά της, δεν ήταν εν προκειμένω τόσο σφοδρή έτσι ώστε το θύμα να φέρει οποιαδήποτε εμφανή τραύματα.

Η διαπίστωση τούτη με φέρνει και στα ελαφρυντικά που η Κατηγορούμενη συγκεντρώνει στο πρόσωπό της. Αναγνωρίζω προς όφελός της τα εξής:

-       Το λευκό ποινικό της μητρώο,

-       την άμεση παραδοχή της ενώπιον μου,

-       το γεγονός ότι η παρούσα καταχωρίστηκε ενάμιση έτος μετά από τα γεγονότα της και δυόμιση περίπου έτη μέχρι και την ημέρα που το παρόν Δικαστήριο καλείται να επιβάλει στην Κατηγορούμενη ποινή, χρονικό διάστημα εντός του οποίου δεν έχει αναφερθεί η Κατηγορούμενη να έχει διαπράξει άλλο αδίκημα. Σημειώνω ότι το διαρρεύσαν χρονικό διάστημα, τ’ οποίο δεν είναι δυνατό να καταλογιστεί εις ολόκληρο στην Κατηγορούμενη, σε συνδυασμό με τη συμπεριφορά της Κατηγορούμενης έκτοτε, αποδυναμώνει την ένταση του στοιχείου της ειδικής αποτροπής που η ποινή θα πρέπει να έχει.

-       το γεγονός ότι η ίδια η Κατηγορούμενη ταλαιπωρείται η ίδια από συγκεκριμένη διαταραχή οριακής προσωπικότητας, η οποία επηρεάζει - σύμφωνα με τις αναφορές - τη διάθεσή και συμπεριφορά της, σε βαθμό που δεν λαμβάνει φαρμακευτική αγωγή, παρακολουθείται συστηματικά από ψυχίατρο, δεν εργάζεται και δεν οδηγεί.

Σταθμίζοντας τους πιο πάνω μετριαστικούς παράγοντες έναντι της σοβαρότητας του αδικήματος που η Κατηγορούμενη διέπραξε και της ποινολογικής προσέγγισης που έχει νομολογιακά καταστήσει σαφές ότι οι ποινές θα πρέπει να έχουν αποτρεπτικό χαρακτήρα, θεωρώ ότι αυτοί μπορούν να επενεργήσουν μόνο ως προς το ύψος της ποινής και όχι ως προς το είδος της. Οδηγούμαι επομένως στο συμπέρασμα ότι η κατάλληλη ποινή για την Κατηγορούμενη είναι αυτή της φυλάκισης, στο ύψος της οποίας, ως προανέφερα, υπολογίζω ξεκινώντας από την εκ του Νόμου προβλεπόμενη και προσδίδοντας ανάλογη σημασία στα πιο πάνω ελαφρυντικά. Επιδεικνύοντας τη μέγιστη επιείκεια στην Κατηγορούμενη επιβάλλω σ’ αυτή:

Στην 1η Κατηγορία – ποινή φυλάκισης 3 μηνών.

Στη 2η Κατηγορία – καμία ποινή αφού τα περιστατικά που τη συναποτελούν είναι τα ίδια με της 1ης Κατηγορίας.

Εν όψει της ποινής που έχω επιβάλει στην Κατηγορούμενο, προχωρώ να εξετάσω εάν συντρέχουν, στη βάση του Άρθρου 3 του Περί της Υφ΄ Όρων Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλακίσεως Εις Ορισμένας Περιπτώσεις Νόμο του 1972 (Ν.95/1972) λόγοι αναστολής της εκτέλεσης τους. Η αρχή ότι το Δικαστήριο δέον να εξετάζει το σύνολο των περιστάσεων συζητήθηκε στην Γενικός Εισαγγελέας ν Τζιαουχάρη (2005) 2 Α.Α.Δ. 161 και μετέπειτα στην Αργυρίδης κ.α. ν. Αστυνομίας (2013) 2 Α.Α.Δ 449. Το ζήτημα ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου και όπως ειπώθηκε στην Ιωσήφ ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 930 η υιοθέτηση γενικού κανόνα θα συνιστούσε σφάλμα. Στην Αστυνομία ν. Μιλτιάδους, Ποινική Έφεση 277/2018, ημερομηνίας 10.5.19, ECLI:CY:AD:2019:B179, αναφέρθηκε ότι:

«βασικό πάντοτε το ερώτημα κατά πόσο, ισοζυγίζοντας το σύνολο των περιστάσεων, θα μπορούσε ή θα έπρεπε οι παράγοντες αυτοί να επενεργήσουν κατά τρόπο ο οποίος να δικαιολογεί να δοθεί στον εφεσείοντα μια δεύτερη ευκαιρία. Κατά την εξέταση δε του ζητήματος σημαντικό είναι και το ερώτημα κατά πόσο η ανασταλείσα ποινή θα αντικατοπτρίζει επαρκώς την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος, θα εξυπηρετεί τους πολλαπλούς σκοπούς της ποινής και την ορθή απονομή της δικαιοσύνης».

            Η σοβαρότητα του αδικήματος είναι αδιαμφισβήτητη. Ομοίως κι η ανάγκη για γενική αποτροπή. Όπως όμως προανέφερα η ανάγκη για ειδική αποτροπή δεν είναι, εν προκειμένω, επιτακτική εν όψει του διαρρεύσαντος χρονικού διαστήματος από τα γεγονότα και της συμπεριφοράς της Κατηγορούμενης μετά τη διάπραξη μέχρι και σήμερα. Το λευκό της ποινικό μητρώο, σε συνδυασμό με την παραδοχή της ενώπιον μου, δεικνύουν περαιτέρω και τ’ ότι έχει μεταμεληθεί. Σημαντικό στοιχείο κατά την εξέταση του ζητήματος της αναστολής αποτελεί - πάντοτε σε συνδυασμό με τα πιο πάνω ελαφρυντικά - και η κατάσταση της ψυχικής υγείας της Κατηγορούμενης, η οποία παρουσιάζεται ως βεβαρημένη. Έχοντας κατά νου ότι ήδη η σχέση γονέα – παιδιού έχει διαταραχθεί θεωρώ ότι τυχόν άμεση φυλάκιση της Κατηγορούμενης πιθανώς να είχε ακόμα πιο δυσμενείς επιπτώσεις στις σχέσεις της με τα παιδιά της. Αποφασίζω, λόγω των πιο πάνω, να δώσω στην Κατηγορούμενη μια δεύτερη ευκαιρία ούτως ώστε να εργαστεί για ν’ αποκαταστήσει τη σχέση της με το ανήλικο παιδί της, αλλά και για να μην επηρεαστεί δυσμενώς και το μεγαλύτερο παιδί της με το οποίο διαμένει. Ελπίζοντας ότι με τη στήριξη της ψυχιάτρου που την παρακολουθεί και του γραφείου ευημερίας που παρακολουθεί την οικογένεια, η Κατηγορούμενη θ’ αδράξει την ευκαιρία που της δίδεται ώστε να διακοπεί ο κύκλος ενδοοικογενειακής βίας και χωρίς καθ’ οιονδήποτε τρόπο να υποβαθμίζω τη σοβαρότητα του αδικήματος, κρίνω ότι η παρούσα περίπτωση είναι κατάλληλη ούτως ώστε η ν’ ασκήσω τη διακριτική ευχέρεια μου υπέρ της αναστολής εκτέλεσης της ποινής φυλάκισης. Η εκτέλεση της ποινής φυλάκισης που επέβαλα στην Κατηγορούμενη αναστέλλεται για περίοδο 3 ετών από σήμερα.

(επεξηγείται με απλή γλώσσα η έννοια της αναστολής ποινής φυλάκισης στην Κατηγορούμενη)

 

…………………………

Π. Αγαπητός

Επαρχιακός Δικαστής

Πιστό Αντίγραφο

Πρωτοκολλητής

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο