Μάριου Χασάν Μιχαήλ ν. Κ.Δ, Αρ. Aγωγής: 4721/15, 31/1/2025
print
Τίτλος:
Μάριου Χασάν Μιχαήλ ν. Κ.Δ, Αρ. Aγωγής: 4721/15, 31/1/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

Ενώπιον: Ντ. Βαρωσιώτου, Ε.Δ                                                                      

 Αρ. Aγωγής: 4721/15

Μεταξύ:

Μάριου Γερμανού, εκ Λεμεσού

Ενάγοντα

και

 

Κ.Δ, εκ Πάφου

                                                                                                                        Εναγομένου

 

Και όπως τροποποιήθηκε δυνάμει διατάγματος ημερομηνίας 11/09/2024.

 

Μεταξύ:

 

Μάριου Χασάν Μιχαήλ, εκ Λεμεσού

Ενάγοντα

και

 

Κ.Δ, εκ Πάφου

                                                                                                                        Εναγομένου

 

Ημερομηνία: 31 Ιανουαρίου 2025

 

Εμφανίσεις:

Για Ενάγοντα: κος Α. Γ. Μιχαηλίδης για Σκορδή, Παπαπέτρου & Σία Δ.Ε.Π.Ε

Για Εναγόμενο: καμία εμφάνιση

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Με την παρούσα αγωγή, ο Ενάγων αξιώνει αποζημιώσεις εναντίον του Εναγομένου ο οποίος κατά τον επίδικο χρόνο ενεργούσε ως δικηγόρος του, στη βάση ισχυριζόμενης επαγγελματικής αμέλειας.

 

Ο Εναγόμενος καταχώρησε σημείωμα εμφάνισης, υπεράσπιση και ανταπαίτηση. Ενώ αρχικά εμφανιζόταν στη διαδικασία, εντούτοις στις 14/11/2023, ημερομηνία που η υπόθεση ήταν ορισμένη για ακρόαση, παρέλειψε να εμφανιστεί. Ως εκ τούτου, η υπόθεση ορίστηκε για απόδειξη σε μεταγενέστερη ημερομηνία.  Ο Ενάγων προέβη σε ένορκη δήλωση για να αποδείξει την υπόθεση του.

 

Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς που προβάλλονται στην ένορκη του δήλωση, τον Ιούλιο του 2007 αποτάθηκε στο Γραφείο Ευημερίας για παροχή στέγης και άλλων κρατικών βοηθημάτων λόγω οικονομικών προβλημάτων που αντιμετώπιζε. Όπως λέγει, επειδή τα διάφορα κυβερνητικά τμήματα δεν χειρίστηκαν ορθά την υπόθεση του, αποφάσισε να καταχωρήσει αγωγή η οποία έλαβε τον αριθμό 6110/2010.

 

Τον Απρίλιο του 2011 γνώρισε τον Εναγόμενο ο οποίος έδειξε ενδιαφέρον για την περίπτωση του. Αυτός τον συμβούλευσε να διακόψει την αγωγή και να καταχωρήσει προσφυγή εναντίον του Υπουργείου Εργασίας και των Κοινωνικών Ασφαλίσεων προσβάλλοντας την απόφαση βάσει της οποίας απορρίφθηκε η αίτηση του για στέγαση. Ο Ενάγων ακολουθώντας τη συμβουλή του Εναγομένου διέκοψε την προαναφερόμενη αγωγή στις 20/04/2011 (Τεκμήριο 1 στην ένορκη δήλωση του Ενάγοντα).

 

Μετά τη διακοπή της αγωγής, ο Εναγόμενος παρουσίασε στον Ενάγοντα προσχέδιο της προσφυγής και του ανέφερε πως αυτή καταχωρίστηκε (Τεκμήριο 2 στην ένορκη δήλωση του Ενάγοντα). Λίγους μήνες μετά, ο Εναγόμενος ενημέρωσε τον Ενάγοντα ότι η προσφυγή είχε επιτυχή κατάληξη.

 

Σύμφωνα με τον Ενάγοντα, ο Εναγόμενος του είπε πως η επιτυχία της προσφυγής θα άνοιγε τον δρόμο για καταχώρηση αγωγής εναντίον της Κυπριακής Δημοκρατίας και διεκδίκησης μεγάλου ποσού αποζημίωσης. Ως εκ τούτου, ο Ενάγων του έδωσε οδηγίες για την καταχώρηση της αγωγής (Τεκμήριο 3 στην ένορκη δήλωση του Ενάγοντα). Συμφωνήθηκε πως η αμοιβή του Εναγομένου θα ανέρχετο σε ποσοστό 15% επί του ποσού το οποίο θα επιδικαζόταν υπέρ του. Η αγωγή καταχωρίστηκε στις 12/07/2012 και έλαβε τον αριθμό 3150/12. Ο Εναγόμενος διαβεβαίωνε τον Ενάγοντα πως η δικαστική διαδικασία προχωρούσε κανονικά. Στις ημερομηνίες που η υπόθεση σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του Εναγομένου ήταν ορισμένη, ο Ενάγων επιθυμούσε να παρουσιάζεται ενώπιον του Δικαστηρίου πλην όμως ο Εναγόμενος προφασιζόταν διάφορους λόγους και δεν του επέτρεπε να εισέλθει στην αίθουσα του Δικαστηρίου. Ο Εναγόμενος του ανέφερε πως λόγω προσωπικής γνωριμίας που είχε με τον αδελφό του τότε Γενικού Εισαγγελέα καθώς επίσης και με τον ίδιο, η αγωγή θα διευθετείτο για το ποσό των €5.500.000. Του ανέφερε μάλιστα πως για το σκοπό αυτό είχε διευθετήσει συναντήσεις με τον Γενικό Εισαγγελέα. Λόγω της παρέλευσης μεγάλου χρονικού διαστήματος και της μη διευθέτησης της υπόθεσης, ο Ενάγων εξέφρασε την επιθυμία να δει προσωπικά τον Γενικό Εισαγγελέα. Κάποιες φορές συνόδευε τον Εναγόμενο στα γραφεία της Νομικής Υπηρεσίας, πλην όμως ο Εναγόμενος προφασιζόταν διάφορες δικαιολογίες και του έλεγε πως ο Γενικός Εισαγγελέας δεν μπορούσε να τον δει.

 

Το Πάσχα του 2014, ο Ενάγων εξέφρασε την απογοήτευση του για την προκληθείσα καθυστέρηση αναφέροντας στον Εναγόμενο πως χρειαζόταν τα χρήματα για να βοηθήσει οικονομικά τον γιο του.

 

Ενόψει του ότι ο Ενάγων ήταν πτωχεύσας, ο Εναγόμενος του ανέφερε πως για να του καταβληθεί το ποσό της διευθέτησης έπρεπε πρωτίστως να αποκατασταθεί από το καθεστώς της πτώχευσης. Όπως του είπε, για να γίνει αυτή η διαδικασία έπρεπε να ξοφλήσει τους πιστωτές του καταβάλλοντας το ποσό των €8.000. Λόγω του ότι ο Ενάγων δεν είχε το προαναφερόμενο ποσό, ο Εναγόμενος τον παρέπεμψε σε ένα γνωστό του ο οποίος του δάνεισε αυτό το ποσό. Αφού καταβλήθηκε το εν λόγω ποσό στους πιστωτές, στις 02/06/2014 ο Ενάγων αποκαταστάθηκε (Τεκμήριο 4 στην ένορκη δήλωση του Ενάγοντα).

 

Στη συνέχεια, ο Εναγόμενος παρουσίασε στον Ενάγοντα επιστολή ημερομηνίας 23/06/2014 ισχυριζόμενος πως αυτή ήταν υπογεγραμμένη από τον τότε Γενικό Εισαγγελέα (Τεκμήριο 5 στην ένορκη δήλωση του Ενάγοντα). Στην εν λόγω επιστολή αναφέρεται πως η Κυπριακή Δημοκρατία θα κατέβαλλε στον Ενάγοντα το ποσό των €5.500.000 πλέον τόκο 5.5% από την ημερομηνία καταχώρησης της αγωγής.

 

Ακολούθως, ο Ενάγων ενημερώθηκε πως την 01/07/2014 ο Εναγόμενος έδωσε θεληματική κατάθεση στην αστυνομία στην οποία ομολόγησε πως ο ίδιος σύνταξε την επιστολή και πλαστογράφησε την υπογραφή του τότε Γενικού Εισαγγελέα (Τεκμήριο 6 στην ένορκη δήλωση του Ενάγοντα). Εναντίον του Εναγομένου καταχωρήθηκε ποινική υπόθεση για το αδίκημα μεταξύ άλλων της πλαστογραφίας και της κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου. Ο Εναγόμενος κατόπιν παραδοχής βρέθηκε ένοχος και στις 04/04/2019 καταδικάστηκε σε 4 μήνες φυλάκιση.

 

 

Ακολούθως, ο Ενάγων προέβη σε έρευνα και διαπίστωσε ότι η αγωγή 3150/12 ουδέποτε επιδόθηκε εντός της προβλεπόμενης από το νόμο προθεσμίας με αποτέλεσμα το κλητήριο ένταλμα να εκπνεύσει και η αγωγή να απορριφθεί λόγω μη προώθησης. Ο Ενάγων θεωρεί πως ούτε η προσφυγή καταχωρίστηκε αφού ο Εναγόμενος δεν του είχε δώσει αριθμό καταχώρησης ή οποιαδήποτε άλλα έγγραφα που να αποδεικνύουν ότι αυτή καταχωρίστηκε και ότι είχε  επιτυχή κατάληξη.

 

Ενόψει των πιο πάνω, ο Ενάγων αξιώνει αποζημιώσεις συνεπεία επαγγελματικής αμέλειας και/ή παράβασης της σχέσης εμπιστευτικότητας και/ή παράβασης των νόμιμων καθηκόντων του Εναγομένου που επέφερε σε αυτόν απώλεια προοπτικής ανάκτησης αποζημιώσεων από την Κυπριακή Δημοκρατία. Διεκδικεί επίσης αποζημιώσεις για την ταλαιπωρία και ψυχική οδύνη που υπέστη. Ο συνήγορος του Ενάγοντα εισηγείται ότι υπό τις περιστάσεις δικαιολογείται η επιδίκαση του ποσού των €40.000 ως γενικές και τιμωρητικές αποζημιώσεις. Τέλος, ο Ενάγων διεκδικεί το ποσό των €8.000 που οφείλει στο πρόσωπο που του παραχώρησε το δάνειο ώστε να εξοφλήσει τους πιστωτές του για σκοπούς αποκατάστασης.

 

Έχω μελετήσει με προσοχή τις εισηγήσεις του συνηγόρου του Ενάγοντα.

 

Το άρθρο 51(2)(ε) του Περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου (Κεφ. 148) καθορίζει το καθήκον επιμέλειας επαγγελματιών έναντι προσώπων στα οποία παρέχουν υπηρεσίες. Όπως ορίζεται στο άρθρο αυτό: «Πρόσωπo πoυ ασκεί με αμoιβή ή άλλως πως επάγγελμα, επιτήδευμα ή ασχoλία ή παρέχει υπηρεσίες σε άλλo πρόσωπo υπέχει τέτoια υπoχρέωση έvαvτι κάθε πρoσώπoυ, επί τoυ oπoίoυ ή επί της ιδιoκτησίας τoυ oπoίoυ ασκεί τo επάγγελμα, επιτήδευμα ή ασχoλία ή πρoς στov oπoίo παρέχει τηv υπηρεσία».

 

Η έννοια της αμέλειας επαγγελματιών, όπως εφαρμόζεται από τα Δικαστήρια μας, καθορίζεται στο άρθρο 51(1)(β) του Περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου (Κεφ. 148). Σύμφωνα με αυτό, «αμέλεια» συνίσταται στην «παράλειψη καταβολής τέτοιας δεξιότητας ή επιμέλειας για την άσκηση επαγγέλματος, επιτηδεύματος ή ασχολίας όπως ένα λογικό συνετό πρόσωπο, που έχει τα προσόντα για την άσκηση του επαγγέλματος αυτού, επιτηδεύματος ή ασχολίας θα κατέβαλλε υπό τις περιστάσεις, και στην πρόκληση ζημιάς εξαιτίας αυτής».

 

Σύμφωνα με τη νομολογία του κοινοδικαίου η οποία υιοθετήθηκε από τα Κυπριακά Δικαστήρια, οι δικηγόροι δεν έχουν ασυλία αλλά συμπεριλαμβάνονται στη γενική κατηγορία επαγγελματιών και οι περιπτώσεις αυτές υπάγονται στο πλαίσιο των αρχών που καθορίζονται στο αστικό αδίκημα της αμέλειας (Hall v. Simons [2002] 1 A.C. 615, Beaumont Muriel κ.α v. Νίκου Παπακλεοβούλου (2010) 1 Α.Α.Δ. 525).

 

Με βάση τις νομολογιακά καθιερωμένες αρχές, όταν ένας επαγγελματίας προσφέρει τις υπηρεσίες του έναντι αμοιβής αναλαμβάνει ταυτόχρονα και συμβατικό καθήκον επιμέλειας (Padden v. Bevan Ashford Solicitors [2011] EWCA Civ 1616).

 

Τα καθήκοντα και οι υποχρεώσεις που έχει ένας δικηγόρος έναντι του πελάτη του δεν μπορούν να απαριθμηθούν εξαντλητικά. Ανάμεσα όμως σε αυτά περιλαμβάνεται το καθήκον του να συμβουλεύει τον πελάτη για το βάσιμο μιας υπόθεσης ή τυχόν αδυναμίες και κινδύνους. Σε περίπτωση καταχώρησης της υπόθεσης ο δικηγόρος οφείλει να ενημερώνει τον πελάτη για την πορεία της δικαστικής διαδικασίας, να μεριμνά για την επίδοση της υπόθεσης και των δικαστικών εγγράφων εντός της προβλεπόμενης από το νόμο προθεσμίας. Το καθήκον επιμέλειας ενός δικηγόρου εκτείνεται και στη μη δικαστηριακή εργασία.

 

Στο Σύγγραμμα Clerk & Linsell on Torts, Sweet & Maxwell, 22η έκδοση, σελίδα 740, με αναφορά στις αγγλικές αυθεντίες  Hall v. Simons [2002] 1 A.C. 615 και Fletcher & Jon v Jubb Booth & Helliwell [1920] 1 K. B. 275, διατυπώνονται τα εξής:

 

"Α lawyer is under a duty to take care at all stages during litigation whether in court or out of it.  A solicitor who delays issuing proceedings so that his client's action becomes statute barred will almost certainly be held to be negligent...Delay in prosecuting litigation once started so that the action is struck out for want of prosecution, or even if not struck out, is to the detriment of the client in other respects, are other common examples of negligence in the conduct of litigation;’’.

 

Το κριτήριο για να διακριβωθεί κατά πόσο υπήρξε παράβαση καθήκοντος επιμέλειας είναι το επίπεδο επιμέλειας του συνήθους επιμελούς και ικανού δικηγόρου. Σχετικά είναι αυτά που αναφέρονται μεταξύ άλλων στο Σύγγραμμα Clerk & Linsell on Torts, Sweet & Maxwell, 22η έκδοση, σελίδα 730:

 

“Thus in determining when an error made by a lawyer is negligent, he should not be judged by the standard of what "a particularly meticulous and conscientious practitioner" would elect to do but by what "the reasonably competent practitioner would do having regard to the standards normally adopted in his profession". 

 

Στην προκειμένη περίπτωση, ο Εναγόμενος αφ’ ης στιγμής ανέλαβε να χειριστεί την υπόθεση του Ενάγοντα, είχε καθήκον επιμέλειας προς αυτόν.

 

Η απάντηση στο ερώτημα κατά πόσο ο Εναγόμενος υπήρξε αμελής, είναι σαφώς καταφατική. Από την αλληλουχία των γεγονότων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, προκύπτει ότι η αμέλεια του Εναγομένου ήταν πολυεπίπεδη.

 

Όπως προκύπτει από τη θεληματική κατάθεση που έδωσε στην αστυνομία, ενώ ο Εναγόμενος πίστευε ότι η προσφυγή ήταν «καταδικασμένη σε αποτυχία» ενεθάρρυνε τον Ενάγοντα ότι σε περίπτωση επιτυχίας της θα άνοιγε ο δρόμος για την καταχώρηση αγωγής δια της οποίας θα αποκόμιζε μεγάλα ποσά αποζημίωσης. Είπε στον Ενάγοντα πως η προσφυγή είχε επιτυχή κατάληξη με αποτέλεσμα να καταχωριστεί η αγωγή 3150/12 ενώ δεν πίστευε στην επιτυχή έκβαση της. Τον διαβεβαίωνε πως η δικαστική διαδικασία στην προαναφερόμενη αγωγή προχωρούσε κανονικά ενώ το κλητήριο ένταλμα ουδέποτε επιδόθηκε με αποτέλεσμα αυτό να εκπνεύσει και η αγωγή να απορριφθεί λόγω μη προώθησης. Ο Εναγόμενος όχι μόνο δεν παρείχε ορθή ενημέρωση στον Ενάγοντα για την πορεία της υπόθεσης αλλά έδιδε σε αυτόν ψευδείς ελπίδες για την έκβαση της αγωγής και την αποκόμιση υπέρογκων χρηματικών ποσών από την υποτιθέμενη διευθέτηση της υπόθεσης. Ανέφερε ψευδώς στον Ενάγοντα πως βρισκόταν σε διαβουλεύσεις με τον τότε Γενικό Εισαγγελέα και πως η υπόθεση θα διευθετείτο για το ποσό των €5.500.000. Παρουσίασε στον Ενάγοντα επιστολή την οποία κατάρτισε ο ίδιος με το λογότυπο της Νομικής Υπηρεσίας υπογεγραμμένη δήθεν από τον τότε Γενικό Εισαγγελέα στην οποία αναφερόταν πως η Κυπριακή Δημοκρατία θα κατέβαλλε σε αυτόν το ποσό των €5.500.000.

 

Τα πιο πάνω γεγονότα αποδεικνύουν όχι απλή αμέλεια εν τη συνήθη έννοια του νόμου αλλά σκόπιμη παράνομη ενέργεια εκ μέρους του Εναγομένου. Είναι για τούτο τον λόγο που θεωρώ ότι η παρούσα περίπτωση διαφέρει από τις συνήθεις υποθέσεις επαγγελματικής αμέλειας δικηγόρου.

 

Το ζήτημα όμως δεν τελειώνει εδώ.

 

Σε περιπτώσεις όπως η παρούσα, όπου αξιώνονται αποζημιώσεις στη βάση του αστικού αδικήματος της αμέλειας ή δυνάμει της παράβασης συμβατικού καθήκοντος, ο Ενάγων πρέπει να αποδείξει ότι έχει υποστεί ζημιά και ότι η ζημιά αυτή ήταν το αποτέλεσμα της αμέλειας ή της παράβασης των συμβατικών υποχρεώσεων του Εναγόμενου. Παρατίθεται σχετικό απόσπασμα από το Σύγγραμμα Clerk & Linsell on Torts, Sweet & Maxwell, 22η έκδοση, σελίδες 743 - 744:

 

“Need to prove loss: Whether the claimant sues in contract or tort, he must of course establish that he has suffered a loss. If he cannot, he will fail in tort and recover only nominal damages in contract…Need to prove causation: As elsewhere in the law of tort, the claimant bears the burden of proving not only a loss suffered, but that his loss was caused by the defendant’s negligence’’.

 

Σκοπός της επιδίκασης αποζημιώσεων σε περιπτώσεις αστικού αδικήματος ή παράβασης σύμβασης είναι η αποκατάσταση του ζημιωθέντα και όχι η τιμωρία του εναγομένου. Στο ίδιο Σύγγραμμα, σελίδα 745 σημειώνονται τα ακόλουθα:

 

“Measure of Recovery in general:  The claimant complaining of legal malpractice is entitled to be put in the position he would have been in had the defendant performed his duty. In many cases this means that he recovers the amount by which he is out of pocket as a result of relying on the defendant's advice”.

 

Στο Σύγγραμμα Clerk & Linsell on Torts, Sweet & Maxwell, 20η έκδοση, στις σελίδες 704 – 705 γίνεται αναφορά στις περιπτώσεις όπου ο Ενάγων απώλεσε ευκαιρία κέρδους συνεπεία της αμέλειας του Εναγόμενου δικηγόρου. Παρατίθεται σχετική περικοπή από το Σύγγραμμα Clerk & Linsell on Torts, Sweet & Maxwell, 20η έκδοση, σελίδες 750-753:

 

Loss of a chance: Prima facie the burden is on the claimant to prove, on a balance of probabilities, that the defendant lawyer’s negligence was a cause of his loss: if he can do so, he recovers in full, while otherwise he receives nothing.  In certain cases, however, the claimant may recover damages based on the loss of the chance of making a gain or avoiding a loss.  One such instance concerns bungled litigation, where claimants regularly recover damages from their lawyers based on the amount they would have recovered if successful, discounted by the probability that the claim might have failed anyway.  But in Allied Maples Ltd v Simmons & Simmons the Court of Appeal made it clear that the principle was wider than this, and that where the chance of making a gain or avoiding a loss depended substantially on the hypothetical actions of a third party, prima facie a “loss of chance” award was appropriate”. 

Σε υποθέσεις επαγγελματικής αμέλειας δικηγόρου λόγω απόρριψης της αγωγής συνεπεία μη προώθησης ή παραγραφής του αγώγιμου δικαιώματος, είναι δύσκολο να προβλεφθεί η έκβαση της αγωγής σε περίπτωση που αυτή εκδικαζόταν. Και τούτο διότι κατά την εκδίκαση υπόθεσης επαγγελματικής αμέλειας δικηγόρου δεν εκδικάζεται η αρχική υπόθεση η οποία εν τέλει δεν προωθήθηκε λόγω αμέλειας του δικηγόρου. Το Δικαστήριο ενώπιον του οποίου εκκρεμεί η υπόθεση επαγγελματικής αμέλειας, εάν κρίνει από τα στοιχεία που τίθενται ενώπιον του ότι η αρχική αγωγή θα είχε επιτυχή κατάληξη σε περίπτωση που προωθείτο, τότε θα επιδικάσει εναντίον του εναγόμενου δικηγόρου αποζημιώσεις στο ύψος του ποσού που θα επιδικαζόταν υπέρ του Ενάγοντα στο πλαίσιο εκείνης της αγωγής. Αντιθέτως, εάν το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν υπήρχε καλή αιτία αγωγής, τότε ο Ενάγων δεν δικαιούται γενικές αποζημιώσεις αλλά μόνο ονομαστικές. Χαρακτηριστικά είναι όσα λέχθησαν στην υπόθεση Kitchen v. Royal Assoc. [1958] 1 W.L.R. 563, το σκεπτικό της οποίας αναλύεται στο Σύγγραμμα Clerk & Linsell on Torts, Sweet & Maxwell, 8η έκδοση, σελίδες 926 -927:

 

“Where solicitors fail to issue proceedings within the limitation period, it is not always possible to discover what is the “loss” which the claimant has thereby suffered. The court trying the professional negligence action can only speculate about the outcome of the original proceedings… The correct approach to such cases was considered by the Court of Appeal in Kitchen v. Royal Air Force Assoc. The court rejected the argument that it should determine on balance of probabilities, whether the plaintiff would have succeeded in the original action. Lord Evershed MR (with whom Parker and Sellers LJJ agreed) continued:

 

“If, in this kind of action, it is plain that an action could have been brought, and if it had been brought that it must have succeeded, of course the answer is easy.  The damaged plaintiff then would recover the full amount of the damages lost by the failure to bring the action originally.  On the other hand, if it be made clear that the plaintiff never had a cause of action, that there was no case which the plaintiff could reasonably ever have formulated, then it is equally plain that the answer is that she can get nothing save nominal damages for the solicitors’ negligence.  I would add, as was conceded by [counsel for the plaintiff], that in such a case it is not enough for the plaintiff to say: Though I had no claim in law, still, I had a nuisance value which I could have so utilized as to extract something from the other side and they would have had to pay something to me in order to persuade me to go away’’.

 

The present case, however, falls into neither one nor the other of the categories which I have mentioned.  There may be cases where it would be quite impossible to try ‘the action within the action’ … In my judgment assuming that the plaintiff has established negligence, what the court has to do in such a case as the present is to determine what the plaintiff has lost by that negligence.  The question is: Has the plaintiff lost some right of value, some chose in action of reality and substance? In such a case it may be that its value is not easy to determine, but it is the duty of the court to determine that value as best it can’’.

 

Εν προκειμένω, αναφέρω τα ακόλουθα. Για να κριθεί η πιθανότητα επιτυχίας της αγωγής 3150/12 θα πρέπει πρώτα να γίνει αναφορά στην προσφυγή με την οποία συνδέεται. Καταρχάς, δεν έχει τεθεί ενώπιον μου κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει την καταχώρηση και εν συνεχεία την επιτυχία της προσφυγής.

 

Αντικείμενο μιας προσφυγής είναι η ακύρωση μιας διοικητικής πράξης ή απόφασης. Στην περίπτωση του Ενάγοντα το παράπονο του ήταν η μη έγκριση της αίτησης που υπέβαλε για παροχή στέγασης και άλλων κρατικών βοηθημάτων. Να σημειώσω εδώ ότι η απορριπτική απόφαση της διοίκησης δεν τέθηκε ενώπιον μου ώστε να μπορούν να εξαχθούν οποιαδήποτε συμπεράσματα για τις πιθανότητες επιτυχίας της προσφυγής σε περίπτωση που αυτή είχε όντως καταχωριστεί. Όμως ακόμη και σε περίπτωση επιτυχίας της προσφυγής, η επίμαχη αρνητική απόφαση της διοίκησης θα ακυρωνόταν. Το δε αίτημα του Ενάγοντα κατ’ ακολουθία θα τύγχανε επανεξέτασης από τη διοίκηση. Αυτό δεν σημαίνει πως θα έδιδε αυτοδικαίως το δικαίωμα στον Ενάγοντα να διεκδικήσει αποζημιώσεις με αγωγή.

 

Το δικαίωμα έγερσης αγωγής για αποζημίωση που προκύπτει από την επιτυχία μιας προσφυγής στην οποία ακυρώνεται η επίμαχη αρνητική απόφαση της διοίκησης, πρέπει να απορρέει από το περιεχόμενο τελεσίδικης απόφασης του Δικαστηρίου, όπως προβλέπεται στο Άρθρο 146.6 του Συντάγματος.

 

Έστω δηλαδή και αν η προσφυγή είχε επιτύχει, αυτή έπρεπε να είχε τελεσιδικήσει και από το περιεχόμενο της απόφασης του Δικαστηρίου να απορρέει το δικαίωμα για αξίωση αποζημιώσεων. Εν προκειμένω, κάτι τέτοιο δεν επεσυνέβη. Και αυτό είναι το καθοριστικό στοιχείο στην παρούσα περίπτωση.

 

Υπό το φως των πιο πάνω, κρίνω πως η αγωγή 3150/12 δεν είχε πιθανότητες επιτυχίας σε περίπτωση που αυτή προωθείτο. Αυτή άλλωστε τη γνώμη είχε και ο ίδιος ο Εναγόμενος όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της κατάθεσης του που έδωσε στην αστυνομία. Όπως παραδέχεται στην κατάθεση του, τόσο η προσφυγή όσο και η αγωγή ήταν «καταδικασμένες σε αποτυχία».

 

Ενόψει των πιο πάνω, ο Ενάγων δεν δικαιούται την επιδίκαση γενικών αποζημιώσεων. Σύμφωνα με τη νομολογία, σε τέτοιες περιπτώσεις ο επιτυχών διάδικος δικαιούται μόνο ονομαστικές αποζημιώσεις που δείχνουν ουσιαστικά την αποδοκιμασία του Δικαστηρίου για τις ενέργειες του Εναγόμενου δικηγόρου.

 

Ο Ενάγων διεκδικεί το ποσό των €8.000 που οφείλει στο πρόσωπο που του παραχώρησε το δάνειο ώστε να αποκατασταθεί από το καθεστώς της πτώχευσης. Ο συνήγορος του Ενάγοντα εισηγήθηκε ότι εάν ο Εναγόμενος δεν συμβούλευε τον Ενάγοντα πως έπρεπε να αποκατασταθεί για να μπορέσει να εισπράξει την αποζημίωση που δήθεν θα του κατέβαλλε η Κυπριακή Δημοκρατία προς ικανοποίηση της απαίτησης του, τότε ο Ενάγων δεν θα επιδίωκε την αποκατάσταση του. Όπως έχει προαναφερθεί, σε τέτοιου είδους αγωγές πρέπει να αποδειχθεί η ύπαρξη ζημιάς. Η αποκατάσταση πτωχεύσαντος με οποιονδήποτε τρόπο και αν επισυμβεί λειτουργεί προς όφελος του ιδίου, ο οποίος εκπλήρωσε τις χρηματικές του οφειλές έναντι τρίτων. Επομένως η αποκατάσταση του δεν μπορεί να θεωρηθεί ως «ζημιά» ώστε να δικαιούται αυτό το ποσό.

 

Στη βάση των πολύ σοβαρών και ιδιαίτερων περιστατικών που περιγράφονται με λεπτομέρεια πιο πάνω που προκύπτουν από την πρωτοφανή και εγγενή συμπεριφορά του Εναγόμενου δικηγόρου, επιδικάζονται υπέρ του Ενάγοντα και εναντίον του Εναγομένου ονομαστικές αποζημιώσεις ύψους €500 και έξοδα όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο στην κλίμακα που εμπίπτει το επιδικασθέν ποσό.

 

 

 

(Υπ.)………….....................

                  Ντ. Βαρωσιώτου, Ε.Δ

Πιστό Αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο