
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Γ.Ιωαννίδου-Παπά, Ε.Δ.
Αρ.υπ:23753/19
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΛΕΜΕΣΟΥ
ν
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ
Κατηγορούμενος
Ημερομηνία: 24 Ιανουαρίου 2025
Εμφανίσεις:
Για την Κατηγορούσα Αρχή: κα Χρ.Κυριακίδου
Για τον Κατηγορούμενο: κ. Λ.Νεοφύτου
Κατηγορούμενος: παρών
-----------------------------------
ΑΠΟΦΑΣΗ
Ο κατηγορούμενος αντιμετωπίζει στο παρόν κατηγορητήριο την κατηγορία της επίθεσης με πρόκληση πραγματικής σωματικής βλάβης, κατά παράβαση του άρθρου 243 του Ποινικού Κώδικα Κεφ.154.
Αυτός δεν παραδέκτηκε ενοχή και διεξήχθηκε ακροαματική διαδικασία.
Προς απόδειξη της υπόθεσης της Κατηγορούσας Αρχής (ΚΑ εφεξής) κατέθεσαν στο Δικαστήριο δύο μάρτυρες, ήτοι ο Κυριάκος Φυσέντζος παραπονούμενος (ΜΚ1) και Παναγιώτα Προδρόμου (ΜΚ2) και εκ μέρους της υπεράσπισης ο Πρόδρομος Προδρόμου (ΜΥ1).
Επίσης κατατέθηκαν ενώπιον του δικαστηρίου 7 τεκμήρια και οι γραπτές καταθέσεις των ΜΚ1 και ΜΚ2.
Εκ συμφώνου δηλώθηκαν παραδεκτά γεγονότα και είναι τα εξής:
H κατάθεση της Αστ.3362 Κ.Μιχαήλ για την αλήθεια του περιεχομένου της. Σε αυτή αναφέρει ότι στις 30.9.19 ο ΜΚ1 γύρω στις 01.10 προσήλθε στο σταθμό συνοδευόμενος από τη μητέρα του και ένα φίλο του και ήθελε να υποβάλει καταγγελία για επίθεση που δέχτηκε.΄Ηταν κτυπημένος στο πρόσωπο με αίματα, με μαυρισμένο και πρησμένο το μάτι του. Όπως της ανέφερε τον χτύπησε ο ξάδερφος του Αλέξανδρος Προδρόμου λίγα λεπτά πριν. Αυτή του έδωσε ιατρικό έντυπο για να μεταβεί για εξέταση στο Γενικό Νοσοκομείο Λεμεσού και να προσέλθει μετά για κατάθεση.΄Ελαβε ανακριτική κατάθεση του κατηγορούμενου και τον κατηγόρησε γραπτώς η λήψη των οποίων έγινε παραδεκτό γεγονός, ως επίσης και η λήψη των καταθέσεων από δύο φίλους του κατηγορούμενου στις 4.11.19 (τεκμήρια 5 και 6).
Ακόμη έγινε παραδεκτό γεγονός για την αλήθεια του περιεχομένου της η ιατρική έκθεση του Δρ.Μαρτίνου Αχιλλέως ημερ.30.9.19 (τεκμ.4) ο οποίος εξέτασε τον παραπονούμενο και αναφέρει σε αυτή ότι διέγνωσε θλαστικό τραύμα κάτω από το δεξί φρύδι, συρραφή, περιοφθαλμικό αιμάτωμα δεξιά, αιμάτωμα περιοχή ζυγωματικού δεξιά, εκχύμωση περιοφθαλμικά αριστερά, έγινε ακτινογραφικός έλεγχος χωρίς σαφή εικόνα κατάγματος. Δόθηκαν οδηγίες.
Τα πιο πάνω εγκρίθηκαν από το δικαστήριο και αποτελούν ευρήματα του.
Ως προς την σημασία των παραδεκτών γεγονότων σχετική είναι η υπόθεση Ανδρέου v Αστυνομίας (1999) 2 ΑΑΔ 498, όπου τονίστηκε ότι όταν ένα γεγονός καταστεί παραδεκτό καθίσταται όχι μόνο μέρος της μαρτυρίας ενώπιον του Δικαστηρίου αλλά και αδιαμφισβήτητο γεγονός αναγόμενο ουσιαστικά σε δεδομένο, το οποίο έχει τέτοια σημασία που ακόμα και σε περίπτωση μαρτυρίας η οποία αντίκειται προς αυτό η μαρτυρία εκείνη να κρίνεται ανάλογα.
Στην συνέχεια θα αναφερθώ στα κύρια σημεία της μαρτυρίας του κάθε μάρτυρα, τα οποία είναι απαραίτητα για την εξαγωγή των συμπερασμάτων μου σε αυτό το στάδιο της διαδικασίας και παράλληλα θα προβώ στην αξιολόγηση της.
Δεν απαιτείται εδώ - και δεν συνιστάται για πρακτικούς κυρίως λόγους - η επανάληψη του συνόλου της μαρτυρίας των μαρτύρων και του ΜΥ1, όπως και η αναφορά σε κάθε επιμέρους πτυχή της (βλ.κατ΄ αναλογίαν, G & K Exclusive Fashions Ltd v Παπαδόπουλου και Άλλων (2001) 1(Α) ΑΑΔ 88, 92, Paphos Stone C Estates v Ζαβρού και Άλλου (1998) 1(Γ) ΑΑΔ 1854, 1859). Το πλήρες περιεχόμενο της μαρτυρίας είναι καταγεγραμμένο στα πρακτικά της υπόθεσης, έχει μελετηθεί και έχει ληφθεί υπόψη από το δικαστήριο στο σύνολο του.
MΚ1 ο παραπονούμενος κατέθεσε και υϊοθέτησε στο δικαστήριο την κατάθεση του έγγραφο Α.
Στην κυρίως εξέταση του ανέφερε τις συνθήκες που ο κατηγορούμενος του επιτέθηκε δίνοντας του πέντε με έξι μπουνιές. Κατάφερε και τον έριξε κάτω και του έβγαλε την φανέλα του την οποία πήρε μαζί του. Αυτός πήγε στην αστυνομία μόνος του, με αίματα πάνω του και χωρίς φανέλα. Εκεί του έδωσαν χαρτί για να πάει στις πρώτες βοήθειες και μετά να επιστρέψει πίσω για κατάθεση.
Αντεξεταζόμενος ο μάρτυρας για το πότε πήγε στο μπαράκι σε σχέση με την αναφορά του στην κατάθεση του είπε ότι αυτός πήγε στις 30.9, άλλαξε η μέρα και η ώρα που έγινε το συμβάν ήταν μετά που γύρισε η μέρα.
Είπε ότι υπάρχουν οικογενειακές διαφορές με την οικογένεια του κατηγορούμενου του οποίου συγκεκριμένα ο πατέρας είναι αδερφός της μητέρας του μάρτυρα. Η οικογένεια του κατηγορούμενου είχε κατηγορήσει τον πατέρα του ότι παρενόχλησε την μικρή του αδερφή. Μετά απ’ αυτό οι δύο οικογένειες δεν είχαν επαφές γιατί δεν ενημέρωσαν την μητέρα του, αφού το προηγούμενο βράδυ της καταγγελίας ήταν σε συγγενικό τους γάμο. Η υπόθεση εναντίον του πατέρα του προχώρησε και λήφθηκαν καταθέσεις από τις αδερφές του. Μετά από την καταγγελία η αστυνομία είχε συλλάβει τον πατέρα του.
Κύρια θέση της υπεράσπισης κατά τη διαδικασία ήταν η ύπαρξης κινήτρου από τους μάρτυρες, δηλαδή ότι λόγω του γεγονότος της πιο πάνω καταγγελίας εναντίον του πατέρα του ΜΚ1 από την οικογένεια του κατηγορούμενου αυτός προέβηκε εκδικητικά σε ψευδή καταγγελία.
Ο παραπονούμενος δεν αποδέχτηκε την ύπαρξη κινήτρου εκ μέρους του. Ο μάρτυρας διαφώνησε στην υποβολή ότι μετά που οι θείοι του παρότρυναν τις αδερφές του μάρτυρα για να καταγγείλουν στην αστυνομία δέχτηκαν κατ΄ επανάληψη απειλές από τον ίδιο και από τη μητέρα του. Είπε ότι μίλησε με τις αδελφές του και του αρνήθηκαν το συμβάν. Στην υποβολή ότι η μνήμη του είναι επιλεκτική γιατί θυμάται τι του είπε ο ξάδερφός του (δηλαδή ο κατηγορούμενος) πριν τον κτυπήσει, αλλά δεν θυμάται τι είπαν οι αδερφές του στις καταθέσεις τους αφού ο ίδιος μίλησε μαζί τους, απάντησε αρνητικά.
Το επίδικο βράδυ ο κατηγορούμενος τον έβλεπε πολύ απειλητικά και θυμωμένα εξ΄ ου και μετά τον ακολούθησε από πίσω και ήρθε στο πάρκινγκ. Πήγε στην αστυνομία μαζί με τον φίλο του Γιώργο Γιαννή ο οποίος ήταν παρών κατά το επεισόδειο, αλλά δεν έδωσε κατάθεση γιατί ως είπε του ιδίου μία με δύο ημέρες μετά το συμβάν του σύστησαν οι γονείς του να μην αναμειχθεί γιατί είναι οικογενειακή υπόθεση. Είπε ότι δεν έπιανε ώρα για τη διάρκεια του συμβάντος. Υπολογίζει ότι ο κατηγορούμενος κρατούσε σιδερομπουνιά ή φορούσε δαχτυλίδι γιατί εκείνο τον καιρό φορούσε δαχτυλίδια και όταν του έδωσε την πρώτη μπουνιά το δεξί φρύδι του σχίστηκε.
Στην υποβολή της υπεράσπισης ότι ο κατηγορούμενος ήταν στο μπαράκι με ακόμα δύο φίλους του αυτός συμφώνησε.
Διαφώνησε ότι ο κατηγορούμενος βρισκόταν εκεί και δεν είχε φύγει μέχρι που έκλεισε το μπαράκι, απαντώντας ότι δεν γνωρίζει πώς πήγε αυτός στον χώρο, ούτε τί ώρα έφυγε.
Αποδέκτηκε ότι καταχώρησε πολιτική αγωγή εναντίον του κατηγορούμενου ζητώντας αποζημιώσεις και επανέλαβε ότι η επίθεση έγινε όπως είχε πει προηγουμένως και σε μία φάση αυτός έπεσε στο έδαφος και ο κατηγορούμενος τον κλώτσησε. Αυτό δεν αναφέρεται στην κατάθεσή του αλλά δεν αλλάζει το γεγονός ότι τον χτύπησε.
Είχα την ευκαιρία μέσα από την ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης να παρακολουθήσω με ιδιαίτερη προσοχή τους ΜΚ 1 και 2 και τον μάρτυρα υπεράσπισης (MY1) που κατέθεσαν ενώπιον του Δικαστηρίου και είμαι σε θέση να αξιολογήσω όλη την εν γένει συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα. Αξιολογώ τη μαρτυρία τους με δείκτη μεταξύ άλλων την ύπαρξη προσωπικού συμφέροντος στην υπόθεση, της ευκαιρίας που είχαν να παρακολουθήσουν τα διαδραματισθέντα, την ακεραιότητα και ειλικρίνεια τους, τη μνήμη και τους λόγους που είχαν για να θυμούνται ή να πιστεύουν αυτά για τα οποία κατέθεταν, τη φυσικότητα, ευθύτητα και την αμεσότητα των απαντήσεων τους (βλ. Ζαβρού ν. Χαραλάμπους Ποιν. Έφ. 9163, ημερ. 24.9.97, Αθανασίου ν. Κουνούνη Ποιν. Έφ. 9041 ημερ. 29.5.97 και Καρεκλά ν. Κλεάνθους Ποιν. Έφ. 9161, ημερ. 24.5.97). Στυλιανίδης v. Χατζηπιέρας (1992), 1 Α.Α.Δ. 1056, Mustafa v. Κακουρή κ.ά. (2002) 1(Α) Α.Α.Δ. 165. Επίσης, η κρίση του Δικαστηρίου επί της αξιοπιστίας των μαρτύρων δεν περιορίστηκε στην εξωτερική εμφάνιση που προκαλεί ο μάρτυρας, αλλά τέθηκε στην βάσανο της αξιολόγησης του περιεχομένου της. (βλ. Γεώργιος και Σπύρος Τσιαππής v. Πολυβίου (2009), 1 Α.Α.Δ. 339. Όπως επισημάνθηκε στην Αθηνής v. Δημοκρατίας (2008), 2 Α.Α.Δ. 256:
«Όταν αναφερόμαστε στη βάσανο της αξιολόγησης του περιεχομένου της μαρτυρίας, εννοούμε κατά κύριο λόγο τον έλεγχο με την βάσανο της λογικής και την ανθρώπινη εμπειρία ως προς την αναμενόμενη φυσιολογική εξέλιξη των πραγμάτων της ζωής.
Η αξιολόγηση της μαρτυρίας γίνεται κατά κύριο λόγο στην βάση της μαρτυρίας που σχετίζεται με τα επίδικα θέματα (Hasan v Ανδρέου, πολιτική έφεση 2/11, ημερ.2.12.15). Το Δικαστήριο μπορεί να αποδεχθεί μέρος της μαρτυρίας του μάρτυρα και να απορρίψει άλλο, (Βασιλειάδης v Σπύρου Λτδ, Πολιτική έφεση 123/09, ημερ.14.10.15).
Είναι νομολογημένο ότι, δεν είναι κάθε αντίφαση που οδηγεί στην απόρριψη μαρτυρίας (βλ. Αγαθοκλέους κ.α. v. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 316). Για να κριθεί μια μαρτυρία ως αναξιόπιστη θα πρέπει να δημιουργούνται ρήγματα στην υπόθεση και οι αντιφάσεις να είναι ουσιαστικής μορφής σε σημείο που να πλήττεται καίρια η αξιοπιστία των μαρτύρων ή να φανερώνεται η διάθεσή τους να πουν ψέματα (βλ. Νικολάου ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 390). Αντιφάσεις σε λεπτομέρειες δεν αποδυναμώνουν μία μαρτυρία, η οποία κατά τα άλλα είναι πειστική. Αντίθετα τέτοιες αντιφάσεις δείχνουν ανυπαρξία προσχεδιασμού ή συνεννόησης μεταξύ των μαρτύρων ως προς το τί θα κατέθεταν (βλ. Γιαννίδης v. Αστυνομίας (2002) 2 Α.Α.Δ 143). Οι αντιφάσεις θα πρέπει δε να αξιολογούνται μέσα στο πλαίσιο του συνόλου της μαρτυρίας (βλ. Νικολαϊδης v. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 645, Kesov Ν. και άλλος v Αστυνομίας, 2012, 2ΑΑΔ 348).
Ο ΜΚ1 έκανε καλή εντύπωση στο δικαστήριο καταθέτοντας πώς ο κατηγορούμενος του επιτέθηκε και τον τραυμάτισε το επίδικο βράδυ αφού είχε αναχωρήσει από το μπαράκι στο οποίο βρισκόταν με τον φίλο του Γ.Γιαννή. Η μαρτυρία του καθ΄όλη τη διάρκεια της δεν κλονίστηκε παρά την επίμονη αντεξέταση του.
Ειδικότερα ο κατηγορούμενος του επιτέθηκε με 5 - 6 μπουνιές, του έβγαλε τη φανέλα εξ΄ου και ζήτησε από την μητέρα του να του φέρει άλλη στην αστυνομία, ως και έγινε. Αποδέχομαι ότι αυτός σε πολύ λίγο χρόνο μετά το συμβάν ήτοι γύρω στις 01:10 πήγε στην αστυνομία για καταγγελία και ήταν κτυπημένος με αίματα στο πρόσωπο με μαυρισμένο και πρησμένο μάτι, θέση που επιβεβαιώνεται από την κατάθεση της Αστ.3362 Μιχαήλ η οποία αποτέλεσε παραδεκτό γεγονός ως και η δήλωση του ΜΚ1 σε αυτήν ότι λίγα λεπτά πριν τον κτύπησε ο ξάδελφος του – κατηγορούμενος. Ακόμη αποδέχομαι ότι είχε τηλεφωνήσει αμέσως μετά το συμβάν στη μητέρα του και προέβηκε σε άμεσο παράπονο (άρθρο 10 Κεφ.9) ότι του επιτέθηκε και τον κτύπησε ο κατηγορούμενος. Επίσης πριν το συμβάν είχε προηγηθεί μήνυμα του προς την μητέρα του ότι στο μπαράκι βρισκόταν και ο κατηγορούμενος, θέση που παρέμεινε αναντίλεκτη.
Δεν έχω καμία αμφιβολία ότι ο ΜΚ1 κατέθεσε στο δικαστήριο την αλήθεια και τα πραγματικά γεγονότα.
Αποδέχομαι τις θέσεις του ότι με την οικογένεια του κατηγορούμενου ήρθαν σε ρήξη μετά από καταγγελία εναντίον του πατέρα του. Είναι λογικό τόσο αυτός όσο και η μητέρα του να ένιωθαν άβολα καταθέτοντας για το θέμα αυτό ενώπιον του δικαστηρίου. Δεν θεωρώ ότι έχει σημασία για το πως ακριβώς έγινε εκείνη η καταγγελία, η οποία είναι αποδεκτό και από τις δύο πλευρές ότι έγινε και φάνηκε από τη μαρτυρία ότι σχολιάστηκε μεταξύ της οικογένειας τους πριν την πληροφορηθούν οι ΜΚ1 και 2.
Η ουσία εκείνης της υπόθεσης δεν θα απασχολήσει το δικαστήριο, για την οποία φαίνεται να λήφθηκαν καταθέσεις από τις αδελφές του ΜΚ1. Το γεγονός ότι οι σχέσεις της οικογένειας του με την οικογένεια του κατηγορούμενου διασαλεύτηκαν είναι η θέση και των δύο πλευρών, αλλά θεωρώ ότι δεν αναιρεί ή εκμηδενίζει τη σταθερή και σαφή θέση του παραπονούμενου ότι ο κατηγορούμενος του επιτέθηκε και τον τραυμάτισε.
Το δικαστήριο έχοντας ενώπιον του την μαρτυρία την οποία έχει αξιολογήσει και αντιπαραβάλει στο παρόν στάδιο θεωρεί ότι παρά την τροποποίηση η οποία έγινε στο κατηγορητήριο μετά που ο κατηγορούμενος κλήθηκε σε απολογία, η επίθεση του κατηγορούμενου εναντίον του ΜΚ1 έγινε στις 30.9.19 μετά τα μεσάνυκτα. Προς τούτο λαμβάνει υπόψη του την κατάθεση της ανακριτού Μιχαήλ τεκμ.1 που επαναλαμβάνεται ότι έγινε παραδεκτό γεγονός και αναφέρει ότι στις 30.9.19 γύρω στις 01.10 ο ΜΚ1 προσήλθε τραυματισμένος στο σταθμό. Στο τεκμήριο 1 αναφέρεται ότι του δόθηκε Ιατρικό έντυπο (τεκμ.4) για να μεταβεί στο Νοσοκομείο και να προσέλθει μετά για κατάθεση. Ενώπιον μου κατατέθηκε η κατάθεση του ΜΚ1 (έγγραφο Α΄) στην οποία καταγράφεται ως ώρα που αρχίζει η 01.10, δηλαδή την ώρα που αυτός είχε μεταβεί στην αστυνομία ως το τεκμ.1 αναφέρει. Με βάση το αδιαμφισβήτητο τεκμήριο 1 αποδέχομαι ότι η κατάθεση του ΜΚ1 λήφθηκε από την πιο πάνω μετά την επίσκεψη του στο Νοσοκομείο και όχι στις ώρες που καταγράφονται σε αυτήν. Επίσης αυτό προκύπτει και από την αναφορά στην κατάθεση του ΜΚ1 ότι ήρθε στην αστυνομία και ανέφερε το συμβάν και ακολούθως μετέβηκε στο Νοσοκομείο όπου εξετάστηκε και του έγινε συρραφή στο δεξί μάτι. Εάν η κατάθεση του λαμβανόταν πριν να μεταβεί αυτός στο Νοσοκομείο δεν θα γινόταν η καταγραφή ότι αυτός εξετάστηκε και του έγινε συρραφή η οποία έγινε λίγο μετά. Επίσης ορθά ο ΜΚ1 δεν συμφώνησε με το χρόνο που καταγράφεται στην κατάθεση του. Αυτός αντεξεταζόμενος είπε ότι πήγε στην αστυνομία, όπως τον είδαν κτυπημένο, του έδωσαν χαρτί για τις α΄βοήθειες για να του καθαρίσουν τις πληγές και του είπαν όταν τελειώσει να πάει να δώσει κατάθεση, θέση που παρέμεινε αναντίλεκτη. Θεωρώ ότι εκείνο που είχε σημασία για τον παραπονούμενο εκείνο το βράδυ μετά την επίθεση του κατηγορούμενου όταν πήγε στην αστυνομία ήταν να καταγγείλει το συμβάν και να μεταβεί στο Νοσοκομείο όντας τραυματισμένος.
Επίσης παραδεκτό γεγονός ως αναφέρθηκε πιο πάνω αποτέλεσε και η ιατρική έκθεση του Δρ.Αχιλλέως ο οποίος καταγράφει σε αυτήν την ημερομηνία 30.9.19.
Ακόμη η μητέρα του ΜΚ1 είπε ότι ο γιός της ήταν χαρούμενος και θα έβγαινε εκείνο το βράδυ στις 29.9 γιατί ήταν η γιορτή του, του Αγ. Κυριάκου, θέση που παρέμεινε αναντίλεκτη και αποδέχομαι.
Ο ίδιος ερωτήθηκε για το χρόνο που διήρκεσε το συμβάν και είναι δικαιολογημένο να μην μπορεί να τον καθορίσει επακριβώς λόγω της κατάστασης που περιήλθε μετά την επίθεση που δέχθηκε από τον κατηγορούμενο. Θεωρώ επαρκή την αναφορά του ότι γύρω στα 5 – 10 λεπτά πήγε στο πάρκιγκ, ως και το συμβάν να κράτησε περίπου τόσο χρόνο, ο οποίος είναι σύντομος. Επίσης άμεσα τηλεφώνησε στη μητέρα του, πρόσωπο το οποίο ήταν φυσικό να ενημερώσει για το συμβάν και προέβηκε σε άμεσο παράπονο αλλά και στην αστυνομία για καταγγελία.
Αντεξεταζόμενος στις ερωτήσεις για το κατά πόσο είδε εάν στα καταστήματα από τα οποία πέρασε υπήρχαν κάμερες αυτός με φυσικό και απλό τρόπο είπε ότι ανέφερε στην αστυνομία «που ήταν, που πήγε, που ήταν σταθμευμένο το όχημα του, δεν περπάταγε και να βλέπει που υπήρχαν κάμερες αλλά ούτε και πίσω του έβλεπε». Το δικαστήριο κρίνει ότι όταν αυτός αναχώρησε από το μπαράκι δεν υπήρχε κανένας λόγος για να ελέγχει ποιά καταστήματα είχαν κάμερες. Τα όσα ανέφερε ήταν ικανοποιητικά, επαρκή και σαφή και τα οποία κατέδειξαν ότι ο κατηγορούμενος ευρισκόταν στο ίδιο μπαράκι με αυτόν και μετά φεύγοντας τον ακολούθησε, τον έφτασε στο πάρκιγκ της Εσέλ όπου και του επιτέθηκε και τον τραυμάτισε. Από την ιατρική έκθεση (τεκμήριο 4) διαφαίνεται ότι ο ΜΚ1 όντως από την επίθεση που δέχθηκε από τον κατηγορούμενο είχε τραύματα στο πρόσωπο ειδικότερα θλαστικό τραύμα κάτω από το δεξί φρύδι και του έγινε συρραφή, περιοφθαλμικό αιμάτωμα δεξιά, αιμάτωμα στην περιοχή του ζυγωματικού αλλά είχε και εκχύμωση και στα αριστερά. Το κατά πόσο δεν είχε τραύματα στα χέρια του με τα οποία κάλυπτε το πρόσωπο του την ώρα που ο κατηγορούμενος του επιτέθηκε με γροθιές, ως έθεσε ο συνήγορος υπεράσπισης στην τελική αγόρευση του δεν είναι κάτι για το οποίο ρωτήθηκε ο ΜΚ1 συγκεκριμένα για να τεθεί η θέση του. Επίσης το γεγονός της ύπαρξης των πιο πάνω τραυμάτων του τόσο δεξιά όσο και αριστερά στο πρόσωπο του δικαιολογούν την απόλυτα λογική ενέργεια του να το καλύψει με τα χέρια του για να αποφεύγει τα κτυπήματα.
Επίσης αποδέχομαι τη αναντίλεκτη θέση του ότι ο φίλος του ήταν μαζί του κατά το συμβάν αλλά και στην αστυνομία. Αυτός δεν ήθελε να αναμιχθεί στην υπόθεση και δεν έδωσε κατάθεση. Προς τούτο δεν κλήθηκε από καμία από τις δύο πλευρές η Αστ.3362 να εξεταστεί και να διαφωτίσει εάν έγιναν ενέργειες προς τη λήψη κατάθεσης του φίλου του ΜΚ1 που φαίνεται να έγινε για τους δύο φίλους του κατηγορούμενου (τεκμ.5 και 6). Αυτές να υπομνήσω ότι δεν έγιναν κανονικά τεκμήρια ούτως ώστε να ληφθεί υπόψη το περιεχόμενο τους, αλλά μόνο ότι η εξεταστής τις έλαβε.
Αναφορικά με το ότι αντεξεταζόμενος είπε ότι ενώ έπεσε κάτω μετά τις γροθιές του κατηγορούμενου αυτός τον κλώτσησε, ενώ κάτι τέτοιο δεν το ανέφερε στην κατάθεση του, από μόνο του δεν δημιουργεί οποιοδήποτε ρήγμα στην αξιοπιστία του. Ο ίδιος όπως διαφάνηκε από την μαρτυρία του θεωρεί ότι η επίθεση είτε με γροθιά, είτε με κλωτσιά δεν αλλάζει το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος του επιτέθηκε και τον τραυμάτισε, θέση του που αποδέχομαι. Για εκείνον το σημαντικό ήταν ότι ο κατηγορούμενος του επιτέθηκε λέγοντας με σαφήνεια ότι θυμάται τις γροθιές που του έδωσε στην αρχή και αιμορραγούσε. Προς τούτο λαμβάνω υπόψη μου ότι ο ΜΚ1 απρόσμενα δέκτηκε την επίθεση με γροθιές από τον κατηγορούμενο. Το τι επακριβώς καταγράφηκε στην αγωγή του η οποία καταχωρίστηκε στα πλαίσια άλλης διαδικασίας, δηλαδή εάν ο κατηγορούμενος του επιτέθηκε με κλωτσιά, ή με γροθιά ή και με τα δύο δεν είναι κάτι που μπορεί να επιβεβαιωθεί αφού το κλητήριο ένταλμα δεν κατατέθηκε ως τεκμήριο στην παρούσα από την υπεράσπιση που τον ρώτησε γι΄αυτή.
Συνακόλουθα αποδέχομαι την μαρτυρία του ως αξιόπιστη, πλην του σημείου που ανέφερε ενόρκως ότι η επίθεση έλαβε χώρα μετά τις 30.9.19 που γύρισε η μέρα, ενώ στην πραγματικότητα ήταν 29.9.19 που μετέβηκε στο μπαράκι και μετά τα μεσάνυκτα δηλαδή στις 30.9.19 δέχθηκε την επίθεση, ως ορθά αναφέρεται στην κατάθεση του έγγραφο Α΄ την οποία βεβαίως έδωσε τότε που έγινε το συμβάν. Σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η αποδοχή μέρους της μαρτυρίας ενός μάρτυρα δεν είναι ανεπίτρεπτη (βλ. Kades v. Nicolaou and Another (1986) 1 CLR 212, Agapiou v. Panayiotou (1988) 1 CLR 257, Σάββα ν. Αστυνομίας (1998) 2 AAΔ 391, Ιωάννου ν. Κουννίδη (1998) 1Γ ΑΑΔ 1215 και Χρίστου ν. Khoreva (2002) 1A ΑΑΔ 454 , Σόλων Φανάρας ν. Περικλή Κυπριανίδη ECLI:CY:AD:2015:A287, Πολιτική Έφεση 136/2010 ημερομηνίας 24.4.2015).
ΜΚ2 ήταν η μητέρα του παραπονούμενου η οποία κατέθεσε την κατάθεση της έγγραφο Β την οποία υϊοθέτησε. Αναγνώρισε τον κατηγορούμενο οποίος είναι γιος του αδερφού της. Ο γιος της ήταν χαρούμενος στις 29 Σεπτεμβρίου γιατί ήταν η γιορτή του. Μόλις την πήρε τηλέφωνο ο γιος της έφυγε από το σπίτι μαζί με την κόρη της.
Έναυσμα για τις διαφορές τους ήταν η καταγγελία εναντίον του συζύγου της για σεξουαλική παρενόχληση των κόρων τους χωρίς να την ενημερώσουν.
Στην ερώτηση της υπεράσπισης εάν συμφωνεί ότι επειδή οι κόρες τους είχαν αναφέρει στους γονείς του κατηγορούμενου για παρενόχληση τους από τον πατέρα τους, αυτή απάντησε ότι δεν της το είχαν αναφέρει για να δει αν είναι αλήθεια απάντησε αρνητικά ότι εχθρεύεται τον αδερφό της και πατέρα του κατηγορούμενου και τη σύζυγό του γι’ αυτό το λόγο. Είπε ότι δεν τα έχει μαζί τους και τελείωσε για εκείνην αυτή η υπόθεση.
Ακόμη ανέφερε ότι παρών εκεί στην αστυνομία ήταν και ο φίλος του παραπονούμενου ο Γιώργος Γιαννή και η αστυνομία του είπε ότι θα τον ειδοποιήσει αργότερα.
Είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω την ΜΚ2 και ότι παρά το γεγονός ότι σε κάποιες περιπτώσεις δεν απαντούσε ευθέως και ήταν ερειστική και αγενής κυρίως στο θέμα που αφορούσε την καταγγελία που έγινε εναντίον του συζύγου της δεν έχω καμία αμφιβολία ότι τα όσα ανέφερε σε σχέση με το επίδικο θέμα της επίθεσης του κατηγορούμενου εναντίον του γιου της ΜΚ1 είναι αληθή.
Συγκεκριμένα στην κατάθεση της έγγραφο Β΄αναφέρει ότι από την ώρα που ο ΜΚ1 βρισκόταν στο μπαράκι της έστειλε μήνυμα ότι ήταν και ο κατηγορούμενος εκεί και του έκανε νοήματα με το κεφάλι και γελούσε. Λίγο αργότερα της τηλεφώνησε και της είπε ότι ο κατηγορούμενος τον ακολούθησε και τον κτύπησε και «πιτά αίματα». Μάλιστα της είπε να του πάρει και φανέλα γιατί του την έβγαλε και την πήρε μαζί του. Τον συνάντησε στην αστυνομία τραυματισμένο.
Στην ερώτηση της υπεράσπισης γιατί πήγε στην αστυνομία με απόλυτα φυσικό τρόπο είπε τα εξής:
«συγγνώμη,θα έρθω σε μία ερώτηση που αν χτυπούσαν εσένα τον γιο σου δεν θα επήαινες να δεις τι εγίνετουν με τον γιο σου; τί επήα να κάμω στην αστυνομία; επήα ήβρα τον γιο μου με σχισμένα μάτια, φουσκωμένα, κατακόκκινα, ολογαίματος, χωρίς τα ρούχα του και με ρωτάς γιατί επήα; με λυπεί το γεγονός; είσαστε πατέρας»;
Αποδέχομαι τις πιο πάνω θέσεις της αφού η ίδια ειδοποιήθηκε από τον ΜΚ1 και με την μαρτυρία της τον επιβεβαιώνει ως προς τα γεγονότα που έλαβαν χώρα πριν την επίθεση. Αποδέχομαι ότι ο ΜΚ1 προέβηκε σε άμεσο παράπονο στη μητέρα του, ευθύς αμέσως από την επίθεση.
Αντεξεταζόμενη είπε ότι τους έστειλαν απ΄ευθείας στο Νοσοκομείο για να εξεταστεί ο γιος της και επέστρεψαν πίσω τα ξημερώματα για να δώσει κατάθεση ως και έγινε μετά από ραφές που του έγιναν στο μάτι.
Ήταν η θέση της αρχικά ότι ο γιος της έδωσε κατάθεση μετά που πήγε στο Νοσοκομείο και όχι προηγουμένως, γιατί αυτός ήταν χτυπημένος και τον έστειλαν απευθείας στο Νοσοκομείο. Στη συνέχεια είπε ότι δεν θυμάται για τον γιο της, ότι ήταν τόσο άσχημη η νύκτα, αλλά νόμιζε ότι ήταν μετά το Νοσοκομείο που έδωσε κατάθεση. Οι πιο πάνω θέσεις της δεν θεωρώ ότι πλήττουν καθ΄οιονδήποτε τρόπο την αξιοπιστία της ενόψει τόσο των γεγονότων που εκτυλίχθηκαν εκείνο το βράδυ, όσο και ότι από το επεισόδειο παρήλθαν 5 έτη και είναι λογικό να μην θυμάται πότε ακριβώς έδωσε κατάθεση ο ΜΚ1. Αυτό απαντήθηκε πιο πάνω από το δικαστήριο.
Αρκετός χρόνος αναλώθηκε και σε άλλα περιστατικά που συνέβηκαν μεταγενέστερα του κατ΄ ισχυρισμόν επίδικου περιστατικού. Το δικαστήριο διαπιστώνει ότι αυτά δεν τέθηκαν στον ΜΚ1 για να απαντήσει.
Ήταν απόλυτη και φυσική μάρτυρας για την συνομιλία που είχε με το γιο της που όπως είπε ενόρκως την έχει και σε screenshot, κάτι που δε ζητήθηκε να παρουσιαστεί από την υπεράσπιση.
Αυτή ανέφερε ότι την λυπεί το γεγονός ότι βρίσκεται ενώπιον του δικαστηρίου και είναι απόλυτα λογικό εφόσον ο κατηγορούμενος είναι αδελφότεχνος της, δηλαδή γιος του αδελφού της. Δεν άφησε να νοηθεί ότι το παράπονο της ήταν γιατί κατάγγειλαν τον σύζυγο της, αλλά γιατί δεν την ενημέρωσαν. Επίσης ειλικρινά είπε ότι λίγο-πολύ θύμωσε η οικογένεια της αφού ο αδελφός της παρότρυνε τις θυγατέρες της να πάνε στην αστυνομία και δεν την ενημέρωσαν. Αυτή περιέγραψε με ειλικρινή τρόπο ότι μετά την καταγγελία είχε επηρεαστεί όλη η οικογένεια τους λέγοντας «άμα συμβαίνει σε μία οικογένεια τούτο το πράγμα είναι μία κόλαση το σπίτι που ζεις» λέγοντας και τι της αναφέρθηκε από τις Κοινωνικές Υπηρεσίες της Δημοκρατίας.
Επίσης είπε ότι μίλησε με τον φίλο του γιου της ο οποίος της είπε ότι δεν θα δώσει κατάθεση γιατί δεν τον αφήνουν οι δικοί του, θέση που παρέμεινε αναντίλεκτη. Στην ερώτηση εάν ο φίλος του γιου της ο Γιώργος επικοινώνησε με τον κατηγορούμενο με ειλικρίνεια απάντησε αρνητικά.
Η αναφορά στην κατάθεση της τεκμ. Β΄ ότι όταν συνάντησε τον γιο της στην αστυνομία τα αίματα είχαν τρέξει στην κοιλιά του, ενώ στην πλάτη του είχε γδαρσίματα παρέμεινε αναντίλεκτη. Το ίδιο ισχύει και για την αναφορά της στον φίλο του γιου της ο οποίος έμεινε αμέτοχος.
Ενόψει των πιο πάνω αποδέχομαι ως αληθή και αξιόπιστη την μαρτυρία της ΜΚ2 και προβαίνω στα ανάλογα ευρήματα.
Μετά το πέρας της υπόθεσης της Κατηγορούσας Αρχής, ο ευπαίδευτoς συνήγορος του Κατηγορούμενου εισηγήθηκε ότι δεν αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον του δυνάμει του άρθρου 74 (1) (β) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155, ως έχει μέχρι σήμερα τροποποιηθεί.
Στη συνέχεια κρίθηκε με ενδιάμεση απόφαση του Δικαστηρίου ότι με βάση την προσκομισθείσα μαρτυρία έχει αποδειχθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον του Κατηγορούμενου και κλήθηκε σε απολογία στην κατηγορία που αντιμετωπίζει.
Αυτός επέλεξε να προβεί σε ανώμοτη δήλωση αφού του επεξηγήθηκαν τα δικαιώματά του, δυνάμει του Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου και παρουσίασε ενώπιον του Δικαστηρίου ένα μάρτυρα υπερασπίσεως (ΜΥ1) τον Πρόδρομο Προδρόμου.
ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΣ
Από τον κατηγορούμενο λήφθηκε ανακριτική κατάθεση όπως αναφέρθηκε πιο πάνω από την Αστ.3362 Κ.Μιχαήλ επτά ημέρες μετά το κατ΄ ισχυρισμό συμβάν για το αδίκημα που συνέβηκε στις 30.9.19.
Ο κατηγορούμενος ισχυρίζεται ότι την εν λόγω ημερομηνία βγήκε έξω για διασκέδαση μαζί με τους φίλους του στην Σαριπόλου. Τον πήρε με το αυτοκίνητο του ο πατέρας του. Εκεί στην Σαριπόλου τους συνάντησε και συμπτωματικά βρισκόταν και ο ξάδερφος του (παραπονούμενος). Δεν μίλησαν καθόλου. Μετά γύρω στις δύο παρά κάτι έφυγε μαζί με τους δύο φίλους του Κυριάκο Παναγιώτη και Λάμπρο Σπύρου με το αυτοκίνητο του πρώτου για να πάει σπίτι του. Το αυτοκίνητο του το είχε σταθμευμένο σε ένα μέρος 10 λεπτά περίπου μακριά από κει που ήταν αυτοί. Δεν θυμάται ακριβώς που. Μετά ο φίλος του τον πήρε απευθείας στο σπίτι και δεν τον άφησε πουθενά αλλού. Τον ξάδερφό του δεν τον είχε δει αφού έφυγε από την Σαριπόλου και όταν έφυγε από εκεί δεν ήταν, που λογικά σημαίνει ότι έφυγε πριν από αυτόν. Δεν έχει καμία σχέση με τον τραυματισμό του τον οποίο έμαθε από την αστυνομία όταν του τηλεφώνησε να έρθει για κατάθεση. Δεν είχε πάει καθόλου εκείνη την ημέρα στο χώρο στάθμευσης της Εσέλ που του αναφέρει και δεν είχε λόγο να πάει αφού το αυτοκίνητο του φίλου του ήταν αλλού σταθμευμένο. Πιστεύει ότι ο λόγος που τον εμπλέκει ο ξάδερφος του με το συμβάν που του έτυχε είναι επειδή έχει διαφορές με την οικογένεια του.
Όσον αφορά τη γραπτές καταθέσεις του κατηγορούμενου, υπάρχει σωρεία αποφάσεων σχετικά με τη βαρύτητα την οποία το Δικαστήριο μπορεί να αποδώσει σ’ αυτή. Στο γενικό αυτό κανόνα υπάρχουν κάποιες εξαιρέσεις όπου τα γεγονότα όπως τα απέδειξε με την μαρτυρία της η Κατηγορούσα Αρχή είναι τέτοια που χρήζει να δοθεί κάποια εξήγηση από τον κατηγορούμενο, ιδιαίτερα εκεί που μια τέτοια εξήγηση εμπίπτει στη δική του αποκλειστική γνώση. Περαιτέρω, το Δικαστήριο διατηρεί διακριτική ευχέρεια να αποδεχθεί μέρος της κατάθεσης του κατηγορουμένου και να απορρίψει άλλο ασχέτως αν αυτό αποτελεί άμεσα ή έμμεσα παραδοχή του αδικήματος. Είναι φυσικό να αποδίδεται μεγαλύτερη βαρύτητα στο μέρος εκείνο το οποίο συνθέτει παραδοχή στο αδίκημα ή περιέχει δηλώσεις ενάντια προς τα συμφέροντα του κατηγορουμένου. Είναι όμως, ελεύθερο το Δικαστήριο να αποδώσει μικρότερη σημασία ή ακόμη να απορρίψει άλλα μέρη της κατάθεσης για τα οποία παρέχεται εξήγηση ή δικαιολογία για εκ πρώτης όψεως εγκληματικές πράξεις. (Βλ. Vrakas α.ο. v. Republic (1973) 2 C.L.R. 139, Anastasiades v. Republic (1977) 2 C.L.R. 97, Ιωάννου κ.α. ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 195), Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 109 και Findlay Duncan 73 Crim. App. R. 359).
Στην ανώμοτη δήλωση του αναφέρει ότι για την υπόθεση που κατηγορείται κλήθηκε να δώσει κατάθεση μία βδομάδα μετά από τη νύχτα που ήταν στο μπαράκι στην Σαριπόλου και τυχαία βρισκόταν στον ίδιο χώρο ο ξάδερφός του. Η αστυνομικός που του έλαβε την κατάθεση τον ρωτούσε διάφορα, αυτή την κατέγραφε και αφού τελείωσε αυτός την διάβασε και την υπέγραψε. Περιγράφει πώς διασαλεύτηκαν οι σχέσεις των δύο οικογενειών και αναφέρει ότι αυτός δεν δημιούργησε κανένα θέμα στον παραπονούμενο, αντίθετα με αυτόν. Δεν τον κάλεσαν αμέσως για κατάθεση και θα μπορούσε να αποδείξει την αθωότητα του, αφού δεν μπορούσε να τον ελέγξει γιατρός για να διαπιστώσει ότι δεν ήταν τραυματισμένος, θα μπορούσαν να ακολουθήσουν το δρομολόγιο που ακολούθησαν για να δουν ότι το όχημα του φίλου του που τον πήρε σπίτι δεν ήταν στο χώρο της Εσέλ και ότι ψευδώς τον καταγγέλλει ο παραπονούμενος.
Η ανώμοτη δήλωση στην οποία προέβηκε ο κατηγορούμενος σύμφωνα με τη νομολογία πιο κάτω, εξετάζεται και αξιολογείται μέσα στο σύνολο της μαρτυρίας, ανάλογα και με το πώς ταιριάζει στην κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Δεν μπορεί όμως να εξομοιωθεί με μαρτυρία με την έννοια του να είναι ικανή να αντικρούσει μια ένορκη μαρτυρία που κρίθηκε ήδη από το δικαστήριο ως αξιόπιστη (βλ. Ιωάννου v. Δημοκρατία (2001) 2 Α.Α.Δ 195), Εφραιμίδου v Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 134/13, ημ. 2.5.14, Θεοχάρους ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ 22.
Από αυτόν, όπως αναφέρθηκε του λήφθηκε ανακριτική κατάθεση 7 ημέρες μετά το συμβάν, σε χρονικό διάστημα που δεν θεωρώ υπερβολικό ούτως ώστε αυτός να μην θυμάται πού άφησε το όχημα του ο φίλος του, με το οποίο αναχώρησαν εκείνο το βράδυ. Ο χρόνος αυτός επενεργεί και προς όφελος του γιατί του έδωσε την δυνατότητα να σκεφτεί την υπεράσπιση του και τι θα αναφέρει στην αστυνομία. Ο τρόπος με τον οποίο πήγε στο μπαράκι, πως έφυγε από το μπαράκι δεν επιβεβαιώθηκε από τους φίλους του αφού δεν προσήλθαν στο δικαστήριο, εφόσον δεν αποδέχομαι τη θέση του ΜΥ1 ως πιο κάτω αναφέρεται.
Στην ανώμοτη δήλωση του επικαλείται ότι αν του λάμβαναν κατάθεση άμεσα θα μπορούσαν να ακολουθήσουν το δρομολόγιο για να δουν ότι το όχημα του φίλου του που τον πήρε σπίτι δεν ήταν στο πάρκιγκ της Εσέλ κάτι που έρχεται σε αντίθεση με την κατάθεση του στην οποία αναφέρει ότι δεν θυμάται που ακριβώς ήταν αυτό. Συνεπώς δεν ευσταθεί η θέση του ότι και εάν ακόμα του λάμβαναν κατάθεση την ίδια ημέρα δεν θα μπορούσε να τους εξηγήσει που ήταν αυτό, ως διατείνεται.
Στην εν λόγω ανώμοτη δήλωση του κατηγορούμενου, την οποία έχω μελετήσει, δεν θα αποδώσω κάποια αξία αφού το περιεχόμενο της δεν υποστηρίζεται από οποιαδήποτε άλλη μαρτυρία στα επίδικα θέματα.
ΜΥ1 πατέρας του Κατηγορουμένου. Ο παραπονούμενος είναι αδερφότεχνος του, δηλαδή γιος της αδερφής του.
Κατά την κυρίως εξέταση του είπε ότι μετά που οι κόρες της αδερφής του ανέφεραν στα παιδιά και στη γυναίκα του ότι ο πατέρας τους τις παρενοχλούσε και αυτός το κατάγγειλε στην αστυνομία διασαλεύτηκαν οι σχέσεις τους και η οικογένειά του ΜΚ1 περιλαμβανομένου και του ιδίου, τους κήρυξαν τον πόλεμο, δηλαδή τον έπαιρναν τηλέφωνο, τον έβριζαν και τον απειλούσαν, του έκαναν άσεμνες χειρονομίες στο δρόμο και τον προσπερνούσαν επικίνδυνα. Αναφέρθηκε σε περιστατικό που έγινε εναντίον της κόρης του από τους γονείς του ΜΚ1 το οποίο κατάγγειλε στην αστυνομία.
Επίσης αναφέρθηκε σε συγκεκριμένο περιστατικό που έλαβε χώρα από τον ΜΚ1 εναντίον του, δηλαδή αυτός τον είχε προσπεράσει επικίνδυνα και όταν του τηλεφωνούσε η μητέρα του ΜΚ1 ο τελευταίος τον έβριζε, θέσεις που δεν τέθηκαν στον τελευταίο.
Αυτός δεν ήταν παρών στο επεισόδιο, ούτε και έδωσε οποιαδήποτε κατάθεση στην αστυνομία για όσα ανέφερε στο δικαστήριο τέσσερα και πλέον χρόνια μετά. Παρά την αναφορά του σε διάφορα επεισόδια από τον ΜΚ1 και την οικογένεια του εναντίον τους και θέλοντας να καταδειχθεί κίνητρο του ΜΚ1 για την ψευδή καταγγελία εναντίον του γιου του δεν παρουσίασε επιπρόσθετα στοιχεία περί τούτου.
Η αναφορά του ότι γι΄ αυτές τις πράξεις στις οποίες αναφέρθηκε δεν μπορούσε να τρέχει συνεχώς στην αστυνομία και να ασχολείται με αυτά τα πράγματα δεν κρίνεται από το δικαστήριο επαρκής και αληθής. Απορίας άξιον είναι πως ενώ δεν έδωσε κατάθεση στην αστυνομία μετά την πάροδο αρκετού χρόνου και κατόπιν καθοδήγησης από την υπεράσπιση θυμόταν να πει ότι το επίδικο βράδυ μετέφερε ο ίδιος τον κατηγορούμενο στη Σαριπόλου και ότι το επόμενο πρωί τον πήρε στο στρατόπεδο αφού αυτός ήταν στρατιώτης.
Από την μαρτυρία του αποδέχομαι ότι αυτός προέβηκε σε καταγγελία εναντίον του γαμπρού του, δηλαδή του πατέρα του ΜΚ1 και από τότε οι σχέσεις τους έχουν διασαλευτεί. Πέραν τούτου ο ίδιος δεν ήταν παρών στο περιστατικό, ούτως ώστε να είναι ουσιώδης η μαρτυρία του στα επίδικα θέματα δηλαδή της κατ΄ ισχυρισμό επίθεσης του κατηγορούμενου εναντίον του ΜΚ1. Η μαρτυρία του ως προς τα υπόλοιπα δε γίνεται αποδεκτή και απορρίπτεται.
Όταν ολοκληρώθηκε η ακροαματική διαδικασία αμφότεροι οι ευπαίδευτοι συνήγοροι της Κατηγορούσας Αρχής και της Υπεράσπισης ανέφεραν στο Δικαστήριο τις τελικές τους εισηγήσεις και θέσεις. Αυτές έχουν δεόντως μελετηθεί και ληφθεί υπόψη από το Δικαστήριο, απλά να αναφέρω ότι ο κ.Νεοφύτου υποστήριξε κυρίως ότι η καταγγελία του ΜΚ1 εναντίον του κατηγορούμενου είναι ψευδής λόγω των οικογενειακών διαφορών τους και επιπρόσθετα ότι υπήρξε πλημμελής διερεύνηση της παρούσας υπόθεσης από τις ανακριτικές αρχές και αν υπήρχε ορθή διερεύνηση θα μπορούσε ο κατηγορούμενος να αποδείξει την αθωότητα του και ότι δεν υπήρχε λόγος για να κατηγορηθεί, θέμα που θα εξετάσω πιο κάτω.
ΕΥΡΗΜΑΤA
Το δικαστήριο αξιολογώντας την μαρτυρία προβαίνει στα πιο κάτω ευρήματα:
Στις 29.9.19 το βράδυ ο ΜΚ1 μετέβηκε για διασκέδαση σε μπαράκι στην περιοχή Σαριπόλου στη Λεμεσό. Στον ίδιο χώρο βρισκόταν και ο κατηγορούμενος με φίλους του ο οποίος του έκανε διάφορα νοήματα με το κεφάλι του τα οποία ο ΜΚ1 εξέλαβε ως απειλητικά. Ο ΜΚ1 είχε ειδοποιήσει με γραπτό μήνυμα τη μητέρα του ως προς τούτο. Ο κατηγορούμενος είναι πρώτος εξάδερφος του ΜΚ1 δηλαδή η μητέρα του (ΜΚ2) είναι αδελφή του πατέρα του κατηγορούμενου. Οι σχέσεις των δύο οικογενειών είχαν διασαλευτεί έντονα λόγω του γεγονότος ότι ο πατέρας του κατηγορούμενου κατάγγειλε τον πατέρα του ΜΚ1 ότι παρενόχλησε σεξουαλικά τις θυγατέρες του μετά από καταγγελία των ιδίων στην οικογένεια του. Μετά από την καταγγελία ο πατέρας του ΜΚ1 συνελήφθηκε και οι αδερφές του προέβηκαν σε καταθέσεις.
Στις 30.9.19 ο ΜΚ1 αναχώρησε από το μπαράκι στο οποίο βρισκόταν, κατευθυνόμενος προς το αυτοκίνητο του. Σε κάποια στιγμή διαπίστωσε ότι ο κατηγορούμενος τον είχε ακολουθήσει και πριν μπει στο αυτοκίνητο του τον πλησίασε και του είπε «να εξηγηθούμε τώρα που είμαστε μαζί», αυτός του είπε ότι δεν έχουν τίποτα να πουν και τότε ο κατηγορούμενος του επιτέθηκε με το χέρι του δίνοντας του 5 - 6 γροθιές. Ο ΜΚ1 δεν ανταπέδωσε τα χτυπήματα, έβαλε τα χέρια του μπροστά από το πρόσωπο του για να προστατευθεί, έπεσε κάτω και ο κατηγορούμενος τον κλώτσησε και του έβγαλε και την φανέλα του και την πήρε μαζί του. Αυτό έγινε στην παρουσία του φίλου του ΜΚ1 Γιώργου Γιάννη ο οποίος ήταν παρών και δεν αναμείχθηκε στο επεισόδιο. Ο ΜΚ1 τηλεφώνησε στην αστυνομία και περί της 01:10 μετέβηκε εκεί όπου και ήρθε η μητέρα του αφού της είχε ήδη τηλεφωνήσει αμέσως μετά το συμβάν φέρνοντας του και φανέλα και έκανε καταγγελία εναντίον του κατηγορούμενου. Εκεί βρισκόταν και ο φίλος του Γ.Γιαννή. Η Αστ.3362 Κ.Μιχαήλ διαπίστωσε ότι ο ΜΚ1 ήταν χτυπημένος στο πρόσωπο, με μαυρισμένο και πρησμένο το μάτι του και με αίματα στο πρόσωπο. Της είχε αναφέρει ότι ο ξάδερφος του κατηγορούμενος τον είχε χτυπήσει λίγα λεπτά προηγουμένως. Αυτή του έδωσε ιατρικό έντυπο για να μεταβεί για εξέταση στο Γενικό Νοσοκομείο Λεμεσού και να προσέλθει μετά για κατάθεση ως και έγινε. Η ίδια στις 7.10.19 έλαβε ανακριτική κατάθεση από τον κατηγορούμενο (τεκμ.2) ως επίσης την ίδια ημέρα τον κατηγόρησε γραπτώς (τεκμ.3). Επίσης στις 4.11.19 έλαβε κατάθεση από την ΜΚ2 και δύο καταθέσεις από δύο φίλους του κατηγορούμενου (τεκμήρια 5 και 6).
Ο Δρ.Μαρτίνος Αχιλλέως την 30.9.19 εξέτασε των ΜΚ1 και διαπίστωσε θλαστικό τραύμα κάτω από το δεξί φρύδι, του έγινε συρραφή. Είχε περιοφθαλμικό αιμάτωμα δεξιά, αιμάτωμα περιοχή ζυγωματικού δεξιά, εκχύμωση περιοφθαλμικά αριστερά, έγινε ακτινογραφικός έλεγχος χωρίς σαφή εικόνα κατάγματος.
ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ
Σύμφωνα με το κατηγορητήριο ο κατηγορούμενος αντιμετωπίζει στην 1η κατηγορία το αδίκημα της επίθεσης με πρόκληση πραγματικής σωματικής βλάβης, κατά παράβαση του άρθρου 243 του Ποινικού Κώδικα.
Τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της επίθεσης με πραγματική σωματική βλάβη (κατηγορία 1), το οποίο προβλέπεται από το άρθρο 243 του Ποινικού Κώδικα, είναι τα ακόλουθα:
1. Επίθεση ενάντια σε άλλο πρόσωπο και
2. Η πρόκληση πραγματικής σωματικής βλάβης στο πρόσωπο αυτό, από την εν λόγω επίθεση.
Επίθεση είναι οποιαδήποτε πράξη, που γίνεται με πρόθεση ή με απερισκεψία (recklessly), να προκαλέσει και που προκαλεί σε ένα άλλο πρόσωπο το φόβο ότι θα ασκηθεί άμεση και παράνομη βία εναντίον του (βλ. R. v. Vienna (1975) 3 All E.R. 788). Ο όρος χρησιμοποιείται με την έννοια της πραγματικής ή σκοπούμενης χρήσης παράνομης βίας από κάποιο άλλο πρόσωπο χωρίς τη συγκατάθεση του.
Σε σχέση με το νοητικό στοιχείο της επίθεσης (mens rea), σχετική είναι η υπόθεση Πετρόπουλος ν. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 574 όπου λέχθηκε ότι ο νόμος δεν συναρτά το νοητικό στοιχείο του αδικήματος της επίθεσης με πρόθεση χρήσης βίας. Απαγορεύει τη χρήση βίας χωρίς νομικό έρεισμα παρανόμως (unlawfully). Με αυτή την έννοια, η διάπραξη του αδικήματος θα μπορούσε να γίνει όχι μόνο εκεί που υπάρχει πρόθεση χρήσης βίας αλλά και στις περιπτώσεις που ο κατηγορούμενος ενεργεί με απερισκεψία. Η απερισκεψία καλύπτει τις περιπτώσεις όπου ο παραβάτης, πριν ενεργήσει, είτε παραβλέπει την πιθανότητα του κινδύνου, είτε, αφού συνειδητοποιήσει την ύπαρξη του κινδύνου, παρά ταύτα προβαίνει στις ενέργειες του (βλ. R. v. Lawrence (1981) 1 All E.R. 974 και R. v. Caldwell (1981) 1 All E.R. 964).
Στο άρθρο 4 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 αναφέρεται ότι "σωματική βλάβη" σημαίνει σωματική βλάβη, ασθένεια ή διαταραχή είτε μόνιμη είτε προσωρινή. Πραγματική σωματική βλάβη περιλαμβάνει οποιοδήποτε τραύμα εξωτερικό ή εσωτερικό (συμπεριλαμβανομένης και υστερικής νευρικής κατάστασης) που επέρχεται ως αποτέλεσμα της επίθεσης. Στην υπόθεση Georghiades v. Police (1985) 2 C.L.R. 56 μια επιπόλαιη εκδορά στο πρόσωπο και κοκκίνισμα θεωρήθηκε αρκετή για σκοπούς του άρθρου 243 (βλ. επίσης R. v. Miller (1954) 2 All E.R. 529 και Αστυνομία v. Ιωάννου (1989) 2 Α.Α.Δ. 61). Στο σύγγραμμα Archbold 41η έκδοση, παρ. 20–116 αναφέρεται ότι πραγματική σωματική βλάβη σημαίνει κάποια πραγματική σωματική κάκωση. Δεν είναι αναγκαίο να είναι κάκωση μόνιμου χαρακτήρα, ούτε είναι αναγκαίο να είναι αυτό που θεωρείται οδυνηρή (grievous) σωματική βλάβη. Συνεπώς δεν χρειάζεται το τραύμα να είναι σοβαρό ή μόνιμου χαρακτήρα.
Από την άλλη, το τι συνιστά πραγματική σωματική βλάβη κατά το Άρθρο 243, αναφέρεται και πάλι στον Archbold, σελ. 1855, παρ. 19-197, όπου αναγράφεται ότι δεν είναι ανάγκη ο τραυματισμός να έχει μόνιμο χαρακτήρα ή να είναι τέτοιος που να τον κατατάσσει στη βαριά σωματική βλάβη. Χρειάζεται όμως να διαπιστωθεί ως πραγματικό γεγονός η επίθεση, η απουσία της οποίας θα κατέτασσε την περίπτωση στο αδίκημα του Άρθρου 242, για απλή επίθεση. (The Police v. Andreas Ioannou (1989) 2 C.L.R. 61
Έχει επίσης αποφασιστεί ότι πραγματική σωματική βλάβη θεωρείται και επίθεση που προκαλεί υστερική νευρική κατάσταση (R. v. Miller [1954] 2 Q.B. 282), ενώ στην υπόθεση Ανδρέας Πολυδώρου Γεωργιάδης ν. Αστυνομίας (1985) 2 Α.Α.Δ. 56, ακόμη και επιφανειακή εκδορά στο πρόσωπο με ερέθισμα, θεωρήθηκε αρκετή για σκοπούς του Άρθρου 243.
ΒΑΡΟΣ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ
Σε όλες τις ποινικές υποθέσεις, όπως είναι και η παρούσα, το βάρος της απόδειξης σωρευτικής συνύπαρξης όλων των συστατικών στοιχείων του αδικήματος το έχει η Κατηγορούσα Αρχή, με υψηλότατο επίπεδο απόδειξης, δηλ. πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, όπως έχει αποφασισθεί στην υπόθεση Χαρίτωνος και άλλων V Δημοκρατίας (1971) 2 C.L.R. σελ. 40, με την οποία υϊοθετήθηκε η απόφαση Woolmighton V D.P.P. (1935) AC 462, καθώς και σε μεταγενέστερες αποφάσεις.
Η Κατηγορούσα Αρχή θα πρέπει να αποδείξει, με αποδεκτή μαρτυρία την ύπαρξη κάθε συστατικού στοιχείου της κατηγορίας και δεν επιτρέπονται υποθέσεις ως προς την ύπαρξη γεγονότων, όσο εύλογες και αν είναι, όπως επισημαίνεται στην Γενικός Εισαγγελέας εναντίον Σπύρος Σπύρου (2002) 2, Α.Α.Δ. 71, στην οποία επαναλαμβάνεται η ανωτέρω αρχή, όπως αυτή διατυπώθηκε στην υπόθεση Λοίζου εναντίον Αστυνομίας 1989 (2) Α.Α.ΑΔ 363 και επαναδιατυπώθηκε στην Σωτηριάδης εναντίον Αστυνομίας 1991 (2) Α.Α.Δ. 482.
Εναπόκειται στην Κατηγορούσα Αρχή να παρουσιάσει μαρτυρία που να είναι αξιόπιστη και σαφής. (Φλουρής εναντίον Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 401).
ΠΛΗΜΜΕΛΗΣ ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ
Είναι η θέση της υπεράσπισης ότι η κατάθεση του κατηγορούμενου και των δύο φίλων του δεν λήφθηκαν άμεσα με αποτέλεσμα να μην διαπιστώσουν την ψευδή καταγγελία του ΜΚ1.
Το δικαστήριο διαπιστώνει ότι η Αστ.3362 δεν παρουσιάστηκε στο δικαστήριο για μαρτυρία, αλλά η κατάθεση της έγινε εκ συμφώνου παραδεκτό γεγονός. Σε καμία περίπτωση δεν παρουσιάστηκε οποιαδήποτε άλλη μαρτυρία και να τεθεί ενώπιον του δικαστηρίου γιατί αυτή έλαβε τις καταθέσεις από τους δύο φίλους του κατηγορούμενου (τεκμήρια 5 και 6) δύο μήνες μετά δηλαδή στις 4.11.19. Ακόμη η υπεράσπιση επικαλείται ότι οι δύο φίλοι του που τον συνόδευαν το επίδικο βράδυ τον επιβεβαιώνουν και τους λήφθηκαν καταθέσεις μεταγενέστερα. Προς τούτο όμως αυτοί δεν προσήλθαν στο δικαστήριο για μαρτυρία γιατί είναι φοιτητές, θέση που δεν υποστηρίχθηκε με οποιοδήποτε τρόπο. Η απλή αναφορά από τον συνήγορο υπεράσπισης «ότι είναι φοιτητές» δεν είναι επαρκής για να καταλήξει το δικαστήριο για το λόγο που δεν παρουσιάστηκαν και σε κάθε περίπτωση δεν αλλάζει το γεγονός της μη παρουσίασης τους.
Επίσης δεν υπάρχει η θέση της για το ποιές ήταν οι ενέργειες της, ή μη, για λήψη της κατάθεσης του φίλου του ΜΚ1 ο οποίος ήταν παρών κατά το επεισόδειο και ενδεχόμενα εάν του λάμβανε κατάθεση οι θέσεις του να επιβεβαίωναν τον παραπονούμενο. Μάλιστα δεν μου διαφεύγει ότι στην κατάθεση του ΜΚ1 αυτός ανέφερε το τηλέφωνο του το οποίο καταγράφεται σε αυτήν. Επίσης στις 4.11.19 λήφθηκε και η κατάθεση της ΜΚ2.
Συνεπώς στην απουσία της αστυνομικού δεν μπορεί να λεχθεί ότι έγινε πλημμελής διερεύνηση ως θέτει η υπεράσπιση για το θέμα του χρόνου λήψης των καταθέσεων αλλά και στο ότι υπήρχαν αρκετές κάμερες από το σημείο που έφυγε ο παραπονούμενος μέχρι το κατ΄ ισχυρισμό συμβάν και συνεπώς η αστυνομία θα έπρεπε να το ελέγξει.
Αυτό που διαπιστώνει το δικαστήριο είναι ότι λήφθηκε κατάθεση από τον κατηγορούμενο σε σύντομο χρόνο από το συμβάν και αυτός θα μπορούσε να ειδοποιήσει τους φίλους του για να πάνε να δώσουν καταθέσεις. Από αυτούς λήφθηκαν καταθέσεις σε αντίθεση με τον φίλο του ΜΚ1 από τον οποίο δεν λήφθηκε κατάθεση. Οι φίλοι του κατηγορούμενου θα μπορούσαν να προσέλθουν στο δικαστήριο για να καταθέσουν, πράγμα που δεν έγινε. Συνακόλουθα δεν βρίσκω πως έχουν επηρεαστεί τα δικαιώματα του κατηγορούμενου καθ΄οιονδήποτε τρόπο.
ΤΕΛΙΚΗ ΚΑΤΑΛΗΞΗ
Έχοντας λοιπόν κατά νου τα πιο πάνω θα προχωρήσω να εξετάσω εάν στοιχειοθετούνται πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος που αντιμετωπίζει ο κατηγορούμενος.
Από την προσκομισθείσα μαρτυρία η οποία αξιολογήθηκε από το Δικαστήριο διαπιστώνω ότι η Κατηγορούσα Αρχή έχει αποδείξει τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της εναντίον του κατηγορίας εφόσον ο ΜΚ1 κατέθεσε ότι ο κατηγορούμενος την επίδικη ημερομηνία του επιτέθηκε και τον τραυμάτισε. Η ύπαρξη των σωματικών βλαβών στον ΜΚ1 επιβεβαιώνονται από την έκθεση του Ιατρού δηλαδή αυτός διέγνωσε θλαστικό τραύμα κάτω από το δεξί φρύδι, συρραφή, περιοφθαλμικό αιμάτωμα δεξιά, αιμάτωμα περιοχή ζυγωματικού δεξιά, εκχύμωση περιοφθαλμικά αριστερά, έγινε ακτινογραφικός έλεγχος χωρίς σαφή εικόνα κατάγματος. Τα τραύματα του αποτελούν πραγματική σωματική βλάβη, σύμφωνα με τον Νόμο.
Ακόμη η μαρτυρία του παραπονούμενου ΜΚ1 επιβεβαιώνεται από την μαρτυρία της ΜΚ2 μητέρας του στην οποία προέβηκε σε άμεσο παράπονο, πρόσωπο στο οποίο ήταν φυσικό να προβεί, αμέσως μετά τη διάπραξη του αδικήματος το οποίο αποτελεί ενισχυτική μαρτυρία των ισχυρισμών του ότι δηλαδή ο κατηγορούμενος τον ακολούθησε στο πάρκιγκ της Εσέλ, του επιτέθηκε και τον τραυμάτισε.
(R. v Votsis, 19 CLR 306, Χατζηλούκας V Δημοκρατίας 1961 CLR 57, Σωτηρίου V Αστυνομίας Ποινική Έφεση 5077, 23.3.90, Trussler V Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση 65/12, 16.1.13, Βιολάρη V Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση 31/12, 20.9.12).
Ως εκ των άνω κρίνω ότι η Κατηγορούσα Αρχή απέδειξε πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας την κατηγορία εναντίον του κατηγορούμενου, ως έχει υποχρέωση να πράξει και κρίνεται ένοχος σε αυτήν.
[Υπ.]................................
Γ. Ιωαννίδου – Παπά, Ε.Δ.
ΠΙΣΤΟ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ
ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο