
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Γ. Ιωαννίδου - Παπά, Ε.Δ.
Αρ. Υπόθεσης: 4225/24
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
V
ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ
Ημερομηνία: 16 Ιανουαρίου 2025
Για την Κατηγορούσα Αρχή: κα Θ.Παπακυριακού
Για τον Κατηγορούμενο: κ. Κ.Γεωργιάδης
Κατηγορούμενος παρών
ΠΟΙΝΗ
Ο κατηγορούμενος κρίθηκε ένοχος κατόπιν παραδοχής του στην κατηγορία της κλοπής υπό υπαλλήλου, κατά παράβαση των άρθρων 268 και 255 του Ποινικού Κώδικα Κεφ.154 όπως τροποποιήθηκε (κατηγορία 1), της πλαστογραφίας κατά παράβαση των άρθρων 331, 333(α) και 335 του ιδίου Νόμου (κατηγορίες 2, 4, 6, 8, 10, 12, 14, 16, 18, 20, 22), της κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου κατά παράβαση των άρθρων 339 και 335 του ιδίου Νόμου (κατηγορίες 3, 5, 7, 9, 11, 13, 15, 17, 19, 21, 23). Η κατηγορία της Νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες (κατηγορία 24) διακόπηκε και αναστάληκε προγενέστερα.
Αξίζει να αναφερθεί ότι η παρούσα υπόθεση παραπέμθηκε ενώπιον του Κακουργιοδικείου Λεμεσού και στις 16.9.24 έγινε remitted στο παρόν Επαρχιακό Δικαστήριο για εκδίκαση.
Τα γεγονότα της υπόθεσης, πέραν των όσων αναφέρονται στο κατηγορητήριο, έχουν εκτεθεί και κατατεθεί από την κατηγορούσα αρχή (τεκμήριο Β), λαμβάνονται υπόψην στο σύνολο τους και έχουν ως εξής:
Παραπονούμενη στην παρούσα υπόθεση είναι η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος Κύπρου και ο Κατηγορούμενος εργαζόταν σε αυτήν από το 2009 έως και το 2018. Στις 15.5.19 ο Π.Κουσελίνης (Μ.Κ.1) Εσωτερικός Ελεγκτής της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος Κύπρου, μετέβηκε στο ΤΑΕ Λ/σού για καταγγελία της υπόθεσης μετά από ενημέρωση που έτυχε από την Διευθύντρια του καταστήματος της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος Κύπρου με αρ.540 στη Λεμεσό, Ν.Νεοφύτου (Μ.Κ.5), ότι πιθανόν να είχαν γίνει κάποιες παρατυπίες από τον υπάλληλο – ταμιολογιστή Χριστόφορο Ιωάννου. Μετά την ενημέρωση που είχε, ο Μ.Κ.1 μετέβηκε στο πιο πάνω κατάστημα της Εθνικής Τράπεζας για επιτόπιο έλεγχο και συναντήθηκε τόσο με την Μ.Κ.5 όσο και με τον Κατηγορούμενο, ο οποίος παραδέχθηκε προφορικώς ότι υπεξαίρεσε χρήματα από λογαριασμούς πελατών, αφού όπως τους είπε, εθίστηκε στα ποδοσφαιρικά στοιχήματα.
Μετά την ενημέρωση που έτυχαν, η Διεύθυνση τον αποδέσμευσε από τα καθήκοντα του. Την ίδια μέρα ο Μ.Κ.1 του έδωσε κάποιο λογικό χρονικό διάστημα έτσι ώστε να σκεφτεί και να θυμηθεί τις περιπτώσεις στις οποίες υπεξαίρεσε χρήματα και να επανέλθει. Εν τω μεταξύ ξεκίνησε και η τράπεζα τον έλεγχο σχετικά με τις υπεξαιρέσεις.
Στις 23/05/2018 ο Κατηγορούμενος πήγε στα γραφεία της Διεύθυνσης στη Λευκωσία, όπου αρχικά απολογήθηκε για το αδίκημα που διέπραξε και στην συνέχεια κατέγραψε ο ίδιος ιδιοχείρως μία αναλυτική ομολογία – απολογία την οποία υπέγραψε και παρέδωσε. Την δήλωση αυτή ο Μ.Κ.1 την παρέδωσε στην Αστυνομία. Σε αυτήν ο Κατηγορούμενος αναφέρει τα ονόματα των επηρεαζόμενων πελατών της Τράπεζας και ανέφερε ότι ο λόγος που το έκανε ήταν ο εθισμός του στα ποδοσφαιρικά στοιχήματα που τον τελευταίο καιρό είχε ξεφύγει. Το συνολικό ποσό των υπεξαιρέσεων ανέρχεται στις £91.658,55 (στερλίνες) και €67.305.
Στις 28/06/2018 ο Κατηγορούμενος επισκέφθηκε εκ νέου τα γραφεία της Διεύθυνσης στη Λ/σία, όπου προέβηκε σε συμπληρωματική αναφορά στην οποία ανάφερε τις πρακτικές που ακολουθούσε ώστε να μην εντοπίζονται τα ταμειακά ελλείμματα από τις πράξεις του. Πιο συγκεκριμένα, ενεργούσε με τρόπο όπου αν κάποιος πελάτης έκανε κατάθεση ενός χρηματικού ποσού, η συναλλαγή της κατάθεσης διεκπεραιωνόταν κανονικά, στην συνέχεια για το αντίστοιχο ποσό κατάθεσης προέβαινε σε ανάληψη χρημάτων από άλλο λογαριασμό διαφορετικού πελάτη και με αυτό τον τρόπο το ταμείο του δεν είχε κανένα έλλειμμα ή διαφορά κατά τον τελικό έλεγχο της ημέρας.
Μεταξύ των ημερομηνιών 23/05/2018 και τέλη Ιουνίου 2018 ο Κατηγορούμενος παρέδωσε στον Μ.Κ.1 ιδιόχειρες καταθέσεις/αναφορές για κάθε περίπτωση πελάτη που επηρεάστηκε από τις πράξεις του, όπως επίσης επεξηγούσε με λεπτομέρεια τον τρόπο με τον οποίο ενεργούσε.
Ο Μ.Κ.1 την 15/05/2019 κατά την διάρκεια της κατάθεσης που έδωσε στην Αστυνομία παρέδωσε όλα τα πιο πάνω στην Αστ.1321 Μ.Φρίξου (Μ.Κ.22) μαζί με την Έκθεση/Πόρισμα του εσωτερικού ελέγχου της Τράπεζας ημερομηνίας 09/10/2018 η οποία καταγράφει τα συνολικά ποσά της υπεξαίρεσης καθώς και τις πράξεις του Κατηγορούμενου. Επίσης ανέφερε ότι όλοι οι επηρεαζόμενοι πελάτες από τους οποίους η αστυνομία έλαβε καταθέσεις έχουν αποζημιωθεί από την Τράπεζα. Ο Κατηγορούμενος απολύθηκε από την τράπεζα την 02/08/2018.
Την 13/06/2019 εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης εναντίον του Κατηγορούμενου και συνελήφθηκε την ίδια μέρα. Του εξηγήθηκαν οι λόγοι της σύλληψης του, τον πληροφόρησαν ότι μπορεί να έχει τις υπηρεσίες δικηγόρου και αφού του επέστησαν την προσοχή του στο νόμο, αυτός απάντησε «Ότι έχω να πω θα το πω στο δικαστήριο».
Την ίδια ημέρα λήφθηκε ανακριτική κατάθεση από τον Κατηγορούμενο, ο οποίος αρνήθηκε να απαντήσει σε οποιαδήποτε ερώτηση του υποβαλλόταν και η απάντηση του ήταν σε όλες τις ερωτήσεις « Ότι έχω να πω θα το πω στο δικαστήριο».
Την 13/6/2019 και μεταξύ των ωρών 1830 – 1905 βάση Δικαστικού Εντάλματος Έρευνας, έγινε έρευνα στην οικία του Κατηγορούμενου στην παρουσία του ιδίου και της μητέρας του και δεν εντοπίστηκε οτιδήποτε το επιλήψιμο.
Την 14/06/2019 εκδόθηκε διάταγμα προφυλάκισης του Κατηγορούμενου για περίοδο 6 ημερών.
Την 17/06/2019 μετά από γραπτή συγκατάθεση του Κατηγορούμενου λήφθηκαν από αυτόν δείγματα γραφής/υπογραφής με σκοπό να σταλούν για επιστημονικές εξετάσεις. Δείγματα γραφής λήφθηκαν και από τους 11 πελάτες της τράπεζας και κατόπιν επιστημονικών εξετάσεων διαφάνηκαν οι πλαστογραφίες που διέπραξε ο κατηγορούμενος.
Την ίδια μέρα και μεταξύ των ωρών 1500 – 1510 η Μ.Κ.15 ανέκρινε προφορικώς τον Κατηγορούμενο ο οποίος ανάφερε ότι κατόπιν συνεννόησης με τον δικηγόρο του η απάντηση του σε όλες τις ερωτήσεις είναι «Ότι έχω να πω θα το πω στο Δικαστήριο».
Η αστυνομία είχε αιτηθεί την έκδοση διατάγματος αποκάλυψης λογαριασμών για τον κατηγορούμενο και δεν εντοπίστηκε οτιδήποτε το επιλήψιμο. Ο κατηγορούμενος είναι λευκού ποινικού μητρώου.
Ο συνήγορος υπεράσπισης στην αγόρευση του για μετριασμό της ποινής (τεκμήριο Γ΄με 13 Παραρτήματα) αναφέρθηκε μεταξύ άλλων στην παραδοχή και απολογία του κατηγορούμενου στην Διοίκηση της Τράπεζας ως και στο Δικαστήριο, στο λευκό του ποινικό μητρώο, στις συνθήκες και τον λόγο διάπραξης των αδικημάτων ήτοι τον εθισμό του στον τζόγο, στο χρόνο που παρήλθε από τη διάπραξη των αδικημάτων, στην έμπρακτη μεταμέλεια του όπως αυτή εκφράσθηκε μέσα από την πλήρη αποζημίωση της παραπονούμενης τράπεζας και στις προσωπικές, οικογενειακές και οικονομικές του περιστάσεις. Ήταν δε η εισήγηση του κ.Γεωργιάδη όπως, σε περίπτωση επιβολής ποινών φυλάκισης, αυτές ανασταλούν ενόψει των περιστάσεων της υπόθεσης και του κατηγορούμενου.
Τα αδικήματα τα οποία διέπραξε και τα οποία παραδέχτηκε ο κατηγορούμενος είναι σοβαρά. Αυτό διαφαίνεται από τη σοβαρότητα που προσδίδεται σε αυτά από το Νομοθέτη, όπως προσδιορίζεται από το ανώτατο όριο ποινής που προβλέπεται από το Νόμο. Το αδίκημα της κλοπής περιουσίας εργοδότη από υπάλληλο του προβλέπεται στο Άρθρο 268 του Ποινικού Κώδικα («Π.Κ.») και εντάσσεται στα αδικήματα κατά περιουσίας, τα οποία ρυθμίζει το Μέρος VI του Π.Κ. Θα πρέπει να σημειωθεί πως για το βασικό αδίκημα της κλοπής (Π.Κ. 262), που τιμωρείται με φυλάκιση τριών ετών ή για κάποιες παραλλαγές της κλοπής που τιμωρούνται με φυλάκιση είτε πέντε ετών [Π.Κ. 265, 266, 272 (1)] είτε επτά ετών (Π.Κ. 263, 264, 272 (2)], ο Νομοθέτης μέχρι σήμερα διατήρησε αναλλοίωτες τις ποινές οι οποίες ίσχυαν κατά την Ανεξαρτησία, θεωρώντας προφανώς ότι, παρά την παρατηρούμενη έξαρση των αδικημάτων κατά περιουσίας, τα συγκεκριμένα τυγχάνουν ικανοποιητικής ποινικής μεταχείρισης από τον Νόμο και από τα Δικαστήρια στο πλαίσιο των πιο πάνω, υφιστάμενων εδώ και χρόνια, ποινών.
Συνεπώς αποκτά ιδιαίτερη και εξέχουσα σημασία το γεγονός ότι δεν ισχύει το ίδιο για τέσσερα εκ των αδικημάτων (κλοπής), τα οποία στην πραγματικότητα αποτελούν διακεκριμένες μορφές κλοπής. Πρόκειται για τις κλοπές υπό δημοσίων λειτουργών (Π.Κ. 267), υπό υπαλλήλων από εργοδότη (Π.Κ. 268), υπό αξιωματούχων εταιρείας (Π.Κ. 269) και υπό αντιπροσώπων (Π.Κ. 270). Το διαφοροποιητικό στοιχείο είναι πως ο Νομοθέτης, σε μια σύντομη περίοδο λίγων ετών, επενέβη δύο φορές αυξάνοντας τις ποινές σε σχέση με τα τέσσερα αυτά αδικήματα. Εν πρώτοις, με τον Ν.43 (I)/2000 αύξησε τις ποινές από επτά σε 10 έτη και εν συνεχεία με τον Ν.84 (I)/2012 αύξησε τις ποινές σε 14 έτη φυλάκισης, οι οποίες ισχύουν μέχρι σήμερα. Εν ολίγοις, είναι ιδιαιτέρως ενδεικτικό ότι εντός περιόδου 12 ετών ο Νομοθέτης εν τη σοφία του, διπλασίασε την προβλεπόμενη ποινή για τα διακεκριμένα αυτά αδικήματα από επτά σε 14 έτη φυλάκισης. Εννοείται πως η βούληση και επιλογή αυτή του Νομοθέτη σχετίζεται άμεσα με το βασικό κοινό χαρακτηριστικό των αδικημάτων αυτών, το οποίο δεν είναι άλλο παρά η εκμετάλλευση της θέσης ή της ιδιότητας την οποία κατέχει ο δράστης και κυρίως η εκμετάλλευση της σχέσης εμπιστοσύνης στην οποίαν ευρίσκεται ο δράστης σε σχέση με το θύμα της εγκληματικής του δραστηριότητας.
Στο σύγγραμμα G. M. Pikis Sentencing in Cyprus (1978) στη σελ. 63, τονίζεται η σοβαρότητα αυτής της φύσεως των αδικημάτων και οι επιπτώσεις που προκαλούνται στην οικονομική ζωή του τόπου από τη διάπραξη τους. Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα:
«High standards of fidelity are expected of employees in the public and private sectors in the discharge of their duties and of persons acting in a fiduciary capacity, such as agents or trustees. Stealing by clerks, servants, company directors, agents and trustees is punishable with 7 years imprisonment. The decisions of the Supreme Court in this area indicate that a serious view is invariably taken of offences of this nature, because of their repercussions on the economic life of the country».
Η σοβαρότητα των επίδικων αδικημάτων δεν αμφισβητήθηκε από την υπεράσπιση. Αυτή τονίστηκε σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, όπου αναφέρεται ότι αυτή προκύπτει κύρια από το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος εκμεταλλεύεται τη σχέση εμπιστοσύνης, η οποία υπάρχει μεταξύ αυτού και του παραπονούμενου και είναι απαραίτητη, ιδιαίτερα εκεί όπου ο εργοδότης ή ο αντιπροσωπευόμενος βασίζεται στην αφοσίωση και ειλικρίνεια του κατηγορουμένου. Αδικήματα αυτής της φύσεως έχουν ιδιαίτερα αρνητική επίδραση τόσο στην ασφάλεια των συναλλαγών, όσο και στην αναγκαία εμπιστοσύνη που πρέπει να χαρακτηρίζει τις σχέσεις εργοδοτών και εργαζομένων.
Στην υπόθεση The Attorney General ν. Vasiliotis (1967) 2 CLR 20 αναφέρθηκε ότι η κλοπή υπό υπαλλήλου τείνει να υπονομεύσει τη βάση πάνω στην οποία εκατοντάδες άνθρωποι ασκούν την επιχειρηματική δραστηριότητά τους ως εργοδότες, ή κερδίζουν τα προς το ζην ως υπάλληλοι. Η σχέση εμπιστοσύνης και αξιοπιστίας που πρέπει πάντα να υπάρχει μεταξύ τους είναι μεγάλης σημασίας και δικαιούται επαρκούς προστασίας από το νόμο.
Για το αδίκημα της πλαστογραφίας και της κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου το οποίο είναι κακούργημα, με βάση το άρθρο 335 του Ποινικού Κώδικα προβλέπεται ποινή φυλάκισης μέχρι και 3 χρόνια εκτός εάν προβλέπεται κάποια άλλη ποινή.
Όσον αφορά το αδίκημα της πλαστογραφίας και της κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου, η σοβαρότητα τέτοιων αδικημάτων έχει τονιστεί και από την σχετική νομολογία, η οποία αναφέρεται στην ανάγκη επιβολής αποτρεπτικών ποινών για τέτοιας φύσης αδικήματα (βλ. Kandiah v. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 324). Στη Ματούρ κ.α. ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 36.
Η σοβαρότητα των αδικημάτων εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό και από το σύνολο των περιστάσεων οι οποίες περιβάλλουν τη διάπραξη τους, το μέγεθος της βλάβης και τις εν γένει συνέπειες που η διάπραξη τους δυνατόν να επιφέρει στην κοινωνία.
Θα αναφερθώ στην συνέχεια σε μια σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε σχέση με επιβολή ποινής στα πιο πάνω αδικήματα. Αυτό όχι βέβαια ως δεσμευτικό προηγούμενο αλλά για να καταδειχθεί η σοβαρότητα με την οποία αντιμετωπίζει το Εφετείο αδικήματα αυτής της φύσης.
· Στην Πέτρου ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 219, το Εφετείο υιοθέτησε τις αρχές που καθιέρωσαν οι Αγγλικές αποφάσεις Barrick (1985) 7 Cr. App. R. (S) 142 και Clark (1998) 2 Cr. App. R. (S) 95. Τέθηκαν με τις πιο πάνω αποφάσεις, κατευθυντήριες γραμμές στην επιβολή ποινής στα υπό κρίση αδικήματα με διαβάθμιση των περιπτώσεων σε επίπεδο ποινής. Η υπόθεση αφορούσε κλοπή υπό υπαλλήλου (7 κατηγορίες). Η ποινή φυλάκισης μειώθηκε από 2 ½ χρόνια σε 18 μήνες. Στην υπόθεση αυτή ο εφεσείων που παραδέχθηκε ενοχή, ήταν ηλικίας 31 ετών, οικογενειάρχης με τρία μικρά παιδιά και η απόλυση από την εργασία του (εργαζόταν στην Σ.Π.Ε. Πολεμιδιών), θεωρήθηκε καταστροφικό πλήγμα και κατ' επέκταση ελαφρυντικός παράγοντας.
· Στην Πολυδώρου ν. Αστυνομίας (1984) 2 CLR 48, επικυρώθηκε ποινή φυλάκισης 12 μηνών για το αδίκημα της κλοπής από δημόσιο υπάλληλο με λευκό μητρώο που είχε επιστρέψει το κλαπέν ποσό.
· Στην Αριστοτέλους ν. Αστυνομίας (1985) 2 CLR 212 επικυρώθηκε ποινή φυλάκισης 9 μηνών και τονίσθηκε και πάλι ότι η σχέση εμπιστοσύνης εργοδοτών-υπαλλήλων δικαιούται επαρκούς προστασίας από το Νόμο.
· Στην Κατσούρης ν. Αστυνομίας (1988) 2 CLR 180, η ποινή των 18 μηνών φυλάκισης μειώθηκε στους 12 μήνες για 58χρονο με λευκό μητρώο και προβλήματα υγείας, ο οποίος επέστρεψε το κλαπέν ποσό. Ωστόσο, το Ανώτατο Δικαστήριο τόνισε το αναπόφευκτο της επιβολής σε τέτοιου είδους αδικήματα, ποινής άμεσης φυλάκισης με σημαντική διάρκεια υπογραμμίζοντας ότι η κατάχρηση της θέσης εμπιστοσύνης συνιστά σοβαρό ζήτημα που τείνει να υπονομεύσει τη βάση των οικονομικών δοσοληψιών.
· Στην Αργυρού ν. Αστυνομίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 434, επικυρώθηκε από το Εφετείο ποινή φυλάκισης 12 μηνών που επιδικάστηκε πρωτόδικα.
· Επίσης στην Αθανασιάδης ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ 701 που αφορούσε το αδίκημα της κλοπής υπό αντιπροσώπου, επικυρώθηκε και πάλι ποινή φυλάκισης 12 μηνών. Να σημειωθεί ότι στην υπόθεση αυτή λήφθηκε υπόψη το μεγάλο χρονικό διάστημα από τη διάπραξη των αδικημάτων, η αποζημίωση του θύματος και η άμεση παραδοχή του κατηγορουμένου.
· Η υπόθεση Χαραλαμπίδης v. Αστυνομίας (1999) 2 AAΔ 109, αφορούσε επίσης αδίκημα κλοπής υπό αντιπροσώπου. Ο κατηγορούμενος ήταν δικηγόρος και είχε οικειοποιηθεί ποσό Λ.Κ.3,000 που του εμπιστεύθηκε πελάτης του με σκοπό να το διαθέσει για τη διευθέτηση διαφοράς του με κάποια εταιρεία. Στην επιμέτρηση της ποινής, λήφθηκε σοβαρά υπόψη η πιθανή επαγγελματική καταστροφή του κατηγορούμενου και η δεινή οικονομική κατάσταση στην οποία βρισκόταν, έστω και με δική του ευθύνη. Παρόλα αυτά δωδεκάμηνη ποινή φυλάκισης επικυρώθηκε από το Εφετείο.
· Στη Χρυσάνθου Ανδρέας ν. Αστυνομίας (2016) 2 ΑΑΔ 1293 ο εφεσείων βρέθηκε ένοχος στο αδίκημα της κλοπής υπό αντιπροσώπου (μετά από ακρόαση), καθότι, έκλεψε το ποσό των €90.000 που του εμπιστεύθηκε πρόσωπο, με σκοπό να του προμηθεύσει ένα αυτοκίνητο από την Αγγλία. Ως αποτέλεσμα της καταδίκης του ο εφεσείων καταδικάστηκε σε φυλάκιση 15 μηνών. Όσο αφορά την ποινή το Εφετείο ανέφερε ότι η μόνη υπό τις περιστάσεις αρμόζουσα ποινή ήταν η ποινή της φυλάκισης, υπήρχε όμως μια παράμετρος που ενώ επισημαίνεται από το πρωτόδικο δικαστήριο, δεν της δόθηκε η αρμόζουσα, υπό τας περιστάσεις, σημασία. Το αδίκημα είχε διαπραχθεί τον Ιούλιο και Αύγουστο του 2008 και το δικαστήριο κλήθηκε να επιβάλει ποινή τον Ιανουάριο του 2016. Επτά και πλέον χρόνια μετά.
· Στην Σταυρινίδης v Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση 201/19, 7.10.21, ECLI:CY:AD:2021:D442 ο εφεσείων εργαζόταν ως διευθυντής τυπογραφείου σε μια εταιρεία και υπ' αυτή του την ιδιότητα για μία μακρά περίοδο από τον Ιανουάριο 2012 μέχρι τον Απρίλιο 2017 είχε επιδοθεί σε μια περίτεχνη εγκληματική δραστηριότητα, με την χρήση πλαστών τιμολογίων και την παρουσίαση εικονικών αγορών, ώστε να εξασφαλίσει με ψευδείς παραστάσεις εις βάρος των εργοδοτών του το σοβαρό συνολικό ποσό των €434.886,51. Αυτά αποκαλύφθηκαν όταν ο εφεσείων απολύθηκε ως πλεονάζον προσωπικό. Ως αποτέλεσμα αντιμετώπισε μεγάλο αριθμό κατηγοριών για πλαστογραφία και κυκλοφορία πλαστού εγγράφου, εξασφάλισης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις, κλοπής υπό αντιπροσώπου και νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες (μέγιστη προβλεπόμενη ποινή 14 χρόνια φυλάκιση ή και χρηματική ποινή μέχρι €500.000). Αυτός είχε παραδεκτεί. Οι συντρέχουσες ποινές φυλάκισης του από 3 μέχρι 6½ χρόνια στις πιο σοβαρές κατηγορίες της κλοπής από γραμματέα και της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες επικυρώθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο.
· Στην Γιαννακού v Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση 235/23, 19.7.24 η ποινή φυλάκισης για το αδίκημα του άρθρου 268 του ΠΚ αυξήθηκε από 2 σε 3 έτη φυλάκιση.
Η σοβαρότητα των αδικημάτων στην παρούσα επαυξάνεται από το γεγονός της συστηματικής περιφρόνησης του νόμου, όπως αυτή φαίνεται από τον αριθμό και τη συχνότητα επανάληψης της κολάσιμης συμπεριφοράς του κατηγορούμενου καθώς και από το συνολικό ύψος των χρημάτων που έκλεψε δηλαδή των £91.658,55 στερλίνες και €67.305 Συγκεκριμένα από τα γεγονότα που εκτέθηκαν φαίνεται ότι ο κατηγορούμενος εκμεταλλευόμενος τη θέση του στην τράπεζα όπου εργαζόταν και καταχραζόμενος την εμπιστοσύνη που του δόθηκε μετά την απώλεια του πατέρα του ο οποίος εργαζόταν εκεί για χρόνια σε διάστημα 7 περίπου μηνών, προέβαινε σε αναλήψεις χρημάτων πελατών με τρόπο που δεν φαινόταν έλλειμμα στο ταμείο του. Επίσης σε 11 διαφορετικές περιπτώσεις πλαστογράφησε τις υπογραφές πελατών της τράπεζας και έλαβε το χρηματικό ποσό.
Ο τρόπος δε με τον οποίο πέτυχε την κλοπή των πιο πάνω ποσών καταδεικνύει θεωρώ και την ύπαρξη προσχεδιασμού εκ μέρους του στην διάπραξη των συγκεκριμένων αδικημάτων, στοιχείο που αποτελεί σοβαρό επιβαρυντικό παράγοντα (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Τσαπατσάρη (2000) 2 ΑΑΔ 304).
Δεν μου διαφεύγει ότι στις 15.5.18 η διοίκηση της τράπεζας ενημερώθηκε από την διευθύντρια του καταστήματος όπου εργαζόταν ο κατηγορούμενος για κάποιες παρατυπίες που πιθανόν να είχαν γίνει. Την επόμενη ημέρα μέλη της εποπτικής επιτροπής της τράπεζας μετέβηκαν στο κατάστημα και ο κατηγορούμενος αφού δεν είχε άλλη επιλογή παραδέκτηκε προφορικώς ότι υπεξαίρεσε χρήματα από λογαριασμούς πελατών και τότε η τράπεζα ξεκίνησε διαδικασία εσωτερικού ελέγχου για να εξακριβώσει τις ακριβείς πράξεις του κατηγορούμενου.
Για προσδιορισμό και εξατομίκευση της ποινής στην παρούσα υπόθεση λαμβάνω λοιπόν υπόψη μου τη σοβαρότητα των αδικημάτων, ως αυτή διαφαίνεται από τα γεγονότα που περιβάλλουν τη διάπραξη τους καθώς και την ανάγκη επιβολής αποτρεπτικών ποινών, στα πλαίσια της προαναφερθείσας νομολογίας.
Παρά τα πιο πάνω δεν εξαλείφεται η ανάγκη που υπάρχει παράλληλα για εξατομίκευση της ποινής ούτως ώστε αυτή να μη συνιστά απλώς τιμωρία αλλά να αρμόζει στο πρόσωπο του συγκεκριμένου παραβάτη. Από την άλλη όμως η διαδικασία αυτή δεν πρέπει να συνεπάγεται εξουδετέρωση ούτε της σοβαρότητας του αδικήματος ούτε του στοιχείου της αποτροπής, όταν συντρέχουν λόγοι για την απόδοση αποτρεπτικού χαρακτήρα στην ποινή τόσο για τον ίδιο τον κατηγορούμενο όσο και για το κοινό γενικότερα (βλ. Ιωάννου κ.α ν. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 171 και Αστυνομία ν. Toorac Fashion Ltd (1993) 2 Α.Α.Δ. 17).
Η παραδοχή ενός κατηγορούμενου λαμβάνεται υπόψη σαν μετριαστικός παράγοντας. Η βαρύτητα δε που μπορεί να της αποδοθεί ποικίλει ανάλογα με την περίπτωση. Όπου συμβάλλει αποτελεσματικά στη διερεύνηση της υπόθεσης και πηγάζει από πραγματική μεταμέλεια του έχει μεγαλύτερη αξία. Επίσης μεγαλύτερη αξία μπορεί να αποδοθεί στην παραδοχή σε υποθέσεις όπου η απόδειξη του αδικήματος θα ήταν χρονοβόρα και δύσκολη (βλ. Ghafari v. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 442).
Όσον αφορά την αποζημίωση, ως λέχθηκε στην Κολοκασίδης ν. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ 252, η «επανόρθωση της ζημιάς είναι πάντοτε ελαφρυντικός παράγοντας, που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη στην επιμέτρηση της ποινής, παρόλο ότι η επανόρθωση αυτή δεν μειώνει τη βαρύτητα του αδικήματος. Η μεταμέλεια είναι στοιχείο μείωσης της ποινής. Η επανόρθωση περιέχει το στοιχείο της μετάνοιας, της συντριβής και επενεργεί προς όφελος της πολιτείας και των θυμάτων του αδικήματος. Ο δράστης δεικνύει, έτσι, έμπρακτα και όχι απλά τη μεταμέλειά του» (βλ. και Χαρτούπαλλος ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ 28). Από την άλλη ως προκύπτει από την Μενελάου ν. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 248 η αποζημίωση του θύματος σε σοβαρές υποθέσεις της φύσεως της παρούσας λαμβάνεται μεν υπόψην ως μετριαστικός της ποινής παράγοντας, δεν αποτελεί όμως βαρυσήμαντο στοιχείο αφού η αποτρεπτική πτυχή πρέπει να έχει τον πρώτο λόγο (βλ. επίσης Γενικός Εισαγγελέας ν. Ματθαίου άλλως Μαλέκκου (2003) 2 Α.Α.Δ 50 και Δημητρίου ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ 46).
Προς όφελος του κατηγορούμενου λαμβάνω λοιπόν υπόψη όλα όσα τέθηκαν ενώπιον μου και ιδιαίτερα:
· Την παραδοχή και απολογία του στην τράπεζα μόλις δημιουργήθηκαν υποψίες εναντίον του.
· Την πλήρη συνεργασία του με την τράπεζα κατά την διάρκεια του λογιστικού ελέγχου όπου και περιέγραψε τον τρόπο δράσης του με αποτέλεσμα την πλήρη εξιχνίαση της υπόθεσης (Παραρτήματα 1, 2 («Π στο εξής) - που παρουσίασε η υπεράσπιση).
· Την άμεση παραδοχή του στο Δικαστήριο. Πρέπει δε να λεχθεί ότι χωρίς την παραδοχή αυτή, λαμβανομένων υπόψη της φύσης των αδικημάτων και του αριθμού των κατηγοριών, ενδεχομένως η απόδειξη των αδικημάτων να ήταν χρονοβόρα και δύσκολη.
· Την πλήρη αποζημίωση της τράπεζας (Π.3,4). Συγκεκριμένα έχει καταχωριστεί πολιτική αγωγή με αρ.415/21 στην οποία εκδόθηκε εκ συμφώνου απόφαση εναντίον του κατηγορούμενου στις 28.1.22 για το επίδικο ποσό της κλοπής. Η τράπεζα δεν έχει κανένα παράπονο εναντίον του. Επίσης αυτή έχει εξασφαλιστεί με την σχετική Συμφωνία ημερ.20.6.24 (Π.5). Ακόμη ως εξασφάλιση της συμφωνίας παραχωρήθηκε υποθήκη ημερ.11.7.24 (Π.6) επί του πατρικού σπιτιού του κατηγορούμενου στο οποίο διαμένει η μητέρα του και τα αδέλφια του και εγγυήσεις από την σύζυγο του, τον πεθερό και τον αδελφό του (Π.7 Α – Γ).
· Το ότι μετά τη διάπραξη των αδικημάτων και μέχρι και σήμερα δεν έχει διαπράξει οποιοδήποτε άλλο αδίκημα.
· Τα πιο πάνω στοιχεία θα πρέπει να λεχθεί ότι δείχνουν και την έμπρακτη μεταμέλεια του κατηγορούμενου.
· Ότι ο ίδιος δεν αποκόμισε οποιοδήποτε όφελος αλλά προέβηκε στη διάπραξη των αδικημάτων λόγω του εθισμού του στον τζόγο.
· Το λευκό ποινικό του μητρώο, στοιχείο που του δίδει το δικαίωμα να αιτείται την επιείκεια του Δικαστηρίου.
· Το ότι στα πλαίσια διερεύνησης της υπόθεσης παρέμεινε υπό κράτηση για περίοδο 6 ημερών.
· Τις προσωπικές, οικογενειακές και οικονομικές του περιστάσεις όπως φαίνονται στην έκθεση του Γραφείου Ευημερίας και ιδιαίτερα ότι:
· Ο πατέρας του απεβίωσε σε ηλικία 50 ετών και ο κατηγορούμενος είχε συνεργασία με ειδικό ψυχολόγο για δύο έτη.
· Σήμερα είναι ηλικίας 37 ετών, έγγαμος και πατέρας ενός ανήλικου παιδιού το οποίο απέκτησε μετά τη διάπραξη των αδικημάτων.
Αυτό είναι ηλικίας έξι ετών το οποίο παρακολουθείται από παιδοψυχίατρο λόγω καθυστέρησης στην ανάπτυξη δεξιοτήτων (Π 9). Παρουσιάζει καθυστέρηση στην ανάπτυξη του λόγου, σημαντικές δυσκολίες στην κοινωνική συνδιαλλαγή, παρορμητικότητα και έντονη υπερκινητικότητα. Για την αντιμετώπιση των δυσκολιών του χρειάζεται εργοθεραπεία και λογοθεραπεία. Έχει την ανάγκη στήριξης και των δύο γονέων του τόσο όσον αφορά το συναισθηματικό κομμάτι όσο και το πρακτικό κομμάτι λόγω των πολλών ωρών θεραπείας που χρειάζεται ως επίσης και ήρεμο οικογενειακό περιβάλλον χωρίς απρόσμενες αλλαγές.
· Σύμφωνα με την ψυχολογική έκθεση της Συμβουλευτικής Ψυχολόγου Άννας Αριστείδου, ημερομηνίας 24.7.24 (Π.13) ο κατηγορούμενος επισκέφθηκε το γραφείο της στις 19.5.21-28.2.22 και πραγματοποίησαν έξι συνεδρίες λόγω συμπτωμάτων έντονου άγχους, ανησυχίας και θλίψης. Στις συναντήσεις τους συζητήθηκαν θέματα όπως η εξάρτηση του στο τζόγο κατά την περίοδο της εργασίας του αλλά και οι συναισθηματικές και επαγγελματικές δυσκολίες που προέκυψαν από τον τερματισμό της εργασίας του.
· Ο κατηγορούμενος εργάζεται ως τεχνικός και οδηγός περονοφόρου οχήματος με μηνιαίες απολαβές ύψους €1400 (Π.11). Σύμφωνα με βεβαίωση που προσκόμισε από τον εργοδότη του (Π.10) επιδεικνύει άριστη συνέπεια και συνεργασία με τους συναδέλφους του, είναι τυπικός στις υποχρεώσεις του συμπεριλαμβανομένων των ωραρίων και των κανονισμών της εταιρείας και χαίρει εκτίμησης από όλα τα μέλη της εταιρείας.
· Η σύζυγος του παρακολουθείται από τις Υπηρεσίες Ψυχικής Υγείας λόγω αγχώδους διαταραχής και είναι υπό συνεχή λήψη φαρμακευτικής αγωγής σύμφωνα με το Π.12. Λόγω των συχνών κρίσεων πανικού συστήνεται η πλαισίωση της από ένα υποστηρικτικό περιβάλλον. Αυτή εργάζεται ως ξενοδοχοϋπάλληλος με μηνιαίες απολαβές ύψους €1900.
· Διατηρεί φιλικό και οικογενειακό υποστηρικτικό δίκτυο.
· Δεν διαφεύγει επίσης του δικαστηρίου ότι η παρούσα υπόθεση καταχωρίστηκε αρχικά στο Κακουργιοδικείο Λεμεσού και στη συνέχεια έγινε remitted στο παρόν δικαστήριο που ασκεί συνοπτική δικαιοδοσία, με την συγκατάθεση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.
Αναφορικά με τη θέση ότι αυτός προέβηκε στη διάπραξη των αδικημάτων λόγω του εθισμού του στον τζόγο θα πρέπει να λεχθεί ότι αυτή σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί δικαιολογία ή ελαφρυντικό για τη συμπεριφορά του κατηγορούμενου, ούτε μπορεί να δικαιολογήσει την προσφυγή του σε αυτά (βλ. Σταύρου «Φάντης» ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 61) προς βλάβη μάλιστα των εργοδοτών του, αλλά και των ανυποψίαστων πελατών της τράπεζας. Περαιτέρω ως έχει λεχθεί στην Περικλέους ν. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 397 «δεν υποτιμάται η φόρτιση που δημιουργεί η ανάγκη. Πρέπει όμως να ελέγχεται από το καθήκον υπακοής στο νόμο που αποτελεί και τον παρονομαστή της λειτουργίας του ανθρώπου στον κοινωνικό χώρο. Για αυτό και η εξατομίκευση της ποινής ώστε να αντανακλά και στις συνθήκες του παραβάτη δεν αμβλύνει στην περίπτωση σοβαρών εγκλημάτων το στοιχείο της αποτροπής που κατά κανόνα υπεισέρχεται στον καθορισμό της».
· Τέλος ένας άλλος σημαντικός παράγοντας που λαμβάνεται υπόψην είναι και ο χρόνος που παρήλθε από τη διάπραξη των αδικημάτων. Έχει νομολογηθεί ότι η καθυστέρηση στην εκδίκαση μιας υπόθεσης αποτελεί σημαντικό ελαφρυντικό παράγοντα ο οποίος, ανάλογα με τις περιστάσεις, μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα όχι μόνο τη μείωση της ποινής αναφορικά με το είδος αυτής αλλά και μετατροπή της ποινής που κανονικά θα επιβάλλετο αν δεν υπήρχε η καθυστέρηση (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Αβρααμίδη (1993) 2 Α.Α.Δ. 355, Γενικός Εισαγγελέας ν. Νεοφύτου (1991) 2 Α.Α.Δ. 5, Γενικός Εισαγγελέας ν. Τέλλα (1991) 2 Α.Α.Δ. 71). Η έκταση φυσικά της ευθύνης του κατηγορούμενου στην εν λόγω καθυστέρηση λαμβάνεται επίσης υπόψην στο δέοντα βαθμό (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Πεγειώτη κ.ά. (2001) 2 Α.Α.Δ. 617). Όσον δε αφορά την καθυστέρηση στην καταχώρηση μιας υπόθεσης το στοιχείο αυτό επίσης λαμβάνεται υπόψην και ανάλογα λειτουργεί υπέρ του μετριασμού της ποινής (βλ. Πεγειώτη κ.ά. ανωτέρω). Ανεξαρτήτως όμως του ποιος φέρει ευθύνη για την καθυστέρηση στην εκδίκαση μιας υπόθεσης το γεγονός της παρόδου μεγάλου χρονικού διαστήματος από τη διάπραξη του αδικήματος μέχρι την τιμωρία του παραβάτη τείνει ασφαλώς προς το μετριασμό της ποινής (Γενικός Εισαγγελέας ν. Αρέστη (1996) 2 Α.Α.Δ. 267).
Τα επίδικα αδικήματα στην παρούσα διαπράχθηκαν μεταξύ του μηνός Οκτωβρίου 2017 και του μηνός Μαϊου 2018. Η τράπεζα ανακάλυψε τις έκνομες πράξεις του κατηγορούμενου τον Μάϊο του 2018, ο οποίος άμεσα παραδέκτηκε ότι υπεξαίρεσε χρήματα από λογαριασμούς πελατών. Στις 23.5.18 αυτός μετέβηκε στα γραφεία της Διεύθυνσης στη Λευκωσία όπου απολογήθηκε και παρέδωσε λίστα και ονόματα πελατών από τους οποίους υπεξαίρεσε χρήματα. Η αστυνομία τον κατηγόρησε γραπτώς στις 12.3.24 δηλαδή έξι χρόνια μετά.
Η υπόθεση καταχωρίστηκε στις 27.3.24 ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού το οποίο στις 22.4.24 τον παρέπεμψε ενώπιον του Κακουργιοδικείου Λεμεσού στις 30.5.24. Το τελευταίο στις 16.9.24 ανέπεμψε την υπόθεση για εκδίκαση από το παρόν δικαστήριο κατόπιν απόφασης του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.
Δηλαδή από την διάπραξη των αδικημάτων μέχρι την καταχώρηση της υπόθεσης παρήλθαν περί τα 7 χρόνια. Η Κατηγορούσα Αρχή όταν ρωτήθηκε για το θέμα του χρόνου από το δικαστήριο δεν αμφισβήτησε την πάροδο του χρόνου και την καθυστέρηση που υπήρξε εκ μέρους της τράπεζας για προώθηση της υπόθεσης εναντίον του κατηγορούμενου. Αυτό φαίνεται άλλωστε από το γεγονός ότι τα αδικήματα αποκαλύφθηκαν περί τον Μάϊο του 2018 και η τράπεζα απευθύνθηκε στην αστυνομία το 2019. Ο κατηγορούμενος δεν φαίνεται να έχει καμία ευθύνη γι΄αυτή την καθυστέρηση. Από τότε μέχρι σήμερα οι προσωπικές περιστάσεις του κατηγορούμενου έχουν αλλάξει. Όπως ανέφερα πιο πάνω αυτός απέκτησε ένα παιδί ηλικίας 6 ετών σήμερα.
Υπό τις περιστάσεις δε της παρούσας ο παράγοντας αυτός θα ληφθεί σοβαρά υπόψην ως προς το ύψος της ποινής που θα επιβληθεί.
Τόσο ο παράγοντας της παρόδου μεγάλου χρόνου από τη διάπραξη των αδικημάτων όσο και οι λοιποί ελαφρυντικοί παράγοντες πρέπει να λεχθεί ότι λαμβάνονται μεν υπόψη για σκοπούς μετριασμού της ποινής δεν είναι όμως τέτοιας έκτασης που να υπερφαλαγγίζουν την ανάγκη για αποτελεσματική εφαρμογή του νόμου, λόγω της σοβαρότητας των αδικημάτων όπως την έχω περιγράψει πιο πάνω και για αποφυγή επιβολής της αρμόζουσας ποινής. Μπορούν να επηρεάσουν το ύψος όχι όμως και το είδος της ποινής.
Συνεκτιμώντας λοιπόν όλα τα δεδομένα που αφορούν στην παρούσα και ιδιαίτερα τα γεγονότα που περιβάλλουν τη διάπραξη αλλά και τη φύση, την έκταση και τη σοβαρότητα των αδικημάτων και με δεδομένο το στοιχείο της αποτροπής, κρίνω ότι οι μόνες αρμόζουσες ποινές στην παρούσα είναι οι ποινές φυλάκισης. Οιεσδήποτε άλλες ποινές δεν θα εξυπηρετούσαν τους σκοπούς του νόμου και θα έστελναν λανθασμένα μηνύματα σε επίδοξους νέους παραβάτες.
Καταληκτικά επιβάλλονται στον κατηγορούμενο οι ακόλουθες ποινές:
§ Στην κατηγορία 1: ποινή φυλάκισης 18 μηνών.
§ Στις κατηγορίες 2, 4, 6, 8, 10, 12, 14, 16, 18, 20, 22: ποινή φυλάκισης 12 μηνών.
§ Στις κατηγορίες 3, 5, 7, 9, 11, 13, 15, 17, 19, 21, 23: ποινή φυλάκισης 12 μηνών.
Οι πιο πάνω ποινές φυλάκισης θα συντρέχουν.
Ενόψει της πιο πάνω κατάληξής μου θα έλθω τώρα να εξετάσω εάν οι επιβληθείσες ποινές θα πρέπει να οδηγήσουν στην άμεση φυλάκιση του κατηγορούμενου ή δύναται να ανασταλούν δυνάμει των διατάξεων του Περί της Υφ’ Όρων Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλακίσεως εις Ωρισμένας Περιπτώσεις Νόμου του 1972. Με το Νόμο 186(Ι)/2003, ο οποίος τροποποίησε τον πιο πάνω Νόμο η διακριτική ευχέρεια αναστολής μιας ποινής φυλάκισης έχει πλέον διευρυνθεί, καθώς, όπως προνοείται: «Το Δικαστήριο διατάσσει την αναστολή εκτέλεσης της ποινής φυλάκισης, αν αυτό δικαιολογείται από το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης και τα προσωπικά περιστατικά του κατηγορουμένου». (βλέπε επίσης Στεφάνου ν. Αστυνομίας (2009) Ποινική Έφεση 231/2008, ημερομηνίας 23.03.09, Κωνσταντίνου v. Αστυνομίας, 2009, 2 Α.Α.Δ. 583, Άγγελος Ιωσήφ v. Δημοκρατίας, 2012, 2 Α.Α.Δ. 930).
Στη Γενικός Εισαγελέας ν. Τζιαουχάρη (2005) 2 Α.Α.Δ. 161 τέθηκαν τα κριτήρια για την άσκηση της διακριτικής αυτής ευχέρειας του Δικαστηρίου ως εξής:
«Με βάση τα κριτήρια που ίσχυαν πριν τον περιορισμό της εξουσίας του δικαστηρίου όπως είχε επιβληθεί με το Ν. 41(1)/97 (που τώρα έχει καταργηθεί), τα κριτήρια που μπορούσε να λάβει υπόψη το δικαστήριο κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας να εκδώσει ή όχι τέτοιο διάταγμα ήσαν τα ακόλουθα: (α) η σοβαρότητα του αδικήματος και τα κίνητρα διάπραξης του (β) το ποινικό μητρώο του κατηγορουμένου δηλαδή αν είναι τέτοιο που υπάρχει η ανάγκη αποτροπής και (γ) η διαγωγή του κατηγορουμένου μετά τη διάπραξη του αδικήματος συμπεριλαμβανομένης και της μεταμέλειας».
Στη Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Καραολή, Ποινική Έφεση 230/19, ημερομηνίας 27.4.21, ECLI:CY:AD:2021:B177 αναφέρθηκε ότι:
«Εξετάζοντας το θέμα τη αναστολής, σημαντικό ερώτημα είναι κατά πόσο η ανασταλείσα ποινή θα αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και θα εξυπηρετήσει τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας. Είναι στη βάση των πιο πάνω αρχών που εξετάζεται ο τρόπος που ασκεί την εξουσία του το Δικαστήριο».
Πρέπει να σημειωθεί ότι η περίπτωση του κατηγορούμενου στην παρούσα με έχει προβληματίσει ιδιαίτερα ως προς το θέμα της αναστολής.
Έχω εξετάσει με προσοχή και έχω λάβει υπόψη μου τόσο τα γεγονότα της υπόθεσης όσο και τις προσωπικές περιστάσεις του κατηγορούμενου καθώς και κάθε άλλο σχετικό παράγοντα.
Χωρίς δε να μου διαφεύγει η σοβαρότητα των αδικημάτων και το κίνητρο διάπραξης τους, αλλά αφού έλαβα υπόψη μου ότι :
· ο κατηγορούμενος είναι οικογενειάρχης και πατέρας ενός ανήλικου παιδιού το οποίο με βάση την έκθεση της παιδοψυχιάτρου Π.Συκιώτη παρουσιάζει καθυστέρηση στην ανάπτυξη λόγου, σημαντικές δυσκολίες στην κοινωνική συνδιαλλαγή, παρορμητικότητα και έντονη υπερκινητικότητα, για την αντιμετώπιση των δυσκολιών του χρειάζεται εργοθεραπεία και λογοθεραπεία, έχει την ανάγκη στήριξης και των δύο γονέων του τόσο όσον αφορά το συναισθηματικό κομμάτι όσο και το πρακτικό κομμάτι λόγω των πολλών ωρών θεραπείας που χρειάζεται ως επίσης και ήρεμο οικογενειακό περιβάλλον χωρίς απρόσμενες αλλαγές,
· την παραδοχή του και την συνεργασία του με την τράπεζα,
· την άμεση παραδοχή του στο δικαστήριο,
· ότι αυτός δεν έχει απασχολήσει προγενέστερα την δικαιοσύνη και είναι λευκού ποινικού μητρώου,
· την διαγωγή του μετά τη διάπραξη των αδικημάτων η οποία εμφαίνεται και από την βεβαίωση του Α.Ομήρου εργοδότη του,
· την έμπρακτη μεταμέλεια του, ως αυτή φαίνεται μέσα από την πλήρη και χωρίς ιδιαίτερη καθυστέρηση αποζημίωση της τράπεζας η οποία δεν έχει κανένα παράπονο,
· τις δυσμενείς συναισθηματικές επιπτώσεις στο ανήλικο τέκνο του και ευρύτερα τις οικονομικές επιπτώσεις στην οικογένεια του η οποία τον έχει στηρίξει,
· ότι έκτοτε δεν έχει διαπράξει οποιοδήποτε άλλο αδίκημα,
· έχει εξεύρει καινούρια εργασία για να ζει ευπρεπώς μαζί με την σύζυγο και το τέκνο του,
· καθώς και το μεγάλο χρονικό διάστημα που έχει παρέλθει από τη διάπραξη των αδικημάτων, κρίνω ότι πρέπει να δοθεί σε αυτόν μία δεύτερη ευκαιρία, ελπίζοντας ότι θα την εκμεταλλευθεί.
Ως εκ των άνω διατάσσω όπως οι ποινές φυλάκισης, οι οποίες επιβλήθηκαν στον κατηγορούμενο ανασταλούν για περίοδο 3 ετών.
(Εξηγείται στον κατηγορούμενο η έννοια της αναστολής των ποινών φυλάκισης).
(Υπ.) ........................................
Γ.Ιωαννίδου - Παπά, Ε.Δ.
ΠΙΣΤΟ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ
ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο