
ΣΤΟ ΜΟΝΙΜΟ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Φ. Τιμοθέου, Π.Ε.Δ.
Α. Φυλακτού, A.Ε.Δ.
Α. Τζ. Σολομωνίδου, E.Δ.
Αρ. Υπόθεσης: 11507/24
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ν.
ΠΡΟΔΡΟΜΟΣ ΧΡΙΣΤΟΦΗ
Κατηγορούμενος
Ημερομηνία: 21/01/2025
Για τη Δημοκρατία: κ. Λ. Κάρνος (για να ακούσει την απόφαση η κα Α. Τιμοθέου).
Για τον Kατηγορούμενο: κ. Δ. Τσολακίδης (για να ακούσει την απόφαση o κ. Δ. Λοχίας).
Κατηγορούμενος παρών.
ΠΟΙΝΗ
Ο κατηγορούμενος κρίθηκε ένοχος, μετά από παραδοχή του, σε κατηγορίες κατοχής και κατοχής με σκοπό την προμήθεια ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως Β΄ (κατηγορίες 2 και 1 αντίστοιχα) και κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως Α΄ (κατηγορίες 3 και 4), κατά παράβαση του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου 29/1977. Περαιτέρω, μετά από παραδοχή του, κρίθηκε ένοχος σε κατηγορίες κατοχής πυροβόλου όπλου κατηγορίας Β΄ (κατηγορίες 5 και 6), κατά παράβαση του περί Πυροβόλων και Μη Πυροβόλων Όπλων Νόμου 113(Ι)/2004, σε κατηγορία κατοχής εκρηκτικών υλών (κατηγορία 7), κατά παράβαση του περί Εκρηκτικών Υλών Νόμου, Κεφ.54 και σε κατηγορία νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες (κατηγορία 8), κατά παράβαση του περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου 188(Ι)/2007.
Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες αδικημάτων των εν λόγω κατηγοριών, ο κατηγορούμενος, στη Λεμεσό, στις 27/07/2024:
· Κατείχε, χωρίς την άδεια του Υπουργού Υγείας, και κατείχε με σκοπό να το προμηθεύσει σε άλλα πρόσωπα, ελεγχόμενο φάρμακο Τάξεως Β΄, ήτοι κάνναβη 34 κιλών και 14 γραμμαρίων (κατηγορίες 2 και 1 αντίστοιχα).
· Κατείχε ελεγχόμενο φάρμακο Τάξεως Α΄, ήτοι 500 ηλεκτρονικά τσιγάρα που περιείχαν τετραϋδροκανναβινόλη (ΤΗC) σε υγρή μορφή, χωρίς την άδεια του Υπουργού Υγείας (κατηγορία 3).
· Κατείχε ελεγχόμενο φάρμακο Τάξεως Α΄, ήτοι κοκαΐνη 0,13 γραμμαρίων, χωρίς την άδεια του Υπουργού Υγείας (κατηγορία 4).
· Κατείχε ένα πυροβόλο όπλο κατηγορίας Β΄, ήτοι ένα πιστόλι με την επιγραφή ZORAKI 4918-7, χωρίς άδεια απόκτησης και κατοχής από τον Αρχηγό Αστυνομίας (κατηγορία 5).
· Κατείχε ένα πυροβόλο όπλο κατηγορίας Β΄, ήτοι ένα πιστόλι με την επιγραφή SARSILMAZ 9.19, χωρίς άδεια απόκτησης και κατοχής από τον Αρχηγό Αστυνομίας (κατηγορία 6).
· Κατείχε εκρηκτικές ύλες, ήτοι 2.014 φυσίγγια πυροβόλου όπλου, διαμετρήματος 9 χιλιοστομέτρων, χωρίς την άδεια του Επιθεωρητή Εκρηκτικών Υλών (κατηγορία 7).
· Κατείχε το χρηματικό πόσο των €4.000 ενώ γνώριζε (ως διευκρινίζεται στα γεγονότα) ότι αποτελούσε έσοδο από τη διάπραξη γενεσιουργού αδικήματος (κατηγορία 8).
Τα γεγονότα της υπόθεσης, ως έχουν εκτεθεί από την Κατηγορούσα Αρχή και δεν έχουν αμφισβητηθεί, είναι τα ακόλουθα:
Στις 18/07/2024 λήφθηκε πληροφορία από την Υπηρεσία Καταπολέμησης Ναρκωτικών (στο εξής «η Υ.ΚΑ.Ν.») ότι ο κατηγορούμενος ασχολείται με την κατοχή, χρήση και διακίνηση ελεγχόμενων φαρμάκων Τάξεως A΄ και B΄, χρησιμοποιώντας για τους σκοπούς αυτούς, το διαμέρισμα υπ’ αρ. [ ] (στο εξής «το διαμέρισμα) της πολυκατοικίας με την ονομασία [ ], που βρίσκεται στην οδό [ ] στη Λεμεσό, ως επίσης και τα μηχανοκίνητα οχήματα με αριθμούς εγγραφής [ ] (στο εξής «το όχημα Α»], [ ] (στο εξής «το όχημα Β»], [ ] (στο εξής «το όχημα Γ»] και [ ] (στο εξής «το όχημα Δ»]. Στη βάση της εν λόγω πληροφορίας, εξασφαλίστηκε στις 25/07/2024, δικαστικό ένταλμα έρευνας του διαμερίσματος και των ως άνω οχημάτων.
Στις 27/07/2024 και περί ώρα 12:50, μέλη της Υ.ΚΑ.Ν. έθεσαν υπό διακριτική παρακολούθηση την ως άνω πολυκατοικία. Περί ώρα 17:04, ο κατηγορούμενος θεάθηκε να οδηγεί το όχημα Α και αφού στάθμευσε αυτό στον χώρο στάθμευσης του διαμερίσματος, εξήλθε του οχήματος και εισήλθε στην πολυκατοικία από την κύρια είσοδο με τη χρήση κλειδιού που είχε στην κατοχή του. Μετά πάροδο κάποιων λεπτών, ο κατηγορούμενος εξήλθε της πολυκατοικίας κρατώντας μια μαύρη αθλητική τσάντα, την οποία τοποθέτησε στα πίσω καθίσματα του οχήματος Α και ακολούθως, επιβιβάστηκε σ’ αυτό και εκκίνησε με πρόθεση να αποχωρήσει από το μέρος. Αμέσως μετά, περί ώρα 17:09, μέλη της Υ.ΚΑ.Ν. ανέκοψαν για έρευνα το όχημα Α με τη χρήση των υπηρεσιακών τους οχημάτων, σε σημείο εκτός της προαναφερόμενης πολυκατοικίας. O κατηγορούμενος, αφού πληροφορήθηκε για τους λόγους της παρουσίας της Αστυνομίας στον χώρο και του επιστήθηκε η προσοχή στο Νόμο, απάντησε «Αρφούι μου κάμε τη δουλειά σου». Κατά τη διάρκεια της έρευνας που ακολούθησε στο όχημα Α, στην παρουσία του κατηγορουμένου, εντοπίστηκε και παραλήφθηκε από διαφορετικά σημεία, αριθμός τεκμηρίων, μεταξύ των οποίων τα εξής:
1) Δύο νάιλον σακούλια που περιείχαν ποσότητες κάνναβης.
2) Η αθλητική τσάντα που είχε τοποθετηθεί εντός του οχήματος από τον κατηγορούμενο, στο εσωτερικό της οποίας εντοπίστηκαν 2 μεγάλες διαφανείς συσκευασίες που επίσης περιείχαν κάνναβη.
3) Ένα τσαντάκι ώμου, χρώματος μαύρου, εντός του οποίου υπήρχε το χρηματικό ποσό των €12.400.
Κατά τον εντοπισμό ενός εκάστου των ως άνω τεκμηρίων, επιστήθηκε η προσοχή του κατηγορουμένου στο Νόμο. Όσον αφορά την ποσότητα κάνναβης που εντοπίστηκε, ο κατηγορούμενος ισχυρίστηκε ότι ήταν δική του, ενώ σε σχέση με το χρηματικό ποσό των €12.400 δεν προέβαλε οποιονδήποτε ισχυρισμό.
Μετά το πέρας της έρευνας του οχήματος Α, περί ώρα 16:35, ο κατηγορούμενος αφού προηγουμένως είχε συλληφθεί και πληροφορηθεί αναφορικά με τα νόμιμα δικαιώματά του, οδηγήθηκε από μέλη της Υ.ΚΑ.Ν. στο διαμέρισμα για σκοπούς εκτέλεσης του προαναφερθέντος εντάλματος έρευνας. Κατά τη διάρκεια της έρευνας που ακολούθησε στο διαμέρισμα, εντοπίστηκε και παραλήφθηκε, από διαφορετικά σημεία, αριθμός τεκμηρίων ανάμεσα στα οποία ήταν και τα ακόλουθα:
1) Ταξιδιωτικές βαλίτσες εντός των οποίων υπήρχαν χωριστές συσκευασίες και σακούλια που περιείχαν ποσότητα κάνναβης.
2) Τρεις ζυγαριές ακριβείας, πάνω στις οποίες υπήρχαν ίχνη κάνναβης και κοκαΐνης.
3) Αριθμός νάιλον συσκευασιών που περιείχαν ίχνη κάνναβης.
4) Ασυσκεύαστη ποσότητα κάνναβης και κοκαΐνης.
5) Δύο πυροβόλα όπλα κατηγορίας B΄, δηλαδή ένα πιστόλι χρώματος μαύρου με την επιγραφή ZORAKI 4918-7 και ένα πιστόλι χρώματος μαύρου και ασημί με την επιγραφή SARSILMAZ 9.19.
6) 500 ηλεκτρονικά τσιγάρα που περιείχαν τετραϋδροκανναβινόλη (ΤΗC) σε υγρή μορφή και εντοπίστηκαν σε χωριστές συσκευασίες.
7) 2.014 φυσίγγια πυροβόλου όπλου, διαμετρήματος 9 χιλιοστομέτρων (9mm), που εντοπίστηκαν σε χωριστές συσκευασίες.
Κατά τον εντοπισμό ενός εκάστου των ως άνω τεκμηρίων επιστήθηκε η προσοχή του κατηγορουμένου στο Νόμο και αυτός επέλεξε να ασκήσει το δικαίωμα της σιωπής.
Μετά την ολοκλήρωση της έρευνας του διαμερίσματος, περί ώρα 19:45, ο κατηγορούμενος μαζί με το σύνολο των τεκμηρίων που είχαν παραληφθεί κατά τις προαναφερόμενες έρευνες, μεταφέρθηκαν στα γραφεία της Υ.ΚΑ.Ν. Λεμεσού. Αφού ο κατηγορούμενος πληροφορήθηκε γραπτώς αναφορικά με τα νόμιμα δικαιώματά του, μεταξύ των ωρών 20:40 (της 27/07/2024) - 02:20 (της 28/07/2024), συσκευάστηκαν σφραγίστηκαν και φωτογραφήθηκαν στην παρουσία του όλα τα τεκμήρια. Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αυτής, ο κατηγορούμενος συνελήφθη εκ νέου περί ώρα 01:15 στη βάση δικαστικού εντάλματος σύλληψης και αφού πληροφορήθηκε ως προς τους λόγους της σύλληψής του και επιστήθηκε η προσοχή στο Νόμο, επέλεξε να ασκήσει το δικαίωμα της σιωπής. Ακολούθως, μεταξύ των ωρών 02:55 - 03:10, ερευνήθηκε στην παρουσία του κατηγορουμένου η οικία του στην οδό [ ], στη βάση εντάλματος έρευνας, χωρίς να εντοπιστεί οτιδήποτε σχετικό με την παρούσα υπόθεση. Ακολούθως, μεταξύ των ωρών 03:12 - 03:33 ερευνήθηκαν δυνάμει του εντάλματος έρευνας ημερ. 25/07/2024, στην παρουσία του κατηγορουμένου, τα οχήματα Β, Γ και Δ.
Στη συνέχεια της ίδιας ημέρας, λήφθηκαν από τον κατηγορούμενο παρειακά επιχρίσματα και αποτυπώματα, στη βάση προγενέστερης γραπτής του συγκατάθεσης και ακολούθως του λήφθηκε ανακριτική κατάθεση στο πλαίσιο της οποίας επέλεξε να ασκήσει το δικαίωμα της σιωπής.
Στις 29/07/2024 λήφθηκε νέα κατάθεση από τον κατηγορούμενο, στα πλαίσιο της οποίας ομολόγησε την κατοχή των τεκμηρίων που εντοπίστηκαν και παραλήφθηκαν κατά τις έρευνες της Αστυνομίας στις 27/07/2024, ως αναφέρονται πιο πάνω. Μεταξύ άλλων ανέφερε πως όλα τα ναρκωτικά που εντοπίστηκαν, τα δύο πιστόλια αλλά και τα φυσίγγια, του είχαν παραδοθεί σε διαφορετικές περιπτώσεις από τρίτα πρόσωπα, τα οποία αρνήθηκε να κατονομάσει εκφράζοντας φόβους για τη ζωή του ιδίου και της οικογένειάς του. Περιγράφοντας τον ρόλο του ανέφερε πως από τον Απρίλιο 2024 ενεργούσε ως αποθηκάριος εκ μέρους των τρίτων προσώπων και ότι για κάθε κιλό κάνναβης που τίθετο υπό την φύλαξη ή έλεγχό του λάμβανε το ποσό των €100.
Μέσα από τις επιστημονικές εξετάσεις που διενεργήθηκαν από το Εργαστήριο Δικανικής Χημείας και Τοξικολογίας του Γενικού Χημείου του Κράτους, στο πλαίσιο διερεύνησης της παρούσας υπόθεσης, διαπιστώθηκε πως:
1) Η συνολική ποσότητα κάνναβης που εντοπίστηκε στην κατοχή του κατηγορουμένου, ήταν βάρους 34 κιλών και 14 γραμμαρίων.
2) Η συνολική ποσότητα κοκαΐνης που εντοπίστηκε στην κατοχή του κατηγορουμένου, ήταν βάρους 0,13 γραμμαρίων.
3) Τα 500 ηλεκτρονικά τσιγάρα που εντοπίστηκαν στην κατοχή του κατηγορουμένου, περιείχαν τετραϋδροκανναβινόλη σε υγρή μορφή.
Τα δύο πιστόλια και τα 2.014 φυσίγγια πυροβόλου όπλου που εντοπίστηκαν στην κατοχή του κατηγορουμένου, κατέχονταν παράνομα, δηλαδή χωρίς οποιαδήποτε προβλεπόμενη στο Νόμο άδεια.
Όσον αφορά το χρηματικό ποσό των €12.400 που εντοπίστηκε στην κατοχή του κατηγορουμένου, αυτός γνώριζε ότι μέρος του και συγκεκριμένα ποσό €4.000 αποτελούσε έσοδο σχετιζόμενο με παράνομη κατοχή ή δοσοληψία κάνναβης.
O κατηγορούμενος βαρύνεται με τις ακόλουθες δύο προηγούμενες καταδίκες:
1. Καταδικάστηκε, στις 28/07/2015, στην ποινική υπόθεση υπ’ αρ. 31903/14 του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας, σε ποινές φυλάκισης 5 ½ ετών σε κατηγορία κατοχής με σκοπό την προμήθεια ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως B΄ (ήτοι κάνναβης συνολικού βάρους 3,082 κιλών) και 18 μηνών σε κατηγορία πρόκλησης βαριάς σωματικής βλάβης. Τα αδικήματα διαπράχθηκαν στις 26/10/2014.
2. Καταδικάστηκε, στις 16/02/2023, στην ποινική υπόθεση υπ’ αρ. 5045/21 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, σε ποινή προστίμου €500 σε κατηγορία παράνομης κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως B΄, ήτοι κάνναβης και υπογραφή εγγύησης ύψους €2.000 για δύο χρόνια, σε κατηγορία καπνίσματος φυτού κάνναβης. Τα αδικήματα διαπράχθηκαν στις 11/02/2019.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του κατηγορουμένου, στην αγόρευση του για μετριασμό της ποινής, αναφέρθηκε στην άμεση παραδοχή και απολογία του πελάτη του, στη συνεργασία του με την Αστυνομία, στις συνθήκες υπό τις οποίες διέπραξε τα επίδικα αδικήματα και στον ρόλο που είχε κατά τη διάπραξη τους. Περαιτέρω, αναφέρθηκε στις προσωπικές περιστάσεις του κατηγορουμένου και στις επιπτώσεις της ποινής στην οικογένεια του και ειδικότερα στα ανήλικα τέκνα του, παρουσιάζοντας σχετικές ψυχολογικές εκθέσεις (βλ. Τεκμήρια Β και Γ). Επίσης, ο κ. Τσολακίδης, αναφέρθηκε στις προσπάθειες του πελάτη του για απεξάρτηση από τα ναρκωτικά (βλ. Τεκμήριο Α) και στην καλή διαγωγή που επιδεικνύει κατά την παραμονή του στις Κεντρικές Φυλακές. Τέλος, ο συνήγορος ζήτησε από το Δικαστήριο όπως επιδείξει κάθε δυνατή επιείκεια.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα αδικήματα, τα οποία παραδέχθηκε ο κατηγορούμενος, είναι σοβαρά. Αυτό διαφαίνεται κατ’ αρχάς από τη σοβαρότητα που προσδίδεται σε αυτά από το Νομοθέτη, όπως προσδιορίζεται από το ανώτατο όριο ποινής που προβλέπεται από το Νόμο, που είναι η βάση από την οποία ξεκινά το Δικαστήριο για να επιμετρήσει την ποινή (βλ. Δημοκρατία ν. Κυριάκου κ.ά. (1990) 2 Α.Α.Δ. 264 και Souilmi ν. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 248). Συγκεκριμένα, για τα αδικήματα της κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως Α΄ και Β΄ προνοείται ποινή φυλάκισης 12 και 8 χρόνων αντίστοιχα, ενώ για τα αδικήματα της κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως Β΄ με σκοπό την προμήθεια σε άλλα πρόσωπα, προβλέπεται ποινή δια βίου φυλάκισης. Για το αδίκημα της κατοχής πυροβόλου όπλου κατηγορίας Β΄ προνοείται ποινή φυλάκισης 15 χρόνων ή πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις €42.715 ή και οι δύο αυτές ποινές ενώ για το αδίκημα της κατοχής εκρηκτικών υλών προνοείται ποινή φυλάκισης 15 χρόνων (βλ. Νόμο 27/1978) ή χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις €5.000 (βλ. Νόμο 173(Ι)/2020) ή και οι δύο αυτές ποινές. Το αδίκημα δε της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, στην περίπτωση που ο κατηγορούμενος γνωρίζει ότι η περιουσία που κατέχει αποτελεί έσοδο από τέτοιες δραστηριότητες, όπως στην προκειμένη, επισύρει ποινή φυλάκισης 14 ετών ή χρηματική ποινή μέχρι €500.000 ή και τις δυο αυτές ποινές (βλ. άρθρο 4(1) του Νόμου 188(Ι)/2007).
Στην Παγιαβλάς ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 240 λέχθηκε ότι η χρήση ναρκωτικών έχει προσλάβει ανησυχητικές διαστάσεις, γεγονός που επιβάλλει, κατά κανόνα, την επιβολή αποτρεπτικών ποινών. Η χρήση των εν λόγω ουσιών έχει ποικιλόμορφα χαρακτηριστεί ως «κοινωνική μάστιγα και ως νάρκη στο θεμέλιο της κοινωνίας» εφόσον τα ναρκωτικά αποτελούν κίνδυνο τόσο για τη φυσική όσο και για την κοινωνική ευημερία του κοινού και ιδιαίτερα της νεολαίας μας. Ως δε επισημάνθηκε στην Κλεομένης v. Δημοκρατίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 350, στη συντριπτική πλειοψηφία τους οι παραβάτες είναι πρόσωπα νεαρής ηλικίας ενώ είναι λυπηρή, οδυνηρή και τραγική η διαπίστωση πως η απώλεια ζωών, νέων κυρίως ανθρώπων, έχει γίνει μέρος της καθημερινής μας πραγματικότητας και πως η λίστα των νέων που έχουν εθιστεί στα ναρκωτικά μεγαλώνει μέρα με τη μέρα (βλ. και Γενικός Εισαγγελέας ν. Παπανικόλα, Ποιν. Έφεση Αρ. 214/2021, ημερ. 19/01/2024).
Τα τελευταία χρόνια διακινούνται στη χώρα μας μεγάλες ποσότητες ναρκωτικών ουσιών με αποτέλεσμα ο αριθμός των θυμάτων να αυξάνεται ανεξέλεγκτα. Το κοινωνικό και οικονομικό κόστος από τη χρήση ναρκωτικών ουσιών είναι υπερβολικό. Παρά τις σημαντικές προσπάθειες που έχουν καταβληθεί για την πρόληψη και την καταστολή του παγκόσμιου αυτού φαινομένου, φαίνεται το πρόβλημα να έχει διογκωθεί και να έχει προσλάβει ανησυχητικές διαστάσεις.
Ο ρόλος των Δικαστηρίων στην καταπολέμηση και πάταξη της σύγχρονης αυτής μάστιγας είναι ουσιαστικός. Τα πιο πάνω όπως και η σοβαρότητα τέτοιων αδικημάτων έχουν βέβαια επισημανθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο, το οποίο επανειλημμένα τόνισε την ανάγκη αυστηρής αντιμετώπισης τους και επιβολής αποτρεπτικών ποινών. Η ανάγκη αυτή επισημάνθηκε και από το νέο Εφετείο (βλ. Μαυρόλουκα κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφεση Αρ. 74/2021 (Σχετ. Ποιν. Εφ. Αρ. 95/2021), ημερ. 31/10/2023 και Καμπίσιο κ.ά. ν. Αστυνομίας, Ποιν. Εφέσεις Αρ. 89-91/2023, ημερ. 13/06/2024).
Η έξαρση στη χρήση των ναρκωτικών αλλά και οι δυσμενείς συνέπειες τους, ιδιαίτερα στη νεολαία μας, καθιστούν την αποτροπή κυρίαρχο στοιχείο στον καθορισμό της ποινής (βλ. Ξυδάς ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 807 και Bora ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφεση Αρ. 79/2017, ημερ. 13/03/2018, ECLI:CY:AD:2018:B110). Ο αποτρεπτικός χαρακτήρας των ποινών, ο οποίος πρέπει να αντανακλάται στο ύψος τους, αποτελεί λοιπόν το κύριο γνώρισμα τους (βλ. Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 557).
Τόσο ο περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμος 29/1977 όσο και η σχετική νομολογία προβαίνουν σε διαφοροποίηση ως προς τη μεταχείριση των χρηστών σε αντίθεση με τους εμπόρους ναρκωτικών. Έτσι στην Beyki ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 60, λέχθηκε ότι θεμελιωμένη είναι η αρχή της διάκρισης της σοβαρότητας των αδικημάτων που αφορούν σε εμπορία ναρκωτικών και εκείνων που αφορούν σε κατοχή και χρήση. Οι έμποροι ναρκωτικών καθιστούν επάγγελμα τους τη διασπορά του θανάτου και ως εκ τούτου είναι δύσκολο να ανευρεθούν ερείσματα για μετριασμό των ποινών που επιβάλλονται σ’ αυτούς. Για τους χρήστες ναρκωτικών, όμως, υπάρχει κάποιο περιορισμένο περιθώριο για επίδειξη επιεικείας, το οποίο σχετίζεται με την αδυναμία του ανθρώπου και ειδικά των χρηστών ναρκωτικών, ανάλογα βέβαια με τις περιστάσεις κάθε υπόθεσης. Η προαναφερόμενη διάκριση φαίνεται και στην Παγιαβλάς (ανωτέρω), όπου αναφέρθηκε ότι στην περίπτωση των εμπόρων η ανάγκη για την επιβολή αποτρεπτικών ποινών είναι κατάδηλη εφόσον αυτοί αποζούν από τη διασπορά της καταστροφής.
Στην Γενικός Εισαγγελέας v. Πέτρου, Ποιν. Έφεση Αρ. 71/2022, ημερ. 01/12/2022, μετά την επισήμανση ότι η κατάρα των ναρκωτικών έχει για τα καλά ριζώσει στον τόπο μας με ολέθριες συνέπειες όχι μόνο για τους παραβάτες, δυστυχώς νεαρούς, ακόμα και ανηλίκους αλλά και για την ίδια την κοινωνία, το Ανώτατο Δικαστήριο επανέλαβε ακόμα μια φορά ότι επιβάλλεται η επιβολή αυστηρών ποινών, ιδίως εκεί όπου η κατοχή των ναρκωτικών συνοδεύεται με πρόθεση εμπορίας ή με πρόθεση προμήθειας αυτών σε τρίτα πρόσωπα.
Το είδος, η ποσότητα και ο σκοπός για τον οποίο κατέχονται τα ναρκωτικά, ως και ο ρόλος του δράστη, είναι παράγοντες βαρύνουσας σημασίας κατά τον καθορισμό της ποινής. Η επιβολή ιδιαίτερα σοβαρών ποινών ενδείκνυται σε περιπτώσεις όπου η ποσότητα είναι μεγάλη και η κατοχή συνοδεύεται με πρόθεση εμπορίας των ναρκωτικών (βλ. Esper v. Δημοκρατία (1972) 2 C.L.R. 73, Moussa v. Δημοκρατία (1992) 2 Α.Α.Δ. 320 και Μallouk v. Δημοκρατία (2000) 2 Α.Α.Δ. 711).
Η σοβαρότητα των αδικημάτων της κατοχής πυροβόλων όπλων και εκρηκτικών υλών χωρίς την απαιτούμενη άδεια, έγκειται στο ότι στρέφονται κατά και υπονομεύουν την έννομη τάξη και την ασφάλεια της Πολιτείας, οδηγούν σε αναρχία, θέτουν σε κίνδυνο τις ζωές και περιουσίες άλλων πολιτών, ενέχουν στοιχεία απειλής και επικινδυνότητας και εκθέτουν ολόκληρη την κοινωνία σε αίσθημα ανασφάλειας (βλ. Κίτας ν. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 433, Παναγή v. Δημοκρατίας (2015) 2Β Α.Α.Δ. 875, Ανδρέου v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφεση Αρ. 270/2017, ημερ. 18/06/2019, ECLI:CY:AD:2019:B255 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Shuraani κ.ά. Ποιν. Εφέσεις Αρ. 166/2024 και 167/2024, ημερ. 19/12/2024). Ως δε αναφέρθηκε στην Κίτας (ανωτέρω), εκ προοιμίου η παράνομη κατοχή όπλων τείνει να οδηγήσει άτομα σε εκδήλωση εγκληματικής δραστηριότητας που στοχεύει στην επιβολή του νόμου του ισχυρού, κάτι το οποίο δεν μπορεί με οποιονδήποτε τρόπο να γίνει αποδεκτό σε βάρος των φιλήσυχων και νομιμοφρόνων πολιτών αυτού του κράτους. Ως εκ της φύσης τους τέτοια αδικήματα εμπεριέχουν τον κίνδυνο κατά της σωματικής ακεραιότητας συνανθρώπων μας, της ζωής τους ή εκφοβισμού τους και ως εκ τούτου οι ποινές, οι οποίες θα πρέπει να επιβάλλονται θα πρέπει να εμπεριέχουν τον αποτρεπτικό τους χαρακτήρα ενόψει των κινδύνων που ενέχει η παράνομη κατοχή και μεταφορά τους αλλά και τις δοκιμασίες στις οποίες έχει εκτεθεί η κυπριακή κοινωνία από την παράνομη κατοχή και μεταφορά πυροβόλων όπλων.
Πρόκειται για πολύ σοβαρά αδικήματα, τα οποία αντιμετωπίζονται διαχρονικά με αυστηρότητα από τα Δικαστήρια. Στην πολύ πρόσφατη Shuraani κ.ά. (ανωτέρω) με αναφορά στο σύγγραμμα Sentencing in Cyprus, του G. M. Pikis (βλ. 2η έκδοση, 2007, σελ. 201) λέχθηκε ότι το ιστορικό της ποινολογικής μεταχείρισης τέτοιων αδικημάτων αντανακλά την αγωνία της Πολιτείας για την παράνομη κατοχή και χρήση όπλων και εκρηκτικών. Επισημαίνεται δε ότι από πολύ παλιά ο τόπος μας υπέφερε από την παράνομη κατοχή όπλων και εκρηκτικών και ότι διαπιστώνεται καθημερινά πως το φαινόμενο όχι μόνο δεν έχει εξαλειφθεί ή έστω περιοριστεί αλλά αντίθετα τέτοιου είδους αδικήματα παρουσιάζονται με ιδιαίτερη συχνότητα. Η διαπιστούμενη συχνότητα διάπραξης τέτοιων αδικημάτων καθιστά αναγκαία την επιβολή αυστηρών και αποτρεπτικών ποινών, με στόχο την ανακοπή και την εξάλειψη της διάπραξης τους.
Σοβαρό είναι και το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Πρόκειται για αυτοτελές αδίκημα, το οποίο διαπράττεται, επειδή στα αδικήματα αυτά περιλαμβάνονται και τα γενεσιουργά αδικήματα, και στα τελευταία περιλαμβάνονται όλα τα αδικήματα που καθορίζονται ως ποινικά αδικήματα από Νόμο της Κυπριακής Δημοκρατίας. Συνίσταται δε στη χρήση - απόλαυση, από τον αδικοπραγήσαντα, των καρπών της παρανομίας του. Ό,τι έχει σημασία, για σκοπούς επιμέτρησης της ποινής, είναι το είδος και το ύψος των καρπών της παρανομίας που απόλαυσε ο αδικοπραγήσας ως αποτέλεσμα της παράνομης δραστηριότητάς του (βλ. Μαληκκίδη v. Δημοκρατίας (2016) 2Β Α.Α.Δ. 1186).
Στο πλαίσιο επιμέτρησης της ποινής λαμβάνουμε υπόψη και την πάγια νομολογιακή αρχή, ότι όπου παρατηρείται έξαρση και επιμονή στη διάπραξη παρόμοιας φύσεως αδικημάτων, παρά τις επιβληθείσες από τα Δικαστήρια αυστηρές ποινές, δικαιολογείται η επιβολή ακόμη αυστηρότερων ποινών (βλ. Selmani κ.ά ν. Δημοκρατίας (2016) 2 Α.Α.Δ. 854, Μιχαήλ (ανωτέρω) και Abunazha v. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 551). Στην προκειμένη δέον όπως λεχθεί ότι όλα τα επίδικα αδικήματα παρουσιάζουν έξαρση, γεγονός για το οποίο έχουμε γνώση όχι μόνο μέσω της σχετικής νομολογίας αλλά και από τον αριθμό των υποθέσεων που αφορούν τέτοια και καταχωρούνται ενώπιον μας αλλά και στα λοιπά πρωτόδικα Δικαστήρια.
Σε σχέση δε με το ύψος των ποινών έχουμε υπόψη μας ότι δεν υπάρχει προκαθορισμένο πλαίσιο και ακριβής προσδιορισμός της επιβαλλόμενης ποινής αναλόγως προηγούμενων αποφάσεων. Η αναφορά σε προηγούμενη νομολογία ενδεικτική μόνο σημασία μπορεί να έχει διότι ουδέποτε υπάρχει απόλυτη ταύτιση μεταξύ των χαρακτηριστικών γνωρισμάτων δύο υποθέσεων. Οι προηγούμενες σχετικές αποφάσεις και προφανώς αναφερόμαστε σε αποφάσεις Ανώτερων Δικαστηρίων, είναι ενδεικτικές του μέτρου τιμωρίας για τα συγκεκριμένα αδικήματα και δεν έχουν τον δεσμευτικό χαρακτήρα που ενέχει ο καθορισμός αρχών δικαίου, αφού η ποινή που επιβάλλεται σε κάθε κατηγορούμενο είναι αλληλένδετη με τις ιδιαιτερότητες των γεγονότων της κάθε υπόθεσης και με τις ιδιαιτερότητες των συνθηκών του κάθε παραβάτη. Εκείνο στο οποίο οι προηγούμενες τέτοιες αποφάσεις βοηθούν είναι η παροχή κατευθυντήριων γραμμών ως προς τα όσα ένα Δικαστήριο μπορεί να λάβει υπόψη υπέρ ή εναντίον ενός κατηγορουμένου, ενώ τα Δικαστήρια έχουν ευρεία διακριτική ευχέρεια να κρίνουν, χωρίς προδεσμεύσεις, τη συγκεκριμένη υπόθεση που τίθεται ενώπιον τους, επιβάλλοντας εκείνη την ποινή που θεωρούν εύλογη και δίκαιη υπό τις περιστάσεις (βλ. Σαμπή ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 100). Να πούμε βέβαια ότι, προς διαπίστωση του μέτρου τιμωρίας και των παραμέτρων που λαμβάνονται υπόψη στο πλαίσιο επιμέτρησης της ποινής σε σχέση με αδικήματα όπως τα επίδικα, έχουμε μελετήσει και έχουμε υπόψη μας τη σχετική νομολογία των Ανώτερων Δικαστηρίων.
Δεν μας διαφεύγει δε ότι ο χαρακτηρισμός κάποιου αδικήματος ως σοβαρού δεν εξαρτάται αποκλειστικά από το ανώτατο όριο ποινής που ο νόμος προνοεί. Εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το σύνολο των περιστάσεων που περιβάλλουν τη διάπραξή του και διαγράφουν το μέγεθος της βλάβης και τις εν γένει συνέπειες που η διάπραξή του μπορεί να επιφέρει (βλ. Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 391). Κάθε υπόθεση κρίνεται λοιπόν με βάση τα ιδιαίτερα περιστατικά της και ανάλογα με αυτά διαβαθμίζεται η σοβαρότητα των αδικημάτων, η οποία πρέπει να αντανακλάται στην επιβληθείσα ποινή.
Στην προκειμένη, η σοβαρότητα της ποινικά κολάσιμης συμπεριφοράς του κατηγορουμένου έγκειται στο ότι κατείχε όχι μόνο τρία διαφορετικά είδη ναρκωτικών ουσιών, δύο εκ των οποίων εμπίπτουν στην Τάξη Α΄ αλλά και δύο πιστόλια και μεγάλο αριθμό φυσιγγίων πυροβόλου όπλου. Αναμφίβολα, σοβαρότερη ήταν η κατοχή εκ μέρους του και μάλιστα με σκοπό την προμήθεια, μιας πολύ μεγάλης ποσότητας ναρκωτικών Τάξεως Β΄ και συγκεκριμένα 34 κιλών και 14 γραμμαρίων κάνναβης. Ως προς τούτο να λεχθεί ότι δεν μας διαφεύγει ότι το είδος των εν λόγω ναρκωτικών δεν εμπίπτει στα σκληρά ναρκωτικά. Από την άλλη, η κατοχή μιας τέτοιας πολύ μεγάλης ποσότητας ναρκωτικών, σε συνδυασμό με τον σκοπό της κατοχής, που ήταν η προμήθεια σε τρίτα πρόσωπα και την ανάλογη βλάβη που η διάθεση της ποσότητας αυτής θα προκαλούσε σε μεγάλο αριθμό χρηστών αλλά και στην κοινωνία γενικότερα - κάτι τέτοιο ευτυχώς απετράπη, μόνο όμως λόγω της έγκαιρης παρέμβασης της Αστυνομίας - καταδεικνύουν την ιδιαίτερη σοβαρότητα της παρούσας υπόθεσης.
Όσον αφορά τα 500 ηλεκτρονικά τσιγάρα που περιείχαν τετραϋδροκανναβινόλη (ΤΗC) σε υγρή μορφή, λαμβάνουμε μεν υπόψη τη σημαντική αυτή ποσότητα που είχε στην κατοχή του ο κατηγορούμενος, ως επίσης το ότι αυτά εμπίπτουν στα σκληρά ναρκωτικά (Τάξεως Α΄), αλλά δεν παραγνωρίζουμε ότι η κατοχή αυτών δεν συνοδευόταν από πρόθεση προμήθειας τους σε άλλα πρόσωπα.
Ως προς την κοκαΐνη που κατείχε ο κατηγορούμενος, σημειώνουμε ότι και αυτή εμπίπτει στα σκληρά ναρκωτικά αφού είναι ναρκωτικό Τάξεως Α΄, αλλά δεν μας διαφεύγει ότι πρόκειται για πολύ μικρή ποσότητα (0,13 γραμμάρια), η οποία προοριζόταν για προσωπική χρήση του κατηγορουμένου.
Τα πιο πάνω καθιστούν λοιπόν τα αδικήματα των κατηγοριών 3 και 4 μικρότερης σοβαρότητας από αυτά που αφορούν τα λοιπά ναρκωτικά.
Σοβαρότερη καθίσταται η όλη κολάσιμη συμπεριφορά του κατηγορουμένου, εκ του ότι, ως υποδείξαμε ανωτέρω, πέραν των ναρκωτικών ουσιών, αυτός κατείχε παράνομα και δύο πυροβόλα όπλα και δη δύο πιστόλια αλλά και ένα πολύ μεγάλο αριθμό φυσιγγίων (2.014 στο σύνολο) που καθιστούσαν δυνατή τη χρήση των εν λόγω όπλων.
Δεν μπορεί δε να παραγνωρισθεί, εφόσον αποτελεί μέρος της όλης παράνομης συμπεριφοράς του κατηγορουμένου και το ότι είχε στην κατοχή του, για να το παραδώσει στο τρίτο πρόσωπο, και ένα μεγάλο χρηματικό ποσό και δη €4.000, γνωρίζοντας ότι αυτό προέρχετο από παράνομες δραστηριότητες και δη από παράνομη κατοχή ή δοσοληψία κάνναβης.
Σε σχέση δε με τον ρόλο του κατηγορουμένου στη διάπραξη των αδικημάτων δέον όπως αναφερθούν τα εξής:
Τόσο τα ναρκωτικά όσο και τα πυροβόλα όπλα και τα φυσίγγια που εντοπίστηκαν στην κατοχή του κατηγορουμένου, του είχαν παραδοθεί σε διαφορετικές περιπτώσεις από τρίτο πρόσωπο (να σημειωθεί εδώ ότι παρά το ότι ο κατηγορούμενος στην κατάθεση του αναφέρθηκε σε τρίτα πρόσωπα, ο κ. Τσολακίδης κατά την αγόρευση του αναφέρθηκε επανειλημμένα σε «τρίτο πρόσωπο» και δεν αμφισβητήθηκε ότι επρόκειτο για ένα και το αυτό πρόσωπο) και ο κατηγορούμενος εκτελούσε χρέη αποθηκάριου των ναρκωτικών και των άλλων παράνομων αντικειμένων και μεταφορέα των ναρκωτικών. Δεν ήταν λοιπόν ούτε ο «ιδιοκτήτης» αυτών ούτε και ο ιθύνων νους της όλης επιχείρησης αλλά έδρασε για λογαριασμό άλλου προσώπου. Παρόλα αυτά δεν μας διαφεύγει ότι είχε γνώση και έλαβε μέρος στην εκτέλεση ενός σχεδίου αποθήκευσης, φύλαξης και μεταφοράς μιας πολύ μεγάλης ποσότητας ναρκωτικών ουσιών καθώς και φύλαξης οπλισμού και φυσιγγίων αλλά και μεγάλου χρηματικού ποσού προερχόμενου από παράνομες δραστηριότητες. Έδρασε δε παρανομώντας προς αποκόμιση οικονομικού οφέλους, εφόσον ως ο ίδιος αποκάλυψε σε ανακριτική κατάθεση του, λάμβανε το πόσο των €100 για κάθε κιλό κάνναβης που ετίθετο υπό τη φύλαξη ή τον έλεγχο του. Περαιτέρω, λαμβάνεται υπόψη ότι, ως ο ίδιος περαιτέρω αποκάλυψε στην ίδια ανακριτική κατάθεση, ενεργούσε ως αποθηκάριος από τον Απρίλιο του 2024, γεγονός που καταδεικνύει ότι η δράση του δεν συνίστατο σε ένα μεμονωμένο περιστατικό αλλά ότι είχε διάρκεια περί τους 3 μήνες και φαίνεται ότι θα είχε συνέχεια, εάν δεν συλλαμβανόταν. Ανακόπηκε δε από την Αστυνομία ενώ μετέφερε με το όχημα Α, ποσότητα ναρκωτικών, μέρος της οποίας είχε προηγουμένως πάρει από το διαμέρισμα όπου φύλαττε αυτά αλλά και τις λοιπές ναρκωτικές ουσίες που εντοπίσθηκαν καθώς και τα δύο πιστόλια και τα φυσίγγια. Περαιτέρω, εντός του εν λόγω διαμερίσματος ανευρέθηκαν και ζυγαριές ακριβείας με ίχνη από τα ναρκωτικά καθώς και συσκευασμένες αλλά και ασυσκεύαστες ποσότητες τέτοιων ουσιών, κάτι που δείχνει ότι ο χώρος χρησιμοποιείτο και για τη συσκευασία ναρκωτικών. Τα πιο πάνω καταδεικνύουν λοιπόν ότι ο ρόλος του κατηγορουμένου δεν ήταν επουσιώδης και περιφερειακός αλλά βασικός και αναγκαίος στην αλυσίδα φύλαξης, αποθήκευσης και διακίνησης των ναρκωτικών, αφού χωρίς αυτόν ως ενδιάμεσο δεν θα ήταν εφικτή η περαιτέρω διακίνηση και διάδοση τους στη συνέχεια στην κοινωνία (βλ. Κωνσταντίνου v. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 466).
Δεν μας διαφεύγει επίσης ότι, ως έχει αναγνωρισθεί νομολογιακά, πρέπει να επιβάλλονται αυστηρότερες ποινές σε οργανωμένους εμπόρους απ’ ότι σε περιστασιακούς προμηθευτές ή διαμεσολαβητές. Η ίδια όμως νομολογία παράλληλα επισημαίνει ότι δεν μπορεί να χρησιμοποιείται ως ελαφρυντικό ο λόγος διακίνησης των ναρκωτικών. Αυτό διότι, ως λέχθηκε, είτε γίνεται για χρηματικό κέρδος, είτε για άλλο όφελος, η κατάληξη παραμένει η ίδια, δηλαδή η διάδοση ναρκωτικών σε άλλα πρόσωπα και η μόλυνση της κοινωνίας. Τα πιο πάνω λέχθηκαν στην Xhaferi ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφεση Αρ. 207/2021, ημερ. 16/11/2022, ECLI:CY:AD:2022:B453, από την οποία παραθέτουμε και το ακόλουθο απόσπασμα:
«Εκείνο το οποίο, ωστόσο, παραμένει ως γεγονός στην παρούσα περίπτωση είναι ότι ο Εφεσείων αναμφίβολα κατέστη συνεργός κάποιου ή κάποιων οργανωμένων εμπόρων ναρκωτικών. Με τις ενέργειες του προσέφερε σημαντική εκδούλευση και συνδρομή στον τελικό προμηθευτή και έμπορο ναρκωτικών, όποιος και αν ήταν αυτός. Η κατάληξη της ενέργειας του αυτής δεν μπορούσε να ήταν άλλη εκτός από τη συνδρομή στη διακίνηση και διάδοση των ναρκωτικών σε άλλα πρόσωπα.
Οφείλουμε δε καθηκόντως να παρατηρήσουμε και τα ακόλουθα: Παρότι αυτός ο τρόπος δράσης δεν μετατρέπει κάποιο συνεργό αυτού του είδους σε ιθύνοντα νου και ούτε εξισώνει την ευθύνη μεταξύ τους, εντούτοις δεν καθιστά άνευ σπουδαιότητας και σημασίας τη συνδρομή, συνέργεια, βοήθεια και εκδούλευση την οποία παρέχουν οι ενδιάμεσοι συνεργάτες προς ευόδωση του τελικού στόχου, που είναι η ολοκλήρωση του εγκλήματος, χωρίς τον κίνδυνο σύλληψης του ίδιου του εμπόρου από την Αστυνομία. Στην πραγματικότητα οι συνεργοί αυτού του είδους, εν γνώσει τους και έναντι κάποιας μορφής ανταλλάγματος, συμμετέχουν στα πιο ριψοκίνδυνα στάδια της δραστηριότητας και συνιστούν απαραίτητους κρίκους στην αλυσίδα διακίνησης ναρκωτικών κατά τρόπο που μπορεί να λεχθεί ότι χωρίς την προθυμία τέτοιων ατόμων δεν θα διαπράττετο το αδίκημα ή τουλάχιστον δεν θα καθίστατο τόσο εύκολη η διάπραξη του για τους οργανωτές του. Στην παρούσα περίπτωση λοιπόν αυτό ακριβώς έπραξε ο Εφεσείων. Έχοντας υπό τη φύλαξη του τα ναρκωτικά σε αποθήκη της οποίας αυτός κρατούσε το κλειδί, ορθά κρίθηκε από το Κακουργιοδικείο ότι έδιδε καθοριστικής σημασίας κάλυψη στον πραγματικό ιδιοκτήτη των ναρκωτικών μέχρι τέλους, αφού δεν τον κατονόμασε. Ορθώς, επομένως, το Κακουργιοδικείο σημείωσε ότι ο Εφεσείων διαπράττοντας τα αδικήματα είχε κύρια συνδρομή στην αλυσίδα διακίνησης των ναρκωτικών, δίδοντας ξεκάθαρα σημαντικό «χέρι βοήθειας» προφανώς σε εμπόρους τους οποίους επέλεξε να μην αποκαλύψει».
Εδώ να σημειωθεί ότι, ως προκύπτει από τα όσα αναφέρει σχετικά στην αγόρευση του ο κ. Τσολακίδης, ο κατηγορούμενος έδρασε παράνομα, αντιλαμβανόμενος ότι εξυπηρέτησε το τρίτο πρόσωπο στην εκπλήρωση των παράνομων σκοπών του και ότι η εν λόγω συμπεριφορά του ήταν επιζήμια για την κοινωνία.
Ως προς τη θέση του κ. Τσολακίδη ότι το τρίτο πρόσωπο που έδινε οδηγίες στον κατηγορούμενο, ασκούσε στον τελευταίο μεγάλη επιρροή και πίεση και ότι ο κατηγορούμενος ένιωθε «υπόλογος» και «μεγάλη υποταγή» σε αυτό, θα πρέπει να λεχθεί ότι πέραν της γενικής αυτής αναφοράς και του ότι πρόκειται για πρόσωπο «του περιβάλλοντος του κατηγορουμένου», δεν δόθηκαν οποιεσδήποτε λεπτομέρειες - παρά τις διευκρινίσεις που ζητήθηκαν από το Δικαστήριο με υπόδειξη ότι δεν εζητείτο βέβαια η αποκάλυψη της ταυτότητας του εν λόγω προσώπου - ώστε να καταδειχθεί η ύπαρξη τέτοιας επιρροής αλλά και το πως αυτή επίδρασε στο να εμπλακεί ο κατηγορούμενος στη διάπραξη των πολύ σοβαρών επίδικων αδικημάτων και να αξιολογηθεί το όλο θέμα και να ληφθεί δεόντως υπόψη στο πλαίσιο επιμέτρησης της ποινής. Είναι λοιπόν με αυτά τα δεδομένα που λαμβάνεται υπόψη η εν λόγω θέση.
Ως προς την κατοχή των πυροβόλων όπλων και τη θέση του κ. Τσολακίδη ότι ο κατηγορούμενος ουδέποτε χρησιμοποίησε αυτά αλλά ούτε και είχε τέτοια πρόθεση αλλά τα κατείχε για λογαριασμό του τρίτου προσώπου, αναφέρουμε κατ’ αρχάς ότι ο κατηγορούμενος δεν αντιμετωπίζει οποιαδήποτε κατηγορία χρήσης τους. Ως δε έχει νομολογηθεί η κατοχή πυροβόλων όπλων και πυρομαχικών, από μόνη της, συνιστά εν δυνάμει κίνδυνο περαιτέρω σοβαρής παρανομίας και απειλής (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Chronyy (2006) 2 Α.Α.Δ. 117) και δεν αποτελεί κατά την κρίση μας, υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, ελαφρυντικό παράγοντα η πρόθεση μη χρήσης τους. Να επισημάνουμε άλλωστε ότι ανεξαρτήτως της μη ύπαρξης πρόθεσης χρήσης τους εκ μέρους του κατηγορουμένου, από τα όσα τέθηκαν ενώπιον μας προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος φύλαττε αυτά για λογαριασμό άλλου προσώπου, κατά τρόπον μάλιστα που δεν φαίνεται να ήταν ασύνδετος με την κατοχή των επίδικων ναρκωτικών ουσιών και άρα με την όλη επιχείρηση που αφορούσε αυτά. Τα ίδια ισχύουν και ως προς την κατοχή του ποσού των €4.000.
Σε σχέση δε με το ότι ο κατηγορούμενος βαρύνεται με προηγούμενες καταδίκες, θα πρέπει να λεχθεί ευθύς εξ αρχής ότι το γεγονός αυτό δεν λαμβάνεται υπόψη για να τιμωρηθεί εκ νέου για αδικήματα, στα οποία έχει ήδη καταδικασθεί και για τα οποία εξέτισε τις ποινές του. Η σημασία των προηγουμένων καταδικών έγκειται στο ότι η ύπαρξη τους τείνει να μειώσει σε κάποιο βαθμό, μεγάλο ή μικρό, ανάλογα με τον αριθμό, τον χρόνο και τη φύση των αδικημάτων στα οποία αναφέρονται, την επιείκεια που μπορεί να επιδειχθεί από το Δικαστήριο. Αυτό γιατί αποτελούν ένδειξη του σεβασμού και της στάσης του στην τήρηση των Νόμων της Πολιτείας (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Ματθαίου (1994) 2 Α.Α.Δ. 1 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Αεροπόρου (1997) 2 Α.Α.Δ. 17). Στην προκειμένη, κατ’ αρχάς δεν μας διαφεύγει ότι ο κατηγορούμενος διέπραξε τα επίδικα αδικήματα ενώ βαρύνεται με 2 προηγούμενες καταδίκες και μάλιστα για αδικήματα ίδιας φύσης με τα επίδικα που αφορούν ναρκωτικά, δηλαδή που σχετίζονται με την κατοχή ναρκωτικών. Προκύπτει δε από το ιστορικό του ότι μετά την έκτιση της πολυετούς ποινής φυλάκισης (5 ½ ετών) που του επιβλήθηκε (στις 28/07/2015) στο πλαίσιο της πρώτης του καταδίκης (για αδικήματα και πάλι κατοχής με σκοπό την προμήθεια ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως B΄, ήτοι κάνναβης συνολικού βάρους 3,082 κιλών, που διέπραξε στις 26/10/2014), στις 11/02/2019 διέπραξε εκ νέου αδικήματα που αφορούσαν ναρκωτικά (για τα οποία καταδικάστηκε στις 16/02/2023). Ένα δε περίπου χρόνο μετά την τελευταία του καταδίκη, κλιμακώνοντας ουσιαστικά την παράνομη συμπεριφορά του, επανήλθε δυστυχώς στη διάπραξη των πολύ σοβαρότερων επίδικων αδικημάτων. Είναι λοιπόν εμφανές ως εκ των άνω ότι η στάση του στην τήρηση των Νόμων είναι άκρως περιφρονητική και ότι οι ποινές που του επιβλήθηκαν μέχρι σήμερα δεν πέτυχαν τον σκοπό της αναμόρφωσης του.
Πάρα τα πιο πάνω, σε καμία περίπτωση δεν μειώνεται η ανάγκη για εξατομίκευση της ποινής ούτως ώστε αυτή να μην συνιστά απλώς τιμωρία αλλά να αρμόζει στο πρόσωπο του συγκεκριμένου παραβάτη. Το καθήκον εξατομίκευσης της ποινής δεν ατονεί ακόμη και στις περιπτώσεις όπου υπάρχει η ανάγκη επιβολής αποτρεπτικής ποινής. Τονίζεται όμως ότι η εξατομίκευση δεν πρέπει να οδηγεί σε εξουδετέρωση ούτε της σοβαρότητας ούτε του στοιχείου της αποτροπής, που επιβάλλουν η φύση και τα περιστατικά του αδικήματος τόσο για τον ίδιο τον κατηγορούμενο όσο και για το κοινό γενικότερα (βλ. Ιωάννου κ.ά ν. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 171, Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 224, Φιλίππου ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 245 και Γενικού Εισαγγελέα ν. Στυλιανού (2001) 2 Α.Α.Δ. 55).
Προς όφελος του κατηγορουμένου, πέραν των όσων σχετικών λέχθηκαν ανωτέρω, λαμβάνουμε υπόψη και τα λοιπά που τέθηκαν ενώπιον μας.
Προς όφελος του λαμβάνουμε υπόψη την άμεση παραδοχή του στο Δικαστήριο και την απολογία του, ως αυτή εκφράστηκε μέσω του συνηγόρου του, στοιχεία που καταδεικνύουν τη μεταμέλεια του. Ως προς τούτο να λεχθεί ότι πέραν του ότι με τη στάση του αυτή εξοικονομήθηκε πολύτιμος δικαστικός χρόνος και έξοδα (βλ. Χαρτούπαλλος ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 28), έχουμε πάντα υπόψη μας τη βασική αρχή ότι η παραδοχή ενοχής θα πρέπει να ανταμοίβεται με έκπτωση στην ποινή καθότι πέραν του ότι αποτελεί ένδειξη της ειλικρινούς μεταμέλειας του κατηγορουμένου, προάγει και τους σκοπούς της Δικαιοσύνης και ωφελεί την κοινωνία γενικότερα (βλ. σύγγραμμα Sentencing in Cyprus, (ανωτέρω) σελ. 65-66).
Άλλα στοιχεία που λαμβάνουμε υπόψη, ως καταδεικνύοντα τη μεταμέλεια του κατηγορουμένου, είναι η συνεργασία του με την Αστυνομία, ως αυτή προκύπτει από το ότι στο πλαίσιο της ανακριτικής του κατάθεσης (ημερ. 29/07/2024) παραδέχτηκε την κατοχή των ναρκωτικών καθώς και των πυροβόλων όπλων και των φυσιγγίων, αναφέροντας ότι εκτελούσε χρέη αποθηκάριου και ότι αυτά του παραδόθηκαν σε διαφορετικές περιπτώσεις (βλ. Mbakoub v. Δημοκρατίας (2015) 2Α Α.Α.Δ. 119 και Πισσάς ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφεση Αρ. 229/2016, ημερ. 14/03/2018), ECLI:CY:AD:2018:B114. Λαμβάνεται δε συναφώς υπόψη ότι με την εν λόγω συνεργασία του, ο κατηγορούμενος διευκόλυνε τις αστυνομικές αρχές στη διερεύνηση της υπόθεσης, στην έκταση βεβαίως που αφορούσε μόνο τη δική του εμπλοκή και ρόλο, αφού δεν κατονόμασε το πρόσωπο για λογαριασμό του οποίου έδρασε.
Ως προς το τελευταίο, ο κ. Τσολακίδης ανέφερε ότι ο κατηγορούμενος δεν κατονόμασε το εν λόγω πρόσωπο λόγω φόβου για τη ζωή του ιδίου και της οικογένειας του. Ειδικότερα ανέφερε ότι ο κατηγορούμενος και η οικογένεια του υπήρξαν θύματα εγκληματικών ενεργειών (εμπρησμός του οχήματος του κατηγορουμένου και τοποθέτηση εκρηκτικού μηχανισμού στην είσοδο της οικογενειακής ταβέρνας) που έλαβαν χώρα πριν τη διάπραξη των επίδικων αδικημάτων και ενόψει αυτών ο κατηγορούμενος φοβάται να κατονομάσει άλλα πρόσωπα. Παρέπεμψε δε στην υπόθεση Pichugin v. Russia, Appl. No. 38623/2003, ημερ. 18/03/2013, παρ. 203) και στην Γεωργίου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφεση Αρ. 38/2019 (Σχ. με 50/2019), ημερ. 20/01/2022 και εισηγήθηκε ότι σε τέτοιες περιπτώσεις είναι λογικό και αναμενόμενο κάποια άτομα να μην αποκαλύπτουν τους συνεργούς τους ή άλλα πρόσωπα όταν ειδικότερα τίθεται σε κίνδυνο η ζωή τους.
Αναφορικά με τα πιο πάνω, δέον όπως αρχικά αναφερθεί ότι το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος δεν κατονόμασε το πρόσωπο για λογαριασμό του οποίου έδρασε, δεν αποτελεί επιβαρυντικό παράγοντα, σε αντιδιαστολή δηλαδή με το ότι θα λαμβανόταν υπόψη ως μετριαστικός παράγοντας η αποκάλυψη του εν λόγω προσώπου (βλ. Φραγκίσκου ν. Δημοκρατίας (2015) 2Β Α.Α.Δ. 833 και Bora v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφεση Αρ. 79/17, ημερ. 13/03/2018, ECLI:CY:AD:2018:B110). Ως προς τα όσα λέχθηκαν περί φόβου τόσο στην υπόθεση Pichugin (ανωτέρω) όσο και στην Γεωργίου (ανωτέρω), σημειώνουμε ότι ήταν σε άλλο πλαίσιο που τέθηκαν, ήτοι στο πλαίσιο διασφάλισης του δικαιώματος του κατηγορουμένου σε δίκαιη δίκη και ειδικότερα στο δικαίωμα του κατηγορούμενου, ως αυτό απορρέει από το άρθρο 6(3) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής «η Ε.Σ.Δ.Α.»), να έχει επαρκή και κατάλληλη δυνατότητα να αντικρούσει και να αμφισβητήσει τα εναντίον του αποδεικτικά στοιχεία καθώς και κάθε μάρτυρα που καταθέτει σε βάρος του, ελέγχοντας την αξιοπιστία και την ακεραιότητα του.
Συγκεκριμένα, στην Pichugin (ανωτέρω), το γεγονός ότι το εθνικό Δικαστήριο επέτρεψε σε βασικό μάρτυρα κατηγορίας να μην απαντήσει σε ερωτήσεις κατά την αντεξέταση, αναφορικά με τις περιστάσεις διάπραξης των αδικημάτων, χωρίς επαρκή αιτιολογία (ο μάρτυρας αρνήθηκε αναφέροντας ότι δεν επιθυμούσε να απαντήσει), κρίθηκε ότι αποτελούσε παραβίαση του άρθρου 6(3) της Ε.Σ.Δ.Α. Στην εν λόγω απόφαση του το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αναφέρθηκε στις περιπτώσεις που ένας μάρτυρας θα μπορούσε να αρνηθεί να απαντήσει σε ερωτήσεις που τίθενται από την Υπεράσπιση αναγνωρίζοντας, μεταξύ άλλων, ότι μια εξ αυτών είναι ο φόβος για την ασφάλεια / ζωή του.
Στην Γεωργίου (ανωτέρω), το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ορθή την προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να επιτρέψει, κατά την αντεξέταση, σε βασικό μάρτυρα κατηγορίας να μην αποκαλύψει ονόματα, κρίνοντας ότι οι περιστάσεις της υπόθεσης διαφοροποιούνταν από αυτές της Pichugin (ανωτέρω). Συγκεκριμένα, ο μάρτυρας δεν είχε αρνηθεί να απαντήσει σε ερωτήσεις που αφορούσαν την ουσία της υπόθεσης, παρά μόνο να αποκαλύψει τα ονόματα, επικαλούμενος φόβο για τη ζωή του ίδιου και της οικογένειας του και για να στοιχειοθετήσει τον φόβο του αναφέρθηκε στο γεγονός της τοποθέτησης χειροβομβίδας στο σπίτι της μητέρας του. Με αναφορά δε στην Pichugin (ανωτέρω) το Ανώτατο Δικαστήριο αναγνώρισε ότι ο φόβος για τη ζωή ενός μάρτυρα συνιστά λόγο για τον οποίο αυτός μπορεί να αρνηθεί να απαντήσει.
Ως προκύπτει λοιπόν από τα πιο πάνω, στις εν λόγω υποθέσεις το ζήτημα του φόβου αποκάλυψης, δεν εξετάσθηκε στο πλαίσιο επιμέτρησης της ποινής. Να επαναλάβουμε ότι η μη αποκάλυψη του τρίτου προσώπου στην προκειμένη δεν συνιστά ασφαλώς επιβαρυντικό παράγοντα. Καταδεικνύει απλώς την έκταση της συνεργασίας του κατηγορουμένου, που ως προαναφέρθηκε αφορούσε τη δική του εμπλοκή στην υπόθεση.
Περαιτέρω, ως προς την εισήγηση του κ. Τσολακίδη, με αναφορά στο άρθρο 30(4)(β) του Νόμου 29/1977, να ληφθεί υπόψη η «αποδεδειγμένη μεταμέλεια του, η οποία αποδεικνύεται από τη συνεργασία του με τις διωκτικές αρχές» ως παράγοντας, ο οποίος καθιστά τα αδικήματα λιγότερο σοβαρά, σημειώνουμε ότι το εν λόγω άρθρο αναφέρεται σε «αποδεδειγµένη µεταµέλεια του κατηγορουµένου η οποία, µεταξύ άλλων, µαρτυρείται από τη συνεργασία του µε τις αρχές για τη δίωξη των προµηθευτών», κάτι το οποίο δεν υφίσταται στην προκειμένη καθότι η συνεργασία του κατηγορουμένου περιορίστηκε στη δική του εμπλοκή και ρόλο.
Ως εκ των άνω η συνεργασία του κατηγορουμένου λαμβάνεται υπόψη, ως αναφέρεται ανωτέρω, στην έκταση που αφορούσε τη δική του εμπλοκή και ρόλο.
Δεν μας διαφεύγει δε ότι σε υποθέσεις ναρκωτικών, ως έχει νομολογηθεί, η παραδοχή δεν πρέπει να υπερτιμάται εφόσον τέτοιας φύσεως παράνομη συμπεριφορά δεν βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με άλλες περιπτώσεις παραβατικής συμπεριφοράς. Περαιτέρω, δεν μας διαφεύγει ούτε ότι σύμφωνα με τη νομολογία, με δεδομένο ότι τα ναρκωτικά, τα όπλα και τα φυσίγγια εντοπίσθηκαν στην κατοχή του κατηγορουμένου κατά τις έρευνες που έλαβαν χώραν στο όχημα Α και στο διαμέρισμα που αυτός κατείχε, δηλαδή κατελήφθη ουσιαστικά επ’ αυτοφώρω να τα κατέχει, η παραδοχή του είναι μειωμένης αξίας (βλ. Κατσαπάου ν. Δημοκρατία (2012) 2 Α.Α.Δ. 318). Από την άλλη όμως, δεν παραγνωρίζουμε ότι η παραδοχή έχει τη σημασία της, ακόμα και σε τέτοιες περιπτώσεις, ως απτό στοιχείο της μεταμέλειας του (βλ. Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (2015) 2 A.A.Δ. 424).
Επίσης λαμβάνεται υπόψη προς όφελος του κατηγορουμένου, η απουσία οποιωνδήποτε περιστατικών από τα αναφερόμενα στο άρθρο 30(4)(α)(i)-(vi) του Νόμου 29/1977, γεγονός που καθιστά τα αδικήματα που αφορούν ναρκωτικά, λιγότερο σοβαρά (βλ. άρθρο 30(4)(β)(vii)).
Ως προς την εισήγηση του κ. Τσολακίδη ότι τα εν λόγω αδικήματα καθίστανται λιγότερο σοβαρά και εκ του ότι ο κατηγορούμενος υπήρξε εξαρτημένος στα ναρκωτικά (με παραπομπή στο άρθρο 30(4)(β)), σημειώνουμε ότι, πέραν του ότι ο κατηγορούμενος ήταν εξαρτημένος στην κοκαΐνη, δεν έχει τεθεί οτιδήποτε ενώπιον μας που να καταδεικνύει ότι η εμπλοκή του στα επίδικα αδικήματα οφειλόταν με οποιοδήποτε τρόπο στην εξάρτηση του.
Επιπρόσθετα, λαμβάνουμε υπόψη τις προσωπικές και λοιπές συνθήκες του κατηγορουμένου, ως αυτές φαίνονται στην έκθεση του Γραφείου Ευημερίας και στα όσα συμπληρωματικά ανέφερε ο κ. Τσολακίδης και ιδιαίτερα ότι ο κατηγορούμενος:
· Είναι ηλικίας 36 ετών, έγγαμος και πατέρας 3 ανήλικων παιδιών (μιας θυγατέρας 10 ετών και δύο αγοριών ηλικίας 3 και 2 ετών) με τα οποία διατηρούσε και εξακολουθεί να διατηρεί εξαιρετική σχέση.
· Η σύζυγος του είναι οικοκυρά.
· Φοίτησε στην Τεχνική Σχολή στον Κλάδο των Ξενοδοχειακών και ολοκλήρωσε την στρατιωτική του θητεία.
· Τα τελευταία 10 έτη εργαζόταν με τον αδελφό και τη μητέρα του σε οικογενειακή ταβέρνα που διατηρούσε ο πατέρας του, ο οποίος απεβίωσε το 2021.
· Υπήρξε χρήστης ναρκωτικών ουσιών από την ηλικία των 18 ετών.
· Κατά την κράτηση του στο πλαίσιο της παρούσας έχει εγγραφεί στο σχολείο του Τμήματος Φυλακών και παρακολουθεί με συνέπεια μαθήματα νέων ελληνικών, ψυχολογίας και αγγλικών.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να υπομνήσουμε, ότι σύμφωνα με τη νομολογία μας, οι προσωπικές και οικογενειακές συνθήκες ενός παραβάτη, σε αυτού του είδους τις υποθέσεις, λαμβάνονται βέβαια σε κάποιο βαθμό υπόψη και η εξατομίκευση έχει τη θέση της, αλλά δεν μπορεί να εξουδετερώσουν ή να αποδυναμώσουν τη μέριμνα για προστασία της κοινωνίας και τη συναφή αντιμετώπιση των σοβαρότατων συνεπειών που προκύπτουν για αυτήν και ιδίως για νέους ανθρώπους, από την κατοχή και διακίνηση ναρκωτικών ουσιών (βλ. Μιχαήλ (ανωτέρω), Abe ν. Δημοκρατίας (2008) 2 A.A.Δ. 211 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Χρυσάνθου (2016) 2Α Α.Α.Δ. 423).
Ο κ. Τσολακίδης εισηγήθηκε περαιτέρω ότι θα πρέπει να ληφθούν υπόψη οι επιπτώσεις της ποινής φυλάκισης στην οικογένεια του κατηγορουμένου και ειδικότερα στα ανήλικα τέκνα του, τα οποία βρίσκονται σε πολύ τρυφερή ηλικία και η απουσία του πατέρα τους δυστυχώς θα έχει σοβαρές επιπτώσεις στον ψυχικό τους κόσμο. Ως προς τούτο παρουσίασε δύο Ψυχολογικές Εκθέσεις Κλινικής Ψυχολόγου, μια εκ των οποίων αφορά την ανήλικη θυγατέρα του κατηγορουμένου και η άλλη τον τρίχρονο υιό του (βλ. Τεκμήρια Β και Γ αντίστοιχα), από τις οποίες προκύπτει ότι τα δύο ανήλικα αντιμετωπίζουν δυσκολίες που αφορούν το ψυχοσυναισθηματικό αναπτυξιακό στάδιο, την διαταραχή συναισθήματος και την εμφάνιση συνοδών ψυχοσωματικών συμπτωμάτων, τα οποία παρατηρήθηκαν μετά τη σύλληψη του κατηγορουμένου. Σύμφωνα με τις εν λόγω εκθέσεις, τα δύο ανήλικα παρουσιάζουν κοινές δυσκολίες και συγκεκριμένα καταθλιπτική και ευερέθιστη διάθεση, έχουν γενικευμένα αγχώδη συμπτώματα, έντονη θλίψη, η οποία ενισχύει την παρουσία άλλων συμπτωμάτων όπως ελαττωμένη όρεξη, διαταραχές στον ύπνο, μειωμένη αυτοπεποίθηση, σωματικά συμπτώματα όπως πονοκεφάλους και στομαχόπονους, άγχος αβεβαιότητας και όταν νιώθουν ότι χάνουν τον έλεγχο τείνουν να αποσύρονται. Περαιτέρω, ως προς τη θυγατέρα του κατηγορουμένου, προκύπτει ότι έχει επηρεαστεί η συγκέντρωση της με αποτέλεσμα να διασπάται η προσοχή της, τόσο στο σχολείο όσο και σε άλλες καθημερινές δραστηριότητες, ενώ ο υιός του παρουσιάζει έλλειψη ενδιαφέροντος σε καθημερινές δραστηριότητες. Τα πιο πάνω επηρεάζουν τόσο τη ψυχική υγεία και διάθεση των ανήλικων όσο και την καθημερινή τους λειτουργικότητα.
Σε σχέση με τα πιο πάνω, δέον όπως λεχθεί ότι οι επιπτώσεις ενδεχόμενης επιβολής ποινής φυλάκισης, στην οικογένεια ενός κατηγορουμένου συγκαταλέγονται και λαμβάνονται υπόψη μεταξύ των ελαφρυντικών περιστάσεων. Από την άλλη, ως έχει νομολογηθεί, τέτοιες επιπτώσεις δεν είναι αποφασιστικής σημασίας στον καθορισμό της ποινής (βλ. Domotov κ.ά. ν. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 328 και Okmelashvili ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφεση Αρ. 146/2020, ημερ. 22/12/2021). Εδώ να σημειωθεί ότι έχουμε υπόψη μας την Μ.Θ. ν. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 174, στην οποία μας παρέπεμψε ο κ. Τσολακίδης. Τα όσα όμως σχετικά λέχθηκαν εκεί αφορούσαν ιδιαίτερα την περίπτωση που ο κατηγορούμενος καταδικάζεται σε ποινή φυλάκισης για αδικήματα εις βάρος μελών της οικογένειας του, τα οποία, με τη στέρηση των μέσων επιβίωσής τους, ενδέχεται να υποστούν βλάβη, επιπρόσθετα εκείνης που υπέστησαν με το αδίκημα. Αυτό δεν ισχύει στην παρούσα. Στην προκειμένη οι προαναφερόμενες επιπτώσεις στα μέλη της οικογένειας του κατηγορουμένου λαμβάνονται λοιπόν υπόψη αλλά δεν μπορούν να έχουν αποφασιστική σημασία στον καθορισμό της ποινής.
Περαιτέρω, λαμβάνουμε υπόψη ότι κατά τον χρόνο διάπραξης των επίδικων αδικημάτων ο κατηγορούμενος ήταν χρήστης ναρκωτικών και ότι καταβάλλει προσπάθειες για να απεξαρτηθεί. Συγκεκριμένα, μετά τη σύλληψη του υπέβαλε αίτηση στο πρόγραμμα απεξάρτησης «ΔΑΝΑΗ» των Κεντρικών Φυλακών και σύμφωνα με το Τεκμήριο Α, αφού αξιολογήθηκε σχετικά εντάχθηκε στην Ομαδική Εντατική Θεραπευτική Παρέμβαση του εν λόγω προγράμματος και στο μεταξύ απέχει από τη χρήση ναρκωτικών (βλ. Γιαννακάκης ν. Αστυνομίας (2016) 2Α Α.Α.Δ. 364).
Τέλος, λαμβάνουμε υπόψη ότι ο κατηγορούμενος, καθ’ ον χρόνο τελεί υπό κράτηση στο πλαίσιο της παρούσας, επιδεικνύει καλή διαγωγή, ευγένεια και άψογη συνεργασία με το προσωπικό των φυλακών αλλά και με τους συγκρατούμενους του (βλ. Κιλινκαρίδης v. Δημοκρατίας (2015) 2Α Α.Α.Δ 277).
Αφού εξετάσαμε και λάβαμε λοιπόν υπόψη όλα όσα τέθηκαν ενώπιον μας, περιλαμβανομένων των μετριαστικών παραγόντων που εκθέσαμε ανωτέρω αλλά και την ανάγκη για αποτροπή, που επιβάλλουν η φύση και η σοβαρότητα των επίδικων αδικημάτων και κατόπιν συνυπολογισμού αυτών και στάθμισης όλων των σχετικών παραγόντων, κρίνουμε ότι οι μόνες αρμόζουσες ποινές στην παρούσα είναι αναπόφευκτα αυτές της φυλάκισης.
Ως εκ των άνω επιβάλλονται στον κατηγορούμενο οι ακόλουθες ποινές:
§ Στην κατηγορία 1: ποινή φυλάκισης 15 ετών.
§ Στην κατηγορία 3: ποινή φυλάκισης 4 ετών.
§ Στην κατηγορία 4: ποινή φυλάκισης 3 μηνών.
§ Στην κατηγορία 5: ποινή φυλάκισης 5 ετών.
§ Στην κατηγορία 6: ποινή φυλάκισης 5 ετών.
§ Στην κατηγορία 7: ποινή φυλάκισης 5 ετών.
§ Στην κατηγορία 8: ποινή φυλάκισης 3 ετών.
Στην κατηγορία 2 δεν επιβάλλεται ποινή διότι τα γεγονότα αυτής εμπεριέχονται στα γεγονότα της κατηγορίας 1, στην οποία έχουμε ήδη επιβάλει ποινή (βλ. Βασιλείου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 385 και Περικλέους ν. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 34).
Οι πιο πάνω ποινές φυλάκισης να συντρέχουν και η περίοδος έκτισης τους μειώνεται κατά το χρονικό διάστημα, κατά το οποίο ο κατηγορούμενος τελεί σε προφυλάκιση για την παρούσα, δηλαδή από τις 09/08/2024.
Όσον αφορά το ποσό των €4.000, η κα Τιμοθέου ζήτησε όπως αυτό δημευθεί δυνάμει των προνοιών του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου 29/1977, εισήγηση με την οποία συμφώνησε ο συνήγορος Υπεράσπισης. Ως προκύπτει από τα γεγονότα της υπόθεσης το εν λόγω ποσό των €4.000 σχετίζεται με τα επίδικα αδικήματα και ως εκ τούτου, ασκώντας την εξουσία που μας παρέχει το άρθρο 31 του Νόμου 29/1977, διατάσσουμε όπως αυτό δημευθεί και κατατεθεί στα Δημόσια Ταμεία.
Τέλος, να λεχθεί ότι, με δεδομένο ότι έχουν επιβληθεί στον κατηγορούμενο οι πιο πάνω ποινές φυλάκισης που θα κληθεί να εκτίσει, κρίνουμε ότι δεν θα ήταν ορθό και δίκαιο να διαταχθεί η κατάσχεση οποιουδήποτε ποσού από την εγγύηση ύψους €2.000 που έχει υπογράψει στο πλαίσιο της υπόθεσης υπ’ αρ. 5045/2021 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού.
Το ποσό των €8.400 και το κινητό τηλέφωνο μάρκας Samsung S24 χρώματος γκρίζου με τη θήκη του, διατάσσεται όπως επιστραφούν στους νόμιμους δικαιούχους τους.
Τα υπόλοιπα τεκμήρια της υπόθεσης να παραμείνουν στην κατοχή της Αστυνομίας.
(Υπ.) .………….…………..……………
Φ. Τιμοθέου, Π.Ε.Δ.
(Υπ.) .…….………..……….…………...
Α. Φυλακτού, Α.Ε.Δ.
(Υπ.) ……..…….…..……………………
Α. Τζ. Σολομωνίδου, Ε.Δ.
Πιστόν αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο