ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΛΕΜΕΣΟΥ ν. ΧΡΙΣΤΑΚΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ, Αρ. Υπόθεσης: 3774/2024, 26/3/2025
print
Τίτλος:
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΛΕΜΕΣΟΥ ν. ΧΡΙΣΤΑΚΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ, Αρ. Υπόθεσης: 3774/2024, 26/3/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ:  Γ. Ιωαννίδου-Παπά, Ε.Δ.

 

Αρ. Υπόθεσης: 3774/2024

 

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΛΕΜΕΣΟΥ

 

ΕΝΑΝΤΙΟΝ

 

   ΧΡΙΣΤΑΚΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

 

 

-----------------------------------

 

 

Ημερομηνία:  26 Μαρτίου 2025

 

Εμφανίσεις:

Για την Κατηγορούσα Αρχή: κ. Α. Μανώλη

Για τον Κατηγορούμενο: εμφανίζεται αυτοπροσώπως

Κατηγορούμενος παρών

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

 

               Ο κατηγορούμενος αντιμετωπίζει το αδίκημα της απειλής, κατά παράβαση του Άρθρου 91(Α) του Ποινικού Κώδικα Κεφ.154.

 

               Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες του αδικήματος της κατηγορίας, ο κατηγορούμενος κατηγορείται ότι την 23η Ιουλίου του 2020 στη Λεμεσό, της Επαρχίας Λεμεσού, προκάλεσε τρόμο στον Ανδρέα Παυλίδη από τη Λεμεσό απειλώντας τον με βία, δηλαδή, τον απείλησε με τις φράσεις  «Αν έρτω κάτω να δεις τι θα σου κάμω. Εν να σου την φέξουν τζιαί εν να μεν το καταλάβεις πόθεν σου κατέβηκε».

 

            Ο κατηγορούμενος δεν παραδέχθηκε ενοχή και διεξήχθηκε ακροαματική διαδικασία. Αρχικά ο κατηγορούμενος εκπροσωπείτο από συνήγορο στη συνέχεια χειρίστηκε την υπόθεση αυτοπροσώπως.

               Προς απόδειξη της υπόθεσης της Κατηγορούσας Αρχής κατέθεσαν δύο μάρτυρες κατηγορίας, ήτοι ο Α.Παυλίδης (ΜΚ1) και η L.Amac (MK2).

 

               Μετά το πέρας της υπόθεσης της Κατηγορούσας Αρχής ο κατηγορούμενος υποστήριξε ότι δεν έχει αποδειχθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση και το δικαστήριο με ενδιάμεση απόφαση του έκρινε ότι έχει αποδειχθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον του κατηγορούμενου και αυτός κλήθηκε σε απολογία στην  κατηγορία που αντιμετωπίζει. Αυτός αφού του επεξηγήθηκαν τα δικαιώματα του  δυνάμει του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ.155 επέλεξε να προβεί σε ανώμοτη δήλωση. Αυτός κάλεσε δύο μάρτυρες υπεράσπισης ήτοι την Μ. Κωνσταντίνου (ΜΥ1) και τον Μ. Μιχαήλ (ΜΥ2).

 

Επίσης κατατέθηκαν παραδεκτά γεγονότα τα οποία εγκρίθηκαν από το δικαστήριο, αποτελούν ευρήματα του και είναι τα εξής:

·         η κατάθεση του Αστυφύλακα 1686 Μ.Παναγίδη  ο οποίος συνέλαβε τον κατηγορούμενο και αφού του επέστησε την προσοχή του στον νόμο αυτός απάντησε «εν ψέματα». Επίσης παρέλαβε το ΔΟΚΟ του κατηγορούμενου (τεκμ.1 και Γ΄).

·         Στις 24.7.20 η Αστ.1605 Μ.Ανδρέου (τεκμ. Δ΄) έλαβε ανακριτική κατάθεση του κατηγορούμενου και τον κατηγόρησε γραπτώς (τεκμήριο 2, 3 αντίστοιχα). Στις 26.7.20 έλαβε ανακριτική κατάθεση από τον ΜΚ1 μετά τη σύλληψη του από τον Αστ.288 Μ.Μενελάου.

Ως προς την σημασία των παραδεκτών γεγονότων σχετική είναι η υπόθεση Ανδρέου v Αστυνομίας (1999) 2 ΑΑΔ 498, όπου τονίστηκε ότι όταν ένα γεγονός καταστεί παραδεχτό καθίσταται όχι μόνο μέρος της μαρτυρίας ενώπιον του Δικαστηρίου αλλά και αδιαμφισβήτητο γεγονός αναγόμενο ουσιαστικά σε δεδομένο, το οποίο έχει τέτοια σημασία που ακόμα και σε περίπτωση μαρτυρίας η οποία αντίκειται προς αυτό η μαρτυρία εκείνη να κρίνεται ανάλογα.

              

               Στη συνέχεια θα αναφερθώ στα κυρία σημεία της μαρτυρίας του κάθε μάρτυρα, τα οποία είναι απαραίτητα για την εξαγωγή των συμπερασμάτων μου σε αυτό το στάδιο της διαδικασίας και παράλληλα θα προβώ στην αξιολόγηση τους. Το πλήρες περιεχόμενο της μαρτυρίας είναι καταγεγραμμένο στα πρακτικά της υπόθεσης, έχει μελετηθεί και λαμβάνεται υπόψη στο σύνολο του. Δεν απαιτείται εδώ - και δεν συνιστάται για πρακτικούς κυρίως λόγους - η επανάληψη του συνόλου της μαρτυρίας των μαρτύρων, όπως και η αναφορά σε κάθε επιμέρους πτυχή της (βλ.κατ΄ αναλογίαν, G & K Exclusive Fashions Ltd v Παπαδόπουλου και Άλλων (2001) 1(Α) ΑΑΔ 88, 92, Paphos Stone C Estates v Ζαβρού και Άλλου (1998) 1(Γ) ΑΑΔ 1854, 1859).

 

Είχα την ευκαιρία μέσα από την ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης να παρακολουθήσω με ιδιαίτερη προσοχή τους ΜΚ1 και 2 και τους ΜΥ1 και 2 που κατέθεσαν ενώπιον μου και είμαι σε θέση να αξιολογήσω όλη την εν γένει συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα. Αξιολογώ τη μαρτυρία τους με δείκτη μεταξύ άλλων την ύπαρξη προσωπικού συμφέροντος στην υπόθεση, της ευκαιρίας που είχαν να παρακολουθήσουν τα διαδραματισθέντα, την ακεραιότητα και ειλικρίνεια τους, τη μνήμη και τους λόγους που είχαν για να θυμούνται ή να πιστεύουν αυτά για τα οποία κατέθεταν, τη φυσικότητα, ευθύτητα και την αμεσότητα των απαντήσεων τους (βλ. Ζαβρού ν. Χαραλάμπους Ποιν. Έφ. 9163, ημερ. 24.9.97, Αθανασίου ν. Κουνούνη Ποιν. Έφ. 9041 ημερ. 29.5.97 και Καρεκλά ν. Κλεάνθους Ποιν. Έφ. 9161, ημερ. 24.5.97).  Στυλιανίδης v. Χατζηπιέρας (1992), 1 Α.Α.Δ. 1056, Mustafa v. Κακουρή κ.ά. (2002) 1(Α) Α.Α.Δ. 165.  Επίσης, η κρίση του Δικαστηρίου επί της αξιοπιστίας των μαρτύρων δεν περιορίστηκε στην εξωτερική εμφάνιση που προκαλεί ο μάρτυρας, αλλά τέθηκε στην βάσανο της αξιολόγησης του περιεχομένου της. (βλ. Γεώργιος και Σπύρος Τσιαππής v. Πολυβίου (2009), 1 Α.Α.Δ. 339.  Όπως επισημάνθηκε στην Αθηνής v. Δημοκρατίας (2008), 2 Α.Α.Δ. 256:

 

«Όταν αναφερόμαστε στη βάσανο της αξιολόγησης του περιεχομένου της μαρτυρίας, εννοούμε κατά κύριο λόγο τον έλεγχο με την βάσανο της λογικής και την ανθρώπινη εμπειρία ως προς την αναμενόμενη φυσιολογική εξέλιξη των πραγμάτων της ζωής.

 

Η αξιολόγηση της μαρτυρίας γίνεται κατά κύριο λόγο στην βάση τη μαρτυρίας που σχετίζεται με τα επίδικα θέματα (Hasan v Ανδρέου, πολιτική έφεση 2/11, ημερ.2.12.15).  Το Δικαστήριο μπορεί να αποδεχθεί μέρος της μαρτυρίας του μάρτυρα και να απορρίψει άλλο, (Βασιλειάδης v Σπύρου Λτδ, πολιτική έφεση 123/09, ημερ.14.10.15, Ιωσηφίδη ν. Αστυνομίας Ποιν. Εφ. 243/12 ημερ. 2.5.14,  Σάββα ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 39, Σάββα v. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 506, Νικολαίδης v. Αστυνομία (2003) 2 Α.Α.Δ. 271 και Π.Ε. 89/12 Αγαθοκλέους v. Αστυνομίας ημερ.24-07-13, Χρίστου v Khoreva, 2002, 1, AAΔ,454).  

 

 

Ο MK1 κατά την κυρίως εξέταση του όταν του υποδείχθηκε η κατάθεση του για να την αναγνωρίσει είπε ότι δεν ήταν ακριβώς έτσι. Σε επόμενη ερώτηση για να διευκρινίσει συμφώνησε με αυτά της κατάθεσης του, αλλά είπε ότι στην εν λόγω διεύθυνση διαμένει 24 χρόνια. Ήταν η θέση του ότι ο κατηγορούμενος τον απειλούσε επανειλημμένα και δεν τον άφηνε να περνάει μπροστά από την οικία του γιατί γαβγίζουν οι σκύλοι του. Στην ερώτηση πως ένιωσε όταν τον απείλησε ο κατηγορούμενος είπε «κοίταξε δεν πίστευα ότι θα το κάμουν γιατί αν δεν το κάνουν. ….» «Πίστευα ότι θα κάνει κάτι, γιατί ξέρω κάποιον που γνωρίζει τα τελευταία τέσσερα χρόνια,  λήστεψαν το μαγαζί μου, έσπασαν τρία αυτοκίνητα, δεν με αφήνει να περάσω από το δρόμο, με βρίζουν οι γείτονες και οι φίλοι του, με απειλούν να μην περνώ απ΄ εκεί. Όταν περνούσε έξω από το σπίτι του κατηγορούμενου αυτός ήταν ήδη στο μπαλκόνι και περίμενε και άρχισε να τον βρίζει.

Ο ΜΚ1 μου άφησε αλγεινή εντύπωση και δεν με έχει πείσει για την αλήθεια των λεγομένων του. Ήταν υπερβολικός στην παράθεση των γεγονότων και όσα ανέφερε θεωρώ ότι δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα.

Πέραν των αναφορών του εναντίον του κατηγορούμενου αυτός έφτασε στο σημείο να αφήνει υπόνοιες εναντίον της αστυνομίας και ότι προέβαινε σε καταγγελίες και δεν κατέγραφαν αυτά που τους έλεγε, αλλά με λανθασμένα στοιχεία. Μάλιστα αξίζει να αναφέρω ότι στην κατάθεση του καταγράφηκε ότι «επειδή το πρόβλημα υπάρχει εδώ και πολύ καιρό και έχω κάνει και προηγουμένως παράπονα στην αστυνομία χωρίς να επιθυμώ να τον πάρω δικαστήριο, αυτή τη φορά έχω παράπονο και θέλω να πω στο δικαστήριο ότι με απειλά». Κάτι που καταδεικνύει ότι ήταν επιθυμία του ιδίου να μην προχωρούν οι οποιεσδήποτε καταγγελίες του εναντίον του κατηγορούμενου και τίποτα κακόβουλο δεν υπήρχε εκ μέρους της αστυνομίας.

Στο δικαστήριο, η μαρτυρία του ήταν συγκεχυμένη στην προσπάθειά του να καταδείξει ότι για όλα ευθύνονται ο κατηγορούμενος αλλά και άλλα πρόσωπα. Ήταν εμπαθής και ασαφής και αναμείγνυε γεγονότα πιθανόν άλλων υποθέσεων, μιλώντας για κατοχή όπλων του ιδίου και του κατηγορούμενου.

Κατά την αντεξέταση του στην ερώτηση αν υϊοθετεί το περιεχόμενο της κατάθεσης του υποστήριξε ότι δεν τον άφηναν να βάλει δικηγόρο, ούτε να διαβάσει την απάντηση και έγραψαν ότι έγραψαν,  πήγε 8 φορές για να αλλάξουν το όνομα του και δεν είναι ακριβώς έτσι που είπε.  Οι θέσεις του αυτές παρέμειναν μετέωρες και δεν έχουν αποδειχθεί με κανένα τρόπο.

Ενώ ισχυρίζεται ότι φοβήθηκε, παρ΄όλα αυτά παρέμεινε εκεί κάτω από το σπίτι του κατηγορούμενου, είχε τηλεφωνήσει της αστυνομίας από το δρόμο και δεν πήγε στο σπίτι του, αντίδραση η οποία δεν βρίσκει έρεισμα στη λογική για κάποιο πρόσωπο που δέχεται απειλή και φοβάται. Στην κατάθεση του αντίθετα αναφέρει ότι μετά την απειλή και την εξύβριση που δέχθηκε από τον κατηγορούμενο, αυτός πήγε σπίτι του και τηλεφώνησε της αστυνομίας. Επίσης ότι το συμβάν έγινε 9.00 – 9.30 μμ. Αντίθετα ενόρκως είπε 20.00 – 20.30. Στην κατάθεση του ισχυρίζεται αυτολεξεί ότι «ο κατηγορούμενος με εξύβρισε με τις φράσεις μαλάκα, σκατομούτρα, γαμώ το κέρατο σου και διάφορα άλλα που δεν θυμάμαι ακριβώς», ενόρκως όμως δεν τις ανέφερε αυτές τις φράσεις, αλλά ως παραδόξως θυμόταν 4 χρόνια μετά ότι του είπε «πουστόπαιδο, κωλόπαιδο» και καμία αναφορά δεν έκανε σε άλλες φράσεις.

Επίσης ενώ το κατ΄ισχυρισμό περιστατικό έγινε γύρω στις 21.30, αυτός πήγε στην αστυνομία να δώσει κατάθεση γύρω στις 12 τα μεσάνυχτα όπως καταδεικνύεται από την κατάθεση του τεκμήριο Α. Μάλιστα σε ερώτηση του συνηγόρου ότι πήγε τα μεσάνυχτα η απάντηση του ήταν αρνητική. Η θέση του ήταν ότι ζήτησε προστασία από την αστυνομία και του λέχθηκε να προσλάβει άνθρωπο να τον προστατεύει επί πληρωμή, κάτι που δεν αναφέρεται στο τεκμήριο Α΄ και ούτε υποστηρίζεται αυτή του η θέση.

Στη συνέχεια αβάσιμα άφηνε και πάλι υπόνοιες εναντίον της αστυνομίας για τον τρόπο λήψης της κατάθεσης του. Αυτό που διαπιστώνεται και αποδέχομαι είναι ότι  στις 23.7.20 και μεταξύ των ωρών 23.50 – 00.15 του λήφθηκε μία ανοικτή κατάθεση και στις 26.7.20 μεταξύ των ωρών 14.10 – 14.28 μία ανακριτική κατάθεση ως ύποπτος για τα αδικήματα της εξύβρισης και της απειλής, αυτές του διαβάστηκαν και ως ορθές τις υπέγραψε στην παρουσία του αστυνομικού (τεκμ. Α και Α1).

Συνακόλουθα πέραν του γεγονότος ότι ο ΜΚ1 είναι γείτονας με τον κατηγορούμενο και ότι το βράδυ της 23.7.20 αυτός περπατώντας με την σύζυγο και τους 2 σκύλους του μπροστά από την οικία του κατηγορούμενου και οι σκύλοι γάβγιζαν δεν αποδέχομαι τις λοιπές του θέσεις. Η μαρτυρία του ήταν ασαφής, εμπαθής, δεν έχει πείσει το δικαστήριο και ως τέτοια απορρίπτεται.

 

 Η ΜΚ2 ήταν η σύζυγος του ΜΚ1 η οποία υϊοθέτησε την κατάθεση της τεκμήριο Β. Σε αυτήν αναφέρει ότι το επίδικο βράδυ περνούσαν με τους σκύλους τους κάτω από το μπαλκόνι του κατηγορούμενου και ο σκύλος του άρχισε να γαβγίζει. Ο κατηγορούμενος άρχισε να φωνάζει στον άντρα της με αποτέλεσμα να συζητούν μεταξύ τους και να υπάρχει ένταση. Ενώ γίνεται αναφορά για εξύβριση από τον κατηγορούμενο προς τον σύζυγο της ήτοι «ηλίθιε και παλιόπαιδο» η ίδια αποδέχεται ότι ο σύζυγος της βγήκε εκτός ελέγχου και τότε ο κατηγορούμενος τον απείλησε λέγοντας «δεν ξέρεις πότε και από που θα σου έρθει». Συνέχισαν να προσβάλλουν ο ένας τον άλλο και ο  σύζυγος της τηλεφώνησε στην αστυνομία και αυτός πήγε εκεί για το παράπονο του.

Ούτε και η σύζυγος του ΜΚ1 έπεισε το δικαστήριο ότι τα γεγονότα εκτυλίχθηκαν όπως τα περιέγραψε. Εξετάζοντας την κατάθεση της τεκμ.Β΄ σε συνάρτηση με την μαρτυρία της και του ΜΚ1 αυτή διακατεχόταν από αντιφάσεις τις οποίες θα εξηγήσω πιο κάτω. Αποδέχομαι από την μαρτυρία της μόνο ότι ενώ αυτή περνούσε με το σύζυγό της και τους σκύλους τους κάτω από το μπαλκόνι του κατηγορουμένου προκλήθηκε ανησυχία. Λόγω των γαβγισμάτων των σκύλων τους και οι δύο άρχισαν να συζητούν έντονα και να φωνάζουν. Ως προς τα υπόλοιπα δεν έχω πειστεί ότι αυτή αντιλήφθηκε ακριβώς το τι συζητήθηκε μεταξύ των δύο αντρών. Μάλιστα ήταν εμφανές ότι αυτή δεν αντιλαμβανόταν λόγω της καταγωγής της, το ακριβές περιεχόμενο της συνομιλίας τους, όμως αυθόρμητα είπε ότι ο σύζυγος της ΜΚ1 έχασε τον έλεγχο του κατά την διάρκεια της συζήτησης του με τον κατηγορούμενο, κάτι άλλωστε που φάνηκε και στο δικαστήριο ότι είναι άνθρωπος που δεν φοβήθηκε και ήταν έντονος στις απόψεις του. Οι φράσεις που η ΜΚ2 είπε ότι εκστομίστηκαν από τον κατηγορούμενο εναντίον του ΜΚ1 δεν συνάδουν με αυτές που είπε ο ΜΚ1. Απώτερος σκοπός της ΜΚ2 θεωρώ ήταν να υποστηρίξει την θέση του συζύγου της παραπονούμενου. Συνακόλουθα δεν αποδέχομαι τη μαρτυρία της ως υποκινούμενη, πλην των όσων ανέφερα πιο πάνω.

 

ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΣ

Όπως ανέφερα αυτός προέβηκε σε ανώμοτη δήλωση, λέγοντας ότι όσα ισχυρίζεται ο παραπονούμενος είναι ψέματα, είναι αυτός που τσακώνεται με τους συγγενείς και τη γυναίκα του με απώτερο σκοπό να τον βάλει φυλακή και ο ίδιος δεν έχει ποινικό μητρώο.

Η ανώμοτη δήλωση στην οποία προέβηκε ο Κατηγορούμενος, σύμφωνα με τη νομολογία, εξετάζεται και αξιολογείται μέσα στο σύνολο της μαρτυρίας, ανάλογα και με το πώς ταιριάζει στην κάθε συγκεκριμένη περίπτωση.  Δεν μπορεί όμως να εξομοιωθεί με μαρτυρία με την έννοια του να είναι ικανή να αντικρούσει μια ένορκη μαρτυρία που κρίθηκε ήδη από το δικαστήριο ως αξιόπιστη (βλ. Ιωάννου v. Δημοκρατία (2001) 2 Α.Α.Δ 195). Στην υπόθεση Θεοχάρους ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ 22(2008) 2 Α.Α.Δ 22 αναφέρθηκαν επίσης τα ακόλουθα σχετικά:

 

« Υπενθυμίζουμε ότι στην παρούσα υπόθεση οι κατηγορούμενοι (συμπεριλαμβανομένου και του εφεσείοντα) αφού κλήθηκαν σε απολογία επέλεξαν να προβούν σε ανώμοτη δήλωση και να μην προσκομίσουν οποιαδήποτε μαρτυρία, κάτι βέβαια που ήταν απόλυτο δικαίωμα τους. Σε τέτοια περίπτωση, ενόψει και του τεκμηρίου αθωώτητας ενός κατηγορουμένου και της υποχρέωσης της Κατηγορούσας Αρχής να αποδείξει την ενοχή του πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, αυτό που εξετάζεται είναι (α) αν η μαρτυρία που παρουσίασε η κατηγορούσα αρχή είναι αξιόπιστη και (β) αν ναι, κατά πόσο είναι ικανοποιητική για να αποδείξει τις κατηγορίες. Το γεγονός ότι ένας κατηγορούμενος δεν έδωσε ο ίδιος ένορκη κατάθεση ή ότι δεν παρουσίασε μάρτυρες, δεν πρέπει να θεωρείται ότι συμπληρώνει τυχόν κενά της μαρτυρίας της Κατηγορούσας Αρχής. Η ανώμοτη δήλωση ενός κατηγορουμένου εξετάζεται και αξιολογείται μέσα στο σύνολο της μαρτυρίας, ανάλογα και με το πώς ταιριάζει στην κάθε συγκεκριμένη περίπτωση».

    

 

Στην εν λόγω ανώμοτη δήλωση του κατηγορούμενου, την οποία έχω μελετήσει, δεν θα αποδώσω ιδιαίτερη αξία, αφού ουσιαστικά προβαίνει σε άρνηση των θέσεων του ΜΚ1 και θεωρώ άσχετες τις αναφορές του για τη συμπεριφορά του ΜΚ1 προς άλλα πρόσωπα. Το ίδιο ισχύει και στην ανακριτική κατάθεση του τεκμήριο 2. Σε αυτήν αναφέρει ότι για την υπόθεση που συνελήφθηκε δεν έκανε τίποτε. Δεν αποδέχεται ότι τον εξύβρισε ή τον απείλησε. Μόνο του ζήτησε ευγενικά να μην φέρνει τους σκύλους του κοντά στον δικό του για να μην γαβγίζουν και να γίνεται φασαρία. Δεν του μίλησε θυμωμένα.

Όσον αφορά τη γραπτή κατάθεση του κατηγορούμενου, υπάρχει σωρεία αποφάσεων σχετικά με τη βαρύτητα την οποία το Δικαστήριο μπορεί να αποδώσει σ’ αυτή.  Στο γενικό αυτό κανόνα υπάρχουν κάποιες εξαιρέσεις όπου τα γεγονότα όπως τα απέδειξε με την μαρτυρία της η Κατηγορούσα Αρχή είναι τέτοια που χρήζει να δοθεί κάποια εξήγηση από τον κατηγορούμενο, ιδιαίτερα εκεί που μια τέτοια εξήγηση εμπίπτει στη δική του αποκλειστική γνώση. Περαιτέρω, το Δικαστήριο διατηρεί διακριτική ευχέρεια να αποδεχθεί μέρος της κατάθεσης του κατηγορουμένου και να απορρίψει άλλο ασχέτως αν αυτό αποτελεί άμεσα ή έμμεσα παραδοχή του αδικήματος. Είναι φυσικό να αποδίδεται μεγαλύτερη βαρύτητα στο μέρος εκείνο το οποίο συνθέτει παραδοχή στο αδίκημα ή περιέχει δηλώσεις ενάντια προς τα συμφέροντα του κατηγορουμένου. Είναι όμως, ελεύθερο το Δικαστήριο να αποδώσει μικρότερη σημασία ή ακόμη να απορρίψει άλλα μέρη της κατάθεσης για τα οποία παρέχεται εξήγηση ή δικαιολογία για εκ πρώτης όψεως εγκληματικές πράξεις. (Βλ. Vrakas α.ο. v. Republic (1973) 2 C.L.R. 139, Anastasiades v. Republic (1977) 2 C.L.R. 97, Ιωάννου κ.α. ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 195), Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 109 και  Findlay Duncan 73 Crim. App. R. 359).

 

ΜΥ1 η σύζυγος του κατηγορούμενου ανέφερε ότι ο παραπονούμενος μαζί με τη γυναίκα του περνούσαν κάτω από το σπίτι τους κάθε βράδυ μαζί με τους σκύλους τους, σταματούσαν έξω από τα σπίτια που είχαν σκύλους για να αγριέψουν και αυτοί γαύγιζαν. Το ίδιο συνέβηκε και εκείνο το βράδυ που ο σύζυγος της ήταν άρρωστος με πονοκέφαλο, βγήκε έξω στο μπαλκόνι την ώρα που επέστρεφαν και είπε στον ΜΚ1 σε φιλικό τόνο να τους βγάζουν πιο νωρίς για να μην δημιουργείται φασαρία και ο πρώτος τον εξύβρισε, τον απείλησε ότι «θα τον βάλει φυλακή και όταν βγει θα τον σκοτώσει».

Κατά την αντεξέταση της είπε ότι αυτή ήταν μόνη της αρχικά στο μπαλκόνι και συμφώνησε ότι ο παραπονούμενος περνούσε μαζί με τους σκύλους τους σε δημόσιο δρόμο και ότι μπορεί να περνά οποιαδήποτε ώρα νοουμένου ότι δεν κάνει φασαρία σε ώρες αναπαύσεως δηλαδή 22:00-23:00. Επανέλαβε την θέση της και μάλιστα είπε ότι ο γείτονας λίγο πιο πάνω του έκανε και εκείνος παρατήρηση γιατί γινόταν χαμός με τα γαβγίσματα. Δεν είχαν με τον ΜΚ1 καμία προστριβή από προηγουμένως, ούτε σχέσεις, ούτε του είχαν πει κάτι προηγουμένως μόνο εκείνο το βράδυ. Αποδέχθηκε ότι της λήφθηκε η κατάθεση τεκμήριο Ε΄ από την αστυνομία. Σε αυτήν αναφέρει τι έγινε το επίδικο βράδυ και ότι ο παραπονούμενος εξύβρισε και απείλησε τον άντρα της χωρίς ο κατηγορούμενος να τον προκαλέσει αφού του έκανε απλά παρατήρηση.

Στην κατάθεση της ανέφερε ότι ξάπλωνε με το σύζυγό της και κοιμόντουσαν σε αντίθεση με ό,τι είπε στην κυρίως εξέταση της ότι καθόταν στο μπαλκόνι. Στην ερώτηση γιατί δεν ανέφερε στην κατάθεση της ότι ο ΜΚ1 εξύβρισε τον Κατηγορούμενο και με τη φράση «fuck off», αλλά και ότι κρατούσε μαγκούρα είπε ότι αυτή δεν έχει σχέση με τα δικαστήρια, τότε ήταν συγχισμένη που έγινε η κατάθεση και πέρασαν και τέσσερα χρόνια από το συμβάν.

Η μάρτυρας έκανε πολύ καλή εντύπωση στο δικαστήριο, ήταν φυσική και χωρίς ίχνος υπερβολής καταθέτοντας όχι μόνο τα γεγονότα της επίδικης νύχτας αλλά και την γενικότερη συμπεριφορά του παραπονούμενου έναντι των ιδίων αλλά και στη γειτονιά. Δεν έχω καμία αμφιβολία για την αλήθεια των θέσεων της. Το γεγονός ότι αυτή δεν ανέφερε ότι ο παραπονούμενος κρατούσε μαγκούρα το επίδικο βράδυ ή και τις άλλες νύχτες που περνούσε από εκεί, ή ότι δεν ανέφερε ότι αυτός είπε «fuck off» του συζύγου της είναι επουσιώδες και δεν θεωρώ ότι πλήττει καθ΄οιονδήποτε τρόπο την αξιοπιστία της. Αποδέχομαι την μαρτυρία της ως αξιόπιστη ως προς την αιτία πρόκλησης του επεισοδίου, δηλαδή ότι ο παραπονούμενος περνούσε συχνά απ΄εκεί και δημιουργείτο οχληρία με τους σκύλους τους οι οποίοι γάβγιζαν. Από την μαρτυρία της αποδέχομαι όμως ότι τόσο ο παραπονούμενος όσο και ο κατηγορούμενος συζητούσαν και αντάλλαξαν μεταξύ τους διάφορες φράσεις σε έντονο ύφος.

 

Ο ΜΥ2 είναι γείτονας του ΜΚ1 και του κατηγορούμενου. Κατά την κυρίως εξέταση του ανέφερε ότι ο ΜΚ1 περνά μαζί με τους σκύλους του έξω από τα σπίτια των γειτόνων που έχουν σκύλους για να τους αγριέψει, κάτι που τους έχει πει ο ίδιος. Αυτός του είπε να πηγαίνει από άλλο δρόμο αλλά ο ΜΚ1 του είπε θα πηγαίνει όπου θέλει. Ανέφερε ότι ο παραπονούμενος τσακώνεται με διάφορα άτομα μεταξύ αυτών και την οικιακή τους βοηθό.

 

Κατά την αντεξέταση του ανέφερε ότι αυτός είναι ισιωτής, γείτονας με τον ΜΚ1 και τον κατηγορούμενο και έχουν τυπικές σχέσεις. Ο παραπονούμενος έχει δύο σκύλους ένα μεγάλο και ένα μικρό. Εκείνο το βράδυ του φώναζε ο κατηγορούμενος από το μπαλκόνι να μην περνά με τους σκύλους του και ο παραπονούμενος θύμωσε γιατί του φώναζε λέγοντας του «εγώ να σε σκοτώσω και θα σε στείλω φυλακή».  Ο μάρτυρας ήταν έξω στην αυλή. Η συζήτηση ήταν για τους σκύλους. Δεν άκουσε τον κατηγορούμενο να απειλεί τον παραπονούμενο. Στην υποβολή ότι ο κατηγορούμενος απείλησε τον παραπονούμενο λέγοντας του «εννά σου την φέξω και να μην καταλάβεις πότε σου κατέβηκε απάντησε αρνητικά» και ότι δεν άκουσε. Αυτός δεν πήγε στην αστυνομία να δώσει κατάθεση λέγοντας «για ότι κουβέντα ακούει ….. πάεις στην αστυνομία»; Στη συνέχεια αποδέχτηκε ότι έδωσε κατάθεση τεκμήριο Στ΄ αναιρώντας την προηγούμενη του θέση. Επανέλαβε ότι μίλησε με τον παραπονούμενο εκείνη την ημέρα και του είπε να μην φέρνει τους σκύλους του από εκεί και ο τελευταίος του απάντησε ότι δεν δίνει λογαριασμό σε κανέναν. Αποδέχτηκε ότι τους είδε να συζητούν έντονα μεταξύ τους αλλά δεν καταλάβαινε τι έλεγαν, αλλά άκουσε καθαρά ότι ο παραπονούμενος είπε στον κατηγορούμενο ότι θα τον σκοτώσει. Δεν άκουσε τον κατηγορούμενο να απειλήσει τον ΜΚ1.

 

Αποδέχομαι από την μαρτυρία του την αναντίλεκτη θέση του ότι είναι γείτονας και με τους δύο, έχοντας τυπικές σχέσεις και ότι είχε πει στον ΜΚ1 να μην περνά από εκεί με τους σκύλους του. Πλην του γεγονότος ότι γινόταν συζήτηση μεταξύ των δύο δεν αποδέχομαι περαιτέρω το περιεχόμενο της συζήτησης τους και τις φράσεις που αντάλλαξαν μεταξύ τους. Αυτός διαφάνηκε ότι βρισκόταν σε άλλο σημείο στην οικία του και είναι αδιευκρίνιστο και ασαφές το πλήρες περιεχόμενο της μεταξύ τους συζήτησης . Αποδέχομαι μερικώς την μαρτυρία του και ειδικότερα ότι ο ΜΚ1 περνούσε με τους σκύλους του από τα σπίτια τους και προκαλείτο αναστάτωση από τους σκύλους που βρίσκονταν στα σπίτια, οι οποίοι γάβγιζαν και έτσι έγινε και εκείνο το βράδυ.

 

 

ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ

 

Σύμφωνα με το κατηγορητήριο ο κατηγορούμενος αντιμετωπίζει στην 1η κατηγορία το αδίκημα της Απειλής, κατά παράβαση του άρθρου 91Α του Ποινικού Κώδικα που προνοεί τα ακόλουθα:

 

« Πρόσωπο το οποίο προκαλεί σε άλλον τρόμο ή ανησυχία απειλώντας τον με βία ή άλλη παράνομη πράξη ή παράλειψη, διαπράττει αδίκημα.......». Δηλαδή απαιτείται η απόδειξη:

 

  1. Απειλής από τον κατηγορούμενο, με βία ή άλλη παράνομη πράξη ή παράλειψη.
  2. Η οποία να προκάλεσε τρόμο ή ανησυχία σε άλλο πρόσωπο.

 

Δεν είναι λοιπόν αρκετό για να στοιχειοθετηθεί το αδίκημα, να αποδειχθεί η ύπαρξη απειλής βίας ή άλλης παράνομης πράξης ή παράλειψης. Θα πρέπει να αποδειχθεί περαιτέρω ότι η απειλή είχε ως αποτέλεσμα την πρόκληση τρόμου ή ανησυχίας στον παραπονούμενο. Το περιεχόμενο και η σημασία της απειλής για τον παραπονούμενο είναι συνεπώς βασικά για να διαπιστωθεί εάν πράγματι του προκλήθηκε τέτοιος τρόμος ή ανησυχία.

 

Πιο κάτω παραθέτω νομολογία που παρόλο ότι αναφέρεται στο αδίκημα της απειλής βιαοπραγίας εντούτοις οι νομικές αρχές είναι κοινές με το αδίκημα της απειλής και ως εκ τούτου εφαρμόζονται στην προκειμένη περίπτωση.  

Στην υπόθεση Νετζιήπ ν. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ 16, η οποία αφορούσε επαναλαμβάνω συναφές αδίκημα, αυτό της απειλής βιαιοπραγίας, κατά παράβαση του άρθρου 91(γ) του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154, λέχθηκε σχετικά ότι η απειλή πρέπει να έχει πραγματικό έρεισμα και να δημιουργεί εξ αντικειμένου την δυνατότητα εκφοβισμού προς τον σκοπό αποφυγής εκτέλεσης καθήκοντος. Κενή απειλή, δηλαδή απειλή η οποία λόγω του εξωπραγματικού χαρακτήρα της ή των συνθηκών κάτω από τις οποίες διατυπώθηκε, δεν στοιχειοθετεί πρόθεση εκφοβισμού.

Ως φαίνεται δε από την πιο πάνω υπόθεση το κριτήριο δεν είναι υποκειμενικό. Δεν απαιτείται δηλαδή να προκληθεί στην πραγματικότητα φόβος στον παραπονούμενο ότι οι απειλές θα πραγματοποιηθούν. Αρκεί η απειλή να δημιουργεί εξ αντικειμένου δυνατότητα εκφοβισμού του θύματος.

Στην υπόθεση Βοσκού ν. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 510, λέχθηκε ότι πέραν από τα απειλητικά λόγια, συστατικό στοιχείο του αδικήματος είναι η απειλή να αποσκοπεί στο να εκφοβίσει κάποιον για να μην διενεργήσει πράξη την οποία δικαιούται νόμιμα να διενεργήσει ή για να διενεργήσει πράξη την οποία δεν έχει νομική υποχρέωση να διενεργήσει. Αν λείπει το τελευταίο αυτό στοιχείο, τα απειλητικά λόγια δεν στοιχειοθετούντο αδίκηματης απειλής βιαιοπραγίας (βλ. Kallenos vThe Police (1969) 2 C.L.R 210). Βλ. και την Ποιν. Έφ. 41/2014, Καράπασιη v Αστυνομίας, ημερ.24/01/2017.

 

ΒΑΡΟΣ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ

 

Σε όλες τις ποινικές υποθέσεις, όπως είναι και η παρούσα, το βάρος της απόδειξης σωρευτικής συνύπαρξης όλων των συστατικών στοιχείων του αδικήματος το έχει η Κατηγορούσα Αρχή, με υψηλότατο επίπεδο απόδειξης, δηλ. πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, όπως έχει αποφασισθεί στην υπόθεση Χαρίτωνος και άλλων V Δημοκρατίας (1971) 2 C.L.R. σελ. 40, με την οποία υϊοθετήθηκε η απόφαση Woolmighton V D.P.P. (1935) AC 462, καθώς και σε μεταγενέστερες αποφάσεις. 

 

Η Κατηγορούσα Αρχή θα πρέπει να αποδείξει, με αποδεκτή μαρτυρία την ύπαρξη κάθε συστατικού στοιχείου της κατηγορίας και δεν επιτρέπονται υποθέσεις ως προς την ύπαρξη γεγονότων, όσο εύλογες και αν είναι, όπως επισημαίνεται στην Γενικός Εισαγγελέας εναντίον Σπύρος Σπύρου (2002) 2, Α.Α.Δ. 71, στην οποία επαναλαμβάνεται η ανωτέρω αρχή, όπως αυτή διατυπώθηκε στην υπόθεση Λοίζου εναντίον Αστυνομίας 1989 (2) Α.Α.ΑΔ 363 και επαναδιατυπώθηκε στην Σωτηριάδης εναντίον Αστυνομίας 1991 (2) Α.Α.Δ. 482.

 

Εναπόκειται στην Κατηγορούσα Αρχή να παρουσιάσει μαρτυρία που να είναι αξιόπιστη και σαφής.  (Φλουρής εναντίον Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 401). 

 

 

 

 

ΤΕΛΙΚΗ ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

Λαμβάνοντας υπόψη την πιο πάνω αξιολόγηση της μαρτυρίας και τα ενώπιον μου κατατεθειμένα τεκμήρια αποδέχομαι την αδιαμφισβήτητη θέση ότι οι ΜΚ1 και ΜΚ2 στις 23.7.20 μετά τις 21.00 περπατούσαν  με τους δύο σκύλους τους κάτω από την οικία του κατηγορούμενου και προκλήθηκε οχληρία, καθότι γάβγιζαν οι σκύλοι τους. Αυτό γινόταν συχνά. Επίσης ότι ο κατηγορούμενος ο οποίος ήταν άρρωστος βγήκε στο μπαλκόνι της οικίας του και συζήτησε έντονα με τον ΜΚ1 για το γεγονός αυτό. Πέραν τούτου το δικαστήριο ενόψει της κατάληξης του για την αναξιοπιστία του παραπονούμενου αδυνατεί να προβεί σε ασφαλή ευρήματα αναφορικά με το τί επακριβώς λέχθηκε και από τους δύο οι οποίοι είναι γείτονες και δυστυχώς αντάλλασσαν μεταξύ τους διάφορες προσβλητικές φράσεις σε έντονο ύφος. Ο ΜΚ1 επιπρόσθετα δεν έχει πείσει το Δικαστήριο ότι ο κατηγορούμενος τον απείλησε λέγοντας του «αν έρτω κάτω να δεις τι θα σου κάμω, εννά σου την φέξουν τζαι εννά μεν το καταλάβεις πόθεν σου κατέβηκε», ως επίσης και ότι του προκάλεσε φόβο.

 

 

Ως εκ των άνω θεωρώ ότι η Κατηγορούσα Αρχή δεν απέδειξε την                      κατηγορία την οποία αντιμετωπίζει ο κατηγορούμενος λόγω μη απόδειξης των δύο πιο πάνω αναφερθέντων συστατικών στοιχείων του αδικήματος στην οποία αυτός αθωώνεται και απαλλάσσεται.

 

 

 

[Υπ.] ...........................................

                                                                                            Γ. Ιωαννίδου – Παπά, Ε.Δ.

 

 

ΠΙΣΤΟ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ

 

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο