ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΛΕΜΕΣΟΥ ν. ΜΑΡΚΟΥ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, Αρ. Υπόθ: 16798/20, 11/3/2025
print
Τίτλος:
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΛΕΜΕΣΟΥ ν. ΜΑΡΚΟΥ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, Αρ. Υπόθ: 16798/20, 11/3/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ:  Γ. Ιωαννίδου-Παπά, Ε.Δ.

 

Αρ. Υπόθεσης: 16798/20

 

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΛΕΜΕΣΟΥ

 

ΕΝΑΝΤΙΟΝ

 

   ΜΑΡΚΟΥ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ

 

-----------------------------------

 

 

Ημερομηνία:  11 Μαρτίου 2025

 

Εμφανίσεις:

Για την Κατηγορούσα Αρχή: κ. Α. Μανώλη

Για τον Κατηγορούμενο: κα Α. Ιωάννου

Κατηγορούμενος παρών

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

 

               Ο κατηγορούμενος αντιμετωπίζει το αδίκημα της απείθειας κατά νομίμων διαταγών, κατά παράβαση του άρθρου 137 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 (πρώτη και δεύτερη κατηγορία).

 

               Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες του αδικήματος της κατηγορίας 1 ο κατηγορούμενος την 19η Αυγούστου 2020 στη Λεμεσό, απείθησε σε διάταγμα αποκλεισμού που εκδόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού στις 26/2/2020 στην υπόθεση με αριθμό 14388/19 το οποίο του απαγόρευε να πλησιάζει την οικία του ανήλικου A.A σε απόσταση μικρότερη των εκατό (100) μέτρων.

              

               Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες του αδικήματος της κατηγορίας 2 ο κατηγορούμενος την 19η Αυγούστου 2020 στη Λεμεσό απείθησε σε διάταγμα αποκλεισμού που εκδόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού στις 26/2/2020 στην υπόθεση με αριθμό 14388/19 το οποίο του απαγόρευε να διαμένει σε χώρο διαμονής παιδιών ή σε χώρο ο οποίος γειτνιάζει με οργανωμένους χώρους όπου βρίσκονται ή συχνάζουν παιδιά.

 

               Ο κατηγορούμενος δεν παραδέχθηκε ενοχή και διεξήχθηκε ακροαματική διαδικασία.

 

               Προς απόδειξη της υπόθεσης της Κατηγορούσας Αρχής κατέθεσαν δύο μάρτυρες κατηγορίας, ήτοι ο Ε.Αριστείδου (ΜΚ1) και ο Μ.Ιωαννίδης (ΜΚ2).

 

               Μετά το πέρας της υπόθεσης της Κατηγορούσας Αρχής η συνήγορος Υπεράσπισης έθεσε ότι με βάση την προσκομισθείσα μαρτυρία δεν αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως  για την πρώτη κατηγορία, δυνάμει του άρθρου 74(1)(β) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155 ως τροποποιήθηκε. Το Δικαστήριο με ενδιάμεση απόφαση του έκρινε ότι έχει αποδειχθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον του κατηγορούμενου και αυτός κλήθηκε σε απολογία και στις δύο κατηγορίες που αντιμετωπίζει. Αφού του επεξηγήθηκαν τα δικαιώματα του δυνάμει του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου επέλεξε να ασκήσει το δικαίωμα της σιωπής. Αυτός δεν παρουσίασε ενώπιον του Δικαστηρίου οποιονδήποτε μάρτυρα Υπεράσπισης. Ενώπιον του Δικαστηρίου κατατέθηκαν 9 Τεκμήρια και επίσης δηλώθηκαν παραδεκτά γεγονότα.

 

Κατατέθηκαν ως παραδεκτά γεγονότα τα πιο κάτω τα οποία αποτελούν ευρήματα του δικαστηρίου:

 

·         η κατάθεση του Αστ.1686 Μ.Παναγίδη ως προς την αλήθεια του περιεχομένου της (τεκμήριο 3) δηλαδή ότι αυτός συνέλαβε τον κατηγορούμενο,

·         το ένταλμα σύλληψης του κατηγορούμενου (τεκμήριο 4) το οποίο εκτελέστηκε από τον πιο πάνω,

·         η βεβαίωση πληροφόρησης και παραλαβής έγγραφων δικαιωμάτων υπόπτων/κατηγορουμένων (τεκμήριο 5),

·         η κατάθεση της Πρωτοκολλητού Άννας Στυλιανού (τεκμήριο 6),

·         το διάταγμα ημερομηνίας 26.2.20 (τεκμήριο 7),

·         η κατάθεση του Αστ.901 Φ.Βασιλείου (τεκμήριο 8) για τη λήψη της ανακριτικής κατάθεσης του κατηγορούμενου και της γραπτής κατηγορίας του (τεκμήρια 9 και 10 αντίστοιχα).

 

Ως προς τη σημασία των παραδεκτών γεγονότων σχετική είναι η υπόθεση Ανδρέου v Αστυνομίας (1999) 2 ΑΑΔ 498, όπου τονίστηκε ότι όταν ένα γεγονός καταστεί παραδεκτό καθίσταται όχι μόνο μέρος της μαρτυρίας ενώπιον του Δικαστηρίου αλλά και αδιαμφισβήτητο γεγονός αναγόμενο ουσιαστικά σε δεδομένο, το οποίο έχει τέτοια σημασία που ακόμα και σε περίπτωση μαρτυρίας η οποία αντίκειται προς αυτό η μαρτυρία εκείνη να κρίνεται ανάλογα.

 

Στη συνέχεια θα αναφερθώ στα κύρια σημεία της μαρτυρίας του κάθε μάρτυρα, τα οποία είναι απαραίτητα για την εξαγωγή των συμπερασμάτων μου σε αυτό το στάδιο της διαδικασίας και παράλληλα θα προβώ σε αξιολόγηση της. Το πλήρες περιεχόμενο της μαρτυρίας είναι καταγεγραμμένο στα πρακτικά της υπόθεσης, έχει μελετηθεί και λαμβάνεται υπόψη στο σύνολο του. Δεν απαιτείται εδώ - και δεν συνιστάται για πρακτικούς κυρίως λόγους - η επανάληψη του συνόλου της μαρτυρίας των μαρτύρων, όπως και η αναφορά σε κάθε επιμέρους πτυχή της (βλ.κατ΄ αναλογίαν, G & K Exclusive Fashions Ltd v Παπαδόπουλου και Άλλων (2001) 1(Α) ΑΑΔ 88, 92, Paphos Stone C Estates v Ζαβρού και Άλλου (1998) 1(Γ) ΑΑΔ 1854, 1859).

 

Είχα την ευκαιρία μέσα από την ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης να παρακολουθήσω με ιδιαίτερη προσοχή τους ΜΚ 1 και 2 που κατέθεσαν ενώπιον μου και είμαι σε θέση να αξιολογήσω όλη την εν γένει συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα. Αξιολογώ τη μαρτυρία τους με δείκτη μεταξύ άλλων την ύπαρξη προσωπικού συμφέροντος στην υπόθεση, της ευκαιρίας που είχαν να παρακολουθήσουν τα διαδραματισθέντα, την ακεραιότητα και ειλικρίνεια τους, τη μνήμη και τους λόγους που είχαν για να θυμούνται ή να πιστεύουν αυτά για τα οποία κατέθεταν, τη φυσικότητα, ευθύτητα και την αμεσότητα των απαντήσεων τους (βλ. Ζαβρού ν. Χαραλάμπους Ποιν. Έφ. 9163, ημερ. 24.9.97, Αθανασίου ν. Κουνούνη Ποιν. Έφ. 9041 ημερ. 29.5.97 και Καρεκλά ν. Κλεάνθους Ποιν. Έφ. 9161, ημερ. 24.5.97).  Στυλιανίδης v. Χατζηπιέρας (1992), 1 Α.Α.Δ. 1056, Mustafa v. Κακουρή κ.ά. (2002) 1(Α) Α.Α.Δ. 165.  Επίσης, η κρίση του Δικαστηρίου επί της αξιοπιστίας των μαρτύρων δεν περιορίστηκε στην εξωτερική εμφάνιση που προκαλεί ο μάρτυρας, αλλά τέθηκε στην βάσανο της αξιολόγησης του περιεχομένου της. (βλ. Γεώργιος και Σπύρος Τσιαππής v. Πολυβίου (2009), 1 Α.Α.Δ. 339.  Όπως επισημάνθηκε στην Αθηνής v. Δημοκρατίας (2008), 2 Α.Α.Δ. 256:

 

«Όταν αναφερόμαστε στη βάσανο της αξιολόγησης του περιεχομένου της μαρτυρίας, εννοούμε κατά κύριο λόγο τον έλεγχο με την βάσανο της λογικής και την ανθρώπινη εμπειρία ως προς την αναμενόμενη φυσιολογική εξέλιξη των πραγμάτων της ζωής.

 

Η αξιολόγηση της μαρτυρίας γίνεται κατά κύριο λόγο στην βάση τη μαρτυρίας που σχετίζεται με τα επίδικα θέματα (Hasan v Ανδρέου, πολιτική έφεση 2/11, ημερ.2.12.15).  Το Δικαστήριο μπορεί να αποδεχθεί μέρος της μαρτυρίας του μάρτυρα και να απορρίψει άλλο, (Βασιλειάδης v Σπύρου Λτδ, πολιτική έφεση 123/09, ημερ.14.10.15).

 

 

Ο ΜΚ1 υϊοθέτησε την κατάθεση του τεκμήριο 1. Σε αυτήν αναφέρει ότι στις 2.9.20 είδε από την ταράτσα της οικίας του το αυτοκίνητο που ανήκει στον κατηγορούμενο να περνά από την οδό Σερίφου με νότια κατεύθυνση και να κορνάρει συνθηματικά, όπως το έκανε παλαιότερα. Αφού μίλησε με τον ΜΚ2 πληροφορήθηκε ότι την 19.8.20 ο κατηγορούμενος βρισκόταν σε απόσταση 50 μέτρων από την οικία του παρά το γεγονός ότι είχε εκδοθεί εναντίον διάταγμα αποκλεισμού λόγω της υπόθεσης που είχε καταδικαστεί εναντίον του γιου του ΜΚ1. Αναγνώρισε τον κατηγορούμενο στο εδώλιο του κατηγορούμενου.

 

Αντεξεταζόμενος υποστήριξε ότι ο ΜΚ2 του είπε ότι ο κατηγορούμενος ήταν 50 μέτρα από το σπίτι του. Αυτός έχει κάνει καλή εντύπωση στο δικαστήριο ήταν σαφής για το τι είδε στις 2.9.20 δηλαδή το όχημα του κατηγορούμενου να περνά και να κορνάρει, όπως έκανε παλιά αφού αυτοί ήταν φίλοι.

 

Ο μάρτυρας στην ουσία δεν αμφισβητήθηκε για το τι είδε στις 2.9.20, ούτε και ότι ο ΜΚ2 του είχε αναφέρει αυτό που είδε στις 19.8.20 δηλαδή τον κατηγορούμενο να βρίσκεται σε απόσταση κάτω των 100 μέτρων από το σπίτι του. Aποδέχομαι λοιπόν την πιο πάνω δήλωση του ΜΚ2 στον ΜΚ1 την οποία ο πρώτος υποστήριξε και ενόρκως. Ουσιαστικά ο ΜΚ1 προέβηκε σε καταγγελία εναντίον του κατηγορούμενου μετά που κάλεσε τον ΜΚ2 στην οικία του για να του αναφέρει ότι στις 2.9.20 είδε το όχημα του κατηγορούμενου από την ταράτσα της οικίας του και τότε ενημερώθηκε από τον ΜΚ2 ότι ο κατηγορούμενος και σε προγενέστερη ημερομηνία δηλαδή στις 19.8.20 ευρισκόταν με τον σκύλο του στο πάρκο πλησίον της οικίας του. Αποδέχομαι την μαρτυρία του στο σύνολο της η οποία παρέμεινε αναντίλεκτη.

 

Ο ΜΚ2 υπηρετεί στην Ναυτική και Λιμενική Αστυνομία και κατέθεσε και υϊοθέτησε την κατάθεση του τεκμήριο 2 στην οποία αναφέρει ότι την επίδικη ημέρα 19.8.20 ενώ οδηγούσε και πήγαινε με την οικογένειά του στην παραλία είδε τον κατηγορούμενο με το σκύλο του να περπατά στο πέρασμα στην οδό Σερίφου που οδηγεί στο πάρκο της οδού Σωτήρη Μουστάκα. Στις 2.9.20 ενημερώθηκε μέσω τηλεφώνου από τον ΜΚ1 αφού επισκέφθηκε την οικία του τελευταίου ότι εναντίον του κατηγορούμενου είχε εκδοθεί διάταγμα που του απαγορεύει να πλησιάζει την κατοικία του ΜΚ1 στα 100 μέτρα. Τότε ο ΜΚ2 του ανέφερε ότι είχε δει τον κατηγορούμενο να βρίσκεται σε απόσταση 50 μέτρων από την κατοικία του (ΜΚ1).

 

Αντεξεταζόμενος είπε ότι δεν είχε ιδιαίτερες σχέσεις με τον ΜΚ1. Τον ΜΚ1  τον γνώρισε  από το Σύνδεσμο Γονέων του Δημοτικού, ως επίσης γνώρισε και τον κατηγορούμενο μέσω του ΜΚ1. Στη θέση της υπεράσπισης ότι ο κατηγορούμενος την επίδικη ώρα κοιμόταν γιατί είχε βάρδια μέχρι τις 4:30 το πρωί απάντησε αρνητικά λέγοντας ότι τον είδε απέναντι μαζί με ένα μεγαλόσωμο σκύλο. Επίσης στη θέση ότι αυτός αν τον έβλεπε θα είχε μαζί του, τους δύο σκύλους του και πάλιν απάντησε αρνητικά. Ακόμη στη θέση ότι δεν μπορούσε να υπολογίσει την απόσταση που κατ΄ ισχυρισμό τον είδε, αυτός υποστήριξε ότι ήταν αθλητής στίβου, μαραθωνοδρόμος και μπορεί να υπολογίσει τα 100 μέτρα. Είπε ότι είναι το πάρκο και μετά από ένα σπίτι είναι το σπίτι του ΜΚ1, η απόσταση μπορεί να είναι και 40 ή και 60 μέτρα. Τον είδε στη μέση του πάρκου.

 

Ο ΜΚ2 έκανε καλή εντύπωση στο δικαστήριο ήταν φυσικός μάρτυρας και απαντούσε χωρίς υπερβολές. Φάνηκε από τη μαρτυρία του ότι γνώριζε και τον ΜΚ1 και τον κατηγορούμενο αλλά δεν είχε ιδιαίτερες σχέσεις μαζί τους. Διαφορετικά εάν είχε στενές σχέσεις με τον ΜΚ1 θα γνώριζε και την ποινική υπόθεση για την οποία καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος με παραπονούμενο τον γιο του ΜΚ1.

 

Παρά την αναφορά του ΜΚ2 στην κατάθεση του ότι είδε τον κατηγορούμενο στο πέρασμα στην οδό Σερίφου που οδηγεί στο πάρκο της οδού Σωτήρη Μουστάκα ενώ αντεξεταζόμενος είπε ότι τον είδε στο πάρκο συγκεκριμένα στη μέση του δεν έχω καμία αμφιβολία ότι κατέθεσε στο δικαστήριο την αλήθεια, με σαφή τρόπο και χωρίς αμφιταλαντεύσεις. Αυτός είδε σε ανύποπτο χρόνο τον κατηγορούμενο να είναι σε απόσταση κάτω των 100 μέτρων από το σπίτι του ΜΚ1, και χωρίς να γνωρίζει την εξέλιξη των μεταξύ τους σχέσεων, αλλά ούτε και την έκδοση του δικαστικού διατάγματος εναντίον του κατηγορούμενου. Στην υπόθεση Akil v Αστυνομίας (2009) 2 Α.Α.Δ 148 αναφέρθηκε ότι «αντιφάσεις που αφορούν μικρολεπτομέρειες όχι μόνο δεν αποδυναμώνουν μία μαρτυρία που γενικά έχει κριθεί ως αξιόπιστη, αλλά αντίθετα την ενδυναμώνουν».

 

Ακόμη ανέφερε ότι είδε τον κατηγορούμενο με σκύλο, θέση που είναι αποδεκτή από την υπεράσπιση με μόνη διαφορά ότι αυτός έχει σκύλους. Συνεπώς η αναφορά του ΜΚ2 ότι ο κατηγορούμενος κρατούσε σκύλο είναι αληθής γιατί διαφορετικά πως εγνώριζε ότι αυτός είχε σκύλο για να το αναφέρει. Αποδέχομαι τη θέση των ΜΚ1 και ΜΚ2 ότι ο κατηγορούμενος είχε περάσει δύο φορές από την περιοχή που ευρίσκεται η οικία του ΜΚ1 αφού τον είδε και ο ίδιος στις 2.9.20 αλλά και ο ΜΚ2 στις 19.8.20. Ακόμη αποδέχομαι τη θέση του ΜΚ2 ότι ο ίδιος ως αθλητής στίβου μπορούσε να υπολογίσει την απόσταση που είχε ο κατηγορούμενος από την οικία του ΜΚ1 δηλαδή κάτω των 100 μέτρων. Συνακόλουθα δεν έχω καμία αμφιβολία ότι αυτός κατέθεσε την αλήθεια στο δικαστήριο και τι πραγματικά διαπίστωσε στις 19.8.20. Η μαρτυρία του κρίνεται στο σύνολο της ως αξιόπιστη.

ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΣ

 

Ο κατηγορούμενος άσκησε το δικαίωμα της σιωπής κάτι που αποτελεί αναφαίρετο δικαίωμα του και σύμφωνα με την σχετική νομολογία δεν είναι επιτρεπτό εξ΄αυτού να εξαχθούν οποιαδήποτε ενοχοποιητικά συμπεράσματα (βλ. Charalambous and another ν. The Republic (1985) 2 C.L.R. 97, Δημοκρατία ν. Αβρααμίδου κ.α. (2004) 2 Α.Α.Δ. 51 και Χριστοφόρου ν. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 250).

 

Από τον  κατηγορούμενο, ως αναφέρθηκε πιο πάνω λήφθηκε ανακριτική κατάθεση στις 14.9.20 στην οποία αναφέρει ότι δεν θυμάται που ήταν στις 19.8.20 κατά τις 09.00. Το πιο πιθανόν βρισκόταν στην οικία του και κοιμόταν γιατί το προηγούμενο βράδυ εργαζόταν μέχρι τις 04.00 – 04.30. Αυτός διαμένει με τη μητέρα του η οποία είχε αποχωρήσει από το σπίτι περί τις 08.00. Ουδέποτε πλησίασε την οικία του ΜΚ1 σε απόσταση λιγότερη των 100 μέτρων καθότι γνωρίζει τα περιοριστικά μέτρα που υπάρχουν εναντίον του. Έχει δύο σκύλους.  

 

 

Η εκτίμηση λοιπόν της κατάθεσης του κατηγορούμενου είναι θέμα που ανάγεται στην διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου να κρίνει την αξιοπιστία των μαρτύρων.

 

Όσον αφορά τη γραπτές καταθέσεις του κατηγορούμενου, υπάρχει σωρεία αποφάσεων σχετικά με τη βαρύτητα την οποία το Δικαστήριο μπορεί να αποδώσει σ’ αυτή.  Στο γενικό αυτό κανόνα υπάρχουν κάποιες εξαιρέσεις όπου τα γεγονότα όπως τα απέδειξε με την μαρτυρία της η Κατηγορούσα Αρχή είναι τέτοια που χρήζει να δοθεί κάποια εξήγηση από τον κατηγορούμενο, ιδιαίτερα εκεί που μια τέτοια εξήγηση εμπίπτει στη δική του αποκλειστική γνώση. Περαιτέρω, το Δικαστήριο διατηρεί διακριτική ευχέρεια να αποδεχθεί μέρος της κατάθεσης του κατηγορουμένου και να απορρίψει άλλο ασχέτως αν αυτό αποτελεί άμεσα ή έμμεσα παραδοχή του αδικήματος. Είναι φυσικό να αποδίδεται μεγαλύτερη βαρύτητα στο μέρος εκείνο το οποίο συνθέτει παραδοχή στο αδίκημα ή περιέχει δηλώσεις ενάντια προς τα συμφέροντα του κατηγορουμένου. Είναι όμως, ελεύθερο το Δικαστήριο να αποδώσει μικρότερη σημασία ή ακόμη να απορρίψει άλλα μέρη της κατάθεσης για τα οποία παρέχεται εξήγηση ή δικαιολογία για εκ πρώτης όψεως εγκληματικές πράξεις. (Βλ. Vrakas α.ο. v. Republic (1973) 2 C.L.R. 139, Anastasiades v. Republic (1977) 2 C.L.R. 97, Ιωάννου κ.α. ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 195), Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 109 και  Findlay Duncan 73 Crim. App. R. 359, Κωνσταντινίδης ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 190 και Γαβριήλ ν. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 693).

 

Εξετάζοντας το περιεχόμενο της γραπτής κατάθεσης του κατηγορούμενου σε συνάρτηση με την υπόλοιπη αποδεχθείσα μαρτυρία η οποία είναι εκ διαμέτρου αντίθετη δεν μπορώ να αποδεκτώ ότι την επίδικη ημέρα αυτός δεν ευρισκόταν με τον σκύλο του στον χώρο που τον είδε ο ΜΚ2, αλλά αποδέχομαι την αναφορά του ότι γνώριζε την έκδοση του επίδικου διατάγματος. Αυτό άλλωστε καταγράφεται και στο τεκμήριο 7 και είναι αδιαμφισβήτητο.

 

Όταν ολοκληρώθηκε η ακροαματική διαδικασία τόσο ο συνήγορος της Κατηγορούσας Αρχής όσο και η συνήγορος του κατηγορούμενου ανέφεραν στο Δικαστήριο τις τελικές τους εισηγήσεις και θέσεις. Αυτές έχουν δεόντως μελετηθεί και ληφθεί υπόψη από το Δικαστήριο και ως εκ τούτου δεν θεωρείται απαραίτητο να παρατεθούν εδώ αυτούσιες, μόνο εκεί όπου είναι αναγκαίο.

 

ΕΥΡΗΜΑΤA

 

 Με βάση τη μαρτυρία την οποία έχω κάνει δεκτή καταλήγω στα ακόλουθα:

 

Ο ΜΚ2 είναι αστυνομικός και υπηρετεί στην Ναυτική και Λιμενική Αστυνομία. Στις 19.8.20 ενώ πήγαινε με την οικογένεια του στην παραλία είδε τον κατηγορούμενο τον οποίο γνωρίζει, να περπατά με τον σκύλο του πλησίον του πάρκου της οδού Σωτήρη Μουστάκα.

 

Ο ΜΚ1 στις 2.9.20 είδε από την ταράτσα της οικίας του το αυτοκίνητο που ανήκει στον κατηγορούμενο να περνά από την οδό Σερίφου με νότια κατεύθυνση και να κορνάρει συνθηματικά, όπως το έκανε παλαιότερα. Αυτοί παλιά ήταν φίλοι. Αφού τηλεφώνησε στον ΜΚ2 και συναντήθηκαν ο ΜΚ1 τον πληροφόρησε ότι εναντίον του κατηγορούμενου είχε εκδοθεί δικαστικό διάταγμα και ο ΜΚ2 του είπε ότι την 19.8.20 ο κατηγορούμενος μαζί με τον σκύλο του βρισκόταν σε απόσταση περί των 50 μέτρων από την οικία του.

 

Στη συνέχεια ο ΜΚ1 προέβηκε σε καταγγελία εναντίον του κατηγορούμενου για παρακοή διατάγματος του δικαστηρίου.

 

Στις 26.2.20 εκδόθηκε διάταγμα του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού στην ποινική υπόθεση με αρ.14388/19 με το οποίο μεταξύ άλλων διατασσόταν όπως ο κατηγορούμενος να μην πλησιάζει την οικία του ανήλικου (υϊού του ΜΚ1) σε απόσταση μικρότερη των 100 μέτρων και να μην διαμένει σε χώρο διαμονής παιδιών, ή σε χώρο ο οποίος γειτνιάζει με οργανωμένους χώρους όπου βρίσκονται ή συχνάζουν παιδιά.

 

 

ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ

 

Σύμφωνα με το κατηγορητήριο ο κατηγορούμενος αντιμετωπίζει στην 1η και στην 2η   κατηγορία το αδίκημα της απείθειας κατά νομίμων διαταγών κατά παράβαση του άρθρου 137 του Ποινικού Κώδικα το οποίο προβλέπει τα ακόλουθα:

 

«137.  Όποιος ανυπακούει σε διάταγµα, ένταλµα, ή διαταγή που εκδόθηκε από Δικαστήριο, λειτουργό ή πρόσωπο που ενεργεί µε οποιαδήποτε επίσηµη ιδιότητα και κανονικά εξουσιοδοτηµένο για αυτό, είναι ένοχος πληµµελήµατος και υπόκειται σε φυλάκιση δύο χρόνων, εκτός όταν καθορίζεται ρητά κάποια άλλη ποινή ή διαδικασία σε συνάφεια µε τέτοια ανυπακοή».

 

Από το λεκτικό της πιο πάνω διάταξης σε συνδυασμό με τις λεπτομέρειες του επίδικου στην παρούσα αδικήματος, προκύπτει ότι τα συστατικά στοιχεία αυτού είναι τα ακόλουθα:

 

1.         Η ύπαρξη διατάγματος που εκδόθηκε από Δικαστήριο,

2.         Η ανυπακοή του κατηγορούμενου στο εν λόγω διάταγμα.

 

Περαιτέρω ως λέχθηκε στην Mouzouris and Another ν. Xylophagou Plantations Ltd (1977) 1 C.L.R. 287 για να στοιχειοθετηθεί το αδίκημα πρέπει να αποδειχθεί η ηθελημένη ανυπακοή του κατηγορούμενου προς την απόφαση του Δικαστηρίου, δηλαδή πρόθεση ανυπακοής προς το Διάταγμα του Δικαστηρίου. Το αποτέλεσμα της ανυπακοής αφ’ εαυτού δεν αρκεί, πρέπει να συνοδεύεται από πρόθεση καταστρατήγησης του διατάγματος του δικαστηρίου (βλ. και Θεοφάνους ν. CCC LAUNDRIES (PAPHOS) LTD κ.α. (2009) 2 Α.Α.Δ 634).

 

Απαιτείται επίσης να αποδειχθεί ότι ο κατηγορούμενος είχε γνώση του εν λόγω διατάγματος. Σε ποινικές υποθέσεις δεν απαιτείται η γνώση να λαμβάνεται με συγκεκριμένο τρόπο επίδοσης όπως καθορίζεται στα πλαίσια της αστικής καταφρόνησης (βλ. και Αστυνομία v. Γ. Κυριακίδη (1988) 2 C.L.R. 172).

 

Το δε διάταγμα θα πρέπει να είναι σαφές και να εξειδικεύει ποιες πράξεις απαγορεύονται και υπό ποια ιδιότητα (βλ. Iberian Trust Ltd v. Founders Trust and Investment Co Ltd (1932) 1 All E.R. 176 και P.A. Thomas & Co and Others v. Mould and Others (1968) 1 All E.R. 963).

 

Τέλος ως λέχθηκε στην Θεοφάνους ανωτέρω, το άρθρο 137 του Ποινικού Κώδικα στρέφεται εναντίον οποιουδήποτε απειθεί σε διάταγμα και η ποινική καταφρόνηση έχει τιμωρητικό χαρακτήρα και σκοπό έχει την αναστύλωση του κύρους και της εξουσίας του Δικαστηρίου.

 

 

ΒΑΡΟΣ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ

Σε όλες τις ποινικές υποθέσεις, όπως είναι και η παρούσα, το βάρος της απόδειξης σωρευτικής συνύπαρξης όλων των συστατικών στοιχείων του αδικήματος το έχει η Κατηγορούσα Αρχή, με υψηλότατο επίπεδο απόδειξης, δηλ. πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, όπως έχει αποφασισθεί στην υπόθεση Χαρίτωνος και άλλων V Δημοκρατίας (1971) 2 C.L.R. σελ. 40, με την οποία υϊοθετήθηκε η απόφαση Woolmighton V D.P.P. (1935) AC 462, καθώς και σε μεταγενέστερες αποφάσεις. 

 

Η Κατηγορούσα Αρχή θα πρέπει να αποδείξει, με αποδεκτή μαρτυρία την ύπαρξη κάθε συστατικού στοιχείου της κατηγορίας και δεν επιτρέπονται υποθέσεις ως προς την ύπαρξη γεγονότων, όσο εύλογες και αν είναι, όπως επισημαίνεται στην Γενικός Εισαγγελέας εναντίον Σπύρος Σπύρου (2002) 2, Α.Α.Δ. 71, στην οποία επαναλαμβάνεται η ανωτέρω αρχή, όπως αυτή διατυπώθηκε στην υπόθεση Λοίζου εναντίον Αστυνομίας 1989 (2) Α.Α.ΑΔ 363 και επαναδιατυπώθηκε στην Σωτηριάδης εναντίον Αστυνομίας 1991 (2) Α.Α.Δ. 482.

 

Εναπόκειται στην Κατηγορούσα Αρχή να παρουσιάσει μαρτυρία που να είναι αξιόπιστη και σαφής.  (Φλουρής εναντίον Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 401). 

 

 

ΤΕΛΙΚΗ ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω ευρήματα σε συνδυασμό με τις προαναφερόμενες νομικές αρχές καταλήγω στα ακόλουθα:

 

Η υπεράσπιση δεν αμφισβητεί ότι εναντίον του κατηγορούμενου εκδόθηκε στην παρουσία του κατηγορούμενου και του δικηγόρου του το δικαστικό διάταγμα αποκλεισμού ημερομηνίας 26.2.20 (τεκμήριο 7) στο πλαίσιο της ποινικής υπόθεσης με αρ.14388/19 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού. Αυτό μεταξύ άλλων διατάσσει τον κατηγορούμενο για τα επόμενα τρία έτη να μην πλησιάζει την οικία του παραπονούμενου (ανήλικου υϊού του ΜΚ1) σε απόσταση μικρότερη των 100 μέτρων, ή και να διαμένει σε χώρο διαμονής παιδιών ή σε χώρο ο οποίος γειτνιάζει με οργανωμένους χώρους όπου βρίσκονται ή συχνάζουν παιδιά.

 

Σύμφωνα με την αποδεχθείσα μαρτυρία του ΜΚ2 αυτός είδε τον κατηγορούμενο με τον σκύλο του πλησίον της οικίας του παραπονούμενου δηλαδή σε απόσταση μικρότερη των 100 μέτρων, ως προνοεί το εκδοθέν διάταγμα ημερ. 26.2.20 το οποίο αυτός γνώριζε. Το όχημα του επίσης θεάθηκε από τον πατέρα του παραπονούμενου λίγες ημέρες μετά όταν αυτός ευρισκόταν στην ταράτσα της οικίας του και το είδε να περνά και να κορνάρει συνθηματικά. Ο ΜΚ1 αφού συνομίλησε με τον ΜΚ2 διαπιστώθηκε ότι αυτός παραβίασε το εν λόγω διάταγμα με την ενέργεια του να περπατά πλησίον της οικίας του παραπονούμενου κατά παράβαση του δικαστικού διατάγματος.

 

Με βάση λοιπόν όλες τις πιο πάνω περιστάσεις και ιδιαίτερα τις ενέργειες του κατηγορούμενου καταλήγω επίσης αβίαστα στο συμπέρασμα ότι ο κατηγορούμενος απείθησε στο επίδικο διάταγμα και ότι η ανυπακοή του ήταν ηθελημένη δηλαδή είχε την απαραίτητη πρόθεση ανυπακοής στο Διάταγμα εφόσον πλησίασε την οικία του παραπονούμενου σε απόσταση μικρότερη των 100 μέτρων. Συνεπώς θεωρώ ότι η Κατηγορούσα Αρχή απέδειξε την 1η κατηγορία εναντίον του κατηγορούμενου.

 

Το ίδιο όμως δεν ισχύει για την κατηγορία 2  αφού δεν προσκομίστηκε καμία μαρτυρία από την Κατηγορούσα Αρχή που να υποδεικνύει ότι ο κατηγορούμενος παραβίασε το διάταγμα που του απαγορεύει «να διαμένει» σε χώρο διαμονής παιδιών ή σε χώρο ο οποίος γειτνιάζει με οργανωμένους χώρους όπου βρίσκονται ή συχνάζουν παιδιά. Αντίθετα αυτός περπατούσε με τον σκύλο του και ουδόλως αποδείχθηκε ότι αυτός διέμενε στους εν λόγω χώρους.

 

Συνακόλουθα αυτός κρίνεται ένοχος στην πρώτη κατηγορία και αθωώνεται και απαλλάσσεται στη δεύτερη κατηγορία.

 

 

 

 

 

[Υπ.] ...........................................

                                                                                            Γ. Ιωαννίδου – Παπά, Ε.Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΠΙΣΤΟ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ

 

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο