Αστυνομικός Διευθυντής Λεμεσού ν. D.D., Αρ. Υπόθεσης: 11920/19, 26/3/2025
print
Τίτλος:
Αστυνομικός Διευθυντής Λεμεσού ν. D.D., Αρ. Υπόθεσης: 11920/19, 26/3/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

Ενώπιον: Θ. Συμεωνίδης, Ε.Δ.

Αρ. Υπόθεσης: 11920/19

 

Αστυνομικός Διευθυντής Λεμεσού

 

ν.

 

D.D.

Κατηγορούμενος

 

Ημερομηνία: 26 Μαρτίου 2025

Εμφανίσεις:

Για Κατηγορούσα Αρχή: κ. Ν. Νικολάου

Για Κατηγορούμενο: κ. Μ. Αποστολίδης

Κατηγορούμενος: παρών

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Ο κατηγορούμενος κατηγορείται ότι στις 15.12.2018 στη Λεμεσό επιτέθηκε κατά της D. A. S. (εφεξής η «παραπονούμενη») προκαλώντας της πραγματική σωματική βλάβη, την απείλησε με τη φράση «Ξέρω πού μένεις και θα έρθω να σε κάνω σιεφταλιά και θα σε ανοίξω σε σαρδέλες» και την εξύβρισε δημόσια με τη φράση «Πούστη, πεζεβέγκη».

 

Για να αποδείξει την υπόθεσή της η Κατηγορούσα Αρχή κάλεσε συνολικά 4 μάρτυρες: τον Α/Αστ 2163 κ. Χ. Γεωργίου, την παραπονούμενη, τον κ. Ι. Κ. και τον κ. Abdel. Αφού κλήθηκε σε απολογία και προς υποστήριξη της υπεράσπισής του, ο κατηγορούμενος επέλεξε να καταθέσει ενόρκως στο Δικαστήριο. Κάποια γεγονότα δηλώθηκαν από κοινού ως παραδεκτά και εγκρίθηκαν από το Δικαστήριο ως τέτοια.

 

Είχα την ευκαιρία να ακούσω με προσοχή τα όσα κατέθεσαν οι μάρτυρες κατά την ακροαματική διαδικασία και έχω διεξέλθει του περιεχομένου των εγγράφων που έχουν προσκομισθεί και κατατεθεί ως τεκμήρια στο Δικαστήριο. Η μαρτυρία του καθενός από αυτούς μπορεί να συνοψιστεί ως ακολούθως:

 

Μ.Κ.1 – Α/Αστ 2163

 

Ο μάρτυρας ανέφερε ότι στις 15.12.2018 και περί η ώρα 19:30 έλαβε καταγγελία από την παραπονούμενη σε σχέση με το επίδικο περιστατικό. Ένα μήνα περίπου αργότερα έλαβε δύο ανακριτικές καταθέσεις από τον κατηγορούμενο και στις 05.02.2019 τον κατηγόρησε γραπτώς[1].

 

Δηλώθηκε από κοινού ως παραδεκτό γεγονός ότι στις 15.12.2018, την ημέρα του επίδικου περιστατικού, η παραπονούμενη υπεβλήθη σε ιατρική εξέταση από τον Δρ. Τρύφωνος, στο τμήμα των Πρώτων Βοηθειών του Γενικού Νοσοκομείου Λεμεσού και διαπιστώθηκε ότι έφερε «οίδημα στο χείλος, εκδορές αριστερού γονάτου κνήμης και οίδημα έξω αριστερά»[2].

 

Μ.Κ.2 – παραπονούμενη

 

Η μάρτυρας υιοθέτησε, ως μέρος της κυρίως εξέτασής της, το περιεχόμενο της κατάθεσης που έδωσε στην αστυνομία με τη βοήθεια διερμηνέα στις 15.01.2019[3]. Ανέφερε ότι κατάγεται από το Ιράκ και ζει στην Κύπρο εδώ και πολλά χρόνια. Ένα χρόνο περίπου πριν από το επίδικο περιστατικό, είχε αγοράσει το σκελετό ενός κρεβατιού από τον κατηγορούμενο, το οποίο χρειαζόταν επιδιόρθωση και βάψιμο. Ο κατηγορούμενος επισκέφθηκε την οικία της επανειλημμένα για κάποιες μέρες με σκοπό να επιδιορθώσει το κρεβάτι. Κατά τη γνωριμία τους, ο κατηγορούμενος της είχε ζητήσει να προσέχει τα ανήλικα παιδιά του όταν αυτός εργάζεται ενώ μια άλλη μέρα της ζήτησε να κάνουν έρωτα. Η παραπονούμενη αρνήθηκε και τις δύο πιο πάνω προτάσεις και θεωρεί ότι από τότε ο κατηγορούμενος έτρεφε αρνητικά αισθήματα προς την ίδια.

 

Διευκρίνισε σε άλλο σημείο της μαρτυρίας της ότι ο κατηγορούμενος δεν της είχε ζητήσει ευθέως να κάνουν έρωτα αλλά «πλαγίως». Η ίδια του είχε πει προηγουμένως ότι μοιάζει με τον «Sylvester Stallone» και εκείνος, καθώς βρισκόταν σπίτι της για να επιδιορθώσει το κρεβάτι,  προσπαθούσε να την πλησιάσει και να την ακουμπήσει με αυτόν το σκοπό αλλά η ίδια απομακρυνόταν επειδή δεν ενδιαφερόταν για κάτι τέτοιο.

 

Στις 15.12.2018, γύρω στις 11:00 π.μ. επισκέφθηκε το παζαράκι που διεξάγεται στην περιοχή Λινόπετρας, όπως συνήθιζε να κάνει και όπου διατηρεί πάγκο και πουλάει διάφορα μεταχειρισμένα αντικείμενα ο κατηγορούμενος. Η μάρτυρας πέρασε μπροστά από τον πάγκο όπου πουλάει τα εμπορεύματά του ο κατηγορούμενος, χωρίς να του μιλήσει και προχώρησε σε μία απόσταση κάποιων μέτρων από αυτών (περίπου 30 με 40 μέτρων). Εκεί, συνάντησε κάποιο γνωστό της, τον Abdel, ο οποίος κατάγεται από την Παλαιστίνη και άρχισε να συζητά μαζί του το γεγονός ότι ο χώρος που διεξαγόταν το παζαράκι είχε πρόσφατα μετακινηθεί. Κατά τη συζήτηση, η μάρτυρας προέβη σε κάποιες χειρονομίες, στην προσπάθειά της να υποδείξει το χώρο από τον οποίο είχε μετακινηθεί το παζαράκι. Ο κατηγορούμενος, σύμφωνα με την παραπονούμενη, είδε τις χειρονομίες της και θεώρησε ότι μιλούσε για εκείνον. Έφυγε από τον πάγκο του και με γοργό βήμα κατευθύνθηκε προς το σημείο όπου βρισκόταν η παραπονούμενη. Την άρπαξε από τα ρούχα, στο σημείο του στέρνου, και τη ρώτησε «Εσύ τί λες για μένα;». Η μάρτυρας του ζήτησε να φύγει και τότε ο γνωστό της του είπε «Δεν ντρέπεσαι να αρπάξει μια γυναίκα από τη φανέλα;». Τότε ο κατηγορούμενος του απάντησε «Αυτή δεν είναι γυναίκα, αυτός είναι άντρας, είναι αρσενικός» και άρχισε να τη βρίζει ξεστομίζοντας τις λέξεις «πούστη» και «πεζεβέγκη». Επίσης, της είπε «Ξέρω που μένεις και θα έρθω να σε κάνω σιεφταλιά και θα σε ανοίξω όπως τις σαρδέλλες». Στο άκουσμα της φράσης, η παραπονούμενη ένιωσε φόβο εφόσον δεν έχει στην Κύπρο κάποιον να την προστατεύσει.

 

Έπειτα, ο κατηγορούμενος της επιτέθηκε, την άρπαξε από το δεξί χέρι, περικλείοντας το κεφάλι της με το χέρι του (κεφαλοκλείδωμα)  και την έσπρωξε στο έδαφος. Λόγω του ότι η μάρτυρας είχε πρόσφατα υποβληθεί σε εγχείρηση «στα πόδια», δεν μπορούσε να κινηθεί εύκολα, ούτε να τρέξει αλλά ούτε και να αμυνθεί. Από το σπρώξιμο, έπεσε στο έδαφος και ο κατηγορούμενος έπεσε από πάνω της, κτυπώντας την με κλοτσιές και γροθιές.

 

Αυτά έγιναν μπροστά από κόσμο που βρισκόταν στο παζαράκι και κάποιοι, μάλιστα, άρχισαν να καταγράφουν το περιστατικό με το κινητό τους τηλέφωνο. Η μάρτυρας ένιωσε ταπεινωμένη.

 

Αφού της επιτέθηκε και την κτύπησε, ο κατηγορούμενος της είπε στα αγγλικά «fuck you» τρεις φορές και έπειτα μάζεψε τα πράγματά του βιαστικά, πήρε τα ανήλικα παιδιά του που βρίσκονταν εκεί και έφυγε από το μέρος με το αυτοκίνητο.

 

Ο Abdel και η γυναίκα του κάλεσαν ασθενοφόρο, το οποίο τη μετέφερε στο τμήμα των Πρώτων Βοηθειών του Γενικού Νοσοκομείου Λεμεσού, όπου εξετάστηκε από γιατρό και έπειτα, την ίδια μέρα, μετέβη στην αστυνομία για να καταγγείλει το περιστατικό. Διευθετήθηκε ραντεβού στις 07.01.2019 ώστε να της ληφθεί κατάθεση με τη βοήθεια διερμηνέα.

 

Η μάρτυρας ανέφερε ότι σε μεταγενέστερο στάδιο χρειάστηκε να διεξαχθεί ακτινογραφία στην περιοχή του αυχένα, όπου χρόνια πριν από το επίδικο περιστατικό, είχε υποβληθεί σε εγχείρηση και της τοποθετήθηκαν πλατίνες. Κατά το χρόνο που βρισκόταν στο έδαφος και την κτυπούσε ο κατηγορούμενος, ένιωσε να θερμαίνεται ένα συγκεκριμένο σημείο στον αυχένα της και άκουσε ένα βουητό και ένα ήχο σαν κάτι να έσπασε. Οι ακτινογραφίες έδειξαν ότι έσπασε μια βίδα που στερεοποιούσε την πλατίνα που της είχε τοποθετηθεί στον αυχένα, κάτι το οποίο δύσκολα διορθώνεται με εγχείρηση και το οποίο της άφησε μόνιμη αναπηρία, περιορίζοντας την κινητικότητά του λαιμού της.

 

Αντεξεταζόμενη, αρνήθηκε ότι η ίδια φλέρταρε και προσέγγισε ερωτικά  τον κατηγορούμενο ενόσω αυτός βρισκόταν στο σπίτι της για να επιδιορθώσει τον σκελετό του κρεβατιού. Επανειλημμένα ανέφερε, με υποτιμητικό για τον κατηγορούμενο τρόπο, ότι δεν της αρέσει το παρουσιαστικό του και ότι ποτέ δεν θα ενδιαφερόταν ερωτικά για κάποιον σαν και αυτόν.

 

Ερωτηθείσα εάν είναι διεμφυλική γυναίκα, ήτοι εάν γεννήθηκε άνδρας αλλά αναγνωρίζει τον εαυτό της ως γυναίκα, η μάρτυρας απέφυγε να απαντήσει ευθέως αν και από τις απαντήσεις της άφησε να εννοηθεί ότι κάτι τέτοιο ισχύει. Σε κάποιο σημείο ανέφερε ότι η ταυτότητα φύλου της είναι προσωπικό της θέμα, σε άλλο ότι το στήθος της είναι φυσικό και ότι δεν προέβη σε εγχείρηση προσθήκης στήθους, ότι προέβη σε εγχείρηση «στα πόδια» και για αυτό το λόγο είχε κινητικά προβλήματα ενώ είπε ότι δεν επιθυμούσε να παραθέσει λεπτομέρειες ως προς τις διώξεις που λαμβάνουν χώρα στο Ιράκ εναντίον διεμφυλικών ατόμων και εάν αυτός είναι ο λόγος που την ώθησε να μεταβεί στην Κύπρο. Ανέφερε, επίσης, ότι έχει στην κατοχή της έγγραφα που την προσδιορίζουν ως «θηλή» και ότι όταν ο κατηγορούμενος άρχισε να την εξυβρίζει λέγοντάς της ότι είναι άνδρας, ήθελε να του δείξει αυτά τα έγγραφα για να του αποδείξει ότι είναι γυναίκα αλλά δεν πρόλαβε καθότι άρχισε να την κτυπά. Σε σχετική ερώτηση, απάντησε επίσης ότι δεν θεωρεί την ταυτότητα φύλου της ως ζήτημα σχετικό με τα επίδικα γεγονότα και για αυτό δεν επιθυμούσε να επεκταθεί. Σε καμία περίπτωση πάντως, ως είπε, δεν ανέφερε στον κατηγορούμενο, ενόσω αυτός βρισκόταν στο σπίτι της, ότι η ίδια είναι διεμφυλική γυναίκα, γιατί δεν είχε λόγο να αποκαλύψει τέτοια πληροφορία ή «την ιστορία της ζωής της» σε κάποιον ξένο, ο οποίος θα μπορούσε να τη χρησιμοποιήσει εναντίον της. Μάλιστα, δεν το ανέφερε ούτε στην «Κυβέρνηση» όταν έφθασε ως πρόσφυγας στην Κύπρο και για αυτό το λόγο την τοποθέτησαν σε φυλακή γυναικών.

 

Διευκρίνισε, επίσης, ότι κατά το διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ της επιδιόρθωσης του κρεβατιού και του επίδικου περιστατικού, είχε επισκεφθεί αρκετές φορές το παζαράκι και μία φορά συνομίλησε με τον κατηγορούμενο σε σχέση με το βάψιμο δύο κομοδίνων που είχε. Όταν της ανέφερε την τιμή για το βάψιμο, η μάρτυρας αρνήθηκε να προχωρήσει με τη συναλλαγή. Ερωτηθείσα σχετικά, απάντησε ότι ίσως να του μίλησε ακόμη μία φορά σε σχέση με κάποια μαχαιροπίρουνα που είχε προς πώληση, αλλά αρνήθηκε ότι του ζήτησε να της τα μεταφέρει στην οικία της. Κατά τα λοιπά, όταν τον έβλεπε στο παζαράκι, δεν του μιλούσε.

 

Στις 15.12.2018, είχε αγοράσει κάποια άλλα αντικείμενα από το παζαράκι και πέρασε μπροστά από τον πάγκο του κατηγορούμενου χωρίς να του μιλήσει ή να τον χαιρετήσει. Θεωρεί ότι αυτό στεναχώρησε τον κατηγορούμενο και ότι αυτός έψαχνε αφορμή για να την προσεγγίσει, αν και δεν μπορεί να γνωρίζει για πιο λόγο έτρεφε τόσο εχθρικά συναισθήματα προς την ίδια.

 

Έπειτα, της ζητήθηκε να περιγράψει εκ νέου το περιστατικό ως εκτυλίχθηκε και η μάρτυρας το έπραξε. Ανέφερε ότι κάποια στιγμή αφού την έβρισε αλλά πριν αρχίσει να την κτυπά ο κατηγορούμενος, εκείνη προσπάθησε να φωτογραφίσει τους αριθμούς εγγραφής του αυτοκινήτου του αλλά εκείνος τα έκρυψε με ένα χαρτί για να την εμποδίσει. Ερωτώμενη εκ νέου, πώς ακριβώς έγινε αυτό, είπε ότι δεν θυμόταν ακριβώς αυτές τις λεπτομέρειες, λόγω του χρόνου που έχει διαρρεύσει από τότε. Σε άλλο σημείο κατέθεσε ότι ίσως προσπάθησε να λάβει τα νούμερα του αυτοκινήτου έπειτα από την επίθεση. Δεν θυμόταν με βεβαιότητα.

 

Ανέφερε, όμως, ότι όταν την έπιασε αρχικά από το στέρνο πριν αρχίσει να την κτυπά, η ίδια ένιωσε πόνο στο στήθος της από την πίεση. Έτσι, αφαίρεσε το χέρι του από πάνω της, σπρώχνοντάς τον. Εκείνος τότε, την κλότσησε στο πόδι, την άρπαξε από το κεφάλι σπρώχνοντάς την στο έδαφος και έπειτα ανέβηκε από πάνω της και την κτυπούσε.  

 

Όσον αφορά τη μόνιμη αναπηρία που της προκλήθηκε στον αυχένα, η μάρτυρας εξήγησε ότι η διάγνωση για το σπάσιμο της βίδας που κρατούσε την πλατίνα έλαβε χώρα, αφού ετοιμάστηκαν οι ακτινογραφίες, έπειτα από την ημερομηνία της κατάθεσής της στην αστυνομία.  Την ημέρα του περιστατικού, είχε μεταβεί μόνο στο Τμήμα Πρώτων Βοηθειών του Γενικού Νοσοκομείου Λεμεσού. Ανέφερε στον γιατρό ότι πονούσε στο σημείο του αυχένα της και εκείνος της είπε ότι θα χρειαστεί να βγάλει ακτινογραφίες. Περιέγραψε η μάρτυρας ότι αρχικά το μηχάνημα δεν λειτουργούσε λόγω του ότι είχε πλατίνες στο πάνω μέρος της σπονδυλικής στήλης, πίσω από το λαιμό, αλλά δεν το είχε αναφέρει αυτό στο γιατρό. Χρειάστηκε να χρησιμοποιηθεί ένα πιο εξειδικευμένο μηχάνημα.

 

Επίσης, ανέφερε ότι αμέσως μετά το περιστατικό, τηλεφώνησε στον φίλο της, Μ.Κ.3, για να τον ενημερώσει για το περιστατικό. Εκείνος έσπευσε να τη συναντήσει και την ενθάρρυνε να προβεί σε καταγγελία στην αστυνομία αργότερα το ίδιο βράδυ.

 

Μ.Κ.3 – κ. Ι. Κ.

 

Ο μάρτυρας είναι μέλος της οργάνωσης ACCEPT που αποσκοπεί, μεταξύ άλλων, στην προάσπιση των ΛΟΑΤΚΙ ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Γνώριζε τη παραπονούμενη στο πλαίσιο συναντήσεων που διοργανώνει η οργάνωση και της είχε δώσει τα στοιχεία επικοινωνίας του ώστε να του τηλεφωνήσει σε περίπτωση που χρειαζόταν κάτι.

 

Στις 15.12.2018, περί η ώρα 13:30, ο μάρτυρας βρισκόταν στη Πάφο και δέχτηκε τηλεφώνημα από την παραπονούμενη η οποία αναστατωμένη του ζητούσε βοήθεια. Του ανέφερε ότι την κτύπησαν ενώ βρισκόταν σε ένα παζαράκι στη Λεμεσό και φώναζε ότι πονούσε. Τον ενημέρωσε ότι κλήθηκε ασθενοφόρο και έπειτα έκλεισε το τηλέφωνο. Κατάφερε να επικοινωνήσει μαζί της αργότερα τηλεφωνικώς, περί η ώρα 18:00, όταν πλέον ο ίδιος επέστρεψε στη Λεμεσό και η παραπονούμενη του ανέφερε ότι πονάει σε όλο της το σώμα και στο λαιμό και ότι είχε κτυπήματα στα πόδια. Την συνάντησε και πήγαν μαζί στον αστυνομικό σταθμό για να υποβάλει καταγγελία.

 

Έπειτα από το περιστατικό, ο μάρτυρας και η παραπονούμενη έγιναν φίλοι. Κατέθεσε ο μάρτυρας ότι συγκριτικά με πριν, έπειτα από το περιστατικό, η ποιότητα της ζωή της παραπονούμενης χειροτέρεψε σε μεγάλο βαθμό και ότι δυσκολευόταν να κοιμηθεί για πολλές ώρες.

 

Κατά την αντεξέτασή του, ανέφερε ότι θυμάται με βεβαιότητα ότι όταν συνάντησε την παραπονούμενη εκείνη φορούσε προστατευτικό λαιμού (κολλάρο) και ότι παραπονιόταν ότι πονούσε πολύ το αριστερό της πόδι και δυσκολευόταν να περπατήσει. Ήταν αυτός που ώθησε την παραπονούμενη να μεταβεί στον αστυνομικό σταθμό, έπειτα από την ιατρική περίθαλψη που έλαβε στο νοσοκομείο, για να καταγγείλει το περιστατικό. Της είπε ότι δεν είχε άλλη επιλογή και ότι θα έπρεπε να μεταβούν στην αστυνομία.

 

Μ.Κ.4 - Abdel J.

 

Ο μάρτυρας, υιοθέτησε το περιεχόμενο της κατάθεσης που έδωσε στην αστυνομία στις 23.01.2019[4]. Ανέφερε ότι εργάζεται στο παζαράκι στη Λινόπετρα και ότι στις 15/12/2018 πήγε στο παζαράκι μαζί με τη γυναίκα του για να εργαστούν.  Την ίδια μέρα και περί ώρα 12:00 συνάντησε την παραπονούμενη, την οποία γνώριζε για περίπου 1-2 χρόνια προηγουμένως και συνομίλησε μαζί της στα αραβικά. Η παραπονούμενη του ανέφερε ότι ο κατηγορούμενος, τον οποίο ο μάρτυρας γνώριζε τότε για περίπου 10-12 χρόνια και με τον οποίο ήταν «επιφανειακά φίλοι», ανέφερε σε κάποιο άλλο πρόσωπο ότι η παραπονούμενη είναι άνδρας και όχι γυναίκα. Καθώς συνομιλούσαν, η παραπονούμενη κοίταξε τον κατηγορούμενο, ο οποίος βρισκόταν σε απόσταση περίπου 4 μέτρων από εκείνους. Μετά από λίγο η παραπονούμενη είπε αναφερόμενη στον κατηγορούμενο στα αραβικά τη λέξη «σιαρμούτα» που σημαίνει «πουτάνα». Ο κατηγορούμενος πλησίασε τότε την παραπονούμενη σε πολύ κοντινή απόσταση, φωνάζοντάς ότι δεν είναι γυναίκα αλλά άνδρας και τότε η παραπονούμενη, τον απώθησε σπρώχνοντάς τον. Τότε, ο κατηγορούμενος της επιτέθηκε κτυπώντας την με τα χέρια του στο πρόσωπό της και κλοτσώντας την στα πόδια. Όταν την κτυπούσε, η παραπονούμενη αντέδρασε και τον κτύπησε πίσω με τα χέρια της. Ο μάρτυρας προσπάθησε να τους χωρίσει, αλλά δεν τα κατάφερε. Από τα κτυπήματα του κατηγορούμενου, η παραπονούμενη έπεσε στο έδαφος. Ο κατηγορούμενος τότε είπε ότι θα πήγαινε στην αστυνομία και μάζεψε τα πράγματά του και έφυγε από το μέρος. Λόγω του ότι η παραποονούμενη δεν μπορούσε να περπατήσει, κλήθηκε ασθενοφόρο και τη μετέφερε στο νοσοκομείο. Ο Dervis ανάφερε ότι θα πάει στην αστυνομία, μάζεψε τα πράγματα του γρήγορα και αποχώρισε από το μέρος.

 

Σε περαιτέρω ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν, ο μάρτυρας απάντησε ότι λόγω του χρόνου που έχει διαρρεύσει δεν θυμάται λεπτομέρειες σε σχέση με το περιστατικό.

 

Αντεξεταζόμενος, ανέφερε ότι αυτό που θυμάται είναι ότι η παραπονούμενη έσπρωξε τον κατηγορούμενο και τότε εκείνος «νευρίασε πολλά» και την κτύπησε. Ερωτηθείς εάν η παραπονούμενη κτύπησε τον κατηγορούμενο, εκείνος απάντησε ότι λόγω των κτυπημάτων του κατηγορούμενου, τα οποία ήταν πολλά, εκείνη έπεσε στο έδαφος. Διερωτήθηκε πώς, ενώ η παραπονούμενη βρισκόταν στο έδαφος, θα μπορούσε να κτυπήσει τον κατηγορούμενο.

 

Κατηγορούμενος 

 

Στο πλαίσιο της κυρίως εξέτασής του, ο κατηγορούμενος υιοθέτησε το περιεχόμενο των καταθέσεών του στην αστυνομία με ημερομηνίες 01.02.2019 και 05.02.2019[5].

 

Η παραπονούμενη ήταν πελάτισσά του, εφόσον επισκεπτόταν συχνά το παζαράκι της Λινόπετρας. Του είπε ότι τον βρίσκει πολύ όμορφο και συχνά προφασιζόταν λόγους για να τον καλέσει στο σπίτι της. Ο κατηγορούμενος πήγε για σκοπούς της εργασίας του.  

 

Στις 15/12/2018 το πρωί, ενώ ο κατηγορούμενος βρισκόταν στο παζαράκι της Λινόπετρας, η παραπονούμενη τον πλησίασε, θέλοντας να αγοράσει κάποια πράγματα  από εκείνον και του ζήτησε να τα μεταφέρει εκείνος στο σπίτι της. Ο κατηγορούμενος αρνήθηκε. Τότε εκείνη εκνευρίστηκε και άρχισε να «μιλάει σαν άντρας». Την είδε να συνομιλεί με άλλα πρόσωπα σε απόσταση μερικών μέτρων, κοιτάζοντάς τον και την άκουσε να τον αποκαλεί «πούστη» στα αραβικά. Έπειτα, τον πλησίασε και άρχισε να τον κτυπά. Ο κατηγορούμενος της είπε να φύγει αλλά εκείνη άρχισε να τον γδέρνει με τα χέρια της στο λαιμό. Ο κατηγορούμενος δεν αντέδρασε, ούτε την έβρισε ή την απείλησε. Ακολούθως, τον έσπρωξε στο έδαφος, με αποτέλεσμα να πέσει πρώτος στο έδαφος ο κατηγορούμενος. Κατά το σπρώξιμο, ο κατηγορούμενος την τράβηξε και εκείνη έπεσε από πάνω του. Εκείνη προσπαθούσε να τον σφίξει από το λαιμό με τα χέρια της και εκείνος προσπαθούσε να την απωθήσει, με τα χέρια και τα πόδια του. Τότε κάποιο πρόσωπο που βρισκόταν εκεί κατάφερε να τους χωρίσει. Ο κατηγορούμενος μάζεψε αμέσως τα πράγματά του και έφυγε. Κατευθύνθηκε στην αστυνομία για να ενημερώσει σε σχέση με το περιστατικό. Δεν έδωσε, όμως, κατάθεση και ζήτησε από την αστυνομία να προβεί σε παρατήρηση προς την παραπονούμενη. Ανέφερε, ότι είχε συναντήσει και την παραπονούμενη στην αστυνομία την ημέρα του περιστατικού και ότι έγινε προσπάθεια για να συμφιλιωθούν και να μην προχωρήσουν σε υποβολή καταγγελίας.  

 

Ο κατηγορούμενος δεν υποβλήθηκε σε οποιαδήποτε ιατρική εξέταση την ημέρα του περιστατικού. Όταν κλήθηκε από την αστυνομία για να δώσει κατάθεση στο πλαίσιο διερεύνησης της καταγγελίας της παραπονούμενης, την 01.02.2019, ζήτησε να του δοθεί παραπεμπτικό για αυτό το σκοπό και έτσι εξετάστηκε από γιατρό στις 05.02.19. Τα αποτελέσματα της ιατρικής εξέτασης δεν έχουν παρουσιαστεί στο Δικαστήριο.

 

Σε σχετική ερώτηση που του υποβλήθηκε κατά την κυρίως εξέταση, ο κατηγορούμενος ανέφερε ότι όταν η παραπονούμενη συνομιλούσε με άλλο πρόσωπο σε απόσταση λίγων μέτρων, ο ίδιος έφυγε τον πάγκο του, επειδή εκεί βρίσκονταν τα παιδιά του και την πλησίασε ρωτώντας την τί θέλει από εκείνον. Η παραπονούμενη τον έβρισε με τη λέξη «σιαρμούτα» που σημαίνει «πουτάνα» στα αραβικά. Η παραπονούμενη του επιτέθηκε, τον έγδαρε στο λαιμό και τον έσπρωξε.  Εκείνος την έσπρωξε για να υπερασπιστεί τον εαυτό του, ως είπε και η παραπονούμενη τον ξαναέσπρωξε αρπάζοντάς τον από το στέρνο με αποτέλεσμα εκείνος να γλιστρήσει και να πέσει στο έδαφος. Πέφτοντας την τράβηξε μαζί του με αποτέλεσμα η παραπονούμενη να πέσει από πάνω του. Ο κατηγορούμενος, καθώς βρισκόταν στο έδαφος, την έσπρωξε για να φύγει από πάνω του. Μόνο αυτό έγινε, ως ισχυρίστηκε.

 

Ερωτώμενος σχετικά, πρόσθεσε ότι όταν κατάφερε να σηκωθεί από το έδαφος, η παραπονούμενη που βρισκόταν ακόμη κάτω, τον κλοτσούσε με τα πόδια της.

 

Αντεξεταζόμενος αναφορικά με τις ενέργειες της παραπονούμενης ενώ βρίσκονταν στο σπίτι της για την επιδιόρθωση του κρεβατιού που σύμφωνα με τον κατηγορούμενο έδειχναν ότι η ίδια επιθυμούσε τη σεξουαλική επαφή μαζί του, ο κατηγορούμενος απέφυγε να απαντήσει, λέγοντας ότι ντρέπεται να περιγράψει τέτοια πράγματα. Ανέφερε, επίσης, ότι ο λόγος που εκνευρίστηκε η παραπονούμενη, κατά τον επίδικο χρόνο πριν την επίθεση, ήταν επειδή ο ίδιος αρνήθηκε την πρότασή της να μεταφέρει τα πράγματα που θα αγόραζε από τον πάγκο του στο σπίτι της.

 

Επέμεινε ότι είναι η παραπονούμενη που τον πλησίασε και άρχισε να τον κτυπά και ότι εκείνος μόνο την έσπρωξε, αφού πρώτα τον έσπρωξε εκείνη, για να «σώσει τον εαυτό του». Ερωτώμενος για τα τραύματα που υπέστη η πραπονούμενη, απάντησε ότι ενεργούσε σε αυτοάμυνα και δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει γιατί χρειάστηκε να μεταφερθεί η παραπονούμενη με ασθενοφόρο στο νοσοκομείο, εφόσον ο ίδιος δεν την κτύπησε. Ο κατηγορούμενος ανέφερε ότι έπειτα από την επίθεση «μάλλον» είχε σημάδια στο λαιμό του και  στο πόδι του.

 

Ερωτηθείς εάν υποβλήθηκε σε ιατρική εξέταση έπειτα από το περιστατικό, ο κατηγορούμενος απάντησε ότι δεν πήγε σε γιατρό εκείνη την ημερά γιατί δεν είχε χρήματα ενώ σε άλλο σημείο της αντεξέτασής του ανέφερε ότι εξετάστηκε από γιατρό την ίδια μέρα που έλαβε χώρα το επίδικο περιστατικό. Συγκεκριμένα, πήγε στο Γενικό Νοσοκομείο Λεμεσού επειδή πονούσε το πόδι του και τη μέση του και μάλιστα, ανέφερε ότι αυτό καταγράφηκε στο μητρώο του νοσοκομείου.

 

Ανέφερε, επίσης, ότι πριν φύγει από το παζαράκι, τηλεφώνησε στην αστυνομία για να μεταβούν στο σημείο αλλά εκείνοι δεν το έπραξαν και έτσι αναγκάστηκε να πάει ο ίδιος σε αστυνομικό σταθμό για να καταγγείλει το περιστατικό. Ερωτώμενος σχετικά, απάντησε ότι δεν θυμάται πόση ώρα ανέμενε την αστυνομία για να φθάσει στο σημείο. Μπορεί 5 λεπτά, ως είπε.

 

Αυτή ήταν, συνοπτικά, η μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου. Μετά την ολοκλήρωση της παρουσίασης της μαρτυρίας, αμφότερες οι πλευρές αγόρευσαν στο Δικαστήριο υποστηρίζοντας τις εκ διαμέτρου αντίθετες θέσεις τους. Έχω υπόψη μου ό,τι αναφέρθηκε σε πλήρη μορφή και δεν χρειάζεται να το αναπαράγω.

 

Αξιολόγηση

 

Παρακολούθησα με ιδιαίτερη προσοχή τους μάρτυρες ενόσω αυτοί κατέθεταν κατά την ακροαματική διαδικασία και είχα την ευκαιρία να δω τον τρόπο που απαντούσαν στις διάφορες ερωτήσεις που τους υποβάλλονταν, το καλό ή κακό μνημονικό τους και, γενικότερα, τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα.

 

Μαρτυρία που γίνεται αποδεκτή, προτού χρησιμοποιηθεί ως υπόβαθρο διαπιστώσεων και ευρημάτων αξιολογείται στο σύνολό της με σκοπό να κριθεί αν είναι ή όχι αξιόπιστη[6], με την αναξιόπιστη μαρτυρία να μην αποτελεί αποδεικτικό υλικό ενώπιον του Δικαστηρίου και να μην αποδεικνύει οτιδήποτε[7]. Παράγοντας εξαιρετικής σπουδαιότητας για την κρίση της αξιοπιστίας κάθε μάρτυρα είναι η εντύπωση που αφήνει στο Δικαστήριο, μέσω των αντιδράσεών του, τον τρόπο που απαντά, την ευχέρεια που είχε να αντιληφθεί τα γεγονότα και την ιδιοσυγκρασία του.  Όμως, η αξιολόγηση της μαρτυρίας δεν περιορίζεται αποκλειστικώς στην ατομική κρίση της αξιοπιστίας κάθε μάρτυρα ξεχωριστά, αλλά αντιπαραβάλλεται και διερευνάται σε συνάρτηση και σύγκριση με την υπόλοιπη μαρτυρία[8]. Δεν είναι ορθή η μικροσκοπική εξέτασή της μαρτυρίας. Επουσιώδεις αντιφάσεις στη μαρτυρία ενός προσώπου δεν κλονίζουν, δίχως άλλο, την αξιοπιστία του. Αντιθέτως, αντιφάσεις που αφορούν μικρολεπτομέρειες κατά τη διήγηση γεγονότων, ειδικότερα έπειτα από την παρέλευση μεγάλου χρονικού διαστήματος,  είναι αναμενόμενες και δύνανται να προσδώσουν περισσότερη αληθοφάνεια και πειστικότητα στην υπό αξιολόγηση μαρτυρία[9]Το Δικαστήριο έχει τη διακριτική ευχέρεια να αποδεχτεί μέρος της μαρτυρίας ενός μάρτυρα που συγκεντρώνει τα απαραίτητα στοιχεία αξιοπιστίας και να απορρίψει το υπόλοιπο μέρος της μαρτυρίας ως αναξιόπιστο[10]. Είναι ανεπίτρεπτη η σύζευξη της αξιοπιστίας των μαρτύρων και του βάρους απόδειξης. Μόνο όταν διαπιστωθεί ότι μαρτυρία που παρουσίασε ο διάδικος περιέχει τα στοιχεία της αξιοπιστίας, μπορεί το Δικαστήριο να προχωρήσει στο επόμενο στάδιο που αφορά στο βάρος και επίπεδο απόδειξης[11].

 

Η μαρτυρία του Μ.Κ.1 ήταν τυπικής φύσεως και περιορίστηκε στο να αναφέρει τις ενέργειες στις οποίες προέβη κατά τη διερεύνηση του υπό κρίση αδικήματος. Πρόκειται για τρίτο ανεξάρτητο πρόσωπο, χωρίς κίνητρο να παραποιήσει τα γεγονότα. Η αξιοπιστία του δεν αμφισβητήθηκε από την πλευρά της Υπεράσπισης. Αποδέχομαι τη μαρτυρία του στο σύνολό της ως αληθή.

 

Ο Μ.Κ.3 άφησε πολύ θετική εντύπωση στο Δικαστήριο ως μάρτυρας αλήθειας. Πρόκειται για μέλος της οργάνωσης ACCEPT, το οποίο κατά τον επίδικο χρόνο δεν γνώριζε πολύ καλά την παραπονούμενη, αλλά όταν τον ενημέρωσε η ίδια ότι δέχθηκε επίθεση, έσπευσε να την συναντήσει έπειτα από το περιστατικό. Ο μάρτυρας δεν γνώριζε ούτε τον κατηγορούμενο. Δεν έχει οποιοδήποτε κίνητρο να καταθέσει ψευδώς στο Δικαστήριο. Κατέθεσε με απλότητα και ευθύτητα, χωρίς αντιφάσεις ή υπερβολές και τα όσα ανέφερε είχαν λογική συνοχή. Η γνώση του ως προς το τί έλαβε χώρα κατά το επίδικο περιστατικό πηγάζει από την ίδια την παραπονούμενη, η οποία προσήλθε, βεβαίως, στο Δικαστήριο για να καταθέσει πρωτογενώς. Εφόσον ο ίδιος δεν ήταν παρών κατά το επίδικο συμβάν, η μαρτυρία του ως προς αυτό το ζήτημα δεν είναι διαφωτιστική, ούτε δύναται υπό τις περιστάσεις να της δοθεί κάποια βαρύτητα. Η σημασία της μαρτυρίας του Μ.Κ.3 έγκειται στο γεγονός ότι όπως ανέφερε ο ίδιος στο Δικαστήριο, αλλά και η παραπονούνεμη επανειλημμένως, είναι ο ίδιος που ώθησε την παραπονούμενη να προβεί σε καταγγελία στην αστυνομία. Της είπε ότι λόγω της σοβαρότητας του περιστατικού, θα έπρεπε να μεταβούν σε αστυνομικό σταθμό για να το καταγγείλουν και ότι δεν είχε άλλη επιλογή. Πράγμα που έγινε. Επίσης, ήταν σε θέση να αναφέρει με βεβαιότητα ότι έπειτα από το επίδικο περιστατικό, όταν τη συνάντησε, η παραπονούμενη δυσκολευόταν να περπατήσει, πονούσε στο σώμα της και φορούσε κολλάρο στήριξης στο λαιμό της. Αποδέχομαι τη μαρτυρία του ως αξιόπιστη.

 

Θετική εντύπωση αποκόμισα και από τον Μ.Κ.4 ως πρόσωπο το οποίο προσήλθε για να καταθέσει την αλήθεια στο Δικαστήριο. Πρόκειται για ανεξάρτητο, αυτόπτη μάρτυρα του όλου περιστατικού, ο οποίος δεν είχε οποιοδήποτε κίνητρο να καταθέσει ψεύδη στην αστυνομία όταν κλήθηκε να δώσει κατάθεση έπειτα από το επίδικο περιστατικό ή στο Δικαστήριο σε σχέση με τα όσα διαμείφθηκαν μεταξύ του κατηγορούμενου και της παραπονούμενης. Λόγω τούτου, η μαρτυρία του κρίνεται ιδιαίτερα χρήσιμη και βοηθητική για το Δικαστήριο. Σε γενικές γραμμές, απαντούσε με απλότητα και δεν υπέπεσε σε αντιφάσεις, ούτε υπερβολές. Στα ουσιώδη σημεία της, δηλαδή στον ισχυρισμό του ότι ο κατηγορούμενος πλησίασε με επιθετικό τρόπο την παραπονούμενη ενόσω ο ίδιος συνομιλούσε μαζί της, στο ότι ο κατηγορούμενος φώναξε δημόσια ότι η παραπονούμενη δεν είναι γυναίκα αλλά άνδρας και στο ότι η παραπονούμενη, επειδή την είχε πλησιάσει πολύ, τον έσπρωξε πρώτη και ότι κατηγορούμενος εκνευρίστηκε και άρχισε να την κτυπά με τα χέρια του στο κεφάλι και να την κλοτσά στα πόδια μέχρι που εκείνη έπεσε στο έδαφος, η μαρτυρία του συνάδει και με τους ισχυρισμούς της παραπονούμενης. Ο ισχυρισμός του ότι πριν ο κατηγορούμενος πλησιάσει στο σημείο που βρισκόταν ο ίδιος με την παραπονούμενη, η παραπονούμενη συζητούσε για αυτόν και μάλιστα τον έβρισε στα αραβικά, αποτελεί σημείο απόκλισης από τη μαρτυρία της παραπονούμενης όμως συνάδει με την εκδοχή του κατηγορούμενου σε σχέση με το τί προηγήθηκε της επίθεσης.

 

Παρά το χρόνο που έχει διαρρεύσει μεταξύ του επίδικου περιστατικού και της κατάθεσής του στο Δικαστήριο, σε αυτές του τις θέσεις, οι οποίες είναι ουσιώδεις για τα επίδικα γεγονότα, ο μάρτυρας παρέμεινε σταθερός. Η αντεξεταστική γραμμή που ακολουθήθηκε δεν κατάφερε να πλήξει την αξιοπιστία του.

 

Δεν μου διαφεύγει, βεβαίως, ότι όταν ζητήθηκε από το μάρτυρα να αναφερθεί στις φράσεις που ανταλλάχθηκαν μεταξύ των εμπλεκόμενων προσώπων κατά το επίδικο περιστατικό ήτοι τις εξυβρίσεις ή την απειλή, ο μάρτυρας απάντησε αμέσως ότι δεν θυμάται οτιδήποτε άλλο, πέραν αυτών που κατέθεσε στην αστυνομία, λόγω του ομολογουμένως μεγάλου χρονικού διαστήματος που έχει διαρρεύσει από τότε. Αν και είναι κατανοητό ότι λόγω του χρόνου που έχει παρέλθει, ο μάρτυρας μπορεί να μην ήταν σε θέση να ανακαλέσει στη μνήμη του λεπτομέρειες του περιστατικού, τέτοιου είδους, εντούτοις, διαφάνηκε από τον άμεσο και απόλυτο τρόπο με τον οποίο απάντησε στην εν λόγω ερώτηση, μια απροθυμία του μάρτυρα να επεκτείνει τη μαρτυρία του πέραν των βασικών γεγονότων που είχε παραθέσει ήδη στην αστυνομία. Φρονώ ότι η απροθυμία του δεν είναι ασύνδετη με τη μακροχρόνια και φιλική (έστω και «επιφανειακή») σχέση που, όπως ομολόγησε, διατηρεί με τον κατηγορούμενο. Διαισθάνθηκα, δηλαδή, ότι μάρτυρας αμφιταλαντευόταν μεταξύ της υποχρέωσής του να παραθέσει την αλήθεια στο Δικαστήριο και του γεγονότος ότι, για τους δικούς του προσωπικούς λόγους, δεν ήθελε να ανακατευθεί περαιτέρω στην υπό κρίση υπόθεση, ούτε να καταθέσει περαιτέρω στοιχεία εναντίον του κατηγορούμενου. Ανεξαρτήτως τούτου του σημείου, δεν έχω αμφιβολία για την αλήθεια των όσων εν τέλει κατέθεσε, τόσο στην αστυνομία αρχικά (υιοθετώντας τα και στο Δικαστήριο) όσο και κατά την αντεξέτασή του. Αποδέχομαι, λοιπόν τη μαρτυρία του Μ.Κ.4 στην ολότητά της.

 

Στρέφομαι τώρα να εξετάσω τη μαρτυρία της παραπονούμενης:

 

Η παραπονούμενη άφησε, σε γενικές γραμμές, θετική εντύπωση στο Δικαστήριο ως μάρτυρας αλήθειας. Ήταν εμφανής η συναισθηματική της φόρτιση όταν κατέθετε στο Δικαστήριο και γενικά εξέπεμπε μια βεβαιότητα για τα όσα κατέθετε. Φαινόταν ότι το επίδικο περιστατικό την είχε στιγματίσει και η αναβίωσή του στο εδώλιο του μάρτυρα ήταν δύσκολη για την ίδια. Υπήρξε πειστική στους ουσιώδεις ισχυρισμούς της σε σχέση με την επίθεση που δέχτηκε, οι οποίοι ισχυρισμοί υποστηρίζονται ή ενισχύονται και από άλλη μαρτυρία που προσκομίστηκε στο Δικαστήριο. Εντούτοις, εντοπίζονται κάποιες αδυναμίες στη μαρτυρία της, η οποία δεν υπήρξε αρκούντως συμπαγής και ισχυρή σε σχέση με όλες τις πτυχές των γεγονότων που παρέθεσε, που την καθιστούν μη δυνάμενη να οδηγήσει από μόνη της στην καταδίκη του κατηγορούμενου. Με άλλα λόγια, κρίνεται σε γενικές γραμμές ως αξιόπιστη μάρτυρας, αλλά ως εξηγείται πιο κάτω, δεν θα γίνουν αποδεκτές από το Δικαστήριο όλες οι πτυχές της μαρτυρίας της:

 

Αν και ρωτήθηκε επανειλημμένως, απέφυγε να απαντήσει ευθέως ως προς το κατά πόσο είναι διεμφυλικό άτομο ή όχι. Από τον τρόπου που απαντούσε, κατέστη αντιληπτό ότι αυτή η «υπεκφυγή» της πηγάζει από το γεγονός ότι ένα διεμφυλικό άτομο, λόγω του ψυχισμού του, δεν προσδιορίζει την ταυτότητα φύλου του σε συνάρτηση με το βιολογικό του φύλο. Συνεπώς, ερωτήσεις του τύπου «είναι ή ήσουν άνδρας;», ως της υποβλήθηκαν, ήταν εμφανώς δύσκολο να απαντηθούν ευθέως από την ίδια. Η ίδια προσδιορίζει τον εαυτό της ως θηλυκό και δεν ήταν σε θέση να τοποθετηθεί ευθέως επί του αντιθέτου.  Τα όσα ανέφερε επί τούτου, όμως, και τα οποία έχουν παρατεθεί πιο πάνω κατά τη σύνοψη της μαρτυρίας της, αρκούν για να απαντήσουν σε αυτό το ερώτημα. Ούτε αμφισβητήθηκε από την Υπεράσπιση σε κανένα σημείο της ακρόασης ότι η μάρτυρας είναι διεμφυλικό άτομο.

 

Περιέγραψε την επίθεση που δέχθηκε με άμεσο, αρκούντως επεξηγηματικό και παραστατικό τρόπο. Τα ουσιώδη σημεία της εν λόγω περιγραφής συνάδουν και ενισχύονται από τη μαρτυρία του Μ.Κ.4, ενός τρίτου ανεξάρτητου προσώπου που βρισκόταν, κατά τον επίδικο χρόνο, στο σημείο. Επίσης, η αλήθεια των λεχθέντων της υποστηρίζεται και από το γεγονός ότι χρειάστηκε να διακομισθεί άμεσα στο Νοσοκομείο, αφού έπειτα από το περιστατικό δεν μπορούσε να κινηθεί. Εκεί διαπιστώθηκε ότι έφερε σωματικές βλάβες, ήτοι «οίδημα στο χείλος, εκδορές αριστερού γονάτου κνήμης και οίδημα έξω αριστερά», βλάβες οι οποίες συνδέονται με κτυπήματα στο κεφάλι και κλοτσιές στα πόδια, ως η εκδοχή της παραπονούμενης. Δεν έχε εξάλλου προσκομισθεί οποιαδήποτε μαρτυρία εμπειρογνώμονα που να τείνει να αποσυνδέσει τις εν λόγω σωματικές βλάβες με το είδος των κτυπημάτων που ισχυρίζεται ότι δέχθηκε η παραπονούμενη, παρά την προσπάθεια του συνηγόρου Υπεράσπισης να το πράξει κατά το στάδιο των τελικών αγορεύσεων. Ως ζήτημα ανθρώπινης εμπειρίας και κοινής γνώσης, οιδήματα και εκδορές στο σώμα δύναται να προκληθούν όταν ένα πρόσωπο δέχεται επίθεση με κτυπήματα και κλοτσιές με αποτέλεσμα, μάλιστα, να πέσει και κάτω στο έδαφος. Ενόψει της φύσης και της έντασης του περιστατικού, περιλαμβανομένης της χρονικής αλληλουχίας των κτυπημάτων, δεν αναμένεται από την παραπονούμενη να προσδιορίσει ποια ακριβώς ενέργεια του κατηγορούμενου, κατά τη διάρκεια του περιστατικού, αντιστοιχεί σε κάθε σωματική βλάβη που διαπιστώθηκε από το γιατρό αργότερα.

 

Παρά το ότι η αντεξέτασή της ήταν μακρά και επίπονη, η παραπονούμενη παρέμεινε σταθερή στους ουσιώδης ισχυρισμούς της. Δεν αρνήθηκε, επίσης, ότι όταν, αρχικά, την πλησίασε ο κατηγορούμενος, αρπάζοντάς την από τα ρούχα, η ίδια τον έσπρωξε με το χέρι της για να τον απωθήσει. Παρουσίασε αυτή της την ενέργεια ως μια φυσιολογική αντίδραση προς ένα πρόσωπο που την βρίζει και την πλησιάζει με επιθετικό τρόπο. Αφού τον έσπρωξε, ο ίδιος άρχισε να της επιτίθεται κτυπώντας την με τα χέρια στο κεφάλι αλλά και κλοτσώντας την στα πόδια μέχρι που η ίδια έπεσε στο έδαφος. Εξήγησε, μάλιστα, η παραπονούμενη ότι λόγω της συγκριτικά μεγαλύτερης σωματικής της διάπλασης, ο κατηγορούμενος την τράβηξε κάτω αρχικά από το χέρι και την κτυπούσε στο κεφάλι, καταφέρνοντας να περικλείσει το κεφάλι της με το χέρι του (κεφαλοκλείδωμα) και έπειτα η παραπονούμενη έπεσε στο πάτωμα. Εξήγησε, επίσης, ότι λόγω εγχειρήσεων στις οποίες υπεβλήθη προηγουμένως και συγκεκριμένα «στα πόδια», η ίδια δεν μπορούσε να τρέξει, ούτε είχε τη δύναμη ή την ευχέρεια, λόγω κινητικών δυσκολιών που αντιμετωπίζει, να προστατεύσει τον εαυτό της. Συνεπώς, εξήγησε ότι παρά τη σωματική της διάπλαση, δεν ήταν σε θέση να εμποδίσει ή να αποφύγει την επίθεση που δέχθηκε από τον κατηγορούμενο.

 

Η περιγραφή της ως προς την ταπείνωση και τον εξευτελισμό που ένιωσε λόγω του επίδικου περιστατικού, το οποίο έλαβε σε δημόσιο χώρο, στην παρουσία διάφορων περαστικών, ήταν αληθοφανής και προσέδωσε περαιτέρω πειστικότητα στα λεγόμενά της.

 

Επίσης, ο ισχυρισμός της ότι ο κατηγορούμενος, πριν την επίθεση, την πλησίασε ρωτώντας την τί έλεγε για τον ίδιο και φωνάζοντας δημόσια ότι η ίδια δεν ήταν γυναίκα αλλά άνδρας, επιβεβαιώνεται και από την κατάθεση του Μ.Κ.4.

 

Περαιτέρω, το γεγονός ότι η ίδια αρχικά δεν σκόπευε να καταγγείλει το περιστατικό στην αστυνομία αλλά αποφάσισε να το πράξει έπειτα από παρότρυνση του Μ.Κ.3, μέλος της οργάνωσης ACCEPT, ο οποίος της επισήμανε τη σοβαρότητα των πράξεων του κατηγορούμενου, πράγμα που επιβεβαίωσε και ο ίδιος ο Μ.Κ.3, υποδηλώνει τη γνησιότητα των προθέσεών της, όταν προέβη στην επίδικη καταγγελία. Αυτό προσδίδει περισσότερη πειστικότητα στα λεγόμενά της, εφόσον τείνει να καταδείξει ότι η καταγγελία στην αστυνομία εναντίον του κατηγορούμενου δεν έγινε προς εξυπηρέτηση αλλότριων σκοπών.

 

Εντόπισα, όμως, και κάποιες αδυναμίες στη μαρτυρία της παραπονούμενης, αντιπαραβάλλοντάς την με την υπόλοιπη προσκομισθείσα μαρτυρία. Τις παραθέτω πιο κάτω:

 

-       Η παραπονούμενη κατέθεσε ότι όταν συνομιλούσε με τον Μ.Κ.4, πριν να την πλησιάσει ο κατηγορούμενος, δεν συζητούσαν για τον κατηγορούμενο αλλά για την αλλαγή του χώρου που διεξαγόταν το παζαράκι. Επίσης, αρνήθηκε ότι τον εξύβρισε με στα αραβικά με τη λέξη «σιαρμούτα» που σημαίνει «πουτάνα». Παρεξήγησε, δηλαδή, ο κατηγορούμενος κάποιες χειρονομίες της και θεώρησε ότι συζητούσαν αρνητικά για τον ίδιο, για αυτό και αντέδρασε με αυτόν τον τρόπο. Αυτή η θέση της, όμως, έρχεται σε αντίθεση με την κατάθεση του Μ.Κ.4, ο οποίος ανέφερε ότι εκείνη τη στιγμή η παραπονούμενη του έλεγε ότι ο κατηγορούμενος τη συκοφαντεί λέγοντας ότι δεν είναι γυναίκα αλλά άνδρας και ότι κάποια στιγμή, καθώς συνομιλούσαν, η παραπονούμενη κοίταξε τον κατηγορούμενο και ξεστόμισε τη λέξη «σιαρμούτα». Ο κατηγορούμενος, επίσης, κατέθεσε ότι άκουσε αυτή την βρισιά, την οποία αντιλήφθηκε στα αραβικά και για αυτό κατευθύνθηκε προς την παραπονούμενη.

 

-       Η παραπονούμενη ανέφερε ότι όταν συνομιλούσε με τον Μ.Κ.4 βρισκόταν σε μεγάλη απόσταση από τον κατηγορούμενο, περίπου 30-40 μέτρα, ενώ τόσο ο κατηγορούμενος όσο και ο Μ.Κ.4 ισχυρίστηκαν ότι βρίσκονταν σε απόσταση περίπου 4 μέτρων από τον πάγκο του κατηγορούμενου και άρα ο κατηγορούμενος ήταν σε θέση να ακούσει την εξυβριστική φράση.

 

-       Παρά το ότι η παραπονούμενη κατέθεσε ότι ο κατηγορούμενος την έβρισε με τις λέξεις «πούστη, πεζεβέγκη» και ότι την απείλησε με τη φράση στην αγγλική γλώσσα: «θα σε κάνω σιεφταλιά και θα σε ανοίξω όπως τις σαρδέλες», εντούτοις ο Μ.Κ.4, ο οποίος βρισκόταν δίπλα της, δεν ανέφερε κάτι τέτοιο στην αστυνομία έπειτα από το επίδικο περιστατικό, αλλά ούτε και στο Δικαστήριο. Το μόνο που ανέφερε ήταν ότι ο κατηγορούμενος φώναζε ότι η παραπονούμενη δεν είναι γυναίκα αλλά άνδρας. Επίσης, δεν φαίνεται να λήφθηκε οποιαδήποτε άλλη κατάθεση από πρόσωπα που βρίσκονταν εκεί κατά τη διερεύνηση του αδικήματος, και εν πάση περιπτώσει, δεν προσκομίστηκε οποιαδήποτε υποστηρικτής φύσεως μαρτυρία σε σχέση με αυτόν τον ισχυρισμό, τον οποίο αρνείται ο κατηγορούμενος. Η παραπονούμενη σε κάποιο σημείο της κατάθεσής της ανέφερε ότι ο κατηγορούμενος την απείλησε όταν την πλησίασε και πριν να αρχίσει να της επιτίθεται και σε άλλο σημείο ότι την απείλησε καθώς απομακρυνόταν από το μέρος, έπειτα από την επίθεση.

 

-       Στην κατάθεσή της στην αστυνομία, η παραπονούμενη δεν αναφέρθηκε αρχικά στο γεγονός ότι όταν την πλησίασε επιθετικά ο κατηγορούμενος, η ίδια αντιδρώντας τον έσπρωξε με το χέρι της για να τον απωθήσει. Το ανέφερε για πρώτη φορά στο Δικαστήριο κατά το στάδιο της αντεξέτασής της, κατόπιν σχετικής υποβολής. Αν και έχω πεισθεί ότι αυτό είναι που έλαβε χώρα στην πραγματικότητα, τόσο από τη φυσικότητα με την οποία απάντησε η παραπονούμενη στην εν λόγω υποβολή όσο και από το γεγονός ότι η θέση αυτή υποστηρίζεται και από τη μαρτυρία του Μ.Κ.4, εντούτοις προβληματίζει η επιλογή της παραπονούμενης να μην παραθέσει αυτό το στοιχείο από την αρχή στο Δικαστήριο και να το αποκαλύψει μόνο όταν ρωτήθηκε ειδικά επί τούτου.

 

-       Η παραπονούμενη στην προσπάθειά της να πείσει το Δικαστήριο ότι αρκετούς μήνες πριν από το επίδικο περιστατικό, όταν ο κατηγορούμενος μετέβη στην οικία της για να επιδιορθώσει το σκελετό ενός κρεβατιού, επιχείρησε να την προσεγγίσει ερωτικά και η ίδια αρνήθηκε, μίλησε επανειλημμένα με άκομψο και πολύ απαξιωτικό τρόπο για την εξωτερική εμφάνιση του κατηγορούμενου σε σύγκριση με τα επιτεύγματα της ίδιας, με αποτέλεσμα να καταφύγει σε εμφανείς υπερβολές που, κατά συνέπεια, πλήττουν την πειστικότητα των ισχυρισμών της για το τί πραγματικά έλαβε χώρα μεταξύ τους κατ’ εκείνο το χρονικό διάστημα.

 

Έχοντας υπόψη και την θέση του κατηγορούμενου ως προς αυτό το ζήτημα, αυτό που αναφύεται ως μη αμφισβητούμενο γεγονός είναι ότι οι δυο τους γνωρίζονταν πριν από το επίδικο περιστατικό καθότι η παραπονούμενη είχε αγοράσει κατά καιρούς εμπορεύματα από τον κατηγορούμενο και ότι αρκετούς μήνες πριν το επίδικο περιστατικό, ο κατηγορούμενος μετέβη στην οικία της για κάποιες μέρες με σκοπό την επιδιόρθωση του σκελετού ενός κρεβατιού. Κατ΄ εκείνο το χρόνο, υπήρξε κάποια ερωτική διάθεση και προσέγγιση από τον έναν προς τον άλλο (χωρίς να διαδραματίζει οποιονδήποτε ρόλο για τους σκοπούς της παρούσας υπόθεσης ποιος από τους δύο προέβη σε αυτό το διάβημα) αλλά η εν λόγω προσπάθεια δεν ευόδωσε με αποτέλεσμα έκτοτε να ψυχρανθούν οι σχέσεις τους.

 

-       Για σκοπούς πληρότητας σημειώνω ότι παρατηρείται κάποια παλινδρόμηση στη θέση της παραπονούμενης ότι προσπάθησε να καταγράψει τους αριθμούς εγγραφής του οχήματος του κατηγορούμενου ώστε να τον καταγγείλει στην αστυνομία αλλά ο ίδιος χρησιμοποιώντας ένα χαρτί, πρόλαβε και τους απέκρυψε. Σε κάποιο σημείο ανέφερε ότι αυτό έγινε πριν της επιτεθεί και σε άλλο έπειτα από την επίθεση και καθώς η ίδια βρισκόταν στο έδαφος. Επίσης, δεν θυμόταν να περιγράψει πού βρίσκονταν τα παιδιά του κατηγορούμενου κατά το επίδικο συμβάν, παρά το ότι ανέφερε ότι αυτά ήταν απεριποίητα, κρύωναν και βρίσκονταν σε άσχημη κατάσταση. Παρά την ασάφεια που περιβάλλει τους ισχυρισμούς αυτούς, κρίνω ότι αυτοί είναι επουσιώδεις και δεν προσθέτουν οτιδήποτε στα επίδικα γεγονότα. Λόγω του χρόνου που έχει παρέλθει, είναι φυσικό και αναμενόμενο να επέλθει κάποια σύγχυση στη μνήμη ενός μάρτυρα ειδικότερα σε επιμέρους μη σημαντικά ζητήματα που περιβάλλουν ένα συγκεκριμένο περιστατικό. Αυτό δεν συνεπάγεται ότι η παραπονούμενη προσπάθησε επιτηδευμένα να παραπλανήσει το Δικαστήριο προβάλλοντας αυτούς τους ισχυρισμούς, ούτε αρκεί για να κλονίσει την αξιοπιστία της ως προς τους υπόλοιπους ισχυρισμούς που εγέρθηκαν.

 

Αξιολογώντας, λοιπόν, τη μαρτυρία της παραπονούμενης και αντιπαραβάλλοντάς την με την υπόλοιπη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον μου, κρίνω ότι η παραπονούμενη προσήλθε στο Δικαστήριο για να καταθέσει, ως επί των πλείστων, την αλήθεια ως προς τον τρόπο που δέχθηκε επίθεση από τον κατηγορούμενο. Η εκδοχή της ενισχύεται και από τη μαρτυρία του Μ.Κ.4. Η περιγραφή των γεγονότων στην οποία προέβη ο καθένας από αυτούς ταυτίζεται ως προς τα ουσιώδη σημεία της.  Αποδέχομαι, επίσης, ότι  λόγω των κτυπημάτων του κατηγορούμενου, η παραπονούμενη υπέστη τις σωματικές βλάβες που αναφέρονται στην ιατρική γνωμάτευση που κατατέθηκε ως παραδεκτό γεγονός.

 

Οι αδυναμίες όμως που εντοπίζονται στη μαρτυρία της (ως έχουν τεθεί πιο πάνω), περιλαμβανομένης της παρατηρηθείσας τάσης της παραπονούμενης να καταφεύγει -σε κάποια σημεία της εξιστόρησης των γεγονότων- σε υπερβολές, δεν μου επιτρέπουν να αποδεχθώ πτυχές της μαρτυρίας της, οι οποίες δεν υποστηρίζονται ή ενισχύονται από άλλη ανεξάρτητη μαρτυρία.

 

Συγκεκριμένα, δεν αποδέχομαι τον ισχυρισμό της ότι η ίδια δεν ξεστόμισε την εξυβριστική φράση στα αραβικά εναντίον του κατηγορούμενου. Αυτός της ο ισχυρισμός προσκρούει με τη μαρτυρία του Μ.Κ.4 (αλλά και του κατηγορούμενου).

 

Επίσης, στην απουσία υποστηρικτικής ή ενισχυτικής φύσεως μαρτυρίας προς τούτο, δεν θεωρώ ασφαλές, υπό τις περιστάσεις, να προβώ σε εύρημα ότι ο κατηγορούμενος απείλησε την παραπονούμενη με τη φράση που αναφέρεται στην κατηγορία 2 ή με τις συγκεκριμένες υβριστικές λέξεις που αναφέρονται στην κατηγορία 3, ήτοι «πούστη» και «πεζεβέγκη». Πρόκειται για ισχυρισμούς που αναφέρθηκαν με κάποια γενικότητα από την παραπονούμενη, στην προσπάθειά της να περιγράψει το περιστατικό της επίθεσης ως εκτυλίχθηκε και οι οποίοι δεν υποστηρίζονται από οποιαδήποτε άλλη ανεξάρτητης φύσεως μαρτυρία, πέραν από τη δική της. Σε περιπτώσεις όπου η μόνη ενοχοποιητική μαρτυρία εναντίον ενός κατηγορούμενου πηγάζει μόνο από ένα πρόσωπο, το Δικαστήριο οφείλει να την προσεγγίσει με ιδιαίτερη προσοχή, αλλά όχι προκατάληψη, αναγνωρίζοντας τον κίνδυνο που ελλοχεύει σε περίπτωση καταδίκης του κατηγορούμενου βασιζόμενο στη μαρτυρία ενός μόνο προσώπου. Εξάλλου, παρά το ότι το περιστατικό έλαβε χώρα σε δημόσιο χώρο, ο αστυνομικός ανακριτής δεν φαίνεται να έλαβε μαρτυρία από άλλα πρόσωπα που βρίσκονταν εκεί, πέραν από τον Μ.Κ.4, ούτε φαίνεται να ρώτησε τον Μ.Κ.4 να τοποθετηθεί ως προς το κατά πόσο άκουσε τον κατηγορούμενο να ξεστομίζει τέτοιες φράσεις κατά το χρόνο που έλαβε χώρα η επίθεση. Όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, ο Μ.Κ.4 δεν κατέθεσε σε σχέση με αυτή την πτυχή των γεγονότων ούτε στην αστυνομία, ούτε στο Δικαστήριο.

 

Θεωρώ σκόπιμο να αναφέρω, επίσης, ότι αποδέχομαι ως αληθή τη θέση της παραπονούμενης ότι η σωματική βλάβη που υπέστη επεκτάθηκε πέραν των όσων εντόπισε ο Δρ. Τρύφωνος κατά την αρχική της εξέταση στο Τμήμα των Πρώτων Βοηθειών του Νοσοκομείου. Συγκεκριμένα, πείσθηκα από τον ισχυρισμό της ότι κάποιες μέρες έπειτα από την επίθεση που δέχθηκε, διαπιστώθηκε ότι προκλήθηκε βλάβη σε μία βίδα στερεοποίησης της πλατίνας που τοποθετήθηκε στην περιοχή του αυχένα της. Αυτό της προκάλεσε μόνιμη αναπηρία, ενώ οι γιατροί την συμβούλευσαν να αποφύγει να υποβληθεί σε εγχείρηση προς επιδιόρθωση της κατάστασής της. Η περιγραφή της ως προς το βουητό που άκουσε και τη θερμότητα που ένιωσε σε εκείνο το σημείο κατά τη διάρκεια της επίθεσης ήταν αληθοφανής και πειστική, όπως και ο τρόπος που, κατ’ επανάληψη, διηγήθηκε τις επιπτώσεις που αυτή η αναπηρία είχε στη ζωή της. Η επιδείνωση της κατάστασής της υγείας της έπειτα από το επίδικο περιστατικό υποστηρίζεται σε κάποιο βαθμό και από τη μαρτυρία του Μ.Κ.3, ο οποίος ανέφερε μεταξύ άλλων ότι η παραπονούμενη χρειάστηκε να τοποθετήσει κολλάρο γύρω από το λαιμό της και είναι με αυτό που μετέβη στο αστυνομικό τμήμα για να καταγγείλει το περιστατικό.

 

Ωστόσο, τονίζεται ότι δεν προσκομίστηκε κάποια ιατρική διάγνωση ή οποιαδήποτε άλλα έγγραφα (όπως π.χ. ακτινογραφίες πριν και μετά από το επίδικο περιστατικό) που να προσδιορίζουν την εν λόγω σωματική βλάβη, ούτε κλήθηκε από την Κατηγορούσα Αρχή για να καταθέσει στο Δικαστήριο ο θεράπων ιατρός της σε σχέση με σχετική διάγνωσή του. Δεν επιχειρήθηκε να αποδειχθεί με ιατρική μαρτυρία η απαιτούμενη διασύνδεση μεταξύ της εν λόγω σωματικής βλάβης και των ενεργειών του κατηγορούμενου. Η παραπονούμενη με τη σειρά της παρέλειψε να αναφέρει κάτι σχετικό στην αστυνομία κατά την υποβολή της καταγγελίας της. Στη βάση τούτων και δεδομένης της φύσης και της σοβαρότητας του συγκεκριμένου ισχυρισμού, το Δικαστήριο δεν μπορεί να στηριχθεί μόνο στην προφορική μαρτυρία της παραπονούμενης για να προβεί με σαφήνεια και ασφάλεια σε εύρημα ως προς την ακριβή διάγνωση της εν λόγω σωματικής βλάβης, ότι αυτή προκλήθηκε κατά τη διάρκεια του επίδικου περιστατικού και τις συνέπειες που η εν λόγω βλάβη είχε στη μετέπειτα ζωή της. Εν πάση περιπτώσει, ως προκύπτει από τη φύση του αδικήματος που αντιμετωπίζει ο κατηγορούμενος ως αυτό περιγράφεται στο κατηγορητήριο, η Κατηγορούσα Αρχή δεν καταλογίζει στον κατηγορούμενο ότι της προκάλεσε «βαριά σωματική βλάβη» και για αυτό το λόγο μάλλον δεν επιχειρήθηκε να αποδειχθεί και τέτοια υπόθεση εναντίον του. Η κατηγορία που αντιμετωπίζει περιορίζεται στην πρόκληση «πραγματικής» σωματικής βλάβης ως αυτή προσδιορίζεται στην ιατρική γνωμάτευση του Δρ. Τρύφωνος.

 

Υπεισερχόμενος στη μαρτυρία του κατηγορούμενου, αυτός δεν άφησε θετική εντύπωση στο Δικαστήριο ως μάρτυρας αλήθειας. Πρόκειται για πρόσωπο το οποίο, εκ των πραγμάτων, έχει κίνητρο να παραθέσει ψεύδη στο Δικαστήριο ώστε να αποφύγει την ποινική του ευθύνη, στοιχείο το οποίο λαμβάνεται υπόψη, χωρίς όμως να εξετάζεται η μαρτυρία του με προκατάληψη. Η  αντεξεταστική γραμμή που ακολουθήθηκε κατάφερε να αναδείξει διάφορες αντιφάσεις σε ουσιώδη σημεία της μαρτυρίας του, ενώ η εκδοχή του, δεν υποστηρίζεται από οποιαδήποτε άλλη μαρτυρία έχει τεθεί στο Δικαστήριο, αντιθέτως προσκρούει σε αυτήν. Επισημαίνω τα εξής:

 

-       Κατά την κατάθεσή του στην αστυνομία ο κατηγορούμενος ισχυρίστηκε ότι η παραπονούμενη τον έβριζε στα αραβικά και έπειτα ότι είναι εκείνη που τον πλησίασε και τον κτύπησε, γδέρνοντάς τον στο λαιμό. Έπειτα, στο Δικαστήριο, σε μια προσπάθεια να εναρμονίσει τη μαρτυρία του με αυτήν του Μ.Κ.4, ανέφερε ότι ακούγοντας τη βρισιά στα αραβικά, ο ίδιος έφυγε από τον πάγκο του γιατί εκεί βρίσκονταν τα παιδιά του και πλησίασε την παραπονούμενη ρωτώντας την τί θέλει και τον βρίζει.

 

-       Ο ισχυρισμός του ότι ουδέποτε φώναξε ότι η παραπονούμενη είναι άνδρας και όχι γυναίκα, επειδή σέβεται τα διεμφυλικά άτομα προσκρούει με τη μαρτυρία του Μ.Κ.4 αλλά και της παραπονούμενης.

 

-       Βασική του θέση υπήρξε, αρχικά, ότι είναι η παραπονούμενη που τον κτυπούσε και που τον έσπρωξε ρίχνοντάς τον στο έδαφος. Καθώς τον έσπρωξε, ο ίδιος την τράβηξε με αποτέλεσμα να χάσει και εκείνη την ισορροπία της και να πέσει πάνω του. Πέραν τούτου, ο ίδιος δεν αντέδρασε, δεν «έκανε τίποτε». Όταν βρισκόταν στο έδαφος, η παραπονούμενη προσπαθούσε να τον πιάσει από το λαιμό και ο ίδιος προσπαθούσε μόνο να ξεφύγει χρησιμοποιώντας τα χέρια και τα πόδια του. Δεν υπήρξε σταθερός σε αυτή του τη θέση αφού σε άλλο σημείο ανέφερε ότι η παραπονούμενη τον έσπρωξε αρχικά, έπειτα την έσπρωξε και εκείνος «για να υπερασπιστεί τον εαυτό του». Ακολούθως, η παραπονούμενη τον έσπρωξε ξανά και μαζί έπεσαν στο έδαφος. Καθώς τον κτυπούσε, την «έσπρωξε» για να φύγει από πάνω του και εκεί έληξε το περιστατικό. Αντιπαραβάλλοντας την μαρτυρία του, ακόμη και με τις διαφοροποιήσεις που παρατηρούνται, με την υπόλοιπη προσκομισθείσα μαρτυρία, σημειώνω ότι η εκδοχή του δεν συνάδει με την εκδοχή του Μ.Κ.4, ο οποίος αποτελούσε τρίτο ανεξάρτητο πρόσωπο που παρακολούθησε το περιστατικό (ούτε βεβαίως με αυτήν της παραπονούμενης). Όταν ρωτήθηκε πώς, εφόσον ο ίδιος δεν την κτύπησε, προκλήθηκαν οι σωματικές βλάβες στην παραπονούμενη με αποτέλεσμα η ίδια να μην μπορεί να μετακινηθεί και να χρειαστεί να κληθεί ασθενοφόρο για να την παραλάβει, ο κατηγορούμενος δεν ήταν σε θέση να δώσει κάποια πειστική εξήγηση. Είπε απλά ότι έφυγε από το σημείο και δεν γνωρίζει γιατί χρειάστηκε ασθενοφόρο και να μεταφέρει την παραπονούμενη.

 

-       Ο κατηγορούμενος ανέφερε ότι έπειτα από το περιστατικό υπέστη και ο ίδιος σωματικές βλάβες. Ερωτώμενος σχετικά, ανέφερε αρχικά ότι δεν μετέβη για ιατρική εξέταση την ίδια μέρα καθότι δεν είχε χρήματα και είχε τα παιδιά μαζί του. Σε άλλο σημείο της μαρτυρίας του, ανέφερε ότι τελικά μετέβη για ιατρική εξέταση την ίδια μέρα του περιστατικού και ότι μετέβη για δεύτερη φορά για ιατρική εξέταση ένα μήνα αργότερα, με παραπεμπτικό από την αστυνομία. Δεν προσκομίστηκε στο Δικαστήριο οποιαδήποτε έγγραφο, ιατρική γνωμάτευση ή άλλη μαρτυρία που να υποστηρίζει τον ισχυρισμό του ότι ο ίδιος υπέστη σωματικές βλάβες.

 

-       Αρχικά ανέφερε ότι αφού έφυγε από το χώρο που συνέβη το επίδικο περιστατικό, μετέβη ο ίδιος για να καταγγείλει το περιστατικό την ίδια μέρα στην αστυνομία, αλλά η αστυνομία δεν του έδωσε σημασία. Σε άλλο σημείο ανέφερε ότι μετέβη στην αστυνομία την ίδια μέρα αλλά «δεν τους είπε τίποτε, μόνο έδωσε τα νούμερα του αυτοκινήτου της» και ζήτησε να της γίνει παρατήρηση. Σε άλλο σημείο πρόσθεσε ότι μόλις έλαβε χώρα το περιστατικό και ενώ βρισκόταν, ακόμη, στο χώρο πήρε τηλέφωνο την αστυνομία για να καταγγείλει το περιστατικό και μάλιστα περίμενε εκεί για περίπου 5 λεπτά, πριν τελικά αποφασίσει να φύγει. Σε άλλο σημείο της μαρτυρίας του,  περιγράφοντας το περιστατικό, ανέφερε ότι μόλις κατάφερε να απωθήσει την παραπονούμενη από πάνω του, μάζεψε βιαστικά τα πράγματά του και έφυγε από το σημείο, χωρίς καμία αναφορά σε τηλεφώνημα προς την αστυνομία. Αυτό που φαίνεται να προκύπτει από την προσκομισθείσα μαρτυρία είναι ότι το περιστατικό καταγγέλθηκε από την παραπονούμενη στις 15.12.2018[12] και ότι έγινε μια προσπάθεια συμφιλίωσης των δύο από την αστυνομία το ίδιο βράδυ όταν μετέβη στον σταθμό η παραπονούμενη μαζί με τον Μ.Κ.3. Δεν δόθηκαν πληροφορίες ως προς το πώς διευθετήθηκε αυτή η συνάντηση. Όμως, παρά τις αρχικές ενδείξεις ότι το αρχικό παράπονο εναντίον του δεν θα προωθείτο, η παραπονούμενη αποφάσισε να προωθήσει την καταγγελία της και έτσι της λήφθηκε κατάθεση με τη βοήθεια διερμηνέα στις 07.01.2019. Έπειτα, χρειάστηκε να εκδοθούν δύο κλήσεις στη βάση του άρθρου 5(1) του Κεφ. 155 από την αστυνομία δεσμεύοντάς τον κατηγορούμενο να παρουσιαστεί στο αστυνομικό τμήμα για να δώσει κατάθεση την 01.02.2019 και την 05.02.2019 στο πλαίσιο διερεύνησης της υπόθεσης[13], όπως και έγινε. Στην κατάθεσή του ημερομηνίας 01.02.2019 δεν επιθυμούσε να αναφέρει οτιδήποτε προτού εξεταστεί από γιατρό και μιλήσει με τον δικηγόρο του και ακολούθως, μέσω της κατάθεσής του ημερομηνίας 05.02.2019 εξέφρασε στην αστυνομία το παράπονό του εναντίον της κατηγορούμενης.  

 

Έχοντας παρακολουθήσει με προσοχή τον κατηγορούμενο κατά το χρόνο που κατέθετε στο εδώλιο του μάρτυρα, την εναλλαγή των θέσεων του σε μια προσπάθεια να εναρμονίσει, όσο μπορούσε, την εκδοχή του με τη μαρτυρία που παρουσιάστηκε εναντίον του από την πλευρά της Κατηγορούσας Αρχής, την αδυναμία του να απαντήσει ευθέως σε κάποια από τα ερωτήματα που του υποβάλλονταν, την ασάφεια που περίβαλλε κάποιους ισχυρισμούς του αλλά και το γεγονός ότι η εκδοχή του δεν συνάδει με την υπόλοιπη προσκομισθείσα μαρτυρία, ειδικότερα αυτή που προσκομίσθηκε από ανεξάρτητο αυτόπτη μάρτυρα του περιστατικού, φρονώ ότι κατηγορούμενος δεν προσήλθε στο Δικαστήριο για να πει την αλήθεια. Κρίνεται, λοιπόν, αναξιόπιστος μάρτυρας και η μαρτυρία του απορρίπτεται.

 

Ευρήματα

 

Έχοντας μελετήσει και αξιολογήσει τη μαρτυρία που προσάχθηκε ενώπιον μου σε συνάρτηση με τα παραδεκτά και μη αμφισβητούμενα γεγονότα, καταλήγω στα ακόλουθα ευρήματα:

 

-       Ο κατηγορούμενος και η παραπονούμενη, διεμφυλικό άτομο, γνωρίζονταν πριν από το επίδικο γεγονός καθότι η παραπονούμενη αγόραζε κάποια αντικείμενα από το παζαράκι της Λινόπετρας όπου εργαζόταν ο κατηγορούμενος. Κάποιους μήνες πριν από το επίδικο περιστατικό, η παραπονούμενη είχε αγοράσει από τον παραπονούμενο ένα σκελετό κρεβατιού που χρειαζόταν επιδιόρθωση και ο κατηγορούμενος επισκέφθηκε την οικία τις για κάποιες μέρες ώστε να το επιδιορθώσει. Λόγω του ότι ένας από τους δύο προσέγγισε τον άλλον με ερωτική διάθεση και ο άλλος αρνήθηκε, οι σχέσεις τους ψυχράθηκαν.

-       Στις 15.12.2018, η παραπονούμενη επισκέφθηκε το παζαράκι που διεξαγόταν στην περιοχή της Λινόπετρας όπου εργαζόταν και ο κατηγορούμενος. Εκεί συνάντησε τον Μ.Κ.4 και άρχισε να συνομιλεί μαζί του σε κοντινή απόσταση από τον πάγκο που βρισκόταν ο κατηγορούμενος. Μεταξύ άλλων, του ανέφερε ότι ο κατηγορούμενος την συκοφαντεί λέγοντας ότι η ίδια είναι άνδρας και όχι γυναίκα. Κάποια στιγμή έστρεψε το βλέμμα της προς τον κατηγορούμενο και ξεστόμισε τη λέξη «σιαρμούτα» που σημαίνει «πουτάνα» στα αραβικά. Ο κατηγορούμενος, παρά το ότι δεν ομιλεί αραβικά, αντιλήφθηκε την έννοια της λέξης αυτής και εκνευρίστηκε.

-       Έφυγε από τον πάγκο όπου βρισκόταν και πλησίασε σε πάρα πολύ κοντινή απόσταση την παραπονούμενη ρωτώντας τί θέλει και μιλά για εκείνον με αυτόν τον τρόπο και φωνάζοντας δημοσίως ότι η ίδια δεν είναι γυναίκα αλλά άνδρας. Η παραπονούμενη τον έσπρωξε για να τον απομακρύνει από μπροστά της.

-       Τότε ο κατηγορούμενος εκνευρίστηκε πολύ και άρχισε να την κτυπά με τα χέρια του στο κεφάλι της και να την κλοτσά με τα πόδια του. Κάποια στιγμή κατάφερε να την σπρώξει στο έδαφος συνεχίζοντας να την κτυπά. Η ίδια αντιδρώντας προσπάθησε να τον κτυπήσει με τα χέρια της.

-       Έπειτα ο κατηγορούμενος έφυγε από το σημείο βιαστικά μαζεύοντας τα πράγματά του.

-       Η παραπονούμενη παρέμεινε στο έδαφος εφόσον δεν μπορούσε να κινηθεί και κλήθηκε ασθενοφόρο για να τη μεταφέρει στο Γενικό Νοσοκομείου Λεμεσού. Σε ιατρική εξέταση που διενεργήθηκε διαπιστώθηκε ότι έφερε οίδημα στο χείλος, εκδορές αριστερού γονάτου κνήμης και οίδημα έξω αριστερά.

-       Αργότερα, την ίδια μέρα μετέβη στην αστυνομία μαζί με τον Μ.Κ.3 για να καταγγείλει το περιστατικό.

 

Νομική πτυχή

 

Η Κατηγορούσα Αρχή φέρει το βάρος να αποδείξει, παρουσιάζοντας αποδεκτή και αξιόπιστη μαρτυρία, τη σωρευτική συνύπαρξη των συστατικών στοιχείων του κάθε αδικήματος «πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας». Εάν στο τέλος της υπόθεσης και στη βάση του μαρτυρικού υλικού που τίθεται ενώπιον του, μείνει έστω και η παραμικρή αμφιβολία στο μυαλό του Δικαστηρίου για την ενοχή του κατηγορουμένου, τότε αυτό θα πρέπει να λειτουργήσει υπέρ του κατηγορούμενου και να οδηγήσει στην απαλλαγή του από την κατηγορία που του προσάπτεται[14].

 

Η κατηγορία που αντιμετωπίζει ο κατηγορούμενος εδράζεται στο άρθρο 243 του Ποινικού Κώδικα. Σύμφωνα με το άρθρο αυτό «όποιος διαπράττει επίθεση που προκαλεί πραγματική σωματική βλάβη, είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση τριών χρόνων».

 

Τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της επίθεσης με πραγματική σωματική βλάβη, το οποίο προβλέπεται από το άρθρο 243 του Ποινικού Κώδικα, είναι τα ακόλουθα:

 

1.         Επίθεση ενάντια σε άλλο πρόσωπο και

2.         Η πρόκληση στο πρόσωπο αυτό πραγματικής σωματικής βλάβης από την εν λόγω επίθεση.

 

Επίθεση είναι οποιαδήποτε πράξη, που γίνεται με πρόθεση ή με απερισκεψία (recklessly), να προκαλέσει και που προκαλεί σε ένα άλλο πρόσωπο το φόβο ότι θα ασκηθεί άμεση και παράνομη βία εναντίον του[15]. Ο όρος χρησιμοποιείται με την έννοια της πραγματικής ή σκοπούμενης χρήσης παράνομης βίας από κάποιο άλλο πρόσωπο χωρίς τη συγκατάθεση του. Απαγορεύει τη χρήση βίας χωρίς νομικό έρεισμα, δηλαδή παρανόμως (unlawfully).

 

Σε σχέση με το νοητικό στοιχείο της επίθεσης (mens rea), σχετική είναι η υπόθεση Πετρόπουλος ν. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 574 όπου λέχθηκε ότι ο νόμος δεν συναρτά το νοητικό στοιχείο του αδικήματος της επίθεσης με πρόθεση χρήσης βίας. Με αυτή την έννοια, η διάπραξη του αδικήματος θα μπορούσε να γίνει όχι μόνο εκεί που υπάρχει πρόθεση χρήσης βίας αλλά και στις περιπτώσεις που ο κατηγορούμενος ενεργεί με απερισκεψία. Η απερισκεψία καλύπτει τις περιπτώσεις όπου ο παραβάτης, πριν ενεργήσει, είτε παραβλέπει την πιθανότητα του κινδύνου, είτε, αφού συνειδητοποιήσει την ύπαρξη του κινδύνου, παρά ταύτα προβαίνει στις ενέργειες του[16].

 

Ως προς το τί συνιστά «πραγματική σωματική βλάβη», στην υπόθεση Γεωργιάδης ν. Αστυνομίας  (1985) 2 Α.Α.Δ. 56 αναφέρεται ότι μια επιπόλαια εκδορά στο πρόσωπο και κοκκίνισμα, αρκούν για τη στοιχειοθέτηση του αδικήματος της επίθεσης με πρόκληση πραγματικής σωματικής βλάβης.

 

Στη βάση των ευρημάτων του Δικαστηρίου που παρατίθενται πιο πάνω, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο κατηγορούμενος εκούσια άσκησε βία εναντίον της παραπονούμενης, κτυπώντας την με τα χέρια στο κεφάλι, κλοτσώντας την στα πόδια και σπρώχνοντάς την στο έδαφος. Συνεπεία των πιο πάνω ενεργειών του κατηγορούμενου, η παραπονούμενη υπέστη σωματικές βλάβες που εμπίπτουν εντός της έννοιας της «πραγματικής σωματικής βλάβης» ως αυτή ερμηνεύεται από τη νομολογία.

 

Όσον αφορά την εισήγηση της πλευράς της Υπεράσπισης ότι οι ενέργειες του κατηγορούμενου ήταν νόμιμες εφόσον ο ίδιος ενεργούσε σε «αυτοάμυνα»[17], δεν χρειάζεται να λεχθούν πολλά. Η εισήγηση στηρίζεται στην εκδοχή των γεγονότων ως τα παρέθεσε ο κατηγορούμενος, εκδοχή η οποία εν τέλει δεν έγινε αποδεκτή, με αποτέλεσμα να είναι καταδικασμένη σε αποτυχία.

 

Βάσει των ευρημάτων του Δικαστηρίου, δεν προκύπτει ότι εγειρόταν οποιαδήποτε ανάγκη άμυνας από μέρους του κατηγορούμενου για επικείμενη ή υπό εξέλιξη επίθεση που δεχόταν από την παραπονούμενη. Αντιθέτως, εκείνος είναι που κατευθύνθηκε φωνάζοντας προς το μέρος της παραπονούμενης, την πλησίασε σε πάρα πολύ κοντινή απόσταση ρωτώντας την γιατί τον σχολιάζει και η παραπονούμενη μόνο τον έσπρωξε για να τον απομακρύνει από κοντά της, χωρίς να προβεί σε οποιαδήποτε άλλη κίνηση που να έδινε δυνητικά την εντύπωση ότι επρόκειτο να του επιτεθεί. Ήταν μια μεμονωμένη ενέργεια, η οποία όμως ενέτεινε τον εκνευρισμό του κατηγορούμενου και τον οδήγησε στο να της επιτεθεί, ασκώντας δυσανάλογη των περιστάσεων βία, όχι με σκοπό να αναχαιτίσει οποιανδήποτε επικείμενη επίθεση εναντίον του ή με οποιονδήποτε τρόπο να προστατεύσει τον εαυτό του, αλλά ως μέσο εκτόνωσης του εκνευρισμού του και επικράτησης έναντι της παραπονούμενης.

 

Η εισήγηση, λοιπόν, περί εφαρμογής της υπεράσπισης της «αυτοάμυνας» δεν με βρίσκει σύμφωνο και απορρίπτεται.

 

Πληρούνται σωρευτικά όλα τα συστατικά στοιχεία του υπό κρίση αδικήματος.

 

Όσον αφορά τις κατηγορίες με αρ. 2 και 3, ήτοι αυτές που αφορούν τα αδικήματα της δημόσιας εξύβρισης και της απειλής, ενόψει του ότι δεν κατέστη εφικτό να προσκομιστεί από την Κατηγορούσα Αρχή αρκετά συμπαγής και ισχυρή μαρτυρία η οποία να επιτρέπει στο Δικαστήριο να προβεί με ασφάλεια, σε σχετικά ευρήματα γεγονότων που να τις στοιχειοθετούν, παρελκύει η ενασχόληση του Δικαστηρίου με τη νομική πτυχή των αδικημάτων αυτών. Ο κατηγορούμενος κρίνεται αθώος σε σχέση με τις εν λόγω κατηγορίες.

 

Κατάληξη

 

Για τους λόγους που έχω εξηγήσει, η Κατηγορούσα Αρχή έχει πετύχει να αποδείξει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας τη συνύπαρξη των συστατικών στοιχείων του αδικήματος της επίθεσης με πρόκληση πραγματικής σωματικής βλάβης, κατά παράβαση του άρθρου 243 του Π.Κ.

 

Αναπόδραστα, ο κατηγορούμενους κρίνεται ένοχος στην κατηγορία αρ. 1 που του προσάπτεται και αθωώνεται και απαλλάσσεται σε σχέση με τις κατηγορίες αρ. 2 και 3.

 

 

[Υπ.] ……………………

Θ. Συμεωνίδης, Ε.Δ.

 

Πιστό αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής

 



[1] Η πρώτη ανακριτική κατάθεση του κατηγορούμενου ημερομηνίας 01.02.2019 στην Τουρκική και Ελληνική Γλώσσα κατατέθηκε και σημειώθηκε ως Τεκμήριο 2Α και 2Β αντίστοιχα ενώ η Δεύτερη ανακριτική κατάθεση ημερομηνίας 05.02.2019 σημειώθηκε ως Τεκμήριο 3Α και 3Β.

[2] Τεκμήριο 5

[3] Τεκμήριο 6Α και 6Β

[4] Τεκμήριο 8

[5] Τεκμήριο 2 Α και Β και Τεκμήριο 3 Α και Β

[6] Τσεκούρα ν Δημοκρατίας (2012) 2 ΑΑΔ 563

[7] Αθανάσιου και Άλλος ν Κουκούνη (1997) 1 (Β) ΑΑΔ 614

[8] Σκορδέλλη και Άλλων ν Δημοκρατίας, Ποιν. Έφεση 101/13, ημερ. 06/06/2016

[9] Akil Mohammed Jaber ν. Αστυνομίας (2009) 2ΑΑΔ148

[10] Μιχαήλ και άλλου ν Αστυνομία, Ποιν. Εφ. 145/14, ημερ. 15/04/16, Mohamed ν Δημοκρατίας (2010) 2 ΑΑΔ 266

[11] Federal Bank of Lebanon (SAL) ν. Σιακόλα (2011) 1(Β) ΑΑΔ 1422

[12] Τεκμήριο 1

[13] Τεκμήρια 9 και 10

[14] βλ. Woolmighton V D.P.P. (1935) AC 462, Τούμπας ν Δημοκρατίας (1984) 2 C.L.R. 110 και Καίτη Χαραλάμπους και άλλος ν Δημοκρατίας (1985) 2 C.L.R. 97).

[15] βλ. R. v. Venna (1975) 3 All E.R. 788

[16] βλ. R. v. Lawrence (1981) 1 All E.R. 974 και R. v. Caldwell (1981) 1 All E.R. 964

[17] Βλ. Άρθρο 17 του Π.Κ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο