
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ
Ενώπιον: Θ.Συμεωνίδης, Ε.Δ.
Αρ. Υπόθεσης: 4475/19
Αστυνομικός Διευθυντής Λεμεσού
ν.
1. Χ.Χ.
2. Δ.Χ.
Κατηγορούμενοι
Ημερομηνία: 19.02.25
Εμφανίσεις:
Για Κατηγορούσα Αρχή: κ. Ν. Νικολάου
Για κατηγορούμενους: κ. Λ. Λαζάρου
Κατηγορούμενοι: παρόντες
___________________________________________________________________
ΑΠΟΦΑΣΗ
Η κατηγορούμενη 1 κατηγορείται για τη διάπραξη του αδικήματος της κλεπταποδοχής, κατά παράβαση του άρθρου 306(α) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 και συγκεκριμένα ότι την 01.10.2018 κατακράτησε μία τηλεόραση 32’’ αξίας Ευρώ 200 γνωρίζοντας ότι αυτή είναι κλοπιμαία. Ο κατηγορούμενος 2 κατηγορείται ότι στις 02.10.2018 παρείχε συνδρομή στην κατηγορούμενη 1 για να διαπράξει το αδίκημα της κλεπταποδοχής, κατά παράβαση του άρθρου 20 του Π.Κ..
Για να αποδείξει την υπόθεσή της, η Κατηγορούσα Αρχή παρουσίασε στο Δικαστήριο 5 μάρτυρες ενώ από την πλευρά της Υπεράσπισης κατέθεσαν ενόρκως οι δύο κατηγορούμενοι.
Έχω διέλθει του μαρτυρικού υλικού που τέθηκε ενώπιον μου, το οποίο δύναται να συνοψιστεί ως ακολούθως:
Ο Μ.Κ.1 (Λοχίας 3877 Μ.Γ.) κατέθεσε ότι στις 05.10.2018 συνέλαβε την κατηγορούμενη 1, βάσει δικαστικού εντάλματος σύλληψης και διενέργησε έρευνα στην οικία της. Κατά την έρευνα, η κατηγορούμενη 1 υπέδειξε στο μάρτυρα την επίδικη τηλεόραση, η οποία παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο και σημειώθηκε ως Τεκμήριο 4. Βρισκόταν στο διάδρομο της οικίας. Ως ανέφερε ο μάρτυρας, η τηλεόραση βρισκόταν συσκευασμένη στο κουτί της μαζί με τα διάφορα καλώδια και εξαρτήματα, τα οποία ήταν επίσης συσκευασμένα σε πλαστικά σακούλια και πολυστερίνη, στη μορφή δηλαδή που παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο, χωρίς να φαίνεται να είχε συναρμολογηθεί ή να χρησιμοποιηθεί από οποιονδήποτε προηγουμένως. Όταν του υπέδειξε την τηλεόραση, η κατηγορούμενη 1 του ανέφερε ότι την είχε αγοράσει από τη Ζωή.
Ο Μ.Κ.2 (Μάριος Κ.) κατέθεσε ότι κατά τον επίδικο χρόνο εργαζόταν ως υπεύθυνος του καταστήματος Pop Life, στον Ύψωνα. Αντιλήφθηκε ότι από το στοκ του καταστήματος έλειπαν κάποιες τηλεοράσεις και αφού εξέτασε το ΚΚΠ, διαπίστωσε ότι την Κυριακή, 30.09.2018, ήρθε στο κατάστημα η Ζώη Χ., την οποία γνώριζε λόγω του ότι είχε κλέψει πράγματα από το κατάστημα στο παρελθόν, και τοποθέτησε μία τηλεόραση 32’’ μέσα σε ένα καροτσάκι και έφυγε από το κατάστημα χωρίς να την πληρώσει. Διαπίστωσε ότι συνολικά έλειπαν 3 τηλεοράσεις από το κατάστημα αλλά δεν γνωρίζει πώς κλάπηκαν οι άλλες δύο. Όταν του υποδείχθηκε η επίδικη τηλεόραση (Τεκμήριο 4), ο μάρτυρας την αναγνώρισε ως μία από τις τηλεοράσεις που κλάπηκε από το κατάστημα. Θυμάται, είπε, με βεβαιότητα το συγκεκριμένο μοντέλο γιατί προσπάθησε με κόπο εκείνη την εποχή να βρει τί πήγε λάθος στο στοκ, αναλώνοντας πολύ χρόνο και παρακολουθώντας το ΚΚΠ του καταστήματος. Είναι απολύτως σίγουρος ότι τουλάχιστον η μία από τις τρεις τηλεοράσεις είναι το ίδιο μοντέλο με το Τεκμήριο 4. Αντεξεταζόμενος, απάντησε ότι η επίδικη τηλεόραση εκείνη την εποχή παρατίθετο προς πώληση για το ποσό των Ευρώ 200 και δεν υπήρχε περίπτωση, κατά τη γνώμη μου, μία τηλεόραση τέτοιας ευκρίνειας όσο η επίδικη, να πωλείτο το 2018 στην τιμή των Ευρώ 100.
Σημειώνεται ότι υποδείχθηκε από τον συνήγορο της Υπεράσπισης στο μάρτυρα μία δέσμη εγγράφων όπου καταγράφονται τα χαρακτηριστικά διαφόρων τηλεοράσεων 32’’ ως διαφημίζονταν προς πώληση από άλλο κατάστημα για Ευρώ 99. Δεν διευκρινίζεται στο έγγραφο ο χρόνος κατά τον οποίο οι εν λόγω τηλεοράσεις διαφημίζονταν προς πώληση σε αυτές τις τιμές. Η δέσμη κατατέθηκε ως «τεκμήριο προς αναγνώριση» αλλά δεν παρουσιάστηκε οποιοσδήποτε μάρτυρας στο Δικαστήριο για να την αναγνωρίσει και να επεξηγήσει το περιεχόμενο των εγγράφων αυτών, συνεπώς, αυτή η πτυχή της μαρτυρίας δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη από το Δικαστήριο και απορρίπτεται.
Ο Μ.Κ.3 (Αστ. 5066, Β.Κ.) κατέθεσε ότι υπηρετεί στην Αστυνομική Διεύθυνση Λεμεσού και ότι στις 05.10.2018 συνέλαβε τον κατηγορούμενο 2 και διεξήγαγε έρευνα βάσει δικαστικού εντάλματος στην οικία και στο περίπτερο που ανήκει σε αυτόν, χωρίς να εντοπίσει οτιδήποτε το ενοχοποιητικό σε σχέση με την παρούσα υπόθεση.
Η Μ.Κ.4 (Αστ. 2034, Χ.Λ.) κατέθεσε ότι υπηρετεί στην Αστυνομική Διεύθυνση Λεμεσού και ότι στις 05.10.2018 έλαβε ανακριτική κατάθεση από τους δύο κατηγορούμενος και τους κατηγόρησε γραπτώς. Πέραν τούτου, δεν ενεπλάκη στην διερεύνηση των υπό κρίση αδικημάτων. Η ανακριτική κατάθεση της κατηγορούμενης 1 ημερομηνίας 05.10.2018 και η ανακριτική κατάθεση του κατηγορούμενου 2 ίδιας ημερομηνίας, κατατέθηκαν στο Δικαστήριο και σημειώθηκαν ως Τεκμήρια 9 και 11 αντίστοιχα.
Η Μ.Κ.5 (Ζωή Χ.) υιοθέτησε, ως μέρος της κυρίως εξέτασής της, το περιεχόμενο των καταθέσεων που έδωσε στην αστυνομία στις 04.10.2018 και 05.10.2018 (Τεκμήρια 13-15) όταν συνελήφθη για αδίκημα κλοπής εμπορευμάτων από υπεραγορά. Ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι, λόγω οικονομικής ανάγκης, στο παρελθόν είχε κλέψει διάφορες μπουκάλες ουίσκι από την υπεραγορά και τις πώλησε στον κατηγορούμενο 2, ο οποίος είναι ιδιοκτήτης περιπτέρου στον Ύψωνα και ο οποίος είναι το μόνο πρόσωπο που γνωρίζει ότι είναι διατεθειμένο να τις αγοράσει για Ευρώ 10 τη μία. Γνώριζε τον κατηγορούμενο 2 επειδή επισκεπτόταν το περίπτερο του ως πελάτισσα. Μια μέρα που μιλούσαν, της είχε πει ότι ενδιαφέρεται να αγοράσει τέτοιου είδους εμπορεύματα. Δεν γνωρίζει το τηλέφωνό του ή τον τόπο διαμονής του, τον συναντούσε απλά στο περίπτερο κατά τις βραδινές ώρες. Δεν του είχε πει ποτέ ότι τα εμπορεύματα ήταν κλοπιμαία αλλά η ίδια θεωρεί ότι το γνώριζε. Τον αναγνώρισε στο Δικαστήριο ενώ τον είχε κατονομάσει και στην αστυνομία.
Περαιτέρω κατέθεσε ότι έκλεψε από το κατάστημα Pop-Life, τέσσερις συνολικά τηλεοράσεις (3 των 32’’ και 1 των 39’’).
Σε σχέση με τη μία κλαπείσα τηλεόραση των 32’’ (ήτοι την επίδικη τηλεόραση), ανέφερε ότι τη Δευτέρα, 01.10.2018 (ημέρα αργία), μετέβη στο περίπτερο που ανήκει στον κατηγορούμενο 2 για να την πωλήσει επειδή είχε ανάγκη από χρήματα. Εκείνη την ημέρα, στο περίπτερο εργαζόταν η αδελφή του κατηγορούμενου 2, η κατηγορούμενη 1, η οποία αποδέχτηκε να την αγοράσει για το ποσό των Ευρώ 105. Αναγνώρισε την κατηγορούμενη 1 στο Δικαστήριο ενώ την είχε κατονομάσει και στην αστυνομία. Της υποδείχθηκε η επίδικη τηλεόραση (Τεκμήριο 4) και την αναγνώρισε ως μια από τις τηλεοράσεις που έκλεψε από το κατάστημα Pop-Life.
Σε σχέση με την κλαπείσα τηλεόραση των 39’’, μετέβη και πάλι στο περίπτερο του κατηγορούμενου 2 σε μεταγενέστερη, όμως, ημερομηνία από την πιο πάνω. Εκείνη την ημέρα, εργαζόταν στο περίπτερο μια συγγενής του κατηγορούμενου 2, η οποία της ανέφερε ότι δεν επιθυμούσε να αγοράσει την τηλεόραση. Επικοινώνησε, όμως, μέσω τηλεφώνου με τον κατηγορούμενο 2, ο οποίος, αφού συνομίλησε με τη Ζωή, διευθέτησε όπως αγοράσει την τηλεόραση ένας φίλος του για το ποσό των Ευρώ 180. Τις άλλες δύο τηλεοράσεις, τις πώλησε μέσω του διαδικτύου σε δύο άγνωστα πρόσωπα για το ποσό των Ευρώ 100 και Ευρώ 180 αντίστοιχα.
Αντεξεταζόμενη, η Ζωή είπε ότι την 01.10.2018 είχε αναφέρει στην κατηγορούμενη 1, όταν της πρότεινε να αγοράσει την τηλεόραση, ότι δεν είχε χρήματα και ότι τα χρειαζόταν για το μωρό της. Στην πραγματικότητα, ο τότε σύντροφός της ήταν εθισμένος στα ναρκωτικά και η ίδια προσπαθούσε να εξεύρει χρήματα για να του τα δώσει ώστε να αγοράσει τη δόση του. Ερωτηθείσα εάν είχε αναφέρει στην κατηγορούμενη 1 ότι είχε την απόδειξη αγοράς της τηλεόρασης και ότι θα μπορούσε να της την παραδώσει την επόμενη μέρα, η Ζωή απάντησε αρνητικά. Ανέφερε ότι δεν ήταν σίγουρη εάν της είχε πει ή όχι ότι η τηλεόραση ήταν κλοπιμαία αλλά σε άλλο σημείο διευκρίνισε ότι δεν της το είχε αναφέρει αλλά θεωρούσε ότι το γνώριζε.
Κατά την αντεξέτασή της, ανέφερε επίσης ότι πριν πωλήσει την συγκεκριμένη τηλεόραση στην κατηγορούμενη 1 είχε επικοινωνήσει πρώτα με τον κατηγορούμενο 2 και ότι ήταν αυτός που μεσολάβησε ώστε να την αγοράσει η κατηγορούμενη 1. Λόγω του χρόνου που έχει παρέλθει, δεν ήταν σε θέση να δώσει περαιτέρω λεπτομέρειες ως προς το πώς επικοινώνησε μαζί με τον κατηγορούμενο 2 ώστε να μεσολαβήσει, νοουμένου του ότι δεν γνώριζε τον αριθμό του τηλεφώνου του. Θυμόταν, όμως, ότι είχε μίλησε μαζί του τηλεφωνικώς μέσω μιας άλλης υπαλλήλου που εργαζόταν στο περίπτερο και έτσι διευθετήθηκε η πώληση μιας άλλης τηλεόρασης σε ένα φίλο του κατηγορούμενου 2. Όταν ρωτήθηκε εάν, εφόσον δεν συνομίλησε μαζί του κατ’ ιδίαν και δεν πήρε η ίδια τηλέφωνο τον κατηγορούμενο 2 αλλά η υπάλληλός του περιπτέρου, υπήρχε περίπτωση να μίλησε με άλλο πρόσωπο μέσω τηλεφώνου και όχι του κατηγορούμενου 2, η Ζωή απάντησε ότι δεν μπορεί να είναι απολύτως σίγουρη.
Η κατηγορούμενη 1 κατέθεσε ότι γνωρίζει τη Ζωή αφού ήταν πελάτισσα στο περίπτερο που ανήκει στον κατηγορούμενο 2 και στο οποίο η ίδια εργαζόταν κάποιες μέρες της εβδομάδας. Η εργασία της στο περίπτερο αποτελούσε τη δεύτερή της εργασία. Εργαζόταν εκεί περίπου 3 φορές την εβδομάδα, λαμβάνοντας περίπου 4 ευρώ την ώρα, με σκοπό να λάβει περισσότερα χρήματα ώστε να στηρίξει τα παιδιά της, ούσα μονογονέας και να ζει αξιοπρεπώς.
Την 01.10.2018 η κατηγορούμενη 1 εργαζόταν στο περίπτερο. Ήρθε η Ζωή στο περίπτερο και την ρώτησε εάν ενδιαφερόταν να αγοράσει μία τηλεόραση 32’’. Η κατηγορούμενη 1 την ρώτησε που την βρήκε και η Ζωή της απάντησε ότι ήταν δική της και την έφερε από το σπίτι της. Την ρώτησε εάν την αγόρασε η ίδια και η Ζωή απάντησε καταφατικά. Επίσης, της είχε πει ότι και τα «χαρτιά της», τα οποία μπορούσε να της φέρει την επόμενη μέρα. Η Ζωή της είπε επίσης ότι ήταν «απένταρη», χωρίς καθόλου λεφτά και ότι χρειαζόταν χρήματα για το μωρό της. Η κατηγορούμενη 1 τη λυπήθηκε και αφού την ρώτησε πόσα την πουλούσε, συμφώνησε να την αγοράσει για το ποσό των Ευρώ 100 ή Ευρώ 105. Τότε η Ζωή εξήλθε του περιπτέρου και επέστρεψε με την επίδικη τηλεόραση, η οποία ήταν συσκευασμένη στο κουτί της. Η κατηγορούμενη 1 τηλεφώνησε και στον αδελφό της, κατηγορούμενο 2, λέγοντάς του ότι ήρθε στο περίπτερο «αυτή η κοπέλα» και της πούλησε μία τηλεόραση, ρωτώντας τον εάν την ήθελε εκείνος. Ο κατηγορούμενος 2 της απάντησε ότι κοιμόταν, ότι δεν ήθελε την τηλεόραση και ότι μπορούσε να την κρατήσει η ίδια. Όταν σχόλασε, η κατηγορούμενη 1 πήρε την τηλεόραση σπίτι της, αφήνοντάς την άθικτη στο κουτί της, μέχρις ότου εκτελέστηκε το ένταλμα έρευνας από την αστυνομία.
Ερωτώμενη σχετικά, η κατηγορούμενη 1 ανέφερε ότι εκείνη την περίοδο δεν χρειαζόταν μια νέα τηλεόραση καθότι είχε ήδη 6 τηλεοράσεις στο σπίτι. Αγόρασε την τηλεόραση μόνο για να βοηθήσει τη Ζωή οικονομικά. Γνώριζε ότι η Ζωή ήταν φτωχή, πολλές φορές ερχόταν στο περίπτερο πεινασμένη, δυσκολευόταν να αγοράσει πράγματα από το περίπτερο, μετρούσε τα κέρματα για να καταφέρει να αγοράσει κάτι, δεν ήταν σε θέση να αγοράσει τσιγάρα και ζητούσε να της δώσει η κατηγορούμενη 1 επειδή δεν μπορούσε να τα πληρώσει. Ήξερε η κατηγορούμενη 1 ότι η Ζωή είχε ένα μωρό βρέφος, καθότι ήταν έγκυος προηγουμένως όταν επισκεπτόταν το περίπτερο, και ότι χρειαζόταν χρήματα για να το συντηρήσει.
Κατά την αντεξέτασή της, η μάρτυρας ανέφερε ότι λόγω του ότι η Ζωή ήταν αρκετά νεαρή τότε (περίπου 20 χρονών), η κατηγορούμενη 1 την έβλεπε ως παιδί της και τη συμβούλευε να ωριμάσει και να ορθοποδήσει στη ζωή της. Της έλεγε να βρει μια δουλειά και να αρχίσει να εργάζεται ώστε να μπορέσει να συντηρήσει το παιδί της, εφόσον έμενε με τον παππού και τη γιαγιά της. Αγόρασε την τηλεόραση για Ευρώ 105, ποσό που αντιστοιχεί σε 2 βδομάδες μισθού της στο περίπτερο που εργαζόταν, μόνο για να τη βοηθήσει. Επέμεινε ότι η Ζωή ποτέ δεν της είπε ότι η τηλεόραση ήταν κλοπιμαία και η ίδια δεν γνώριζε πώς βρέθηκε στην κατοχή της.
Αντεξεταζόμενη ανέφερε, επίσης, ότι δεν είχε το τηλέφωνο της Ζωής και δεν επρόκειτο να εργαστεί στο περίπτερο τις επόμενες μέρες έπειτα δηλαδή από την 01.10.2018. Επίσης, δεν ενημέρωσε κανένα ότι ανέμενε να έρθει η Ζωή στο περίπτερο την επόμενη μέρα για να της φέρει την απόδειξη αγοράς της τηλεόρασης. Επέμεινε, όμως, ότι η Ζωή της είχε πει ότι είχε την εν λόγω απόδειξη και ότι θα της την προσκόμιζε.
Ο κατηγορούμενος 2 ανέφερε ότι γνωρίζει τη Ζωή ως πελάτισσα στο περίπτερο αλλά ότι δεν είχε οποιεσδήποτε άλλες συναλλαγές μαζί της. Αποδέχτηκε ότι κάποια φορά τον πήρε τηλέφωνο μία υπάλληλος στο περίπτερο και του ανέφερε ότι μία κοπέλα πωλούσε τηλεοράσεις και τον ρώτησε εάν ενδιαφερόταν να αγοράσει. Δεν θυμόταν ποια υπάλληλος ήταν αυτή. Αλλά θυμάται ότι ο ίδιος απάντησε ότι δεν ενδιαφερόταν και έπειτα αρνήθηκε ότι μεσολάβησε για να διευθετήσει την αγορά της τηλεόρασης από κάποιο φίλο του. Αρνήθηκε, επίσης, ότι αποδέχτηκε να αγοράσει από τη Ζωή αλκοολούχα ποτά για το ποσό των Ευρώ 10. Στην κατάθεσή του στην αστυνομία, την οποία υιοθέτησε, αρχικά ανέφερε ότι η αδελφή του δεν τον πήρε ποτέ τηλέφωνο την 01.10.2018 για να τον ενημερώσει ότι η ίδια είχε αγοράσει τηλεόραση από τη Ζωή ή από «μία κοπέλα», διευκρινίζοντας ότι το έμαθε αργότερα. Αμέσως μετά ανέφερε ότι δεν ήταν σίγουρος εάν του τηλεφώνησε η αδελφή του για να τον ενημερώσει ότι αγόρασε την τηλεόραση.
Αντεξεταζόμενος σε συνάρτηση με τα όσα κατέθεσε στην αστυνομία, ανέφερε ότι τελικά τον πήρε τηλέφωνο η αδελφή του την 01.10.2018 αλλά ότι όταν τον πήρε τηλέφωνο η κατηγορούμενη 1, εκείνος κοιμόταν και δεν θυμάται τη συζήτηση που έλαβε χώρα μεταξύ τους.
Εκνευρισμένος κατέθεσε ότι ποτέ δεν αγόρασε μπουκάλες ουίσκι από τη Ζωή για να τα πωλήσει στο περίπτερό του. Θεωρεί ότι η Ζωή, όταν αναφερόταν στο όνομά του, εννοούσε το χώρο του περιπτέρου και ότι ενδεχομένως να πωλούσε το ουίσκι σε άλλα πρόσωπα σε εκείνο το χώρο αλλά όχι στον ίδιο προσωπικά – ότι δηλαδή η Ζωή μπέρδεψε τον ίδιο με το περίπτερο γενικά. Δεν την είδε, όμως, ποτέ να κάνει κάτι τέτοιο.
Πρόσθεσε ότι δεν είχε ανάγκη να αγοράσει μπουκάλες ουίσκι για Ευρώ 10 από τη Ζωή επειδή ούτως ή άλλως, αυτή ήταν η τιμή που αγόραζε τις μπουκάλες με ουίσκι χονδρικώς. Σε μετέπειτα ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν, όμως, ως προς τη τιμή που αγοράζει συγκεκριμένης μάρκας μπουκάλες ουίσκι, απέφυγε να απαντήσει ευθέως.
Δεν είχε διαφορές με τη Ζωή, ούτε μπορεί να γνωρίζει, ως είπε, γιατί τον ενέπλεξε η Ζωή σε αυτή την υπόθεση. Επέμεινε ότι στην πραγματικότητα δεν είναι εκείνον προσωπικά που κατονομάζει η Ζωή στην αστυνομία και το Δικαστήριο αλλά μάλλον τον ευρύτερο χώρο του περιπτέρου που φέρει το όνομά του.
Αυτή ήταν, συνοπτικά, η μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου. Μετά την ολοκλήρωση της παρουσίασης όλης της μαρτυρίας της υπόθεσης, αμφότερες οι πλευρές αγόρευσαν. Έχω υπόψη μου ό,τι αναφέρθηκε καθώς και το περιεχόμενο της γραπτής αγόρευσης που κατατέθηκε εκ μέρους της Υπεράσπισης, σε πλήρη μορφή και δεν χρειάζεται να το αναπαράγω.
Αξιολόγηση
Παρακολούθησα με ιδιαίτερη προσοχή τους μάρτυρες ενόσω αυτοί κατέθεταν κατά την ακροαματική διαδικασία και είχα την ευκαιρία να δω τον τρόπο που απαντούσαν στις διάφορες ερωτήσεις που τους υποβάλλονταν, το καλό ή κακό μνημονικό τους και, γενικότερα, τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα.
Μαρτυρία που γίνεται αποδεκτή, προτού χρησιμοποιηθεί ως υπόβαθρο διαπιστώσεων και ευρημάτων αξιολογείται στο σύνολό της με σκοπό να κριθεί αν είναι ή όχι αξιόπιστη[1], με την αναξιόπιστη μαρτυρία να μην αποτελεί αποδεικτικό υλικό ενώπιον του Δικαστηρίου και να μην αποδεικνύει οτιδήποτε[2]. Παράγοντας εξαιρετικής σπουδαιότητας για την κρίση της αξιοπιστίας κάθε μάρτυρα είναι η εντύπωση που αφήνει στο Δικαστήριο, μέσω των αντιδράσεών του, τον τρόπο που απαντά, την ευχέρεια που είχε να αντιληφθεί τα γεγονότα και την ιδιοσυγκρασία του. Όμως, η αξιολόγηση της μαρτυρίας δεν περιορίζεται αποκλειστικώς στην ατομική κρίση της αξιοπιστίας κάθε μάρτυρα ξεχωριστά, αλλά αντιπαραβάλλεται και διερευνάται σε συνάρτηση και σύγκριση με την υπόλοιπη μαρτυρία[3]. Δεν είναι ορθή η μικροσκοπική εξέτασή της μαρτυρίας. Το Δικαστήριο έχει τη διακριτική ευχέρεια να αποδεχτεί μέρος της μαρτυρίας ενός μάρτυρα που συγκεντρώνει τα απαραίτητα στοιχεία αξιοπιστίας και να απορρίψει το υπόλοιπο μέρος της μαρτυρίας ως αναξιόπιστο[4]. Είναι ανεπίτρεπτη η σύζευξη της αξιοπιστίας των μαρτύρων και του βάρους απόδειξης. Μόνο όταν διαπιστωθεί ότι μαρτυρία που παρουσίασε ο διάδικος περιέχει τα στοιχεία της αξιοπιστίας, μπορεί το Δικαστήριο να προχωρήσει στο επόμενο στάδιο που αφορά στο βάρος και επίπεδο απόδειξης[5].
Η μαρτυρία των Μ.Κ.1, Μ.Κ.2 και Μ.Κ.4 ήταν τυπικής φύσεως και δεν αμφισβητήθηκε από την πλευρά της Υπεράσπισης μέσω της περιορισμένης αντεξέτασης στην οποία υποβλήθηκαν. Πρόκειται για τους αστυνομικούς, οι οποίοι περιέγραψαν τις ενέργειες στις οποίες προέβη ο καθένας από αυτούς στο πλαίσιο διερεύνησης της υπό κρίση υπόθεσης. Είπαν την αλήθεια και η μαρτυρία τους γίνεται αποδεκτή από το Δικαστήριο.
Θετική εντύπωση αποκόμισα και από το Μ.Κ.3, ο οποίος εργαζόταν τότε στο κατάστημα από το οποίο κλάπηκε η επίδικη τηλεόραση και ο οποίος ανέφερε ότι αναγνώρισε τη Ζωή ως το πρόσωπο που την έκλεψε. Η μαρτυρία του επιβεβαιώνεται και από τη μαρτυρία της ίδιας της Ζωής, η οποία κατέθεσε ως Μ.Κ.5. Ο μάρτυρας κατέθεσε τα όσα γνώριζε με αμεσότητα, χωρίς υπερβολές ή υπεκφυγές και δεν εντοπίζεται κανένας λόγος που να τείνει να κλονίσει την αξιοπιστία του. Αποδέχομαι, λοιπόν, τη μαρτυρία του στην ολότητά της.
Η Μ.Κ.5, παρά τον κάπως νωχελικό τρόπο που κατέθεσε στο Δικαστήριο, δίδοντας την εντύπωση ενός εύθραυστου ή ευάλωτου ανθρώπου, άφησε θετική εντύπωση ως μάρτυρας αλήθειας. Κατέθεσε με απλότητα και ευθύτητα στο Δικαστήριο, απαντούσε στις ερωτήσεις που τις υποβάλλονταν, χωρίς υπεκφυγές και με αφοπλιστικά πηγαίο τρόπο, χωρίς να δίδεται η εντύπωση ότι φίλτραρε τις απαντήσεις της, ακόμη και εάν αυτές ουσιαστικά παρουσίαζαν την ίδια ως ένα πρόσωπο που στο παρελθόν διέπραττε αδικήματα για να βιοπορίζεται. Πρόκειται για πρόσωπο που δεν είχε να αποκομίσει οποιοδήποτε όφελος από την έκβαση της παρούσας υπόθεσης, ούτε κίνητρο να εμπλέξει με οποιοδήποτε τρόπο τους κατηγορούμενους και να καταθέσει ψευδώς εναντίον τους. Αντιθέτως, από την όλη ιδιοσυγκρασία της στο εδώλιο του μάρτυρα, μου δόθηκε η εντύπωση ότι δεν είχε οποιαδήποτε επιθυμία να καταθέσει στο Δικαστήριο εναντίον των κατηγορούμενων και το έπραξε μόνο επειδή κλητεύθηκε από την Κατηγορούσα Αρχή και ένιωσε υποχρεωμένη να το πράξει. Η μαρτυρία της ως προς τα επίδικα γεγονότα συνάδει με τις καταθέσεις που έδωσε στην αστυνομία κατά τον ουσιώδη χρόνο και επιβεβαιώνεται στα πλείστα σημεία της από την ίδια την κατάθεση της κατηγορούμενης 1, καθώς και από το γεγονός ότι η επίδικη τηλεόραση βρέθηκε, κατόπιν εκτέλεσης εντάλματος έρευνας, στην οικία της τελευταίας. Η αντεξεταστική γραμμή που ακολουθήθηκε δεν κατάφερε να πλήξει την αξιοπιστία της.
Ωστόσο, σε κάποιο σημείο προς το τέλος της αντεξέτασής της, η μάρτυρας ανέφερε ότι είχε επικοινωνήσει πρώτα με τον κατηγορούμενο 2 και ότι ήταν αυτός που μεσολάβησε ώστε η αδελφή του, ήτοι η κατηγορούμενη 1, να αγοράσει την επίδικη τηλεόραση. Λόγω της συγκεχυμένης στιχομυθίας που έλαβε χώρα κατά την αντεξέταση μεταξύ της ίδιας και του συνηγόρου Υπεράσπισης, δεν κατέστη σαφές εάν η μάρτυρας είχε μπερδευτεί και αναφερόταν στην τηλεφωνική επικοινωνία που είχε με τον κατηγορούμενο 2 για την διευθέτηση της αγοράς της δεύτερης τηλεόρασης από κάποιο φίλο του σε μεταγενέστερη ημερομηνία από την επίδικη ή εάν όντως η αναφορά της αυτή αφορούσε την αγορά της τηλεόρασης από την κατηγορούμενη 1. Δεν εστίασε σε αυτό το σημείο η αντεξεταστική γραμμή και ο συνήγορος Υπεράσπισης αμέσως προχώρησε σε ερωτήσεις που σχετίζονται με τη δεύτερη συναλλαγή για τη διευθέτηση της αγοράς μίας τηλεόρασης από ένα φίλο του κατηγορούμενου 2. Ούτε της υποβλήθηκαν διευκρινιστικές ερωτήσεις κατά το στάδιο της επανεξέτασης σε σχέση με αυτό το σημείο. Εν πάση περιπτώσει, η μάρτυρας δεν κατέθεσε κάτι τέτοιο κατά την κυρίως εξέτασή της, ούτε προέβη σε σχετική αναφορά στις καταθέσεις της στην αστυνομία. Συνεπώς, εφόσον για αυτό το σημείο δεν δόθηκε σαφής εικόνα από τη Μ.Κ.5 ως προς το κατά πόσο ο κατηγορούμενος 2 μεσολάβησε για την αγορά της επίδικης τηλεόρασης από την αδελφή του (και με ποιο τρόπο) και ενόψει του ότι τέτοιος ισχυρισμός φαίνεται να εγέρθηκε για πρώτη φορά προς το τέλος της αντεξέτασής της, ως μια διευκρίνηση που επιχείρησε να προσθέσει η ίδια αλλά, εν τέλει, δεν κατάφερε να την υποστηρίξει με περαιτέρω λεπτομέρειες, δεν μπορώ να αποδεχτώ αυτή τη πτυχή της μαρτυρίας της και να προβώ σε ανάλογα ευρήματα γεγονότων με την απαιτούμενη ασφάλεια.
Με εξαίρεση το πιο πάνω σημείο, αποδέχομαι τη μαρτυρία της Μ.Κ.5 στην ολότητά της ως αξιόπιστη.
Η κατηγορούμενη 1 άφησε μέτρια εντύπωση στο Δικαστήριο ως μάρτυρας αλήθειας. Αφενός κατά το μεγαλύτερο μέρος της μαρτυρίας της κατέθεσε με αμεσότητα και παρέμεινε σταθερή στις θέσεις της, οι οποίες δεν παρουσιάζουν αλλοίωση σε σχέση με αυτά που είχε καταθέσει κατά τον επίδικο χρόνο στην αστυνομία. Διαφάνηκε ότι επιθυμούσε να εξηγήσει στο Δικαστήριο την δική της εκδοχή των γεγονότων, η οποία στα πλείστα σημεία συνάδει και με την εκδοχή της Μ.Κ.5, με σκοπό όμως να υποστηρίξει με κάπως έντονο τρόπο θέση της, την οποία επανέλαβε πολλές φορές, ότι δεν γνώριζε ότι η επίδικη τηλεόραση ήταν κλοπιμαία και ότι η ίδια είχε «καθαρή τη συνείδησή της». Αφετέρου, εντοπίζονται, κάποιες ανακολουθίες και παλινδρομήσεις σε ουσιώδη σημεία της μαρτυρία της, οι οποίες δεν μου επιτρέπουν να αποδεχτώ συγκεκριμένες πτυχές της ως αληθείς.
Συγκεκριμένα, αρχικά ανέφερε ότι δεν γνώριζε καλά τη Ζωή και ότι εκείνη ήταν απλώς πελάτισσα στο περίπτερο στο οποίο εργαζόταν κάποιες μέρες την εβδομάδα, η οποία δεν είχε καθόλου χρήματα και συχνά ζητούσε βοήθεια. Σε άλλο σημείο της μαρτυρίας της διαφάνηκε ότι γνώριζε αρκετά για την κατάστασή της (πού διέμενε και πώς συντηρείτο) και μάλιστα, ανέφερε ότι την συμπονούσε και την έβλεπε «ως παιδί της», κάτι το οποίο την οδήγησε να της παρέχει συμβουλές ως προς το πώς να πορευτεί στη ζωή της. Όταν αντεξεταζόμενη ρωτήθηκε τί είδους συμβουλές της έδινε και εάν αυτές είχαν να κάνουν με την παραβατική της συμπεριφορά, η μάρτυρας κόμπιασε, κάνοντας παύση και με κάποια εμφανή αμηχανία απάντησε ότι το μόνο που τη συμβούλευσε ήταν να ωριμάσει και να εξεύρει εργασία. Μου δόθηκε η εντύπωση ότι η μάρτυρας δεν ήταν καθόλα ειλικρινής ως προς το τί ακριβώς γνώριζε (ή είχε λόγους να υποθέτει) σε σχέση με την πραγματική κατάσταση και τυχόν παραβατικές δραστηριότητες της Ζωής εκείνη την περίοδο και ότι επιχείρησε να παρουσιάσει μια πιο γενικευμένη και «αθώα» εκδοχή ως προς την πραγματική αντίληψη που είχε για το συγκεκριμένο άτομο με σκοπό να αποτρέψει τυχόν εξαγωγή συμπερασμάτων ως προς τους λόγους που είχε τότε να γνωρίζει ότι η επίδικη τηλεόραση ήταν κλοπιμαία.
Περαιτέρω, μη πειστικός κρίνεται και ο ισχυρισμός της μάρτυρας ότι η Ζωή της είχε πει ότι θα της παρέδιδε την επόμενη μέρα την απόδειξη αγοράς της τηλεόρασης. Αυτό γιατί, ως διαφάνηκε κατά την αντεξέτασή της, η μάρτυρας δεν σκόπευε να εργαστεί στο περίπτερο της επόμενες μέρες εκείνης της εβδομάδας ενώ η Ζωή δεν είχε οποιοδήποτε τρόπο να επικοινωνήσει μαζί της αφού δεν είχαν ανταλλάξει τηλέφωνα. Μάλιστα, ως ανέφερε η μάρτυρας, όταν ερωτήθηκε σχετικά, δεν είχε ενημερώσει κανένα άλλο υπάλληλο ότι θα μπορούσε να επιστρέψει η Ζωή για να παραδώσει οποιαδήποτε απόδειξη, ούτε συζήτησε το θέμα με τον αδελφό της. Ερωτηθείσα επί αυτού του σημείου, δεν ήταν σε θέση να δώσει κάποια πειστική εξήγηση σε σχέση με τα πιο πάνω. Συνεπώς, αντιπαραβάλλοντας αυτή τη πτυχή της μαρτυρίας της, με την αντίθετη προς τούτο θέση της Μ.Κ.5, δεν αποδέχομαι ότι η Ζωή είχε διαβεβαιώσει τη κατηγορούμενη 1 ότι θα της προσκόμιζε την επόμενη μέρα την απόδειξη αγοράς της τηλεόρασης ή ότι η ίδια ανέμενε ότι θα γινόταν κάτι τέτοιο.
Επίσης, από τη στάση της μάρτυρας και τα λεγόμενά της, έχω πεισθεί ότι ο πρωταρχικός λόγος που την οδήγησε στην αγορά της τηλεόρασης από τη Ζωή ήταν γιατί τη λυπήθηκε, εφόσον γνώριζε και μπορούσε να δει την οικονομική της αδυναμία να συντηρήσει το βρέφος της και όχι επειδή η ίδια είχε πραγματική ανάγκη ή σκοπό να χρησιμοποιήσει την επίδικη τηλεόραση. Αυτό ειδικότερα σε συνάρτηση με το γεγονός πως, όπως είπε, είχε ήδη άλλες έξι τηλεοράσεις στο σπίτι. Όντως, κατά την έρευνα που διεξήχθη στο σπίτι της κάποιες μέρες αργότερα, η τηλεόραση βρέθηκε άθικτη στο κουτί της, πράγμα που υποδηλώνει ότι δεν είχε σκοπό να τη χρησιμοποιήσει, αντικαθιστώντας ενδεχομένως μια παλαιότερη τηλεόραση που είχε ήδη στο σπίτι της με την καινούργια.
Τούτου δοθέντος, εύλογα θεωρώ εγέρθηκε το ερώτημα από το συνήγορο της κατηγορούσας αρχής ως προς το γιατί η κατηγορούμενη 1 αποδέχτηκε να πάρει την τηλεόραση από τη Ζωή, εφόσον η ίδια δεν την χρειαζόταν και ο μόνος σκοπός της ήταν απλώς να δώσει χρήματα στην Ζωή για να τη βοηθήσει οικονομικά. Ειδικότερα, εφόσον, σύμφωνα με τον ισχυρισμό της, η ίδια πίστευε ότι η Ζωή την είχε αγοράσει και ότι της άνηκε νόμιμα. Η μάρτυρας δεν ήταν σε θέση να δώσει κάποια πειστική απάντηση στο συγκεκριμένο ερώτημα. Ωθούμενη μονάχα από ανθρωπιστικά κίνητρα, εάν όντως πίστευε ότι η τηλεόραση άνηκε νόμιμα στη Ζωή, ότι είχε δηλαδή αγοραστεί από την ίδια στο πρόσφατο παρελθόν, θα μπορούσε απλώς να της έδινε κάποια χρήματα για να τη βοηθήσει να συντηρήσει το μωρό της, χωρίς να της αποστερήσει την τηλεόραση, αγοράζοντάς την, μάλιστα, σε χαμηλή τιμή. Από την άλλη, δεν είχε λόγο να αρνηθεί να λάβει κατοχή της τηλεόρασης εάν πίστευε ότι η Ζωή δεν την είχε πραγματικά ανάγκη και δεν σκόπευε να τη χρησιμοποιήσει. Εάν, όμως, έτσι είχαν τα πράγματα, τότε γιατί η Ζωή να είχε αγοράσει την τηλεόραση με σκοπό να την μεταπωλήσει σε χαμηλότερη τιμή; Η εκδοχή, λοιπόν, της κατηγορούμενης 1 ότι αγόρασε την τηλεόραση από τη Ζωή ωθούμενη καθαρά από ανθρωπιστικούς λόγους, αν και πειστική, δεν προβάλει ως πλήρως εναρμονισμένη με τη θέση της ότι πίστευε ότι η Ζωή είχε αγοράσει πρόσφατα την τηλεόραση και ότι άρα αυτή της άνηκε νόμιμα.
Για τους λόγους που εξήγησα πιο πάνω, αποδέχομαι τη μαρτυρία της κατηγορούμενης 1, στο βαθμό που αυτή συνάδει με αυτήν της Μ.Κ.5, καθώς και τον ισχυρισμό της ότι η Ζωή δεν της είχε αναφέρει ότι η τηλεόραση ήταν κλεμμένη αλλά ότι ήταν δική της. Έχω πεισθεί, επίσης, ότι η ίδια δεν είχε σκοπό να χρησιμοποιήσει την τηλεόραση και ότι την αγόρασε επειδή λυπήθηκε τη Ζωή λόγω της άσχημης οικονομικής της κατάστασης και για να τη βοηθήσει να συντηρήσει το μωρό της. Για τους λόγους που έχω εξηγήσει, όμως, δεν αποδέχομαι ως αληθή τον ισχυρισμό της ότι ανέμενε ότι η Ζωή θα της παρέδιδε την απόδειξη αγοράς της τηλεόρασης την επόμενη μέρα (ή ότι συζήτησαν κάτι τέτοιο). Ομοίως, ενόψει της υπόλοιπης προσκομισθείσας μαρτυρίας, δεν αποδέχομαι, δίχως άλλο, ως αληθή τη δήλωσή της ότι δεν γνώριζε ότι η τηλεόραση ήταν κλοπιμαία. Το ζήτημα της «γνώσης» της κατηγορούμενης 1, ιδωμένο στο σύνολο του μαρτυρικού υλικού, θα απασχολήσει το Δικαστήριο πιο κάτω κατά την εξέταση των συστατικών στοιχείων του υπό κρίση αδικήματος.
Αρνητική εντύπωση έχω αποκομίσει από τον κατηγορούμενο 2, ο οποίος εμφανώς δεν προσήλθε στο Δικαστήριο για να καταθέσει την αλήθεια. Ουσιαστικά αρνήθηκε οποιαδήποτε ανάμειξη του ή συναλλαγή με τη Ζωή και στη συνέχεια απέφυγε να δώσει σαφείς απαντήσεις στις ερωτήσεις που του υποβάλλονταν. Η προσφυγή του στο ψεύδος ήταν εμφανής από την όλη συμπεριφορά του στο εδώλιο του μάρτυρα, από τον συγκεχυμένο και οξύθυμο τρόπο που απαντούσε, καθώς και από τις μη πειστικές ή λογικές εκδοχές που προέβαλε με σκοπό να αντικρούσει τη μαρτυρία της Μ.Κ.5. Τα ζητήματα, όμως, που εγέρθηκαν κατά την παράθεση της μαρτυρίας του, συμπεριλαμβανομένης της αντεξέτασής του, δεν σχετίζονται άμεσα με την μία κατηγορία που αντιμετωπίζει (ήτοι της παροχής συνδρομής στην διάπραξη του αδικήματος της κλεπταποδοχής από την κατηγορούμενη 1) αλλά ευρύτερα με άλλες ύποπτες συναλλαγές που είχε με τη Ζωή, είτε για την αγορά αλκοολούχων ποτών που η ίδια είχε κλέψει προηγουμένως, είτε για το ρόλο του στην εξεύρεση αγοραστή για τη δεύτερη τηλεόραση. Ως τέτοια, εκφεύγουν των επίδικων θεμάτων και κατά συνέπεια, δεν θα απασχολήσουν το Δικαστήριο περαιτέρω.
Ευρήματα
Με βάση την πιο πάνω αξιολόγηση ανάλογα είναι και τα ευρήματα του Δικαστηρίου. Συγκεκριμένα:
- Κατά τον επίδικο χρόνο, η κατηγορούμενη 1 εργαζόταν κάποιες μέρες της εβδομάδας στο περίπτερο που ανήκει στον κατηγορούμενο 2. Εκεί γνώρισε τη Ζωή, η οποία ήταν τότε περίπου 20 ετών και η οποία επισκεπτόταν το περίπτερο ως πελάτισσα. Η Ζωή, επισκεπτόταν το περίπτερο όταν ήταν ακόμη έγκυος και έπειτα αφού γέννησε το μωρό της. Βρισκόταν σε πολύ άσχημη οικονομική κατάσταση, κάποτε πεινούσε και ζητούσε δανεικά, κάποτε πάσχιζε να αγοράσει πράγματα από το περίπτερο μετρώντας ένα-ένα τα κέρματά της, κάποτε δεν είχε χρήματα να αγοράσει τσιγάρα και ζητούσε από την κατηγορούμενη 1 να της δώσει. Η κατηγορούμενη 1 γνώριζε την κατάσταση της Ζωής, ότι η ίδια δεν εργαζόταν και ότι διέμενε στο σπίτι του παππού ή της γιαγιάς της. Ενίοτε τη συμβούλευε να εξεύρει εργασία και να αλλάξει πορεία στη ζωή της ενόψει και του ότι θα γινόταν μητέρα.
- Στις 30.09.2018, η Ζωή είχε κλέψει από το κατάστημα Pop Life στον Ύψωνα την επίδικη τηλεόραση των 32’’ αξίας Ευρώ 200.
- Τη Δευτέρα, 01.10.2018 (ημέρα αργία), μετέβη στο περίπτερο που ανήκει στον κατηγορούμενο 2 για να πωλήσει την τηλεόραση στον ίδιο επειδή είχε ανάγκη από χρήματα. Του είχε πωλήσει και άλλα προϊόντα που είχε κλέψει στο παρελθόν και γνώριζε ότι ο κατηγορούμενος 2 πιθανόν να αποδεχόταν και την τηλεόραση.
- Εκείνη την ημέρα, στο περίπτερο εργαζόταν η αδελφή του κατηγορούμενου 2, η κατηγορούμενη 1. Η Ζωή ρώτησε την κατηγορούμενη 1 εάν ενδιαφερόταν να αγοράσει μία τηλεόραση, λέγοντάς της ότι ήταν «απένταρη» και χρειαζόταν τα χρήματα για να συντηρήσει το παιδί της. Η κατηγορούμενη 1 την ρώτησε πού βρήκε την τηλεόραση και η Ζωή της απάντησε ότι ήταν δική της και την έφερε από το σπίτι της. Την ρώτησε εάν την αγόρασε η ίδια και η Ζωή απάντησε καταφατικά.
- Η κατηγορούμενη 1, λυπήθηκε τη Ζωή, γνωρίζοντας ότι είχε μόλις πρόσφατα γεννήσει το μωρό της, δεν εργαζόταν και δεν είχε οικονομικούς πόρους για να το υποστηρίξει και έτσι αποδέχτηκε να αγοράσει την τηλεόραση για το ποσό των Ευρώ 105. Αυτό παρά το ότι δεν είχε ανάγκη από νέα τηλεόραση, εφόσον είχε ήδη άλλες 6 τηλεοράσεις στο σπίτι της. Τότε η Ζωή εξήλθε του περιπτέρου και επέστρεψε με την τηλεόραση (Τεκμήριο 4), η οποία ήταν συσκευασμένη εργοστασιακά στο κουτί της, χωρίς να φαίνεται να είχε ανοιχτεί ή χρησιμοποιηθεί προηγουμένως. Η κατηγορούμενη 1 πλήρωσε την Ζωή Ευρώ 105 και έλαβε κατοχή της επίδικης τηλεόρασης.
- Καθώς βρισκόταν στο περίπτερο, η κατηγορούμενη 1 τηλεφώνησε και στον αδελφό της, κατηγορούμενο 2, λέγοντάς του ότι ήρθε στο περίπτερο αυτή η κοπέλα και της πούλησε μία τηλεόραση, ρωτώντας τον εάν την ήθελε εκείνος. Ο κατηγορούμενος 2 της απάντησε ότι κοιμόταν, ότι δεν ήθελε την τηλεόραση και ότι μπορούσε να την κρατήσει η ίδια.
- Όταν σχόλασε, η κατηγορούμενη 1 πήρε την τηλεόραση σπίτι της, αφήνοντάς την άθικτη στο κουτί της, ως βρέθηκε στις 05.10.2018 από την αστυνομία όταν εκτελέστηκε ένταλμα έρευνας στην οικία της.
Νομική πτυχή
Η Κατηγορούσα Αρχή φέρει το βάρος να αποδείξει, παρουσιάζοντας αποδεκτή και αξιόπιστη μαρτυρία, τη σωρευτική συνύπαρξη των συστατικών στοιχείων του κάθε αδικήματος «πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας»[6].
Η κατηγορούμενη 1 αντιμετωπίζει την κατηγορία της κλεπταποδοχής, κατά παράβαση του άρθρου 306(α) του Π.Κ., το οποίο διαλαμβάνει ότι «όποιος αποδέχεται ή κατακρατεί περιουσία, που γνωρίζει ότι αυτή εκλάπηκε ή αποκτήθηκε με οποιοδήποτε τρόπο κάτω από περιστάσεις που συνιστούν κακούργημα ή πλημμέλημα, είναι ένοχος ποινικού αδικήματος του ίδιου βαθμού (κακουργήματος ή πλημμελήματος) και υπόκειται στην περίπτωση κακουργήματος, σε φυλάκιση πέντε χρόνων […]»
Προκύπτει ότι συστατικά στοιχεία του αδικήματος της κλεπταποδοχής είναι:
(α) η αποδοχή ή κατακράτηση περιουσίας από τον κατηγορούμενο,
(β) η περιουσία αυτή να είναι προϊόν κλοπής ή να αποκτήθηκε κάτω από περιστάσεις που να συνιστούν κακούργημα ή πλημμέλημα, και
(γ) η γνώση του κατηγορουμένου ότι η περιουσία αυτή αποτελεί προϊόν κλοπής ή ότι αποκτήθηκε υπό περιστάσεις που να συνιστούν κακούργημα ή πλημμέλημα.
Στη βάση των ευρημάτων του Δικαστηρίου, προκύπτει, χωρίς δυσκολία, ότι πληρούνται τα πρώτα δύο συστατικά στοιχεία του αδικήματος. Συγκεκριμένα, η κατηγορούμενη 1, όπως η ίδια παραδέχτηκε στο Δικαστήριο, αγόρασε την επίδικη τηλεόραση και έλαβε κατοχή αυτής. Εξάλλου, βρέθηκε στην οικία της λίγες μέρες έπειτα από την επίδικη συναλλαγή, κατά την εκτέλεση σχετικού εντάλματος έρευνας. Επίσης, η επίδικη τηλεόραση αποτελεί προϊόν κλοπής, αφού πρόκειται για μία από τις τηλεοράσεις που έκλεψε η Μ.Κ.5 από το κατάστημα όπου εργαζόταν τότε ο Μ.Κ.2. Τα πιο πάνω δεν αμφισβητήθηκαν εξάλλου από την πλευρά της Υπεράσπισης.
Απομένει η εξέταση του τρίτου συστατικού στοιχείου, δηλαδή του κατά πόσον η κατηγορούμενη 1 γνώριζε ότι η τηλεόραση ήταν κλοπιμαία:
Απλή υποψία στο μυαλό του κατηγορούμενου ότι η επίδικη περιουσία δυνατόν να αποτελεί προϊόν κλοπής δεν εξισώνεται με «γνώση». Από την άλλη, δεν αναμένεται η προσκόμιση μαρτυρίας από μέρους της κατηγορούσας αρχής ότι το πρόσωπο που παρέδωσε την περιουσία στον κατηγορούμενο είχε δηλώσει σε αυτόν ρητά ότι πρόκειται για προϊόν κλοπής ή ότι ο κατηγορούμενος είχε δει το πρόσωπο αυτό να κλέβει την εν λόγω περιουσία προηγουμένως[7].
Η γνώση γενικά ως στοιχείο της νοητικής διεργασίας του ανθρώπου σπάνια μπορεί να αποδειχθεί με άμεση μαρτυρία. Κατά κανόνα συνάγεται μέσα από τα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης[8]. Εφόσον δεν υπάρχει δυνατότητα εισχώρησης στο μυαλό ενός κατηγορούμενου ώστε να διαπιστωθεί επακριβώς τι γνώριζε κατά τον ουσιώδη χρόνο, το Δικαστήριο με βάση το ενώπιον του υλικό, μπορεί να καταλήξει στο συμπέρασμα γνώσης, λαμβάνοντας υπόψη τη νοητική ικανότητα του συγκεκριμένου κατηγορούμενου, τα στοιχεία που είχε ενώπιον του κατά τη δεδομένη στιγμή και την δυνατότητά του να τα εκτιμήσει.
Όταν η κατηγορούσα αρχή στηρίζεται σε περιστατικής φύσεως μαρτυρία για να αποδείξει την υπόθεσή της, η καταδίκη είναι επιτρεπτή μόνο υπό τη βασική προϋπόθεση ότι το συμπέρασμα περί γνώσης πρέπει να βρίσκεται σε σχέση άμεσης συνάφειας με τη μαρτυρία και να αποτελεί το μόνο λογικό συμπέρασμα που προκύπτει από τις περιστάσεις. Το Δικαστήριο μπορεί να προχωρήσει σε καταδίκη, εάν, σωρευτικά αποτιμούμενα, τα διάφορα περιστατικά της υπόθεσης δεν επιδέχονται λογικά άλλης ερμηνείας ή εξήγησης από την ενοχή του κατηγορούμενου[9].
Ειδικά σε ότι αφορά περιπτώσεις όπως η παρούσα, η αγορά κλαπέντων εμπορευμάτων σε τιμή πολύ χαμηλότερη από την αξία τους, μπορεί να ενισχύσει μαρτυρία για την ύπαρξη γνώσης για την προέλευση τους και παράλληλα να αποτελέσει αυτοτελή μαρτυρία από την οποία δυνατό να εξαχθούν ενοχοποιητικά συμπεράσματα[10].
Περαιτέρω, ως ζήτημα κοινής λογικής, η κατοχή προσφάτως κλαπείσας περιουσίας μπορεί να οδηγήσει σε συμπέρασμα ότι ο κατηγορούμενος γνώριζε ότι πρόκειται για τέτοια περιουσία, εκτός εάν δώσει κάποια εξήγηση η οποία, έστω και αν δεν γίνει πιστευτή αρκεί να προκαλέσει αμφιβολία κατά πόσο όντως γνώριζε (doctrine of recent possession)[11].
Σε συνάρτηση με τα ευρήματα του Δικαστηρίου, υφίστανται εν προκειμένω τα ακόλουθα στοιχεία περιστατικής μαρτυρίας:
- Η κατηγορούμενη 1 γνώριζε τη Ζωή εφόσον η ίδια επισκεπτόταν συχνά το περίπτερο ως πελάτισσα. Γνώριζε ότι ήταν πρόσωπο το οποίο βρισκόταν σε πολύ άσχημη οικονομική κατάσταση. Δυσκολευόταν να εξεύρει χρήματα ώστε να αγοράσει είδη περιπτέρου, ενίοτε πεινούσε και ζητούσε να πάρει αντικείμενα με πίστωση ή ζητούσε τσιγάρα, χωρίς να είναι σε θέση να καταβάλει το αντίτιμο. Επίσης, η κατηγορούμενη 1 γνώριζε ότι η Ζωή δεν εργαζόταν και δεν είχε οικονομικούς πόρους, πράγμα που την ώθησε μάλιστα να της δίνει συμβουλές ώστε να ορθοποδήσει στη ζωή της και να εξεύρει εργασία με σκοπό να είναι σε θέση να συντηρήσει το βρέφος που μόλις είχε γεννήσει.
- Κατά την ημερομηνία της ισχυριζόμενης διάπραξης του αδικήματος, η Ζωή της είχε αναφέρει ότι χρειαζόταν χρήματα γιατί πεινούσε η ίδια αλλά και γιατί χρειαζόταν να συντηρήσει το βρέφος της. Ενόψει των πιο πάνω η κατηγορούμενη 1 γνώριζε ότι η Ζωή δεν είχε, εκείνη την περίοδο, χρήματα ή εισοδήματα που θα της επέτρεπαν να αγοράσει την επίδικη τηλεόραση.
- Η Ζωή πρότεινε στην κατηγορούμενη 1 να αγοράσει την επίδικη τηλεόραση στην τιμή των Ευρώ 105, τιμή κατά το ήμισυ χαμηλότερη από την αγοραία αξία της επίδικης τηλεόρασης.
- Η επίδικη τηλεόραση δεν προσφέρθηκε προς πώληση ως μεταχειρισμένη. Αντιθέτως, ήταν συσκευασμένη στο κουτί της, το οποίο δεν είχε ακόμη ανοιχτεί.
- Η επίδικη τηλεόραση είχε κλαπεί από το κατάστημα στις 30.09.2018, δηλαδή μία μέρα πριν την ισχυριζόμενη διάπραξη του αδικήματος.
Προκύπτει, λοιπόν, ότι η επίδικη τηλεόραση δεν προσφέρθηκε προς πώληση ως μεταχειρισμένη αλλά ως καινούργια σε τιμή πολύ χαμηλότερη της πραγματικής της αξίας. Συνεπώς, ήταν εμφανές ότι είχε αποκτηθεί πρόσφατα από τη Ζωή. Επιπλέον, η κατηγορούμενη 1 αποδέχτηκε την τηλεόραση από τη Ζωή μία μέρα μετά από την ημερομηνία που κλάπηκε από το κατάστημα ηλεκτρικών ειδών, εφαρμόζεται δηλαδή στην προκειμένη περίπτωση και η αρχή της προσφάτως κλαπείσας περιουσίας (doctrine of recent possession). Παράλληλα, η κατηγορούμενη 1 γνώριζε πολύ καλά ότι η Ζωή δεν εργαζόταν, ούτε είχε τους οικονομικούς πόρους που θα της επέτρεπαν να αγοράσει την τηλεόραση νόμιμα κατά την επίδικη περίοδο. Αντιθέτως, εκείνο τον καιρό πάσχιζε να εξεύρει χρήματα για να αποκτήσει τα απαραίτητα ώστε να συντηρήσει τον εαυτό της και το μωρό της. Η οικονομική κατάσταση της Ζωής και η αδυναμία της να εξεύρει χρήματα για να αγοράσει την επίδικη τηλεόραση ήταν εις γνώση της κατηγορούμενης 1 όταν αποδέχτηκε να αγοράσει την τηλεόραση. Μάλιστα, εκείνη την ημέρα, η Ζωή είχε παρακαλέσει την κατηγορούμενη 1 να τη βοηθήσει αγοράζοντας την τηλεόραση ακριβώς επειδή είχε μεγάλη ανάγκη τα χρήματα.
Τα πιο πάνω, σωρευτικά αποτιμώμενα, δεν μπορούν κατά την κρίση μου να οδηγήσουν σε οποιοδήποτε άλλο συμπέρασμα, πέραν από το ότι η κατηγορούμενη 1 γνώριζε, όταν αποδέχτηκε την τηλεόραση, ότι αυτή ήταν κλοπιμαία. Δεν εντοπίζεται, στη βάση των πιο πάνω στοιχείων, κάποια άλλη λογική ή πιθανή εξήγηση ως προς το πώς η επίδικη τηλεόραση μπορεί να βρέθηκε νόμιμα στην κατοχή της Ζωής εκείνη την περίοδο, στην κατάσταση που βρέθηκε ωσάν να ήταν καινούργια, και γιατί η Ζωή, ένα πρόσωπο χωρίς οικονομικούς πόρους που, ως η ίδια η κατηγορούμενη 1 ανέφερε, πάσχιζε να βρει χρήματα για να αγοράσει τα απαραίτητα για να συντηρήσει τον εαυτό της και το μωρό της, έχοντας υποθετικά αγοράσει την επίδικη τηλεόραση πρόσφατα, να επιθυμούσε να την μεταπωλήσει, χωρίς να την είχε χρησιμοποιήσει προηγουμένως, στο μισό της αξίας της, στην κατηγορούμενη 1. Προφανώς και η κατηγορούμενη 1 γνώριζε ότι η Ζωή, εκείνη την περίοδο, δεν ήταν σε θέση να αποκτήσει με νόμιμο τρόπο την επίδικη τηλεόραση και ότι τέτοια τηλεόραση θα μπορούσε να βρεθεί στην κατοχή της σε αυτή την κατάσταση, μόνο εάν την είχε κλέψει. Αποδέχτηκε, όμως, να την αγοράσει για το ποσό των Ευρώ 105, ωθούμενη κυρίως από ανθρωπιστικά κίνητρα, για να βοηθήσει τη Ζωή και το μωρό της με αυτόν τον τρόπο.
Παράλληλα, δεν έχει δοθεί από την Υπεράσπιση κάποια εξήγηση που θα μπορούσε δυνητικά να δημιουργήσει ρήγματα αμφιβολίας στο, κατά τα λοιπά, μόνο συμπέρασμα που μπορεί να εξαχθεί από τις πιο πάνω περιστάσεις. Το γεγονός ότι η κατηγορούμενη 1 είχε ρωτήσει τη Ζωή πού βρήκε την τηλεόραση και η ίδια της απάντησε ότι ήταν δική της, σαφώς, δεν αρκεί, υπό τις πιο πάνω περιστάσεις, για να επηρεάσει την κατάληξη του Δικαστηρίου ως προς το στοιχείο της γνώσης της κατηγορούμενης 1 για την προέλευση της τηλεόρασης. Τα γεγονότα που περιβάλλουν την επίδικη συναλλαγή δεν άφηναν περιθώριο στην κατηγορούμενη 1 να πιστέψει, ούτε κρίνω ότι η ίδια πραγματικά πίστεψε, ότι η κατηγορούμενη 1 είχε πρόσφατα αγοράσει την επίδικη τηλεόραση και άρα ότι της άνηκε νόμιμα.
Πληρούνται, λοιπόν, σωρευτικά τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος που αντιμετωπίζει η κατηγορούμενη 1.
Ο κατηγορούμενος 2 κατηγορείται ότι στις 02.10.2018 παρείχε συνδρομή στην 1η κατηγορούμενη για να διαπράξει το αδίκημα της κλεπταποδοχής, κατά παράβαση του άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα.
Εξετάζοντας το μαρτυρικό υλικό, παρατηρώ ότι δεν έχει τεθεί ενώπιον μου κανένα στοιχείο το οποίο να τείνει να καταδείξει ότι ο κατηγορούμενος 2 είτε παρείχε βοήθεια, ή συμβουλή προς την κατηγορούμενη 1 ώστε να αποδεχτεί την επίδικη τηλεόραση ενώ η ίδια γνώριζε ότι ήταν κλοπιμαία. Ούτε ότι την υποκίνησε με οποιοδήποτε τρόπο για να διαπράξει το εν λόγω αδίκημα. Το γεγονός ότι η κατηγορούμενη 1, αφού αποδέχτηκε την τηλεόραση, πήρε τηλέφωνο τον κατηγορούμενο 2 και τον ρώτησε εάν θέλει την τηλεόραση που μόλις είχε αγοράσει, ερώτημα στο οποίο ο κατηγορούμενος 2 απάντησε αρνητικά, σαφώς και δεν ισοδυναμεί με συνδρομή στη διάπραξη του αδικήματος της κλεπταποδοχής από την κατηγορούμενη 1.
Έχει τεθεί ενώπιον μου μαρτυρία ότι ο κατηγορούμενος 2, μεσολάβησε ώστε να βρεθεί αγοραστής για τη δεύτερη τηλεόραση που είχε κλέψει η Ζωή σε μεταγενέστερη ημερομηνία από την επίδικη. Όμως, η παρούσα υπόθεση, στη βάση των λεπτομερειών των αδικημάτων που εκτίθενται στο κατηγορητήριο, δεν αφορά στην εν λόγω συναλλαγή. Πρόκειται για ξεχωριστό αδίκημα που ενδεχομένως να διαπράχθηκε από τον αγοραστή της δεύτερης τηλεόρασης, φίλο ή γνωστό του κατηγορούμενου 2, ο οποίος δεν έχει προσαχθεί ενώπιον του Δικαστηρίου ώστε να διαγνωσθεί τυχόν ποινική του ευθύνη. Συνεπώς, δεν μπορεί να εξεταστεί η συμμετοχή ή συνδρομή του κατηγορούμενου 1 στη διάπραξη του αδικήματος της κλεπταποδοχής από τον εκεί αγοραστή, κατά τα διαλαμβανόμενα του άρθρου 20 του Π.Κ., χωρίς ο ίδιος ο αγοραστής να προσαχθεί ενώπιον του Δικαστηρίου ώστε να αποφασιστεί εάν όντως διέπραξε τέτοιο αδίκημα.
Αναπόδραστα, η μαρτυρία που έχει προσκομιστεί σε σχέση με τον κατηγορούμενο 2 δεν αρκεί για να οδηγήσει στην καταδίκη του κατηγορούμενου 2 για το αδίκημα που του προσάπτεται στο κατηγορητήριο.
Κατάληξη
Ενόψει των πιο πάνω, η κατηγορούμενη 1 κρίνεται ένοχη στην κατηγορία 1 και ο κατηγορούμενους 2 αθωώνεται και απαλλάσσεται από την κατηγορία 2 που αντιμετωπίζει.
[Υπ.] ……………….
Θ. Συμεωνίδης, Ε.Δ.
Πιστό αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
[1] Τσεκούρα ν Δημοκρατίας (2012) 2 ΑΑΔ 563
[2] Αθανάσιου και Άλλος ν Κουκούνη (1997) 1 (Β) ΑΑΔ 614
[3] Σκορδέλλη και Άλλων ν Δημοκρατίας, Ποιν. Έφεση 101/13, ημερ. 06/06/2016
[4] Μιχαήλ και άλλου ν Αστυνομία, Ποιν. Εφ. 145/14, ημερ. 15/04/16, Mohamed ν Δημοκρατίας (2010) 2 ΑΑΔ 266
[5] Federal Bank of Lebanon (SAL) ν. Σιακόλα (2011) 1(Β) ΑΑΔ 1422
[6] βλ. Woolmighton V D.P.P. (1935) AC 462, Τούμπας ν Δημοκρατίας (1984) 2 C.L.R. 110 και Καίτη Χαραλάμπους και άλλος ν Δημοκρατίας (1985) 2 C.L.R. 97
[7] Στο σύγγραμμα Blackstone's Criminal Practice 2003 στην σελ. 322 παρ. B4.141, με παραπομπή σε Αγγλική Νομολογία, αναφέρονται μεταξύ άλλων τα πιο κάτω σχετικά:
«. . . it must be proved that the defendant was aware of the theft or that he believed the goods to be stolen. Suspicion that they were stolen, even coupled with the fact that he shut his eyes to the circumstances, is not enough, although these matters may be taken into account . . . in deciding whether or not the necessary knowledge or belief existed.
This is certainly preferable to the definition attempted in Hall, but the definition of belief remains imprecise. Does belief on balance of probabilities suffice, or must the defendant have felt sure of it, beyond reasonable doubt? In Forsyth, the Court of Appeal merely observed, rather unhelpfully, that 'between suspicion and belief there may be a range of awareness' and it would therefore be safer to assume that the stricter concept of belief applies. In other words, a person believes that goods are stolen only if he harbours no serious or substantial doubt as to that fact.
A person who is invited to deal with goods which he suspects may be stolen and who deliberately asks no questions might sometimes be considered dishonest, but is not guilty of handling. Dealers in second-hand goods know that from time to time they may be offered goods which turn out to be stolen, but cannot cross-examine their suppliers every time they buy. On the other hand, a person who has already concluded that the goods he is being offered must be stolen (for example, because the serial number has been removed from the car stereo he is being offered for a knock-down price by the man in the pub, and he knows that there is no other explanation for it) cannot set up his failure to ask questions as a defence. He is in fact only pretending to be blind to the truth. See Griffiths (1974) 60 Cr App R 14. See also F3.29.»
[9] ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ν. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ, Ποινική Έφεση Αρ. 72/2018, 24/10/2019, ECLI:CY:AD:2019:B444 Fournides v. Republic (1986) 2 CLR 73 και Παφίτης v. Δημοκρατίας (1999) 2 ΑΑΔ 444)
[10] Ττοουλιάς ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ 258,
[11] ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ν. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ, Ποινική Έφεση Αρ. 72/2018, 24/10/2019, ECLI:CY:AD:2019:B444 και Κλεάνθους ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 236/18, ημερ. 11.1.2019, ECLI:CY:AD:2019:B3
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο