
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ
Ενώπιον: Θ.Συμεωνίδης, Ε.Δ.
Αρ. Υπόθεσης: 16687/20
Αστυνομικός Διευθυντής Λεμεσού
ν.
Α. Θ.
Κατηγορούμενος
Ημερομηνία: 31.01.25
Εμφανίσεις:
Για Κατηγορούσα Αρχή: κ. Ν. Νικολάου
Για κατηγορούμενο: κ. Η. Κονναρής
Κατηγορούμενος: παρών
___________________________________________________________________
ΑΠΟΦΑΣΗ
Ο κατηγορούμενος κατηγορείται ότι στις 20.10.2019 απείλησε τον παραπονούμενο, κ. Α.Π., με τη φράση «Θα δεις τι θα σου κάμω, θα σου ψατζέψω και τον σκύλο», κατά παράβαση του άρθρου 91Α του Ποινικού Κώδικα ενώ κατά τον ίδιο χρόνο τέλεσε δημόσια άσεμνη πράξη, δηλαδή ύψωσε το μεσαίο του δάκτυλο προς τον παραπονούμενο, κατά παράβαση του άρθρου 176 του Π.Κ.
Μαρτυρία
Για να αποδείξει την υπόθεσή της η Κατηγορούσα Αρχή παρουσίασε στο Δικαστήριο ένα μάρτυρα, τον παραπονούμενο, ενώ εκ μέρους της Υπεράσπισης κατέθεσε ο ίδιος ο κατηγορούμενος. Κάποια γεγονότα δηλώθηκαν στο Δικαστήριο ως από κοινού παραδεκτά και εγκρίθηκαν ως τέτοια. Παραθέτω, συνοπτικά, τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον μου.
Μ.Κ.1 – παραπονούμενος
Ο παραπονούμενος, υιοθετώντας το περιεχόμενο της κατάθεσής του ημερομηνίας 21.10.2019, ανέφερε ότι το σπίτι όπου διαμένει γειτνιάζει με αυτό του κατηγορούμενου και ότι από την αρχή της γειτνίασής τους αντιμετωπίζει πολλά προβλήματα με τον κατηγορούμενο, λόγω του ότι ο κατηγορούμενος μεταδίδει μουσική μέσω μεγάφωνων μέχρι αργά το βράδυ με αποτέλεσμα να προκαλεί ανησυχία στον ίδιο. Για αυτό το λόγο, πριν από το επίδικο συμβάν (αλλά και έπειτα από αυτό), τον είχε καταγγείλει αρκετές φορές στην αστυνομία.
Στις 20.10.2019, ημέρα Κυριακή και περί η ώρα 11:30 το πρωί, ενώ ο παραπονούμενος καθόταν στο γραφείο του, το οποίο βρίσκεται στο σαλόνι του σπιτιού του και εφάπτεται στο παράθυρο που βλέπει προς συγκεκριμένη οδό, χρησιμοποιώντας τον υπολογιστή του, ο κατηγορούμενος πέρασε με το αυτοκίνητό της μητέρας του έξω από το σπίτι του με χαμηλή ταχύτητα. Όταν ο κατηγορούμενος είδε τον παραπονούμενο μέσω του παραθύρου, το οποίο εκείνη τη στιγμή ήταν ανοικτό, ελάττωσε ταχύτητα και φώναξε στον παραπονούμενο την εξής φράση: «Ρε πουστόγερε, εν να δεις τι θα σου κάμω, θα σου ψατζέψω το σκύλο σου» και ταυτόχρονα ύψωσε το μεσαίο δάκτυλο της παλάμης του προς τον παραπονούμενο, δηλαδή τον «καύλιασε». Η απόσταση μεταξύ του παραπονούμενου και του κατηγορούμενου κατά το χρόνο του επίδικου συμβάντος ήταν περίπου 5 μέτρα.
Ο παραπονούμενος δήλωσε ότι θα μπορούσε να είχε συγχωρέσει τον κατηγορούμενο για την άσεμνη χειρονομία που του έκανε αλλά όχι για την απειλή. Όπως είπε, έχει ένα σκύλο, ράτσας Labrador, για πολλά χρόνια τον οποίο αγαπάει πολύ ως δικό του παιδί και στο άκουσμα της φράσης φοβήθηκε για τον σκύλο του.
Επίσης, ανέφερε ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζει μέχρι και σήμερα με τον κατηγορούμενο είναι το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος συνεχίζει να χρησιμοποιεί τα μεγάφωνά του, τα οποία εγκατέστησε στην αυλή του σπιτιού του, βάζοντας δυνατή μουσική σε ακατάλληλες ώρες. Μάλιστα, ως επισήμανε ο παραπονούμενος, ο ίδιος είναι ηλικιωμένος άνθρωπος, πέραν των 80 ετών και αντιμετωπίζει πολύ σοβαρά προβλήματα υγείας. Διευκρινίζεται ότι αυτή η πτυχή της μαρτυρίας του παραπονούμενου, ήτοι η περιγραφή του ως προς τις ενέργειες του κατηγορούμενου που σχετίζονται με την εκπομπή ήχου με τη χρήση μεγάφωνων κατ’ επανάληψη έπειτα από το επίδικο συμβάν, δεν αφορά την παρούσα υπόθεση, εφόσον ο κατηγορούμενος δεν κατηγορείται για την διάπραξη τέτοιων αδικημάτων. Συνεπώς, δεν θα απασχολήσει περαιτέρω το Δικαστήριο. Σχετικός, όμως, με τα επίδικα γεγονότα είναι ο ισχυρισμός του παραπονούμενου, ο οποίος δεν αμφισβητήθηκε από την πλευρά της Υπεράσπισης, ότι ο ίδιος κατήγγειλε τον κατηγορούμενο αρκετές φορές στην αστυνομία πριν από το επίδικο συμβάν για αυτόν το λόγο.
Κατά την αντεξέτασή του, ο παραπονούμενος ρωτήθηκε εάν κατήγγειλε το περιστατικό στην αστυνομία την ίδια μέρα του ή την επόμενη και απάντησε ότι δεν θυμόταν λόγω του χρόνου που έχει παρέλθει. Ρωτήθηκε, επίσης, πού βρισκόταν η σύζυγός του εκείνη τη στιγμή και απάντησε ότι βρισκόταν και εκείνη στο σαλόνι, σε απόσταση 3 με 4 μέτρων από όπου βρισκόταν ο ίδιος. Αρχικά ανέφερε ότι άκουσε και η σύζυγός του τον κατηγορούμενο να ξεστομίζει την επίδικη φράση αλλά όταν ρωτήθηκε γιατί δεν μετέβη στο αστυνομικό τμήμα μαζί της, απάντησε ότι δεν είναι σε θέση να γνωρίζει με βεβαιότητα εάν η σύζυγός του άκουσε η ίδια τον κατηγορούμενο ή εάν ο ίδιος της μετέφερε τί ακριβώς του είπε ο κατηγορούμενος εκείνη τη στιγμή. Ήταν εκείνη, όμως, που τον παρότρυνε να καταγγείλει το περιστατικό στην αστυνομία, παρά το ότι για άλλα περιστατικά τον απέτρεπε από το να υποβάλει καταγγελία γιατί η ίδια δεν επιθυμεί να έχει γενικά μπλεξίματα με την αστυνομία και τα Δικαστήρια.
Αντεξεταζόμενος ανέφερε, επίσης, ότι παρά το ότι ο κατηγορούμενος του είχε υποδείξει το μεσαίο δάκτυλό του και τον είχε αποκαλέσει με τη φράση «πουστόγερε» ξανά στο παρελθόν, στην προκειμένη περίπτωση αποφάσισε να τον καταγγείλει λόγω του ότι τον απείλησε ότι θα δηλητηρίαζε το σκύλο του. Ο σκύλος του είναι ακόμη ζωντανός ως ανέφερε.
Δεν θυμάται τον ακριβή αριθμό των καταγγελιών στην αστυνομία που υπέβαλε μέχρι σήμερα εναντίον του κατηγορούμενου σε σχέση με την εκπομπή ήχου που προκαλεί με τα μεγάφωνά του, συμφώνησε όμως ότι μπορεί να ανέρχονται περί τις τριάντα φορές.
Κατηγορούμενος
Κατά την κυρίως εξέτασή του ο κατηγορούμενος αρνήθηκε ότι διέπραξε τα αδικήματα που του καταλογίζονται και ανέφερε ότι ο παραπονούμενος κατέθεσε εναντίον του με σκοπό να τον εκδικηθεί. Αντεξεταζόμενος ανέφερε ότι κατά τον επίδικο χρόνο δεν συνάντησε τον κατηγορούμενο και δεν ήρθαν σε καμία αντιπαράθεση.
Αξιολόγηση
Παρακολούθησα με ιδιαίτερη προσοχή τους μάρτυρες ενόσω αυτοί κατέθεταν κατά την ακροαματική διαδικασία και είχα την ευκαιρία να δω τον τρόπο που απαντούσαν στις διάφορες ερωτήσεις που τους υποβάλλονταν, το καλό ή κακό μνημονικό τους και, γενικότερα, τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα.
Μαρτυρία που γίνεται αποδεκτή, προτού χρησιμοποιηθεί ως υπόβαθρο διαπιστώσεων και ευρημάτων αξιολογείται στο σύνολό της με σκοπό να κριθεί αν είναι ή όχι αξιόπιστη[1], με την αναξιόπιστη μαρτυρία να μην αποτελεί αποδεικτικό υλικό ενώπιον του Δικαστηρίου και να μην αποδεικνύει οτιδήποτε[2]. Παράγοντας εξαιρετικής σπουδαιότητας για την κρίση της αξιοπιστίας κάθε μάρτυρα είναι η εντύπωση που αφήνει στο Δικαστήριο, μέσω των αντιδράσεών του, τον τρόπο που απαντά, την ευχέρεια που είχε να αντιληφθεί τα γεγονότα και την ιδιοσυγκρασία του. Όμως, η αξιολόγηση της μαρτυρίας δεν περιορίζεται αποκλειστικώς στην ατομική κρίση της αξιοπιστίας κάθε μάρτυρα ξεχωριστά, αλλά αντιπαραβάλλεται και διερευνάται σε συνάρτηση και σύγκριση με την υπόλοιπη μαρτυρία[3]. Δεν είναι ορθή η μικροσκοπική εξέτασή της μαρτυρίας. Το Δικαστήριο έχει τη διακριτική ευχέρεια να αποδεχτεί μέρος της μαρτυρίας ενός μάρτυρα που συγκεντρώνει τα απαραίτητα στοιχεία αξιοπιστίας και να απορρίψει το υπόλοιπο μέρος της μαρτυρίας ως αναξιόπιστο[4]. Είναι ανεπίτρεπτη η σύζευξη της αξιοπιστίας των μαρτύρων και του βάρους απόδειξης. Μόνο όταν διαπιστωθεί ότι μαρτυρία που παρουσίασε ο διάδικος περιέχει τα στοιχεία της αξιοπιστίας, μπορεί το Δικαστήριο να προχωρήσει στο επόμενο στάδιο που αφορά στο βάρος και επίπεδο απόδειξης[5].
Κεντρικός πυρήνας, βεβαίως, στην υπόθεση της κατηγορούσας αρχής υπήρξε η μαρτυρία του παραπονούμενου, που είναι και το μόνο πρόσωπο που κατέθεσε στο Δικαστήριο εναντίον του κατηγορούμενου. Ενόψει τούτου, το Δικαστήριο καλείται, κατά την αξιολόγισή της, να προσεγγίσει την εν λόγω μαρτυρία με ιδιαίτερη προσοχή, προειδοποιώντας τον εαυτό του ως προς τον κίνδυνο που ελλοχεύει σε περίπτωση καταδίκης του κατηγορούμενου βασιζόμενο στη μαρτυρία ενός μόνο προσώπου. Η νοητική αυτή άσκηση από μέρους του Δικαστηρίου δεν γίνεται με μηχανιστικό τρόπο αλλά ουσιαστικά. Έχοντας τα πιο πάνω κατά νου και με ιδιαίτερη προσοχή, αλλά χωρίς προκατάληψη, προχωρώ να εξετάσω τη μαρτυρία του παραπονούμενου:
Ο παραπονούμενος, ο οποίος είναι πρόσωπο μεγάλης ηλικίας, άφησε πολύ θετική εντύπωση στο Δικαστήριο ως μάρτυρας αλήθειας. Κατέθεσε τα γεγονότα ως τα αντιλήφθηκε με αρκετά παραστατικό τρόπο, προσδιορίζοντας με την απαιτούμενη λεπτομέρεια τα σημεία όπου βρίσκονταν ο ίδιος, η σύζυγος του αλλά και ο κατηγορούμενος κατά το επίδικο συμβάν, τα όσα ξεστόμισε ο κατηγορούμενος απευθυνόμενος προς τον ίδιο αλλά και την χειρονομία στην οποία προέβη, καθώς και το λόγο που ένιωσε φόβο για την ασφάλεια του σκυλιού του, ενόψει και της συναισθηματικής σύνδεσης που έχει μαζί του. Η μαρτυρία του στο Δικαστήριο συνάδει και με το περιεχόμενο της κατάθεσης που έδωσε στην αστυνομία την επόμενη μέρα του επίδικου συμβάντος.
Εξήγησε ο παραπονούμενος ότι, παρά το ότι είχε δεχτεί και άλλες φορές στο παρελθόν εξυβριστικά ή υποτιμητικά λόγια από τον κατηγορούμενο, ενόψει των διαφορών που έχουν λόγω της γειτνίασής του, εντούτοις στην προκειμένη περίπτωση ένιωσε την ανάγκη να καταγγείλει το περιστατικό στην αστυνομία, αφού ανησύχησε για την ασφάλεια του σκύλου του. Επισήμανε, όμως, ότι με το πέρας του χρόνου, η διάπραξη των υπό κρίση αδικημάτων δεν τον απασχολεί πλέον, καθότι κύριο μέλημά του είναι το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος συνεχίζει σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του να προκαλεί οχληρία μέσω των μεγάφωνων που εγκατέστησε στην αυλή του, προκαλώντας του ανησυχία και δυσκολία στο να απολαύσει την περιουσία του.
Τόνιζε, με κάθε ευκαιρία, προς το Δικαστήριο ότι αυτό που πραγματικά επιθυμεί είναι να επιλυθεί το ζήτημα που σχετίζεται με την συνεχή και ενοχλητική για τον ίδιο εκπομπή ήχου από τον κατηγορούμενο. Παρά το ότι, προφανώς, το Δικαστήριο δεν καλείται στο πλαίσιο της παρούσας υπόθεσης να εξετάσει κατά πόσο ο κατηγορούμενος διαπράττει οποιαδήποτε αδικήματα σε σχέση με το ζήτημα της εκπομπής ήχου ή της πρόκλησης οχληρίας εκ μέρους του κατηγορούμενου ή να παρέχει οποιαδήποτε θεραπεία σε σχέση με αυτό το ζήτημα, εντούτοις, ο τρόπος που ο μάρτυρας με απλότητα ενέταξε το παράπονό του σε ένα ρεαλιστικό, υπό τις περιστάσεις, πλαίσιο ενόψει και του χρόνου που έχει παρέλθει, έδωσε την εντύπωση προσώπου το οποίο αφενός δεν αντιλήφθηκε πλήρως τα όρια και τους σκοπούς της παρούσας διαδικασίας, αλλά αντί αυτού προσήλθε για να εξιστορήσει στο Δικαστήριο το γενικότερο πρόβλημα που αντιμετωπίζει με τον κατηγορούμενο από την αρχή της γειτνίασής τους μέχρι σήμερα, υποβάθμισε τρόπον τινά τη σοβαρότητα των υπό κρίση αδικημάτων σε σύγκριση με το κύριο πρόβλημα που αντιμετωπίζει. Προσέδωσε έτσι, με μη επιτηδευμένο τρόπο, ακόμη περισσότερη πειστικότητα στα λεγόμενά του σε σχέση με τον υπό κρίση περιστατικό, το οποίο δεν θεωρούσε πλέον ως το πιο σοβαρό συγκριτικά με τις υπόλοιπες ενέργειες του κατηγορούμενου.
Σε καμία περίπτωση δεν μου δόθηκε η εντύπωση ότι ο παραπονούμενος χάλκεψε τη μαρτυρία του με σκοπό και μόνο να «εκδικηθεί» τον κατηγορούμενο λόγω των διαφορών που είχαν τότε. Εξάλλου, αποτελεί κοινό έδαφος ότι ο παραπονούμενος είχε καταγγείλει πολλές φορές τον κατηγορούμενο στην αστυνομία πριν από το επίδικο περιστατικό αλλά και έπειτα από αυτό για το ζήτημα της εκπομπής ήχου μέσω των μεγάφωνων του και άρα δεν είχε κανένα λόγο να σκαρφιστεί κάποιο άλλο άσχετο περιστατικό ώστε να τον καταγγείλει στην αστυνομία εκ νέου για να τον «εκδικηθεί». Κατά το χρόνο υποβολής της υπό κρίση καταγγελίας, ο παραπονούμενος δεν είχε κανένα λόγο να πιστεύει ότι με το να καταγγείλει ψευδώς τον κατηγορούμενο στην αστυνομία για το υπό κρίση περιστατικό, θα επωφελείτο ο ίδιος ή θα τιμωρείτο ο κατηγορούμενος περισσότερο, συγκριτικά με τον καταγγέλλει για τα ζητήματα που πραγματικά τον αφορούσαν, ήτοι την «οχληρία» που κατ’ ισχυρισμό προκαλούσε ο κατηγορούμενος μέσω της χρήσης των μεγάφωνών του. Αντιθέτως, ακριβώς λόγω των καταγγελιών που κατά καιρούς υπέβαλλε στην αστυνομία ο παραπονούμενος εναντίον του κατηγορούμενου, ο τελευταίος φαίνεται να είχε λόγο να εκνευριστεί με τη στάση του και κίνητρο να τον απειλήσει με σκοπό να τον αποτρέψει από το να συνεχίσει να καλεί την αστυνομία και να του δημιουργεί προβλήματα.
Υπό το φως των πιο πάνω, κάποιες παλινδρομήσεις στη μαρτυρία του παραπονούμενου και συγκεκριμένα (α) το γεγονός ότι δεν κατέθεσε με σαφήνεια εάν κατήγγειλε το περιστατικό στην αστυνομία την ίδια ή την επόμενη μέρα, και (β) το γεγονός ότι δεν ήταν σε θέση να διευκρινίσει εάν η σύζυγος του άκουσε και η ίδια τα λόγια του κατηγορούμενου όταν τα ξεστόμισε ή εάν της τα μετέφερε εκείνος αμέσως μετά, δεν κρίνονται ουσιώδεις. Ως ζήτημα κοινής λογικής, εάν η μαρτυρία του παραπονούμενου ήταν κατασκευασμένη και ψευδής, τότε ο παραπονούμενος απλά δεν θα επέλεγε να καταθέσει ότι η σύζυγός του βρισκόταν και εκείνη στο σαλόνι ώστε να εγερθεί αχρείαστα το ερώτημα ως προς το κατά πόσο άκουσε και η ίδια τον κατηγορούμενο ή όχι (εφόσον η ίδια δεν επιθυμούσε να μαρτυρήσει), ούτε υπήρχε λόγος να επιδείξει αβεβαιότητα ως προς το κατά πόσο κατήγγειλε τον κατηγορούμενο την ίδια ή την επόμενη μέρα στην αστυνομία. Οι πιο πάνω ανακολουθίες στη μαρτυρία του, όχι μόνο δεν αρκούν για να κλονίσουν την αξιοπιστία του, αλλά αντιθέτως, έχοντας υπόψη το προχωρημένο της ηλικίας του μάρτυρα αλλά και το χρόνο που έχει παρέλθει από το επίδικο συμβάν, θα έλεγα ότι της προσδίδουν περισσότερη αληθοφάνεια και άρα πειστικότητα.
Ενόψει των πιο πάνω, η μαρτυρία του παραπονούμενου γίνεται αποδεκτή ως αξιόπιστη στο σύνολό της.
Από την άλλη, ο κατηγορούμενος δεν άφησε θετική εντύπωση στο Δικαστήριο ως μάρτυρας αλήθειας. Η μαρτυρία του ήταν εξαιρετικά σύντομη και περιορίστηκε στο να αναφέρει απλά ότι ο παραπονούμενος λέει ψέματα για να τον εκδικηθεί και ότι ο ίδιος δεν το συνάντησε κατά τον επίδικο χρόνο. Απέφυγε να δώσει οποιεσδήποτε περαιτέρω εξηγήσεις ή διευκρινήσεις ως προς το πού βρισκόταν κατά τον επίδικο χρόνο ή ως προς το γιατί θεωρεί ότι ο παραπονούμενος θα επέλεγε να τον «εκδικηθεί» καταθέτοντας ψευδώς στην αστυνομία και στο Δικαστήριο. Η μαρτυρία του δεν προσέθεσε οτιδήποτε ουσιώδες στο σύνολο του μαρτυρικού υλικού και απολήγει ως μια απλή επανάληψη της «μη παραδοχής» του στις κατηγορίες που αντιμετωπίζει. Ως τέτοια, δεν αρκεί για να αντικρούσει ή να δημιουργήσει ρήγματα στην αξιοπιστία του παραπονούμενου. Συνακόλουθα, δεν με έχει πείσει ο κατηγορούμενος για την αλήθεια της εκδοχής του και η μαρτυρία του δεν γίνεται αποδεκτή.
Ευρήματα
Με βάση την πιο πάνω αξιολόγηση ανάλογα είναι και τα ευρήματα του Δικαστηρίου: Συγκεκριμένα, στις 20.10.2019, ημέρα Κυριακή, περί η ώρα 11:30 το πρωί, ενώ ο παραπονούμενος καθόταν στο γραφείο του, το οποίο βρίσκεται στο σαλόνι του σπιτιού του και εφάπτεται στο παράθυρο που βλέπει προς συγκεκριμένη οδό, πέρασε με το αυτοκίνητο έξω από το σπίτι του με χαμηλή ταχύτητα ο κατηγορούμενος. Όταν ο κατηγορούμενος είδε τον παραπονούμενο μέσω του παραθύρου του σαλονιού του, το οποίο εκείνη τη στιγμή ήταν ανοικτό, ελάττωσε ταχύτητα και, καθώς βρισκόταν στο δρόμο μέσα στο αυτοκίνητο, φώναξε στον παραπονούμενο την εξής φράση: «Ρε πουστόγερε, εν να δεις τι θα σου κάμω, θα σου ψατζέψω και το σκύλο σου» και ταυτόχρονα ύψωσε το μεσαίο δάκτυλο της παλάμης του προς τον παραπονούμενο, δηλαδή τον «καύλιασε». Στο άκουσμα της φράσης αυτής, ο παραπονούμενος ένιωσε φόβο για την ασφάλεια του σκυλιού του, με το οποίο είναι δεμένος συναισθηματικά και το αντιμετωπίζει ως μέλος της οικογένειάς του, με αποτέλεσμα την επόμενη μέρα να προβεί σε σχετική καταγγελία στην αστυνομία εναντίον του κατηγορούμενου.
Νομική πτυχή
Η Κατηγορούσα Αρχή φέρει το βάρος να αποδείξει, παρουσιάζοντας αποδεκτή και αξιόπιστη μαρτυρία, τη σωρευτική συνύπαρξη των συστατικών στοιχείων του κάθε αδικήματος «πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας»[6].
Ο κατηγορούμενος αντιμετωπίζει την κατηγορία της «απειλής» κατά παράβαση του άρθρου 91Α του Ποινικού Κώδικα.
Σύμφωνα με το άρθρο 91Α:
“Πρόσωπο το οποίο προκαλεί σε άλλον τρόμο ή ανησυχία απειλώντας τον με βία ή άλλη παράνομη πράξη ή παράλειψη, διαπράττει αδίκημα και, σε περίπτωση καταδίκης, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα τρία (3) έτη.”
Προκύπτει ότι συστατικά στοιχεία του αδικήματος είναι α) η απειλή άσκησης βίας ή τέλεσης παράνομης πράξης, και β) η πρόκληση τρόμου ή ανησυχίας στο πρόσωπο που απειλείται.
Ως έχει αναφερθεί στην πρόσφατη απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου στην υπόθεση ΙΩΣΗΦ ΙΩΣΗΦ v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ , ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 41/2021, 28/9/2022, ECLI:CY:AD:2022:B369, «το τι συνιστά απειλή, είναι ζήτημα πραγματικό, το οποίο κρίνεται σε συνάρτηση με τις περιστάσεις της κάθε υπόθεσης. Ειδικότερα, κρίνεται αντικειμενικά, από το περιεχόμενο των όσων εκστομίζονται, ως και το αποτέλεσμα που αυτά προκαλούν στο πρόσωπο που απευθύνονται».
Διαφωτιστικό είναι και το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου στην υπόθεση Κούσουλος ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση 119/2021, ημερομηνίας 20.1.2022, ECLI:CY:AD:2022:B13:
“Το τι συνιστά απειλή είναι ζήτημα πραγματικό, το οποίο κρίνεται σε συνάρτηση με τις περιστάσεις της κάθε υπόθεσης. Στη Νετζιήπ ν. Αστυνομίας (1992) 2 ΑΑΔ 1, όπου εξετάστηκαν οι πρόνοιες του Άρθρου 91(γ) του Κεφ. 154, αναφέρθηκε ότι η απειλή πρέπει να έχει πραγματικό έρεισμα και να δημιουργεί εξ αντικειμένου τη δυνατότητα εκφοβισμού του θύματος. Τα αποφασισθέντα σ΄ εκείνη την υπόθεση εφαρμόζονται κατ΄ αναλογία και στην παρούσα.
Ως προς την πρόκληση τρόμου ή ανησυχίας στον απειλούμενο αυτό εξετάζεται με βάση την υποκειμενική αντίληψη του απειλούμενου. Σχετική είναι η αγγλική υπόθεση DPP v. Ramos [2000] All E.R. (D) 544, όπου εξετάστηκε το Άρθρο 4 του αγγλικού Public Order Act 1986, που αφορά το αδίκημα «fear or provocation of violence», όπου τονίστηκε ότι αυτό που έχει σημασία είναι η υποκειμενική αντίληψη του απειλούμενου, παρά τη στατιστική πιθανότητα άσκησης βίας σε σύντομο χρόνο.
Ο κατηγορούμενος πρέπει να είχε πρόθεση εκφοβισμού του παραπονούμενου, έστω και αν δεν είχε σκοπό να διενεργήσει πράξη βίας ή παράνομη πράξη. Αυτή είναι η ένοχη διάνοια για τη διάπραξη του αδικήματος.”
Αποτελεί πάγια νομολογιακή αρχή ότι ο σκοπός ή η πρόθεση διάπραξης ενός ποινικού αδικήματος (εν προκειμένω η πρόθεση εκφοβισμού του προσώπου που δέχεται την απειλή) δεν είναι πάντοτε δεκτικά θετικής και άμεσης μαρτυρίας αλλά ως αναγόμενα αποκλειστικά στην πνευματική λειτουργία του κατηγορουμένου μπορεί να αποδειχθούν με την τεκμηρίωση στοιχείων και περιστατικών που περιβάλλουν την υπόθεση. Τεκμαίρεται ότι κάθε πρόσωπο έχει την πρόθεση να επιφέρει τις φυσικές συνέπειες των πράξεων του. Το τεκμήριο είναι μαχητό, αλλά εάν δεν ανατραπεί θα ισχύσει[7].
Υπεισερχόμενος στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, στις 20.10.2019 ο κατηγορούμενος απευθυνόμενος προς τον παραπονούμενο ξεστόμισε τη φράση: «Ρε πουστόγερε, εν να δεις τι θα σου κάμω, θα σου ψατζέψω και το σκύλο σου». Αντικειμενικά ιδωμένη και σε συνάρτηση με τις συνθήκες υπό τις οποίες λέχθηκε, η φράση που ξεστόμισε ο κατηγορούμενος ήταν ικανή να προκαλέσει εξ αντικειμένου φόβο ή ανησυχία στο πρόσωπο στο οποίο απευθυνόταν, ήτοι τον παραπονούμενο, ανεξαρτήτως του εάν ο κατηγορούμενος δεν είχε σκοπό να υλοποιήσει την απειλή του. Αυτό ήταν και το φυσικό επακόλουθο της ενέργειάς του αυτής, ήτοι να ξεστομίσει την εν λόγω φράση, αφού σύμφωνα με τη μαρτυρία του παραπονούμενου, η οποία έγινε αποδεκτή ως αξιόπιστη, ο ίδιος όντως φοβήθηκε και ανησύχησε στο άκουσμα της για την ασφάλεια του κατοικίδιου ζώου του. Δεν επρόκειτο, δηλαδή, για «κενή απειλή», δηλαδή απειλή η οποία λόγω του εξωπραγματικού χαρακτήρα της ή των συνθηκών κάτω από τις οποίες διατυπώθηκε, δεν θα μπορούσε να στοιχειοθετήσει πρόθεση εκφοβισμού. Ούτε επρόκειτο για φράση η οποία δεν θα μπορούσε εύλογα να εκληφθεί ως απειλητική από τον παραπονούμενο.
Πληρούνται, λοιπόν, σωρευτικά όλα τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της απειλής.
Ο κατηγορούμενος κατηγορείται, επίσης, ότι διενήργησε άσεμνη πράξη, κατά παράβαση του άρθρου 176 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154. Κατά τα διαλαμβανόμενα του άρθρου 176 “όποιος διενεργεί δημόσια άσεμνη πράξη, είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση δύο χρόνων".
Ως προς την έννοια της «άσεμνης πράξης», είναι κοινώς γνωστό και δεν έχει αμφισβητηθεί από την πλευρά της Υπεράσπισης ότι η επίδειξη του μεσαίου δακτύλου της παλάμης (δηλαδή το «καύλιασμα») από ένα πρόσωπο στο άλλο, αποτελεί προκλητική και υβριστική πράξη η οποία παραπέμπει στο ανδρικό μόριο. Αυτό, ειδικότερα, σε περιπτώσεις όπως την παρούσα, όπου η εν λόγω πράξη συνοδεύθηκε και από υβριστική και απειλητική φράση προς τον παραπονούμενο. Πρόκειται για χειρονομία που χαρακτηρίζεται από έλλειψη σεμνότητας και ευπρέπειας, προσβάλλει την δημόσια αιδώ και, σαφώς, εμπίπτει στην έννοια της «άσεμνης πράξης» ως αυτή αναφέρεται στο άρθρο 176 του Π.Κ..
Αποτελεί, επίσης, συστατικό στοιχείο του αδικήματος ότι η άσεμνη πράξη θα πρέπει να διενεργηθεί “δημόσια”. Το άρθρο 176 του Ποινικού Κώδικα δεν αποσκοπεί στην ποινικοποίηση άσεμνων πράξεων που διενεργούνται σε ιδιωτικό χώρο. Η έννοια της λέξης «δημόσια» δίδεται στο άρθρο 4 του Π.Κ.
Στην προκειμένη περίπτωση, ο δρόμος ή η οδός έξω από το σπίτι του παραπονούμενου, στον οποίο οδηγούσε με το αυτοκίνητο του ο κατηγορούμενος όταν προέβη στην επίδικη πράξη αποτελεί «δημόσιος χώρος»[8].
Βάσει των ευρημάτων του Δικαστηρίου, ο κατηγορούμενος, ενώ βρισκόταν εντός του οχήματός του σε δημόσιο χώρο έξω από το σπίτι του παραπονούμενου, απευθυνόμενος σε αυτόν, ύψωσε το μεσαίο δάκτυλο της παλάμης του «καυλιάζοντάς» τον.
Πληρούνται, συνεπώς, τα συστατικά στοιχεία και αυτού του αδικήματος.
Κατάληξη
Για τους λόγους που έχω εξηγήσει πιο πάνω, κρίνω ότι η Κατηγορούσα Αρχή έχει επιτύχει να αποδείξει την υπόθεσή της εναντίον του κατηγορούμενου, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Συνακόλουθα, ο κατηγορούμενος κρίνεται ένοχος στις κατηγορίες αρ. 1 και 2 που αντιμετωπίζει.
Υπ. …………………….
Θ. Συμεωνίδης, Ε.Δ.
Πιστό αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
[1] Τσεκούρα ν Δημοκρατίας (2012) 2 ΑΑΔ 563
[2] Αθανάσιου και Άλλος ν Κουκούνη (1997) 1 (Β) ΑΑΔ 614
[3] Σκορδέλλη και Άλλων ν Δημοκρατίας, Ποιν. Έφεση 101/13, ημερ. 06/06/2016
[4] Μιχαήλ και άλλου ν Αστυνομία, Ποιν. Εφ. 145/14, ημερ. 15/04/16, Mohamed ν Δημοκρατίας (2010) 2 ΑΑΔ 266
[5] Federal Bank of Lebanon (SAL) ν. Σιακόλα (2011) 1(Β) ΑΑΔ 1422
[6] βλ. Woolmighton V D.P.P. (1935) AC 462, Τούμπας ν Δημοκρατίας (1984) 2 C.L.R. 110 και Καίτη Χαραλάμπους και άλλος ν Δημοκρατίας (1985) 2 C.L.R. 97
[7] βλ. ενδεικτικά R. v. Georghiades (No. 2) 22 C.L.R. 128, Ανθία ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ 404, και Youssef v. Δημοκρατίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 289
[8] Στην υπόθεση Ιωάννου v. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 493, σημειώθηκε πως «δημόσιος χώρος» ή «δημόσιο υποστατικό» περιλαμβάνει δημόσια διάβαση και κτίριο, μέρος ή τόπο φυσικής άνεσης όπου το κοινό έχει δικαίωμα ή άδεια εισόδου είτε χωρίς όρους είτε με όρο πληρωμής, καθώς και κτίριο που χρησιμοποιείται κάθε φορά για δημόσια ή θρησκευτική συγκέντρωση, για συνάθροιση ή ως δικαστήριο σε δημόσια συνεδρίαση. Σύμφωνα δε με το άρθρο 4 του Κεφ.154, «δημόσια διάβαση» καλύπτει κάθε κύρια οδό, αγορά, πλατεία, οδό, γέφυρα ή άλλη διάβαση, που χρησιμοποιείται νόμιμα από το κοινό.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο