
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ
Ενώπιον: Θ.Συμεωνίδης, Ε.Δ.
Αρ. Υπόθεσης: 14836/21
Αστυνομικός Διευθυντής Λεμεσού
ν.
Κ. Λ.
Κατηγορούμενος
Ημερομηνία: 30.01.25
Εμφανίσεις:
Για Κατηγορούσα Αρχή: κ. Δ. Μαντζούρας
Για κατηγορούμενο: κα. Κ. Λούτσιου
Κατηγορούμενος: παρών
___________________________________________________________________
ΑΠΟΦΑΣΗ
Ο κατηγορούμενος κατηγορείται για τη διάπραξη του αδικήματος της κοινής επίθεσης κατά της πρώην συζύγου του, κατά παράβαση του άρθρου 3 του περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμος του 2000 (119(I)/2000) (κατηγορία αρ. 1), της απειλής, κατά παράβαση του άρθρου 91Α του Ποινικού Κώδικα (κατηγορία αρ. 2) και της άσκησης βίας με την οποία προκλήθηκε άμεσα ψυχική βλάβη στην πρώην σύζυγό του, κατά παράβαση του άρθρου 3 του Ν. 119(Ι)/2000 (κατηγορία αρ. 3).
Για να αποδείξει την υπόθεση της, η Κατηγορούσα Αρχή παρουσίασε το Δικαστήριο τρεις μάρτυρες. Πρόκειται για την ίδια την παραπονούμενη, τη μητέρα της και τον αδελφό της. Γεγονότα κατατέθηκαν από κοινού ως παραδεκτά. Από την πλευρά της Υπεράσπισης, κατέθεσε ενόρκως στο Δικαστήριο ο ίδιος ο κατηγορούμενος και η θυγατέρα του.
Έχω εξετάσει με προσοχή τα όσα ανέφεραν οι μάρτυρες κατά την ακροαματική διαδικασία και μελετήσει το περιεχόμενο των τεκμηρίων που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο. Παραθέτω τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον μου, ως αυτή μπορεί να συνοψιστεί από το Δικαστήριο:
Μ.Κ.1 – Α.Σ./παραπονούμενη
Υιοθετώντας το περιεχόμενο της κατάθεσής της ημερομηνίας 05.01.21, η παραπονούμενη ανέφερε ότι σύναψε δεσμό με τον κατηγορούμενο περί το 2015 και ήταν παντρεμένη μαζί του για περίπου 4 χρόνια. Έπειτα από το γάμο τους, ο κατηγορούμενος έγινε βίαιος και προέβαινε σε σκηνές ζηλοτυπίας.
Στις 12.06.2020, περί η ώρα 19:30, η παραπονούμενη, η οποία εργαζόταν σε φυσιοθεραπευτήριο που ανήκει στον κατηγορούμενο, τον μετέφερε σε οφθαλμίατρο όπου είχε ραντεβού. Έπειτα, της τηλεφώνησε αναφέροντάς της ότι τελείωσε με το ραντεβού του ζητώντας της να περάσει με το αυτοκίνητο τον παραλάβει. Όταν τον παράλαβε, ξεκίνησε διαπληκτισμός μεταξύ τους με αφορμή το τί θα έτρωγαν για δείπνο. Ο κατηγορούμενος μετέβηκε σε κάποιο σουβλατζίδικο για να παραγγείλει φαγητό για τους δύο τους και για τη μητέρα της παραπονούμενης ενώ η παραπονούμενη πήγε στο σπίτι της μητέρας της περιμένοντάς τον να επιστρέψει. Κάποια στιγμή την πήρε τηλέφωνο ενημερώνοντάς την ότι θα αργούσε η ετοιμασία του φαγητού και η παραπονούμενη του ζήτησε να παραγγείλουν κάτι άλλο. Ο κατηγορούμενος εκνευρίστηκε, μετέβη έξω από το σπίτι της μητέρας της παραπονούμενης και φώναξε στην παραπονούμενη να κατέβει για να φύγουν. Καθώς κατευθύνονταν με το αυτοκίνητο προς το σπίτι τους, ο κατηγορούμενος της φώναζε ότι είναι ιδιότροπη και ότι δεν αποδέχεται να φάει το «πιο απλό» και εκείνη προσπάθησε να του εξηγήσει ότι πεινούσε και δεν ήθελε να περιμένει. Όταν της μιλούσε, είχε συνεχώς στραμμένο το πρόσωπό του σε εκείνη και η ίδια φοβήθηκε ότι θα την κτυπούσε, για αυτό το λόγο η παραπονούμενη δεν του απαντούσε σε αυτά που της έλεγε.
Όταν έφθασαν στην πολυκατοικία όπου διέμεναν και πριν κατεβούν από το αυτοκίνητο, ο κατηγορούμενος της είπε «εν να δεις τι εν να σου κάμω τωρά», άρχισε να καλεί κάποιον με το κινητό του και όταν η παραπονούμενη τον ρώτησε ποιον καλεί, της απάντησε «εν να δεις τωρά». Η παραπονούμενη κατέβηκε από το αυτοκίνητο, πήγε έξω από την πόρτα του οδηγού και του είπε: «Δώσμου το κινητό και αν θέλεις να φύγεις μάζεψε τα πράγματά σου και φύε και μην φωνάζεις να γίνουμε ρεζίλι στο σπίτι μου. Ποιος νομίζεις πως ότι είσαι να με κακοποιείς, είσαι η μάμα μου και ο παπάς μου να με δέρνεις, έχεις και εσύ παιδιά να κτυπάς τις κόρες σου και όχι εμένα που εν σου έκαμα κάτι». Τότε ο κατηγορούμενος την άρπαξε από τα μαλλιά και την έσυρε σε ένα άλλο αυτοκίνητο που ήταν σταθμευμένο στην πολυκατοικία κτυπώντας της το κεφάλι στο μπροστινό καπό του αυτοκινήτου. Η παραπονούμενη φώναζε βοήθεια και τον παρακαλούσε να σταματήσει ενώ αυτός έλεγε «πόρνη, πουτάνα, θέλω να σε σκοτώσω να πάεις στο θκιάολο». Προσπάθησε να τον απωθήσει αλλά εκείνος την έσυρε στον ανεμοθώρακα του αυτοκινήτου από το πλάι και συνέχισε να της κτυπά στο κεφάλι. Κάποια στιγμή την έπιασε με το χέρι του από το λαιμό για να την πνίξει. Σταμάτησε η αναπνοή της και τότε την έσπρωξε στο έδαφος με αποτέλεσμα το κεφάλι της να κτυπήσει στο τσιμέντο. Η παραπονούμενη δεν θυμάται τί ακριβώς ακολούθησε λόγω του ότι ενδέχεται να έχασε τις αισθήσεις της, ως είπε, αλλά όταν άνοιξε τα μάτια της παρατήρησε ότι το αυτοκίνητο του κατηγορούμενου έλειπε. Ανέβηκε στο διαμέρισμα όπου διαμένει και κάλεσε στο τηλέφωνο τον αδελφό της, ζητώντας του βοήθεια, ο οποίος έφθασε ύστερα από λίγο μαζί με την μητέρα της.
Ανέφερε στην κατάθεσή της ότι φοβόταν να καταγγείλει τον κατηγορούμενο νωρίτερα και ότι βρήκε τη δύναμη να προβεί σε καταγγελία εναντίον του αργότερα όταν το έπραξε. Ερωτηθείσα σχετικά είπε ότι κατά τη διάρκεια της σχέσης της με τον κατηγορούμενο, επισκέφθηκε αρκετές φορές κάποιο ψυχολόγο, χωρίς να το γνωρίζει ο κατηγορούμενος, ώστε να εξεύρει τρόπους να διαχειριστεί αυτά που της συνέβαιναν καθημερινά και να τη βοηθήσει να αντιληφθεί ότι θα έπρεπε να απομακρυνθεί από τον κατηγορούμενο. Ο ψυχολόγος της ήταν το μόνο πρόσωπο στο οποίο εκμυστηρεύτηκε «κάποια σημάδια» από την κακοποιητική συμπεριφορά του κατηγορούμενου. Η μητέρα της, όμως, ως ανέφερε, παρατήρησε ότι δεν ήταν καλά και την ρωτούσε τί γινόταν.
Παρεμβάλλεται ότι η παραπονούμενη περιέγραψε και κάποια άλλα περιστατικά λεκτικής και σωματικής βίας που προηγήθηκαν χρονικά του επίδικου συμβάντος, τα οποία, ο κατηγορούμενος αρνείται. Αναφέρομαι σε περιστατικό κατά το οποίο σύμφωνα με την παραπονούμενη ο κατηγορούμενος της έριξε ένα φλιτζάνι με ζεστό καφέ με αποτέλεσμα να της προκληθεί έγκαυμα στο χέρι, στις διάφορες υβριστικές φράσεις που κατ’ ισχυρισμό ξεστόμιζε εναντίον της, στην δήλωσή της ότι ο κατηγορούμενος κατείχε παράνομα εάν πιστόλι, πέραν από κυνηγετικά όπλα και στο ότι κατ’ ισχυρισμό έβγαζε κρυφά φωτογραφίες τις πελάτιδές του. Αν και αυτοί ισχυρισμοί συνθέτουν, σε κάποιο βαθμό, το ευρύτερο πλαίσιο της δυσλειτουργικής τους σχέσης που προηγήθηκε του επίδικου συμβάντος, εντούτοις η κάθε μία από αυτές τις περιγραφές αφορά στη διάπραξη διαφορετικών αδικημάτων, για τα οποία δεν κατηγορείται ο κατηγορούμενος εν προκειμένω και τα οποία, εν πάση περιπτώσει, έλαβαν χώρα πολύ προγενέστερα των επίδικων γεγονότων. Αποτελεί, εξάλλου, κοινό έδαφος, ότι το ζεύγος αντιμετώπιζε προβλήματα στη σχέση του πριν το επίδικο περαστικό με τον κάθε ένα από αυτούς να επιρρίπτει ευθύνες για το γεγονός αυτό στη συμπεριφορά του άλλου μέρους αυτής της σχέσης. Συνεπώς, το εάν οι ισχυρισμοί αυτοί αληθεύουν ή όχι, δεν καθιστά τη διάπραξη των υπό κρίση αδικημάτων περισσότερο ή λιγότερο πιθανή. Για αυτό το λόγο, και εφόσον ο κατηγορούμενος με τη σειρά του αρνείται ότι έλαβαν χώρα τα συγκεκριμένα περιστατικά, προβάλλοντας διαφορετικούς ισχυρισμούς, δεν θεωρώ ότι αυτή η πτυχή της μαρτυρίας είναι άμεσα σχετική με την παρούσα υπόθεση ώστε να γίνει αποδεκτή, ούτε θα πρέπει να απασχολήσει περαιτέρω το Δικαστήριο αποπροσανατολίζοντάς το από τα επίδικα με την παρούσα υπόθεση γεγονότα.
Αντεξεταζόμενη η παραπονούμενη αρνήθηκε ότι ήταν η ίδια που προέβαινε σε σκηνές ζηλοτυπίας και η οποία ήθελε να ελέγχει τις κινήσεις του κατηγορούμενου. Είπε, ακόμη, ότι ο λόγος που δεν έφυγε νωρίτερα από το γάμο της, εφόσον δεχόταν βρισιές και απειλές από τον κατηγορούμενο, έχει να κάνει με το φόβο που ένιωθε και με το γεγονός ότι δεν ήταν τότε αρκετά ψυχολογικά δυνατή και έτοιμη για να προβεί σε τέτοιο διάβημα.
Ανέφερε, επίσης, ότι αμέσως έπειτα από το επίδικο συμβάν, επικοινώνησε με την αστυνομία και δήλωσε τον κατηγορούμενο ως ελλείπον πρόσωπο, λόγω του ότι αυτός έφυγε από το σπίτι και δεν γνώριζε που πήγε.
Ερωτηθείσα σχετικά, απάντησε ότι δεν επισκέφθηκε κάποιο γιατρό έπειτα από το επίδικο συμβάν, λόγω του φόβου που τη διακατείχε, αλλά ότι από τα κτυπήματα του κατηγορούμενου της προκλήθηκαν «μώλωπες, σημάδια, εκδορές σε σημεία μα αίματα», τα οποία μετέπειτα επουλώθηκαν.
Αρχικά αρνήθηκε ότι, έπειτα από το συμβάν έπαιρνε τηλέφωνο τον κατηγορούμενο για να συμφιλιωθούν. Ερωτηθείσα εάν έστειλε μηνύματα στον κατηγορούμενο, απάντησε ότι δεν θυμόταν τί του έστειλε και ότι απλά ήθελε να πάρει τα πράγματά του από το σπίτι. Τότε η συνήγορος του κατηγορούμενου άρχισε να διαβάζει μηνύματα που, ως ήταν η θέση της, στάλθηκαν από την παραπονούμενη προς τον κατηγορούμενο έπειτα από το επίδικο συμβάν και με τα οποία η παραπονούμενη του ανέφερε ότι τον αγαπούσε και ότι η πόρτα του σπιτιού θα ήταν ανοικτή για εκείνον εάν επιθυμούσε να επιστρέψει στο σπίτι. Η παραπονούμενη απάντησε: «Και να έχω στείλει, τα έχω στείλει, δεν θυμάμαι, δεν μπορώ να φέρω το χρόνο πίσω. Όμως ήμουν σε κατάσταση πανικού, ήθελα να ξεκαθαρίσω και να διαγράψω πράγματα μέσα μου».
Ρωτήθηκε, επίσης, η παραπονούμενη εάν, όταν ο κατηγορούμενος άρχισε να καλεί ένα φίλο του στο τηλέφωνο, η ίδια τράβηξε το τηλέφωνο από το χέρι του με πολύ βία και το έριξε στο έδαφος. Η παραπονούμενη διαφώνησε αναφέροντας ότι ουδέποτε έγινε κάτι τέτοιο. Θυμόταν, μόνο, ότι από τις κινήσεις του κατηγορούμενου, το κινητό του βρέθηκε στο έδαφος. Της υποβλήθηκε η θέση ότι από την προσπάθεια της να αρπάξει το κινητό του τηλέφωνο, τον έγδαρε στο χέρι και η παραπονούμενη απάντησε ότι διαφωνεί «ακράδαντα». Τότε η συνήγορος του κατηγορούμενου της ανέφερε ότι σε μήνυμα του κατηγορούμενου στο οποίος της ανέφερε ότι η ίδια τον μάτωσε εκείνο το βράδυ, η παραπονούμενη του απάντησε ότι τον τράβηξε για να μην μαλώνουν και να πάθει κάτι κακό και ότι είναι το δακτυλίδι της που τον μάτωσε και όχι η ίδια. Η παραπονούμενη απάντησε στην εν λόγω υποβολή: «Είναι δικαίωμά μου» προσθέτοντας ότι από ένα μήνυμα δεν σημαίνει ότι τα πράγματα εκτυλίχθηκαν με διαφορετικό τρόπο από εκείνο που περιγράφει η ίδια και διερωτήθηκε ποιο συμφέρον θα είχε να καταγγείλει τον κατηγορούμενο στην αστυνομία. Της υποβλήθηκε ότι η επίδικη καταγγελία συνδέεται με δικαστικές διαδικασίες περιουσιακών διαφορών (και ειδικότερα του διαμερίσματος στο οποίο διέμεναν μαζί) που εκκρεμούν μεταξύ τους και η παραπονούμενη απάντησε ότι αυτά είναι ζητήματα που αφορούν άλλη υπόθεση και άλλο Δικαστήριο, επισημαίνοντας σε άλλο σημείο της αντεξέτασής της, ότι δεν έχουν κάποια οικονομική διαφορά μεταξύ τους επειδή το διαμέρισμα της ανήκει.
Μ.Κ.2 – Σ.Σ.
Ο Μ.Κ.2., αδελφός της παραπονούμενης, υιοθετώντας το περιεχόμενο της κατάθεσής του ημερομηνίας 15.03.21, ανέφερε ότι την 12.06.2020, μεταξύ των ωρών 22:30 και 23:00, δέχτηκε τηλεφώνημα από την παραπονούμενη, η οποία του ζήτησε να έρθει στο σπίτι της γρήγορα. Εκείνος πήγε στο σπίτι της αδελφής του μαζί με την μητέρα τους και βρήκε την παραπονούμενη ξαπλωμένη στον καναπέ. Τους είπε ότι την κτύπησε ο κατηγορούμενος. Την ρώτησε που πονάει και εκείνη ανέφερε στην αριστερή πλευρά του σώματός της και στο κεφάλι ενώ είχε «σημάδια» στα χέρια. Όταν ζήτησε περισσότερες λεπτομέρειες, του ανέφερε «ένα συμβάν με φαγητό» και ότι «την κτύπησε έξω από το parking της πολυκατοικίας». Αυτό που θυμόταν χαρακτηριστικά, ως ανέφερε, ήταν ότι της κτυπούσε το κεφάλι στο καπό του αυτοκινήτου κρατώντας την από τα μαλλιά και έβαλε το πόδι του στο λαιμό της, αποκαλώντας την «πουτάνα» και λέγοντάς της παράλληλα ότι θα την σκότωνε.
Αντεξεταζόμενος απάντησε ότι όταν είδε την παραπονούμενη, αυτή δεν ήταν «μελανιασμένη», ούτε παρατήρησε άλλα κτυπήματα στο σώμα της (ή στο κεφάλι), πέραν από ένα σημάδι στο χέρι της.
Μ.Κ.3 – Μ.Σ.
Η μητέρα της παραπονούμενης, υιοθετώντας το περιεχόμενο κατάθεσής της ημερομηνίας 15.03.21, ανέφερε ότι στις 12.06.20 της φώναξε ο Μ.Κ.2 λέγοντάς της να πάνε στο σπίτι της παραπονούμενης γρήγορα. Την βρήκε ξαπλωμένη στον καναπέ, έκλαιγε και ανέφερε ότι πονούσε το σώμα και το κεφάλι της και ότι την κτύπησε ο κατηγορούμενος. Η παραπονούμενη της είπε ότι όταν έφθασαν στο χώρο στάθμευσης της πολυκατοικίας νωρίτερα το ίδιο βράδυ, ο κατηγορούμενος την κτύπησε αρπάζοντάς από το κεφάλι πάνω στο καπό και το τζάμι του αυτοκινήτου ενώ έπειτα, όταν αυτή βρισκόταν στο έδαφος, έβαλε και το πόδι του στο λαιμό της. Η Μ.Κ.3 συμβούλευσε την παραπονούμενη να καταγγείλουν το περιστατικό στην αστυνομία αλλά η παραπονούμενη δεν επιθυμούσε να προβεί σε τέτοιο διάβημα αφού, λόγω του συμβάντος, ήταν σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση.
Κατηγορούμενος
Ο κατηγορούμενος υιοθέτησε το περιεχόμενο της κατάθεσής του στην αστυνομία ημερομηνίας 22.01.21 καθώς και της ένορκης δήλωσής του (παράγραφοι 12 μέχρι 17), η οποία ετοιμάστηκε προς υποστήριξη της ένστασής του στην Αίτηση με αρ. 154/20 που καταχωρήθηκε από την εδώ παραπονούμενη και αφορά στην έκδοση διαταγμάτων διατροφής από το Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού. Η ένορκη δήλωση καταχωρήθηκε πριν την επίδικη καταγγελία και ο κατηγορούμενος παραπέμπει σε αυτήν στο πλαίσιο της κατάθεσής του στην αστυνομία ημερομηνίας 22.01.21.
Ο κατηγορούμενος περιέγραψε τα προβλήματα που αντιμετώπιζε στη σχέση του με την παραπονούμενη πριν από το επίδικο συμβάν, θέτοντας τους δικούς του ισχυρισμούς σε σχέση με κάποια περιστατικά για τα οποία τον κατήγγειλε η παραπονούμενη στην αστυνομία. Αυτά, όμως, δεν αφορούν τα επίδικα για την παρούσα υπόθεση γεγονότα και δεν θα απασχολήσουν περαιτέρω το Δικαστήριο. Όπως έχω αναφέρει πιο πάνω, αποτελεί κοινό έδαφος ότι πριν από το επίδικο συμβάν το ζεύγος αντιμετώπιζε διάφορα προβλήματα στη σχέση του.
Ο κατηγορούμενος ανέφερε ότι στις 12.06.20, το βράδυ, είχε προγραμματισμένο ραντεβού σε οφθαλμίατρο και έπειτα τον παρέλαβε η παραπονούμενη. Συζήτησαν ως προς τί θα έτρωγαν για δείπνο και προέκυψε κάποιος διαπληκτισμός μεταξύ τους, λόγω του ότι το σουβλατζίδικο στο οποίο πήγε ο κατηγορούμενος για να παραγγείλει φαγητό θα καθυστερούσε να ετοιμάσει την παραγγελία και η παραπονούμενη, η οποία στο μεταξύ μετέβη στην οικία της μητέρας της, δεν επιθυμούσε να περιμένει άλλο. Ο κατηγορούμενος έφυγε από το σουβλατζίδικο, πήρε την παραπονούμενη από την οικία της μητέρας της και κατευθύνθηκαν με το αυτοκίνητο προς το διαμέρισμα όπου διέμεναν.
Στη διαδρομή, η παραπονούμενη ξεκίνησε να φωνάζει και να βρίζει και γενικά είχε μια επιθετική στάση απέναντί του. Μόλις έφθασαν στο χώρο στάθμευσης της πολυκατοικίας, ο κατηγορούμενος ξέσπασε και εκείνος σε φωνές γιατί όπως είπε, είχε εξαντληθεί η υπομονή του. Τότε κάλεσε στο τηλέφωνο ένα φίλο του γιατί είχε την ανάγκη να μιλήσει με ένα δικό του άνθρωπό. Μόλις απάντησε το τηλέφωνο, η παραπονούμενη του άρπαξε το τηλέφωνο από το χέρι, με «πολλή βία και με όλη τη δύναμη που είχε και το πέταξε στο πάτωμα». Από την κίνηση της αυτή, ο κατηγορούμενος έχασε την ισορροπία του και έπεσε και εκείνος στο έδαφος ενώ στην προσπάθειά της να του αρπάξει το κινητό, τον έγδαρε στο χέρι, άθελά της με το δακτυλίδι που φορούσε, με αποτέλεσμα να αιμορραγήσει. Ενόσω αυτός βρισκόταν στο πάτωμα, η παραπονούμενη πήρε το κινητό του κατηγορούμενου από το έδαφος ενώ κρατούσε και τα κλειδιά του διαμερίσματος.
Τότε ο κατηγορούμενος, αποφάσισε να φύγει από το σημείο και κατευθύνθηκε με τα πόδια στο σπίτι της ξαδέλφης του, η οποία διαμένει σε πολύ κοντινή απόσταση από την πολυκατοικία όπου διέμεναν (περίπου 300 μέτρα). Η ξαδέλφη του έλειπε από το σπίτι. Όταν ο κατηγορούμενος επέστρεψε στο χώρο στάθμευσης της πολυκατοικίας, διαπίστωσε ότι η παραπονούμενη είχε ανέβει στο διαμέρισμά τους και λόγω του ότι ο ίδιος δεν ήθελε να εισέλθει στο διαμέρισμα, πήρε το αυτοκίνητό του και, μη έχοντας που να πάει, κατευθύνθηκε προς μία ταβέρνα όπου συχνάζει κάποιος φίλος του, ώστε να ηρεμήσει. Το βράδυ κοιμήθηκε στο φυσιοθεραπευτήριο του. Το επόμενο πρωί, τον κάλεσε η αστυνομία στο φυσιοθεραπευτήριο, εφόσον το κινητό του βρισκόταν στην κατοχή της παραπονούμενης, και έμαθε ότι η παραπονούμενη τον είχε δηλώσει ως ελλείπων πρόσωπο.
Μετά το επίδικο συμβάν, η παραπονούμενη απέστελλε διάφορα μηνύματα στον κατηγορούμενο ζητώντας του να επιστρέψει στο σπίτι και να δώσουν μία ακόμη ευκαιρία στη σχέση τους. Εκτύπωση της ηλεκτρονικής αλληλογραφίας που ανταλλάχθηκε μεταξύ τους κατατέθηκε στο Δικαστήριο ως Τεκμήριο 7. Απόσπασμα από το περιεχόμενο της ηλεκτρονικής αλληλογραφίας θα παρατεθεί πιο κάτω, κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας.
Έπειτα, επήλθε ο χωρισμός τους. Ο κατηγορούμενος ανέφερε ότι στο πλαίσιο αίτησης διατροφής που καταχωρήθηκε από την παραπονούμενη, ότι κατέβαλλε το ποσό των Ευρώ 300 μηνιαίως προς εκείνη. Όταν πλέον ο κατηγορούμενος αποφάσισε να χωρίσουν οριστικά, η παραπονούμενη του είπε ότι θα τον καταστρέψει. Πέρασαν περίπου 6 μήνες χωρίς να προκύψει οτιδήποτε και έπειτα κλήθηκε από την αστυνομία για να δώσει κατάθεση σε σχέση με την επίδικη καταγγελία.
Αντεξεταζόμενος ο κατηγορούμενος επανέλαβε ουσιαστικά την δική του εκδοχή των γεγονότων, ως την παρέθεσε και κατά την κυρίως εξέτασή του. Παρεμβάλλεται ότι, παρά το ότι δόθηκε χρόνος στην Κατηγορούσα Αρχή να εξετάσει το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 7 για σκοπούς αντεξέτασης, δεν υποβλήθηκαν οποιεσδήποτε ερωτήσεις στον κατηγορούμενου επί τούτου, ούτε αμφισβητήθηκε η γνησιότητά του με οποιονδήποτε τρόπο.
Μ.Υ.2 – Κ.Λ.
Η Μ.Υ.2 είναι μία εκ των θυγατέρων του κατηγορούμενου. Κατέθεσε ότι ο πατέρας της δεν υπήρξε ποτέ βίαιος στη συμπεριφορά του και ότι από τότε που σύναψε δεσμό με την παραπονούμενη παρατήρησε ότι η ίδια επιθυμούσε να τον απομακρύνει από τις κόρες του και ότι γενικότερα ήθελε να ελέγχει τις ενέργειές του.
Αντεξεταζόμενη επιβεβαίωσε ότι δεν γνωρίζει οτιδήποτε για το επίδικο συμβάν.
Η μαρτυρία της Μ.Υ.2, εφόσον δεν αφορά τα επίδικα γεγονότα, δεν κρίνεται σχετική με αυτά και επομένως δεν θα απασχολήσει το Δικαστήριο περαιτέρω.
Αυτή ήταν, συνοπτικά, η μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου. Με την ολοκλήρωση της παράθεσης της μαρτυρίας, οι συνήγοροι αγόρευσαν στο Δικαστήριο προς υποστήριξη των εκατέρωθεν θέσεων τους. Έχω υπόψη μου τα όσα έχουν αναφερθεί, τα έχω αποτιμήσει και δεν χρειάζεται να τα επαναλάβω.
Αξιολόγηση
Παρακολούθησα με ιδιαίτερη προσοχή τους μάρτυρες ενόσω αυτοί κατέθεταν κατά την ακροαματική διαδικασία και είχα την ευκαιρία να δω τον τρόπο που απαντούσαν στις διάφορες ερωτήσεις που τους υποβάλλονταν, το καλό ή κακό μνημονικό τους και, γενικότερα, τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα.
Μαρτυρία που γίνεται αποδεκτή, προτού χρησιμοποιηθεί ως υπόβαθρο διαπιστώσεων και ευρημάτων αξιολογείται στο σύνολό της με σκοπό να κριθεί αν είναι ή όχι αξιόπιστη[1], με την αναξιόπιστη μαρτυρία να μην αποτελεί αποδεικτικό υλικό ενώπιον του Δικαστηρίου και να μην αποδεικνύει οτιδήποτε[2]. Παράγοντας εξαιρετικής σπουδαιότητας για την κρίση της αξιοπιστίας κάθε μάρτυρα είναι η εντύπωση που αφήνει στο Δικαστήριο, μέσω των αντιδράσεών του, τον τρόπο που απαντά, την ευχέρεια που είχε να αντιληφθεί τα γεγονότα και την ιδιοσυγκρασία του. Όμως, η αξιολόγηση της μαρτυρίας δεν περιορίζεται αποκλειστικώς στην ατομική κρίση της αξιοπιστίας κάθε μάρτυρα ξεχωριστά, αλλά αντιπαραβάλλεται και διερευνάται σε συνάρτηση και σύγκριση με την υπόλοιπη μαρτυρία[3]. Δεν είναι ορθή η μικροσκοπική εξέτασή της μαρτυρίας. Το Δικαστήριο έχει τη διακριτική ευχέρεια να αποδεχτεί μέρος της μαρτυρίας ενός μάρτυρα που συγκεντρώνει τα απαραίτητα στοιχεία αξιοπιστίας και να απορρίψει το υπόλοιπο μέρος της μαρτυρίας ως αναξιόπιστο[4]. Είναι ανεπίτρεπτη η σύζευξη της αξιοπιστίας των μαρτύρων και του βάρους απόδειξης. Μόνο όταν διαπιστωθεί ότι μαρτυρία που παρουσίασε ο διάδικος περιέχει τα στοιχεία της αξιοπιστίας, μπορεί το Δικαστήριο να προχωρήσει στο επόμενο στάδιο που αφορά στο βάρος και επίπεδο απόδειξης[5].
Υπεισερχόμενος στη μαρτυρία των Μ.Κ.2 και Μ.Κ.3, αυτοί άφησαν θετική εντύπωση στο Δικαστήριο ως μάρτυρες αλήθειας. Απαντούσαν με αμεσότητα και με πηγαίο τρόπο στις ερωτήσεις που τους υποβάλλονταν και, επί της ουσίας, η μαρτυρία τους, η οποία αλληλο-υποστηρίζεται, δεν αμφισβητήθηκε από την πλευρά της Υπεράσπισης. Αποδέχομαι, λοιπόν, τη μαρτυρία τους στο σύνολο της.
Κεντρικός πυρήνας, βεβαίως, στην υπόθεση της κατηγορούσας αρχής υπήρξε η μαρτυρία της παραπονούμενης, Μ.Κ.1. Λόγω του ότι η Μ.Κ.1 ήταν το μόνο πρόσωπο που ήταν παρόν κατά το επίδικο συμβάν, πέραν από τον κατηγορούμενο, το Δικαστήριο οφείλει να την προσεγγίσει με ιδιαίτερη προσοχή, προειδοποιώντας τον εαυτό του ως προς τον κίνδυνο που ελλοχεύει σε περίπτωση καταδίκης του κατηγορούμενου βασιζόμενο στη μαρτυρία ενός μόνο προσώπου. Η νοητική αυτή άσκηση από μέρους του Δικαστηρίου δεν γίνεται με μηχανιστικό τρόπο αλλά ουσιαστικά. Έχοντας τα πιο πάνω κατά νου και με ιδιαίτερη προσοχή, αλλά χωρίς προκατάληψη, προχωρώ να εξετάσω τη μαρτυρία της παραπονούμενης:
Ο τρόπος που κατέθεσε η παραπονούμενη στο Δικαστήριο, και ειδικότερα η εμφανής συναισθηματική φόρτιση που τη διακατείχε όταν περιέγραφε τα γεγονότα, προσέδιδε κάποια πειστικότητα στα λεγόμενά της. Περαιτέρω, ο ισχυρισμός ότι ο κατηγορούμενος της επιτέθηκε, κτυπώντας της επανειλημμένα το κεφάλι πάνω στο αυτοκίνητο, ενισχύεται και από τη μαρτυρία των Μ.Κ.2 και Μ.Κ.3, υπό τη μορφή άμεσου παραπόνου, εφόσον, αμέσως έπειτα από το συμβάν, η παραπονούμενη κάλεσε τον αδελφό της και αυτός, μαζί με τη μητέρα τους, την επισκέφθηκαν στο διαμέρισμα όπου διέμενε, όπου τους περιέγραψε ακροθιγώς το τί είχε συμβεί. Σημειώνω, ότι τόσο ο αδελφός της, όσο και η μητέρας της, κατέθεσαν ότι η παραπονούμενη τους είπε ότι, λόγω κάποιου διαπληκτισμού που προέκυψε για ασήμαντο λόγο που σχετιζόταν με το τί θα έτρωγαν για δείπνο εκείνο το βράδυ, ο κατηγορούμενος επιτέθηκε στην παραπονούμενη, αρπάζοντάς την από το κεφάλι και κτυπώντας την στο καπό και σε άλλα μέρη ενός αυτοκινήτου που ήταν σταθμευμένο εκεί και έπειτα έφυγε από το μέρος. Ανέφεραν οι Μ.Κ.2 και Μ.Κ.3 ότι η παραπονούμενη τους είχε πει ότι ο κατηγορούνενος την πάτησε με το πόδι του στο λαιμό της, κάτι το οποίο η παραπονούμενη δεν ανέφερε ούτε στην αστυνομία αλλά ούτε και στο Δικαστήριο. Με εξαίρεση τούτο, θεωρώ ότι σε γενικές γραμμές η εξιστόρηση των γεγονότων προς τους εν λόγω μάρτυρες από την παραπονούμενη συνάδει και με την εκδοχή που παρέθεσε στο Δικαστήριο, ώστε η μαρτυρία τους να δύναται να λειτουργήσει ενισχυτικά προς τη μαρτυρία της ίδιας.
Παράλληλα, όμως, εντοπίζω, εξετάζοντας το σύνολο του μαρτυρικού υλικού που έχει τεθεί ενώπιον μου και αντιπαραβάλλοντάς το με τη μαρτυρία της παραπονούμενης, κάποιες αδυναμίες, ανακολουθίες ή αντιφάσεις στα λεγόμενα της παραπονούμενης, οι οποίες τείνουν να κλονίσουν την αξιοπιστία της. Επισημαίνω τα εξής:
Κατ’ αρχάς, παρά το βίαιο τρόπο με τον οποίο, σύμφωνα με την περιγραφή της παραπονούμενης, ο κατηγορούμενος την κτύπησε επανειλημμένα στο κεφάλι, «κουτουλώντας» την σε διάφορες σκληρές επιφάνειες του αυτοκινήτου με αποτέλεσμα, μάλιστα, να χάσει την ισορροπία της ή τις αισθήσεις της, και να κτυπήσει το κεφάλι της στο τσιμεντένιο δάπεδο, οι Μ.Κ.2 και Μ.Κ.3 που την επισκέφθηκαν αμέσως μετά το συμβάν, δεν παρατήρησαν να είχαν προκληθεί οποιεσδήποτε σωματικές βλάβες στην παραπονούμενη, ειδικότερα στο σημείο του μετώπου της ή γενικότερα στην κεφάλι, όπως θα ήταν εύλογα αναμενόμενο. Παρατήρησαν, μόνο, ότι αυτή βρισκόταν σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση και ότι είχε μία «εκδορά» στο σημείο του χεριού της. Περαιτέρω, οι Μ.Κ.2 και Μ.Κ.3 δεν προσέφεραν οποιαδήποτε μαρτυρία σε σχέση με οποιαδήποτε σημάδια τα οποία μπορεί να παρουσιάστηκαν στο κεφάλι της παραπονούμενης την επόμενη μέρα του επίδικου συμβάντος. Επίσης, η παραπονούμενη, παρά τα κτυπήματα στο κεφάλι και το γεγονός ότι, σύμφωνα με τα λεγόμενά της, κατέληξε να χάσει τις αισθήσεις της, δεν επισκέφθηκε οποιοδήποτε γιατρό για να λάβει κάποια περίθαλψη, με αποτέλεσμα να μην έχει προσκομιστεί οποιαδήποτε υποστηρικτική φύσεως ιατρική μαρτυρία στο Δικαστήριο ως προς τις σωματικές βλάβες που η ίδια, λογικά θα είχε υποστεί από τα βίαια κτυπήματα στο κεφάλι της, ως η εκδοχή που παρέθεσε στο Δικαστήριο. Η περιγραφή της παραπονούμενης, λοιπόν, σε σχέση με την άκρως βίαιη επίθεση που δέχτηκε από τον κατηγορούμενο, με πολλαπλά κτυπήματα στο κεφάλι, δεν συνάδει με το γεγονός ότι δεν προκλήθηκαν οποιεσδήποτε εμφανείς σωματικές βλάβες στην ίδια, ώστε να είναι σε θέση να τις παρατηρήσουν οι Μ.Κ.2 και Μ.Κ.3, ή ώστε να κρίνεται αναγκαία η επίσκεψη σε κάποιο γιατρό για σκοπούς περίθαλψης.
Περαιτέρω, παρά το ότι ο κατηγορούμενος, λόγω του τσακωμού τους, ο οποίος δεν αμφισβητείται, εγκατέλειψε το ίδιο βράδυ τη συζυγική εστία, η παραπονούμενη δεν κατήγγειλε το περιστατικό αμέσως στην αστυνομία ή ακόμη και τις επόμενες μέρες, αφότου επήλθε ο χωρισμός τους. Το έπραξε 7 μήνες αργότερα, αφού προηγήθηκε και διαδικασία ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου, η οποία καταχωρήθηκε από την παραπονούμενη εναντίον του κατηγορούμενου σε σχέση με αξιώσεις της για ζητήματα συζυγικής διατροφής. Μάλιστα, ως προκύπτει από το Τεκμήριο 6, η παραπονούμενη στην Αίτηση με αρ. 154/20 που καταχωρήθηκε ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου (Δικαιοδοσία διατροφής συζύγου) στις 17.07.20, δηλαδή ένα μήνα έπειτα από το επίδικο συμβάν, ισχυρίστηκε ότι ο κατηγορούμενος υπήρξε βίαιος απέναντί της και ότι της επιτέθηκε στις 12.06.20. Εντούτοις, για κάποιο ανεξήγητο λόγο, δεν κατήγγειλε το ίδιο περιστατικό στην αστυνομία εκείνη την περίοδο. Επέλεξε να το πράξει αρκετούς μήνες αργότερα. Αν και αναγνωρίζεται ότι πολλές φορές θύματα βίας στην οικογένεια για διάφορους λόγους δεν είναι σε θέση να καταγγείλουν τέτοια περιστατικά αμέσως στην αστυνομία, ενδεχομένως λόγω φόβου ή λόγω άλλων συναισθηματικών εξαρτήσεων με το θύτη, στην προκειμένη περίπτωση, η παραπονούμενη φαίνεται να είχε υπερβεί το φόβο της ένα μήνα έπειτα από το επίδικο συμβάν, αφού αποτάθηκε στο Δικαστήριο και κατέθεσε ότι ο κατηγορούμενος την είχε κτυπήσει με σκοπό να πετύχει την έκδοση διατάγματος διατροφής. Τούτου δοθέντος, δεν φαίνεται ότι ο λόγος που δεν προέβη και σε αντίστοιχη καταγγελία στην αστυνομία το ίδιο διάστημα οφείλεται στο φόβο απέναντι στο πρόσωπο του κατηγορούμενου ή στο ότι δεν ένιωθε ακόμη ψυχολογικά έτοιμη, όπως η ίδια ισχυρίστηκε. Μάλιστα, κατά την αντεξέτασή της επί αυτού του θέματος, παρατήρησα κάποια διάθεση υπεκφυγής στον τρόπο που απαντούσε η παραπονούμενη σε σχετικά ερωτήματα. Απέφυγε να δώσει συγκεκριμένες εξηγήσεις ως προς την καθυστέρηση που παρατηρείται και την ενδεχόμενη σύνδεση της καταγγελίας της με εκκρεμούσες δικαστικές διαδικασίες ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου, αναφέροντας με κάποια αμηχανία ότι αυτά αφορούν άλλες διαδικασίες που έχουν να κάνουν με περιουσιακές διαφορές μεταξύ τους και σε κάποιο σημείο τόνισε, μάλιστα, ότι το διαμέρισμα στο οποίο διέμεναν, της ανήκει. Ήταν εμφανές ότι δεν επιθυμούσε να επεκταθεί περαιτέρω επί αυτού του θέματος. Υπό αυτό το πρίσμα, η αρκετά μεγάλη καθυστέρηση που παρατηρείται στην προώθηση καταγγελίας εναντίον του κατηγορούμενου στην αστυνομία και το γεγονός ότι αυτή φαίνεται να συμπλέκεται θεματικά με δικαστική διαδικασία που καταχωρήθηκε ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου από την πλευρά της παραπονούμενης, πολύ σύντομα έπειτα από το επίδικο συμβάν και το χωρισμό του ζεύγους αλλά πριν την επίδικη καταγγελία στην αστυνομία, εγείρει ερωτήματα ως προς τη γνησιότητα της επίδικης καταγγελίας και αποδυναμώνει, σε κάποιο βαθμό, την ισχύ και πειστικότητα της μαρτυρίας της, εφόσον αναφύεται ως ορατό το ενδεχόμενο ύπαρξης κάποιου αλλότριου κινήτρου από μέρους της, πίσω από την επίδικη καταγγελία σε σχέση με αξιώσεις που η ίδια προωθεί σε σχέση με τη συζυγική περιουσία.
Σημασία έχει και η συμπεριφορά της παραπονούμενης έπειτα από το επίδικο συμβάν. Ως παραδέχτηκε και η ίδια, είτε το ίδιο βράδυ είτε το επόμενο πρωί του επίδικου συμβάντος (δεν διευκρινίστηκε το ακριβές χρονικό σημείο), η παραπονούμενη επικοινώνησε με την αστυνομία και δήλωσε τον κατηγορούμενο, ο οποίος λόγω του διαπληκτισμού τους αποφάσισε να φύγει από τη συζυγική εστία, ως ελλείπον πρόσωπο. Προφανώς και η παραπονούμενη γνώριζε ότι ο κατηγορούμενος έφυγε ενόψει των προβλημάτων στη σχέσης τους με αποκορύφωμα τον διαπληκτισμό που μόλις είχε λάβει χώρα και ότι άρα η απουσία του από το σπίτι εκείνο το βράδυ δεν ήταν ξαφνική, ούτε οφειλόταν σε κάποιο ανεξήγητο γεγονός. Η ενέργειά της να εμπλέξει την αστυνομία και να τον δηλώσει ως ελλείπον πρόσωπο αποτελεί ένδειξη ότι η ίδια επιθυμούσε να ασκήσει πίεση σε αυτόν ώστε να επιστρέψει στο σπίτι και δεν συνάδει με τον βίαιο τρόπο που, σύμφωνα με την ίδια, ο κατηγορούμενος της επιτέθηκε λίγες ώρες προηγουμένως. Επίσης, από την επόμενη κιόλας μέρα και τις μέρες που ακολούθησαν, πριν να οριστικοποιηθεί ο χωρισμός τους, η παραπονούμενη απέστειλε σειρά μηνυμάτων στον κατηγορούμενο εκφράζοντάς του την αγάπη της προς το πρόσωπό του, υπενθυμίζοντάς του τις καλές στιγμές στη σχέση τους και ζητώντας του, ουσιαστικά, να επιστρέψει στο σπίτι και να δώσει μια ακόμη ευκαιρία στη σχέση τους. Επαναλαμβάνω ότι αυτή η στάση της παραπονούμενης, ενδέχεται να εξηγείται από την ψυχολογική κατάσταση στην οποία βρισκόταν εκείνη την περίοδο, η οποία λόγω της ιδιαιτερότητας της σχέσης της με τον κατηγορούμενο, να την ώθησε να συμπεριφερθεί με τρόπο που υπό άλλες περιστάσεις δεν θα χαρακτηριζόταν ως λογικός ή αναμενόμενος. Σημειώνω, όμως, ότι παρά το ότι η ίδια, ως ανέφερε επισκεπτόταν τακτικά ψυχολόγο, στον οποίο εκμυστηρεύτηκε τα προβλήματα που αντιμετώπιζε στη σχέση της με τον κατηγορούμενο, δεν προσκομίστηκε ενώπιον μου οποιαδήποτε μαρτυρία εμπειρογνωμοσύνης από το εν λόγω πρόσωπο, η οποία θα βοηθούσε δυνητικά το Δικαστήριο να αντιληφθεί και να εξηγήσει τη σύνθετη ψυχολογική κατάσταση στην οποία βρισκόταν η παραπονούμενη εκείνο την χρονική περίοδο και κατά πόσο αυτή, ήταν δυνατόν να την ωθούσε στο να αναζητήσει τον κατηγορούμενο και να επιθυμεί την άμεση επιστροφή του στο σπίτι, παρά τη βιαιότητα της επίθεσης που κατ’ ισχυρισμό δέχτηκε από αυτόν, λίγες ώρες προηγουμένως. Στην απουσία τέτοιας υποστηρικτικής φύσεως μαρτυρίας, η συμπεριφορά της έπειτα από το επίδικο συμβάν δεν προβάλει ως πλήρως εναρμονισμένη με την εκδοχή που παρέθεσε στο Δικαστήριο ως προς το τί ακριβώς έλαβε χώρα μεταξύ τους κατά τον ουσιώδη χρόνο.
Στρέφομαι τώρα να εξετάσω το περιεχόμενο των ηλεκτρονικών μηνυμάτων που απέστειλε η παραπονούμενη προς τον κατηγορούμενο τις μέρες έπειτα από το επίδικο συμβάν. Πρόκειται για το Τεκμήριο 7.
Παρεμβάλλεται ότι αποτελεί θέση της Κατηγορούσας Αρχής ότι το Τεκμήριο 7 δεν θα πρέπει να ληφθεί υπόψη από το Δικαστήριο λόγω του ότι αυτό δεν παρουσιάστηκε στην παραπονούμενη κατά το χρόνο της αντεξέτασής της και άρα δεν της δόθηκε η ευκαιρία να τοποθετηθεί επί τούτου. Ως έχει νομολογηθεί, το Δικαστήριο έχει διακριτική ευχέρεια να μην αποδεχτεί θέσεις της Υπεράσπισης, οι οποίες δεν είχαν τεθεί στους μάρτυρες κατηγορίας αποστερώντας τους τη δυνατότητα να παραθέσουν τη δική τους εκδοχή επί αυτών των σημείων[6]. Ο κανόνας δίδει την ευκαιρία στο μάρτυρα να αντικρούσει τις αντίθετες θέσεις της άλλης πλευράς, καθώς, επίσης, υποβοηθά και το Δικαστήριο στην αξιολόγηση της μαρτυρίας και στην εύρεση της αλήθειας. Πρόκειται για κανόνα πρακτικής, ο οποίος, όμως, δεν είναι άκαμπτος[7].
Στην προκειμένη περίπτωση, η συνήγορος του κατηγορούμενου είχε ρωτήσει την παραπονούμενη εάν η ίδια απέστειλε ηλεκτρονικά μηνύματα στον κατηγορούμενο αμέσως έπειτα από το επίδικο συμβάν περιγράφοντας συνοπτικά το περιεχόμενό τους. Άρχισε, μάλιστα, να διαβάζει κάποιο από αυτά. Η παραπονούμενη απάντησε αρχικά ότι δεν επικοινώνησε με τον κατηγορούμενο έπειτα από το επίδικο συμβάν και έπειτα παραδέχτηκε ότι μπορεί και να έστειλε κάποια μηνύματα, αλλά ότι δεν θυμόταν τί ακριβώς έστειλε και ότι το έπραξε σε κατάσταση συναισθηματικής φόρτισης. Τότε η συνήγορος του κατηγορούμενου δεν συνέχισε την ανάγνωση των μηνυμάτων. Τέθηκε, όμως στην παραπονούμενη η θέση ότι η ίδια απέστειλε μηνύματα προς τον κατηγορούμενο λέγοντάς του ότι τον αγαπά και ζητώντας του να γυρίσει πίσω καθώς και η θέση ότι στα μηνύματά αυτά παραδέχεται ότι τον έγδαρε με το δακτυλίδι της όταν προσπάθησε να του αρπάξει το τηλέφωνο, ως η εκδοχή του κατηγορούμενου. Η παραπονούμενη αποφεύγοντας να απαντήσει ευθέως, δεν αμφισβήτησε ότι μπορεί και να έχει στείλει τέτοια μηνύματα, αναφέροντας ότι δεν θυμάται το περιεχόμενό τους και αποδίδοντας την ενέργειά της στη συναισθηματική φόρτιση που τη διακατείχε εκείνη τη χρονική στιγμή. Κατά την κυρίως εξέτασή του, ο κατηγορούμενος αναφέρθηκε στην ηλεκτρονική αλληλογραφία του με την παραπονούμενη έπειτα από το επίδικο συμβάν και προσκόμισε και εκτύπωσή των μηνυμάτων αυτών από την οθόνη του κινητού του. Παρά το ότι δόθηκε αρκετός χρόνος στην Κατηγορούσα Αρχή ώστε να εξετάσει το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 7 και να αντεξετάσει τον κατηγορούμενο επί τούτου, εν τέλει, καμία αναφορά δεν έγινε στο έγγραφο αυτό κατά την αντεξέταση του κατηγορούμενου, ούτε αμφισβητήθηκε με οποιονδήποτε τρόπο η γνησιότητα του περιεχομένου του. Σαφώς, η ορθή πρακτική θα ήταν να παρουσιαστεί στην παραπονούμενη από τη συνήγορο του κατηγορούμενου το ίδιο το Τεκμήριο 7 κατά το στάδιο αντεξέτασής της πρώτης. Εντούτοις, κατά την κρίση μου, η παράλειψη παρουσίασής του εγγράφου αυτού στην παραπονούμενη, δεδομένης της περιγραφής που έγινε στα μηνύματα αυτά κατά την αντεξέτασή της, των απαντήσεων που η ίδια έδωσε, της μη αμφισβήτησης της γνησιότητας του περιεχομένου των μηνυμάτων κατά την αντεξέταση του κατηγορούμενου, σε συνάρτηση με το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος ήταν σε θέση να παρουσιάσει εγγράφως την αλληλογραφία αυτή (και όχι να προβάλει απλώς προφορικά ισχυρισμούς), δεν αρκεί για να οδηγήσει, υπό τις περιστάσεις, στην απόρριψη αυτής της πτυχής της μαρτυρίας του κατηγορούμενου στη βάση του πιο πάνω γενικού κανόνα. Αποδέχομαι, συνεπώς, το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 7 ως γνήσιο.
Προκύπτει, λοιπόν, από το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 7 ότι το επόμενο βράδυ του επίδικου συμβάντος, ήτοι στις 13.06.20 και η ώρα 21:33, διαμείφθηκαν τα εξής μεταξύ της παραπονούμενης και του κατηγορούμενου μέσω ηλεκτρονικών μηνυμάτων:
«Π: Δεν περίμενα μετά από όσα περάσαμε μαζί να φύγεις από το σπίτι μας απλά μακάρι αν αυτό θες πραγματικά… τα ρούχα σου θα σου τα βάλω όλα σε σακούλια στην είσοδο θα είναι ο πατέρας μ παρόν ότι άλλες διευθετήσεις αν θες να χωρίσουμε εσύ κανόνισε τα να ζήσεις με εκείνη που προφανώς πήγες και χθες… Να ξέρεις πάντα σε αγαπάω και αν σκεφτείς να έρθεις εγώ είμαι εδώ!! Να προσέχεις και καλά να περνάς.
Κ: Είπε της μάνας σου ότι σε εκτύπησα!!! Αλήθεια αν έχει θεό κρίμα!!! Εσύ με τράβηξες κάτω.
Π: Δεν πειράζει όμως εσύ έφυγες που το σπίτι μας για να ζήσει προφανώς είχε κάτι άλλο εγώ ήμουνα εδώ…
Κ: Και με αιμάτωσες. Εγώ ήθελα το κινητό μ
Π: Τράβηξά σε να μην μαλώνουμε όχι να πάθεις κακό. Ξέρω το αλλά ντρέπομαι να ενοχλάς το φίλο σου. Είναι το δακτυλίδι μου που σε μάτωσε. Εμένα ρώτησες με τι νιώθω πως είμαι έχει 2 μέρες που δεν έφαγα… χθες έφαγα καρπούζι μαζί σου. Θα μου λείψεις. Εάν είσαι σίγουρος να χωρίσουμε κανόνισε τα όλα και να υπογράψω… εγώ δεν θα αλλάξω κάτι από φωτογραφίες μας ούτε από fb ούτε viber γιατί θα ήθελα να είμαστε μαζί. Είμαι σπίτι μας δεν διασκεδάζω και δεν μπορώ να ξεπεράσω ότι με έβριζες εύχομαι να μην μετανιώσεις μετά για κάτι διότι τίποτε δεν γυρνάει πίσω. Αγαπώσε μην το ξεχάσει και αν ποτέ θέλεις κάτι πες μου.»
Είναι εμφανές ότι η πιο πάνω στιχομυθία δεν συνάδει με την εκδοχή της παραπονούμενης ότι ο κατηγορούμενος την κτύπησε βίαια και κατ’ επανάληψη στο κεφάλι πάνω σε ένα αυτοκίνητο, την απείλησε ότι θα την σκότωνε και έπειτα την παράτησε ημιλιπόθυμη στο έδαφος του χώρου στάθμευσης της πολυκατοικίας όπου διέμεναν και έφυγε. Παρά το ότι η παραπονούμενη είχε κάθε ευκαιρία και ήταν λογικά αναμενόμενο να αναφερθεί ή έστω να κάνει κάποια νύξη, στο πλαίσιο της πιο πάνω αλληλογραφίας, στην επίθεση που κατ΄ισχυρισμό έλαβε χώρα εναντίον της, όχι μόνο δεν το έπραξε αλλά παραδέχεται, ουσιαστικά, ότι έγδαρε άθελά της τον κατηγορούμενο στην προσπάθειά της να του αρπάξει το κινητό τηλέφωνο. Τα πιο πάνω, επίσης, προσκρούουν στην κατηγορηματική άρνησή της, κατά το στάδιο της αντεξέτασης, ότι επιχείρησε να αρπάξει το κινητό τηλέφωνο του κατηγορούμενου και ότι τον έγδαρε με το δακτυλίδι της σε αυτή της την προσπάθειά. Το μόνο παράπονο που εκφράζει κατά την ανταλλαγή μηνυμάτων προς τον κατηγορούμενο σε σχέση με το τί έλαβε χώρα το προηγούμενο βράδυ ήταν ότι ο κατηγορούμενος έφυγε από το σπίτι και ενδεχομένως επισκέφθηκε άλλη γυναίκα, ότι δεν ήθελε να «μαλώνουν» μεταξύ τους και ότι ο κατηγορούμενος την «έβριζε». Εύλογα θα ανέμενε κανείς ότι εάν είχαν συμβεί αυτά που περιέγραψε η παραπονούμενη το προηγούμενο βράδυ, κατά πιο πάνω συζήτηση θα γινόταν κάποια αναφορά τουλάχιστον, στον βίαιο τρόπο που ο κατηγορούμενος την κτύπησε κατ΄επανάληψη και την παράτησε στο χώρο στάθμευσης της πολυκατοικίας και όχι μόνο στο γεγονός ότι την έβρισε εκείνο το βράδυ. Συνεπώς, το περιεχόμενο των μηνυμάτων που απέστειλε η παραπονούμενη την επόμενη μέρα του επίδικου συμβάντος και το λεκτικό που χρησιμοποίησε αναφερόμενη στο τί έλαβε χώρα, δεν υποστηρίζει τους ισχυρισμούς της ότι δέχτηκε βίαιη επίθεση από τον κατηγορούμενο το προηγούμενο βράδυ. Αντί αυτού, φαίνεται να συνάδει με τους ισχυρισμούς του κατηγορούμενου, ότι δηλαδή οι δυο τους είχαν ένα έντονο λεκτικό διαπληκτισμό και ότι κάποια στιγμή η παραπονούμενη επιχείρησε να αρπάξει το κινητό του τηλέφωνο ώστε να τον αποτρέψει από το να επικοινωνήσει με τον φίλο του, γδέρνοντάς τον άθελά της με το δακτυλίδι που φορούσε.
Παράλληλα, ο κατηγορούμενος κατέθεσε στο Δικαστήριο με ευθύτητα, ηρεμία και αμεσότητα. Δεν εντόπισα οποιεσδήποτε υπερβολές, υπεκφυγές ή αντιφάσεις στα λεγόμενά του, ενώ η εκδοχή του συνάδει και με το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 7. Περαιτέρω, η αξιοπιστία του δεν κλονίστηκε με οποιονδήποτε τρόπο κατά την αντεξέταση στην οποία υπεβλήθη. Συνεπώς, δεν εντοπίζω κάποιο λόγο γιατί να μην αποδεχτώ τη μαρτυρία του ως προς το τί έλαβε χώρα κατά το επίδικο περιστατικό, ως αξιόπιστη.
Συνεκτιμώντας τα πιο πάνω, λοιπόν, και αντιπαραβάλλοντας την εκδοχή της παραπονούμενης, με την υπόλοιπη προσκομισθείσα μαρτυρία, δεν έχω πεισθεί στο βαθμό που απαιτείται για την αλήθεια των όσων κατέθεσε η παραπονούμενη. Η καθυστέρηση στην υποβολή του παραπόνου στην αστυνομία, η απουσία οποιασδήποτε ανεξάρτητης μαρτυρίας ως προς τις σωματικές βλάβες που υπέστη, η συμπεριφορά της έπειτα από το επίδικο συμβάν και το περιεχόμενο της ηλεκτρονικής αλληλογραφίας που έλαβε χώρα μεταξύ τους την επόμενη κιόλας μέρα του επίδικου συμβάντος αποδυναμώνουν την πειστικότητα της μαρτυρίας της σε βαθμό που το Δικαστήριο δεν θα μπορούσε να στηριχθεί σε αυτήν για να καταλήξει με βεβαιότητα και ασφάλεια σε οποιαδήποτε ευρήματα γεγονότων που, κατ΄ επέκταση θα οδηγούσαν σε συμπέρασμα καταδίκης του κατηγορούμενου. Με αυτά τα δεδομένα, η μαρτυρία της δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή ως αξιόπιστη.
Τα πιο πάνω επισφραγίζουν και την τύχη της παρούσας υπόθεσης.
Η Κατηγορούσα Αρχή φέρει το βάρος να αποδείξει, παρουσιάζοντας αποδεκτή και αξιόπιστη μαρτυρία, τη σωρευτική συνύπαρξη των συστατικών στοιχείων του κάθε αδικήματος «πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας». Εάν στο τέλος της υπόθεσης και στη βάση του μαρτυρικού υλικού που τίθεται ενώπιον του, μείνει έστω και η παραμικρή αμφιβολία στο μυαλό του Δικαστηρίου για την ενοχή του κατηγορουμένου, τότε αυτό θα πρέπει να λειτουργήσει υπέρ του κατηγορούμενου και να οδηγήσει στην απαλλαγή του από την κατηγορία που του προσάπτεται[8].
Εφόσον, η μαρτυρία που προσκομίσθηκε από την Κατηγορούσα Αρχή δεν ήταν τέτοιας ποιότητας ή πειστικότητας ώστε να δύναται το Δικαστήριο να προβεί με ασφάλεια σε εύρημα ότι ο κατηγορούμενος επιτέθηκε στην παραπονούμενη, ότι την απείλησε ή ότι της προκάλεσε με τη συμπεριφορά του άμεσα ψυχική βλάβη, έπεται ότι η Κατηγορούσα Αρχή δεν έχει αποσείσει το βάρος να αποδείξει τα συστατικά στοιχεία των υπό κρίση αδικημάτων «πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας».
Αναπόδραστα, ο κατηγορούμενος αθωώνεται και απαλλάσσεται από τις κατηγορίες που αντιμετωπίζει.
[Υπ.] …………………………
Θ. Συμεωνίδης, Ε.Δ.
Πιστό αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
[1] Τσεκούρα ν Δημοκρατίας (2012) 2 ΑΑΔ 563
[2] Αθανάσιου και Άλλος ν Κουκούνη (1997) 1 (Β) ΑΑΔ 614
[3] Σκορδέλλη και Άλλων ν Δημοκρατίας, Ποιν. Έφεση 101/13, ημερ. 06/06/2016
[4] Μιχαήλ και άλλου ν Αστυνομία, Ποιν. Εφ. 145/14, ημερ. 15/04/16, Mohamed ν Δημοκρατίας (2010) 2 ΑΑΔ 266
[5] Federal Bank of Lebanon (SAL) ν. Σιακόλα (2011) 1(Β) ΑΑΔ 1422
[6] βλ. Tekinder Pal κ.α. ν Δημοκρατίας (2010) 2 ΑΑΔ 551
[7] βλ. Τάκη Βάσος ν. Δημοκρατίας (2009) 2 ΑΑΔ 599
[8] βλ. Woolmighton V D.P.P. (1935) AC 462, Τούμπας ν Δημοκρατίας (1984) 2 C.L.R. 110 και Καίτη Χαραλάμπους και άλλος ν Δημοκρατίας (1985) 2 C.L.R. 97
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο