Αστυνομικός Διευθυντής Λεμεσού ν. Χ. Χ., Αρ. Υπόθ: 20791/24, 18/3/2025
print
Τίτλος:
Αστυνομικός Διευθυντής Λεμεσού ν. Χ. Χ., Αρ. Υπόθ: 20791/24, 18/3/2025

ΣΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ:  Γ.Ιωαννίδου - Παπά, Ε.Δ.                                                               

 

                                                                                               

                                                                                           Αρ. Υπόθ: 20791/24

           

Αστυνομικός Διευθυντής Λεμεσού

 

εναντίον

 

 

Χ. Χ.

 

Κατηγορουμένου

 

--------------------------

 

 

Ημερομηνία: 18.3.25

Για την κατηγορούσα αρχή: κα Χρ.Κυριακίδου

Για τον κατηγορούμενο: κα Κ.Πιερούδη

Κατηγορούμενος παρών.

 

     

 

Π Ο Ι Ν Η

 

               Ο κατηγορούμενος έχει κριθεί ένοχος κατόπιν δικής του παραδοχής σε εννέα κατηγορίες, μεταξύ άλλων για το αδίκημα της επίθεσης με πρόκληση πραγματικής σωματικής βλάβης κατά παράβαση του άρθρου 243 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 και των άρθρων 2 και 3(1)(2) του περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμου 119(1)/2000 όπως τροποποιήθηκε (κατηγορία 1), το αδίκημα της απειλής, κατά παράβαση του άρθρου 91Α του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 και των άρθρων 2, 3, 5(α), (Πίνακας ‑ αδίκημα 53) και 11 του Περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Βίας των Γυναικών και της Ενδοοικογενειακής Βίας και περί Συναφών Θεμάτων Νόμος 115(Ι)/2021, όπως τροποποιήθηκε (κατηγορία 2), της εισόδου σε περιουσία με σκοπό να ενοχλήσει κατά παράβαση του άρθρου 280 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 (κατηγορία 3), της μεταφοράς επιθετικού όπλου κατά παράβαση των άρθρων 2 και 3(1)(2) του περί Επιθετικών Όπλων Νόμου Κεφ. 159 όπως τροποποιήθηκε ως σήμερα (κατηγορία 4), της μεταφοράς μαχαιριού που καταλήγει σε μυτερή άκρη εκτός της κατοικίας ή της αυλής της κατά παράβαση των άρθρων 82(2), 85 και 86 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 όπως τροποποιήθηκε ως σήμερα (κατηγορία 5), της κοινής επίθεσης κατά παράβαση των άρθρων 2, 3(1)(4) και 4(1)(2)(φ) του περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμου 119(1)/2000 όπως τροποποιήθηκε ως σήμερα, του άρθρου 242 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 όπως τροποποιήθηκε ως σήμερα (κατηγορία 6), της άσκησης βίας στην οικογένεια κατά παράβαση των άρθρων 2 και 3(1)(4) του περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμου 119(1)/2000 όπως τροποποιήθηκε ως σήμερα (κατηγορία 7), της άσκησης ψυχολογικής βίας κατά παράβαση των άρθρων 2, 3, 6 και 11 του Περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Βίας των Γυναικών και της Ενδοοικογενειακής Βίας και περί Συναφών Θεμάτων Νόμος 115(Ι)/2021, όπως τροποποιήθηκε, (κατηγορία 8) και της εισόδου σε κατοικία με σκοπό τη διάπραξη κακουργήματος κατά παράβαση του άρθρου 293 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 (κατηγορία 9). 

 

               Τα γεγονότα της υπόθεσης έχουν εκτεθεί από την Κατηγορούσα Αρχή και έχουν ως ακολούθως:  

 

«Η παραπονούμενη διαμένει μαζί με τον γιο της και τον νέο της σύντροφο και στις 4/12/2024 και ώρα 15:30 η παραπονούμενη επέστρεψε στην κατοικία της μετά από την εργασία. Ενώ βρισκόταν εκεί με την πάροδο περίπου 15 λεπτών άκουσε το κάγκελο της αυλής της να ανοίγει και είδε τον κατηγορούμενο. Η παραπονούμενη δεν πρόλαβε να κλείσει την πόρτα του σπιτιού της και ο κατηγορούμενος εισήλθε εντός αυτής με επιθετικό τρόπο και αφού κατευθύνθηκε προς το μέρος της την χαστούκισε πολύ δυνατά στο μάγουλο με αποτέλεσμα αυτή να χάσει την ισορροπία της και να πέσει στο έδαφος αφού προηγουμένως η παραπονούμενη χτύπησε πάνω σε καρέκλα. Στη συνέχεια ενόσω η παραπονούμενη βρισκόταν στο έδαφος ο κατηγορούμενος την χτύπησε και πάλι χαστουκίζοντας την στο πρόσωπο. Η παραπονούμενη ήταν σε κατάσταση τρόμου και έκλαιγε ζητώντας του κατηγορούμενου να σταματήσει και να φύγει. Σε αντίθεση αυτός ανέσυρε ανοιγόμενο μαχαίρι από την τσέπη του και προτάσσοντας το προς το μέρος της την απείλησε με τη φράση «θα σε σκοτώσω αν δεν είμαστε ξανά μαζί. Ακολούθως ο κατηγορούμενος έφυγε. Μετά το συμβάν η παραπονούμενη μετέβηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Λεμεσού όπου έτυχε ιατρικής εξέτασης από τον Δρ.Γεώργιο Καπουτσή και από την εξέταση διαπιστώθηκε ότι έφερε κακώσεις στο κεφάλι και μώλωπες με τραύμα τριβής στο δεξιό πλάγιο και οπίσθιο μέρος του θώρακος της. Στις 4/12 εναντίον του κατηγορούμενου εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης. Αφού του επιστήθηκε η προσοχή στον Νόμο απάντησε «ήνταμπου έκαμα;» Και αφού κατηγορήθηκε ο κατηγορούμενος δεν έδωσε καμία απάντηση». 

 

               Η Υπεράσπιση ζήτησε όπως ληφθεί υπόψη η ποινική υπόθεση 8974/19 στην παρούσα και η Κατηγορούσα Αρχή συγκατατέθηκε προς τούτο.

 

               Τα γεγονότα της υπόθεσης είναι τα εξής:

 

«γεγονότα ως το Κατηγορητήριο. Περαιτέρω στις 7/11/2018 και ώρα 16:55 καταγγέλθηκε από τον παραπονούμενο και τη σύζυγο του ότι την ίδια ημέρα και περί ώρα 12:45 όταν βγήκαν από την οικία τους για να πάρουν το αυτοκίνητό τους διαπίστωσαν το όχημα του κατηγορούμενου να βρίσκεται σταθμευμένο μπροστά από την είσοδο του γκαράζ και εμπόδιζε την έξοδο. Ακολούθως η Μ2 ζήτησε από τον κατηγορούμενο να μετακινήσει το αυτοκίνητο του και τότε αυτός άρχισε να της φωνάζει και της επιτέθηκε σπρώχνοντας την με το δεξί του χέρι και κλωτσώντας την στο αριστερό πόδι. Τότε επενέβηκε ο Μ1 και ζήτησε από τον κατηγορούμενο να σταματήσει να την κτυπά με αποτέλεσμα να δεχτεί επίθεση από τον κατηγορούμενο χτυπώντας τον στον πρόσωπο με το χέρι και στη συνέχεια απείλησε τον Μ1 με τη φράση «θα τρέξει αίμα» και τη Μ2 με τη φράση «πόψε θα σας σκοτώσω και δεν θα δείτε αύριο φως». Την ίδια μέρα και οι δύο μάρτυρες μετέβηκαν στις Πρώτες Βοήθειες του Γενικού Νοσοκομείου Λεμεσού όπου εξετάστηκαν από γιατρό η οποία διαπίστωσε ότι ο Μ1 έφερε εκδορά στο δεξί χέρι και ρινορραγία και επίσης διαπίστωσε ότι η Μ2 είχε πόνο στο δεξί γόνατο και αριστερό καρπό. Ακολούθως όταν κατηγορήθηκε αυτός είπε ότι είναι ψέματα».

 

               Η Κατηγορούσα Αρχή ανέφερε ότι ο κατηγορούμενος βαρύνεται με 11 προηγούμενες καταδίκες. Προς τούτο κατέθεσε το ποινικό του μητρώο (Τεκμήριο Α) το οποίο δεν αμφισβητήθηκε από την Υπεράσπιση.

 

               Η συνήγορος της Υπεράσπισης αγόρευσε προς μετριασμό της ποινής και υϊοθέτησε την έκθεση του Γραφείου Ευημερίας, η οποία ετοιμάστηκε για τον κατηγορούμενο (Τεκμήριο Β). Όσα ανέφερε η συνήγορος είναι καταγεγραμμένα στα πρακτικά του Δικαστηρίου, έχουν ληφθεί υπόψη σοβαρά από το Δικαστήριο για σκοπούς επιβολής της παρούσας ποινής και θα σχολιαστούν πιο κάτω, εκεί που κρίνεται αναγκαίο.

 

               Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα αδικήματα στα οποία αυτός κρίθηκε ένοχος είναι σοβαρά, αυτό διαφαίνεται καταρχήν από τη σοβαρότητα που προσδίδεται σ' αυτά από τον νομοθέτη, όπως προσδιορίζεται από το ανώτατο όριο ποινής. Συγκεκριμένα για το αδίκημα της πρώτης κατηγορίας προνοείται ποινή φυλάκισης μέχρι 5 χρόνια ή χρηματική ποινή που να μην υπερβαίνει τις £3.000 ισόποσες σε ευρώ ή και οι δύο αυτές ποινές. Για το αδίκημα της 7ης κατηγορίας ποινή φυλάκισης που να μην υπερβαίνει τα 5 χρόνια. Για το αδίκημα της 8ης κατηγορίας προνοείται ποινή φυλάκισης που να μην υπερβαίνει τα 5 χρόνια ή χρηματική ποινή μέχρι €10.000 ή και οι δύο αυτές ποινές. Για το αδίκημα της 9ης κατηγορίας ποινή φυλάκισης που να μην υπερβαίνει τα 5 χρόνια. Για το αδίκημα της 2ης κατηγορίας προνοείται ποινή φυλάκισης που να μην υπερβαίνει τα τρία χρόνια. Για το αδίκημα της 3ης κατηγορίας, της 4ης κατηγορίας και της 6ης κατηγορίας προνοείται ποινή φυλάκισης που να μην υπερβαίνει τα δύο χρόνια ή χρηματικές ποινές ή και οι δύο αυτές ποινές και για το αδίκημα της 5ης κατηγορίας ποινή φυλάκισης που να μην υπερβαίνει τον 1 χρόνο ή χρηματική ποινή ή και οι δύο αυτές ποινές.

 

 

Όσον αφορά τα αδικήματα των κατηγοριών της 1ης  και της 2ης κατηγορίας, η σοβαρότητα τους προκύπτει και από το ότι αποτελούν αδικήματα τα οποία ενέχουν το στοιχείο της ηθελημένης χρήσης βίας. Ως λέχθηκε στην Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Τόκκαλος (2001) 2 Α.Α.Δ. 95 η χρήση βίας κατά του συνανθρώπου συνιστά αδίκημα ιδιάζουσας σοβαρότητας, πλήττει το θεμελιώδες συνταγματικό δικαίωμα της σωματικής ακεραιότητας του ατόμου και καταρρακώνει την αξιοπρέπεια του. «Η ωμή χρήση βίας είτε ως μέσο επικράτησης είτε ως μέσο εκδίκησης είτε ως μέσο τιμωρίας δεν έχει θέση στην κοινωνία των ανθρώπων. Η εκδήλωση της πρέπει να τιμωρείται με την αυστηρότητα που επιβάλλει η σοβαρότητα του εγκλήματος και η ανάγκη για τη γενική καταστολή τέτοιας συμπεριφοράς». Η ποινή για τέτοιου είδους αδικήματα θα πρέπει να είναι ανάλογη και με την έκταση της χρήσης βίας ενώ λαμβάνεται περαιτέρω υπόψην και το κατά πόσο αυτή ασκείται σε δημόσιο χώρο στην παρουσία άλλων προσώπων (βλ. και Ιωάννου ν. Αστυνομίας (1998) 2 ΑΑΔ 327 και Ευθυμίου ν. Αστυνομίας (2003) 2 ΑΑΔ 581).

 

Η σοβαρότητα δε της βίας είναι αυτόδηλη όταν αυτή ασκείται κατά μελών της ίδιας οικογένειας. Για αυτό άλλωστε αδικήματα βίας καθίστανται, με βάση τις διατάξεις του περί Βίας στην Οικογένεια Νόμου 119(Ι)/2000, αυστηρότερα όταν διαπράττονται από μέλη της οικογένειας εναντίον άλλων μελών της.

  

Ως λέχθηκε στην Γενικός Εισαγγελέας ν. Γεωργίου (2001) 2 Α.Α.Δ. 272, η αύξηση που έχει παρατηρηθεί τα τελευταία χρόνια στα περιστατικά βίας που ασκείται από μέλος οικογένειας προς άλλο μέλος της ίδιας οικογένειας, κατέστησε αναγκαία την αντιμετώπιση του κοινωνικά απαράδεκτου αυτού φαινομένου με τη θέσπιση του προαναφερόμενου Νόμου. Οι αυστηρές ποινές που προβλέπει ο Νόμος αυτός καθιστούν τα εγκλήματα βίας στην οικογένεια ακόμα πιο σοβαρά από ανάλογα εγκλήματα εναντίον προσώπων που βρίσκονται εκτός του κύκλου της οικογένειας και τιμωρούνται από τον Ποινικό Κώδικα. Η διάκριση είναι εμφανής. Η ευαισθησία του Νομοθέτη και κατ’ επέκταση η αποδοκιμασία του κοινωνικού συνόλου προς τους ενόχους αδικημάτων βίας στην οικογένεια εκφράζεται μέσω της αυστηρότερης ποινής ενώ, ταυτόχρονα επιδιώκεται, μέσω της ποινής, και η εξυπηρέτηση του σκοπού της αποτροπής (βλ. επίσης Θεοχάρους ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ 575).

 

Τέτοια αδικήματα στρέφονται εναντίον της αξιοπρέπειας των θυμάτων, μειώνουν την αυτοεκτίμηση τους, δημιουργούν ανυπέρβλητα προβλήματα στον ψυχικό κόσμο των θυμάτων και αποτελούν πιθανή εστία συνεχούς έντασης και διάπραξης και άλλων αδικημάτων μέσα στην οικογένεια. Περαιτέρω εκτός από τα τραύματα που επιφέρουν, τείνουν να πλήξουν τη συνοχή της οικογένειας και την υπόσταση των μελών της. Ως έχει λεχθεί η χρήση βίας από το σύζυγο κατά της συζύγου και κατ’ επέκταση του συμβίου κατά της συμβίας του, αποτελεί ιδιαίτερη πτυχή εγκλημάτων βίας στην οικογένεια, τα οποία έχουν ως γενεσιουργό αιτία τη χρήση βίας ως μέσο επιβολής της θέλησης του συζύγου επί της συζύγου του και την κυριαρχία του στην οικογένεια, με έρεισμα τη σωματική του δύναμη. Παραπέμπω σχετικά και στην Γενικός Εισαγγελέας ν. Α. Γεωργίου (2002) 2 Α.Α.Δ. 464 όπου αναφέρθηκε ότι τέτοια συμπεριφορά δε γίνεται ανεκτή και πρέπει να εκριζωθεί από την οικογένεια.

 

Θα πρέπει φυσικά να λεχθεί ότι τα πιο πάνω δεν μεταβάλλουν την βασική αρχή του δικαιικού μας συστήματος ότι η κάθε υπόθεση κρίνεται με βάση τα ιδιαίτερα περιστατικά της.

 

Η σοβαρότητα όμως της παρούσας προκύπτει και από τα γεγονότα που περιβάλλουν τη διάπραξη των επίδικων αδικημάτων και καταδεικνύουν το σύνολο της επιθετικής συμπεριφοράς του κατηγορούμενου.

 

               Σύμφωνα με το Άρθρο 11 του περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Βίας κατά των Γυναικών και της Ενδοοικογενειακής Βίας και περί Συναφών Θεμάτων Νόμος του 2021(115(Ι)/2021) αποτελούν μεταξύ άλλων επιβαρυντικών περιστάσεων εάν:

 

Α) το αδίκημα διαπράχθηκε εναντίον προσώπου από πρώην ή νυν σύζυγο ή σύντροφο ή συζούσε με το θύμα.

Β) εάν το αδίκημα συνοδεύτηκε από τέτοια βία, εξαναγκασμό ή απειλή.

Γ) το αδίκημα διαπράχθηκε με τη χρήση ή υπό την απειλή όπλου ή άλλου επικίνδυνου αντικειμένου.

Δ) ο καταδικασθείς προηγουμένως είχε καταδικαστεί για αδίκημα της ίδιας φύσεως.

 

               Στην παρούσα κρίνω ότι συντρέχουν οι πιο πάνω επιβαρυντικές περιστάσεις του Άρθρου 11 γιατί ο κατηγορούμενος διέπραξε τα αδικήματα απρόκλητα εναντίον της πρώην «συμβίας του», την απείλησε με τη φράση « εν να σε σκοτώσω εάν δεν είμαστε ξανά μαζί » αφού ο ίδιος μετέφερε «επιθετικό όπλο, δηλαδή μαχαίρι με λεπίδα που κατέληγε σε μυτερή άκρη» στρέφοντας το εναντίον της και αφού εισήλθε στην οικία της. Ακόμη αυτός βαρύνεται με παρόμοιες προηγούμενες καταδίκες της ίδιας φύσεως.

 

               Από το ποινικό μητρώο τεκμήριο Α΄ ο κατηγορούμενος όπως αναφέρθηκε πιο πάνω βαρύνεται με 11 προηγούμενες καταδίκες.

 

               Όσον δε αφορά τις προηγούμενες καταδίκες θα πρέπει να λεχθεί ότι αυτές δεν λαμβάνονται υπόψη για να τιμωρηθεί εκ νέου ο κατηγορούμενος για αδικήματα, στα οποία έχει ήδη καταδικασθεί και για τα οποία εξέτισε την ποινή του. Η σημασία των προηγουμένων καταδικών είναι ότι στην ουσία μειώνουν την επιείκεια που μπορεί να του επιδειχθεί από το Δικαστήριο. Αυτό γιατί αποτελούν ένδειξη της στάσης του στην τήρηση των νόμων (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Ματθαίου (1994) 2 Α.Α.Δ 1 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Αεροπόρου (1997) 2 Α.Α.Δ 17).

 

            Η προηγούμενη δράση του φαίνεται να εκτυλίσσεται από το 2014 μέχρι και σήμερα και αυτός έχει απασχολήσει πολλάκις τα Κυπριακά Δικαστήρια αφού φαίνεται να έχει διαπράξει διάφορα αδικήματα, κατά παράβαση όχι μόνο του Ποινικού Κώδικα αλλά και άλλων ειδικών νόμων. Μεταξύ αυτών για αδικήματα παρόμοιας φύσεως, δηλαδή περί Βίας στην Οικογένεια σε τουλάχιστον πέντε περιπτώσεις, για αδικήματα διαρρήξεων, επιθέσεων, κατοχής και χρήσης ναρκωτικών. Δεν διαφεύγει του δικαστηρίου η θέση της υπεράσπισης ότι αυτός είναι χρήστης ναρκωτικών ουσιών, αυτό βεβαίως δεν του δίνει το δικαίωμα να διαπράττει σοβαρά αδικήματα ούτε και υποβαθμίζει τη σοβαρότητα της παρούσας υπόθεσης.

 

Ακόμη προκύπτει από την όλη συμπεριφορά του ότι υπήρξε εκ μέρους του προσχεδιασμός στη διάπραξη των αδικημάτων, στοιχείο που αποτελεί σοβαρό επιβαρυντικό παράγοντα αφού αυτός την επισκέφθηκε και εισήλθε στο σπίτι της, μεταφέροντας μαζί του μαχαίρι με λεπίδα το οποίο κατέληγε σε μυτερή άκρη (βλ.Γενικός Εισαγγελέας ν. Τσαπατσάρη (2000) 2 Α.Α.Δ. 304) με αποτέλεσμα να της προκαλέσει φόβο.

 

               Από τα γεγονότα της 8974/19 διαφαίνεται ότι και σ' αυτό το συμβάν ο κατηγορούμενος ενέργησε εντελώς απρόκλητα εναντίον της παραπονούμενης ιδιοκτήτριας της οικίας που αυτός ενοικίαζε.

 

               Επίσης αξίζει να αναφέρω ότι  πριν τη διάπραξη των αδικημάτων της παρούσας ήτοι 11 μήνες προηγουμένως την 21/01/2024 διέπραξε τα αδικήματα της απειλής, της παρενοχλητικής παρακολούθησης κατά παράβαση του Νόμου της Ενδοοικογενειακής Βίας 115(Ι)/2021 και των γραπτών απειλών για φόνο και καταδικάστηκε την 01/07/2024 σε 10 μήνες φυλάκιση που είναι παρόμοιας φύσεως.

 

               Δεν θα συμφωνήσω με τη συνήγορο Υπεράσπισης ότι οι τραυματισμοί της παραπονούμενης πρώην συμβίας του δεν ήταν σοβαροί. Όπως έχει αναφερθεί κατόπιν ιατρικής εξέτασης από τον Δρ. Γ.Καπουτσή διαπιστώθηκε ότι αυτή έφερε κακώσεις στο κεφάλι και μώλωπες με τραύμα τριβής στο δεξιό πλάγιο και οπίσθιο μέρος του θώρακος της. Θα συμφωνήσω όμως ότι τα τραύματα των παραπονουμένων στην 8974/19 δεν ήταν ιδιαίτερα σοβαρά.

 

Παρά δε τα πιο πάνω δεν μειώνεται σε καμία περίπτωση η ανάγκη για εξατομίκευση της ποινής ούτως ώστε αυτή να μην συνιστά απλώς τιμωρία αλλά να αρμόζει στο πρόσωπο του συγκεκριμένου παραβάτη. Το καθήκον εξατομίκευσης της ποινής δεν ατονεί ακόμη και στις περιπτώσεις όπου υπάρχει η ανάγκη επιβολής αποτρεπτικής ποινής. Τονίζεται όμως ότι η εξατομίκευση δεν θα πρέπει να οδηγεί σε εξουδετέρωση ούτε της σοβαρότητας ούτε του στοιχείου της αποτροπής που επιβάλλουν η φύση και τα περιστατικά των αδικημάτων τόσο για τον ίδιο τον κατηγορούμενο όσο και για το κοινό γενικότερα (βλ. Ιωάννου κ.α ν. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 171).

 

               Προς όφελος του κατηγορουμένου λαμβάνω λοιπόν υπόψη μου, πέραν των όσων έχουν αναφερθεί, την παραδοχή και απολογία του, η οποία ήταν άμεση στην παρούσα υπόθεση, ενώ στην 8974/19 προέβηκε σε παραδοχή σε προχωρημένο στάδιο αλλά πριν την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας. Με αυτή διασώθηκε αρκετός δικαστικός χρόνος.

              

               Ως έχει νομολογηθεί η παραδοχή ενός κατηγορούμενου λαμβάνεται υπόψη σαν μετριαστικός παράγοντας (βλ. Χαρτούμπαλος ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 28). Η βαρύτητα δε που μπορεί να της αποδοθεί ποικίλει ανάλογα με την περίπτωση. Όπου συμβάλλει αποτελεσματικά στη διερεύνηση της υπόθεσης και πηγάζει από πραγματική μεταμέλεια του έχει μεγαλύτερη αξία. Σύμφωνα με το αναθεωρημένο σύγγραμμα G. Piki, Sentencing in Cyprus (2nd ed.) σελ. 65-66, η μεταμέλεια, η οποία μπορεί να επιδειχθεί με την παράδοση στις αρχές ή με την παραδοχή της διάπραξης ενός αδικήματος, αποτελεί σοβαρό μετριαστικό παράγοντα. Η γνήσια μεταμέλεια καταδεικνύει ότι ο κατηγορούμενος, μετά από περισυλλογή, καταδικάζει την εγκληματική του συμπεριφορά, στάση η οποία καθιστά μη πιθανή την επανάληψη αυτής.

 

               Λαμβάνω περαιτέρω υπόψη μου προς όφελος του κατηγορούμενου τις προσωπικές, οικογενειακές και λοιπές του περιστάσεις ως φαίνονται από την έκθεση του Γραφείου Ευημερίας (Τεκμήριο Β) και ιδιαίτερα ότι είναι σήμερα ηλικίας 33 ετών, άγαμος και πατέρας ενός παιδιού το οποίο απέκτησε με την παραπονούμενη.

 

               Παρά το γεγονός ότι αναφέρθηκε ότι ο κατηγορούμενος αντιμετωπίζει προβλήματα ψυχικής υγείας, συγκεκριμένα κρίσεις πανικού και λαμβάνει φαρμακευτική αγωγή σε καμία περίπτωση δεν παρουσιάστηκε οποιοδήποτε ιατρικό πιστοποιητικό που να υποστηρίζει τέτοια θέση, συνεπώς δεν την λαμβάνω υπόψη μου.

 

 

Τέλος ένας άλλος παράγοντας που λαμβάνεται υπόψη αναφορικά με την 8974/19 είναι και ο χρόνος που παρήλθε από την διάπραξη των αδικημάτων. Ως έχει νομολογηθεί η πάροδος αρκετού χρόνου από τη διάπραξη του αδικήματος είναι στοιχείο ουσιώδες που λαμβάνεται υπόψη στην επιβολή της ποινής, ειδικά αναφορικά με το είδος της ποινής, δηλαδή αν θα επιβληθεί ποινή φυλάκισης. Η έκταση φυσικά της ευθύνης του κατηγορούμενου στην εν λόγω καθυστέρηση λαμβάνεται επίσης υπόψη στο δέοντα βαθμό. Σε τέτοια περίπτωση αυτός δεν μπορεί να την επικαλείται ως ελαφρυντικό παράγοντα (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Πεγειώτη κ.ά. (2001) 2 Α.Α.Δ. 617).

 

 

Τα αδικήματα διαπράχθηκαν στις 7.11.18, το κατηγορητήριο καταχωρίστηκε στις 22.5.19 και το Δικαστήριο καλείται να επιβάλει ποινή 6 χρόνια και πλέον  μετά από τη διάπραξη τους. Βεβαίως ο κατηγορούμενος φέρει μεγάλο μερίδιο ευθύνης γιατί απουσίαζε σε αρκετές περιπτώσεις και εκδόθηκαν εντάλματα σύλληψης εναντίον του. Ανεξαρτήτως όμως του ποιος φέρει ευθύνη για την καθυστέρηση στην εκδίκαση μιας υπόθεσης το γεγονός της παρόδου μεγάλου χρονικού διαστήματος από τη διάπραξη του αδικήματος μέχρι την τιμωρία του παραβάτη τείνει ασφαλώς προς το μετριασμό της ποινής (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Αρέστη (1996) 2 Α.Α.Δ. 267).

 

 

Όλοι οι πιο πάνω ελαφρυντικοί παράγοντες λαμβάνονται μεν υπόψη για σκοπούς μετριασμού της ποινής, δεν είναι όμως τέτοιας έκτασης που να υπερφαλαγγίζουν την ανάγκη για αποτελεσματική εφαρμογή του νόμου, λόγω της σοβαρότητας των αδικημάτων, όπως την έχω περιγράψει πιο πάνω. Αυτό σε συνδυασμό με την συστηματική περιφρόνηση του Νόμου από τον κατηγορούμενο, ο οποίος βαρύνεται δυστυχώς με 11 σοβαρότατες προηγούμενες καταδίκες, οι πλείστες μάλιστα για αδικήματα ίδιας φύσης και τα οποία βρίσκονται σε ιδιαίτερη έξαρση, πράγμα για το οποίο λαμβάνω δικαστική γνώση από τον μεγάλο αριθμό των υποθέσεων τέτοιας φύσης που καταχωρούνται καθημερινά ενώπιον μου και καθιστούν κατά την κρίση μου, ως μόνη κατάλληλη ποινή, αυτή της φυλάκισης (βλ. Προδρόμου v. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 98). Οι προαναφερόμενοι ελαφρυντικοί παράγοντες μπορούν λοιπόν να επηρεάσουν το ύψος όχι όμως και το είδος της ποινής.

 

 

Καταληκτικά επιβάλλονται στον κατηγορούμενο οι ακόλουθες ποινές:

 

Στην 1η , 7η, 8η, και 9η κατηγορία: ποινής φυλάκισης 18  μηνών.

Στην 2η κατηγορία: ποινή φυλάκισης  12 μηνών.

Στην 3η , 4η, 5η, 6η κατηγορία: ποινή φυλάκισης  10 μηνών. 

 

Οι ποινές φυλάκισης θα συντρέχουν.

 

 

Όσον αφορά την εισήγηση της υπεράσπισης για αναστολή εκτέλεσης των ποινών φυλάκισης θα πρέπει να λεχθεί ότι η σχετική διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου έχει σίγουρα πλέον διευρυνθεί με την τελευταία τροποποίηση της σχετικής νομοθεσίας. Τα κριτήρια για την άσκηση της έχουν τεθεί σε σωρεία νομολογίας. Παραπέμπω σχετικά στην Γενικός Εισαγελέας ν. Τζιαουχάρη (2005) 2 Α.Α.Δ. 161 όπου αυτά τέθηκαν ως εξής:

 

«Με βάση τα κριτήρια που ίσχυαν πριν τον περιορισμό της εξουσίας του δικαστηρίου όπως είχε επιβληθεί με το Ν. 41(1)/97 (που τώρα έχει καταργηθεί), τα κριτήρια που μπορούσε να λάβει υπόψη το δικαστήριο κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας να εκδώσει ή όχι τέτοιο διάταγμα ήσαν τα ακόλουθα: (α) η σοβαρότητα του αδικήματος και τα κίνητρα διάπραξης του (β) το ποινικό μητρώο του κατηγορουμένου δηλαδή αν είναι τέτοιο που υπάρχει η ανάγκη αποτροπής και (γ) η διαγωγή του κατηγορουμένου μετά τη διάπραξη του αδικήματος συμπεριλαμβανομένης και της μεταμέλειας»

 

 

 

Στη Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Καραολή, ποινική έφεση 230/19, ημερομηνίας 27.4.21, ECLI:CY:AD:2021:B177 αναφέρθηκε ότι:

«Εξετάζοντας το θέμα τη αναστολής, σημαντικό ερώτημα είναι κατά πόσο η ανασταλείσα ποινή θα αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και θα εξυπηρετήσει τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας. Είναι στη βάση των πιο πάνω αρχών που εξετάζεται ο τρόπος που ασκεί την εξουσία του το Δικαστήριο».

 

Έχω εξετάσει με προσοχή και έχω λάβει υπόψη μου τόσο τα γεγονότα της υπόθεσης όσο και τις προσωπικές περιστάσεις του κατηγορούμενου καθώς και κάθε άλλο σχετικό παράγοντα. Από την φύση των επίδικων αδικημάτων, τα γεγονότα που περιβάλλουν την διάπραξη τους και τις συνέπειες αυτών, προκύπτει ότι πρόκειται για ιδιαίτερα σοβαρά αδικήματα. Πρόκειται για σοβαρής μορφής και με σοβαρές συνέπειες επαναλαμβανόμενη έκνομη συμπεριφορά η οποία φαίνεται να εκτυλίσσεται  από το 2014 και συναφώς προέχει κατά την κρίση μου, η ανάγκη για αποτροπή για άλλους επίδοξους παραβάτες αλλά και για τον ίδιο τον κατηγορούμενο. Επίσης αυτός  δεν φαίνεται να αναμορφώνεται και να συμμορφώνεται στους Νόμους και κανονισμούς που ισχύουν και εφαρμόζονται στην Δημοκρατία παρά τις προηγούμενες σοβαρές ομοειδείς καταδίκες του.

 

Όλα δε τα στοιχεία και δεδομένα που τέθηκαν ενώπιον μου, λήφθηκαν σοβαρά υπόψη ως μετριαστικοί παράγοντες, προσμέτρησαν δεόντως στην απόφαση για το ύψος των ποινών και δεν μεταβάλλουν τα δεδομένα στα πλαίσια εξέτασης θέματος αναστολής.

 

Ως εκ των άνω κρίνω ότι δεν δικαιολογείται η έκδοση διαταγής για αναστολή εκτέλεσης των ποινών φυλάκισης η οποία και θα είναι άμεση.

 

 

Η περίοδος έκτισης των ποινών φυλάκισης που επιβλήθηκαν στον κατηγορούμενο μειώνεται κατά το χρονικό διάστημα κατά το οποίο αυτός τελεί υποκράτηση για την παρούσα δηλαδή από τις 4.12.24

 

 

 

 

(Υπ.)......................................

                                                                                        Γ.Ιωαννίδου - Παπά, Ε.Δ.

 

 

 

 

 

ΠΙΣΤΟ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο