ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΛΕΜΕΣΟΥ ν. ΡΑΦΑΗΛ ΚΟΡΜΠΟΣ, Αρ. Υπόθεσης: 15399/2021, 26/3/2025
print
Τίτλος:
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΛΕΜΕΣΟΥ ν. ΡΑΦΑΗΛ ΚΟΡΜΠΟΣ, Αρ. Υπόθεσης: 15399/2021, 26/3/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Ε. ΜΙΝΤΗ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΠΡΟΣ. Ε.Δ.

Αρ. Υπόθεσης: 15399/2021

ΜΕΤΑΞΥ:

ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΛΕΜΕΣΟΥ

 

ν.

 

ΡΑΦΑΗΛ ΚΟΡΜΠΟΣ

Κατηγορούμενος

---------------------------------------

Ημερομηνία: 26/03/2025

Εμφανίσεις:

Για Κατηγορούσα Αρχή: κος Π. Ευρυπίδου

Για Κατηγορούμενο: κος Α. Αντωνίου

Κατηγορούμενος, παρών

ΑΠΟΦΑΣΗ

[I]     Εισαγωγή

 

1.    Ο Κατηγορούμενος αντιμετωπίζει δύο κατηγορίες, ήτοι της πρόκλησης θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης, κατά παράβαση του άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα, ΚΕΦ. 154 (εφεξής «ΠΚ») και των άρθρων 19 και 20Α του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου, Ν. 86/1972, όπως τροποποιήθηκε (1η κατηγορία) και της παράβασης σήματος τροχαίας, κατά παράβαση των Καν. 58(1)(4)(α) και 72 των περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Κανονισμών του 1984 και των άρθρου 19 του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου, Ν. 86/1972 (2η κατηγορία).

 

2.    Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τις λεπτομέρειες των δύο κατηγοριών, ο Κατηγορούμενος, στις 18/12/2019 στην οδό Ηλία Καννάουρου στον Ύψωνα της επαρχίας Λεμεσού, ενώ οδηγούσε το μηχανοκίνητο όχημα με αρ. εγγραφής [  ] (εφεξής «αυτοκίνητο»), λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης ή συμπεριφοράς, που δεν αναγόταν σε υπαίτια αμέλεια, χωρίς πρόθεση, επέφερε το θάνατο του Αλεξάντερ Μακρίδη (εφεξής «θύμα»), τέως από τη Λεμεσό (1η κατηγορία). Περαιτέρω, του αποδίδεται ότι, κατά τον ίδιο τόπο και χρόνο, παρέλειψε να συμμορφωθεί με σήμα τροχαίας που τοποθετήθηκε από την αρμόδια αρχή, δηλαδή, προσπέρασε άλλα οχήματα που κατευθύνονταν προς την ίδια κατεύθυνση, σε σημείο όπου ο δρόμος ήταν χαραγμένος με συνεχή άσπρη γραμμή (2η κατηγορία).

 

3.    Ο Κατηγορούμενος παραδέχθηκε την 2η κατηγορία και η υπόθεση οδηγήθηκε σε ακρόαση σε σχέση με την 1η κατηγορία.

 

[II]    Σκιαγράφηση της Υπόθεσης

 

4.    Η Κατηγορούσα Αρχή προς απόδειξη της κατηγορίας κάλεσε 3 μάρτυρες κατηγορίας, ήτοι τον εξεταστή της υπόθεσης Αναπληρωτή Λοχία 2759 Π.Χ. (εφεξής «ΜΚ1»), τον Αστυφύλακα 4853 Γ.Χ. (εφεξής «ΜΚ2»), ο οποίος έλαβε μέρος στη διερεύνηση της υπόθεσης και την ανεξάρτητη / αυτόπτη μάρτυρα Μ.Μ. (εφεξής «ΜΚ3»).

 

5.    Αφού έκρινα ότι, σε σχέση µε την 1η κατηγορία είχε αποδειχθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση, ο Κατηγορούμενος, στον οποίο επεξηγήθηκαν τα δικαιώματά του, επέλεξε να τηρήσει το δικαίωμα της σιωπής. Δεν κάλεσε µάρτυρες υπεράσπισης.

 

6.    Στη διαδικασία κατατέθηκαν συνολικά 10 τεκμήρια και δηλώθηκαν ως παραδεκτά έγγραφα 17 καταθέσεις / εκθέσεις, οι οποίες εγκρίθηκαν από το Δικαστήριο, έλαβαν ξεχωριστή αρίθμηση και εξειδικεύονται κατωτέρω. Ως προς την ισχύ, τους σχετικές κατ' αναλογία είναι οι αποφάσεις Ανδρέου κ.ά. ν. Αστυνοµίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 498 και Χριστοδούλου άλλως Ρόπας κ.ά. ν. Δηµοκρατίας (αρ. 2) (2000) 2 Α.Α.Δ. 628.

 

7.    Η θέση της Κατηγορούσας Αρχής είναι ότι, ο Κατηγορούμενος, με την απόφασή του να προσπεράσει από σημείο του δρόμου στο οποίο υπήρχε χαραγμένη άσπρη συνεχής γραμμή, καθ’ ον χρόνο επικρατούσε σκοτάδι και η ορατότητα ήταν περιορισμένη, δημιούργησε επικίνδυνη κατάσταση, έστω κι αν τα φώτα πορείας της μοτοσικλέτας του θύματος δεν λειτουργούσαν.

 

8.    Η θέση του ευπαίδευτου συνηγόρου Υπεράσπισης είναι ότι, η μοτοσικλέτα του θύματος δεν ήταν ορατή από κανένα σημείο πριν ή κατά τη σύγκρουση με το αυτοκίνητο του Κατηγορούμενου. Ουσιαστικά, δεν αμφισβήτησε οποιοδήποτε εύρημα των ΜΚ1 και ΜΚ2, δεν προσπάθησε να κλονίσει την αξιοπιστία τους και οι ερωτήσεις του προς τους μάρτυρες αυτούς ήταν περισσότερο επιβεβαιωτικού και/ή διευκρινιστικού χαρακτήρα. Καθ’ όλη τη διάρκεια της αντεξέτασης των μαρτύρων κατηγορίας, ο ευπαίδευτος συνήγορος του Κατηγορούμενου, εστίασε στο γεγονός ότι, η μοτοσικλέτα του θύματος δεν είχε φώτα πορείας σε λειτουργία και, λόγω του περιορισμένου φωτισμού που επικρατούσε στο βόρειο τμήμα της οδού Ηλία Καννάουρου (δηλ. στην λωρίδα κυκλοφορίας του θύματος), η μοτοσικλέτα δεν ήταν ορατή παρά μόνο 3-5 μέτρα πριν τη σύγκρουση, νοουμένου ότι, αυτή ήταν σε όρθια θέση. Είναι η θέση του ότι, η οδηγική συμπεριφορά του Κατηγορούμενου εκφεύγει της επικίνδυνης οδήγησης, αφού σε εκείνη την περίπτωση ο οδηγός αντιλαμβάνεται την ύπαρξη κινδύνου ή πιθανότητας και τον αναλαμβάνει, παραγνωρίζοντας τις συνέπειες των πράξεων του. Ο Κατηγορούμενος διένυσε 45 μέτρα περίπου στην εξ αντιθέτου κατευθύνσεως λωρίδα κυκλοφορίας, προτού επισυμβεί η σύγκρουση και η μοτοσικλέτα δεν ήταν ορατή προηγουμένως, ώστε να υπάρξει οποιαδήποτε πιθανότητα αντίδρασης. Η εισήγηση του είναι ότι, η παραβίαση της άσπρης συνεχούς γραμμής, από μόνη της, δεν στοιχειοθετεί αφ’ εαυτής αμέλεια.

 

[III]  Παραδεκτά Γεγονότα και Έγγραφα

 

9.    Κατά την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας δηλώθηκαν από κοινού και εγκρίθηκαν ως παραδεκτά για το περιεχόμενο τους τα ακόλουθα έγγραφα, που ουσιαστικά αφορούν, εν συντομία, το θάνατο του θύματος που επήλθε συνεπεία της μοιραίας οδικής σύγκρουσης και τη νομιμότητα λήψης και διακίνησης των τεκμηρίων που εξασφαλίστηκαν στα πλαίσια διερεύνησης της υπόθεσης:

(1)  Κατάθεση του νοσηλευτή Θ.Β. ημερ. 10/01/2020 εγκρίθηκε και σημειώθηκε ως Π.Ε.1. Ο νοσηλευτής, μετέβηκε στη σκηνή, μετά από τηλεφωνική κλήση, όπου εντόπισε το θύμα ξαπλωμένο ανάσκελα εντός της οδού Ηλία Καννάουρου και έφερε σοβαρά τραύματα στο χέρι, στα πόδια, στο στήθος και στο κεφάλι. Καθ’ οδόν για το ΤΑΕΠ του Γ.Ν. Λεμεσού του παρασχέθηκαν οι Α’ Βοήθειες και παραδόθηκε στον επί καθήκοντι ιατρό Δρ. Π.Π.

(2)  Βεβαίωση θανάτου ημερ. 18/12/2019 υπογεγραμμένη από τον Δρ. Π.Π., ιατρικό λειτουργό του ΤΕΠΑ Λεμεσού, ο οποίος εξέτασε το θύμα και διαπίστωσε το θάνατό του στις 01:08, εγκρίθηκε και σημειώθηκε ως Π.Ε.2.

(3)  Συγκαταθέσεις που λήφθηκαν για την επιθεώρηση και εξασφάλιση αντιγράφων των κλειστών κυκλωμάτων παρακολούθησης τριών παρακείμενων υποστατικών επί της οδού Ηλία Καννάουρου, ήτοι Πρακτορείου ΟΠΑΠ, φαρμακείου με την επωνυμία Λεωνίδας Μαρνέρος και του περιπτέρου με την επωνυμία YPSONAS KIOSK, εγκρίθηκαν και σημειώθηκαν ως Π.Ε.3, Π.Ε.4 και Π.Ε.5 αντίστοιχα.

(4)  Κατάθεση του τεχνικού Π.Δ. ημερ. 18/12/2019, ο οποίος αναφέρει ότι, αντέγραψε τα οπτικά πλάνα του Πρακτορείου ΟΠΑΠ, στα οποία, με δικό του έλεγχο διαπίστωσε ότι, η ώρα που αναγράφεται σε αυτά ήταν ορθή και επίσης ότι, αντέγραψε τα οπτικά πλάνα του φαρμακείου με την επωνυμία Λεωνίδας Μαρνέρος, στα οποία, με δικό του έλεγχο, διαπίστωσε ότι, η ώρα που αναγράφεται σε αυτά ήταν 4 λεπτά πίσω, εγκρίθηκε και σημειώθηκε ως Π.Ε.6.

(5)  Κατάθεση του τεχνικού Μ.Β. ημερ. 18/12/2019, ο οποίος αναφέρει ότι, αντέγραψε τα οπτικά πλάνα του περιπτέρου YPSONAS KIOSK και από δικό του έλεγχο διαπίστωσε ότι, η ώρα που αναγράφεται σε αυτά είναι 12 λεπτά πίσω, εγκρίθηκε και σημειώθηκε ως Π.Ε.7.

(6)    Κατάθεση της μητέρας του θύματος J.K.B., ημερ. 19/12/2019, η οποία αναγνώρισε τη σορό του υιού της, εγκρίθηκε και σημειώθηκε ως Π.Ε.8.

(7)    Κατάθεση του εγγεγραμμένου ιδιοκτήτη της μοτοσικλέτας που οδηγούσε το θύμα, H.A. ημερ. 15/01/2020, εγκρίθηκε και σημειώθηκε ως Π.Ε.9. Σύμφωνα με αυτήν, ο ιδιοκτήτης την είχε ακινητοποιημένη από 01/12/2019, γιατί αντιμετώπιζε κάποια μηχανικά προβλήματα και την είχε σταθμεύσει σε χώρο στάθμευσης πλησίον του τόπου διαμονής του. Περί τα τέλη Δεκεμβρίου διαπίστωσε ότι, η μοτοσικλέτα δεν βρισκόταν στο χώρο που την είχε σταθμεύσει και μετέβηκε στον Α.Σ. Πολεμιδιών, όπου τη δήλωσε ως κλοπιμαία. Ανέφερε ότι, δεν γνώριζε το θύμα και δεν την πώλησε σε οποιοδήποτε πρόσωπο.

(8)    Ιατροδικαστική έκθεση του ιατροδικαστή Δρ. Ν.Χ., εγκρίθηκε και σημειώθηκε ως Π.Ε.10. Σύμφωνα με αυτήν στις 19/12/2019 διενεργήθηκε νεκροψία και νεκροτομή επί της σορού του θύματος. Επρόκειτο για άνδρα ηλικίας 17 ½ ετών, άρτιας σωματικής διάπλασης και καλής θρέψης. Έφερε εξωτερικές κακώσεις / εκδορές σε διάφορα σημεία του σώματός του και κάταγμα αριστερού βραχίονα και αριστερού αστραγάλου. Από τη νεκροτομή διαπιστώθηκε αιμάτωμα στην επικράνιο απονεύρωση δεξιά, υπαραχνοειδής αιμορραγία εγκεφάλου, κάταγμα στέρνου και αριστερής κλείδας, κάταγμα 5ου αυχενικού σπονδύλου, αιμάτωμα γύρω από το νωτιαίο μυελό, αιμάτωμα κατά μήκος της θωρακικής αορτής και θλάσεις πνευμόνων άμφω, ρήξη ύπατος και σπλήνας. Με βάση τα ευρήματά του ο Ιατροδικαστής κατέληξε ότι, ο θάνατος του θύματος επήλθε συνεπεία πολυτραυματισμού, ως ήταν κατά τροχαίο ατύχημα.

(9)    Κατάθεση του Ζ.Π., μηχανοτεχνίτη οχημάτων/μηχανημάτων, εγκρίθηκε και σημειώθηκε ως Π.Ε.11. Σύμφωνα με αυτήν, το σύστημα διεύθυνσης και πέδησης του αυτοκινήτου ήταν σε καλή κατάσταση. Σε ό,τι αφορά την μοτοσικλέτα του θύματος, το σύστημα διεύθυνσης (τιμόνι) και μπροστινής ανάρτησης καταστράφηκε ολοσχερώς, συμπεριλαμβανομένου του μπροστινού φωτισμού. Το πισινό σύστημα φρένων ήταν κομμένο το χερούλι στην δεξιά πλευρά του τιμονιού, πιθανόν λόγω του δυστυχήματος.

(10)  Έκθεση Εργαστηρίου Δικανικής Χημείας και Τοξικολογίας του Κράτους ημερ. 29/01/2020, εγκρίθηκε και σημειώθηκε ως Π.Ε.12. Σύμφωνα με αυτήν, στο αίμα του θύματος ανιχνεύθηκε τετραϋδροκανναβινόλη (THC) και ο μεταβολίτης της, οξική τετραϋδροκανναβινόλη (THC-COOH) που υποδηλώνει τη λήψη κάνναβης και/ή ρητίνης κάνναβης.

(11)  Κατάθεση του Αστ. 1855 Π.Π., ο οποίος μετέβηκε με τους τεχνικούς για την εξασφάλιση των σχετικών πλάνων από τα κλειστά κυκλώματα ασφαλείας, εγκρίθηκε και σημειώθηκε ως Π.Ε.13.

(12)  Κατάθεση του Αστ. 2738 Μ.Μ, ο οποίος μετέφερε τεκμήρια (ήτοι τα πλάνα των κλειστών κυκλωμάτων ασφαλείας και τα δείγματα για τοξικολογικές εξετάσεις) για περαιτέρω επεξεργασία τους, εγκρίθηκε και σημειώθηκε ως Π.Ε.14.

(13)  Έκθεση πραγματογνωμοσύνης του Αστ. 3057 Μ.Μ. αναφορικά με την αντιγραφή των πλάνων των κλειστών κυκλωμάτων ασφαλείας σε CD, εγκρίθηκε και σημειώθηκε ως Π.Ε.15.

(14)  Βιβλιάριο φωτογραφιών της νεκροψίας του θύματος, με την έκθεση του φωτογράφου της νεκροψίας Α/Αστ. 1611 Μ.Χ., εγκρίθηκαν και σημειώθηκαν ως Π.Ε.16. Σύμφωνα με τις φωτογραφίες, το θύμα φορούσε μαύρες φόρμες.

(15)  Κατάθεση του Α/Λοχ. 2700 Τ.Θ. για την παράδοση των τεκμηρίων στον εξεταστή της υπόθεσης ΜΚ1, εγκρίθηκε και σημειώθηκε ως Π.Ε.17.

 

[IV]  Μη Αμφισβητήσιμη Μαρτυρία

 

10.         Από την ενώπιον µου µαρτυρία δεν έτυχαν αµφισβήτησης και αποτέλεσαν κοινές θέσεις τα ακόλουθα:

(1)  Ο Κατηγορούμενος ήταν ο οδηγός του αυτοκινήτου και στις 18/12/2019 και περί ώρα 00:40 οδηγούσε εντός της οδού Ηλία Καννάουρου με δυτική κατεύθυνση προς το χωριό Ύψωνα της επαρχίας Λεμεσού.

(2)  Το θύμα ήταν ο οδηγός της μοτοσικλέτας με αρ. εγγραφής [  ], μάρκας DAYANG, DY125-37, ύψους 1008 mm και στις 18/12/2019 και περί ώρα 00:40 εξερχόμενος από την οδό Αιγύπτου εισήλθε στην οδό Ηλία Καννάουρου με κατεύθυνση ανατολική προς τη Λεμεσό.

(3)  Η μοτοσικλέτα που οδηγούσε το θύμα δεν είχε φώτα πορείας σε λειτουργία, ούτε πίσω, ούτε μπροστά.

(4)  Το θύμα δεν έφερε προστατευτικό κράνος ασφαλείας.

(5)  Οι μετρήσεις, υπολογισμοί και ευρήματα που καταγράφονται στο σχέδιο επί κλίμακας 1:250 (Τεκμήριο 7) που ετοιμάστηκε από τον ΜΚ2, ως κατωτέρω:

                                          i.    Σύμφωνα με αυτό, η οδός Ηλία Καννάουρου είναι δρόμος διπλής κατεύθυνσης με μία λωρίδα κυκλοφορίας για κάθε κατεύθυνση. Οι δύο κατευθύνσεις διαχωρίζονται από κτιστή νησίδα (στο ανατολικό τμήμα της οδού), η οποία σταματά λίγο πριν το περίπτερο YPSONAS KIOSK και συνεχίζει άσπρη συνεχής γραμμή, η οποία καθίσταται διακεκομμένη στα σημεία όπου τέμνονται η οδός Αιγύπτου (βόρεια του δρόμου) και η οδός Φιλοκύπρου (νότια του δρόμου). Ένθεν και ένθεν, υπάρχει διαπλάτυνση, κατά μήκος του δρόμου. Στο σημείο όπου έγινε η σύγκρουση, η ασφάλτινη προέκταση στο νότιο τμήμα του δρόμου έχει μήκος περίπου 4.6 μέτρα και στο βόρειο τμήμα του δρόμου η προέκταση έχει μήκος περίπου 10 μέτρα. Το πλάτος του δρόμου είναι συνολικά 6 μέτρα, 3 μέτρα για κάθε λωρίδα κυκλοφορίας.

                                        ii.    Κατά μήκος της οδού Ηλία Καννάουρου υπάρχουν πάσσαλοι οδικού φωτισμού της Α.Η.Κ., οι οποίοι όμως είναι τοποθετημένοι στην άκρια του νότιου τμήματος της ασφάλτινης προέκτασης, περίπου 4.6 μ. νοτιότερα της λωρίδας κυκλοφορίας του Κατηγορούμενου και παρέχουν ικανοποιητικό φωτισμό στη νότια λωρίδα (δηλ. στην λωρίδα κυκλοφορίας του Κατηγορούμενου) και σχεδόν καθόλου στη βόρεια λωρίδα (δηλ. στην λωρίδα κυκλοφορίας του θύματος).

                                       iii.    Το σημείο σύγκρουσης «Χ» τοποθετήθηκε εντός της λωρίδας κυκλοφορίας του θύματος, 0.30 εκ. πριν την ασφάλτινη προέκταση βόρεια του δρόμου. Η μοτοσικλέτα του θύματος άφησε ίχνη τροχοπέδησης μήκους 9.70 εκ. (σημείο Β1), τα οποία διαγράφουν διαγώνια κίνηση από τη μέση της λωρίδας κυκλοφορίας του μοτοσικλετιστή (στο 1.5 μ. εντός της λωρίδας του) με βορειοανατολική πορεία.

                                       iv.    Από το σημείο που αρχίζουν οι εκδορές που άφησε η μοτοσικλέτα στο οδόστρωμα μέχρι το σημείο σύγκρουσης «Χ» η απόσταση είναι 7.1 μ.

(6)    Έντυπα ζημιών των ενεχόμενων οχημάτων (Τεκμήριο 2Α και Τεκμήριο 2Β). Σύμφωνα με αυτά, η μοτοσικλέτα καταστράφηκε ολοσχερώς (ολόκληρο το μπροστινό μέρος – τιμόνι, περόνες, τροχός, φανάρι και πλαστικά) και υπάρχουν ζημιές από τριβή στην άσφαλτο σε ολόκληρη την αριστερή και δεξιά πλευρά. Επίσης αφαιρέθηκε το κάθισμα του οδηγού (ίδε σημείο Β5, Τεκμήριο 7). Η ζημιά στο αυτοκίνητο σημειώνεται στο μπροστινό κάτω μέρος του προφυλακτήρα και στο κάτω μέρος της μηχανής.

(7) Το δυστύχημα έγινε κατά τη διάρκεια της νύχτας, σε κατοικημένη περιοχή και το ανώτατο όριο ταχύτητας στην επίδικη οδό ήταν 50 ΧΑΩ. Στο σημείο που έγινε η σύγκρουση ο δρόμος είναι ευθύς και επίπεδος και ο καιρός ήταν αίθριος.

(8) Το αυτοκίνητο του Κατηγορούμενου οδηγείτο με ταχύτητα όχι μεγαλύτερη των 50 ΧΑΩ.

(9) Στην λωρίδα κυκλοφορίας του Κατηγορούμενου υπήρχε προπορευόμενο όχημα άσπρου χρώματος, του οποίου συνοδηγός ήταν η ΜΚ3 και το οποίο εκινείτο με ταχύτητα 30-35 ΧΑΩ.

 

[V]   Σύνοψη Δια Ζώσης Μαρτυρίας

 

11.  Η πλήρης έκταση της µαρτυρίας που δόθηκε ενώπιον του ∆ικαστηρίου βρίσκεται καταγραµµένη στα πρακτικά, λαµβάνεται σοβαρά υπόψη από το Δικαστήριο και υπό τις περιστάσεις, δεν είναι αναγκαία η λεπτοµερής παράθεση της στα πλαίσια της σύνταξης της παρούσας απόφασης. Ωστόσο, θα αναφερθώ στα σηµεία εκείνα που το Δικαστήριο κρίνει ως σημαντικά για την εξαγωγή ευρηµάτων για το υπό κρίση αδίκηµα.

 

ΜΚ1

 

12.  Ο ΜΚ1 υπηρετεί στην Τροχαία Λεμεσού, στον Κλάδο Διερεύνησης Τροχαίων Δυστυχημάτων από το 1993, είναι αστυνομικός φωτογράφος, σχεδιαστής, εξεταστής μηχανοκινήτων οχημάτων, ειδικός στην εύρεση ταχυτήτων από ίχνη τροχοπέδησης και πλαγιολίσθησης και παρακολούθησε στην Α.Α.Κ. πρόγραμμα εκπαίδευσης προχωρημένου επιπέδου για τη διερεύνηση και αναπαράσταση τροχαίων δυστυχημάτων. Αναγνώρισε και υιοθέτησε την γραπτή του κατάθεση ως μέρος της κυρίως εξέτασης του (Τεκμήριο 1). Στην γραπτή του κατάθεση αναφέρει ότι, μετέβηκε στη σκηνή του δυστυχήματος στις 01:30, όπου ενημερώθηκε από τον ΜΚ2 και ανέλαβε τη διερεύνηση του δυστυχήματος. Στην παρουσία του Κατηγορούμενου και του ιδίου, ο ΜΚ2 έλαβε τα σχετικά μέτρα για την ετοιμασία του πρόχειρου σχεδίου της σκηνής και φωτογραφήθηκε η σκηνή του δυστυχήματος καθ’ υπόδειξή του. Στις 19/12/2019 έλαβε ανακριτική κατάθεση από τον Κατηγορούμενο. Στις 27/12/2019 και ώρα 21:00 μετέβηκε εκ νέου στη σκηνή του δυστυχήματος μαζί με τον ΜΚ2 και διενήργησαν επιτόπια εξέταση σχετικά με την ορατότητα του Κατηγορούμενου σε σχέση με την πορεία της μοτοσικλέτας. Από τον έλεγχο ορατότητας, διαπιστώθηκε ότι, τόσο η αστυνομική μοτοσικλέτα, όσο και ο αναβάτης της δεν ήταν ορατοί είτε με αναμμένα φώτα πορείας του περιπολικού αυτοκινήτου σε χαμηλή, είτε σε ψηλή στάση και μόνο την τελευταία στιγμή ήταν αντιληπτοί. Με αναμμένα τα φώτα πορείας της αστυνομικής μοτοσικλέτας, αυτή ήταν ορατή από τον ΜΚ1 σε απόσταση περίπου 110 μ.

 

13.  Στο στάδιο της κυρίως εξέτασης του κατέθεσε τα έντυπα καταγραφής ζημιών (Τεκμήριο 2Α και Τεκμήριο 2Β), την ανακριτική κατάθεση που έλαβε από τον Κατηγορούμενο στις 19/12/2019 μεταξύ των ωρών 09:00 και 10:20 (Τεκμήριο 3), την κατάθεση της ΜΚ3 ημερ. 18/12/2019 που λήφθηκε μεταξύ των ωρών 03:05 και 03:40 (Τεκμήριο 4), την πρώτη κατάθεση του Α.Π., οδηγού του προπορευόμενου οχήματος, ημερ. 18/12/2019, η οποία λήφθηκε μεταξύ των ωρών 01:30 και 02:05 (Τεκμήριο 5Α) και την δεύτερη κατάθεση του Α.Π. ημερ. 18/12/2019, η οποία λήφθηκε μεταξύ των ωρών 03:45 και 04:10 (Τεκμήριο 5Β), το πρόχειρο σχέδιο της σκηνής του δυστυχήματος, που ετοιμάστηκε από τον ΜΚ2 με την βοήθειά του και υπογράφεται από τον ΜΚ2 και τον Κατηγορούμενο (Τεκμήριο 6), το σχέδιο επί κλίμακας του θανατηφόρου δυστυχήματος, το οποίο ετοιμάστηκε από τον ΜΚ2 (Τεκμήριο 7), βιβλιάριο φωτογραφιών[1] από τη σκηνή του θανατηφόρου δυστυχήματος, οι οποίες λήφθηκαν καθ’ υπόδειξη του από τον ΜΚ2 (Τεκμήριο 8) και CD με 3 αρχεία των οπτικών πλάνων που εξασφαλίστηκαν από τρία παρακείμενα υποστατικά (Τεκμήριο 9).

 

14.  Εξήγησε ότι, το σημείο σύγκρουσης «Χ» διαπιστώθηκε από τα ευρήματα που εντόπισαν επί τόπου στη σκηνή του δυστυχήματος, δηλαδή τις εκδορές από τη μοτοσικλέτα του θύματος, τα ίχνη λαδιών του αυτοκινήτου και τα ίχνη τροχοπέδησης της μοτοσικλέτας.

 

15.  Αντεξεταζόμενος, υποστήριξε ότι, ασχολείται με τη διερεύνηση τροχαίων θανατηφόρων συγκρούσεων από το 2001 και συμφώνησε ότι, υπήρχε πρόβλημα φωτισμού στην επίδικη οδό, γι’ αυτό προχώρησε σε έλεγχο ορατότητας. Εξέτασε τα οπτικά πλάνα που καταγράφηκαν από τα κλειστά κυκλώματα ασφαλείας (Τεκμήριο 9) τα οποία έδειξαν ότι, τα φώτα πορείας της μοτοσικλέτας του θύματος δεν ήταν αναμμένα κατά τη σύγκρουση. Σε ό,τι αφορά τις ζημιές των ενεχόμενων οχημάτων, ο ΜΚ1 επιβεβαίωσε ότι, το ύψος της μοτοσικλέτας σε όρθια θέση είναι 1.08 εκ. και με επιβάτη το ύψος αυξάνεται. Επιβεβαίωσε ότι, η ζημιά στο μπροστινό μέρος του αυτοκινήτου είναι τουλάχιστον κάτω από 0.60 εκ. Εξήγησε ότι, πριν τη σύγκρουση, όπως και η κατάθεση του Κατηγορούμενου, η μοτοσικλέτα του θύματος ανατράπηκε στο οδόστρωμα και σύρθηκε προς το αυτοκίνητο γι’ αυτό και οι ζημιές διαπιστώθηκαν στο κάτω μέρος του αυτοκινήτου. Δεν εντόπισαν ζημιές σε άλλο σημείο του αυτοκινήτου. Εάν η μοτοσικλέτα ήταν σε όρθια θέση κατά τη σύγκρουση, οι ζημιές θα ήταν διαφορετικές. Με το σύρσιμο της μοτοσικλέτας στο οδόστρωμα, λογικά σύρθηκε και το θύμα στην άσφαλτο. Σε ό,τι αφορά την αναπαράσταση που έγινε στις 27/12/2019, εξήγησε ότι, χρησιμοποίησαν αστυνομική μοτοσικλέτα με χαμηλό τιμόνι και μεγάλου κυβισμού, αλλά ήταν μεγαλύτερη σε όγκο από αυτή που οδηγούσε το θύμα. Σε διευκρίνιση, ο ΜΚ1 εξήγησε ότι, κατά την αναπαράσταση, διαπίστωσε πως ήταν σε θέση να αντιληφθεί την αστυνομική μοτοσικλέτα την τελευταία στιγμή, σχεδόν μπροστά ακριβώς από το περιπολικό που οδηγούσε και προσδιόρισε την απόσταση αυτή ως 3-4 μέτρα. Σε ό,τι αφορά το δρόμο εξήγησε ότι, αυτός έχει μία ελαφριά κλίση μέχρι το σημείο της κτιστής νησίδας και μετά τη νησίδα είναι ευθύς. Εξήγησε ότι, στον έλεγχο ορατότητας που έκανε, η ορατότητα με αναμμένα τα φώτα πορείας της αστυνομικής μοτοσικλέτας ήταν 110 μ. Υποστήριξε ότι, το θύμα κατευθυνόταν στη λωρίδα του χωρίς φώτα και δεν ήταν αντιληπτός, όμως ο Κατηγορούμενος τη στιγμή που προσπέρασε παραβίασε άσπρη συνεχή γραμμή. Σημείωσε ότι, από την οδό Αιγύπτου, απ’ όπου εξήλθε το θύμα, μέχρι το σημείο της κτιστής νησίδας στην οδό Ηλία Καννάουρου, η απόσταση είναι 125 μέτρα περίπου. Δεν υπολόγισε σε ποιό σημείο ήταν ο Κατηγορούμενος όταν η μοτοσικλέτα εξήλθε από την οδό Αιγύπτου, γιατί για τον ίδιο ήταν δεδομένο ότι, το θύμα δεν ήταν ορατό από οποιοδήποτε σημείο, όμως θεωρεί, σύμφωνα με τα οπτικά πλάνα που εξασφαλίστηκαν ότι, την ώρα που επιχειρήθηκε το προσπέρασμα από τον Κατηγορούμενο, το θύμα ήταν ήδη εντός της οδού Ηλία Καννάουρου. Συμφώνησε ότι, υποκειμενικά για τον Κατηγορούμενο, ο δρόμος πριν αποφασίσει να προσπεράσει αλλά και τη στιγμή που προσπερνούσε ήταν καθαρός. Ο ΜΚ1 εξήγησε ότι, η μοτοσικλέτα σύρθηκε για 7 μέτρα μέχρι τη σύγκρουση, όπως αυτό διαφαίνεται από την έναρξη εκδορών της μοτοσικλέτας στο οδόστρωμα. 0.70 εκ πριν το τέλος του ίχνους τροχοπέδησης, εξήγησε ότι, άρχισε η πτώση της μοτοσικλέτας και κάποιο σημείο από το πίσω μέρος της μοτοσικλέτας τρίφτηκε στην άσφαλτο και έπειτα ανατράπηκε. Ο ΜΚ1 εξήγησε ότι, δεν υπολογίστηκε οποιοσδήποτε χρόνος αντίδρασης από πλευράς του Κατηγορούμενου, γιατί δεν υπήρχε χρόνος αντίδρασης ενόψει του ότι, ο Κατηγορούμενος δεν μπορούσε να αντιληφθεί το θύμα. Συμφώνησε ότι, αν και ο μέσος χρόνος αντίδρασης (thinking distance) είναι 1.5", ο χρόνος που χρειάζεται ένας οδηγός για να πάρει απόφαση να στρίψει ή να σταθμεύσει είναι διαφορετικός από αυτόν που χρειάζεται ο οδηγός όταν αντιλαμβάνεται έναν κίνδυνο στο δρόμο και απαιτείται ενέργεια αποφυγής του.

 

16.  Σε ό,τι αφορά τα οπτικά πλάνα των κλειστών κυκλωμάτων ασφαλείας, εξήγησε ότι, το θύμα έλαβε ανατολική κατεύθυνση από την έξοδο από την οδό Αιγύπτου. Στο αρχείο Μ.Μ.2. του Τεκμηρίου 9 που λήφθηκαν πλάνα από το φαρμακείο με την επωνυμία Λεωνίδας Μαρνέρος, ανέφερε ότι, στο 00:38:52 φαίνεται στα πλάνα η μοτοσικλέτα, στο 00:38:56 εισέρχεται στην οδό Ηλία Καννάουρου και στο 00:39:05 φαίνεται η σύγκρουση όπως επίσης και το αυτοκίνητο του οδηγού του άλλου οχήματος, το οποίο προσπέρασε ο Κατηγορούμενος και σταμάτησε πριν τη σύγκρουση.

 

17.  Στο αρχείο Μ.Μ.3. του Τεκμηρίου 9 προβλήθηκε το αρχείο με διακριτικά ch11…3032 που καταγράφηκε από το κλειστό κύκλωμα ασφαλείας του περιπτέρου YPSONAS KIOSK και κατέγραψε το σημείο που το αυτοκίνητο του Κατηγορούμενου προσπερνά το προπορευόμενο του όχημα στο σημείο 00:30:33. Στο σημείο αυτό συμφώνησε ο ΜΚ1 με τη θέση του ευπαίδευτου συνηγόρου Υπεράσπισης ότι, ο Κατηγορούμενος είχε πράξει αυτό που είχε ήδη προ-αποφασίσει, ήτοι να προσπεράσει το προπορευόμενο του όχημα. Η θέση του ΜΚ1 είναι ότι, τη στιγμή που ο Κατηγορούμενος προσπερνά το προπορευόμενο όχημα, η μοτοσικλέτα του θύματος ήταν εντός της οδού Ηλία Καννάουρου. Υποστήριξε ότι, από το σημείο που ο Κατηγορούμενος ήταν δεξιά του άσπρου αυτοκινήτου (που προσπερνούσε) παρήλθε 1" μέχρι το σημείο σύγκρουσης. Συμφώνησε ότι, η απόφαση του Κατηγορούμενου να προσπεράσει το προπορευόμενο όχημα ήταν ειλημμένη απόφαση, η οποία χρειάζεται μεγαλύτερο χρόνο από την αντίδραση σε αποφυγή κινδύνου που συνήθως είναι 1.5".

 

18.  Ο ΜΚ1 ανέφερε ότι, κατά τον έλεγχο ορατότητας, το περιπολικό όχημα από το σημείο που εξήλθε δεξιότερα μέχρι το σημείο σύγκρουσης διένυσε 45 μέτρα και η αστυνομική μοτοσικλέτα από την έξοδο της οδού Αιγύπτου μέχρι το σημείο σύγκρουσης διένυσε 65 μέτρα. Με ταχύτητα 50 ΧΑΩ που ήταν αυτή του Κατηγορούμενου, η οποία καλύπτει 13.88 μέτρα ανά δευτερόλεπτο, χρειαζόταν χρόνος 3.6" για να φθάσει μέχρι το σημείο σύγκρουσης. Από την άλλη, το θύμα είχε ήδη καλύψει περισσότερα δευτερόλεπτα για να φθάσει μέχρι το σημείο σύγκρουσης, χωρίς να είναι γνωστή η ταχύτητα του θύματος.

 

19.  Ο ΜΚ1 επέμεινε σε όλη την αντεξέταση του ότι, το θύμα, τη στιγμή που ο Κατηγορούμενος αποφάσισε να προσπεράσει, ήταν ήδη εντός της οδού Ηλία Καννάουρου, όπως αυτό διαφαίνεται από το πλάνο του αρχείου Μ.Μ.2. του Τεκμηρίου 9. Στο 00:39:03 γίνεται η σύγκρουση, εξήγησε, και από το 00:38:56 που εξήλθε της οδού Αιγύπτου, μέχρι το 00:39:03 παρήλθαν 7" σε ευθεία πορεία του θύματος εντός της οδού Ηλία Καννάουρου. Το όχημα του τρίτου οδηγού, που προσπέρασε ο Κατηγορούμενος σταμάτησε ακριβώς με τη σύγκρουση και σε συνδυασμό με το αρχείο Μ.Μ.3. είναι η θέση του ότι, ο Κατηγορούμενος από τη στιγμή που έδειξε την πρόθεση του να προσπεράσει παρήλθαν 1"-2" μέχρι και τη σύγκρουση.

 

20.  Σε υποβολή του ευπαίδευτου συνηγόρου Υπεράσπισης, ο ΜΚ1 συμφώνησε ότι, η σύγκρουση των δύο ενεχόμενων οχημάτων ήταν αναπόφευκτη και η μοτοσικλέτα του θύματος δεν ήταν ορατή, είτε ήταν ήδη εντός της οδού Ηλία Καννάουρου κατά την ώρα που ο Κατηγορούμενος αποφάσισε να προσπεράσει είτε ήταν ακόμη εντός της οδού Αιγύπτου. Υποκειμενικά, ανέφερε, για τον Κατηγορούμενο ήταν ή φάνταζε να ήταν καθαρός ο δρόμος, επικρατούσε σκοτάδι, υπήρχε άσπρη συνεχής γραμμή και γι’ αυτό ο Κατηγορούμενος έπρεπε να είναι προσεκτικός.

 

21.  Στο στάδιο της επανεξέτασης, προβλήθηκε το αρχείο Μ.Μ.1. και ο ΜΚ1 υπέδειξε ότι, στο σημείο 00:42:52 η μοτοσικλέτα του θύματος ήταν σε όρθια θέση και ακολούθως το θύμα έπεσε στο δρόμο και έγινε η σύγκρουση.

 

MK2

 

22.  O MK2 αναγνώρισε και υιοθέτησε την γραπτή του κατάθεση ως μέρος της κυρίως εξέτασης του (Τεκμήριο 10), ανέφερε δε ότι, κατά τον επίδικο χρόνο υπηρετούσε στην Τροχαία Λεμεσού, στον Κλάδο Διερεύνησης Τροχαίων Δυστυχημάτων. Παρακολούθησε το traffic course στην Α.Α.Κ. και είναι αστυνομικός φωτογράφος και χειριστής συσκευών προκαταρκτικού και τελικού ελέγχου αλκοόλης. Αναγνώρισε το πρόχειρο σχέδιο της σκηνής του δυστυχήματος (Τεκμήριο 6), το σχέδιο επί κλίμακας 1:250 (Τεκμήριο 7), τα οποία ετοίμασε ο ίδιος και τις φωτογραφίες του Τεκμηρίου 8, τις όποιες όπως εξήγησε έλαβε τόσο κατά τη διάρκεια της νύκτας, όσο και κατά τη διάρκεια της ημέρας. Με βάση την γραπτή του κατάθεση, μετέβηκε στη σκηνή στις 01:00, αφότου λήφθηκε πληροφορία μέσω τηλεφώνου στις 00:45 ότι, στην οδό Ηλία Καννάουρου υπήρχε σοβαρό τροχαίο δυστύχημα. Κατά την άφιξη του στη σκηνή, εντόπισε τα ενεχόμενα οχήματα στις τελικές τους θέσεις. Το θύμα είχε ήδη μεταφερθεί με ασθενοφόρο στο Γ.Ν. Λεμεσού πριν την άφιξη του στο μέρος. Στη σκηνή του δυστυχήματος υπέβαλε τον Κατηγορούμενο σε προκαταρκτικό έλεγχο αλκοόλης με ένδειξη 15mg%. Αφού κλήθηκε ο ΜΚ1, ο οποίος προσήλθε στη σκηνή του δυστυχήματος και ανέλαβε τη διερεύνηση του δυστυχήματος, με την βοήθειά του έλαβε μετρήσεις και ετοίμασε το πρόχειρο σχέδιο του δυστυχήματος στην παρουσία του Κατηγορούμενου. Έλαβε φωτογραφίες της σκηνής του δυστυχήματος μεταξύ των ωρών 04:22-04:35 και 06:40-06:48 και ακολούθως μεταξύ των ωρών 09:38-09:42 φωτογράφισε το αυτοκίνητο με αρ. εγγραφής [  ] που οδηγούσε τρίτο πρόσωπο με συνοδηγό την ΜΚ3. Στις 27/12/2019 και ώρα 21:00 μετέβηκε με τον ΜΚ1 στο μέρος για να προβεί σε έλεγχο ορατότητας. Αφού τοποθέτησαν όχημα σε σημείο μετά που τελειώνει η κτιστή νησίδα συμφώνως της πορείας που είχε το αυτοκίνητο με αρ. εγγραφής [  ] το οποίο οδηγούσε ο Α.Π. και το οποίο είχε προσπεράσει ο Κατηγορούμενος, εισήλθαν στη δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας (αντίθετο ρεύμα) με παρόμοιου τύπου αυτοκίνητο και από απέναντι τοποθετήθηκε αστυνομική μοτοσικλέτα με σβηστά φώτα πορείας συμφώνως της πορείας της ενεχόμενης μοτοσικλέτας. Ο ΜΚ2 αναφέρει ότι, τόσο η αστυνομική μοτοσικλέτα, όσο και ο οδηγός της δεν ήταν ορατοί, παρά το ότι είχαν θέσει σε λειτουργία τα χαμηλά και ψηλά φώτα της πορείας του αυτοκινήτου που οδηγείτο από τον ΜΚ1. Η αστυνομική μοτοσικλέτα ήταν αντιληπτή μόνο σε πάρα πολύ κοντινή απόσταση. Με αναμμένα τα φώτα πορείας της η αστυνομική μοτοσικλέτα ήταν αντιληπτή σε απόσταση πέραν των 100 μέτρων.

 

23.  Αντεξεταζόμενος, ο ΜΚ2 υποστήριξε ότι, εργάστηκε ως εξεταστής ατυχημάτων για 16 χρόνια και δεν έτυχε οποιασδήποτε εκπαίδευσης για την αναπαράσταση τροχαίων ατυχημάτων. Εξήγησε ότι, τα ευρήματα επί του σχεδίου προσδιορίστηκαν από τον εξεταστή της υπόθεσης, ΜΚ1. Σε ό,τι αφορά το σημείο Β2 που εντοπίζεται κάτω από το ίχνος τροχοπέδησης (Β1), εξήγησε ότι, αυτό διαγράφεται από τη στιγμή που άγγιξε κάποιο εξάρτημα της μοτοσικλέτας χαμηλά στην άσφαλτο και άρχισε να πέφτει η μοτοσικλέτα. Υποστήριξε ότι, η απόσταση από το σημείο που ξεκινά να διακρίνεται η εκδορά μέχρι το σημείο σύγκρουσης είναι 8 μέτρα. Τέθηκαν ενώπιον του οι φωτογραφίες 27 και 80 που δείχνουν το μπροστινό μέρος του αυτοκινήτου και υποστήριξε ότι, οι ζημιές που διακρίνονται σε αυτό είναι τελείως χαμηλά, κάτω από τον μπροστινό προφυλακτήρα, που υποδηλώνει ότι, κάποιο αντικείμενο κτυπήθηκε στο συγκεκριμένο σημείο για να φανεί η εν λόγω ζημιά. Συμφώνησε ότι, οι ζημιές, υποδηλώνουν ότι, η μοτοσικλέτα συρόταν πριν τη σύγκρουση με το αυτοκίνητο.

 

24.  Σε ό,τι αφορά την αναπαράσταση που έκανε με τον ΜΚ1 για τον έλεγχο ορατότητας, εξήγησε ότι, η αστυνομική μοτοσικλέτα που χρησιμοποιήθηκε είναι πιο μεγάλη και ογκώδης. Εξήγησε ότι, η αστυνομική μοτοσικλέτα ήταν σε ευθεία πορεία, όχι γερμένη και ήταν ορατή σε κοντινή απόσταση 4-5 μέτρων από το περιπολικό όχημα.

 

25.  Συμφώνησε με τον ευπαίδευτο συνήγορο υπεράσπισης ότι, μία μοτοσικλέτα η οποία είναι γερμένη στην άσφαλτο χωρίς φωτισμό είναι πιο δύσκολο να γίνει αντιληπτή από έναν οδηγό, εν αντιθέσει μίας μοτοσικλέτας που βρίσκεται σε όρθια στάση.

 

ΜΚ3

 

26.  Η ΜΚ3 αναγνώρισε και υιοθέτησε την γραπτή της κατάθεση, ως μέρος της κυρίως εξέτασης της, εκτός από τις 3 τελευταίες γραμμές στην 1η σελίδα της εν λόγω κατάθεσης, ότι δηλαδή, ο οδηγός του οχήματος στο οποίο επέβαινε, ο Α.Π., σταμάτησε το αυτοκίνητο του αμέσως μετά τη σύγκρουση στο νότιο παγκέτο του δρόμου και κατέβηκαν κάτω. Στην δια ζώσης κυρίως εξέτασή της ανέφερε ότι, αυτοί σταμάτησαν σε σημείο πριν από τη σύγκρουση. Σύμφωνα με την γραπτή της κατάθεση, το όχημα στο οποίο επέβαινε εξήλθε του φούρνου ΖΟΡΠΑΣ με κατεύθυνση τον Ύψωνα. Στο αυτοκίνητο συζητούσε με τον οδηγό, Α.Π. και το αυτοκίνητο είχε κανονική προς χαμηλή ταχύτητα 30-35 ΧΑΩ. Ενώ οδηγούσαν, ξαφνικά ένα αυτοκίνητο τους προσπέρασε από τα δεξιά και εισήλθε στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας. Μπαίνοντας στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας, κτύπησε μία μοτοσικλέτα η οποία ερχόταν εξ αντιθέτου εντός της λωρίδας κυκλοφορίας της. Η σύγκρουση υπολογίζει ότι, έγινε 1-2 λεπτά μετά την έξοδο τους από τον φούρνο ΖΟΡΠΑ. Αμέσως μετά τη σύγκρουση, το θύμα εκτινάχθηκε στο νότιο μέρος του δρόμου και ήταν αρκετά τραυματισμένος, ενώ ο οδηγός του αυτοκινήτου που τον κτύπησε προχώρησε λίγο και στάθμευσε εκτός του δρόμου. Το θύμα δεν φορούσε κράνος και τα φώτα πορείας της μοτοσικλέτας δεν ήταν αναμμένα. Στις 00:44 κάλεσε ασθενοφόρο και ακολούθως είδε τον Κατηγορούμενο και άρχισε να του φωνάζει για το τι έκανε, εκείνος έτρεμε και φώναζε συγνώμη και ήταν πολύ σοκαρισμένος.

 

27.  Σε ερώτηση του ευπαίδευτου συνηγόρου της Κατηγορούσας Αρχής πότε είδε τη μοτοσικλέτα, εξήγησε ότι, την αντιλήφθηκε λίγο πριν τη σύγκρουση, όταν κτύπησαν τα φώτα του οχήματος που τους προσπέρασε πάνω τους. Η μοτοσικλέτα ήταν όρθια στο δρόμο όταν την αντιλήφθηκε.

 

28.  Αντεξεταζόμενη, εξήγησε ότι, όταν αντιλήφθηκε την μοτοσικλέτα, το αυτοκίνητο του Κατηγορούμενου ήταν στη δεξιά λωρίδα του δρόμου λίγο πιο μπροστά από το όχημα στο οποίο επέβαινε ως συνοδηγός. Αυτό έγινε σε ελάχιστα δευτερόλεπτα, κτύπησαν τα φώτα και μετά έγινε η σύγκρουση, όπως υποστήριξε. Ανέφερε ότι, όταν είδε τη μοτοσικλέτα όρθια ήταν σε πολύ κοντινή απόσταση, αλλά δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει την απόσταση. Το συμβάν, όπως ανέφερε, εκτυλίχθηκε σε δευτερόλεπτα, πρώτα είδε τη μοτοσικλέτα και αμέσως μετά έγινε η σύγκρουση. Υποστήριξε ότι, όταν έγινε η σύγκρουση, η μοτοσικλέτα έπεσε και σε υποβολή του ευπαίδευτου συνηγόρου της Υπεράσπισης, αναφορικά με τη θέση της μοτοσικλέτας αμέσως πριν τη σύγκρουση, εξήγησε ότι, δεν την είδε να σέρνεται στην άσφαλτο. Όταν την αντιλήφθηκε, ήταν σε όρθια θέση. Υποστήριξε ότι, την ώρα που γινόταν το προσπέρασμα ο οδηγός του οχήματος στο οποίο επέβαινε ελάττωσε ταχύτητα, λίγο πριν τη σύγκρουση είδε το θύμα και σταμάτησαν. Υποστήριξε ότι, το όχημα στο οποίο επέβαινε εκινείτο με χαμηλή ταχύτητα πέριξ των 30-35 ΧΑΩ. Συμφώνησε ότι, ελάττωσε ακόμη περισσότερο ταχύτητα όταν προσπερνούσε το αυτοκίνητο του Κατηγορούμενου. Σε άλλη ερώτηση του συνηγόρου της Υπεράσπισης κατά πόσον υπήρχε τροχαία κίνηση, υποστήριξε ότι, ο δρόμος ήταν άδειος.

 

[VI]  Αγορεύσεις Συνηγόρων

 

29.  Οι συνήγοροι των µερών κατέθεσαν αμφότεροι γραπτές αγορεύσεις ενώπιον του Δικαστηρίου (Έγγραφο Α και Έγγραφο Β αντίστοιχα). Εξέτασα µε προσοχή τα όσα ανέφεραν στις αγορεύσεις τους, έχοντας συνεχώς κατά νουν ότι, πρόκειται για ποινική υπόθεση και το βάρος απόδειξης το φέρει η Κατηγορούσα Αρχή για να αποδείξει, πέραν πάσης λογικής αµφιβολίας, την ενοχή του Κατηγορούµενου στην κατηγορία που αντιµετωπίζει. Θα αναφερθώ στις τοποθετήσεις των µερών εκεί που κρίνεται αναγκαίο, έχοντας κατά νουν ότι, δεν υπάρχει υποχρέωση απάντησης σε κάθε επουσιώδες, εγειρόµενο επιχείρηµα [βλ. κατ’ αναλογία, Οδυσσέα ν. Αστυνοµίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 490, 495] ή καθήκον ενασχόλησης µε κάθε στοιχείο µαρτυρίας ή πιθανότητας που προβάλλεται και κρίνεται στην ολότητα της µαρτυρίας ως αντικειµενικά απίθανη ή παράλογη [βλ. κατ’ αναλογία, Τιµοθέου ν. Αστυνοµίας (2012) 2 Α.Α.∆. 671, 686]. Είναι, πιστεύω, αυτονόητο, πως εάν η προσέγγιση τούτη ήταν διαφορετική, θα καλείτο το Δικαστήριο να εξετάσει πιθανότητες ή θεωρίες, ως προς τα συµβάντα που δεν θα µπορούσαν ευλόγως να εξαχθούν από τη µαρτυρία, κάτι που αφίσταται του δικαστικού έργου [βλ. κατ’ αναλογία, Ιωάννου κ.α. ν. Δηµοκρατίας (2001) 2 Α.Α.∆. 195, 224].

 

 

[VII]    Αξιολόγηση Μαρτυρίας

 

30.  Είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω τους τρεις μάρτυρες μέσα στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης, να δίνουν δια ζώσης τη μαρτυρία τους από το εδώλιο του μάρτυρα και άκουσα με προσοχή τα όσα κατέθεσαν ενόρκως, παρακολούθησα τις αντιδράσεις, τη στάση, αλλά και συμπεριφορά τους στον τρόπο που απαντούσαν, τη νευρικότητα ή την επιφυλακτικότητά τους ή την ιδιοσυγκρασία που εκδήλωναν, παράγοντες που σύμφωνα με τη νομολογία έχουν ιδιαίτερη σπουδαιότητα κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας, χωρίς βεβαίως να παραγνωρίζω ότι, τα πιο πάνω στοιχεία μπορούν να προσδώσουν θετικότητα στη μαρτυρία ενός μάρτυρα, αλλά δεν μπορούν να αποτελέσουν τον αποκλειστικό λόγο για την αποδοχή της μαρτυρίας του [Χρίστου ν. Khoreva (2002) 1 ΑΑΔ 454, C&A Pelecanos Associates LTD v. Ανδρέα Πελεκάνου (1999) 1 ΑΑΔ 1273]. Έλαβα υπόψη μου στην αξιολόγηση της μαρτυρίας τους, τη συνολική εμφάνιση και συμπεριφορά τους, με δείκτη μεταξύ άλλων την πηγή της γνώσης τους, τη μνήμη τους, την ύπαρξη προσωπικού συμφέροντος ή τυχόν προκατάληψη, την ανιδιοτέλεια, την ακεραιότητα και την αληθοφάνεια όσων κατέθεταν [Αθανασίου ν. Κουνούνη (1997) 1 ΑΑΔ 614]. Περαιτέρω, το περιεχόμενο της μαρτυρίας τους συσχετίστηκε και συγκρίθηκε με το υπόλοιπο μαρτυρικό υλικό, έτσι ώστε να αξιολογηθεί η αξιοπιστία τους [Ευαγγέλου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ 371].

 

31.  Κατά την αξιολόγηση της αξιοπιστίας τους, έλαβα επίσης υπόψη μου ότι, με βάση τη νομολογία είναι ανάγκη μια μαρτυρία να τίθεται στη βάσανο της αξιολόγησης από απόψεως περιεχομένου και να μην γίνεται αποδεκτή ή να απορρίπτεται με μόνο την εξωτερική εντύπωση που προκαλεί ο μάρτυρας [Γεώργιος & Σπύρος Τσαππή Λτδ v. Πολυβίου (2009) 1 ΑΑΔ 339]. Επιπροσθέτως, αξιολογώντας τη μαρτυρία, υπενθύμισα στον εαυτό μου ότι, ακόμη και απόρριψη κάποιων εκδοχών αυτής, δεν σημαίνει αναγκαστικά και την μη αποδοχή της, εφόσον το Δικαστήριο έχει την ευχέρεια να βασιστεί σε μέρος της μαρτυρίας ενός μάρτυρα, η οποία συγκεντρώνει τα απαραίτητα στοιχεία αξιοπιστίας, στην απουσία ισχυρών λόγων περί του αντιθέτου [Σάββα Γεώργιος ν. Aστυνομίας (1998) 2 ΑΑΔ 391; Evpalia Trading Ltd ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ 162]. Περαιτέρω, είχα υπόψιν μου κατά την αξιολόγηση ότι, επουσιώδεις αντιφάσεις στη μαρτυρία δεν κλονίζουν την αξιοπιστία μάρτυρα [Κυπριανού Κύπρος ν. Αστυνομίας (2008) 2 ΑΑΔ 816; Muskita Aluminium Industries Ltd και Άλλοι ν. Alsako Aluminium Ltd και Άλλων (Aρ. 2) (2009) 1 ΑΑΔ 1481] και αντιφάσεις που αφορούν μικρολεπτομέρειες, όχι μόνο δεν αποδυναμώνουν μια μαρτυρία που γενικά έχει κριθεί ως αξιόπιστη, αλλά αντίθετα την ενδυναμώνουν [Akil Mohammed Jaber ν. Αστυνομίας (2009) 2 ΑΑΔ 148].

 

32.  Έχω επίσης υπόψη μου ότι, στην περίπτωση που ένας μάρτυρας δεν αντεξετασθεί επί όλων των ουσιαστικών γεγονότων τα οποία αμφισβητούνται, το Δικαστήριο θεωρεί -και το εκλαμβάνει- ότι, η μαρτυρία του δεν αμφισβητήθηκε [Frederickou Schools Co. Ltd κ.ά. ν. Acuac Inc. (2002) 1 ΑΑΔ 1527]. Σχετική, επίσης, είναι η απόφαση Πιριλλίδη ν. Δήμου Λεμεσού Ποινική Έφεση Αρ. 331/2015, ημερ. 11.12.2017, όπου επαναλήφθηκε η αρχή πως, η παράλειψη αντεξέτασης γενικά θεωρείται ως αποδοχή της εκδοχής που θέτει ο μάρτυρας.

 

33.  Επιπλέον, είναι καλά νομολογημένο ότι, η υπεράσπιση οφείλει να θέσει τα ζητήματα που έχει κατά νου στους μάρτυρες κατηγορίας, ώστε να έχουν τη δυνατότητα να απαντήσουν δεόντως [Pal Tekinder κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 551]. Οι υποβολές όμως των συνηγόρων από μόνες τους δεν έχουν καμιά αποδεικτική αξία και αν δεν προσαχθεί αργότερα αντίστοιχη μαρτυρία παραμένουν απλώς μετέωροι ισχυρισμοί [Ησαΐας Ιωαννίδης ν. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 640].

 

34.  Όσον αφορά τους µη εµπειρογνώµονες αστυνοµικούς σηµειώνεται ότι, σύµφωνα µε την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Ανδρέου ν. Αστυνοµίας Ποινική Έφεση 209/2020, ηµεροµηνίας 20/7/2021, αστυνοµικός µπορεί να προβεί σε διαπιστώσεις ως αποτέλεσµα παρατηρήσεών του στη σκηνή, µε υπόβαθρο την εµπειρία του στην εξέταση τροχαίων συγκρούσεων, χωρίς να χρειάζεται να είναι πραγµατογνώµονας.

 

35.  Σε υποθέσεις τροχαίων δυστυχηµάτων, η πραγµατική µαρτυρία έχει ιδιαίτερη σηµασία. Παρέχει αντικειµενικό οδηγό για τη διαπίστωση της ροής των γεγονότων, για την κρίση τόσο της αξιοπιστίας και της αξιολόγησης διϊστάµενων εκδοχών, όσο και της ακρίβειας της µαρτυρίας για τις συνθήκες του δυστυχήµατος [Ευαγγέλου ν. Γιαννακού (1992) 1Β ΑΑΔ 1243, 1246; Ιωαννίδου ν. Γιαννή (1990) 1Β ΑΑΔ 213, 216]. Αποτελεί αντικειμενικό οδηγό για τον έλεγχο των λεπτοµερειών της µαρτυρίας [Conway v. Ηλία (2003) 1Α ΑΑΔ 540, 546], σε θέµατα στα οποία οι άµεσα αναµεµειγµένοι εύκολα µπορεί να κάµουν λάθος, όπως, οι αποστάσεις και ο χρόνος που µεσολαβεί µεταξύ των διαδραµατιζοµένων [Ιωαννίδου, ανωτέρω και την πρόσφατη απόφαση Χαραλάμπους ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 153/23, ημερ. 29.2.2024] και γενικά βοηθά στην καλύτερη κατανόηση των συνθηκών ενός δυστυχήματος και στην εξαγωγή λογικών συμπερασμάτων [Νικήτα ν. Κ.Ο.Τ. (2003) 1 Α.Α.Δ. 344]. Η σημασία της ποικίλλει αναλόγως του βαθμού κατά τον οποίο διαφωτίζει σε σχέση με τα ουσιώδη γεγονότα [Κονναρή ν. Κυριάκου (1996) 2(Α) Α.Α.Δ. 267].

 

36.  Παραθέτω πιο κάτω, απόσπασµα από την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Χατζηελευθερίου v. Κανάρη, Πολιτική Έφεση 233/2014, ηµερ. 27/6/2022, σε σχέση µε την χρησιµότητα της πραγµατικής µαρτυρίας σε υποθέσεις οδικών δυστυχηµάτων, η οποία επιβεβαιώνεται και από την πιο πρόσφατη απόφαση Χαραλάμπους ν. Αστυνομία (ανωτέρω):

 

«[…] Είναι αυτονόητο ότι η σηµασία της ποικίλει ανάλογα µε το βαθµό στον οποίο διαφωτίζει ως προς τα ουσιώδη γεγονότα. Αν η πραγµατική µαρτυρία είναι ουδέτερη ως προς τις συνθήκες του δυστυχήµατος, δεν µπορεί, όπως επεσηµάνθηκε στην υπόθεση Ευαγγέλου ν. Γιαννακού (1992) 1 Α.Α.Δ. 1243, να βοηθήσει ουσιωδώς στην αξιολόγηση της µαρτυρίας για τα γεγονότα που περιστοιχίζουν το δυστύχηµα. Το ακόλουθο απόσπασµα από την υπόθεση Μιλτιάδης Φιντανάκης ν. Αστυνοµίας, (2014) 2 (Β) ΑΑΔ, 695 είναι σχετικό: «Η πραγµατική µαρτυρία, συνιστάµενη από αναµφισβήτητα στοιχεία απόδειξης, µεταφέρει κατά τρόπο αντικειµενικό, επιδεχόµενη, έτσι, και την ελάχιστη ερµηνεία, την εικόνα στη σκηνή, αποκαλυπτική της φάσης η οποία έχει εξελιχτεί και η οποία έχει καταλήξει στη σύγκρουση των ενεχοµένων οχηµάτων, εφόσον πρόκειται για τροχαίο δυστύχηµα. Η ποιότητά της ως µαρτυρία είναι δυνατό να επισκιάσει κάθε άλλη µαρτυρία, η οποία είναι αντίθετη από αυτή, οδηγώντας, συγχρόνως, στη µη αποδοχή της, (βλ. Knell ν. Αστυνοµίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 51 και την εκτενή νοµολογία επί του ιδίου θέµατος που αναφέρεται σ' αυτή).»

 

37.         Το συμμετρικό σχέδιο της σκηνής του δυστυχήματος (Τεκμήριο 7) και τα όσα καταγράφονται σ’ αυτό, σε συνάρτηση με τις φωτογραφίες της σκηνής του δυστυχήματος (Τεκμήριο 8) και τα βίντεο που εξασφαλίστηκαν από κλειστά κυκλώματα ασφαλείας (Τεκμήριο 9), αποτελούν την πραγματική μαρτυρία που έχει ενώπιον του το Δικαστήριο στην παρούσα υπόθεση, συναποτελούν δε στοιχείο κρίσης της αξιοπιστίας των μαρτύρων και ελέγχου των λεπτομερειών αυτής. Συνιστούν περαιτέρω σταθερό οδηγό, για τον καθορισμό των γεγονότων που συνέτειναν στην πρόκληση του δυστυχήματος [Αντώνη Σωτηρίου ν. Αστυνομίας (2002) 2 ΑΑΔ 307; Θεοφάνους ν. Αστυνομίας (1990) 2 ΑΑΔ 160; Κονναρή ν. Κυριάκου (1996) 1 Α.Α.Δ 267; Κυριάκου ν. Δημητρίου (1997) 1Γ ΑΑΔ 1362; Α/φοί Παπαλαζάρου Λτδ ν. Σοφοκλή Μιχαήλ (1997) 1Γ ΑΑΔ 1388].

 

38.  Το πλήρες περιεχόμενο της μαρτυρίας βρίσκεται καταγεγραμμένο στα πρακτικά της υπόθεσης και μαζί με το περιεχόμενο των τεκμηρίων έχει μελετηθεί και λαμβάνεται υπόψη στο σύνολό του.

 

39.  Από την ενώπιον µου παρατεθείσα µαρτυρία κάποια ζητήµατα αποτέλεσαν κοινές θέσεις ή δεν αµφισβητήθηκαν. Τα έχω αναφέρει ήδη στην εισαγωγή της απόφασης µου, όπως επίσης και τα παραδεκτά γεγονότα.

 

40.  Οι μάρτυρες της Κατηγορούσας Αρχής, ήτοι ο εξεταστής της υπόθεσης (ΜΚ1), ο αστυνομικός που συμμετείχε στη διερεύνηση της υπόθεσης, ετοίμασε το πρόχειρο σχέδιο, το σχέδιο επί κλίμακας της σκηνής του δυστυχήματος και έλαβε φωτογραφίες από τη σκηνή του δυστυχήματος (ΜΚ2) και η αυτόπτης μάρτυρας (ΜΚ3), σε γενικές γραμμές μού έκαναν καλή εντύπωση, τους κρίνω όλους ως αξιόπιστους και η μαρτυρία τους γίνεται αποδεκτή από το Δικαστήριο.

 

41.  Τόσο ο ΜΚ1, όσο και ο ΜΚ2 απαντούσαν με ευθύτητα στις ερωτήσεις που τους τέθηκαν, δεν περιέπεσαν σε οποιαδήποτε ουσιαστική αντίφαση και δεν διέκρινα ότι, ήταν διατεθειμένοι να αλλοιώσουν ή να παραποιήσουν τα γεγονότα της υπόθεσης. Η κυρίως εξέταση αμφότερων των μαρτύρων κατηγορίας ήταν σχετικά σύντομη, ενώ κατά την αντεξέτασή τους δεν έγινε οποιαδήποτε προσπάθεια να κλονιστεί η αξιοπιστία τους μέσα από τις ερωτήσεις του ευπαίδευτου συνηγόρου υπεράσπισης. Από την όλη παρουσία των ΜΚ1 και ΜΚ2 στο εδώλιο του μάρτυρα, σχημάτισα την εντύπωση ότι, προσήλθαν στο Δικαστήριο για να καταθέσουν την αλήθεια, παραθέτοντας τα γεγονότα που περιήλθαν στην γνώση τους, μέσα από την εκτέλεση των καθηκόντων τους κατά τη διερεύνηση του θανατηφόρου δυστυχήματος και κρίνονται ως αξιόπιστοι μάρτυρες.

 

42.  Αυτό στο οποίο ουσιαστικά εστίασε ο κος Αντωνίου με τις ερωτήσεις του, τόσο στον ΜΚ1, όσο και στον ΜΚ2 ήταν να καταδείξει ότι, ο Κατηγορούμενος, όταν αναλάμβανε την απόφαση να προσπεράσει το προπορευόμενο όχημα, απόφαση που απαιτεί μεγαλύτερο χρόνο από αυτόν την αντίδρασης στην αποφυγή κινδύνου, το θύμα δεν ήταν ορατό. Με την εκδοχή αυτή του δικηγόρου υπεράσπισης, τόσο ο ΜΚ1, όσο και ο ΜΚ2 ουσιαστικά συμφώνησαν, εξηγώντας ότι, από την επιτόπια εξέταση ελέγχου ορατότητας στην οποία προέβησαν, η μοτοσικλέτα με σβηστά φώτα δεν ήταν ορατή, παρά μόνο όταν πλησίαζε κατά πολύ το περιπολικό όχημα και ήταν σε όρθια θέση (σε απόσταση 3-4 μέτρων εξήγησε ο ΜΚ1 και σε απόσταση 4-5 μέτρων ανέφερε ο ΜΚ2). Ο ευπαίδευτος συνήγορος του Κατηγορούμενου δεν αμφισβήτησε επί της ουσίας τα ευρήματα των ΜΚ1 και ΜΚ2, όπως εντοπίστηκαν στη σκηνή του δυστυχήματος και αποτυπώθηκαν στο σχέδιο επί κλίμακας (Τεκμήριο 7), εντούτοις αμφισβήτησε την θέση του ΜΚ1 ότι, τη στιγμή που ο Κατηγορούμενος αποφάσισε να προσπεράσει εκ δεξιών το προπορευόμενο όχημα, η μοτοσικλέτα του θύματος είχε ήδη εισέλθει εντός της οδού Ηλία Καννάουρου. Σε αυτό το σημείο, ο ΜΚ1 αναφέρθηκε στα οπτικά πλάνα που εξασφαλίστηκαν από τα τρία παρακείμενα υποστατικά κατά μήκος της οδού Ηλία Καννάουρου και στους χρόνους που εντοπίζονται τα ενεχόμενα οχήματα εντός των εν λόγω οπτικών πλάνων, όμως ήταν ειλικρινής ότι, δεν προέβη σε οποιαδήποτε ταύτιση και συγχρονισμό της ώρας που δείχνουν οι κάμερες ενός εκάστου υποστατικού, έτσι ώστε να εξασφαλίσει τους ακριβείς χρόνους που η μοτοσικλέτα του θύματος και το αυτοκίνητο του Κατηγορούμενου ευρίσκονταν εντός της λωρίδας κυκλοφορίας του θύματος. Η θέση του ΜΚ1 ήταν ότι, ανεξάρτητα από το σημείο στο οποίο ευρισκόταν η μοτοσικλέτα, τη στιγμή που ο Κατηγορούμενος αποφάσισε να προσπεράσει, σημασία είχε ότι, αυτή δεν ήταν ορατή, έτσι κι αλλιώς.

 

43.  Η μαρτυρία του ΜΚ2 ήταν σύντομη και παρουσιάζει αλληλουχία με την μαρτυρία που έδωσε ο ΜΚ1 σε ό,τι αφορά τα ευρήματα τους στη σκηνή, η μόνη δε απόκλιση ήταν στην απόσταση στην οποία άρχισε να αφήνει εκδορές η μοτοσικλέτα του θύματος. Στην αντεξέτασή του ο ΜΚ2 ανέφερε ότι, αυτή ήταν 8 μέτρα, ενώ ο ΜΚ1 ανέφερε ότι, αυτή ήταν 7 μέτρα, η απόκλιση όμως αυτή δεν κρίνεται ουσιώδης και δεν είναι δυνατή να κλονίσει την αξιοπιστία του ΜΚ2, ο οποίος έδιδε μαρτυρία στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης. Σε κάθε περίπτωση, η απόσταση αυτή αποτυπώνεται στο σχέδιο επί κλίμακας και παραμένει ως αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι, η απόσταση από το πρώτο σημείο που αποτυπώθηκε εκδορά στο οδόστρωμα από τη μοτοσικλέτα μέχρι τη σύγκρουση ήταν 7.1 μ. Ο ΜΚ2 υποστήριξε και αυτός ότι, ο Κατηγορούμενος δεν ήταν σε θέση να αντιληφθεί την παρουσία του θύματος εντός της εξ αντιθέτου λωρίδας κυκλοφορίας, καθ’ ότι, τα φώτα πορείας της μοτοσικλέτας του δεν ήταν αναμμένα.

 

44.  Η ΜΚ3 μου έδωσε την εντύπωση ότι, ήταν φορτισμένη που βρισκόταν στο εδώλιο του μάρτυρα, χωρίς όμως αυτό να υποδεικνύει ότι, ήρθε στο Δικαστήριο για να παραποιήσει την αλήθεια ή να αλλοιώσει τα γεγονότα. Δεν ανίχνευσα στη μαρτυρία της οποιοδήποτε ψήγμα ψέματος ή πρόθεσης επηρεασμού και παραπλάνησης του Δικαστηρίου. Η φόρτισή της δεν αφαιρεί από την αντικειμενικότητα της μαρτυρίας της και την αμεροληψία της ως αυτόπτη μάρτυρα του θανατηφόρου δυστυχήματος. Η φόρτισή της δεν ήταν αποτέλεσμα ιδιοτελών κινήτρων, αλλά όπως διαφάνηκε, από τη συνολική παρουσία της στο εδώλιο του μάρτυρα, ήταν η ευθύνη που ένιωθε προκειμένου να μεταφέρει στο Δικαστήριο τα όσα η ίδια έζησε κατά τον επίδικο τόπο και χρόνο. Η θέση της ότι, η μοτοσικλέτα ήταν όρθια όταν την αντιλήφθηκε εντός της εξ αντιθέτου λωρίδας κυκλοφορίας, σε συνδυασμό με το αναντίλεκτο γεγονός ότι, το αυτοκίνητο στο οποίο επέβαινε ως συνοδηγός ελάττωσε ταχύτητα και σταμάτησε πιο πίσω από τη σύγκρουση, πράγμα που διαπιστώνεται μέσα από τα οπτικά πλάνα (αρχείο Μ.Μ.2., Τεκμήριο 9) καταδεικνύει ότι, δεν ήταν σε θέση να δει ή να αντιληφθεί κατά πόσον η μοτοσικλέτα πριν τη σύγκρουση σύρθηκε στο οδόστρωμα, όμως αποδέχομαι ότι, πρόλαβε να δει την εξ αντιθέτου διερχόμενη μοτοσικλέτα και ήταν ορατή σε αυτήν. Περαιτέρω, αποδέχομαι τη θέση της ότι, τη στιγμή της σύγκρουσης τα μοναδικά οχήματα εντός της οδού ήταν τα ενεχόμενα και το όχημα στο οποίο η ίδια επέβαινε.

 

45.  Σε ό,τι αφορά το Τεκμήριο 5Α και το Τεκμήριο 5Β, που κατατέθηκαν από τον ΜΚ1 ως τεκμήρια στην κατοχή του, το πρόσωπο που έδωσε τις καταθέσεις Α.Π. δεν παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο και δεν δόθηκε οποιαδήποτε εξήγηση από την Κατηγορούσα Αρχή για τον λόγο που ο Α.Π. δεν προσέφερε μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου, παρά το γεγονός ότι, δόθηκαν οδηγίες για κλήτευσή του. Ως εκ τούτου, τα εν λόγω Τεκμήρια και το περιεχόμενό τους, το οποίο συνιστά εξ ακοής μαρτυρία, δεν λαμβάνεται υπόψη και δεν θα αξιολογηθεί από το Δικαστήριο για την εξαγωγή οποιωνδήποτε συμπερασμάτων.

 

46.  Όσον αφορά τον Κατηγορούμενο, αυτός άσκησε το δικαίωμα της σιωπής. Το δικαίωμα της σιωπής αποτελεί αναφαίρετο συνταγματικό δικαίωμα κάθε κατηγορούμενου[2] και δεν επιτρέπεται, όταν αυτό ασκείται, να εξάγει το Δικαστήριο οποιαδήποτε ενοχοποιητικά συμπεράσματα [Ψύλλας ν. Δημοκρατίας (2003) 2 ΑΑΔ 353; Δημοκρατία ν. Αβρααμίδου κ.ά. (2004) 2 ΑΑΔ 51].

 

47.  Σχετικά με την εκδοχή του Κατηγορούμενου, το Δικαστήριο μπορεί να αξιολογήσει το περιεχόμενο της ανακριτικής του κατάθεσης, η οποία κατατέθηκε στο Δικαστήριο (Τεκμήριο 3). Θεμελιακή επί του θέματος είναι η υπόθεση Χαράλαμπος Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας (1989) 2 ΑΑΔ 109, στην οποία υιοθετήθηκαν οι αρχές της αγγλικής υπόθεσης Findlay Duncan 73 Cnm. App R. 359. Στην Κωνσταντίνου (ανωτέρω) υποδείχθηκε ότι, κάθε μέρος της κατάθεσης του κατηγορούμενου που γίνεται δεκτό, αποτελεί αποδεκτή μαρτυρία για την αλήθεια των γεγονότων στα οποία αναφέρεται και όχι μόνο το μέρος εκείνο που συνιστά άμεσα ή έμμεσα παραδοχή του αδικήματος. Λέχθηκε επίσης πως, μπορεί να αποδοθεί μεγαλύτερη βαρύτητα στο μέρος εκείνο της κατάθεσης, το οποίο συνθέτει παραδοχή στο αδίκημα ή περιέχει δηλώσεις ενάντια στα συμφέροντα του κατηγορούμενου και μικρότερη βαρύτητα ή και απόρριψη κάποιων μερών της κατάθεσης, για τα οποία παρέχεται εξήγηση ή δικαιολογία για εκ πρώτης όψεως εγκληματικές πράξεις [Γαβριήλ ν. Δημοκρατίας (2009) 2 ΑΑΔ 693; Σταματίου ν. Αστυνομίας, Ποιν.Έφ.163/2018, ημερ.11/03/2020]. Στην εν λόγω υπόθεση εξηγήθηκε επίσης ότι, το βάρος το οποίο θα αποδοθεί στα διάφορα μέρη της κατάθεσης ενός κατηγορούμενου, αφήνεται στη διακριτική ευχέρεια των κριτών των γεγονότων της υπόθεσης.

 

48.  Το Δικαστήριο δεν είχε την ευκαιρία να ακούσει την εκδοχή του Κατηγορούμενου στην ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης, αυτό όμως επουδενί συνιστά επιβαρυντικό παράγοντα για τον Κατηγορούμενο.

 

49.         Η θέση του Κατηγορούμενου μέσα από την γραπτή του ανακριτική κατάθεση είναι ότι, στις 18/12/2019 και περί ώρα 00:40, οδηγούσε στην οδό Ηλία Καννάουρου με δυτική κατεύθυνση προς τον Ύψωνα, τηρώντας ταχύτητα γύρω στα 50 ΧΑΩ με αναμμένα φώτα πορείας στην κανονική στάση. Από το σημείο που βρίσκεται ο φούρνος ΖΟΡΠΑ εξήλθε ένα αυτοκίνητο εντός της λωρίδας κυκλοφορίας του, το οποίο οδηγούσε με πολύ χαμηλή ταχύτητα και με αναμμένα τα φώτα πορείας του. Ακολουθούσε το προπορευόμενο του όχημα σε απόσταση περίπου ενός αυτοκινήτου Σε κάποιο σημείο του δρόμου, αφού είδε ότι, από απέναντι δεν ερχόταν κάποιο όχημα, εισήλθε στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας για να προσπεράσει το προπορευόμενο όχημα. Μόλις μπήκε στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας με ταχύτητα 50 ΧΑΩ είδε ξαφνικά μπροστά του να έρχεται προς το μέρος του μία μοτοσικλέτα γυρτή μέσα στο δρόμο μαζί με τον οδηγό της. Σύμφωνα με την μαρτυρία του, δεν πρόλαβε να αντιδράσει καθόλου, γιατί η μεταξύ τους απόσταση ήταν στο ένα μέτρο με αποτέλεσμα η μοτοσικλέτα με τον οδηγό της να κτυπήσουν κάτω από το αυτοκίνητο του. Μέσα από την κατάθεση του υποστήριξε ότι, το όχημα που προσπέρασε το είδε σταθμευμένο στην νότια πλευρά του δρόμου πριν το σημείο σύγκρουσης.

 

50.         Μέσα από την κατάθεση του Κατηγορούμενου σε συνάρτηση με την μαρτυρία της ΜΚ3 ότι, είχε αντιληφθεί το θύμα και τη μοτοσικλέτα του εντός της εξ αντιθέτου λωρίδας κυκλοφορίας σε όρθια θέση, διαφαίνεται ότι, η μοτοσικλέτα του θύματος είχε διανύσει σημαντική απόσταση εξερχόμενος από την οδό Αιγύπτου και βρισκόταν σε κοντινή απόσταση από το προπορευόμενο όχημα του Α.Π. όταν ο Κατηγορούμενος εισήλθε στην λωρίδα κυκλοφορίας του μοτοσικλετιστή.

 

51.  Σύμφωνα με το σχέδιο επί κλίμακας της σκηνής του δυστυχήματος (Τεκμήριο 7), το ίχνος τροχοπέδησης της μοτοσικλέτας του θύματος καταγράφηκε σε απόσταση 16.1 μέτρα από το σημείο σύγκρουσης «Χ» και η μοτοσικλέτα του θύματος άρχισε να σύρεται στο οδόστρωμα σε απόσταση 7.1 μ. από το σημείο σύγκρουσης «Χ». Το ίχνος τροχοπέδησης 16.1 μέτρα πιο πίσω από τη σύγκρουση, καταδεικνύει ότι, το θύμα αντιλήφθηκε το αυτοκίνητο του Κατηγορούμενου εντός της λωρίδας κυκλοφορίας του και προσπάθησε να κάνει κίνηση αποφυγής κινούμενο αριστερότερα της πορείας του, όμως η σύγκρουση ήταν αναπόφευκτη. Ο Κατηγορούμενος, μέσα από τη μαρτυρία, αλλά και τα ευρήματα που καταγράφηκαν από τη σκηνή του δυστυχήματος, δεν φαίνεται να έκανε οποιαδήποτε κίνηση αποφυγής.

 

52.  Η θέση του Κατηγορούμενου ότι, μόλις εισήλθε στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας, ξαφνικά είδε να έρχεται προς το μέρος του μια μοτοσικλέτα γυρτή μέσα στο δρόμο, δεν συνάδει με την μαρτυρία των ΜΚ1 και ΜΚ2 ότι, στο οδόστρωμα εντοπίστηκε ίχνος τροχοπέδησης 16.1 μέτρα πριν από τη σύγκρουση και το γεγονός ότι, το σύρσιμο της μοτοσικλέτας άρχισε όταν δημιουργήθηκε η πρώτη εκδορά στο οδόστρωμα 7.1 μέτρα πριν τη σύγκρουση.

 

53.  Σύμφωνα με τα πλάνα των κλειστών κυκλωμάτων ασφαλείας (Τεκμήριο 9), και ειδικότερα τον υποφάκελο ΜΜ3 και το αρχείο ch13_20191218003031 (cam 13 με βορειοανατολικό προσανατολισμό) που κατέγραψε την πορεία του οχήματος του Κατηγορούμενου πίσω από το άσπρο προπορευόμενο όχημα πριν την κτιστή διαχωριστική νησίδα, φαίνεται ότι, το αυτοκίνητο του Κατηγορούμενου είχε πολύ κοντινή απόσταση από το προπορευόμενο του όχημα (λιγότερο του ενός αυτοκινήτου σε αντίθεση με το τι αναφέρει στην κατάθεση του ο Κατηγορούμενος). Σε συνδυασμό με το αρχείο ch11_20191218003032 (cam 11 με βορειοδυτικό προσανατολισμό) που κατέγραψε το σημείο του προσπεράσματος, διαφαίνεται ότι, ο Κατηγορούμενος αμέσως μετά την παρέλευση της κτιστής διαχωριστικής νησίδας άρχισε να κινείται δεξιότερα της πορείας του με σκοπό να προσπεράσει το προπορευόμενο του όχημα, χωρίς να χρησιμοποιήσει τον ηλεκτρικό δεξιό δείκτη του για την πρόθεση του αυτή.

 

54.  Οι τεχνικοί που εξασφάλισαν τα οπτικά πλάνα εξήγησαν ότι, η ώρα που αναγράφεται στα πλάνα των υποφακέλων ΜΜ2 και ΜΜ3 δεν είναι ορθή (ίδε Π.Ε.6 και Π.Ε.7 αντίστοιχα), διασταυρώνοντας την ορθή ώρα με βάση τα δικά τους προσωπικά ρολόγια, εντούτοις, το Δικαστήριο δεν κατέστη εφικτό να προβεί σε ταύτιση των ωρών, ώστε να εντοπιστεί η ακριβής ώρα που έγινε η σύγκρουση και να εξασφαλιστεί το σημείο στο οποίο κάθε όχημα βρισκόταν πριν την είσοδο του αυτοκινήτου του Κατηγορούμενου στην εξ αντιθέτου λωρίδα κυκλοφορίας. Σύμφωνα με τα πλάνα του υποφακέλου ΜΜ2, τη μαρτυρία του ΜΚ1, αλλά και τη μελέτη του πλάνου από το ίδιο το Δικαστήριο, η σύγκρουση φαίνεται να γίνεται στο σημείο 00:39:03 και η ώρα που αναγράφεται στο πλάνο είναι 4' πίσω (ως η κατάθεση Π.Ε.6), επομένως με βάση αυτό η ορθή ώρα της σύγκρουσης στο πλάνο είναι 00:43:03. Όμως, με βάση τα πλάνα του υποφακέλου ΜΜ1 η σύγκρουση γίνεται στο 00:42:53. Με βάση τα στοιχεία αυτά και την απουσία μαρτυρίας από την Κατηγορούσα Αρχή αναφορικά με την ταύτιση της ώρας στα οπτικά πλάνα, το Δικαστήριο δεν μπορεί να καταλήξει σε ασφαλές εύρημα ως προς το ακριβές χρονικό σημείο σύγκρουσης των δύο ενεχόμενων οχημάτων.

 

55.  Σε ό,τι αφορά το αρχείο του υποφακέλου ΜΜ2, φαίνεται ότι, τα φώτα πορείας του αυτοκινήτου του Κατηγορούμενου ήταν απέναντι από την εξ αντιθέτου διερχόμενη μοτοσικλέτα από το σημείο 00:39:01. Σε συνάρτηση με τη μαρτυρία του ΜΚ1 ότι, η μοτοσικλέτα του θύματος διένυσε περίπου 65 μέτρα από την είσοδο του εντός της οδού Ηλία Καννάουρου και μέχρι την σύγκρουση και το αυτοκίνητο του Κατηγορούμενου διένυσε περίπου 45 μέτρα από το σημείο που εξήλθε δεξιότερα μέχρι και τη σύγκρουση, διαφαίνεται ότι, η μοτοσικλέτα του θύματος ήταν εντός της οδού Ηλία Καννάουρου όταν ο Κατηγορούμενος εισήλθε εντός της λωρίδας κυκλοφορίας του θύματος.

 

 

 

 

 

[VIII]      Ευρήματα

 

56.  Έχοντας μελετήσει και αξιολογήσει τη μαρτυρία που προσάχθηκε ενώπιον μου, σε συνάρτηση με τα παραδεκτά γεγονότα και την μαρτυρία που δεν αμφισβητείται, καταλήγω στα ακόλουθα ευρήματα.

 

57.  Ο Κατηγορούμενος άρχισε να προσπερνά το προπορευόμενο όχημα με ταχύτητα 50 ΧΑΩ αμέσως μετά την κτιστή διαχωριστική νησίδα σε σημείο του δρόμου όπου υπήρχε άσπρη συνεχής διαχωριστική γραμμή επί του οδοστρώματος, χωρίς να χρησιμοποιήσει τον ηλεκτρικό δεξιό δείκτη του αυτοκινήτου του και διένυσε απόσταση 45 περίπου μέτρων μέχρι τη σύγκρουση με τη μοτοσικλέτα του θύματος. Η μοτοσικλέτα, η οποία εξήλθε από παρακείμενη οδό, ήτοι την οδό Αιγύπτου με ανατολική κατεύθυνση επί της οδού Ηλία Καννάουρου διένυσε απόσταση 65 περίπου μέτρων μέχρι τη σύγκρουση με το αυτοκίνητο του Κατηγορούμενου.

 

58.  Η μοτοσικλέτα εκινείτο χωρίς αναμμένα φώτα πορείας (ούτε πίσω, ούτε μπροστά) και οδικός φωτισμός στο βόρειο τμήμα του δρόμου (ήτοι στην λωρίδα κυκλοφορίας του θύματος) δεν υπήρχε (σχεδόν καθόλου, ίδε Τεκμήριο 1). Το θύμα φορούσε σκούρο ρουχισμό (ίδε Π.Ε.16) και δεν φορούσε προστατευτικό κράνος ασφαλείας. Την στιγμή που ο Κατηγορούμενος αποφάσισε να προσπεράσει, η μοτοσικλέτα δεν ήταν ορατή από τον Κατηγορούμενο λόγω της μη λειτουργίας φώτων πορείας στη μοτοσικλέτα και της φωτεινότητας του δρόμου (σκοτεινός).

 

59.  Εάν η μοτοσικλέτα είχε αναμμένα φώτα πορείας, η ορατότητά της από τον Κατηγορούμενο αναμένεται να ήταν γύρω στα 100-110 μέτρα (με βάση τον επιτόπιο έλεγχο ορατότητας με αστυνομικού τύπου μοτοσικλέτα, που είναι πιο ογκώδης).

 

60.  Η μοτοσικλέτα άφησε ίχνη τροχοπέδησης 16.1 μέτρα πίσω από τη σύγκρουση και το θύμα προσπάθησε να κάνει κίνηση αποφυγής κινούμενο αριστερότερα εντός της λωρίδας κατεύθυνσής του. Ο Κατηγορούμενος, μέσα από τη μαρτυρία, αλλά και τα ευρήματα που καταγράφηκαν από τη σκηνή του δυστυχήματος, δεν πρόλαβε να κάνει οποιαδήποτε κίνηση αποφυγής.

 

61.  Η μοτοσικλέτα, 7.1 μέτρα πριν τη σύγκρουση, άρχισε να αφήνει εκδορές στο οδόστρωμα (σημείο Β2, Τεκμήριο 7), γεγονός που υποδεικνύει ότι, η μοτοσικλέτα άρχισε να σέρνεται πριν τη σύγκρουση και το σημείο επαφής των δύο ενεχόμενων οχημάτων σημειώθηκε στο μπροστινό κάτω μέρος του προφυλακτήρα του αυτοκινήτου του Κατηγορούμενου (ίδε Τεκμήριο 2Β). Η μοτοσικλέτα του θύματος καταστράφηκε ολοσχερώς από τη σύγκρουση.

 

62.  Η συνοδηγός του προπορευόμενου οχήματος αντιλήφθηκε την μοτοσικλέτα που κινείτο στην εξ αντιθέτου λωρίδα κατεύθυνσης σε όρθια θέση (δηλ. τουλάχιστον 9 μέτρα πριν τη σύγκρουση) και παρά το ότι, το εν λόγω προπορευόμενο όχημα εκινείτο με ταχύτητα 30-35 ΧΑΩ, την ώρα που προσπερνούσε το αυτοκίνητο του Κατηγορούμενου ελάττωσε ακόμη περισσότερο ταχύτητα και αμέσως μετά τη σύγκρουση σταμάτησε στο νότιο μέρος του δρόμου (ασφάλτινη προέκταση), ανατολικότερα του σημείου σύγκρουσης «Χ».

 

63.  Εάν η μοτοσικλέτα δεν συρόταν στο οδόστρωμα πριν τη σύγκρουση και ήταν σε όρθια θέση, θα γινόταν αντιληπτή από απόσταση 3-4 μέτρων. Η σύγκρουση ήταν αναπόφευκτη. Από τη σύγκρουση, το θύμα έφερε εξωτερικά πολλαπλές κακώσεις και κατάγματα και σοβαρούς τραυματισμούς στο κεφάλι, θώρακα και σπόνδυλο.

 

[IX]  Νομική Πτυχή

 

64.         Στις ποινικές υποθέσεις αποτελεί πάγια αρχή ότι, το βάρος απόδειξης των συστατικών στοιχείων της κάθε κατηγορίας το φέρει η Κατηγορούσα Αρχή και η ενοχή πρέπει να αποδεικνύεται πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας (Woolmington v D.P.P. 25 Cr. App. R. 72, Charitonos and Others v. The Republic (1971) 2 CLR 40). Η απόδειξη της κατηγορίας και κάθε στοιχείου που τη συνιστά, βαρύνει εξ ολοκλήρου την Κατηγορούσα Αρχή. Δεν επιτρέπονται υποθέσεις ως προς την ύπαρξη γεγονότων όσο εύλογες και αν είναι. Κενά αναφορικά με την ύπαρξη των πρωτογενών γεγονότων, που συνιστούν και αποδεικνύουν το αδίκημα, αφήνουν την κατηγορία ατεκμηρίωτη και έκθετη σε απόρριψη [Γεν. Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Ανδρέα Σάζου (2001) 2 ΑΑΔ 18; Λοΐζου v. Αστυνομίας (1989) 2 ΑΑΔ 363; Γεν. Εισαγγελέας ν. Σπύρου (2002) 2 ΑΑΔ 71]. Εναπόκειται στην Κατηγορούσα Αρχή να παρουσιάσει μαρτυρία που να είναι και αξιόπιστη, αλλά και σαφής [Φλουρής v. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 401]. Εάν στο τέλος της υπόθεσης μείνει έστω και η παραμικρή αμφιβολία στο μυαλό του Δικαστηρίου για την ενοχή του κατηγορούμενου, τότε αυτό θα πρέπει να αποφασισθεί υπέρ του και να απαλλαγεί της κατηγορίας [Τούμπας v. Δημοκρατίας (1984) 2 C.L.R. 110].

 

65.  Το αδίκημα της 1ης κατηγορίας ερείδεται επί του άρθρου 210 του Π.Κ., το οποίο διαλαμβάνει τα ακόλουθα:

 

«Πρόκληση θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης

210. Όποιος, λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης, ή επικίνδυνης πράξης ή συμπεριφοράς, που δεν ανάγεται σε υπαίτια αμέλεια, χωρίς πρόθεση επιφέρει το θάνατο άλλου προσώπου, είναι ένοχος αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης υπόκειται σε φυλάκιση μέχρι τεσσάρων χρόνων ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δύο χιλιάδες πεντακόσιες λίρες.»

 

66.  Από το λεκτικό του άρθρου 210 του Π.Κ. προκύπτει ότι, συστατικό στοιχείο είναι η χωρίς πρόθεση πρόκληση θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης ή συμπεριφοράς, η οποία όμως δεν ανάγεται σε υπαίτια αμέλεια (culpable negligence).

 

67.  Η εμβέλεια του άρθρου 210 του Π.Κ. έχει καταστεί αντικείμενο ενδελεχούς νομολογιακής ανάλυσης σε σωρεία αποφάσεων με πιο πρόσφατη αυτήν της Ορέστης Χριστοφή ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση 50/2024, ημερ. 8.8.2024,[3] όπου επαναλήφθησαν τα όσα διαλαμβάνει η απόφαση Savencu v. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση 194/2019, ημερ. 9.7.2020. Στην εν λόγω υπόθεση, με αναφορά στη σχετική νομολογία, έχει συνοψισθεί το εύρος και το πεδίο εφαρμογής της πιο πάνω διάταξης και έχει επεξηγηθεί ότι, οι όροι «αλόγιστη», «απερίσκεπτη», «επικίνδυνη», πράξη ή συμπεριφορά, που εμπεριέχονται στο άρθρο 210, υποδηλώνουν διαζευκτικούς τρόπους διάπραξης του αδικήματος.

 

68.  Σύμφωνα με τη νομολογία, αλόγιστη είναι η συμπεριφορά, η οποία δεν είναι κάτω από τις περιστάσεις λελογισμένη ή απόρροια της κοινής λογικής. Σχετικά, παραπέμπω στην απόφαση Κώστας Ζυπιτής κ.ά. ν. Αστυνομίας (2003) 2 ΑΑΔ σελ.220.[4]

 

69.  Ως προς τον όρο επικίνδυνη οδήγηση, διαφωτιστική είναι η απόφαση Στέλιος Σάββα ν. Αστυνομίας (2000) 2 ΑΑΔ 115, όπου υποδείχθηκε ότι, η επικίνδυνη οδήγηση δεν εξομοιώνεται με την οδήγηση χωρίς τη δέουσα προσοχή και φροντίδα και αυτό που αναζητείται είναι αν ορισμένη πράξη ή συμπεριφορά είναι επικίνδυνη, την οποία προκάλεσε κάποιο σφάλμα, το οποίο, με αναφορά στην R v Gosney,[5] ερμηνεύεται ως ακολούθως:

 

«Fault involves a failure; a falling below the care or skill of a competent and experienced driver, in relation to the manner of the driving and to the relevant circumstances of the case. A fault in that sense, even though it might be slight, even though it be a momentary lapse, even though normally no danger would have arisen from it, is sufficient. The fault need not be the sole cause of the dangerous situation. it is enough if it is, looked at sensibly, a cause.»

Σε μετάφραση:

«Σφάλμα εμπεριέχει αποτυχία, πτώση από το επίπεδο της φροντίδας και δεξιότητας ικανού και έμπειρου οδηγού σε σχέση με τον τρόπο της οδήγησης και τις σχετικές περιστάσεις της υπόθεσης. Σφάλμα με αυτή την έννοια, αν και μπορεί να είναι ελαφρό, ακόμα και στιγμιαίο ολίσθημα, όσο και αν κανονικά δεν θα προκαλείτο κίνδυνος από αυτό, είναι αρκετό. Το σφάλμα δεν είναι απαραίτητο να αποτελεί τη μόνη αιτία της επικίνδυνης κατάστασης. Είναι αρκετό αν, βλέποντάς το λογικά, αποτελεί μια αιτία».

 

70.  Στην απόφαση Savencu (ανωτέρω), το Εφετείο συνοψίζοντας τη σχετικά νομολογία, υπέδειξε τα ακόλουθα, ως προς την έννοια και εύρος των πιο πάνω όρων:

 

«Η αλόγιστη και εγωιστική οδική συμπεριφορά, υπερβαίνει το στιγμιαίο και καλύπτει περισσότερα χρονικά διαστήματα (Γενικός Εισαγγελέας ν. Κουκκίδη (2013) 2 ΑΑΔ 191). Η συνειδητοποίηση κινδύνου και εμμονή σε μια εκ φύσεως επικίνδυνη συμπεριφορά, απολήγει σε οδήγηση με αδιαφορία ως προς τους άλλους και περιφρόνηση προς την ανθρώπινη ζωή (Προκοπίου ν. Αστυνομίας (1995) 2 ΑΑΔ 73, Χατζηιωάννου ν. Αστυνομίας (2004) 2 ΑΑΔ 453). Στην Gavalas v. The Police (1985) 2 CLR 114, το Δικαστήριο πραγματεύεται την έννοια του όρου «recklessness», όρος, που, όπως σημειώνεται και στην Ζυπιτής (ανωτέρω), «.. ως μπορεί να αποδοθεί στα Ελληνικά με τη σημασία που του αποδόθηκε από την αγγλική νομολογία, υποδηλώνει αδιαφορία έναντι εμφανούς κινδύνου». Σημειώνεται, σχετικά, στην βασική αγγλική υπόθεση R. v. Lawrence (1981) 1 All E.R. 974, ότι ένα στοιχείο του αδικήματος της απερίσκεπτης οδήγησης είναι η πρόθεση (mens rea), με την έννοια ότι τέτοια πρόθεση είναι εκείνη, σύμφωνα με την οποία, ένας οδηγός ο οποίος πριν αρχίσει να οδηγά με τρόπο που περιέχει καθαρό και σοβαρό κίνδυνο πρόκλησης σωματικής βλάβης ή άλλης ζημιάς, παραλείπει να λάβει υπόψη μια τέτοια πιθανότητα ή την αγνοεί και αποφασίζει να διακινδυνεύσει, οδηγώντας με αυτό τον τρόπο (Πέτρου (ανωτέρω), R. v. Caldwell (1981) 1 All E.R. 961).»

 

71.  Το απαύγασμα των πιο πάνω αυθεντιών κατατείνει στο συμπέρασμα ότι, για την απόδειξη του στοιχείου της επικίνδυνης πράξης, απαιτείται η απόδειξη πρόκλησης κάποιας επικίνδυνης κατάστασης στον δρόμο, που να δημιουργεί κίνδυνο, φόβο ή απειλή για τους άλλους χρήστες του δρόμου. Αφορά κίνδυνο πρόκλησης σωματικής βλάβης ή σοβαρής ζημιάς σε περιουσία, σε αντίθεση με την απλή αμέλεια, η οποία δυνατόν να προκαλέσει ενόχληση ή να δείχνει έλλειψη προσοχής με μικρό κίνδυνο πρόκλησης σωματικής βλάβης ή ζημιάς σε περιουσίας (Wilkinsons Road Traffic Offences, 25th Ed., 2011, παρ. 5.44, σελ. 423) η οποία να οφείλεται σε σφάλμα του οδηγού. Η επικίνδυνη οδήγηση εποµένως, δεν εξοµοιώνεται προς την οδήγηση χωρίς την προσήκουσα επιµέλεια και προσοχή, όπου αναζητείται κατά πόσο το επίπεδο της προσοχής και φροντίδας που επιδείχθηκε, υπολείπεται εκείνου που αναµένεται από τον µέσο συνετό οδηγό. Στην επικίνδυνη οδήγηση, εξετάζεται κατά πόσο η συγκεκριµένη πράξη ή συµπεριφορά είναι επικίνδυνη. Η απόδειξη µίας επικίνδυνης κατάστασης δεν αρκεί. Χρειάζεται και απόδειξη ότι την προκάλεσε κάποιο σφάλµα, το οποίο όµως δεν είναι απαραίτητο να αποτελεί τη µόνη αιτία της επικίνδυνης κατάστασης (βλ. Σάββα).

 

72.  Η έννοια «σφάλµα» δεν περιλαµβάνει κατ’ ανάγκη εσκεµµένη παράβαση ή απερισκεψία ή πρόθεση οδήγησης κατά τρόπο που αντίκειται στο ορθό επίπεδο οδήγησης. Ούτε το σφάλµα κατ’ ανάγκη εµπεριέχει ηθική µοµφή. Εποµένως, υπάρχει σφάλµα, εάν ένας άπειρος ή εκ φύσεως κακός οδηγός, ενώ προσπαθεί να πράξει το ορθό, πέφτει κάτω από το επίπεδο ενός ικανού και προσεκτικού οδηγού. Σφάλµα εµπεριέχει αποτυχία· πτώση από το επίπεδο της φροντίδας και δεξιότητας ικανού και έµπειρου οδηγού σε σχέση µε τον τρόπο της οδήγησης και τις σχετικές περιστάσεις της υπόθεσης. Σφάλµα µε αυτή την έννοια, αν και µπορεί να είναι ελαφρό, ακόµα και στιγµιαίο ολίσθηµα, όσο και αν κανονικά δεν θα προκαλείτο κίνδυνος από αυτό, είναι αρκετό. Σημειώνεται ότι, αρκεί η ενέργεια ή πράξη ή παράλειψη του Κατηγορουμένου να είναι μία από τις αιτίες θανάτου του θύματος, η οποία βεβαίως να μην είναι επουσιώδης. Τέτοιο σφάλµα, συχνά, µπορεί να αποδειχθεί επαρκώς, ως συµπέρασµα, από τα ίδια τα γεγονότα του περιστατικού (βλ. Πέτρου, Σάββα, Σαζός, Gosney και Γ.Ε. ν. Κυριάκου Αντωνίου Ποινική Έφεση 241/12, ημερ. 14.12.2014).

 

73.  Επίσης, ως προς το στοιχείο της αλόγιστης οδήγησης, θα πρέπει να αποδειχθεί κάποια ενέργεια ή παράλειψη. Η αποδιδόμενη πράξη ή παράλειψη θα πρέπει να διενεργείται ή να παραλείπεται με τρόπο ασυμβίβαστο με την κοινή λογική. Επιπρόσθετα, για να αποδειχθεί το στοιχείο της απερίσκεπτης οδήγησης, θα πρέπει να αποδειχθεί ότι, ο οδηγός πριν αρχίσει να οδηγεί με τρόπο που περιέχει εμφανή και σοβαρό κίνδυνο πρόκλησης σωματικής βλάβης σε άλλο πρόσωπο που θα τύγχανε να χρησιμοποιεί το δρόμο ή άλλης ζημιάς σε περιουσία, παραλείπει να στρέψει την προσοχή του προς τη δυνατότητα ύπαρξης τέτοιου κινδύνου ή, αφού αναγνώρισε πως υπήρχε κάποιος κίνδυνος, εντούτοις προχώρησε αναλαμβάνοντας τον [βλ. Ορέστης Χριστοφή ν. Αστυνομίας ανωτέρω, Γενικός Εισαγγελέας ν. Χρυσοστόµου (2002) 2 ΑΑΔ 473, Μαρίνου Ιωάννου ν. Δηµοκρατίας, Π.Ε.140/2014, 8/4/2015, R v. Lawrence [1982] 1 AC 510 και R. v. Reid [1992] 3 All ER 673). 105]. Αρκεί η αντίληψη του κινδύνου ως µιας δυνατότητας («possibility») παρά πραγµατικής ή ουσιαστικής πιθανότητας («probability»), δεν απαιτείται δηλαδή υποκειµενική επίγνωση και ενσυνείδητη ανάληψη συγκεκριµένου κινδύνου (βλ. Μαρίνου Ιωάννου).

 

74.  Το κατά πόσο ο κίνδυνος που δηµιουργήθηκε από τον τρόπο οδήγησης του οχήµατος ήταν ταυτόχρονα εµφανής και σοβαρός, είναι ζήτηµα γεγονότων και κριτήριο το επίπεδο του συνήθους συνετού οδηγού. Το κριτήριο εξέτασης είναι αντικειµενικό. Αν το Δικαστήριο ικανοποιηθεί ότι, είχε δηµιουργηθεί εµφανής και σοβαρός κίνδυνος από τον τρόπο οδήγησης του κατηγορούµενου, δικαιούται να συµπεράνει ότι ο κατηγορούµενος είχε τη µια ή την άλλη από τις νοητικές καταστάσεις που στοιχειοθετούν το αδίκηµα· πρέπει όµως να εξετάσει οποιαδήποτε εξήγηση την οποία ο ίδιος ο κατηγορούµενος δίδει αναφορικά µε τη νοητική του κατάσταση, η οποία είναι δυνατό να αναιρέσει το συµπέρασµα. Εξετάζεται δηλαδή η υποκειµενική αντίληψη του κατηγορούµενου (βλ. Χρυσοστόµου, Lawrence και Reid).

 

75.  Απερίσκεπτη πράξη ή συµπεριφορά δεν περιορίζεται αποκλειστικά στον συγκεκριµένο τρόπο οδήγησης και η απερισκεψία µπορεί να µη συνδέεται µε αυτό καθ’ εαυτό τον τρόπο της οδήγησης, πρέπει όµως να υπάρχει αιτιώδης συνάφεια µεταξύ αυτής και του αποτελέσµατος (βλ. Χρυσοστόµου, Lawrence και Reid).

 

76.  Όπως και στις περιπτώσεις οδήγησης χωρίς τη δέουσα προσοχή και επιµέλεια, αµέλεια του άλλου εµπλεκόμενου δεν εξουδετερώνει αφ’ εαυτής την απερίσκεπτη πράξη ή σφάλµα του κατηγορούµενου, εάν διαπιστωθεί από το Δικαστήριο, πέραν πάσης λογικής αµφιβολίας, ότι ο κατηγορούµενος φέρει κάποια ευθύνη (βλ. Kannas v. Police (1968) 2 CLR 29,[6] 3915, Stylianou v. Police (1971) 2 CLR 155, 157[7] και R. v. Hennigan (1971) 55 Cr. App. R. 262, 264-265[8]) για την πρόκληση του δυστυχήματος και κατ’ επέκταση του θανάτου. Η ευθύνη αυτή έχει περιγραφεί ως ουσιώδης (substantial) (βλ. σχόλια στην Kannas, ανωτέρω) ή ουσιαστική (substantive) (βλ. Gavalas v. Police (1985) 2 CLR 114, 131). Σύμφωνα με την Αγγλική νομολογία, ο τρόπος οδήγησης δεν χρειάζεται να είναι ουσιαστικός λόγος (substantial cause) ή μείζων (major cause) λόγος πρόκλησης του θανάτου, αλλά μία αιτία (a cause), κάτι περισσότερο από de minimis (βλ. Hennigan, ανωτέρω). Στην R. v. L [2011] R.T.R. 19, o Toulson L.J συνόψισε την αγγλική νομολογία επί του θέματος ως ακολούθως, στη σελ. 240, παρ. 9:

 

«Those authorities establish or recognise these principles: first, the defendant’s driving must have played a part not simply in creating the occasion for the fatal accident, i.e. causation in the “but for” sense, but in bringing it about; secondly, no particular degree of contribution is required beyond a negligible one; thirdly, there may be cases in which the judge should rule that the driving is too remote from the later event to have been the cause of it, and should accordingly withdraw the case from the jury.»

 

Σε ελεύθερη μετάφραση:

 

«Εκείνες οι αυθεντίες καθιερώνουν ή αναγνωρίζουν τις ακόλουθες αρχές: πρώτον, η οδήγηση του κατηγορουμένου πρέπει να έπαιξε κάποιο ρόλο όχι απλά στη δημιουργία της περίστασης του θανατηφόρου δυστυχήματος, δηλαδή αιτιώδους συνάφειας εν τη εννοία του «εκτός εάν», αλλά στην πρόκληση της· δεύτερον, δεν απαιτείται συγκεκριμένος βαθμός συνεισφοράς πέραν της ελάχιστης· τρίτον, μπορεί να υπάρξουν περιπτώσεις όπου ο δικαστής θα πρέπει να αποφασίσει ότι η οδήγηση ήταν τόσο απομακρυσμένη από το αποτέλεσμα ώστε να ήταν η αιτία του, και θα πρέπει να αποσύρει την υπόθεση από τους ενόρκους.»

 

77.  Επομένως, αναδύεται η ανάγκη να προσδιοριστεί, μέσα από τα ευρήματα του Δικαστηρίου, εάν η πράξη ή παράλειψη του Κατηγορουμένου, στοιχειοθετεί αλόγιστη ή επικίνδυνη ή απερίσκεπτη πράξη.

 

78.  Εξέτασα με ιδιαίτερη προσοχή την προβληθείσα ενώπιον μου επιχειρηματολογία σε συνάρτηση με τα ευρήματα μου και την παρατεθείσα νομολογία. Με βάση τα όσα προανέφερα, καταλήγω πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας ότι, υπό τις περιστάσεις, ο Κατηγορούμενος είναι ένοχος απερίσκεπτης οδήγησης. Κατέληξα στο εν λόγω συμπέρασμα, για τους λόγους που αναφέρω στη συνέχεια.

 

79.  Σύμφωνα με τη νομολογία, οδηγός που αντιμετωπίζει κίνδυνο που δεν προκάλεσε ο ίδιος οφείλει να λάβει μέτρα αποφυγής του. Οι πράξεις του οδηγού ο οποίος βρίσκεται αντιμέτωπος με δίλημμα το οποίο παρουσιάζεται στο δρόμο, δεν κρίνονται μικροσκοπικά. Αν η ενέργεια άλλου δημιουργήσει δίλημμα ή αγωνιώδη κατάσταση, ο οδηγός δεν θα κριθεί ένοχος αμέλειας, ακόμη και αν έλαβε εσφαλμένο μέτρο, αν λόγω της εγγύτητας του άλλου οχήματος ή πεζού, δεν είχε το χρόνο να λάβει αποτελεσματικά μέτρα αποφυγής της σύγκρουσης [βλ. Σιαλαμπή v. Παναγή (2008) 1(Α) Α.Α.Δ. 75; Κασιέρη ν. Κυριάκου (1997) 1Β ΑΑΔ 1246, σελ. 1253 -1254 και την νομολογία που παρατίθεται]. Η ίδια αρχή ισχύει και για ποινικές υποθέσεις (βλ. Δημητρίου vΑστυνομίας (1997) 2 ΑΑΔ 190, 194).

 

80.  Όπως τίθεται η αρχή στην Αγγλική νομολογία, τα αδικήματα της οδήγησης χωρίς την προσήκουσα επιμέλεια και προσοχή ή της επικίνδυνης οδήγησης δεν προϋποθέτουν την πρόκληση δυστυχήματος. Αν όμως προκληθεί δυστύχημα δεν εξυπακούεται αμελής ή επικίνδυνη οδήγηση από πλευράς του εμπλεκομένου. Εσφαλμένη ενέργεια υπό την αγωνία της σύγκρουσης δεν αρκεί από μόνη της για να αποδειχθεί το αδίκημα, εάν ο κατηγορούμενος οδηγούσε σωστά προηγουμένως και οι ενέργειες του, πριν η σύγκρουση καταστεί επικείμενη, ήταν αυτές ενός συνετού οδηγού [βλ. Simpson v. Peat [1952] 1 All E.R. 447, 449,[9] και Wilkinson’s Road Traffic Offences, 25th ed, Vol. 1, par. 5.50 σελ. 427[10]].

 

81.  Στην προκείμενη περίπτωση ο κατηγορούμενος δεν οδήγησε ως συνετός οδηγός. Επιχείρησε προσπέρασμα σε δρόμο που απαγορευόταν, αφού υπήρχε άσπρη συνεχόμενη γραμμή [βλ. κ. 58 (4) (α)[11] των περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Κανονισμών του 1984, Κ.Δ.Π. 66/84, όπως τροποποιήθηκε από την Κ.Δ.Π. 189/2008, 19/5/2008].

 

82.  Το αν προσπέρασμα αυτής της φύσεως θα κριθεί ταυτόχρονα απερίσκεπτη ή επικίνδυνη πράξη ή απλή αμέλεια είναι ζήτημα γεγονότων. Στην προκείμενη περίπτωση, ο δρόμος είναι ευθύς και επίπεδος και έχει δύο λωρίδες κυκλοφορίας, μια προς κάθε κατεύθυνση. Το όριο ταχύτητας είναι 50 ΧΑΩ. Είναι κατοικημένη περιοχή. Το σημείο του δρόμου από το οποίο ο Κατηγορούμενος επιχείρησε προσπέρασμα, ουσιαστικά ήταν σκοτεινό (σχεδόν καθόλου φωτισμός) και η ώρα ήταν λίγο μετά τα μεσάνυκτα. Η τροχαία κίνηση ήταν αραιή και το προπορευόμενο όχημα εκινείτο με χαμηλή ταχύτητα 30-35 ΧΑΩ.

 

83.  Ο Κατηγορούμενος ακολουθούσε το προπορευόμενο όχημα σε πολύ κοντινή απόσταση και αμέσως μετά την κτιστή νησίδα κινήθηκε δεξιότερα (βορειότερα) του δρόμου και εισήλθε στην αντίθετη λωρίδα κατεύθυνσης για να προσπεράσει το, εν λόγω, προπορευόμενο όχημα, χωρίς προηγουμένως να ενεργοποιήσει τον ηλεκτρικό δεξιό δείκτη του αυτοκινήτου. Ως και η εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου του Κατηγορούμενου μέσα από την αντεξέταση του ΜΚ1, η απόφαση ενός οδηγού να προσπεράσει διαλαμβάνει μεγαλύτερο χρόνο από τον χρόνο αντίδρασης που χρειάζεται ένας οδηγός όταν εμφανιστεί κίνδυνος στον δρόμο. Ο Κατηγορούμενος αναλαμβάνοντας την απόφαση να προσπεράσει σε σημείο του δρόμου που δεν υπήρχε επαρκής φωτισμός (το βόρειο τμήμα του δρόμου ουσιαστικά δεν φωτιζόταν) ασφαλώς εμπεριείχε τον κίνδυνο ανακοπής πορείας κάποιου εξ αντιθέτου διερχόμενου οχήματος, αφού, ως και η μαρτυρία, δεν ήταν σε θέση να αντιληφθεί οποιοδήποτε εμπόδιο (το οποίο δεν έφερε φωτισμό) από την εξ αντιθέτου λωρίδα κατεύθυνσης, όταν επιχειρούσε τέτοιο προσπέρασμα. Ουσιαστικά επιχείρησε προσπέρασμα βεβιασμένα και στα «τυφλά» αμέσως μετά την κτιστή διαχωριστική νησίδα.

 

84.  Η απόφαση του να προσπεράσει σε οδό, όπως την επίδικη, όπου απαγορεύεται, προϋποθέτει είσοδο στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας και επαναφορά στην λωρίδα κυκλοφορίας του. Δεν αρκεί κάποιος να βεβαιωθεί ότι, η λωρίδα πορείας απέναντι είναι καθαρή. Πρέπει να βεβαιωθεί ότι, θα μπορεί να επανέλθει με ασφάλεια στην λωρίδα πορείας του, σχεδόν αμέσως, κάτι που θα ήταν αντικειμενικά αδύνατο να γνωρίζει κανείς πριν επιχειρήσει προσπέρασμα σε δρόμο που δεν υπήρχε καλή ορατότητα. Η εμφάνιση εμποδίου οποιασδήποτε φύσεως, ακόμη και ποδηλάτου ή πεζού, από την εξ αντιθέτου κατευθύνσεως λωρίδα κυκλοφορίας, που δεν θα ήταν εμφανές, ήταν εύλογα προβλεπτή, λαμβανομένης υπόψη της διαμόρφωσης του δρόμου. Την υπαρκτή αυτή πιθανότητα δεν την αναλογίστηκε ο Κατηγορούμενος. Το στιγμιαίο αφορά μια απρόσεκτη κίνηση ή ενέργεια ή παράλειψη της στιγμής και όχι μια συνειδητή επιλογή παραβίασης της άσπρης συνεχούς γραμμής. Είναι ενέργεια την οποία ο μέσος συνετός οδηγός δεν θα επιχειρούσε. Με το εγχείρημα του προσπεράσματος από σημείο του δρόμου που απαγορεύεται, βράδυ και ενώ η ορατότητα του δεν ήταν καλή (ακόμη κι αν τα φώτα πορείας της μοτοσικλέτας ήταν αναμμένα η ορατότητα δεν ήταν μεγαλύτερη των 100 μέτρων), ο Κατηγορούμενος οδήγησε το αυτοκίνητό του κατά τρόπο που δημιουργούσε εμφανή και σοβαρό κίνδυνο, έστω κι αν αποδεχθώ ότι, οδήγησε χωρίς να έχει στρέψει την προσοχή του σε συγκεκριμένο κίνδυνο και ότι τον ανέλαβε.[12] Χωρίς να υπάρχει οποιοδήποτε εύρημα για την ταχύτητα της μοτοσικλέτας του θύματος, φαίνεται ότι, το θύμα αντιλήφθηκε το αυτοκίνητο του Κατηγορούμενου και προσπάθησε να κάνει κίνηση αποφυγής, αφού η μοτοσικλέτα άφησε ίχνη τροχοπέδησης στο οδόστρωμα 16.1 μέτρα πριν τη σύγκρουση, όμως η σύγκρουση ήταν αναπόφευκτη.

 

85.  Εξετάζοντας αντικειμενικά τα ενώπιον μου δεδομένα καταλήγω στο συμπέρασμα ότι, η πράξη του Κατηγορουμένου ήταν κάτι περισσότερο από de minimis. Ο λόγος που ήρθε αντιμέτωπος με την εξ αντιθέτου κατευθύνσεως διερχόμενη μοτοσικλέτα του θύματος, ήταν απόρροια του δικού του σφάλματος και η ουσιαστική αιτία πρόκλησης του επίδικου δυστυχήματος και κατ’ επέκταση του θανάτου του θύματος, έστω κι αν ο Κατηγορούμενος δεν είχε υποκειμενικά στρέψει την προσοχή του στο ενδεχόμενο ύπαρξης κινδύνου, ανεξαρτήτως, βεβαίως, της αδιαμφισβήτητης συντρέχουσας ευθύνης του θύματος, του οποίου η μοτοσικλέτα δεν είχε αναμμένα τα φώτα πορείας.

 

86.  To γεγονός ότι, η μοτοσικλέτα του θύματος δεν είχε φώτα πορείας και συνακόλουθα δεν ήταν ορατή, κρίνω στην προκείμενη ότι, δεν λειτουργεί ως novus actus interviniens, ώστε να διακόπτεται η αιτιώδης συνάφεια της συμπεριφοράς του Κατηγορουμένου με το αποτέλεσμα.

 

87.  Καταλήγω επομένως ότι, ο Κατηγορούμενος οδήγησε απερίσκεπτα και ότι, η ενέργεια του ήταν η ουσιαστική αιτία πρόκλησης του δυστυχήματος και του θανάτου του θανόντα.

 

[X]   Κατάληξη

 

88.  Από την προσκομισθείσα μαρτυρία την οποία έχω κάνει αποδεκτή και τα ευρήματά μου, καταλήγω ότι, η Κατηγορούσα Αρχή απέδειξε πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της 1ης κατηγορίας και ο Κατηγορούμενος κρίνεται ένοχος στην κατηγορία που αντιμετωπίζει.

 

                                                                                                  (Υπ.)..………….....................

                                                                                                            Ε. Μιντή Οικονόμου

                                                                                                            ΠΡΟΣ. Ε.Δ.

ΠΙΣΤΟ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ

 

 

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ

 



[1] Oι φωτογραφίες με τα διακριτικά shot 097 μέχρι shot 109 δεικνύουν όχημα χρώματος άσπρο μάρκας TOYOTA με αρ. εγγραφής [  ] που φαίνεται να είναι το όχημα το οποίο προπορευόταν του αυτοκινήτου του Κατηγορούμενου, το οποίο αποφάσισε να προσπεράσει.

[2] Βλ. επίσης άρθρο 6(1), ΕΣΔΑ.

[3] Μνεία στην απόφαση αυτή γίνεται και στην πιο πρόσφατη απόφαση Ina Yasar v Αστυνομίας, Ποινική Έφεση 129/2024, ημερ. 8.11.2024.

[4] Η ανάληψη ευθύνης από τον εφεσείοντα να χρησιμοποιήσει το λεωφορείο για τη μεταφορά των επιβατών εγκυμονούσε άμεσο κίνδυνο για την ασφάλειά τους, κίνδυνο τον οποίο αψήφησε παρά τη διαπίστωση μηχανικής βλάβης και παρά το ότι ο ίδιος είχε θεωρήσει ανασφαλές και επικίνδυνο να συνεχίσει να οδηγεί το όχημα. «Είναι αυτή του η πράξη που στοιχειοθετεί το αλόγιστο της συμπεριφοράς του. Δεν ήταν λελογισμένη ενέργεια, δηλαδή απόρροια της κοινής λογικής, να χρησιμοποιήσει, κάτω από αυτές τις συνθήκες το λεωφορείο για τη μεταφορά των επιβατών. Ταυτόχρονα, η πράξη του ήταν απερίσκεπτη, υποδηλώνουσα αδιαφορία για την ασφάλεια των επιβατών και, παράλληλα, επικίνδυνη, διότι εγκυμονούσε ορατούς κινδύνους».

[5] (1971) 2 Q.Β. 674.

[6]Secondly, even if the driver of the motor-car were to be blamed to a certain extent for such collision, the appellant was still properly convicted for causing the death of such driver and his passenger. What amounts to “causing” death in the sense of section 210 is to be found laid down in section 211 of Cap. 154, which provides that a person is deemed to have caused the death of another person, although his act is not the immediate or the sole cause of death, and even if his act or omission would not have caused the death unless it had been accompanied by an act or omission of the person killed or of other persons; and on the basis of the facts of this case it cannot be seriously argued that the deaths of the two occupants of the motor-car were not caused, in the sense of section 211, through the careless driving of the appellant. The trial Judge in his judgment referred, in this respect, to the test laid down in R. v. Could (1964, 1 W.L.R. p. 145); in that case it was decided that the driving of the accused should be “a substantial” cause of the death of the deceased but need not be the sole cause of such death. Even if we were to apply such a test in the case before us we would unhesitatingly say that the careless driving of the appellant was a substantial cause of the fatal accident in question.’

[7]Bearing in mind the evidence of the father of the deceased as well as the manner in which the car collided with the lorry, it appears that the collision did not occur while the father of the deceased was making an effort to drive his car in such a way as to pass between the lorry and the van, in which case the offside of the car would have collided with the offside of the lorry; thus, it could not be said, beyond reasonable doubt, that the position in the road of the lorry of the Appellant was, also, a cause, in the sense of section 210 (see, inter alia, Kannas v. The Police (1968) 2 C.L.R. 29, at pp. 38, 39), of the fatal collision.’

[8]The Court would like to emphasise that there is nothing in the statute which requires the manner of the driving to be a substantial cause, or a major cause, or any other description of cause, of the accident. So long as the dangerous driving is a cause and something more than de minimis, the statute operates. What has happened in the past is that judges have found it convenient to direct the jury in the form that it must be, as in one case it was put, the substantial cause. That case was R. v. Curphey (1957) 41 Cr.App.R. 78, in which Finnemore J. gave a direction in that form to the jury. That, in the opinion of this Court, clearly went too far, and Brabin J. in a later case, R. v. Gould (1933) 47 Cr.App.R. 241, left it to the jury in the form of “a substantial cause.” Though the word “substantial” does not appear in the statute, it is clearly a convenient word to use to indicate to the jury that there must be something more than de minimis, and also to avoid possibly having to go into details of legal causation, remoteness and the like. That appears from the further direction of the judge, who in terms said that it must not be remote, and that it must be a real cause as opposed to being a minimal cause. It is perhaps unfortunate that he dealt with the matter in the illustration he gave on the basis of apportioning blame, but when one analyses it, it is quite clear that the direction, if anything, was much too favourable to the appellant. The Court is quite satisfied that even if the appellant was only one-fifth to blame, he was a cause of the death of these two people.’

[9] ‘Whether the charge is under s 11(1) or s 12(1) (αναφορά στο Road Traffic Act 1930), the offence can be committed although no accident takes place. Equally, because an accident does occur it does not follow that a particular person has driven either dangerously or without due care and attention. But if he has, it matters not why he did so. Suppose a driver is confronted with a sudden emergency through no fault of his own. In an endeavour to avert a collision he swerves to his right--it is shown that had he swerved to the left the accident would not have happened. That is being wise after the event, and, if the driver was, in fact, exercising the degree of care and attention which a reasonably prudent driver would exercise, he ought not to be convicted, even though another, and, perhaps, more highly skilled, driver would have acted differently.’

[10] ‘A wrong action in the agony of the collision will not suffice alone to prove an offence under s.3 (Simpson v Peat above) if the defendant had been driving properly beforehand and his actions prior to the time when the collision became imminent had been those of a prudent driver.’

[11] 58. – (4) Πρόσωπο το οποίο οδηγεί ή έχει τον έλεγχο μηχανοκίνητου οχήματος σε οποιοδήποτε δρόμο οφείλει –

(α) Να μην προσπερνά ούτε να αποπειράται να προσπεράσει όχημα κινούμενο προς την ίδια κατεύθυνση σε κάθε σημείο που υπάρχει στη μέση του οδοστρώματος συνεχής άσπρη γραμμή, σχετικό απαγορευτικό σήμα τροχαίας, σε στροφή με ορατότητα μικρότερη των εκατό μέτρων, σε συμβολή δρόμων εντός δημοτικών ορίων ή ορίων κοινότητας, όταν προσεγγίζει κυρτή γέφυρα, διάβαση πεζών ή κορυφή ανάβασης ή όταν προσεγγίζει όχημα από την αντίθετη κατεύθυνση, οπότε παρέχει δικαίωμα προτεραιότητας σε αυτό.

[12] Ως το Εφετείο αποφάσισε στην υπόθεση Ορέστης Χριστοφή ν Αστυνομία (ανωτέρω), όπου κλήθηκε να αποφανθεί επί της νομολογιακής προσέγγισης του όρου «απερίσκεπτη» σε σύγκριση με την Αγγλική νομολογία η οποία έχει διαφοροποιηθεί εν προκειμένω, η υφιστάμενη, σαφής και πάγια ημεδαπή νομολογία (σε γεγονότα τροχαίων) καταδεικνύει ότι, οδηγός που αρχίζει να οδηγεί με τρόπο που να δημιουργεί εμφανή και σοβαρό κίνδυνο πρόκλησης βλάβης, παραλείποντας να λάβει υπόψη την πιθανότητα αυτή, συνιστά απερίσκεπτη οδήγηση, ακόμη κι αν δεν καταδειχθεί ότι, πράγματι είχε αντιληφθεί τον συγκεκριμένο κίνδυνο που ελλοχεύει. Το Εφετείο αποφάνθηκε πως, «δεν αρκεί αφ' εαυτού το γεγονός ότι ο συγκεκριμένος Εφεσείων δεν είδε το θύμα. Σημασία έχει το κατά πόσον υπό τις περιστάσεις η απόφαση και πράξη του (Εφεσείοντος) να στρίψει δεξιά σε σημείο που απαγορεύετο έγινε χωρίς να αναλογιστεί την ύπαρξη κινδύνου εκεί που ήταν προφανές πως τέτοιος υφίστατο».


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο