ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΛΕΜΕΣΟΥ ν. Γ. Γ., Υπόθεση αρ. 16444 / 2025, 21/11/2025
print
Τίτλος:
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΛΕΜΕΣΟΥ ν. Γ. Γ., Υπόθεση αρ. 16444 / 2025, 21/11/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Χρ. Μίτλεττον, Ε.Δ.

 

Υπόθεση αρ. 16444 / 2025

 

 

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΛΕΜΕΣΟΥ

 

 

ν.

 

 

Γ. Γ.

 

___________________

 

 

Ημερομηνία: 21 Νοεμβρίου 2025

Εμφανίσεις:

Κ. Χατζηκωνσταντίνου, για την Κατηγορούσα Αρχή

Λ. Περέντος, για τον Κατηγορούμενο

Κατηγορούμενος: παρών

 

Αίτημα για προσωρινή κράτηση μέχρι τη δίκη

Α Π Ο Φ Α Σ Η

(ex tempore)

 

Ο Κατηγορούμενος αντιμετωπίζει δύο κατηγορίες, για κλοπή υπό αντιπροσώπου [άρθρα 270(β), 255 ΠΚ] και νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες [άρθρα 2, 3, 4, 5, 7, 8 ν.188(Ι)/2007], αδικήματα που φέρονται να διαπράχθηκαν μεταξύ των ημερομηνιών 1.6.2024 και 14.11.2025 στη Λεμεσό.

 

Η υπόθεση παραπέμφθηκε για εκδίκαση στο Κακουργιοδικείο που συνεδριάζει την 15.1.2026.

 

Υποβλήθηκε αίτημα για την κράτηση του Κατηγορουμένου μέχρι τότε, το οποίο βασίζεται στον κίνδυνο φυγοδικίας και στον κίνδυνο διάπραξης άλλων αδικημάτων μέχρι τη δίκη. Η ευπαίδευτη εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής έθεσε υπόψη του Δικαστηρίου το μέχρι στιγμής διαθέσιμο μαρτυρικό υλικό (Τεκμήριο Α) και μία ακόμα εκκρεμούσα ποινική υπόθεση (Τεκμήριο Β). Ενόψει της υποβολής ένστασης στο αίτημα για κράτηση, ακούστηκε εκατέρωθεν επιχειρηματολογία.

 

 

 

 

Νομικές πτυχές και εξέταση

 

Η προσωπική ελευθερία συνιστά θεμελιώδες δικαίωμα. Η προσωρινή κράτηση αποτελεί εξαιρετικό μέτρο, το οποίο εφαρμόζεται μόνον εφόσον πληρούνται συγκεκριμένες προϋποθέσεις, που προσεγγίζονται αυστηρά. Η πρώτη επιλογή του Δικαστηρίου είναι η υπό όρους απόλυση του Κατηγορουμένου, εκτός αν κρίνεται αναγκαία η κράτηση για την εξυπηρέτηση σκοπών απονομής της Δικαιοσύνης[1]. Έχουν αναγνωριστεί περιορισμένοι σκοποί ή λόγοι για τους οποίους μπορεί να δικαιολογηθεί η κράτηση.

 

Ένας εξ αυτών είναι ο κίνδυνος φυγοδικίας ή φυγής[2]. Η σχετική αξιολόγηση δεν μπορεί να εξαντλείται σε αφηρημένες γενικεύσεις ή υποθετικές εκτιμήσεις, αλλά πρέπει να βασίζεται σε τεκμηριωμένη ανάλυση. Ο κίνδυνος αυτός εκτιμάται με βάση τη σοβαρότητα του αδικήματος και τη δυνητική αυστηρότητα της προβλεπόμενης ποινής· την πιθανότητα καταδίκης, κατά την αρχική αξιολόγηση του μαρτυρικού υλικού· τις προσωπικές και κοινωνικές συνθήκες του Κατηγορουμένου, ιδίως ως προς τη διασύνδεσή του με τη χώρα και τον τρόπο ζωής του. Αν και το κίνητρο για φυγοδικία αυξάνεται όσο αυξάνεται η σοβαρότητα του αδικήματος[3], η σοβαρότητα του αδικήματος δεν αποτιμάται απομονωμένα. Όσο σοβαρό κι αν είναι το αδίκημα, η κατοχυρωμένη αρχή του τεκμηρίου αθωότητας υπαγορεύει ότι ο Κατηγορούμενος πρέπει να παραμένει ελεύθερος εν αναμονή της δίκης του, εκτός αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις που καθιστούν την κράτηση απολύτως αναγκαία. Η σοβαρότητα τεκμαίρεται τόσο από την προβλεπόμενη ποινή όσο και από τη φύση των πράξεων. Αναγκαία, όπως προαναφέρθηκε, είναι και η πιθανολόγηση καταδίκης. Στηρίζεται στην εκτίμηση της ισχύος του μαρτυρικού υλικού, σε οπτική μόνο προσέγγιση. Το στάδιο αυτό δεν συνιστά αξιολόγηση ουσίας ή αποδοχή αποδεικτικών ισχυρισμών, αλλά απλή δικονομική στάθμιση. Το κριτήριο της πιθανολόγησης είναι κατώτερο από αυτό της απόδειξης εκ πρώτης όψεως υπόθεσης και δεν συνεπάγεται κρίση για την ενοχή ή την αθωότητα. Η κατάθεση του Κατηγορουμένου, όπου προσφέρεται, δύναται να διαφωτίσει περαιτέρω την εξ όψεως αποτύπωση των πραγματικών περιστατικών. Αν και η κατάσταση των αποδεικτικών στοιχείων μπορεί να είναι ένας σημαντικός παράγοντας για την ύπαρξη και εμμονή σοβαρών ενδείξεων ενοχής, και πάλι, από μόνη της, δεν μπορεί να δικαιολογήσει την κράτηση[4]. Η ύπαρξη δεσμών με την Κύπρο (οικογενειακών, επαγγελματικών, κοινωνικών) λειτουργεί ανασταλτικά στην πιθανότητα φυγής και αποφυγής της δίκης. Όμως, οι δεσμοί αυτοί δεν μπορούν να εξουδετερώσουν καθολικά τον κίνδυνο, ειδικά όταν η σοβαρότητα των πράξεων ή άλλα ενισχυτικά στοιχεία δείχνουν αυξημένο ενδεχόμενο αποτροπής από την εμφάνιση στη δίκη[5]. Το ΕΔΔΑ επισημαίνει, επίσης, ότι ο κίνδυνος φυγοδικίας δεν αξιολογείται μεμονωμένα βάσει της ενδεχόμενης ποινής, αλλά με πολλαπλά κριτήρια: χαρακτήρα, ήθος, περιουσιακά δεδομένα, διεθνείς επαφές, δέσμευση στον τόπο. Όταν ο μόνος λόγος κράτησης που προβάλλεται είναι ο φόβος ότι ο κατηγορούμενος θα τραπεί σε φυγή και συνεπώς θα αποφύγει να παρουσιαστεί για δίκη, πρέπει να αφεθεί ελεύθερος εν αναμονή της δίκης, εάν είναι δυνατόν να ληφθούν εγγυήσεις που θα εξασφαλίσουν αυτήν την εμφάνιση[6]. Η επίδραση της κράτησης στον βίο του Κατηγορουμένου (οικογενειακή ζωή, εργασία, υγεία) πρέπει να συνεκτιμάται, αλλά δεν μπορεί να ανατρέψει την αναγκαιότητα κράτησης, όταν δεν είναι εφικτή η διασφάλιση της εμφάνισης με ηπιότερα μέσα[7].

 

Ερχόμενη στην εξέταση του αιτήματος, σε αυτή τη βάση, σημειώνονται τα ακόλουθα: Τα αδικήματα που αντιμετωπίζει ο Κατηγορούμενος έχουν σοβαρότητα, με γνώμονα τις προβλεπόμενες στον νόμο ποινές. Συνήθης ποινική μεταχείριση περιλαμβάνει ποινή στερητική της ελευθερίας. Μέσα από το μαρτυρικό υλικό που προσκομίστηκε (Τεκμήριο Α), στην όψη του, μπορεί να αναδυθεί ορατή πιθανότητα καταδίκης, που βασίζεται στα εξής: Υπάρχει συγκεκριμένη μαρτυρία, που αποτελείται από καταθέσεις προσώπων και έγγραφα που σχετίζονται με πληρωμές χρημάτων, ότι ο Κατηγορούμενος, ενεπλάκη σε διαπραγματεύσεις για την αγορά ακινήτων, έλαβε χρήματα, τα οποία όμως ουδέποτε χρησιμοποιήθηκαν για τον εν λόγω σκοπό. Ο Κατηγορούμενος, κατά το στάδιο της ανάκρισης, τήρησε το δικαίωμα της σιωπής. Δεν αξιολογείται η μαρτυρία αυτή, εάν είναι αληθής ή όχι, αλλά αναδύεται, μέσα από αυτήν, ορατή πιθανότητα καταδίκης, για τους σκοπούς αυτής της διαδικασίας· χωρίς η διατύπωση αυτή να επιδρά στο τεκμήριο αθωότητας του Κατηγορούμενου και στη λογική προσδοκία αυτός να αθωωθεί. Ο Κατηγορούμενος είναι 45 ετών. Κατάγεται από την Κύπρο. Διαμένει μόνιμα στην Κύπρο, σε συγκεκριμένη διεύθυνση, με την εν διαστάσει σύζυγό του και την ανήλικη θυγατέρα του, την οποία φροντίζει, λόγω και προβλημάτων υγείας της. Έχει εργασία και κοινωνικές δραστηριότητες. Ασχολείται εκτεταμένα με τη κτηνοτροφία. Δεν έχει γνωστούς δεσμούς με άλλες χώρες και γνωστή ικανότητα διαφυγής. Συνεκτιμώντας όλα τα προαναφερόμενα, η σοβαρότητα των αδικημάτων και η πιθανότητα καταδίκης, σε συνάρτηση με τα προσωπικά δεδομένα του Κατηγορουμένου, δεν συνηγορούν στο ότι υπάρχει κίνδυνος φυγοδικίας, της έκτασης που να μην μπορεί να αντιμετωπιστεί με όρους και να καθιστά αναγκαίο και ανάλογο μέτρο την κράτηση. Εξάλλου, ο Κατηγορούμενος δεν φαίνεται να έχει φυγοδικήσει λόγω της εκκρεμότητας της ποινικής υπόθεσης 2706/2025, για αδικήματα παρόμοιας φύσης, που φέρονται να εντάσσονται στο ίδιο πλαίσιο δραστηριοτήτων. Το αίτημα δεν μπορεί να επιτύχει στη βάση αυτή, του κινδύνου φυγοδικίας. Η παρούσα διαφοροποιείται από τη Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Darraj, ΠΕ276/2025, 23.10.2025 όπου ο κατηγορούμενος ήταν αλλοδαπός, με λιγότερο ισχυρούς δεσμούς, και είχε μάλιστα παραδεχθεί ενοχή για σοβαρά αδικήματα.

 

Λόγος που δύναται να δικαιολογήσει την επιβολή προσωρινής κράτησης είναι και η πιθανότητα διάπραξης νέων ποινικών αδικημάτων από τον Κατηγορούμενο στο διάστημα μέχρι την ολοκλήρωση της ποινικής διαδικασίας[8]. Το Δικαστήριο, κατά την εκτίμηση αυτού του κινδύνου, δεν απαιτείται να βασιστεί σε ακριβή μαρτυρία για μελλοντικές πράξεις. Η φύση του λόγου αυτού είναι προληπτική, επομένως η απόδειξη συγκεκριμένου περιστατικού στο μέλλον δεν είναι απαραίτητη ή ακόμα εφικτή. Αρκεί η διαμόρφωση ισχυρής εντύπωσης ότι υφίσταται τέτοια πιθανότητα. Η πιθανολόγηση του κινδύνου δεν είναι απόλυτη, αλλά συνάγεται από τη γενική ροπή του Κατηγορουμένου προς το έγκλημα, από στοιχεία του ποινικού του μητρώου, από τη φύση και τον τρόπο τέλεσης των υπό εκδίκαση αδικημάτων, από εγγενή χαρακτηριστικά της συμπεριφοράς του ή των περιστάσεων της υπόθεσης, καθώς και από άλλες σχετικές παραμέτρους, ικανές να συγκροτήσουν πειστικό και εξατομικευμένο προφίλ. Ενδεικτικά, τέτοια πιθανολόγηση μπορεί να θεμελιωθεί στο ποινικό μητρώο του Κατηγορουμένου, σε εκκρεμείς ποινικές υποθέσεις, ή ακόμη και σε υπό καταχώριση υποθέσεις, εφόσον πρόκειται για αδικήματα ίδιας ή συναφούς σοβαρότητας ή φύσης. Ιδιαιτέρως σημαντικό είναι το στοιχείο της επανάληψης παραβατικής συμπεριφοράς ενόσω ο Κατηγορούμενος βρισκόταν ήδη ελεύθερος υπό όρους. Όπου τα υπό εξέταση αδικήματα καλύπτουν χρονικά διαστήματα κατά τα οποία ο Κατηγορούμενος ήταν αποφυλακισμένος ή τελούσε υπό περιοριστικούς όρους για άλλες ποινικές υποθέσεις ή υπό όρους αναστολής, ιδίως για αδικήματα ίδιας ή παρεμφερούς φύσης, το στοιχείο αυτό αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα, υποδηλώνοντας επανειλημμένη εγκληματική τάση[9]. Η πιθανολόγηση μελλοντικής εγκληματικής συμπεριφοράς βάσει υφιστάμενων ή εκκρεμουσών ποινικών διαδικασιών δεν αντιβαίνει στο τεκμήριο της αθωότητας, στον βαθμό που το Δικαστήριο αποφεύγει οποιαδήποτε ουσιαστική κρίση για την ενοχή. Η εκτίμηση αυτή στηρίζεται σε προληπτικά δεδομένα κινδύνου και όχι σε κρίση περί ενοχής ή αθωότητας[10]. Κατά τη νομολογία του ΕΔΔΑ, η αιτιολόγηση προσωρινής κράτησης υπό τον λόγο της πρόληψης νέων αδικημάτων επιβάλλεται να εδράζεται σε συγκεκριμένα και εξατομικευμένα πραγματικά περιστατικά. Η απλή απαρίθμηση προηγούμενων καταδικών ή εκκρεμών υποθέσεων, χωρίς αξιολόγηση της μεταξύ τους σχέσης και των σημερινών συνθηκών, είναι ανεπαρκής. Ο κίνδυνος τέλεσης νέων αδικημάτων πρέπει να είναι πραγματικός, σε παρόντα χρόνο, και η ίδια η κράτηση κατάλληλο και αναλογικό μέτρο, συνυπολογιζομένων των χαρακτηριστικών, της προσωπικότητας και του ιστορικού του κατηγορουμένου[11]. Η ευθύνη απόδειξης της αναγκαιότητας επιβολής ή διατήρησης του μέτρου βαρύνει το Κράτος, όχι τον κατηγορούμενο[12]. Η απλή επίκληση της προσεχούς ημερομηνίας ακρόασης δεν αρκεί ως τεκμήριο νομιμότητας κράτησης (π.χ. δεν επιβάλλεται κράτηση επειδή θα εκδικαστεί η υπόθεση σύντομα). Κάθε χρονικό διάστημα στέρησης της ελευθερίας πρέπει να τεκμηριώνεται με σαφήνεια και εξατομικευμένη αιτιολογία[13]. Ακόμα και στις περιπτώσεις προστασίας της δημόσιας τάξης, όπου το ΕΔΔΑ περιορίζει την επίκλησή της ως λόγο κράτησης σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όπως εγκλήματα πολέμου, τρομοκρατία, μαζική βία ή κραυγαλέες παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, και τότε, απαιτείται να υφίσταται συγκεκριμένος και αποδείξιμος κίνδυνος, όχι απλώς ανάγκη καθησυχασμού του κοινού αισθήματος[14].

 

Στην Παναγή v. Αστυνομίας, ΠΕ 152/24, 25.06.2024, ο κίνδυνος διάπραξης άλλων αδικημάτων είχε διαπιστωθεί στη βάση ενός πολύ μεγάλου αριθμού διαρρήξεων και κλοπών, που περιλάμβανε το κατηγορητήριο, με διαφορετικούς παραπονούμενους, εντός περίπου τρεισήμισι χρόνων, και φερόμενη κλοπιμαία περιουσία αξίας πέραν του €1,4 εκ.. Η παρατεταμένη συνέχιση των αξιόμεμπτων πράξεων, η μεγάλη έκταση της ζημιάς, η πονηριά του κατηγορουμένου και το γεγονός ότι η πείρα και η μεγάλη δεξιότητα του καθιστούσαν εύκολο να επαναλάβει τις παράνομες δραστηριότητες του, κατέληξαν στο ότι ήταν δικαιολογημένος ο φόβος διάπραξης νέων αδικημάτων ίδιας φύσης. Μεταγενέστερες αποφάσεις, όπως μεταξύ άλλων η Τριανταφυλλίδης ν. Αστυνομίας, ΠΕ 96/2025, 15.04.2025, η Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Κίτσιου, ΠΕ 111/2025, 29.05.2025, η Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Seraq, ΠΕ 269/2024, 23.1.2025, η Dhiab v. Αστυνομίας, ΠΕ252/2025, 16.10.2025, και άλλες, απέτρεψαν από το να αναχθεί η Παναγή ν. Αστυνομίας (ανωτέρω) σε γνώμονα εκτίμησης της απαιτούμενης έντασης και ζωτικότητας του κινδύνου, επιτρέποντας την κράτηση και σε περιπτώσεις που υπήρχαν λιγότερες ή καθόλου προηγούμενες καταδίκες ή λιγότερες εκκρεμείς υποθέσεις έως και μία, ή όπου ακόμα παρήλθαν πολλά χρόνια από προηγούμενη εγκληματική συμπεριφορά. Ως προς την τελευταία παράμετρο, σχετική είναι και η Αρέστη ν. Αστυνομίας (2016) 2 ΑΑΔ 1. Πρόσφατες αποφάσεις που επαναλαμβάνουν πάγιες αρχές είναι, μεταξύ άλλων, και η Ignatova v. Αστυνομίας, ΠΕ286/2025, 14.10.2025. Πάντως, κάθε υπόθεση κρίνεται στη βάση των δικών της δεδομένων, ενώ οποιαδήποτε αμφιβολία ως προς την ύπαρξη τέτοιου κινδύνου, από οπουδήποτε κι αν προκύπτει, εφόσον προκύπτει δικαιολογημένα και τεκμηριωμένα, πρέπει να αναχαιτίζει την πορεία προς την έγκριση ενός αιτήματος κράτησης, εφόσον δεν αποκλείεται και η επανεξέτασή του, εάν υπάρξουν νεότερα πιο σαφή δεδομένα. Κατά την απόφαση σχετικά με την επιβολή κράτησης ή την απόλυση, το Δικαστήριο θα πρέπει να εξετάσει κατά πόσο είναι εφικτή η απόλυση υπό όρους[15]

 

Ερχόμενη στην εξέταση του αιτήματος, σε αυτή τη βάση, καταρχάς σημειώνεται εκ νέου πως, αν και είναι αυτοτελής αυτός ο λόγος κράτησης, πως συνεκτιμάται το γεγονός ότι τα αδικήματα που αντιμετωπίζει ο Κατηγορούμενος έχουν σοβαρότητα, με γνώμονα τις προβλεπόμενες στον νόμο ποινές, ότι φέρονται να έχουν διαπραχθεί κατ’ εξακολούθηση σε ευρύ χρονικό πλαίσιο, συνήθης ποινική μεταχείριση περιλαμβάνει ποινή στερητική της ελευθερίας, και ότι, μέσα από το μαρτυρικό υλικό που προσκομίστηκε, στην όψη του, μπορεί να αναδυθεί και ορατή πιθανότητα καταδίκης. Ο Κατηγορούμενος δεν έχει προηγούμενες καταδίκες. Η μία εκκρεμής υπόθεση, η 2706/2025 Κακουργιοδικείου Λεμεσού, είναι για αδικήματα όμοιας φύσης, που φέρονται να διαπράχθηκαν μεταξύ των ετών 2020-2023 και είναι στο ίδιο πλαίσιο δραστηριότητας, στην ίδια ενότητα, που φαίνεται να εντάσσεται και η υπό εξέταση υπόθεση, ως προς την οποία υπάρχουν ήδη περιοριστικοί όροι, που εφαρμόζονται. Δεν μπορεί να λεχθεί πως υπήρξε υποτροπή, που να υποδηλώνει περαιτέρω κίνδυνο. Δεν είναι εφικτό να υπάρξει συμφωνία με την αναφορά της πλευράς της Κατηγορύσας Αρχής ότι ο Κατηγορούμενος τελούσε υπό περιοριστικούς όρους κατά τη φερόμενη διάπραξη των αδικημάτων στην υπό εξέταση υπόθεση, εφόσον δεν υπάρχει ημερομηνία καταχώρισης και επιβολής των περιοριστικών όρων στο Τεκμήριο Β, το 2025, ενώ και η φερόμενη διάπραξη των αδικημάτων στην υπό εξέταση υπόθεση εκτίθεται σε ευρύ χρονικό πλαίσιο, που ανατρέχει και στην 1.6.2024.

 

Η συνολική εικόνα που προκύπτει από τα ως άνω δεδομένα είναι πως δεν υπάρχει ‒ορατός τουλάχιστον‒ ενεργός κίνδυνος διάπραξης περαιτέρω αδικημάτων, και τέτοια ισχυρή εντύπωση, που να δικαιολογεί την κράτηση, ως το έσχατο μέτρο, για σκοπούς πρόληψης, συγκεκριμένης εγκληματικής συμπεριφοράς, ειδικότερα της εμπλοκής σε τέτοιες αγοραπωλησίες ακινήτων με τον ίδιο τρόπο. Εξάλλου, η συμπεριφορά του Κατηγορουμένου εξετάζεται και θα πρέπει να αφεθεί να εξεταστεί πρώτα και υπό το φως των εκκρεμών υποθέσεων, που τον έφεραν για πρώτη φορά ενώπιον της Δικαιοσύνης.

 

Κατάληξη

 

Για τους λόγους που εξηγήθηκαν, με τα επί του παρόντος δεδομένα της υπόθεσης και έχοντας υπόψη το νομικό πλαίσιο, η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου κλίνει ως προς το ότι δεν κρίνεται ως απολύτως αναγκαία η κράτηση του Κατηγορουμένου, για οποιονδήποτε από τους λόγους για τους οποίους το αίτημα έχει υποβληθεί. Για σκοπούς εξασφάλισης της παρουσίας του Κατηγορουμένου στο Κακουργιοδικείο, την 16.1.2026, τίθενται, προς το παρόν, οι ακόλουθοι, πιο αυστηροί, όροι:

 

1.        Ο Κατηγορούμενος να παραδώσει τυχόν ταξιδιωτικά έγγραφα που κατέχει και δεν έχουν μέχρι σήμερα παραδοθεί.

 

2.        Το όνομα του Κατηγορουμένου να τοποθετηθεί στον κατάλογο προσώπων των οποίων η έξοδος απαγορεύεται από την Κυπριακή Δημοκρατία (stop list).

 

3.        Τίθεται απαγόρευση διέλευσης από τα οδοφράγματα που οδηγούν σε μη ελεγχόμενες περιοχές.

 

4.        Ο Κατηγορούμενος να παρουσιάζεται καθημερινά στον Κεντρικό Αστυνομικό Σταθμό Λεμεσού, μεταξύ των ωρών 14:00 – 21:00.

 

5.        Ο Κατηγορούμενος υπογράψει προσωπική εγγύηση ύψους €100.000.

 

 

 

(Υπ.) ………………………

Χρ. Μίτλεττον, Ε.Δ.

Πιστό Αντίγραφο

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ



[1] Ε.Α.Β.Ο. ν. Αστυνομίας, ΠΕ 133/2024, 11.7.2024.

[2] Ιωάννου ν. Δημοκρατίας, ΠΕ112/2025, 2.5.2025, Γεωργίου ν. Αστυνομίας, ΠΕ 163/2024, 26.07.2024, Ε.Ι.Κ. ν. Αστυνομίας, ΠΕ 186/2024, 24.07.2024, Στυλιανού ν Δημοκρατίας, ΠΕ 78/24, 8.4.2024, Γενικός Εισαγγελέας v. Γ.Ν., ΠΕ 145/23, 21.7.2023, Κοτσούδη ν. Αστυνομίας, ΠΕ 131/20, 20.8.2020, ECLI:CY:AD:2020:B288, Dydi v. Αστυνομίας, ΠΕ 103/20, 3.9.2020, Νικήτα ν. Δημοκρατίας (2011) 2 ΑΑΔ 54, Τσεκούρα ν. Δημοκρατίας (2010) 2 ΑΑΔ 32, Νικολάου ν. Αστυνομίας (2008) 2 ΑΑΔ 790, Θεοχάρους κ.α. ν. Δημοκρατίας (2002) 2 ΑΑΔ 48, Βασιλείου ν. Αστυνομίας (1997) 2 ΑΑΔ 7.

[3] Τσαπατσάρης ν. Αστυνομίας (2004) 2 ΑΑΔ 600, Σπανού κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2013) 2 ΑΑΔ 281, Θεοδωρίδης κ.ά. ν. Αστυνομίας (2001) 2 ΑΑΔ.139.

[4] Dereci v. Turkey, 2005, § 38.

[5] Shimon Mistriel Aykout v. Αστυνομίας, ΠΕ 160/2024, 16.07.2024, Θεοχάρους κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2002) 2 ΑΑΔ 48, Καραγιάννη ν. Αστυνομίας, ΠΕ20/2025, 10.02.2025.

[6] Wemhoff v. Letellier, 1968, § 46· Luković v. Serbia, αρ. 43808/07, § 54, 26 Μαρτίου 2013.

[7] Memic v. ΔημοκρατίαςΠΕ 81/2019 κ.ά., 16.07.2019, Diab v. Γενικός Εισαγγελέας, ΠΕ Ε151/2019, 13.08.2019, Shimon Mistriel Aykout v. Αστυνομίας, ΠΕ 160/2024, 16.07.2024.

[8] Dhiab v. Αστυνομίας, ΠΕ252/2025, 16.10.2025, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Seraq, ΠΕ 269/2024, 23.1.2025, Ε.Α.Β.Ο. ν. Αστυνομίας, ΠΕ 133/2024, 11.7.2024, Χριστοδούλου v. Δημοκρατίας, ΠΕ 47/24, 11.3.2024, Γενικός Εισαγγελέας ν. Γ.Ν., ΠΕ 145/23, 21.7.2023, Σάρρου ν. Δημοκρατίας, ΠΕ 81/23, 10.5.2023, Ιωάννου ν. Αστυνομίας, ΠΕ 25/22, 4.2.2022, ECLI:CY:AD:2022:B50, Νικολάου ν. Δημοκρατίας (2013) 2 ΑΑΔ 227, Σιακαλλή ν. Δημοκρατίας (2007) 2 ΑΑΔ 130, Χατζηδημητρίου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 ΑΑΔ 45.

[9] Γενικός Εισαγγελέας ν. Παταϊσιας, ΠΕ 157/2024, 30.9.2024, Μπατιρίδης ν. Αστυνομίας, ΠΕ 231/2024, 8.10.2024, Ε.Α.Β.Ο. ν. Αστυνομίας, ΠΕ 133/2024, 11.7.2024, Παναγή ν. Αστυνομίας, ΠΕ 152/24, 25.6.2024, Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας, ΠΕ 271/23, 24.1.2023, Χριστούδια ν. Αστυνομίας (2001) 2 ΑΑΔ 689, Κωνσταντινίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 2 ΑΑΔ 109, Δημοκρατία ν. Θεμιστοκλέους, ΠΕ 84/24, 16.04.2024.

[10] Ε.Α.Β.Ο. ν. Αστυνομίας, ΠΕ 133/2024, 11.07.2024, Παναγή v. Αστυνομίας, ΠΕ 152/24, 25.06.2024, Δημοκρατία ν. Θεμιστοκλέους, ΠΕ 84/24, 16.04.2024, Γενικός Εισαγγελέας ν. Κυριάκου (2001) 2 ΑΑΔ 373.

[11] Clooth v. Belgium (1991).

[12] Clooth v. Belgium, 1991, § 40· Boicenco v. Moldova, § 142· Aleksanyan v. Russia, § 179, Tase v. Romania, § 40.

[13] Idalov v. Russia [GC], § 140.

[14] Letellier v. France (1991), § 51· Prencipe v. Monaco, 2009, § 79· Milanković and Bošnjak v. Croatia (2016), § 154 κ.α.

[15] Shabani v. Switzerland, 2009, § 65· Sadegül Özdemir v. Turkey, 2005, § 44.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο