ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Ε. ΜΙΝΤΗ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΠΡΟΣ. Ε.Δ.
Αρ. Υπόθεσης 4815/2024
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΛΕΜΕΣΟΥ
ν.
ARIF AKSAHIN
Κατηγορούμενος
----------------------------------
Ημερ. 11/02/2025
Εμφανίσεις:
Για Κατηγορούσα Αρχή: κος Π. Ευρυπίδου
Για Κατηγορούμενο: κος Κ. Χαραλάμπους
Κατηγορούμενος, παρών
ΠΟΙΝΗ
I. ΑΔΙΚΗΜΑΤΑ
Ο Κατηγορούμενος κρίθηκε ένοχος μετά από δική του παραδοχή στις δύο κατηγορίες που αντιμετωπίζει, ήτοι της πρόκλησης θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης, κατά παράβαση του άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα, ΚΕΦ. 154, και των άρθρων 19 και 20Α του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου, Ν. 86/1972, όπως τροποποιήθηκε (1η κατηγορία) και της παράβασης σήματος τροχαίας, κατά παράβαση των Καν. 58(2)(δ) και 72 των περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Κανονισμών του 1984 και του άρθρου 19 του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου, Ν. 86/1972, όπως τροποποιήθηκε (2η κατηγορία).
Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες της 1ης κατηγορίας, ο Κατηγορούμενος στις 26/03/2022 στην οδό Πάφου στη Λεμεσό, ενώ οδηγούσε το μηχανοκίνητο όχημα με αρ. εγγραφής [ ], λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης ή συμπεριφοράς, που δεν αναγόταν σε υπαίτια αμέλεια, χωρίς πρόθεση, επέφερε το θάνατο του Αριστοτέλη Ερωτοκρίτου, τέως από τη Λεμεσό.
Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες της 2ης κατηγορίας, ο Κατηγορούμενος κατά τον ίδιο τόπο και χρόνο, ενώ οδηγούσε το μηχανοκίνητο όχημα με αρ. εγγραφής [ ], εξερχόμενος από το χώρο του πρατηρίου καυσίμων ESSO στην οδό Πάφου, έστριψε δεξιά παραβιάζοντας την άσπρη συνεχή γραμμή, με την οποία ήταν χαραγμένη η εν λόγω οδός.
II. ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Η Κατηγορούσα Αρχή κατέθεσε 6 τεκμήρια με τη συγκατάθεση του συνηγόρου του Κατηγορούμενου. Συγκεκριμένα, την έκθεση γεγονότων (Τεκμήριο 1), σχέδιο της σκηνής του δυστυχήματος επί κλίμακος 1:200 (Τεκμήριο 2), ιατροδικαστική έκθεση του Δρ. Ο.Ο. (Τεκμήριο 3), USB και CD που περιέχει βίντεο από ΚΚΒΠ, το οποίο κατέγραψε τη σκηνή του δυστυχήματος (Τεκμήριο 4), βιβλιάριο φωτογραφιών της σκηνής του δυστυχήματος (Τεκμήριο 5) και βιβλιάριο φωτογραφιών της νεκροτομής του θύματος (Τεκμήριο 6).
Τα γεγονότα που περιβάλλουν την υπόθεση, όπως έχουν εκτεθεί από την Κατηγορούσα Αρχή και καταγράφονται στην έκθεση γεγονότων, δεν αμφισβητούνται από τον συνήγορο του Κατηγορούμενου.
Σύμφωνα με την Έκθεση Γεγονότων, η οποία κατατέθηκε ως Τεκμήριο 1, στις 26/03/2022 και περί ώρα 18:15 ο Κατηγορούμενος εισήλθε με το αυτοκίνητο του με αρ. εγγραφής ΝΡΜ598 εντός του πρατηρίου βενζίνης ESSO, το οποίο βρίσκεται νότια της οδού Πάφου, με σκοπό να το εφοδιάσει με καύσιμα. Στη συνέχεια και περί ώρα 18:20, αφού εφοδίασε το αυτοκίνητο του με καύσιμα το οδήγησε με βόρεια κατεύθυνση. Ακολούθως, χωρίς να σταματήσει και παραβιάζοντας πινακίδα τροχαίας υποχρεωτικής στροφής αριστερά, εισήλθε απευθείας στην οδό Πάφου, παραβιάζοντας ξανά άσπρη συνεχή γραμμή στρίβοντας δεξιά, με αποτέλεσμα να κτυπήσει και να παρασύρει τον πεζό Αριστοτέλη Ερωτοκρίτου (θύμα), ο οποίος τη συγκεκριμένη στιγμή διασταύρωνε την οδό Πάφου, οδεύοντας από βόρεια προς νότια. Από τη σύγκρουση, ο πεζός εγκλωβίστηκε κάτω από το αυτοκίνητο του Κατηγορούμενου και σύρθηκε στην άσφαλτο και στη συνέχεια, ο Κατηγορούμενος έκανε όπισθεν για να τον απεγκλωβίσει.
Το θύμα, προτού κτυπηθεί από το αυτοκίνητο του Κατηγορούμενου, περπατούσε στο βόρειο πεζοδρόμιο της οδού Πάφου με δυτική κατεύθυνση. Στη συνέχεια, κατέβηκε στο δρόμο και συνέχισε να περπατά στην άκρη του δρόμου με την ίδια κατεύθυνση. Μετά ανέβηκε εκ νέου στο βόρειο πεζοδρόμιο, περπάτησε μερικά μέτρα και στη συνέχεια κατέβηκε ξανά στο δρόμο. Κοντοστάθηκε, γύρισε το πρόσωπο του προς τα νότια, έλεγξε το δρόμο αριστερά και δεξιά του και στη συνέχεια ξεκίνησε να διασταυρώνει το δρόμο τρέχοντας, με αποτέλεσμα να κτυπηθεί από το αυτοκίνητο NPM598, το οποίο οδηγούσε ο Κατηγορούμενος, όπως δε αναφέρεται ανωτέρω, εξερχόταν από το πρατήριο βενζίνης ESSO.
Αυτόπτης μάρτυρας ήταν η Ν.Π. (εφεξής Μ1), η οποία οδηγούσε το αυτοκίνητο της στην οδό Πάφου με δυτική κατεύθυνση. Αυτή ήταν το πρώτο άτομο στη σκηνή, η οποία λόγω της ιδιότητας της ως νοσηλεύτρια, προσπάθησε να παράσχει Α’ Βοήθειες στο θύμα, αμέσως μετά τη σύγκρουση.
Ο πεζός τραυματίστηκε θανάσιμα. Στη σκηνή έφθασε η ώρα 18:37 ασθενοφόρο του Γ.Ν. Λεμεσού με επικεφαλής τον νοσηλευτή Κ.Κ. (εφεξής Μ2) και από εξετάσεις που διενήργησε διαπίστωσε ότι, το θύμα δεν ανταποκρινόταν, κατάλαβε δε ότι, ήταν νεκρός. Το θύμα μεταφέρθηκε με ασθενοφόρο στο Τμήμα Α’ Βοηθειών του Γ.Ν. Λεμεσού, εξετάστηκε από τον επί καθήκοντι ιατρό Δρα Μ.Α. (εφεξής Μ3) στις 19:04, ο οποίος διαπίστωσε ότι, ήταν νεκρός και εξέδωσε βεβαίωση θανάτου. Τη σορό του θύματος αναγνώρισε ο υιός του Χ.Ε. (εφεξής Μ4).
Στη σκηνή έφθασαν στις 18:45 οι Αστ. 1855 Π. Παναγιώτου (εφεξής Μ6) και Αστ. 2029 Κ.Κ. μαζί με άλλα μέλη της Τροχαίας Λεμεσού, ενώ λίγο αργότερα έφθασε και ο Αν. Λοχίας 2201 Α.Ν. (εφεξής Μ5), ο οποίος ανέλαβε τη διερεύνηση του δυστυχήματος. Ο Μ5 κατά την άφιξη του στη σκηνή εντόπισε τον Κατηγορούμενο μαζί με το αυτοκίνητο του. Παρών ήταν και η αυτόπτης μάρτυρας (Μ1). Αφού έλαβε τις αναγκαίες μετρήσεις, ετοίμασε πρόχειρο σχέδιο της σκηνής του δυστυχήματος, το οποίο μετέτρεψε αργότερα σε σχέδιο επί κλίμακας. Ο Μ6 φωτογράφησε τη σκηνή του δυστυχήματος και το εμπλεκόμενο όχημα. Ο Κατηγορούμενος υποβλήθηκε σε προκαταρκτικό έλεγχο αλκοτέστ από τον Αστ. 2963 της Τροχαίας Λεμεσού με μηδενική ένδειξη (0mg%) και αργότερα σε έλεγχο νάρκτοτεστ με αρνητική ένδειξη.
Ο Μ5 οδήγησε το αυτοκίνητο του Κατηγορούμενου από τη σκηνή του δυστυχήματος μέχρι την Τροχαία Λεμεσού και διαπίστωσε ότι, δεν υπήρχε οποιοδήποτε μηχανικό πρόβλημα. Έλεγξε τα συστήματα διεύθυνσης, πέδησης, ανάρτησης, φώτα πορείας και δείκτες του οχήματος, τα οποία λειτουργούσαν κανονικά. Τα ελαστικά του ήταν σε καλή κατάσταση.
Ο Κατηγορούμενος συνελήφθη κατόπιν δικαστικού εντάλματος σύλληψης την ίδια μέρα και ώρα 23:00 ως ύποπτος για το αδίκημα του άρθρου 210, ΚΕΦ. 154 και αφού του επιστήθηκε η προσοχή του στο Νόμο απάντησε «Εντάξει», ενώ στη συνέχεια εξασφαλίστηκε διάταγμα προσωποκράτησης του για 2 ημέρες προς διευκόλυνση των εξετάσεων.
Από έλεγχο που έγινε στην περιοχή διαπιστώθηκε ότι, ακριβώς εκεί που έγινε το δυστύχημα, στην οδό Πάφου και απέναντι από το πρατήριο βενζίνης ESSO βρίσκεται το χρυσοχοείο με την ονομασία «Λεόντιος», στο οποίο υπήρχαν εγκατεστημένες εξωτερικές κάμερες ασφαλείας. Στις 28/03/2022 έγινε έλεγχος στις κάμερες από τον Αστ. 2738 Μ.Μ. (εφεξής Μ10) και διαπίστωσε ότι, το δυστύχημα καταγράφηκε από κάμερα, η οποία ήταν τοποθετημένη στην εξωτερική πρόσοψη του χρυσοχοείου. Την ίδια μέρα και ώρα 17:50 ο Γ.Μ. (εφεξής Μ9), τεχνικός καμερών ασφαλείας, παρέδωσε στον Μ10 USB (Τεκμήριο 4), το οποίο περιείχε τα οπτικά πλάνα του δυστυχήματος. Στις 29/03/2022 και ώρα 11:00 ο Μ10 παρέδωσε το USB στον Μ5, εξεταστή της υπόθεσης.
Στις 27/03/2022 λήφθηκε ανακριτική κατάθεση από τον Κατηγορούμενο στη μητρική του γλώσσα (κουρδικά), στην παρουσία διερμηνέα, ο οποίος μεταξύ άλλων, ανέφερε ότι, οδηγούσε το αυτοκίνητο με αρ. εγγραφής [ ] και εξερχόταν με βόρεια κατεύθυνση από το πρατήριο βενζίνης ESSO. Προτού εισέλθει στην οδό Πάφου, όπως ανέφερε, έλεγξε το δρόμο αριστερά και δεξιά και αφού δεν έρχονταν αυτοκίνητα, εισήλθε στην οδό Πάφου, στρίβοντας δεξιά και κτύπησε το θύμα, ο οποίος διασταύρωνε την εν λόγω οδό από βόρεια προς νότια. Στην παρουσία της διερμηνέα, του υποδείχθηκε από τον Μ5 το πρόχειρο σχέδιο της σκηνής, με το οποίο ο Κατηγορούμενος συμφώνησε και υπέγραψε ως ορθό.
Στις 29/03/2022 και ώρα 10:00 ο ιατροδικαστής Δρ. Ο.Ο. διενήργησε νεκροτομή επί της σορού του θύματος στο Γ.Ν. Λεμεσού και αποφάνθηκε ότι, ο θάνατος του επήλθε συνεπεία πολλαπλών κακώσεων σώματος και ζωτικών οργάνων, λόγω του αναφερόμενου τροχαίου δυστυχήματος (Τεκμήριο 3).
Από το θύμα λήφθηκαν δείγματα αίματος, ούρων και οφθαλμικού υγρού για τη διενέργεια τοξικολογιών εξετάσεων. Στο ληφθέν δείγμα ούρων, σύμφωνα με την έκθεση του Εργαστηρίου Δικανικής Χημείας και Τοξικολογίας του Κράτους, ανιχνεύθηκε λιδοκαΐνη, η οποία ανήκει στην κατηγορία των αναισθητικών φαρμάκων. Δεν ανιχνεύθηκε αιθυλική αλκοόλη, ελεγχόμενες ουσίες ή οποιοδήποτε από τα κοινώς χορηγούμενα φάρμακα.
Δεν κατέστη δυνατή η εξαγωγή συμπερασμάτων αναφορικά με τη συμπεριφορά του αυτοκινήτου του Κατηγορούμενου τη στιγμή της σύγκρουσης, καθ’ ότι το εν λόγω αυτοκίνητο δεν υποστηρίζεται από το λογισμικό πρόγραμμα CDR, το οποίο έχει στην διάθεσή της η Αστυνομία.
Στις 31/03/2022 και περί ώρα 19:25 (ενόψει της αλλαγής ώρας, μία ώρα μπροστά, που έγινε στις 26/03/2022), ο Μ5 επισκέφθηκε εκ νέου τη σκηνή του δυστυχήματος μαζί με τους Αστ. 392 και 2909 για να διαπιστώσει την ορατότητα που είχε ο Κατηγορούμενος προς την οδό Πάφου και κατά πόσον είχε τη δυνατότητα να αντιληφθεί τον πεζό (θύμα). Αφού αποκόπηκε η τροχαία κίνηση για μερικά λεπτά, ο Μ5 οδήγησε το αυτοκίνητο [ ] στο πρατήριο βενζίνης ESSO εξερχόμενος με βόρεια κατεύθυνση, με σκοπό να εισέλθει στην οδό Πάφου. Την ίδια ώρα ο Αστ. 2909 ο οποίος παρίστανε τον πεζό, διασταύρωσε την οδό Πάφου από βόρεια προς νότια, όπως η πορεία του θύματος. Κατά τον χρόνο της οδήγησης του Μ5 και τη στιγμή που εισερχόταν στην οδό Πάφου, διαπίστωσε ότι, δεν υπήρχε ο,τιδήποτε που να του εμποδίζει την ορατότητά του και πολύ εύκολα μπορούσε ο οδηγός να αντιληφθεί τον πεζό, αφού ήταν ακριβώς απέναντι του. Η ορατότητα του ήταν απρόσκοπτη.
Ο καιρός ήταν αίθριος και θερμός. Το δυστύχημα επεσυνέβη κατά τη διάρκεια της νύχτας. Ο οδικός φωτισμός ήταν αναμμένος. Υπήρχαν κολώνες οδικού φωτισμού κατά μήκος της οδού Πάφου και στις δύο πλευρές, που παρείχαν πολύ ικανοποιητικό φωτισμό κατά μήκος της οδού.
Η οδός Πάφου εμπίπτει εντός των δημοτικών ορίων του Δήμου Λεμεσού και πρόκειται για κατοικημένη περιοχή, με εμπορικά καταστήματα και επιχειρήσεις. Είναι δρόμος διπλής κατεύθυνσης, με δύο λωρίδες κυκλοφορίας για τα οχήματα τα οποία κατευθύνονται δυτικά και μονής κατεύθυνσης για τα οχήματα τα οποία κατευθύνονται ανατολικά. Οι δύο κατευθύνσεις χωρίζονται από άσπρη συνεχή γραμμή, εκτός από κάποιες συμβολές δρόμων που η διαχωριστική γραμμή αλλάζει σε διακεκομμένη, έτσι ώστε να επιτρέπεται η στροφή οχημάτων δεξιά. Το ανώτατο επιτρεπόμενο όριο ταχύτητας είναι 50ΧΑΩ. Υπήρχε διπλή κίτρινη γραμμή και στις δύο πλευρές της οδού Πάφου, η οποία απαγορεύει τη στάση και στάθμευση οχημάτων.
Στην οδό Πάφου υπήρχαν σήματα τροχαίας, ενώ στην έξοδο του πρατηρίου βενζίνης ESSΟ, υπάρχουν δύο πινακίδες τροχαίας με βέλος υποχρεωτικής κατεύθυνσης μόνο για αριστερά (ίδε Τεκμήριο 2). Επιπρόσθετα, κατά την έξοδο από το πρατήριο βενζίνης, η στροφή δεξιά απαγορεύεται, αφού υπάρχει άσπρη συνεχής γραμμή επί της ασφάλτου.
Ως διακρίνεται και από το σχέδιο επί κλίμακας της σκηνής του δυστυχήματος (Τεκμήριο 2), στο οδόστρωμα βρέθηκαν γδαρσίματα από το σώμα του πεζού, αφού από το κτύπημα πάνω στο αυτοκίνητο, εγκλωβίστηκε κάτω από αυτό και σύρθηκε για 1,70 εκ στην άσφαλτο διαγώνια. Το σημείο σύγκρουσης Χ τοποθετήθηκε στην αρχή των εν λόγω γδαρσιμάτων. Στην άσφαλτο, ανατολικότερα του σημείου σύγκρουσης, εντοπίστηκε κηλίδα αίματος από το σώμα του θύματος.
Το αυτοκίνητο του Κατηγορούμενου δεν υπέστη οποιαδήποτε εμφανή ζημιά. Παρατηρήθηκε ξεσκόνισμα – σκούπισμα στη μπροστινή δεξιά γωνιά του και στο κάτω μέρος του προφυλακτήρα.
Σύμφωνα με την έκθεση γεγονότων, το θύμα ήταν ηλικίας 76 ετών, συνταξιούχος, από την επαρχία Λεμεσού και κατέλειπε σύζυγο και 2 παιδιά.
III. ΜΗΤΡΩΟ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥ
Ο συνήγορος της Κατηγορούσας Αρχής ανέφερε ότι, ο Κατηγορούμενος δεν έχει προηγούμενες καταδίκες σε ισχύ και δεν βαρύνεται με βαθμούς ποινής στην άδεια οδήγησής του.
IV. ΕΚΘΕΣΗ ΓΡΑΦΕΙΟΥ ΕΥΗΜΕΡΙΑΣ
Κατόπιν οδηγιών του Δικαστηρίου, ετοιμάστηκε κοινωνική έκθεση για το πρόσωπο του Κατηγορούμενου από τις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας (ημερ. παραλαβής η 30/12/2024), στο περιεχόμενο της οποίας θα γίνει αναφορά στο κατάλληλο στάδιο, εκεί και όπου κρίνεται αναγκαίο, η οποία και έχει υιοθετηθεί από τον συνήγορο του Κατηγορούμενου. Η εν λόγω έκθεση συνοδεύεται από ιατρικά πιστοποιητικά που αφορούν τον ίδιον, την σύζυγό του, αλλά και το μικρότερο τέκνο του Κατηγορούμενου.
V. ΕΙΣΗΓΗΣΕΙΣ/ΑΓΟΡΕΥΣΗ ΣΥΝΗΓΟΡΟΥ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥ
Ο συνήγορος του Κατηγορούμενου κατέθεσε γραπτή αγόρευση στα πλαίσια μετριασμού της ποινής, την οποία καλείται να επιβάλει το Δικαστήριο, η οποία αγόρευση κατατέθηκε ως Έγγραφο Α και συνοδεύεται από δύο ιατρικά πιστοποιητικά που αφορούν τη σύζυγο του Κατηγορούμενου, τα οποία και σημειώθηκαν ως Έγγραφο Α1 και Έγγραφο Α2, αντίστοιχα.
Προφορικά, περιορίστηκε να επισημάνει ότι, ο Κατηγορούμενος καθυστέρησε να δει το θύμα. Αυτό, όπως εξήγησε, έγκειται στο γεγονός ότι, η σύγκρουση έγινε κατά τη διάρκεια της νύκτας, το θύμα έφερε σκουρόχρωμο ρουχισμό και διέσχισε το δρόμο τρέχοντας από μη ελεγχόμενη διάβαση πεζών.
Στην γραπτή του αγόρευση εστίασε στους μετριαστικούς παράγοντες που καλείται το Δικαστήριο να λάβει υπόψη του, ήτοι τις προσωπικές-οικογενειακές και οικονομικές περιστάσεις του Κατηγορούμενου, το γεγονός ότι, την καθυστέρηση που διαπιστώθηκε στην προώθηση και καταχώρηση της παρούσας υπόθεσης από την Κατηγορούσα Αρχή και το ότι ήταν ένα μεμονωμένο περιστατικό.
Σε ό,τι αφορά τις συνθήκες διάπραξης των αδικημάτων, ανέφερε ότι, η γενεσιουργός αιτία πρόκλησης του θανατηφόρου δυστυχήματος ήταν η παραβίαση συνεχούς άσπρης γραμμής, η οποία, κατά τα άλλα, τιμωρείται με εξώδικο πρόστιμο, πράγμα το οποίο, όπως, εισηγείται, καταδεικνύει την μειωμένη σοβαρότητα της παράβασης και ότι, στη θέση του Κατηγορούμενου θα μπορούσε να βρεθεί οποιοδήποτε πρόσωπο. Ο Κατηγορούμενος, εξήλθε του πρατηρίου βενζίνης στρίβοντας παράνομα δεξιά και προτού ολοκληρώσει τη στροφή του, κτύπησε το θύμα. Παρόλο που δεν υπάρχει ακριβής μαρτυρία ως προς την ταχύτητα του αυτοκινήτου του Κατηγορούμενου, εντούτοις, εισηγείται, αυτή δεν είναι δυνατόν να ήταν μεγάλη, λόγω της πολύ σύντομης απόστασης που διένυσε αυτό μέχρι τη σύγκρουση.
Στην αγόρευση του συνηγόρου υπεράσπισης σημείο αναφοράς αποτέλεσε και η θέση ότι, το θύμα υπέχει συντρέχουσα ευθύνη, αναγνωρίζοντας ότι, ένας συνάνθρωπος μας έχει χάσει την ζωή του και η οικογένειά του θρηνεί. Σύμφωνα με την υπεράσπιση, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη κατά την επιμέτρηση της ποινής το γεγονός ότι, η συμπεριφορά του θύματος ήταν τέτοια που συνέβαλε στη δημιουργία του κινδύνου[1] (σκουρόχρωμος ρουχισμός, τρέχοντας και διασταυρώνοντας από σημείο που δεν υπήρχε διάβαση πεζών), ενώ σύμφωνα με την εισήγηση του, το θύμα τελούσε υπό κάποιου είδους σύγχυση, σύμφωνα με την μαρτυρία της Μ1, αλλά και την καταγραφή από το ΚΚΒΠ (Τεκμήριο 4), η οποία αποτυπώθηκε στο σχέδιο της σκηνής (Τεκμήριο 2) και καταγράφει τις κινήσεις του θύματος πριν αποφασίσει να διασταυρώσει την οδό Πάφου.
Υποστήριξε ότι, ο Κατηγορούμενος δεν αντιλήφθηκε, όπως όφειλε, ότι η στροφή δεξιά απαγορεύετο, εντούτοις η συμπεριφορά του δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι, ήταν εγωιστική ή παντελώς αδιάφορη ως προς την ασφάλεια τρίτων προσώπων, αλλά ούτε και αποκαλύπτει συνεχή και εκτεταμένη απερισκεψία. Εισηγήθηκε ότι, η οδική του συμπεριφορά, αν και δεν θα αναμένετο από τον μέσο συνετό οδηγό, εντούτοις ήταν στιγμιαία. Το οδικό του σφάλμα, συνέχισε, είναι μειωμένης σοβαρότητας σε σύγκριση με άλλες τροχαίες παραβάσεις, ενώ δεν συντρέχουν επιβαρυντικοί παράγοντες (π.χ. οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλης ή ναρκωτικών ουσιών, υπερβολική ταχύτητα, παράνομο προσπέρασμα, χρήση κινητού τηλέφωνου, παρατεταμένη επικίνδυνη οδήγηση ή προηγούμενες καταδίκες σε σχέση με τροχαίες παραβάσεις) και, κατά συνέπεια, οι πράξεις του Κατηγορούμενου θα πρέπει, εισηγείται, να ενταχθούν στην χαμηλότερη βαθμίδα ταξινόμησης.
Για το ύψος της ποινής, κάλεσε το Δικαστήριο να αντλήσει καθοδήγηση από τις αποφάσεις Αστυνομία ν. Μόδεστου Νικολάου,[2] Α.Δ. Λεμεσού ν. Pasha Ivanova Paneva,[3] Δημοκρατία ν. Άννα Γερολέμου[4] και Γ.Ε. ν. Ανδρέας Σωτηρίου.[5]
Σε ό,τι αφορά τις προσωπικές περιστάσεις του Κατηγορούμενου, αυτός είναι ηλικίας σήμερα 49 ετών (κατά τον επίδικο χρόνο 46 ετών), κουρδικής καταγωγής. Ήρθε στην Κύπρο το 2003 στην προσπάθεια του να αναζητήσει ένα ασφαλές καταφύγιο για εκείνον και την οικογένειά του. Εισήλθε στο έδαφος της Δημοκρατίας παράνομα και πριν εξασφαλίσει καθεστώς πολιτικού πρόσφυγα παρέμεινε υπό κράτηση στις Κεντρικές Φυλακές για 3 περίπου μήνες. Με πολλές δυσκολίες, η οικογένεια του έφθασε στην Κύπρο το 2004, οπότε και επανασυνδέθηκε, έλαβαν οικονομική βοήθεια για περίπου 4 μήνες και έκτοτε διαμένουν νόμιμα και αρμονικά στην Δημοκρατία και με μεγάλο κόπο έχουν ξαναφτιάξει τη ζωή τους. Η ζωή τους, πριν την άφιξη τους στην Κύπρο, σημαδεύτηκε από βίαιες εντάσεις, πολεμικές διαταραχές και αβεβαιότητα για το μέλλον τους. Σύμφωνα με την έκθεση του Γραφείου Ευημερίας, ο Κατηγορούμενος μεγάλωσε σε συνθήκες φτώχειας και ένδειας, σε μία φτωχή πολυμελή οικογένεια. Από την νεαρή του ηλικία δεν έχει καλές αναμνήσεις και ανέφερε ότι, ήταν πολιτικός κρατούμενος για 3-4 μήνες σε φυλακές στο Κουρδιστάν. Φοίτησε μέχρι την Γ’ Τάξη του Δημοτικού Σχολείου, λόγω της ιδιαίτερης κατάστασης, ένεκα του ότι, η διδασκαλία των μαθημάτων γινόταν μόνο στην τουρκική γλώσσα και ο ίδιος δεν μπορούσε να ομιλήσει την μητρική του γλώσσα, αφού σε διαφορετική περίπτωση, θα του επιβαλλόταν τιμωρία.
Σύμφωνα με το περιεχόμενο της Έκθεσης του Γραφείου Ευημερίας και την αγόρευση του συνηγόρου του, ο Κατηγορούμενος διαμένει μαζί με τη σύζυγό του (ηλικίας 45 ετών) και τα τρία εκ των πέντε παιδιών του (ηλικίας 22 ετών, 19 ετών και 14 ετών αντίστοιχα) σε ενοικιαζόμενη κατοικία 3 υπνοδωματίων, για την οποία καταβάλλεται ενοίκιο εκ €750 μηνιαίως. Τα άλλα δύο παιδιά τους (ηλικίας 23 ετών και 18 ετών αντίστοιχα) φοιτούν σε πανεπιστημιακά ιδρύματα της Ελλάδας. Οι σχέσεις του με την οικογένειά του είναι αρμονικές.
Εργάζεται ως υπάλληλος στο Τμήμα Συσκευασίας της εταιρείας Χαραλαμπίδης Κρίστης και λαμβάνει €1.200= μηνιαίως, ενώ η σύζυγός του λαμβάνει €900= μηνιαίως από την εργασία της ως καθαρίστρια Ιδιωτικής Κλινικής. Εκτός από το ενοίκιο, η σύζυγός του οφείλει χρηματικό ποσό εκ €2.000= προς τον εργοδότη της, ποσό το οποίο δανείστηκε για κάλυψη επειγουσών – έκτακτων αναγκών της οικογένειας, το οποίο και αποπληρώνεται με μηνιαίες δόσεις. Εκτός από τα έξοδα διαβίωσής τους, όσα χρήματα περισσεύουν, χρησιμοποιούνται για τη συντήρηση των τέκνων της οικογένειας τους, που είναι εξαρτώμενα.
Η σύζυγος του Κατηγορούμενου, συνεπεία εργατικού ατυχήματος στο Μέλαθρον Αγωνιστών ΕΟΚΑ όπου εργαζόταν το 2014, πάσχει από ενδοκρανιακή υπέρταση με συμπτώματα ζάλης, αστάθειας και πονοκεφάλων, ενώ της έχουν προκληθεί προβλήματα όρασης και παρακολουθείται στενά από οφθαλμίατρο και νευρολόγο μέχρι σήμερα, ενόψει αυξημένης πιθανότητας εκδήλωσης εγκεφαλικού επεισοδίου (ίδε Έγγραφα Α1 και Α2), ενώ η εργασία της είναι ασταθής, λόγω της κατάστασης της υγείας της, η δε εργασία του Κατηγορούμενου είναι η κύρια πηγή εισοδημάτων για την οικογένεια.
O Κατηγορούμενος τον Αύγουστο του 2024 διαγνώστηκε με γαστρίτιδα και οισοφαγίτιδα Β, σκληρόδερμα, σύνδρομο crest και το φαινόμενο Raynaud (ίδε Ενημερωτικό Σημείωμα Ασθενούς ημερ. 08/08/2024, που συνοδεύει την Έκθεση του Γραφείου Ευημερίας).
Τόνισε ότι, ο Κατηγορούμενος είναι λευκού ποινικού και οδικού (χωρίς βαθμούς ποινής) μητρώου και ουδέποτε απασχόλησε τις διωκτικές αρχές ή το Δικαστήριο (πέραν του ζητήματος αμέσως μετά την άφιξη του στη Δημοκρατία) τις 2 δεκαετίες διαμονής του στην Κύπρο με την οικογένειά του. Εκείνος και η οικογένεια του έχουν ενταχθεί και αφομοιωθεί πλήρως και προσφέρουν θετικά στην κοινωνία. Ο συνήγορος του, ανέφερε ότι, η μεγαλύτερη θυγατέρα του βραβεύθηκε για τις επιδόσεις της στο Λύκειο από την Πρώτη Κυρία της Δημοκρατίας και παρόμοιες μαθητικές επιδόσεις έχουν να επιδείξουν και τα υπόλοιπα τα τέκνα της οικογένειας, κάτι, εισηγείται, που, μαρτυρεί την ανατροφή και διαπαιδαγώγηση τους.
Εστίασε στην καθυστέρηση προώθησης της παρούσας υπόθεσης, η οποία καταχωρήθηκε στις 11/04/2024 (το συμβάν έγινε στις 26/03/2022), με αποτέλεσμα τόσο ο ίδιος, όσο και η οικογένεια του για μεγάλο χρονικό διάστημα να ζουν κάτω από τρομερό άγχος, φόβο και αβεβαιότητα. Από το άγχος, ανέφερε ότι, ο Κατηγορούμενος παρουσίασε αυτοάνοσα νοσήματα, με αποτέλεσμα να δυσκολεύεται στην εργασία του και του έχει στοιχίσει τόσο σε ψυχολογικό επίπεδο, όσο και οικονομικό. Η κατάσταση της ψυχικής του υγείας περιγράφεται ως κακή, αλλά λόγω έλλειψης πόρων και ελεύθερου χρόνου δεν έτυχε επαγγελματικής αξιολόγησης.
Κάλεσε το Δικαστήριο να λάβει υπόψη την άμεση παραδοχή του Κατηγορούμενου, τον καλό χαρακτήρα του, το μητρώο του και τη διαγωγή του μετά το συμβάν. Προσπάθησε 3 φορές να επικοινωνήσει με την οικογένεια του θύματος, ώστε να τους συλλυπηθεί και απολογηθεί, χωρίς αυτό να καταστεί εφικτό.
Σε περίπτωση που το Δικαστήριο προσανατολίζεται στην επιβολή ποινής φυλάκισης, κάλεσε το Δικαστήριο να λάβει υπόψη του, τις ιδιαίτερες συνθήκες του Κατηγορούμενου και τις προσπάθειες που κάνει για να παρέχει ένα καλύτερο μέλλον στην οικογένεια του, τη φύση της αμέλειας που επιδείχθηκε και το μεγάλο χρονικό διάστημα που παρήλθε στην προώθηση της υπόθεσης και να εξετάσει το ενδεχόμενο αναστολής τέτοιας ποινής.
VI. ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ
Το αδίκημα της πρώτης κατηγορίας ερείδεται επί του άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα, ΚΕΦ. 154 (εφεξής Π.Κ.), το οποίο διαλαμβάνει τα ακόλουθα:
«Πρόκληση θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης
210. Όποιος, λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης, ή επικίνδυνης πράξης ή συμπεριφοράς, που δεν ανάγεται σε υπαίτια αμέλεια, χωρίς πρόθεση επιφέρει το θάνατο άλλου προσώπου, είναι ένοχος αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης υπόκειται σε φυλάκιση μέχρι τεσσάρων χρόνων ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δύο χιλιάδες πεντακόσιες λίρες.»
Περαιτέρω, σύμφωνα με το Άρθρο 19 του Ν. 86/1972[6] το Δικαστήριο έχει διακριτική ευχέρεια να αποστερήσει από καταδικασθέντα την ικανότητα του να κατέχει και να λαμβάνει άδεια οδήγησης μηχανοκινήτου οχήματος για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τους τρεις μήνες. Περαιτέρω, προνοείται βάσει του άρθρου 20Α.(2).1 του Ν. 86/1972, επιβολή μεταξύ 5 και 10 βαθμών ποινής.
Από το λεκτικό του άρθρου 210 του Π.Κ. προκύπτει ότι, συστατικό στοιχείο είναι η χωρίς πρόθεση πρόκληση θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης ή συμπεριφοράς, η οποία όμως δεν ανάγεται σε υπαίτια αμέλεια.
Η εμβέλεια του άρθρου 210 του Π.Κ. έχει καταστεί αντικείμενο ενδελεχούς νομολογιακής ανάλυσης σε σωρεία αποφάσεων με πιο πρόσφατη αυτήν της Ορέστης Χριστοφή ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση 50/2024, ημερ. 8.8.2024,[7] όπου επαναλήφθησαν τα όσα διαλαμβάνει η απόφαση Savencu v. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση 194/2019, ημερ. 9.7.2020, ECLI:CY:AD:2020:B236. Στην εν λόγω υπόθεση, με αναφορά στη σχετική νομολογία, έχει συνοψισθεί το εύρος και το πεδίο εφαρμογής της πιο πάνω διάταξης και έχει επεξηγηθεί ότι, οι όροι «αλόγιστη», «απερίσκεπτη», «επικίνδυνη», πράξη ή συμπεριφορά, που εμπεριέχονται στο άρθρο 210, υποδηλώνουν διαζευκτικούς τρόπους διάπραξης του αδικήματος.
Σύμφωνα με τη νομολογία, αλόγιστη είναι η συμπεριφορά, η οποία δεν είναι κάτω από τις περιστάσεις λελογισμένη ή απόρροια της κοινής λογικής. Σχετικά, παραπέμπω στην απόφαση Κώστας Ζυπιτής κ.ά. ν. Αστυνομίας (2003) 2 ΑΑΔ σελ.220.[8]
Ως προς τον όρο επικίνδυνη οδήγηση, διαφωτιστική είναι η απόφαση Στέλιος Σάββα ν. Αστυνομίας (2000) 2 ΑΑΔ 115, όπου υποδείχθηκε ότι, η επικίνδυνη οδήγηση δεν εξομοιώνεται με την οδήγηση χωρίς τη δέουσα προσοχή και φροντίδα και αυτό που αναζητείται είναι αν ορισμένη πράξη ή συμπεριφορά είναι επικίνδυνη, την οποία προκάλεσε κάποιο σφάλμα, το οποίο, με αναφορά στην R v Gosney,[9] ερμηνεύεται ως ακολούθως:
«Fault involves a failure; a falling below the care or skill of a competent and experienced driver, in relation to the manner of the driving and to the relevant circumstances of the case. A fault in that sense, even though it might be slight, even though it be a momentary lapse, even though normally no danger would have arisen from it, is sufficient. The fault need not be the sole cause of the dangerous situation. it is enough if it is, looked at sensibly, a cause.»
Σε μετάφραση:
«Σφάλμα εμπεριέχει αποτυχία, πτώση από το επίπεδο της φροντίδας και δεξιότητας ικανού και έμπειρου οδηγού σε σχέση με τον τρόπο της οδήγησης και τις σχετικές περιστάσεις της υπόθεσης. Σφάλμα με αυτή την έννοια, αν και μπορεί να είναι ελαφρό, ακόμα και στιγμιαίο ολίσθημα, όσο και αν κανονικά δεν θα προκαλείτο κίνδυνος από αυτό, είναι αρκετό. Το σφάλμα δεν είναι απαραίτητο να αποτελεί τη μόνη αιτία της επικίνδυνης κατάστασης. Είναι αρκετό αν, βλέποντάς το λογικά, αποτελεί μια αιτία».
Στην απόφαση Savencu (ανωτέρω), το Εφετείο συνοψίζοντας τη σχετικά νομολογία, υπέδειξε τα ακόλουθα, ως προς την έννοια και εύρος των πιο πάνω όρων:
«Η αλόγιστη και εγωιστική οδική συμπεριφορά, υπερβαίνει το στιγμιαίο και καλύπτει περισσότερα χρονικά διαστήματα (Γενικός Εισαγγελέας ν. Κουκκίδη (2013) 2 ΑΑΔ 191). Η συνειδητοποίηση κινδύνου και εμμονή σε μια εκ φύσεως επικίνδυνη συμπεριφορά, απολήγει σε οδήγηση με αδιαφορία ως προς τους άλλους και περιφρόνηση προς την ανθρώπινη ζωή (Προκοπίου ν. Αστυνομίας (1995) 2 ΑΑΔ 73, Χατζηιωάννου ν. Αστυνομίας (2004) 2 ΑΑΔ 453). Στην Gavalas v. The Police (1985) 2 CLR 114, το Δικαστήριο πραγματεύεται την έννοια του όρου «recklessness», όρος, που, όπως σημειώνεται και στην Ζυπιτής (ανωτέρω), «.. ως μπορεί να αποδοθεί στα Ελληνικά με τη σημασία που του αποδόθηκε από την αγγλική νομολογία, υποδηλώνει αδιαφορία έναντι εμφανούς κινδύνου». Σημειώνεται, σχετικά, στην βασική αγγλική υπόθεση R. v. Lawrence (1981) 1 All E.R. 974, ότι ένα στοιχείο του αδικήματος της απερίσκεπτης οδήγησης είναι η πρόθεση (mens rea), με την έννοια ότι τέτοια πρόθεση είναι εκείνη, σύμφωνα με την οποία, ένας οδηγός ο οποίος πριν αρχίσει να οδηγά με τρόπο που περιέχει καθαρό και σοβαρό κίνδυνο πρόκλησης σωματικής βλάβης ή άλλης ζημιάς, παραλείπει να λάβει υπόψη μια τέτοια πιθανότητα ή την αγνοεί και αποφασίζει να διακινδυνεύσει, οδηγώντας με αυτό τον τρόπο (Πέτρου (ανωτέρω), R. v. Caldwell (1981) 1 All E.R. 961).»
Το απαύγασμα των πιο πάνω αυθεντιών κατατείνει στο συμπέρασμα ότι, για την απόδειξη του στοιχείου της επικίνδυνης πράξης, απαιτείται η απόδειξη πρόκλησης κάποιας επικίνδυνης κατάστασης στον δρόμο, η οποία να οφείλεται σε σφάλμα του οδηγού. Το τί αποτελεί σφάλμα είναι ζήτημα πραγματικό, αλλά προϋποθέτει ότι, ο οδηγός επιδεικνύει οδική συμπεριφορά, η οποία είναι κατώτερη από το επίπεδο της φροντίδας και δεξιότητας ικανού και έμπειρου οδηγού σε σχέση με τον τρόπο της οδήγησης και τις σχετικές περιστάσεις της υπόθεσης.
Επίσης, ως προς το στοιχείο της αλόγιστης οδήγησης θα πρέπει να αποδειχθεί κάποια ενέργεια ή παράλειψη. Η αποδιδόμενη πράξη ή παράλειψη θα πρέπει να διενεργείται ή να παραλείπεται με τρόπο ασυμβίβαστο με την κοινή λογική. Επιπρόσθετα, για να αποδειχθεί το στοιχείο της απερίσκεπτης οδήγησης θα πρέπει να αποδειχθεί ότι, ο οδηγός πριν αρχίσει να οδηγεί με τρόπο που περιέχει καθαρό και σοβαρό κίνδυνο πρόκλησης σωματικής βλάβης ή άλλης ζημιάς, παραλείπει να λάβει υπόψη του μια τέτοια πιθανότητα ή την αγνοεί και αποφασίζει να διακινδυνεύσει, οδηγώντας με αυτό τον τρόπο.
Επομένως, αναδύεται η ανάγκη να προσδιοριστεί, μέσα από τα γεγονότα τής υπό κρίση υπόθεσης, εάν η πράξη ή παράλειψη του Κατηγορουμένου, στοιχειοθετεί αλόγιστη ή επικίνδυνη ή απερίσκεπτη πράξη.
Σημειώνεται ότι, αρκεί η ενέργεια ή πράξη ή παράλειψη του Κατηγορουμένου να είναι μία από τις αιτίες θανάτου του θύματος, η οποία βεβαίως να μην είναι επουσιώδης. Σχετικά παραπέμπω στην απόφαση Γ.Ε. ν. Κυριάκου Αντωνίου Ποινική Έφεση 241/12, ημερ. 14.12.2014.
Η 2η κατηγορία ερείδεται επί του κανονισμού 58 2 (δ) των περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Κανονισμών του 1984, όπως έχουν τροποποιηθεί. Σύμφωνα με τον εν λόγω κανονισμό, κάθε οδηγός έχει υποχρέωση:
«να συμμορφώνεται προς όλα τα σήματα τροχαίας, συμπεριλαμβανομένων πινακίδων, που τοποθετούνται ή χαράσσονται πάνω ή κοντά σε οποιοδήποτε δρόμο με ή κατ' εντολή της Αστυνομίας ή αρχής τοπικής διοίκησης ή άλλης αρχής, στην οποία ανετέθει δυνάμει οποιασδήποτε νομοθετικής διάταξης ο έλεγχος ή η ρύθμιση της τροχαίας κυκλοφορίας.»
Περαιτέρω, ο Καν. 71 των Κανονισμών διαλαμβάνει τα ακόλουθα:
«Ως σήματα τροχαίας καθορίζονται τα σήματα τα οποία εκτίθενται εις τον Οδικόν Κώδικα τον εκδιδόμενον από καιρού εις καιρόν υπό του Εφόρου και δημοσιευμένου κατά τοιούτον τρόπον ως ο Έφορος ήθελε ορίσει, τα σήματα τα οποία ορίζονται υπό δημοτικού συμβουλίου ή υφ' οιασδήποτε άλλης αρχής εμπεπιστευμένης τον έλεγχον και την ρύθμισιν της τροχαίας, και τα σήματα τα οποία ορίζονται δυνάμει οιουδήποτε νόμου ή κανονισμού ή οιασδήποτε διεθνούς Συμβάσεως εις την οποίαν προσεχώρησε και η Δημοκρατία.»
Επίσης, σύμφωνα με τις ερμηνευτικές διατάξεις του Καν. 2 των Κανονισμών, «σήμα τροχαίας» σημαίνει:
«οιονδήποτε αντικείμενον ή μέσον (μονίμως τοποθετημένον ή κινητόν), ή οιονδήποτε σημείον, σήμανσιν, σύμβολον ή γραμμήν προς μετάδοσιν εις την τροχαίαν κίνησιν εν γένει ή εις ορισμένην κατηγορίαν ταύτης, προειδοποιήσεων, πληροφοριών, κανόνων, περιορισμών ή απαγορεύσεων οιασδήποτε φύσεως, καθώς και οιονδήποτε σημείον, σήμανσιν, σύμβολον ή γραμμήν επί ή πλησίον οιασδήποτε οδού ή κεχαραγμένον επί του καταστρώματος οιασδήποτε οδού, προς μετάδοσιν τοιούτων προειδοποιήσεων, πληροφοριών, κανόνων, περιορισμών ή απαγορεύσεων∙»
Στην υπό κρίση υπόθεση είναι παραδεκτό ότι, στον επίδικο δρόμο υπήρχε χαραγμένη άσπρη συνεχής γραμμή. Επιπλέον, σύμφωνα με τον Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας, όπως δημοσιεύεται από τον έφορο, η άσπρη συνεχής γραμμή έχει την έννοια ότι, απαγορεύεται στον οδηγό να περάσει πάνω από αυτήν.
Στην υπόθεση Κυπριανού v. Αστυνομίας (1996) 2 ΑΑΔ 250, αναφέρθηκαν τα εξής:
«Η παράλειψη συμμόρφωσης με τους Κανονισμούς Τροχαίας δεν στοιχειοθετεί, αφ' εαυτής, αμέλεια. Η αμέλεια συναρτάται πάντοτε με το καθήκον επιμέλειας προς άλλα άτομα τα οποία χρησιμοποιούν το δρόμο και, σε συσχετισμό με αυτό, την όποια παράλειψη εκπλήρωσής του. Είναι γι' αυτό το λόγο που η απόδειξη της αμέλειας, αναπόφευκτα, συναρτάται με τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης, προσδιοριστικών του καθήκοντος και της παράβασής του.»
Στην υπόθεση R. v. John Kenneth Guilfoyle 57 Cr. App. R. 549, το Αγγλικό Εφετείο έδωσε κατευθυντήριες γραμμές αναφορικά με τα κριτήρια για την επιβολή ποινής στις υποθέσεις θανατηφόρων ατυχημάτων, οι οποίες υιοθετήθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο, αρχικά στην υπόθεση The Attorney General of the Republic v. Alkis I. Iacovides (1973) 2 C.L.R.344.
Οι κατευθυντήριες γραμμές της απόφασης Guilfoyle υιοθετήθηκαν σε σειρά αποφάσεων της νομολογίας μας.[10]
Η διάκριση αφενός μίας στιγμιαίας απροσεξίας και αφετέρου συνειδητής αδιαφορίας και εγωιστικής συμπεριφοράς κατά την οδήγηση, είναι καθοριστικής σημασίας, προκειμένου να αποφασιστεί η φύση της ποινής σε υποθέσεις αυτής της μορφής.
Στις περιπτώσεις που το ατύχημα οφείλεται σε στιγμιαία αβλεψία ή απροσεξία και ο κατηγορούμενος έχει καλό ποινικό μητρώο, η ποινή πρέπει να περιορίζεται σε χρηματική και στέρηση της άδειας οδηγού, η έκταση της οποίας να είναι ανάλογη με τις ειδικές συνθήκες της κάθε υπόθεσης, εκτός εάν υπάρχουν ειδικοί λόγοι για να μην επιβληθεί στέρηση της άδειας. Σε περιπτώσεις που το θανατηφόρο ατύχημα προξενείται από εγωιστική παραγνώριση της ασφάλειας των άλλων προσώπων ή πεζών ή από επικίνδυνη ή απερίσκεπτη οδήγηση του κατηγορουμένου, ενδείκνυται η επιβολή ποινής φυλάκισης και στέρησης της άδειας οδηγού.[11]
Είναι θεμελιωμένο ότι, η πάροδος αρκετού χρόνου από τη διάπραξη του αδικήματος είναι στοιχείο ουσιώδες που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη στην επιβολή ποινής, ειδικά αναφορικά με το είδος της ποινής, αν δηλαδή θα επιβληθεί ποινή φυλάκισης ή όχι.[12]
Η στιγμιαία αβλεψία έχει την έννοια της μιας και μόνο λανθασμένης κίνησης της στιγμής. Είναι ένα μεμονωμένο σφάλμα, το οποίο συμβαίνει σε ένα πολύ μικρό χρονικό διάστημα, σε αντίθεση με την αλόγιστη και εγωιστική οδική συμπεριφορά, η οποία υπερβαίνει το στιγμιαίο και καλύπτει περισσότερα χρονικά στάδια.[13]
Στην υπόθεση Παντέλα ν. Αστυνομίας (2011) 2 ΑΑΔ 562 έγινε ανάλυση της νομολογίας σε συνάρτηση με τους παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη σε τέτοιου είδους υποθέσεις.[14]
«Στην υπόθεση R. v. Boswell [1984] 3 All ER 353, όπου παρατίθενται ενδεικτικά κάποιοι επιβαρυντικοί και κάποιοι ελαφρυντικοί παράγοντες που θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την επιβολή ποινής σε αδικήματα πρόκλησης θανάτου λόγω απερίσκεπτης οδήγησης. Ως επιβαρυντικοί παράγοντες αναφέρονται, επί παραδείγματι, η οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλης ή ναρκωτικών, η υπερβολική ταχύτητα, η αδιαφορία σε προειδοποιήσεις από τους επιβάτες του και η επί μακρόν επίμονη και εκούσια πορεία πολύ κακής οδήγησης, όπως είναι για παράδειγμα η αδιαφορία σε φώτα τροχαίας και το προσπέρασμα άλλων αυτοκινήτων από τη λανθασμένη πλευρά. Άλλοι επιβαρυντικοί παράγοντες είναι η ταυτόχρονη διάπραξη άλλων αδικημάτων (όπως για παράδειγμα η οδήγηση χωρίς άδεια). Επιβαρυντικός παράγων είναι επίσης η ύπαρξη προηγούμενων καταδικών για οδικά αδικήματα, το κατά πόσο περισσότερα από ένα πρόσωπα σκοτώθηκαν ως αποτέλεσμα της αμελούς οδήγησης, αν ο κατηγορούμενος παρέλειψε να σταματήσει στη σκηνή ή αν διέπραξε το αδίκημα στην προσπάθειά του να αποφύγει έλεγχο ή σύλληψη. Ως ελαφρυντικοί παράγοντες θεωρούνται, μεταξύ άλλων, η λανθασμένη στάθμιση της κατάστασης (error of judgment), το λευκό οδικό μητρώο, ο καλός χαρακτήρας, η παραδοχή κατά τη δίκη και η ειλικρινής μεταμέλεια. Ελαφρυντικό είναι επίσης και το κατά πόσο το θύμα είναι στενός φίλος ή συγγενής του οδηγού και το έντονο συναισθηματικό αποτέλεσμα που είχε ο θάνατός του στον οδηγό.»
Στην ίδια υπόθεση τονίζεται ότι, όπου υπάρχουν ένας ή περισσότεροι επιβαρυντικοί παράγοντες, γενικά η ποινή φυλάκισης είναι η πλέον κατάλληλη, και σε μια επιβαρυμένη υπόθεση ως προς τον τρόπο οδήγησης, όπως για παράδειγμα η ανταγωνιστική οδήγηση σε δημόσιο υπεραστικό δρόμο ή η αμελής οδήγηση μετά την κατανάλωση αλκοόλης, ποινή δύο ή περισσότερων χρόνων φυλάκισης και μεγάλη περίοδος στέρησης αδείας (μεταξύ επτά έως δέκα ετών) θα πρέπει να επιβάλλεται.
Όπως τονίστηκε στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Σωτηρίου (2003) 2 Α.Α.Δ. 331, σε τέτοιου είδους αδικήματα δεν υπάρχει καθιερωμένο μέτρο για την ποινή. Στην αρμόζουσα ποινή το δικαστήριο καταλήγει ανάλογα με τα περιστατικά της υπόθεσης, την έκταση της ευθύνης του κατηγορουμένου, λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι, το επικίνδυνο οδήγημα στοιχίζει πόρους και ζωές. Η επιμέτρηση της ποινής είναι άμεσα σχετιζόμενη με την έκταση της αμέλειας, δηλαδή με τη συμπεριφορά και τις πράξεις του κατηγορουμένου που οδήγησαν στη διάπραξη του αδικήματος και την πρόκληση του θανάτου, σε συνάρτηση βέβαια με τις προσωπικές του συνθήκες, οι οποίες θα πρέπει επίσης να λαμβάνονται υπόψη (Παμπακάς κ.ά. ν. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 487, 491).
Ακόμα, στην υπόθεση Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 109 στην οποία έγινε αναφορά και στην υπόθεση R. v. Boswell, ανωτέρω, επαναλήφθηκε ότι τα κριτήρια που πρέπει να λαμβάνονται υπ' όψιν για τον καθορισμό της ποινής σε τέτοιες υποθέσεις, σχετίζονται μεταξύ άλλων, με την υφή της αμέλειας που προκάλεσε το θάνατο, αλλά και τις προσωπικές συνθήκες του κατηγορουμένου. Η επιβολή ποινής φυλάκισης ενδείκνυται κατ' αρχήν στις περιπτώσεις εκείνες που η αμέλεια εμπεριέχει και το στοιχείο της αδιαφορίας για την ασφάλεια άλλων προσώπων.»
Στην υπόθεση Κωνσταντίνου v. Αστυνομίας ανωτέρω, λέχθηκε ότι, οι αρχές των Guilfoyle και Boswell έχουν γίνει δεκτές σε γενικές γραμμές και από τα Κυπριακά Δικαστήρια ως καθοδηγητικές για την επιλογή της ποινής για αδικήματα αυτής της φύσης. Όμως, οι αρχές αυτές, δεν ανάγονται σε κανόνα δικαίου. Τα γεγονότα της υπόθεσης, όπως προσδιορίζονται από το Δικαστήριο, σε συνδυασμό με την ανάγκη για αποτελεσματική εφαρμογή του νόμου, αποτελούν, σε συνάρτηση με τις προσωπικές συνθήκες του Κατηγορουμένου, την αναλλοίωτη αρχή δικαίου που διέπει τον καθορισμό της ποινής.
Στη βάση λοιπόν των νομολογιακών αρχών, το ερώτημα που καλείται να αποφασίσει το Δικαστήριο επί τάπητος στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης, είναι κατά πόσον η οδήγηση του Κατηγορούμενου μπορεί να χαρακτηριστεί εγωιστική ή αδιάφορη για την ασφάλεια άλλων προσώπων ή ότι δεν είναι τέτοια και ανάγεται μόνο σε στιγμιαία αβλεψία, όπως ήταν και η εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου του.
VII. ΚΡΙΣΗ ΚΑΙ ΚΑΤΑΛΗΞΗ
Όπως προκύπτει από τα ενώπιον μου τεθέντα γεγονότα, ο Κατηγορούμενος, χωρίς να σταματήσει και παραβιάζοντας πινακίδα τροχαίας υποχρεωτικής στροφής αριστερά, εξήλθε από το πρατήριο βενζίνης ESSO βεβιασμένα, με σκοπό να στρίψει δεξιά και να εισέλθει στην οδό Πάφου, με αποτέλεσμα να επέλθει η τραγική σύγκρουση με τον πεζό-θύμα, ο οποίος τη συγκεκριμένη στιγμή διασταύρωνε την οδό Πάφου. Το θύμα σύρθηκε για 1.70 εκ. στην άσφαλτο διαγώνια, εγκλωβίστηκε κάτω από το αυτοκίνητο του Κατηγορούμενου και ο Κατηγορούμενος έκανε όπισθεν, με αποτέλεσμα να περάσει πάνω από τον πεζό.
Η απόφαση του Κατηγορούμενου να στρίψει δεξιά και η παραβίαση της άσπρης συνεχούς γραμμής βεβιασμένα (αφού με βάση την πραγματική μαρτυρία δεν φαίνεται να σταμάτησε προτού εισέλθει στην κύρια οδό από το πρατήριο βενζίνης), δημιουργούσε εμφανή και σοβαρό κίνδυνο σε τρίτους που ανάγονται την οδήγηση του σε οδήγηση η οποία εμπεριέχει, δυστυχώς, το στοιχείο της αδιαφορίας για την ασφάλεια άλλων προσώπων που χρησιμοποιούσαν τον δρόμο, περιλαμβανομένου του θύματος και μπορεί να χαρακτηρισθεί ως επικίνδυνη και απερίσκεπτη. Ο Κατηγορούμενος επιχείρησε στροφή δεξιά, αδιαφορώντας εντελώς για την ασφάλεια των χρηστών του δρόμου και, ουσιαστικά, «στα τυφλά». Το σφάλμα του Κατηγορούμενου να τεθεί σε εγρήγορση και να εντοπίσει τυχόν πεζό εντός της οδού εντάσσεται στον ορισμό της επικίνδυνης οδήγησης, εφόσον δημιούργησε μια επικίνδυνη κατάσταση, χωρίς βέβαια να είναι η μόνη επικίνδυνη κατάσταση, αφού στη δημιουργία της συνέβαλε εμφανώς και το θύμα.[15]
Η οδός Πάφου και στις δύο πλευρές παρείχε πολύ ικανοποιητικό φωτισμό κατά μήκος της οδού. Έχοντας αναφέρει τα πιο πάνω, σε συνάρτηση πάντοτε και με το σχέδιο της σκηνής (Τεκμήριο 2), η παραβίαση άσπρης συνεχούς γραμμής, στην υπό κρίση υπόθεση, δεν μπορεί να ενταχθεί σε κάτι στιγμιαίο, το οποίο άπτεται μια απρόσεκτης κίνησης ή ενέργειας ή παράλειψης της στιγμής. Η απόφαση έγκειται σε μια συνειδητή επιλογή παραβίασης της συνεχούς γραμμής και στροφής δεξιά.
Ο Κατηγορούμενος οδήγησε, κατ' αυτό τον τρόπο, χωρίς να στρέψει την προσοχή του προς την δυνατότητα ύπαρξης του κινδύνου, δηλαδή αδιαφορώντας. Το εγχείρημα του Κατηγορουμένου, ενόψει και της διαμόρφωσης του δρόμου, δημιουργούσε, βλέποντας αντικειμενικά την κατάσταση, πιθανό κίνδυνο, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι, δεν ανέλαβε ενσυνείδητα συγκεκριμένο κίνδυνο, εισερχόμενος δηλαδή εντός της αντίθετης πορείας, μη γνωρίζοντας ότι, τη στιγμή εκείνη διασταύρωνε το θύμα.[16]
Είναι παραδεκτό ότι, ο Κατηγορούμενος δεν οδηγούσε επικίνδυνα κατά τρόπο παρατεταμένο, υπό την έννοια του πολύ μεγάλου χρονικού διαστήματος. Η ενέργεια του αφορούσε τη δεδομένη στιγμή. Επιβαρύνεται, όμως, με το μέγεθος της επικινδυνότητας της ενέργειάς του, η οποία δεν ήταν στιγμιαία, ήτοι, της εισόδου του στην αντίθετη πορεία μιας μεγάλης οδού με τρεις λωρίδες κυκλοφορίας, από σημείο που δεν επιτρεπόταν να πράξει. Η επιλογή του, με όλο το σεβασμό, δεν εντάσσεται στα πλαίσια στιγμιαίου σφάλματος, αλλά συνιστά οδήγηση αδιάφορη προς την ασφάλεια τρίτων.
Η συντρέχουσα ευθύνη του θύματος -το οποίο διασταύρωνε από σημείο που δεν επιτρέπεται, βράδυ με σκουρόχρωμη ένδυση και από σημείο που δεν υπήρχε διάβαση πεζών- για την πρόκληση του δυστυχήματος δεν εξουδετερώνει την ποινική ευθύνη του Κατηγορούμενου.[17] Όπως αποφασίστηκε στην R v. Hennigan (1971) 3 All E.R. 133, σε κατηγορία πρόκλησης θανάτου λόγω επικίνδυνης οδήγησης (κατά παράβαση του Άρθρου 1 του Road Traffic Act 1960), το μόνο το οποίο χρειάζεται να καταδειχθεί από την κατηγορούσα αρχή είναι ότι, η επικίνδυνη οδήγηση του κατηγορούμενου ήταν μια αιτία (a cause) του δυστυχήματος και ότι αυτή, υπερέβαινε το ελάχιστο απαιτούμενο (de minimis). Δεν είναι αναγκαίο να καταδειχτεί ότι, ήταν η ουσιώδης ή η μείζων αιτία ("substantial or major cause") του δυστυχήματος [βλ. επίσης R v. Hughes (2013) 4 All E.R. 613, Wilkinson's Road Traffic Offences, 27η έκδοση (2015) Τόμος Ι, παρ. 5.28, Σάββα ν. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 115].
Έχοντας καταλήξει στον καθορισμό της οδηγικής συμπεριφοράς του Κατηγορούμενου, θα εξετάσω τις προσωπικές, οικογενειακές και άλλες περιστάσεις του Κατηγορούμενου με σκοπό την επιμέτρηση της ποινής και την κατάληξη τόσο για το είδος όσο και το ύψος αυτής.
Στο στάδιο της επιμέτρησης της ποινής, το πρώτιστο καθήκον του Δικαστηρίου είναι η εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος, στόχος που επιτυγχάνεται μόνο με την αποτελεσματική εφαρμογή του Νόμου (Sentencing in Cyprus[18], και Republic ν. Georghiou[19]). Τα Δικαστήρια, ως φρουροί της νομιμότητας και της ευταξίας, οφείλουν να διαφυλάξουν και να διασφαλίσουν την πιστή εφαρμογή του Νόμου με την επιβολή ανάλογων, σε κάθε περίπτωση, ποινών, ικανών να τιθασεύσουν συμπεριφορές που κινούνται εκτός του πλαισίου του Νόμου, προς όφελος κάθε πολίτη ξεχωριστά, αλλά και της κοινωνίας γενικότερα (Χρυσάνθου v. Αστυνομίας[20]). Η δέουσα εφαρμογή του Νόμου για το συμφέρον της κοινωνίας αποτελεί τον πιο σημαντικό παράγοντα, τον οποίο θα πρέπει να έχει υπόψη το Δικαστήριο στην επιλογή του είδους της ποινής και στην επιμέτρηση της έκτασής της. Η σοβαρότητα των αδικημάτων δεν εμποδίζει το Δικαστήριο να επιβάλει εκείνο το είδος της ποινής, την οποία κατά την κρίση του, τα περιστατικά που περιβάλλουν την υπόθεση και τον αδικοπραγούντα, δικαιολογούν. Αποτελεί αξίωμα ότι, η ανάγκη για αυστηρή αντιμετώπιση δεν μειώνει την παράλληλη ανάγκη εξατομίκευσης της ποινής σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, ώστε αυτή να αρμόζει στις συνθήκες του παραβάτη και να προσιδιάζει στην προσωπικότητά του. Όπως χαρακτηριστικά λέχθηκε στην υπόθεση Φιλίππου ν. Αστυνομίας (1989) 2 ΑΑΔ 245, ακόμα και όταν υπάρχει ανάγκη επιβολής αποτρεπτικής ποινής, τούτο σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει ότι, ατονεί το καθήκον εξατομίκευσής της. Το Δικαστήριο, κατά την επιμέτρηση της ποινής, λαμβάνει υπόψη ένα ευρύ φάσμα παραγόντων. Πρόκειται για διεργασία στην οποία το Δικαστήριο διατηρεί κατ' εξοχή διακριτική ευχέρεια, έχοντας ταυτόχρονα υποχρέωση να επιδεικνύει τη μεγαλύτερη δυνατή προσοχή. Η εξισορρόπηση είναι έργο λεπτό και δύσκολο (Sentencing in Cyprus[21]).
Κατά την επιβολή ποινής, λαμβάνω υπόψη μου την παραδοχή του Κατηγορούμενου, η οποία ήταν άμεση, γεγονός που δεικνύει με απτό και έμπρακτο τρόπο την μεταμέλειά του, σε συνάρτηση με τη συνεργασία του με τις διωκτικές αρχές. Όπως τονίστηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Ανδρέου ν. Δημοκρατίας Ποινική Έφεση αρ. 163/2015, ημερ. 11/07/2016 «[…] η παραδοχή είναι ο μόνος απτός τρόπος για να “μεταφερθεί” στο Δικαστήριο η μεταμέλεια ενός κατηγορουμένου και γι’ αυτό το λόγο έχει δεσπόζουσα σημασία στην επιμέτρηση της ποινής.»[22] (M. C. T. ν. Δημοκρατίας[23]). Η παραδοχή, επίσης, έχει περισώσει πολύτιμο χρόνο του Δικαστηρίου (Χαρτούπαλος v. Δημοκρατίας; Γενικός Εισαγγελέας ν. Πέτρου[24]).
Το λευκό ποινικό μητρώο του Κατηγορούμενου και το γεγονός ότι, η άδεια οδήγησής του δεν βαρύνεται με βαθμούς ποινής στην ηλικία των 49 ετών, με οδηγεί στο συμπέρασμα ότι, ο Κατηγορούμενος διάγει μία, κατά τα άλλα, αψεγάδιαστη οδική πορεία και το παρόν ήταν -πράγματι- ένα μεμονωμένο περιστατικό. Μέσα από την ίδια τη νομολογία, καταδεικνύεται πως, όταν ένας πολίτης είναι νομοταγής, λαμβάνεται υπόψη ως μετριαστικός παράγοντας . Στην Ποινική Έφεση αρ. 7747, ημερ. 22/07/2004 Νίκος Χ’’ Ιωάννου ν. Αστυνομίας, όπου αφορούσε θανατηφόρο τροχαίο δυστύχημα, το Εφετείο ανέτρεψε την πρωτόδικα επιβληθείσα ποινή φυλάκισης 2 μηνών, με ποινή προστίμου Λ.Κ 1000=, αναφέροντας και τα εξής επί του προκειμένου.
«Στα πιο πάνω πρέπει να προστεθεί ότι, όπως παρατήρησε και η ευπαίδευτη Δικαστής, ο Εφεσείων, στα 50 χρόνια του, δεν έχει άλλως πως απασχολήσει τα Δικαστήρια και παρουσιάζει την εικόνα ενός καθ’ όλα νομοταγούς και κοινωνικών σωστού πολίτη. Ο παράγων αυτός λαμβάνεται υπ’ όψη και σε συνδυασμό με τα πιο πάνω, προσθέτει έρεισμα στην έφεση ώστε σημασία του να πρέπει να αντανακλάται δεόντων στην ποινή».
[Έμφαση και υπογράμμιση δική μου]
Περαιτέρω, λαμβάνω σοβαρά υπόψη μου, ως μετριαστικό στοιχείο την καθυστέρηση που παρατηρήθηκε στην καταχώρηση της υπόθεσης και την αγωνία του Κατηγορούμενου όλο αυτό το χρονικό διάστημα που παρήλθε. Τα αδικήματα για τα οποία κατηγορήθηκε διαπράχθηκαν στις 26/03/2022 και το κατηγορητήριο καταχωρήθηκε στις 11/04/2024, δηλαδή 24 και πλέον μήνες αργότερα. Για το χρονικό διάστημα που διέρρευσε μέχρι την καταχώρηση του Κατηγορητηρίου, δεν δόθηκε καμία εξήγηση από την Κατηγορούσα Αρχή. Σημειώνεται ότι, η υπόθεση δεν χαρακτηρίζεται από πολυπλοκότητα και από την έκθεση γεγονότων φαίνεται ότι, τα σχετικά τεκμήρια και αποδεικτικά ήταν στη διάθεση της Αστυνομίας προ καιρού. Η καθυστέρηση που σημειώνεται στην καταχώρηση της παρούσας υπόθεσης κρίνεται μεγάλη, αδικαιολόγητη και βαρύνει αποκλειστικά τις διωκτικές αρχές. Η Νομολογία έχει αναγνωρίσει ότι, η καθυστέρηση στην έναρξη της ποινικής δίωξης -με την καταχώρηση της υπόθεσης- λειτουργεί υπέρ του μετριασμού της ποινής (Γενικός Εισαγγελέας ν. Πεγειώτη (Αρ. 2) (2001) 2 ΑΑΔ 623).
Στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Αβρααμίδη (1993) 2 Α.Α.Δ 355 υποδείχθηκε, ότι η πάροδος μακρού χρόνου από τον χρόνο διάπραξης του αδικήματος είναι στοιχείο ουσιώδες, που λαμβάνεται υπόψη στην επιβολή της ποινής, δηλαδή, αν θα επιβληθεί ποινή φυλάκισης. Εκτός στις περιπτώσεις όπου θεωρείται απόλυτα αναγκαίο, είναι ανεπιθύμητη η επιβολή ποινής φυλάκισης μετά από παρέλευση μακρού χρόνου από την ημέρα της διάπραξης του αδικήματος.
Στην βάση των πιο πάνω, θα λάβω υπόψη μου το αντικειμενικό γεγονός το οποίο παραμένει και αυτό είναι ότι, το Δικαστήριο καλείται να επιβάλει ποινή μετά από πάροδο τριών σχεδόν χρόνων από την διερεύνηση και καταχώρηση της παρούσας υπόθεσης και έτσι θα δοθεί, κάτω από τις περιστάσεις, η δέουσα βαρύτητα.
Έτι περαιτέρω, λαμβάνω υπόψη μου τις ιδιαίτερες προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις του Κατηγορούμενου, τα δύσκολα παιδικά-νεανικά του χρόνια, τις κακουχίες που έζησε και τη συνεχή προσπάθεια του να προσφέρει στα 5 παιδιά του ένα καλύτερο μέλλον, χωρίς οποιοδήποτε υποστηρικτικό περιβάλλον, μακριά από συγγενείς και παππούδες. Είναι πατέρας 5 παιδιών, εκ των οποίων τα τρία (συμπεριλαμβανομένου και ενός ανήλικου τέκνου) διαμένουν κάτω από την οικογενειακή τους -ενοικιαζόμενη- στέγη, ενώ τα άλλα δύο του παιδιά φοιτούν στο εξωτερικό και η διαβίωση τους εξαρτάται από την ίδια την εργασία του Κατηγορούμενου και της συζύγου του.
Ο Κατηγορούμενος εμφανίστηκε ενώπιον μου μεταμελημένος και δήλωσε ότι, η ασφαλιστική εταιρεία θα αποζημιώσει την οικογένεια του θύματος και αυτό που εκκρεμεί είναι οι ειδικές αποζημιώσεις για να καταχωρηθεί η σχετική απαίτηση.
Δεν παραγνωρίζω ότι, τόσο ο ίδιος, όσο και η σύζυγος του αντιμετωπίζουν προβλήματα υγείας, ο ίδιος με την εμφάνιση αυτοάνοσων νοσημάτων μετά το επίδικο συμβάν και η σύζυγος του μετά από εργατικό ατύχημα, που επηρεάζουν αναπόφευκτα την ομαλή διεξαγωγή των εργασιών τους και συνακόλουθα την αρμονική διαβίωση της οικογένειας.
Τα ελαφρυντικά του Κατηγορούμενου, όμως και οι μετριαστικοί παράγοντες, που αναφέρθηκαν πιο πάνω, δεν είναι τέτοιας έκτασης και βαθμού που να υπερακοντίζουν την αναγκαιότητα για επιβολή αποτρεπτικής ποινής, ενόψει της σοβαρότητας των αδικημάτων και δη του αδικήματος της 1ης κατηγορίας, η οποία αναδεικνύεται από τα όσα ενωρίτερα αναφέρθηκαν. Θα επηρεάσουν σαφώς το εύρος της ποινής που θα επιβληθεί, δεν είναι, όμως, τέτοιας έκτασης και φύσης που να μπορούν να επηρεάσουν το είδος της.
Αποτιμώντας από την μια την σοβαρότητα των αδικημάτων, αλλά και την ανάγκη να προσλάβει η ποινή αποτρεπτικό χαρακτήρα, σε συνδυασμό, από την άλλη, με τα ελαφρυντικά και τους υπόλοιπους μετριαστικούς παράγοντες που αναφέρθηκαν πιο πάνω, κρίνω ότι, η ποινή φυλάκισης είναι η μόνη κατάλληλη και αρμόζουσα κάτω από τις περιστάσεις ποινή, και τούτο, έχοντας κατά νου ότι αυτή επιβάλλεται μόνο εκεί και όπου οποιαδήποτε άλλη ποινή θα ήταν αναμφίβολα ακατάλληλη και ανεπαρκής [Προδρόμου v. Αστυνομίας (1990) 2 ΑΑΔ, Zac & others ν. Αστυνοµίας (1990) 2 ΑΑΔ 6 και Γ.Ε. ν. Πατατάρης (1994) 2 ΑΑΔ 128].
Η σοβαρότητα των αδικημάτων και τα επακόλουθα τους δεν επιτρέπουν στο Δικαστήριο να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια εναντίον της αποστέρησης της άδειας οδήγησης. Στην παρούσα υπόθεση δεν εκτέθηκε οποιοσδήποτε λόγος που να δικαιολογεί την μη αποστέρηση της ικανότητας του Κατηγορούμενου να κατέχει ή να λαμβάνει άδεια οδήγησης. Ενόψει του περιορισμού που υπάρχει στο άρθρο 19 του Ν. 86/1972 (όπως τροποποιήθηκε το 2020), η αποστέρηση θα περιοριστεί στο μέγιστο χρονικό διάστημα που παρέχεται από την εν λόγω νομοθετική διάταξη.
Με βάση τα ανωτέρω, επιβάλλονται στoν Κατηγορούμενο οι ακόλουθες ποινές:
(1) Στην 1η κατηγορία ποινή φυλάκισης 6 μηνών, πλέον 8 βαθμοί ποινής, οι οποίοι να σημειωθούν στην άδεια οδήγησης του. Επιπρόσθετα, o Κατηγορούμενος αποστερείται του δικαιώματος του να κατέχει ή να λαμβάνει άδεια οδήγησης για περίοδο 3 μηνών από σήμερα.
(2) Στην 2η κατηγορία καμία ποινή, ενόψει του ότι, τα γεγονότα αυτής περιλαμβάνονται στα γεγονότα της 1ης κατηγορίας.
VΙII. ΕΞΕΤΑΣΗ ΑΝΑΣΤΟΛΗΣ ΠΟΙΝΗΣ ΦΥΛΑΚΙΣΗΣ
Προχωρώ να εξετάσω, κατά πόσον υπάρχει ευχέρεια αναστολής της ποινής φυλάκισης, που μόλις επιβλήθηκε. Η αναστολή ποινών φυλάκισης διέπεται από το άρθρο 3(1) του περί της Υφ’ Όρον Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλακίσεως εις Ωρισμένας Περιπτώσεις Νόμου του 1972, Ν. 95/72, όπως τροποποιήθηκε από τον Ν.186(Ι)/2003. Ο σκοπός του Ν. 95/1972, με αναδρομή στο ιστορικό του, αναφέρθηκε και πάλι από το Ανώτατο Δικαστήριο πρόσφατα, στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Καραολή, Ποινική Έφεση αρ. 231/2019, ημερ. 27/04/2021, ECLI:CY:AD:2021:B172.
Η διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου για αναστολή της ποινής φυλάκισης έχει διευρυνθεί, έτσι ώστε αυτή αποφασίζεται, εάν δικαιολογείται, στη βάση του συνόλου των περιστάσεων της υπόθεσης και των προσωπικών περιστατικών του κατηγορουμένου [Siminoiu v. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 699, Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 583].
Η ποινή φυλάκισης με αναστολή δεν επιβάλλεται ως μέτρο επιείκειας ή ως εναλλακτικό μέτρο τιμωρίας του παραβάτη και η επιλογή της ποινής φυλάκισης δεν πρέπει να συσχετίζεται με τη δυνατότητα αναστολής της. Τα δύο θέματα είναι ξεχωριστά. Το Δικαστήριο αποφασίζει το ύψος της ποινής και ακολούθως αποφασίζει κατά πόσο συντρέχουν οι προϋποθέσεις που δικαιολογούν την αναστολή της [Γενικός Εισαγγελέας ν. Περατικού (1997) 2 Α.Α.Δ. 373].
Στην Koukos v. Police (1986) 2 C.L.R. 1 διευκρινίζεται ότι, η αναστολή ποινής φυλάκισης διαχωρίζεται, τόσο από την επιλογή της ποινής φυλάκισης, ως μέσου τιμωρίας του παραβάτη, όσο και από την έκταση της φυλάκισης. Η αναστολή δεν αποτελεί άλλο μέσο τιμωρίας, μη στερητικό της ελευθερίας του παραβάτη. Επομένως ο χαρακτήρας της ποινής φυλάκισης δεν αλλοιώνεται μόνο και μόνο λόγω του ότι αυτή αναστάληκε.
Παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη είναι [Demetriou v. R. (1976) 2 J.S.C. 386, Γενικός Εισαγγελέας v. Φανιέρου (1996) 2 ΑΑΔ 303]:
1) Η σοβαρότητα των περιστατικών και το κίνητρο.
2) Το μητρώο του κατηγορούμενου και η αναγκαιότητα αποτροπής.
3) Η διαγωγή του κατηγορούμενου μετά τη διάπραξη του αδικήματος, ιδιαίτερα η παρουσία ή απουσία στοιχείων μεταμέλειας.
Οι αρχές της νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, σε ό,τι αφορά την εφαρμογή του εν λόγω άρθρου 3.(1) και 3.(2) του Ν. 95/1972, συνοψίζονται περιεκτικά, στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Αστυνομία ν. Μιλτιάδους, Ποινική Έφεση αρ. 277/2018, ημερ. 10/05/2019, ECLI:CY:AD:2019:B179, στο εξής απόσπασμα:
«Όπως συναφώς τονίζεται από τη νομολογία (βλ. ενδεικτικά Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 583, Σώζου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. 12/2016 ημερ. 29.3.2016, Γεωργίου κ.α. ν. Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. 27/2016 ημερ. 19.7.2016, Χαλκιά ν. Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. 240/2016 ημερ. 13.3.2017, ECLI:CY:AD:2017:B90, ECLI:CY:AD:2017:B90, Γενικός Εισαγγελέας ν. Χρυσάνθου, Ποιν. Εφ. 137/2015 ημερ. 23.6.2018 και άλλες), η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου για αναστολή ποινής φυλάκισης έχει διευρυνθεί από το Νόμο, ώστε αυτή να μπορεί να αποφασίζεται, εάν δικαιολογείται, στη βάση του συνόλου των περιστάσεων της υπόθεσης και των προσωπικών περιστατικών ενός κατηγορουμένου. Με βασικό πάντοτε το ερώτημα κατά πόσο, ισοζυγίζοντας το σύνολο των περιστάσεων, θα μπορούσε ή θα έπρεπε οι παράγοντες αυτοί να επενεργήσουν κατά τρόπο ο οποίος να δικαιολογεί να δοθεί στον εφεσείοντα μια δεύτερη ευκαιρία. Κατά την εξέταση δε του ζητήματος σημαντικό είναι και το ερώτημα κατά πόσο η ανασταλείσα ποινή θα αντικατοπτρίζει επαρκώς την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος, θα εξυπηρετεί τους πολλαπλούς σκοπούς της ποινής και την ορθή απονομή της δικαιοσύνης.».
[Έμφαση του Δικαστηρίου].
Έχοντας προβεί σε εκ νέου θεώρηση των συνθηκών που συνθέτουν την παρούσα υπόθεση, λαμβάνοντας υπόψη τις προσωπικές περιστάσεις του Κατηγορούμενου και έχοντας συνεκτιμήσει το λευκό ποινικό και οδικό μητρώο του, τη διαγωγή του Κατηγορούμενου μετά τη διάπραξη των αδικημάτων, τις ιδιαίτερες οικογενειακές συνθήκες του, το γεγονός ότι, είναι πατέρας πολυμελούς οικογένειας, με εξαρτώμενα τέκνα (εκ των οποίων το ένα ανήλικο ηλικίας 14 ετών) και της οποίας η διαβίωση είναι άρρηκτα συνυφασμένη με την εργασία του ίδιου του Κατηγορούμενου, τα προβλήματα υγείας της συζύγου του συνεπεία εργατικού ατυχήματος, την έμπρακτη μεταμέλειά του και την προσπάθεια του να απολογηθεί στην οικογένεια του θύματος για τον αδόκητο χαμό του, καθώς επίσης και τον διαρρεύσαντα χρόνο 3 ετών από τη διάπραξη των αδικημάτων μέχρι και σήμερα, που δεν οφείλεται στον Κατηγορούμενο,[25] κρίνω ότι, από τις περιστάσεις όλα τα ως άνω είναι τέτοια, που επενεργούν θετικά προς όφελός του, και δικαιολογείται έτσι, η παροχή προς τον Κατηγορούμενο μιάς δεύτερης ευκαιρίας με την αναστολή εκτέλεσης της ποινής φυλάκισης που του επιβλήθηκε για περίοδο 3 ετών από σήμερα.
(Επεξηγούνται στον κατηγορούμενο οι συνέπειες και η σημασία της αναστολής ποινής φυλάκισης)
(Υπ.) ………………………
Ε. Μιντή Οικονόμου
Προσ. Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
[1] Παρέπεμψε στην απόφαση Kykon Limited v. Demetriou and Another (1982) 1 C.L.R. 321.
[3] Ε.Δ. Λεμεσού, Ποινική Υπόθεση αρ. 13665/2011, ημερ. 28/03/2013.
[6] Ιδιαίτερη μνεία γίνεται στο γεγονός ότι, με την τροποποίηση που επήλθε με τον Ν. 129(I)/2020 στο άρθρο 19 του Ν. 86.1972, έχει περιοριστεί η εξουσία και ευχέρεια του Δικαστηρίου να αποστερήσει από πρόσωπο που καταδικάζεται δυνάμει του άρθρου 210, Π.Κ. την ικανότητα του να κατέχει ή να λαμβάνει άδεια οδήγησης για χρονικό διάστημα που υπερβαίνει τους 3 μήνες.
[7] Μνεία στην απόφαση αυτή γίνεται και στην πιο πρόσφατη απόφαση Ina Yasar v Αστυνομίας, Ποινική Έφεση 129/2024, ημερ. 8.11.2024.
[8] Η ανάληψη ευθύνης από τον εφεσείοντα να χρησιμοποιήσει το λεωφορείο για τη μεταφορά των επιβατών εγκυμονούσε άμεσο κίνδυνο για την ασφάλειά τους, κίνδυνο τον οποίο αψήφησε παρά τη διαπίστωση μηχανικής βλάβης και παρά το ότι ο ίδιος είχε θεωρήσει ανασφαλές και επικίνδυνο να συνεχίσει να οδηγεί το όχημα. «Είναι αυτή του η πράξη που στοιχειοθετεί το αλόγιστο της συμπεριφοράς του. Δεν ήταν λελογισμένη ενέργεια, δηλαδή απόρροια της κοινής λογικής, να χρησιμοποιήσει, κάτω από αυτές τις συνθήκες το λεωφορείο για τη μεταφορά των επιβατών. Ταυτόχρονα, η πράξη του ήταν απερίσκεπτη, υποδηλώνουσα αδιαφορία για την ασφάλεια των επιβατών και, παράλληλα, επικίνδυνη, διότι εγκυμονούσε ορατούς κινδύνους».
[9] (1971) 2 Q.Β. 674.
[10] Attorney General v. Iacovides (1973) 2 C.L.R. 344, Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 109, Χατζηιωάννου ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 453, Γενικός Εισαγγελέας ν. Τόμα (2005) 2 Α.Α.Δ. 713.
[11] Γ.Ε. ν. Σωκράτη Αβρααμίδη (1993) 2 ΑΑΔ 355.
[12] Στην υπόθεση Γ.Ε. ν. Αβρααμίδη (1993) 2 Α.Α.Δ. 355, η οποία αφορούσε επίσης έφεση επί ποινής προστίμου μετά από παραδοχή σε θανατηφόρο δυνάμει του α. 210 του ΠΚ, λέχθηκαν τα εξής: «Έχει νομολογηθεί ότι η πάροδος αρκετού χρόνου από τη διάπραξη του αδικήματος είναι στοιχείο ουσιώδες που λαμβάνεται υπόψη στην επιβολή της ποινής, ειδικά αναφορικά με το είδος της ποινής, δηλαδή αν θα επιβληθεί ποινή φυλάκισης. Εκτός στις περιπτώσεις που θεωρείται απόλυτα αναγκαίο, είναι ανεπιθύμητη η επιβολή ποινής φυλάκισης μετά από παρέλευση μακρού χρόνου από την ημέρα της διάπραξης του αδικήματος (βλ., μεταξύ άλλων, Γ.Ε. ν. Νεοφύτου (1991) 2 Α.Α.Δ. 5, σελ. 10, Γ. Ε. ν. Τέλλα (1991) 2 Α.Α.Δ. 71, σελ. 77 και Γ.Ε. ν. Γεώργιου Ανδρέα Πότση (2000) 2 Α.Α.Δ. 252 και Γ. Ε. ν. Γεωργίου (2001) 2 Α.Α.Δ. 272).
[13] Γ. Ε. ν. Κουκκίδη (2013) 2 Α.Α.Δ. 191. Βλέπε επίσης, Φιντανάκης ν. Αστυνομίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 695, Savencu v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 194/19, ημερ. 9.7.2020, ECLI:CY:AD:2020:B236, Χριστοφή ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 50/24, ημερ. 2.8.2024.
[14] Στην Μενέλαος Νικολάου ν. Αστυνομία (2015) 2 Α.Α.Δ. 103, η οποία ακολούθησε, συγκεφαλαιώθηκαν οι κατευθυντήριες γραμμές για τον καθορισμό, τόσο του είδους της ποινής, όσο και της έκτασης της σε υποθέσεις θανατηφόρων τροχαίων δυστυχημάτων.
[15] Κωνσταντίνου ν. Αστυνομία Ποινική Έφεση αρ. 221/2018, ημερ. 26/03/2019, ECLI:CY:AD:2019:B107.
[16] Α.Δ. Λεμεσού ν. Αγαθοκλής Φιλίππου, Ποινική Υπόθεση αρ. 4761/2016, ημερ. 29.01.2018; ΧΧΧ ΜΑΚΡΗΣ ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση 49/2021, ημερ. 21/12/2021, Γενικός Εισαγγελέας ν. Χρυσοστόμου (2002) 2 ΑΑΔ 473, Μαρίνου Ιωάννου ν. Δημοκρατίας, Π.Ε.140/2014, 8/4/2015, R v. Lawrence [1982] 1 AC 510 και R. v. Reid [1992] 3 All ER 673, Μιλτιάδης Φιντανάκης v. Aστυνομίας, Ποινική Έφεση 98/2013, ημερομηνίας 30.9.14.
[17] Triftarides v. Police (1968) 2 C.L.R. 140, Varnakides v. Police (1962) 2 C.L.R. 1
[18] Γ.Μ. Πική, σελ. 3
[19] 22 C.L.R., 147
[20] Ποινική Έφεση 19/2016, ημερ. 2.12.2016, Antoniades v. Police (1986) 2 CLR 21), Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1989) 2 ΑΑΔ 224
[21] Supra, σελ. 2, 5‑8
[25] Στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας v. Γεωργίου Ανδρέα Πότση Ποινικές Εφέσεις 6874 και 6876 (2000) το Ανώτατο Δικαστήριο επεσήμανε στην απόφαση του ότι, η πάροδος μακρού χρόνου από τη διάπραξη του αδικήματος μειώνει ουσιαστικά την ανάγκη για αποτρεπτικότητα της ποινής και δεν ασκεί αναμορφωτικό ρόλο στον κατηγορούμενο.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο