ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Ε. ΜΙΝΤΗ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΠΡΟΣ. Ε.Δ.
Αρ. Υπόθεσης: 15399/2021
ΜΕΤΑΞΥ:
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΛΕΜΕΣΟΥ
ν.
ΡΑΦΑΗΛ ΚΟΡΜΠΟΣ
Κατηγορούμενος
Ημερομηνία: 03 Ιουνίου 2025
Για την Κατηγορούσα Αρχή: κος Π. Ευριπίδου
Για τον Κατηγορούμενο: κος Α. Αντωνίου
Κατηγορούμενος, παρών.
ΠΟΙΝΗ
[I] ΑΔΙΚΗΜΑΤΑ
1. Ο Κατηγορούμενος αντιμετωπίζει δύο κατηγορίες, ήτοι (α) της πρόκλησης θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης, κατά παράβαση του άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα, ΚΕΦ. 154 και των άρθρων 19 και 20Α του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου, Ν. 86/1972, όπως τροποποιήθηκε (1η κατηγορία) και (β) της παράβασης σήματος τροχαίας, κατά παράβαση των Καν. 58(1)(4)(α) και 72 των περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Κανονισμών του 1984 και του άρθρου 19 του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου, Ν. 86/1972, όπως τροποποιήθηκε (2η κατηγορία).
2. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τις λεπτομέρειες των δύο κατηγοριών, ο Κατηγορούμενος, στις 18/12/2019 στην οδό Ηλία Καννάουρου στον Ύψωνα της επαρχίας Λεμεσού, ενώ οδηγούσε το μηχανοκίνητο όχημα με αρ. εγγραφής [ ] (εφεξής «αυτοκίνητο»), λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης ή συμπεριφοράς, που δεν αναγόταν σε υπαίτια αμέλεια, χωρίς πρόθεση, επέφερε το θάνατο του Αλεξάντερ Μακρίδη (εφεξής «θύμα»), τέως από τη Λεμεσό (1η κατηγορία). Περαιτέρω, κατά τον ίδιο τόπο και χρόνο, παρέλειψε να συμμορφωθεί με σήμα τροχαίας που τοποθετήθηκε από την αρμόδια αρχή, δηλαδή, προσπέρασε άλλα οχήματα που κατευθύνονταν προς την ίδια κατεύθυνση, σε σημείο όπου ο δρόμος ήταν χαραγμένος με συνεχή άσπρη γραμμή (2η κατηγορία).
[II] ΣΚΙΑΓΡΑΦΗΣΗ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ
3. Ο Κατηγορούμενος καταχώρησε μη παραδοχή στην 1η κατηγορία και παραδοχή στην 2η κατηγορία που αντιμετωπίζει.
4. Ενόψει της εξέλιξης αυτής, διεξήχθη ακροαματική διαδικασία σε σχέση με την 1η κατηγορία. Προς απόδειξη της 1ης κατηγορίας, η Κατηγορούσα Αρχή προσέφερε 3 μάρτυρες κατηγορίας. Στη διαδικασία κατατέθηκαν συνολικά 10 τεκμήρια και δηλώθηκαν ως παραδεκτά έγγραφα 17 καταθέσεις / εκθέσεις, τα οποία εγκρίθηκαν από το Δικαστήριο.
5. Τα γεγονότα που περιβάλλουν τις συνθήκες διάπραξης του αδικήματος της 1ης κατηγορίας έχουν καταγραφεί από το Δικαστήριο και αναφέρονται στην καταδικαστική απόφαση ημερομηνίας 26/03/2025 [ίδε παραγράφους 78-88]. Αντλώντας καθοδήγηση από τη νομολογία, έκρινα ότι, ο Κατηγορούμενος οδήγησε απερίσκεπτα κατά τον επίδικο τόπο και χρόνο και ότι, η ενέργεια του ήταν η ουσιαστική αιτία πρόκλησης του δυστυχήματος και του θανάτου του θύματος.
[III] ΜΗΤΡΩΟ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥ
6. Ο ευπαίδευτος συνήγορος της Κατηγορούσας Αρχής ανέφερε ότι, ο Κατηγορούμενος είναι λευκού ποινικού μητρώου και δεν βαρύνεται με βαθμούς ποινής στην άδεια οδήγησής του.
[IV] ΕΚΘΕΣΗ ΓΡΑΦΕΙΟΥ ΕΥΗΜΕΡΙΑΣ
7. Κατόπιν οδηγιών του Δικαστηρίου, παραλήφθηκε έκθεση του Γραφείου Ευημερίας για το πρόσωπο του Κατηγορούμενου από τις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας (ημερ. παραλαβής η 14/05/2025). Η εν λόγω έκθεση συνοδεύεται από αντίγραφα δικαιολογητικών/υποστηρικτικών εγγράφων, που δόθηκαν και από τον ευπαίδευτο συνήγορο Υπεράσπισης κατά το στάδιο της αγόρευσης για μετριασμό της ποινής του Κατηγορούμενου.
8. Σύμφωνα με την έκθεση του Γραφείου Ευημερίας, ο Κατηγορούμενος είναι ηλικίας σήμερα 33 ετών, παντρεμένος με 30χρονη κοπέλα από τη Λεμεσό, λογίστρια στο επάγγελμα, ο ίδιος εργάζεται ως ασφαλιστικός σύμβουλος σε ασφαλιστική εταιρεία και λαμβάνει εισόδημα ύψους €1.000= μηνιαίως, ενώ η σύζυγός του εισόδημα ύψους €2.000= μηνιαίως. Διαμένει με τη σύζυγό του σε ιδιοκτήτη οικία αυτής. Προέρχεται από πολυμελή οικογένεια χαμηλής εισοδηματικής τάξης. Δεν κατετάγη στην Εθνική Φρουρά, λόγω απαλλαγής που έλαβε, αφού κατέχει την Ελληνική ιθαγένεια (εκ πατρός). Ήταν πάντα συνεπής στις επαγγελματικές του υποχρεώσεις. Το πρόβλημα υγείας που αντιμετώπισε (καρκίνος στον δεξί όρχι) επηρεάζει τη γονιμότητα του και με τη σύζυγό του σκέφτονται εναλλακτικές λύσεις απόκτησης παιδιών. Η απώλεια του θύματος, συνεπεία του θανατηφόρου οδικού δυστυχήματος τον κατέβαλε ψυχολογικά και επηρέασε την ψυχική και σωματική του υγεία και από τον Ιανουάριο 2020 μέχρι και σήμερα λαμβάνει φαρμακευτική αγωγή.
[V] ΕΙΣΗΓΗΣΕΙΣ/ΑΓΟΡΕΥΣΗ ΣΥΝΗΓΟΡΟΥ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥ
9. Ο ευπαίδευτος συνήγορος Υπεράσπισης κατέθεσε γραπτή αγόρευση, με υποστηρικτικά έγγραφα που την συνοδεύουν (Εγγραφο Α), στην οποία εξειδικεύει τους ελαφρυντικούς λόγους και μετριαστικούς παράγοντες, καλεί δε το Δικαστήριο να τους λάβει υπόψη πριν την επιβολή ποινής.
10. Αναφέρθηκε στις περιστάσεις του δυστυχήματος, στις προσωπικές, οικογενειακές και επαγγελματικές συνθήκες του κατηγορουμένου, όπως επίσης και στο χρονικό διάστημα που παρήλθε από την ημέρα διάπραξης του αδικήματος μέχρι σήμερα, ήτοι 5 ½ χρόνια.
11. Κάλεσε το Δικαστήριο να λάβει υπόψιν το λευκό ποινικό και λευκό οδικό μητρώο του Κατηγορούμενου, που καταδεικνύει ότι, το παρόν ήταν ένα μεμονωμένο περιστατικό, αφού δεν απασχόλησε στο παρελθόν τις διωκτικές αρχές ή τα Δικαστήρια με οποιονδήποτε τρόπο και είναι ένας νομοταγής πολίτης που σέβεται τους Νόμους και Κανονισμούς του κράτους.
12. Υποστήριξε ότι, η ασφαλιστική εταιρεία με την οποία είναι συμβεβλημένος ο Κατηγορούμενος είχε πρόθεση αποζημίωσης της οικογένειας του θύματος, όμως δεν προέβη σε οποιαδήποτε καταβολή αποζημίωσης, γιατί δεν υποβλήθηκε σχετική απαίτηση.[1]
13. Υποστήριξε ότι, η ακροαματική διαδικασία διεξήχθη, όχι γιατί ο Κατηγορούμενος αρνείτο οποιαδήποτε ευθύνη για την πρόκληση της θανατηφόρας οδικής σύγκρουσης, αλλά γιατί υπήρχε η αντίληψη ότι, ο βαθμός αμέλειας του περιοριζόταν στο επίπεδο της αμελούς οδήγησης που προνοεί το άρθρο 8 του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου, σε κάθε όμως περίπτωση τόνισε ότι, περισώθηκε πολύτιμος δικαστικός χρόνος, αφού δηλώθηκαν ως παραδεκτοί 17 μάρτυρες κατηγορίας και η ακροαματική διαδικασία περιορίστηκε σε τέσσερις δικασίμους.
14. Ως προς τις προσωπικές του συνθήκες ανέφερε ότι, κατά τον επίδικο χρόνο ήταν ηλικίας 27 ετών, άγαμος και εργαζόταν ως ιδιωτικός υπάλληλος. Για δύο χρόνια απομονώθηκε και αποξενώθηκε από το κοινωνικό περιβάλλον του, παρουσιάζοντας ενοχική κατάθλιψη και από τον Ιανουάριο του 2020 παρακολουθείται από ψυχίατρο, με το δυσβάστακτο βάρος της απώλεια της ζωής του θύματος να τον βαραίνει εφ’ όρου ζωής, γεγονός που συνιστά από μόνο του εξωδικαστηριακή τιμωρία.
15. Το 2023, αν και παρουσίασε βελτίωση η ψυχολογική του κατάσταση και έκανε προσπάθεια επανένταξης στο κοινωνικό σύνολο, εντούτοις διαγνώστηκε με όγκο στο δεξιό όρχι και στις 06/07/2023 υπεβλήθη σε χειρουργική επέμβαση ορχεκτομής δεξιά (σεμίνωμα – νόσος σταδίου Ι) και ακολούθως σε επικουρική χημειοθεραπεία. Έγινε βιοψία όρχεων αμφοτερόπλευρα, χωρίς ανεύρεση σπερματοζωαρίων, με αποτέλεσμα αδυναμία γονιμοποίησης επί του παρόντος. Η αξονική τομογραφία θώρακος ανέδειξε λεμφαδένα μεγέθους 1.5 cm, ο οποίος ήταν αρνητικός στην εξέταση PET/CT scan. Έκτοτε, παρακολουθείται ανά τακτά χρονικά διαστήματα για τυχόν υποτροπή – μετάσταση (ίδε πρόσφατες ιατρικές βεβαιώσεις του Δρ. Κ. Κωνσταντίνου, Χειρούργου Ουρολόγου – Ανδρολόγου και Δρ. Γ. Ορφανού, Ογκολόγου, Γερμανικό Ογκολογικό Κέντρο).
16. Προσκομίστηκε πρόσφατη πρωτότυπη ιατρική έκθεση του Δρ. Α. Αργυρίου, ψυχιάτρου, που παρακολουθεί τον Κατηγορούμενο, ο οποίος καταγράφει αγχώδεις και καταθλιπτικές εκδηλώσεις, λόγω της εμπλοκής του Κατηγορούμενου στην θανατηφόρα οδική σύγκρουση. Ο εν λόγω ψυχίατρος διαπίστωσε συναισθηματική πτώση, περιορισμένη ενέργεια, ανεπαρκή ύπνο με εφιαλτικά όνειρα, ανορεξία, αδυναμία συγκέντρωσης, συναισθηματική αστάθεια και φόβο της τροχαίας κυκλοφορίας. Συνεστήθη ψυχοθεραπευτική υποστήριξη και αντικαταθλιπτική αγωγή, η οποία ακολουθείται από τον Κατηγορούμενο μέχρι σήμερα. Σύμφωνα με τον ίδιο, οι συνέπειες του θανατηφόρου δυστυχήματος και η δικαστική διαδικασία παρατείνουν την κατάθλιψη του Κατηγορούμενου, υποβαθμίζοντας την λειτουργικότητα του σε προσωπικό, οικογενειακό, κοινωνικό και εργασιακό επίπεδο και το ψυχοτραυματικό σύνδρομο που αντιμετωπίζει χρήζει μακράς ψυχοθεραπευτικής στήριξης και παρακολούθησης.
17. Από τον Απρίλιο του 2024 εργοδοτείται ως ασφαλιστικός σύμβουλος σε ασφαλιστική εταιρεία με μηνιαίο ακάθαρτο εισόδημα ύψους €1.500= (ίδε πιστοποιητικό εγγραφής ως ασφαλιστικός σύμβουλος και βεβαίωση προϊσταμένου της ασφαλιστικής εταιρείας), ενώ έχει συνάψει θρησκευτικό γάμο την 22/06/2024 (ίδε πιστοποιητικό γάμου). Ο ευπαίδευτος συνήγορος του Κατηγορούμενου υποστήριξε ότι, οι συνθήκες της ζωής του μεταβλήθηκαν ένεκα της σημαντικής υποστηρικτικής προσπάθειας που λαμβάνει από το οικογενειακό του περιβάλλον.
18. Σε σχέση με τις συνθήκες διάπραξης του αδικήματος, κάλεσε το Δικαστήριο να προσμετρήσει ως ελαφρυντικό παράγοντα τον βαθμό της συντρέχουσας αμέλειας του θύματος, το οποίο οδηγούσε χωρίς να φέρει προστατευτικό κράνος ασφαλείας, με σβηστά τα φώτα πορείας της μοτοσικλέτας του και το γεγονός ότι, συρόταν στην άσφαλτο πριν επέλθει η σύγκρουση· παράγοντες οι οποίοι, εισηγείται, εκμηδένισαν την δυνατότητα αντίδρασης από πλευράς του Κατηγορούμενου.
19. Ο ευπαίδευτος συνήγορος του Κατηγορούμενου εξέφρασε, εκ μέρους του, την ειλικρινή μεταμέλειά του και σε περίπτωση επιβολής ποινής στερητικής της ελευθερίας του Κατηγορούμενου, επεσήμανε ότι, υπάρχουν καλοί λόγοι που να δικαιολογούν την αναστολή άμεσης εκτέλεσής της, οι οποίοι μεταξύ άλλων έγκεινται στον κίνδυνο απώλειας της εργασίας του και της άδειας εξασκήσεως επαγγέλματος ασφαλιστικού συμβούλου στην ηλικία που είναι σήμερα (33 ετών), η οποία θα είναι καταστροφική για τον ίδιο, στην ενοχική κατάθλιψη που βιώνει για την απώλεια της ζωής ενός συνανθρώπου του, το γεγονός ότι, αντιμετώπισε σοβαρό πρόβλημα υγείας μετά τη διάπραξη του αδικήματος, του χρόνου που διέρρευσε μέχρι και σήμερα και του λευκού ποινικού και οδικού μητρώου του που καταδεικνύει ότι, δεν έχει ροπή προς την διάπραξη οποιουδήποτε ποινικού αδικήματος.
[VI] ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ
20. Το αδίκημα της 1ης κατηγορίας ερείδεται επί του άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα, ΚΕΦ. 154 (εφεξής Π.Κ.), το οποίο διαλαμβάνει τα ακόλουθα:
«Πρόκληση θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης
210. Όποιος, λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης, ή επικίνδυνης πράξης ή συμπεριφοράς, που δεν ανάγεται σε υπαίτια αμέλεια, χωρίς πρόθεση επιφέρει το θάνατο άλλου προσώπου, είναι ένοχος αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης υπόκειται σε φυλάκιση μέχρι τεσσάρων χρόνων ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δύο χιλιάδες πεντακόσιες λίρες.»
21. Σύμφωνα με το Άρθρο 19 του Ν. 86/1972, όπως ίσχυε τότε, το Δικαστήριο έχει διακριτική ευχέρεια να αποστερήσει από καταδικασθέντα την ικανότητα του να κατέχει και να λαμβάνει άδεια οδήγησης μηχανοκινήτου οχήματος για όσο χρονικό διάστημα ήθελε αποφασίσει. Περαιτέρω, προνοείται βάσει του Άρθρου 20Α.(2).7 του Ν. 86/1972, όπως ίσχυε τότε, επιβολή μεταξύ 5 και 10 βαθμών ποινής.
22. Σε σχέση με την 2η κατηγορία, σύμφωνα με τον Καν. 58.(4) των περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Κανονισμών του 1984 «πρόσωπο το οποίο οδηγεί ή έχει τον έλεγχο μηχανοκίνητου οχήματος σε οποιοδήποτε δρόμο οφείλει να μην προσπερνά ούτε να αποπειράται να προσπεράσει όχημα κινούμενο προς την ίδια κατεύθυνση σε κάθε σημείο που υπάρχει στη μέση του οδοστρώματος συνεχής άσπρη γραμμή, σχετικό απαγορευτικό σήμα τροχαίας, σε στροφή με ορατότητα μικρότερη των εκατό μέτρων, σε συμβολή δρόμων εντός δημοτικών ορίων ή ορίων κοινότητας, όταν προσεγγίζει κυρτή γέφυρα, διάβαση πεζών ή κορυφή ανάβασης ή όταν προσεγγίζει όχημα από την αντίθετη κατεύθυνση, οπότε παρέχει δικαίωμα προτεραιότητας σε αυτό». Πρόσωπο που καταδικάζεται δυνάμει των Κανονισμών αυτών υπόκειται, σύμφωνα με τον Καν. 72 σε ποινή φυλάκισης μέχρι ένα έτος ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις €3.000= ή και στις δύο αυτές ποινές.
23. Στη ΓΕ ν. Στυλιανού (2009) 2 ΑΑΔ 543, 549, τονίστηκε η σοβαρότητα των αδικημάτων της φύσης αυτής και η ανάγκη επιβολής αποτρεπτικών ποινών, δεδομένης της μεγάλης συχνότητας, αλλά και των τραγικών συνεπειών της διάπραξης τέτοιων αδικημάτων.
24. Αναμφίβολα, η απώλεια ζωής λόγω θανατηφόρου δυστυχήματος είναι ιδιαίτερα θλιβερή και αποτελεί πρόβλημα στη σύγχρονη κοινωνία κατά τρόπο που διαταράσσει τον κοινωνικό ιστό και κατά κανόνα είναι απόρροια εγωιστικής οδήγησης.[2]
25. Στην υπόθεση R. v. John Kenneth Guilfoyle 57 Cr. App. R. 549, το Αγγλικό Εφετείο έδωσε κατευθυντήριες γραμμές αναφορικά με τα κριτήρια για την επιβολή ποινής στις υποθέσεις θανατηφόρων ατυχημάτων, οι οποίες υιοθετήθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο, αρχικά στην υπόθεση The Attorney General of the Republic v. Alkis I. Iacovides (1973) 2 C.L.R.344.
26. Οι κατευθυντήριες γραμμές της απόφασης Guilfoyle υιοθετήθηκαν σε σειρά αποφάσεων της νομολογίας μας.[3]
27. Το είδος και η έκταση της ποινής είναι πρωταρχική ευθύνη του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Σε τέτοιου είδους αδικήματα δεν υπάρχει καθιερωμένο μέτρο για την ποινή.[4] Στην αρμόζουσα ποινή το δικαστήριο καταλήγει ανάλογα με τα περιστατικά της υπόθεσης, την έκταση της ευθύνης του κατηγορούμενου, λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι, η επικίνδυνη οδήγηση στοιχίζει πόρους και ζωές. Η επιμέτρηση της ποινής είναι άμεσα σχετιζόμενη με την έκταση και την υφή της αμέλειας που προκάλεσε το θάνατο, δηλαδή με τη συμπεριφορά και τις πράξεις του κατηγορουμένου που οδήγησαν στη διάπραξη του αδικήματος και την πρόκληση του θανάτου, σε συνάρτηση βέβαια με τις προσωπικές του συνθήκες, οι οποίες θα πρέπει επίσης να λαμβάνονται υπόψη.[5]
28. Η διάκριση αφενός μίας στιγμιαίας απροσεξίας και αφετέρου συνειδητής αδιαφορίας και εγωιστικής συμπεριφοράς κατά την οδήγηση, είναι καθοριστικής σημασίας, προκειμένου να αποφασιστεί το είδος της ποινής σε τέτοιας φύσης υποθέσεις.
29. Όταν το ατύχημα οφείλεται σε στιγμιαία αβλεψία και το ποινικό μητρώο του κατηγορούμενου είναι καλό, η ποινή πρέπει να περιορίζεται σε χρηματική και στέρηση της άδειας οδήγησης, η έκταση της οποίας να είναι ανάλογη με τις ειδικές συνθήκες της κάθε υπόθεσης, εκτός αν συντρέχουν ειδικοί λόγοι για να μην επιβληθεί στέρηση της άδειας.
30. Σε περιπτώσεις που το θανατηφόρο ατύχημα προξενείται από εγωιστική παραγνώριση της ασφάλειας των άλλων προσώπων ή πεζών ή από επικίνδυνη ή απερίσκεπτη οδήγηση του κατηγορουμένου, ενδείκνυται η επιβολή ποινής φυλάκισης και στέρησης της άδειας οδηγού.[6] Η επιβολή ποινής φυλάκισης ενδείκνυται κατ' αρχήν στις περιπτώσεις εκείνες που η αμέλεια εμπεριέχει και το στοιχείο της αδιαφορίας για την ασφάλεια άλλων προσώπων (βλ. επίσης τις Δημοκρατία ν. Γερολέμου, Π.Ε. 169/2016, 28/2/2017, ECLI:CY:AD:2017:B63 και Αστυνομία ν. Νικολάου, Π.Ε. 217/2016, 11/5/2017, ECLI:CY:AD:2017:B168 όπου επιβεβαιώθηκε ότι η ύπαρξη ή όχι αδιαφορίας στην οδήγηση είναι αποφασιστικής σημασίας στο είδος της ποινής που θα επιβληθεί).[7]
31. Είναι θεμελιωμένο ότι η πάροδος αρκετού χρόνου από τη διάπραξη του αδικήματος είναι στοιχείο ουσιώδες που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη στην επιβολή ποινής, ειδικά αναφορικά με το είδος της ποινής, αν δηλαδή θα επιβληθεί ποινή φυλάκισης ή όχι.[8]
32. Στην υπόθεση Παντέλα ν. Αστυνομίας (2011) 2 ΑΑΔ 562 έγινε ανάλυση της νομολογίας με αναφορά στην R. v. Boswell [1984] 3 All ER 353 σε σχέση με τους παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη σε τέτοιου είδους υποθέσεις κατά την επιβολή ποινής:[9]
(1) Ως επιβαρυντικοί παράγοντες κρίνονται, η οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλης ή ναρκωτικών, η υπερβολική ταχύτητα, η αδιαφορία σε προειδοποιήσεις από τους επιβάτες του και η επί μακρόν επίμονη και εκούσια πορεία πολύ κακής οδήγησης, όπως είναι για παράδειγμα η αδιαφορία σε φώτα τροχαίας και το προσπέρασμα άλλων αυτοκινήτων από τη λανθασμένη πλευρά. Άλλοι επιβαρυντικοί παράγοντες είναι η ταυτόχρονη διάπραξη άλλων αδικημάτων (όπως για παράδειγμα η οδήγηση χωρίς άδεια). Επιβαρυντικός παράγων είναι επίσης η ύπαρξη προηγούμενων καταδικών για οδικά αδικήματα, το κατά πόσο περισσότερα από ένα πρόσωπα σκοτώθηκαν ως αποτέλεσμα της αμελούς οδήγησης, αν ο κατηγορούμενος παρέλειψε να σταματήσει στη σκηνή ή αν διέπραξε το αδίκημα στην προσπάθειά του να αποφύγει έλεγχο ή τη σύλληψη.
(2) Ως ελαφρυντικοί παράγοντες θεωρούνται, μεταξύ άλλων, η λανθασμένη στάθμιση της κατάστασης (error of judgment), το λευκό οδικό μητρώο, ο καλός χαρακτήρας, η παραδοχή κατά τη δίκη και η ειλικρινής μεταμέλεια. Ελαφρυντικό είναι επίσης και το κατά πόσο το θύμα είναι στενός φίλος ή συγγενής του οδηγού και το έντονο συναισθηματικό αποτέλεσμα που είχε ο θάνατος του στον οδηγό.
(3) Όπου υπάρχουν ένας ή περισσότεροι επιβαρυντικοί παράγοντες, γενικά η ποινή φυλάκισης είναι η πλέον κατάλληλη και σε μια επιβαρυμένη υπόθεση ως προς τον τρόπο οδήγησης, όπως για παράδειγμα η ανταγωνιστική οδήγηση σε δημόσιο υπεραστικό δρόμο ή η αμελής οδήγηση μετά την κατανάλωση αλκοόλης, ποινή δύο ή περισσότερων χρόνων φυλάκισης και μεγάλη περίοδος στέρησης αδείας (μεταξύ επτά έως δέκα ετών) θα πρέπει να επιβάλλεται.
33. Στην υπόθεση Κωνσταντίνου v. Αστυνομίας ανωτέρω, λέχθηκε ότι, οι αρχές των Guilfoyle και Boswell έχουν γίνει δεκτές σε γενικές γραμμές και από τα Κυπριακά Δικαστήρια ως καθοδηγητικές για την επιλογή της ποινής για αδικήματα αυτής της φύσης. Όμως, οι αρχές αυτές, δεν ανάγονται σε κανόνα δικαίου. Τα γεγονότα της υπόθεσης, όπως προσδιορίζονται από το Δικαστήριο, σε συνδυασμό με την ανάγκη για αποτελεσματική εφαρμογή του νόμου, αποτελούν, σε συνάρτηση με τις προσωπικές συνθήκες του Κατηγορουμένου, την αναλλοίωτη αρχή δικαίου που διέπει τον καθορισμό της ποινής.
34. Αξίζει να λεχθεί ότι στην Αγγλία ακολουθούνται κατευθυντήριες οδηγίες για την επιβολή ποινών σε αδικήματα πρόκλησης θανάτου σε δυστυχήματα και τα όσα αναφέρθηκαν στις αποφάσεις Guilfoyle και Boswell, ουσιαστικά έχουν ενσωματωθεί στις κατευθυντήριες οδηγίες με κάποιες διαφοροποιήσεις (Guideline on causing death by driving και Wilkinson’s Road Traffic Offences, 25th ed, 2011, Vol. 1, Appendix 4, παρ. 4A.01, σελ. 1/1273).
35. Η στιγμιαία αβλεψία έχει κριθεί ότι, έχει την έννοια της μιας και μόνο λανθασμένης κίνησης της στιγμής. Είναι ένα μεμονωμένο σφάλμα, το οποίο συμβαίνει σε ένα πολύ μικρό χρονικό διάστημα, σε αντίθεση με την αλόγιστη και εγωιστική οδική συμπεριφορά, η οποία υπερβαίνει το στιγμιαίο και καλύπτει περισσότερα χρονικά στάδια.[10]
36. Όπως έχει τονιστεί στην ΓΕ ν. Νεοκλέους (2001) 2 ΑΑΔ 48, 54, απερίσκεπτη οδήγηση η οποία απολήγει σε θάνατο, είναι αφ’ εαυτής σοβαρή. Υπάρχουν όμως πάντοτε διαβαθμίσεις σοβαρότητας, προς την οποία συναρτάται και η επιδιωκόμενη αποτρεπτικότητα της ποινής, η δε εξατομίκευση της ποινής είναι πάγιο έργο του Δικαστηρίου.
37. Η ποινή στέρησης της ικανότητας σε κατηγορούμενο να κατέχει άδεια οδήγησης αποτελεί μέρος της συνολικής ποινής και πρέπει να δικαιολογείται με βάση τις αρχές που διέπουν την επιμέτρηση της ποινής. Τόσο τα γεγονότα που προσδιορίζουν τη σοβαρότητα του αδικήματος, όσο και οι προσωπικές συνθήκες του παραβάτη πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για να διαπιστωθεί αν δικαιολογείται η αποστέρηση της άδειας του παραβάτη και η χρονική διάρκεια της αποστέρησης [Χριστάκης Ανθίας ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση αρ. 107/2022, ημερ. 05/07/2022, Πουλλής ν. Αστυνομίας (2000) 2 ΑΑΔ 57, Ελευθερίου ν. Αστυνομίας (1992) 2 ΑΑΔ 300, Stylianou v. The Police (1962) 2 CLR 152, Miltiadous v. The Police (1970) 2 CLR 81, Παναγίδου ν. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 448, Σαρίδης ν. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 465, Nicosia Police v. Djemal Ahmed, 3 RSCC 50]. Το εύρος επιβολής ποινής στέρησης όταν θα επιβληθεί ποινή φυλάκισης συνεκτιμάται με την αναγκαιότητα της άδειας του κατηγορουμένου για επαναδραστηριοποίηση. Οποτεδήποτε η άδεια οδηγού είναι αναγκαία για την απασχόληση του κατηγορουμένου, η στέρηση της πρέπει, είτε να συμπίπτει είτε να μη είναι πολύ μακρύτερη σε χρονική διάρκεια από το χρόνο της αποφυλάκισης του [Ευθυμίου ν. Αστυνομίας (1989) 2 ΑΑΔ 327, 329, Koumas Georghiou v. The Police (1967) 2 C.L.R. 290, Georghiou v The Police (1967) 2 CLR 290, Spiritos v. The Police (1967) 2 CLR 230 και Sherif v. The Police (1974) 2 CLR 16].
38. Ως προς το ζήτημα της καθυστέρησης, έχει νομολογιακά καθιερωθεί ότι, καθυστέρηση εκ μέρους των αρμοδίων αρχών να παρουσιάσουν τον κατηγορούμενο ενώπιον της δικαιοσύνης αποτελεί παράβαση των ουσιωδών δικαιωμάτων του κατηγορούμενου και τα δικαστήρια σε τέτοιες περιπτώσεις λαμβάνουν υπόψη αυτό το γεγονός προς μετριασμό της ποινής [Γενικός Εισαγγελέας ν. Πεγειώτη κ.ά. (2001) 2 Α.Α.Δ. 617, Παντελίδης ν. Αστυνομίας (1989) 2 ΑΑΔ 309, 312 και Temenos v Republic (1984) 2 CLR 425, 429].
39. Στη ΓΕ ν. Αρέστη (1996) 2 ΑΑΔ 267, 271, αναφέρθηκε ότι, η αποτίμηση κατά το πέρας της διαδικασίας της καθυστέρησης ως παράγοντα ελαφρυντικού της ποινής τείνει να μετριάσει την απόσταση που δημιουργείται, ως προς το άτομο του παραβάτη, μεταξύ του χρόνου που διαπράττεται το αδίκημα και του χρόνου της τιμωρίας του. Στη ΓΕ ν. Νεοκλέους (2001) 2 ΑΑΔ 48, 54, το Ανώτατο Δικαστήριο δεν επενέβη στην ποινή που επέβαλε το πρωτόδικο Δικαστήριο, λόγω καθυστέρησης 4 ετών. Από την άλλη, στην πιο πρόσφατη απόφαση Νίκος Νικολάου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 179/2022, ημερ. 8.5.2023 η ποινή φυλάκισης δυο ετών επικυρώθηκε παρά την πάροδο 6,5 ετών από τη διάπραξη του αδικήματος μέχρι την επιβολή ποινής.
40. Στη ΓΕ ν. Αβρααμίδη (1993) 2 ΑΑΔ 355, αναφέρθηκαν τα ακόλουθα στη σελ. 361:
«Έχει νομολογηθεί ότι η πάροδος αρκετού χρόνου από τη διάπραξη του αδικήματος είναι στοιχείο ουσιώδες που λαμβάνεται υπόψη στην επιβολή της ποινής, ειδικά αναφορικά με το είδος της ποινής, δηλαδή αν θα επιβληθεί ποινή φυλάκισης. Εκτός στις περιπτώσεις που θεωρείται απόλυτα αναγκαίο, είναι ανεπιθύμητη η επιβολή ποινής φυλάκισης μετά από παρέλευση μακρού χρόνου από την ημέρα της διάπραξης του αδικήματος (βλ., μεταξύ άλλων, Γενικός Εισαγγελέας ν. Νεοφύτου (1991) 2 Α.Α.Δ. 5, σελ. 10· και Γενικός Εισαγγελέας ν. Τέλλα (1991) 2 Α.Α.Δ. 71, σελ. 77). Η πάροδος μακρού χρόνου από το χρόνο της διάπραξης του αδικήματος μειώνει ουσιαστικά την αποτρεπτικότητα της ποινής και δεν ασκεί αναμορφωτικό ρόλο για τον κατηγορούμενο. Περαιτέρω οι προσωπικές συνθήκες ενός κατηγορουμένου στο διάστημα αυτό μπορεί να αλλάξουν ριζικά, όπως συνέβη στην παρούσα περίπτωση. Ο εικοσάχρονος εθνοφρουρός του Φεβρουαρίου του 1989 είναι σήμερα επιστήμονας, υποψήφιος για εργοδότηση στο Πανεπιστήμιο της Κύπρου. Κρίνουμε ότι στην παρούσα περίπτωση η επιβολή ποινής φυλάκισης αντενδείκνυται, γιατί πέντε σχεδόν χρόνια μετά τη διάπραξη του αδικήματος δεν θα εξυπηρετήσει κανένα χρήσιμο σκοπό.»
Υπογράμμιση δική μου
41. Αν για την καθυστέρηση ευθύνεται αποκλειστικά ο κατηγορούμενος ο τελευταίος δεν μπορεί να επικαλείται την καθυστέρηση ως παράγοντα για μετριασμό της ποινής [Γενικός Εισαγγελέας ν. Γενεθλίου (2016) 2 Α.Α.Δ. 207, Τσιολής ν. Αστυνομίας (2004) 2 ΑΑΔ 154, 157, με αναφορά στις ΓΕ ν. Βαρνάβα (1999) 2 ΑΑΔ 638 και Κουλλαπής ν. Αστυνομίας (2000) 2 ΑΑΔ 273]. Αυτό δεν σημαίνει, απαρέγκλιτα, ότι, δεν συνυπολογίζεται στη στάθμιση της υπό τις περιστάσεις επιβληθείσας ποινής (Αστυνομία ν. Νικολάου, Π.Ε. 217/2016, 11/5/2017), ECLI:CY:AD:2017:B168.
42. Στον καθορισμό του μέτρου για το εύλογο του χρόνου για την ολοκλήρωση της ποινικής διαδικασίας, λαμβάνονται υπόψη τα περιστατικά και το περίπλοκο της υπόθεσης, η συμπεριφορά των ανακριτικών και δικαστικών Αρχών, καθώς και εκείνη του κατηγορουμένου [Καυκαρής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 ΑΑΔ 203].
[VII]ΚΡΙΣΗ & ΚΑΤΑΛΗΞΗ
43. Έχω διεξέλθει τον φάκελο της διαδικασίας και παρατηρώ τα ακόλουθα. Το κατηγορητήριο καταχωρήθηκε στις 22/11/2021 και ορίστηκε για απάντηση στις 12/01/2022. Κατά την εμφάνιση του κατηγορουμένου στο Δικαστήριο στις 12/01/2022 ζητήθηκε χρόνος από τον ευπαίδευτο συνήγορο του Κατηγορούμενου για να απαντήσει στις κατηγορίες και η υπόθεση επαναορίστηκε για απάντηση στις 08/03/2022, 10/06/2022, 20/06/2022 και στις 20/09/2022. Στις 20/09/2022 καταχωρήθηκε μη παραδοχή στην 1η κατηγορία και παραδοχή στην 2η κατηγορία και η υπόθεση ορίστηκε για Ακρόαση σε σχέση με την 1η κατηγορία και για γεγονότα και ποινή σε σχέση με την 2η κατηγορία στις 20/03/2023, οπόταν και αναβλήθηκε λόγω έλλειψης χρόνου του Δικαστηρίου. Επαναορίστηκε για τον ίδιο σκοπό στις 20/09/2023 οπόταν και ζητήθηκε αναβολή από την Κατηγορούσα Αρχή, επαναορίστηκε δε για τον ίδιο σκοπό στις 07/12/2024. Στις 07/12/2024 ζητήθηκε από κοινού αναβολή, ώστε να γίνει επιστολή στον Γενικό Εισαγγελέα με σκοπό το ενδεχόμενο τροποποίησης του Κατηγορητηρίου και η υπόθεση ορίστηκε εκ νέου για ακρόαση χωρίς μάρτυρες στις 27/02/2024, ημέρα κατά την οποία η υπόθεση αναβλήθηκε λόγω έλλειψης χρόνου του Δικαστηρίου (δόθηκε νέα ημερομηνία χωρίς φυσική παρουσία) και επαναορίστηκε για τον ίδιο σκοπό (ακρόαση χωρίς μάρτυρες) στις 09/04/2024. Ορίστηκε εκ νέου για ακρόαση με μάρτυρες στις 07/06/2024, οπόταν και αναβλήθηκε λόγω έλλειψης χρόνου του Δικαστηρίου, επαναορίστηκε δε για Ακρόαση στις 25/09/2024. Στις 25/09/2024 ζητήθηκε αναβολή από τον ευπαίδευτο συνήγορο του Κατηγορούμενου για να εξετάσει το ενδεχόμενο δήλωσης παραδεκτών και επαναορίστηκε για ακρόαση χωρίς μάρτυρες στις 23/10/2024. Στις 23/10/2024 έγινε δήλωση ότι, 17 μάρτυρες επί του κατηγορητηρίου είναι παραδεκτοί και ο πρώτος μάρτυρας ουσίας ακούστηκε στις 25/11/2024 και στις 26/11/2024.
44. Διαπιστώνω από το πιο πάνω ιστορικό ότι, υπήρξε καθυστέρηση 23 μηνών στην καταχώρηση της υπόθεσης από την ημέρα που διαπιστώθηκαν τα υπό κρίση αδικήματα. Για το χρονικό διάστημα που διέρρευσε μέχρι την καταχώρηση του κατηγορητηρίου δεν δόθηκε οποιαδήποτε εξήγηση από την Κατηγορούσα Αρχή. Μετά την καταχώρηση, δόθηκε χρόνος 9 μηνών για να απαντήσει ο Κατηγορούμενος στο κατηγορητήριο. Ο ευπαίδευτος συνήγορος του Κατηγορούμενου, επί της ουσίας, ζήτησε μόνο μία φορά αναβολή της ακροαματικής διαδικασίας στις 25/09/2024 με σκοπό να μελετήσει με την Κατηγορούσα Αρχή το ενδεχόμενο να γίνουν παραδεκτοί κάποιοι από τους μάρτυρες κατηγορίας, όπως και έπραξε με σχετική δήλωση στις 23/10/2024 και πράγματι εξοικονομήθηκε πολύτιμος δικαστικός χρόνος.
45. Για την προκύψασα καθυστέρηση των 5 περίπου ετών μέχρι την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας -πέραν της χρονικής περιόδου που εκκρεμούσε η υπόθεση για Απάντηση και μίας μικρής χρονικής περιόδου που μεσολάβησε μετά από κοινού αναβολή με σκοπό να αποσταλεί σχετικό αίτημα στον Γενικό Εισαγγελέα (περίπου 11 μήνες στο σύνολο)- δεν φέρει αποκλειστική ευθύνη ο Κατηγορούμενος.
46. Το γεγονός ότι, το Δικαστήριο καλείται να επιβάλει ποινή 5 ½ και πλέον έτη από την ημέρα διάπραξης των αδικημάτων δεν παραγνωρίζεται, η σημαντικότητα δε του παράγοντα αυτού αναδύεται ακόμη περισσότερο, με δεδομένο ότι, οι προσωπικές περιστάσεις του Κατηγορούμενου έχουν μεταβληθεί, όπως εξηγώ κατωτέρω. [11]
47. Επανερχόμενη στις περιστάσεις του δυστυχήματος, κρίνω τα ακόλουθα ως επιβαρυντικούς παράγοντες:
· Τη γενεσιουργό αιτία της σύγκρουσης που ήταν παράνομο προσπέρασμα, προσπέρασμα δηλαδή, σε σημείο που απαγορευόταν (άσπρη συνεχής διαχωριστική γραμμή).
· Με το εγχείρημα του προσπεράσματος από σημείο του δρόμου που απαγορεύεται, βράδυ και ενώ η ορατότητα του δεν ήταν καλή (ακόμη κι αν τα φώτα πορείας της μοτοσικλέτας ήταν αναμμένα η ορατότητα δεν ήταν μεγαλύτερη των 100 μέτρων), ο Κατηγορούμενος οδήγησε το αυτοκίνητό του κατά τρόπο που δημιουργούσε εμφανή και σοβαρό κίνδυνο.
· Προσπέρασμα σε σημείο που απαγορεύεται ενέχει το στοιχείο της αδιαφορίας στη διενέργεια της πράξης, έστω κι αν δεν μπορεί να αποδοθεί στον κατηγορούμενο αδιαφορία ως προς ενδεχόμενο αποτέλεσμα τέτοιας πράξης.
- Ως μετριαστικούς παράγοντες έλαβα υπόψη μου:
· Την απουσία παρατεταμένα επικίνδυνης οδήγησης, ότι δηλαδή επρόκειτο περί λανθασμένης απόφασης για προσπέρασμα, τη δεδομένη στιγμή. Η απερίσκεπτη πράξη του ήταν η αποτυχία του να αντιληφθεί ενδεχόμενο κίνδυνο και όχι η ανάληψη συγκεκριμένου κινδύνου.
· Την συντρέχουσα αμέλεια του θύματος που οδηγούσε την κλοπιμαία μοτοσικλέτα χωρίς να έχει αναμμένα φώτα πορείας και χωρίς να φέρει προστατευτικό κράνος ασφαλείας.
· Το λευκό ποινικό του μητρώο και την απουσία βαθμών ποινής στην άδεια οδήγησης του (λευκό οδικό μητρώο), σε συνάρτηση με την ηλικία του σήμερα, πράγμα που καταδεικνύει ότι, ήταν ένα μεμονωμένο περιστατικό, κατά τα άλλα δε φαίνεται να είναι ένας συνετός οδηγός, ο οποίος σέβεται τους Νόμους που άπτονται της οδικής ασφάλειας και του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας.
· Το γεγονός ότι, εκκρεμούσης της δικαστικής διαδικασίας, περί το έτος 2023, διαγνώστηκε με καρκίνο και υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση (ορχεκτομή). Έκτοτε παρακολουθείται ανά τακτά χρονικά διαστήματα για το ενδεχόμενο υποτροπής ή μετάστασης.
· Ο αρνητικός αντίκτυπος του θανατηφόρου δυστυχήματος στην ψυχολογική του κατάσταση με αποτέλεσμα τη λήψη φαρμακευτικής αγωγής και παρακολούθησης από ψυχίατρο έκτοτε.
· Το γεγονός ότι, συνήψε γάμο τον Ιούνιο του 2024 και επιθυμία του είναι η δημιουργία οικογένειας, ενώ έχει παρακαθίσει επιτυχώς σε εξετάσεις και είναι εγκεκριμένος ασφαλιστικός σύμβουλος από τον Απρίλιο του 2024 μέχρι και σήμερα.
· Την ειλικρινή μεταμέλεια του, έστω και σε αυτό το στάδιο της διαδικασίας.
· Την πρόθεση της ασφαλιστικής εταιρείας του να προβεί σε αποζημίωση, σε περίπτωση που υπάρξει απαίτηση.
· Την παρέλευση σημαντικού χρονικού διαστήματος από τη διάπραξη των αδικημάτων μέχρι σήμερα.
49. Παρά την απουσία του στοιχείου της παρατεταμένα επικίνδυνης οδήγησης, οι επιβαρυντικοί παράγοντες που προανέφερα, οριοθετούν και το είδος της ποινής που θα πρέπει να επιβληθεί, που δεν είναι άλλη από την επιβολή ποινής φυλάκισης. Η φύση του αδικήματος και η υφή της απερισκεψίας που επιδείχθηκε καθιστούν την επιβολή τέτοιας ποινής αναγκαία. Τα όσα αναφέρθηκαν ως μετριαστικοί παράγοντες δεν μπορούν να μεταβάλουν το είδος της ποινής, παρά μόνο το ύψος της. Σε ότι αφορά την άδεια οδήγησης, δεν προβλήθηκαν οποιοιδήποτε ειδικοί λόγοι προς εξέταση από το Δικαστήριο.
50. Επιβάλλω στoν Κατηγορούμενο στην 1η κατηγορία ποινή φυλάκισης 16 μηνών πλέον 8 βαθμούς ποινής, οι οποίοι να σημειωθούν στην άδεια οδήγησης του. Επιπρόσθετα, o Κατηγορούμενος αποστερείται του δικαιώματος του να κατέχει ή να λαμβάνει άδεια οδήγησης για περίοδο 12 μηνών. Δεν επιβάλλεται ποινή στην 2η κατηγορία, αφού αυτή είναι απόρροια των γεγονότων που εμπεριέχονται στην 1η κατηγορία.
[VIII] ΕΞΕΤΑΣΗ ΑΝΑΣΤΟΛΗΣ ΠΟΙΝΗΣ ΦΥΛΑΚΙΣΗΣ
51. Προχωρώ να εξετάσω κατά πόσον υπάρχει ευχέρεια αναστολής της ποινής φυλάκισης, που μόλις επιβλήθηκε. Η αναστολή ποινής φυλάκισης διέπεται από το άρθρο 3(1) του περί της Υφ’ Όρον Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλακίσεως εις Ωρισμένας Περιπτώσεις Νόμου του 1972, Ν. 95/72, όπως τροποποιήθηκε από τον Ν.186(Ι)/2003. Ο σκοπός του Ν. 95/1972, με αναδρομή στο ιστορικό του, αναφέρθηκε και πάλι από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Καραολή, Ποινική Έφεση αρ. 231/2019, ημερ. 27/04/2021, ECLI:CY:AD:2021:B172.
52. Η διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου για αναστολή της ποινής φυλάκισης έχει διευρυνθεί, έτσι ώστε αυτή αποφασίζεται, εάν δικαιολογείται, στη βάση του συνόλου των περιστάσεων της υπόθεσης και των προσωπικών περιστατικών του κατηγορουμένου [Siminoiu v. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 699, Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 583].
53. Η ποινή φυλάκισης με αναστολή δεν επιβάλλεται ως μέτρο επιείκειας ή ως εναλλακτικό μέτρο τιμωρίας του παραβάτη και η επιλογή και έκταση της ποινής φυλάκισης δεν πρέπει να συσχετίζεται με τη δυνατότητα αναστολής της [Koukos v. Police (1986) 2 C.L.R. 1]. Τα δύο θέματα είναι ξεχωριστά. Το Δικαστήριο αποφασίζει το ύψος της ποινής και αποφασίζει κατά πόσο συντρέχουν οι προϋποθέσεις που δικαιολογούν την αναστολή της [Γενικός Εισαγγελέας ν. Περατικού (1997) 2 Α.Α.Δ. 373], χωρίς ο χαρακτήρας της ποινής φυλάκισης να αλλοιώνεται μόνο και μόνο λόγω του ότι αυτή αναστάληκε. Παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη είναι [Demetriou v. R. (1976) 2 J.S.C. 386 και ΓΕ v. Φανιέρου (1996) 2 ΑΑΔ 303)], (1) η σοβαρότητα των περιστατικών και το κίνητρο, (2) το μητρώο του κατηγορούμενου και η αναγκαιότητα αποτροπής και (3) η διαγωγή του κατηγορούμενου μετά τη διάπραξη του αδικήματος, ιδιαίτερα η παρουσία ή απουσία στοιχείων μεταμέλειας.
54. Οι νομολογιακές αρχές του Ανωτάτου Δικαστηρίου, σε ότι αφορά την εφαρμογή του εν λόγω άρθρου 3.(1) και 3.(2) του Ν. 95/1972, συνοψίζονται περιεκτικά, στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Αστυνομία ν. Μιλτιάδους, Ποινική Έφεση αρ. 277/2018, ημερ. 10/05/2019, ECLI:CY:AD:2019:B179, στο εξής απόσπασμα:
«Όπως συναφώς τονίζεται από τη νομολογία (βλ. ενδεικτικά Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 583, Σώζου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. 12/2016 ημερ. 29.3.2016, Γεωργίου κ.α. ν. Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. 27/2016 ημερ. 19.7.2016, Χαλκιά ν. Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. 240/2016 ημερ. 13.3.2017, ECLI:CY:AD:2017:B90, ECLI:CY:AD:2017:B90, Γενικός Εισαγγελέας ν. Χρυσάνθου, Ποιν. Εφ. 137/2015 ημερ. 23.6.2018 και άλλες), η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου για αναστολή ποινής φυλάκισης έχει διευρυνθεί από το Νόμο, ώστε αυτή να μπορεί να αποφασίζεται εάν δικαιολογείται, στη βάση του συνόλου των περιστάσεων της υπόθεσης και των προσωπικών περιστατικών ενός κατηγορουμένου. Με βασικό πάντοτε το ερώτημα κατά πόσο, ισοζυγίζοντας το σύνολο των περιστάσεων, θα μπορούσε ή θα έπρεπε οι παράγοντες αυτοί να επενεργήσουν κατά τρόπο ο οποίος να δικαιολογεί να δοθεί στον εφεσείοντα μια δεύτερη ευκαιρία. Κατά την εξέταση δε του ζητήματος σημαντικό είναι και το ερώτημα κατά πόσο η ανασταλείσα ποινή θα αντικατοπτρίζει επαρκώς την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος, θα εξυπηρετεί τους πολλαπλούς σκοπούς της ποινής και την ορθή απονομή της δικαιοσύνης.»
Υπογράμμιση δική μου.
55. Στην παρούσα υπόθεση, είναι γεγονός ότι, ο Κατηγορούμενος είναι λευκού ποινικού και οδικού μητρώου και ηλικίας 33 ετών σήμερα (27 ετών κατά το χρόνο διάπραξης του θανατηφόρου τροχαίου δυστυχήματος). Πέραν τούτου όμως, έχοντας εκ νέου συνεκτιμήσει τις περιστάσεις διάπραξης της θανατηφόρας οδικής σύγκρουσης, απόρροια της απερίσκεπτης οδηγικής συμπεριφοράς του Κατηγορούμενου, χωρίς να παραγνωρίζεται η συντρέχουσα ευθύνη του θύματος, κρίνω ότι, δεν παρέχουν ευχέρεια στο Δικαστήριο για αναστολή εκτέλεσης της ποινής φυλάκισης που επιβλήθηκε. Οι προσωπικές και οικογενειακές συνθήκες του Κατηγορούμενου, τα προβλήματα υγείας που αντιμετώπισε μετά τη διάπραξη του δυστυχήματος, η μεταμέλεια του και ο διαρρεύσας χρόνος λήφθηκαν υπόψη κατά την επιμέτρηση της ποινής και επηρέασαν ουσιωδώς το ύψος της ποινής, αλλά δεν είναι τέτοιας έκτασης και υφής που να δικαιολογούν την αναστολή της επιβληθείσας ποινής. Τυχόν αναστολή της ποινής φυλάκισης δεν θα αντικατόπτριζε την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος της 1ης κατηγορίας, εξασθενώντας σε μεγάλο βαθμό την αναγκαιότητα της αποτροπής που σκοπό έχει να προστατεύει επαρκώς το κοινωνικό σύνολο, θα έστελνε δε λανθασμένα μηνύματα, μη εξυπηρετώντας τους σκοπούς του Νόμου.[12]
56. Τα έξοδα που έχουν δημιουργηθεί να καταβληθούν από τη Δημοκρατία, ενόψει της επιβολής άμεσης ποινής φυλάκισης στον Κατηγορούμενο.
57. Η ποινή στέρησης του δικαιώματός του να κατέχει ή να λαμβάνει άδεια οδήγησης ενεργοποιείται με την αποφυλάκιση του Κατηγορούμενου.
(Υπ.) ...................................
Ε. Μιντή Οικονόμου
ΠΡΟΣ. Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
[1] Ίδε υποστηρικτικό έγγραφο (email ασφαλιστικής εταιρείας) που κατατέθηκε με την γραπτή αγόρευση του ευπαίδευτου συνηγόρου Υπεράσπισης (Εγγραφο Α).
[2] Γ.Ε. ν. Ηρακλέους, Ποιν. Έφ. 244/2017, ημερ. 08/07/2019, ECLI:CY:AD:2019:B285.
[3] Attorney General v. Iacovides (1973) 2 C.L.R. 344, Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 109, Χατζηιωάννου ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 453, Γενικός Εισαγγελέας ν. Τόμα (2005) 2 Α.Α.Δ. 713, Νικολάου ν. Αστυνομίας, Π.Ε. 195/2014, 20/3/2015, ΓΕ ν. Αβρααμίδη (1993) 2 ΑΑΔ 355, ΓΕ ν. Σωτηρίου (2003) 2 ΑΑΔ 331, Παμπακάς κ.ά. ν. Αστυνομίας (1990) 2 ΑΑΔ 487, Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας (1989) 2 ΑΑΔ 109.
[4] Γενικός Εισαγγελέας ν. Σωτηρίου (2003) 2 Α.Α.Δ. 331.
[5] Παμπακάς κ.ά. ν. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 487, 491.
[6] Γ.Ε. ν. Σωκράτη Αβρααμίδη (1993) 2 ΑΑΔ 355.
[8] Στην υπόθεση Γ.Ε. ν. Αβρααμίδη (1993) 2 Α.Α.Δ. 355, η οποία αφορούσε επίσης έφεση επί ποινής προστίμου μετά από παραδοχή σε θανατηφόρο δυνάμει του α. 210 του ΠΚ, λέχθηκαν τα εξής: «Έχει νομολογηθεί ότι η πάροδος αρκετού χρόνου από τη διάπραξη του αδικήματος είναι στοιχείο ουσιώδες που λαμβάνεται υπόψη στην επιβολή της ποινής, ειδικά αναφορικά με το είδος της ποινής, δηλαδή αν θα επιβληθεί ποινή φυλάκισης. Εκτός στις περιπτώσεις που θεωρείται απόλυτα αναγκαίο, είναι ανεπιθύμητη η επιβολή ποινής φυλάκισης μετά από παρέλευση μακρού χρόνου από την ημέρα της διάπραξης του αδικήματος (βλ., μεταξύ άλλων, Γ.Ε. ν. Νεοφύτου (1991) 2 Α.Α.Δ. 5, σελ. 10, Γ. Ε. ν. Τέλλα (1991) 2 Α.Α.Δ. 71, σελ. 77 και Γ.Ε. ν. Γεώργιου Ανδρέα Πότση (2000) 2 Α.Α.Δ. 252 και Γ. Ε. ν. Γεωργίου (2001) 2 Α.Α.Δ. 272).
[9] Στην Μενέλαος Νικολάου ν. Αστυνομία (2015) 2 Α.Α.Δ. 103, η οποία ακολούθησε, συγκεφαλαιώθηκαν οι κατευθυντήριες γραμμές για τον καθορισμό, τόσο του είδους της ποινής, όσο και της έκτασης της σε υποθέσεις θανατηφόρων τροχαίων δυστυχημάτων.
[10] Γ. Ε. ν. Κουκκίδη (2013) 2 Α.Α.Δ. 191. Βλέπε επίσης, Φιντανάκης ν. Αστυνομίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 695, Savencu v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 194/19, ημερ. 9.7.2020, ECLI:CY:AD:2020:B236, Χριστοφή ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 50/24, ημερ. 2.8.2024, ΓΕ ν. Ιωάννου, Π.Ε. 221/2013, 28/9/2015.
[11] Νικολάου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 179/2022, ημερ. 08/05/2023, Louis Travel Ltd v. Idrogios Lia’s Travel and Tours Ltd, Ποιν. Έφ. 211/2019, ημερ. 25/02/2021; Πεγειώτη (ανωτέρω), Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 104, Memic ν. Δημοκρατίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 276.
[12] Ina Yasar v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 229/2024, ημερ. 08/11/2024, Χαραλάμπους ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 153/23, ημερ. 29.2.2024, Μενέλαος Νικολάου ν. Αστυνομίας (2015) 2 ΑΑΔ 103, Γενικός Εισαγγελέας ν. Κουκκίδη (2013) 2 Α.Α.Δ. 191, Νεοφύτου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 9/21, ημερ. 29.7.2021.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο